Εξάρχεια, ιστορικά μπαρ της Αθήνας και η κολεκτίβα Medea Electronique
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία και η ζωή στα Εξάρχεια
00:00:00 - 00:12:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, ξεκινάμε. Είναι Πέμπτη 30 Ιουνίου. Είμαι με την Αγγελική Πούλου, στην Αθήνα. Εγώ είμαι η Μαρία Μούρτου Παραδεισοπουλου και είμαι …ια να κουβεντιάσουμε τα πολιτικά ζητήματα του καιρού. Και μας έκλεινε ραντεβού, μας κλείνανε ραντεβού στη… στον «Ένοικο» της Καλλιδρομίου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Ιστορικά μπαρ στο κέντρο της Αθήνας
00:12:57 - 00:39:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Οπότε το 2011, εμείς πρωτοπήγαμε σε ένα μπαρ, ας πούμε, τέτοιο. Πιο πριν πηγαίναμε στο «37», στον «Μύλο», στο «Καφετί». Πηγαίναμε στα πιο νε…ν Τουρκία ξέρω ότι υπάρχουν, στην Κωνσταντινούπολη. Οπότε όχι, βαθιά μη ανθρώπινο. Και το κομμάτι αυτό… το εκτόνωση, το παράδοξο. Δεν ξέρω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η ιστορία της «Medea Electonique»
00:39:53 - 01:03:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλεις να βάλουμε μία άνω τελεία στα μπαρ και να μου πεις και λίγα πρά γματα για την «Medea Electronique»; Τι είναι αυτό; Τι κάνεις εκεί; …ολύ, Αγγελική. Εγώ ευχαριστώ, Μαρία. Θα τα ξαναπούμε. Ευχαριστώ. Να ‘σαι καλά, ναι, να 'σαι… καλή επιτυχία. Ευχαριστώ. Στην υγειά σου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Λοιπόν, ξεκινάμε. Είναι Πέμπτη 30 Ιουνίου. Είμαι με την Αγγελική Πούλου, στην Αθήνα. Εγώ είμαι η Μαρία Μούρτου Παραδεισοπουλου και είμαι ερευνήτρια για το Ιστόρημα. Αρχικά Αγγελική σε ευχαριστούμε και σε ευχαριστώ και εκ μέρους του Ιστορήματος πάρα πολύ, που δέχτηκες να μας μιλήσεις. Μπορούμε να ξεκινήσουμε. Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για σένα…
Ωραία, Μαρία χαίρεται και γειά σου Ιστόρημα. Ευχαριστώ πολύ. Ναι, ωραία ιστορία. Ωραία, έτσι, να σου λένε: «Πες τις ιστορίες σου». Ωραία. Λοιπόν εγώ τώρα είμαι υπό διορισμό, είμαι 38 ετών, είμαι υπό διορισμό στο πανεπιστήμιο το Καποδιστριακό, το ΕΚΠΑ, στο Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου. Το γνωστικό μου αντικείμενο είναι –επίκουρη καθηγήτρια εκλέχθηκα– είναι σύγχρονη τέχνη, θεωρία και ιστορία και νέα μέσα. Μένω τώρα στα Εξάρχεια, από το 2017. Το πατρικό μου σπίτι ας πούμε, είναι στην Καλλιθέα και στο μεσοδιαστήματα μου μετά το σχολείο και τα λοιπά, ήμουνα στη Γαλλία, στο Παρίσι, που έκανα τις σπουδές. Και ουσιαστικά είμαι μέλος της «Medea Electronique», που είναι μία κολεκτίβα σύγχρονης τέχνης και ουσιαστικά ασχολούμαι με αυτό: είναι τα ψηφιακά μέσα στη διατομή τους με την τέχνη και όλα τα διακυβεύματα, θα λέγαμε, και τα θεωρητικά, τα φιλοσοφικά που προκύπτουν. Εγώ, ας πούμε, θα λέγαμε, ως καλλιτεχνική δραστηριότητα εξασκώ την επιμέλεια, ας πούμε, την επιμελητική πρακτική και τη δραματουργία. Και πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, θεωρητικά αν κάποιος με ρώταγε θα έλεγα τι… πόσο σπουδαίο ζήτημα είναι αυτό: η προφορικότητα, ας πούμε, και ο προφορικός πολιτισμός. Και με ενδιέφερε πάρα πολύ αυτό το κομμάτι… αφήγηση και υπάρχει και… Σαν τομέας, θα με ενδιέφερε πάρα πολύ αυτό, οι νέου τύπου, ας πούμε, αφηγήσεις και πώς μπορούν να προκύψουν για το θέατρο, για την τέχνη και στην κουλτούρα επίσης. Υπάρχει… λέμε ότι είναι προφορικός ο πολιτισμός- είναι οπτικοακουστικός και άρα προφορικός- αλλά εγώ έχω στο νου μου πολύ διαφορετικά, έτσι, την προφορικότητα και το θεωρώ και λίγο αρετή, δηλαδή είναι τέχνη που την εξασκείς. Δεν την κατέχω, αλλά με γοητεύει πάρα-πάρα πολύ και γοητεύομαι πολύ όταν ακούω, έτσι, ανθρώπους που ξέρουν να ιστορούν, να αφηγούνται. Αυτά.
Ωραία. Θα ήθελα πρώτα να σε ρωτήσω… Να μας πεις βασικά λίγο, αν θες, για τα Εξάρχεια, μιας που μένεις εκεί.
Σωστό. Λοιπόν στα Εξάρχεια πήγαινα στο φροντιστήριο όταν ήμουνα Β’ και Γ’ Λυκείου. Ένιωθα πολύ ωραία, πολύ μπροστά, το ότι αντί να πηγαίνω στο συνοικιακό στο φροντιστήριο στην Καλλιθέα ή στον Πειραιά, που πήγαινα σχολείο στην Ιωνίδειο, εγώ το απόγευμα ουσιαστικά ήταν σαν να βγαίνω βόλτα και πήγαινα στα Εξάρχεια, στην «Παιδεία», στην Τζωρτζ, που ήταν έτσι ένα πολύ καλό θεωρητικό φροντιστήριο. Και πιο πριν δίναμε ραντεβού με τις… με τη φίλη μου τη μία και πίναμε καφέ και λέγαμε έτσι τα εφηβικά εσώψυχά μας. Οπότε ξεκίνησα από τότε, ένιωθα πάρα πολύ ωραία ότι κατεβαίνω στα Εξάρχεια. Και μετά ως φοιτήτρια, πάλι πολύ. Τώρα, τα Εξάρχεια είναι ένας, πώς να το πω, όλοι προβάλλουμε πάνω του τα φαντασιακά μας. Άλλος ότι είναι η γειτονιά ιστορική της Αθήνας, άλλος ότι είναι κέντρο αντίστασης, άλλος ότι είναι μόνο για τους ταλαιπωρημένους και τους εξόριστους αυτού του κόσμου, άλλος ότι είναι το…
Μπαίνουν λίγο, μπαίνουν τα μαλλιά σου στο μικρόφωνο.
Ναι, σωστό. Άλλο είναι το κομμάτι τού, ας πούμε, το νέο κομμάτι που μπορεί να μας φέρει λεφτά σαν πόλος έλξης τουρισμού. Τώρα, ζώντας εκεί θεωρώ ότι όλα αυτά είναι. Για μένα είναι μια γειτονιά. Την παρατηρείς πώς αλλάζει και από χρόνο σε χρόνο και έχει να κάνει πάρα πολύ… Ας πούμε, στη διάρκεια της καραντίνας, ένιωθα σαν να είμαστε μόνοι μας, δεν είχε καθόλου κόσμο, ήταν άδεια τα Εξάρχεια. Τα δύο χρόνια. Έλειπαν όλοι αυτοί οι επισκέπτες, θα λέγαμε, οι άνθρωποι που δουλεύουν. Όταν, ας πούμε, μας φυλούσαν εν αγωνία που ήτανε τα ΜΑΤ. Ήταν ένας χρόνος-ενάμιση, που φυλούσαν κάθε γωνιά ακόμα και έξω απ’ τα μπαρ. Επίσης πιο πριν, ήταν κάθε-κάθε Σάββατο, ήταν το πάρτι με το ότι καίμε κάδους και κάνουμε οδοφράγματα. Είναι… Και υπάρχουν φυσικά και… Έχω αυτό που λέμε: «Του κατοίκου των Εξαρχείων», που θα τ’ ακούσουμε κάποιες φορές. Ότι από τη μία ότι αν πρέπει να διαλέξω φυσικά και προτιμώ την ανοιχτότητα και τα λοιπά, αλλά από την άλλη, ναι, θα έλεγα ότι με ενοχλεί, ας πούμε, το τι νιώθω ότι κάποιοι έρχονται και κάνουν επαναστατικό τουρισμό ή επίσης ότι οι αστυνομικοί μπαίνουν και νιώθουν ότι μπαίνουν και λένε: «Πω πω, εδώ εμείς θα ασκήσουμε το υψηλό μας λειτούργημα». Τα Εξάρχεια επίσης, ας πούμε… Να πω τώρα κάτι που σκεφτόμουν: Ότι αλλάζουνε και αλλάζουν πάρα πολύ και λόγω του Airbnb. Υπάρχει αυτό που λέμε το gentrification, έχει μπει σε λειτουργία. Και το βλέπουμε… Και με τα... ας πούμε, στην Σπύρου Τρικούπη υπάρχει μία πολυκατοικία που έμενε και ο φίλος μου παλιά και τώρα πλέον έχει γίνει ολόκληρη Airbnb. Οι ίδιοι που το κάνανε νιώθουν ότι έκαναν την τέλεια επένδυση. Είναι ακατοίκητα πάρα πολλά σπίτια γύρω-τριγύρω και αυτό φαίνεται ως αντίκτυπο στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς. Δεν έχει καθόλου δουλειά, ο άνθρωπος το πούλησε κάπου αλλού. Ο μανάβης της γειτονιάς δεν έχει δουλειά γιατί οι τουρίστες και αυτοί που έρχονται για το Airbnb θα πάνε σούπερ μάρκετ, ας πούμε, δεν θα πάνε στο μικρό μαγαζί. Οπότε δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι πολλοί για να δομήσουν σχέση με το μαγαζάκι της γειτονιάς. Όσο γίνεται αυτό, εμάς η απάντησή μας, ας πούμε, και εμένα, οι φίλοι μου, είναι ότι εγώ πηγαίνω και ψωνίζω συνειδητά από τα μαγαζάκια αυτά. Με τη λογική ότι θέλω να συνεχίσουν να είναι ανοιχτά μέχρι τις 11:00 το βράδυ όταν θέλω να φάω μακαρόνια να πάω να πάρω ή όταν θέλω να πάρω ένα φρούτο. Υπάρχει αυτό το κομμάτι. Έχω υπάρξει πολύ γραφική στα Εξάρχεια και απέναντι στους μπάτσους, θα λέγαμε, στους αστυνομικούς με το να πηγαίνω και να τους λέω: «Τι κάνετε εσείς εδώ, τι φυλάτε; Θέλω να περάσω, είναι η γειτονιά μου, μένω εδώ». Δηλαδή, επίτηδες πήγαινα και το έκανα. Πούλαγα τρέλα, το οποίο έπιανε πολλές φορές, ξέρεις ότι «Κυρία… μα, κυρία» και τα λοιπά. Το Πολυτεχνείο, τώρα, ήταν το μωράκι που έχω που είναι νεογέννητο και το είχα βγάλει βόλτα 17 Νοέμβρη. Όταν έκλειναν οι τέτοιοι, εγώ επίτηδες… λέω: «Τώρα, εγώ θα πάω να περάσω με το μωρό». Ότι δεν θα μου απαγορέψουν να βγω 03:00 το μεσημέρι βόλτα στη γειτονιά μου, που ‘ναι και η ώρα της βόλτας μας, τότε το χειμώνα. Και θυμάμαι πήγα στο Πολυτεχνείο, του έδειχνε το… το είχα στο μάρσιππο, προχώραγα και με σταματούσαν στην Στουρνάρη. «Δεν μπορείτε να περάσετε από δω, πήγαινε παραπέρα, δεν μπορείτε από δω». Και τους λέω: «Πώς θα φτάσω σπίτι μου;» Και να μου λένε: «Τι βγήκατε να κάνετε;» Και λέω: «Βόλτα με το νεογέννητο». Και να μου λένε: «Δεν είναι καλή ιδέα». Λέω: «Γιατί;» Και τους λέω: «Δεν μπορώ να περάσω;» Δηλαδή πούλαγα… πήγαινα και έσπαγα μπλόκα. Τους… ένα. Ή, ας πούμε, στην επέτειο του Γρηγορόπουλου, πέρυσι τώρα, το ’21, όχι, το ‘20 το Δεκέμβρη, θυμάμαι… Αυτό το κάνω σαν performance, δηλαδή επίτηδες, με φτιάχνει η διαδικασία ότι δεν θα σας το χαρίσω, δεν θα το οικειοποιηθείτε. Είχα βάλει μία καινούργια γούνα συνθετική που μου ‘χε πάρει η νονά μου, ζεμπρέ, και είχα… την έβαλα και πήγα στο μνημείο με λουλούδι και τον καφέ μου στο χέρι. Δεν μ’ αφήναν να πλησιάσω. «Κυρία είναι κλειστά». Ήταν πολύ ευγενικοί, έτσι όπως με είδανε ντυμένη σαν λατέρνα, δεν είπαν: «Να το μπάχαλο, ήρθε». «Κυρία, δεν μπορείτε να περάσετε». Τους λέω: «Γιατί;» και τους λέω: «Να σας πω κάτι, για μένα είναι πολύ σημαντικό συναισθηματικά, είναι ένας νέος άνθρωπος που χάθηκε, εγώ θέλω να πάω συμβολικά για να είμαι καλά». Να μου λένε: «Δεν μπορείτε». Να τους λέω: «Μα δεν θα είμαι καλά το βράδυ αν δεν πάω να το κάνω αυτό. Δεν θα κάνω τίποτα, το λουλούδι μου θα αφήσω και θα πω μια ευχή». Και μου λέει: «Αφού, δεν μπορείτε». Και λέω: «Θέλω τον επικεφαλής σας, μένω εδώ, δεν μπορείτε…». Έκανα κουβέντα τέτοια. Μ’ αφήσανε στο τέλος. Ε, αυτό μπορεί να είναι πολύ γραφικό, οι φίλοι μου με κοροϊδεύουνε. Εγώ νιώθω ότι… Φυσικά και δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει ο κόσμος, θέλει μαζικές πολιτικές διεργασίες και τα λοιπά. Αλλά και αυτό το κομμάτι και τον δικό μου θυμό που συσσωρεύεται τον εκτονώνει, γιατί θα θύμωνα πολύ παραπάνω αν ένιωθα ότι με κόβουν και σε αυτούς, λίγο, τους κάνει να μασάς ότι: «Ξέρετε, εδώ ζούμε άνθρωποι και θα μάθετε, ας πούμε… Κι ότι πρέπει να προσέχετε πώς και τι». Και συμβολικά εγώ σκεφτόμουνα στο ότι να δουν ότι δεν είναι, πώς να το πω… την εικόνα, το στερεότυπο ότι πρέπει να… αν φοράς μαύρα, δηλαδή, πώς να το πω… το στερεότυπο ότι στο μνημείο του Γρηγορόπουλου δεν πηγαίνουν μόνο οι άνθρωποι που… τα παιδιά που ο κώδικάς τους είναι η μολότωφ, ή ντυμένοι… Ότι μπορεί να είναι ένας πολύ απλός, πολιτικοποιημένος απλά άνθρωπος. Αυτό. Έχω κάνει πάρα πολλά παρεμφερή στα Εξάρχεια. Ή ξέρω γω έλεγα… όταν στην Μεθώνης που είναι ο δρόμος που ξεκινάει από την πλατεία και τα λοιπά ήτανε, το ‘17-18 ήταν στέκι για… πουλούσαν ναρκωτικά εκεί. Το ξέραμε, το ξέραν όλοι και τα λοιπά. Περνούσες και ήτανε τρεις-τρεις, δυο-δυο. Και δεν ήταν μόνο κάνναβη. Γιατί στην κάνναβη σε σταματούσαν, σου λέγαν: «Μήπως ψάχνεις, θες;» Και έλεγες: «Όχι, ευχαριστώ». Ήτανε διάφορα. Και είναι πολύ επικίνδυνα θεωρητικά και ως πολύ τρομαχτικά. Εγώ συνέχιζα να περνάω από κει ό, τι ώρα και να ‘τανε, ντάξει, όχι το βράδυ 03:00 η ώρα, αλλά μέχρι τις 12:00 θυμάμαι πέρναγα και πέρναγα και ανάμεσά τους. Έλεγα: «Μπορώ να περάσω, σας παρακαλώ;». Ακριβώς γι’ αυτό, να μην οικειοποιηθούν τον χώρο. Δηλαδή θέλω να το σπάσω, να μπλεχτεί η ζωή μέσα σ’ αυτό. Και πάλι, τότε με κορόιδευαν όλοι μου οι φίλοι γιατί τους έλεγα ότι θα πάρω –συγγνώμη τώρα, θα ακουστεί γελοίο– ένα ταψί λουκουμάδες και θα… Ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θέλουν αγάπη, έλεγα, και ότι θα πάρω ένα ταψί λουκουμάδες και θα πάω σαν τρελή της γειτονιάς να τους κεράσω λουκουμάδες και να τους πω: «Καλώς ήρθατε, καλώς να φύγετε, πάρτε λουκουμάδες αλλά όχι ναρκωτικά εδώ». Γραφικότητες. Απλά ίσως νομίζω ήταν ο τρόπος μου να το παλέψω απ’ το να μην περνάω από κει ή να μη θυμώνω και τα λοιπά. Υπάρχει ένα debate γύρω από αυτό. Δηλαδή μου απαντούσαν, μου ‘λεγε ο φίλος μου: «Κι άμα φύγουν από δω, θα πάνε παρακεί. Δηλαδή, πού θες; Να τους ξεράσουμε αλλού; Και ότι καλύτερο να ‘ναι εδώ, στα Εξάρχεια». Έχει δίκιο ότι με τη λογική ότι στα Εξάρχεια δεν θα τους αντιμετωπίσουμε… Μπορεί να υπάρχει και το θέμα της τοξικοεξάρτησης, δεν θα πούμε ότι απλά είναι απλά εγκληματίες, έχει δίκιο. Από την άλλη, όταν περνάω από την πλατεία, δεν μου αρέσει πολλές φορές.[00:10:00] Δηλαδή, βρωμάει. Από την άλλη ταυτόχρονα βέβαια περνάω με το μωρό από κει και το παιδί βλέπει κι αυτό το κομμάτι, το θεωρώ σπουδαίο από τη ζωή του. Δηλαδή, το να δει κι αυτή την πλευρά. Δεν με φοβίζει αυτό, δηλαδή θεωρώ ότι θα το δυναμώσει πολύ. Οπότε τα Εξάρχεια είναι μαγικά, είναι η γειτονιά το πρωί, το βράδυ έχει τέλεια μπαρ. Εγώ έτσι πρωτοσυνδέθηκα, θα λέγαμε, στην ενήλικη ζωή μου με… Στην αρχή, πηγαίναμε ως φοιτητές, μια πιο οικονομικά σε τσιπουράδικα και τα λοιπά- οπότε, με φτηνό κρασί και τσίπουρο, ας πούμε, ως φοιτητές- και μετά, όταν άρχισα να έχω πιο πολλά χρήματα, στα μπαρ των Εξαρχείων και δη στα μπαρ της Καλλιδρομίου, στα μαγαζιά της οδού Καλλιδρομίου. Στην Καλλιδρομίου ξεκινήσαμε… Πρώτον, είναι ένας πάρα πολύ ωραίος δρόμος, με τις μουριές… στη λαϊκή της, ακούγαμε… την ακούμε, πηγαίνω φυσικά πια. Αλλά ως όταν ήμουν πιο μικρή ήταν πιο πολύ νομίζω αυτό που λένε ότι μπλέκεις με μέρη, με μαγαζιά για το φορτίο που φέρουν το σημασιολογικό, το συμβολικό. Εμείς…Εγώ έμενα στην Καλλιθέα ψηλά, οι φίλες μου μένανε στα Βριλήσσια η μία, στα Γλυκά Νερά η άλλη, δηλαδή δεν ήμασταν κοντά, αλλά παρόλα αυτά το τηρούσαμε. Ξεκίνησε λοιπόν στην Καλλιδρομίου να μας τη συστήσει πρώτα και κύρια ο Γιώργος Γλυνός (ο όποιος δεν ζει πια), οικονομολόγος, ο οποίος ήταν χρόνια στις Βρυξέλλες στο καμπινέ της Διαμαντοπούλου και ήταν και στις διαπραγματεύσεις με τον Παπανδρέου και τα λοιπά, ήτανε εκεί. Αυτός… Εμείς τον λέγαμε «Μαέστρο», τον είχαμε γνωρίσει ένα καλοκαίρι στην Κίμωλο, τραγουδούσαν για πλάκα με την… με τους συνομηλίκους του τραγούδια αντάρτικα και εμείς αρχίσαμε και σιγοτραγουδούσαμε τον ρυθμό. Οπότε έτσι τους γνωρίσαμε και ξεκίνησε έτσι μία ολόκληρη συζήτηση. Κάθε βράδυ μάς βάζανε από ένα γρίφο για το επόμενο πρωί, πολιτικό. «Τι έλεγε ο Λένιν γι’ αυτό; Τι έλεγε ο Στάλιν για το άλλο;». Οπότε ξεκίνησε μία σχέση τέτοια. Οι οποίοι, δεν ήμασταν φίλοι. Ήταν 65 χρόνων οι ίδιοι, 25 εμείς, δεν υπήρχε το κομμάτι του πεσίματος. Με τις συντρόφους, με τις γυναίκες τους, ήτανε. Ήταν σαν να είναι οι μέντορές μας, οι θείοι μας;… Δηλαδή, υπήρχε μία ελευθερία. Δεν ήταν οι γονείς, δεν είχαν πατρική σχέση. Αλλά ήταν, λίγο, σαν καθηγητές στο Πανεπιστήμιο.
Πού γνωριστήκατε;
Στην Κίμωλο.
Τυχαία;
Τυχαία, ένα καλοκαίρι. Και ήταν και ο Φίλης, Φιλοκτήτης Σαλαμίνιος, γιατρός, ακτινολόγος και φωτογράφος. Και… ο γιατρός, ήταν τρεις. Ο γιατρός είναι… ήταν…είναι καρδιολόγος στο ΥΓΕΙΑ, πολύ, έτσι, σπουδαίος. Και οι γυναίκες τους, μαζί. Οπότε με αυτούς λοιπόν κρατήσαμε μία φορά το μήνα. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα, μας έστελνε μήνυμα ο μαέστρος, γιατί έπαιζε πιάνο –τον λέγαν μαέστρο οι φίλοι του, γιατί έπαιζε κιθάρα, πιάνο και τα λοιπά– μας έστελνε μήνυμα ότι να συναντηθεί η φράξιά μας για να κουβεντιάσουμε τα πολιτικά ζητήματα του καιρού. Και μας έκλεινε ραντεβού, μας κλείνανε ραντεβού στη… στον «Ένοικο» της Καλλιδρομίου.
Οπότε το 2011, εμείς πρωτοπήγαμε σε ένα μπαρ, ας πούμε, τέτοιο. Πιο πριν πηγαίναμε στο «37», στον «Μύλο», στο «Καφετί». Πηγαίναμε στα πιο νεανικά, δεν είχαμε ανέβει ποτέ πάνω. Ήταν μαγικό γιατί ήταν ποτάδικο, ουισκάδικο. Οι ίδιοι ξεκινούσαν από τις 08:00 το βράδυ με το ουίσκι τους και εμείς –ήμασταν μεγάλες πια– και κουβεντιάζαμε πολιτικά για άπειρες ώρες, μέχρι το ξημέρωμα. Εκεί ήταν το ραντεβού μας. Οπότε πρώτα ο «Ένοικος». Μετά ανακαλύψαμε και το «Bourbon», παραδίπλα, το «Παρασκήνιο» και τον «Ερωδιό». Μετά, εγώ με τον μπαμπά μου όταν ερχότανε από τα καράβια που ξεμπάρκαρε που είναι ναυτικός, πηγαίναμε στο «Παρασκήνιο» και πίναμε τον καφέ μας και συνεχίσαμε εμείς να πηγαίνουμε με τα κορίτσια, τώρα 25 χρόνων, 26-27, στον «Ένοικο». Καθόμασταν και μιλούσαμε. Είναι ένα μπαρ… το αν μου πει κάποιος: «Τι μπορεί να σου συμβεί ωραίο μέσ’ τη μέρα για να ηρεμήσεις; Μετά από μία κουραστική μέρα, τι θα ήθελες, ακόμα και τώρα;». Λέω ότι: «Να πάω με τον Γιώργο που είναι ο σύντροφός μου –ο άντρας μου πια, ο πατέρας του παιδιού μου, επίσης– να πάμε με τον Γιώργο στον «Ένοικο» και να κάτσουμε να μιλήσουμε. Είναι μπαρ που δεν «γαμπρίζεις», δεν βάζεις τα καλά σου και κάνεις… ναι, δεν «γαμπρίζεις». Κάνεις επαφές, κάνεις σχέσεις. Είναι ένα μικρό μπαρ, έχει μουσική σαν χαλί. Δεν… Έχει Jazz, μόνο. Και πάντα, αυτό που παρατηρούσα είναι ότι ο Βαγγέλης που το ξεκίνησε το 1990 μέχρι και τώρα που άλλαξε χέρια και τον πήρε ο Γιώργος, ο φίλος μου –αυτά θα τα πούμε– είναι ότι το μαγαζί έχει μια προσωπικότητα, ένα χαρακτήρα. Δεν τον επιβάλλει στους πελάτες του, αλλά δεν αλλάζει και για να κάνει τα χατίρια των πελατών του. Και αυτό, ας πούμε, για παράδειγμα θα πω, ότι εμείς πηγαίναμε…συνεχίσαμε να πηγαίνουμε με τις φίλες μου και με φίλους και με φλερτ και τα πάντα. Θυμάμαι μία μέρα που κλαίγανε δύο κορίτσια και φωνάζανε μία στην άλλη, 02:00 η ώρα το βράδυ, από την παρέα μου, και ενώ κάναμε μεγάλους λογαριασμούς, ο Βαγγέλης που είχε τον «Ένοικο», πολύ αυστηρά είπε ότι: «Εδώ ο κόσμος έρχεται να χαλαρώσει. Αν θέλετε να φωνάξετε, έξω». Ε, μου ‘χε αρέσει πάρα πολύ το ότι: «Όχι, δεν κάνω τα πάντα για την πελατεία». Είναι… Επίσης, μπορεί να μας έβλεπε… ειδικά με τον Γιώργο, τα τελευταία επτά χρόνια κάθε μέρα, δεν υπήρχε καθόλου αυτό το κομμάτι το να νιώσεις ότι ο άλλος προσπαθεί να σε κάνει φίλο ή να σε αγχώσει. Εγώ δυστυχώς καμιά φορά θέλω να πάω σε μέρη και να νιώσω ότι εκεί θα με αφήνουν στην ησυχία μου, ότι μπορώ να αράξω χωρίς να πρέπει να περιμένει ο άλλος τίποτα από μένα. Ο «Ένοικος» είναι τέτοιο μαγαζί γιατί απλά σε χαιρετάει και αν του απευθύνεις κάτι παραπάνω θα σου απαντήσει, αλλά μέχρι εκεί. Από τις κοπέλες που σερβίρουν μέχρι το μπαρ πίσω. Και ο Στέλιος που είναι ο άλλος άνθρωπος που δουλεύει εκεί. Εγώ… Υπάρχουν πολλά μαγαζιά που μ’ αρέσαν αλλά επειδή ήταν υπερβολικά φιλικοί, το ‘καναν πολύ προσωπικό τον τόνο οι ιδιοκτήτες, σταμάτησα να πηγαίνω. Γιατί έλεγα: «Δεν έχω καμία διάθεση να πιάσω κουβέντα». Επίσης, ο Βαγγέλης που τον είχε τον «Ένοικο» και ο Στέλιος επίσης και ο Γιώργος πια, βλέπουν τα πάντα και ακούνε: χωρισμούς, τσακωμούς, γλύκες, φλερτ, άνθρωποι οι οποίοι ξέρουμε τις συντρόφους τους και βλέπουν να φλερτάρουν με άλλες. Τα πάντα. Δεν βλέπεις καμιά διαφορά στο πώς σε χαιρετάνε. Ο «Ένοικος», λοιπόν, με τον Γιώργο λοιπόν τον… που είμαστε πια μαζί έχουμε κάνει και παιδί, το πρώτο. Λοιπόν, μπράβο. Εγώ, πήγαινα λοιπόν στον «Ένοικο». Βέβαια, τα χρόνια που ήμουνα στη Γαλλία πήγαινα στον «Ένοικο» και στην Καλλιδρομίου μόνο όταν ερχόμουν εδώ διακοπές και τα λοιπά. Ο Γιώργος επίσης, από το ’90…. Βασικά, όχι. Έχει γεννηθεί στα Εξάρχεια, οι γονείς του είχανε γραφείο στα Εξάρχεια. Οπότε ζούσε στα Εξάρχεια και από το ‘90 νοικιάζει και σπίτι μόνος του, δηλαδή έμενε στα Εξάρχεια από το Χαλάνδρι που κατέβαινε. Η Καλλιδρομίου είναι για αυτόν το μαγικό μέρος και δη ο «Ένοικος». Είναι το μπαρ που μπορεί να πηγαίνει με τους φίλους του και συνεχίζουν κάθε μέρα. Θα πάνε εκεί. Κάποιες φορές που του έλεγες: «Έλα, πάμε λίγο στον "Μύλο"», που ο «Μύλος» είναι λίγο παρακάτω, ένιωθε σαν να φεύγει έξω από το χωριό του. Ή έλεγε : «Γιατί να φύγουμε, υπάρχει λόγος;». Ή, ξερω γω, του ‘λεγες: «Έλα λίγο στο Κουκάκι» και σου ‘λεγε: «Γιατί;». Γιατί για αυτόν ήταν ένα ταξίδι. Δεν έχει βαρεθεί στιγμή, σου ‘λεγε: «Μα αφού το έχω βρει το μέρος μου, γιατί;». «Bourbon», «Ένοικος», «Παρασκήνιο», «Ερωδιός», αλλά με τον «Ένοικο» κατά προτίμηση. Οπότε όταν λοιπόν πρωτό… το πρώτο μας ραντεβού έγινε στο «Παρασκήνιο» για καφέ και μετά στον «Ένοικο» για ουίσκι. Όταν είχαμε κάποια στιγμή χωρίσει στα μεσοδιαστήματα, ο Γιώργος μού είχε απαγορεύσει, μου είχε πει: «Μακριά από την Καλλιδρομίου». Διεκδικούσε την Καλλιδρομίου για τον ίδιο, σωστό. Το δέχομαι με τη λογική ότι όντως είχε ζήσει πολύ παραπάνω ζωή εκεί και εγώ πήγαινα κι αλλού, ο Γιώργος πήγαινε μόνο εκεί. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι πληγώθηκα τρομερά, έλεγα: «Εντάξει, θα ζήσω χωρίς αυτό». Οπότε μου ‘λεγε: «Μακριά από την Καλλιδρομίου». Εγώ παρ' όλα αυτά δεν τον άκουσα και ένα βράδυ, επίτηδες, γιατί λέω: «Κάτσε να δούμε», πήγα στο «Bourbon». Και ο Γιώργος ήταν δίπλα στο μαγαζί με μία άλλη κοπέλα. Το ήθελα… Μάλλον ήθελα να μου συμβεί αυτό, διότι μετά με κινητοποίησε όλο αυτό και ευτυχώς μετά είμαστε μαζί. Επίσης ο Γιώργος τους αγαπάει όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχουν την… που έχουν τα μαγαζιά στην Καλλιδρομίου γιατί ακριβώς λέει αυτό: ότι έχουνε δει τη ζωή του να απλώνεται. Όλοι, όλοι, όλοι, όλοι. Επίσης, σε τσακωμούς, ας πούμε, και πιο παλιά θυμάμαι με κάποιον άλλον, θυμάμαι ότι πήγαινα, ένιωθα… Εγώ πηγαίνω πίνω καφέ μόνη μου πολύ συχνά και κάθομαι. Βράδυ σε μπαρ μόνη μου, όσες φορές το έχω επιχειρήσει, έχω νιώσει πάρα πολύ περίεργα και πολύ άβολα. Ειδικά, ξέρεις, τα βλέμματα, ότι: αυτή κάτι περιμένει, κάτι ψάχνει. Στα μοναδικά μέρη που μπορώ να πάω να πιω και τέσσερα ποτά χωρίς να νιώσω περίεργα είναι όντως στην Καλλιδρομίου και το έχω κάνει και το έχω κάνει, ας πούμε, επίτηδες για να κρατήσω μούτρα σε κάποιον, να καθίσω, ξέρω γω, να μου πουν… να μου λέει : «Πού είσαι;», εγώ να λέω: «Σπίτι μου» αλλά να είμαι στην Καλλιδρομίου και να πίνω τα ποτά μου. Και να μου λέει ο άνθρωπος που έχει το τέτοιο, ότι: «Όλα καλά;» και να λέω: «Ναι, ναι, μην ανησυχείς καθόλου». Επίσης στην Καλλιδρομίου, τα μαγαζιά τα έχω χρησιμοποιήσει πολλές φορές ότι: «Αφήστε μου ένα βιβλίο εκεί και θα ‘ρθω να το πάρω». Αυτά. Οπότε ο «Ένοικος» λοιπόν… έχουμε αυτά τα… Α, επίσης στον «Ένοικο»... μισό λεπτό, υπάρχει και μία συγγένεια μάλλον του κόσμου στον οποίο ανήκω, θα λέγαμε. Δηλαδή πήγαινες στον «Ένοικο και όντως περνούσαν από κει ή έβλεπες ανθρώπους που τους εκτιμάς, τους συμπαθείς, δεν είστε απαραίτητα φίλοι και θα αντάλλασσες κουβέντα. Αυτό σου επιτείνει λίγο το συναίσθημα του «Ανήκειν» και είναι ωραίο. Ο «Ένοικος» είναι ένα πολύ όμορφο μπαρ,[00:20:00] έχει πίνακες, έχει έργα ζωγραφικά και εικαστικά, θα λέγαμε, στους τοίχους του από καλλιτέχνες. Κάποιοι όταν τα πρωτοδώσανε ήταν τότε πρώτα… τα πρώτα τους βήματα και τώρα, ας πούμε, είναι καταξιωμένοι. Υπάρχουνε τα σκίτσα του Παυλόπουλου, υπάρχουν έργα του Τρανού, υπάρχει… υπάρχουν έργα του Βαρελά όταν ήταν στα ξεκινήματά του. Το οποίο είναι ωραίο, γιατί δεν είναι απλά καδράκια, έχουνε μια ιστορία, είναι άνθρωποι οι οποίοι αγαπούσαν τον «Ένοικο», πήγαιναν στον «Ένοικο» και άφηναν αυτά. Επίσης στον «Ένοικο», ξέρω ιστορίες, κάποια έργα, ας πούμε, είναι έργα τα οποία έκαναν θαμώνες για να αποπληρώσουν το χρέος τους στο μπαρ. Έλεγαν ότι: «Δεν έχω να σου δώσω αυτό, θα σου δώσω αυτό». Επίσης στον «Ένοικο» ξέρω για… Δεν θα πω το όνομα, είναι ένας θαμώνας ο οποίος πήγαινε κάθε βράδυ, τον πετύχαινα πολύ συχνά μόνο του στο μπαρ και έγραφε εκεί. Έγραψε εκεί ολόκληρη ποιητική συλλογή και πολύ ωραία κιόλας. Πολλές από αυτές τις φορές… δεν απήγγειλε στο μπαρ, αλλά μας τις… ερχόταν και μας τα έδειχνε σε αυτούς που ήμασταν εκεί. Ξέρω ιστορίες και για τον «Ένοικο» και για παλιότερα, ήταν από το ’90 ως μπαρ, ως ποτάδικο, εκεί έχουν γίνει και παρουσιάσεις ποιητικών συλλογών. Δηλαδή, ο Αρανίτσης, ας πούμε, εκεί έχει διαβάσει, ο Ίκαρος Μπαμπασάκης επίσης έχει κάνει πράγματα. Και έχει γράψει και στο βιβλίο που έχει ο Μπαμπασάκης, για τον «Ένοικο» που λέει: «Τα σύγχρονα, τα μπαρ είναι τα σύγχρονα τεμένη. Ότι ο «Ένοικος» δεν είναι απλά ένα μπαρ, είναι ένα τέμενος. Θα έλεγα ότι συμφωνώ και εκεί ξεκινάει η θεωρητικολογία μου για το μπαρ. Εκεί μας ενώνει και με τον Γιώργο ότι δεν είμαστε του φαγητού. Δηλαδή πάμε, ας πούμε… «Τι θα κάνουμε σήμερα; Πάμε 09:00 η ώρα το βράδυ να φάμε πάνω από ένα πιάτο» και τα λοιπά. Κυρίως είναι ότι πάμε να πιούμε ένα ποτό. Και νιώθω… υπάρχει μία γκάμα συναισθημάτων και υπάρχει και μία ιεροτελεστία στο μπαρ, το πώς μπαίνεις και ακόμα κουβαλάς όλη την… της μέρας την ένταση. Πώς μετά με το δεύτερο ποτό, ας πούμε, με το πρώτο ήδη φαίνεσαι πιο γλυκαμένος, πιο χαλαρωμένος. Το πώς πολλές φορές μετά φτάνεις σε ένα σημείο που είσαι τόσο… έχεις θερμανθεί που είναι σαν λες,…Εγώ το ‘χω πει άπειρες φορές αυτό, και να λες: «Πόσο ευτυχισμένη/μένος είμαι και ότι η ζωή είναι πάρα πολύ όμορφη». Έχεις ανοίξει πια, είσαι τέλεια. Μετά αν το παρακάνεις και απ’ όλη αυτή την ένταση που θες να προλάβεις να πιεις κι άλλο ποτό και δίνεις μάχη να το πιεις και μετά το πίνεις, σβήνεις και έχεις την ικανοποίηση ότι το κατάφερες, αλλά μετά, το επόμενο πρωί αν έχεις παραπεί πράγματα, έχεις αυτή την ενοχή… που είναι και αυτό κομμάτι, ότι: «Και μήπως είπα κάτι που δεν έπρεπε;» και… Υπάρχει ένα κομμάτι τέτοιο. Ή, ξέρω γω, βραδιές που πας και λες: «Θέλω να τα πω» και σκάνε πολλοί και δεν σου επιτρέπουν να κουβεντιάσεις όπως θες και έχεις ακόμα αυτήν την ένταση.
Θυμάσαι από όλα αυτά που περιγράφεις, σε αυτό το πλαίσιο δηλαδή, κάποιο περιστατικό στον «Ένοικο», που να είναι το αγαπημένο σου, έτσι, που να σου ‘χει μείνει πάρα πολύ έντονα;
Ναι, ωραία, ναι, ας πούμε. Εντάξει, θα ακουστεί κοινότυπο, είναι πάρα πολλά που πήγαινα στραβωμένη και επειδή ήξερα ότι θα πάω εκεί, με τον Γιώργο συγκεκριμένα το λέω αυτό… Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τον «Ένοικο» δεν τον αγαπάνε. Δηλαδή τους φαίνεται πολύ boring, τους φαίνεται σαν να ‘ναι πολύ πολύ boring. Εγώ ακριβώς αυτό νιώθω, ότι είναι ένας χώρος που σου λέει: «Υπάρχω, αλλά εσύ θα με ενεργοποιήσεις» και ότι «θα γεμίσεις». Δηλαδή… ατάκα είναι αυτό στερεοτυπική αλλά… θεωρητική βασικά, όχι στερεοτυπική, ο Lefevre το έλεγε ότι, σου λέει ότι: «Ο χώρος παράγεται από τις σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται μέσα σε αυτόν». Ο «Ένοικος» είναι αυτό. Οπότε, αν έλεγα κάτι… Ναι, θυμάμαι, ας πούμε, μία φορά, Γενάρης του ’21, ’20, δεν θυμάμαι, έχει γενέθλια μια αγαπημένη μου φίλη, έχουμε πάει στο πάρτι, εγώ είμαι με δέκατα και είμαι πολύ άκεφη γιατί επίσης ήμουνα πολύ άκεφη με μία άλλη μου φίλη και δεν ήθελα να τη δω και την είδα και με νεύριασε και μετά ήθελα να σηκωθώ να φύγω από το πάρτι οπότε... και είχε πάρα πολύ κρύο και λέω στον Γιώργο: «Πάμε να φύγουμε. Θέλω να πάω σπίτι». Και φεύγουμε και στον δρόμο του λέω: «Πάμε λίγο "Ένοικο";». Και πάμε 12:00 η ώρα το βράδυ και συναντάμε εκεί δύο παιδιά, δύο φίλους μου από τη Γαλλία, τελείως τυχαία, ένα ζευγάρι και καθίσαμε μέχρι… Ο Βαγγέλης δηλαδή μας κράτησε, ενώ κλείνει στις 03:00, μέχρι τις 04:30 και ήταν σαν να γκρεμίζουμε και σαν να χτίζουμε τον κόσμο ξανά και ξανά. Ένιωθα διογκωμένη. Δηλαδή, ήταν μαγικό. Ήταν μαγικό γιατί με καθάρισε, πώς να το πω; Θυμάμαι αυτό. Θυμάμαι όμως και το αντίστροφο. Θυμάμαι μέρες, στιγμές, που επειδή είμαι κουρασμένη, είμαι νευριασμένη και πίνω και να γίνομαι τρομερά επιθετική και να λέω πράγματα και να κλαίω και να είμαι πολύ παρμένη. Στον «Ένοικο» αυτά, πάντα. Και μετά, να πω ένα σκηνικό πάλι που αφορά την Καλλιδρομίου και τον «Ένοικο», ήταν… καθόμασταν στον «Ερωδιό», 08:00 η ώρα το βράδυ και περνάει ένα μεγάλο τζιπ, πολύ κυριλέ αυτοκίνητο, το οποίο πήγαινε πολύ γρήγορα και πήγαινε πέρα δώθε και τσούγκριζε τα αυτοκίνητα του δρόμου, τα έσπαγε. Σταματάει στο τέρμα της Καλλιδρομίου, βγαίνουν… Επίσης δεν… αυτός μόνο γκάζωνε ο τύπος. Δηλαδή, ενώ έπεφτε στα αυτοκίνητα, δεν σταματούσε. Και κάποια στιγμή σταμάτησε και του είπαμε: «Ε, ρε φίλε» και ξαναέβαλε μπρος και ξαναπήγε και στούκαρε κάπου παραπέρα. Πήγαμε λοιπόν εκεί στο τέρμα του δρόμου και βγήκε ένας κύριος ο οποίος είναι δοκιμιογράφος, αρθρογράφος σε εφημερίδα, σπουδαίος και τρανός και ήταν καταμέθυστος, 08:00 η ώρα το βράδυ. Και εγώ πήγα, ένιωθα ότι είμαι, έτσι, ο υπερασπιστής του τέτοιου και του λέω ότι: «Έχετε κάθε δικαίωμα να είστε μεθυσμένος, αλλά ταυτόχρονα έχετε τρομερά κυριαρχική, επεκτατική διάθεση. Γιατί δεν είναι ότι σταματούσατε… Δηλαδή πέφτατε πάνω στα αυτοκίνητα, δεν σταματούσατε. Νιώθατε ότι θα τη γλιτώσετε; Έτσι έχετε μάθει μια ζωή;». Και μου λέει: «Εγώ, επεκτατικός;». Του λέω: «Ναι, φυσικά». Μα έκανε καραμπόλα όλη την Καλλιδρομίου, έσπασε, κατέστρεψε αυτοκίνητα. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν, ήρθε η τροχαία, ήρθε η γυναίκα του, ήρθε και ένας παρατρεχάμενός του –σπουδαίος λογοτέχνης αυτήν τη στιγμή και στον χώρο της φιλοσοφίας επίσης– και ήρθε εκεί, εμείς ήμασταν όλοι σηκωμένοι, ήμασταν θορυβημένοι, τα είχε σπάσει όλα και ήταν τρομαχτικό, γιατί πήγε να πέσει πάνω μας με το αυτοκίνητο. Και ήρθαν εκεί στην Καλλιδρομίου, και ήρθε η τροχαία και πήγα και εγώ για να πω τι είδα. Οτι ο άνθρωπος αυτός πήγαινε, γκάζωνε, δεν σταματούσε και ήθελα να το πω. Και ήρθε όταν πήγα στην τροχαία, ήρθε ο παρατρεχάμενός του και με σκυλοέβριζε. «Σταμάτα, σκάσε», όλα αυτά,. Δηλαδή, όχι «Σταμάτα να μιλάς», βρισίδι και πολύ βρισίδι, πολύ πολύ βρισίδι και: «Εσύ τι είσαι;». Του λέω: «Τίποτα, είδα αυτά και θέλω να τα καταθέσω». «Άι παράτα μας, φύγε» τουρουρού... Δηλαδή τρομοκρατούσε τον κόσμο. Και μετά τον πήρε λοιπόν αυτό τον μεθυσμένο άνθρωπο και τον πήγε στον «Ένοικο», να τον κεράσει ένα ποτό. Αλήθεια. Πήγα εγώ λοιπόν στον «Ένοικο», μπήκα μες στην μπάρα και του λέω: «Βαγγέλη, αυτός ο οποίος μόλις τώρα σου ζήτησαν τζιν τόνικ και ένα καφεδάκι αν μπορείς, είναι ο τύπος που ‘κανε καραμπόλα σε όλη την Καλλιδρομίου και τώρα ήρθανε εδώ να χαλαρώσει». Ο Βαγγέλης αρνήθηκε να του σερβίρει, γιατί σου λέει: «Όχι. Δηλαδή, μην τρελαθούμε». Αυτός λοιπόν το πήρε χαμπάρι και άρχισε να με βρίζει και μέσα σε όλον τον «Ένοικο», όσο πιο αισχρά γίνεται, όλες τις στερεοτυπικές τέτοιες εκφράσεις ότι μπορεί να είναι μία γυναίκα που μπλέκεται, που έχει λίγο παραπάνω ένταση, ότι… τις υστερίες που… όλο όσο πιο στερεοτυπικό γίνεται και θυμάμαι ότι είχα νιώσει βαθιά περήφανη όμως ότι τον εκδίωξα από την Καλλιδρομίου. Αυτό. Βέβαια πολλοί δεν συμφωνούσαν με αυτό που έκανα, θεωρούσαν ότι ήταν ακραία γραφικό και τα λοιπά και ότι δεν μπορώ να είμαι ο τιμωρός των ανθρώπων. Αυτό. Με τον «Ένοικο», τι άλλο να πω; Α! Και μετά η ιστορία, λοιπόν, έχει να λέει ότι ο «Ένοικος», ο Βαγγέλης ο οποίος το ’90 το ξεκίνησε, ήθελε να βγει στη σύνταξη και πρότεινε στον Γιώργο αν θέλει να πάρει το μαγαζί. Γιατί είχανε μιλήσει παλιά και ο Γιώργος του είχε πει «Εγώ να ξέρεις ότι τον "Ένοικο" τον αγαπώ, δηλαδή θα το ήθελα». Οπότε κανονίσανε, ο Γιώργος έκανε τα κανονίσματά του και από τον Σεπτέμβρη του ‘21 ο «Ένοικος» ανήκει στον Γιώργο. Είναι όλα ίδια. Δηλαδή και αυτό ήταν και μου άρεσε πολύ, πολύ τρυφερό, ότι ο Βαγγέλης του λέει: «Θέλω σε σένα, γιατί το πονάς το μαγαζί, το αγαπάς το μαγαζί, δεν θα τ’ αλλάξεις το μαγαζί». Και η ατάκα που μου λέει ξέρω γω ο Γιώργος συνέχεια είναι ότι: «Δεν έχουμε εμείς… δεν έχει ανάγκη ο "Ένοικος" από μας, εμείς έχουμε ανάγκη τον "Ένοικο"». Και η λογική είναι αυτή. Και αν πάει κάποιος όντως… Και πριν όταν πήγαινες, δεν καταλάβαινες αν αυτός που είναι στην μπάρα, ο Βαγγέλης…. «Ποιος είναι; Ο Βαγγέλης ή ο Στέλιος». Που ο Στέλιος δούλευε εκεί. Εγώ δεν ήξερα, νόμιζα ότι είναι το ίδιο. Το ίδιο συνεχίζει και τώρα, ο Στέλιος δουλεύει, τα κορίτσια δουλεύουνε και είναι όλο… και πλέον και είναι και πολύ ωραίο και έχει και πλάκα… κάνουμε και… συνεχίζουμε και την παράδοση αυτή των ποιητικών αναγνώσεων. Έγινε φέτος… Και νιώθω και πολύ ωραία με κάποιους πολύ-πολύ, έτσι, σημαντικούς, θεωρώ, της γενιάς τους… Με τον Γιάννη Στίγκα, τον ποιητή, που διάβασε το τελευταίο του βιβλίο με τον Νικόλα τον Ερηνάκη· ο Αλέξανδρος Μιστριώτης μετά, και τώρα θα γίνει με τον Ζήση τον Αϊναλή, τον Ιούλιο. Και έπεται συνέχεια. Και είναι και πολύ ωραία η αίσθηση…
Πάμε στα άλλα μπαρ;
Ναι. Μιλάω για τον «Ένοικο» αλλά αν μου έλεγε κάποιος σε αυτήν τη συνομοταξία τι έχω στο μυαλό μου, έχω τον «Ένοικο», έχω το «Au revoir» στην Πατησίων που εκεί δεν έχω πάει πάρα πολύ συχνά αλλά μου αρέσει πολύ. Υπάρχει το «Low profile» [00:30:00]και μου αρέσει το «Galaxy» πολύ. Εντάξει πολύ κλασικά, αλλά είναι μπαρ, όμως αυτά. Και υπάρχει και μία άλλη κατηγορία που είναι για το «μετά του μετά», που είναι το «Batman», ο «Άγιος» και τα λοιπά. Τα πιο σπουδαία όπως ξέρουμε ξενύχτια έχουν γίνει όταν λες: «Έρχομαι για λίγο, να πιω κάτι λίγο» και ξεχνάς να γυρίσεις. Λοιπόν, στο «Galaxy» είναι μια ιστορία που μου είχε φανεί, εκεί είχα πει: «Ντάξει, η Αθήνα είναι μαγική και η νύχτα της». Επίσης να πούμε ότι εγώ ζούσα βράδυ. Δεν δούλευα βράδυ έξω, αλλά επειδή έκανα το διδακτορικό, διάβαζα, όλες μου τις δουλειές, ξεκίναγα με το που έπεφτε ο ήλιος 20:30-21:00… εγώ ξεκίναγα, έβγαζα τα βιβλία μου και με πήγαινε μέχρι τις 05:00 το πρωί. Και το θεωρούσα μαγικό αυτό: η ησυχία της πόλης, συγκεντρωμένη… Δηλαδή ένιωθα… δεν έχω σχέση με την πίστη με το Θεό, αλλά έλεγα ότι σαν να συνομιλώ με κάτι από το υπερπέραν. Ήταν μαγικό και η διαύγεια που είχα. Τώρα, λόγω του ότι έχω το μωρό, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, 12:00 η ώρα είμαι στο κρεβάτι, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι τη νύχτα οι άνθρωποι είναι πολύ διαφορετικοί πολύ πολύ πολύ πολύ πιο αληθινοί, το πιστεύω πολύ, πολύ πιο αληθινοί. Και επίσης δίνουνε και χώρο στην επιθυμία. Και επίσης είναι και γοητευτικό αυτό το κομμάτι, το παιχνίδι με το φως, με τη σκιά. Δηλαδή, τι φαίνεται, τι δεν φαίνεται. Μία τύπισσα μπορεί να τη δεις ένα βράδυ και να σου φανεί σούπερ ουαου, το πρωί να τη δεις και να πεις: «Α, εσύ ήσουνα;». Αυτό το θεωρώ πολύ γοητευτικό. Ναι, όπως και είναι πολύ πολύ μαγικό. Ωραία, το «Galaxy» λοιπόν θυμάμαι… είμαι εκεί έχω πάει με ένα φίλο του αδερφού μου με τον οποίο έχουμε πάει να πούμε τον πόνο μας γιατί είμαστε χωρισμένοι και οι δύο. Ο αδερφός μου φοβάται και μου και… η πλάκα είναι αυτή, ότι «Πρόσεξε μην κάνεις τίποτα με αυτόν, είναι αδηφάγος και τα λοιπά. Του λέω: «Όχι, μην ανησυχείς, τον πόνο μας θα πάμε να πούμε». Και όντως, εγώ τότε διάβαζα το «Θείο Τραγί» του Σκαρίμπα, το είχα μαζί μου και αυτός είχε βγάλει και απήγγειλε, έλεγε τα δικά του στο «Galaxy». Φεύγουμε λοιπόν από κει και πάει η ώρα 02:00 και αποχωριζόμαστε και έχουμε περάσει πολύ ωραία. Στον… στην… εγώ είμαι πολύ στεναχωρημένη όμως, γιατί στέλνω μηνύματα στο αντικείμενο του πόθου και δεν μου δίνει σημασία. Και λέω: «Πάει, δεν με θέλει, δεν δεν δεν». Και έτσι όπως περπατάω, εκεί στην Σταδίου προς Σύνταγμα, πετυχαίνω έναν άνθρωπο με τον οποίο δεν γνωριζόμασταν πολύ, αλλά και με αυτόν έχουμε κάνει πολύ πηγαίες κουβέντες, πάλι νύχτα. Ο οποίος ήταν και αυτός σαν την άδικη κατάρα τριγυρνούσε, στεναχωρημένος, όχι για συγκεκριμένο λόγο, ήταν μόνος του, ήταν μόνος του στη ζωή και έψαχνε το ταίρι. Και περπατάμε από το Σύνταγμα μέχρι το σπίτι μου, μέχρι δηλαδή Καλλιθέα ψηλά –αυτός έμενε Νέα Σμύρνη– λέμε τα πάντα, εγώ νιώθω μαγικά και όταν φτάνω σπίτι μου επιτέλους το αντικείμενο του πόθου ανταποκρίθηκε και πήρα ταξί και ξαναγύρισα πίσω στα Εξάρχεια. Αλλά αυτό ήταν ιστορία για τη νύχτα της Αθήνας, όχι για το «Galaxy». Έχω περπατήσει άπειρες ώρες ξημερώματα στην Αθήνα και ειδικά στο κομμάτι Σύνταγμα-Πανεπιστήμιο νιώθεις και πλήρη ασφάλεια. Συγγρού, δεν φοβάσαι ποτέ. Στη Συγγρού επίσης να πω ότι εγώ πάρα πολλές φορές ένιωθα ότι οι σύμμαχοί μου είναι τα κορίτσια ή οι τραβεστί στον δρόμο και πολλές φορές περπατούσα θυμάμαι, ξημερώματα και λέω: «Δεν φοβάμαι, είναι τα κορίτσια». Μία φορά είχε γίνει ένα σκηνικό… ένα αυτοκίνητο κάτι μου ‘λεγε –ένας ταξιτζής– και θυμάμαι φώναξε αυτή και μου λέει: «Τι θες;» και τον έβρισε. Οπότε εγώ το λέω ότι μου παρείχε τρομερή ασφάλεια αυτό το πράγμα. Και θυμάμαι και στο σπίτι, στη γωνία της Συγγρού που έβγαινα κάθε φορά, τις χαιρετούσα πάντα. Ένιωθα ότι κατοικούν τον δρόμο, είναι εδώ. Δεν ξέρω εκείνες πώς το παίρναν αλλά εγώ ένιωθα πολύ καλά. Και στην Αθήνα επίσης, Σύνταγμα και Πανεπιστημίου ένιωθα… ποτέ δεν έχω φοβηθεί. Βέβαια, κάτι που μου στερήθηκε στα Εξάρχεια τα χρόνια αυτά ήταν ότι ήταν πολύ φοβιστικά. Τα προηγούμενα χρόνια, το ‘15-16 δηλαδή, που γίνανε ντου, ας πούμε, με βιασμούς, υπήρχαν σκηνικά τέτοια, το ’15, ’16, ’17. Άπειρες κοπέλες που… έγιναν απόπειρες βιασμών. Οπότε είχα… υπήρχε περίοδος που για να πάω από το «Καφετί» στο σπίτι μου έπαιρνα ταξί. Ναι, ναι. Δυστυχώς. Και εκεί όλο ήρθε και πάτησε η παρουσία της αστυνομίας. Δηλαδή, υπήρχε μία γενικευμένη ανομία και ήταν πολύ επικίνδυνο με… Οπότε έχω νιώσει και φόβο. Οι ταξιτζήδες επίσης είναι οι καλύτεροί μου φίλοι. Δηλαδή, αυτό είναι μία άλλη ιστορία που μπορούμε να πούμε. Και μετά υπάρχει το κομμάτι του «Batman». Αυτό ήταν της πρώιμης νιότης. Εκεί πήγαινα με ένα φίλο μου συγκεκριμένα και από τις... νωρίς-νωρίς, 23:00 με 05:00 το πρωί. Δούλευε μία τρανσέξουαλ και η οποία όλη την ώρα να λέει: «Άντε, πότε θα τα μπλέξετε;» και τα λοιπά. Δεν καταλάβαινε, εμείς απλά ήταν αυτό ότι μιλάς, γκρεμίζεις και χτίζεις τον κόσμο. Και μετά φυσικά, με παρέες πολλές στον «Batman». Οι γονείς μου μου το μάθανε, είχαμε πάει κάτι Χριστούγεννα. Ναι, και η νονά μου. Και πάλι εκεί στο «Batman» έβλεπες αυτό το πράγμα δηλαδή. Και ειδικά θεωρώ τα χρόνια της κρίσης, το παρατηρούσα. Τρομερά ενδιαφέρον ήταν… Τρομερά νέα παιδιά, παιδιά που δεν ακούνε έντεχνο ή οτιδήποτε ή λαϊκή μουσική, με άλλα ακούσματα αλλά εκεί το θέλανε και τους… αυτό τους έκανε… αυτό το πρότζεκτ να τραγουδάμε Μητροπάνο ή Ρίτα Σακελλαρίου και να γουστάρουν ή Καζαντζίδη, ντυμένα σαν παιδιά της ηλικίας τους. Αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον. Και εμείς που πηγαίναμε πάρα-πάρα πολύ συχνά. Ντάξει έχουν γίνει άπειρα σκηνικά εκεί. Έχουν γίνει λάθη. Δηλαδή, έχω δει φίλους μου να κάνουν ό.τι να ‘ναι και να λένε: «Τι έχω κάνει;». Δηλαδή, να χάνουν οι άνθρωποι… να είναι αλλού. Γιατί έτσι όπως κλείνουν και οι πόρτες, δεν βλέπεις έξω τι γίνεται, είναι σαν να ‘σαι στο πουθενά, δηλαδή σαν να σταματάει ο χρόνος. Οπότε έχω δει πάρα πολλά γούστα να βγαίνουνε. Εγώ το θεωρώ μαγικά όλα αυτά. Βέβαια μετά, την επόμενη μέρα, οι ενοχές, αυτό το συγκλονιστικό συναίσθημα, τι έγινε χθες το βράδυ, τι δεν έγινε, τι είπα, αποκαλύψεις, βρισίδια, κεράσματα. Υπάρχει το άλλο το κομμάτι τού «Εγώ θα κεράσω σήμερα» και να είναι τα τελευταία σου λεφτά και να λες: «Τι έκανα;». Αν μπεις… και νομίζω ότι είναι ένας κώδικας. Πολλές βλακείες. Δηλαδή θυμάμαι κάποια στιγμή βγαίναμε από κει και καθόμασταν πάνω στο καπό και περιφερόταν το αυτοκίνητο στη γειτονιά και εμείς τραγουδούσαμε για να κάνουμε καντάδα στους κατοίκους πάνω στο καπό, το οποίο ήταν τρομερά επικίνδυνο. Ή ξέρω γω μία φίλη μου επισκεπτόταν συχνά κάτι… ένα γιαπί με ένα αγόρι, εκεί δίπλα. Δηλαδή πολλά, πολλά, πολλά. Στο «Batman» και επίσης αυτό… δεν είναι μαγαζιά που υπάρχει ποζεριά. Καμία. Δηλαδή δεν πας να κάνεις το κομμάτι σου, δεν είναι «κοιτάχτε με, ήρθα». Πολλές φορές είναι «θέλω να χαθώ μέσα σε αυτό, τι ωραία που δεν με κοιτάτε, τι ωραία που ο καθένας είναι στον κόσμο του ή τι ωραία που απλά το μόνο» ξέρω γω… Δηλαδή, ακόμα και η προσέγγιση στον «Batman» και στον «Ένοικο», δεν είναι πέσιμο. Μπορεί να πιάσεις μια πολύ σπουδαία κουβέντα. Εμάς κάποια στιγμή ήρθαν κάτι παιδιά και μας λένε: «Είσαι γλάρος;». Και αυτοί είχαν μια ολόκληρη θεωρία ότι είναι οι γυναίκες-αλεπούδες, οι γυναίκες-γλάροι, τα γυναίκες-πουλιά και με αφορμή όλο αυτό μιλάγαμε όλο το βράδυ και μετά τους ακολουθήσαμε σπίτι τους και παίζαμε μουσική. Αλλά όλο… όντως, δεν ξέρω αν το εξιδανικεύω, δεν είναι το κλασικό ότι «τώρα εγώ θέλω να φύγω με παρέα από δω». Είναι όντως νιώσιμο. Είναι ότι αυτό που λέω: «Ότι το βράδυ διογκώνεσαι». Ούτε μετράει το τρεις και εξήντα που μπορεί να έχεις τη δουλειά σου, ούτε μετράει τι φοράς. Είναι, λίγο, η τελείως ουσία, ας πούμε, των πραγμάτων.
Πώς θεωρείς ότι θα ήταν η Αθήνα χωρίς αυτά τα μπαρ;
Πολύ ωραία ερώτηση. Ξενέρωτη. Κι όχι μόνο ξενέρωτη, βαθιά μη ανθρώπινη. Δηλαδή υπάρχει το κομμάτι αυτό, το ότι δεν είναι τόσο στημένα, το ότι επίσης έχουν περιθώρια να ξεφύγεις, αλλά να ξεφύγεις στο μιλητό. Δηλαδή, σε αυτά τα μπαρ δεν ξεφεύγεις αλλιώς, ξεφεύγεις με αυτό που λες. Με το πόσο ρεζίλι μπορεί να γίνεις για αυτά που λες ή με το πόσο κομμάτια θα δείξεις ή με το πόσο λυπημένος. Οπότε δεν… Θεωρώ δεν θα ήταν καθόλου… Δεν υπάρχει το κομμάτι αυτό το ανθρώπινο, δηλαδή, του σπασίματος, του ραγίσματος. Και στον «Ένοικο» βλέπεις απλούς ανθρώπους ραγισμένους και όσο περνάει κι ο καιρός. Κι εγώ έχω υπάρξει εκεί. Και στον «Ένοικο», και στον «Batman» και στον «Άγιο», επίσης. Θεωρώ επίσης ότι είναι καταφύγιο για ανθρώπους, είναι καταφύγιο αυτό που λέμε: «Τα βράδια που δεν ξέρεις τι να κάνεις ή που είσαι κομμάτια, το να σε διώχνουν 02:00 η ώρα το βράδυ και να λες…» Τώρα, στη Γαλλία, ας πούμε, στο Παρίσι, αυτό ήταν το μοναδικό που με καταπίεζε. Το «02:00 η ώρα το βράδυ, σου άνοιγαν τα φώτα και σου λέγαν έξω, δεν υπήρχε καν η μετάβαση». Και έλεγες: «Όπα, δηλαδή εγώ όλο αυτό το συναίσθημα που μου δημιουργούσε εδώ και χαλάρωσα, ξαφνικά μου το παίρνεις πίσω και θα γυρίσω σπίτι μου ξενερωμένη, όχι μαγεμένη». Και μετά να λες: «Πού να πάω;» και «Ποιος θα βάλει σπίτι και ποιος δεν θα βάλει σπίτι;». Οπότε θεωρώ ότι είναι καταφύγια, ομορφαίνουν… είναι ένα κομμάτι αυτό, πώς να το πω… πώς είναι τα όνειρα, όλο αυτό το υλικό που δεν έχεις δουλέψει στον ξύπνιο σου κάπως έρχεσαι και το τακτοποιήσεις, χωρίς να κάνεις κάτι. Το ίδιο συμβαίνει και με τα… με αυτού του τύπου τα μπαρ. Το πιστεύω πάρα πολύ. Δηλαδή, σου τακτοποιεί λίγο τα πράγματα, σε καθαρίζει για να ξαναπάρεις τη μέρα. Ή πράγματα που δεν αντέχεις να τα πεις στον ψυχαναλυτή, στους φίλους σου; Το λύνεις έτσι. Θεωρώ ότι ναι, και ότι είναι κομμάτι. Αυτό, ας πούμε, το ίδιο… δεν ξέρω, δεν έχω ταξιδέψει πάρα πολύ στη ζωή μου, αλλά μπαρ τέτοια, τύπου «Batman», ας πούμε, άφτερ, αλλά όχι «άφτερ»… Στη Γαλλία αυτό μου έκανε εντύπωση, όταν λέγαν «άφτερ», εννοούσαν μπαρ που πας και ακούς ηλεκτρονική μουσική, πληρώνεις άπειρα λεφτά και πίνεις ναρκωτικά. Ενώ αυτό είναι όχι… είναι ότι πας, κάνεις ό,τι θες και πας και πίνεις ένα ποτό και ακούς μουσική τέτοια. Μόνο στη Μαδρίτη είχα βρει και είχα πάει που ήταν συγκλονιστικό, πάλι με φλαμένγκο, πάλι με το κομμάτι το πιο παραδοσιακό. Δεν έχω βρει αλλού. Και στην Τουρκία ξέρω ότι υπάρχουν, στην Κωνσταντινούπολη. Οπότε όχι, βαθιά μη ανθρώπινο. Και το κομμάτι αυτό… το εκτόνωση, το παράδοξο. Δεν ξέρω.
Θέλεις να βάλουμε μία άνω τελεία στα μπαρ και να μου πεις και λίγα πρά[00:40:00]γματα για την «Medea Electronique»; Τι είναι αυτό; Τι κάνεις εκεί;
Ωραία, η «Medea Electronique». Είμαστε από το 2008. Είμαστε θα λέγαμε μία κολεκτίβα σύγχρονης Τέχνης και το λέγαμε «κολεκτίβα» γιατί δεν είχαμε νομική μορφή. Δηλαδή, πρόσφατα αποκτήσαμε, γίναμε ΑΜΚΕ. Ενώ δεν θέλαμε, μας άρεσε αυτό το κομμάτι το ότι είμαστε ένας πυρήνας ανθρώπων και τα λοιπά, απλά επειδή υπήρχαν μία σειρά πραγμάτων που παίρναμε δουλειές, παίρναμε πράγματα και δεν είχαμε τον… και τα κάναμε όλα μέσα από ατομική επιχείρηση μέλους μας, αυτό πια δεν γινότανε. Λοιπόν, η «Medea Electronique» ξεκίνησε από τον Μανώλη Μανουσάκη, τον Θοδωρή Ζιούτο, τον Γιάννη Λώλη, την Κλεοπάτρα Κοραή, τον Χρήστο Λάσκαρη, που ήταν όλοι νέοι άνθρωποι, μόλις είχαν γυρίσει από το εξωτερικό από τις σπουδές τους, όλοι μουσικοί, visuals animation, σκηνοθεσία, εικαστικά. Και ήταν η ανάγκη τους να πειραματιστούν θα λέγαμε με τη σύγχρονη τέχνη και με τα νέα εργαλεία που υπήρχαν τότε. Όλοι είχαν στέρεες κλασικές σπουδές στον τομέα τους και υπήρχε η ανάγκη αυτή του πειραματισμού. Συνέπεσε τότε με το «Μικρό Πολυτεχνείο» που ήταν στην Αθήνα και ήταν τα live acts που όλα αυτά ήταν ένα καινούργιο κομμάτι. Ο Μανώλης γνώρισε τον Χρήστο Λάσκαρη και τον Θοδωρή Ζιούτο στον στρατό, στο ναυτικό, και όταν τελείωσαν, το συνέχισαν, ας πούμε, και παίζανε. Και μετά, χρόνια λοιπόν, η «Medea Electronique» παρέμεινε ένας πυρήνας –αυτοί είναι ακόμα μέλη της ομάδας– παρέμεινε αυτός πυρήνας των ανθρώπων και ήρθαν να προστεθούν ή να ενεργοποιηθούν άλλοι. Και πια λοιπόν έχει αρχιτέκτονες, curators, δραματουργό, έχει αυτούς που ασχολούνται με τη φιλοσοφία, που είναι καθηγητής στο MGill University στον Καναδά. Κάποια μέλη μας ζουν έξω. Ας πούμε, ο διευθυντής φωτογραφίας και animator είναι στην Σουηδία. Άλλος ζει στην Αμερική. Έχουμε performers. Δηλαδή είναι ο καθένας… αυτό. Και η «Medea Electronique» θα λέγαμε ότι κινείται στη διατομή τέχνης και τεχνολογίας, υπάρχει το κομμάτι αυτό, το αλφάβητο της σύγχρονης τέχνης και με μία προτίμηση σε μεθοδολογίες, υλικά, τεχνικές που είναι του «εδώ και του τώρα», ό,τι συμβαίνει, αυτό. Δηλαδή, από το video art τότε, μετά περάσαμε να παίξουμε με τις συσκευές application στο κινητό. Με τις δυνατότητες του ήχου, με τα recordings, με τα visuals, τα live visuals, το VR, το mapping. Παίζαμε πάρα πολύ με τα εργαλεία. Η ομάδα μεταμορφώνεται και μετασχηματίζεται, κανένα έργο της δεν θυμίζει το άλλο και μπορούμε να μιλήσουμε για περιόδους. Δηλαδή, υπήρχε το κομμάτι που παίζαμε πάρα πολύ με αυτό που λέμε cross media-αυτοσχεδιασμό. Δηλαδή, το τι μπορεί να προκύψει αναπάντεχα από το παιχνίδι με τα νέα εργαλεία, με τα νέα μέσα –που τώρα δεν είναι πια νέα, βέβαια– και μετά, ας πούμε, πια τα τελευταία χρόνια κάναμε ένα μεγάλο… έχουμε ένα μεγάλο κεφάλαιο για μας, που ήταν οι περίπατοι στην πόλη, ανθρωπολογική μελέτη και περίπατοι στην πόλη και θα πω γι’ αυτό, και μετά υπήρχαν τα performance, τα Medea performances, installations και τα λοιπά. Οπότε, ας πω τώρα αυτό το κομμάτι. Για τους περιπάτους. Λοιπόν, αυτό ξεκίνησε… εμείς κάνουμε εδώ και δέκα κάτι χρόνια στην Κουμαριά, που είναι ένας οικισμός στη Σελλασία της Σπάρτης, ένα ερευνητικό καλλιτεχνικό εργαστήριο, το «Κουμαριά residency». Που είναι ένα πολύ γνωστό και διεθνώς γιατί ουσιαστικά καλούμε για δέκα μέρες καλλιτέχνες των νέων μέσων -των ψηφιακών μέσων, θα λέγαμε- να έρθουν και να παράξουμε όλοι μαζί ένα συλλογικό έργο τέχνης. Δεν τους… δεν θέλουμε ο καθένας το δικό του. Θέλουμε όλοι μαζί ένα συλλογικό, ένα έργο. Και ζούμε μαζί, τρώμε μαζί, καθαρίζουμε μαζί. Οπότε ξεκίνησε λοιπόν από μία ιδέα… Και επίσης τους καλούμε πολλές φορές να εμπνευστούν και να δημιουργήσουν έργα in situ στο χωριό. Το χωριό μάς έχει αγκαλιάσει πάρα πολύ. Όλο αυτό μας οδήγησε αυτό που λέμε «να δουλεύουμε με τις τοπικές κοινότητες». Μας ανοίγουν τα σπίτια τους, μας λένε ιστορίες προσωπικές, μας φέρνουν κειμήλια. Κάνουμε τις παρουσιάσεις μας, τις κάναμε πάντα στην Αθήνα σε ένα πολιτιστικό χώρο ή στη «Στέγη» πολλές φορές και…Αλλά κάναμε πάντα μία παρουσίαση στο χωριό για τους κατοίκους. Οπότε υπήρχε το κομμάτι ότι «έλα και να διαδράσεις με το χωριό και με τη φύση, με τον Ταΰγετο και τα λοιπά και με τις ιστορίες των κατοίκων». Όλο αυτό λοιπόν, δέκα χρόνια ήταν σαν να κάνουμε ταυτόχρονα και μία… πώς να το πω… Παίρναμε αυτό… μαρτυρίες, προσωπικές αφηγήσεις, έχουμε άπειρες συνεντεύξεις, έχουμε ηχογραφήσει γυναίκες του χωριού να λεν τραγούδια, να λένε ιστορίες, φωτογραφίες. Όλο αυτό το υλικό κάποια στιγμή έρχεται ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου, ο οποίος μας είχε βοηθήσει πάρα πολύ και με ιστορικό υλικό, και μας λέει: «Τι το κάνετε όλο αυτό το υλικό; Έρχεστε, μας δείχνετε ό,τι δημιουργείτε και μετά τι άλλο κάνετε; Και εμείς σας ανοίγουμε τα σπίτια μας και μοιραζόμαστε υλικό δικό μας». Και μας έβαλε λίγο μπροστά στην ηθική του πράγματος. Ότι: «Μη μας αντιμετωπίζετε μόνο σαν υλικό να κάνετε το έργο σας, που πάτε το πουλάτε αλλού, το δείχνετε αλλού και εμείς είμαστε ένα αναλώσιμο υλικό». Υπάρχει και ένα κομμάτι ότι την κοινότητα δεν μπορεί να τη χρησιμοποιείς. Την προσωπική μαρτυρία, να κάνεις τη δουλειά σου και «γεια». «Εγώ ΟΚ, έχω τη χαρά ότι μοιράζομαι μαζί σου μια ιστορία αλλά από κει και πέρα πού βλέπω πώς συνεχίζει να υπάρχει στα πράγματα και τα λοιπά;». Ή σου λένε: «Θέλω να στείλω στο εγγόνι μου ένα link να με βλέπει στην Αμερική, που σ' τα λέω». Οπότε όλο αυτό μας είχε προβληματίσει, είχαμε στεναχωρηθεί και είπαμε: «Ωραία θα κάνουμε το αρχείο της "Medea Electronique". Θα κάνουμε αρχειακή δουλειά, θα καθίσουμε να καθαρίσουμε όλο αυτό το υλικό, και όλο αυτό θα το έχουμε κάπως μαζεμένο και θα είναι το αρχείο της "Medea Electronique"». Και το οποίο, λέμε: «1. Και γυρνάμε πίσω, επιστρέφουμε κάτι στην κοινότητα. 2. Καλούμε τους από δω και πέρα καλλιτέχνες που συνεργαζόμαστε αυτό να το χρησιμοποιήσουν ως πρωτογενές υλικό για να δημιουργήσουν νέα έργα». Έτσι λοιπόν, κάναμε με τη χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού στον ψηφιακό πολιτισμό και συγχρηματοδότηση «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση. Ολοκληρώσαμε το 2022, φέτος, το μεγάλο μας αρχειακό πρότζεκτ, το οποίο λέμε ότι γίνεται στην διατομή, ας πούμε, ανθρωπολογίας. Γιατί δεν είναι ένα κλασικό αρχείο, είναι αρχείο ψηφιακής τέχνης. Βγάλαμε ένα βιβλίο για αυτό, για τον τρόπο που δουλέψαμε και τα ζητήματα που προκύπτουν γύρω από όλο αυτό το ζήτημα και δημιουργούμε τώρα τον διαδικτυακό τόπο που εκεί υπάρχουν οι φωτογραφίες, βίντεο, επιμελημένα έργα που δημιουργήθηκαν, τα έργα που έχουμε δημιουργήσει με αφορμή αυτά, κείμενα και τα λοιπά. Αυτό είναι μία εισαγωγή γιατί όλο αυτό μετά… Η ιδέα μας, λοιπόν, εμείς που λέγαμε ότι: «Βγαίνω» και ηχογραφούσαμε πουλάκια, πώς ακουγόνταν το ξημέρωμα, στην αυγή. Δηλαδή, έβγαινε ο Μανώλης 06:00 η ώρα το πρωί, που είναι sound artist, από τα ιδρυτικά μέλη, 06:00 η ώρα το πρωί, μετά, το βράδυ, μετά τα τζιτζίκια το βράδυ, μετά έλεγε: «Να πάω, να πάρω…» Να δει το φως πώς πέφτει. Όλο αυτό… άρχισαν να σκέφτονται ένα πρότζεκτ που λεγόταν «Soundscapes- Landscapes» και σε συζήτηση με τον Χρήστο Καρρά από τη «Στέγη», που μας έλεγε ότι θα τον ενδιέφερε να κάνουμε κάτι για τη γειτονιά της, που είχε τότε πρωτοιδρυθεί η «Στέγη», ουσιαστικά κάναμε το «Soundscapes-Landscapes» και είναι οπτικοακουστικός περίπατος. Είναι, λέμε, μια καλλιτεχνική χαρτογράφηση της περιοχής. Στον Νέο Κόσμο ξεκίνησε και έγιναν μετά soundscapes, landscapes περίπατοι στο Γκάζι, στο Μεταξουργείο, στον Κεραμεικό, στη Σελλασία της Σπάρτης, στην Κρήτη. Στην Κρήτη έγιναν στο πλαίσιο της Κεράς Σκηνής, Γιορτές ρόκκας του Δήμου Χανίων. Στον Καναδά. Λοιπόν, εκεί τι έγινε; Δημιουργήσαμε ένα application σε συνδυασμό με… σε συνεργασία με το «JKM», που είναι πολύ σημαντικό κέντρο ερευνητικό για τα νέα μέσα, το «My City-My Sound», όπου είναι ένας ψηφιακός διαδραστικός online χάρτης. Εκεί εμείς για να το δημιουργήσουμε όλο αυτό, έπρεπε να δούμε πώς θα συνδεθούμε με την περιοχή. και λέγαμε: «Ωραία, τι είμαστε; Τουρίστες; Όχι». Δηλαδή, από ποια θέση μιλάμε; «Είμαστε… κάνουμε, είμαστε επιστήμονες; Δηλαδή κάνουμε μία πολεοδομική μελέτη; Κάνουμε αρχιτεκτονική μελέτη; Κάνουμε ντοκιμαντέρ; Δηλαδή είναι ντοκιμαντέρ αυτό που κάνουμε; Όχι». Εμείς λέμε ότι ως καλλιτέχνες περιηγούμαστε στην περιοχή και δημιουργούμε μία καλλιτεχνική χαρτογράφηση. Αυτό σημαίνει ότι κάποια πράγματα τα αναδιαμορφώνουμε, τα αναδιατάσσουμε και είναι η δική μας οπτική για την περιοχή. Παρ' όλα αυτά, όμως, μπήκαμε στη διαδικασία. Λέγαμε αυτό ότι θέλουμε να προκύψει μέσα από την βαθιά μελέτη. Οπότε όντως κάναμε πάρα πολύ μεγάλη έρευνα. Ένα χρόνο για το Νέο Κόσμο, ας πούμε, και για τα άλλα. Από πολεοδομικές μελέτες του Πολυτεχνείου, φοιτητές-καθηγητές, για τον Νέο Κόσμο, για τα Προσφυγικά του, για τις ροές των μεταναστών, για το ποιοι μένουν πού, το Δουργούτι την ιστορική συνοικία. Εκεί ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες το ’90. Επίσης εκεί…Τώρα, επίσης υπήρχαν επιθέσεις της Χρυσής Αυγής. Επίσης στο Δουργούτι έχουμε την… έχουμε κομμουνιστές, έχουμε τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ. Έχουμε ιστορίες συγκλονιστικές. Όλα αυτά λοιπόν, τα συλλέξαμε. Ή, μετά, θεωρητικά πράγματα. Ας πούμε, διαβάσαμε πάρα πολύ, μας βοήθησε το βιβλίο του Σταυρίδη «Από την πόλη οθόνη, στην πόλη σκηνή» και τα λοιπά. Και μετά υπήρχε το κομμάτι το «πώς θα γνωρίζουμε τη γειτονιά». Ξεκινήσαμε λοιπόν, περιηγούμασταν, τριγυρνούσαμε, πιάναμε κουβέντα με το καφενείο το ένα, με το μίνι μάρκετ. Μετά κάποια στιγμή, πετύχαμε στο μίνι μάρκετ ενός ανθρώπου Μουσουλμάνου που μας είπε ότι υπάρχει ανεπίσημο τέμενος, μας άνοιξε το τέμενος. Πηγαίναμε στην παιδική χαρά και υπάρχουν ηχογραφήσεις τα παιδιά να φωνάζουν «Ζήτω, ζήτω η Χρυσή Αυγή», ενώ παραδίπλα υπήρχε το σπίτι που πήγαν και βάλαν χρυσαυγίτες φωτιά, σ’ ένα σπίτι μετανάστη. Όλο αυτό λοιπόν εμείς,… Ήταν τρομερά γοητευτικό το να προσπαθούμε να δούμε εμείς πώς βιώνουμε την περιοχή και τις αντιθέσεις τις τρομερές και μετά υπήρχε και το κομμάτι ότι είναι πολύ ενδιαφέρον. Η «Στέγη» είναι χτισμένη με το μέτωπό της προς τη Λεωφόρο Συγγρού. Είναι το μέτωπο το κυριλέ, που βλέπει προς την παραλία. Ο Νέος Κόσμος Αθηναίων είναι από πίσω. Εμείς θέλαμε να δούμε πώς συνδέεται οι μόνιμοι κάτοικοι με[00:50:00] τη «Στέγη». Δεν συνδέονταν και μας το λέγανε. Ότι: «Δεν έχουμε μπει καν μέσα». Και τους λέγαμε: «Γιατί δεν μπαίνετε;». Με αυτό υπήρχε μια μεγάλη κουβέντα, γύρω από αυτό. Και αυτοί νιώσανε ότι πια η «Στέγη» δεν είναι ότι κάνει κάτι, φέρνει ένα σπουδαίο καλλιτέχνη και λέει στους ανθρώπους: «Ελάτε να το δείτε, είναι σπουδαίος». Ήταν κάτι που τους αφορούσε. Τελειώνει λοιπόν όλα αυτό, η μελέτη, λοιπόν, αυτή. Προέκυψαν καινούργια κείμενα, ποιητές μάς γράψανε κείμενα επίσης με αφορμή αυτό και η τελική εμπειρία, που, θα λέγαμε «του θεατή», ουσιαστικά τους λέμε: «Σας καλούμε σε real-time περιήγηση στην πόλη σου. Δες την αλλιώς. Επίσης, δες αλλιώς τη χρήση του κινητού σου. Παίρνεις το κινητό, κατεβάζεις το application και ξεχύνεσαι και κάνεις βόλτα. Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος διαδρομή. Από όπου περνάς, ενεργοποιείται ένα ηχοτόπιο, ένα κείμενο» γιατί υπήρχαν κείμενα πάρα πολλά. Όσοι το κάνανε, αγκαλιάστηκε πάρα πολύ, δωρεάν ήτανε, φοιτητές από την Πάντειο και μη. Και το κάνανε άλλοι άνθρωποι ατομικά, άλλοι ομαδικά. Επίσης παίρναν τον χρόνο τους, πίνανε μία πορτοκαλάδα, κάθονταν στο παγκάκι. Αυτό για μας είχε τρομερό ενδιαφέρον –και ανθρωπολογικά, το λέω– και επίσης στο κομμάτι το «πώς μπορείς πάλι να παράξεις αυτό, η δραματουργία του χώρου, να αποκαλύψεις τον χώρο και πώς μπορείς να παράξεις τις νέες ιστορίες με τα νέα μέσα ή νέες αφηγήσεις». Ήταν άλλου τύπου αφήγηση. Θεωρούμε ότι και το κομμάτι… Υπάρχει ένα ερώτημα, κεντρικό: Μπορεί η τεχνολογία να είναι ποιητική; Εμείς θεωρούμε ότι παράξαμε κάτι. Αυτό ήτανε πολύ πετυχημένο γιατί χρησιμοποιήθηκε ως case study και από πάρα πολλούς φοιτητές που… νέων μέσων αρχιτεκτονικής. Ήταν πολύ ενδιαφέρον γιατί δεν ήταν μόνο το παιχνίδι με τα εργαλεία αλλά είχε πολύ-πολύ βάθος τέτοιο, πάρα πολύ και ήταν… Επίσης είχε νόημα, έβγαζε νόημα, ήταν αφήγηση. Δεν ήταν σκορπιοχώρι, απλά μια φωτογραφία εδώ, μια φωτογραφία εκεί. Ήτανε μια νέα αφήγηση για την περιοχή. Που συνήθως, τέτοιου είδους πρότζεκτ χωλαίνουν, το ένα, το άλλο. Και μετά λοιπόν το κάναμε ως ηχητικό, μόνο, περίπατο, στο Γκάζι, τον Κεραμεικό και το Μεταξουργείο. Πάλι, με τη ίδια διαδικασία. Φέραμε και καλλιτέχνες απ’ έξω, κάναμε και ένα residency και τους καλέσαμε και αυτούς να δουν με το βλέμμα τους. Και είχε τρομερό ενδιαφέρον. Ας πούμε, εμάς… για μας είναι σηματοδοτημένος ο Κεραμεικός κάπως και στη σύγχρονη εποχή. Για αυτούς είναι μόνο στην αρχαία εποχή και στις πολύ μικρές του λεπτομέρειες. Δηλαδή μια καλλιτέχνιδα από την Αγγλία έδινε σημασία στη χελώνα, ας πούμε, που περπατούσε στον Κεραμεικό. Ή άλλοι εντυπωσιαζόντουσαν από κάτι που για μας είναι πολύ κοινότυπο. Αυτό είχε τρομερό ενδιαφέρον. Επίσης στον Κεραμεικό ήταν συγκλονιστικό πάλι το πώς εμβαθύναμε στην κοινωνία. Μας…Γνωρίσαμε τον Σύλλογο Ρακοσυλλεκτών, μας άνοιξαν τα σπίτια τους, μας μιλήσαν. Δηλαδή, νιώθαν επίσης –ήταν συγκλονιστικό– καταπιεσμένες ομάδες ή μη προνομιούχες ομάδες, ότι κάπως είναι ορατοί.
Εσένα σε αυτούς τους περιπάτους ο ρόλος σου ήταν οργανωτικός ή συμμετείχες;…
Εγώ είχα την επιμέλεια όλων των έργων και τη δραματουργία και την έρευνα. Δηλαδή, ουσιαστικά εγώ έκανα την έρευνα και τροφοδοτούσα με υλικό, έρευνα, κείμενα, τα πάντα τα έκανα εγώ και τροφοδοτούσα με υλικό, έρευνα, κείμενα, τα πάντα, τα έκανα εγώ και τροφοδοτούσα με υλικό τους καλλιτέχνες και τους έκλεινα ραντεβού. Δηλαδή, τους έλεγα με ποιους να βρεθούμε. Υπήρχε το κομμάτι του random, που βγαίναν έξω και όποιο πετυχαίναν αλλά υπήρχε μετά… Εγώ τους έλεγα ότι έχει γίνει αυτό, ας πούμε, έχει τεράστια ιστορία η περιοχή την περίοδο των Δεκεμβριανών. Βρήκαμε τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη, μας έγραψε κείμενα και μετά πήγαμε και κοιτάγαμε να δούμε το σπίτι με τις σφαίρες που… με τις σφαίρες, ας πούμε, που είχανε μείνει από τα Δεκεμβριανά που… εναντίον του ΕΑΜ. Μετά υπάρχει το κομμάτι των οίκων ανοχής, μία ολόκληρη ιστορία. Βρήκαμε, πήγαμε μαζί με τα παιδιά στο καφενείο που συχνάζουν οι ιερόδουλες και κλείσαμε ραντεβού με γυναίκα η οποία δέχθηκε να μας μιλήσει και το έχουμε ηχογραφημένο. Ή υπάρχει το κομμάτι του πώς… Του Μεταξουργείου, του Real Estate, βρήκαμε τον κύριο Τσάκωνα από το «Remap» που έχει τεράστια ιστορία και μιλήσαμε. Υπήρχαν… Δηλαδή, πιάσαμε και ζητήματα που κάνουν λίγο «τζιζ». Αλλά νιώθω ότι ήμαστε απόλυτα ελεύθεροι να το κάνουμε. Επίσης, μετά υπάρχει το κομμάτι… τα παιδιά πήγανε τα ξημερώματα στο παζάρι των ρακοσυλλεκτών. Υπήρχε ένα κομμάτι πάλι το gentrification, που συνέβη στο Γκάζι. Παλιότερα υπήρχαν ιστορίες με όπλα που απειλούσαν τους κατοίκους για να φύγουνε. Βρήκαμε υλικό. Εγώ λοιπόν έκανα αυτό, έκανα έρευνα και στις συνεντεύξεις δεν ήμουν πάντα εγώ. Είναι ο Μανώλης, ο οποίος είναι καλλιτέχνης του ήχου έχει… και μαζί του ήταν και πολλές φορές και ο Παναγιώτης ο Μπούρος, η Κλεοπάτρα η Κοραή που είναι καλλιτέχνες της εικόνας, θα λέγαμε, και έχουνε και πολύ υλικό προεργασίας και καταγραφές. Του Μανώλη είναι το αγαπημένο του αυτό το κομμάτι, το «βγαίνω στην πόλη και ηχογραφώ». Δηλαδή, πήγε τότε, εκείνη τη χρονιά, είχε πάει με τη σύντροφό του να ακούσουν τον Επιτάφιο στην εκκλησία, ας πούμε, που υπάρχει εκεί. Ή έβγαινε μόνος του βόλτα που ήτανε σαν –αυτό που λέμε είναι πολύ κλισέ, αλλά κολλάει– «Ο πλάνης», ας πούμε, στην πόλη. Και είναι ο πλάνης ο οποίος όμως δεν περπατάει απλά και στοχάζεται. Είναι ο new media flaneur, o new media πλάνης που έχει ως υλικό και καταγράφει. Το οποίο όμως, να πω κάτι, υπάρχει… είναι πολύ λεπτή η γραμμή. Εγώ δηλαδή, μπορώ να κάνω βαθιά κριτικής σε τέτοιες πρακτικές. Πολλές φορές μπορεί να… Α! να το πω: Καρναβάλι 2016, Φλεβάρη, Μάρτη; Στο Μεταξουργείο. Πάμε να ηχογραφήσουμε με VR κάμερα και ήχο και είμαστε εμείς ένα ολόκληρο κρου και τα λοιπά και παθαίνω σοκ, είμαστε μέσα στην πομπή εμείς και ηχογραφούμε την πομπή και παίρνουμε εικόνες και είναι όλοι μέσα στην πομπή του καρναβαλιού, νέοι άνθρωποι τώρα, μασκαρεμένοι, με τα κινητά όρθια να τραβάνε τους απ’ έξω αυτούς που κοιτάγανε και οι απέξω που ‘ταν, οι απ’ έξω τι ήτανε; Δεν ήταν Έλληνες, ήταν οι μετανάστες τις περιοχής που είχανε βγει και κοιτούσανε, δεν συμμετέχαν στην πομπή, οι απ’ έξω τραβάγανε εμάς. Δηλαδή, για εμάς ήταν εξωτικό αυτοί, εξωτικοί εκείνοι και για εκείνους ήμασταν εξωτικοί εμείς. Ήταν συγκλονιστικό. Εγώ λοιπόν εκεί κάπως μπορώ να πω ότι αηδίασα. Η μανία της καταγραφής, το ότι αν δεν καταγράψεις κάτι είναι σαν να μην υπάρχει, ας πούμε. Η μανία του αρχείου, υπάρχει ολόκληρη κουβέντα για όλο αυτό το πράγμα. Έπαθα σοκ και από τότε νομίζω ότι… Δεν ξέρω, εμείς δεν το κάναμε καθόλου έτσι. Δηλαδή, εμείς ήταν μία βαθιά έρευνα, δεν ήταν ό,τι βρήκαμε μπροστά μας. Είπαμε μία ιστορία για την περιοχή. Αλλά αν το δούμε, είναι πολύ της μόδας το κομμάτι… Υπάρχει το κομμάτι «σηκώνω κινητό, ηχογραφώ, τραβάω εικόνα». Και; Τι έχει να πει αυτό; Έχει κάποια αξία αυτό το υλικό; Εγώ θα πω: «Από μόνο του, όχι, δεν έχει. Είναι ένα raw material».
Όχι ρε ότι θέλεις. Άμα θες κάτι άλλο.
Τι άλλο να πω γι’ αυτό που έγινε για την πλευρά αυτή; Όχι, το «soundscapes-landscapes» μάς αφορά πάρα πολύ και είναι ένα κομμάτι… το νιώθουμε σαν ότι… Απλά, υπάρχει το κομμάτι της ηθικής στο ότι ο άλλος να νιώσει… Ναι, δεν μπορεί να είναι μόνο για σένα ένα αρχείο στον υπολογιστή σου ή… Δηλαδή, υπάρχει μετά ένα κομμάτι θεωρητικό που προκύπτει με βάση αυτό. Έχεις μετατρέψει την πόλη ως σκηνή, όλοι δρώντες, ωραία. Αρκεί; Δηλαδή είναι ένα ωραίο έργο τέχνης η καταγραφή σου αυτή; Εγώ λέω ότι: «Για μένα, όχι. Πρέπει να το μεταμορφώσεις κάπως. Να το ανοίξεις και να πεις μία ιστορία για τα πράγματα, να έχεις ένα βλέμμα για τα πράγματα». Απλά εμένα πια, το λέω, με κουράζει πάρα πολύ αυτό. Για αυτό και μου αρέσει αυτό που γίνεται τώρα. Γιατί όντως, ο τρόπος που μας προσκαλείτε και μας ενεργοποιείτε να πούμε ιστορίες… Ναι, δεν είναι μόνο: «ΟΚ…». Σαν να μας υποβάλλετε λίγο να πούμε και μια ιστορία για… πώς να το πω… Είναι σαν να ιστορούμε ένα κομμάτι της Αθήνας. Του τώρα. Της σύγχρονης Αθήνας. Δηλαδή, εγώ θέτω το ερώτημα: έχει αξία για τον ιστορικό, τον ανθρωπολόγο του μέλλοντος, αυτό που λέμε τώρα εμείς ή αυτό που κάνω με τη «Medea Electronique»; Θα πω: «Ναι». Θεωρώ ότι έχω καταλάβει πάρα πολλά και είναι ένα πολύ ωραίο, πολύ δουλεμένο υλικό. Δεν είναι χαοτικό, γιατί κάποια στιγμή δεν θα ξέρεις τι να πρωτοακούσεις. Δεν θα είναι… Θα είναι ένα ωραίο ερείπιο, ας πούμε. Όπως και αυτό, μπορεί να έχει μια αξία, ας πούμε, αυτό που κάνετε, το Ιστόρημα. Να ακούσει πώς σκεφτόντουσαν οι άνθρωποι τότε; Τι λέγανε; Τι ιστορίες παρήγαγε αυτή η πόλη; Αυτά.
Και μια τελευταία ερώτηση θα ήθελα. Από τους περιπάτους που μου περιέγραψες, μου περιέγραψες αυτήν την κάπως αρνητική, ας πούμε, αίσθηση στο καρναβάλι του Μεταξουργείου. Θα ήθελα και μία θετική αίσθηση.
Α ναι, φυσικά.
Ένα περιστατικό.
Α μπράβο, ωραία το λες. Ένα θετικό. Ας πούμε, το… υπάρχει το ένα, αυτό που είπαμε ότι οι ρακοσυλλέκτες με το κομμάτι ότι νιώθανε σαν να τους δίνουμε φωνή, το κομμάτι της ορατότητας. Ο άνθρωπος ο Αιγύπτιος ας πούμε, που είναι στη Μεγάλου Αλεξάνδρου, όποτε μας έβλεπε να μας κεράσει, ας πούμε έλεγε: «Τι καινούργιο, να μας φιλέψει». Πήγαμε μία μέρα στον «Ορίζοντα γεγονότων» στην Κεραμεικού και μπήκαμε μέσα και είχανε… περάσανε κάτι παιδιά από τους… Αχ! Είναι και γνωστοί. Και παίζανε μόνοι τους και μας κερνάγανε τσίπουρο. Όχι, είναι μόνο θετικά με τη λογική ότι οι άνθρωποι, πώς να το πω, επειδή αυτοί ήταν οι άνθρωποι που κατοικούσαν τον τόπο τους, νιώθανε ότι με αυτό που κάνουμε τους δίνουμε τον πρώτο λόγο για τον τόπο τους και τις ζωές τους. Οπότε δεν μας αντιμετώπισαν σαν μεταφορείς παραπόνων. Δεν λέγανε: «Α, να πείτε στον Δήμαρχο», ούτε καν. Σου λέω ότι εγώ… Και αυτό είναι η δύναμη της αφήγησης, ότι ο άνθρωπος μάλλον αποκτά υπόσταση με το να εξιστορεί τη ζωή του. Παλιά το ‘γραφα όταν ήμουν μαθήτρια: Carlos Fuentes «Ζήσε –στην «Πορτοκαλιά» το λέει, νομίζω– ζήσε τουλάχιστον για να το διηγηθείς». Οπότε οι άνθρωποι αυτοί, όντως ήταν κομμάτια, αλλά δεν ήταν μόνο ότι… Είδαν τη ζωή τους… έπαιρνε υπόσταση και υπήρχε και ένα κομμάτι ότι τους άρεσε πολύ ότι έρχονται σε επαφή μαζί μας και το κάνουμε όλο αυτό. [01:00:00]Και το στήριξαν μετά. Μας… δηλαδή, πολύ.
Και πατώντας πάνω σε αυτό που είπες τώρα, θέλω να σου κάνω μία τελευταία ερώτηση. Εσύ ως «Αγγελική», άμα σου λέγαμε να πεις κάτι που θα άξιζε να το διηγηθείς με βάση το «Ζήσε για να το διηγηθείς», ποιο θα ήτανε; Από όλη σου τη ζωή, όμως, τώρα. Πες μου ένα. Ένα.
Ε, λοιπόν… ναι. Την… την επιμονή μου… ναι. Πώς…. Ωραία, ωραία. Λοιπόν, να πω. Θα ακουστεί… Δεν ξέρω πώς θα ακουστεί τώρα, μελό; Δεν ξέρω τι… Ότι θεωρώ ότι στη μόρφωση υπάρχουν ταξικοί φραγμοί, υπάρχει ταξικότητα αλλά αν υπάρχει ένα δίκτυο υποστηρικτικό συναισθηματικά ή πνευματικά, όχι οικονομικά, μακάρι να υπάρχει «πνευματικά», ε… «οικονομικά», εγώ θεωρώ ότι το κατάφερα. Αυτό. Δηλαδή θεωρώ ότι εκεί που κάποιος άλλος θα τα παρατούσε, εγώ τα κατάφερα. Τώρα δεν ξέρω, ακούγεται γενικό αυτό;
Μια χαρά ακούγεται.
Αυτό έχει πολλή ιστορία. Δηλαδή, ότι… ναι.
Εννοείς στο πώς κατέληξες…
Ναι, ναι. Δηλαδή, ότι δεν ήταν αρκετό το κομμάτι το οικονομικό, το ταξικό και τα λοιπά στο να με εμποδίσει να φανταστώ πρώτα και κύρια τι θέλω και στο να το κυνηγήσω. Δηλαδή, ένας ωραίος βολονταρισμός. Δεν πιστεύω στο American dream. Καθόλου. Θεωρώ ότι η κοινωνία είναι ταξική, αναπαράγει αντιθέσεις και τα λοιπά, αλλά εγώ είχα την… νομίζω την… ότι χωρίς υποστήριξη καθόλου δεν μπορείς να τα καταφέρεις, αλλά τουλάχιστον να είναι πνευματική. Εγώ είχα πνευματική υποστήριξη, πολύ…πολύ.
Από οικογένεια;
Από οικογένεια. Από τη νονά μου, πάρα πολύ. Από τους γονείς μου, οι οποίοι έλεγαν: «Σου μάθαινα κολύμπι, κολύμπα παρά τις αντίξοες συνθήκες». Πολιτικά επίσης θεωρώ ότι δεν… Πολιτικά θεωρώ και λόγω της ιστορίας μου και τα λοιπά –δηλώνω «Μαρξίστρια», το λέω αυτό, δεν έχω πρόβλημα– αλλά δεν το εσωτερίκευα καθόλου, ας πούμε, ενοχικά. Ότι μου συμβαίνει εμένα κάτι κακό. Μπορούσα να καταλαβαίνω τα πράγματα, ήμουνα έτοιμη να χάσω και για αυτό και μάλλον ρίσκαρα πάρα πολύ. Αυτό. Ναι, δηλαδή νομίζω ότι πολιτικά ήταν πολύ καλό ότι πήγαινα και έλεγα: «Τώρα θα χάσεις, φυσικά». Δηλαδή ήμουν πάντα έτοιμη να χάσω αλλά για αυτό μάλλον και ήμουνα πολύ κουκουρούκου. Δεν λέω ότι βγαίνει σε όλους αυτό. Εγώ αυτό θα έλεγα σαν ιστορία, πολύ. Που έχει πολύ-πολύ… Και οι… εντάξει. Όχι, υπήρχαν και άνθρωποι δικοί μου που με βοήθησαν οικονομικά. Όχι οικογένεια, εννοώ φίλοι. Δηλαδή, με λίγα λόγια θεωρώ ότι ένας άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί… Τι… ξέρω γω, τι θέλω να πω. Δεν ξέρω… αυτό.
Άμα θες να μας πεις κάτι για κλείσιμο ή να προσθέσεις κάτι τελευταίο;
Ναι, να πω ότι αυτό που… ότι δυστυχώς εγώ σε πολύ λίγες παρέες και με πολύ λίγους ανθρώπους… Μάλλον, όχι, ναι… Πολύ λίγοι άνθρωποι ξέρουν και να ακούνε και να λένε ιστορίες και ότι πολλοί άνθρωποι και νέοι πια, δεν έχουν πού να απευθύνουνε. Και χωρίς απεύθυνση, νομίζω ότι την ακούς. Δηλαδή, αυτό το σκεφτόμουνα πάρα πολύ. Δηλαδή, τώρα που εγώ κάθομαι και σου λέω αυτές τις ιστορίες και εσύ με ακούς και χαμογελάς και τα λοιπά, αποκτούνε βάρος. Εγώ, βέβαια, ευτυχώς τις έχω πει σε φίλους μου, στη μαμά μου, στον αγαπημένο μου. Είναι πολύ οδυνηρό να μην έχεις πού να τις πεις τις ιστορίες σου, αυτό.
Ωραία. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ, Αγγελική.
Εγώ ευχαριστώ, Μαρία.
Θα τα ξαναπούμε.
Ευχαριστώ. Να ‘σαι καλά, ναι, να 'σαι… καλή επιτυχία. Ευχαριστώ. Στην υγειά σου.
Φωτογραφίες

Ένοικος
Το μπαρ «Ένοικος», της Καλλιδρομίου, το βρ ...

Medea Electronique
Στιγμιότυπο από το έργο της ΜΕ. credits: M ...

«Ένοικος»
Το εξωτερικό του μπαρ «Ένοικος», της Καλλι ...

Medea Electronique
Στιγμιότυπο από το έργο της ΜΕ. credits: M ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Αγγελική μάς αφηγείται το σε τι συνίσταται να μένεις ως μόνιμος κάτοικος στα Εξάρχεια: Καλλιδρομίου, Πολυτεχνείο, Γρηγορόπουλος, ΜΑΤ και άλλα πολλά. Ιδιαίτερη σημασία δίνει στο μπαρ «Ένοικος», δίνοντάς μας εικόνα για το πώς αυτός ο χώρος σημάδεψε και επηρέασε την καθημερινότητά της στην Αθήνα. Εκτός του «Ένοικου», μας συνοδεύει και σε άλλα μπαρ του κέντρου της Αθήνας, εξηγώντας μας γιατί τα προτιμά και πώς αυτά λειτουργούν ευεργετικά στην ίδια, όσο και στους υπόλοιπους θαμώνες τους. Στην συνέχεια μας γνωρίζει την «Medea Electonique», το έργο και την προσφορά της. Και μέσα από αυτή τη γνωριμία, μας αναλύει τον τρόπο σκέψης της για όσα ζούμε και μας αφορούν.
Αφηγητές/τριες
Αγγελική Πούλου
Ερευνητές/τριες
Μαρία Μούρτου-Παραδεισοπούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/06/2022
Διάρκεια
63'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Αγγελική μάς αφηγείται το σε τι συνίσταται να μένεις ως μόνιμος κάτοικος στα Εξάρχεια: Καλλιδρομίου, Πολυτεχνείο, Γρηγορόπουλος, ΜΑΤ και άλλα πολλά. Ιδιαίτερη σημασία δίνει στο μπαρ «Ένοικος», δίνοντάς μας εικόνα για το πώς αυτός ο χώρος σημάδεψε και επηρέασε την καθημερινότητά της στην Αθήνα. Εκτός του «Ένοικου», μας συνοδεύει και σε άλλα μπαρ του κέντρου της Αθήνας, εξηγώντας μας γιατί τα προτιμά και πώς αυτά λειτουργούν ευεργετικά στην ίδια, όσο και στους υπόλοιπους θαμώνες τους. Στην συνέχεια μας γνωρίζει την «Medea Electonique», το έργο και την προσφορά της. Και μέσα από αυτή τη γνωριμία, μας αναλύει τον τρόπο σκέψης της για όσα ζούμε και μας αφορούν.
Αφηγητές/τριες
Αγγελική Πούλου
Ερευνητές/τριες
Μαρία Μούρτου-Παραδεισοπούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
28/06/2022
Διάρκεια
63'