«Ο σχεδιασμός φωτισμών είναι μία γλώσσα επικοινωνίας» – Η σχεδιάστρια φωτισμών Χριστίνα Θανάσουλα αφηγείται τη διαδρομή της στο θέατρο
Ενότητα 1
Σχολικά και φοιτητικά χρόνια – Οι σπουδές στη Θεατρικών Σπουδών και η ενασχόληση με τη φωτογραφία
00:00:00 - 00:16:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Θα μας πεις το όνομά σου; Χριστίνα Θανάσουλα. Είναι Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου 2022 και είμαι με τη Χριστίνα…ανατροφοδοτούταν διαρκώς αυτό το πράγμα. Ήταν μια εξαιρετική συνθήκη. Δηλαδή, θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερή που βρέθηκα σε αυτή τη συνθήκη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Μεταπτυχιακό στη Royal Central School of Speech and Drama του Λονδίνου
00:16:05 - 00:33:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, τελειώνεις τη σχολή. Τι κάνεις μετά; Ποια είναι η πορεία; Λοιπόν, τελειώνω τη σχολή. Πάνω που τελειώνω τη σχολή, έχω αποφασίσει …α κάλυψε τα δίδακτρα, νομίζω, της σχολής –άμα θυμάμαι καλά– και από κει και πέρα, ένα χρόνο, βοήθησαν οι γονείς μου να μείνω στο Λονδίνο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Δουλεύοντας στο Λονδίνο
00:33:38 - 00:43:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μόλις τελείωσες το μεταπτυχιακό τι κάνεις; Ναι, μόλις τελείωσα το μεταπτυχιακό, ήθελα να μείνω στην Αγγλία. Και λέω: «Ωραία, θα μείνω στ…roject manager. Βέβαια, εντάξει, εγώ κάπου εκεί λύγισα. Δεν ξέρω, δεν το άντεξα. Ήταν από αυτά που λες: «Δεν μπορώ άλλο, πρέπει να φύγω!»
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η επιστροφή στην Ελλάδα και οι πρώτες δουλειές
00:43:13 - 00:47:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και, λοιπόν, φεύγεις και γυρίζεις στην Ελλάδα. Πού πας; Και γυρίζω στην Ελλάδα, ναι. Πρώτα κάναμε ένα μεγάλο road trip με μία φίλη, πήγα…αφέρουν». Και, φυσικά,, με ενδιέφερε. Αλλά παρόλα αυτά, είδα τη γενική πρόβα των Ολυμπιακών Αγώνων και εννοείται ότι ήτανε συνταρακτική.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ο σχεδιασμός φωτισμών
00:47:33 - 01:20:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, αρχίζεις να δουλεύεις ως σχεδιάστρια φωτισμών. Μας είπες λίγο στην αρχή, πες μας τι είναι ο σχεδιασμός φωτισμών και τι είναι και γι…νίζαμε με χημικά σε σκοτεινούς θαλάμους. Έκανα την απόπειρα, πήρα μία ψηφιακή μηχανή κάποια στιγμή, όταν βγήκαν, αλλά δεν την έμαθα ποτέ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Απολογισμός – Η έκδοση του βιβλίου
01:20:33 - 01:32:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι έχεις μάθει, λοιπόν, μέσα από τη δουλειά σου για τον εαυτό σου, γενικά; Τι αποτύπωμα έχει αφήσει όλη αυτή η εμπειρία; Έχω μάθει ότι ό…ει το θέατρο παραπέρα τελικά, το να συνεργαζόμαστε καλά μεταξύ μας. Πολύ ωραία. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ. Παρακαλώ. Εγώ ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Σχολικά και φοιτητικά χρόνια – Οι σπουδές στη Θεατρικών Σπουδών και η ενασχόληση με τη φωτογραφία
00:00:00 - 00:16:05
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μας πεις το όνομά σου;
Χριστίνα Θανάσουλα.
Είναι Δευτέρα, 19 Δεκεμβρίου 2022 και είμαι με τη Χριστίνα Θανάσουλα στον Χολαργό Αττικής. Εγώ ονομάζομαι Άννα Κλάδη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή σου τώρα. Με τι ασχολείσαι;
Είμαι σχεδιάστρια φωτισμών, που σημαίνει ότι σχεδιάζω φωτισμούς για θεατρικές παραστάσεις. Είμαι, δηλαδή, ο άνθρωπος που αποφασίζω πού θα τοποθετηθούν ακριβώς τα φώτα πάνω στη σκηνή, τι χρώμα θα έχουνε, πότε θα ανάψουνε. Πάντα ανάλογα με τις ανάγκες του έργου και τις συζητήσεις που έχουμε κάνει και με τους υπόλοιπους συνεργάτες πριν βρεθούμε να ετοιμάζουμε την παράσταση. Θες να σου πω κάποιες παραστάσεις που τρέχουν, ας πούμε, αυτή τη στιγμή;
Ναι, ναι. Πες μας.
Φέτος, αυτή τη σεζόν έκανα κάποιες πολύ ωραίες παραστάσεις, που τις αγάπησα πολύ. Επαναλήφθηκαν, καταρχήν, οι «Μάγισσες του Σάλεμ», οι οποίες ανέβηκαν πέρσι, φέτος μετακόμισαν, πήγαν σε άλλο θέατρο και υπήρξαν και κάποιες αλλαγές στο cast, δηλαδή στους ηθοποιούς που παίζουνε. Αλλά είναι μία αγαπημένη παράσταση, σίγουρα, και μία πολύ καλή συνεργασία που έχουμε με τον Νικορέστη Χανιωτάκη, πάρα πολλά χρόνια τώρα. Έκανα, επίσης, το «Πάρτυ της ζωής μου» με την Ελένη Ράντου, που επίσης πηγαίνει πολύ καλά και είναι πολύ αγαπημένη παράσταση –πρώτη φορά συνεργασία με την Ελένη και με τον Ανέστη Αζά, τον σκηνοθέτη. Τα «Φώτα της πόλης», σε σκηνοθεσία Amalia Bennett στο Εθνικό Θέατρο. Και τώρα ξεκινάει και μία δεύτερη σεζόν, στην πραγματικότητα, μετά τα Χριστούγεννα, που έπονται και άλλα ενδιαφέροντα.
Πολύ ωραία. Να γυρίσουμε λίγο πίσω, να μας πεις πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες.
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, γιατί η μαμά μου είναι από τη Θεσσαλονίκη, εκεί έζησε και μεγάλωσε. Μεγάλωσα, όμως, στην Αθήνα. Επειδή η μαμά παντρεύτηκε Αθηναίο, όταν παντρεύτηκαν, μετακόμισαν στην Αθήνα και μεγάλωσα εδώ. Στην πραγματικότητα, έχω μεγαλώσει στον Χολαργό και τον Παπάγο, δηλαδή αυτή είναι η γειτονιά που μεγάλωσα. Πήγα σε ιδιωτικό σχολείο στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Μετά, στο Λύκειο, έκανα την επανάστασή μου, ήθελα να πάω στο διπλανό Λύκειο, εδώ πέρα, δίπλα απ’ το σπίτι μου, γιατί είμαι και δίπλα στο Λύκειο, οπότε ήθελα να πάω εδώ πέρα, να έχω φίλους από τη γειτονιά. Μετά, στη συνέχεια, έδωσα Πανελλήνιες, πέρασα στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών στην Αθήνα. Πήγα κανονικά, έκανα τέσσερα χρόνια τη σχολή, παρότι οι γονείς μου είχαν αρκετές αντιρρήσεις για αυτή τη σχολή. Δηλαδή, θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν έφτιαχνα το μηχανογραφικό μου –γιατί τότε, όταν… εμείς δίναμε Πανελλήνιες που ήτανε με Δέσμες, ήταν από 3η Δέσμη. Νομίζω, στο μηχανογραφικό, είχες μία δυνατότητα να βάλεις, τέλος πάντων, αρκετές σχολές, νομίζω και εβδομήντα τότε ήταν, ήταν ένα παρανοϊκό νούμερο. Και εγώ έβαλα μόνο πέντε σχολές στο μηχανογραφικό. Και είχανε φοβερές αντιρρήσεις οι γονείς μου, γιατί δεν είχα βάλει τις πολύ high profile, ας πούμε, σχολές της 3ης Δέσμης. Δηλαδή, δεν έβαλα καμία Φιλολογία, ούτε Ιστορικό-Αρχαιολογικό –καλά, η Νομική ήτανε εκτός ενδιαφερόντων μου, ούτως ή άλλως, δηλαδή δεν είχα καμία σχέση με Νομική. Και έβαλα μόνο Θεατρικών Σπουδών Αθήνας, Θεσσαλονίκης υπήρχε τότε και, νομίζω, και Πατρών. Δεν είχε ανοίξει ακόμα το τμήμα στο Ναύπλιο, το οποίο είναι μεταγενέστερο. Και έβαλα και κάποιες σχολές δημοσιογραφίας, έτσι, απλά για να μην γκρινιάζουν, δηλαδή, και κάνα-δυο σχολές δημοσιογραφίας, νομίζω της Αθήνας και δεν ξέρω και πού αλλού είχε. Και το τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Αθήνας ήταν η πρώτη μου επιλογή στο μηχανογραφικό, στην πραγματικότητα. Εντάξει, η μητέρα μου τότε έλεγε ότι: «Θα κάνεις όλη αυτήν την προσπάθεια με τις Πανελλήνιες…» –γιατί εννοείται ότι ήταν τεράστια προσπάθεια, πάρα πολύ διάβασμα, πολλή παπαγαλία, πολύ απ’ έξω. Δηλαδή, δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι κάτι από όλα αυτά που έμαθα τότε. Και όμως, είπα: «Θέλω να κάνω αυτή την προσπάθεια. Με ενδιαφέρει το θέατρο». Και τελικά, όντως, πέρασα με την πρώτη, στην πρώτη επιλογή μου, και κάπου εκεί πέρα ησυχάσανε ότι τουλάχιστον το παιδί τους μπήκε στη Φιλοσοφική, που ήταν… δηλαδή το τμήμα Θεατρικών Σπουδών ανήκει στη Φιλοσοφική, οπότε, τουλάχιστον, υπήρχε αυτό το πρεστίζ, ότι ανήκουμε στη Φιλοσοφική, παρότι κάνουμε θέατρο. Κάτι τέτοιο. Κάτι περίεργο, ας πούμε.
Το θέατρο… πώς σου είχε μπει η Θεατρικών Σπουδών στο μυαλό; Πώς;
Πραγματικά, δεν έχω καμία ιδέα. Δεν έχω ανάμνηση πώς μου είχε μπει στο μυαλό το θέατρο. Ήξερα, όμως, ότι δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Δηλαδή, δεν με ενδιέφερε ποτέ να είμαι πάνω στη σκηνή –και μη σου πω ότι ντρέπομαι κιόλας λίγο, δεν μ’ αρέσει να είμαι πάνω στη σκηνή. Ήθελα να ασχοληθώ περιφερειακά με το θέατρο. Και κάπως, ήταν το μόνο που έβρισκα. Δηλαδή, ψάχνοντας τα μηχανογραφικά τότε και τις σχολές, ήταν το μόνο που είχε μέσα τη λέξη «θέατρο». Δεν υπήρχε άλλη σχολή που να έχει μέσα τη λέξη «θέατρο». Δεν ήξερα τι είναι θεατρολογία, προφανώς. Απλά, βρέθηκα εκεί και βρέθηκα σε ένα περιβάλλον που κάνανε θέατρο.
Πήγαινες, όταν ήσουνα μικρή, στο θέατρο; Ή στην εφηβεία σου;
Πήγαινα, ναι. Οι γονείς μου –η μητέρα μου, δηλαδή, περισσότερο– μας πήγαινε θέατρα, αλλά όχι εντατικά, δηλαδή δεν είναι ότι μεγάλωσα μες στο θέατρο ή ότι πηγαίναμε θέατρο μια φορά την εβδομάδα. Απλά πηγαίναμε θέατρο, βλέπαμε παιδικές παραστάσεις. Πηγαίναμε, ναι. Αλλά, αντίστοιχα, βλέπαμε και σινεμά, δηλαδή και κινηματογράφο πηγαίναμε. Είχαμε μία φυσιολογική επαφή με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και το θέατρο και όλα αυτά.
Είχες σκεφτεί κάτι άλλο; Ότι ήθελες να ασχοληθείς με κάτι άλλο όσο ήσουν μικρή ή σκεφτόσουν αυτό, τη Θεατρικών Σπουδών; Στην εφηβεία σου.
Στην εφηβεία έγραφα πολύ. Δηλαδή, ήμουν ένα παιδί που –κι ακόμα το έχω, τόνους ημερολόγια σε σακούλες– που έγραφα ποιήματα, τραγούδια, κείμενα. Κάπως, δηλαδή, ήθελα να ασχοληθώ με τη συγγραφή. Και το προσπάθησα κιόλας. Δηλαδή και σε διαγωνισμούς έχω στείλει κείμενα και θεατρικούς διαγωνισμούς. Και τότε, θυμάμαι, εκεί, όταν ήμουνα γύρω στα είκοσι, είχε βγάλει κάποια στιγμή –το Αθηνόραμα ήταν;– ένα διαγωνισμό για σενάριο και είχα στείλει. Εντάξει, δεν έγινε τίποτα. Και σε δεύτερη φάση, κατάφερα να πάρω κιόλας ένα βραβείο συγγραφής –πλέον αργότερα, στα είκοσι δύο– από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου, που είχε βγάλει έναν διαγωνισμό για ένα μονόπρακτο και είχα γράψει, όντως, ένα μονόπρακτο. Δηλαδή συνέχιζα, από τα δεκαπέντε που ξεκίνησα να γράφω, συνέχιζα να γράφω και να το προχωράω. Και πήρα, όντως, ένα βραβείο, που είχε ένα χρηματικό έπαθλο και υποτίθεται θα ανέβαινε κιόλας το έργο, τότε, στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου. Δεν ξέρω τι έγινε και δεν ανέβηκε. Εντάξει, προφανώς, οι συγκυρίες δεν το επέτρεψαν. Οπότε… Το χρηματικό έπαθλο, βέβαια, το πήρα, οπότε έβγαλα τα πρώτα μου λεφτά απ’ τη συγγραφή τότε, ας πούμε. Ήθελα, λοιπόν… μάλλον ήθελα να δημιουργήσω και να γράφω. Μετά, πέρασα και μία επόμενη φάση, που ήθελα να ασχοληθώ με τη σκηνοθεσία, όταν πλέον ήμουνα μες στο Θεατρικών Σπουδών και έβλεπα ποια είναι τα περιφερειακά, ας πούμε, επαγγέλματα, τα εκτός σκηνής –γιατί αυτά είναι και επαγγέλματα που δεν τα βλέπεις. Οπότε έλεγα ότι: «Ναι, θα ήθελα να σκηνοθετήσω». Έκανα και ένα σεμινάριο σκηνοθεσίας τότε, με τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικός δάσκαλος και μας έκανε να το αγαπήσουμε αυτό και ήτανε και πρακτικό σεμινάριο. Δηλαδή, ήταν ένα μονοετές σεμινάριο, πλέον στον Σύλλογο Αποφοίτων Θεατρικών Σπουδών, το οποίο, συναντιόμασταν μία φορά την εβδομάδα, τρεις-τέσσερις ώρες, και στο τέλος κατέληγε και σε παράσταση, το οποίο ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Και πραγματικά, το θυμάμαι με μεγάλη αγάπη αυτό το σεμινάριο. Αλλά κάπως, ούτε η σκηνοθεσία ήτανε το… Δηλαδή εγώ, τελειώνοντας τη σχολή, δεν ήξερα τι θέλω να κάνω, στην πραγματικότητα. Ήξερα ότι θέλω να κάνω κάτι σε σχέση με το θέατρο, αλλά χωρίς να ξέρω τι είναι αυτό.
Πώς ήταν η σχολή; Ήταν όπως την ονειρευόσουν όταν πέρασες;
Η σχολή ήταν πολύ θεωρητική τότε ακόμα. Δηλαδή, το Θεατρικών Σπουδών είναι μία πολύ νέα σχολή, δεν είναι όπως είναι η Φιλολογία ή η Νομική που μετράει εκατό χρόνια σαν σχολή. Δηλαδή, αν θυμάμαι καλά, τώρα, το Θεατρικών Σπουδών, οι πρώτοι φοιτητές πρέπει να μπήκαν το ’92; Το 1992; ’91; Κάπου εκεί. Δηλαδή, εμείς ήμασταν μία τρίτη ή τέταρτη φουρνιά φοιτητών που έμπαιναν. Όταν μπαίναμε εμείς, βγαίναν οι πρώτοι απόφοιτοι –κάτι τέτοιο. Οπότε, ήταν μια σχολή η οποία, επειδή ακριβώς ανήκε και στη Φιλοσοφική, αναγκαστικά, είχε πολλά μαθήματα της Φιλοσοφικής. Δηλαδή, εμείς κάναμε Λατινικά σε δύο εξάμηνα, κάναμε Γλωσσολογία, κάναμε Λογοτεχνία, κάναμε –Ιστορία δεν πρέπει να κάναμε, όχι. Κάναμε πολλά πράγματα, τα οποία δεν ήτανε σχετικά με το θέατρο, στην πραγματικότητα. Οπότε, είχε αρκετό θεωρητικό κομμάτι, το οποίο, προφανώς, δεν με κάλυπτε εμένα. Δηλαδή, είχα δώσει… είχα κάνει ήδη δύο χρόνια Λατινικά με την 3η Δέσμη για να δώσω Πανελλήνιες, δεν ενθουσιάστηκα κιόλας που βρήκα Λατινικά μέσα στο πανεπιστήμιο και να πρέπει να δώσω κιόλας εξετάσεις –υποχρεωτικό μάθημα, δεν ήτανε επιλογή. Αλλά, πέρα από αυτά, είχε πολύ ωραία μαθήματα και είχε και πολύ ωραίους δασκάλους. Δηλαδή, βρεθήκαμε να κάνουμε μάθημα με τον Μάριο Πλωρίτη τότε, ο οποίος ήτανε ακόμα εν ζωή, και να μας κάνει Σαίξπηρ. Είχαμε καθηγήτρια τη Χαρά Μπακονικόλα, η οποία απεβίωσε προσφάτως, αλλά ήταν μία εξαιρετική καθηγήτρια, η οποία, παρότι είχε μάθημα στις εννιά η ώρα το πρωί –το οποίο ήταν μία δύσκολη ώρα για τους φοιτητές, δηλαδή, καλώς ή κακώς, οι φοιτητές βγαίνουν, κάνουν, δείχνουν, ξενυχτάνε, αυτό είναι γνωστό–, παρόλα αυτά, η αίθουσα της Μπακονικόλα ήταν πάντα γεμάτη, εννιά η ώρα το πρωί. Ήμασταν εκεί και την περιμέναμε να έρθει να δούμε τι θα μας πει. Δηλαδή, υπήρχαν κάποιοι δάσκαλοι που σου έδιναν φοβερή έμπνευση, παρότι ήταν πολύ πιο θεωρητικό.[00:10:00] Ή ο Νάσος ο Βαγενάς, ας πούμε, που μας έκανε Λογοτεχνία. Οπότε, είχε θετικά, είχε και αρνητικά η σχολή. Ήταν ακόμα ένα curriculum εκπαιδευτικό που ήταν υπό διαμόρφωση, ήταν πολύ καινούρια σχολή. Τώρα, θεωρώ ότι έχει βελτιωθεί πάρα πολύ. Έχουν φύγει τα πολύ θεωρητικά μαθήματα, δεν κάνουν πλέον Λατινικά, δεν κάνουν Γλωσσολογία –ή τέλος πάντων, είναι μαθήματα επιλογής, πιθανότατα, για να γεμίσεις το πτυχίο σου, να το διαμορφώσεις λίγο εσύ όπως θέλεις. Αλλά σίγουρα, τώρα, είναι πολύ καλύτερα.
Και ως φοιτήτρια; Περίγραψέ μας, έτσι, τα φοιτητικά χρόνια. Ασχολήθηκες με κάτι άλλο εν τω μεταξύ, σαν χόμπι, κάτι;
Ναι, ασχολήθηκα με πολλά πράγματα. Ήμουνα ένα δραστήριο παιδί, που δεν καθότανε στα αυγά του. Ασχολήθηκα με τη φωτογραφία. Δηλαδή, κάποια στιγμή, μες στο Θεατρικών Σπουδών, βρεθήκαμε μαζί με κάποιους άλλους, μάθαμε για τις λέσχες που υπάρχουνε, τις πανεπιστημιακές, και λέμε: «Ωραία, πάμε να κάνουμε φωτογραφία». Δηλαδή, οι λέσχες οι πανεπιστημιακές είχανε θέατρο, είχανε διάφορα, τέλος πάντων, που μπορούσες να πας χωρίς να πληρώσεις λεφτά –που ήταν πολύ βασικό για μας τότε, γιατί δεν δουλεύαμε. Δηλαδή, δεν ήμουν ένα παιδί που δούλευε και πήγαινε στο πανεπιστήμιο, πήγαινα στο πανεπιστήμιο. Πήγαμε, λοιπόν, βρεθήκαμε να πηγαίνουμε σε μια λέσχη φωτογραφίας –κάτω, στο Ροζ Κτήριο, εκεί πέρα, στην Ακαδημίας– και πραγματικά, εντυπωσιάστηκα με τη φωτογραφία και είδα ξαφνικά έναν άλλον κόσμο, μία άλλη αφηγηματική μέθοδο. Γιατί και η φωτογραφία μία αφήγηση είναι. Είναι κάποια κάδρα, κάποιες εικόνες που λένε μία ιστορία, πολύ συμπυκνωμένη κιόλας, ιστορία, μέσα. Μέσα σε μία εικόνα σταθερή. Ασχοληθήκαμε, λοιπόν, με τη φωτογραφία κάνα χρόνο και μετά, μου είπανε για τον Δήμο Ζωγράφου, που έκανε πιο εντατικά μαθήματα φωτογραφίας. Κάποια παιδιά, δηλαδή, που πήγαιναν εκεί, στον ΠΟΦΠΑ, μου είπαν ότι υπάρχει ένα αντίστοιχο εργαστήρι που είναι δωρεάν, στον Δήμο Ζωγράφου, και κάνουνε –είναι διετές– και κάνουνε μαθήματα ασπρόμαυρης φωτογραφίας, τυπώνουνε κανονικά. Δηλαδή, τότε δουλεύαμε αναλογικό, προφανώς, δεν υπήρχε –νομίζω, ναι, δεν υπήρχε– η ψηφιακή φωτογραφία τότε ακόμα. Δηλαδή, είμαστε στο 2000 αυτή τη στιγμή –όχι… Ναι, είμαστε στο 1999-2000. Οπότε, πήγαμε σε αυτό το εργαστήρι, στου Ζωγράφου, μαζί με μία φίλη κολλητή –η οποία, πλέον, είναι και κουμπάρα μου, μας έχει παντρέψει, ας πούμε. Είναι, ξέρεις, αυτή η γνωστή, η μία φίλη, που έχεις εκ γενετής, από τότε που γεννήθηκες, που πηγαίνεις και τα κάνεις όλα μαζί. Πήγαμε, λοιπόν, εκεί, στο εργαστήρι του Ζωγράφου, δύο χρόνια, πάλι με δύο εξαιρετικούς ανθρώπους, τον Νίκο τον Δημολίτσα και τον Νίκο τον Ανδρικόπουλο, που κι αυτός έχει –πώς το λένε;
Απεβίωσε.
Απεβίωσε κι αυτός, ναι. Ο Νίκος ο Ανδρικόπουλος, λοιπόν, είναι ο πρώτος δάσκαλος, νομίζω, που μου μίλησε για το κάδρο, για την εικόνα. Και νομίζω ότι, στους φωτισμούς, κουβαλάω πολλή γνώση και υλικό από αυτά τα σεμινάρια φωτογραφίας. Το φοβερό που μας έκανε –το σεμινάριο ήτανε δύο φορές την εβδομάδα. Τη μία μέρα, πηγαίναμε και μιλούσαμε για το κάδρο ή για τη θεωρία του κάδρου, πώς φτιάχνουμε εικόνες, γιατί φτιάχνουμε έτσι τις εικόνες. Μας έδειχνε, δηλαδή, φωτογράφους –ασπρόμαυρη φωτογραφία– και μας εξηγούσε: «Ο τάδε φωτογράφος», ας πούμε, «κάνει αυτό έτσι. Τι βλέπετε στην εικόνα; Γιατί πιστεύετε ότι το έκανε έτσι;» Οπότε, υπήρχε μία φοβερή ζύμωση και συζήτηση. Ήτανε πολύ συνεργατικό όλο αυτό, δεν έκανε μία διάλεξη που μας παρουσίαζε έναν φωτογράφο και μας έλεγε: «Λοιπόν, αυτός κάνει αυτό κι αυτό κι αυτό και αυτό είναι το χαρακτηριστικό του και αυτό είναι το καλό του και για αυτό έγινε γνωστός». Ήτανε πολύ συζητήσιμος, ήταν όλο μία συζήτηση, μία ανταλλαγή απόψεων. Άκουγε, ήθελε να ακούσει, το έκανε όλο αυτό για να ακούσει ο άνθρωπος, δεν το έκανε για να μας πει ότι αυτός είναι έξυπνος και –ο οποίος εννοείται ότι ήταν πάρα πολύ έξυπνος και φοβερός φωτογράφος, αλλά είχε και μία φοβερή παιδαγωγική μέθοδο, πολύ πρωτοποριακή για τότε. Δηλαδή, τότε, δεν ήταν της μόδας το «συζητάμε και, μέσω της συνεργασίας, μαθαίνουμε». Τότε, ήταν ότι υπάρχει μία καθαρή διάλεξη, που κάποιος λέει κάποια πράγματα και μεταλαμπαδεύει τη γνώση του και εσύ πρέπει να δεχτείς τη γνώση του ως θέσφατο, ας πούμε, ότι αυτό είναι και τίποτα άλλο. Εκείνος είχε μία πολύ ωραία προσέγγιση και μας έκανε να… μας έμαθε πώς να σκεφτόμαστε, στην πραγματικότητα. Πώς να βλέπουμε κάτι και να το κρίνουμε. Κι όταν μάθεις να βλέπεις κάτι και να το κρίνεις και να σκέφτεσαι γιατί ο άλλος το έκανε έτσι, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, μετά, να μπορείς να βρεις τον τρόπο πώς να το κάνεις κι εσύ, πώς να κάνεις κι εσύ κάτι δικό σου. Όταν ο άλλος σου σπάει την εικόνα, ας πούμε, σε κομμάτια και σου εξηγεί τα κομμάτια, σ’ το κάνει σαν ένα μικρό παζλ, παζλ νοημάτων και μετά σου συνδέει αυτά τα νοήματα πάλι, το παζλ μαζί, μετά εσύ, έχεις δει και τα χωριστά κομμάτια. Οπότε, σε έχει βάλει μέσα στον κόσμο της εικόνας. Θεωρώ ότι χρωστάω πολλά, δηλαδή, στον Νίκο Ανδρικόπουλο και σε εκείνη την περίοδο και στις συζητήσεις με όλα αυτά τα παιδιά, που είχαμε γίνει μία οικογένεια. Βγαίναμε έξω. Δηλαδή πηγαίναμε, ήταν δύο ώρες το μάθημα, καταλήγαμε να καθόμαστε άλλες δύο και να συζητάμε και μετά άλλες δύο να πηγαίνουμε στο «Κουμπί», στου Ζωγράφου, στα Άνω Ιλίσια –το οποίο υπάρχει ακόμα, είναι ένα μπαρ– και να καθόμαστε εκεί μέχρι τις πέντε η ώρα το πρωί και να συνεχίζουμε να συζητάμε. Δηλαδή, ήτανε μία… Τελικά, κατέληξα να είμαι πιο πολύ στα σεμινάρια φωτογραφίας εκείνη τη χρονιά, εκείνες τις δύο χρονιές, παρά στη Θεατρικών Σπουδών. Τρέχαν, δηλαδή, λίγο παράλληλα. Ξαφνικά, είχε πέσει, όμως, πολύ βάρος στη φωτογραφία. Το Θεατρικών Σπουδών, πήγαινα και έδινα μαθήματα –γιατί δεν ήθελα να το παρατήσω, δεν ήταν μία σχολή που ήθελα να παρατήσω, απλά είχε πέσει πολύ βάρος στη φωτογραφία κι ίσως είχαμε φτιάξει και πολύ καλή παρέα, δηλαδή κι ο κόσμος… Αν δεν ήμασταν αυτή η παρέα, δεν ξέρω αν θα είχε συνεχιστεί έτσι η φωτογραφία, αλλά κάπως είχαμε δέσει όλοι πολύ καλά μεταξύ μας. Και ο ένας τραβούσε τον άλλον σε αυτό και ανατροφοδοτούταν διαρκώς αυτό το πράγμα. Ήταν μια εξαιρετική συνθήκη. Δηλαδή, θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερή που βρέθηκα σε αυτή τη συνθήκη.
Λοιπόν, τελειώνεις τη σχολή. Τι κάνεις μετά; Ποια είναι η πορεία;
Λοιπόν, τελειώνω τη σχολή. Πάνω που τελειώνω τη σχολή, έχω αποφασίσει ότι θέλω να γίνω φωτογράφος. «Τελείωσε», λέω, «το θέατρο, θα γίνω φωτογράφος». Πάω, βρίσκω κάποιες σχολές εδώ, στην Αθήνα, ιδιωτικές, και πηγαίνω με κάποιο portfolio, που είχα ήδη φτιάξει από το εργαστήρι στου Ζωγράφου –γιατί ήμουν ήδη εκεί δύο χρόνια, είχαμε κάνει και έκθεση όλοι μαζί, οπότε είχα υλικό. Και με δέχονται, όντως, σε μία από αυτές τις σχολές –και πολύ καλή σχολή. Και συζητάω με τους γονείς μου, λέω: «Με έχουνε πάρει σε αυτήν τη σχολή. Εντάξει, τελείωσα το πανεπιστήμιο, θέλω να πάω στη σχολή». Και μου λένε: «Δεν μπορούμε να σε στείλουμε, δυστυχώς, σε αυτή τη σχολή. Εντάξει, εμείς πληρώσαμε ό,τι πληρώσαμε για να κάνεις τα ιδιαίτερά σου, τα τέτοια για τις Πανελλήνιες. Τώρα, δεν έχει άλλα λεφτά, έχει κλείσει η κάνουλα που λένε». Προφανώς, δεν μπορώ να κάνω κάτι, δεν μπορώ να πάω μόνη μου στη σχολή. Δηλαδή, θα έπρεπε να βρω μία δουλειά και να δουλεύω παράλληλα και να πηγαίνω και στη σχολή. Αλλά ήτανε μία σχολή που είχε πολύ εργαστήρι, δεν υπήρχε χρόνος και να δουλεύω και να πηγαίνω στη σχολή, στην πραγματικότητα. Θα γινότανε λάθος, δεν θα γινόταν σωστά η δουλειά. Οπότε, πιάνω δουλειά σε μία εταιρεία. Ταυτόχρονα, εκείνη την περίοδο, πήγαινα και στο Θέατρο του Νότου, στο Αμόρε, που υπήρχε ένα πρόγραμμα εθελοντών. Είχε βγάλει, τότε, το Αμόρε ένα πρόγραμμα εθελοντών, που έλεγε: «Ελάτε να γνωρίσετε τον μαγικό κόσμο του θεάτρου και να δείτε το θέατρο από μέσα». Οι εθελοντές, λοιπόν, μπορούσαν να ήταν στο θέατρο συγκεκριμένες ώρες, υπήρχε κάποιος που διαχειριζόταν τους εθελοντές και το πρόγραμμά τους, ανάλογα και με το πόσους είχε και με το τι ανάγκες είχε το θέατρο. Και οι επιλογές σου, σαν εθελοντής, ήταν απ’ το να είσαι απλά στο τηλέφωνο, ας πούμε, και να σηκώνεις το τηλέφωνο και να λες: «Αμόρε-Θέατρο του Νότου, παρακαλώ», να βοηθάς με τα δελτία, ας πούμε, πιθανόν να κάνεις ταξιθεσία, αλλά να βλέπεις και πρόβες, να βλέπεις και στησίματα. Και κάπως, εκεί, άρχισα να βλέπω το θέατρο απ’ την εσωτερική του πλευρά, απ’ την παρασκευή του. Γιατί μέχρι τώρα, είχα δει το θέατρο ως θεατής, είχα κάνει τη θεωρία του θεάτρου στη Θεατρολογία, αλλά η Θεατρολογία δεν είχε κάτι πρακτικό, δεν κάναμε παραστάσεις. Και μετά, βρέθηκα ξαφνικά στο Αμόρε, τυχαία, να βλέπω πώς γίνεται θέατρο, από μέσα. Και μαγεύτηκα από αυτόν τον κόσμο, λέω: «Εντάξει, εγώ εδώ θέλω να ’μαι. Τώρα, πώς θα είμαι εδώ, δεν ξέρω». Εκείνη η περίοδος ήταν και το σεμινάριο σκηνοθεσίας με τον Αρβανιτάκη. Έκανα και κάτι σεμινάρια υποκριτικής, είχε έρθει ένας Ρώσος, ο Yevgeny Lanskoy, ο οποίος έκανε τα σεμινάρια στα αγγλικά. Είχα κάνει σεμινάριο υποκριτικής και με τη Ρούλα Πατεράκη. Έκανα διάφορα κουφά πράγματα, τέλος πάντων. Ήταν μια χρονιά με διάφορα σεμινάρια, ασύνδετα μεταξύ τους –υποκριτικής, σκηνοθεσίας, έψαχνα να βρω τι ακριβώς θα κάνω. Και κάποια στιγμή, ανακάλυψα και ένα σεμινάριο φωτισμών, που έκανε η Μελίνα η Μάσχα –η οποία τώρα είναι και προσωπική φίλη, τόσα χρόνια, δηλαδή γνωριστήκαμε τότε και κάνουμε παρέα πλέον, είμαστε φίλες. Πάω, λοιπόν, να κάνω αυτό το σεμινάριο φωτισμών –γινότανε στην Unima, που είναι μία ομάδα που ασχολείται με κουκλοθέατρο– και κάπως εκεί πέρα, κάτι μου έκανε κλικ και λέω: «Να πώς συνδέεται το θέατρο με τη φωτογραφία!» Δηλαδή, για μένα, μέχρι τότε, ήταν κάτι άγνωστο αυτό, δεν μου είχε μιλήσει κανένας για φωτισμούς. Ούτε στη σχολή μού μιλήσανε για φωτισμούς ούτε στις παραστάσεις παρατηρούσα φωτισμούς ούτε τίποτα. Και κάπως, με αυτό το σεμινάριο, λέω: «Κοίτα να δεις! Συνδέεται, λοιπόν, το θέατρο με τη φωτογραφία!» Και ρώτησα τη Μελίνα, της λέω: «Μελίνα, πώς το μαθαίνεις αυτό το πράγμα;» Και μου λέει: «Στην Ελλάδα δεν υπάρχει σχολή, είναι κάτι πολύ εξειδικευμένο. Εγώ», μου λέει, «το έμαθα στην Αγγλία. Πήγα και έκανα μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Αφού», μου λέει, «έχεις και πτυχίο Θεατρικών Σπουδών και είναι σχετικό, πρέπει να κάνεις μία αίτη[00:20:00]ση για μεταπτυχιακό». «Πολύ ωραία», λέω, «λοιπόν». Στην Αγγλία, αντίστοιχα, τότε, υπήρχαν, ας πούμε, πέντε, έξι, εφτά πανεπιστήμια; Δεν ήταν πάρα πολλά που κάνανε σχεδιασμό φωτισμών –στα αγγλικά, η ορολογία είναι lighting design, σχεδιασμός φωτισμών. Οπότε, ξεκίνησα κι εγώ να κάνω αιτήσεις. Η Αγγλία, προφανώς, δεν είναι τζάμπα οι σπουδές, δεν είναι δωρεάν, όπως ήτανε εδώ πέρα, το ελληνικό πανεπιστήμιο. Ξαναπήγα, λοιπόν, λέω στους γονείς: «Θέλω να πάω στην Αγγλία» –αφού τελείωσε η ιστορία με τη φωτογραφία. Και μου λένε οι γονείς μου: «Ωραία, ψάξε να βρεις υποτροφία». Τότε, το: «Ψάξε να βρεις υποτροφία» δεν ήταν όπως τώρα. Τώρα, μπαίνεις στο ίντερνετ, γκουγκλάρεις και ψάχνεις να βρεις υποτροφίες. Τότε, το: «Ψάχνω να βρω υποτροφία», σήμαινε ότι πρέπει να πας κάτω, στην Μπουμπουλίνας, που ήτανε το Υπουργείο Παιδείας –όχι Μπουμπουλίνας, στην… πώς λέγεται; Μητροπόλεως, που ήτανε το Υπουργείο Παιδείας, που είχαν κάτι τεράστια βιβλία, το ένα πάνω στο άλλο, σε ένα τραπέζι ακουμπισμένα, και πήγαινες εσύ εκεί πέρα και έψαχνες και έψαχνες. Τώρα, υποτροφίες υπάρχουν χιλιάδες. Υπάρχει η υποτροφία για αυτούς που έχουν γεννηθεί, ας πούμε, στην Άνω Ραχούλα, η υποτροφία για αυτούς που έχουν γεννηθεί στην Κάτω Ραχούλα, η υποτροφία για αυτούς που έχουν καταγωγή από τη Μικρά Ασία… Και όλα αυτά ήταν μέσα σε δύο βιβλία, έπρεπε να τα ψάξεις όλα για να βρεις τι ψάχνεις. Δεν υπήρχε κάποιος υπεύθυνος εκεί, που σας έλεγε: «Α, μάλιστα! Τι θέλετε; Να, πάρτε μία υποτροφία!» Οπότε, πέρασα κάποιες μέρες εκεί, να ψάχνω τις υποτροφίες, και βρήκα τελικά ότι υπήρχε ένας σύλλογος στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, που λεγόταν «Οι φίλοι της μουσικής», που έδινε υποτροφίες σχετικά με το θέατρο, αλλά για επαγγέλματα backstage. Δηλαδή, εγώ δεν μπορούσα να πάρω μια υποτροφία υποκριτικής, για ηθοποιούς, γιατί ήτανε άσχετο το αντικείμενο. Και έδιναν, λοιπόν, τότε, μία τέτοια υποτροφία, έκανα τα χαρτιά μου, την πήρα και πήγα στο πανεπιστήμιο, στην Αγγλία, στο Λονδίνο, στο Royal Central School of Speech and Drama, να κάνω τη συνέντευξη. Η συνέντευξη ήταν ένα… Η συνέντευξη δεν ήταν: «Γεια σας, ελάτε!» Τότε, επίσης, δεν υπήρχε Zoom, δεν υπήρχαν Skype, όλα αυτά που κανονίζεις ένα ραντεβού και σου κάνουν μία συνέντευξη. Έπρεπε να πας πραγματικά εκεί, με τη φυσική σου παρουσία, και να περάσεις ένα τριήμερο workshop, νομίζω ήταν, που μας βάζαν όλους μαζί να δουλεύουμε τρεις μέρες. Υπήρχαν κάποιοι που μας κάνανε μαθήματα, μετά μας ζητάγανε να στήσουμε μόνοι μας έναν αυτοσχεδιασμό… Δουλεύαμε όλοι μαζί, σχεδιαστές φωτισμών, σκηνογράφοι, performer, ήμασταν όλοι μαζί ένα γκρουπ και έπρεπε όλοι μαζί να παράγουμε κάτι, και αυτό ήταν η συνέντευξη. Το οποίο, για μένα, αυτό ήταν εξωπραγματικό. Έλεγα: «Ρε παιδιά, εγώ εδώ έχω έρθει να κάνω σχεδιασμούς φωτισμών. Τώρα, θα χοροπηδάω, ας πούμε, και θα κάνω το κατσίκι;» Δηλαδή, μας βάζανε κανονικά να παίξουμε και να παράγουμε συνεργατικά έργο. Το οποίο, όμως, είχε τεράστιο νόημα, προφανώς. Ε, και τελικά, με πήρανε στο μεταπτυχιακό και κάπως έτσι, μετά, κατέληξα στην Αγγλία.
Πες μας, λοιπόν, για το μεταπτυχιακό. Πώς ήταν η Αγγλία, η ζωή εκεί;
Λοιπόν, το μεταπτυχιακό ήταν μία τελείως διαφορετική πραγματικότητα από το βασικό πτυχίο. Δηλαδή, το βασικό πτυχίο ήταν όλο θεωρία και «διαβάζουμε» και «μαθαίνουμε απ’ έξω» και… θεωρία. Και το μεταπτυχιακό ήτανε όλο πρακτικό. Δηλαδή, ήτανε πολύ intense πρόγραμμα, πολύ έντονο, δηλαδή είχαμε κάθε μέρα μάθημα εννιά με πέντε. Έπρεπε εννιά η ώρα να είμαστε εκεί και, μέχρι τις πέντε, μπορεί να είχαμε από σεμινάρια, μέχρι ομαδική εργασία –ένα πενήντα τα εκατό του μεταπτυχιακού ήταν ομαδική εργασία–, μέχρι οτιδήποτε. Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά, είναι ότι κάθε Δευτέρα πρωί, εννιά με δέκα, βρισκόμασταν όλοι μαζί, και τα εξήντα άτομα που ήμασταν στο μεταπτυχιακό –γιατί το μεταπτυχιακό δεν ήταν μεταπτυχιακό φωτισμού, ήταν μεταπτυχιακό στο devised theater, στην πραγματικότητα. Δηλαδή, λεγόταν «Master of Arts in Advanced Theatre Practice» και από κει και πέρα, υπήρχαν υποκατηγορίες. Κάποιοι κάνανε σκηνογραφία –μεταπτυχιακό–, κάποιοι φωτισμούς, κάποιοι σχεδιασμό ήχου, μουσική, κάποιοι ήταν performer. Υπήρχαν σκηνοθέτες, δραματουργοί, συγγραφείς. Και όλοι εμείς μαζί, ήμασταν εξήντα άτομα. Οπότε, Δευτέρα πρωί, εννιά με δέκα, μας μαζεύανε οι καθηγητές, μας βάζανε σε έναν κύκλο και συζητάγαμε όλοι μαζί το πρόγραμμα της εβδομάδας. Μας λέγαν: «Αυτή την εβδομάδα θα κάνετε αυτά, υπάρχουν αυτά τα workshops». Και συζητάγαμε και τα προβλήματα της ομάδας. Το οποίο, εμένα, αυτό μου φαινότανε σουρεάλ. Ότι κάθε Δευτέρα βρισκόμαστε όλοι μαζί, καθόμαστε σε έναν κύκλο και έλεγαν: «Ωραία, αυτό είναι το πρόγραμμα. Θέλει κάποιος να πει κάτι; Υπάρχει κάποιο πρόβλημα που πρέπει να λυθεί; Υπάρχει κάποια…» Και έλεγες… Αυτή η επικοινωνία, δηλαδή, οι δίαυλοι επικοινωνίας ήταν φουλ ανοιχτοί και μπορούσαν να μιλήσουν όλοι με όλους. Προφανώς, πολύ ήρεμα και ωραία και διακριτικά, αλλά σου δίναν τη δυνατότητα να λύσεις όλα τα προβλήματα επί τόπου και αμέσως σου δείχνανε μία μέθοδο, χωρίς να σου πουν τίποτα. Δηλαδή, δεν σου κάναν μάθημα, σου δείχναν, όμως, τη μέθοδο να δουλέψεις. Σου έλεγε: «Το θέατρο, στην πραγματικότητα, είναι…» –τώρα, αυτά τα βλέπω εκ των υστέρων, είκοσι τόσα χρόνια μετά. Τότε, έλεγα: «Καλά, είναι δυνατόν; Βρισκόμαστε κάθε Δευτέρα πρωί και καθόμαστε και συζητάμε; Τι να πούμε, τώρα, εμείς; Τι; Με ρωτάει, τώρα, εμένα ο διευθυντής σπουδών αν έχω να πω κάτι; Κάθε Δευτέρα; Τι να πω; Ξέρω ’γω;». Αλλά, στην πραγματικότητα, αυτοί προωθούσαν μία οριζόντια διαχείριση του κόσμου. Δεν υπήρχε η ιεραρχία, ότι είναι ο αρχηγός κάποιος, ο διευθυντής των σπουδών, ας πούμε, και ότι εμείς είμαστε υποδεέστεροι. Σου ’λεγε: «Είμαστε όλοι μία ομάδα και ελάτε να θέσουμε κάποιους στόχους, ποιοι είναι οι στόχοι μας για αυτή την εβδομάδα. Να δούμε τα προβλήματά μας, τι δεν πήγε καλά, γιατί δεν πήγε καλά». Ήτανε, δηλαδή, μια αποκαλυπτική εμπειρία όλο αυτό, και τελείως αντίθετη με το ελληνικό πανεπιστήμιο, που υπήρχε ο καθηγητής, εκεί πέρα, και οι φοιτητές από κάτω. Δηλαδή, εγώ βρέθηκα σε ένα τελείως κόντρα περιβάλλον, ξαφνικά. Δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ στην αρχή, έλεγα: «Τι; Με ρωτάνε εμένα; Δεν με ρώτησε ποτέ κανένας καθηγητής τι πιστεύω, ας πούμε!» Οπότε, βρέθηκα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ξαφνικά, φοβερά δημοκρατικό, ας πούμε, του θεάτρου, το οποίο, όμως, πήγαζε, προφανώς, και από το γεγονός ότι κάναμε devised theater. Δηλαδή, το devised theater τότε ξεκινούσε, ήταν στην αρχή του. Όλη αυτή η ιστορία με το μεταδραματικό θέατρο, τότε ήτανε στην αρχή, που ξεκινούσαν να δουλεύουν οι ομάδες. Και πραγματικά, μέσα απ’ το Central, βγήκαν μεγάλες ομάδες. Οι Shunt, ας πούμε, ξεκινήσαν από το Central. Δεν είναι τυχαίο που κάποιες μεγάλες ομάδες devised της Αγγλίας ξεκίνησαν μέσα από το Central, ήταν η πηγή του devised τότε. Οπότε, βρεθήκαμε να δουλεύουμε μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, με ανθρώπους από όλο τον κόσμο, από την… δηλαδή, είχα συμφοιτητές Κορεάτες, Καναδούς, Αυστραλούς, Τούρκους, Γερμανούς –από όλες τις χώρες, στην κυριολεξία. Και αυτό το mixed περιβάλλον, το πολυπολιτισμικό, ήταν κάτι που εγώ δεν το είχα ξαναζήσει και αυτή η διαφορά πολιτισμών και κουλτούρας, έφερνε φοβερό υλικό μέσα στις πρόβες. Και φοβερές κόντρες, προφανώς. Δηλαδή, έφερε φοβερά νεύρα, ήμασταν διαρκώς στα κόκκινα, σε πικ. Γιατί όλοι ερχόντουσαν με τις αποσκευές τους, με αυτά που πιστεύανε αυτοί ότι είναι το θέατρο –γιατί, όπως και εμείς, είχαμε διδαχθεί κάποια πράγματα στην Ελλάδα και πιστεύουμε ότι αυτό είναι το θέατρο. Αντίστοιχα, οι Αμερικανοί είχαν διδαχθεί κάποια άλλα πράγματα και πίστευαν ότι αυτό είναι το θέατρο. Και η Κορεάτισσα ερχότανε με τις καταβολές του No και του Kabuki και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο έχει η κουλτούρα της από πίσω. Και ήμασταν όλοι σφιγμένοι. Δηλαδή, το πρώτο τρίμηνο, το πρώτο ομαδικό πρότζεκτ που δουλεύαμε, το οποίο θα ’πρεπε να παρουσιαστεί τα Χριστούγεννα, ήτανε, στην πραγματικότητα, ένα πρότζεκτ για να λυθούνε λίγο οι άμυνες και να πέσουν τα τείχη ανάμεσά μας. Δηλαδή, νομίζω ότι το κάναν πολύ στοχευμένα ότι το πρώτο πρότζεκτ ήταν πριν τα Χριστούγεννα. Και το αστείο ήταν ότι το πρώτο πρότζεκτ ήταν η «Μήδεια». Και εγώ έπρεπε να ακούω όλες αυτές τις ιστορίες τώρα –που ερχόμουν με μία πολύ συγκεκριμένη άποψη για το τι είναι η «Μήδεια»– και έπρεπε να ακούω τώρα τον Κορεάτη και τη Γερμανίδα και την Ολλανδέζα και δεν ξέρω κι εγώ ποιον άλλον, να λένε τα δικά τους για τη «Μήδεια», το οποίο ήταν σοκαριστικό για μένα τότε, προφανώς. Φυσικά, λέγανε εξαιρετικά πράγματα, απλά εγώ δεν ήμουν έτοιμη να το αντιμετωπίσω. Και κάπως έτσι προχωρήσαμε. Είχαμε τρία βασικά πρότζεκτ. Ένα αυτό που ήταν η «Μήδεια», πριν τα Χριστούγεννα, ένα επόμενο –νομίζω γύρω στον Φεβρουάριο-Μάρτιο– που ήταν site-specific, δηλαδή μας είχανε πάει σε κάποιους χώρους μη θεατρικούς να κάνουμε παραστάσεις. Εμείς είχαμε πάει σε μία εκκλησία που είχε μέσα ένα charity shop –πολύ περίεργο, δηλαδή πολύ περίεργος χώρος, δεν υπήρχαν υλικά, δεν μπορούσες να βάλεις φώτα, πολύ περίεργο. Και μετά, υπήρχαν κάποια πρότζεκτ στο τέλος του χρόνου, που ήταν σε κανονικό θέατρο, που ήταν το Embassy Theater, το κανονικό θέατρο της σχολής. Το οποίο είναι και ιστορικό θέατρο, γιατί εκεί έκανε και τις πρώτες παραστάσεις ο Gordon Craig. Δηλαδή, είναι ένα θέατρο το οποίο έχει ανοίξει από το 1900. Εντάξει, έχει υποστεί αναβαθμίσεις και έχει ανανεωθεί πολλές φορές, αλλά είναι ένα ιστορικό θέατρο, στην πραγματικότητα. Και είναι κανονικό, έχει σκηνή δηλαδή, έχει κοινό από την άλλη. Οπότε, μέσα σε έναν χρόνο του μεταπτυχιακού, βρεθήκαμε να δουλεύουμε σε πολλούς διαφορετικούς χώρους και να παράγουμε τελείως διαφορετικό θέαμα ανά πρότζεκτ.
Η ζωή εκεί πέρα πώς ήτανε; Εκτός της… ή, τέλος πάντων, πώς συνδυαζότανε; Ήταν μόνο το μεταπτυχιακό; Πού ζούσες;
Η ζωή ήταν τελείως διαφορετική, πάλι. Γενικά, πιστεύω ότι όλοι πρέπει να πάνε να ζήσουν έναν χρόνο στο εξωτερικό –δεν χρειάζεται να είναι το Λονδίνο, μπορεί να είναι… Γιατί, αμέσως, βλέπεις κάτι διαφορετικό και είναι καλό να γίνει αυτό σε νεαρή ηλικία, για να δεις ότι δεν[00:30:00] είναι όλα έτσι όπως τα φαντάζεσαι και σ’ τα έχουνε μάθει, υπάρχει πάντα και ένας άλλος τρόπος. Η ζωή, λοιπόν, ήταν… μέναμε τρία άτομα σε ένα σπίτι, συμφοιτητές. Όταν εγώ πήγα, δηλαδή, εκεί, η σχολή είχε φροντίσει, τέλη Αυγούστου, να κάνει μία συνάντηση όλων των φοιτητών που θα ήταν στο μεταπτυχιακό, με τη λογική: «Ελάτε, παιδιά, να γνωριστείτε μεταξύ σας και να βρείτε άλλους ανθρώπους να συγκατοικήσετε». Δηλαδή, προμοτάρανε το να συγκατοικείς με συμφοιτητές σου από το να συγκατοικήσεις με άλλους ανθρώπους. Ούτως ή άλλως, η ζωή στο Λονδίνο είναι πολύ ακριβή. Μόνος σου δεν θα έμενες, εκτός αν ήσουνα ο γιος κάποιας μεγάλης οικογένειας. Οπότε, προμοτάρανε το: «Ελάτε να μείνετε με τους συμφοιτητές σας, είναι καλό». Και πράγματι, εμείς βρεθήκαμε να μένουμε εγώ, μία άλλη Ελληνίδα, η οποία έκανε σκηνογραφία στο μεταπτυχιακό, και ένας Άγγλος, ο οποίος έκανε sound design, έκανε, δηλαδή, σχεδιασμό ήχου. Και μέναμε σ’ ένα σπίτι σχετικά κοντά στη σχολή –παίρναμε, εννοείται, το μετρό για να πάμε, δεν μέναμε… Γιατί η σχολή ήταν σε μία ακριβή περιοχή, δεν μπορούσες να μένεις εκεί δίπλα, αλλά ήμασταν δέκα λεπτά, ας πούμε, από τη σχολή. Οπότε, στην πραγματικότητα, το μεταπτυχιακό συνεχιζόταν στο σπίτι και γι’ αυτό το προμοτάρανε κι αυτοί. Επειδή, ακριβώς, ήταν τόσο έντονο το πρόγραμμα και αυτά που είχες να κάνεις και έπρεπε να γίνει μέσα σε έναν χρόνο, χρειαζόσουν όλη μέρα να το επεξεργάζεσαι. Εμείς, δηλαδή, βρισκόμασταν στο σπίτι, άσχετα αν δουλεύαμε στο ίδιο πρότζεκτ –γιατί δεν δουλεύαμε και οι τρεις μαζί πάντα, δηλαδή ήμασταν… γιατί οι ομάδες αλλάζανε, ένα πρότζεκτ το δούλευες με κάποιους, μετά σε αλλάζανε, σε πηγαίναν σε άλλη ομάδα. Δηλαδή, με τους συγκατοίκους μου βρεθήκαμε να δουλεύουμε σε ένα πρότζεκτ μόνο μαζί. Αλλά, τελικά, βρισκόσουν στο σπίτι, διαρκώς, να συζητάς αυτά που κάνεις και να παίρνεις feedback, ανατροφοδότηση. Δηλαδή, ειδικά με τη σκηνογράφο, που ήτανε πολύ κοινά αυτά που κάναμε, με την έννοια ότι ασχολιόμασταν με την εικόνα. Εντάξει, ο άλλος, που ήταν μουσικός, ήταν λίγο μία διαφορετική κατηγορία από μόνος του. Αλλά με τη σκηνογράφο, συζητάγαμε για χρώμα, για υφές, για ιδέες. Δηλαδή, μου έδειχνε ιδέες, της έδειχνα εγώ και τελικά κάναμε πολλή παρέα. Και δηλαδή, είχε καταντήσει η κουζίνα να είναι το γραφείο και των τριών μας. Δηλαδή, είχαμε ένα μεγάλο τραπέζι στην κουζίνα –τώρα εμείς, ως φοιτητές, μη φανταζόμαστε ότι μαγειρεύαμε παστίτσια και τέτοια. Φτιάχναμε, εκεί πέρα, κάτι απλό. Δηλαδή, το τραπέζι πιο πολύ γραφείο το είχαμε, στην κουζίνα, και είχαμε απλωμένα σχέδια, κλιμακόμετρα, μικρόφωνα, ηχειάκια, φωτάκια. Ήτανε μία επέκταση του Central το σαλόνι, στην πραγματικότητα –όχι το σαλόνι, η κουζίνα, δεν υπήρχε σαλόνι. Και αντίστοιχα, έτσι ήταν και τα σπίτια ολωνών. Ήταν, πραγματικά, εργαστήρι. Το οποίο ήταν πολύ ενδιαφέρον, γιατί αυτό δεν σταματούσε –αυτό ακριβώς. Ήμασταν, επί εννιά-δέκα μήνες, σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, να ασχολούμαστε με αυτό. Ήτανε τόσο εντατικό.
Εκεί χρειάστηκε να δουλέψεις ή δεν προλάβαινες. απ’ ό,τι μου λες;
Εκεί, όχι, δεν προλάβαινες να δουλέψεις. Δεν προλάβαινες, γιατί πέρα από… τελείωνες πέντε η ώρα από τη σχολή. Μετά, ήθελες μία ώρα μέχρι να γυρίσεις, ας πούμε, σπίτι σου, κάπως να συνέλθεις, να μαγειρέψεις, να πας σε ένα σουπερμάρκετ, να… δηλαδή, υπήρχαν πράγματα να γίνουν, οπότε δεν υπήρχε περιθώριο για δουλειά. Ευτυχώς, δηλαδή, που υπήρχε αυτή η υποτροφία από τον Σύλλογο των Φίλων της Μουσικής, η οποία κάλυψε τα δίδακτρα, νομίζω, της σχολής –άμα θυμάμαι καλά– και από κει και πέρα, ένα χρόνο, βοήθησαν οι γονείς μου να μείνω στο Λονδίνο.
Μόλις τελείωσες το μεταπτυχιακό τι κάνεις;
Ναι, μόλις τελείωσα το μεταπτυχιακό, ήθελα να μείνω στην Αγγλία. Και λέω: «Ωραία, θα μείνω στην Αγγλία και θα δουλέψω εδώ». Έγραφα, τότε, και την πτυχιακή εργασία, γιατί έπρεπε να παραδώσω μία πτυχιακή εργασία στο τέλος του μεταπτυχιακού, θα κάναμε και μία παράσταση με μία συμφοιτήτριά μου, οπότε –αυτή η παράσταση, νομίζω, θα ήταν τέλη Αυγούστου, κάτι τέτοιο– οπότε, λέω: «Θα μείνω εδώ πέρα να κάνω την πτυχιακή μου και να κάνουμε και την παράσταση και θα μείνω», λέω, «στην Αγγλία. Θα ψάξω να βρω δουλειά, να μείνω στην Αγγλία». Και λέω: «Θα ήθελα να κάνω σχεδιασμό φωτισμών» –ήτανε μεγάλες οι δυνατότητες εκεί, πολλά θέατρα, πολλές ομάδες, δηλαδή πραγματικά, ήταν εξαιρετικό το περιβάλλον. Βέβαια, στην Αγγλία υπάρχουν πεντακόσιοι σχεδιαστές φωτισμών, δεν περίμεναν εμένα να πάω να κάνω σχεδιασμό φωτισμών. Οπότε, ήταν πάρα πολύ δύσκολο, για αρχή, να βιοποριστώ από αυτό το επάγγελμα, θα έπρεπε να κάνω κάτι άλλο. Και αποφάσισα να ψάξω για δουλειά. Τότε, για δουλειά, πάλι, δεν έψαχνες στο ίντερνετ –γενικά, το ίντερνετ δεν ήταν κάτι τόσο ευρέως διαδεδομένο το 2001, το 2002. Οπότε, έψαχνες στα περιοδικά. Υπήρχαν περιοδικά που αφορούσαν το επάγγελμα, τα οποία, στις τελευταίες σελίδες, είχαν συνήθως αγγελίες. Πήρα, λοιπόν, κι εγώ αυτά τα περιοδικά, έστειλα κάποια βιογραφικά και κάποια στιγμή, χτύπησε το τηλέφωνο και μου λένε: «Ελάτε για συνέντευξη». Εγώ, παράλληλα με τις δουλειές που είχανε σχέση με τον φωτισμό, έψαχνα και για άλλες δουλειές, γιατί δεν υπήρχε περιθώριο να μου δώσουν κι άλλα λεφτά οι γονείς μου να μείνω στην Αγγλία. Δηλαδή, υπήρχε ένα εισιτήριο, 15 Σεπτεμβρίου ας πούμε, που έλεγε… για να γυρίσω στην Αθήνα. Οπότε, εγώ προσπαθούσα να βρω κάτι πριν τις 15 Σεπτεμβρίου, για να ξεκινήσω να δουλεύω και να μπορώ να μείνω στο Λονδίνο. Είχα πάει μέχρι και σε εστιατόριο sushi να δουλέψω, που δεν τρώω καθόλου sushi –και με καταλάβανε, γιατί μου κάναν πέντε βασικές ερωτήσεις και δεν είχα ιδέα από sushi. Σε σουπερμάρκετ είχα ρωτήσει, δηλαδή έψαχνα διάφορες δουλειές, δεν ήταν… Έλεγα: «Θέλω να βρω δουλειά για να μείνω εδώ και από κει και πέρα, θα δούμε πώς θα εξελιχθεί». Πάω, λοιπόν, σε μία εταιρεία αρκετά μεγάλη με… Ήταν μία εταιρεία που νοικιάζει φωτιστικό και ηχητικό εξοπλισμό για συναυλίες, για event, για τέτοια. Αυτοί κάναν τότε τους Rolling Stones, κάνανε μεγάλες συναυλίες, δεν ήταν δηλαδή μία μικρή εταιρειούλα. Πάω, λοιπόν, εκεί, έχω ραντεβού με το αφεντικό, πάω, το βλέπω το αφεντικό, μου λέει: «Γεια σας», «Γεια σας». «Εσείς», μου λέει, «ναι, πείτε μου, έχετε τελειώσει, βλέπω, Θεατρικών Σπουδών, έχετε κάνει μεταπτυχιακό στο Central και μπράβο σας», μου λέει, «γιατί είναι πολύ σημαντική σχολή, όπως ξέρετε, αυτή για την Αγγλία» –αυτός ήταν ένας Σκωτσέζος, είχε και μία περίεργη προφορά. «Πείτε μου», μου λέει, «γιατί θέλετε, με μεταπτυχιακό στον σχεδιασμό φωτισμών, να δουλέψετε στην αποθήκη μας;» Γιατί η δουλειά, στην πραγματικότητα, η περιγραφή της δουλειάς είναι ότι ψάχναν για έναν βοηθό στην αποθήκη με τα φώτα να καθαρίζει τα φώτα, να τους αλλάζει βίδες, λάμπες και τέτοια και να τα βάζει μέσα σε κουτιά για να τα φορτώνουν μετά στο φορτηγό. Δηλαδή, η δουλειά αυτή ήτανε, ήτανε δουλειά αποθηκάριου, δεν ήτανε δουλειά Προέδρου της Δημοκρατίας. Μου λέει: «Γιατί εσείς, με το μεταπτυχιακό σας, θέλετε να πάτε στην αποθήκη;» Του λέω κι εγώ: «Γιατί θέλω να μάθω τα φώτα, λίγο πιο πρακτικά κάποια πράγματα, θέλω να μάθω τα πιο τεχνικά, γιατί μου κάνει καλό κι εμένα, και επίσης», του λέω «γιατί αν δεν με πάρετε σε αυτή τη δουλειά, δεν έχω λεφτά και πρέπει να φύγω», του λέω, «να γυρίσω στην Αθήνα». «Μάλιστα», μου λέει, «σας ευχαριστώ». Και φεύγω, τέλος πάντων. Και μετά, όντως, μετά από δύο μέρες, με παίρνουνε τηλέφωνο και μου λένε: «Γεια σας, τη Δευτέρα να είστε στην αποθήκη την τάδε ώρα. Πήρατε τη δουλειά». Λέω εγώ: «Κοίτα να δεις! Μπράβο!» Πάω, λοιπόν, στη δουλειά, με πιάνει κάποια στιγμή, μετά από κάνα-δυο βδομάδες, ο Alan, το αφεντικό, και μου λέει: «Πάντως εγώ», μου λέει, «ξέρεις γιατί σε πήρα στη δουλειά;» Του λέω: «Γιατί;» «Γιατί», μου λέει, «ήσουν ειλικρινής. Και θαύμασα», μου λέει, «αυτό που ήρθες και μου είπες ότι: “Αν δεν με πάρετε σε αυτή τη δουλειά, εγώ πρέπει να φύγω και να γυρίσω στην Αθήνα, γιατί δεν έχω λεφτά να μείνω στο Λονδίνο”. Και», μου λέει, «αυτό το θαύμασα και γι’ αυτό σε πήρα». Του λέω: «Εντάξει, ευχαριστώ».
Πώς ήταν αυτή η δουλειά εκεί; Η γνωριμία με αυτόν τον άνθρωπο;
Αυτή η δουλειά εκεί ήταν πάρα πολύ δύσκολη, γιατί ήταν πολύ έντονη σωματική εργασία. Επίσης, ήταν πολύ μακριά από το σπίτι που έμενα, οπότε εγώ έπρεπε να ξυπνάω στις εξίμισι η ώρα το πρωί στην πραγματικότητα, να αλλάζω δύο τρένα –ενίοτε και τρία, γιατί ήταν εκτός Λονδίνου– για να είμαι εννιά η ώρα τελικά στο νότιο Croydon, να περπατήσω… δηλαδή, κατέβαινα από… τώρα, άμα θυμάμαι, κατέβαινα απ’ το τρένο, περπατούσα κιόλας, γιατί ήταν μέσα σε μία βιομηχανική ζώνη αυτό το… ήταν μία τεράστια αποθήκη, σε μία βιομηχανική ζώνη, που δεν είχε πρόσβαση. Εννοείται δεν είχα αυτοκίνητο, δεν είχα μηχανάκι, δεν είχα τίποτα τέτοιο. Έπρεπε να αλλάξω όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να πάω. Εννιά ξεκινούσανε, γιατί ήταν Εγγλέζοι και δεν είχε πηγαίνεις εννιά και πέντε. Ήταν όλοι εννιά παρά δέκα, πίναν το τσάι τους, διάβαζαν την εφημερίδα τους και εννιά η ώρα πιάνανε δουλειά. Ήταν όλοι άντρες επίσης, ήμουν η μόνη γυναίκα μες στην αποθήκη. Η άλλη γυναίκα ήταν στη γραμματεία, που ήταν η γραμματέας και σήκωνε τα τηλέφωνα. Οπότε, ήμουν σε ένα περιβάλλον, τώρα… Ήταν όλοι οι Άγγλοι επίσης, δηλαδή ήταν όλοι άντρες, όλοι οι Άγγλοι –ήτανε όλο λάθος! Αλλά, παρόλα αυτά, έμεινα. Επίσης, μου φέρθηκαν με πάρα πολλή ευγένεια και αγάπη όλοι, δηλαδή να μου δείξουνε, προσπαθούσαν να με ξεκουράζουν, δηλαδή δεν με άφηναν να κάνω πολύ βαριές δουλειές. Εντάξει, και εκείνοι κατανοούσαν, προφανώς, δεν έχουμε την ίδια μυϊκή δύναμη με τους άντρες, αυτό είναι αυτονόητο. Οπότε, κι εκείνοι δεν προσπαθούσαν να μου αποδείξουν ότι δεν είναι αυτή μία δουλειά για μένα. Μοίραζαν τις δουλειές σωστά, ώστε και εγώ να δουλεύω και να παράγω έργο, αλλά και να μην κάνω πράγματα τα οποία θα με βλάψουν σωματικά, είτε τη μέση μου, ας πούμε, να σηκώνω βάρη, είτε το οτιδήποτε. Εντάξει, ήταν πολύ σκληρή δουλειά, αλλά πέρασα και καλά και έμαθα και πράγματα. Δηλαδή, τελικά, ήταν μία σωστή επιλογή, από το [00:40:00]μεταπτυχιακό να βρεθώ μέσα σε μία αποθήκη και να δω με πολλή λεπτομέρεια τον εξοπλισμό και τα προβλήματα και λεπτομέρειες που δεν μπορείς να τις μάθεις στη θεωρία, πρέπει να σου τύχουνε στην πράξη. Δηλαδή, είναι αυτό που λέμε το «on the job training», μαθαίνεις πράγματα στην πράξη, αναγκαστικά, σε αυτές τις δουλειές. Είναι ωραία να τα συζητάς όλα και να λες διάφορες θεωρίες, αλλά άμα δεν τα δεις και δεν τα πιάσεις χειροπιαστά, δεν γίνεται. Οπότε, θεωρώ ότι μου έκανε καλό αυτή η δουλειά. Επίσης, έκανα πολύ ωραία μπράτσα εκεί πέρα, γιατί υπήρχε μεγάλη σωματική κατανάλωση, οπότε είχες μπράτσα, κοιλιακούς, ήταν, σωματικά, πολύ καλή γυμναστική.
Πόσο έκατσες σε αυτήν την εταιρεία;
Έναν χρόνο. Έκατσα έναν χρόνο. Τα κατάφερα. Εντάξει, θα καθόμουν και παραπάνω, αλλά δεν άντεχα μετά την Αγγλία. Δηλαδή, κάπου είχε αρχίσει να με κουράζει όλη αυτή η ιστορία με το δύο ώρες κάθε πρωί πήγαινε-έλα, βροχή… Δηλαδή, τελικά, λύγισα, δεν την άντεξα την Αγγλία. Μπορεί, άμα την άντεχα, να ήταν πολύ καλύτερα. Δηλαδή, φαινόταν ότι υπήρχε η δυναμική να πάει καλύτερα. Ο ίδιος ο Alan, ας πούμε, με βοηθούσε πάρα πολύ. Είχε έρθει κάποια στιγμή και μου είχε πει ότι: «Την άλλη εβδομάδα», μου λέει, «θα είσαι στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, στο National Theater». Του λέω: «Τι θα κάνω εκεί πέρα;» «Είναι», μου λέει, «εκεί πέρα ένας φωτιστής, ο David Hersey» –ο οποίος έχει πολλά βραβεία ο άνθρωπος– «Θα πας», μου λέει, «να τον παρακολουθήσεις πώς δουλεύει, να είσαι εκεί μαζί του». Του λέω: «Ναι, ωραία όλα αυτά, αλλά εγώ δεν μπορώ να λείπω από τη δουλειά, γιατί χρειάζομαι τα λεφτά». Δηλαδή, τα λεφτά που έβγαζα, ήτανε ίσα-ίσα για να πληρώνω το ενοίκιο στο σπίτι που έμενα με αυτούς που συγκατοικούσα, να πληρώνω τα τρένα μου πέρα-δώθε –δεν βγαίναν λεφτά, δηλαδή, που μπαίναν στην μπάντα. Οπότε, του λέω: «Εμένα δεν με παίρνει να χάσω μία εβδομάδα από τη δουλειά και να πάω να βλέπω τον David Hersey στο Εθνικό Θέατρο. Ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν γίνεται». «Δεν κατάλαβες», μου λέει, «θα πας και θα πληρώνεσαι». Του λέω: «Τι;» «Ναι», μου λέει, «θα πληρώνεσαι κανονικά από την εταιρεία. Θα πληρώνεσαι», μου λέει, «και υπερωρίες άμα κάθεσαι περισσότερο». Οπότε, αυτός ο άνθρωπος ήτανε πολύ γενναιόδωρος και απλόχερος. Δηλαδή, με έστειλε μία εβδομάδα στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, με πλήρωνε, κανονικά, για να είμαι εκεί και να βλέπω και να εκπαιδευτώ. Δηλαδή, μπορώ να πω ότι ο Alan επένδυσε σ’ εμένα. Ήθελε να με βγάλει από την αποθήκη, δηλαδή μου το είχε πει κιόλας, ότι: «Μείνε ένα χρόνο στην αποθήκη και μετά θα σε βγάλω έξω, θα σε κάνω project manager». Project manager είναι αυτός που διαχειρίζεται τα πρότζεκτ, μιλάει με τους πελάτες. Γιατί κι αυτός έβλεπε ότι εγώ έχω όλο το θεωρητικό κομμάτι του lighting design, που οι άλλοι δεν το είχανε, ήτανε τεχνικοί. Οπότε, είχα όλο αυτό το θεωρητικό κομμάτι, τα αγγλικά μου βελτιωνόντουσαν μέρα με τη μέρα –είχαν ήδη βελτιωθεί, ήμουνα σχεδόν δύο χρόνια στην Αγγλία μιλούσα άπταιστα. Είχα, λοιπόν, και το τεχνικό κομμάτι, ήθελα άλλον έναν χρόνο εκπαίδευση και θα με έκανε απευθείας project manager. Βέβαια, εντάξει, εγώ κάπου εκεί λύγισα. Δεν ξέρω, δεν το άντεξα. Ήταν από αυτά που λες: «Δεν μπορώ άλλο, πρέπει να φύγω!»
Και, λοιπόν, φεύγεις και γυρίζεις στην Ελλάδα. Πού πας;
Και γυρίζω στην Ελλάδα, ναι. Πρώτα κάναμε ένα μεγάλο road trip με μία φίλη, πήγαμε με το Interrail τότε, που υπήρχε… που οι κάτω των τριάντα παίρναν κάτι φθηνά εισιτήρια. Οπότε, πήγαμε Ισπανία, Πορτογαλία, Μαρόκο ένα μήνα. Περάσαμε πολύ ωραία, ξεκουραστήκαμε και μετά γυρίσαμε ανανεωμένοι στην Ελλάδα.
Και από κει τι ακολουθεί;
Από κει, μετά, ακολουθεί μία άλλη κατάσταση. Στην Ελλάδα γύρισα, στην πραγματικότητα, το 2003, τον Σεπτέμβριο, δηλαδή έναν χρόνο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Όπου γινόταν εδώ πέρα ένα χάος με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν όλοι σε έκσταση, που λέμε. Υπήρχαν πολλές… συνέβαιναν πολλά events, πολλές… Υπήρχε και η Πολιτιστική Ολυμπιάδα –νομίζω εκείνη τη χρονιά ήτανε. Γινόντουσαν πολλά πράγματα. Ξεκίνησα να δουλεύω, είχα τη χαρά να γνωρίσω την Ελευθερία Ντεκώ πολύ νωρίς και μου είπε: «Έλα να δουλέψεις μαζί μου, να δεις κάποια πράγματα εδώ». Οπότε, έφυγα από την Αγγλία, αλλά ήρθα δίπλα σε έναν άνθρωπο ο οποίος είχε πολλά να μου δείξει εκείνη την περίοδο και έμαθα πραγματικά πολλά πράγματα δίπλα της και μαζί της. Ταυτόχρονα, άρχισα κι εγώ λίγο να προσπαθώ να κάνω δικές μου παραστάσεις, να γνωρίσω κάποιους ανθρώπους –γιατί κι εγώ ήρθα στην Ελλάδα, δεν με ήξερε κανείς, ούτε εγώ ήξερα κανέναν για να κάνω παραστάσεις. Και την πρώτη παράσταση την έκανα με τον Γιώργο τον Σαχίνη, ο οποίος ήτανε κι αυτός στο Central, και κάναμε μία παράσταση εδώ, στο Βαφείο, το «Επτά επί Θήβας». Ήταν νομίζω, ναι, εκεί, τον Μάιο του ’14 –του 2004. Οπότε, η πρώτη παράσταση που έκανα στην Ελλάδα ήταν με έναν συμφοιτητή μου από το Central. Και κάπως έτσι, μετά, ξεκίνησε.
Πώς ένιωσες σε αυτήν την πρώτη, ας πούμε… ότι πρέπει να αναλάβεις ένα πρότζεκτ μόνη σου, πια, επαγγελματικά;
Είχα ήδη αναλάβει αρκετά πρότζεκτ, επειδή ήταν όλο project-based στο Central, και τη χρονιά που έμεινα στην Αγγλία, τελειώνοντας το Central, έκανα και δυο-τρεις παραστάσεις εκεί πέρα, δηλαδή… Εντάξει, μπορεί και παραπάνω από δυο-τρεις. Οπότε, είχα ήδη αρχίσει να έχω μία τριβή. Οπότε, δεν μπορώ να πω ότι ένιωσα περίεργα ή κάποιο φοβερό άγχος, δηλαδή… Αλλά κι αυτό ακόμα, το οφείλω στο Central. Δεν ήταν θεωρία. Δηλαδή, εμείς κάναμε πραγματικά παραστάσεις, είχαμε πραγματικά προβλήματα να αντιμετωπίσουμε. Και προβλήματα επικοινωνίας, ας πούμε, και επικοινωνίας μεταξύ των συντελεστών και διαφωνίες κι αυτά, και πρακτικά προβλήματα, ότι δεν έχουμε αρκετά φώτα ή δεν έχουμε τα φώτα που θέλουμε. Οπότε, όλα αυτά τα είχαμε ζήσει και τα είχαμε ξαναζήσει. Δεν ένιωσα, δηλαδή, κάποιο φοβερό άγχος. Το είχα ξανακάνει πολλές φορές ήδη αυτό. Βέβαια, εννοείται ότι είναι διαφορετικό όταν έρχεται η πραγματικό κοινό, που θα πληρώσει ένα πραγματικό εισιτήριο και περιμένει κάτι να δει. Αλλά, νομίζω, λίγο, μέσα στην τρέλα της παραγωγής, κάπως αυτό το άγχος μπαίνει στην άκρη. Δεν μπορείς να σκέφτεσαι με βάση το άγχος. Και επίσης, ένα βασικό στοιχείο που χρειάζεσαι σε αυτήν τη δουλειά, είναι η ψυχραιμία. Και την ψυχραιμία μαθαίνεις να την καλλιεργείς εσύ ο ίδιος και να την επιβάλλεις στον εαυτό σου. Δηλαδή, εγώ πιάνω ακόμα τον εαυτό μου να λέει: «Λοιπόν, τέρμα! Τώρα ψυχραιμία! Τέλος!»
Με την Ελευθερία Ντεκώ δούλεψες για τους Ολυμπιακούς;
Όχι, όχι. Η Ελευθερία με είχε πάρει τη χρονιά που τελείωσα το Central… Είχα πάρει μία συνέντευξη από την Ελευθερία, γιατί μέρος της πτυχιακής μου ήταν να βάλω και μία συνέντευξη μέσα, ενός ανθρώπου που σέβομαι, εκτιμώ τη δουλειά του, την παρακολουθώ, και είχα μιλήσει, τότε, με την Ελευθερία. Οπότε, τελειώνοντας το μεταπτυχιακό, με πήρε ένα τηλέφωνο η Ελευθερία και μου είπε: «Θα γυρίσεις το 2002;» Και της λέω: «Όχι, θα μείνω στην Αγγλία». Μου λέει: «Εντάξει, οκέι, όταν γυρίσεις, πάρε με τηλέφωνο». Οπότε, η Ελευθερία, η ομάδα που είχε στους Ολυμπιακούς είχε ήδη σχηματιστεί, πριν γυρίσω εγώ. Αλλά όταν γύρισα, την πήρα, όντως, τηλέφωνο και μου είπε: «Εντάξει, στους Ολυμπιακούς», μου λέει, «έχει κλείσει το team, δεν γίνεται τώρα κάτι» –γιατί πλέον ήταν τελευταία στιγμή– «αλλά», μου λέει, «μπορούμε να κάνουμε όλες τις άλλες δουλειές έξω μαζί, θέατρα, όλα αυτά, άμα σε ενδιαφέρουν». Και, φυσικά,, με ενδιέφερε. Αλλά παρόλα αυτά, είδα τη γενική πρόβα των Ολυμπιακών Αγώνων και εννοείται ότι ήτανε συνταρακτική.
Λοιπόν, αρχίζεις να δουλεύεις ως σχεδιάστρια φωτισμών. Μας είπες λίγο στην αρχή, πες μας τι είναι ο σχεδιασμός φωτισμών και τι είναι και για σένα, ας πούμε. Πώς το βλέπεις εσύ όλο το θέμα.
Ο σχεδιασμός φωτισμών είναι μία γλώσσα επικοινωνίας. Δηλαδή, στο θέατρο λέμε ιστορίες. Αυτό είναι το θέατρο, είναι ιστορίες, παραμύθια. Ένας τρόπος, λοιπόν, για να πεις μία ιστορία είναι οι λέξεις, το κείμενο. Από κει και πέρα, όμως, πέρα απ’ το κείμενο, υπάρχουν και άλλα στοιχεία τα οποία σε βοηθάνε να πεις την ιστορία. Ένα άλλο μέσο είναι τα σκηνικά, ας πούμε, ή τα κοστούμια. Δηλαδή, φοράει κάποιος ένα ρούχο και αμέσως σου δίνει μία εικόνα για το ποιος είναι αυτός ο κάποιος. Ή βλέπεις τον περιβάλλοντα χώρο, βλέπεις, ας πούμε, πάνω στη σκηνή ένα κρεβάτι και ένα κομοδίνο και υποθέτεις αμέσως ότι είναι ένα υπνοδωμάτιο, έτσι δεν είναι; Οπότε, και τα φώτα κάνουν ακριβώς την ίδια δουλειά, σου δίνουν πληροφορίες για το περιβάλλον και σου υποβάλλουν και ατμόσφαιρες. Δηλαδή, τα φώτα και η μουσική κάνουνε, για μένα –δεν θα πω την πιο βαριά δουλειά, αλλά την πιο ύπουλη δουλειά, γιατί είναι υποσυνείδητοι κώδικες. Δηλαδή, τη μουσική την ακούς και αμέσως σε κάνει κάτι να νιώθεις. Δηλαδή, η μουσική, λες: «Α, αυτή είναι χαρούμενη μουσική» ή λες: «Είναι μελαγχολική μουσική», χωρίς να είσαι μουσικός. Δηλαδή, δεν ξέρεις τι είναι οι νότες που ακούς, δεν μπορείς να πεις ότι αυτό είναι Λα δίεση ή Φα δίεση, δεν έχεις τεχνικές γνώσεις για τη μουσική. Αλλά, αμέσως, σου υποβάλλει κάποια συναισθήματα. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και με τα φώτα, με το χρώμα, με την ένταση, αν κάτι είναι φωτεινό ή σκοτεινό. Οπότε, δημιουργεί όλο το υποσυνείδητο περιβάλλον και την ατμόσφαιρα που, πραγματικά, παρασύρει τους θεατές και δεν μπορούν να αντισταθούν σε αυτό, γιατί δεν μπορούν να το αποκωδικοποιήσουν. Δηλαδή, δεν έχουμε μάθει να αποκωδικοποιούμε τη μουσική. Απλά, αισθανόμαστε κάπως όταν την ακούμε. Το κείμενο έχεις μάθει να το αποκωδικοποιείς, ακούς λέξεις –γιατί ο βασικός τρόπος επικοινωνίας του ανθρώπου είναι τα λόγια, η γλώσσα. Οπότε, έχουμε διδαχθεί και στο σχολείο και στο σπίτι μας, στην οικογένειά μας να αποκωδικοποιούμε λέξεις και να λέμε: «Όταν αυτός λέει αυτή τη λέξη, σημαίνει ότι είναι χαρούμενος, όταν λέει αυτό [00:50:00]με αυτόν τον τόνο φωνής, σημαίνει ότι είναι θυμωμένος». Όμως, την εικόνα και τη μουσική δεν έχουμε μάθει, δεν έχουμε εκπαιδευτεί –εκτός από κάποιους που είναι η δουλειά τους, προφανώς– να το αποκωδικοποιούμε. Η όραση, δηλαδή, λένε –και επιστημονικά έχει αποδειχθεί– ότι είναι η αίσθηση, η πρώτη αίσθηση, με την οποία επικοινωνεί ο άνθρωπος. Δηλαδή, ένα μωρό, πρώτα βλέπει και αρχίζει να μαθαίνει τον κόσμο μέσα από την όραση –βλέπει αντικείμενα, βλέπει τη μαμά του, βλέπει το οικείο πρόσωπο της μαμάς του και μετά αναγνωρίζει τον μπαμπά του– και μετά μαθαίνει να μιλάει. Όμως, είναι η αίσθηση –η όραση– την οποία δεν την κάνουμε συνειδητά, επειδή ακριβώς είναι τόσο παλιά και είναι τόσο η πρώτη αίσθηση, όλη η αποκωδικοποίηση που προκύπτει μέσα από την όραση, γίνεται υποσυνείδητα. Και γιατί όλοι εστιάζουμε στα λόγια, εστιάζουμε σε αυτό που λέει ο άλλος, δεν εστιάζουμε στην εικόνα. Όμως, η εικόνα σου περνάει πληροφορία, γιατί έχεις μάθει… είναι η πρώτη αίσθηση που έμαθες να χρησιμοποιείς σαν μωρό, όλοι μας. Άρα, παίρνουμε πάντα πληροφορία από την όραση, ακόμα και όταν δεν το συνειδητοποιούμε.
Επομένως… Ας πούμε, ποια είναι, πες μας λίγο ποια είναι η διαδικασία του: «Αναλαμβάνω ένα πρότζεκτ, ένα έργο, θεατρικό έργο». Πότε εμφανίζεται ο σχεδιαστής ή η σχεδιάστρια φωτισμών; Τι γίνεται;
«Αναλαμβάνω ένα έργο» σημαίνει, καταρχήν, διαβάζω το έργο, για μένα. Δηλαδή, θέλω πρώτα να διαβάσω το έργο μόνη μου, χωρίς να πάρω πληροφορίες για την κεντρική ιδέα από τον σκηνοθέτη ή να δω το σκηνικό. Δηλαδή, θέλω να δω λίγο ποια είναι η δική μου ανταπόκριση στο έργο, γιατί το οποιοδήποτε θεατρικό έργο είναι ένα μέσο επικοινωνίας. Επομένως, θέλω να δω πώς επικοινωνώ, καταρχήν, εγώ με αυτό το έργο, να δω τι μου κάνει εμένα. Στη χειρότερη περίπτωση, δεν μου κάνει τίποτα. Δηλαδή, μπορεί να υπάρξει κάποιο κείμενο, κάποιο έργο με το οποίο, πραγματικά, να μην μπορείς να συνδεθείς, και δεν είναι κακό, δηλαδή δεν είναι όλα τα θεατρικά έργα για όλους μας. Χωρίς να σημαίνει κάτι αυτό για το θεατρικό έργο, ότι είναι καλό ή κακό, απλά μπορεί εσύ να μην μπορείς να συνδεθείς- [ΔΙΑΚΟΠΗ]- θα μου πει τη γνώμη του ή τη γνώμη της, αν είναι γυναίκα, για το πώς το βλέπει το έργο, γιατί θέλει να κάνει αυτό το έργο. Δηλαδή, συνήθως, εγώ ρωτάω: «Γιατί κάνουμε αυτό το έργο τώρα;» Δηλαδή, πάντα, θέλω να συνδέω το θέατρο με το τώρα. Γιατί να κάνουμε ένα έργο τώρα; Γιατί επιλέξαμε… Το ρωτάω κιόλας, λέω: «Γιατί επιλέξατε αυτό το έργο τώρα, το 2022; Τι θέλουμε να πούμε; Σε ποιον απευθυνόμαστε;» Όλα αυτά, για μένα έχουν σημασία, για να πάρω μετά και εγώ τις δικές μου δημιουργικές αποφάσεις. Δηλαδή, αν κάνουμε ένα πολιτικό έργο –εντάξει, είναι λάθος διατύπωση, γιατί όλα τα έργα είναι πολιτικά, όλα τα έργα έχουν κάποιο μήνυμα, κάτι θέλουν να πούνε– θέλω να μάθω σε ποιον απευθυνόμαστε, ποιο είναι το κοινό μας και τι θέλουμε να πούμε σε αυτό το κοινό. Θέλουμε να του πούμε ότι κάτι είναι καλό; Ότι κάτι είναι κακό; Θέλουμε να το ωθήσουμε να σκεφτεί κάτι; Επομένως, ο στόχος που κάνουμε το έργο, έχει σημασία, τελικά, για τις επιλογές που θα κάνουμε όλοι μας, είτε είναι οι άνθρωποι πάνω στη σκηνή, οι ηθοποιοί, είτε είναι ο σκηνογράφος, που θα φτιάξει ένα σκηνικό, είτε είμαι εγώ, που θα σχεδιάσω φωτισμούς. Και μετά, ξεκινάει η όλη διαδικασία της συνεργασίας, που είναι, στην πραγματικότητα, ένα τεράστιο πέρα-δώθε, δούναι και λαβείν. Δηλαδή, πέφτουν ιδέες, απορρίπτονται ιδέες, συζητάμε, διαφωνούμε, συμφωνούμε, μερικές φορές ακούς πράγματα από τους άλλους που δεν τα έχεις σκεφτεί εσύ και λες: «Α, ναι! Αυτό είναι μία καλύτερη ιδέα!» Δηλαδή, είναι ωραίο να είσαι ανοιχτός και ελεύθερος στη συζήτηση, να μην πηγαίνεις με παρωπίδες, να μην πηγαίνεις με μία έτοιμη ιδέα, ότι: «Παιδιά, αυτή είναι η δικιά μου ιδέα και είναι σωστή». Δηλαδή, άμα ξεκινήσεις έτσι, δεν θα πας και πολύ μακριά. Είναι καλό, επειδή το θέατρο είναι μία συνάντηση, τελικά, και η πρώτη επικοινωνία είναι μεταξύ των συντελεστών, δηλαδή βρισκόμαστε δέκα άνθρωποι, είκοσι, πόσοι είμαστε, να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Καλό είναι να δίνουμε αυτό τον χώρο να επικοινωνούμε μεταξύ μας και να δούμε τι προκύπτει από αυτή τη συνάντηση. Δηλαδή, το ίδιο έργο, έναν συντελεστή να αλλάξεις, έναν ηθοποιό να αλλάξεις πάνω στη σκηνή, γίνεται άλλο έργο. Το ίδιο έργο, αντίστοιχα, αν αλλάξεις τον σκηνογράφο και κάνει ένα άλλο σκηνικό, πάλι γίνεται άλλο έργο. Δηλαδή, όλοι φέρνουν κάτι πολύ προσωπικό μέσα στο σύνολο, όμως επηρεάζονται και από το σύνολο. Επομένως, είναι ωραίο να μπορούμε να το αναγνωρίζουμε αυτό και να καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι ένα μοναχικό επάγγελμα. Και εγώ γι’ αυτό το επέλεξα κιόλας. Δηλαδή, μου αρέσει η παρέα και μου αρέσει… δηλαδή, θεωρώ ότι κάνουμε παρέα όταν βρισκόμαστε όλοι μαζί να δουλέψουμε και θα πούμε και τα αστεία μας, θα πούμε και τα σοβαρά, θα δουλέψουμε κιόλας, πραγματικά. Δηλαδή, κάνουμε θέατρο –και το λέω συνέχεια– γιατί περνάμε καλά στο θέατρο. Δεν έχει νόημα, δηλαδή, να κάνουμε θέατρο, αν δεν περνάμε καλά. Επομένως, είναι ωραία η συνάντηση, και η πριν μπούμε μέσα στη σκηνή. Δηλαδή, εμένα μου αρέσει να βλέπω τις πρόβες και να βλέπω ηθοποιούς να περνάνε καλά και να γελάνε. Έχω βρεθεί και σε πρόβες που περνάνε πάρα πολύ άσχημα οι ηθοποιοί. Εκεί, δυσκολεύομαι κι εγώ να συνδεθώ, όταν βλέπω ότι άλλοι άνθρωποι δεν περνάνε καλά, δεν μπορώ κι εγώ να περάσω καλά, όταν βλέπω τους άλλους να βασανίζονται, ας πούμε. Επομένως, όλη η συνθήκη επηρεάζει και τη δική μου συμμετοχή. Αν εγώ δεν περνάω καλά, οι άλλοι δεν περνάνε καλά, κανένας δεν περνάει καλά, αυτό επηρεάζει το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, εκ των πραγμάτων. Δεν είμαστε, δηλαδή, στρατιώτες που πάμε στον πόλεμο και θα κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε, ό,τι και να γίνεται δίπλα μας. Είναι συναισθηματική δουλειά, επηρεάζεται από το συναίσθημα μας. Ναι, προφανώς, υπάρχει σχεδιασμός και είναι και διανοητική διαδικασία και όλα αυτά, αλλά επηρεάζεται πάρα πολύ έντονα από το συναίσθημα. Οπότε, αν ο δικός μου εσωτερικός κόσμος και ο δικός σου εσωτερικός κόσμος και του αλλουνού δεν είναι καλά, δεν θα καταφέρουμε να παράγουμε, τελικά, κάτι καλό, το οποίο να επικοινωνήσει με το κοινό. Οπότε, είμαι πολύ της παρέας και της συνεργατικής δουλειάς. Και φυσικά, μου αρέσει να δουλεύω και με τους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή. Δηλαδή, θεωρώ ότι οι φωτισμοί… ναι, θα κρεμάσουμε τα φώτα όπου πρέπει, θα τα σταμπιλάρουμε, θα γράψουμε φωτισμούς με τη σκηνοθέτη. Μετά, όταν οι ηθοποιοί μπούνε πάνω στη σκηνή και κατοικήσουν πλέον αυτόν τον χώρο και συνομιλήσουν με τα φώτα και γίνουν συμπαίκτες τους τα φώτα, τότε προκύπτει η μαγεία και η ουσία του πράγματος. Δηλαδή, πρέπει οι ηθοποιοί να νιώσουν ωραία μέσα σε αυτό το περιβάλλον, να το κατανοήσουν, πρέπει να τους εξηγήσεις τι κάνεις. Υπάρχουν ηθοποιοί οι οποίοι έχουν μεγάλη εμπειρία και έχουν άλλη εξοικείωση με τα φώτα. Υπάρχουν άλλοι ηθοποιοί που πρέπει να τους εξηγήσεις πιο διανοητικά γιατί υπάρχουν τα φώτα, υπάρχουν άλλοι ηθοποιοί που είναι πιο συναισθηματικοί και αμέσως τα νιώθουν. Όλες αυτές τις ιδιαιτερότητές του καθένα, από τη στιγμή που μιλάμε ότι είναι μία ομάδα και συνεργάζεται, πρέπει να είναι όλοι αλερτ και σε ετοιμότητα να τις αναγνωρίσουνε και να τις βοηθήσουνε. Δηλαδή, είμαστε εκεί για να βοηθάμε ο ένας τον άλλον πάνω στη σκηνή, όχι για να βάζουμε εμπόδια και να τους ταλαιπωρούμε. Γιατί, στην τελική, αυτοί που θα είναι πάνω στη σκηνή είναι οι ηθοποιοί, όχι εμείς. Επομένως, αν αυτή νιώσουν καλά και κατανοήσουν και εξοικειωθούν με το περιβάλλον που τους έχεις δώσει, θα το αναδείξουν στο χίλια πεντακόσια τα εκατό μετά.
Τι απαιτήσεις έχει αυτό το επάγγελμα;
Τι απαιτήσεις έχει. Έχει θεωρητικές απαιτήσεις. Δηλαδή, πρέπει να ξέρεις θέατρο, δεν είναι ένα επάγγελμα τεχνικό. Είναι ένα επάγγελμα το οποίο, κατά πρώτον, έχει να κάνει με το να μπορείς να κατανοήσεις μία ιδέα και να βρεις και έναν τρόπο να την αναπαράγεις με το δικό σου μέσο, που είναι το φως, και να την υπογραμμίσεις, όπου χρειαστεί, και να μπορείς να… –είναι θεωρητικό. Για μένα, δηλαδή, το πρώτο πράγμα στον σχεδιασμό φωτισμών, είναι η ιδέα. Να μπορείς να παράγεις μία ιδέα, ένα concept. Δηλαδή, διαβάζοντας ένα κείμενο, να πεις: «Ωραία, η αρχική ιδέα του κειμένου είναι αυτή και η αρχική ιδέα του φωτισμού που θα υπηρετήσει την ιδέα του κειμένου είναι αυτή». Το να παράγεις μία αρχική ιδέα δεν είναι κάτι εύκολο. Και να είναι μία αρχική ιδέα, προφανώς, που είναι κάτι το οποίο γίνεται, να είναι ρεαλιστικό, να μην είναι μία αρχική ιδέα μη ρεαλιστική, που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Επομένως, μετά, μπαίνεις στο επόμενο σκέλος. Για να ξέρεις αν η ιδέα σου είναι ρεαλιστική –η αρχική– και μπορεί να πραγματοποιηθεί, πρέπει να έχεις την τεχνογνωσία, δηλαδή πρέπει να ξέρεις το υλικό σου. Εγώ το παρομοιάζω με τη ζωγραφική, είναι πιο κατανοητό. Δηλαδή, στη ζωγραφική έχεις μία ιδέα –θες να ζωγραφίσεις, ας πούμε, ένα πολύ ωραίο τοπίο. Ξέρεις τα υλικά σου; Ξέρεις ποια είναι τα σωστά πινέλα; Ξέρεις ποιες είναι οι μπογιές σου; Ξέρεις τη διαφορά, ας πούμε, ανάμεσα στο κάρβουνο και στην ακουαρέλα και στη νερομπογιά; Εγώ, προσωπικά, δεν τα ξέρω, άρα δεν μπορώ να ζωγραφίσω. Δηλαδή, έχω μία πολύ ωραία ιδέα για έναν ζωγραφικό πίνακα, αλλά δεν μπορώ να την πραγματοποιήσω, θα πρέπει να βρω έναν ζωγράφο και να συζητήσω μαζί του την ιδέα. Αλλά ακόμα και να μου εξηγήσει ποια είναι τα τεχνικά μέσα ο ζωγράφος και να μου κάνει τρεις μήνες σεμινάριο και να μου πει: «Αυτό το πινελάκι, το νούμερο τάδε, το χρησιμοποιείς τότε» ή «Το κάρβουνο έχει, ας πούμε… θέλει αυτό το χαρτόνι για να γράψεις και να φανεί», πάλι, δεν θα καταφέρω να παράγω αποτέλεσμα. Μετά, απλά, θα έχω την τεχνική γνώση του ποια είναι τα εργαλεία της ζωγραφικής, αλλά πάλι δεν θα ξέρω να τα χρησιμοποιήσω. Επομένως, το ίδιο ισχύει και με τον σχεδιασμό φωτισμών. Χρειάζεσαι μία αρχική ιδέα, να ξέρεις τι, ποια είναι η ιδέα η φωτιστική, χρειάζεσαι να ξέρεις τα εργαλεία του φωτισμού και μετά, χρειάζεσαι να έχεις και τη μεθοδολογία και να έχεις μία τριβή με αυτό το αντικείμενο, να το έχεις δοκιμάσει στην πράξη, ακριβώς για να δεις πώς θα χρησιμοποιή[01:00:00]σεις τα εργαλεία, πότε θα χρησιμοποιήσεις το κάθε φωτιστικό σώμα, σε τι αναλογία θα το χρησιμοποιήσεις, τι σχέσεις δημιουργούν αυτά μεταξύ τους. Υπάρχει θεωρία του χρώματος, ας πούμε, υπάρχουν τα συμπληρωματικά χρώματα, υπάρχουν χιλιάδες θεωρίες, τις οποίες πρέπει να κατέχεις πριν χρησιμοποιήσεις τα πραγματικά εργαλεία. Και φυσικά, παραμένει τέχνη. Δηλαδή, δεν είναι μαθηματικά, δεν είναι «ένα κι ένα κάνει δύο». Δεν υπάρχει σωστός τρόπος να φωτιστεί μία παράσταση, όπως δεν υπάρχει και σωστός πίνακας. Δηλαδή, ο Picasso ζωγράφισε με έναν τρόπο, ο Dali ζωγράφιζε με έναν άλλον, ο Van Gogh με έναν δικό του τρόπο. Δεν μπορείς να πεις ότι κάποιος από όλους αυτούς ζωγράφιζε με λάθος τρόπο ή με σωστό, είχαν άλλη τεχνοτροπία. Ζωγράφοι ήταν και οι τρεις, χρώματα χρησιμοποιούσαν, αλλά είχαν άλλη τεχνοτροπία, είχαν άλλες προτιμήσεις στα χρώματα, περνάγανε και διαφορετικές φάσεις στη ζωή τους. Δηλαδή, ο Picasso πέρασε τη ροζ περίοδο, την μπλε περίοδο, ήτανε λοιπόν και η προσωπική του επαφή με την πραγματικότητα και τα προσωπικά του ενδιαφέροντα που αλλάζουνε. Προφανώς, δεν λέω ότι… Οι σχεδιαστές φωτισμών κάνουν κάτι πολύ πιο εφήμερο. Οι πίνακες του Picasso θα μείνουν και για τα επόμενα διακόσια χρόνια και θα συντηρηθούν στα μουσεία, ενώ το δικό μας είναι πολύ εφήμερο, το δικό μας δεν μένει. Το δικό μας, είναι όπως και το θέατρο, εκείνη την ώρα είναι η εμπειρία, όποιος το είδε το είδε, όποιος το κατάλαβε το κατάλαβε –ένιωσε μάλλον, το «κατάλαβε» δεν είναι σωστό ρήμα–, ένιωσε ό,τι ένιωσε και μετά τελείωσε. Δηλαδή, το φως είναι ένα μέσο –το θεατρικό φως– το οποίο δεν αποτυπώνεται σωστά στην κάμερα ή στη φωτογραφία, γιατί δεν έχεις όλο το υπόλοιπο περιβάλλον. Δεν έχεις εκείνη την ώρα, ας πούμε –τι να σου πω;– την ανάσα, ξέρω ’γω, το λαχάνιασμα του ηθοποιού την ώρα που υπάρχει αυτός ο φωτισμός γύρω του και ακούγεται αυτή η μουσική. Εσύ βλέπεις μία εικόνα –έναν ηθοποιό, ας πούμε, με γουρλωμένο μάτι σε ένα κίτρινο φως. Δεν παίρνεις, όμως, τη συνολική εικόνα, δεν βλέπεις τον ιδρώτα του να στάζει, δεν ακούς τη μουσική, ας πούμε, το πιάνο, το… Οπότε, αυτό δεν αποτυπώνεται.
Όσον αφορά την εξέλιξη της τεχνολογίας; Δηλαδή, φαντάζομαι… Πώς… Είχες τα ίδια μέσα πριν δέκα χρόνια με αυτά που έχεις τώρα;
Όχι, η εξέλιξη της τεχνολογίας είναι πάρα πολύ γρήγορη στο φως. Δηλαδή, τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι αλματώδης η πρόοδος της τεχνολογίας. Μία βασική τεχνολογική, ας πούμε, εξέλιξη, είναι η τεχνολογία led, η οποία μόλις αυτά τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει αρχίσει και εξελίσσεται και, πραγματικά, κάνει αλματώδη πρόοδο. Οπότε, είναι… Συνέχεια, πρέπει να ανακαλύπτεις τα νέα μέσα. Είναι ένα επάγγελμα το οποίο, δεν έμαθες τα μέσα σου και τελείωσες. Τα εργαλεία σου ανανεώνονται σχεδόν καθημερινά. Είσαι, δηλαδή, υποχρεωμένος να ψάχνεις, να βρίσκεις πληροφορίες, να αναζητείς πληροφορίες. Γίνονται μεγάλες εκθέσεις στο εξωτερικό που μπορείς να πας, αν έχεις την οικονομική δυνατότητα και τον χρόνο, υπάρχουν όλες οι… υπάρχει το ίντερνετ φυσικά, όλες οι μεγάλες εταιρείες έχουν πολύ οργανωμένα και ενημερωμένα site πλέον, με tutorials, με μαθήματα στο YouTube, υπάρχουν online πλατφόρμες με πάρα πολλούς χρήστες, οι οποίοι… υπάρχουν διατεθειμένοι άνθρωποι να σου απαντήσουν. Δηλαδή, υπάρχουν ακόμα και μικρά γκρουπ –όχι μικρά, υπάρχουνε γκρουπ στο Facebook κι από δω κι από κει, σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, που υπάρχουν πραγματικά χρήστες, που θέτεις εσύ ένα ερώτημα και υπάρχουν άνθρωποι να σου απαντήσουν, από όλο τον κόσμο, πλέον. Δηλαδή, το ίντερνετ έχει κάνει… είναι ένα φοβερό εργαλείο για αυτήν τη δουλειά. Αλλά το βασικό είναι το κίνητρο το προσωπικό. Δηλαδή, πρέπει να έχεις κίνητρο. Η πληροφορία είναι εκεί έξω και υπάρχει άπειρη πληροφορία. Πρέπει να ξέρεις να ψάξεις αντίστοιχα, δηλαδή να έχεις ένα κριτήριο κι εσύ για να ψάξεις, γιατί υπάρχει πολλή πληροφορία που είναι άχρηστη, αυτό είναι το κακό αυτής της εποχής. Πρέπει, λοιπόν, εσύ να αναπτύξεις το προσωπικό σου κριτήριο, να ξέρεις ποια πηγή θεωρείς έγκυρη από όλες αυτές εκεί έξω, να μπορείς να διασταυρώσεις τις πηγές σου. Δηλαδή, όλα αυτά θέλουνε μία μεθοδολογία, δεν είναι απλά: «Ανοίξαμε το Google και γκουγκλάρουμε». Επομένως, για μένα, αυτή η εποχή θέλει πολύ περισσότερη κριτική σκέψη και μεθοδολογία απ’ ό,τι ήθελε είκοσι χρόνια πριν, ας πούμε. Είκοσι χρόνια πριν, πήγαινες στη βιβλιοθήκη που ήτανε τα βιβλία γραμμένα από συγκεκριμένους ανθρώπους και τα θεωρούσες valid, τα θεωρούσες έγκυρα, εξ ορισμού τα θεωρούσες έγκυρα –που μπορεί κι αυτό να μην ήταν σωστό αλλά, τέλος πάντων, είχες μεγαλύτερες πιθανότητες να πέσεις σε έγκυρη πηγή. Τώρα, ανοίγοντας το ίντερνετ, που ο καθένας μπορεί να μπει και να γράψει ό,τι θέλει για το οτιδήποτε και να κάνει ένα δικό του προσωπικό blog και να γράφει πραγματικά ό,τι θέλει, εσύ πώς θα διασταυρώσεις αυτή την πληροφορία; Κάπως πρέπει να καταφέρεις να τη διασταυρώσεις. Αλλά σίγουρα, είναι μεγάλο κέρδος που είναι εκεί έξω όλο αυτό το υλικό και υπάρχουν πλέον και βίντεο. Δηλαδή, χρησιμοποιούνται και μέσα τα οποία παλιά δεν χρησιμοποιούνταν και είναι πιο εύχρηστα, είναι πιο user friendly. Είναι πιο εύκολο στον χρήστη να δει ένα βίντεο, ας πούμε, ή να ακούσει ένα podcast, παρά να πρέπει να κάτσει και να διαβάσει ένα βιβλίο. Πιθανόν, δηλαδή, κάτι το οποίο λέγεται σε πέντε λεπτά σε προφορικό κείμενο, σε ένα βιβλίο να πρέπει να είναι πενήντα σελίδες για να γίνει κατανοητό και να διαβαστεί. Οπότε, είναι ωραίο που υπάρχουν διαφορετικά μέσα. Απλά, πρέπει όλα αυτά κάπως να τα διασταυρώνεις εσύ μεταξύ τους. Είναι μία προσωπική σου έξτρα δουλειά που πρέπει να κάνεις πλέον.
Τι δυσκολίες έχει αυτό το επάγγελμα;
Αυτό το επάγγελμα έχει πολύ δύσκολα ωράρια. Δεν είναι μία δουλειά που είναι εννιά με πέντε, δεν είναι μία δουλειά που έχει σαββατοκύριακα, δεν έχεις διακοπές, δεν έχεις αργίες, Χριστούγεννα, Πάσχα, γενέθλια, γάμοι, κηδείες, βαφτίσια –όλα αυτά δεν ισχύουν σε αυτό το επάγγελμα, γιατί ισχύει η πρεμιέρα. Δηλαδή, αν κάποιος έχει πρεμιέρα 25 Δεκεμβρίου και επιλέξεις να φωτίσεις αυτή την παράσταση, στις 25 Δεκεμβρίου θα έχεις πρεμιέρα. Που σημαίνει ότι στις 24, που όλοι θα κάνουν παραμονή με τους συγγενείς τους, εσύ θα πρέπει να κάνεις τη γενική σου πρόβα. Μου έχει τύχει να κάνω πολλές φορές τα γενέθλιά μου σε παράσταση. Και Χριστούγεννα έχω κάνει και απ’ όλα έχω κάνει σε παράσταση. Δηλαδή, για μένα, αυτό είναι ένα βασικό θέμα, το ότι δεν μπορείς να οργανώσεις τη ζωή σου πολύ συγκεκριμένα. Αλλά αν δεν έχεις ανάγκη να είναι τόσο στρατιωτικά οργανωμένη η ζωή σου, τότε είναι ένα πολύ ελεύθερο επάγγελμα. Εμένα, δηλαδή, κάπως με απελευθερώνει το ότι δεν πρέπει να κάνω διακοπές τον Δεκαπενταύγουστο που κάνουν όλοι διακοπές, μπορεί να πάω για διακοπές τον Ιούλιο ή τον Ιούνιο. Όταν τελειώσει, ας πούμε, το παιδί το σχολείο, μπορεί να πάω δέκα μέρες διακοπές τον Ιούνιο και μετά να γυρίσω, να κάνω μία παράσταση τον Ιούλιο και μετά να ξαναφύγω. Οπότε, έχει και μία τεράστια ελευθερία αυτό το επάγγελμα. Επίσης, έχεις το δικαίωμα της επιλογής, από ένα σημείο και μετά, που έχεις επενδύσει και έχεις δουλειές. Δηλαδή μπορείς, σε κάποιες δουλειές, να πεις, πραγματικά: «Όχι». «Όχι, δεν θέλω να δουλέψω φέτος τα Χριστούγεννα», ας πούμε.
Και οι χαρές; Πώς παίρνεις χαρά από αυτό το επάγγελμα; Είναι η δημιουργία; Δεν ξέρω, η επιβράβευσή σου; Αλλά και για σένα, πώς…
Η βασική χαρά, νομίζω, είναι η δημιουργία. Δηλαδή, τη βασική χαρά την παίρνεις το διάστημα που δημιουργείς, που είσαι μες στις πρόβες. Μετά, όταν πλέον η παράσταση φτάσει στην πρεμιέρα, εσύ έχεις παραδώσει τη δουλειά σου, έχει κλείσει σαν κεφάλαιο αυτό. Μένει ένα μικρό τελευταίο παραθυράκι, εκεί, στην πρεμιέρα, που μπορείς να κυκλοφορείς ανάμεσα στον κόσμο, ας πούμε, και να ακούσεις τι λένε –για την παράσταση όμως, στο σύνολο της. Δηλαδή, εμένα προσωπικά, δεν με απασχολεί και –όχι δεν με απασχολεί, δεν θα ακούσω κιόλας ποτέ από θεατές να λένε: «Α, τι ωραίοι φωτισμοί!» Γιατί ο θεατής δεν θα παρακολουθήσει τους φωτισμούς, ο θεατής παίρνει μία αίσθηση, μία παράσταση. Αν, λοιπόν, έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε ένα πολύ ωραίο περιβάλλον, μία πολύ ωραία κατάσταση και να έρθει ο άλλος να συνδεθεί, να περάσει καλά ή… να συγκινηθεί, όχι να περάσει καλά, να νιώσει κάποια συναισθήματα, είτε είναι καλά, αν πρόκειται για κωμωδία, είτε ακόμα και να προβληματιστεί και να νιώσει και άσχημα, αν είναι ένα έργο που θέλει να τον προβληματίσει, τότε, ναι, έρχεται εκεί και πρέπει να νιώσει αυτά που πρέπει να νιώσει με το έργο, να προβληματιστεί. Οπότε, για μένα, η βασική χαρά είναι η περίοδος της δημιουργίας. Φυσικά, μου αρέσει να ακούω ωραία λόγια για τη δουλειά μου, δεν το συζητάμε αυτό. Είναι ωραίο να διαβάζεις ωραίες κριτικές και να λένε ότι έχεις καταφέρει, ας πούμε, κάτι. Αλλά επειδή οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για τα φώτα είναι πολύ περιορισμένες, δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα τόσες λέξεις για να περιγράψεις το φως, οπότε και αυτά που θα δεις γραμμένα, ας πούμε, σε μία κριτική, σε ένα blog ή σε οτιδήποτε, είναι πολύ συγκεκριμένα. Θα πούνε: «Τα φώτα υπηρέτησαν την παράσταση» ή: «Ήταν λειτουργικά» ή: «Συνεισφέρανε στο σύνολο» ή: «Ήτανε ατμοσφαιρικά». Δηλαδή, συνήθως, λένε: «Τα φώτα ήταν ατμοσφαιρικά», το οποίο είναι πολύ γενικό. Αλλά, πραγματικά, δεν υπάρχουν πολλές λέξεις για να περιγράψεις το φως. Τι να πεις για τους φωτισμούς, όταν είναι κάτι το οποίο γίνεται υποσυνείδητα και δεν προλαβαίνεις να το παρατηρήσεις; Γιατί, η αλήθεια είναι, την ώρα που βλέπεις την [01:10:00]παράσταση, εσύ κοιτάς τους ηθοποιούς, γιατί αυτό έχεις μάθει, να κοιτάς τον άνθρωπο, δεν έχεις μάθει να παρακολουθείς, ας πούμε, τις φωτιστικές αλλαγές. Κι ούτε τις νιώθεις απαραίτητα, δηλαδή συμβαίνουνε ερήμην σου αυτά τα πράγματα και απλά σε επηρεάζουν. Οπότε, ναι, λες απλά: «Τα φώτα ήταν ατμοσφαιρικά». Πολύ σπάνια, δηλαδή, κάποιος σε κριτική θα γράψει –συνήθως, δεν γράφουν τίποτα για τους φωτισμούς–, αλλά πολύ σπάνια κάποιος θα γράψει κάτι και θα πεις: «Αυτός, πραγματικά, το πρόσεξε!» Όπως πρόσφατα, ας πούμε, τώρα, για τα «Φώτα της πόλης», εμείς αυτό που συζητούσαμε με την Amalia Bennett, τη σκηνοθέτη, ήταν ότι θέλουμε οι φωτισμοί –επειδή είχε πολύ πληροφορία πάνω στη σκηνή, γινόντουσαν πολλά πράγματα ταυτόχρονα, πολύς κόσμος, πολλά σκηνικά– και είπαμε, οι φωτισμοί θέλουμε να λειτουργούν σαν την κάμερα, να δείχνουν στον θεατή πού πρέπει να κοιτάξει την κάθε στιγμή. Και υπήρξε κριτική που έγραψε αυτό ακριβώς, ότι: «Οι φωτισμοί γεμίζουν πολύ ωραία τη σκηνή και λειτουργούν σαν την κάμερα, σου δείχνουν πού πρέπει να κοιτάξεις». Και λέω, είναι σαν κάποιος να μας κρυφάκουγε, στην πραγματικότητα. Λοιπόν, αυτό ήταν μία τρελή επιτυχία, εννοείται. Δηλαδή αυτό, όντως, χάρηκα πολύ που άλλος κατάλαβε αυτή τη λειτουργία της κάμερας και το έγραψε ακριβώς όπως το είχαμε συζητήσει με την Amalia. Αλλά αυτό συμβαίνει μία στο εκατομμύριο, δεν είναι, τώρα, καθημερινό φαινόμενο.
Πόσες παραστάσεις έχεις φωτίσει μέχρι τώρα περίπου;
Μέχρι τώρα, περίπου διακόσιες πενήντα.
Και έχεις αγαπημένες δουλειές ή στιγμές που θυμάσαι; Λόγω αποτελέσματος, λόγω συνεργασίας, δεν ξέρω.
Έχω, ναι, έχω αρκετές αγαπημένες στιγμές. Και συνήθως, οι περισσότερες αγαπημένες στιγμές έχουν να κάνουν με αγαπημένους συνεργάτες, με ανθρώπους. Δηλαδή, υπάρχουν παραστάσεις οι οποίες μπορεί να ήταν εξαιρετικές σαν αποτέλεσμα, αλλά μου έχουν αφήσει αρνητικό αποτύπωμα, οπότε δεν είναι αυτά που θέλω να σκέφτομαι. Δηλαδή, υπάρχουν δουλειές που ήταν σε πολύ ωραίους χώρους. Ας πούμε, μία πολύ αγαπημένη δουλειά ήταν με τον Γιώργο τον Σαχίνη στο φράγμα του Μαραθώνα το 2012, γιατί ήταν μία εξαιρετική δουλειά στο φράγμα του Μαραθώνα. Ήταν ένα μοναδικό τοπίο, ήμασταν κάτω απ’ το φράγμα, εκεί που είναι ο ναός, και κάνανε ένα θέαμα για την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος με αναρριχητές που κατέβαιναν το φράγμα. Εντάξει, αυτό ήταν μία μοναδική εμπειρία, δεν σου τυχαίνει κάθε μέρα να κάνεις παράσταση σε φράγμα. Δηλαδή, συνδέεται λίγο και με τους τόπους, όταν κάνεις κάτι διαφορετικό, κάτι περίεργο. Εξαιρετική, επίσης, συνεργασία, πολύ αγαπημένη δουλειά, ήταν με τον Θάνο τον Παπακωνσταντίνου, η «Ηλέκτρα», στην Επίδαυρο το 2018, που είχε γίνει μία αριστουργηματική παράσταση, είχανε κολλήσει όλα τόσο καλά μεταξύ τους, τα υλικά και το σκηνογραφικό κομμάτι, που είχε κάνει η Νίκη η Ψυχογιού, και τα εξαιρετικά κοστούμια –κάτι υπέροχα λευκά φορέματα. Ήταν όλο πάρα πολύ λευκό, δηλαδή αυτό θέλαμε να βγει πάρα πολύ καθαρό άσπρο. Και είχε βγει, πραγματικά, πολύ καθαρό άσπρο και συμπαγές και πολύ σωστά δομημένο. Και επίσης, αυτή είναι μία παράσταση την οποία… τότε η μικρή μου ήταν σχεδόν τριών χρονών και την είχα πάρει μαζί μου στην Επίδαυρο. Την πρώτη μέρα, λοιπόν, την είχε κρατήσει ο μπαμπάς της, γιατί ήταν μαζί μας στην Επίδαυρο, τη δεύτερη παράσταση, το Σάββατο, δεν μπορούσε να είναι μαζί μας και την πήρα μαζί μου στο θέατρο. Και ακόμα, τώρα, προσφάτως, μου έλεγε: «Μαμά, θυμάσαι αυτά τα κορίτσια με τα λευκά φορέματα που τραγουδούσαν υπέροχα;» Γιατί την είχα πάει και στο φωνητικό ζέσταμα, στα καμαρίνια, και εκείνη θυμάται ακόμα –που ήταν και σε μικρή ηλικία– «τα κορίτσια με τα λευκά φορέματα που τραγουδούσαν πολύ ωραία». Η οποία, πραγματικά, είχε εξαιρετική μουσική του Δημήτρη Σκύλλα, αντίστοιχα. Δηλαδή, ήταν μία παράσταση-σταθμός θεωρώ. Για μένα, προσωπικά –δεν ξέρω για το παγκόσμιο θέατρο–, αλλά για μένα, προσωπικά, ήταν μία παράσταση-σταθμός. Άλλη παράσταση αγαπημένη πάλι, ήταν η «Αποκάλυψη», πάλι με τον Θάνο Παπακωνσταντίνου, στη Στέγη, που επίσης είχε δουλευτεί πολύ. Είχε βγει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Με ένα χρυσό πάτωμα –δηλαδή, ήταν πολύ δύσκολο το σκηνικό. Αλλά είχε βγει σαν αγιογραφία. Δηλαδή, πιστεύω ότι είχαμε πετύχει το εικαστικό ζητούμενο. Εξαιρετικές παραστάσεις, επίσης –πάλι θέμα συνεργασίας, όμως, είναι– δηλαδή, με την Κατερίνα τη Γιαννοπούλου, που κάναμε τη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια» στο Φεστιβάλ, που ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο θέμα. Και πάλι δουλεύτηκε, έτσι, με πολλή αγάπη και από μέσα και με εξαιρετική συνεργασία με τους ηθοποιούς και μία δύσκολη παράσταση, γιατί είχε ζωντανή κάμερα επί σκηνής. Αλλά και η συνεργασία με τον Γιώργο τον Κυβερνήτη, ο όποιος έκανε την κάμερα, ήταν πάλι εξαιρετική. Δηλαδή, συνεργαστήκαμε πάρα πολύ στενά για να βγει αυτό το αποτέλεσμα. Επομένως, είναι όλα θέμα συνεργασίας θεωρώ, δεν είναι… Ωραίες παραστάσεις γίνονται, σαν εικαστικά αποτελέσματα, αλλά εμείς, από μέσα, για να τις διατηρήσουμε στη μνήμη μας, πρέπει να έχουνε και κάτι παραπάνω από αυτό, να μην είναι απλά ένα ωραίο εικαστικό αποτέλεσμα, μία ωραία εικόνα. Δεν αρκεί, δηλαδή, η ωραία εικόνα. Εμάς μας μένει άλλο… Για να τη θυμάμαι, πρέπει να έχω περάσει καλά.
Είπες για τους χώρους τώρα, επειδή ανέφερες και την Επίδαυρο. Επηρεάζεσαι από τον χώρο που θα φωτίσεις; Δηλαδή, φαντάζομαι είναι άλλο να φωτίζεις ένα blackbox και άλλο την Επίδαυρο.-
Ε, ναι είναι άλλο.-
Πώς ένιωσες, ας πούμε, όταν πήγες στην Επίδαυρο, ήξερες ότι θα φωτίσεις εκεί;
Η Επίδαυρος είναι για εμάς, τους… –νομίζω για το παγκόσμιο θέατρο, αλλά κυρίως για τους Έλληνες, είναι ένας βωμός, είναι ένας ιερός χώρος. Και επίσης, είναι ένας χώρος τεραστίων διαστάσεων. Δηλαδή, η τελευταία σειρά θεατών είναι κοντά στα ενενήντα μέτρα από τη σκηνή, που είναι τεράστια απόσταση. Τα φώτα πρέπει να διανύσουν μία τεράστια απόσταση για να φτάσουν στη σκηνή, έχει αυτό το υπέροχο τοπίο, το οποίο σου προκαλεί δέος, επομένως όλα αυτά πρέπει να τα λάβεις υπόψιν σου. Και επίσης, είναι πάρα πολύ… Οι παραστάσεις στην Επίδαυρο, όταν ξεκινάνε, ακόμα δεν έχει νυχτώσει, είναι ακόμα μέρα. Οπότε, είναι πάρα πολύ δύσκολο να τραβήξεις το μάτι του θεατή από αυτό το τοπίο, που βλέπει τη δύση πίσω απ’ τα βουνά και τα δέντρα, και εσύ να τραβήξεις το μάτι του –που η φυσική του τάση, έτσι όπως κάθεται στο κοίλον, είναι να κοιτάει το ηλιοβασίλεμα. Εσύ, λοιπόν, πρέπει να τραβήξεις το μάτι του στη σκηνή, στην ορχήστρα. Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο, δεν είναι εύκολο. Και για αυτούς που είναι πάνω στη σκηνή, αλλά και για όλους τους υπόλοιπους, που είμαστε γύρω και προσπαθούμε να το υποστηρίξουμε αυτό, ας πούμε, και να τραβήξουμε το βλέμμα. Και επίσης, είναι ένας χώρος ο οποίος πρέπει να είσαι πολύ σίγουρος για αυτό που κάνεις, γιατί οποιαδήποτε αλλαγή θες να κάνεις τελευταία στιγμή, δεν υπάρχει χρόνος. Θα πας… Δευτέρα μπαίνεις στην Επίδαυρο και την Παρασκευή έχει παράσταση. Επίσης, δεν υπάρχει και χρόνος. Δηλαδή, εννιά η ώρα νυχτώνει, εννιάμισι, και μπορείς να δουλέψεις μέχρι τις τέσσερις η ώρα το πρωί –γιατί υπάρχει και ένα πρόγραμμα, προφανώς, δεν μπορείς να δουλεύεις μέχρι τις πεντέμισι η ώρα, οι άνθρωποι έχουν ωράρια όταν δουλεύουν. Άρα, έχεις οχτώ ώρες, νύχτα, κάθε βράδυ. Έχεις τέσσερα βραδιά, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, 4x8=32 –έχεις τριάντα δύο ώρες στην πραγματικότητα, για να παραδώσεις φωτισμούς που θα τους δει εννιά χιλιάδες κόσμος. Δηλαδή, είναι πολύ πιεσμένα όλα, τα ωράρια, οι χρόνοι, το γεγονός ότι δεν έχεις… τα φώτα είναι σε πολύ συγκεκριμένες θέσεις που μπορούν να μπουν και μπορείς να κάνεις πολύ λίγες προσθήκες. Η Επίδαυρος, επίσης, είναι ένας αρχαιολογικός χώρος, δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, υπάρχουν κάποιοι αρχαιολόγοι οι οποίοι εγκρίνουν ή όχι αυτά που προτείνεις. Δηλαδή, δεν μπορείς να βάλεις φώτα σίδερα και να τα ακουμπήσεις πάνω στα αρχαία, γιατί αυτά θα φθείρουν τα αρχαία. Οπότε, θεωρώ ότι έχεις μία μεγάλη ευθύνη όποτε πηγαίνεις εκεί, πολύ μεγαλύτερη από οποιοδήποτε άλλο θέατρο. Και επίσης, θεωρώ ότι γίνονται πολλές παραστάσεις στην Επίδαυρο, δηλαδή νομίζω ότι η Επίδαυρος πρέπει να ξεκουραστεί και λίγο. Δέχεται πάρα πολύ κόσμο πλέον και, δηλαδή, είναι κακό και για το μνημείο. Το μνημείο έχει αντέξει πολλά χιλιάδες χρόνια. Δηλαδή, νομίζω ότι κι εμείς το επιβαρύνουμε πάρα πολύ τώρα, με τέτοια χρήση που του κάνουμε. Δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό. Δηλαδή, δεν ξέρω πόσο θα αντέξει. Εντάξει, φαντάζομαι ότι οι αρχαιολόγοι ξέρουν λίγο παραπάνω από μας και το φροντίζουν αυτό, αλλά έχεις την αίσθηση, ξαφνικά, ότι έχουν γίνει πολλά πράγματα ήδη στην Επίδαυρο και ότι δεν προτείνεται κάτι καινούριο. Όχι ότι είναι απαραίτητο κάθε παράσταση να προτείνει κάτι καινούριο. Αλλά, δεν ξέρω, θεωρώ ότι αυτοί οι χώροι, για να τους χρησιμοποιείς, πρέπει να έχεις κάτι καινούριο να πεις, για να πας εκεί.
Ασχολείσαι αποκλειστικά με το θέατρο, με τον σχεδιασμό; Έχει τύχει να φωτίσεις κάτι εκτός, ας πούμε, θεατρικής πράξης; Ή έχεις σκεφτεί ποτέ –δεν ξέρω– να ασχοληθείς με το σινεμά, με κάτι άλλο;
Με το σινεμά δεν μπορώ να ασχοληθώ, γιατί είναι μία άλλη δουλειά. Δηλαδή, δεν έχω γνώση από κάμερες, από… δεν έχω γνώση από κάμερες αυτή τη στιγμή. Εντάξει, παλιότερα θα έλεγα και φιλμ και τα λοιπά, τώρα είναι ψηφιακή κάμερα, η οποία είναι ένας άλλος τρόπος, είναι ένα άλλο μάτι. Δηλαδή, ξέρω τι βλέπει το ανθρώπινο μάτι, το δικό μου, αλλά δεν ξέρω τι βλέπει το μάτι της κάμερας. Αυτό είναι μία τεχνική, προφανώς, η οποία διδάσκεται, δεν είναι κάτι το οποίο δεν διδάσκεται, απλά εγώ δεν έτυχε να το μάθω ποτέ. Τώρα δεν θεωρώ ότι υπάρχει χρόνος για να μάθω κάτι τέτοιο. Και εμένα μου αρέσει το θέατρο, μου αρέσει το ζωντανό. Δηλαδή, δεν είναι ότι ένιωσα και ποτέ την ανάγκη να κάνω κινηματογράφο και δεν έκανα. Μου αρέσει το ζωντανό. Εντάξει, κάνω και παραστάσεις χορού επίσης, που είναι πάλι κάτι ζωντανό. Μου αρέσουν και οι παραστάσεις χορού. Κάνω –έχει τύχει να κάνω– και κάποια λίγα αρχιτεκτονικά, αλλά χωρίς να είναι, όμως, αυτό το βασικό μου… [01:20:00]Δηλαδή, μου αρέσει το θέατρο, ξεκάθαρα. Δηλαδή, αν μου λέγανε: «Τι θέλεις να κάνεις;» θα έλεγα: «Θέατρο». Αν μου λέγανε: «Πρέπει να επιλέξεις κάτι απ’ όλα αυτά», θα έλεγα: «Θέατρο. Τίποτα άλλο».
Με τη φωτογραφία ασχολείσαι, έτσι, ερασιτεχνικά, ακόμα;
Όχι, δυστυχώς, δεν προλαβαίνω. Δεν προλαβαίνω και πλέον δεν έχω παρακολουθήσει και την τεχνολογία πώς έχει προχωρήσει, γιατί όταν έκανα εγώ φωτογραφία, ήμασταν στο αναλογικό, ήμασταν με φιλμ, εμφανίζαμε με χημικά σε σκοτεινούς θαλάμους. Έκανα την απόπειρα, πήρα μία ψηφιακή μηχανή κάποια στιγμή, όταν βγήκαν, αλλά δεν την έμαθα ποτέ.
Τι έχεις μάθει, λοιπόν, μέσα από τη δουλειά σου για τον εαυτό σου, γενικά; Τι αποτύπωμα έχει αφήσει όλη αυτή η εμπειρία;
Έχω μάθει ότι όλα γίνονται, υπάρχουν λύσεις για όλα. Ότι θέλει ευελιξία, θέλει μία ευπροσαρμοστικότητα, λίγο να βλέπεις τις συνθήκες και να προσαρμόζεσαι. Δηλαδή, πραγματικά, δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάτι που δεν γίνεται. Ίσως να μη γίνεται ακριβώς με τον τρόπο που το φανταζόμαστε ή ακριβώς με τον τρόπο που το θέλουμε ή μπορεί να μη γίνονται τα πράγματα ακριβώς με τη σειρά που τα θέλουμε, αλλά τελικά δεν έχει και τόση σημασία. Δηλαδή, μερικές φορές, είναι ωραίο να μετακινηθείς κι εσύ λίγο και να ανακαλύψεις και καινούρια πράγματα. Δηλαδή, τα απρόοπτα και οι εκπλήξεις, μερικές φορές, σου φέρνουνε νέα πράγματα, νέες ιδέες και είναι καλύτερες επιλογές, τελικά, από αυτό που φανταζόσουν εσύ. Οπότε, πρέπει να είσαι λίγο ανοιχτός στις προκλήσεις και στις προσκλήσεις. Μερικές φορές, είναι μία πρόσκληση αυτό, που έρχεται από εξωτερικούς παράγοντες, που εσύ δεν το καταλαβαίνεις. Οπότε, έχω μάθει λίγο αυτό, να είμαι –να προσπαθώ, τέλος πάντων, δεν ξέρω αν το καταφέρνω πάντα– να είμαι αλερτ, να είμαι σε μία ετοιμότητα να βλέπω την κατάσταση και να την κρίνω λίγο πιο αντικειμενικά, να ξεχνάω λίγο τον εγωισμό μου. Γιατί, συνήθως, όταν εμμένεις σε μία επιλογή, εμμένεις από εγωιστικούς λόγους ή εμμένεις γιατί είναι η ασφάλειά σου. Προσπαθώ, λοιπόν, να το τραβάω λίγο, να το κρατάω λίγο αυτό και να λέω: «Για κάτσε να δούμε τώρα. Σου προτείνει κάτι άλλο, ας πούμε, αυτή η συνθήκη. Μήπως πρέπει να το δοκιμάσεις; Μήπως πρέπει να το προσπαθήσεις έστω, σε πρώτη φάση. Δεν είναι απαραίτητο να δεσμευτείς, αλλά μήπως πρέπει να προσπαθήσεις να δεις και μία άλλη ιδέα, μία άλλη επιλογή;» Οπότε, νομίζω, τελικά, αυτή η δουλειά με έχει κάνει πιο ευέλικτη, γενικά, σαν άνθρωπο. Δηλαδή, θεωρώ ότι δεν ήμουν τόσο ευέλικτη σαν προσωπικότητα και νομίζω ότι με έχει αλλάξει αυτή η δουλειά, προς το καλό. Και με έχει διαπαιδαγωγήσει, δηλαδή όλο αυτό το ομαδικό πνεύμα, το συνεργατικό του θεάτρου, νομίζω ότι τελικά διαπαιδαγωγήθηκα εγώ μες στο θέατρο, μου έκανε καλό το θέατρο, σαν άνθρωπο.
Έχεις εκδώσει ένα βιβλίο. Θες να μας πεις για αυτό;
Να σας πω, βεβαίως, για το βιβλίο. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε λόγω της καραντίνας. Ήτανε, αυτό που λέμε, για τις συνθήκες, να εκμεταλλευτούμε τις συνθήκες. Υπήρχε, λοιπόν, αυτό το διάστημα της καραντίνας. Εγώ, προ καραντίνας, έκανα σεμινάρια σε διάφορους χώρους και πάντα το θέμα που υπήρχε ήταν ότι μου λέγανε οι μαθητές: «Υπάρχει κάποιο βιβλίο να διαβάσουμε;» Και τους έλεγα: «Δυστυχώς, όχι, δεν υπάρχει ελληνική βιβλιογραφία. Υπάρχουν αγγλικά βιβλία πάρα πολλά, υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία και στα αγγλικά και στα γαλλικά αντίστοιχα. Δυστυχώς, στα ελληνικά, παιδιά, δεν έχω κανένα βιβλίο να σας προτείνω». Έγραφα εγώ κάποιες λίγες σημειώσεις, κάποια βασικά πράγματα από δικά μου βιβλία που είχα, που θεωρούσα ότι αυτά είναι, ας πούμε, τα sos, ότι: «Αυτά πρέπει να σας τα δώσω γραμμένα», αλλά ήταν πολύ λίγα. Μες στην καραντίνα, λοιπόν, λέω: «Μήπως να γράψω ένα βιβλίο; Δηλαδή, αφού δεν έγινα συγγραφέας τότε, μήπως ήρθε η ευκαιρία να γίνω συγγραφέας βιβλίου φωτισμού;» Και ξεκίνησα, έτσι, σιγά σιγά, να κάνω μία δομή. Μίλησα, λοιπόν, και με κάποιους ανθρώπους, συζητήσαμε τη δομή. Αρχίσαμε από τη δομή, βασικά, δηλαδή, το βιβλίο, τι να περιέχει ένα βιβλίο φωτισμού. Και με τη λογική ότι δεν έχει ξαναγραφτεί τέτοιο βιβλίο φωτισμού στα ελληνικά. Επομένως, σίγουρα, υπήρχε τεράστια… θα μπορούσα να γράψω πέντε τόμους. Όμως, η λογική ήταν να γραφτεί ένα πρώτο βιβλίο-εγχειρίδιο, ως βιβλίο αναφοράς. Δηλαδή, να μπορεί κάποιος να το διαβάσει, να έχει μία έκταση όχι πάνω από διακόσιες σελίδες –δηλαδή, υπήρχαν συγκεκριμένοι στόχοι. Να μην ξεπεράσουμε τις διακόσιες σελίδες, ούτως ώστε ο άλλος να το δει και να πει: «Ωραία, θα το πάρω και μπορεί να το διαβάσω». Γιατί αν δεις ένα βιβλίο οχτακόσιες σελίδες για φωτισμούς, το πιο πιθανό είναι ότι θα πεις: «Αποκλείεται να το διαβάσω!» Επομένως, ας ξεκινήσουμε –σκέφτηκα– από ένα μικρό βιβλίο, που θα το πάρει να το διαβάσει ο οποιοσδήποτε, και μετά, από κει και πέρα, όποιον τον ενδιαφέρουν πραγματικά τα φώτα, καταρχήν, θα στραφεί στην αγγλική βιβλιογραφία. Σημαίνει ότι πραγματικά θέλει να ασχοληθεί. Οπότε, λίγο ξεκίνησα να βρίσκω τα κεφαλαία και τι θέλω να βάλω μέσα σε αυτό το βιβλίο. Ήθελα να υπάρχει κάποια θεωρία, αλλά να μην είναι μόνο θεωρία. Ήθελα να παρουσιάσω μελέτες περίπτωσης, δηλαδή case studies, γιατί θεωρώ ότι με παραδείγματα μαθαίνεις πιο εύκολα. Ήθελα να βάλω και κάποια πιο τεχνικά πράγματα, γιατί είναι και τεχνικό, έπρεπε να μιλήσω για εξοπλισμό, αλλά να μιλήσω για τον σύγχρονο εξοπλισμό, τώρα, όχι να κάνω αναδρομή στην ιστορία του φωτισμού και τι γινόταν την εποχή του γκαζιού και του λαδιού. Οπότε, κάπως έτσι, διαπραγματευτήκαμε αρκετά, μαζί με μία φίλη –εκείνη που πήγα και στη φωτογραφία τότε, την Αλεξία Γεωργοπούλου, η οποία ήταν σύμβουλος και στο βιβλίο στην αρχή. Συζητήσαμε, λοιπόν, αρκετά τα κεφάλαια και τη σειρά των κεφαλαίων, γιατί έχει σημασία πώς διαβάζεις ένα βιβλίο, με τι σειρά. Δηλαδή, σκέφτηκα ότι είναι ένα βιβλίο για έναν αρχάριο, που δεν ξέρει τίποτα για τα φώτα, δεν είναι ένα βιβλίο για κάποιον που έχει κάνει διακόσιες πενήντα παραστάσεις φωτισμών. Και κάπως έτσι, ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο. Γράφτηκε, λοιπόν, το βιβλίο, διαβάστηκε από κάποιους ανθρώπους, μου είπαν ότι είναι πολύ ωραίο, υπήρξαν κάποιες συζητήσεις, διορθώσεις και μετά πέρασε στη δεύτερη φάση, που έπρεπε να εκδοθεί το βιβλίο. Εκεί, ξεκίνησε μία καινούρια περιπέτεια. Αυτό, ήτανε μία νέα πρόκληση. Μίλησα με κάποιους εκδότες. Δυστυχώς, δεν κατάφερα –«δυστυχώς», λέω, δεν είναι «δυστυχώς»– δεν κατάφερα να βρω κάποιον εκδότη, γιατί υπήρχαν διάφορα θέματα. Είναι ένα βιβλίο το οποίο έχει πολύ ειδικό κοινό. Δηλαδή, δεν είναι ο «Harry Potter», που θα πουλήσει τριακόσιες χιλιάδες αντίτυπα. Άρα, δεν έχει φοβερό εμπορικό κέρδος και οι εκδότες, καλώς ή κακώς, είναι κι αυτοί επαγγελματίες άνθρωποι, κάνουν μία δουλειά, κάνουν αυτήν τη δουλειά για να βγάζουν λεφτά και να ζουν τις οικογένειές τους αντίστοιχα. Επομένως, δεν είχε εμπορικό ενδιαφέρον το βιβλίο για τους εκδότες ή δεν ταίριαζε στο πρόγραμμα των εκδόσεών τους, οι οποίοι έχουν ένα πρόγραμμα, ας πούμε, και σου λένε: «Φέτος θα αφιερώσουμε τη χρονιά –ας πούμε– στον Ιάκωβο Καμπανέλλη, που είναι το “έτος Καμπανέλλη”» –λέω εγώ τώρα, ένα τυχαίο παράδειγμα. Επομένως, δεν μπορούσες να μπεις στην ατζέντα, δεν είχε εμπορικό ενδιαφέρον, ήταν μία ακριβή έκδοση, γιατί εγώ ήθελα να έχει πολλές έγχρωμες φωτογραφίες μέσα. Δεν ήθελα, δηλαδή, να βάλω ασπρόμαυρη φωτογραφία το 2021, που βγήκε το βιβλίο, σε ένα βιβλίο φωτισμού. Αν και έπεσε κι αυτή η ιδέα, αλλά είπα: «Δεν θέλω». Έπεσε η ιδέα από εκδότη- [ΔΙΑΚΟΠΗ]- το ήθελα, γιατί δεν θεωρώ ότι είναι εύκολο να πηγαίνεις μπρος-πίσω και να ψάχνεις κάτι. Δεν ξέρεις καν τι είναι αυτό που ψάχνεις, οπότε πώς ξέρεις τι να κοιτάξεις, όταν στη σελίδα 180 έχει δέκα φωτογραφίες, εσύ πώς ξέρεις ποια απ’ όλες πρέπει να κοιτάξεις; Ήθελα να είναι φιλικό, δηλαδή, για τον χρήστη το βιβλίο. Και πήρα την απόφαση να το εκδώσω μόνη μου. Και βρήκα τυπογραφείο –ξεκίνησε μετά όλη αυτή η διαδικασία. Η επιλογή χαρτιών, να επιλέξω το χαρτί, να βρω τον γραφίστα να κάνει τη σελιδοποίηση, να πηγαινοέρχεται το κείμενο μπρος-πίσω και να κάνω διορθώσεις με τον γραφίστα και να μου το ξαναστέλνει, να του το ξαναστέλνω. Ήταν μία περιπέτεια κι αυτή, αλλά εντάξει, είχε ενδιαφέρον. Και βρήκε και συμμάχους αυτή η περιπέτεια, δηλαδή είναι αυτό, ότι δεν τα παράτησα, δεν είπα: «Εντάξει, δεν βρίσκω εκδότη, θα τα παρατήσω». Η άλλη επιλογή ήταν να το ανεβάσω στο ίντερνετ τζάμπα το βιβλίο και να υπάρχει ένα pdf κάπου. Αλλά ήθελα να είναι βιβλίο, ήθελα να είναι χειροπιαστό. Δηλαδή, δεν θεωρώ ότι το διάβασμα στην οθόνη είναι το ίδιο με το διάβασμα ενός βιβλίου. Καταρχήν, στο βιβλίο σημειώνεις. Δηλαδή, εμένα, όλα τα βιβλία που έχω, φωτισμού, από την Αγγλία, τα πρώτα που είχα πάρει, έχουν πάνω σημειώσεις, ερωτήσεις, αστεράκια, υπογραμμίσεις. Δηλαδή, θεωρώ ότι αυτό είναι μία διαδικασία η οποία σε βοηθάει, τελικά, να καταλάβεις και να διαβάσεις σωστά και να μπορείς μετά να ανατρέξεις σε αυτό. Επομένως, ήθελα να είναι χειρόγραφο, πραγματικά, να είναι ένα χαρτί, αντίστοιχα, που ο άλλος να μπορεί να σημειώσει, να μη φοβάται μην το σκίσει με το μολύβι του –άρα, έπρεπε να έχει ένα πάχος το χαρτί. Και μετά, τελικά, βρήκα και σύμμαχο, αναζήτησα εταιρείες να κάνουν χορηγία τα έξοδα του βιβλίου. Και απευθύνθηκα σε διάφορες εταιρείες. Κάποιες το αρνήθηκαν, προφανώς, γιατί δεν ήταν μέσα στο μπάτζετ τους κάτι τέτοιο, η κοινωνική ευθύνη. Υπάρχουν, δηλαδή, διάφορα, κοινωνική ευθύνη, που λένε, ή για διαφήμιση, για μάρκετινγκ το κάνουν άλλες εταιρείες. Μία εταιρεία, όμως, η ETC, ας πούμε, δέχθηκε να μου ανοίξει την ψηφιακή βιβλιοθήκη της. Η ETC είναι μία εταιρεία η οποία παράγει φώτα, είναι παραγωγός φώτων. Και μου είπε: «Πάρτε τη βιβλιοθήκη μας και χρησιμοποιήστε οποία φωτογραφία θέλετε». Το οποίο, ήδη, αυτό είναι τεράστιο κέρδος, γιατί εμένα με γλύτωσε από το να μη χρειάζεται να φωτογραφίσω εξοπλισμό –που δεν είμαι και φωτογράφος και δεν έχω και όλο τον εξοπλισμό, τις τελευταίες τεχνολογίες, που θέλω να φωτογραφίσω. Η ETC, λοιπόν, μου άνοιξε την ψηφιακή βιβλιοθήκη της, ένα αρχείο σαράντα χιλιάδων φωτογραφιών, και μου είπε: «Πάρτε ό,τι θέλετε». Και μία άλλη εταιρεία, η Robe, μου έδωσε, πραγματικά, ένα χρηματικό ποσό για να βοηθήσει στην έκδοση του βιβλίου. Οπότε, ψάχνοντας βρήκα συμμάχους σε αυτό. Το οποίο, αν με ρωτούσες πριν τη συγγραφή του βιβλίου, θα έλεγα: «Εντάξει,[01:30:00] δεν γίνεται μάλλον». Αλλά, τελικά, στην πορεία, κάπως πείσμωσα κι εγώ. Και λέω: «Θα το κάνω, θα ψάξω, αφού έφτασα μέχρι εδώ τώρα, εντάξει, θα βρω κάποιον να με βοηθήσει, δεν μπορεί!»
Πολύ ωραία. Υπάρχει κάτι που θες να προσθέσεις; Κάτι που δεν έχουμε πει; Πώς σου φάνηκε τώρα, που τα είπες όλα αυτά;
Πώς μου φάνηκε… Ναι, μου φάνηκε σαν να είμαι μία γιαγιάκα και λέει την ιστορία της. Πώς μου φάνηκε. Δεν ξέρω πώς μου φάνηκε. Ωραία είναι να τα λες όλα αυτά. Αν φανούνε χρήσιμα και σε κάποιον. Δεν ξέρω τι μπορεί να φανεί χρήσιμο, αλλά…
Τι ονειρεύεσαι για το μέλλον;
Για το μέλλον ονειρεύομαι να πάνε όλα καλά σε αυτόν τον πλανήτη και να συνεχίσουμε να ζούμε αρμονικά και ωραία με τη φύση και να μην ταλαιπωριόμαστε, ούτε εμείς ούτε τα παιδάκια μας. Αυτό θέλω. Να συνεχίσουμε να κάνουμε και θέατρο, προφανώς, αλλά να το κάνουμε με ωραίες συνθήκες, ανθρώπινα. Είμαστε σε μία περίοδο, τώρα, που βγαίνουμε από το κακοποιητικό θέατρο προηγούμενων εποχών, με τον σκηνοθέτη-τύραννο, με τους ηθοποιούς-ανδρείκελα, ας πούμε, που πρέπει απλά να κάνουν αυτό που τους λένε. Δηλαδή, νομίζω ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Οι νέες γενιές, σίγουρα, διδάσκονται καλύτερα θέατρο απ’ ό,τι διδασκόντουσαν οι παλιές, γιατί υπάρχουν πλέον και αυτοί να το διδάξουν. Δηλαδή, πλέον υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν πραγματικά να διδάξουν θέατρο, δεν είναι κάποιοι που βρέθηκαν τυχαία να κάνουν θέατρο και είχαν ταλέντο. Γιατί, δυστυχώς, το ταλέντο δεν αρκεί για τη διδασκαλία, δηλαδή δεν αρκεί να είσαι καλός για να διδάξεις. Εσύ μπορεί να είσαι καλός, αλλά να μην έχεις καμία παιδαγωγική μέθοδο και καμία δυνατότητα να μεταγγίσεις, ας πούμε, και να μεταδώσεις, να μεταλαμπαδεύσεις αυτό που έχεις μέσα σου, να μην ξέρεις ποιες είναι οι λέξεις. Και η νοοτροπία, αντίστοιχα. Δηλαδή, ακριβώς, έχουμε φύγει κι από την εποχή του δασκάλου-δικτάτορα και του παιδιού που μαθαίνει. Είναι όλα πιο συνεργατικά, και η εκπαίδευση είναι πιο συνεργατική και πλέον το λένε κιόλας, δηλαδή έχουν διατυπωθεί θεωρίες για τη συνεργατική εκπαίδευση. Και το θέατρο έχει γίνει πιο συνεργατικό, οπότε νομίζω ότι όλοι μπορούμε να επωφεληθούμε από αυτό και να πάει και το θέατρο παραπέρα. Δηλαδή, αυτό θα πάει το θέατρο παραπέρα τελικά, το να συνεργαζόμαστε καλά μεταξύ μας.
Πολύ ωραία. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Παρακαλώ. Εγώ ευχαριστώ.
Φωτογραφίες

Χριστίνα Θανάσουλα
Φωτισμοί για την παράσταση «Οι Δίκαιοι» το ...

Χριστίνα Θανάσουλα
Το βιβλίο της αφηγήτριας - Φωτογραφία της ...

Χριστίνα Θανάσουλα
Από την παρουσίαση του βιβλίου της - Φωτογ ...

Χριστίνα Θανάσουλα
Φωτισμοί για την παράσταση του Εθνικού Θεά ...

Χριστίνα Θανάσουλα
Φωτισμοί για την παράσταση του Εθνικού Θεά ...

Χριστίνα Θανάσουλα
Φωτισμοί για την παράσταση του Εθνικού Θεά ...

Χριστίνα Θανάσουλα
Φωτισμοί για την παράσταση «Πονηρό Πνεύμα» ...

Χριστίνα Θανάσουλα
Φωτισμοί για την παράσταση «Ηλέκτρα» του Σ ...

Χριστίνα Θανάσουλα
Φωτισμοί για την παράσταση «Οι Δίκαιοι» το ...
Περίληψη
Η Χριστίνα Θανάσουλα σπούδασε στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Royal Central School of Speech and Drama στο Λονδίνο, πάνω στον σχεδιασμό φωτισμών. Στην αφήγησή της, περιγράφει τα φοιτητικά της χρόνια, τη διαδρομή που έκανε μέχρι να καταλήξει στον σχεδιασμό φωτισμών, τη μέχρι τώρα επαγγελματική της πορεία, καθώς και τα χαρακτηριστικά και τη φύση του επαγγέλματός της.
Αφηγητές/τριες
Μαρία-Χριστίνα Θανάσουλα
Ερευνητές/τριες
Άννα Κλάδη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/12/2022
Διάρκεια
92'
Περίληψη
Η Χριστίνα Θανάσουλα σπούδασε στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Royal Central School of Speech and Drama στο Λονδίνο, πάνω στον σχεδιασμό φωτισμών. Στην αφήγησή της, περιγράφει τα φοιτητικά της χρόνια, τη διαδρομή που έκανε μέχρι να καταλήξει στον σχεδιασμό φωτισμών, τη μέχρι τώρα επαγγελματική της πορεία, καθώς και τα χαρακτηριστικά και τη φύση του επαγγέλματός της.
Αφηγητές/τριες
Μαρία-Χριστίνα Θανάσουλα
Ερευνητές/τριες
Άννα Κλάδη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/12/2022
Διάρκεια
92'