Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Η αγάπη για τον χορό και μια γεύση της νυχτερινής Αθήνας του 1960: Η 90χρονη Άννα Καλογερά αφηγείται
Ενότητα 1
Από τη Χίο στην Αθήνα
00:00:00 - 00:08:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, για να ξεκινήσουμε, θα μας πείτε το όνομά σας; Άννα Καλογερά. Είναι, λοιπόν, 30 Μαΐου του 2022. Εγώ είμαι η Καραΐσκου Παρασκευή…ν Ποταμιά, απ’ τον χορό μέσα τα πήραμε. Και πήραν κι έναν φίλο τους που ήταν στρατιώτης, ήθελε να έρθει στην Αθηνά με το αυτοκίνητο. Αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
«Στα όργανα»: Τα παιδικά χρόνια στο χωριό και η αγάπη για τον χορό
00:08:20 - 00:12:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι ωραία. Είπατε, όμως, ότι είχατε και πολλούς έρωτες, ότι ήσασταν ωραία, ότι σας ήθελαν. Α, από αυτό πια βρε! Εγώ, μου τα λένε κι εμένα. …νομαι, μου λέει ο πατέρας μου: «Πού πας», λέω: «Στα όργανα»! Ντύνομαι εγώ, «Στα όργανα», από πίσω ο πατέρας μου. Αυτά ήτανε, τρέλα η μικρή!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 3
Η γνωριμία με τον σύζυγο και ο γάμος στο διάσημο κέντρο «Τριάνα» στην Αθήνα
00:12:52 - 00:18:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ε, μετά πια που ’ρθα εδώ, τόσοι που με γυρεύανε, τύχη, είδες; Από την τύχη σου δεν φεύγεις. Με τον άντρα μου γνωριστήκαμε, γιατί ήταν κουνιά…σένα;», αλλά εγώ σημασία δεν έδινα καθόλου. Ούτε τα ξεφαντώματα ούτε... Σαν να μην ήμουνα εγώ. Κι όσα ήρθαν πέρασα ωραία. Πάλι επήγε; Α...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η αγάπη για τον χορό και την τοπική μουσική παράδοση
00:18:00 - 00:25:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι λέγανε για σας, όμως; Ήφυγε πάλι; Α. Τι άλλο θέλεις; Τι λέγανε για σας δεν μας είπατε. Λέγανε πως ήμουν πολύ ωραία. Ήταν ένας Βολισ…νας είναι από τα Καμπιά και από την Πισπιλούντα», οι Βολισσιανοί και από τα Καμπιά χορεύουν πολύ ωραία – και οι Βολισσιανοί χορεύουν ωραία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η ζωή και οι ασχολίες των ανθρώπων στην ύπαιθρο
00:25:34 - 00:32:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάμαι τον Μουτάφη. Χόρευε με την κόρη του, τη Μαρία, στο χωριό στο πανήγυρι. Μα πώς χορεύουν; Ωραία χόρευε. Αυτός είναι πρόσφυγας, ο Μουτά…ά, είναι από μέσα της, βγαίνουνε, δεν είναι ότι τα κάνει πρόσθετα, της βγαίνουν από μέσα όλα αυτά, δεν είναι... που έχει ο άνθρωπος. Άλλο;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Ο ερχομός στην Αθήνα με το πολεμικό πλοίο και μια ιστορία «μουσαφιρέων»
00:32:40 - 00:41:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και να ρωτήσω: Μόνη φύγατε και ήρθατε στην Αθηνά; Όχι, με έφερε ένας ξάδελφος. Ο Σταμάτης, του Ράλλη ο πατέρας, ήταν ναύτης. Είμαι πρώτα ξ…ις Κάλλια;», «Θα χτίσω», μου λέει, «τον τοίχο, πέφτουν τα χώματα». Κι έκανε και λουκουμάδες. Τι καλή κόρη που ήταν αυτή η Κάλλια! Εντάξει;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 7
Τα νυχτερινά κέντρα και η κοσμική Αθήνα του 1960
00:41:14 - 00:54:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο Σταύρος στην «Τριάνα» ήταν σερβιτόρος. Ο άντρας σας. Ναι, ήταν πρώτα ξαδέλφια. Και ο Ράλλης πρώτος μου ξάδελφος, που είχε πάρει την αδ…ιδιά του; Είχε κάνει τρία κι αυτός. Και η γυναίκα του βασιλιά ήταν από την Ισπανία τουτουνού. Από την Ισπανία ήταν κι αυτή. Εντάξει είσαι;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 8
Ιστορίες από τον ιππόδρομο και τη «νύχτα»
00:54:03 - 01:03:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι άλλο θα μας πείτε; Ε τι άλλο; Δεν θυμάμαι άλλο. Λέγε μου να σου λέω. Ό,τι θυμάμαι σου τα ’πα! Παντρευτήκατε, λοιπόν, με τον κύριο Στα…ταίο. Οι άλλες παρέες φεύγαν. Αυτές πια ήτανε του σκοινιού και του παλουκιού, αν και καλός κόσμος. Βγάλε μου το. Ευχαριστούμε πολύ! Ναι!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
[00:00:00]Λοιπόν, για να ξεκινήσουμε, θα μας πείτε το όνομά σας;
Άννα Καλογερά.
Είναι, λοιπόν, 30 Μαΐου του 2022. Εγώ είμαι η Καραΐσκου Παρασκευή, Ερευνήτρια στο Istorima. Βρισκόμαστε στη Νέα Σμύρνη και πάμε να ξεκινήσουμε τη συζήτηση.
Ναι, μάλιστα.
Θα μας πείτε λίγα πράγματα για σας;
Για τη ζωή μου;
Ναι.
Τι να σου πω, απ’ τα λευτερικάτα μου;
Από τότε.
Επέρασα ωραία. Είχα πολλά –πώς το λένε;– αγόρια που μ’ αγαπούσανε, γλέντια... Μια φορά, ήρθανε απ’ την Αγγλία δύο παλικάρια μηχανικοί, να βάλουν τις σωλήνες από την πηγή να φέρουν το νερό μέσα στο χωριό. Ήταν του Αγίου Κωνσταντίνου και με βάλανε και χόρευα. Κι εκείνοι –πώς τους λένε;– οι Εγγλέζοι σηκωθήκαν και πλερώνανε. Ήταν και ο Καλβοκορέσης, ο δήμαρχος της Χίου. Ήτανε κουμπάρος, είχε στεφανώσει της μητέρας μου τον αδερφό, ήταν Ταξίαρχος κι εβάφτισε και τον Δημητρό. Ο Καλβοκορέσης ήτανε τότες δήμαρχος. Ήρθε και απάνω τότες, που περάσαμε τα νερά, που δεν μπορούσε να έρθει ο θείος μου ο Γιάννης από δω, δεν μπορούσε να πάρει άδεια να ’ρθει και έστειλε τον κουμπάρο του τον Καλβοκορέση. Και οι μηχανικοί που ήρθαν από την Αγγλία και παράβλεπε ο... δεν θυμάμαι πώς τον... Λεωνίδα τον λέγαν τον Καλβοκορέση; Δεν θυμάμαι το όνομά του. Εσύ τον θυμάσαι; Αυτόν δεν τον θυμάσαι. Έμενε στον Κάμπο, είχε σπίτι.
Να τα πάρουμε από την αρχή. Το χωριό ποιο είναι; Πού γεννηθήκατε; Πού γίνονται όλα αυτά;
Γεννήθηκα στην Πισπιλούντα, χωριό Πισπιλούντα, εκεί γεννήθηκα, μέχρι 13 χρονώ. Απ’ τα 13 μου χρόνια ήρθα εδώ στον θείο μου τον Γιάννη, και, μετά, πηγαινοερχόμουνα στο χωριό. Σε δύο χρόνια, σε έναν χρόνο, πηγαινοερχόμουνα μέχρι το ’49, ήρθα στην Αθήνα, που έγινε ο σεισμός στη Χίο – τον έχεις ακούσει; Tο ’49 που έγινε ο σεισμός ο μεγάλος στη Χίο; Τότες ήμουν εδώ, το ’49, παραμονή της Αγίας Μαρκέλλας. Μετά, πηγαινοερχόμουνα μέχρι το ’55 που παντρεύτηκα.
Άρα, γεννηθήκατε στην Πισπιλούντα...
Εδώ παντρεύτηκα. Και παντρεύτηκα στον Άγιο Σώστη, την εκκλησία. Και απέναντι, που ήταν η «Τριάνα» του Χειλά, έγινε το γλέντι. Και οι μουσικοί ήταν η Μαίρη Λίντα με τον Χιώτη, αλλά είχαμε φέρει όργανα από τη Χίο. Τη μία έπαιζε ο Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα και την άλλη επαίζανε τα νησιωτικά. Kαι ήτανε τρεις-τέσσερις παρέες, και λέει: «Μπορεί να μην τραγουδάει η μουσική και να ιδούμε τον νησιωτικό γάμο;», και σταμάτησε η μουσική και ακούαν τον γάμο που χορεύαμε! Ήταν κάτι κολώνες στου Χειλά το μαγαζί, μεγάλο. Απ’ τη μιαν αίθουσα ήτανε μουσικοί και απ’ την άλλη ήμαστεν εμείς. Ου, ακάλεστοι ήταν! Ο Άγιος Σώστης. Έκανα εφτακόσιες μπομπονιέρες και δεν εφτάσανε! Γεμάτο, ακάλεστοι ήρθανε. Αν θυμάμαι, ήρθεν ο Δημήτρης ο Μαρκέλος του Πουλή – τονε ξέρεις; Από την Ποταμιά. Α, δεν τον ξέρεις. Από τις Κηπουριές του Στάμου μια κόρη, η Παρού – ούτε τον Στάμο. Αμάν, τι να σου κάνω! Καλώς ήρθανε. Μου λέει η κοπέλα εκείνη, Παρασκευή τη λέγανε, «Άννα, εγώ ήρθα ακάλεστη και θα σ’ το φέρω στο σπίτι το δώρο», λέω: «Καλά, εντάξει». Ακόμα το περιμένω! Η κοπέλα πέθανε, ήτανε πια μεγάλη. Ε, τι άλλο θέλεις; Εδώ στον γάμο μου.
Λοιπόν, πριν τον γάμο, 13 χρονών είπατε ότι φεύγετε από τη Χίο και έρχεστε στην Αθηνά.
Ναι, 13 χρονών.
Πώς έγινε αυτό; Πώς την πήρατε την απόφαση;
Ο θείος μου ήτανε στρατιωτικός, είχε πάρει τον βαθμό Ταξίαρχος και μετά και άλλους βαθμούς και με είχε βαφτίσει. Ήθελε, με βάφτισε, για να με βγάλει της μάνας του το όνομα, Άννα. Και γραφεί της μητέρας μου γράμμα: «Στείλε τη μικρή στην Αθήνα να τη δω». Και ήταν ο ξάδελφός μου, ο Σταμάτης ο Ράλλης, του Στελιανού ο πατέρας, αν θυμάσαι, που ήτανε ναύτης, και ήρθα μαζί του. Και ξεύρεις με ποιο καράβι ήρθαμε; Με τον «Κανάρη»! Πολεμικό καράβι ήταν τότες ο «Κανάρης», και φάγαμε φουρτούνα! Τα νερά μπαίναν μέσα και μας πηγαίναν πιο κάτω. Ήρθα στον θείο μου μούσκεμα, παπί. Εκάθισα έξι μήνες και πάλι ξαναπήγα στο χωριό. Μετά, πάλι σε λίγα χρονιά, ξαναήρθα δω, εκάθισα. Μετά, πέντε χρόνια αγαπιόμουν με τον Σταύρο –δεν θυμάμαι ποια χρονολογία ήταν– και το ’55 παντρευτήκαμε. Αλλά πέντε χρονιά ήμαστεν ερωτευμένοι. Ήμαστεν έξι μήνες αρραβωνιασμένοι και μετά παντρευτήκαμε. Έκανα τον Νικολάκη μου στο ’57, το ’60 έκανα ένα κοριτσάκι και το ’χασα στη γεννά. Ήταν ο λούρος και δεν επρολάβανε οι γιατροί. Το κοριτσάκι το ’χασα το ’60. Το ’62 έκανα τον Δημήτρη μου και τέρμα. 22 χρονώ επαντρεύτηκα, 22 χρονώ. 22 χρονώ ακόμα είναι μικρούλες εδώ. Κι έκανα τον Νίκο μου ’57, το ’60 το κοριτσάκι και το ’65 τον Δημήτρη μου και τέρμα. Αυτά. Άλλα τι θέλεις τώρα;
Λοιπόν, πάμε πάλι λίγο πίσω. Είπατε ότι ήρθατε από το χωριό, μείνατε έξι μήνες στην Αθήνα και μετά γυρίσατε.
Ναι.
Έτσι, γιατί γυρνούσατε και ξαναρχόσασταν;
Ήταν καλοκαίρι. Έφυγα, πήγα στο χωριό, μετά πάλι ξανάρθα. Αλλά, μετά δεν επήγαινα. Κάθε δυο χρόνια, έκανα να πάω και τρία χρονιά. Λεύτερη, τώρα, λεύτερη. Άμα παντρεύτηκα και μεγαλώσαν τα παιδιά που πηγαίναν σχολείο, κάθε καλοκαίρι... μια φορά τα πήγα, δεν θυμάμαι τη χρονολογία, θα τη θυμάται ο Δημήτρης μου. Από κείνη τη χρονιά που πήγανε, σχολείο ακόμα πηγαίνανε, δεν εσταματήσαμε, κάθε καλοκαίρι στο χωριό. Μια φορά, ήταν το πανήγυρι της Ποταμιάς, και φεύγαμε και περάσαμε με το αυτοκίνητο και τα πήραμεν απ’ τον χορό, απ’ την Ποταμιά, απ’ τον χορό μέσα τα πήραμε. Και πήραν κι έναν φίλο τους που ήταν στρατιώτης, ήθελε να έρθει στην Αθηνά με το αυτοκίνητο. Αυτά.
Τι ωραία. Είπατε, όμως, ότι είχατε και πολλούς έρωτες, ότι ήσασταν ωραία, ότι σας ήθελαν.
Α, από αυτό πια βρε! Εγώ, μου τα λένε κι εμένα. Εγώ έπαιρνα χαμπάρι αλλά δεν έδινα σημασία. Δεν ήμουν ’γωίστρια να δίνω σημασία. Ήμουνα τόσο όμορφη, που και καμία φορά μονή μου έλεγα: «Μα αντίδερα, έτσι, να με κάνουν, ποιος θα με πρωτοπάρει;». Μα εγώ δεν έδινα καμία σημασία τότες ακόμα. Και ποιος; Και από την Ποταμιά και απ’ τα Φυτά – ξέρεις απ’ τα Φυτά τον Κοντογιό τον... Δεν ξέρεις. Αυτός, ο Χαράλαμπος, ερχότανε ψάλτης στο χωριό. Τον έφερνε ένας εξάδελφός μου που είχανε φιλία. Κι εγώ ήμουν μικρό μωρέ. Αφού μπήκα παράνυφη σε έναν γάμο του ξαδέλφου μου. Παντρευτήκαν δυο αδέρφια και ήμουν εγώ παράνυφη. Της Ασημιώς ο Σταμάτης παράγαμπρος. Ο Δημήτρης, του Μάρκου ο πατέρας, παράγαμπρος στον άλλο γάμο, με μια άλλη κοπέλα. Και ήμουνα 13. Το φόρεμα που φόραγα το πήρα από την κουνιάδα πριν το γάμο. Γιατί η κουνιάδα μου είχε πάρει τον πρώτο μου εξάδελφο και το φόρεμα που φόρεσα παράνυφη ήτανε δικό της. Ένα ωραίο κόκκινο φόρεμα απλό. Ε, αφού πήγανε στην εκκλησιά το αντρόγυνο και ήρθαμε σ[00:10:00]το σπίτι –ξέρεις το σπίτι, εκεί που μένει ο Μάρκος ο Λαγός, του Στάθη το σπίτι, εκεί μέσα έγινε ο χορός–, εβάλανε... Πρώτα ήτανε οι κουμπάροι. Χορέψανε οι νύφες αλλά δεν εχορέψανε χορεύτριες οι νύφες και δεν... Μετά, είπανε οι κουμπάρες. Και ήταν από την Χώρα και δεν εξέρανε και χορέψαν λίγο τανγκό και σταματήσαν και βάλαν εμάς τις παράνυφες. Ε, η Λεμονιά του Γρηγόρη – τον ξέρεις τον Γρηγόρη; Ε, αυτή στην Αμερική πέθανε η κοπέλα. Αυτή δεν ήξερε και τόσον πολύ. Εγώ δεν σταματούσα! Μ’ άρεσε πολύ ο χορός. Και ξέρεις πώς έμαθα χορό; Όταν επήγαινα τα ζώα στα χωράφια, έπιανα τα δέντρα και τραγουδούσα κι έκανα στα πανηγύρια που ’βλεπα τις κοπέλες, έκανα της καθεμιανής τον χορό. Εκεί, μονή μου έμαθα χορό, ναι. Και μετά... τι σου έλεγα τώρα;
Μου λέγατε εκεί για το πανήγυρι...
Ναι, ήταν του Αγίου Κωνσταντίνου.
Που φορούσατε το κόκκινο φόρεμα.
Ναι, φόραγα και το κόκκινο φόρεμα που μου το ’δωσε. Κι ήρθανε – σου ’πα για τους Εγγλέζους; Ήρθαν του Αγίου Κωνσταντίνου οι Εγγλέζοι για να μετρήσουν από την πηγή να φέρουν σωλήνες και με τον Καλβοκορέση. Και απ’ τη βρύση απάνω –ξέρεις, όχι κάτω στο σχολείο, στη βρύση τον κάναμεν τον χορό πρώτα–, και λέμε: «Ποιον θα βάλουμε πρώτα μέσα να ανοίξει τον χορό;», «Την Άννα». Λοιπόν, αφού με έβαλαν μέσα, οι Εγγλέζοι πετούσαν δολάρια να χορεύω, και να οι Εγγλέζοι και πετούσαν δολάρια στον Βασιλάκη, τον Βασιλάκη, ναι. Και χορεύαμε, θέλω να σου πω, στον γάμο που χόρευα, αυτός από τις Κηπουριές, ο Στάμος –που χόρευα– πέταξεν το πορτοφόλιν του στα όργανα και του λέει, πέταξε το πορτοφόλιν και του λέει: «Βασίλη, παίζε!». Εγώ ήμουν μικρή μωρέ, 13 χρονών, τι; Μετά τον γάμο, ήρθα εδώ, σκέψου να δεις ποσό μικρή ήμουνα. Αλλά μου άρεσε πολύ ο χορός. Μου μοιάζει η Άννα, πάρα πολύ. Όταν χόρευα, λέγαν του πατερά μου: «Έλα, η κόρη σου πάλι χορεύει!». Άκουγα τα όργανα, τις απόκριες που φέρναν όργανα, κοιμόμαστε κι εγώ άκουγα μέσα στο Χαντζανέστη –εκεί που μένει ο Χρήστος, αλλά ήταν άλλο σπίτι, όχι τώρα, με τον σεισμό χάλασε–, σηκώνομαι, μου λέει ο πατέρας μου: «Πού πας», λέω: «Στα όργανα»! Ντύνομαι εγώ, «Στα όργανα», από πίσω ο πατέρας μου. Αυτά ήτανε, τρέλα η μικρή!
Ενότητα 3
Η γνωριμία με τον σύζυγο και ο γάμος στο διάσημο κέντρο «Τριάνα» στην Αθήνα
00:12:52 - 00:18:00
Ε, μετά πια που ’ρθα εδώ, τόσοι που με γυρεύανε, τύχη, είδες; Από την τύχη σου δεν φεύγεις. Με τον άντρα μου γνωριστήκαμε, γιατί ήταν κουνιάδος του εξαδέλφου μου και πήγαινα εγώ στον εξάδελφό μου κι εκείνος ήταν κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα. Εγνωριστήκαμε, ερωτευτήκαμε κάναμεν... και την έχω και τη φωτογραφία που κάναμεν την αρραβώνα και είχαμε και όργανα στην αρραβώνα μέσα στο σπίτι του εξαδέλφου μου και χορεύαμε. Έχω φωτογραφίες, μα τις έχει τώρα ο Δημήτρης μου και θα μου τις φέρει. Κάτι κάνει, κάνει ένα ιστορικό οικογενειακό τις φωτογραφίες. Του ’δωσα του Σταύρου και τις φτιάχνει, θες να σου τις φέρω; Εκεί πέρα να δεις φωτογραφίες, και στον γάμο μου και στην αρραβώνα μου. Ωραία πέρασα όλα μου τα χρονιά, και λεύτερη και παντρεμένη, πάρα πολύ ωραία πέρασα! Διασκέδασα ωραία, γιατί ήταν και ο Σταύρος, ναι. Μια φορά χορεύαμε, κι ήταν του Σταυρού στη Βολισσό, και χορεύαμε και ήταν οι Βολισσιανές, ξέρεις, από πάνω στον τοίχον όρθιες και λέγανε: «Αυτό το αντρόγυνο που χορεύει, ποιοι είναι, ποιοι είναι;», λέει: «Ο ένας είναι από τα Καμπιά και η κοπέλα από την Πισπιλούντα», λέει. Γι’ αυτό ρωτούσαν την Άννα: «Καλογερά; Ποια είσαι; Δεν έχει η Πισπιλούντα Καλογερά», και μετά η μικρή λέει: «Λαγούδενα», τους Λαγούδες τούς ξέρουνε, λέει: «Λαγούδενα», λέει πια. Βαρέθηκε να τους λέει «Καλογερά», δεν υπάρχει στην Πισπιλούντα. Και άρχισε η καημένη η Άννα και λέει: «Λαγούδενα είμαι». Με τον Δημήτρη τον Λαγό είμαστε δεύτερα ξαδέλφια, οι γονείς μας πρώτα. Με όλους τους Λαγούδες είμαστε συγγενείς. Ακόμα το Λαγούδικο κρατάει καλά. Έτσι, αυτά.
Και στον γάμο σας είπατε ότι ήσασταν στην «Τριάνα»;
Ε;
Στον γάμο σας, στο γλέντι.
Αμέ. Στον Χειλά μέσα. Από τον Άγιο Σώστη πήγαμε, βγάλαμε φωτογραφίες και πήγαμε, στην Ακαδημία ήταν. Και λέει ο φωτογράφος: «Πρώτη φορά που βγάζω νύφη τόσο ωραία και τόσο γρηγορά», δηλαδή αμέσως με έπαιρνε. Μετά, γυρίσαμε κι ήρθαμε στο μαγαζί που έπαιζεν η Μαίρη Λίντα με τον Χιώτη. Μόλις μπήκαμε μέσα, έπιασε τη μουσική και περπατούσαμεν εμείς με τη μουσική. «Κοιτά», λέει, «που πάν’ και με τα βήματα!». Επήγαμε και καθίσαμε απ’ τη μεριά που ήταν ο γάμος. Από τη μια μεριά –ήταν μεγάλο το μαγαζί, είχε κολώνες στη μέση, δυο-τρεις κολώνες, ήταν πάρα πολύ μεγάλη η «Τριάνα», πολύ μεγάλο μαγαζί–, και από δω ήταν ο γάμος, και από δω ήτανε, απ’ τη μουσική, οι πελάτες. Αλλά, όσοι πελάτες, δεν εφεύγανε, δεν εφεύγανε οι πελάτες. Και μία έπαιζαν τα όργανα τα δικά μας και την άλλη οι μουσικοί. Αναγκάστηκαν οι ανθρώποι και λέει: «Δεν τη θέλουμε», λέει, «Ας σταματήσει», λέει, «να ακούσουμε τον νησιώτικο γάμο», και κάτσανε κι οι πελάτες και βλέπαν τον γάμο μέχρι το πρωί, μέχρι το πρωί, στις 07:00 φύγαμε! Ήταν ωραία, βέβαια.
Για να καταλάβω, στα μισά τραγουδούσαν νησιώτικα–
Ε ναι, σταμάταν τα νησιώτικα και τραγουδούσαν η Μαίρη Λίντα με τον Χιώτη. Αλλά οι πελάτες μας δεν εθέλανε να ακούνε τον... θέλαν να δουν τον γάμο. Και σταμάτησαν ο Χιώτης κι έβλεπε, και βλέπαν το γάμο. Πήγα, μετά, στο δωμάτιο που πήγαιναν και ξεντύνονταν τα νούμερα κι έβγαλα το νυφικό κι έβαλα το δεύτερο νυφικό. Ήμουν αδύνατη, άμα με δεις, ήμουν... Το δεύτερό μου νυφικό ήτανε βελούδο, μπλε, ανοιχτό με κουφόπιετες για να γίνω λίγο χοντρή! Μου κάνανε κουφόπιετες, ναι ναι, ναι, ναι. Πόσο ήμουν; 22 χρονών; Ούτε καταλάβαινα τίποτα. Τα λευτερικάτα μου. Όλα μου, όλα μου που έβλεπα εγώ. Ερχότανε ο Δημήτρης –τον θυμάσαι; του Αντώνη του Λαγού, που λέγαμε, του Κώστα, τον Κώστα τον θυμάσαι που έμενε από πάνω ο γιος του–, ερχόταν ο Στέλιος ο Ράλλης, της Βάσως ο πατέρας, και μου λέει: «Μωρέ, δεν ακούς; Μωρέ, δεν βλέπεις; Δεν ακούς τι λένε για σένα;», αλλά εγώ σημασία δεν έδινα καθόλου. Ούτε τα ξεφαντώματα ούτε... Σαν να μην ήμουνα εγώ. Κι όσα ήρθαν πέρασα ωραία. Πάλι επήγε; Α...
Τι λέγανε για σας, όμως;
Ήφυγε πάλι; Α. Τι άλλο θέλεις;
Τι λέγανε για σας δεν μας είπατε.
Λέγανε πως ήμουν πολύ ωραία. Ήταν ένας Βολισσιανός, ο Ψυχιάς, αν ξέρεις, έμενε απάνω στον Πύργο και ήταν πολύ... χασάπης, φόραγε κόκκινη ποδιά κι ερχότανε κι έπαιρνεν κατσικάκια, αρνάκια τέτοια απ’ το χωριό μου. Και ήταν του τσοπάνη, του τσοπάνη του Μιχάλη, η γιαγιά, την ελέγαν «Τσοπάναινα», το τσούκλι της ήταν «Καρβουνού». Και είχε κι εκείνη μιαν κόρη, σαν κι εμένα, ναι. Και ρωτάν τον Ψυχιά, δεν θυμάμαι τι το λέγαν το όνομά του, «Ποια είναι πιο όμορφη; Η κόρη μου», λέγει, «ή του Δημητριακού;», λέει. Έρχεται ο Ψυχιάς κάτω στο σπίτι να πάρει κι εμάς... «Βρε Δημητράκη», του λέει του πατέρα μου, «απάνω, βρε, η Καρβουνού με ρωτά ποιαν είναι πιο όμορφη, η κόρη σου ή η δικιά της» – ήταν ωραία και η Τσουκλιά, οι Βουβούδες είχαν ωραία μάτια, αμυγδαλωτά, ωραία μάτια. Και μετά, που παράνυφη – το σπίτι μας πίσω από την Τσικουδιάν το παλιό, ξέρεις εκεί κάτω; Με βγάλαν «Τσικουδιά», ναι, οι Τσιπολιανοί με βγάλανε. Μου το ’πεν ο παππάς, εγώ δεν το ήξερα. Ήταν ένας Νερομυλιώτης που έπαιζεν ούτι κι έβγαλε τραγούδι της Τσικουδιάς, αλλά ξέχασα να πω του παππά: «Γράψε μου το, το τραγούδι που βγάλανε “Τσικουδιά”». Εγώ όνομα δεν είχα, Τσικουδιά με λέγανε οι Τσιπολιαναίοι.
Άρα, το είχε γράψει για σας το τραγούδι.
Ε;
Για σας, λέω, το είχε γράψει το τραγούδι.
Ναι, ναι, ναι.
Πώς σας είδε; Πώς έγινε;
Στον γάμο που ήμουν παράνυφη, εστεφάνωσε το ένα αντρόγυνο ο Νερομυλιώτης κι έπαιζε και ούτι, έπαιζε ούτι εκείνος μ[00:20:00]ετά και χορεύαμε. Και αυτός ο Στάμος που πέταξε το πορτοφόλι στα όργανα, αυτός ο Τσιπολιανός και του λέει: «Παίζε, Βασιλάκη!», που χόρευα εγώ. Ε μωρέ, 13 χρονώ ήμουνα, ούτε ήξερα. Εγώ χόρευα, μ’ άρεσε πολύ ο χορός και τους εφαινούταν περίεργο –κατάλαβες;– αυτό το πράγμα. Σου λέει: «13 χρονών κοριτσάκι, τέτοιον χορό!». Αλλά πέρασα πολύ ωραία! Όπου πήγαινα ήμουν η πρώτη, όπου πήγαινα. Αλλά, έτσι είναι, μου μοιάζει η Άννα στον χορό πολύ, ε, μου μοιάζει. Και η Αντωνία χορεύει αλλά τούτη είναι πιο... Και ο Σταύρος, λέει, χορεύει, μου λέει η Ευγενία, χορεύει αλλά όχι σε πολύ κόσμο. Ο Αλέξανδρος χορεύει; Όταν πηγαίνετε παρέα, δεν–
Χορεύει και ο Αλέξανδρος.
Α, γιατί μου λέει, αφού έχω τη δασκάλα γιαγιά, δεν θα μάθω χορό; Καλά, εντάξει, να μάθεις χορό λέω, γιατί έμπαινε πρώτα μικρός μέσα αλλά δεν επηγαίναν τα ποδιά του. Οι εγγονές μου είναι χορεύτριες και οι δυο – ε; Δεν είναι; Ωραία. Έγραψες; Τι; Για πες μου άλλα, για να θυμάμαι.
Εσείς θα μου πείτε, στην «Τριάνα», που ήτανε γνωστό μαγαζί, πώς και κανονίσατε να γίνει εκεί ο γάμος; Πώς το βρήκατε;
Α! Ήρθανε... ήταν ο Χειλάς, πρώτος ξάδελφος του ανδρός μου. Ο Χειλάς, ήταν πρώτα ξαδέλφια με τον άντρα μου και αυτός μας πάντρεψε, μας εστεφάνωσε. Ήταν πρώτα ξαδέλφια. Και, μετά, που έγινεν ο γάμος, κατευθείαν... Αφού νύφη ντύθηκα πάνω στου Χειλά το σπίτι. Και, μετά, πήγαμε στη μισή πλευρά του μαγαζιού και στην άλλη μισή ήτανε... Σκέψου, τότες, ήταν σαράντα οκάδες, ήταν τότες, σαράντα οκάδες κιμά, φαγιά. Αφού τελειώσαν τα δικά μας φαγιά και βάλαν από το μαγαζί. Σερβίρανε οι σερβιτόροι όλα, και ο μάγειρας μέσα. Ωραίος γάμος. Και ο αρραβώνας μου είχε όργανα κάτω στου εξαδέλφου μου. Εκεί εφέραν έναν από τη Σπαρτούντα, τον Χόντρο – ξέρεις; Ε, ποιον ξέρεις; Δεν τους ξέρεις τους... ο Χόντρος έπαιζε ο ένας κλαρίνο και ο άλλος ούτι. Και πήγαν και τους φέρανε που έγινε η αρραβώνα μου. Άλλη μια φορά τούς φέρανε που ήμαστεν ακόμα... τους έφερε ο Σταύρος. Και ήρθαν και κάναμε μαντινάδα. Μαντινάδες έχω... πω πω πω πω! Πόσες. Στην Τσικουδιά ήμαστε και ήμουν μικρή και φέρανε τον Μαυριάνο κι έφερε κλαρίνο. Έπαιζε και ήταν από τις Αμάδες. Εκεί που κοιμόμαστε, ακούμεν τα όργανα απέξω. Ε, σηκωθήκαμε, δεν μπορείς. Και, τώρα, ετότες δεν είχε και ρεύμα. Ανάβουμε τον φανό, τη λάμπα, κατεβαίνει η μάνα μου στο σοδιαστήρι από κάτω να πιάσει να φέρει σούμα κι έφερε και λάδι. Εκεί που ανεβαίνει απάνω, πιάνει ο Μαυριάνος, ενόμιζε πως ήταν η σούμα και, αντί να πιάσει τη σούμα, έπινε το λαδί! Ε ρε, Παναγία μου, το λαδί, κόντεψε να το πιει όλο! Και κάναν τη μαντινάδα τώρα. 02:00-03:00 να σου φέρουν όργανα απέξω να σου κάνουν μαντινάδα. Ξέρεις τι θα πει μαντινάδα, ε; Και στο καινούριο σπίτι που μένω, το δικό μου, πήγαινεν ο Σταμάτης ο Καλόγερος, ο Σταμάτης του Γρηγόρη –τους ξέρεις; Τον Καλόγερο τον Σταμάτη, ο Σιδέρης, της παπαδιάς ο αδερφός, αυτόν γάμπριζε–, και κοιμόμαστεν. Ακούμεν το Βασιλάκη απέξω στο καινούριο σπίτι. «Ωχ», λέω, «τι θα κάνουμεν;». Σηκώνεται η καημένη η μανά μου πάλι, δεν είχε ακόμα και ρεύμα, και σηκώνεται, ανοίγουμε, μπαίνουν μέσα, βάλαν τα όργανα, μαζεύτηκε το χωριό όλο κάτω. Όλο το χωριό, μέχρι το πρωί! Και μια φορά, ο Νίκος μου είχε... έπαιζε η «Ποταμιά» με την «Πισπιλούντα» μπάλα, και ήταν ο Παΐδας. Και κέρδισε η «Πισπιλούντα» τους Ποταμούσους. Ω! Ερχόντουσαν τα αυτοκίνητα και φωνάζαν: «“Πισπιλούντα”, “Πισπιλούντα”! Έλα Παΐδα, έλα Παΐδα!». Είχεν ένα κασετόφωνο το παιδί, το ’βαλεν εκεί μουσική. Εκατεβήσαν όλοι κάτω, κι εκεί, στη βεράντα, έγινεν ένα γλέντι που – τη Στυλιανή του Κορδιστού, την ξέρεις; Ναι, χορεύει με τον άντρα μου, ο Νίκος μου με τη μανά μου, και, μετά, τηνε χόρευε του Μουσά ο πατέρας τη Στυλιανή, του Βασίλη τη... τους έχω φωτογραφία. Πολλά γλέντια γινήκανε. Τα πέρασα πάρα πάρα πολύ ωραία, λευτερικάτα και παντρεμένη. Σου ’πα πως στη Βολισσό, που χορεύαμε με τον άντρα μου, κι ήρθαν οι Βολισσιανές και λέει: «Ποιο είναι αυτό το αντρόγυνο που χορεύει;», λέει: «Ο ένας είναι από τα Καμπιά και από την Πισπιλούντα», οι Βολισσιανοί και από τα Καμπιά χορεύουν πολύ ωραία – και οι Βολισσιανοί χορεύουν ωραία.
Θυμάμαι τον Μουτάφη. Χόρευε με την κόρη του, τη Μαρία, στο χωριό στο πανήγυρι. Μα πώς χορεύουν; Ωραία χόρευε. Αυτός είναι πρόσφυγας, ο Μουτάφης. Αλλά εθράφη στη Βολισσό. Εκεί, διπλά στον Μουτάφη, που ’ναι ένα σπιτάκι μικρό, ήταν αυτός που έχει τους γιατρούς. Μέσα σε εκείνο το σπιτάκι, επετάλωνε. Εκεί, το χωράφι ήτανε γεμάτο γαϊδουριά και μουλάρια, ώστε να τα πεταλώνει. Κι έβγαινε έξω μωρέ, ε, που τονε πονεί το μουλάρι που του χτύπαε καρφιά το κακόμοιρο, καρφιά το κακόμοιρο, εκαθάριζεν το πόδιν του στο μουλάριν. Το καθάριζεν το ξερό και μετά έβαζεν το πέταλο με καρφιά. Τα καημένα τα ζώα. Ήτανε ο πεταλωτής, ο Μήτσος. Από εκείνο το καμαράκι έβγαλε δυο γιατρούς ο Μουτάφης. Ήτανε ξαδέλφια. Πρόσφυγας είναι ο Μουτάφης. Και ήταν ξαδέλφια με αυτόν τον... ο Μουτάφης. Με της κυρίας Ελένης, η Σοφία, τον άντρα της ήταν ξαδέλφια. Δυο γιατρούς έβγαλε και οι κόρες του δασκάλες μέσα στο Σισμανόγλειο. Και τους έλεγε των παιδιών του, λέει: «Κοιτάξτε, λέει, καλά να δείτε. Όταν έρχονται χωριάτες στο ιατρείο, δεν θα παίρνετε λεφτά, γιατί», λέει, «απ’ αυτούς γινήκατε γιατροί», είπεν ο καμένος, δεν θυμάμαι το όνομά του. Εκαθόταν σε ένα καμαράκι μέσα και να βγαίνει έξω να... Γεμάτο το χωράφι εκεί γαϊδουριά και μουλάρια, όχι τώρα που ’ναι αυτοκίνητα. Τώρα είναι παιδική χαρά, δεν είναι; Εκείνο ήταν γεμάτο γαϊδουράκια και μουλάρια. Κάθε Κυριακή, κάθε Κυριακή, κατεβαίναν όλα τα χωριά για να ψωνίσουνε. Και ήτανε του Ζορμπά ο πάππους, ο Γιάννης, μέσα μέσα στο καφενείο. Δεν είναι ένα μαγαζί που δίνει τώρα φαγητά; Εκείνο ήταν δικό του το μαγαζί. Ήτανε, εκεί πούλαγε... μπακάλης. Ήταν ο μπακάλης του πατερά μου. Επήγαιναν απ’ τα χωριά, ψωνίζαν όλον τον χειμώνα τσάμπα αι έγραφε. Το καλοκαίρι ερχότανε κι έπαιρνε τα αμύγδαλα. Τα αμύγδαλα ήταν πουλημένα πριν ανθίσουν οι αμυγδαλιές! Ερχότανε ο Τσουρουγιάννης κι έπαιρνε, μέσα στο σπίτι εκεί κάτω, χεροτσούβαλα μεγάλα αμύγδαλα.
Τα έπαιρνε σαν αντάλλαγμα επειδή ψωνίζατε από το μανάβικο;
Ναι, ναι. Ψωνίζαμε, έγραφε, και όταν γινόταν τα αμύγδαλα, λογάριαζε τι χρωστάμε και ποσό κάνουν τα αμύγδαλα και κανόνιζε κι έπαιρνε τα αμύγδαλα. Και βγάζαμε το χρέος μας, κατάλαβες;
Αρά, μαζεύατε αμύγδαλα εσείς;
Εγώ όχι, εγώ δεν δούλεψα. Η μανά μου. Εργάτες παίρναμε. Nαι, απάνω σε μίαν αμυγδαλιά είναι, την είχανε δεμένη και είναι ο Σταύρος και ρίχνει αμύγδαλα. Επήραν τις φωτογραφίες να το δεις. Απάνω στην αμυγδαλιά πατεί, απάνω στο σκοινί και ρίχνει αμύγδαλα. Και παίρναμε κι εργάτην. Τον λέγανε, του Γιώργη – τον ξέρεις τον Γιώργη; Ο αδερφός του, δεν ξέρω, το τσούκλι του ήταν «Πετεινός». Αυτόν είχαμε πάντα εργάτη και είχε και του Χρήστου, της Αλέξαινας, που ’χει πάρει μια Ποταμούσαιναν, την Ευγενία, κι αυτή. Και μου ’λεγεν η μάνα μου: «Η Ευγενία και η Σταματία, αν δεις πώς μαζεύουν ελιές, άπαπα!». Αυτές ήταν καλές εργατίνες, η Σταματία και η Ευγενία. Η Σταματία τόσο που την βλέπεις, σαν κόρακας, λέει, τις μάζευε τις ελιές, παντού τηνε γυρεύαν τη Σταματία, μάζευε με την Ευγενία, αυτήν που πηρέ τον Χρήστο. Ήταν εργάτες. Η μανά μου μόνο εργάτε[00:30:00]ς είχε. Είχαμε μεγάλα χωράφια, είχε πολλά χωράφια ο πατέρας μου και καλά χωράφια. Και είχαν όλο εργάτες και εργατίνες. Η εργατίνα η πιο μεγάλη... η Αγγελικώ, η Αννίτσα, όλες επηγαίνανε εργάτριες. Αλλά η πιο καλή ήταν η Σταματία με την Ευγενία, του Χρήστου τη γυναικά. Αυτές, λέει, εμαζεύαν γρηγορά ελιές. Εγώ δεν δούλεψα.
Εσείς δεν δουλεύατε;
Δεν με παίρναν οι γονείς μου. Εγώ μαγείρευα, που ήμουν 9 χρονών και μαγείρευα, και τους επήγαινα φαγητό στο χωράφι και γύριζα πάλι και μαγείρευα να φάνε το βράδυ. Από 9 χρονών μαγειρεύω. Να μου πεις, τι έκανες στο χωριό; Ε, έκανα φασολάκια γιαχνί, κολοκυθάκια, μελιτζάνες έψηνα, κουκιά έψηνα, φάβα. Έκανα κουλουρίδες – ξέρεις τι είναι οι κουλουρίδες; Ανοίγεις το φύλλο, το κόβεις, έτσι από πάνω, αυτό, και, μετά, το κάνεις έτσι. Αυτές που είναι, εμείς τις λέμε κουλουρίδες, εδώ τις λένε χυλοπίτες, κατάλαβες; Αυτές. Είχαμε, όπως ανοίγουμε το φύλλο, άνοιγα εγώ το φύλλο και, μετά, το έκοβα με το μαχαίρι και κάναμε κουλουρίδες. Αυτές λέγανε που λένε εδώ χυλοπίτες. Βάζαμε το αλεύρι και έβραζε το νερό, το ρίχναμε μέσα και, μετά, τις κάναμε σαν τα μακαρόνια με τυρί, τις κάναμε και με ντομάτα σούπα.
Και ποιος σας έμαθε να μαγειρεύετε;
Μονή μου, αφού μ ’άφηνε η μητέρα μου στο σπίτι κι ερχόταν κι έβρισκε φαγητό. Πήγαινα και καθάριζα το σπίτι, τον δρόμο, και καθάριζα και το σοδιαστήριν ακόμη, δα, κάτω, το σοδιαστήρι –πώς το λένε;–, την αποθήκη που είχαμε τα λάδια μας, λάδια, σύκα, ελιές, κρεμμύδια, εκείνο πήγαινα και το σκούπιζα. Ήθελα καθαριότητα, μου άρεσε πάρα πολύ, πάρα πολύ! Ερχόταν η κακομοίρα η μανά μου και τα έβλεπε, λέει: «Να ’χεις την ευχή μου, Άννα μου, να ’χεις την ευχή μου, Άννα μου». Άμα έχεις θέληση! Αυτά όλα βγαίνουν από μέσα, αυτά όλα βγαίνουν από μέσα, ό,τι και να ’χεις, ταλέντο είναι από μέσα. Η Άννα μου, τώρα, που της αρέσει ο χορός. Όλα αυτά, είναι από μέσα της, βγαίνουνε, δεν είναι ότι τα κάνει πρόσθετα, της βγαίνουν από μέσα όλα αυτά, δεν είναι... που έχει ο άνθρωπος. Άλλο;
Και να ρωτήσω: Μόνη φύγατε και ήρθατε στην Αθηνά;
Όχι, με έφερε ένας ξάδελφος. Ο Σταμάτης, του Ράλλη ο πατέρας, ήταν ναύτης. Είμαι πρώτα ξαδέλφια με τον Σταμάτη. Η μανά του Σταμάτη και ο πατέρας μου αδέρφια και του Μόδεστου ο πατέρας. Και ήταν στρατιώτης και ήρθε με άδεια. Δεν σου ’πα πώς ήρθα με τον «Κανάρη» κι έγινα μούσκεμα; Με πολεμικό. Και δεν είχαμε και καμπίνα, ήμασταν επάνω κατάστρωμα κι ερχόταν το κύμα και μας έκανε μούσκεμα. Ήρθα το πρωί στον θείο μου κι άλλαξα, κι έβαλα... ήμουνα παπί. Έμπαινε το κύμα και μας έπαιρνε. Ευτυχώς είχε κάγκελα και δεν μας επήγαινε μες στη θάλασσα. Πολεμικό καράβι ήταν ο «Κανάρης». Τότε, δεν είχε ακόμα καράβια. Σκέψου με πολεμικό καράβι ερχοντούσαν οι ανθρώποι. Αυτά τα έπιανε πολύ η φουρτούνα, πάρα πολύ, έπεφτε το κύμα, γκλουπ! Όσοι ήμαστε κατάστρωμα, μας πήγαινεν πιο κάτω.
Πόσες ώρες ήταν το ταξίδι;
Τότε, μωρέ, ήταν πιο πολλές ώρες, δεκατρείς ώρες ήταν; Τώρα, δεν είναι τόσο. Τώρα, είναι τα καράβια γρηγορά. Τότες, ήταν πολλές ώρες, δεκατρείς ήταν; Δεν ξέρω, πάρα πολλές ώρες. Φεύγαμεν τη νύχταν και φτάναμε... πολλές ώρες. Και τι; Πολεμικά καράβια ήτανε. Δεν ήτανε... τώρα γινήκαν τα καράβια με μηχανές μεγάλες και φεύγουν, κάνουν εννέα ώρες από την Αθηνά να ’ρθουν στη Χίο. Πρώτα, κάναν δώδεκα-δεκατρείς ώρες. Ήταν πολλές ώρες μέσα στη θάλασσα, Παναγιά μου σώσε! Εγώ έκανα πολλά ταξίδια μικρή. Ερχόμουνα στον θείο μου. Επήγα στον θείο μου, άνοιξε τη βαλίτσα η θεία μου και άλλαξα που ήμουν παπί. Ο θείος μου έμενε στα Ιλίσια – ξέρεις; Στον Άγιο Χαράλαμπο, εκεί μένει. Τη Μαρία τη Γιούργαλη δεν την ξέρεις; Είναι ανιψιά μου.
Το βαλιτσάκι τι είχε, που είχατε φέρει;
Ε, τα ρούχα μου που έφερα από το χωριό, πέντε-έξι ρούχα. Μετά, μου έκανε η θεία μου. Τι είχα; Ρούχα. Ήρθα εδώ, μου έκαμεν η θεία μου, μου ’κανε παλτό, μου ’κανε φόρεμα. Του Αντρέα τη γυναικά, του ναυάρχου, τη Μαίρη, την ξέρεις; Η αδερφή της ήτανε μοδίστρα, η Κατερίνα, και έμενεν εδώ, Ξένου Πόντου, στη Νέα Σμύρνη, αν ξέρεις, Ξένου Πόντου. Και φεύγαμε από τα Ιλίσια με την Καλλιόπη, τη γυναίκα του. Έμενε κι αυτή στον θείο μου, πρώτη μου εξαδέλφη είναι, και φεύγαμεν με το λεωφορείο κι ερχόμαστε εδώ να κάνουμε πρόβα την Κατερίνα.
Από τα Ιλίσια;
Από τα Ιλίσια με λεωφορείο. Ναι, με λεωφορείο ερχόμασταν εδώ, Ξένου Πόντου. Και, τώρα, είναι της νύφης μου της Χαράς οι γονείς, ήμαστε κάθε μέρα Ξένου Πόντου. Εχορεύαμε τανγκό. Στου θείου μου του Γιάννη από κάτω μένανε. Το σπίτι είναι από πάνω, του θείου Γιάννη. Από πάνω ο θείος και από κάτω ήταν ο Μήτσος ο Λαγός. Και κάθε Σάββατον, ερχόταν τα κορίτσια κι έβαζεν ο Αντρέας το κασετόφωνο και χορεύαμε μες στα δωμάτια. Ήταν... πώς εκάναν τόση οικογένεια; Πώς καθότανε εκεί μέσα; Πού κοιμόντουσαν; Ένα κρεβάτι είχαν μέσα διπλό, έξω ένα ντιβάνι, και ήτανε τρία παιδιά, ο Μιχάλης, ο Αντρέας, η Ευγενία. Άλλοι χάμω, άλλοι... Το πρωί, σήκωναν στρωματσάδες οι ανθρώποι. Όπως η θεία μου, δεν έχει κάνει στρωματσάδα; Όλη την ώρα ερχόντουσαν, κι είχαν οι ανθρώποι να πάνε να πληρώσουνε ξενοδοχείο; Η Στέλλα της Ασημιώς που ήταν η μαμή στη Χώρα στο νοσοκομείο μαμή, και ο άντρας της, Στάμο τον λέγανε, ήταν απ’ τον Κάμπο, δούλευε σε γραφείο. Και οι ανθρώποι είχαν τους μουσαφίρηδες. Μερικοί μουσαφίρηδες τούς έφευγαν και τα τσίσα κι εβρέχανε το στρώμα! Και πηγαίναν όλη την ώρα και πετούσε το στρώμα η γυναίκα και πήγαινε στον Μήτσο, εκεί, ένας που ’χε τη Στάσα, δεν ξέρω πώς τονε λέγανε, πρόσφυγας ήτανε, κι έκανε στρώματα, και όλη την ώρα η καημένη η Στέλλα έκανε τα στρώματα και της τα κατουρούσαν οι μουσαφίρηδες! Και σηκωθήκαν και φύγαν στην Αμερική γι’ αυτό το πράγμα, έφυγαν εκεί. Ο άντρας της είχε γραφείο, αυτή εδούλευε μαμή μέσα στο νοσοκομείο, τα παιδιά της, και οι ανθρώποι πια υποφέρνανε. Δεν επέρναγε βραδιά που να μην έχει μουσαφίρηδες, γιατί κι από το χωριό μας και από τα Χάλανδρα είχε συγγενείς και από τα Αφροδίσια και από την Ποταμιά. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ!
Γιατί; Επειδή έμεναν στη Χώρα;
Επήγαιναν στη Χώρα, μα δεν είχαν λεφτά να πάνε στο ξενοδοχείο οι ανθρώποι. Και πήγαιναν και κοιμόντουσαν στους συγγενείς, κατάλαβες; Στη Χώρα πήγαιναν, άλλα λεφτά είχανε; Να πουλήσουν τα αχλάδια ή τα κάρβουνα, να ψωνίσουνε, να πληρώνουν ξενοδοχείο δυο βράδια; Επήγαιναν στους συγγενείς. Κι ο καημένος ο Σταύρος, πια, λέει: «Δεν είναι το φαγητό, όσο ο ύπνος». Και να κατουρούν και το κρεβάτι, να πετά το στρώμα η γυναίκα. Σηκώθηκαν οι ανθρώποι και φύγαν και πήγαν στην Αμερική γι’ αυτή τη δουλειά. Γιατί από όλα τα χωριά είχαν συγγένεια, από όλα τα χωριά. Από τα Χάλανδρα οι Καλογεράδες –πώς λέγονταν;–, ο Σταμάτης, που ’ναι, η Αργυρώ τι του ’ναι; Θεία του. Ήταν η γυναίκα του Δημήτρη του Καλογέρου, θειάδες, αδερφή της μάνας της, ερχόντουσαν. Από τα Αφροδίσια ήταν της παπαδιάς η μανά, δεν είχε χωριό. Ήταν ένα, το δικό μας, τα Αφροδίσια, τα Χάλανδρα, η Ποταμιά, τέσσερα χωριά. Και οι ανθρώποι δεν είχαν να πουλήσουν κάρβουνα, αχλάδια και να πάνε να πληρώσουν ξενοδοχείο, πληρώναν μόνο φαγητό. Ήταν ένας Βολισσιανός εκεί πέρα και πήγαιναν και τρώγαν, ένας χοντρός, δεν θυμάμαι το όνομά του πώς ήτανε. Εκεί πήγαιναν, αφήναν τις φοράδες τους και πηγαίναν και τρώγανε στον Βολισσιανό, αλλά δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε. Και πώς πηγαίναμεν στη Χώρα κάτω;
Η μαμή που είπατε τι έκανε;
Η μαμή ήταν της Ασημιώς κόρη, του Γιώργη του Πουλή τον Νικολάκη, ήτανε του πατερά του αδερφή. Στο νοσοκομείο, η μαμή ήταν που ξεγεννούσε τις γυναίκες. Και δούλευε στο νοσοκομείο. Δεν πήγαιναν οι γυναίκες όπως και τώρα; Αυτή τη δουλειά έκανε. Και της Κάλλιας η μάνα – τη θυμάσ[00:40:00]αι την Κάλλια; Και η μανά της Κάλλιας ήταν νοσοκόμα μέσα, και ήταν άρρωστος αυτός ο Καρδαμυλίτης με πλευρίτη, και ήταν νοσοκόμα και τονε περιποιούταν και την ερωτεύτηκε και την πηρέ. Αλλά αυτός ο «πλευρίτης» καλοπαντρεύτηκε, έκανε την Κάλλια μετά. Αυτός πέθανε, ξαναρρώστησε και πέθανε. Και ήταν και δήμαρχος στα Καρδάμυλα, της Κάλλιας ο πατέρας, ήτανε δήμαρχος. Έχεις πάει στα Καρδάμυλα; Που ’ναι ο ποταμός; Πριν περάσουμε τον ποταμό, ήταν το σπίτι της Μαρίας. Και τώρα είναι καφετερία, είναι καφετερία. Από κάτω είχε περιβόλι και το ’χουν κάνει και βάζουν τραπέζια. Μετά, της έδωσεν ο θείος της πιο πάνω –πήγα και την ήβρα εγώ την Κάλλια–, πιο πάνω ένα σπίτι. Ο θείος της δεν είχε παιδιά, γεροντοπαλίκαρο. Και της το άφησε της Κάλλιας με μεγάλο περιβόλι μέσα. Πήγα και ήβρα εγώ την Κάλλια. Πήγαινα και την έβρισκα και αυτή ερχόταν, και έκανε και μάνι μάνι τους λουκουμάδες κι έχτιζε έναν τοίχο, λέω: «Τι κάνεις Κάλλια;», «Θα χτίσω», μου λέει, «τον τοίχο, πέφτουν τα χώματα». Κι έκανε και λουκουμάδες. Τι καλή κόρη που ήταν αυτή η Κάλλια! Εντάξει;
Ο Σταύρος στην «Τριάνα» ήταν σερβιτόρος.
Ο άντρας σας.
Ναι, ήταν πρώτα ξαδέλφια. Και ο Ράλλης πρώτος μου ξάδελφος, που είχε πάρει την αδερφή του. Ήταν μάγειρας. Ήταν και ο Σταμάτης ο Μουσουρούλης – τονε ξέρεις; Ε, αυτός του Σταμάτη, του Χρήστου τον αδερφό, που μένει στο σπίτι από κάτω της παπαδιάς, από κάτω στου Μαρκελόπαπα, από κάτω είναι το σπίτι τους, πρέπει να τους ξέρεις. Κι ο Σταμάτης ήταν κι αυτός βοηθός του μαγείρου κι έμαθε μάγειρας μετά. Εκεί εδούλευε σερβιτόρος, εκεί. Άλλοι σερβιτόροι δουλεύανε που ήτανε πρώτα ξαδέλφια. Ο Ράλλης ήταν διευθυντής και ο Σταύρος ήτανε... πώς έχουν τους μεγάλους σερβιτόρους; Ε, μετά, πια, έφυγε, άμα που τέλειωσε. Μέχρι την αρραβώνα μου, που κάναμε την αρραβώνα, ήταν και ο Χειλάς κάτω. Εδούλευε η «Τριάνα». Μετά, έκλεισε η «Τριάνα», έκλεισε. Κι όταν παντρευτήκαμε, ανοίξαμε ένα καφενείο στον Άγιο Γιάννη – πώς λέγεται μωρέ; Από του Φιξ κι απάνω η οδός; Ξέρεις πώς λέγεται; Τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ πώς λέγεται η οδός απ’ το Φιξ που κάνει απάνω και πηγαίνει στην Ηλιούπολη αυτή η οδός, δεν θυμάμαι πώς τη λένε τώρα. Εκεί είχαμε το καφενείο. Απέναντι ο Άγιος Γιάννης, η εκκλησιά, είχε το καφενείο. Είχαμε και στην... Πριν ανοίξουμε το καφενείο που ήταν με τον Χειλά, είχε ανοίξει ένα μαγαζί στη Βάρκιζα, το «Δίχτυ» στη Βάρκιζα, μόλις τελειώνουμεν τη Βάρκιζα και πηγαίνουμε για το Σούνιο, άνοιξε μαγαζί. Εκεί ήταν η Βουγιουκλάκη και πήγαινε ο βασιλιάς ο Κωνσταντίνος και τηνε κυνήγαγε από πίσω. Έφευγε το βράδυ, και τον έπαιρνε με τζιπ η φρουρά και πήγαινε στο «Δίχτυ» να βρει τη Βουγιουκλάκη. Και άλλη μια φορά έφυγεν και πήγε στις Τζιτζιφιές, τον πηγαίναν, έφευγε. Ήταν καλό παιδί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Έπαιρνε τη φρουρά και έφευγε. Κι ήρθε στο «Δίχτυ», που ήταν η Βουγιουκλάκη εκεί πέρα. Ήταν ωραίο αυτό, ήταν αριστοκρατικό μαγαζί το «Δίχτυ», ήταν πολύ καλό, ακριβό. Μετά από την «Τριάνα», άνοιξε το «Δίχτυ». Μετά, πια, τέρμα. Είχε και στη... πού πάμε στις Τζιτζιφιές; Του Καλαματιανού, ήταν ένα μαγαζί που το είχε ένας Καλαματιανός, την «Καλαμάτα», και το λέγανε «του Καλαματιανού το μαγαζί». Αυτόν τον άνθρωπο τονε μαχαιρώσανε –ποιος ξέρει με τι είχε...–, τον Καλαματιανό. Και, μετά, αυτός που είχε το μαγαζί, το ενοίκιασε και το είχε πάρει ο Χειλάς. Είχε την «Τριάνα», είχεν αυτό απέναντι στον Άγιο Σώστη – δεν θυμάμαι, τι το λέγανε αυτό το μαγαζί. Και είχανε μια Τουρκάλα τραγουδίστρια, είχε φέρει μιαν Τουρκάλα –ε, αυτή δεν θυμάμαι, τον άντρα της που τον λένε Αλή, ο Αλής–, και τραγουδούσεν η Τουρκάλα, και τελευταία τελευταία ήταν να πει και το ελληνικό τραγούδι, λέει: «Κούνα μου το, κούνα μου το, το μαντίλι σουνα φιλήσω την ελιά σου και τα χείλη σου». Μόνο αυτό ήξερε ελληνικό. Όταν ήταν να τελειώσει τα τραγούδια της, μετά ήταν να πει το ελληνικό, μόνο αυτό. Αλλά όχι καθαρά, ξέρεις. Την είχε και απάνω και κάτω. Άνοιγε μαγαζιά συνέχεια αυτός, ο Βασίλης, όλο τέτοια κέντρα.
Ποιος ήταν; Ο γνωστός ο Βασίλης ο Χειλάς;
Δεν είπαμε πως ήταν πρώτα ξαδέλφια με το Σταύρο; Χειλάς είναι. Από τα Καμπιά ήταν, από τα Καμπιά ήτανε. Αλλά αυτός ήταν στην Αμερική και ήρθε.
Πότε ήρθε και άνοιξε τα μαγαζιά;
Α, αυτό δεν το θυμάμαι, δεν ξέρω ποτέ είναι. Εγώ, από το ’49 που ήρθα στην Αθηνά, το είχε το μαγαζί, την «Τριάνα». Τώρα, νομίζω, είναι καθαριστήριο, αν περνάς κάτω. Στον Άγιο Σώστη απέναντι. Νομίζω ότι είναι καθαριστήριο, τώρα, αυτό το μαγαζί, που είχεν ο Χειλάς.
Και δούλευε εκεί και ο κύριος Σταύρος;
Ναι, και ο Σταύρος και ο Ράλλης ο ξάδελφός μου και ο Σταμάτης ο Μουσουρούλης. Όλοι δουλεύαν εκεί.
Εσείς πηγαίνατε;
Ε, πήγαινα με τη Ράλλαινα να ακούμε τη μουσική, προπαντός το καλοκαίρι που ήταν έξω. Ε, πηγαίναμε. Εκεί, πια, κάθε μέρα μες στο σπίτι του Ράλλη, ερωτευτήκαμε, εκεί παρθήκαμε, πέντε χρονιά είχαμεν ερωτά!
Και πηγαίνατε και τον βλέπατε στην «Τριάνα» που δούλευε;
Όχι βρε, έμενα στου Ράλλη. Πήγαινα κι έμενα κι εκεί. Απ’ τον θείο μου πήγαινα και στον Ράλλη, πρώτος μου ξάδελφος ήτανε, ναι. Και σιγά, σιγά, σιγά, η πολλή ησυχία δεν κάνει καλό.
Το «Δίχτυ» που μου είπατε μετά, ποιος το άνοιξε; Πάλι ο–
Ο Χειλάς.
Και ο κύριος Σταύρος;
Υπάλληλος μέσα, ο σερβιτόρος. Όταν έκλεινε το καλοκαίριν εδώ, επήγαινε κάτω. Το ’κανε χειμωνιάτικο και πήγαινε στο καλοκαιρινό. Όπως στις Τζιτζιφιές, αυτό που λέγαν του Καλαματιανού, τώρα εκεί πέρα το έχουν κάνει πλατεία, στις Τζιτζιφιές. Πριν πάμε κάτω στο Σκάι, πιο πάνω είναι η πλατεΐτσα αυτή, κι είχε το πρώτο μαγαζί, του Καλαματιανού. Αλλά αυτόν τονε σκότωσαν τον καημένο, ποιος ξέρει; Ε, αυτά τα μαγαζιά έχουνε... Το πηρέ ο Χειλάς και είχαμε την Τουρκάλα και ήταν να πει τα τουρκικά, και τελευταία ήρθε το: «Κούνα μου το, κούνα μου το, το μαντίλι σουνα φιλήσω την ελιά σου και τα χείλη σου». Μόνο αυτό, κι αυτό το ’λεγε ψευδά, όχι... Αλλά, βρε, όμορφες είναι οι Τουρκάλες! Ένα σώμα που το είχε, πω πω πω, όμορφη γυναίκα ήτανε! Με τον Αλή της, είχε τον φίλο μαζί.
Πώς την είχε βρει;
Ε;
Πώς την είχε βρει ο Χειλάς και την έφερε;
Από την Τουρκία πήγε και τις έφερνε, έφερνε Τουρκάλες. Είχε έρθει και μία μωρέ από τη Νάξο, τραγουδίστρια, αλλά δεν έβλεπε η καημένη, επήγε και στη Ρωσία, παντού, έχασεν το φως της, τι ωραία κοπέλα και τι ωραία τραγουδούσε τα δικά μας τραγούδια. Και την έφερνε η μάνα της και τηνε πήγαινε εκεί στην πίστα, της εβάλαν το μικρόφωνο και έτσι στεκόταν, ούτε κινούταν καθόλου που δεν έβλεπε, και τραγουδούσε. Και όταν τέλειωνε, πήγαινε η μανά της πάλι και την έπαιρνε. Μια κοπέλα! Και πού δεν την πήγαν αλλά, τελικά, το ’χασεν το φως της. Τραγουδούσε δικά μας τραγούδια αυτή. Εκάναν μωρέ νούμερα μέσα. Ένα «κορίτσι-λάστιχο», πώς εδενότανε, πώς εδενότανε αυτό το κορίτσι, βρε παιδί μου, «κορίτσι-λάστιχο» το λέγανε, νούμερο. Εδενότανε τα ποδιά της έτσι και γινόταν κουβάρι. Πώς εδενόταν; Χαρά στις λύγισες που είχε. Και τι νούμερα ήρθαν. Με αυτόν τον Τζανετάκο τον ηθοποιό –τον θυμάσαι τον Τζανετάκο; Βγαίνει και τώρα και πεθαμένος, πέθανε στον Άγιο Σάββα–, είχε δυο αδερφές, θεατρίνες, και, από το θέατρο, ήρθανε, σηκώσανε στην «Τριάνα» και κάνανε νούμερο! Η μάνα τους, λέει, τους έφερνε, ξέρω γω; Και στου Φιξ πιο κάτω, ήταν μια γέφυρα, τώρα την έχουν σκεπάσει, ήταν μια γέφυρα και, όπως ερχότανε από το θέατρο, έτρεχε, ξέρω γω, το αυτοκίνητο και πήγαν από κάτω και σκοτωθήκανε[00:50:00] oι δυο του αδερφές, τραγουδίστριες. Τονε ξέρεις αυτόν, ακόμα τώρα τον βάζουν στην τηλεόραση, που τρώει όλο σφαλιάρες! Γράφεις; Είσαι εντάξει;
Τη Βουγιουκλάκη και τον βασιλιά Κωνσταντίνο τούς είδατε εσείς;
Δεν ήμουν εγώ στο κέντρο. Ο Σταύρος τούς είδε. Την κυνήγαγε από πίσω αυτός. Ο Κωνσταντίνος έφευγε του βασιλιά, του ’φευγε, και πήγαινε και κυνήγαγε τη Βουγιουκλάκη, και ήρθε στο κέντρο στη Βάρκιζα για να δει τη Βουγιουκλάκη. Ήταν ζωηρός ο Κωνσταντίνος! Μα ήταν ωραία κοπέλα η Βουγιουκλάκη, δεν ήτανε; Πολύ ωραία κοπέλα. Ήταν πολύ... Αλλά, ο βασιλιάς, τώρα, αφού ήταν το θέατρο και το... ο βασιλιάς το ’βγαλε το θέατρον από κει. Καθόταν στο παράθυρο κι έβλεπε... καλοκαιρινό θέατρο πρέπει να ’ταν. Και το ’βγαλεν ο βασιλιάς το θέατρο, το ’διωξε από κει πέρα. Το παλάτι πρώτα ήταν εκεί που μένει τώρα ο πρόεδρος. Δεν μένει μέσα στην –πώς το λένε εκεί πέρα;– στη βουλή. Εκεί μέσα είναι το σπίτι της; Τι είναι; Εκεί μένει; Ο βασιλιάς έμενε εκεί πέρα πρώτα. Μετά, επήγαν... πού πήγαν και χτίσανε; Μάλλον έφυγε ο Κωνσταντίνος, ο άλλος ο... πώς τον λένε, δεν το θυμάμαι, δεν θυμάμαι πώς έλεγαν τον πρώτο. Ο Παύλος ήταν του Κωνσταντίνου ο πατέρας. Ο άλλος δεν θυμάμαι τι τονε λέγανε, και είχε πάρει ο πρώτος βασιλιάς, είχε πάρει Γερμανίδα και δεν την ήθελε το κράτος και τη χώρισε. Ε, και ο άλλος πάλι Γερμανίδα πήρε, ο Παύλος, πάλι Γερμανίδα πήρε. Τον άλλο τον βασιλιά, δεν ξέρω, Κωνσταντίνο πρέπει να τον λέγαν. Πήρε τη Γερμανίδα, δεν έκανεν καλά, τονε χώρισαν. Ετούτη εδώ έφυγε, όταν επαντρεύτηκε, η Σοφία, που της δώσανε δώρα πολλά. Το Ιωσηφόγλειο, το ξέρεις; Πού ’ναι λεωφόρο Συγγρού ένα ορφανοτροφείο, μεγάλο ορφανοτροφείο. Τα κορίτσια τής κάνανε ένα τραπεζομάντηλο χειροποίητο. Σκέψου τι κέντημα εκάνανε! Δώρο στη βασίλισσα τη Σοφία. Τα κορίτσια που ήταν μέσα και της το δώσανε. Πολλά δώρα. Όλα, και τα μαγαζιά όλα της κάναν πολλά δώρα. Και παίρνει τα λεφτά τα ελληνικά και πάει στην Αγγλία και κάνει τα χρυσά της. Και πήγε στην Αγγλία κι έδωσε τα λεφτά τα δικά μας κι έκανε τα χρυσά της Σοφίας στην Αγγλία. Βγήκαν και φωνάζαν ο κόσμος πια, ω πω πω! Γερμανίδα ήταν κι αυτή.
Πώς το μάθατε εσείς τότε αυτό;
Ε, ο κόσμος εβούιζε, πώς το ’μαθα, κι οι εφημερίδες ακόμα θα το είχαν γραμμένο. Όχι που το λέγανε, τους είχε κακοφανεί των ανθρώπων. Σου λέει, όλοι βοηθούσαν και τα μαγαζιά ακόμη της κάναν δώρα καλά, και να πάρει το χρήμα από την Ελλάδα να πάει στην Αγγλία να κάνει τα χρυσά; Δεν είχε χρυσά η Ελλάδα; Από εκεί, πια, τους κακοφάνει πολύ. Τώρα, τι έγινε; Δεν ξέρω. Μετά, η Σοφία έφυγε. Ακόμα βασίλισσα δεν είναι εκεί πέρα; Ή τη διώξανε; Εκεί που ήταν η Άννα μου, στην Ισπανία. Εκεί είναι η βασίλισσα Σοφία. Η άλλη έμεινε γεροντοκόρη η Ειρήνη. Ήταν δυο αδερφές, η Σοφία και η Ειρήνη. Η Ειρήνη έμεινε γεροντοκόρη. Ο βασιλιάς τα πάντρεψε τα παιδιά του; Είχε κάνει τρία κι αυτός. Και η γυναίκα του βασιλιά ήταν από την Ισπανία τουτουνού. Από την Ισπανία ήταν κι αυτή. Εντάξει είσαι;
Τι άλλο θα μας πείτε;
Ε τι άλλο; Δεν θυμάμαι άλλο. Λέγε μου να σου λέω. Ό,τι θυμάμαι σου τα ’πα!
Παντρευτήκατε, λοιπόν, με τον κύριο Σταύρο και πού μένατε;
Στον ιππόδρομο, εκεί, είχαμε σπίτι νοικιασμένο ακόμα. Κοντά στην κουνιάδα μου επήγαμε, στον ιππόδρομο. Τώρα εκεί, ο ιππόδρομος είναι... Ακόμη, τότε, τρέχαν τα άλογα. Κι ερχόντουσαν στην ταράτσα της κουνιάδας μου, όλη η ταράτσα γεμάτη να βλέπουν τα άλογα που τρέχανε στον ήλιο, όταν... ναι, να βλέπουν πώς έτρεχαν τα άλογα πάνω στην ταράτσα, αυτοί που παίζανε να δουν το άλογο. Ένας, αυτού στην Καλλιθέα ήτανε και πήγαινε του Χειλά πιοτά, είχε ένα μαγαζί και πούλαγε κρασιά, τέτοια, του πήγαινε ποτά. Κι έπαιζεν αλογάκια. Κι είχε μια γυναίκαν ωραία κι ένα παιδί. Και, όχι στο μαγαζί, απάνω στην καρέκλαν, εκεί έμεινε. Έφαγε τα λεφτά όλα του μαγαζιού, όλα, κι επάνω στην καρεκλά έμεινε. Εκεί, στον Ιππόδρομο που έβλεπε, εκεί πάνω. Ετελείωσε, δεν είχε πια λεφτά. Έπαθε ανακοπή και τονε βρήκανε απάνω στην καρεκλά αυτή που είχαν και βλέπαν τα άλογα κάτω στον Ιππόδρομο. Πολλοί το πάθαν αυτό το πράγμα. Τρώγαν τις περιουσίες τους στα αλογάκια. Και μια γυναικά που είχε ωραία, η κακομοίρα, και ένα κοριτσάκι. Αλλά αυτό δεν είχε, άμα αυτό είναι χαρτιά, τζόγος είναι κι αυτός, δεν είναι... Παίζανε, ερχότανε εκεί απάνω στην ταράτσα, εφωνάζανε όταν τρέχανε τα άλογα. Να τρέξει το άλογο που είχαν βάλει στοίχημα, να τρέξει να κερδίσουν, ναι. Έτσι νομίζεις πώς θα κερδίσεις; Δεν εκέρδισε κανένας. Όταν αρρώστησε ο Παπανδρέου και πήγε στο Ωνάσειο, η Δήμητρα, δεν της άρεσε να ’χουν τα άλογα εκεί – και καλά έλεγε η κοπέλα. Καρδιολογική, λέει, και να έχει τα άλογα εκεί. Και τα ’διωξε, γιατί γύρω γύρω εκεί ήτανε, όχι οι στάβλοι, τέτοια, τα δωμάτια που βάζουν τους... και τα διώξε τα άλογα κι έφυγε ο ιππόδρομος και πήγε... πού πήγε; Στο Σούνιο πήγε; Όχι στο Σούνιο, εκεί που είναι ο Άγιος, η εκκλησιά μωρέ, ο Σταυρός –πώς το λένε– στα Σπάτα. Εκεί δεν είναι ο ιππόδρομος; Η Δήμητρα το ’κανε αυτό. Είχε και δίκιον η κοπέλα. Γύρω γύρω, όλο ήτανε τα δωμάτια που μείναν τα άλογα. Τα άλογα μυρίζει κοπριά. Και τα διώξε εκείνη. Εγινήκαν τώρα πολυκατοικία όλα. Έχεις πάει στο Ωνάσειο; Εγώ είχα τον άντρα μου μέσα, και τον άντρα μου και τον Νικολά μου. Ο Νίκολας μου, που ευτυχώς κι είδα μες στο Ωνάσειο, που τον πέταξε η καρδιά του. Ευτυχώς. Αχ, καημένη, έχω περάσει κι εγώ και καλά και δύσκολα. Παντρεμένη, με τα παιδιά μου, με το Νικόλα μου πολύν άπαπα... Τον είχαν στο νοσοκομείο και δεν μου το λέγανε, πριν τον φέρουν στο Ωνάσειο. Και με παίρνει τηλέφωνο: «Μαμά», λέω «τι θες γιε μου;». «Εγώ μαμά είμαι στο νοσοκομείο και δεν σου το λένε». Και λέω του Σταύρο: «Σήκω», κι έφυγα και πήγα κι ήτανε η Ευγενία, που τον έπιασεν η καρδιά του. Έκαμεν εγχείρηση στην καρδιά. Ε, τι να κάνουμε; Αφού ήταν περαστικά και πέρασε, καλά ήταν κι αυτό. Τι να κάνουμε; Να ’ναι, να φεύγουν, να περνάνε είναι πιο καλά. Ε, τι θες να σου πω ακόμα;
Λοιπόν, μου είπατε ότι μένατε στον ιππόδρομο. Πόσα χρόνια μείνατε εκεί;
Εκεί δεν έμενα πολλά χρονιά. Πόσα; Μόνο τον Νίκο μου έκανα εκεί πέρα. Μετά, ήρθα στη Νέα Σμύρνη, ήρθα στη Νέα Σμύρνη, κοντά στη Λεόντειο, με ενοίκιο, κοντά στη Λεόντειο. Και, μετά, πήγαμε παραπάνω, Σεβδεκίου, πιο πάνω, σε μεγάλο σπίτι. Εκεί, έκανα είκοσι εφτά χρονιά σε αυτό το σπίτι. Στο άλλο, έκανα ενάμιση χρόνο, Σεβδεκίου. Το πάνω εκεί ήτανε μονοκατοικία. Από πάνω ο ιδιοκτήτης και από κάτω εμείς. Μεγάλο σπίτι με περιβόλι. Από κει πω, μια βεράντα! Άμα πήραμε σπίτι και φύγαμε πω πω πω, Πανάγια μου! Αυτό το σπίτι δεν θα το ξεχάσω. Ούτε τους ανθρώπους. Αυτοί οι ανθρώποι ήτανε σαν να είμαστε αδέρφια με αυτούς. Ήταν δικηγόρος ο κύριος Αχιλλέας, λέει: «Άννα», λέω: «Ορίστε, τι θέλετε;», «Να δεις θα φέρουν δώρα» –που πάντρεψε τον γιο του– «θα σου φέρνουν δώρα, τώρα, για τον Ηλία», λέω: «Εντάξει». Έφεραν απ’ το κρυστάλλι, έφεραν από... υπόγραφα κι εγώ που έπαιρνα τα δώρα. Κρύσταλλα, πω πω! Ένα παιδί είχε και αυτός μόνο. Το τι κρύσταλλα εφέρανε, εγέμισε το τραπέζι μου εκεί που μ[01:00:00]έναμε, πω πω κρύσταλλα! Λέω: «Έλα κυριά Κική να πάρεις, γιατί δεν έχω χώρο». Τα έπαιρνα εγώ τα δώρα, γιατί αυτοί δουλεύανε. Αυτός ήταν δικηγόρος. Ο Ηλίας δεν ξέρω πού ήτανε. Εκείνη γύριζε με τις φιλενάδες και κάναν, ξέρω γω τι κάνανε. Και γυρίζαν όλοι 14:00 μεσημέρι. Τρουτς, το κουδούνι, το δώρο. Πώς τον λέγαν; Δεν το θυμάμαι τώρα... κύριο Αχιλλέα, Αργυρόπουλος. Ο πατέρας του ήταν από τη Σμύρνη πρόσφυγας και η μανά του ήταν απ’ τη Σπάρτη. Ήταν καλή γυναικά. Και ήταν και ο πατέρας του δικηγόρος και αυτός δικηγόρος και ο θείος του δικηγόρος, που δεν ξέρω πόσα γραφεία δικηγορικά είχε. Γιατί κι αυτός ο θείος δεν είχε παιδιά. Εδώ, λοιπόν... Είχε σπίτι στη Δροσιά. Έκαμεν πολυκατοικία κι άφησε πολλά στρέμματα. Του άφησε περιουσία του Ηλία, πολύ. Κι εκεί που εμένα εγώ, το κάναν πολυκατοικία. Έχει δύο διαμερίσματα πάνω που έμενε ο κύριος Αχιλλέας. Όπως ήτανε, μένει η κόρη του που παντρεύτηκε. Όπως ήταν με κάτι ωραία έπιπλα, έμεινε η κόρη στης γιαγιάς το σπίτι. Την λέγαν και αυτή Βασιλική την έβγαλε. Ε, τι να κάνουμε; Θες τίποτε άλλο;
Θυμάστε καμία, έτσι, αστεία ιστορία από τα μαγαζιά; Αυτά τα νυχτερινά κέντρα;
Ε, καυγάδες! Δεν ήμουν στους καυγάδες. Ο άντρας μου μού τα ’λεγε. «Γινήκανε», λέει, «κάτι καυγάδες». Πρωί πρωί γινόντουσαν οι καυγάδες. Μα τι καυγάδες γινόντουσαν! Σκοτωνόντουσαν! Βγαίναν από το μαγαζί έξω σορό. Ο ένας απάνω στον άλλο. Ε, άμα μεθύσουν, τι θα κάνουν; Δεν μαλώνουν; Δεν ξέρω τι κάνουν. Δεν ήμουν στους καυγάδες εκεί. Ο Σταύρος μού λέει: «Είχαμε πάλι έναν καυγά απόψε».
Από τι ξεκινούσαν οι καυγάδες;
Α, έτσι, άμα μεθύσουν που γινόντουσαν, που είχε μουσική και χορεύανε. Τσαντίζανε τις φιλενάδες τους, ποιος ξέρει. Μουσική, χόρευε όλη νύχτα μέχρι το πρωί, 06:00 φεύγανε. Όλο το πρωί έπαιζεν η μουσική. Όταν το καλοκαίρι έβγαινεν έξω, γιατί είχε μεγάλην αυλή, μέχρι τις 00:00 δούλευε και το μικρόφωνο. Μετά τις 00:00, ήθελαν να κοιμηθούν οι ανθρώποι, αλλά, μέσα, το μικρόφωνο δεν κοβότανε. 02:00-03:00 καθόντουσαν πια οι καλές παρέες στο τελευταίο. Οι άλλες παρέες φεύγαν. Αυτές πια ήτανε του σκοινιού και του παλουκιού, αν και καλός κόσμος. Βγάλε μου το.
Ευχαριστούμε πολύ!
Ναι!
Φωτογραφίες

Από τον γάμο της Αφηγήτρ ...
Ο γάμος στον Άγιο Σώστη.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Άννα Καλογερά γεννήθηκε στην Πισπιλούντα, ένα χωριό της Βορειοδυτικής Χίου, το 1932. Στη συνέντευξή της, αφηγούμενη τη ζωή της, περιγράφει την αγάπη της για τον χορό, την εσωτερική μετανάστευσή της στην Αθήνα το 1949 και τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Με λεπτομέρειες, αναπαράγει τη ζωή στο χωριό ως παιδάκι, δίνοντας στοιχεία για την εργασία στα χωράφια, αλλά και για τη διασκέδαση, που περιλάμβανε πανηγύρια και μαντινάδες. Κατόπιν, περιγράφει τη μεταφορά της στην Αθήνα με πολεμικό πλοίο και τη ζωή της ως φιλοξενούμενη στον θείο της τον Ταξίαρχο. Ακόμη, μας μιλά για το κέντρο «Τριάνα», όπου εργαζόταν ο άντρας της ως σερβιτόρος και στο οποίο πραγματοποιήθηκε και το γλέντι του γάμου τους, όπως και για άλλα νυχτερινά κέντρα που αποτελούσαν πόλο διασκέδασης για τους Αθηναίους της αριστοκρατίας και όχι μόνο. Όψεις της νυχτερινής ζωής της πρωτεύουσας του 1960, από τους μεγάλους τσακωμούς με την παραμικρή αφορμή στα κέντρα αυτά μέχρι τον εθισμό στον τζόγο, στον ιππόδρομο, μαζί με μια νότα αριστοκρατίας από τις «συναντήσεις» με τους εγχώριους αστέρες της εποχής ζωντανεύουν μέσα από την αφήγησή της.
Αφηγητές/τριες
Άννα Καλογερά
Ερευνητές/τριες
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/05/2022
Διάρκεια
63'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Διευκρινήσεις ερευνήτριας:
Η Μπανάνα που αναφέρεται κάποιες φορές είναι η κυρία που φροντίζει την αφηγήτρια.
Υπάρχει οικειότητα γιατί η αφηγήτρια είναι η γιαγιά μιας φίλης της ερευνήτριας.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Άννα Καλογερά γεννήθηκε στην Πισπιλούντα, ένα χωριό της Βορειοδυτικής Χίου, το 1932. Στη συνέντευξή της, αφηγούμενη τη ζωή της, περιγράφει την αγάπη της για τον χορό, την εσωτερική μετανάστευσή της στην Αθήνα το 1949 και τη νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Με λεπτομέρειες, αναπαράγει τη ζωή στο χωριό ως παιδάκι, δίνοντας στοιχεία για την εργασία στα χωράφια, αλλά και για τη διασκέδαση, που περιλάμβανε πανηγύρια και μαντινάδες. Κατόπιν, περιγράφει τη μεταφορά της στην Αθήνα με πολεμικό πλοίο και τη ζωή της ως φιλοξενούμενη στον θείο της τον Ταξίαρχο. Ακόμη, μας μιλά για το κέντρο «Τριάνα», όπου εργαζόταν ο άντρας της ως σερβιτόρος και στο οποίο πραγματοποιήθηκε και το γλέντι του γάμου τους, όπως και για άλλα νυχτερινά κέντρα που αποτελούσαν πόλο διασκέδασης για τους Αθηναίους της αριστοκρατίας και όχι μόνο. Όψεις της νυχτερινής ζωής της πρωτεύουσας του 1960, από τους μεγάλους τσακωμούς με την παραμικρή αφορμή στα κέντρα αυτά μέχρι τον εθισμό στον τζόγο, στον ιππόδρομο, μαζί με μια νότα αριστοκρατίας από τις «συναντήσεις» με τους εγχώριους αστέρες της εποχής ζωντανεύουν μέσα από την αφήγησή της.
Αφηγητές/τριες
Άννα Καλογερά
Ερευνητές/τριες
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/05/2022
Διάρκεια
63'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Διευκρινήσεις ερευνήτριας:
Η Μπανάνα που αναφέρεται κάποιες φορές είναι η κυρία που φροντίζει την αφηγήτρια.
Υπάρχει οικειότητα γιατί η αφηγήτρια είναι η γιαγιά μιας φίλης της ερευνήτριας.