Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Τι να σου πω; Μια ζωή αγώνας ήταν» Από το Κερατσίνι της Κατοχής, στο Κερατσίνι των εργοστασίων.
Ενότητα 1
Η ιστορία της οικογένειας
00:00:00 - 00:29:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είμαστε στο Κερατσίνι με την κυρία Ευφροσύνη Γκίνη, η ημερομηνία είναι 14/7/2022 και θα μιλήσουμε για την ιστορία της περιοχής του Κερατσι… – και πήγαν ένα βράδυ και την πήρανε τη μάνα μου. Την κρύψανε. Για αυτό έχει δύο ταυτότητες η μάνα μου, μία από το Λαύριο και μία από ‘δω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Σχολείο στη Jeanne d’ Arc, κινητοποιήσεις για τη χαβούζα και άλλα ενδιαφέροντα
00:29:24 - 00:44:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τελείωσε ο πόλεμος και σταμάτησε η μάνα μου και έπιασε πάλι τη βελόνα και άρχισε να ράβει. Εν τω μεταξύ μεγάλωσα εγώ, τελειώνω το δημοτικό σ… λοιπόν, η ιστορία. Έτσι ζω στην περιοχή μου. Αυτή είναι, την αγάπησα. Αγάπησα το Κερατσίνι, πιο πολύ Δραπετσώνα. Άλλο πράγμα η Δραπετσώνα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Μνήμες από τη Δραπετσώνα - Η Κατοχή και τα Δεκεμβριανά στο Κερατσίνι
00:44:35 - 01:03:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η Δραπετσώνα, μια συνοικία γεμάτη πόνο. Πόνο, κούραση, αγάπη, φιλοξενία, φιλότιμο, πόρτες κλειστές δεν υπήρχαν, ανοιχτές οι πόρτες. Όλος ο κ…άρε και εσύ ένα παιδί και τα μοιράζεσαι στα σπίτια η μάνα μου και την είπαν κομμουνίστρια. Δεν πειράζει. Καμία σχέση δεν είχε. Σκασίλα μας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Τα παιδικά χρόνια
01:03:53 - 01:16:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς θυμάστε κάποιο περιστατικό με παιδάκια που μπορεί να πεινούσαν εδώ στην περιοχή, εδώ στη γειτονιά; Τι, παιδάκια; Θυμάστε κάποιο πε…με πήγαινε στο ναό του Ηφαίστου, με πήγαινε στου στο Φιλοπάππου, με πήγαινε στο θέατρο του Διονύσου, με πήγαινε βόλτα γύρω-γύρω στα αρχαία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Τα χρόνια του δημοτικού σχολείου – Η ζωή μετά τον πόλεμο
01:16:41 - 01:25:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολύ ωραία συνοικία, δηλαδή. Το Θησείο πάρα πολύ ωραία συνοικία. Την αγάπησα, ωραία συνοικία. Καθίσαμε κάνα χρόνο εκεί πέρα. Καθίσαμε κανένα…ά εγώ ούτε τη μυρωδιά τους ν’ ακούσω θέλω. Ούτε τη μυρωδιά τους. 22 μέρες στην κατακόμβη με τη σούπα του μπακάλη, ούτε να την ακούσω θέλω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η ζωή στο Λαύριο πριν και μετά τον πόλεμο – Ο φούρνος του παππού της αφηγήτριας
01:25:57 - 01:35:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η ζωή στο Λαύριο πώς ήταν; Πού; Στο Λαύριο. Α, στο Λαύριο, η ζωή μου στο Λαύριο ήταν ονειρική. Να σου πω. Είχαμε, είπαμε είναι μικροαστο…ίος τύπος. Ωραίος τύπος ήτανε αλλά η γυναίκα του κυρία, όλα και όλα, τα παιδιά του, παλικαρίσια ήταν. Ήταν ωραίος τύπος, πολύ ωραίος τύπος.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Τα χρόνια του σχολείου στο γαλλικό γυμνάσιο – Η ενημέρωση για την Μακρόνησο
01:35:42 - 01:46:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μετά, επιστρέφετε εδώ στο Κερατσίνι και αρχίζετε να πηγαίνετε σχολείο στις καλόγριες, εδώ στη Jeanne d’ Arc; Από τη Jeanne d’ Arc τι θυμ…πόγευμα αυτό. Όλο το Λαύριο αντιλαλούσε: «Σκαπανεύς Μακρονήσου». Ακούγαμε «Σκαπανέα Μακρονήσου». Είχε ωραίο, είχε ποιότητα. Είχε ποιότητα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Η περίοδος της γερμανικής κατοχής - Οι βομβαρδισμοί
01:46:44 - 01:58:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να ρωτήσω κάτι ακόμη σε σχέση με την περίοδο της γερμανικής κατοχής και τους βομβαρδισμούς; Ποιους; Τους βομβαρδισμούς που είπαμε πριν. Ν…νόματα», «τι ονόματα; στο αποχωρητήριο τα πετάνε». Εν πάση περιπτώσει, γράφανε εκείνες. 'Αμα τώρα τα πω του παπα-Κωνσταντίνου, του τα ‘πα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Κοινωνική δράση μέσω της Αρχιεπισκοπής Αθηνών
01:58:20 - 02:04:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τον χώρο στη Βούλα θυμάστε να μας τον περιγράψετε; Εκεί που πηγαίνατε και συναντούσατε τα παιδιά. Τη Βούλα; Να σου πω. Η στάση είναι πάνω σ…. Δεν ξέρω τι γίνανε. Εμείς είμαστε εκτελεστική εξουσία που λέμε. Όπου μας στέλνανε να πάμε να κάνουμε κάτι, το κάναμε. Από κει και πέρα...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Συμμετοχή σε συλλόγους και συνδικαλιστική δράση
02:04:12 - 02:27:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όταν έρχεστε πάλι πίσω στο Κερατσίνι, δημιουργείτε ένα σύλλογο στη Δραπετσώνα. Σωστά; Στη Δραπετσώνα, ναι, ήμουνα στον Σύλλογο Γονέων και Κ…που το σφάζουν και δεν μπορώ να το φάω το κρέας και δεν το τρώει ούτε η εγγόνα μου. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Να είσαι καλά, παιδάκι μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είμαστε στο Κερατσίνι με την κυρία Ευφροσύνη Γκίνη, η ημερομηνία είναι 14/7/2022 και θα μιλήσουμε για την ιστορία της περιοχής του Κερατσινίου. Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς;
Ναι. Στις 29 του Νοέμβρη του 1924 η προσφυγιά από τη Μικρά Ασία ήρθε στο Λαύριο τότε. Ξεφόρτωσε. Μαζί με αυτούς ξεφόρτωσε και τη μητέρα μου. Ο παππούς μου ο οποίος ήταν καραβοκύρης στην Πόλη, στο Βόσπορο και τα έβγαλε στη Σύρο, είχε 8 καΐκια. Όλα τα παράτησε, έφερε μοναχά ένα καΐκι. Μ’ αυτό ήρθαν και βγήκαν έξω στο λιμάνι, έξω από το εργοστάσιο του Δέδε, εκεί απέναντι ακριβώς από την Μακρόνησο και κατασκήνωσαν οι πρόσφυγες. Ήταν η παραμονή του Αγίου Ανδρέου, είχαν πανηγύρι στο Λαύριο. Φτωχόκοσμος ήταν πολύ εκεί πέρα, στα μεταλλεία δούλευαν εργάτες. Με την ανατολή του ηλίου έμπαιναν και με τη δύση έβγαιναν, άκουσαν ότι ήρθαν πρόσφυγες κάτω και μετά την λιτανεία ξεχύθηκαν κάτω στο λιμάνι να δούνε. Και μάλιστα έλεγαν: « Oι πρόσφυγκες, οι πρόσφυγκες». Δεν το είχαν καταλάβει καλά. Μαζί μ’ αυτούς, εμποράκος ο πατέρας μου – ήταν 18 χρονών – πούλαγε, πλανόδιος έμπορος, πήρε και αυτός ένα τόπι και το ψαλίδι και κατέβηκε να κάνει και αυτός – έμπορος ήταν – να κάνει την πραμάτεια του, να πουλήσει. Εκείνη την ώρα έβγαινε και η μητέρα μου από την πόρτα του τσαντιριού. Η μητέρα μου ήταν ωραία γυναίκα, ωραία κοπέλα. Ήταν 17 χρόνων, ήταν δεμένη γυναίκα. Την είδε και την ερωτεύτηκε. Ο πατέρας του είχε φούρνο. Ψαράς ο ένας μου παππούς, φούρναρης ο άλλος παππούς. Από εκεί, λοιπόν, ερωτεύτηκε, είχαν κάποιες περιπέτειες και το 1930 παντρευτήκανε. Το ‘30 παντρευτήκανε και από τη συνοικία που ήταν ο πατέρας μου στο Λαύριο, ήτανε μικροαστοί, μικροαστική κοινωνία. Την ίδια ώρα έτρωγαν πάντοτε, ηθική οικογένεια και αυτά. Δεν ξέρω παραπάνω. Αλλά, είχαν ένα νόμο. Έπρεπε να παντρευτούν οι αδερφές. Δεν παντρευόντουσαν τ’ αδέρφια, αν δεν είχαν παντρευτεί αδερφές. Οπότε ήταν πέντε αδέλφια αγόρια και μία αδερφή. Παντρεύτηκε, έκανε το αμάρτημα και τον σούταραν. «Έξω, πούστη, από την παράγκα» που λέμε. Εκτός [Δ.Α.] τόνε βγάλανε. Δεν ήξερε και πολλά πράγματα ο πατέρας μου, η μητέρα μου προσφυγοπούλα ήτανε, ήρθαν στην Αθήνα. Έφυγαν από ‘κει και ήρθαν στην Αθήνα και μες από την Αθήνα ήρθαν στον Πειραιά. Ανεργία μεγάλη, μιλάμε τώρα μπήκαμε στο ‘30, 1930. Δεν έκανε παιδιά η μητέρα μου, αλλά αφού πείναγε και δεν είχε να φάει, ήθελε να κάνει και παιδιά. Ψαχνόταν να κάνει παιδί και στα 6 χρόνια, 26 Αυγούστου του 1936 γέννησε εμένα. Εγώ γεννήθηκα στο Κερατσίνι, 25ης Μαρτίου και Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακριβώς μπροστά από το νεκροταφείο της Αναστάσεως. Εκεί γεννήθηκα. Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα, δεν μπορούσε να δουλέψει. Είχε ένα μωρό, δεν μπορούσε να δουλέψει. Τότε, η δασκάλα που την είχε μάθει μοδίστρα τη μάνα μου – και ήταν από τις καλύτερες μοδίστρες η μητέρα μου – τη φώναξε στην Αθήνα, στο σπίτι. Τώρα να σου πω πού ήταν το σπίτι; Φυλής και Αχαρνών γωνία. Ιστορικό εκεί, ένα ημιυπόγειο ήταν που είχε τη σχολή η Ευγενία. Δεν ήταν η φήμη τότε, ήταν αριστοκρατική περιοχή. Εμένα μ’ έβαλαν σ’ ένα καλάθι της μπουγάδας και, όπως ήταν ο πάγκος με τις μαθήτριες, με είχαν εκεί μέσα στη μέση, για να μπορεί να με θηλάζει η μάνα μου. Εκεί, λοιπόν, μέσα στη σχολή ήταν οι κοπέλες και εγώ στη μέση στο καλάθι. Πού και πού μ’ έβγαζαν στο παράθυρο, γιατί ήταν ημιυπόγειο και μαζεύονταν τα παιδάκια απ’ έξω, πολλά παιδιά και με κοίταζαν γιατί έμοιαζα, λέει, με κούκλα. Ο Γρηγόρης που δούλευε εδώ στους Μύλους Αγίου Γεωργίου, ο άντρας της. «Μωρέ Ευγενία», λέει, «εσύ τώρα τι έχεις;», λέει, «σχολή για μπουρδέλο;», «Από πού το βγάζεις;», « δεν βλέπεις απ’ έξω τα παιδιά; Είναι όλο αγόρια, δεν είναι κορίτσια». Μεγάλη κουβέντα είπε ο Γρηγόρης. Ήρθε η Φυλής και η Αχαρνών, εκεί που μεγάλωσα, πώς κατάντησε. Τελικά, προφήτησε ο Γρηγόρης. Από ‘κει και πέρα έγινα 11 μηνών, η μητέρα μου το θεώρησε καλό – και ήταν η καλύτερη πράξη που έκανε στη ζωή της η μάνα μου – μ’ έστειλε στο πεθερικό της στο Λαύριο. Με παρέλαβαν όλοι, δεν είχαν άλλο παιδί. Ήμουν το μοναδικό. Είχε χάσει η γιαγιά μου ένα κοριτσάκι που ήταν ξανθό γαλανομάτικο και μόλις με είδε «η Ζωίτσα μου» είπε. Παππούς και γιαγιά, η θεία 24 χρόνων που μ’ ανέλαβε η θεία μου και 4 άντρες. Τέσσερις θείοι, ο Κυριάκος… ναι, τέσσερις θείοι και ο πατέρας μου πέντε. Χρειάστηκε να πάρει ο παππούς μου και μία γυναίκα, για να βοηθάει – γιατί είχαμε φούρνο και είχαμε πινακωτές και τέτοια – μια γυναίκα, για να προσέχει εμένα. Ήταν Πόντια, δεν ήξερε να μιλήσει ελληνικά. Από εκεί έμαθα και τα ποντιακά εγώ, με τη γυναίκα. Έτσι, λοιπόν, ήρθε ο πόλεμος, το Αλβανικό. Εκεί ήρθε ο πατέρας μου να χαιρετήσει, για να πήγαινε στο Αλβανικό, θα πήγαινε πάνω. Χαιρέτησε τη μάνα μου, μας χαιρέτησε, έφερε και τη μάνα μου εκεί πέρα και έφυγε πήγε στο Αλβανικό. Από ‘κει, όταν τελείωσε ο πόλεμος από το Αλβανικό… Να πω τώρα πώς συνάντησα τον πατέρα μου; Να σας πω. Έπαιζα κουτσό με κάτι κορίτσια έξω στην αυλή και ήρθε και κάθισε ένας γέρος, έτσι, με γένια, κουρελιασμένος και είχε καθίσει στο πεζούλι με το ένα πόδι πάνω και το άλλο κάτω και με κοίταζε. Μ’ αγρίεψε η όψη του, ήμουν και καλομαθημένη εγώ, ήμουν χαϊδεμένη πολύ απ’ όλους. Τον είδα, και στην αρχή, ταράχτηκα μόλις τον είδα. Τι κοιτάζει εμένα; Βάζω τα κλάματα και μπαίνω μέσα. «Γιαγιά, γιαγιά!». Η γιαγιά μου καθόταν στο παράθυρο και κοίταζε την κίνηση κάτω. Έτσι κοίταζε, το συνήθιζε αυτό, έβλεπε τι γίνεται στη γειτονιά. Βγαίνει η μάνα μου, βγαίνει η θεία μου, βγαίνουν στην πόρτα, κοιτάζουν. Δεν καταλάβαιναν ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Ζητιάνος θα ήταν. «Όχι, γιατί οι ζητιάνες περνούν δύο και η γιαγιά τις ξέρεις τις ζητιάνες. Βγάζει ελιές και ψωμί κάθε φορά. Δεν είναι ζητιάνος. Δεν υπάρχει άντρας». Εγώ επέμενα. Ακούει γιαγιά μου από μέσα, βγαίνει η γιαγιά μου έξω, τον κοιτάζει… Γελιέται η μάνα; Δεν γελιέται. Σέρνει μια φωνή: «Γιώργο, παιδί μου, αγόρι μου!» Τον γνώρισε. Ήταν μες στην ψείρα φορτωμένος. «Μη μ’ αγγίζετε», λέει, «γι’ αυτό κάθομαι μακριά, για την ψείρα». Έκανε μπάνιο μέσα, τον πήρε η μάνα μου στο πλυσταριό μέσα, άναψε καζάνι, άρχισε τον ξύρισε, πέταγε τα ρούχα του μέσα στο καζάνι από κάτω. Οι ψείρες μέχρι έξω ερχόντουσαν. Τέλος πάντων τον ευπρέπισε τον πατέρα μου με τις πιτζάμες, τον έβαλε να κοιμηθεί. Και έτσι γνώρισα και τον πατέρα μου, που τον είχα δει μία που έφευγε για το μέτωπο και μία αυτή τη φορά. Ύστερα πήρε τη μάνα μου και ήρθαν στο Κερατσίνι. Στο Κερατσίνι δεν πήγαν στο ίδιο σπίτι, αλλά ήρθαν και νοίκιασαν σπίτι εδώ πάνω Βοσπόρου και Μάκρης. Δίπλα δεν υπήρχαν άλλα σπίτια. Από ‘κει που είναι του ΚΡΕΤΑ σήμερα, δηλαδή η οδός Κομνηνών που λέμε, από την Κομνηνών και πάνω δεν υπήρχαν καθόλου σπίτια. Από τη δεξιά πλευρά, από εδώ και κάτω ήταν όλα του Υπουργείο Οικονομικών, μέχρι την Ιχθυόσκαλα, και ήταν κι ένα εργοστάσιο εδώ [Δ.Α.] που τη λέγανε πίσω… σαπουνοποιίας. Δεν υπήρχε κανένα σπίτι. Από εκεί που έμενα εγώ από πάνω, κάτω έβλεπα μόνο ένα σπίτι στην Προύσσης που ήταν του Χάλαρη. Είχε μια γυναίκα και είχε και δύο κοριτσάκια. Άλλο σπίτι δεν υπήρχε. Από την αριστερή πλευρά τώρα, από εκεί που είναι του Καραμπού που λέμε, του Καραμπού ήταν το τελευταίο σπίτι. Από εκεί και πάνω άρχιζαν νταμάρια, και προς τα πάνω και προς τ’ αριστερά και προς τα κάτω, όλα νταμάρια. Δεν υπήρχε τίποτα. Νταμάρια.Αυτά τα δύο σπίτια τα δικά μας ήταν εκεί πέρα δίπλα δίπλα και πιο πάνω ήταν στη Παλαιολόγου μιανής Βάσως, Αρμένισσας. Μια μέρα ήρθαν οι Γερμανοί. Ήρθαν οι Γερμανοί, έβγαλαν τη νοικάρα που ήταν δίπλα στο σπίτι το μισό, μια Μυτιληνιά και μπήκαν οι Γερμανοί μέσα. Τι ήθελαν οι Γερμανοί εκεί μέσα, δεν ξέραμε. Την άλλη μέρα μας έφεραν ένα αντιαεροπορικό έξω από το παράθυρο, εκεί στη Μάκρης, στο παράθυρό μου ένα αντιαεροπορικό. Μας βάλαν τα τζάμια, μας βάζανε κόλλες και τα τοιαύτα, μας μάθανε πώς να κλείνουμε τα αυτιά μας «Eins, zwei, drei», να κλείνουμε τα αυτιά μας και εκεί εγκαταστάθηκαν δίπλα. Πάνω, όπως ήταν το σχολείο, το Δημοτικό Σχολείο το 13ο, πίσω έχει μια παιδική χαρά, εκεί ήταν το πυροβολείο. Ήταν τα Ες Ες εκεί πάνω. Εγώ δεν ξέρω πώς το είδα το πράγμα. Ήμουν 5 χρονών. Όταν τους έβλεπα με τα δίκοχα και κατέβαιναν κάτω τους γνώριζα αυτουνούς, δεν τους πήγαινα καθόλου. Δεν μου είχε πει κανείς τίποτα. Καθόμουν, λοιπόν, στην πόρτα και βάραγα το ένα χέρι πάνω στο άλλο κι έλεγα: «σκυλιά, σκυλιά, σκυλιά». Η μάνα μου μέσα έραβε, δεν με πήρε είδηση. Βλέπω μία μοτοσυκλέτα BMW τρίκυκλη από πάνω, με φορά τους ξεπερνά τους δύο αυτουνούς, τρέχει με τη μοτοσυκλέτα, φρενάρει απότομα έξω από την πόρτα, μου βάζει τα χέρια κάτω από τις μασχάλες, με σηκώνει και με πάει μέσα. «Frau, – τη μαμά μου – Φροσούλα nicht σκυλιά σκυλιά. Σκυλιά kaputt Φροσούλα». Από τότε – Fritz λεγόταν, Αυστριακός ήταν – με πήρε υπό την κηδεμονία του. Τι κεράσια μου έφερνε… δεν καταλάβαινα γιατί είχε αυτή την αγάπη. Ήταν καλός άνθρωπος. Είχε ένα κοριτσάκι που μου ‘μοιαζε. Μετά από κάμποσο χρόνο, σε πλήρη ορατότητα το σπίτι, γκρέμισαν από το… Α, από κει και πάνω, ξέχασα να σου πω, ότι από κει και πάνω υπήρχε το Χωριουδάκι που το λέμε. Από του Καραμπού το σπίτι θα το πάρω τώρα, από του Καραμπού και πάνω, υπήρχε το Χωριουδάκι, το λέγαμε Χωριουδάκι. Εκεί πάνω, λοιπόν, προς την άκρη είχανε καθίσει Πόντιοι και μάλιστα από την Σάντα,[00:10:00] Σανταίοι που τους λέγαμε, γιατί δούλευαν στα νταμάρια και δεν υπήρχε ρεύμα, δεν υπήρχε νερό, δεν υπήρχε τίποτα. Οι άνθρωποι, για να μην ανεβοκατεβαίνουν από τη Δραπετσώνα, έφτιαξαν κάποια σπίτια πέτρινα εκεί πέρα και καθόντουσαν μέσα εκεί. Και κάποιος Αμανατίδης από πάνω, ο μπάρμπα Κυριάκος είχε βάλει ένα κάρο και πήγαινε με το βαρέλι νερό. Τους πήγαινε. Όμως, έρχονταν κι από τη Δραπετσώνα μερικοί, αλλά έρχονταν και γυναίκες από τη Δραπετσώνα που δουλεύανε στα νταμάρια και, όταν φεύγανε, βάζανε και μία πέτρα στην πλάτη και δεν ξέραμε γιατί την βάζανε στην πλάτη την πέτρα. Εκείνες έβαζαν μια πέτρα στην πλάτη και την πήγαιναν στην οδό Πόντου κάτω και Καπετανίδου και χτίζαν την Κυριακή το σχολείο. Εγώ αφού είχα αυτό το συμβάν, η μάνα μου με μάζεψε. Μου λέει: «Αυτή τη δουλειά μου κάνεις; να μας βάλεις φωτιά, να μας κάψουν;». Η αλήθεια έρχονταν εκεί πάνω και πολλά παιδάκια. Περίμεναν το συσσίτιο που ερχόταν το αυτοκίνητο και τους έφερνε το συσσίτιο. Και τα βρομόσκυλα – καλά τα έλεγα σκυλιά εγώ, δηλαδή – έβλεπαν τα παιδάκια τα πεινασμένα, όταν περίσσευε κάτι – αυτό περίμεναν, το περίσσευμα περίμεναν – άνοιγαν λακουβάκια με το χώμα και τα έριχναν μέσα. Και τα παιδάκια πήγαιναν να τα πάρουν μαζί με το χώμα να τα φάνε κι αυτά γελούσαν τα γουρούνια. Γελάγανε. Έτσι, λοιπόν, στήθηκε η ζωή και είπαμε το Χωριουδάκι ήταν έτσι. Από ‘κει και κάτω τώρα, εκεί που είναι το σχολείο, που είναι Παλαιολόγου, κάτω, κατεβαίνοντας προς τη Δραπετσώνα μεριά, έπρεπε να κατεβούμε ένα ρέμα. Εκεί η Ναυάρχου Μπότση που λέγεται τώρα, όπως πηγαίνουν οι κεντρικοί δρόμοι. Ένα ρέμα. Αυτό πήγαινε στη θάλασσα. Κάτω από το ρέμα άρχιζε το βυρσοδεψείο και έπιανε το υπόλοιπο ρεύμα στην Κωστή Παλαμά που είναι κάτω, ένα άλλο ρεύμα και εμείς ο τόπος που καθόμασταν ήταν ύψωμα Έπρεπε και τα Ταμπούρια μας ήταν κατηφόρα για να πάμε και η Ανάσταση κάτω, η Ευγένεια, η περιοχή της Ευγένειας που ήταν όλο πρόσφυγες κι εκεί. Τους έκαναν σπίτια. Εδώ, λοιπόν, όταν ήρθε ο προσφυγικός κόσμος στη Δραπετσώνα, στην 25η Μαρτίου πίσω από την Ανάσταση είχαν βάλει τσαντίρια και κάθονταν οι πρόσφυγες μέσα εκεί και τους κάνανε σπίτια. Κι άρχισαν και τους έφτιαχναν σπίτια. Πράγματι, άρχισαν και φτιάχνανε σπίτια στην περιοχή της Ευγένειας, όπως είναι ο Άγιος Ευθύμιος η εκκλησία από κάτω λέγεται Ευγένεια εκείνη. Ήταν η Ευγένεια, ήταν όλος ο προσφυγικός κόσμος. Και από ‘κει που είναι ο Άγιος Ευθύμιος και κάτω έφτιαξαν προσφυγικά σπίτια. Κάποτε έπιασαν φωτιά, όμως, οι παράγκες από κει πίσω και δεν είχαν κληρώσει ακόμη τα σπίτια. Όταν έπιασε φωτιά, σηκωθήκαν οι πρόσφυγες και φτιάξαν σπίτια. Σε αυτή την περιοχή στο ύψωμα πάνω πήγαν οι Χιλήτες, όσοι ήταν από την Χιλή. Και επειδή είχαν την κάρα του Αγίου Ευθυμίου μαζί τους, ήταν Χιλήτης ο Άγιος Ευθύμης, χάλασαν δύο σπίτια και το κάναν εκκλησία και δίπλα, άλλα δύο κτίρα και τα έκαναν σχολεία, το 8ο Δημοτικό Σχολείο. Εκκλησία, δίπλα στην εκκλησία δύο τάξεις, ο δρόμος που πηγαίνει κάτω και μετά που είναι τώρα το πνευματικό κέντρο, άλλες δύο εκεί πέρα και το ‘καναν, γίνηκε το δημοτικό σχολείο. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, αυτό ήταν το σχολείο εκεί. Προχωράει η εποχή, προχωρούν τα χρόνια.. Κάποτε τελειώνει το Αλβανικό. Ο πατέρας μου ήρθε εκεί πέρα από το Αλβανικό και τώρα έχουμε να κάνουμε μ’ αυτά τα καθάρματα. Καθάρματα, αλλά και οι άλλοι σύμμαχοι δεν ήταν λιγότερο καθάρματα. Βάραγε ο συναγερμός και ερχόταν η RAF από πάνω και βομβάρδιζε. Είχαμε καταφύγια. Εκεί που κάθομαι τώρα, εσύ κάθεσαι στον βράχο. Εκεί, λοιπόν, δίπλα η οδός που έρχεται, η Ανδριανού που αρχίζει, υπήρχε ένα καταφύγιο σε σχήμα Π που τα κάναμε τα καταφύγια. Ένα καταφύγιο. Απέναντι ακριβώς, εκεί πέρα που καθόμασταν στου ΚΡΕΤΑ, ήταν ένα οικόπεδο, άλλο καταφύγιο. Σε Π. Σε σχήμα Π. Κομνηνών και Ανδριανού. Από πίσω, εκεί που είναι το παλιό – στην οδό Αδριανού άλλο καταφύγιο, αλλά και στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου άλλο καταφύγιο σε Π σχήμα. Αυτά, ξέρεις, Ήταν σε σχήμα Π για να μπαίνεις από την μία πόρτα και να βγαίνεις από την άλλη. Όταν σφύριζαν οι σειρήνες, ο κόσμος έτρεχε εκεί μέσα στα υπόγεια κάτω, στα καταφύγια. Κατεβαίνοντας στο… Ο πατέρας μου δούλευε σε τσιμεντάδικο. Κατεβαίνοντας εγώ στο τσιμεντάδικο να πάρω το συσσίτιο που μοίραζαν, γιατί κάνανε και την άλλη παλιανθρωπιά. Άρχιζαν και πέθαιναν εργάτες. Και η μητέρα μου μαζί με άλλη μία γυναίκα πήγαν στην Κομαντατούρ στην Αθήνα και λέγανε: «Σας δουλεύουν οι εργάτες. Έχετε επιτάξει το εργοστάσιο. Άμα δεν τρώνε και πεθαίνουν, τι θα σας δώσουν;». «Εμείς στέλνουμε – λέει – εμείς δεν στέλνουμε; Στέλνουμε – λέει – φαΐ». «Δε στέλνετε», «Τα παίρνετε;», «Όχι». Τα έτρωγε ο τσάτσος. Αλλά αφού ήταν συνεταίροι, συνεργάτες, δεν τους εκτέλεσαν. Είπαν στη μητέρα μου: «Θα πάτε κάτω να φτιάξετε ένα δωμάτιο και θα κάνετε συνεταιρισμό. Θα σας στέλνουμε τα τρόφιμα στον συνεταιρισμό. Πολλά τρόφιμα έστελναν. Πράγματι, κατέβηκε η μάνα μου με την άλλη, έβαζαν δύο άντρες – γνωστά τα ονόματα. Αργότερα, ο Φραντζεσκάκης βγήκε Πρόεδρος μαζί με τον αδερφό στη Δημαρχεία Δραπετσώνας – και έκαναν συνεταιρισμό, ο Πιττόπουλος κι ο πατέρας μου, έκαναν συνεταιρισμό. Πράγματι, ερχόντουσαν τρόφιμα. Είχαν φτιάξει κι ένα καροτσάκι με ρουλεμάν και οι γυναίκες ό,τι περίσσευαν από τα τρόφιμα, συνήθως πλιγούρι με φασόλια, σταφίδες φέρνανε, χαρούπια φέρνανε, ρεβίθια φέρνανε, διάφορα, φέρνανε φαγητά. Περίσσευαν τόσα που μαγείρευαν οι γυναίκες και τα έβαζαν σε γκαζοτενεκέδες και τα πηγαίναν στα Βουρλά, στις φυλακές τα Βουρλά, όπου ήταν κρατούμενοι οι Έλληνες εκεί και ήταν Μεταγωγών. Και φεύγαν, τώρα, από το μώλο κάτω, από τη Buffin από κάτω που είναι η Shell κάτω από τα Λιπάσματα οι γυναίκες και έσπρωχναν το καροτσάκι, και το πήγαιναν στους φυλακισμένους το φαΐ. Μου έλεγε η μάνα μου η οποία ήταν στην Αντίσταση, μου έλεγε: «Λες και πήγαινε, παιδάκι μου, Επιτάφιος. Κανένα σφύριγμα δεν ακούστηκε, κανείς δε μας έκανε ντου. Αρχηγός ήταν ο Κοτσαρής και ποτέ κανένας.. Λες και πήγαινε Επιτάφιος και πηγαίναμε, ταΐζαμε τους φυλακισμένους από κει. Έτσι μπήκα – μου λέει – και στην Αντίσταση». Σιγά σιγά, λοιπόν, αρχίσαμε και μεγαλώναμε τα πράγματα. Εγώ μία μέρα κατέβαινα να πάω να πάρω συσσίτιο. Ήταν ένα γυψάδικο και είχε ένα πέτρινο σπίτι πάνω. Εμένα μου άρεσε να κάθομαι και να ακούω το φλατς φλουτς και κάθισα εκεί πέρα καλοκαιριάτικα με την κατσαρόλα στο χέρι και περίμενα. Η RAF, όμως, είχε ένα άτιμο συνήθειο. Πρώτα βομβάρδιζε και μετά άρχιζαν οι σειρήνες. Ερχόταν κρυφά εν αντιθέσει με τα αμερικανικά που έκαναν 10 βόλτες και στην 11η βαράγανε. Μόλις ακούω και πέφτουν οι βόμβες, το βάζω στο πόδι. Εκεί στον βράχο κάτω από τα Λιπάσματα ήταν μία σπηλιά και την είχαν κάνει καταφύγιο, αλλά στο τσιμεντάδικο είχε καταφύγιο μέσα. Καταφύγιο με λουτρά, με όλα μέσα. Εγώ έτρεχα να πάω εκεί, ήταν ο πατέρας μου στους φούρνους πάνω. Δεν πρόλαβα, όμως, βγήκαν κάτι χέρια από μέσα και με τράβηξαν και μπήκα μέσα στη σπηλιά. Μετά ακούστηκε το μπαμ! και η βόμβα είχε πέσει στο τσιμεντάδικο τελικά. Όταν πήγα εγώ στο τσιμεντάδικο και μπήκα μέσα σα χαμένη κοίταζα τα ερείπια και ο πατέρας μου να βγάζει μπάζα «Μπαμπά, Μπαμπά!» «Παιδί μου!», φώναζε, «παιδί μου, ζεις, παιδί μου;» ο πατέρας μου τρελάθηκε, νόμιζε ότι με είχαν πλακώσει τα μπάζα. Πέρασε και αυτή η περιπέτεια. Ήρθαμε προς τα πάνω. Η μάνα μου στην αντίσταση, είπαμε. Της είχαν αναθέσει, έρχονταν και μας έφερναν προκηρύξεις. Στο σπίτι καθόμασταν μαζί με τον Μπαρδάνη. Ήταν ένα δωμάτιο στην άκρη που ήταν σπασμένη η πλάκα από πάνω, ραγισμένη και ήταν ξενοίκιαστο. Είχε μια υδρορροή. Μου έλεγε η μητέρα μου: «Φροσούλα, θα ‘ρθούνε δυο πατριώτες και θα σου φέρουν κάτι προκηρύξεις. Ξέρεις πού θα τις βάλεις, στο λούκι μέσα, ε;» «Ναι, μαμά». «Και μιλιά». «Εντάξει, μαμά». Είχα πάει πάει στο σχολείο πλέον, είχε περάσει ο καιρός. Μιλάω για το ‘42. το ‘43 κάπου εκεί πέρα πρέπει να ήταν. Μία μέρα ανέθεσαν στη μητέρα μου με τον απέναντι το Χρήστο τον Δεληγιαννίδη – η γυναίκα του ήταν αδερφή της γυναίκας του Ασιατίδη, της Βαγγελιώς, η Χαρίκλεια, μια εξαιρετική κοπέλα – και τους ανέθεσαν μία εργασία. Ήθελαν κάτω που ήταν η θάλασσα, κάτω από τα βαρέλια εκεί, κάτω από τα λιπάσματα, δηλαδή, είχαν βάλει μία σιδερένια σκάλα και είχαν βάλει ένα Γερμανό φρουρό και φύλαγε τις βενζίνες. Το πρόγραμμα ήταν – γιατί ο Κότσαρης ήταν αρχηγός – καθόταν πίσω από τον Άγιο Ευθύμιο αυτός και ήταν θαρραλέος πολύ και οι τσιλιαδόροι είχαν… η μητέρα μου με τον άλλον, είχε ντυθεί η μάνα μου μ’ έναν μπερέ στο κεφάλι – ούτε θυμάμαι πώς ντύθηκε –και ο Γιώργος ήταν ζευγαράκι και πήγαν και μάλωναν από ‘κει κάτω να κάνουν τον φρουρό να κατέβει, για να μπορεί ο άλλος από πίσω ν’ ανέβει στις στρόφιγγες. Με τα «Raus, raus» που φώναζε, δεν έφευγαν. Αναγκάστηκε η μάνα μου να χτυπιόνται με τον άλλον και κατεβαίνει ο Γερμανός κάτω, τους κλωτσάει, «Raus» τους φώναζε, «raus» με το όπλο, τους παίρνει. Σηκώθηκαν και φύγανε και μπήκανε μέσα από το γυψάδικο να φύγουν. Είχαν περίστροφο όμως πάνω τους όμως και οι δυο τους. Σε μία στιγμή ακούνε πυροβολισμό. «Αμάν – λέει η μητέρα μου – , Χρήστο, σε σώμα έπεσε ο πυροβολισμός. Λες να σκότωσαν τον…» τον αυτόν, πώς τον είπαμε προηγουμένως; Ήρθαν σπίτι και έκαναν τη βλακεία να φέρουν και το περίστροφο. Και ο Δεληγιαννίδης πήγε το περίστροφο στου Αυγέρη – ένα σπίτι παραπέρα καθόταν ο Δεληγιαννίδης –, φέρανε στο σπίτι και η μάνα μου το έφερε στο σπίτι, γιατί είδαν αυτό και νόμιζαν τον Κότσαρη ότι τον χτυπήσανε. Το πρωί που ξυπνήσαμε, μας είχανε κάνει μπλόκο. Τώρα, πρόσεξε... Το σπίτι από κάτω Κομνηνών και Ανδριανού, το ένα μου το παράθυρο έβλεπε στην Αδριανού απέναντι από του Χρήστου του Αυγέρη, [00:20:00]αλλά είχε τις μικρές τις γρίλιες. Από πίσω από την αυλή μας επί της Αδριανού, τώρα, ήταν το σπίτι της κυρά - Θοδώρας. Είχε μια μεγάλη αυλή, είχε δυο δωμάτια μέσα, φτωχό, και από πίσω ήταν, «του γουρουνά» που λέγαμε. Ήταν στρωμένο το σπίτι και είχε πλάκα. Είχαν πάει οι Γερμανοί και είχανε βάλει πάνω πυροβολείο. Από ‘κει. Από την άλλη μεριά την απέναντι επί της Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν του Μαντζώρου το σπίτι, ένα σπίτι με artifice – αυτός δούλευε στο ταχυδρομείο και είχε... Ακουγόταν τέλος πάντων. Είχε ταράτσα κι αυτός απάνω και βάλανε άλλο πυροβολείο εκεί. Και βρίσκομαι, τώρα, ανάμεσα σε δύο πυροβολεία, το λούκι γεμάτο προκηρύξεις και το πιστόλι πίσω από την πόρτα. Καταλαβαίνεις σε τι κατάσταση βρισκόμαστε. Μπήκανε μέσα να κάνουν έρευνα. Πάει ο αξιωματικός – εγώ με τον Μίμη, του Μπαρδάνη τον Μίμη παίζαμε κότσια, ξέρεις, να τραβήξουμε την προσοχή – ο αξιωματικός φόραγε κάτι γαλότσες, κάτι μπότες μέχρι το γόνατο που ήτανε και είχε ένα καμτσίκι στο χέρι και πήγε ο ευλογημένος και έβαλε το χέρι του ακριβώς δίπλα στο λούκι εκεί και καθόταν και... Ωχ, το χάσαμε;
Όχι, όχι. Μια χαρά.
Και βάραγε, είδες, και βάραγε λοιπόν τις μπότες του. Και μας έλεγε: «Μη μιλήσετε ελληνικά, γιατί ξέρουν ελληνικά αυτοί και μην κοιτάτε προς το λούκι καθόλου». Μπήκανε μέσα, δεν είδαν τίποτα. Πάνε στου Μπαρδάνη και ο Γιώργος ο Μπαρδάνης είχε ελονοσία. Ακούνε ότι έχει ελονοσία και σηκωθήκανε και φύγανε. «Γλιτώσαμε», είπαν, «δόξα σοι ο Θεός, φύγανε». Ο μπλόκος είχε πιάσει από την Ευγένεια από κάτω, που πάμε για τα Ταμπούρια, τη Δημοκρατίας που λέμε, μέχρι πάνω μας είχανε κλείσει. Η Δραπετσώνα δεν ήταν μέσα. Μέχρι τα εργοστάσια γύρω γύρω μας είχανε κλείσει μέσα. Σε μία στιγμή ακούω κάτι φωνές. Φωνές: «Μπλόκο…οι Γερμανοί», φωνάζανε, κάνανε…πάω στο δωμάτιο μέσα, από τις γρίλιες κοιτάζω, είδα ένα πράγμα και το είχανε πετάξει οι Γερμανοί έξω. Τρεις τον βάραγαν με τον υποκόπανο, δύο τον κλωτσάγανε. Μα τι ήταν εκείνο το πράγμα που είχανε βγάλει; Ήταν ο Χρήστος. Του είχαν βρει το πιστόλι που το είχε πετάξει στην ταράτσα και ήταν με – αυτό.. πώς το λένε μωρέ το χαρτί που ‘βάζαν πάνω στις ταράτσες; Τέλος πάντων, θα θυμηθώ – με χαρτί και ήταν χαμηλή η ταράτσα και το είδαν. Και ήταν ο Χρήστος. Και τον είχανε βάλει μέσα εκεί και τον κοπανάγανε. Ήρθε ένα καμιόνι, τον πέταξαν μέσα, πήγε για Γερμανία, έφυγε. Τώρα; Ακούμε και λένε: «Έρευνα στις ταράτσες». Αμάν. Κι αν από το λούκι κοιτάζανε μέσα. Τι να κάνουμε; Βάζει η μάνα μου μία κιλότα βαμβακερή μέχρι τα γόνατα που ήτανε και πήγαινε στο λούκι, έβγαζε τις προκηρύξεις, τις έβαλε μέσα στο αυτό, άναψε φουφου που λέγαμε, έβαλε και λίγο λάδι και κάτι εφημερίδες δίπλα, ήρθε και η Σοφία και τηγανίσανε μία οκά μελιτζάνες και κολοκύθια. Σήκωνε η Σοφία το τηγάνι, έβαζε… έκανε φου, έβαζε η μάνα μου. Κάηκαν. Ναι, αλλά το πιστόλι; Πίσω από την πόρτα το περίστροφο τι γινότανε; Εν τω μεταξύ από το Λαύριο είχαν ανησυχήσει η γιαγιά και ο παππούς και πάνε στον αδερφό της μάνας μου και έκλαιγε και έλεγε: «Το παιδί, τι γίνηκε το παιδί;» Γιατί είχε ζήσει μαζί μου έναν βομβαρδισμό του Αγίου Νικολάου που θα στον πω αργότερα. Και λέει: «Έννοια σου συμπέθερε, θα πάω να το φέρω το παιδί». Και ξεκίνησε ο θείος μου μαζί με τη γυναίκα του από κει να φέρουν. Σε μία στιγμή έκανα το κεφάλι μου έτσι – είχε η μάνα μου, η αδερφή της μάνας μου ήταν παντρεμένη με αστυνομικό – κάνω έτσι και βλέπω τον αστυνομικό, τον Γιάννη τον Παπαθωμά, βλέπω και τον θειο μου και έρχεται. «Αμάν, έρχονται». Είχαν και τον αστυφύλακα μαζί τους. Με το που μπαίνουν μέσα, η δε μάνα μου βλέπει τον θειο μου, τον γαμπρό της, τον αρπάζει από το χέρι, τον τραβάει μέσα, «Έλα εδώ, πάρ’ το – του λέει – και φύγε». Το θυμάμαι ακόμη, σήκωσε το χιτώνιό του, το έβαλε στην κωλότσεπη και έφυγε. Έμεινε ο αδερφός της μάνας μου και με πήρανε και με πήγανε στο Λαύριο και έφυγα από εκεί. Η μάνα μου, όμως, καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Ξεκινάει η κακομοίρα – την κυνηγάγανε οι Γερμανοί…τόσες αμαρτίες τι θα γίνει; – και έρχεται με τα πόδια στο Λαύριο. Ξεκίνησε η μάνα με τα πόδια. Ο παππούς μου ήταν τρομοκρατημένος, γιατί; Τη γιορτή του Αγίου Νικολάου ήρθαν και βομβαρδίζανε τέσσερις ώρες. Βομβαρδίζανε το λιμάνι. Εμείς από πάνω από το λιμάνι, πάνω από το τσιμεντάδικο – ήτανε σαν να ναι μέρα, φωτιζόταν όλος ο ουρανός από πάνω – βλέπαμε τα αυτά, τα αεροπλάνα που άνοιγαν και πέφτανε οι βόμβες κάτω και δεν ξέραμε ποια γράφει το όνομά μας. Πέφτανε οι βόμβες. Κράτησε ο βομβαρδισμός 4 ώρες. Ο πατέρας μου στο τσιμεντάδικο τώρα, δεν μπορούσε να φύγει. Εγώ, ο παππούς μου και η μάνα μου στο σπίτι. Δεν πηγαίναμε στο καταφύγιο, το φοβόμασταν το καταφύγιο, γιατί φώναζαν εκεί, πανικός. Μετά από τέσσερις, τα ξημερώματα σταμάτησε ο βομβαρδισμός. Με άρπαξε ο παππούς μου από το χέρι να φύγουμε. Είχε γκρεμίσει η εκκλησία, ο Άγιος Ευθύμης, τα σχολεία είχαν γκρεμίσει, απέναντι – του Καρπούζα που λέμε – σκοτώθηκαν 16 άτομα και σώθηκε μονάχα μια γιαγιά με δύο εγγόνια κάτω από ένα σουμιέ που είχαν μπει και μία γάτα. Οι άλλοι όλοι είχαν σκοτωθεί, όλοι. Εκεί που είναι τα ΚΕΠ τώρα, τα ΚΕΠ που είναι, εκεί, λοιπόν, ήταν του Καρπούζα που λέμε, Μαυρομιχάλης λέγεται, αλλά επειδή πούλαγε καρπούζια το λέγαμε Καρπόυζα. Όλα αυτά πέσανε, γκρεμίστηκαν, γίνηκαν ερείπια. Ούτε σχολείο υπήρχε, ούτε εκκλησία, ούτε τίποτα. Και είχε πανικοβληθεί, τότε, από αυτόν τον βομβαρδισμό ο παππούς μου, γι’ αυτό έκλαιγε και φώναζε και με πήρε. Μας περιποιήθηκε η RAF, δηλαδή. Άρχισε να βομβαρδίζει το νεκροταφείο. Οι Γερμανοί συνέχισαν την κατοχή. Ήρθε μία μέρα ο Fritz να μας χαιρετίσει, γιατί τον έστελναν στο μέτωπο, στη Ρωσία. Μας χαιρέτησε, μου ‘φερε και από τη Γερμανία μία κούκλα με σελοφάν και καραμέλες μέσα. Τότε κατάλαβα, γιατί μ’ αγαπούσε, έμοιαζα στο κοριτσάκι του. Έκοψε μία μπούκλα από τα μαλλιά μου, την έβαλε δίπλα στο κοριτσάκι του. Μας χαιρέτησε, τράβηξε πάνω με τη μοτοσυκλέτα. Γύριζε και κοίταζε, μας κοίταζε. Είπε: «Άμα γράψω, καλά Fritz. Άμα δε γράψω, kaputt ο Fritz». Γύρισε πίσω και με κοίταξε και σκούπισε τα μάτια του. Τον μνημονεύω από τότε και κάθομαι και λέω: «Ο καημένος ο Fritz αγαπούσε την ειρήνη, αγαπούσε τους ανθρώπους, αγαπούσε τη φύση, αγαπούσε τα παιδιά του, τη γυναίκα του μες στην ησυχία τους, Αυστριακός ήταν και πάει ο άλλος ο εγκληματίας και τον αρπάζει και του δίνει ένα όπλο και του λέει: «Σκότωσε;» Τι να σκοτώσει; Για να σκοτώσει ο Fritz, έπρεπε να σκοτώσει τον εαυτό του πρώτα. Κι όταν με τα χρόνια διάβασα ένα διήγημα, το Ζητείται Ελπίς του Σαμαράκη, είχε μέσα ένα κεφάλαιο Το ποτάμι και το είχα διαβάσει και θυμήθηκα τον Fritz πόσο πόλεμο έκανε με τον εαυτό του ο άνθρωπος. Τον έστειλαν στο μέτωπο, στη Ρωσία, αλλά ευλογημένα τα χιόνια που τον σκέπασαν. Δεν ξαναγύρισε ο Fritz. Έτσι πέρασε αυτό. Η μάνα μου, λοιπόν, ήρθε τώρα στο Λαύριο με τα πόδια. Έξω από το Λαύριο, σ’ ένα οίκημα που είχε κάνει η Γαλλική Εταιρεία, είχε βάλει τον θείο μου, τον αδερφό του πατέρα μου, γιατί κι αυτός ήταν φαντάρος. Ο άλλος ο θείος μου ήταν στον ναύσταθμο, ήταν ναύτης. Είχα και ένα θείο με κρυοπαγήματα που δεν πήγε και ο άλλος ο θείος μου είχε επιληψία και δεν ήταν αυτοί οι δύο. Και ο άλλος είχε πάει στην Αμερική, από το ‘36 τον είχαμε χαμένο, δεν είχαμε επικοινωνία και αυτός είχε κατέβει στη Μέση Ανατολή, και από ανδραγαθία είχε γίνει Υπολοχαγός εκείνος. Κι η μάνα μου στην Αντίσταση και ήρθε με τα πόδια. Και πάει στο θείο μου, ο οποίος θείος μου ήταν έξω από το Λαύριο που είχε ένα οίκημα η Γαλλική Εταιρεία και είχε το πηγάδι κάτω 45 μέτρα, 7 σκάλες κατέβαινες κάτω. Κατέβαινε ο θείος μου κάτω, έβαζε μπρος τη μηχανή, γέμιζε δεξαμενή από πίσω και άλλη μία δεξαμενή στο Λαύριο. Και καθόταν νύχτα – είχε πάνω ένα πατάρι μεγάλο, κρεβατοκάμαρα, κουζίνα – και καθόταν νύχτα μέρα εκεί ο θείος μου και φύλαγε το –από ‘κει έστελνε το νερό στο Λαύριο. Πού να πάει η μάνα μου; Πήγε εκεί. Ούτε στον αδερφό της πήγε, ούτε σε εμάς ήρθε, ούτε κανείς το ήξερε. Την έκρυψε ο θείος μου εκεί κάτω, την κατέβασε κάτω 45 μέτρα τη μάνα μου, 7 σκάλες κάτω. Έλα, που στου Βαρτσινιώτη απέναντι και του… άλλου του…πώς τον λένε τα Λιπάσματα που είχε; Ο Βαρτσινιώτης και ο… έχει την ΕΒΟ που έκανε… Πώς το λένε αυτόν;
Τον Μποδοσάκη. Ο Μποδοσάκης;
Που είχε το εργοστάσιο, τα Λιπάσματα.
Ναι.
Πώς τον λέγανε;
Ο Μποδοσάκης.
Μποδοσάκης, μπράβο. Ο Μποδοσάκης δίπλα το όπλο και καλυκοποιείο ήταν εκεί πέρα και μπαρουτο…αυτό και ήταν οι Γερμανοί εκεί. 300 μέτρα που απείχαν από το θείο μου, από εκεί. Άμα τον πιάνανε, θα τον εκτελούσαν τον θείο μου. Πηγαίνανε και παίρνανε νερό από ‘κει και κάνα εργαλείο που χρειαζόντουσαν από τον θείο μου που είχε εργαλεία κάτω και παίρνανε, αλλά φαίνεται η οργάνωση ενημερώθηκε εκεί στο Λαύριο – είχε κάποια οργάνωση στο Λαύριο – και πήγαν ένα βράδυ και την πήρανε τη μάνα μου. Την κρύψανε. Για αυτό έχει δύο ταυτότητες η μάνα μου, μία από το Λαύριο και μία από ‘δω.
Ενότητα 2
Σχολείο στη Jeanne d’ Arc, κινητοποιήσεις για τη χαβούζα και άλλα ενδιαφέροντα
00:29:24 - 00:44:35
Τελείωσε ο πόλεμος και σταμάτησε η μάνα μου και έπιασε πάλι τη βελόνα και άρχισε να ράβει. Εν τω μεταξύ μεγάλωσα εγώ, τελειώνω το δημοτικό σχολείο, δημιουργείται το πρόβλημα πώς θα πάω σχολείο εδώ και αποφάσισαν να πάω στις καλόγριες. Πήγα στις καλόγριες, στη Jeanne d'Arc. Τότε αποχωρίστηκα το Λαύριο για πρώτη φορά, αλλά πηγαινοερχόμουν, γιατί είχα τη γιαγιά μου και δεν την αποχωριζόμουν. Στις γιορτές από εδώ πηγαινοερχόμουν στο Λαύριο. Και έτσι γνώρισα και την υπόλοιπη περιοχή εδώ πέρα, γιατί δεν την ήξερα Αλλά, στα 13 μου χρόνια που μπήκα… τότε μας έβαζαν στα κατηχητικά σχολεία. [00:30:00]Δήλωσαν ποια θέλει εθελοντικά να δουλέψει. Είπα και εγώ 13 χρονών, εθελοντικά μπήκα. Τότε, ήρθαν από την Αλβανία δύο αποστολές, από την Αλβανία παιδιά που τα είχαν μαζέψει στο παιδομάζωμα, γιατί η Αλβανία τα έδωσε. Περίπου 200 παιδιά ήτανε και τα είχαν βάλει… Εγώ δεν ήξερα και αφού μας πήραν μ’ ένα αυτοκίνητο, κάπου εκεί πάνω Φιλοθέης, κάπου εκεί πέρα μας είχαν πάει, δε θυμάμαι, να δώσουμε κάνα μπαλονάκι στα παιδιά, έτσι, να... Ήταν φοβισμένα τα παιδιά. Από εκεί, έμεινα και στην Αρχιεπισκοπή και η Αρχιεπισκοπή και σε ιδρύματα με έστελνε, αλλά, εγώ ήμουν ευαίσθητη πολύ και δεν άντεχα και επειδή τραγούδαγα καλά, έγγραφα, έγραφα κιόλας σκετσάκια και τέτοια και… Γιατί την ώρα που άνοιγαν οι βρύσες, πήγαινα και καθόμουν έξω από τις βρύσες που άνοιγαν και γίνονταν καυγάδες…οι Πόντιοι, παρακάτω οι Γύφτοι και τους κατέγραφα όλους. Μου το πήρε ο Ασιατίδης, ύστερα έπαθε Αλτσχάιμερ, πάει, το έχασα το τετράδιο. Λοιπόν, κατέγραφα και πήγαινα και πολύ, πήγαινα Δρομοκαΐτειο πολύ. Με στέλνανε Δρομοκαΐτειο. Και κάναμε ένα θεατράκι, τραγούδαγα κιόλας και έκανα ψυχαγωγία. Στη Βούλα, οπουδήποτε πήγαινα. Γενικά, μέχρι 18 χρονών ήμουνα στην Αρχιεπισκοπή. Παντρεύτηκα ύστερα, πρόκοψα. Από τη Γαλλική Σχολή έδωσα στη Γαλλική Ακαδημία ύστερα Μπήκα στον τέταρτο χρόνο κατευθείαν, γιατί στη Γαλλική σχολή χρειαζόταν καλά γαλλικά εμείς, στο φιλοσοφικό. Ύστερα παντρεύτηκα και το ‘φέρε η τύχη να έρθουμε θα καθίσουμε, να πάρουμε το οικόπεδο ακριβώς εκεί που μας γκρέμισαν το σπίτι, ακριβώς, τώρα και κάθομαι εκεί. Έκανα τέσσερα παιδιά, απέκτησα και εφτά εγγόνια και πέντε δισέγγονα και κάθισα εκεί. Αλλά, όμως, ήμουν ενεργός πολίτης. Ενεργός Πολίτης όταν λέω, στη ζωή μου έχω μόνο ένα παράπονο. Μια φορά και εγώ να ήμουνα μ’ αυτούς που δίνανε ξύλο, όλο μ’ αυτούς που τρώγανε ξύλο ήμουν. Μόνο ξύλο τρώγαμε. Τέλος πάντων, είχαμε τη χαβούζα, σπουδαίο πρόβλημα. 13 χρόνια ήμουνα συντονιστική επιτροπή στη χαβούζα. Συντόνιζα τις εξορμήσεις από Κερατσίνι, Δραπετσώνα στις δύο δημαρχίες, γενική συνέλευση – καταλαβαίνεις – από ψηφίσματα, αν θα συμμετέχουμε, θα πάμε πορείες… 32 φορές πήγαμε στο Υπουργείο και με τα πόδια πήγαμε πάνω. Κάθε φορά που ερχότανε, μας βάζανε θα μας κάνουν υπονόμους, θα φτιάξουνε, άλλαζαν Υπουργό. Ήρθε, τέλος πάντων, και η εποχή να φτιάξουν την περίφημη τη χαβούζα. Φτιάχνουν τη χαβούζα, κάνουν τα εγκαίνια. Να παπάδες, να κουραμπιέδες, να γλυκά, να βουλευτές πλακώσανε πολλοί εκεί πέρα, όλοι πλάκωσαν να κόψουν την κορδέλα. Είχαμε και 20 βυτία γεμάτα να κάνουμε εγκαίνια. Από τη μία ο αγιασμός και από την άλλη το σκατό, τώρα, άντε…γελοιότητες. Κόβουν την κορδέλα, τελείωσε ο αγιασμός και η αγιαστούρα, ο παπάς με την αγιαστούρα. Μας είπαν για τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, για όλους, τα ακούσαμε – τα υπέστην κι αυτά, έχω υποστεί κι αυτά – και έκοψαν την κορδέλα. Αμόλησαν τα βυτία, σπάει η χαβούζα, γεμίσαμε σκατό. Όπου φύγει φύγει μέσα στα αυτοκίνητα, μέσα να φύγουνε, πάει οι κουραμπιέδες, να σταυροί… τρέχανε ο κόσμος, τρέχαμε σαν τους τρελούς. Σπάσανε τα κιούπια με την πρώτη, με το «ευλογητός...». Από ‘κει στο ψάξιμο κάθε φορά σπάγανε, κάθε φορά φτιάχνανε, κάθε φορά σπάγανε. Τι Φταίει; Φταίει το τσιμέντο, του βάλανε και πλαστικά από πάνω, τα ξανακάνανε. Έτσι πέρασαν 33... 13 χρόνια. Τελευταίως… Εγώ εν τω μεταξύ ήμουνα και στον σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων και είχα φτιάξει μία θεατρική ομάδα δικιά μου. Συγκινητική η προσέλευση των ηθοποιών. Ποιον να πω; Τον Παπαμιχαήλ που μου έφερε τα χειρόγραφά του, τον Κοντούλη που ήρθε να με σκηνοθετήσει, τον Κατράκη, που επειδή μου πήρε τον Κοντούλη για Ήφαιστο στον Προμηθέα, πήρε τα παιδιά μέσα και μου ‘στειλε σκηνοθέτη απ’ του Ροντήρη ένα μαθητή του Ροντήρη; Να πω τον Ζερβό που μου ‘δώσε το βεστιάριο; Ο Παπαμιχαήλ βρήκε τα παιδιά και τα έβαλα στο υπόγειο από κάτω να τους δείξει στις εφημερίδες της εποχής πώς ντύνονται, γιατί ανεβάσαμε Ξενόπουλο, Φοιτητές του Ξενόπουλου. Τεράστια επιτυχία. Ήρθε η Σιβιτανίδειος, ήρθε το 2ο Γυμνάσιο Ζαννείου κάτω, ήρθε το 3ο Γυμνάσιο και το 5ο Γυμνάσιο Κερατσινίου των Αρρένων – ήταν Αρρένων Θηλέων τότε. Το Δ.Σ. της Εμπορικής, Εθνικής Τραπέζης ζήτησε να ξαναπαιχτεί, δηλαδή, το έργο και ήρθανε. Το μόνο που δεν πάτησε, ήταν καθηγητής του σχολείου. Καθηγητής του σχολείου μόνο μία Γεωργούλη ήρθε. Κανένας καθηγητής από τα λύκεια και τα γυμνάσια, δεν ήρθε κανένας καθηγητής, γιατί μας είπαν κομμουνιστές. Ήμασταν κομμουνιστές και δεν έπρεπε να έρθουν. Αυτό που φοβόμουν δηλαδή, εγώ δεν… Η αλήθεια είναι ότι εγώ συνεργαζόμουνα. Ξέρεις, το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι μεγάλο σχολείο. Άρχιζαν και άνοιγαν τα μάτια μου, γιατί ήμουνα στη θρησκεία πολύ κολλημένη. Άρχιζαν και άνοιγαν τα μάτια μου, αλλά ήμουν από τους τύπους που δεν κόλλαγα. Ορισμένα πράγματα δεν μου αρέσανε. Εγώ, προσωπικά, τα πιστεύω μου είναι ο Θεός και η πατρίδα, αυτά τα δύο. Όχι ο Θεός του Ισραήλ. Λοιπόν, δεν έχω καμία δουλειά με τον Θεό του Ισραήλ. Αυτό που λέω στο σύμβολο της πίστεως: «Πιστεύω σε ένα Θεό, πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν Ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων» και εκεί μέσα δεν μου λέει κανέναν Θεό του Ισραήλ, ούτε για Αβραάμ, ούτε για Ισαάκ, ούτε για τίποτα. Σ’ όλο αυτό το διάστημα άρχισα και έψελνα κιόλας μαζί, ήμουν σε χορωδίες. Και βυζαντινά έψελνα και αναγεννησιακά κι όπου χρειαζόταν η Εκκλησία, πήγαινα και έψελνα. Άμα χρειαζόταν, δεν είχαν ψάλτη, βοηθούσα στην εκκλησία. Ήμουν στη θρησκεία εκεί κολλημένη. Σιγά-σιγά, λοιπόν, τα μάτια μου… Αλλά τι; Δεν ήθελα να ψάλλω από την ώρα που άρχιζε το πρωί η λειτουργία, γιατί ήταν όλο με τους Εβραίους. Ο Αβραάμ, ο Ισαάκ… Κι ύστερα, επί Ράλλη… Γιατί η Χούντα είχε διαλύσει όλους τους συλλόγους, είχε αφήσει μόνο του συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων. Τους είχε αφήσει μόνο και μόνο για… νεροκουβαλητές ήθελε, δηλαδή. Κι είχε κάνει τα σχολεία. Όταν επανήλθε, λοιπόν – η χούντα έφυγε και ήρθαν οι άλλοι – έπρεπε να ανανεώσουμε γιατί ήταν δοτοί, πλέον, οι σύλλογοι. Δεν μπορούσαμε να συμπληρώσουμε 7 μέλη, επταμελές. Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε; Λέει ένας – κι είναι και δικηγόρος, μαθητής τους σχολείου, τετραπέρατος: «Πάμε στην Ποντιακή Στέγη – μου λέει – αφού δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε, θα κάνουμε ενιαίο ψηφοδέλτιο, κυρία Γκίνη», μου λέει. Πάμε. Πάμε μέσα, λοιπόν, εκεί, μαζεύει μερικούς μαθητές και τους λέει: «Εσείς αμοληθείτε στη Δραπετσώνα, τα βλέπετε αυτά τα ονόματα;», τους άλλους: «Ναι», «Διαλέξτε τους, δύο ηλίθιους θέλω… δυο βλάκες. Ποιοι είναι οι πιο βλάκες; Πέστε μου». Ήρθαν, μας είπαν δύο βλάκες, ποιοι ήτανε και τους συμπληρώσαμε και τους βάλαμε σε εμάς, τους πριμοδοτήσαμε, και μάλιστα ο ένας έκλαιγε κιόλας, γιατί βγήκε πρώτος. «Πώς μ’ αγάπαγε…πόσο πολύ ο κόσμος και δεν το ήξερα», κλάμα ο δικός σου. Εν πάση περιπτώσει, τον κάναμε, είπαμε… «Πρέπει» ,του λέω, «να καλέσεις το συμβούλιο», γιατί δεν ξέρανε, έπρεπε να καλέσει. Κάλεσε το συμβούλιο – αυτός κλάμα εκεί – ήρθαμε σε σώμα από ‘κει. Από ‘κει και πέρα ήρθε ο Ράλλης στα πράγματα. Το Γυμνάσιο της Δραπετσώνας κάθε χρόνο έπαιρνε έπαινο, κάθε Οκτώβρη. Εκείνη τη χρονιά δε μας ήρθε. Κι όχι μόνο δε μας ήρθε, αλλά από τις 13.000 που είχαν δώσει, είχαν περάσει οι 9, οι 8 ή οι 9 από τα γυμνάσια τα πρότυπα και άλλες τρεις χιλιάδες από την αγροτιά και την εργατιά. «Κάτι σκατοδουλειά κάναν» τους λέω, «Βρε Φρόσω…», «Κάτι σκατοκαούρα, τίποτα», έλεγα. Στο τέλος μπαίνει ο Χατζόπουλος στη μέση. «Βρε παιδιά, αφήστε τη Φρόσω. Δώστε της μία εξουσιοδότηση. Κάτι έχει μυριστεί, να δούμε τι έχει γίνει εδώ πέρα, πώς έχει πάει αυτό έτσι». Μου δώσανε εξουσιοδότηση, παίρνω τον Λογοθέτη. Του λέω: «Στέλιο, το και το. Κάτι γίνεται εδώ πέρα». Μου λέει: «Ένας έχει αρχίσει» – πώς μου τον είπε; – μου έδωσε και το όνομά του – «κι ένας άλλος έχει αρχίσει» μου λέει «από εδώ» – Δεμερτζής κάπως, θα τον θυμηθώ – «έχει αρχίσει το ίδιο» μου λέει. «Πάρε τον αυτόν». Τον πήρα, μου λέει: «Ναι, είναι κι ένας», μου λέει, «από το Ζάννειο Γυμνάσιο κάτω, Μπαμπάκος. Γινήκαμε 3, πάμε για καταστατικό», μου λέει. Κάναμε μια πρώτη εκεί πέρα στη Δημαρχεία του Πειραιά, για να κάνουμε καταστατικό. Κάναμε ένα κάλεσμα σ’ όλο από το Πέραμα μέχρι το Καλαμάκι. Ευτυχώς ήρθαν σύλλογοι αρκετοί. Φτιάξαμε το καταστατικό. Εγώ ήμουνα Πρόεδρος σ’ εκείνη τη συνέλευση, Γραμματέας ο Τακιντζής μ’ έναν άλλον και ο Μπαμπάκος ταμίας και κάναμε τη Γενική Συνέλευση, καλώντας δημάρχους, βουλευτές μέσα στο ΣΙΝΕΑΚ τώρα, κάτω από τη Δημαρχία. Εκεί που βλέπαμε, μίλαγε ο Αλευράς εκείνη την ώρα, μπαίνει ένα μπουλούκι από πίσω, συνηθισμένοι δηλαδή, βλέπω τα γυαλιά του Θανάση που καθόταν μπροστά μου και φεύγανε και πέσανε κάτω. Πού ήταν τα γυαλιά εκεί πέρα; Ήρθαν από πίσω με τα ρόπαλα και άρχισαν και βαράγανε. «Κατέβα κάτω, ρε κουρδιστό πορτοκάλι» του λέγανε του…ο Αλευράς ήταν, μου φαίνεται ή ο Παπασπύρου, ο Αλευράς ήταν. Γίνηκε φασαρία, κακήν κακώς βρισκόμαστε στην Πλατεία Κοραή. Δεν το βάλαμε κάτω, όμως, αρχίσαμε. Εν τω μεταξύ, εγώ είχα αρχίσει να σηκώνω δεύτερη χρονιά τη Γειτονιά του Τσέχωφ στο Δημοτικό Θέατρο. Η ομάδα, λοιπόν, πήγαμε εκεί. Τεράστια επιτυχία κι αυτό – οι καθηγητές του σχολείου δεν πάτησε κανένας, οπωσδήποτε – αφού μας ανάγκασαν, 3 παραστάσεις δώσαμε γιατί μας τις ζητούσαν συνέχεια από τον Δήμο, τις ζητούσαν. Εγώ δεν είχα – τώρα, ήρθαν και φέραν και ένα σκηνογράφο, ένα παιδαρέλι που μόλις είδε το σκηνικό: «Αμάν! Oh mon dieu, Oh mon dieu!» δεν του άρεσε. Τώρα, εγώ έπρεπε να κάνω αίτηση στον δήμο της Δραπετσώνας, ο δήμος Δραπετσώνας στον δήμο του Πειραιά, γιατί είναι στον Πειραιά το…να πάρω από το νεκροταφείο κοντάρια, το νεκροταφείο είχε κοντάρια. Δεν γίνεται αυτό. «Μαθητές», τους λέω, «θα πάτε απ’ έξω, από εκεί από τα Ρώσικα που είναι απ’ έξω, εμείς θα πάμε μέσ[00:40:00]α την ώρα που κλείνει με τον σκηνοθέτη και θα σας πετάμε κοντάρια. 72 κοντάρια χρειαζόμαστε». Γίνηκε. Κι αρχίσαμε και πετάγαμε τα κοντάρια έξω για να κάνουμε το σκηνικό. Ολόκληρη Μόσχα στήσαμε. Τεράστια επιτυχία ο πιτσιρικάς. Πολύ μεγάλη επιτυχία ο σκηνογράφος και το θεατρικό είχε πάλι πολύ. Εκεί, λοιπόν, όταν βγήκα εγώ να παρουσιάσω το θέατρο, το χτύπησα: «Αυτό και αυτό γίνεται. Έχουνε πειραματόζωα τα παιδιά μας και δεν ξέρω πού θα βγάλει. Για πρώτη χρονιά έχουνε πάρει μονάχα 8.000 από τις γειτονιές, τις αγροτικές συνοικίες και από δω και τα άλλα τα πήρανε από τα… από τ’ αυτό, Γκαίτε, Ζηρίνη και τα τοιαύτα». Και κάναμε μία έρευνα. Τους ξεφώνισα, από ‘κει μέσα τους ξεφώνισα από ‘κει μέσα εγώ. Ήρθε η μέρα και πήγαμε στη Δημαρχεία των Αθηνών. Κάναμε μια συνέλευση εκεί μέσα και από κει πάμε Μητροπόλεως. Γραμματέας εγώ, Πρόεδρος ένας Κρητικός από το Καλαμάκι. Καλαμάκι, Καισαριανή, Καισαριανή. Εκεί που έδειχνα τα βιβλία και έκανα εισηγήσεις εγώ στον άλλον, εκείνος τα βρήκε και θυμήθηκε κάποιον που είχε πουλήσει τα αυτά και τους λέει: «Ρε Ηρώδηδες, ρε μπήξε, ρε δείξε… πώς σφάξατε 2.000 Ελληνόπουλα;», «Τι νόμο σφάξαμε;» του λένε. Μου έδωσε εμένα μία σπρωξιά, κράταγα το αλφαβητάριο να του δείξω το αυτό, του έπεσε στα… αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ είπε : «Ο Πρόεδρος και η Γραμματέας να κάτσουν στην άκρη». «Kάτι μας θέλουν» . Τι μας θέλανε δεν ξέραμε. Με βάλανε στο μάτι από τότε, βέβαια. Σκασίλα μου εμένα. Για αυτό σου λέω, συνέχισα εν τω μεταξύ να είμαι εδώ πέρα επάνω στη Χαραυγή, να είμαι γραμματέας για πολλά χρόνια στη Χαραυγή και γι’ αυτό ξέρω και τα πράγματα έτσι που τα ξέρω. Δεν σταμάτησα όμως να προσφέρω. Στο σχολείο πήγα 6 χρόνων, αλλά σταμάτησα να πηγαίνω στο να μελετάω στα 76. 70 χρόνια δεν άφησα να μην πάω παντού. Παντού. Λιαντίνη παρακολούθησα, Σουβαλτζή παρακολούθησα, Πουλιανό που πέθανε τώρα, πρόσφατα, Πουλιανός…τον ανθρωπολόγο παρακολούθησα. Εκείνου τι του κάνανε του ανθρώπου, εκείνου, 100 δικαστήρια του έκαναν του ανθρώπου. Τον δείρανε δυο χοιροβοσκοί, τον ξυλοφόρτωσαν και την άλλη εβδομάδα τους έκανε… η κυβέρνησή τους έκανε δασοφύλακες, τους έβαλε, και κάνανε το μουσείο χοιροστάσιο. Από όλους αυτουνούς εγώ παρακολουθούσα από τον Καργάκο ιστορία. Ακόμη και από τον Πλεύρη τον μεγάλο, τον πατέρα – ήξερε καλή ιστορία, ιδεολογικώς δεν ταιριάζαμε αλλά ιστορία, ήταν ιστορικός καλός– Καργάκος, τον Μπεξή αρχαιολογία – το Ιχώρ που βγάζει – και γενικά όλη την ελληνική γραμματεία μελετούσα. Και στα 76 μου σταμάτησα και αποσύρθηκα πια, έκανα και μία εγχείρηση, αυτό, αλλά γέρασα. Γίνηκα και 86 χρονών. Και τώρα που ήρθες είπα προτού πεθάνω, ας δώσω και μία ακόμη υπηρεσία στην περιοχή μου, αν μπορέσω να δώσω μία περιουσία, μια καλή υπηρεσία στην περιοχή γι’ αυτό. Έχω συνηθίσει σε αυτό και στο να τρώω ξύλο, να μη δίνω. Το παράπονό μου είναι αυτό. Όλο ξύλο τρώγαμε. Η αλήθεια είναι ότι στις αυτές που κάναμε, στις διαδηλώσεις επάνω ήμουν περιφρούρηση – τώρα θυμήθηκα τον... Κασσανδρής λεγόταν ο άνθρωπος από την Κοκκινιά που μου έδωσε αυτό, Κασσανδρής λεγόταν – στην περιφρούρηση και ήμουν το πόστο μου από το Πολυτεχνείο μέχρι τα Χαυτεία. Λοιπόν, εγώ προτού πάω, όμως, πήγαινα από τη Βικτώρια από πάνω. Πήγαινα και κοίταζα που υπήρχαν διέξοδοι να φύγω αλλά κοίταξα και που ήταν οι οικοδόμοι. Και μόλις έπεφτε το ξύλο, άρχιζε το ξύλο, εγώ το έβαζα στα πόδια Και πήγαινα στους οικοδόμους μέσα. Ποιος πάταγε στους οικοδόμους; Έτσι το γλίτωσα το ξύλο γιατί πήγαινα στους οικοδόμους. Εκεί δεν ζύγωνε κανένας μέσα. Περιπέτειες ωραίες, δεν το μετάνιωσα ποτέ. Δεν το μετάνιωσα ποτέ, αλλά συνέχισα να διαβάζω, να σπουδάζω και μέχρι σήμερα ακόμη. Και τον υπολογιστή που έχω, μη νομίζεις, Δανέζη άκουγα χθες, το cern παρακολούθησα, τι γίνεται με το cern, τον Δανέζη, τον ήλιο τι κάνει από πάνω, με πόσα χιλιόμετρα αρχίζει και τρέχει η γη. Δηλαδή, πάντα επιστημονικά παρακολουθώ τέτοια. Μ’ αρέσουν. Τώρα που και που χάνω λάδια καμιά φορά. Χάνω και λάδια, χάνω και λάδια. Αυτή είναι, λοιπόν, η ιστορία. Έτσι ζω στην περιοχή μου. Αυτή είναι, την αγάπησα. Αγάπησα το Κερατσίνι, πιο πολύ Δραπετσώνα. Άλλο πράγμα η Δραπετσώνα.
Η Δραπετσώνα, μια συνοικία γεμάτη πόνο. Πόνο, κούραση, αγάπη, φιλοξενία, φιλότιμο, πόρτες κλειστές δεν υπήρχαν, ανοιχτές οι πόρτες. Όλος ο κόσμος γνωρίζονταν μεταξύ τους. Και σήμερα, ακόμη, όταν θα γίνουν εκλογές, θα κατέβεις στη Δραπετσώνα. Θα δεις τα περίπτερα που βάζουνε γύρω-γύρω και πάνε οι γυναίκες τ’ απόγευμα, παίρνουν τις τσάντες τους και πάνε στα περίπτερα τους ο καθένας γύρω-γύρω και κάθονται. Έχει και πάλι κίνηση, πάλι έχει ζωή. Είχαμε και έναν αγώνα με τα Λιπάσματα, άλλον έναν αγώνα με τα Λιπάσματα. Τέλος πάντων, η ζωή μας ήταν όλο αγώνες. Τότε, να πούμε Λιπάσματα; Nα πούμε ΔΕΗ; Που μας λέγανε ότι θα φύγει από ‘δω η μονάδα και θα πάει στο Λαύριο; Ύστερα μου δώσανε να διαβάσω το… ο Σαράφογλου μου λέει: «Διάβασε – μου λέει – διάβασε εδώ πέρα το πρόχειρο, διάβασε τι λένε». Και είπανε ότι… πρόσεξε τώρα τι γράφανε μέσα. Δεν το είχε διαβάσει ο Σαράφογλου, μου το έδωσε να το διαβάσω εγώ. «Μάζεψε – μου λέει – τον κόσμο εκεί κάτω να τους μιλήσεις σα Γραμματέας που είσαι». Και γράφανε μέσα ότι η μονάδα 9 θα μείνει εδώ εφεδρική, αλλά πρόσθεσαν και την εφεδρική τη μονάδα 7 [Δ.Α.] και ήταν και τώρα και κάνανε και μία προσφορά. Άκου την κοροϊδία τώρα. Διαβάζω, λοιπόν, την προσφορά και λέγανε «η ΔΕΗ προσφέρει περιμετρικά μία περιοχή 500 μέτρα, ακτίνα 500 μέτρα». Περιμετρικά, πρόσεξε, γύρω-γύρω. Λέω: «Τι περιμετρικά; Από ‘κει έχει θάλασσα, από ‘κει έχει θάλασσα, από ‘κει έχει θάλασσα. Περιμετρικά να φυτέψουν δάσος, θα φτιάξουνε δέντρα στη θάλασσα;». Αυτός μου το είχε δώσει να το κοιτάξω το πρόχειρο, το πρόχειρο μου είχε δώσει ο Σαράφογλου. Το κοιτάζω. Έρχεται, «Τι έγινε;», μου λέει. Λέω: «Δεν μου λες, ξέρεις καμιά μέθοδο να φυτρώσουν πεύκα στη θάλασσα περιμετρικά;. Λέει: «Τι έγινε;», «Από τον βορρά βρέχεται από την Ιχθυόσκαλα και πάει μέχρι τον Υδατόπυργο, από πίσω έχουμε τη Σαλαμίνα και την Ψυττάλεια. Εντάξει; Είναι από κάτω ο Μώλος της Δραπετσώνας, αν πάρεις βάρκα, βγαίνεις στο Χατζηκυριάκειο απέναντι… ένα μέρος είναι από ‘δω μέχρι επάνω. 500 μέτρα ξέρεις πού πάνε;», του λέω, «Στου ΚΡΕΤΑ εκεί πάνω, στην Κομνηνών πηγαίνουν». «Τα ‘χεις μετρήσει;», μου λέει. «Από τους φούρνους. Απαγορεύονταν οι φούρνοι – του λέω – στα 500 μέτρα κι είχε …και δεν μπορούσαμε να έχουμε φούρνο, γιατί ήταν 500 μέτρα και μόνο στα 500 μέτρα επιτρεπόταν. Και τι θα κάνουν; Θα γκρεμίσουν όλη τη Χαραυγή; Θα αρχίσουν από κάτω μέχρι πάνω να γκρεμίσουν τη Χαραυγή;». «Έτσι γράφουν», μου λέει, «τους αλήτες, τι γράφουν». Η ουσία είναι μία, ότι άφησα τη ΔΕΗ από δω και τη βρήκα εκεί γιατί έχω το κτήμα, ένα κτήμα έξω απ’ το Λαύριο, προς κάτω Σούνιο εκεί πέρα. Αυτά είναι. Είπαμε, παιδιά έκανα, 7 εγγόνια, 5 δισέγγονα…Καλά τέλη να έχουμε…
Ωραία.
Ευελπιστώ. Γιατί θα σου πω και μία συμβουλή. Το σύμπαν, ό,τι του δώσεις, στο επιστρέφει. Του δίνεις χαρά; Παίρνεις χαρά. Του δίνεις καλοσύνη; Παίρνεις καλοσύνη. Του δίνεις μίσος, γκρίνια, κακία; Δεν σηκώνει τέτοια πράγματα. Ποτέ να μη λερώνετε την ψυχή σας με το μίσος και ιδίως με τα αντίποινα. Πάντοτε, έχουμε μπει σε μία καινούργια εποχή, κβαντική εποχή. Πλέον μιλάνε τα κβάντα και όχι τα άτομα και τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια, τα ερωτευμένα φωτόνια που τα λένε και τρέχουν πολύ γρήγορα. Πάμε προς το καλύτερο. Όλα σιγά-σιγά, σιγά-σιγά γίνονται με το μαλακό και κάπου έχουμε και από πάνω και μία επέμβαση. Τώρα τι επέμβαση; Άλλοι λένε έχουμε αγγέλους, άλλοι λένε Θεούς, άλλοι λένε εξωγήινους, δεν ξέρω.
Ωραία. Να επιστρέψουμε λίγο στη… σε όσα είπαμε στη συνέντευξη, στο κομμάτι για την Κατοχή, τη Γερμανική Κατοχή;
Ναι.
Ωραία. Επειδή θέλω να ρωτήσω κάποια πράγματα το λέω, για αυτό. Μου είπατε νωρίτερα ότι είχαν επιτάξει το σπίτι σας εδώ στο Κερατσίνι. Εσείς πότε επιστρέψατε στο Κερατσίνι από το Λαύριο;
Εγώ πήγαινα και ερχόμουν. Μετά το γυμνάσιο πηγαινοερχόμουν, γιατί –
Όχι, πριν. Πριν. Όταν ακόμη τελειώνει –
Αυτό το σπίτι πότε το γκρεμίσανε; Αυτό το γκρέμισαν οι Γερμανοί. Λοιπόν, το ‘41 ήρθαν οι Γερμανοί, γύρω στο ‘42 κάπου το γκρέμισαν το σπίτι και μας πήγαν εκεί κάτω που καθίσαμε, στου Αυγέρη. 20 χρόνια κάθισα εκεί πέρα. Το 1960 ανέβηκα εδώ πάνω που παντρεύτηκα.
Θυμάστε τη στιγμή που είδατε το αντιαεροπορικό, που μου είπατε ότι βάλανε ένα αντιαεροπορικό;
Βεβαίως. Κάτω από το παράθυρό μου το είχαν το αντιαεροπορικό. Βούλωνα τα αυτιά μου. Eins, zwei, drei και βούλωνα τα αυτιά μου. Τι; Εγώ μ’ άρεσε -γιατί από πίσω είχε κάτι σκαλιά- και μου άρεσε να μετράω το τραμ του Περάματος γιατί βλέπαμε μέχρι εκεί. Ξέχασα να σας πω, 22 μέρες που έκανα σε μία κατακόμβη. Ξέχασα. Ήταν μετά το, θα στο πω. Εκεί μέτραγα τα τραμ. Το μόνο πήγαινε Ικόνιο και το διπλό πήγαινε Πέραμα. Αυτή ήταν η απασχόληση μου. Καθόμουν και μέτραγα τα τραμ από τη μία και από την άλλη άκουγα το φλατς φλουτς, φλατς φλουτς που ‘κανε η θάλασσα από κάτω. Ναι. Θα σου πω μετά που φύγανε οι Γερμανοί. Ο πατέρας μου, είπαμε, δούλευε στο τσιμεντάδικο. Εδώ πάνω είχανε μαζευτεί – έτυχε και η Μάχη της Ηλεκτρικής που γινόταν από εκεί πέρα, αυτά όλα – ήταν πολύς κόσμος, είχαν μαζευτεί Επονίτες, Ελασίτες και γύρω-γύρω. Ήρθε ο πατέρας μ[00:50:00]ου να με πάρει, να με πάει στην οδό Θεσσαλονίκης, καθόταν η αδερφή της μητέρας μου και να πει – άρχιζε το κίνημα τότε, τα Δεκεμβριανά που λέμε – «πάρε το παιδί μου – της λέει – και πήγαινε το στη στάση, επάνω, στο Λαύριο που είναι στην 3ης Σεπτεμβρίου, στο ζαχαροπλαστείο. Βρες τον αράπη, τον οδηγό του λεωφορείου και δώσε αυτό να πας το παιδί μου, να το πάνε στο Λαύριο, στους δικούς μου». Κατεβαίνοντας με τον πατέρα μου, έξω από την Ανάσταση, το νεκροταφείο, είδαμε έναν νταμαρτζή, τον Γιάννη, από πάνω που καθόταν, Πόντιος, είχε έναν μεγάλο λοστό και κοπάναγε και κοπάναγε και κοπάναγε. «Τι κοπάνας ρε Γιάννη;», του λέει ο πατέρας μου. «Να ανοίξουμε – λέει – οδοφράγματα, για να περάσουν τα τανκς να πέσουν μέσα». Αλλά, αυτός άνοιγε τρύπες για φουρνέλα. Εκεί που το συζητάγαμε – είναι εκεί που είναι τα ανθοπωλεία, του Δεμέστιχα, κιόλας, ακριβώς απέναντι – άρχισαν και σφύριζαν οι πρώτες οβίδες πάνω από το κεφάλι μας, βζιν. Αυτές άμα σφυράγανε από μακριά, ερχόντουσαν πάνω σου. Άμα σφυράγανε από πάνω σου, πήγαιναν μακριά. Τρέχουνε, πέρναγε ο πατέρας μου το αυτό και εγώ – ήταν απέναντι του Πίσσα το μαρμαράδικο και είχε ένα μεγάλο νεροχύτη – πήγα και χώθηκα κάτω από το νεροχύτη, είχε μία τρύπα και έβλεπα. Πέσανε 4, πάμε να βγούμε. Λέει αυτός: «Μη βγαίνετε 4, θα πάνε 8. Ή 4 ή 8 ή 12. Κατά 4 πέφτουνε». Τέλος πάντων, πέσανε 8, φύγαμε με τον πατέρα μου, κατεβήκαμε Θεσσαλονίκης. Με κατέβασε κάτω στη θεία μου ο πατέρας μου. Είχε πετάξει και την καπαρντίνα του πάνω και ήταν και η ταυτότητα του μέσα. Είχανε μπει μέσα και το είχαν κάνει… Η μητέρα μου ήταν αρχηγός της Εθνικής Αλληλεγγύης, είχε μπει και τάιζε τους φυλακισμένους, είχε τρόφιμα, τα φτωχά τα παιδιά αυτά, τέτοια. Ήταν το έργο της τέτοιο και είχε τρόφιμα μέσα και μαγείρευε και μοίραζε τα παιδιά πεινασμένα που ήταν και τέτοια πράγματα. Όσοι ήταν εκεί πέρα και ήταν και η Μάχη τότε, είχε γίνει κάτω εκεί. Και κλεινόμαστε κάτω στην οδό Θεσσαλονίκης, λοιπόν. Είμαστε, τώρα, ακριβώς πίσω από την ΚΟΠΗ. Είχε μια κατακόμβη, είχε… το σπίτι που ‘χε τις κατακόμβες που ανοίγουν, τις καταπακτές που ανοίγουν, αλλά δεν ήταν σκαμμένο. Ήταν λίγο σκαμμένο και πιάσανε οι άντρες εκεί της περιοχής, το σκάψανε, ρίξαμε κουρέλια, ρίξαμε κουρελούδες μέσα και μπήκαμε μέσα. Μα, ούτε 1 μέτρο θα ήταν που μπήκαμε μέσα. Αγαπητή μου, 22 μέρες καθίσαμε εκεί κάτω. Βάραγαν ελεύθεροι σκοπευτές από τον Άϊ Γιώργη, από το ύψωμα, από τη ΔΕΗ, απ’ τα Λιπάσματα και πίσω από την ΚΟΠΗ γίνονταν μάχες αριστερών και δεξιών. Εγγλέζοι και… μάχες πίσω από την ΚΟΠΗ. 22 μέρες χωρίς νερό… δηλαδή, ανέβαιναν πάνω, με κρύο νερό και σούπα του μπακάλη, μας τη λέγανε κοτόσουπα αυτήν και έκανε η… και μου έφερνε. Τελειώσαμε, βγήκαμε, περνάγανε τα Τάγματα απ’ έξω κι αν δεν είχες ταυτότητα, σε βγάζανε έξω και μπαμ και κάτω. Ο πατέρας μου ταυτότητα δεν έχει ο καημένος. Κάθισε εκεί πέρα, μπήκαν μέσα και ως εκ θαύματος από κει που ήταν οι φαντάροι ακούμε έναν και φώναζε: «Ρε Γκίνη!». Ήταν ο λοχαγός. Τον είχε λοχία στον Αλβανικό ο πατέρας μου και τον γνώρισε. Και αυτός καθάρισε και με πήρε και πήγα στο Λαύριο. Θα τον σκότωναν τον πατέρα μου. Δηλαδή, κατά τον ίδιο τρόπο. Πήγε η θεία μου πάνω στο ζαχαροπλαστείο πριν το Λαύριο, βρήκε τον αράπη – αυτόν που τον λέγαμε αράπη – του έδωσε ένα γράμμα στον θείο μου, έστειλε την ταυτότητά του, γιατί ο θείος μου έμοιαζε με τον πατέρα μου, μας πήρε ο αξιωματικός και λέει: «Φροσούλα, Κυριάκο τον λένε τον πατέρα σου να το θυμάσαι». Μας έβαλε στο λεωφορείο. Στο δρόμο κατέβασαν μερικούς και τους καθαρίσανε μέχρι που να μπούμε στον Σταυρό, στην Αγ. Παρασκευή και πήγα στο Λαύριο από ’κει. Μία και άλλη μία δόση, είχα πάει στον οδοντίατρο για τα δόντια μου και μας δώσανε για το θέατρο. Εκεί απέναντι στην παιδική στέγη ήταν ένα θέατρο, μια μάντρα. Παίζανε και κινηματογράφο, παίζανε και θέατρο και είχαν βγάλει –μάλλον η Εθνική Αλληλεγγύη, ποιοι ανεβάζανε ένα θέατρο, γυναίκες το είχαν βγάλει – και είχαν πάρει και δύο εισιτήρια η μάνα μου. Μπαίνοντας μέσα από την Ελευθερίου Βενιζέλου, δεξιά ήταν μια έξοδος κινδύνου και από πάνω ήταν η αίθουσα που κάνανε προβολή στην κινηματογράφηση σ’ ένα, και ήταν αστυνομικοί. Μου λέει η μάνα μου: «Κάτσε από αυτή την πλευρά, τη σειρά και οι δύο σειρές που είναι οι αστυνομικοί να κάτσουμε από δω πέρα». Ευτυχώς δηλαδή. Καθίσαμε εκεί. Σε κάποια στιγμή γύρισε το μάτι μου προς την πόρτα, την έξοδο κινδύνου και είδα κάποιον γνωστό από τη Δραπετσώνα να κρατάει την πόρτα, αλλά εγώ, απ’ την πόρτα πέρασε τη χειροβομβίδα από πάνω και το μόνο, αντί να φωνάξω το όνομα εκείνου, φώναξα: «Γερμανική, γερμανική» και μπήκα κάτω από τον πάγκο. Ήταν γερμανική χειροβομβίδα. Σκότωσε 6 εκείνη την ημέρα.
Αυτά τα γεγονότα τώρα που μου περιγράφετε –
Είναι μετά τους Γερμανούς αυτό. Στα Δεκεμβριανά, μετά την Κατοχή. Τα περάσαμε και αυτά. Τραβήξαμε πολλά. Για αυτό στα λέω τώρα. Έπεσε και ήμασταν μέσα στο θέατρο εκείνη την ημέρα και βγήκαμε σηκωτοί και εγώ βγήκα έξω από ‘κει. Στην άλλη, έφτασα στο Λαύριο. Μέχρι που ήρθα και στις καλόγριες και μπήκα μέσα, ναι. Αυτά απ’ τα παιδικά – πήγαινα και ερχόμουν, πήγαινα και ερχόμουν κι έπεφτα στις περιπτώσεις πάνω. Μια χαρά έπεφτα. Πάντα. Πάντα στο ξύλο έπεφτα.
Εσείς είδατε κάποιον; Εκείνη την ημέρα στο σινεμά που βλέπατε τη θεατρική παράσταση, είδατε κάποιον που σας έκανε εντύπωση; Συνέβη κάτι…
Ναι, είδαν ένα γνωστό εγκληματία. Χίτης ήταν, να στο πω. Ένας γνωστός γιατί είχε, μονόφθαλμος, μονόφθαλμος. Γνωστός ήταν – γιατί αυτός από πίσω κάποιο τζιπ ήταν απ’ έξω και έδωσε το σήμα – αυτόν τον γνώριζα, ήταν μονόφθαλμος. Εντάξει, δε ζει τώρα. Έκανε πολλά, φυσικά, αυτός. Τον γνώρισα αυτόν, της είπα της μάνας μου ποιος ήταν. Τον γνώρισα. Δεν είχα τίποτα μαζί του, αλλά ήταν γνωστός εγκληματίας και σκότωνε κόσμο. Σκότωνε, σκότωνε. Αυτή τη δουλειά έκανε. Και θυμάμαι τη σκηνή που έπεσε. Ήταν μία δακτυλογράφος και το αφεντικό από πάνω που της υπαγόρευε και πήγε να της ριχτεί και σηκώθηκε η κοπέλα και πήγε στην πόρτα και αυτός πήγε να της ριχτεί. Εκείνη την ώρα έπεσε η χειροβομβίδα. Θυμάμαι και τη σκηνή που παιζόταν.
Και εσείς προλαβαίνετε και μπαίνετε κάτω από τη θέση, κάτω από τον πάγκο;
Τι στον πάγκο; Α, που καθόμουν; Οι πάγκοι; Οι πάγκοι ήταν σιδερένιοι, σιδερένιοι όχι ξύλινοι αυτό κι απάνω είχανε μαδέρια βιδωμένα, 2 και 2 από την πλάτη. Ήτανε μία σειρά και άλλη μία παραπέρα. Η χειροβομβίδα έπεσε στην από κει σειρά και σκότωσε 6. Τρία ζευγάρια σκότωσε και το ένα είχε κι ένα αγοράκι. Ένα μικρό παιδί είχαν κάνει.
Εσείς βγαίνοντας από τον πάγκο που είχατε μπει –
Ναι.
Θυμάστε τι είδατε;
Τίποτα δεν είδα. Σηκωτή ήμουνα και η μάνα μου φώναζε: «Το παιδί μου, καλέ. Πού το πας το παιδί μου;» Με σήκωνε κάποιος και η θεία μου απ’ έξω φώναζε: «Φροσούλα», φώναζε η θειά μου. Φώναζε απ’ έξω η θεία μου. «Παιδί μου, παιδί μου» φώναζε απ’ έξω η θεία μου. Ναι, αυτό. Και απέφυγα από τότε, δεν ξαναήρθα καθόλου. Δε γνώρισα τίποτα παραπέρα. Η μάνα μου μετά την Κατοχή, μετά τα Δεκεμβριανά, όχι αυτά τα… είχε πάρει τη βελόνα και δούλευε πάλι μοδίστρα. Πήγαινε μεροκάματα πάνω στην Αθήνα και δούλευε μοδίστρα η μητέρα μου, γιατί ήταν άνεργος ο πατέρας μου. Μετά τον συνεταιρισμό που κάνανε και μετά τους φυλακισμένους που κάνανε, καταλαβαίνεις, τους διώξανε. Είδανε και τη μάνα μου που ήταν στην Εθνική Αντίσταση και τη διώξανε. Γι’ αυτό η μάνα μου έχει δύο ταυτότητες, μία από το Λαύριο και μια από ‘δω. Άμα θες, τις παίρνεις φωτογραφία. Τις έχω.
Ο πατέρας σας, όταν έγινε το περιστατικό που μου περιγράψατε, που πήγατε στην κατακόμβη, το σακάκι και την ταυτότητα γιατί τα πέταξε;
Γιατί ήρθε πάνω και ζεστάθηκε και είχε το σακάκι που φόραγε, ένα από πάνω και το έβγαλε και το άφησε για να γυρίσει, γιατί θα με άφηνε εμένα κάτω. Ναι, αλλά αυτό έμεινε πάνω και διάβασαν το όνομα του πατέρα μου, την ταυτότητα μέσα. Και ένας γείτονας Παπαδόπουλος που ήταν μπακάλης; του λέει η γυναίκα του: «Βρε Γιώργο, δεν πάμε να πάρουμε τη μηχανή της Τασούλας; Πώς θα δουλέψει; ‘Εχουνε μπει και λεηλατούν το σπίτι μέσα». Και ήρθαν να πάρουν τη μηχανή και την πήρε η κυρία Καλλιόπη. Είχε μπακάλικο από πίσω, του Παπαδόπουλου. Πήρε τη μηχανή – ξέρεις που καθόταν; Μεγάλου Αλεξάνδρου όπως ήτανε που κατεβαίνουν πάνω, έχει… ένας παιδικός σταθμός απέναντι που έχει γίνει, τώρα που είναι, αυτό το μπακάλικο ήταν Παπαδόπουλου και απέναντι ο Πολυζώης ήταν ο γαμπρός του που έχει ανοίξει μαγαζί. Και πήραν τη μηχανή, τον φώναξε: «Γιώργο, Γιώργο» εκεί τον άντρα της, αυτοί είχαν δει στην ταυτότητα «Γιώργο» και τον πλάκωσαν στα χαστούκια τον άνθρωπο. Τον πιάσανε στα χαστούκια, λοιπόν, αλλά φοβόταν αυτός, είδαν ότι δεν ήταν αυτός και τον αφήσανε. Ξέρω εγώ, παιδιά ήμασταν και τα περνάμε πιο ελαφριά. Ύστερα μας στείλαν στα σχολεία συνεργεία, ήρθαν από τη Σουηδία από ‘δώ, μας κάνανε εμβόλια. Για τύφο εμβόλιο, για χολέρα εμβόλιο, μόνο για λύσσα δεν μας κάνανε. Αυτό να το εμβόλιο που σώσανε – τα κάναμε όλα τα εμβόλια φυσικά, γιατί σωνόμαστε – η πολιομυελίτιδα έσωσε πολλά παιδιά και – Θεός σχωρέστον – και τον Γιώργο τον Παπανδρέου, όταν μπήκε Υπουργός Παιδείας, μέσα σε ένα χρόνο έφτιαξε την παιδεία αυτός άνθρωπος. Έβγαλε… τη δεκαετία του ‘60 βγήκανε μαθηταράδες από τα γυμνάσια. Αυτός, λοιπόν, έφερε και της φυματιώσεως και κλείσανε τα σανατόρια. Αυτό τους λέω. Τα σανατόρια κλείσανε, τα ιδρύματα που παίρνανε τα παιδιά τα παράλυτα, που πηγαίναμε στο Παίδων, στη Βούλα, από ‘δω, από ‘κει, κλείσανε. Δεν πήγαιναν άλλα παράλυτα παιδιά. Τα εμβόλια πιάνανε και τα κάναμε όλα τα εμβόλια. Μόνο της λύσσας δεν έχω κάνει. Όλα τα εμβόλια τα κάναμε και τα παιδιά μου, όλοι. Τώρα… αλλού, μέχρι εκεί και μη παρέκει.
Εσείς από τις μέρες αυτές που ήσασταν μες στην κατακόμβη, τι θυμάστε;
Κάτω στο αυτό; Είχαμε δύο οικογένειες. Ήταν και ένας που τον λέγαμε κρεμανταλά, είχε μεγάλα πόδια. Είχε και ένα αγοράκι, τον Γιωργάκη, μου έχει μείνει μ[01:00:00]έσα στην ψυχή μου αυτό. Ήταν αλλήθωρο το ματάκι του. Και η μητέρα του από το ένα μάτι ήταν αλλήθωρη. Κάποτε, ο θειος μου, αυτός ο αστυνομικός, τον είχε πάρει η ΟΠΛΑ. Τον είχανε με τους αστυνομικούς, τον κρατάγανε μέσα και έλεγε ότι «έχω της Καπετάνισσας την κόρη μέσα» και τον έφερναν τέσσερις στη μέση και έφερνε κουτιά με σούπα του μπακάλη, μπλα μπλουμ και τέτοια. Εκεί που μου έφτιαχνε η θεία μου τη σούπα – ήταν κεκές η θεία μου, κεκέδιζε κιόλας – έφτιαχνε, βγαίνει στην πόρτα και κοίταζε. Βλέπει δύο. Ο ένας ήταν και γνωστός από τη Δραπετσώνα, ο Στέλιος. Ένας άλλος ήταν αλλήθωρος κι αυτός. Ότι ήταν και κεκές δεν το ξέραμε. Ήταν και κεκές ήταν και αλλήθωρος στο τέλος. Του λέει η θεία μου, λοιπόν: «Βρε Στέλιο, τι θα γίνει; Θα περάσουν αυτοί οι Εγγλέζοι;» – σα να του έλεγε, δηλαδή, θα περάσουν οι Εγγλέζοι, να μπουν στην ΚΟΠΗ να σας φάνε; –Έτσι της έκοβε – «να βγούμε και εμείς έξω;». Της λέει ο άλλος: «Tι λες, κυρά μου; Θα τους πετάξουμε στη θάλασσα», «Άϊ στο διάολο, γκαβέ» του λέει η θεία μου. Δεν πρόλαβε να τον σταματήσει, βγάζει την αραβίδα κι αρχίζει και βαράει. Πέφτει η θειά μου κάτω και έρχεται έτσι… βαρελάκι και πέφτει από την κατακόμβη μέσα, βαρελάκι, γιατί είχε τόσο μυαλό να του πει: «Πότε θα σας φάνε λάχανο οι Εγγλέζοι». Γιατί μετά μας φέρανε τους Γκούλαγκ – τους λέγαμε – από την Ινδία, είχαν φέρει οι Εγγλέζοι και είχανε από κάτω μέχρι την Κυδωνίων πάνω αυτοί. Περπάταγες και σου λέγανε: «Αλτ!». Η θεία μου η καημένη δεν τα είχε σηκώσει τα χέρια της εκεί πάνω. «Aλτ παιδάκι μου, αλτ», «αλτ τα παιδάκι μου, αλτ», είχανε και ένα μαχαίρι εδώ πέρα έτσι γυριστό. Λέγανε: «Ο Θεός μαζί σου», ότι σου παίρνανε το κεφάλι και κάτι τέτοιο. Κοντοί, μεγάλα κεφάλια, με αυτό, ήταν μισθωτοί από τις… Ινδοί ήτανε. Ινδοί πρέπει να ήτανε. Γκούλαγκ τους λέγαμε, δεν ξέρω. Είδαμε πολλά τέτοια πράγματα, έχουμε δει. Ο Θεός να μας φυλάει, είδαμε πολλά πράγματα τέτοια. Περιπέτειες τέτοιες πολλές.
Ωραία. Οι μέρες σας εκεί πώς περνούσαν στην κατακόμβη;
Τι;
Οι μέρες σας πώς περνούσαν; Ήσασταν πολλά άτομα εκεί μέσα;
Α, ναι. Αυτοί – έχει σημασία ο Γιωργάκης. Ο Γιωργάκης είδε τη σούπα που μου κάνανε εμένα και κοίταζε παραπονιάρικα τον πατέρα του. Στην οδό Σπάρτης ήταν το 6ο αστυνομικό τμήμα, εκεί που ‘χει και μία σειρήνα που έχει, και έμαθε ότι μοιράζει κονσέρβες. Τι να κάνει ο άνθρωπος; Έβαλε – γιατί έτσι και έβγαινες έξω σε βάραγαν. Βγαίνει έξω και πήγε προς τα εκεί και πήρε κονσέρβες. Έρχεται και με το που ανοίγει την πόρτα, ήταν λαβωμένος. Τον είχαν χτυπήσει η σφαίρα, έπεσε μπρούμυτα μέσα, αλλά πέσαν οι κονσέρβες να φάει το παιδί του. Δεν άντεξε το παραπονιάρικο ύφος του παιδιού του. Ευτυχώς, σε δύο μέρες ελευθερωθήκαμε και πήγε στο νοσοκομείο και του βγάλανε τη σφαίρα. Συνηθίζαμε, τότε, παίρναμε τις σφαίρες, τους κάλυκες, τις γυρίζαμε ανάποδα, βάζαμε μία πρόκα και τις χτυπάγαμε. Κάνανε τσαφ, τσαφ, ό,τι είχε μείνει. Και όλμοι είχαν και τέτοιοι, φέρνανε. Πήγε ο Λευτέρης και έφερε έναν όλμο του παιδιού, του Γιωργάκη. Και σε μία στιγμή όπως είμαστε μέσα, ακούγεται το ταβάνι. Μπουουου. Βάρεσε με την πρόκα ο Γιωργάκης τον όλμο, είχε πολύ μπαρούτι μέσα, έκανε έκρηξη, τον κομμάτιασε τον Γιώργο. Πέσανε οι σοβάδες κάτω σε μας, βγήκαμε έξω, είδαμε τον κρεμανταλά να κρατάει το παιδί αιμόφυρτο. Πού πήγε; Τι έγινε; Χάθηκε. Πνίγηκε; Πού πήγε ο άνθρωπος, δεν ξέρω. Το παιδάκι σκοτώθηκε από αυτό το πράγμα. Τα παιχνίδια μας ήταν αυτά. Συνέβαιναν, όλα αυτά συνέβαιναν. Αυτά είναι που συνέβαιναν. Ο κόσμος πείναγε, το πεινάω… έπαιρνε και έδινε το πεινάω. Μάζευε η μάνα μου απ’ τον δρόμο πολλά παιδάκια – γιατί μας δίνανε από το εργοστάσιο – και τα τάιζε, τα έβαζε σε σπίτια. Έλεγε: «Θεανώ, εσύ δεν μπορείς να πάρεις να ταΐσεις ένα παιδάκι την ημέρα, το μεσημέρι;», «ναι», «εσύ Χριστίνα, μπορείς; Πάρε και εσύ ένα παιδί. Πάρε και εσύ ένα παιδί, πάρε και εσύ ένα παιδί και τα μοιράζεσαι στα σπίτια η μάνα μου και την είπαν κομμουνίστρια. Δεν πειράζει. Καμία σχέση δεν είχε. Σκασίλα μας.
Εσείς θυμάστε κάποιο περιστατικό με παιδάκια που μπορεί να πεινούσαν εδώ στην περιοχή, εδώ στη γειτονιά;
Τι, παιδάκια;
Θυμάστε κάποιο περιστατικό, ναι, με παιδάκια που μπορεί να πεινούσαν; Πώς ξεκίνησε…
Όχι, δεν μπορείς να επικοινωνήσεις. Έχουνε πεθάνει, δεν υπάρχει.
Όχι, όχι. Αν θυμάστε κάποιο περιστατικό Με παιδάκια τα οποία –
που πεινάγανε.
Ναι, ναι που πεινούσαν.
Ερχόμουν μια φορά με τη μάνα μου από το Χωριουδάκι και σε ένα δέντρο, το κράταγε με το ένα του το χέρι, είχε και γένι, τρίχα. Είχε ένα τενεκεδάκι από κονσέρβα με ένα σύρμα περασμένο. Με το ένα χέρι κράταγε το σύρμα και με το άλλο το δέντρο. «Πεινάω, πεινάω, πεινάω, πεινάω». Γυρίζουμε πίσω, η μαμά μου βρήκε γνωστό άτομο για αυτόν – δεν θέλω να λέω ονόματα γιατί η αδερφή του δε θέλει, Περικλής ήταν να λέμε – και το πήρε η μάνα μου και το έφερε σπίτι να φάει. Παρακάτω στου Ζαμπέτα μεριά, «πεινάω, πεινάω», ο αδερφός του. Τον παίρνει και τον αδερφό του. Τον δίνει στη Χριστίνα τον αδερφό του. Παρακάτω η άλλη, η αδερφή. Την παίρνει και εκείνη. Αυτά τα μοίραζε η μάνα μου και τα έβαζε σε σπίτια και τρώγανε. Εγκληματίας η μάνα μου, τα έβαζε σε σπίτια και τρώγανε. Αυτό ήταν, άλλα παιδιά όχι. Αυτά μοναχά που πήγαιναν στους Γερμανούς εκείνους εκεί πάνω, δεν ξέρω ποια ήταν. Αλλά τα καθάρματα ρίχνανε το φαΐ μέσα στις γούβες με τα χώματα για να, για τα παιδάκια να τα…
Αυτό εσείς το είδατε;
Ναι. Τα παιδάκια, το είδα αυτό για αυτό τους φώναζα: «Σκυλιά, σκυλιά» εγώ. Το είχα δει. Η μάνα μου δεν το είχε, εγώ το ‘χα δει όμως, γιατί ήταν εκεί πάνω εκείνοι με τα δίκοχα. Εκεί πάνω ήτανε και το ‘χα δει αυτό το πράγμα και εγώ ήμουν χορτάτη, μου φάνηκε άσχημα. Μου φάνηκε άσχημα. Να σου πω ότι μια φορά που είδα ένα παιδάκι στο Λαύριο έτσι, έπαθα πυρετό. Άνοιξα την πόρτα, έπαθα πυρετό που είδα το παιδί και το κράταγε ο νεκροθάφτης έτσι. Έπαθα πυρετό και δεν με ξαναβγάλανε έξω.
Δηλαδή, θυμάστε να μας πείτε, να μας περιγράψετε τι ακριβώς είδατε;
Πού;
Τότε με τα παιδάκια και το συσσίτιο που πήγαιναν να πάρουν το φαγητό.
Εκεί;
Ναι.
Εκεί; Εκεί ήτανε το πυροβολείο πάνω, ήτανε αυτοί, τα Ες-Ες ήτανε και πίσω –είναι η παιδική χαρά τώρα που είναι εκεί – και το μεσημέρι ερχόταν ένα καμιόνι και τους έφερνε φαΐ, συσσίτιο. Και σε αυτούς στο αντιαεροπορικό έφερνε – από ‘κει έτρωγα και εγώ – και πήγαινε και εκεί πέρα. Τα παιδάκια μαζευόντουσαν, αν περισσέψει να τους τα δώσουνε. Περίσσευε το φαγητό, τα βάζανε, ανοίγανε λακουβάκια στο χώμα και το ρίχνανε μέσα το φαΐ. Και πέφτανε τα παιδάκια και τα τρώγανε. Βουτάγανε με τα χέρια τους, χώματα μαζί τα τρώγανε. Αυτό ήταν που…Για αυτό τα φώναζα σκυλιά ύστερα. Η μάνα μου δεν το ήξερε. Για αυτό εγώ τους άλλους «σκυλιά, σκυλιά, σκυλιά» και τους φώναζα σκυλιά, δεν τους χώνεψα με τίποτα. Δηλαδή, μέχρι σήμερα στον κινηματογράφο, με το που, σε ταινία και τους βλέπω, εκείνο το ψυχρό το βλέμμα, παθαίνω αμόκ που τους βλέπω. Στυγνοί, ψυχροί, σε σκοτώνανε – Μάλιστα, του Μπούρμπαχη… Θα σου πω τώρα, όταν φεύγανε, όπως κι όταν φεύγανε για την, που γίνανε με την Ηλεκτρική Μάχη που γίνηκε, φεύγανε. Και γυρίσανε αυτοί, κάτι ξεχάσανε να κάνουν. Γυρίσαν να βάλουνε, να την ανατινάξουν την Πάουερ – Πάουερ τη λέγαμε – και βγήκανε τα παιδιά από τη γειτονιά, Επονίτες, έτσι, αυτοί – όπως άκουσα, τα σκοτώσανε στη γέφυρα – αλλά ήρθε ένα μπουλούκι... Εκεί πάνω στου ΚΡΕΤΑ που είναι, στο σταυροδρόμι βρήκα ένα μπουλούκι από άντρες που είχαν πολεμήσει στο Αλβανικό, που ήταν έμπειροι. Τώρα, από τα Ταμπούρια ήρθαν; Από τη Δραπετσώνα ήρθαν; Δεν ξέρω. Και κατέβηκε προς τα κάτω, αρπάξανε τα όπλα, κι αυτοί οι Γερμανοί ήταν όρθιοι στη γέφυρα και θέριζαν. Κι άρπαξαν τα όπλα και τους σκοτώσανε όλους.
Αυτό έγινε στη Μάχη της Ηλεκτρικής;
Αρπάξαν αυτοί τα όπλα και τους σκοτώσανε και νικήσαν και έσωσαν την Ηλεκτρική από τότε. Αυτοί ήταν, αλλά τα άλλα τα παλικάρια που μπήκαν τα θερίσανε. Έτσι άκουσα, ότι τα θερίζαν, γιατί εγώ τώρα ήμουν πού είναι του ΚΡΕΤΑ που λέω, απέναντι ήταν ένα μισογκρεμισμένο δωμάτιο και εκεί είχε μία τρύπα. Κι από ‘κει μέσα έβλεπα την κίνηση από μακριά, αλλά πόσο μπορεί να δεις; Σπίτια δεν υπήρχαν, έβλεπα την κίνηση από μακριά, αλλά πηγαινοερχόντουσαν. Είδα αυτό το μπουλούκι που πήγε εκεί κάτω, είδα τους Γερμανούς που πέφτανε από τη γέφυρα που ήταν γιατί φοράγαν σκούρα ρούχα αυτοί…Ήξερα αυτά που είδα, τέλος πάντων, ήξερα τα πιο βαθιά , δεν ήξερα πιο βαθιά τι γινόταν αλλά τη γλίτωσαν την Ηλεκτρική εκείνοι τότε. Τα παλικάρια, άκουσα ότι σκοτώθηκαν πολλά παλικάρια αλλά οι άλλοι ήταν έμπειροι και τους θερίσανε.
Αυτό πόση ώρα κράτησε; Θυμάστε πόση ώρα περίπου μπορεί να κράτησε;
Όχι. Τώρα, τι χρόνο; Χάσαμε και τον χρόνο, τα χάναμε όλα. Γιατί εκεί είχανε βάλει κι ένα οδόφραγμα, εκεί πέρα είχανε βάλει. Είχανε βάλει και οδοφράγματα εκεί πάνω.
Το μπουλούκι από πού ήρθε;
Ε;
Το μπουλούκι θυμάστε από πού ήρθε; Είδατε από πού ήρθε;
Δεν θυμάμαι από πού ήρθε. Εκεί το συνάντησα στη διασταύρωση, είχανε και ένα οδόφραγμα εκεί. Ήρθανε από τη Δραπετσώνα, ήρθανε από τα Ταμπούρια; Δεν ξέρω από που ήρθανε. Ήρθαν και από τις δύο πλευρές και ενώθηκαν και πήγαν και πήραν τα όπλα και πολεμήσανε; Δεν ξέρω, τι να ξέρω εγώ τώρα παραπέρα τώρα από τέτοια πράγματα. Πού να τα ξέρω; Απλά εικόνες έχω. Έτσι, εικόνες. Σαν παιδιά δεν τα παίρνουμε και τόσο κατάκαρδα σαν παιδιά. Όχι. Δεν τα παίρναμε κατάκαρδα. Αλλιώς τα παίρνουμε τώρα.
Θυμάστε τον Fritz να μας τον περιγράψετε;
Ποιον;
Τον Fritz, τον Γερμανό, Αυστριακό.
Ναι. Ο Fritz ήταν ένας, ξανθωπός ήτανε, γαλανομάτης ήτανε, γλυκό πρόσωπο είχε, γλυκό χαμόγελο είχε… τον μν[01:10:00]ημονεύω πάντοτε. Είδες από τα αγκάθια που πετάνε; Αλλά, όταν διάβασα και Το Ποτάμι, σκέφτηκα ότι αυτός ο άνθρωπος πόσο πόλεμο έκανε με τον εαυτό του. Άντε βάλε με εμένα τώρα να σκοτώσω ζώο. Εγώ είμαι ήρεμος άνθρωπος. Άμα σε δω και κακομεταχειρίζεσαι γέρο, ζώο και δέντρο να κόψεις, μπορεί να σε πνίξω. Το δέντρο, νομίζω, μου κόβουν τα σωθικά μου μέσα. Δεν μπορώ. Γι’ αυτό δεν τρώω και κρέας εγώ. Δεν τρώω κρέας. Και πονούσα σ’ αυτά τα πράγματα. Το ζώο δεν θα το… Είχανε φάει και τις γάτες τότε εδώ πέρα, δεν υπήρχε περίπτωση. Μια φορά στα Ταμπούρια έπεσε ένα γάιδαρος κάτω, δεν άντεξε ο φουκαράς και ώσπου να πάει στο σπίτι αυτός να τον πάρει τον γάιδαρο, ήρθαν από τα καφενεία, είχαν πλακώσει με τα τσεκούρια και το είχανε διαμελίσει. Τον είχαν πάρει και τον είχαν φάει κιόλας.
Αυτό το είδατε εσείς ή σας το περιέγραψαν;
Η μάνα μου, η μάνα μου, η μάνα μου το είδε αυτό και μου είπε: «Ξέρεις, ώσπου να πάει, τον γάιδαρο τον είχαν φάει» λέει.
Όταν σας έφερε ο Fritz την κούκλα, θυμάστε τη στιγμή;
Ναι, ήτανε πεπιεσμένο χαρτί το κεφάλι, πεπιεσμένο χαρτί. Ωραία η κούκλα, από τη μέση και κάτω, όμως, είχε σελοφάν, ένα κόκκινο σελοφάν και μέσα ήταν καραμέλες, γεμάτο καραμέλες. Καραμέλες εκείνη την εποχή τώρα, τις θυμάμαι, όπως θυμάμαι και το κλάμα του που έφυγε, την μπούκλα που μου έβαλε δίπλα στην μπούκλα του παιδιού του. Τι άνθρωπος!
Τι άλλο σας έφερνε ο Fritz;
Κεράσια, τούρτα, να μου έφερνε τούρτα. Μία φορά μπήκε μέσα και με είδε, είχα χόρτα και τα κοίταζα εγώ και είχα μουτρώσει. Μου λέει: «Φασούλα, Salat» - τα λένε Salat τα χόρτα – «σαλάτα, Salat πιφ πιφ» και πήγε και μου έφερε – γιατί ήταν δίπλα εκεί – και μου ‘φερε – ήταν στο αντιαεροπορικό – και μου έφερε τούρτα. Έφερε να φάω και σε μία στιγμή ήρθε η τούρτα σε μένα όλη. Κομμάτι κομμάτι ήρθε η τούρτα σε εμένα όλη στο τέλος.
Στα καταφύγια εσείς δεν είχατε πάει ποτέ;
Όχι, σπάνια. Δεν μπορούσα, δεν πήγαινα στα καταφύγια. Δεν πήγαινα γιατί γινόταν πανικός, να βαράνε, κάνουν, κάνουν. Γινόταν πανικός, δεν πήγαινα. Και εκείνη την ημέρα έπεσα τυχαία σ’ εκείνο το καταφύγιο μέσα. Είπα ότι ήμουνα περιστασιακά εδώ. Τη Δραπετσώνα την ήξερα καλά τη Δραπετσώνα, τα Ταμπούρια και εκεί κάτω δεν τα ήξερα. Ήμουν περιστασιακά, δηλαδή η μητέρα μου με πήγαινε, εκείνη με πήγαινε στο σχολείο γιατί δεν ήξερα τον δρόμο. Περιστασιακά, αλλά έπεφτα και στα γεγονότα, έπεφτα επάνω. Και άντε βάλε τώρα να έχεις και μάνα στην αντίσταση. Και να σου πω και κάτι; Όταν γίνηκε ο μεγάλος βομβαρδισμός, μας πήραν και πήγαμε στην Αθήνα, με τα πόδια, που ήταν ανοχύρωτη πόλη. Δεν τη βάραγαν την Αθήνα. Και το πρώτο βράδυ αν το βρεις πού διανυκτέρευσα; Στο σπίτι του Μανιαδάκη. Ο Μανιαδάκης ήτανε – θυμάσαι, που ήταν πάγο που τους έβαλε – αλλά και στην Αρετσού από ‘κει που φύγει η μάνα μου και ο παππούς είχε καΐκια και πήρε από το νησί, από την Αρετσού τον κόσμο και τους πήγε στα Πριγκηπονήσια, στην Πρίγκηπο, στη Χάλκη. Στη Χάλκη ήτανε πάλι το σπίτι του Μανιαδάκη κι η μητέρα μου είχε τα λαιμά της δεμένα, κατέβηκε η κύρια Αθηνά, η νύφη του Μανιαδάκη και την πήρε για δύο χρόνια στο σπίτι και την είχε. Και το ‘φερε τώρα έτσι, όταν ανέβηκα εγώ – ήταν η κυρία Αθηνά –, η Ζήνα η νύφη της, από πάνω στο Μεταξουργείο από κει πέρα, κοντά πάνω στη Βάθη κάπου εκεί πέρα καθότανε, Αγ. Κωνσταντίνο κάπου εκεί πέρα ήτανε, βρέθηκα στο σπίτι της. Το βράδυ εκείνο βρέθηκα στο σπίτι της, είχε ένα κοριτσάκι, Τόνια τη λέγανε και διανυκτερεύσουμε εκεί πέρα. Και όταν το είπα της μάνας μου, «Ρε παιδάκι μου – λέει – εδώ βρέθηκε ο Μανιαδάκης;». Αυτός, εκείνος ο Μανιαδάκης δεν ήταν ο ίδιος, ήταν ο ξάδερφός του εκεί.
Πώς συναντηθήκατε; Πώς έγινε να πάτε στο σπίτι τους;
Είχαν ανέβει όλοι από τον Πειραιά, όλος ο Πειραιάς και ήρθαν οι Γερμανοί και περνάγανε και τον κόσμο τον βάζανε στα σπίτια έτσι μέσα πρόχειρα. Την άλλη – το βράδυ, βέβαια, για να διανυκτερεύσουμε – την άλλη μέρα μας πήγανε και μας νοικιάσανε ένα σπίτι στο Θησείο, ήμουν στο Θησείο, Νηρηίδων ανέβαινε το τρένο που ανεβαίνει γύρω γύρω από πίσω από την – από ‘κει. Μας είχε νοικιάσει ένα σπίτι και καθόμασταν εκεί μέσα.
Και πόσο καιρό μείνατε εκεί;
Κανένα χρόνο καθίσαμε, γιατί ύστερα έληξε ο πόλεμος. Ο πατέρας μου, ο καημένος, ερχόταν με τα πόδια από το Θησείο κει. Με τα πόδια ερχότανε. Α, έχουμε και τη χειροβομβίδα, τη Mills. Ένα βράδυ όπως κατεβαίναμε – εκεί πάνω ήταν ο Γρίβας είχε οργάνωση ο Γρίβας, ο Διγενής αυτός, οργάνωση γερή είχε αυτός εκεί πάνω – και κατεβαίναμε εμείς από την Αγία Παρασκευή, από το Αστεροσκοπείο από πάνω, κατεβήκαμε τη Νηρηίδων στις γραμμές και μπήκαμε μέσα να πάμε, καθόμασταν απέναντι, ήταν το σπίτι. Στη γωνία κάτι είδε ο ξύπνιος ο πατέρας μου – άμα ακούσεις Γιώργος, είναι και μπουνταλάς, να το ξέρεις – και πατάει τον φακό επάνω τους. Ήταν τρεις αυτοί. Φεύγουν από κει με το πιστόλι και μου το βάζουν – όπως ήμουν κοντή εγώ – μου το βάζουν απέναντι. Βάζω τις φωνές εγώ, αρχίσανε οι γρίλιες και ανοίγανε. Έρχεται ο τρίτος τώρα. Λέει: «Πού κάθεστε;». Λέει ο πατέρας μου: «Εδώ απέναντι», «Για πηγαίνετε», τους κάνει το κεφάλι, «Άφησέ τους», «Πηγαίνετε να δούμε». Πάμε. Εμείς όμως καθόμαστε, περνάγαμε κάτω από μια σκάλα – ήταν διώροφο – ξύλινη και το δωμάτιο που καθόμασταν ήταν στην αυλή. Ήταν και η τουαλέτα εκεί στην αυλή έξω και μια κουζίνα. Ο κύριος Κόκος, ο νοικοκύρης, ο κυρ-Αντώνης – Θεός σχωρέσ' τον και αυτός – κοιμόταν κάτω από το παράθυρο σ’ εκείνο. Άκουσε που μπήκαμε εμείς και ήθελε να κατουρήσει. Σηκώθηκε, άναψε το φως και ήρθε μαζί μας και βγήκε. Και πέταξαν την χειροβομβίδα. Mills η χειροβομβίδα. Την πετάξανε στο παράθυρο, η τζαμαρία έπεσε όλη κάτω. Άμα ήτανε ο άνθρωπος, θα σκοτωνόταν. Το νόημα να μας σκοτώσουν όλους μαζί και τους τρεις δηλαδή. Κάτι κάνανε, κάτι νομίζανε ότι είδαμε και πήγανε να μας σκοτώσουν και τους τρεις μαζί. Αλλά, ο κυρ-Κόκος τη γλίτωσε και μ’ έπαιρνε κάθε μέρα, με πήγαινε στο ναό του Ηφαίστου, με πήγαινε στου στο Φιλοπάππου, με πήγαινε στο θέατρο του Διονύσου, με πήγαινε βόλτα γύρω-γύρω στα αρχαία.
Πολύ ωραία συνοικία, δηλαδή. Το Θησείο πάρα πολύ ωραία συνοικία. Την αγάπησα, ωραία συνοικία. Καθίσαμε κάνα χρόνο εκεί πέρα. Καθίσαμε κανένα χρόνο εκεί πέρα και ξεναεπιστρέψαμε κάτω, εδώ στα λημέρια μας. Αλλά στο γυμνάσιο δεν πήγαινα εκεί. Στο γυμνάσιο εγώ πήγα το 1948-49, εκεί πρέπει. Τελευταία τάξη ήμουν, όταν πέθανε ο βασιλιάς Γεώργιος και ήταν και Πρωταπριλιά. Τελευταία τάξη δημοτικού ήμουν τότε που πέθανε ο Βασιλιάς ο Γεώργιος με το monocle.
Θυμάστε κάποιο περιστατικό από τα σχολικά χρόνια να μας αφηγηθείτε;
Σχολικά χρόνια; Από το γυμνάσιο από ‘κει, από το σχολείο στο Λαύριο; Καλά στο Λαύριο ήμουν η χαϊδεμένη, είχα την τάξη. Έχω γράψει τώρα, επειδή με ξέρανε και επειδή έγραψα, εδώ στο ΚΑΠΗ που ήμουνα, μας είχε βάλει ο Δήμος τότε να κάνουμε παραμονή Χριστουγέννων, πώς περάσαμε παραμονή Χριστουγέννων. Εγώ δεν είχα παραμονή Χριστουγέννων εδώ πέρα. Τι να κάνω; Έγραψα για το Λαύριο. Και επειδή ο δάσκαλος ήταν και φίλος του πατέρα μου και με αγαπούσε πολύ και με είχε απ’ το χέρι όλο, έκανα μία περιγραφή της παραμονής των Χριστουγέννων. Και το βγάλανε και τώρα το έχουν σ’ όλα τα σχολεία κολλημένο, το έχουν όλα τα σχολεία. Δεν με άφηνε να βγω από το σπίτι ο παππούς μου να μην κρυώσω, να μην κάνω. Καθόμουν πίσω από το παράθυρο και κοίταζα, απέναντι ήταν η εκκλησία, η Αγία Παρασκευή. Είχε βρέξει κιόλας, ήταν βρεγμένος ο τοίχος και καθόμουνα και τον κοίταζα. Είχε πεθάνει ο θείος μου και είχαμε πένθος και δεν ερχόντουσαν τα παιδιά στο σπίτι μας να πουν τα κάλαντα. Αλλά τα έβλεπα τα παιδιά, είχε περάσει η UNRRA, είχε φέρει παντελόνια και τρέχανε τα παιδιά και έλεγαν τα κάλαντα. Όταν ήρθε ο παππούς μου, «Παππού, να πάω και εγώ να πω τα κάλαντα;», «Κάτσε, παιδάκι μου, που θα βγεις μες στο κρύο για πενταροδεκάρες. Τα παιδιά αυτά πεινάνε, εσύ δεν πεινάς». Δεν μου καλοφάνηκε αυτό που είπε ο παππούς μου, συνέχισα, μελαγχόλησα και κοίταζα τον τοίχο και είπα: «Πεινάνε τα παιδιά, πεινάνε τα παιδιά» και κοίταζα τον τοίχο της Αγίας Παρασκευής. Σε μια στιγμή ακούω την πόρτα και χτυπάει απ’ έξω, το κρουκέλι στην πόρτα και ακούω τη φωνή του δασκάλου του Αλεξανδράκη. «Μπαρμπα-Δήμο, θα πάμε να πούμε τα κάλαντα, γιατί το σχολείο μας το έχουνε ξηλώσει τα πατώματα, τα πάντα να πούμε να βάλουμε για το 2ο Δημοτικό Σχολείο, να βάλουμε τις πόρτες τουλάχιστον να πάει το σχολείο, γιατί τώρα στο 1ο όλοι μαζεμένοι και να πούμε τα κάλαντα και ήρθα να πάρω τη Φροσούλα», «και πού θα την πας και θα κρυώσει…», «βάλε ένα κασκόλ, βάλε ένα αυτό», με ντύσανε εκεί, με κάνανε αυτό, δεν είπαν όχι. Με παίρνει ο δάσκαλος, μου λέει: «Τρέχα, Φροσούλα, μην το μετανιώσουνε». Πήγαμε στην εκκλησία, στην Αγία Παρασκευή, είχαν ανάψει τις – με ασετιλίνη ήταν τότε – λάμπες τα παιδιά και είχε γράψει και χριστουγεννιάτικο «δώστε, δώστε τον οβολό σας για το σχολείο μας και θα ευχόμαστε όλο τον χρόνο για την υγεία σας» και κατεβαίναμε τη σκάλα πριν τη γέφυρα να πάμε για κάτω για το Λαύριο. Εκεί, ήταν οι Πόντιοι και ήταν και ο Παπαβραμίδης από δω πέρα και λέγανε τα κάλαντα Χριστός γεννέθε – εγώ ήξερα τα ποντιακά φαρσί τώρα – Χριστός, και καθόμουνα εκεί πέρα και άρχισα να ψέλνω και εγώ τα κάλαντα Χριστός γεννέθε, χαρά στον κόσμο. Και πήγαμε στο Λαύριο κάτω. Πήγαμε στο Λαύριο, ο θείος μου είχε εστιατόριο και ήταν και τα παιδιά του μαζί, ο αδερφός της μάνας μου. Στο Λαύριο δεν έτρωγε κανένας τη Μ. Βδομάδα. Πήγαμε, μάλιστα κρύο φαρμάκι, μας έκανε ταχινόσουπα, μας κάθισε στη φωτιά δίπλα στο τζάκι, ταχινόσουπα, ήταν και τα παιδιά του μαζί, ο δάσκαλος. Δίπλα μου καθόταν ένας Καραμαν[01:20:00]λής, Κονιαλίδης, από το Ικόνιο που ήτανε και δεν ήξερε καλά ελληνικά. Είχε μία χούφτα στραγάλια και έπινε κρασάκι με τα στραγάλια. Και πέρασαν όλοι. Πέρασαν και οι Σαντορινιοί με την γκάιντα, φωνάζανε και λέγανε αυτοί: «Σα πάνω στο περάθυρο γαρυφαλάκι πράσινο, στέκεται μία περιστέρα και του χρόνου τέτοια μέρα». Ο άλλος από κει: «Βάι, βάι, βάι κιοποούλ κιεπέκ, περιστεράκι πράσινο νολουλουμ μπρε; Παλιοελλαδίτες» έλεγε εκείνος. Γελάσαμε, βγήκαμε έξω. Ύστερα κατεβήκαν τα παιδιά απ' το συνοικισμό, του Βυζαντίου, παίζανε με τις – αυτό και με την Αγιά Σοφιά. Βλέπουν το σχολείο, έρχονται κοντά στον δάσκαλο κι ό,τι είχαν μαζέψει, τα δώσανε στον δάσκαλο και μπήκαν κι αυτά μαζί μας και ανηφορίσαμε για τον συνοικισμό. Πήγαμε πάνω, ψέλναμε τα κάλαντα Χριστός γεννάται σήμερον, αυτό. Ψέλναμε τα κάλαντα, λέγαμε αυτά που μας είπε και ο δάσκαλος, «Χριστός μας γέννη, σήμερα ανατέλλει» κάτι τέτοιο, το θυμάμαι, το έχω γράψει αυτό το τραγούδι και το λέγαμε. Ανοίξανε –Εκεί έβλεπες τη διάφορα, οι ξεριζωμένοι, οι ξεριζωμένοι. Τους είχαν φτιάξει σπίτια με αμίαντο και πισσόχαρτο από πάνω και καθόντουσαν μέσα. Ανοίξαν τα παράθυρα, ανοίξαν οι πόρτες, βγήκαν οι κουραμπιέδες. Πρώτα απ’ όλα με το που πήγαινα, μοσχομύρισε η γειτονιά από γεμιστό αρνί, από μυροκάματα, μαστίχα, μαχλέπι μοσχομύρισε ο κόσμος όλος. Προσφυγιά όλη ήταν ο συνοικισμός. Δώσανε όλοι για το σχολείο, μας κεράσανε και κατά τις 4 η ώρα άρχισε να χτυπάει η καμπάνα. Άρχισε τη λειτουργία. Καθίσαμε απ’ έξω απ’ τον Άγιο Ανδρέα και είπαμε χριστουγεννιάτικο Χριστός γεννάται σήμερα και τελείωσε, έτσι, αυτή η χριστουγεννιάτικη μέρα και έκανα και τα εγκώμια του δασκάλου και είπα: «Ο δάσκαλός μου ήταν τον σαν τον Άγγελο, σαν τον Άγγελο όμορφος με το τριμμένο του παλτό». Έτσι, έτσι περιέγραψα και το διάβαζε η κόρη του κι έκλαιγε, όταν το διάβασε η κόρη του. Κι έλεγα μέσα: «Να έχετε ειρήνη μέσα μας. Αγάπη, ειρήνη… Και το φως, η αγάπη, η δύναμη, όπως εκείνη η βραδιά με φώτισε τη δική μου ψυχή, να φωτιστεί και η δική σας ψυχή. Και να κοιτάζετε τους πάσχοντες». Στα παιδιά μου άφησα μία ευχή και τους είπα: «Αν περάσετε από ένα νοσοκομείο, από ένα γηροκομείο, δε χρειάζεται πολλά να κάνετε εκεί και μην παραβλέψετε τον γέρο που κάθεται. Βάλτε το χέρι σας κάτω από το προσκεφάλι του, ανεβάστε το κεφάλι του στο προσκέφαλο, γιατί τυραννιέται. Θα σας εύχεται γι’ αυτό που θα κάνετε. Το φως, η αγάπη και η δύναμη ας φωλιάσει στις ψυχές όλων μας και μην ψάχνετε μακριά, είναι κοντά σας αυτοί που σας έχουν ανάγκη. Είναι ο πατέρας σας, η μάνα σας, ο γερός. Βρίσκονται κοντά σας. Απλώστε το χέρι σας και δώστε βοήθεια. Είναι κοντά σας, δίπλα ο γείτονάς σας. Όλοι είναι δίπλα σας». Και το πήρανε τώρα και το έχουν, το διαβάσανε πρώτα στο σχολείο ο Δήμος και το έδωσε σ’ όλα τα σχολεία, το δημοσιεύσανε και στο, το έχουν δημοσιεύσει μέσα. Σ’ όλα τα σχολεία το έχουν πάρει οι δάσκαλοι και το έχουν μοιράσει. Είναι και κάπως, το έχω γράψει με ωραία λόγια εγώ. Όταν έχω πένα εγώ, έχω πένα, δεν αστειεύομαι και το έχουν βάλει σε κορνίζα τα σχολεία. Έφτιαξα και το αρχείο της Λαυρεωτικής όμως. Το έφτιαξα.
Πότε έγινε, πότε ήταν αυτή η παραμονή Χριστουγέννων που μας περιγράψατε;
Παραμονή Χριστουγέννων; Κρύο πολύ. Πολύ κρύο, φαρμάκι κρύο, τα νερά είχαν παγώσει από κει που περνάγαμε. Είχαν κρυσταλλώσει, έκανε πολύ κρύο. Τα παιδιά, αυτά που φοράγανε μέχρι και παντελόνια, είχαν μελανιάσει τα πόδια τους από τη μέση και κάτω, τα καημένα, μελανιασμένα τα πόδια τους. Δεν είχαμε κουράγιο. Ήτανε, είχε χαθεί, είχε σκορπίσει, γιατί στο Λαύριο νηστεύουν τις μεγάλες αυτές. Τα εστιατόρια δεν κάνουν ούτε κρέατα ούτε τίποτα και έχουν και φιλαρμονικές – η γαλλική εταιρεία έχει φιλαρμονική, έχει και ο Δήμος φιλαρμονική και με τον Επιτάφιο που γίνονται αυτά όλα, κατεβαίνουν όλοι οι Επιτάφιοι κάτω με τις φιλαρμονικές. Γίνονται ωραία αυτές οι γιορτές στο Λαύριο. Και το είδα και στη Ζάκυνθο που πήγα. Κατεβαίνουν οι φιλαρμονικές, πάνε στο Ηρώο, γίνεται τρισάγιο και από κει σκορπάνε και ξαναγυρίζουμε πίσω. Έτσι γίνονται. Εκείνη την ημέρα ψάλλαμε εμείς, αλλά την άλλη μέρα ήρθε η φιλαρμονική, την άλλη μέρα οι φιλαρμονικές. Κρύο πολύ, τσουχτερό κρύο. Τα παιδιά ψάλλανε όλα μαζί. Ο δάσκαλος ήταν καταπληκτικός, καταπληκτικός, ο Αλεξανδράκης και πολύ φίλος του πατέρα μου, ήτανε και ψάλτης. Για αυτό μου έμεινε και μένα και τώρα πάω στον, από κει, τα ξωκλήσια άμα δεν έχουνε ψάλτη, με παίρνουν τηλέφωνο και πάω και ψέλνω. Εκεί ψέλνω.
Ποια χρονιά έγινε αυτό;
Αυτό; Είχαν φύγει οι Γερμανοί. Είχαν φύγει οι Γερμανοί, δεν ήταν Γερμανοί. Ήταν μετά τον πόλεμο, ανοικοδόμηση. Αφού σου λέω, φτιάχναμε το σχολείο πλέον, ανοικοδόμηση. Είχε πέσει και η UNRRA, είχε περάσει και UNRRA. Τότε η UNRRA από εκεί που είχε περάσει, μας φέρανε ένα αλεύρι μπα μπλουμ που το λέγανε –στην ουσία ήταν αυτό, γαλακτούχο αλεύρι που πουλάνε τώρα – τέτοιο, σούπα του μπακάλη και αυτήν τρώγαμε. Κονσέρβες μας μοίραζαν, κορν μπιφ, αλλά εμείς δεν τα ξέραμε, δεν τα τρώγαμε τα κορν μπιφ και αυτό το «μπλουμ» που το λέγαμε. Την άλλη, τη σούπα του μπακάλη που ήταν χαντρίτσες χρωματιστές μέσα από λαχανικά – ποιος ξέρει τι είχαν, δεν ξέρω τι – αυτή την τρώγανε, μέχρι και σήμερα αλλά εγώ ούτε τη μυρωδιά τους ν’ ακούσω θέλω. Ούτε τη μυρωδιά τους. 22 μέρες στην κατακόμβη με τη σούπα του μπακάλη, ούτε να την ακούσω θέλω.
Ενότητα 6
Η ζωή στο Λαύριο πριν και μετά τον πόλεμο – Ο φούρνος του παππού της αφηγήτριας
01:25:57 - 01:35:42
Η ζωή στο Λαύριο πώς ήταν;
Πού;
Στο Λαύριο.
Α, στο Λαύριο, η ζωή μου στο Λαύριο ήταν ονειρική. Να σου πω. Είχαμε, είπαμε είναι μικροαστοί. Είμαστε μία συνοικία που λεγόταν και Κολωνάκι, Νυχτοχώρι. Είχε τα ωραιότερα νεοκλασικά σπίτια, πανόραμα! Όλα νεοκλασικά με αγάλματα, με καφές μέσα, με Απόλλωνες, με ό,τι ήθελες επάνω κεραμικά. Και εμείς είχαμε – επειδή ο ξάδερφός της γιαγιάς μου, ο Βλάσης, ήταν εφοπλιστής είχε ένα μεγάλο σπίτι και το έδωσε προίκα της γιαγιάς μου και ένα άλλο εκεί πέρα που ήταν, που καθόταν, είχε και στάβλο από πίσω. Το σπίτι που έδωσε στη γιαγιά μου προίκα ο Βλάσης, ο ξάδερφός της, την αγαπούσε πολύ γιατί πέθανε – ξέχασα να σου πω ότι η καταγωγή του πατέρα μου ήταν από τη Βόρεια Ήπειρο, από τη Χιμάρα και έχει βγάλει, άμα διαβάσεις Βλαχογιάννη ήτανε καπεταναίοι όλοι, Σπυρομηλαίοι που τους λέγανε. Η γιαγιά μου ήταν από αυτή την οικογένεια, Σπυρομήλιος και την είχε προικίσει. Ο παππούς μου ο καημένος είχε 9 παιδιά, είχε κάνει ο παππούς μου. Πήρε ένα τόπι ύφασμα να κάνει κουρτίνες, 15 παραπάνω αυτές οι κουρτίνες. «Α – λέει –15 παράθυρα και 9 στόματα δεν τα βγάζω πέρα». Είχε μία ταβέρνα ο παππούς μου, αλλά αυτό ήταν προίκα της γιαγιάς μου και ο Βλάσης δεν υπέγραφε. Ο Βλάσης ήταν, είπαμε, 8 βαπόρια είχε αλλά πτώχευσε και είχε και 2 παπαγάλους. Αρβανίτικα λέγανε οι παπαγάλοι. Εμάς ο παππούς δεν άφησε ποτέ να μάθουμε αρβανίτικα. Η μάνα μου ήταν από τη… ούτε τούρκικα έχουμε μάθει, ούτε αρβανίτικα μιλήσαμε ποτέ. Δεν ξέρουμε. Χιμαριώτες μας λέγανε. Λοιπόν, το σπίτι αυτό που της έδωσε, δεν μπορούσε ο παππούς μου και είπαν να το πουλήσουν, να πάρουν, να φτιάξει ένα μαγαζί ή να φτιάξει φούρνο. Υπέγραψε ο Βλάσης που το είχε αυτό, η γιαγιά μου. Ήταν στης γιαγιάς μου τ΄ όνομα, προίκα της, και υπέγραψε και έκανε φούρνο ο παππούς μου, το «Ήπειρος». Έκανε φούρνο στο Λαύριο. Τροφοδοτούσε αργότερα και όλη τη Μακρόνησο αυτό, ο φούρνος μας. Και πήγαμε στο άλλο το σπίτι το οποίο ήταν και 700 τετραγωνικά, δεν ήταν μικρό. Είχε 4 κρεβατοκάμαρες, σαλόνι, τραπεζαρία, πλυσταριό τα πάνω κι από πίσω είχε μια σκάλα που κατέβαινες στην κάτω αυλή που ήταν ο στάβλος του Βλάση και είχε και δύο δωμάτια μεγάλα, αποθήκες που τα είχε. Δωμάτια κανονικά, αλλά τι δεν είχε μέσα; Πορσελάνες δεν είχε, δεν είχε μέσα κούνιες, δεν είχε βιβλιοθήκες, βιβλία δεν είχε βιβλιοθήκες. Η θεία μου η καημένη δεν ήξερε γράμματα και τα έβαζε στην τουαλέτα, τα έσκιζε τα βιβλία. Έσωσα 2-3 βιβλία, μπόρεσα και έσωσα τότε. Και περνάγαμε καλά, γιατί εκείνη την εποχή, άμα είχες ψωμί, τα έχεις όλα. Δεν είχανε λεφτά ο κόσμος. Είχαν τα κονάκια πάνω – ο Μαγγίνας, αυτοί είχαν τα κονάκια πάνω – και παίρνανε ψωμί τα κονάκια και μας φέρνανε βούτυρο, γιαούρτι της σακούλας, σφαχτά, κατσίκια, φέτα τυρί, τυριά, τέτοια μας φέρνανε και γάλα κάθε πρωί – το καλοκαίρι το γάλα μένει με την πέτσα τρία δάχτυλα – μας φέρνανε όλα αυτά εκείνοι. Είχαμε και ένα παιδί απ’ τον φούρνο που μας έφερνε τα ψώνια μας έφερνε και με πήγαινε και εμένα σχολείο. Όταν με πήγαινε εμένα σχολείο, πέρναγα από ένα μέρος από εκεί, τώρα που έχει γίνει και ΚΑΠΗ που ήταν Ιταλοί. Και μόλις με βλέπανε οι Ιταλοί, εγώ είχα και κόκκινο μάγουλο και ξανθιά, με παίρνανε «Οοοο, picolo, picolo, picolo» και με παίρνανε και με παίζανε απάνω. Η δασκάλα, η Τρενάκαινα που έχει το περίπτερο πάνω στον ναό ο αδερφός της, με είδε. Πάει στον – και του λέει: «Οι Ιταλοί παίρνουν το παιδί, έτσι και έτσι είναι», «αμάν, Μπάρμπα- Δήμο έτσι κι έτσι με το παιδί». Παίρνει τον Βασίλη, θυμάμαι, και του λέει “θα πηγαίνεις το πρωί που θα κατεβαίνεις από το σπίτι σου, θα περνάς από το σπίτι, θα παίρνεις τη Φροσούλα και δε θα την πας από κει. Θα την πας πίσω, απ’ τα τέρματα, απ’ το κουμπάδικο από [01:30:00]πίσω θα την πας στο σχολείο, και το μεσημέρι που θα ανεβαίνεις, θα την παίρνεις πάλι και θα την πηγαίνεις από πίσω, να μην περνά από τους Ιταλούς, από εκεί το παιδί.” Και με έπαιρνε εκείνος και με πήγαινε στο σχολείο. Κατά τις 10:00 το πρωί, το πρωί σηκωνόμαστε – πάντοτε ερχόταν ο δίσκος σε μένα γιατί είχαμε και δύο γυναίκες που πλένανε, γιατί είχαμε και φούρνο τώρα, καταλαβαίνεις, πινακωτές, αλισίβα και τέτοια πλυσίματα – ερχόταν το αυγό μου, το γάλα μου, το μέλι μου, φρυγανιά – ο παππούς μου έβγαζε πολύ ωραίο εφτάζυμο με ρεβiθομαγιά όμως, το ρεβίθι. Πολύ ωραίο εφτάζυμο. Δέκα η ώρα άνοιγε η πόρτα, έβγαινα έξω, έρχονταν τα κορίτσια και παίζαμε και το κουτσό από ‘κει. Μία η ώρα σφύριζε ο Δέδες το κλωστήριο, 1:00 το μεσημέρι, έπρεπε να μπω μέσα. Μία η ώρα έμπαινα μέσα. Έβγαζα το μεγάλο, τράβαγα το τραπέζι, έστρωνα το τραπέζι, η θεία μου τις κρεβατοκάμαρες, έστρωνα το τραπέζι, το αυτό για το μεσημέρι, τις πετσέτες, το νερό, την καράφα με το κρασί, όλα, να 'ρθούνε οι άντρες. Ερχόταν ο παππούς μου, έρχονταν οι θείοι μου, κάθονταν στο τραπέζι όλοι να φάμε το μεσημέρι. Μία οικογένεια μικροαστών. Τις ίδιες ώρες κάναμε τις ίδιες δουλειές. Τρώγαμε, ξαπλώνανε μέσα, η θεία μου τα πιάτα, εγώ την τραπεζαρία να στρώσω το τραπεζομάντηλο, να σκουπίσω, μαζί βοηθούσα, ξαπλώναμε. Το απόγευμα – μόνο τις Κυριακές η θεία μου έβγαινε έξω, πηγαίναμε κινηματογράφο – το απόγευμα εγώ κατέβαινα κάτω στο Λαύριο, πέρναγα από το θείο μου, την τράπεζα. Ο Κυριάκος, ο μεγάλος, είχε αναλάβει το χαρτζιλίκι μου. Μου ‘δίνε το πενηνταράκι – μ’ ένα πενηνταράκι έπαιρνες δυο ορτύκια τότε – κάθε απόγευμα το πενηνταράκι. Κι από κει πήγαινα στο συνοικισμό που ήταν τα ξαδέρφια μου, της μητέρας μου το σόι γιατί είχα φίλες εκεί πάνω. Τα απογεύματα κατεβαίναμε στην παραλία, κατεβαίναμε από ‘κει πέρα. Τη Μεγάλη Εβδομάδα πάλι εκεί πήγαινα. Πηγαίναμε, μαζεύαμε αμύγδαλα, στην εκκλησία πηγαίναμε παρέες. Αλλά 9:00 η ώρα έπρεπε να είμαι στον φούρνο. Στις 9 περίμενε παππούς μου στο φούρνο, δηλαδή, να του κάνουμε τα ταμεία. Όταν ήταν και την Τρίτη, όταν ήταν η Μακρόνησος και ερχόταν με τα λεφτά, καθόμουν και μέτραγα τα λεφτά. Έβγαζε κάλο το – ήταν τα παλιά τα λεφτά, τα εκατομμύρια που ήτανε – και ερχόταν από τη Μακρόνησο ο αξιωματικός και τα μοίραζε και εγώ τα μέτραγα. Τα βάζαμε σε μία τσάντα του ψωμιού με τον παππού μου και τραβάγαμε για το σπίτι. Περνάγαμε από ένα ζαχαροπλαστείο, έπαιρνα της γιαγιάς μου ένα «Κοπεγχάγη» που της άρεσε. Εννιά η ώρα έμπαινε ο σύρτης πίσω από την πόρτα. Όσοι μπαίνανε, μπαίνανε. Δεν – τίποτα. Το βράδυ ο παππούς μου αυτός ήταν. Καμιά φορά έμενε ο γιος του, αλλά αυτός που είχε πιάσει δουλειά στον Δήμο – και τον Δήμο πια δε βγαίνανε να τον σκουπίσουν να κοιμάται στα σφαγεία – και κοιμόταν εκεί πέρα. Τους κλείδωνε απέξω παππούς μου, τους έκλεινε. Ήταν μεγάλοι. Δεν κάπνιζαν μπροστά στον παππού μου, στη γιαγιά μου, όχι. Απαγορεύονταν τέτοια πράγματα. Ο παππούς μου με αγάπαγε πολύ. Ήταν πολύ αυστηρός στα παιδιά του. Με αγάπαγε πολύ, όμως, ο παππούς μου εμένα. Και μέχρι σήμερα, καμιά φορά δεν θέλω να το λέω γιατί με περνάνε για τρελή, τον βλέπω μπροστά μου συνέχεια. Λες και είναι ο φύλακας άγγελός μου, ο προστάτης μου. Μέχρι σήμερα σε ποια δύσκολη στιγμή είναι μπροστά μου. Ο Μπάρμπα- Δήμος που έμπαινε στο καφενείο να παίξει τάβλι και τον αφήνανε, «αφήστε τον Χιμαριώτη να κερδίσει γιατί αλλοίμονό μας». Κέρδιζε με το έτσι θέλω, δηλαδή.
Μέχρι ποια ηλικία μείνατε στο Λαύριο και μετά γυρίσατε εδώ;
Σερί έμενα μέχρι το δημοτικό όλο. Ναι. Πήγα στο Γυμνάσιο, ήρθα στις καλόγριες, αλλά Πάσχα, Χριστούγεννα, καλοκαίρι ήμουν στο Λαύριο. Πήγαινα εκεί. Όσο θυμόμουν το Λαύριο, δεν καθόμουν εγώ. Τώρα, τώρα έχω αφήσει εντολή στο γιο μου. Εκεί που είναι απέναντι από τη Μακρόνησο γιατί η Μακρόνησος 1ο, 2ο, 3ο Τάγμα «Ζήτω ο Βασιλιάς Παύλος», «Ζήτω ο Στρατός», «Ζήτω Το Έθνος» και πιο κάτω ήταν οι ποινικοί που λέγανε, απέναντι στη ΔΕΗ τώρα. Και εκεί έκανα μπάνιο εγώ. Ήταν ένα παλιό εργοστάσιο, το Οξυγόνο. Ήταν λιγάκι [Δ.Α] αλλά ανέβαινα το λόφο κι από πίσω ήταν κι έκανα μπάνιο. Λέω του γιου μου: «Πρόσεξε, σου έχω αφήσει κάποια κτήματα εκεί. Όταν πεθάνω, δεν θα μου κάνεις θρησκευτική, θα μου κάνεις πολιτική κηδεία. Μη μου έρθουν οι παπάδες από πάνω από το κεφάλι μου και μου λένε να πάω στου Ισαάκ και στου Αβραάμ τα αυτά, όπως όταν παντρευόμουν που μου λέγανε να ευλογήσει την κοιλιά μου η Σάρα γιατί ήταν στείρα, δεν είχε γεννήσει και μου λέγανε εγώ να… να γίνει αυτό, το δαχτυλίδι της Θάμαρ που μου λέγανε, που είχε περάσει από όλα τα αδέλφια, στο τέλος πήρε και τον πεθερό η Θαμαρ. Λοιπόν, δε θέλω τέτοια πράγματα να λατρεύω τον Θεό του Ισραήλ. Θα μου κάνεις πολιτική κηδεία, θα πάρεις την τέφρα μου, Θα πας στο Λαύριο, στο Οξυγόνο εκεί που έκανα το μπάνιο, απέναντι ακριβώς από τη Μακρόνησο, θα το πετάξεις στη θάλασσα να περάσει ο Κάβο Ντόρος να το πάρει – που έρχεται ο Κάβο Ντόρος από ‘κει – να το πάρει. Εγώ…», «Καλά ρε μάνα, εσύ έχεις αγοράσει οικογενειακό», «Το αγόρασα για τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Τους τακτοποίησα. Ένα εκατομμύριο το αγόρασα. Τους τακτοποίησα, να μην τους πετάξουμε. Εγώ, όμως, Εβραίο πάνω από το κεφάλι μου δε θέλω».
Από τη Μακρόνησο τη θυμάστε;
Δεν θυμάμαι. Τον Μπιθικώτση θυμάμαι μονάχα, γιατί ο Μπιθικώτσης είχα μεσοτοιχία, με τη γυναίκα του. Κι ένα άλλο τραγούδι που δεν μπορώ να το βρω για τη μάνα που είχε γράψει, η μάνα του… ήταν, γιατί η μάνα του ήταν από τη Ζωγράφου από δω πάνω, από τη…όχι, πώς το λέγανε το άλλο; Από εδώ πάνω ήτανε, δεν ήτανε από το Λαύριο αυτός Λαυριώτης, αλλά ωραίος, μάγκας, ωραίος τύπος. Ωραίος τύπος ήτανε αλλά η γυναίκα του κυρία, όλα και όλα, τα παιδιά του, παλικαρίσια ήταν. Ήταν ωραίος τύπος, πολύ ωραίος τύπος.
Ενότητα 7
Τα χρόνια του σχολείου στο γαλλικό γυμνάσιο – Η ενημέρωση για την Μακρόνησο
01:35:42 - 01:46:44
Και μετά, επιστρέφετε εδώ στο Κερατσίνι και αρχίζετε να πηγαίνετε σχολείο στις καλόγριες, εδώ στη Jeanne d’ Arc; Από τη Jeanne d’ Arc τι θυμάστε; Πώς ήταν εκεί;
Στρατόπεδο, μάλιστα. Λοιπόν, είχαμε καλόγριες μέσα εκεί. Το πρωί βάραγε η καμπάνα, μαζευόμαστε. Διμοιρίτισσα σε κάθε τάξη μία καλόγρια, διμοιρίτισσα – είχαν γίνει και οι βομβαρδισμοί τότε και είχαν γκρεμίσει κάποια πράγματα από κει πέρα – μία καλόγρια. Εγώ είχα τη Chère Irene στην πρώτη τάξη. Αφού λέγαμε τον Εθνικό Ύμνο και το Les enfants de la patrie, το γαλλικό, κάναμε την προσευχή. Οι καλόγριες μαζευόντουσαν επάνω στο σκαλοπάτι, στο κεφαλόσκαλο όλοι από δω και από κει. Η Mere, η Ηγουμένη, η γραμματέας και οι υπόλοιπες από δω και από κει. Εμείς είχαμε τις τσάντες μας έτσι, ανοιχτές, να βλέπουν αν έχουμε ντυμένα τα τετράδιά μας, καθαρές. Δεξιά και αριστερά οι καλόγριες. Αυτή βάραγε ένα, τα baguette τακ, τακ, τακ γιατί αυτές, άλλη ήταν γιατρός, άλλη ήταν χορεύτρια – μας μάθαινε κλασικό χορό γιατί είχαμε σκηνή, είχαμε θέατρο κάτω – η άλλη ήταν μαγείρισσα, η ;άλλη ήταν…η καθεμία, κηπουρός. Δηλαδή, ήταν μορφωμένες όλες. Ήταν πολύ καλά. Η Chère Leonie ήταν γιατρός. Και έκανε, χτύπαγε αυτή η μουσικός, τακ αριστερά, Verie που τη λέγαμε, βάραγε και κάναμε έναν κύκλο όλες οι τάξεις μία μία-μία και ύστερα σιγά-σιγά, πρώτη τάξη ανέβαινε. Δεξιά και αριστερά οι καλόγριες «φοράς γιακά; Μήπως έχεις ξυρίσει το φρύδι σου; Μήπως έχεις κάνει περμανάντ; Μήπως Έχεις ξυρίσει τα φρύδια σου, τα πόδια σου;», σε κοίταζαν. Μαύρες ποδιές φοράγαμε. Σου έλειπε ο γιακάς; «Où est-ce votre col?», «J’ ai oublièe, Madame, ma Chère», «Désordonnée, là bas», «έξω». Μία, μια φορά είχε κάνει περμανάντ, είχαν βγει τα περμανάντ, είχε κάνει περμανάντ. «Dehors» της λένε, «έξω». Όταν κατέβηκα να πάρω κιμωλίες εγώ, την είχαν – είχαν κάτι βρύσες έξω – της είχανε βάλει κάτω από τη βρύση και πλάτσα πλούτσα το κεφάλι της το κοπανάγανε, το κάνανε μούσκεμα. Μία καλόγρια από δω και μία από κει, της κάνανε μία χωριστά από δω μέχρι εκεί, της πιάσανε κοτσιδάκια και ένα από κει και με κορδόνια από τα παπούτσια της τα δέσανε. «Allez à votre classe», της είπαν. Οι τάξεις μέσα είχαν την έδρα του καθηγητή, αλλά δίπλα είχε και μία έδρα μικρότερη που ήταν η καλόγρια σαν επιμελήτρια και είχε το πλάνο, όπως στα θέατρα πώς έχουν, είχε το πλάνο. Τα θρανία μας ήταν καρεκλάκια βιδωτά και ανοίγανε έτσι, ανοίγανε. Αυτή στο πλάνο είχε – ήταν αριθμημένα όλα – είχε στον κάθε αριθμό ποια καθόταν, το όνομα, είχε έναν κατάλογο. Μίλαγες; «Bavardée», φλύαρη, «un mauvais point», μία τελεία, ένα τέταρτο του βαθμού. Έκανες, ήσουν ακατάστατη; «Désordonnée». Άλλη. Ο έλεγχος είχε δύο σκέλη. Στο ένα ήταν αυτά. Αν ήσουν καθαρή, αν ήσουν φλύαρη, αν ήσουν καβγατζού, η διαγωγή με λίγα λόγια και στο άλλο ήταν τα μαθήματα. Στο ένα έπαιρνα «coordonnée », έπαιρνα και κούτα – «coordonnée » που μας βάζανε στα μαθήματα. Εντάξει, τάξη με τάξη μεγάλωνα. Κι εκείνη από ‘κει κοίταζε. Όταν βγαίναμε το μεσημέρι στην αυλή να φάμε, το μεσημέρι απαγορευόταν να μιλήσεις ελληνικά από εκεί πέρα. Υπήρχε μία νοητή μπομπίνα, καρούλι που το λέμε, κουβαρίστρα, νοητή. Την προηγούμενη μέρα η καλόγρια έλεγε: «Euphrosine, prenez la bobine et donnez la bobine», «πάρε την μπομπίνα και δώσε την αύριο». Την άλλη μέρα εγώ, αφού τρώγαμε στην τραπεζαρία και να μην είχαμε μήλο να το καθαρίσουμε, γιατί οι καλόγριες περνάγανε από πάνω και βλέπανε πιρούνι, μαχαίρι πώς το κρατάς, πώς τρως, πώς απλώνεσαι, όλα τα κοιτάζανε. Μία πάνω μία κάτω πήγαινε. Το μήλο ήταν θάνατος, θάνατος. Πήγαινες να ξεφλουδίσεις το μήλο και σου έφευγε το μήλο. Εν πάση περιπτώσει, εγώ έπρεπε να γυρίζω στην αυλή να δω ποια θα μιλήσει ελληνικά[01:40:00] από την τάξη μου. «Prenez la bobine. À quelle heure?», και τι ώρα είναι. Αυτή τώρα παλούκι της έμπαινε, έπρεπε να βρει άλλη να τη δώσει την μπομπίνα και δεν μπορούσε να την κρατήσει και πολλή ώρα γιατί σου έλεγε: «Άμα είναι, κάτσε εσύ», και δε θα τη δώσει την μπομπίνα και κράταγε ώρα. Τ’ απόγευμα μπαίναμε στην τάξη. Άρχιζε και χτύπαγε η καμπάνα. Κάναμε τα γαλλικά την προσευχή: Au nom du Père, du Fils et du Saint-Esprit και τα λοιπά. Κάναμε την προσευχή μας στα γαλλικά, φώναζε το απουσιολόγιο, «καθίστε» η καλόγρια – ήταν οι καλόγριες που μας έκαναν τα γαλλικά – κι έλεγε: «Euphrosine, à qui a donnée la bobine?», «Πού έδωσες την μπομπίνα», «Κουλουφάκου», «À quelle heure», τάδε. Έγραφε εσύ πού την έδωσες, τι ώρα την έδωσες και τελείωνε από κει και μετά άρχιζε το μάθημα. Το παιδαγωγικό τους σύστημα ήτανε άριστο. Είχαν πολύ ωραίο παιδαγωγικό σύστημα. Να σκεφτείς ότι είχαν ποιήματα τους Αισώπειους μύθους. Και εγώ όταν πήγα στη Γαλλική Ακαδημία, έδωσα σε Αισώπειους μύθους. Δηλαδή, έδωσα ποίημα Le corbeau et le renard, «O κόρακας με την αλεπού». Έδωσα τέτοιο. Και είχα μια, η μία με βαθμολόγησε με 18 κι ο άλλος με 8. Όταν πήγα εκεί, «τι είναι αυτό» λέω «8 και 18;». Μια φορά με βάλανε και είπα και το La cigale et la fourmi, τον «Tζίτζικα με το μυρμήγκι» και είδαν ότι… και μου το φτιάξανε 18. Ήταν ωραίο το παιδαγωγικό, ήταν ωραία. Μ’ άρεσε, αλλά εμείς ήμασταν από δημόσια σχολεία. Στην έκτη δημοτικού σχεδόν δεν είχαμε καθόλου δάσκαλο Και δεν μπορούσαμε να συναγωνιστούμε τα κορίτσια, τα παιδιά, τα κορίτσια αυτά που ήταν από ιδιωτικά σχολεία. Ξέρανε πολύ και τα φέρναμε δύσκολα εμείς. Πολύ δύσκολα τα φέρναμε εμείς.
Δύσκολα με τα μαθήματα εννοείτε;
Εγώ τα έφερνα, ιδίως στα μαθηματικά, πολύ δύσκολα. Στην Γ'- Δ' γυμνασίου έμεινα μετεξεταστέα σ’ αυτό. Ντράπηκα, δεν ξαναπήγα. Τσαντίστηκα κιόλας, εν πάση περιπτώσει, ήμουνα και μυστήρια. Και ήρθε ο Ασιατίδης – είχε ατελιέ η μάνα μου κάτω και πέρασε ο Ασιατίδης από εκεί – «Έλα σχολείο», μου λέει – ήταν στη Δραπετσώνα, είχε σχολείο – «Έλα σχολείο μου. Τώρα τον έχασες τον χρόνο που τον έχασες. Έλα να παρακολουθήσεις να μην ξεχάσεις αυτά που ξέρεις». Καλό μου έκανε. Πήγα και παρακολουθούσα και έτσι συνέχισα από κει και πέρα κανονικά τις τάξεις αλλά τον ένα χρόνο τον είχα χάσει. Δε μ’ ένοιαζε γιατί κέρδιζα ένα χρόνο, δε με πείραζαν αυτά τα πράγματα. Δε με πείραζαν.. Αλλά, δόξα τω Θεώ στο Λαύριο καλά πέρασα. Πολύ καλά πέρασα. Παρέες ωραίες βγαίναμε τη Μεγάλη Εβδομάδα, μαζεύαμε ανεμώνες. Πηγαίναμε στα γαϊδούρορέματα – εκεί που είναι τώρα τα κότερα που βάζουνε, η Olympic, ήταν μία λίμνη – μαζεύαμε καβούρια. Τέτοια είχαμε, τέτοια. Ένα βράδυ πήγαμε να κλέψουμε και αμύγδαλα. Κλεφταράδες μεγάλοι. Γυρίσαμε στην εκκλησία στον Επιτάφιο και ήμασταν γεμάτοι κάμπιες. Γελάγανε οι άλλοι, γιατί είχαμε γεμίσει κάμπιες. Και μέχρι σήμερα που πήγα στο Λαύριο, Οι περισσότεροι Λαυριώτες από εκεί πήραν τη σύνταξή τους και είχαν αμπέλια πάνω από εκεί, και έχουν κάνει σπίτια εκεί. Και εκεί πάνω τώρα που έχω εγώ το κτήμα που μου έδωσε ο παππούς το κτήμα εκείνο εκεί πάνω, όλοι Λαυρεωτικής έχουν κουβαληθεί εκεί. Φίλοι μου, συγγενείς μου, τα παιδιά τους, τώρα μέσα. Και γι’ αυτό και το προφίλ μου έχει περισσότερους από 300 Λαυριώτες μέσα, έχουν μπει. Εκτός από τους 600 που έχω εγώ, έχω και άλλους τόσους από εκεί πέρα. Λοιπόν, σχεδόν χίλιους κοντά να φτάσω, να έχω, αλλά σιγά σιγά το έχω βαρεθεί κιόλας αυτό. Τώρα έχω μπει και στο Twitter, έχω. Περισσότερο παρακολουθώ τα επιστημονικά, αυτά παρακολουθώ. Δεν παρακολουθώ απ’ τα άλλα. Αλλά, με τους Λαυριώτης μιλάω, τα λέω μέσα στο Facebook. Κάνουμε το καλαμπούρι, οι Λαυριώτης έχουν μεγάλο καλαμπούρι. Καλαμπούρι έχουν, πολύ μεγάλο καλαμπούρι και κάνουμε το κουτσομπολιό μας εκεί στο φατσοβιβλίο που λέμε.
Εσείς, σε σχέση με τη Μακρόνησο βλέπατε να πηγαινοέρχεται ο κόσμος;
Πηγαινοέρχονταν. Φαντάροι κατέβαιναν, εντάξει. Μία φορά μας κλείσανε μέσα. Κάτι κάνανε εκεί, Επανάσταση. Τι κάνανε; Ύστερα το διάβασα αυτό στον Λουντέμη. Κάποια επανάσταση κάνανε, κάποιο θέατρο κάνανε στο 1ο Τάγμα. Κάποιο θέατρο είχαν κάνει. Τώρα γιατί σκοτώθηκαν; Γιατί κάνανε αυτό; Και εμάς στο Λαύριο μας κλείσανε για μια - δυο μέρες. Γιατί μας κλείσανε δεν ξέρω. Αλλά εμείς επειδή είχαμε τον φούρνο, δεν μας κλείσανε τον φούρνο εμάς. Αλλά μας είχαν βγάλει καραντίνα, μετά από αυτή τη φασαρία που γίνηκε. Γιατί; Δε μάθαμε. Λέγανε άλλοι ότι φέρνανε και θάβανε στα νεκροταφεία. Και γιατί να μην θάβαν εκεί πέρα να τα θάψουν εδώ πέρα; Δεν τα είδα. Η ουσία είναι μία. Ρώτησα κάποτε κάποιον: «Ξέρεις γιατί ήταν εκεί στη Μακρόνησο; Ποιοι ήταν;». Λέει: «Λάθος κάνεις». Ήταν αυτοί οι φαντάροι, φαντάροι ήτανε στη Μακρόνησο που δεν θέλανε να πάρουν όπλο να πολεμήσουν σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο. Και δεν παίρνανε όπλο, δε θέλανε να πολεμήσουν και τους βγάλαν κομμουνιστές και τους φέραν εκεί πέρα. Πολιτικοί κρατούμενοι. Όταν ήρθε ο Καραμανλής ύστερα και έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν μπορούσε να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας με πολιτικούς κρατούμενους και τους αμολάρισε. Τους άλλους, θυμάμαι μέχρι το ‘60, τη δεκαετία του ‘60. Το ‘62 που βγήκε ο Παπανδρέου άφησε και τους ποινικούς που λέγανε οι ποινικοί. Ένας θεός ξέρει αν ήτανε και ποινικοί. Άφησε και εκείνος. Δημοκρατία, σου λέω, με πολιτικούς κρατούμενους δε γίνεται.
Εσείς δεν είδατε όμως…
Όχι, κάτι που λένε βασανιστήρια, όχι δεν έχω δει. Δεν είδα τέτοια πράγματα. Λέγανε, πολλοί λέγανε, αλλά δεν άκουσα. Αλλά, εκείνο που άκουγα, είχαν έναν πολύ ωραίο, «Σκαπανέας» λεγόταν, ραδιοφωνικό σταθμό. Από το πρωί μέχρι τις 12:00 τον έβαζα συνέχεια, συνέχεια κι άκουγα Κωνσταντοπούλου, Μαρέλλι, Μαρούδας, Δέδες…Όλοι αυτοί οι μεγάλοι τραγουδιστές τραγουδούσαν όλη την ημέρα. Ψαροπούλα μες στις θάλασσες και στα ακρογιαλιά τραγούδια, 5 Έλληνες στον Άδη, ανταμώσανε ένα βράδυ και το γλέντι αρχινάνε, Τι έχεις Φρόσω κι όλο κλαις. Όλα αυτά τα τραγούδια. Λοιπόν, τα ακούγαμε κάθε βράδυ. Η Ελίζα Μαρέλλι και ο άντρας της Κωνσταντοπούλου – το βιολί που έχει, Μωράκης, ναι, Μωράκης – πολύ Μωράκη κι ακούγαμε πολύ, κάθε απόγευμα αυτό. Όλο το Λαύριο αντιλαλούσε: «Σκαπανεύς Μακρονήσου». Ακούγαμε «Σκαπανέα Μακρονήσου». Είχε ωραίο, είχε ποιότητα. Είχε ποιότητα.
Να ρωτήσω κάτι ακόμη σε σχέση με την περίοδο της γερμανικής κατοχής και τους βομβαρδισμούς;
Ποιους;
Τους βομβαρδισμούς που είπαμε πριν.
Να σου πω και ένα παιδί που σκοτώσανε; Εκεί πάνω, όταν φύγανε οι Γερμανοί – είδες που σου είπα, επιστρέψανε εδώ – και είχαν επιστρέψει, κάπου εκεί στον Άγιο Διονύση υπήρχε μία αποθήκη με ζάχαρη και είχε πάρει φωτιά. Και πήγε το παιδί – ήταν 16 χρόνων το παιδί – και βρήκε καμένη ζάχαρη και την πήρε και την έτρωγε. Και γύρισε το κάθαρμα ο Γερμανός εκεί και το είδε κι έβγαλε και το σκότωσε το παιδί.
Εσείς το είδατε αυτό;
Όχι. Το φέρανε πεθαμένο. Ξέραμε ότι το σκότωσε. Δηλαδή, αυτά ακουγόντουσαν. Δεν είχαμε τηλέφωνα τότε. Το σκότωσε με τη σφαίρα ο Γερμανός, γιατί κράταγε στο χέρι του τη ζάχαρη. Ήτανε… και το σκότωσε.
Δηλαδή εσείς είδατε που τον φέρανε πια…
Την κηδεία είδαμε. Στην κηδεία τον φέρανε. Ναι, φυσικά στην κηδεία το παιδί αυτό, αφού τον σκότωσε.
Από το βομβαρδισμό του Αγίου Νικολάου που διήρκησε τέσσερις ώρες; Μετά, όταν τελείωσε ο βομβαρδισμός, ποια ήταν η εικόνα που είδατε; Τι ήταν το πρώτο πράγμα που είδατε;
ο πρωί βγήκαμε έξω. Έξω από τον Άγιο Ευθύμη, ήτανε γκρεμισμένος, το περίπτερο που είναι τώρα. Είδα κάποιο χέρι, κάποιο πόδι από κει. Όπως είναι το σχολείο που πάει το αυλάκι, το αίμα έτρεχε κάτω. Δεν άντεξα, ο παππούς με πήρε και φύγαμε. Είχαν διαμελιστεί πολλά σώματα, σου λέω σε ένα σπίτι μέσα ήταν 16 άτομα, στου Καρπούζη το σπίτι, 16 άτομα. Ήταν γιορτή του Αγίου Νικολάου και γλεντάγανε. Αλλά από κει και πάνω, από του ΚΡΕΤΑ προς τα καταφύγια που σου λέω και πάνω, 500 μέτρα που ήταν τα πυροβολεία δεν είχαν ρίξει καμία βόμβα. Και ερχόμασταν και κρυβόμασταν. Ο κόσμος από κει ερχόταν κάτω από το αντιαεροπορικό και κρυβόταν γιατί δεν βαράγανε... Τα νεκροταφεία βαράγανε, τα σχολεία, τα νεκροταφεία, την Αγία Τριάδα βαρέσανε, σκότωσαν τις μαθήτριες μέσα στην Αγία Τριάδα. Από την Εμπορική Σχολή οι μαθήτριες είχανε μπει μέσα στην Αγία Τριάδα, για να γλιτώσουν και τις σκοτώσανε. Σεπτέμβρης ήταν. Όχι, Σεπτέμβρης ήταν ο άλλος μεγάλος βομβαρδισμός που έγινε κάτω στο αυτό και σκοτώσαν τις μαθήτριες. Μπήκανε και σκοτωθήκαν οι μαθήτριες μέσα στην Αγία Τριάδα.
Εσείς, όταν η μητέρα σας πήγαινε, είχε το συνεταιρισμό και πήγαινε το συσσίτιο, το φαγητό στους φυλακισμένους, πηγαίνατε μαζί; Το θυμάστε;
Εγώ όχι. Όχι. Είδα – γιατί πήγαινε και έπαιρνε το συσσίτιο του πατέρα μου κάτω – είδα τους τενεκέδες που τους γεμίζανε, η μάνα μου τράβαγε το καροτσάκι, οι άλλες σπρώχνανε. Η μία καθόταν εκεί απέναντι στον Άγιο Ευθύμιο, η μία και η άλλη από την κάτω μεριά καθόταν. Σπρώχνανε το καροτσάκι. Αλλά η μάνα μου, τώρα, που μου έλεγε η μάνα μου: «Παιδί μου», λέει «ούτε αυτό, λες και πήγαινε επιτάφιος – μου λέει – ήτανε». Και είπα, συμφώνησα με τον αυτόν, τον Σαμαράκη που λέει: «Ήταν ωραίος ο λαός μας».
Την ώρα που γινόταν ο βομβαρδισμός του Αγίου Νικολάου, πού είπαμε ότι βρισκόσασταν εσείς;
Όλη τη νύχτα, 4 ώρες μέχρι το πρωί βομβάρδιζαν. 4 ώρες βομβαρδισμό. 4 ώρες. Ήταν από πάνω όλος ο… από το… από ‘κει από το Τσιμεντάδικο που λέμε μέχρι τ[01:50:00]ον Πειραιά κάτω, από πάνω ο ουρανός ήταν φωτοβολίδα όλη. Μέρα ήταν ο ουρανός, μέρα. Αφού έβλεπες τα αεροπλάνα που άνοιγαν και έπεφταν οι βόμβες. Τα έβλεπες. Μέχρι που ξημέρωσε. 4 ώρες βομβαρδίζανε και εμείς από κάτω.
Εσείς πού ήσασταν; στο σπίτι;
Στον Αυγέρη απέναντι, εκεί καθόμουν. Και σου είπα από κει και πάνω δεν μας είχε πιάσει. Αλλά, αυτή τη συγκεκριμένη βαρέσανε τον Άγιο Ευθύμη την εκκλησία, το νεκροταφείο, αυτά βαρέσανε. Τώρα το νεκροταφείο τι τους έκανε; Αλλά ξέρεις τι γινόταν; Πολλοί πήγαιναν και κρυβόντουσαν στο νεκροταφείο μέσα, στα κενοτάφια. Αν και όταν βάραγε ο συναγερμός, το πιο ασφαλές μέρος ήταν επάνω, το Σελεπίτσαρι που είναι τώρα. Στις ελιές, του παπά τις ελιές που λέγαμε. Η θεία μου τον έκανε τέσσερα λεπτά τον δρόμο. Έτρεχε. Πιο ασφαλές ήταν εκεί πέρα στο βουνό στην Αμφιάλη επάνω και εκεί δε βομβαρδίζανε. Δεν βομβαρδίζανε. Και έγινε το Σελεπίτσαρι, τώρα εκεί πέρα έχει γίνει. Εκεί, «του παπά τις ελιές» το λέγαμε.
Χτυπούσε συχνά ο συναγερμός; Η σειρήνα;
Ο συναγερμός σφύραγε, συνήθως έπρεπε να σφυράει πριν έρθουν τα αεροπλάνα, αλλά η RAF πολλές φορές βάραγε πρωτού σφυρίξει η σειρήνα, όπως την πάτησα εγώ εκείνη την ημέρα. Ύστερα ήρθαν τα αμερικάνικα που μπήκε η Αμερική. Αυτοί κάνανε 10 γύρους και στον 11 βαράγανε, στον 11ο βαράγανε. Δε βαράγανε αμέσως.
Τους βλέπατε δηλαδή.
Οι Αμερικάνοι, όχι, δε βαράγανε αμέσως. Και προλάβαινε ο κόσμος κι έτρεχε στα καταφύγια και κρυβόντουσαν. Και στην Αμφιάλη πήγαινες. Αλλά, οι άλλοι οι ελεεινοί; Και μια φορά με είδανε, εκεί που είναι το ΚΑΠΗ το παλιό που ήταν εκεί πέρα προς τη Χατζάβας από πάνω, σταμάτησε ένα τζιπ και είχα ένα κοριτσάκι, Φωτεινή το λέγανε και το είχα βγάλει έναν περίπατο και σταμάτησε ένα τζιπ εκεί –πιο κάτω από τον Αυγέρη, στην Αδριανού μιλάω τώρα – και βγήκε από μέσα ένας Εγγλέζος, ένας γλειμμένος με κάτι γλειμμένα πόδια με βερμούδες και μου έδωσε μια σοκολάτα στρογγυλή, της έδωσε και πάει να μπει μέσα στο τζιπ και δίνω μια και του την πετάω. Του την πέταξα μέσα στο τζιπ τη σοκολάτα, δεν την έφαγα, μια στρογγυλή ήταν, το θυμάμαι. Μπαμ τη σοκολάτα μέσα.
Από μόνος του σταμάτησε και κατέβηκε;
Ναι, σταμάτησε. Σταμάτησε και κάτι είχε δουλειά, ποιος ξέρει; και είδε και το… και μας έδωσε μία σοκολάτα, αλλά του την πέταξα μέσα στο αυτοκίνητο. Μόλις που έβαλε μπρος, του την πέταξα μες στο αυτοκίνητο. Ήμουν περήφανη. Δεν τους ήθελα. Γλοιώδεις τύποι, γλοιώδεις τύποι, οι Γκούλας. Ποιος τους έφερε τους Γκούλας; Τι δουλειά είχαν οι Γκούλας εδώ πέρα; Να σκοτώνουν τον κόσμο. «Αλτ» και Αλτ», να μην μπορείς να περάσεις. Αυτά να αποφύγουμε. Ο Θεός να δώσει να τα αποφύγουμε. Όλα αυτά να τα αποφύγουμε, γιατί ο πόλεμος σε σκοτώνει και δεν σε σκοτώνει. Εδώ κατέβαιναν πολλοί και είχαν ένα χαρτί και λέγανε αυτόν, αυτόν, αυτόν και αυτόν. Αυτούς εδώ τους περνάνε να τους πάνε στο βουνό, δήθεν για δικαστήριο και στον δρόμο τους τρώγανε. Λαϊκό δικαστήριο. Κουραφέξαλα. Ποιοι ήταν; Ξέρεις ποιοι ήταν; Φοράγανε κάτι ρεπούμπλικες, κάτι τρενσκότ φοράγανε, είχανε και ένα πιστόλι στην τσέπη κι άμα τους έκανες, σου βάζανε και το πιστόλι στο αυτό, «Προχώρα ρε, πήγαινέ μας σ’ αυτούς». Ήξερες απέναντι στου ΚΡΕΤΑ, που είχε ανοίξει η Σοφία ένα κομμωτήριο; Ο πατέρας της ο Θεόφιλος – είχε εκεί κάτω στη Χιλής, κάτω – δούλευε σ’ έναν κουρέα. κάλφας μάθαινε. Ήρθαν και τον είδανε απ' έξω στην ΕΠΟΝ, κάπου ήταν εκεί πέρα και του δώσανε ένα χαρτί με αυτουνού το όνομα. Σπύρο τον λέγανε, δε θυμάμαι το επίθετο πώς λεγόταν και τον πήγαν σπίτι. «Ρε παιδιά, αυτός είναι καλός άνθρωπος», και αυτός που είχε το πιστόλι στην τσέπη, του το έβαλε στα νεφρά πίσω. «Προχώρα, ρε», του λέει. Κατέβαινε τώρα πίσω από τα σκαλιά, που είναι τα σκαλιά, κατέβαινε τη Χιλής ο… τα σκαλιά στη Δωρίδος, του Μισαηλίδη που λέμε και σκεφτόταν πώς να σώσει το αφεντικό του. Όταν έφτασε κάτω κι έπιασε τη Νικομηδείας αρχίζει και φωνάζει: «Κυρα - Κατίνα, κυρά - Κατίνα, συλλυπητήρια για τον πεθερό σας. Γύρισε το αφεντικό από την κηδεία;». Ποιο αφεντικό; Δεν είχε πεθάνει κανένας πεθερός της. Αυτός όμως φώναζε. Από μέσα άκουσε: «Όχι, όχι πες». «Όχι, αύριο θα γυρίσει» και γυρίσανε πίσω. Κι ο Θεόφιλος το γλίτωσε το αφεντικό. Το βάζει στο πόδι και τρέχει.
Εσείς αυτό πώς το μάθατε το περιστατικό;
Ο ίδιος ο Θεόφιλος μου το είπε. Τον Θεόφιλο τον είδα και στην… πίσω από την… του Λιάκου τα φροντιστήρια που ήταν εκεί πίσω, είχαν στήσει οι αριστεροί πολυβόλα εκεί πέρα κάτω. Σου είπα, ήμασταν από πίσω τώρα εμείς κι εκεί τον είδα τον Θεόφιλο. Εκεί τον είδα. Τον Μαμούνη τον Θωμά τον σκοτώσανε κι αυτόν, αλλά εκείνος που ήταν παλικάρι, ήταν ο Σαλίκας. Ξέρεις ποιος ήταν ο Σαλίκας; Αυτός ήρθε από το Βόλο, ήρθε. Όπως πάμε που ήταν του Φλώκου, το μονοπώλιο που πούλαγε, δίπλα δεν ήταν ένα μαγαζί εμπορικό; Αυτός ήταν ο Γιάννης. Αυτός από 16 χρονών στο βουνό και κουβάλαγε όπλα μέσα από τους Γερμανούς στον Αλμυρό και όταν ήρθε εδώ πέρα, ήταν εκεί πέρα στη μάχη κι αυτός. Ήταν, υπήρχαν σοβαροί άνθρωποι, δεν ήταν…Και αυτόν τον είδα εκεί πέρα με το πολυβόλο, τον αυτόν με τον Θεόφιλο δηλαδή, τον Θωμά τον Μαϊμούνη… κάτι ας πούμε, δηλαδή, οι οποίοι δε ζουν. Σκοτωθήκανε, σκοτώθηκαν, έτσι πήγανε, από δω και από κει πήγανε. Τους γνώριζα αυτούς. Πήγαμε στο καταφύγιο που σου ‘πα εκεί πίσω. Ήμασταν από πίσω εμείς τώρα και περάσαμε από κει. Περάσαμε από κει για να πάμε απάνω εκεί πέρα στο υπόγειο εκείνο. Εκείνο ήταν μιας Ιωαννίδου λεγότανε, οδοντίατρος ήτανε και ήταν το βουνό, είχε πάει αυτή. Είχε φύγει, αριστερή ήταν αυτή. Σου είπα, η μάνα μου πήρε δρόμο για το Λαύριο. Με τα πόδια πόσο είναι μέχρι το Λαύριο; Με τα πόδια. Τη νύχτα περπάταγε. «Φτάσαμε μέχρι το Μαρκόπουλο», λέει και πηγαίνανε, για να μαζέψουνε ελιές, τι πήγαιναν να κάνουν λέει, και «καβάλαγα κανένα κάρο και πήγαινα παρακάτω και παρακάτω από το Μαρκόπουλο και εκεί όλο και ξεκουραζόμουν και έφαγα και μία μπουκιά, κανένα κομμάτι μπομπότα». Αλλά να κατεβαίνει 7 σκαλιά κάτω; 7 σκάλες ήταν που κατέβαινε κάτω, σιδερένιες σκάλες. Εκεί κάτω ήταν το πηγάδι του υδραγωγείου και αυτό είχε ένα μυστήριο πράγμα. Όσο και να τράβαγες νερό μέχρι το γόνατο πήγαινε, ούτε λιγόστευε ούτε περίσσευε. Και ακόμη υπάρχει τώρα γιατί πήγε η ΕΥΔΑΠ τώρα εκεί, αλλά αυτό υπάρχει. μουσείο το έχουνε. Και μάλιστα, διαμαρτύρομαι πολλές φορές γιατί το αγάπησα αυτό μέρος πολύ, ο θείος μου με κράταγε εκεί πάνω και το άφησαν και το κάνανε σκουπιδότοπο. Και ξέρει ότι στο Λαύριο υπάρχει και το αρχαιότερο θέατρο, στο Θορικό. Και μία φορά με στείλαν από δω, ο Δήμος, ήξεραν ότι ήμουν εκεί το καλοκαίρι και με πήραν τηλέφωνο, ο Τζανής ήτανε και λέει: «Έρχονται δύο πούλμαν και κοίταξε να τους ξεναγήσεις». Και τους σταμάτησα στο Ορυκτολογικό μουσείο εκεί πέρα. Από πού αρχίζει από το Θορικό, ιστορία τώρα αρχίζει, του Καρέλλα, πούλησε ο Καρέλλας τα εργοστάσια ύστερα, όλα αυτά. Τι να πρωτοδείξω που θέλανε να μάθουνε για τον Καρέλλα και για τα εργοστάσια που κλείσανε, την ΙΖΟΛΑ… Κι έτσι από εκεί τους πήρα – αφού το Ορυκτολογικό είναι ένα υπέροχο πράγμα μέσα, πετρώματα να δεις εκεί τι γίνεται – και τους πήρα από κει και τους πήγα πάνω στον Άγιο Αντρέα, στο καμπαναριό, επάνω. Και άρχισα να τους δείχνω, λέω: «Από εκεί είναι το θέατρο, εδώ είναι η αγορά», έφτασα στου Δέδε και φτάνω στου Καρέλλα τώρα το εργοστάσιο. Από του Καρέλλα θα πήγαινα στην ΙΖΟΛΑ, τα εργοστάσια που κλείσανε. Έρχεται ένας παπάς μ’ ένα παιδί με μία τσάντα, κάτι και μία τσάντα κράταγε αυτός «Άσε τα τώρα αυτά κυρία Φρόσω, άσε τα αυτά». Τώρα πού να τις κάνεις που όλες είναι αγιαστούρες όλες, ξέρεις. Όπου εκκλησία, μοναστήρι μπαίναν μέσα και γράφανε. «Τι γράφετε μωρέ;», «ονόματα», «τι ονόματα; στο αποχωρητήριο τα πετάνε». Εν πάση περιπτώσει, γράφανε εκείνες. 'Αμα τώρα τα πω του παπα-Κωνσταντίνου, του τα ‘πα.
Τον χώρο στη Βούλα θυμάστε να μας τον περιγράψετε; Εκεί που πηγαίνατε και συναντούσατε τα παιδιά.
Τη Βούλα; Να σου πω. Η στάση είναι πάνω στην αυτή, είναι μία εκκλησία, μία στρογγυλή εκκλησία που είναι και δεν έχει… αυτό είναι ότι από την πόρτα να πας μέχρι πάνω τα περίπτερα, έχει δρόμο, δεν, πρέπει να έχεις ποδήλατο να πας, δεν πας εύκολα. Αυτό κάπου ήταν δεξιά εκεί που πηγαίναμε. Ο χώρος αυτός είναι. Έχει περίπτερα περίπτερα μέσα. Δηλαδή, ήταν κάποιος να χειρουργηθεί, ας πούμε, μέσα. Τον κατέβαζαν απ’ το βράδυ, τον ξυρίζανε ανάλογα, βοηθούσαμε καμιά φορά και στο ξύρισμα να χειρουργηθεί την άλλη μέρα. Οι γιατροί ήταν κάτω, το περίπτερο ήταν επάνω. Υπήρχε περίπτερο που απείχε ένα χιλιόμετρο από τα ιατρεία από κάτω. Έτσι ήτανε τα περίπτερα εκεί. Τώρα πώς γινήκανε, δεν ξέρω, τι να σου πω εγώ τώρα. Εγώ είμαι της παλιάς σχολής, τα παλιά ξέρω και δεν ήμουνα μόνη. Ήταν κι άλλες που προσφέραμε και δουλειά, έτσι; Προσφέραμε. Είχαμε μια ομάδα από δω πάνω που όσοι δεν είχαν, είχαν δυσκολία και μια φορά μας ειδοποίησαν στη Δραπετσώνα. Εγώ και μια, η Δαντέλαινα, η κυρά Βάσω Τοκουμενίδου, η κόρη της σηκωθήκαμε να πάμε να δούμε τι συμβαίνει. Εκεί που είναι τώρα του Σκλαβενίτη, τα Lidl απέναντι είναι το τρόλεϊ, από κει πίσω ήταν μια παράγκα, παράγκες ήταν. Πήγαμε και βρήκαμε μία γυναίκα κατάκοιτη στο κρεβάτι, κατακίτρινη, αδύνατη, τα κακά της χάλια εξαντλημένη σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι και δεν υπήρχε τίποτα άλλο μες στο σπίτι. Και ήταν και γρατζουνισμένη. Της λέμε: «Πού είναι; Ποιος;», της είχαμε πάει τρόφιμα όμως. «Πού είναι το παι[02:00:00]δί;» «Η κόρη μου – λέει – είναι έξω» και έκλαιγε. «Τι έχεις εσύ;», «Αιμορραγίες έχω». Αυτή είχε μάλλον κλιμακτήριο, είχε. Της λέω, λοιπόν: «Τι είναι αυτές οι γρατζουνιές που έχεις;» και είδα κι ένα κομμάτι ψωμί κάτω πεταμένο. «Τι να σου πω;», μου λέει. «Βγήκε το κοριτσάκι μου έξω και κάποιος του έδωσε ένα κομμάτι ψωμί και το πήρε και το ‘φερε μέσα. Και της είπα: «Εσύ θα πας να βγεις έξω, θα πάρεις λίγο ψωμί, κάποιος θα σου δώσει. Άσε να το φάω εγώ το ψωμί να σταθώ στα πόδια μου». Το τράβηξε η κόρη μου, το τράβηξα εγώ, γρατζουνιστήκαμε, βγάλαμε τα μάτια μας και στο τέλος, δεν είχαμε καρδιά ούτε το παιδί μου να το φάει ούτε και εγώ. Εκεί στη γέφυρα απέναντι, το REX, το είχε ένας γιατρός, μαιευτήρας, Εβραίος, καλός. Πήγα εκεί, «Αυτό κι αυτό συμβαίνει» του λέω. Μου λέει: «Πάμε τώρα να δω», ήρθε ο άνθρωπος, κοίταξε. «Αύριο το πρωί θα έρθεις πάνω να σου κάνω απόξεση. Δε θα έχεις φάει τίποτα, θα είσαι νηστικά, θα σου κάνω απόξεση γιατί έχεις κλιμακτήριο και χάνει αίμα πολύ». Πράγματι, την άλλη μέρα ήρθε ο γιατρός, την πήρε. Εκεί ήταν και ένα φαρμακείο δίπλα στου Καράμπαμπα, ο Όμηρος που λεγόταν, ανέλαβε ο άνθρωπος και της έδωσε τα φάρμακα της όλα και εμείς μάθαμε το κοριτσάκι να χειρίζεται την γκαζιέρα που δεν ήξερε. Κάναμε τέτοια πράγματα, κάναμε. Αλλά, ήτανε… είμαστε εκτός έδρας εκεί και τα πήγαμε στη ζούλα κάπου, γιατί έπρεπε να πάει Δραπετσώνα. Αλλά είχα εγώ πρόσβαση που ήμουν και από τη Δραπετσώνα, και μπορούσα και το σκέπαζα. Όπου μπορούσαμε, βοηθούσαμε. Τώρα δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.
Εκεί, στη Βούλα, τι πηγαίνατε στα παιδιά; τι τους δίνατε;
Ε;
Στη Βούλα, στα παιδιά τι δίνατε;
Πώς πηγαίναμε;
Τι δίνατε; Τι τους δίνατε; Πηγαίνατε στη Βούλα και τι τους δίνατε;
Δικά μας πράγματα. Καραμέλες, καμιά σοκολάτα, τέτοια τα πράγματα. Τι να τους δώσουμε; Αφού ο παπάς δεν έβαζε το χέρι στην τσέπη, δηλαδή, η επιτροπή να πει: «Ξέρεις, πάρε αυτά τα δώσεις στα παιδιά». Ό,τι παίρναμε από την τσέπη μας και ίσα-ίσα που μπορούσαμε να εξοικονομήσουμε καμία δραχμούλα και ερχόμασταν στο Πασαλιμάνι και μπαίναμε σ’ ένα αυτό και κάναμε και τον Αργοσαρωνικό μια βόλτα, για να μας φύγει η στεναχώρια, γιατί μαύριζε η ψυχή μας, μαύριζε. Φεύγαμε και μαύριζε η ψυχή μας, δεν ήτανε κατάσταση αυτή.
Πόσα άτομα πηγαίνατε;
Εξαρτάται. Κοίταξε, η Θοδώρα, η Βαρβάρα που πήγε καλόγρια, η Τοκουμενίδου.. 5-6… πολλές φορές και περισσότερα, αλλά συνήθως αυτά κινιόντουσαν. 5-6, εκεί κινιόμασταν.
Και πόσα παιδιά είχε εκεί; Πόσα παιδιά συναντούσατε συνήθως;
Πού να ξέρω εγώ; Δε ρωτούσαμε τέτοια πράγματα, γιατί μπαίναμε σε ξένα οικόπεδα και καταλαβαίνεις, σε ξένα οικόπεδα δεν είναι καλό να μπαίνεις και, ιδίως αν αγγίξεις την καρέκλα δημοσίου υπαλλήλου, δεν πας καλά.
Στο Νταού Πεντέλης πηγαίνατε συχνά;
Στο Νταού Πεντέλης δυο-τρεις φορές έχω πάει στο Νταού Πεντέλης. Άθλια κατάσταση... Τα σηκώσανε ύστερα από εκεί, δεν ξέρω. Είπανε ότι τα φέρανε στο Δαφνί, δεν ξέρω. Τα άδειασαν και τα φέρανε κάπου αλλού. Εκείνα πάλι, τι να τους κάνουν και οι κοπέλες μέσα; Αυτά τ’ άλλαζες, τα έπλενες και ξαναγινόντουσαν τα ίδια. Μερικά παιδιά αναγκάζονταν και τα είχαν δεμένα από το πόδι στο κρεβάτι απάνω, για να μη σέρνονται στα νερά κάτω. Ανάγκα και Θεοί πείθονται. Τώρα να μου πεις ότι απάνθρωποι, απάνθρωποι.
Πόσο χρόνων ήταν περίπου τα παιδιά;
Μωρά ήταν, μικρά. Ήταν από παιδάκια 2 χρονών, ήταν από 5, ήταν από 7, ανάλογα, παιδιά μικρά. Αλλά είχε παιδιά, αυτό που σου είπα που ήταν δεμένα, να ήταν 13-14 χρονών. Δηλαδή, του έδενες το πόδι να μην μπορεί να κατεβαίνει κάτω.
Ο χώρος πώς ήταν εκεί; Το δωμάτιο που τα επισκεπτόσασταν;
Ο χώρος, Κοίταξε, ο χώρος ήταν όσο μπορούσαν οι κοπέλες το είχαν καθαρά, αφού σου είπα τα παιδιά κατέβαιναν κάτω, γδυνόντουσαν. Τα ντύναμε και γδυνόντουσαν. Τα έβρισκες γδυτά. Τα πετάγανε τα ρούχα τους. Αυτά πάσχανε στο μυαλό τα παιδιά. Γεννημένα ήταν έτσι. Ύστερα τα πήρανε και τα πήγανε, λέει, στο Δαφνί. Δεν ξέρω τι γίνανε. Εμείς είμαστε εκτελεστική εξουσία που λέμε. Όπου μας στέλνανε να πάμε να κάνουμε κάτι, το κάναμε. Από κει και πέρα...
Όταν έρχεστε πάλι πίσω στο Κερατσίνι, δημιουργείτε ένα σύλλογο στη Δραπετσώνα. Σωστά;
Στη Δραπετσώνα, ναι, ήμουνα στον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων. Είχα τέσσερα παιδιά και τα σχολεία ήταν Αρρένων και Θηλέων. Τα δύο ήταν στο Αρρένων και τα άλλα στο Θηλέων. Έτσι μπήκα μέσα στη, ήμουν στα συμβούλια. Πάντοτε, Οκτώβρη μήνα ερχότανε απέναντι στο σχολείο, γιατί είχαμε πολλές επιτυχίες και πολλές υποτροφίες μέσα. Και μία χρονιά δεν μας ήρθανε. Εμένα με έτρωγε το σαράκι. Λέω δεν γίνεται, κάποια βρωμοδουλειά έχουν κάνει. Ήταν ο Ράλλης τότε και ο Κοντογιαννόπουλος αντιπρόεδρος, Υφυπουργός. Δεν πάει καλά το πράγμα. Γκρίνιαζα από δω, γκρίνιαζα από κει. «Και τι θα κάνουμε, βρε Φρόσω;», ο ένας, «τι θα κάνουμε;», ο άλλος. Λέει ο Χατζόπουλος και ο Κλαπανάς ο φαρμακοποιός, ήταν αντιδήμαρχος: «Δώστε μία εξουσιοδότηση στη Φρόσω να πάει να δούμε τι γίνεται γιατί επιμένει τόσο πολύ». Λέει και άλλη, μία κόρη Μπογδάνου, μία αυτή: «Κι εγώ μαζί, θα έρθω κι εγώ να σε βοηθήσω». Αν και αυτή είχε άλλη δουλειά και δεν μπορούσε να έρθει πολύ. Από πού να αρχίσω; Από πού ν’ αρχίσω; Λέω θα ξεκινήσω από το Δήμαρχο της Νίκαιας. Του λέω: «Στέλιο, θέλω να μου πεις τα τηλέφωνα των συλλόγων». Μου λέει: «Τι ακριβώς τα θέλεις;» Του είπα. «Γράψε – μου λέει – Κασσανδρής». «Τι;», «Κασσανδρής. Πάρε και το τηλέφωνό του και αυτός από εδώ έχει ξεκινήσει την ίδια δουλειά». Και τον πήρα τον Κασσανδρή. Έκανε χαρά ο άνθρωπος, «Έχουμε και τρίτον», μου λέει. «Από πού;», «από το Ζάννειο, το σχολείο, το 2ο του Πειραιά, το Γυμνάσιο Αρρένων. Τον… Μπαμπάκος λέγεται», το θυμάμαι, «Μπαμπάκος – μου λέει – λέγεται – κάνουμε προεδρείο – μου λέει – πάμε για καταστατικό». Και κάναμε ένα κάλεσμα, ήρθαν πολλοί σύλλογοι. Από το Πέραμα μέχρι το Καλαμάκι πλάκωσαν οι σύλλογοι. Κάναμε μία προσωρινή γνωριμία επάνω. Πρόεδρος εγώ σ’ εκείνη τη συνέλευση, εγώ Πρόεδρος, ο Κασσανδρής γραμματέας κι άλλος ταμίας. Ορίσαμε, όταν τελειώσει το καταστατικό, να το παρουσιάσουμε στο ΣΙΝΕΑΚ κάτω. Τελείωσε το καταστατικό, πήγαμε στο ΣΙΝΕΑΚ. Ήρθαν αρκετοί. Όλη η Β’ αυτή ήρθε, Αλευράς, Παπασπύρου, Κρητικός, Παντελής Νικολαΐδης, Μελίνα Μερκούρη – έναν έναν στους λέω απ’ έξω –, Νιώτης, Διαμαντίδης – του ΠΑΣΟΚ ήταν αυτοί – ο Νίκανδρος Κεπέσης του ΚΚΕ και ο Βουγιουκλάκης, ο Τραγάκης, ο Νεράντζης από τη ΝΔ. Τότε ήταν και ο Χρηματόπουλος και η κυρία Ταρσή, η Μπουγά. Την ώρα που παρουσίαζε το τέτοιο, ή ο Παπασπύρου ήταν ή ο Αλευράς ήταν που μίλαγε, έρχεται ένα λεφούσι από πίσω με ρόπαλα και τέτοια και βλέπω ενός – ήτανε μπροστά μου, 4 καθίσματα πιο μπροστά ένας Ρηγάς, από τον Ρήγα Φεραίο που ήταν – βλέπω τα γυαλιά του κάτω πεσμένα. «Ρε Γιάννη, τι έπαθαν τα γυαλιά του Θάνου;». Πλακώνουν οι άλλοι με τα ρόπαλα, πού σε πονάει και πού σε αφήνει. Πάνε από κάτω που μίλαγε… – ο Αλευράς πρέπει να ήτανε –, «Κατέβα κάτω, ρε κουρδιστό πορτοκάλι», 'κείνο, το άλλο, γίνηκε το έλα να δεις. Βρέθηκα στην πλατεία Κοραή, έξω όλοι, μαζί τσούρμο, έξω. Αλλά δεν το βάλαμε κάτω. Θα κάναμε άλλη μία συνέλευση, επειδή είχαμε κάτι κι από την Αθήνα, κάποιοι δήμοι όπως το Φάληρο που πάει και μισό μισό και στην Αθήνα και θα κάναμε μία συγκέντρωση και εκεί. Ο Μπέης ήταν Δήμαρχος. Κάναμε μια συγκέντρωση κι εκεί και ξεκινήσαμε να πάμε στο Υπουργείο Παιδείας. Επωμιζόμουν εγώ τώρα. Έτσι, εκείνη την ημέρα επωμίστηκα εγώ να πάω στον Κοντογιαννόπουλο. Δεν ξέρω αν θες να σου πω παρακάτω, παρακάτω. Μπήκα μέσα, δεν είχε έρθει ούτε η ΟΛΜΕ, ούτε η ΕΛΜΕ, κανείς, ούτε κατά τόπον ΕΛΜΕδες είχαν έρθει. Είχα μόνο δίπλα μου τον Πρόεδρο της Μαθηματικής Εταιρείας ένας εξαιρετικός κύριος και ο Πρόεδρος της Καισαριανής, ένας Κρητικός που ήταν εξαιρετικός άνθρωπος και αυτός αγράμματος. Μπροστά μου κάθεται η Ταρσή έτσι, ο Κοντογιαννόπουλος εκεί, η Ταρσή κάθεται – η πόρτα εκεί – κάθεται έτσι και μιλάει με τον Κοντογιαννόπουλο. Μπαίνω μέσα, λέω: «Εγώ δεν θα σας απασχολήσω πολύ. Θα σας κάνω μία εισήγηση μονάχα. Τα υπόλοιπα, γιατί εγώ δεν είμαι μαθηματικός, εμένα η ταυτότητά μου γράφει επάγγελμα οικιακά να το ξέρετε, εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. Απαγορεύεται στους καθηγητές να διδάξουν περισσότερες από δύο ασκήσεις. Γιατί; Εφόσον οι ασκήσεις που δίνονται στο βιβλίο, δεν ανταποκρίνονται στη θεωρία, είναι για το παρακάτω. Υπάρχει ένα κενό που το καλύπτει το φροντιστήριο και όχι μόνο», και βγάζω και το λυσάρι, «Το καλύπτει και αυτό και ο συγγραφέας που είναι στο λυσάρι είναι και ο ίδιος που δίνει το βιβλίο στον Οργανισμό Σχολικών Βιβλίων. Το ίδιο άτομο είναι. Γιατί γίνεται αυτό; Αυτό και παρακάτω, ο άλλος, δικιά μου δουλειά. Απ’ τη Χημεία λείπουν τα 4 βασικά στοιχεία». «Ναι – μου λέει – το έχουμε πάρει το βιβλίο», μου δείχνει μια ντάνα εκεί πέρα, μια… αυτό, «τα έχουμε φωτοτυπήσει και θα τους τα μοιράσουμε». «Είναι 72 τα στοιχεία, μιλάμε για τα 4 βασικά στοιχεία. Τα 4 βασικά λείπουν». Μας δείξανε, πάει κι αυτό. Και ύστερα μπήκε ο Μπέης μέσα. Μπαίνει ο Μπέης, κάτι είπε, αλλά τι είχε γίνει τώρα; Γραμματέας στη Βουλή ήταν ο Νεράντζης κι ο Νεράντζης παρακολουθούσε κάθε χρόνο τα θεατρικά που έκανα, αυτό, κι όταν άκουσε, πήρε τηλέφωνο και είπε να μας αμολάρουν. Και μας αμολάρανε και βγήκαμε έξω. Αλλά αυτό που μου έκανε εντύπωση, απέξω ήταν όλοι οι βουλευτές της Β’ από τον Κεπέση μέχρι τον Βουγιουκλάκη, μέχρι τον Τρα[02:10:00]γάκη, όλοι απ’ έξω. Λέω: «Κοίταξε, όταν είσαι ενωμένος, τι κάνεις». Το νομοσχέδιο το σταματήσαμε. Ποιο ήταν; Είχαν περάσει όλα τα Πρότυπα. Εγώ, μάλιστα, έκανα βάρδια στου [...] απ’ έξω να δω τι γίνεται και γράφανε μέσα απ’ τα βιβλία. Ήταν γεροί μαθητές, πολύ καλό το σύστημα και γεροί μαθητές. Αυτοί που ήταν στο πρακτικό, γεροί στα Μαθηματικά. Αυτοί που ήταν στο κλασικό, γεροί, αλλά κάτι δευτερεύοντα όπως η Λογική, η Ηθική, εκείνα τα έγραφαν μέσα από το βιβλίο. Καλώς. Τα Λατινικά τα γράφεις μέσα από το βιβλίο. Ναι, αλλά εσύ θα πάρεις 18 και το παιδί της Δραπετσώνας θα πάρει 4, όπως και πήρε 4. Μπαίνω στον [...]: «Κύριε Λυκειάρχα, 4 στα παιδιά;», και ήταν του θεάτρου τα παιδιά, της ομάδας μου όλα. «Τόσο γράψανε, κυρία Γκίνη», «Βεβαίως, γιατί γράφανε έξω από τα βιβλία. Γιατί η κόρη σου γράφει μέσα από το βιβλίο», «Η κόρη μου;», «Ναι, να πας να τη ρωτήσεις. Η κόρη σου γράφει μέσα από το βιβλίο και στη σούμα που θα γίνει με τους συντελεστές η κόρη σου θα πάρει υψηλό συντελεστή. Το παιδί αυτό θα πάρει 4, θα τον κατεβάσει το συντελεστή. Είναι άνισος ο αγώνας, κύριε [...]. Προσέξτε!». «Είστε σίγουρη;». «Βεβαίως να πας να τη ρωτήσεις την κόρη σου, αν γράφει μέσα από το βιβλίο ή όχι. «Κάναμε βάρδιες απ’ έξω, φυλάγαμε, είδαμε τι γινόταν». Ωραίο σύστημα είχαν όμως, πολύ ωραίο σύστημα. Παιδεία να δεις εκεί. Εκεί πώς μαθαίνουν, εκεί πώς μαθαίνουν. Εδώ ήταν «της ανάγκης τα θρανία». Κατάλαβες; Αυτό έκανα φέτος, τους έβαλα και τραγούδαγαν τα παιδιά Παραπονεμένα λόγια. «Ρε – τους λέω – γιατί τους έχω μέσα στο προφίλ μου, με έχουν ανακηρύξει επίτιμη γραμματέα – βρε παλιόπαιδα – τους λέω – μέχρι θρανίο μου πετάξατε από πάνω, από τον τρίτο όροφο. Κοντέψατε να με σκοτώσετε, βρε κοπρόσκυλα. Αλλά, τι να σας κάνω που σας αγάπησα και σας αγαπάω». Τι να κάνω; Και τώρα τους βλέπω με κοιλίτσες, με εκείνα και έχουνε κάνει και εγγόνια. Τους γράφω όλο και κάτι μέσα, κανένα αστείο τους γράφω, έτσι.
Γιατί σας πέταξαν θρανίο;
Α, τα σπάγανε όλα. Δεν είναι ότι το πετάξανε σε μένα το θρανίο. Από τον 3ο πάνω θέλανε να πετάξουν ένα θρανίο, το πετάξανε κάτω και εγώ έβγαινα από εκεί, ευτυχώς δηλαδή, από την κάτω όπως ήμουνα, το πετάγανε. Αυτό μοναχά; Για που γύριζαν τα καλοριφέρ ανάποδα, για να τρέχουν τα νερά να μην κάνουν μάθημα και πλημμύριζε και περιελίξεις κάνανε του κόσμου τα λεφτά για περιελίξεις… Τα φτιάχναμε. Κάνανε πολλές ζημιές. Έναν τον είχα πιάσει, είχα πάει την προηγούμενη μέρα μαζί με τον Κλαπανάρα στο Υπουργείο και έφερα καρέκλες και θρανία. Οι καρέκλες ήταν φορμάικες. Τι έκανε ένας; Έβαζε ανάποδα την καρέκλα με την πλάτη κάτω, την κράταγε με τα πόδια, έδινε μια με το πόδι του και το έβγαζε όλο το κάθισμα κι εγώ την προηγούμενη μέρα είχα πάει με το σκουπιδιάρικο να τις φέρω. Τον βουτάω απ’ το γιακά, τι να τον κάνω; Από εδώ τον βούτηξα μέχρι το σπίτι τον έφερα τραβώντας τον [...]. Ανοίγει η πόρτα, τον ήξερα τον πατέρα, «Πάρε τον γιο σου τον Γιαννάκη και ρίξε του ένα σουλτάν μερεμέτι, γιατί αυτό και αυτό έκανε». Ζημιές, πολλές ζημιές κάνανε. Αλλά ήταν πανέξυπνα, όμως. Πανέξυπνα.
Κάποιον άλλο Σύλλογο δημιουργήσατε στη Δραπετσώνα;
Ε;
Κάποιον άλλο Σύλλογο δημιουργήσατε στη Δραπετσώνα;
Όχι, εμείς ήμασταν ο Σύλλογος. Α, τώρα τι μου είπες; Οι βαρελάδες, οι βαρελοποιοί, δεν είχαν σύλλογο. Λέει, λοιπόν, ο Χατζόπουλος: «Δεν τους βοηθάτε», σε μένα και στην άλλη που βοηθάγαμε, «λιγάκι να κάνουν έναν σύλλογο γιατί δεν ξέρουν;». Τέλος πάντων, βρήκαμε έναν οδοντίατρο, ένα παλικάρι που θέλησε να βοηθήσει, να τους πει περί καταστατικού και τέτοια. Αυτοί δεν ξέραν τίποτα. Μέσα από αυτούς γνώρισα εγώ κάποιον που ήτανε Λαυριώτης, τον Γρηγόρη τον Βρανά. Κάνουμε, λοιπόν, την πρώτη αυτή για το καταστατικό μέσα στην Ποντιακή Στέγη. Ο Γρηγόρης φόραγε μία άσπρη πλεκτή, ζωνάρι εδώ πέρα, είχε ανοίξει τα χέρια του σαν το πουλί και ερχότανε τάκα, τάκα, τάκα. Εγώ κράταγα τα πρακτικά, «ε, κάτι θα θέλει». Κοιτάζει, λοιπόν, το παλικάρι που μίλαγε για καταστατικά, δεν καταλάβαινε γρι ο Γρηγόρης. «Κατέβα κάτω», του λέει. Σηκώνεται το παλικάρι, παίρνει δρόμο και φεύγει. Αυτά συναντάγαμε, «κατέβα κάτω!», στον οδοντίατρο.
Ο σύλλογος γυναικών που δημιουργήσατε;
Ναι. Όταν τελείωσα με το θέατρο, πήγε το ΚΚΕ να μου το καπελώσει. Κι ενώ μαζευτήκαμε στην αίθουσα τη δημαρχιακή να βγάλουμε καινούργιο έργο, τι θα παίρναμε, είδα όλη την ΚΝΕ μέσα. «Τι έγινε παιδιά; Στον Περισσό μπήκα; Πού μπήκα;». «Ναι», λέει, σηκώνει ο Αλέκος το χέρι του, «κυρία Φρόσω», «ναι», «επί της διαδικασίας», «η διαδικασία μας να διαλέξουμε έργο, επί της διαδικασίας αυτό είναι». «Όχι – λέει – είπαμε να κάνουμε καταστατικό». «Γιατί να κάνεις καταστατικό; – του λέω – τι είμαστε; Συνδικαλιστικό όργανο είμαστε; Μία ομάδα είμαστε θεατρική». «Όχι – λέει – πρέπει να κάνουμε καταστατικό». «Λοιπόν, ακούστε να δείτε, επειδή δεν μασάει η κατσίκα ταραμά και επειδή είμαι παλιός πολεμιστής εγώ, δε με ξεγελάτε». Πετάγεται και ο Πάνος, ο σκηνοθέτης, ο Καπετανίδης που είναι και συγγενής μου, ο καραγκιοζοπαίχτης και λέει: «Οχι, κυρία Φρόσω, – μου λέει – πρέπει να κάνουμε καταστατικό». «Λοιπόν, ξέρεις κάτι; Εγώ το έφερα μέχρι εδώ. Ανεβάσαμε παραστάσεις, είχαμε τεράστιες επιτυχίες, πήραμε πολλά παράσημα, από εδώ και πέρα φεύγω και ανέλαβε, προχώρα. Προχώρα. Εγώ καταστατικό δεν κάνω. Το κλείνω και από μόνη μου, δεν είναι ανάγκη να μου το κλείσουνε. Συνέχισέ το, όμως. Παρ’ το. Σου δίνω το δικαίωμα να το συνεχίσεις». Το ‘κλεισα, δεν μπορούσα να – Λέει, λοιπόν, ο Χατζόπουλος: «Τώρα έκλεισε αυτό και δεν έχουμε τίποτα. Μια φωτεινή ακτίνα δεν έχουμε στη Δραπετσώνα. Εσύ κράταγες κάτι». Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα, του λέω: «Έχεις αίθουσα να μου δώσεις;», «ναι – μου λέει – έχω αίθουσα». Μου λέει: «Τι θέλεις να κάνεις;». Λέω: «Θέλω να κάνω έναν σύλλογο, μία λέσχη γυναικών για τις μητέρες που έχουν μεγαλώσει τα παιδιά τους, τα παντρέψανε, που στέκονται μόνες στο σπίτι, δεν έχουνε καμία άλλη απασχόληση και οι περισσότερες παθαίνουν κατάθλιψη. Θέλω να βοηθήσω αυτές τις γυναίκες». «Βρε καταστατικό…», «όχι καταστατικό, μη μου λες για καταστατικά» του λέω. «Τρεις όροι-στόχοι: συντροφικότητα της γυναίκας, επιμόρφωση κάθε Τετάρτη της γυναίκας, ψυχαγωγία της γυναίκας και διασκέδαση». «Ε, το ίδιο δεν είναι;», «όχι, άλλο διασκέδαση κι άλλο ψυχαγωγία». Διασκέδαση είναι «ανέβα στο τραπέζι μου κούκλα μου γλυκιά», εντάξει; Ψυχαγωγία, όμως, άγει την ψυχή, είναι αυτό που κάναμε για την ειρήνη, για τη μητέρα, από τον Σαμαράκη που διαβάσαμε ορισμένα, αυτό και τα τραγούδια μαζί που λέμε, ναι, αυτό λέγεται ψυχαγωγία. Οι γυναίκες φέρνανε γλυκά, τι φέρνανε με σαμοβάρια, τα στρώνανε… νοικοκυράδες όλες και χορευταρούδες, όχι παίξε, γέλασε. Χορεύανε, χορευταρούδες όλες, τραγούδαγαν, χορεύανε. Υπέροχες ήταν! Υπέροχες ήταν όλες. Και άρχισε να λειτουργεί η Λέσχη, την Τετάρτη τους έκανα επιμόρφωση. Πώς θα τους μάθω εγώ τώρα; Τι να τους κάνω; Σοφίστηκα να πάρω την Υδρόγειο. Παίρνω την Υδρόγειο και πάω και τους λέω: «Την βλέπετε αυτήν; Λέγεται Υδρόγειος. Ξέρετε γιατί λέγεται Υδρόγειος; Γιατί προτού διαμορφωθεί η γη, πριν από τις ορογενέσεις, ήταν σκεπασμένη με νερό. Θα σας πάρω την Παλαιά Διαθήκη που έχετε διαβάσει, έτσι;», λέει «ναι», «και χώρισε – λέει – ο Θεός την ξηρά από τα ύδατα, υπερίσχυσε η γη, αυτό που λένε ορογενέσεις, βγήκαν τα βουνά και το βουνό έτσι που βγαίνει χωρίζει τις θάλασσες. Αυτό ακριβώς λέει εδώ μέσα». Και προχωρήσαμε παρακάτω, πάμε ιστορία. Μέσα από τη γεωγραφία πάλι ιστορία. Τον χάρτη της Ελλάδος, «το βλέπετε αυτό το νησί; είναι η Κρήτη είναι. Από εδώ ξεκίνησε όλος ο δυτικός πολιτισμός, από τον Μίνωα». κι αρχίζω από κει, πάω Μυκήνες, πάω Αθήνα, πάω Μακεδονία, πάω Βυζάντιο, πάω παρακάτω και σιγά σιγά σιγά μάθανε ιστορία οι κυρίες μου. Κάναμε και από τον Σαμαράκη πολλά, κάναμε και από τον Καζαντζάκη, διηγήματα, κι από τον Λουντέμη τους διάβαζα διηγήματα ωραία, τα κάναμε ανάλυση. Και τους έκανα ανάλυση όλο το Άξιον Εστί, όλο και ο Χρονόπουλος με παρακάλεσε να το παρουσιάσω στις 28 Οκτωβρίου και το παρουσίασα. Ήμουν και στον Εξωραϊστικό Σύλλογο που παίζανε όργανα. Κάναμε οκτώ μήνες πρόβες.
Τι άλλο κάνατε στο σύλλογο εκτός από την επιμορφωτική δραστηριότητα, τις επιμορφωτικές δραστηριότητες;
Είχα και τα συνδικαλιστικά, μη νομίζετε. Βεβαίως, όπου να ήταν ο εργάτης, πρώτη και καλύτερη ήμουν. Όπου έκανε απεργία ο εργάτης, πρώτη ήμουνα. Όπου γινότανε διαδήλωση εδώ πέρα για το Πολυτεχνείο, μέσα. Ήμουνα επιτροπή, πώς το λένε, φρόντιζα την τάξη. Είχα το πόστο μου από το Πολυτεχνείο μέχρι τα Χαυτεία.
Τι ακριβώς κάνατε δηλαδή;
Πρόταγα τους προβοκάτορες, γιατί τύχαινε πολλές φορές και μπαίναν μέσα. Πρέπει να έχεις τα συνθήματα γραμμένα, αν το φωνάξει κάποιος έξω από αυτό, είναι προβοκάτορας. Λοιπόν, την ώρα που βγαίνει ένας από το Πολυτεχνείο μέσα, φωνάζει ένας: «Προβοκάτορας! Πιάστε τον». Είχαμε την περιφρούρηση και κάναμε περιφρούρηση γι’ αυτό. Έχω κάνει και άλλη μία πονηριά. Κοίταζα που έχουν συγκέντρωση οι οικοδόμοι και μόλις άρχιζε ο βούρδουλας, το έβαζα στα πόδια και πήγαινα στους οικοδόμους και έτσι το γλίτωνα το ξύλο.
Θυμάστε κάποιο περιστατικό να μας αφηγηθείτε από κάποια διαδήλωση; Κάτι που μπορεί να συνέβη; Κάτι άλλο θέλετε να μας πείτε σχετικά με τη δράση σας εδώ στο Κερα[02:20:00]τσίνι;
Στο Κερατσίνι; Ήμουν στη χαβούζα, συντονιστική επιτροπή στη χαβούζα, γιατί συντονίζαμε τις εκδηλώσεις με τη Δραπετσώνα. Οπότε, κάναμε μία γενική συνέλευση εκεί, περνάμε ψήφισμα από ‘κει, μια γενική συνέλευση από εδώ, ψήφιζαν και εδώ. Ότι θα γίνει κενή πορεία. Αυτά. Με τη χαβούζα ήμουν πρώτη μούρη στη χαβούζα, δεν με πιάνει κανείς στη χαβούζα.
Τι ακριβώς είχε γίνει με τη χαβούζα τότε;
Ε;
Τι ακριβώς είχε γίνει με τη χαβούζα εδώ; Ποιο ήταν το ζήτημα; Τι ακριβώς κάνατε εσείς;
Τι έκανα; Καταρχήν μαζεύαμε τον κόσμο. Μία χρονιά εδώ πέρα πάνω στην Αμφιάλη, είχα μαζέψει ακόμη και τα νηπιαγωγεία. Είχαν φέρει Εγγλέζους να επιδιορθώσουν τη χαβούζα μέσα. Ήρθε η αστυνομία, μας φοβέρισε. Βάζαμε τα παιδιά εμείς πάνω στα φρεάτια. Σε μια στιγμή ένας Εγγλέζος βγήκε από μέσα και κοίταξε τον κόσμο και ρωτάει: «Γιατί μαζεύτηκε ο κόσμος;». Λέει: «Γι’ αυτό, γιατί δεν θέλουν», «και αφού αυτοί δεν θέλουν; εσείς γιατί το φτιάχνετε;». Βγάζει μία σφυρίχτρα, σφυρίζει και λέει: «Boys, out». Τους τραβάει όλους, σηκωθήκανε και φύγανε. Βρήκαμε τα φρεάτια εκεί, βάζαμε τα υπόλοιπα παιδιά. Αυτά συναντούσαμε. Πολλά πράγματα. Κι άλλη μία φορά πάλι, μάλλον δεν ήτανε για τη χαβούζα… Μάλλον ήταν για τον Μπριλή, γιατί ο Μπριλής ήταν πολύ ήρεμος άνθρωπος της Νίκαιας, του Ρέντη. «Δεν βαριέσαι; ρε παιδιά, 14 μήνες αναλαμβάνω εγώ να αδειάζω». 14 μήνες; Πέρασαν τέσσερα χρόνια, μέχρι που αναγκάστηκε να κάνει απεργία πείνας. Πήγε και ξάπλωσε ο άνθρωπος και έκανε απεργία πείνας. Πήγαμε όλοι από πίσω, από δω από ‘κει, τρέξαμε και εμείς. Είχε έρθει η αστυνομία, σηκώνει τον βούρδουλα να χτυπήσει. Ο Παναγιώτης ο Ακριτίδης από δω πέρα ήταν και εντελώς… με βλέπει, με βουτάει, με τραβάει. Τράβηξε εμένα, αλλά την έφαγε η Μελίνα Μερκούρη στο κεφάλι κι άρχισε εκεί, έγινε το σώσε, δηλαδή. Μέσα σ’ όλα αυτά ήμουν μέσα.
Αυτό το τελευταίο περιστατικό θέλετε να μας το πείτε; Να μας το αφηγηθείτε; Τι ακριβώς συνέβη, δηλαδή; Συγκεντρωθήκατε για ποιο λόγο;
Όταν πηγαίναμε γιατί τα λύματα τα ρίχνανε μέσα στην Αγία Άννης εκεί πέρα και έπρεπε να σταματήσουν. Ο Μπριλής, επειδή γίνονταν φασαρίες, « Εντάξει ρε παιδιά, αν είναι για τέσσερις μήνες ρίξτε τα στο ποτάμι μέσα. Τέσσερις μήνες, υποφέραμε τόσα χρόνια». Ναι, αλλά δεν κράτησε τέσσερις μήνες. Πέρασαν τέσσερις μήνες, πέρασε ο χρόνος, πέρασαν 4… Οπότε είπε ο Μπριλής: «Εγώ φταίω, εγώ θα πληρώσω» και ξάπλωσε και έκανε απεργία πείνας. Τρέξαμε όλοι, συμπαράσταση από ‘δω, από κει, από ‘δω. Γιατί εμείς τρέχαμε. Όχι τώρα που αφήσανε να γίνει η βρωμιά εδώ κάτω και τώρα το θυμηθήκανε. Όχι, εμείς ξεσηκωνόμασταν με το που το ακούγαμε. Με το που το ακούγαμε, ξεσηκωνόμασταν. Και ο Μπριλής, ο άνθρωπος – Μπριλής λεγότανε, μου φαίνεται, Μπριλής λεγόταν – κάναμε επανάσταση ολόκληρη, φέραμε στο Κερατσίνι εδώ πέρα, βγήκε Μελίνα Μερκούρη στο μπαλκόνι φώναζε κι εκείνη, έχει φάει και τη βουρδουλιά στο κεφάλι, «φέρε μου, καλή μου, μία ασπιρίνη” λέει, αλλά ώσπου να της πάω την ασπιρίνη» ήταν στο μπαλκόνι και φώναζε. Όλα αυτά μέσα… για τα Λιπάσματα, για τα γυψάδικα. Μεγάλη πληγή τα γυψάδικα, μη νομίζεις. Τα γυψάδικα, μας πνίγανε τα γυψάδικα. Όλα αυτά.
Δηλαδή, τι εννοείτε ότι σας έπνιγαν;
Τα γυψάδικα; Το γύψο, η σκόνη από τον γύψο. Ένα το γυψάδικο ήταν το μεγάλο μαρτύριο και ήταν και η ΔΕΗ, η κάπνα που έβγαζε, όπου έπεφτε, έκανε σκουριά. Άνοιγε τρύπα. Άπλωνες την κάλτσα και την έβρισκες κόσκινο το πρωί απ’ τη ΔΕΗ. Και είχανε πει ότι θα την πάρουν, θα κρατήσουν την 9 μονάδα μονάχα. Μετά μου έδωσε ένα, σε Α4 ο Σαράφογλου μία μελέτη και μου λέει: «Για πιάσε, κοίταξε εδώ πέρα τι λέει η ΔΕΗ. Δεν το διάβασα. Διάβασε το και κάνε μία συγκέντρωση εκεί κάτω στο… που είναι το γυμνάσιο από κει κάτω, στις κούνιες, εκεί. Μάζεψε τους δικούς σου σαν γραμματέας να τους εξηγήσεις». Το παίρνω και το διαβάζω. Εφεδρική μονάδα ήταν η 9, τώρα κάνανε και την 7 μέσα. Αφού ξεκινάνε με την 9, λένε και την 7. Για να το ξαναδιαβάσω, λέω τι γίνεται; Η ΔΕΗ – να το δεις, να στο δείξω και τώρα – η ΔΕΗ έκανε μία πρόταση ότι θα δώσει μία έκταση περιμετρικά 500 μέτρα να το φτιάξει πάρκο. Λέω: «Τι λέτε ρε;». Έρχεται ο Σαράφογλου, «δε μου λες – του λέω –, για να ξέρω, η θάλασσα φυτρώνει πεύκα; για να ξέρω». Λέει: «Οχι, παιδάκι μου». «Από τη μία μεριά είναι όρμος, είναι οι Μύλοι του Αγίου Γεωργίου και η ΔΕΗ. Δίπλα είναι θάλασσα, στην Ιχθυόσκαλα...». «Ναι», «...μέχρι τον Υδατόπυργο πάει θάλασσα…», «Μπράβο», «...προχωράει, έρχεται στον Άγιο Νικόλα από αυτή την πλευρά, από τη βίλα της ΔΕΗ από κάτω, θάλασσα. Παρακάτω η Ψυττάλεια, ο Μώλος της Δραπετσώνας και φτάνει μέχρι το Χατζηκυριάκειο. Σαλαμίνα από πίσω, ξηρά έχει μόνο από την ανατολή».
Με τα γυψάδικα, τι ακριβώς είχε γίνει εδώ στην περιοχή;
Τα γυψάδικα… ήταν δύο γυψάδικα. Το ένα ήταν στη Δραπετσώνα, εκεί που είναι τα Lidl, κάπου ήταν. Έβγαζε εκείνο. Κι ένα γυψάδικο είναι, ακριβώς, όπως κατεβαίνουμε από ‘δω πέρα, ξέρεις εσύ, από το δικό σου μπροστά, κατεβαίνουμε κάτω, αριστερά, πάνω από το Τσιμεντάδικο ήταν άλλο ένα γυψάδικο και εκεί έβγαζε σκόνη, γύψο. Αναπνέαμε σκόνη. Αυτά ήτανε πολύ ενοχλητικά τα γυψάδικα και τα δύο. Πρώτα τα καθαρίσαμε και τα δύο. Τι να σου πω; Μία ζωή αγώνας ήταν και στεναχωριέμαι τώρα και λέω: «Κοίταξε, πόσα χρόνια κάναμε αγώνα να φύγει η βρωμιά από ‘δω πέρα και ήρθε ο άλλος και έκανε τώρα και πλένει τα λύματα εδώ. Πώς τον αφήσανε; Πώς δεν τον είδανε; Πώς; Πώς; Πώς γίνηκε;». Δεν ξέρω. Βρωμάει.
Ωραία. Θέλετε να προσθέσετε κάτι ακόμη;
Όχι. Εγώ, όπως και να φέρθηκα, αγαπάω τον άνθρωπο, αγαπάω τα ζώα, είμαι ήρεμη πολύ. Αν σε δω να κακομεταχειρίζεσαι ζώο, γερό, παιδί, δέντρο μην κόψεις… Θα σου επιτεθώ. Αγαπάω τα δέντρα, τη φύση, τα ζώα τα αγαπάω πολύ, τα λυπάμαι, γιατί τα σκυλιά μου μυρίζουν, δεν τα μπορώ, αλλά όταν τα βλέπω στο δρόμο και πηγαίνουν με εκείνα τα θλιμμένα τα μάτια, κλαίει η ψυχή μου. Δεν αντέχω να τα βλέπω έτσι, με κλαμένα μάτια. Δεν αντέχω. Γι’ αυτό δεν τρώω και κρέας. Δεν τρώω κρέας. Καθόλου δεν το τρώω το κρέας. Νομίζω ότι το βλέπω το ζώο που το σφάζουν και δεν μπορώ να το φάω το κρέας και δεν το τρώει ούτε η εγγόνα μου.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Να είσαι καλά, παιδάκι μου.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Μεγαλωμένη μεταξύ Κερατσινίου και Λαυρίου, η κυρία Φρόσω αφηγείται όσα έζησε κατά την περίοδο της Κατοχής και των Δεκεμβριανών στο Κερατσίνι, ενώ αναφέρεται και σε γεγονότα που συνέβησαν στο Λαύριο. Θυμάται ακόμη τους βομβαρδισμούς στον Πειραιά, αλλά και την έφοδο που έγινε στο σπίτι της, καθώς η μητέρα της αγωνιζόταν στην Αντίσταση. Στα Δεκεμβριανά, η κυρία Φρόσω θα μείνει εγκλωβισμένη για 22 μέρες σε μια κατακόμβη και θα καταφέρει να φυγαδευτεί μαζί με τον πατέρα, για να φτάσει στο Λαύριο, όπου έμεναν οι παππούδες της. Κι ενώ εκεί μεγαλώνει σ’ ένα εύπορο περιβάλλον, αφού ο παππούς ήταν ο φούρναρης της περιοχής, θα επιστρέψει στον Πειραιά για να φοιτήσει στο γαλλικό γυμνάσιο, στη Jeanne d’ Arc. Παράλληλα, θα ενταχθεί στις εθελόντριες της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και θα ιδρύσει τη δική της θεατρική ομάδα με μαθητές των γυμνασίων Δραπετσώνας. Τέλος, θα διατελέσει Γραμματέας του Εξωραϊστικού Συλλόγου Χαραυγής Κερατσινίου και Πρόεδρος των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων.
Αφηγητές/τριες
Ευφροσύνη Γκίνη
Ερευνητές/τριες
Ειρήνη Καραμπού
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/07/2022
Διάρκεια
147'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Μεγαλωμένη μεταξύ Κερατσινίου και Λαυρίου, η κυρία Φρόσω αφηγείται όσα έζησε κατά την περίοδο της Κατοχής και των Δεκεμβριανών στο Κερατσίνι, ενώ αναφέρεται και σε γεγονότα που συνέβησαν στο Λαύριο. Θυμάται ακόμη τους βομβαρδισμούς στον Πειραιά, αλλά και την έφοδο που έγινε στο σπίτι της, καθώς η μητέρα της αγωνιζόταν στην Αντίσταση. Στα Δεκεμβριανά, η κυρία Φρόσω θα μείνει εγκλωβισμένη για 22 μέρες σε μια κατακόμβη και θα καταφέρει να φυγαδευτεί μαζί με τον πατέρα, για να φτάσει στο Λαύριο, όπου έμεναν οι παππούδες της. Κι ενώ εκεί μεγαλώνει σ’ ένα εύπορο περιβάλλον, αφού ο παππούς ήταν ο φούρναρης της περιοχής, θα επιστρέψει στον Πειραιά για να φοιτήσει στο γαλλικό γυμνάσιο, στη Jeanne d’ Arc. Παράλληλα, θα ενταχθεί στις εθελόντριες της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και θα ιδρύσει τη δική της θεατρική ομάδα με μαθητές των γυμνασίων Δραπετσώνας. Τέλος, θα διατελέσει Γραμματέας του Εξωραϊστικού Συλλόγου Χαραυγής Κερατσινίου και Πρόεδρος των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων.
Αφηγητές/τριες
Ευφροσύνη Γκίνη
Ερευνητές/τριες
Ειρήνη Καραμπού
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/07/2022
Διάρκεια
147'