Ένας «νόμιμος» γκραφιτάς δημιουργεί τέχνη στο αστικό τοπίο
Ενότητα 1
Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια και τα πρώτα ερεθίσματα
00:00:00 - 00:12:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα, θες να μας πεις τ’ όνομά σου; Καλημέρα! Είμαι ο Μανώλης Ηλιόπουλος και το ψευδώνυμό μου σαν graffiti writer είναι RTM One. Πολ…ούνται με graffiti, ε, είναι κάτι μέτριο!». Πω! Ξενέρωσα λίγο, αλλά δεν του ’πα: «Πάνο, εγώ το ’χω κάνει!», αλλά απορώ πώς δεν το κατάλαβε!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το πρώτο graffiti, το hip hop και το crew στο Ναύπλιο
00:12:42 - 00:41:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Οπότε ήταν η επόμενη ερώτησή μου να σε ρωτήσω αν ανήκες όντως σε μια ομάδα στο Ναύπλιο σε σχέση με το graffiti; Ναι, ανήκα! Να σου πω λίγο…όμα, ο Demon, ένα παιδί που άλλαζε ψευδώνυμα τέλος πάντων. Εμφανίστηκαν κι άλλα crew κατόπιν κι είχαμε πάρε-δώσε. Ναι, αυτό, πολύ χοντρικά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Όσα τον ενέπνευσαν σχεδιαστικά, η επιλογή των «καμβάδων» και η φιλοσοφία που αλλάζει μέσα στα χρόνια
00:41:29 - 01:04:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλω να σε ρωτήσω για τη διαδικασία της μαθητείας. Οπότε εσύ θεωρείς, ας πούμε, ως δάσκαλούς σου, πρώτους σου δασκάλους, ας πούμε, τον Μιχα… αρέσει να σχεδιάζω!». Ντράπηκα να πω: «Μου αρέσει να κάνω graffiti», γιατί δεν ήξερε η μητέρα μου ότι κάνω graffiti, η οποία ήταν μπροστά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η στάση της οικογένειας και οι «συναντήσεις» με τις Αρχές
01:04:57 - 01:19:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πότε το έμαθε η μητέρα σου; Λοιπόν, οπότε μου είπε η σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού: «Αφού σου αρέσει να σχεδιάζεις και –δεν το …ti. Να επιλέγουν πού κάνουν graffiti, να μην τρέχουν για να μην τους πατήσουν αυτοκίνητα, να είναι ευγενικοί, να εξηγούν και… Και τα λοιπά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Το graffiti σαν αφορμή για επικοινωνία, το πέρασμα στο street art και θρύλοι και ψέματα για το graffiti
01:19:59 - 01:36:35
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα ήθελα να σε ρωτήσω τώρα, πέρα από το κομμά τι της αστυνόμευσης, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας έρχεσαι σε επικοινωνία με κόσμο, με πε…: «Wow, εσύ είσαι;». Ξέρεις, ήμουνα super fan boy και τώρα δηλώνω super groupie των γκραφιτάδων, αλλά τότε το εκδήλωνα με παιδαριώδη τρόπο!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Πώς προέκυψε το ψευδώνυμο, υλικά, πηγές έμπνευσης, μέντορες και τρόπος μαθητείας
01:36:35 - 02:01:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τέλεια! Δεν σχολιάσαμε το ψευδώνυμό σου. Ωραία, κοίτα, τότε στο Ναύπλιο δεν υπήρχαν ή μάλλον, όταν αποφάσισα εγώ να φτιάξω, να βρω ένα ψευ…πάρα πολύ γι’ αυτά που μοιράστηκες– Παρακαλούμε! Ήταν πολύτιμα! Τέλεια, χαίρομαι! Και θα μείνουν έτσι στο αρχείο. Ευχαριστούμε! Τέλεια!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
[00:00:00]Καλημέρα, θες να μας πεις τ’ όνομά σου;
Καλημέρα! Είμαι ο Μανώλης Ηλιόπουλος και το ψευδώνυμό μου σαν graffiti writer είναι RTM One.
Πολύ ωραία! Είναι Κυριακή, 22 Νοεμβρίου του 2020, είμαι με τον Μανώλη Ηλιόπουλο, RTM One, ο οποίος βρίσκεται στην περιοχή;
Χολαργού, λεκανοπέδιο Αττικής.
Ωραία, ο οποίος βρίσκεται στην περιοχή Χολαργού. Εγώ είμαι η Σοφία Μανώλη, ερευνήτρια στο Istorima, βρίσκομαι στην περιοχή του Ζωγράφου και ξεκινάμε την αφήγηση.
Ωραία!
Λοιπόν, Μανώλη, πού γεννήθηκες;
Γεννήθηκα στην Πάτρα, επειδή ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, έζησα εκεί για ένα έτος και μετά μετακομίσαμε στο Ναύπλιο, όπου συνέχισα να ζω μέχρι τα 18 μου έτη.
Οπότε η παιδική σου ηλικία είναι συνδεδεμένη με το περιβάλλον του Ναυπλίου…
Ακριβώς! Παρ’ όλ’ αυτά, τα καλοκαίρια μου τα περνούσα στην Κω, για τουλάχιστον έναν με ενάμιση μήνα, και μισό με έναν μήνα στην Ορεινή Κορινθία. Ο λόγος που το αναφέρω είναι γιατί το να ζω σε ένα χωριό στην Κω, το οποίο γέμιζε με 15.000 τουρίστες, ας πούμε, από ένα χωριουδάκι με 1.000 κατοίκους, είχε μόνιμα το καλοκαίρι 15.000, Άγγλους κυρίως, μου έδινε κάποια ερεθίσματα, ας πούμε, πολιτισμικά. Και το γεγονός ότι πήγαινα στην, στο ορεινό μου χωριό, όπου υπήρχε μία ελευθερία να... έχεις μία περιπετειώδη καθημερινή ζωή, με το να κάνεις εξερευνήσεις π.χ. στο δάσος, έχει επίσης σχέση κι αυτό με την κουλτούρα του graffiti και την ανάγκη τού να εκτονωθείς ή να βάλεις μία περιπέτεια στη ζωή σου, σε όποια κλίμακα κι αν είναι αυτή.
Ποιες ήταν οι παιδικές σου περιπέτειες; Θυμάσαι να μας αφηγηθείς κάποια συγκεκριμένη, τώρα που σου κάνω αυτήν την ερώτηση;
Προ εφηβείας ήταν οι κλασικές περιπέτειες, όπως ανέφερα, της εξερεύνησης ή του να παίζεις πόλεμο με άλλα παιδιά, τίποτα ιδιαίτερο. Απλά, ας πούμε, μεγάλωσα σε μία πολυκατοικία στην Αγίου Αδριανού, μία γειτονιά που τότε δεν είχε πολλές πολυκατοικίες, οπότε έχει άπειρα χωράφια με πορτοκαλιές. Οπότε όλοι έπαιζαν όλη μέρα σε χωράφια, στις αλάνες ποδόσφαιρο, αθλήματα και λοιπά. Εγώ δεν, δεν με συγκινούσαν τα αθλήματα, δεν έπαιζα κανένα απολύτως άθλημα, δηλαδή μπάσκετ έχω παίξει μία φορά στη ζωή μου, ποδόσφαιρο έχω παίξει 15 φορές στη ζωή μου γιατί έπρεπε, χοντρικά. Οπότε έκανα όλη μέρα ποδήλατο, αλώνιζα τη γειτονιά, σκαρφάλωνα σε δέντρα, φτιάχναμε κάποιες ομάδες, τότε, που θεωρούσαμε ότι ήταν ομάδες πολέμου ενάντια σε άλλες γειτονικές ομάδες, που βέβαια ποτέ στην ουσία δεν υπήρξε κάποια βίαιη δραστηριότητα, δεν, εγώ προσωπικά τουλάχιστον ποτέ δεν, δεν μπορώ να πω ότι έπαιξα ξύλο με κάποιους άλλους. Απλά νιώθαμε ότι, ξέρεις, ήμασταν, είχαμε την περιοχή μας, είχαμε κάποιες φορές κάποιους χώρους που ήταν τα γραφεία μας, τα καταφύγιά μας και τα λοιπά.Μετά από χρόνια ίσως κατάλαβα ότι αυτό να ήτανε αυτό που θα ήθελα να έχω στην graffiti ζωή μου κατόπιν, αυτό που λένε crew, η ομάδα. Στη γειτονιά μου στο Ναύπλιο η ομάδα που είχαμε λεγόταν «Π.Ο.Κ.», ήτανε, σήμαινε Παιδική Ομάδα Καταστροφών; Καταστροφέων; Κάπως έτσι. Την είχαν ιδρύσει κάποιοι λίγο μεγαλύτεροί μου, μεγαλύτεροί μου, εγώ είμαι του ’84, αυτοί μπορεί να ήταν του ’82, του ’81, κάτι τέτοιο, και εμείς ήμασταν η δεύτερη γενιά «Π.Ο.Κ.», που μας την παρέδωσαν, ξέρω γω. Ξαναλέω, δεν κάναμε τίποτα, ας πούμε–
Παραβατικό!
Συγκλονιστικό, απλά νιώθαμε… Τίποτα παραβατικό, απόλυτα, απλά νιώθαμε ότι ανήκαμε κάπου, μιας και εγώ, ας πούμε, επειδή δεν ήμουνα ποτέ σε καμία ομάδα, σε καμία δραστηριότητα της εποχής, που στο Ναύπλιο οι δραστηριότητες ήταν ποδόσφαιρο, μπάσκετ, ξέρω γω κολύμβηση, σκάκι, τένις, τέτοια πράγματα, δεν συμμετείχα σε καμία απολύτως δραστηριότητα, οπότε το να είμαι στην «Π.Ο.Κ.» ήταν ενδιαφέρον! Επίσης, μετά από χρόνια συνειδητοποίησα ότι είχαμε ένα μίνι λογότυπο, που ήταν ένα κεφάλι, ας πούμε, αετού, το οποίο είχα μάθει να το ζωγραφίζω και το ’χα ζωγραφίσει δύο-τρεις φορές με μαρκαδόρο σε δημόσιο χώρο, είτε στο Ναύπλιο είτε στην Κω, ελάχιστες φορές δηλαδή, αλλά ανεπίσημα θα μπορούσες να πεις ότι ήτανε η πρώτη μου επαφή με το να ζωγραφίσω εγώ σε δημόσιο χώρο. Και μετά από χρόνια, όταν ήμουνα 22-23, 22 χρονών περίπου, 21, που έκανα μία μετάβαση απ’ το παραδοσιακό graffiti, τα γράμματα, στο Street Art, που παραπέμπει περισσότερο σε εικονογράφηση, είχα, ζωγράφιζα πτηνά και νομίζω υποσυνείδητα ήταν συνέχεια αυτού του ερεθίσματος, αυτής της εμπειρίας. Οπότε αυτές ήταν οι απλές περιπέτειές μας, εξερευνούσαμε στα χωράφια, με τα ποδήλατα πηγαίναμε σε άλλες γειτονιές, βγαίναμε, επειδή ήμασταν και τότε στα όρια του Ναυπλίου, η Αγίου Αδριανού είναι στα όρια, ήταν τότε τουλάχιστον, εκεί σχεδόν τελείωνε το Ναύπλιο, βγαίναμε λίγο με τα ποδήλατα προς τα έξω, προς τα χωριά. Αυτά.
Σε ποια ηλικία ήσουν μάλλον όταν έφτιαξες αυτόν τον πρώτο αετό;
Δημοτικό πήγαινα. Ήταν τα χρόνια όπου διάβαζα πολλά κόμικς. Εμένα ο τρόπος να, η απόδρασή μου ήταν τα κόμικς. Από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού διάβαζα το περιοδικό Βαβούρα, ένα εβδομαδιαίο περιοδικό γέλιου, όπως λεγόταν. Κατόπιν μπήκε στη ζωή μου το περιοδικό Κόμιξ, λέγεται Κόμιξ, το οποίο στην ουσία ήταν ένας ύμνος στον Carl Barks και στον Don Rosa, και αυτό που σου, που σε μάθαινε ήταν ότι δεν υπάρχουν τα κόμικς, υπάρχουν τα κόμικς σαν αποτέλεσμα της δράσης ενός δημιουργού, ενός κομιξά, ο οποίος χρησιμοποιεί κάποιες συγκεκριμένες αναφορές, διαβάζει κάποια συγκεκριμένα βιβλία της εποχής του, ξέρω γω. Οπότε συνειδητοποιούσες ότι π.χ. ο Don Ro… Ο Carl Βarks είχε, διάβαζε National Geographic τότε, είχε μία μεγάλη βιβλιοθήκη, διάβαζε για τους Ίνκας και μετά έφτιαχνε με το μυαλό του κάποιες ιστορίες φανταστικές με τους παπιοήρωές του, ας πούμε, με βάση την ιστορία των Ίνκας, βασισμένος σε φωτογραφικό υλικό του National Geographic και τα λοιπά. Εγώ χάθηκα σε αυτόν τον κόσμο και το αναφέρω κι αυτό γιατί νομίζω κατόπιν το graffiti συνδέθηκε μ’ αυτήν μου την αγάπη για το να μελετάω την, το πώς οι κομιξάδες δημιουργούν, γιατί συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν κάποιοι γκραφιτάδες και ήθελα να καταλάβω με ποια λογική αυτοί ζωγράφιζαν, πώς ήταν αυτοί, όπως ήθελα να μάθω πώς είναι ο Carl Barks, πώς είναι η καθημερινότητά του, ήθελα να μάθω πώς είναι η καθημερινότητα αυτωνών των παιδιών; Εφήβων; Ενηλίκων; Τι τους ενέπνεε, τι, ποιο ήταν το background τους και τα λοιπά. Κι αυτό έχω συνεχίσει μέχρι σήμερα να κάνω, ας πούμε, χοντρικά.
Ήθελες, δηλαδή, ήδη απ’ την παιδική σου ηλικία, απ’ την ηλικία που ήσουν στο Δημοτικό, αναρωτιόσουνα για τις ζωές αυτών των ανθρώπων–
Ναι, ναι–
Όπως λες.
Ναι, ναι, γιατί στο Ναύπλιο η σκηνή του graffiti ήταν πάρα πολύ μικρή, αλλά νομίζω ότι σε λίγο πρέπει να φτάσουμε εκεί.
Ναι! Θα ήθελα να μου περιγράψεις τη ζωγραφική σου δραστηριότητα κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, τη γενικότερη ζωγραφική σου δραστηριότητα.
Λοιπόν, δεν ήμουνα ταλαντούχος ζωγράφος ποτέ! Δεν ήμουνα, δεν ζωγράφιζα καν πολύ, μου άρεσε να σκέφτομαι τη ζωγραφική, γιατί μου άρεσε να σκέφτομαι τα κόμικ. Είχα έναν ξάδερφο, τον Πάνο τον Ηλιόπουλο, ο οποίος ζωγράφιζε καταπληκτικά, και στο Δημοτικό μού έμαθε να ζωγραφίζω characters. Κι αυτά που κάνω τώρα είναι πάλι συνέχεια των όσων μου δίδαξε ο Πάνος ένα απόγευμα, ας πούμε, σε, ένα τέταρτο του πήρε, ας πούμε, τότε. Οπότε αντέγραφα κάποια συγκεκριμένα πραγματάκια που έβλεπα, όπως, ας πούμε, κάποιους ήρωες της «Walt Disney» απ’ τα περιοδικά κόμικς. Περισσότερο με θυμάμαι να αντιγράφω κείμενα από βιογραφίες καλλιτεχνών που έκαναν κόμικς για την «Walt Disney», παρά να ζωγραφίζω. Αλλά θυμάμαι είχα σε κάποια φάση μία μικρή εμμονή, είχα συνειδητοποιήσει ότι όλοι οι ήρωες της «Walt Disney», π.χ. ο, ο Donald, είχε και μία εκδοχή Super Donald, του Phantom Duck. Ο Goofy κάτι άλλο. Σχεδόν όλοι είχαν μια τέτοια εκδοχή κι ήθελα να ανακαλύψω κι εγώ, να σχεδιάσω έναν δικό μου σούπερ ήρωα, που δεν έχει ήδη σχεδιαστεί και, πού ξέρεις, μπορεί να έχει μία εξέλιξη αυτό το πράγμα. Και είχα συνειδητοποιήσει ότι ο Πασχάλης Ντακ, που είναι ξάδερφος του Donald Duck, δεν είχε κάποια σούπερ εκδοχή, οπότε έφτιαξα τον Σούπερ Πασχάλη! Καλά, αυτά έχουν χαθεί, δεν έχω τίποτα από την παιδική μου ηλικία από τις ελάχιστες ζωγραφιές μου! Το έκανα και ίσως αυτό να ήτανε επίσης η, το πρώτο μου βήμα στο character design. Τώρα ζωγραφίζω characters, τότε ήτανε το πρώτο μου βήμα, παρόλο που μετά σαν γκραφιτάς για αρκετά χρόνια δεν ζωγράφιζα characters ή μάλλον ζωγράφιζα κάποια, αλλά δευτερευόντως, για να λειτουργούν ως διακοσμητικά στοιχεία στα styles. Styles είναι τα γράμματα, το βασικό δομικό, το, ο κορμός του graffiti είναι τα γράμματα, οπότε θεωρούσα ότι μου αρέσει –και όντως μου άρεσε– να σχεδιάζω γράμματα και απλά ήθελα να ’χω δίπλα έναν χαρακτήρα για να απογειώνει το όλο σχέδιο, να το διακοσμεί. Ναι, οπότε γενικά δεν μπορώ να πω ότι ζωγράφιζα πάρα πολύ, παρόλα αυτά είχα ένα κόλλημα, ήθελα να φτιάξω ένα κόμικς ή μια εφημερίδα τότε. Πάλι για την εφημερίδα είχα εμπνευστεί απ’ τον ξάδερφό μου, τον Πάνο, Πέμπτη Δημοτικού είχε κάνει μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου του, πήγαινε στο 2ο Δημοτικό, μια[00:10:00] σχολική εφημερίδα. Ήταν φοβερή! Αυτός είχε αναλάβει όλες τις εικονογραφήσεις, εννοείται, και είχε διάφορες ιστοριούλες και σε διάφορα θέματα. Κι είχα πάθει πλάκα όταν την είδα! Προσπαθούσα κι εγώ μόνος μου να κάνω κάτι τέτοιο, πάντα έκανα το εξώφυλλο και σταμάταγα ή έκανα μισή σελίδα κόμικ και σταμάταγα. Οπότε τώρα που ’μαι στα 35, στα 36 μου πλέον, και έχω φτιάξει τα πρώτα μου products, ας πούμε, εικονογραφημένα, ολοκληρωμένα από εμένα για εμένα και μετά τα μοιράζομαι στο κοινό θεωρώ ότι επιτέλους κατάφερα αυτό που δεν έκανα τότε στο Δημοτικό! Ναι, το κατάφερα! Και μετά ξαναμπήκε η ζωγραφική στη ζωή μου μέσω του graffiti, που το, που ήρθα κοντά σε αυτό λόγω της ανάγκης να ακούσω μία διαφορετική μουσική, που καλύφθηκε απ’ την hip hop μουσική της εποχής. Να συνεχίσω να αφηγούμαι μόνος μου;
Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να σε ρωτήσω. Μου είπες ότι το μοιραζόσουν αυτό ως ανάγκη με τον ξάδερφό σου. Υπήρχαν φίλοι που να ασχολούνται–
Ποιο;
Το σχέδιο, ας πούμε.
Όχι, όχι, δεν τα μοιραζόμουνα με τον Πάνο. Ας πούμε, τα κόμικ θυμάμαι συνήθως προσπαθούσα να τα κάνω το καλοκαίρι στην Κω και ήθελε η ξαδερφή μου η Σπυριδούλα να δει τι είναι αυτό που κάνω, αλλά επειδή ποτέ δεν τα τελείωνα δεν ήθελα να της τα δείξω ποτέ και της είχε μείνει, ας πούμε, ότι: «Καλά, δεν μου τα ’δειχνες ποτέ!». Και γι’ αυτό τώρα, ας πούμε, όταν ολοκληρώνω κάτι της το στέλνω κιόλας δωράκι, για να, γιατί ήτανε πρώτη fan μου, ας πούμε, που γούσταρε να δει αυτό που κάνω. Αλλά εγώ δεν ένιωθα, δεν είχα την αυτοπεποίθηση για να το δείξω, γιατί δεν ήταν ποτέ ολοκληρωμένο. Τώρα ο Πάνος, okay, δεν του ’δειχνα και κάτι, γιατί δεν έκανα και κάτι, δεν είχα και κάτι ολοκληρωμένο να του δείξω. Σίγουρα όταν ξεκίνησα να κάνω graffiti, που δεν το έλεγα σε πολλούς, το ’ξεραν ελάχιστοι, επειδή η άποψή του μετρούσε είχα ζωγραφίσει το δεύτερο ολοκληρωμένο μου, ας πούμε, graffiti απέναντι απ’ τα, απ’ το φροντιστήριο Αγγλικών του, σχεδόν, στον Συνοικισμό, στο, πίσω απ’ το 5ο Δημοτικό, 2ο και 5ο Δημοτικό, σ’ ένα τοιχάκι, και μάλιστα έγραφε «NGC», το όνομα του crew που είχαμε, της ομάδας, και είχα φτιάξει και το πρόσωπο του Donald. Και του το έδειξα τότε, όχι του το έδειξα, τον ρώτησα, μια φορά που είχε έρθει σπίτι, του λέω: «Πάνο, πώς σου φαίνεται εκείνο το, το ’χεις δει εκείνο το graffiti απέναντι απ’ τα Αγγλικά;». Μου λέει: «Ναι». «Πώς σου φαίνεται;». Μου λέει: «Για μέτριο» μου λέει, «για τύπους που ασχολούνται μ’ αυτό δεν το ’χουν κάνει καλό, για τύπους που ασχολούνται με graffiti, ε, είναι κάτι μέτριο!». Πω! Ξενέρωσα λίγο, αλλά δεν του ’πα: «Πάνο, εγώ το ’χω κάνει!», αλλά απορώ πώς δεν το κατάλαβε!
Οπότε ήταν η επόμενη ερώτησή μου να σε ρωτήσω αν ανήκες όντως σε μια ομάδα στο Ναύπλιο σε σχέση με το graffiti;
Ναι, ανήκα! Να σου πω λίγο γενικότερα όλη τη φάση πριν να φτάσω εκεί, πώς έφτασα;
Σίγουρα, ναι, ναι, ναι, όπως–
Λοιπόν, κατ’ αρχήν μιλάμε για το Ναύπλιο. Να σου πω κάποια πράγματα για το Ναύπλιο. Το Ναύπλιο, παρόλο που ήταν μια πόλη κοντά στην Αθήνα, δύο ώρες απ’ την Αθήνα, με πάρα πολλούς τουρίστες να έρχονται, να την επισκέπτονται, πολλούς Αθηναίους, και θα μπορούσες να πεις μία πόλη με πολιτισμό, που υποστήριζε, ας πούμε, τις τέχνες, ξέρω γω, σε αντίθεση με πόλεις της Βορείου Ελλάδας, δεν είχε καθόλου ανεπτυγμένο το, ανεπτυγμένη την hip hop κουλτούρα, δεν υπήρχε... Σκέψου, μετά από τόσα χρόνια δεν ξέρω καν αν έχουν βγει MCs, hip hoppers δηλαδή από εκεί, rap συγκροτήματα. Γκραφιτάδες του τότε δεν έχει συνεχίσει κανείς να βάφει και γενικότερα τότε δεν υπήρχανε γκραφιτάδες, δεν υπήρχαν χιπ χοπάδες, δεν υπήρχε τίποτα. Πριν απ’ τη δική μου τη γενιά υπήρχανε τέσσε… τρία άτομα, ο ένας... Που ασχολήθηκαν με graffiti. Ο ένας είναι ο Μιχαλέας ή DJ Roni, ξέρω γω. Είναι γνωστός, γιατί και τώρα ζει πλέον στο Ναύπλιο, δουλεύει ως DJ και παραγωγός. Έκανε παρέα με έναν άλλον τύπο, που είναι κι αυτός τώρα DJ, λέγεται Ντόκος, δεν ξέρω το μικρό του. Είναι, τέλος πάντων, νομίζω είναι οι δύο βασικοί DJs του Ναυπλίου, κάπως έτσι, γιατί δεν παρακολουθώ τη σκηνή του Ναυπλίου και πηγαίνω ελάχιστα και δεν ξέρω καν τι συμβαίνει στη νυχτερινή ζωή. Λοιπόν, ήταν αυτοί οι δύο τύποι, που ήταν κολλητοί, έμεναν στις εργατικές συνοικίες, στις παλιές ή στις νέες, στις νέες μάλλον. Ο Roni πήγε για μισό χρόνο, απ’ ό,τι μου είπε πριν κάνα-δυο χρόνια, πήγε για μισό χρόνο, τότε το ’97, ας πούμε, στην Αθήνα, γιατί δούλευε η μητέρα του, κάτι τέτοιο; Οπότε στην Αθήνα είχε γίνει το μεγάλο «μπαμ» του graffiti, σαν αποτέλεσμα των δράσεων των Terror X Crew. Terror X Crew ήταν το διάσημο hip hop συγκρότημα της εποχής, εξέλιξη ενός απ’ τα πρώτα graffiti crews της εποχής των Terror X Crew, των TXC. Ο ένας από τους rappers, o Αρτέμης, ο οποίος έχει πλέον to graffiti shop, «Hip Hop Shop», στο Μαρούσι, τότε διέδιδε μέσω των στίχων του τα τέσσερα στοιχεία του hip hop, που ήταν το graffiti, το break dance, το DJing και το Mcing, καθώς επίσης, βέβαια, και προσπαθούσαν να διαδώσουν και τις, τα extreme sports, καθώς το, ο άλλος MC του συγκροτήματος, o Ευθύμης, ήταν μπι-εμ-εξάς της εποχής. Μιας εποχής τελείως do it yourself, που έφτιαχναν μόνοι τους ράμπα μετά από δύο μήνες πάλης, ας πούμε, σε έναν δήμο στην Αθήνα, και την επόμενη μέρα που την τελείωναν ερχόταν ο δήμος με μία μπουλντόζα και την γκρέμιζε, τρελές περίοδοι, τέλος πάντων. Εκείνη την περίοδο έγινε το «μπαμ» με το hip hop λόγω του συγκροτήματος αυτού και ξεπήδησαν μέσα απ’ το συγκρότημα αυτό πάρα πολλά graffiti crews, πολλές ομάδες όπου έκαναν graffiti σε όλη την Αθήνα και με κάποιον περίεργο τρόπο κιόλας όλοι στην Αθήνα νόμιζαν ότι, θεωρούσαν ότι μπορούν, ενώ δεν ανήκαν στο συγκρότημα, στην ομάδα Terror X Crew, να γράφουν κι αυτοί «Terror X Crew» κάνοντας represent, εκπροσωπώντας τη δική τους φιλοσοφία. Λοιπόν, οπότε το παιδί αυτό είδε το graffiti και έκανε μάλλον κάποια graffiti στην αυλή του σπιτιού του, ξέρω γω, κάπως έτσι, εμπνεύστηκε απ’ τα συγκροτήματα της εποχής τότε και το έφερε στο Ναύπλιο. Τι σημαίνει το έφερε στο Ναύπλιο; Σημαίνει ότι άρχισε να κάνει graffiti σε μία περίοδο που δεν υπήρχαν ούτε tags, οι υπογραφές είναι τα tags, δεν ήταν βαμμένοι καν οι τοίχοι, δεν υπήρχε τίποτα σχετικό και αυτός με τον φίλο του άρχισαν να γράφουν. Τότε δεν είχαν ακριβώς ψευδώνυμα, δεν είχανε, δεν ήξεραν ότι πρέπει να έχεις ένα συγκεκριμένο tag, οπότε χοντρικά έγραφε ονόματα από συγκροτήματα και καλλιτέχνες που του άρεσαν, π.χ. το DJ Roni, νομίζω βγαίνει απ’ τον Roni Iron, όχι, Roni Iron; Όχι, ψέματα, μπερδεύτηκα, απ’ τον Roni Size, είναι ένας μουσικός που άκουγε ο τύπος τότε και έγραφε στους τοίχους «Roni Size», «Roni Size»… Οπότε, προφανώς, επειδή έπρεπε κάπως να το φέρει στα δικά του μέτρα, κράτησε μόνο το Roni για τον ίδιον. Και τότε, θυμάμαι, οι πρώτες, θυμάμαι όταν άρχισα να βλέπω τις πρώτες γραφές στους τοίχους της πόλης. Βέβαια, για να αρχίσω να τις αντιλαμβάνομαι έπρεπε να, να έχω αρχίσει να ακούω hip hop. Πώς άρχισα να ακούω όμως hip hop; Όταν είσαι έφηβος προσπαθείς, όπως ξέρεις, να ξεχωρίσεις απ’ τους υπόλοιπους, αλλά ταυτόχρονα και να ενταχθείς στην κοινότητα των υπόλοιπων εφήβων, οπότε προσπαθείς να φτιάξεις μία προσωπικότητα, έναν χαρακτήρα, να έχεις μία δική σου ταυτότητα. Τότε άκουγαν όλοι rock μουσική και για να είσαι cool, ας πούμε, στα πάρτι και παντού έπρεπε να ακούς και εσύ rock μουσική, να ξέρεις τα κομμάτια, τα οποία ήταν Ξύλινα Σπαθιά, ας πούμε, Τρύπες και τέτοια πράγματα. Μιλάμε για όταν πήγαινα Πρώτη Γυμνασίου, το οποίο ήταν το ’97, ας πούμε. Εμένα δεν μου πολυάρεσε η συγκεκριμένη μουσική και έτυχε να μάθω ότι υπάρχουν τα Ημισκούμπρια, ένα hip hop συγκρότημα, απ’ τον αδερφό μου το έμαθα, ο οποίος με περνάει τέσσερα χρόνια. Μου έδωσε την πρώτη του κασέτα, την οποία την, του την είχε γράψει στην Κω στις διακοπές μας ένα άλλο παιδί από την Ρόδο, γείτονάς μας, γιατί στην Ρόδο τότε ήτανε πολύ διαδεδομένα τα Ημισκούμπρια, γινόταν χαμός, το ’97, όλοι οι έφηβοι άκουγαν Ημισκούμπρια και του ’κανε εντύπωση που εμείς απ’ το Ναύπλιο δεν γνωρίζαμε τα Ημισκούμπρια. Οπότε απλά άκουγα Ημισκούμπρια. Τα Ημισκούμπρια ήτανε ένα, η συνέχεια, η μουσική συνέχεια του περιοδικού Βαβούρα για μένα, που το Βαβούρα μ’ έκανε να γελάω, πλέον ας πούμε τα Ημισκούμπρια μ’ έκαναν να γελάω. Μετά ο αδερφός μου με ξύπνησε μια μέρα και μου είπε: «Πάω στα Αγγλικά. Σήκω, στο Jamming έχει εκπομπή, έχει αφιέρωμα στο hip hop!». Το Jamming ήταν μουσική εκπομπή που υποστήριζε underground κυρίως συγκροτήματα στην ΕΡΤ3, γιατί τότε στο Ναύπλιο πιάναμε, είχαμε αρχίσει και πιάναμε ΕΡΤ3, το κανάλι της Θεσσαλονίκης, και λέω στον αδερφό μου: «Τι είναι το hip hop;». Μου λέει: «Έλα, ρε, αυτό που κάνουν τα Ημισκούμπρια!». Ξυπνάω και γράφω σε μια βιντεοκασέτα το… άρχισα να γράφω τα video clips της εκπομπής. Δυστυχώς έπρεπε να γράψω όλη την εκπομπή, γιατί ήταν ενδιαφέρουσες και οι συνομιλίες, οι συζητήσεις μεταξύ των τραγουδιών, είχαν καλέσει τον Sifu VERSUS, έναν παλιό rapper και γκραφιτά απ’ την Θεσσαλονίκη, οπότε ηχογράφησα, μάλλον έγραψα σε βιντεοκασέτες video clip από ΤΧC, Terror X Crew, FFC, Active Member και Going Through. Άρχισα να ακούω αυτά τα συγκροτήματα, απ’ τους Terror X Crew κατάλαβα, άκουσα το graffiti[00:20:00], μιλούσαν για graffiti και ο αδερφός μου μάλιστα μου έκανε δώρο και το, στα γενέθλιά μου, ας πούμε, και το LP τους Η Πόλις Εάλω. Το οποίο είναι ένα συγκλονιστικό LP που τότε το άνοιξα και καράφλιασα, γιατί ήτανε κάτι πάρα πολύ περίεργο, μιλούσαν, έδιναν χαιρετίσματα μέσα σ’ ένα κάρο ανθρώπων, που ήταν όλοι με ψευδώνυμα! Το οποίο ήτανε, δεν έβγαζε νόημα και το ’χω διαβάσει άπειρες φορές και τα ξέρω σχεδόν απέξω! Μετά από χρόνια, ας πούμε, τους μισούς απ’ αυτούς και παραπάνω τούς ξέρω προσωπικά και, ξέρεις, τότε ήθελα, προσπαθούσα να καταλάβω τι είν’ αυτό, τι σημαίνει, ποιοι είναι αυτοί, τι συμβολίζει κι έχει… Και, ξέρεις, όσο περνάνε τα χρόνια στην ουσία απαντάω τις απαντήσεις, δίνω απαντήσεις στα ερωτήματα των εφηβικών μου χρονών. Εν τω μεταξύ παίζει και ένα story που μου το ’πε ο Ευθύμης μετά από χρόνια, ο Ευθύμης απ’ το συγκρότημα TXC. Τώρα μήπως οι λεπτομέρειές μου είναι πολύ κουραστικές;
Όχι, όχι, καθόλου, για μένα καθόλου.
Okay.
Ίσα-ίσα που είναι πολύ ενδιαφέρουσες!
Ωραία! Ο Ευθύμης, λοιπόν, γιατί μετά από χρόνια, ξέρεις, όποιον συναντάω, λαογραφικά, ας πούμε, κι εγώ, ρωτάω για οτιδήποτε είχα απορία τόσα χρόνια. Ο Ευθύμης μού λέει ότι εκείνη την εποχή, ας πούμε, δεν ήταν σύνηθες να έχεις τόση πληροφορία και τόσο περίεργη πληροφορία σ’ ένα άλμπουμ, οπότε όταν πήγαν στη γραφίστρια της δισκογραφικής ένα χαρτί με όλα αυτά αυτή έπαθε σοκ, δεν μπορούσε να καταλάβει τι είναι αυτό και, ξέρεις, προσπαθούσε γράμμα-γράμμα να αντιγράψει, ας πούμε, όλη αυτήν την πληροφορία. Τέλος πάντων, οπότε ακούγοντας TXC και τα λοιπά προσπαθούσα να διαφοροποιηθώ από τα υπόλοιπα παιδιά της εποχής, δηλαδή τότε στο Γυμνάσιο ίσως το κάνατε κι εσείς, αν και η δική σας η γενιά δεν, ήταν, είναι λίγο πιο… ήσασταν λιγότερο παιδιά σε σχέση μ’ εμάς, εμείς είχαμε λευκώματα. Τα λευκώματα ήτανε τα βιβλιαράκια που περνούσαν από χέρι σε χέρι και απαντούσες κάποια ερωτήματα και προσπαθούσες να είσαι cool, να ξεχωρίσεις, να σε προσέξουν οι άλλοι και τα λοιπά. Οπότε όλοι έγραφαν στην ερώτηση: «Τι μουσική ακούς;», Ξύλινα Σπαθιά, Διάφανα Κρίνα και τέτοια, κι εγώ έγραφα TXC, FFC, Going Through! Κι ήτανε οι άλλοι: «Wow! Τι είναι αυτό;». Εν τω μεταξύ, παρένθεση, εγώ ήμουνα φλώρος, ήμουνα παιδί, γιος καθηγήτριας, που έπρεπε να μην την εκθέτω στο Ναύπλιο, έπρεπε να διαβάζω, να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου, ήμουνα καλός μαθητής και… Οπότε ήθελα, ήθελα να είμαι και λίγο cool, ενώ ήμουνα φλώρος, nerd, ας πούμε, στο σχολείο, ήθελα να είμαι και λίγο cool και αυτό με βοηθούσε να είμαι cool. Λοιπόν, γνωρίζοντας τώρα τους TXC, τι είναι αυτό το πράγμα, το graffiti, ξαφνικά άρχισα να βλέπω ότι υπάρχουνε κάποιοι χιπ χοπάδες, όπως o Roni, ο Παναγιώτης Μιχαλέας, ο οποίος όταν εγώ πήγα Πρώτη Γυμνασίου αυτός πήγαινε Τρίτη Γυμνασίου. Εγώ πήγαινα στο 1ο Γυμνάσιο, αυτός πήγαινε στο 2ο Γυμνάσιο, είχε μείνει κάποιες τάξεις, είναι του ’80 αυτός, και έσκαγε στο σχολείο με τα «Airmax» της εποχής, ήταν αυτά τα μαύρα που έγραφαν «Air» με τεράστια γράμματα, τα οποία ήταν πανάκριβα και αυτοί που τα ’χανε ήταν οι super wow! Έκαναν 50.000 δραχμές τότε αυτά και αυτός τα έβαφε κάθε μέρα με άλλο χρώμα, με σπρέι. Οπότε αυτός γενικότερα άκουγε Prodigy και είχε, ας πούμε, υιοθετήσει την, την αισθητική του frontman τους, ας πούμε, του Keith Flint. Έτσι δεν λέγεται;
Νομίζω, ναι!
Δηλαδή είχε, ξέρεις, είχε, είχε διπλή μοϊκάνα εδώ, μοϊκάνα εδώ κι εδώ –τώρα στο Ναύπλιο, που ήταν όλοι, ξέρεις, σούπερ συντηρητικοί–, σκουλαρίκια, ας πούμε σε γλώσσες και τέτοια κι έβαφε κάθε μέρα άλλο χρώμα τα παπούτσια του! Γιατί είχε σπρέι επειδή έκανε grafftiti, οπότε ήθελες δεν ήθελες τον έβλεπες από μακριά σε φάση: «Τι είναι αυτός ο εξωγήινος;». Οπότε ήξερα ότι αυτός, καταλάβαινα ότι ασχολείται με graffiti και αυτός ο τύπος πήγαινε και έγραφε, ας πούμε, είτε με σπρέι είτε με μαρκαδόρους στα συγκεκριμένα σημεία στο σχολείο ή στην πόλη. Έκανε tags γράφοντας συγκροτήματα, ξέρω γω, έγραφε «Prodigy», «Chemical Brothers», «Terror X Crew» και τέτοια κι εγώ πήγαινα κατόπιν και τα διάβαζα, γιατί για μένα ήτανε χρήσιμη πληροφορία, τότε που δεν υπήρχε φυσικά το Internet και τα λοιπά. Ήξερα ότι αν γράψει κάτι αυτός, έκανε ένα graffiti που έλεγε «Run DMC», ήξερα ότι έπρεπε να ψάξω τι είναι το Run DMC, γιατί θα ήταν μάλλον ένα ενδιαφέρον συγκρότημα. Οπότε πήγαινα στο δισκάδικο της εποχής, που, ας πούμε, ήτανε αυτό… Πώς λέγεται; Μπάμπης πρέπει να λέγεται το παιδί που το έχει–
Ναι!
Που είναι στον, τώρα είναι στον Αϊ-Γιώργη!
Μπράβο, ναι, απέναντι!
Εκεί πέρα, πήγαινα εκεί πέρα και έψαχνα να βρω. Είχε, ξέρεις, τη θήκη με τα hip hop, έψαχνα να βρω ξέρω γω Run DMC ή να ρωτήσω κάτι το παιδί. Βέβαια, δεν είχα ποτέ σχέση μ’ αυτόν, γιατί ήταν πανάκριβα τα CD, έκαναν εξίμισι χιλιάδες δραχμές, οπότε αυτό απαιτούσε για πολύ καιρό να μη φάω στο σχολείο για να αγοράσω, να μαζέψω τα χρήματα να πάρω το CD, που και πάλι προτιμούσα να, κατόπιν προτιμούσα να πάρω σπρέι, οπότε έμενε σε δεύτερη μοίρα το CD. Και γι’ αυτό μουσικά, ας πούμε, δεν έχω, δεν μελέτησα τη μουσική όπως θα ήθελα εκείνη την εποχή, γιατί έβαλα σε πρώτη προτεραιότητα το graffiti. Τέλος πάντων, οπότε κατάλαβα ότι αυτός κάνει graffiti και βρήκα έναν δικό μου τρόπο να χρησιμοποιώ εκπαιδευτικά τη δική του πληροφορία. Επίσης, έπαιζε ένα άλλο παιδί στην ίδια ηλικία με αυτόν, ο ΤHO, Θωμάς Τουρναβίτης λέγεται. Αυτός είναι πάλι του ’80, ήτανε ο πρώτος ίσως skater της πόλης. Κατόπιν, αυτό που έμαθα είναι ότι ήταν ένα παιδί στρατιωτικού, ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, γύριζαν σ’ όλη την Ελλάδα, οπότε είχε, ξέρεις, ερεθίσματα από διάφορες πόλεις και ήταν και δικτυωμένος προφανώς και σε διάφορες πόλεις, οπότε είχε, ίσως και να είχε ζήσει στην Αθήνα, οπότε είχε φέρει κουλτούρες από άλλα μέρη. Συνεπώς οι δύο τύποι, οι οποίοι ήτανε οι βασικοί πυρήνες του hip hop στο Ναύπλιο, είχαν σχέση με άλλες πόλεις και, ναι, ήταν δύο, ήταν δύο διαφορετικοί τύποι. Λοιπόν, τώρα είχαν αρχίσει και είχαν κάνει κάποια graffiti αυτοί οι τύποι, ας πούμε, ο Μιχαλέας με τον Ντόκο, ας πούμε, έγραφαν σε μεμονωμένες οικοδομές που δεν είχαν ολοκληρωθεί, είχαν κάνει ένα graffiti σε μία μάντρα πίσω απ’ το, πίσω και δίπλα απ’ το «Hotel Elena», εκεί περνούσα με το ποδήλατο και καθόμουνα και το χάζευα. Ξέρεις, δεν σκεφτόμασταν να το φωτογραφίσουμε, να τα φωτογραφίσουμε ακόμα. Είχε κάνει στα Γυμνάσια πάνω, ξέρω γω, τα οποία ήτανε κακής, σχετικά κακής ποιότητας, αλλά ήταν συγκλονιστικά για τότε. Θυμάμαι ότι είχα, έχω προλάβει το γήπεδο, τους τοίχους του γηπέδου να είναι πεντακάθαροι, να είναι πεντακάθαροι δηλαδή να είναι μόνο τσιμέντο, τσιμέντο… Ναι, τσιμεντότουβλα, αυτά τα, τα γκρι, ας πούμε, και να είχε, είχε κάνει θυμάμαι ένα «Terror X Crew» μαύρο ο, πάλι ο Roni, αλλά δεν είχα εμπειρία και στο μυαλό μου είναι σαν να έχει γίνει όχι με σπρέι, αλλά με πλαστική μπογιά. Δεν ξέρω, δεν το έχω δει ποτέ σε φωτογραφία, δεν τα φωτογράφιζε ούτε καν ο ίδιος. Ξέρεις, εγώ ήμουν απλά παρατηρητής! Τα έβλεπα και τα μελετούσα και άρχισα να ζωγραφίζω γράμματα στο χαρτί, στα τετράδια με μόνο οπτικό ερέθισμα τα graffiti του Roni. Οπότε του, έμοιαζαν τα styles. Έχω, το πιο παλιό που έχω είναι του ’98, έμοιαζε στα styles του Roni. Μετά μια μέρα, θυμάμαι, έγινε το εξής συγκλονιστικό: Πάμε στο σχολείο, στο Γυμνάσιο, και έχει σκάσει το προηγούμενο βράδυ αυτός ο THO και έχει κάνει κάτι τεράστια bombs. Ξέρεις τι είναι τα bombs;
Όχι!
Okay. Ωραία. Bombs είναι τα παράνομα graffiti, αλλά τεράστια, ασημί, που τότε εμείς δεν είχαμε στο μυαλό μας ότι τα graffiti είναι ασημί, φανταζόμασταν ότι είναι κάτι χρωματιστό. Είχε κάνει τεράστιο, όταν λέω τεράστιο στο ύψος απ’ το πάτωμα, ακουμπούσαν πάτωμα και φτάναν μέχρι το ύψος που φτάνει το πάνω χέρι, οπότε κάθε γράμμα ήτανε γιγαντιαίο σε σχέση με οτιδήποτε μικρό είχαμε δει. Είχε κάνει ένα στο 1ο Γυμνάσιο και είχε κάνει δύο στο 2ο Γυμνάσιο το ίδιο βράδυ, που ήταν στις τζαμαρίες πάνω, έφτανε από το πάτωμα μέχρι πάνω τζαμαρίες, super βανδαλισμός, super extreme. Το ένα έγραφε, στο 2ο Γυμνάσιο το ένα έγραφε «ΤHΟ» το άλλο «War», που κατόπιν έμαθα ότι ήτανε το crew που είχε εδώ στην, με τους Αθηναίους, Warmafi Crew ή Warmafia. Και πάθαμε σοκ! Ήτανε συγκλονιστικό το ότι συνέβη αυτό, ξέρεις, το συζητούσαμε όλοι. Στο 2ο Γυμνάσιο έβαλαν οι καθηγητές, ο διευθυντής της εποχής, ο οποίος ήταν ένας αυστηρός, που δεν τον συμπαθούσε κανείς απ’ ό,τι θυμάμαι, τους, έβαλε μαθητές να σβήσουν τα τζάμια, να τα καθαρίσουνε και θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν φίλο μου, ο οποίος –για να καταλάβεις πώς σκεφτόμασταν–, επειδή ήθελε να καταγράψει το graffiti που έγινε στο σχολείο μου και δεν είχε φωτογραφική, απλά καθόταν και το ζωγράφιζε, το αντέγραφε!
Καθόταν απέναντι στο διάλειμμα και το αντέγραφε. Και τον έβλεπα από πάνω, θυμάμαι που τον έβλεπα από πάνω, ο Στάθης ο Ρουσιάς. Του λέω: «Στάθη, τι κάνεις, ρε;». Λέει: «Το αντιγράφω!», ξέρω γω.
Οπότε ήταν κι άλλοι, κι άλλα παιδιά, που είχαν την ίδια παρατήρηση με τη δική σου!
Ναι, μάλλον αυτό έγινε αφού, αφού είχαν ξεκινήσει και κάποιοι άλλοι να μπλέκονται σ’ αυτό. Πάω πάλι πιο πίσω, ξαναλέω, δεν ήξερα κανέναν που να κάνει graffiti, δεν, εκτός απ’ αυτούς που είχα καταλάβει ότι κάνουν graffiti. Π.χ. για τον THO το είχα καταλάβει, δεν ξέρω γιατί το είχα καταλάβει, είχα δει πού έκανε skate, πήγαινε, έκανε skate μόνος του στο 2o και μετά[00:30:00] έβλεπα, εκεί που είχε πάει, ότι είχε χώσει κάποια tags, οπότε έτσι έβγαζα τα συμπεράσματα. Έλεγα: «Α! Αυτός είναι!» και μετά τον παρακολουθούσα, ρε παιδί μου, όταν περνούσε στον δρόμο, δεν ήξερε ότι ξέρω ποιος είναι. Ξέρεις, εγώ ήμουνα ένα μικρό παιδάκι κι αν με έβλεπες, ξέρεις, ένα νιάνιαρο ας πούμε, Πρώτη, Δευτέρα Γυμνασίου. Λοιπόν, οπότε είμαι μια μέρα, πήγαινα φροντιστήριο Γερμανικών στην Καραβάνου, στην Άννα Καραβάνου. Στο τμήμα μου ήταν ο, ένα παιδί, ο Γιώργος ο Κυμπούρης, και σκίτσαρα graffiti εγώ και με βλέπει και μου κάνει: «Κάνεις graffiti;» και του λέω «απλά σκιτσάρω!». Λέω: «Γιατί;». Μου λέει: «Ξέρω αυτούς που κάνουν graffiti!». Του λέω: «Τι λες τώρα, ρε φίλε!». Μου λέει: «Ναι, τους ξέρω και μάλιστα θα πάνε απόψε να βάψουν στο 2ο Γυμνάσιο». Του λέω: «Τι λες, ρε, ποιοι;». Μου λέει: «Ο ξαδερφός σου, ο Ηλίας», ξέρω γω, «ο Ηλιόπουλος, με τον Αριστοτέλους», ένα άλλο παιδί, «και κάτι άλλα παιδιά». Αυτοί ήτανε του ’85, έναν χρόνο μικρότεροί μου, απλά ο Αριστοτέλους ήταν ένα υπερκινητικό παιδί, που ασχολείτο με extreme sports, BMX, inline skating και τα λοιπά και ο ξάδερφός μου… Δεν ξέρω, εκείνη την εποχή ήτανε, το ζούσε στον δρόμο, σαν έφηβος προφανώς, το ζούσε λίγο στον δρόμο. Όντως το επόμενο πρωί είχαν πάει και είχανε βάψει! Έκαναν ένα κομμάτι κι εγώ έπαθα σοκ! Μου είπε, μου λέει αυτός ο τύπος, ο Κυμπούρης: «Θα σου…», άρχισε να μου εξηγεί τέλος πάντων την κατάσταση και μου είπε ότι μπορεί να με βοηθήσει, μου είπε να κάνω κι εγώ, με παρότρυνε να κάνω κι εγώ, κάπως έτσι. Ξέρεις άρχισα να τον ρωτάω περισσότερο, τι ώρες τα κάνουν και λοιπά. Τα γυμνασιόπαιδα, όταν πήγαν να το κάνουν στο σχολείο πήγανε, ξέρεις, ήταν χειμώνας, πήγαν κάτι τύπου 9:00 η ώρα το βράδυ. Ήταν εποχές που δεν υπήρχαν φύλακες στα σχολεία, ήτανε όλα μπάτε σκύλοι αλέστε, σε πολλά σχολεία μπορεί να μην κλείδωναν καν τις αίθουσες, δεν υπήρχε στο μυαλό σου ότι κάτι θα συμβεί. Παρόλο που στο Ναύπλιο, βέβαια, αρχές ’90s, στο 2ο Γυμνάσιο π.χ., ξέρεις, την εποχή που ανθούσε ο Σατανισμός, είχαν κάνει τελετή μαύρης μαγείας, ας πούμε, στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων και είχανε κάνει πεντάλφες στο πάτωμα και τέτοια. Παρόλα αυτά δεν υπήρχαν φύλακες και λοιπά, ξέρεις, ήταν κάποια μεμονωμένα γεγονότα. Οπότε μου εξήγησε ότι π.χ., απ’ ό,τι ξέρει, ο Roni είναι μεγαλύτερος, βγαίνει έξω, έχει απ’ το σπίτι του το okay να βγαίνει το βράδυ και μπορεί να πηγαίνει να βάφει. Τώρα εμείς ήμασταν παιδάκια! Εμείς δεν βγαίναμε καν, δεν θυμάμαι καν αν είχαμε ξεκινήσει να πηγαίνουμε… αν είχαμε περάσει απ’ το… την περίοδο του σινεμά, που πήγαινες σινεμά και σε έπαιρναν στο «Τριανόν», αν είχαμε περάσει στην εποχή που πήγαινες στην καφετέρια αντί να πηγαίνεις σινεμά, τις ίδιες ώρες μέχρι τις 10:30, 11:00 πηγαίναμε καφετέρια στο «Agosta».
Δεν το ξέρω!
Okay! Το… Υπήρχε μία καφετέρια, λεγόταν «Igloo», είχε γίνει αλητοκαφετέρια, ας πούμε, αυτή. Μετά άλλαξε–
Είναι στη –συγγνώμη–, είναι στη σημερινή πασαρέλα;
Θα σου πω, θα σου πω, θα σου πω, άλλαξε μετά ονομασία, έγινε «Agosta», τότε ακροβατούσε μεταξύ okay άτομα και λίγο αλητάκια, και τώρα είναι το λεγόμενο κυριλέ «Rosso»–
Εντάξει, κατάλαβα, ναι!
Είναι ιστορική για τις προηγούμενες γενιές, ας πούμε, δηλαδή για τη γενιά πριν από μένα ήτανε μόνο αλητεία μέσα στο «Igloo», όταν λεγόταν «Igloo», απ’ ό,τι έχω ακούσει απ’ τους μεγαλύτερούς μου.
Με μπιλιάρδα και τέτοια;
Όχι, δεν είχε μπιλιάρδα αυτό–
Δεν είχε, okay.
Όχι! Λοιπόν, οπότε εμείς έπρεπε να βρούμε, εγώ ήθελα να βρω έναν τρόπο να πάω να βάψω. Γενικά αυτό που εκμεταλλευτήκαμε εκείνη την εποχή ήταν το γεγονός ότι η επαρχιακή πόλη το μεσημέρι κοιμάται. Άρα αν κάνεις κάτι το μεσημέρι δεν σε βλέπει σχεδόν κανείς. Το πρώτο μου… τώρα μπορώ να σου πω, πρώτη φορά που έπιασα σπρέι ήταν επειδή είχα ένα σπρέι, γιατί είχε χρειαστεί να βάψω το BMX μου, και πήγα στη γειτονιά μου και έκανα ένα περίγραμμα σε μία οικοδομή, έγραψα τη λέξη «skate», γιατί στο μυαλό μου υποσυνείδητα τα, απ’ τους Terror X Crew ήταν συνυφασμένα, ας πούμε graffiti και extreme sports. Δεύτερη φορά που έγραψα έκανα ένα RTM περίγραμμα, ένα «R» γράμμα, ένα «T» σαν σπρέι και πάνω είχα το «Τ» κι ένα «Μ» χάλια! Ίσως είχαμε κάνει κοπάνα απ’ τα Γερμανικά, χειμώνα, που ήτανε, ξέρεις, 5:30 έχει σκοτεινιάσει, οπότε είχαμε πάει στο 2ο Γυμνάσιο σε ένα τοιχάκι, το έκανα αυτό, αλλά πίσω απ’ το τοιχάκι αυτό ήταν κάποιος που κάπνιζε στα σκοτάδια και δεν το είχα καταλάβει και τη στιγμή που κάνω αυτό το περίγραμμα, ας πούμε, τελειώνω το outline, μου λέει ο άλλος, αυτός ο Γιώργος, που το ψευδώνυμό του ήταν XS, εγώ για συντομογραφία το έγραφα XS, αυτός το έγραφε ΕΧCES, δεν θυμάμαι ακριβώς, μου λέει: «Κάποιος είναι εκεί, τρέξε!» και φύγαμε και θυμάμαι τον τρόμο! Ξέρεις τώρα ήμουνα ένας έφηβος, προφανώς, ξέρεις, το παιδί πήγε να καπνίσει κάπου κρυφά το τσιγάρο του–
Nαι–
Ναι, αλλά εγώ δεν είχα αίσθηση του τι είναι αυτό, αν είναι κάποιος επικίνδυνος, κάποιος, ξέρεις, ακραίος, κάποιος… Τότε ήτανε οι ναρκομανείς, ήταν πολύ επικίνδυνο αυτό και ένιωσα για πρώτη φορά ότι, ότι αυτό που κάνω ίσως είναι επικίνδυνο, παρόλο που–
Το ένιωσες;
Δεν ήταν τίποτα συγκλονιστικό! Το ένιωσα, ναι, γιατί ξαφνικά από την άνεση και την ηρεμία του σπιτιού σου, ας πούμε, τη σπιτική θαλπωρή, βρίσκεσαι να κάνεις κάτι χωρίς άδεια και να βλέπεις ότι υπάρχουνε και κάποιοι κίνδυνοι που δεν τους είχες καν στο μυαλό σου. Ενώ έλεγες ότι: «Ωχ! Δεν πρέπει, μήπως με συλλάβουν, γιατί είναι παράνομο», ξαφνικά λες ότι «ίσως δεν είναι μόνο αυτό», συμβαίνουν κι άλλα πράγματα. Παρόλα αυτά τις επόμενες μέρες το έβλεπα απ’ το απέναντι σχολείο, που πήγαινα εγώ, το 1ο, και γούσταρα, χαιρόμουνα, οπότε λέω: «Ναι, αυτό είναι»!
Σε εξίταρε εν τέλει ως διαδικασία και ως κίνδυνος;
Κοίτα, γενικά δεν είμαι παιδί της αδρεναλίνης, δεν μου αρέσει ποτέ να μπλέκω, μου αρέσει να είμαι, να ζω μία πάρα πολύ ήρεμη ζωή και πάντα απέχω, απείχα απ’ τους μπελάδες και προσπαθούσα να μην έχω μπελάδες σε οποιοδήποτε επίπεδο από φίλους, συγγενείς, το σπίτι μου και τα λοιπά, οπότε δεν με εξίταρε ποτέ η αδρεναλίνη, με εξίταρε το αποτέλεσμα, το ότι το έβλεπα, πόσο cool ένιωθα που το έφερα εις πέρας και μου άρεσε και αισθητικά, ήθελα να είναι κάτι αισθητικά ωραίο.
Οπότε το graffiti που εγώ το ’χω στο μυαλό μου, έτσι, συνδεδεμένο με την παραβατικότητα, με τον παράνομο χώρο, με το τρέξιμο, με τον κίνδυνο, αυτό δεν είναι, δεν συμβαίνει ούτως ή άλλως ή όχι;
Ανάλογα το, την προσωπικότητα. Κοίτα, γενικά από μόνο του το graffiti είναι από μόνο του παράνομο. Το να το κάνεις είναι παράνομο. Το να φτιάξεις ένα αυθαίρετο στο σπίτι σου είναι επίσης παράνομο, αλλά δεν έχει, για κάποιον λόγο δεν έχεις αδρεναλίνη. Τώρα έκανα μία βόλτα εδώ στη γειτονιά και συνειδητοποιούσα ότι ο κόσμος στον Χολαργό, εδώ πέρα, για να μην παρκάρουν μπροστά απ’ το σπίτι τους στο πεζοδρόμιο παίρνουν πρωτοβουλία, καταστρέφουν το πεζοδρόμιο και βάζουν κολονάκια και τσιμεντώνουν τα... Κι αυτό είναι παράνομο, αλλά δεν έχει αδρεναλίνη. Βέβαια, είναι άσχετο όλο αυτό το πράγμα, επιστρέφω. Κοίτα, σε άλλους αρέσει η αδρεναλίνη, σε άλλους δεν αρέσει. Γι’ αυτό είναι γνωστό ότι άλλοι γκραφιτάδες ασχολούνται με το legal, το νόμιμο, άλλοι με το illegal, το παράνομο. Άλλοι είναι hardcore, γουστάρουν να βάφουν τρένα, μετρό και να μπλέκουν και άλλοι γουστάρουν απλά να ζωγραφίζουν τις Κυριακές τους ήσυχα σε, στα λεγόμενα Halls of Fame ή Wall of Fame, που είναι τοίχοι που υπάρχει επίσημη ή ανεπίσημη άδεια για να κάνεις graffiti. Εγώ ήθελα να... δεν είχα μέσα μου οργή για να θέλω να είμαι επιθετικός, βίαιος ή να θέλω... δεν είχα αδρεναλίνη, δεν… Σκέψου, δεν έπαιζα καν μπάλα να έχω αυτήν την ακραία τεστοστερόνη που είχανε οι άλλοι, που, ξέρεις, τρελαίνοταν μεταξύ τους για την μπάλα, που πλακώνονταν για τις ομάδες, δεν είμαι καν ομάδα ποδοσφαίρου, δεν υπήρξα καν ποτέ. Σιχαίνομαι αυτήν τη φάση, ας πούμε, που να τους βλέπω να τσακώνονται, οπότε δεν το έβλεπα έτσι, εγώ ήθελα απλά να κάνω ωραίο graffiti και ήθελα να το βλέπω να μου αρέσει και χαιρόμουνα άμα έπαιρνα ένα μπράβο από κάποιους άλλους, κυρίως αν ήταν του ίδιου χώρου. Λοιπόν, οπότε άρχισαν, τότε άρχισαν να αυξάνονται τα παιδιά στο Ναύπλιο, που ήτανε είτε του ’84, ίσα μ’ εμένα, είτε του ’85. Αυτές οι δύο φουρνιές παιδιών άρχισαν να βάφουνε. Λοιπόν, εγώ ξεκίνησα το ’98, σκίτσαρα, το ’99... δεν θυμάμαι πότε έκανα το πρώτο μου ολοκληρωμένο κομμάτι, ψέματα, το ’99 το έκανα. Συγγνώμη τώρα, τα έμπλεξα λίγο!
Δεν πειράζει!
Παρ’ όλ’ αυτά, υπήρξαν κάποιες ενδιάμεσες εμπειρίες, τύπου πηγαίναμε πάλι στα Γυμνάσια μεσημέρι και κάναμε κάποια outlines, κάποια περιγράμματα, ή είχαμε πάει μονοήμερη στην Ύδρα και είχα πάρει ένα σπρέι μαζί μου και την ξέσκισα, βανδάλισα τα βράχια, τα διέλυσα, γιατί δεν είχα αίσθηση της καταστροφής, δεν… Όταν δεν ξέρεις κάνεις πράγματα που δεν καταλαβαίνεις τις συνέπειες, απλά γράφεις, δεν συνειδητοποιείς τι είναι το τοπίο στο οποίο γράφεις. Οπότε έγραφα πάνω σε πέτρες, σε σημεία πολύ όμορφα, με ένα μοβ σπρέι–
Είχες συνέπειες; Συγγνώμη, με αφορμή αυτό θέλω να σε ρωτήσω αν–
Δεν έκανα τόσο, δεν ήμουν πότε extreme, το έκανα αυτό, δεν με πήρε κανείς χαμπάρι, κομπλέ! Είχα γράψει δύο-τρεις φορές στο σχολείο, στο διπλανό σχολείο, γιατί φρόντιζα ποτέ να μη βάφω στο σχολείο στο οποίο είμαι εγώ…
Γιατί;
Όπως αυτή ήταν πάγια, αυτή ήταν πάγια τακτική μου και ακόμα είναι, όπως στη γειτονιά μου και στην περιοχή μου ποτέ δεν αφήνω σημάδια, γιατί θέ[00:40:00]λω να είμαι καθαρός, να είμαι κομπλέ, να μην υπάρχει κανένα θέμα. Οπότε και τώρα, ας πούμε, βάφω σε άλλες περιοχές και ειδικά όταν βρίσκομαι σε άλλες πόλεις π.χ. εκεί είναι που ξεδίνω, τρελαίνομαι, ας πούμε. Γιατί έχεις την ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχουν συνέπειες, ενώ στη γειτονιά σου που σε ξέρουνε υπάρχουν συνέπειες κι εγώ, όπως σου είπα, θέλω να είμαι, ας πούμε, τύπος και υπογραμμός, δεν μπορώ. Τέλος πάντων, επανέρχομαι, γενικά επειδή ήθελα να ανήκω σε μια ομάδα αποφάσισα να φτιάξω μια ομάδα graffiti, την οποία την ονόμασα «ΝGC», «Nafplio Graffiti Crew», τελικά αστείο όνομα. Συνειδητοποίησα μετά από χρόνια ότι ήταν το πρώτο graffiti crew της πόλης, το πρώτο επίσημο με όνομα. Ήμουνα εγώ, ο XS και μπήκαν κάποια παιδιά με τα οποία κάναμε παρέα. Δεν έβαφε κανείς απ’ όλους αυτούς, μόνο ο XS είχε εμπειρία με το graffti, παρόλο που δεν έκανε ποτέ ολοκληρωμένο, και αυτός μου έδειξε πώς να ζωγραφίζω, πώς να χρησιμοποιώ το σπρέι μάλλον, μόνο αυτό μου έδειξε. Οπότε μπήκε μέσα ο, ένας φίλος, ο Γρηγόρης ο Κατσίλας, o Salient, ένας φίλος ο, απ’ τα Ίρια, ο Αλέξανδρος ο Ζαχαράκης, που υπέγραφε Sog, okay, και στην πορεία μπήκε και βγήκε κι άλλος ένας ακόμα, ο Demon, ένα παιδί που άλλαζε ψευδώνυμα τέλος πάντων. Εμφανίστηκαν κι άλλα crew κατόπιν κι είχαμε πάρε-δώσε. Ναι, αυτό, πολύ χοντρικά.
Ενότητα 3
Όσα τον ενέπνευσαν σχεδιαστικά, η επιλογή των «καμβάδων» και η φιλοσοφία που αλλάζει μέσα στα χρόνια
00:41:29 - 01:04:57
Θέλω να σε ρωτήσω για τη διαδικασία της μαθητείας. Οπότε εσύ θεωρείς, ας πούμε, ως δάσκαλούς σου, πρώτους σου δασκάλους, ας πούμε, τον Μιχαλέα–
Όχι, δεν ήταν καν… Α! Επίσημα όχι, σαν… Ανεπίσημα–
Ανεπίσημα!
Έβλεπα αυτά που έκαναν και επηρεαζόμουνα σχεδιαστικά–
Μ’ αυτήν την έννοια!
Κατόπιν, όμως, διάβασα σ’ ένα περιοδικό της εποχής, ίσως το Μετρό ήταν, ότι έχει βγει ένα βιβλίο ελληνικό για graffiti. Αυτό τελικά το αγόρασε ο συμμαθητής μου ο Sog, ο Αλέξανδρος ο Ζαχαράκης, το έφερε και έπαθα πλάκα. Είναι το βιβλίο του, το πρώτο βιβλίο του Κυριάκου Iωσηφίδη από εκδόσεις «Oξύ», Το Χρώμα της Πόλης: Το graffiti στην Ελλάδα, όπου κατέγραφε την τότε σκηνή της Ελλάδος και αυτό, αυτή ήταν η βίβλος μου, ακόμη και τώρα. Και τώρα, μάλιστα, καμιά φορά, άμα ξέρω ότι κάποιος old-school γκραφιτάς βρίσκεται κάπου, το παίρνω μαζί και του ζητάω να μου το υπογράψει, τώρα το έχω ξεκινήσει, μετά από χρόνια. Οπότε άρχισα να αντιγράφω κομμάτια από το συγκεκριμένο βιβλίο, έχω δηλαδή ένα παλιό τετράδιο που έχω αντιγραφές για να καταλάβω πώς γίνεται. Παρ’ όλ’ αυτά, ας πούμε, στην πορεία, ένα… Το Πάσχα εκείνο ήτανε; Της Τρίτης Γυμνασίου; Θα πηγαίναμε στο χωριό, στο Σταυροπόδι, ένα χωριό μετά τα Ίρια για να καταλάβεις, και θα έρχονταν κάτι οικογενειακοί φίλοι απ’ το, απ’ την Αθήνα. Και καθώς συζητάω με τον γιο τους, τον Γιώργο, αυτός ήταν του ’80, κάπως λέμε για hip hop, αυτός μου λέει ότι πάει σε συναυλίες Terror X Crew, του λέω τη λέξη graffiti, τη λέξη-κλειδί, και μου λέει ότι ο φίλος του κάνει graffiti, φωτογραφίζει όλα τα graffiti της πόλης, πάει στο graffiti shop, στο local της Αθήνας που έπαιζε τότε, το χρωματοπωλείο «Παπαδόπουλος» στην Πλατεία Κάνιγγος, και ήξερε. Εγώ έπαθα σοκ, ας πούμε! Άρχισε να μου λέει πράγματα και τι κάνω; Του λέω: «Θέλω να μου στείλεις περιοδικά και βιβλία και βαλβίδες!». Κοίτα, τότε γενικά βάφαμε, τα σπρέι της εποχής ήταν απαράδεκτα, πρώτον αυτό, δηλαδή ψωνίζαμε απ’ τον «Βλαντούση», στην Θανάσαινα, το χρωματοπωλείο, είδη κιγκαλερίας, είχε τότε τα χρώματα «Cosmos Lac». Ήτανε ψιλοαπαράδεκτα, αλλά βολευόμασταν. Στην Αθήνα είχαν έρθει κάποια γερμανικά σπρέι, τα «Sparvar». Επίσης, στην Αθήνα έβρισκες βαλβίδες για να κάνεις λεπτές γραμμές, χοντρές γραμμές. Οπότε εγώ του είπα του τύπου: «Θέλω να μου στείλεις υλικό, όπως επίσης και βιβλία και λοιπά για να μάθω, να καταλάβω, να δω τι γίνεται» και έβαλα ένα πεντοχίλιαρο σε ένα γράμμα, σε έναν φάκελο συγγνώμη, το ταχυδρόμησα με ΕΛ.ΤΑ., και ο τύπος πήρε το πεντοχίλιαρο και μου ’στειλε ένα γερμανικό περιοδικό, το Backspin, ένα… που αφορούσε την ευρύτερη hip hop κουλτούρα, ένα αφιέρωμα, ένα βιβλίο-αφιέρωμα στον Sin, που θεωρείται ο godfather του graffiti, Νεοϋορκέζος γκραφιτάς είναι αυτός, και τρεις βαλβίδες, μόνο τρεις βαλβίδες! Σκέψου ότι οι βαλβίδες, εγώ τώρα όταν κάνω ένα κομμάτι μού μπουκώνουνε οι δέκα βαλβίδες και τις πετάω, τότε μου ’στειλε απλά τρεις βαλβίδες. Λοιπόν, εγώ απ’ το ένα το βιβλίο του Sin κατάλαβα πώς χτίζεται το σωστό graffiti και έκανα ένα πέρασμα σε μία νέα εποχή και το graffiti μου, ας πούμε, άλλαξε και ήμουνα, θεωρούμουνα ο τοπ του Ναυπλίου, ο τοπ γκραφιτάς, παρόλο που σε σχέση με τους υπόλοιπους έκανα μικρή ποσότητα, έκανα σταθερά, ξέρω γω, ένα το τρίμηνο, το πεντάμηνο; Τόσο λίγο. Ενώ οι άλλοι μπορεί να πήγαιναν μία μέρα και να ’καναν τρία απανωτά, ξέρω γω. Απλά εγώ είχα ποιότητα και αυτοί είχαν ποσότητα. Οπότε με σέβονταν! Τέλος πάντων, εγώ έφυγα, τα πήρα αυτά, είχε φτάσει καλοκαίρι κι εγώ το καλοκαίρι θα έφευγα για την Κω. Οπότε δίνω τις τρεις βαλβίδες στο ένα το παιδί που υπέγραφε ως Demon ή Devil, δεν θυμάμαι γιατί τ’ άλλαζε συχνά, και γυρίζω το καλοκαίρι, μετά το καλοκαίρι στο Ναύπλιο, το 1ο, το 1ο και το 2ο Γυμνάσιο τα ’χανε γεμίσει graffiti, ήταν τίγκα! Κρίμα που δεν τα είχα φωτογραφίσει, είναι ασύλληπτο, ρε, δεν μπορείς να το διανοηθείς, παντού!
Απίστευτο!
Είναι απίστευτο! Τώρα εγώ τις έχω τις εικόνες στο μυαλό μου, αλλά πώς βλέπεις την Αθήνα που είναι βανδαλισμένη;
Ναι!
Σκέψου τα σχολεία μας, τα δυο σχολεία αυτά έτσι.
Τώρα ποια χρονολογία λες;
Λέω το ’99, ας πούμε, αυτά.
Tο ’99, okay!
Και μαθαίνω ότι το παιδί στο οποίο είχα δώσει τις τρεις βαλβίδες ήτανε… πουλούσε μούρη και ήταν ο king, ξέρεις: «Έχω τις καλές βαλβίδες εγώ και βάφω!». Τρεις βαλβίδες, που οι βαλβίδες κάνουνε τώρα είκοσι λεπτά η μία, εικοσιπέντε λεπτά η μία. Και γι’ αυτές τις τρεις βαλβίδες, σκέψου πόσο δυσεύρετο ήταν σαν υλικό, ας πούμε, στο Ναύπλιο τότε. Και μου τις έδωσε πίσω, ας πούμε, και συνεχίσαμε. Λοιπόν, εγώ τότε, επειδή ήθελα να ανεβάσω την ποιότητα του graffiti μου, άρχισα να παραγγέλνω από την Αθήνα κάποια σπρέι, δηλαδή χρησιμοποιούσα για γέμισμα στα κομμάτια μου χρώματα, τα φθηνά ας πούμε, τα «Cosmos Lac», που έπαιρνα απ’ τον «Βλαντούση», που έκαναν 750 δραχμές, και παρήγγελνα σπρέι για να κάνω τα εξωτερικά περιγράμματα για να είναι τέλειες οι γραμμές και να φαίνεται το κομμάτι τέλειο. Οπότε ξαφνικά μπήκα σε μία διαδικασία, ξέρεις… Εν τω μεταξύ, αυτά τα έκανα στα κρυφά, δεν τα ήξεραν οι γονείς μου, δεν ήξεραν τίποτα και επειδή μεγάλωσα στην κλασική κοινωνία: «Αχ! Τι θα πει ο γείτονας!» και τα λοιπά δεν ήθελα να τους εκθέσω. Οπότε τα ’κανα όλα στα κρυφά, δεν έτρωγα στο σχολείο και μάζευα χρήματα για να πάρω τα σπρέι μου, δεν τα έφερνα σπίτι τα σπρέι, τα έβαζα σε σακούλες και τα πέταγα σε χωράφια πολύ μέσα στο βάθος. Αλλά δυο φορές μου τα ’χαν κλέψει και τώρα να μου κλέψουν σακούλα με δέκα σπρέι, που ήτανε... κάθε σπρέι για να το πάρω τρεις μέρες δεν έτρωγα στο σχολείο ήτανε.... Ξέρεις, έτσουζε, σε έτσουζε.
Φαντάζομαι!
Παίζει κάποια απ’ τ’ άλλα τα παιδιά που έβαφαν πολύ να είχανε καλύτερο οικονομικό background, ας πούμε, να είχανε μεγαλύτερο χαρτζιλίκι εκείνη την εποχή, οπότε μπορούσαν να πάρουν μαζικά σπρέι. Γι’ αυτό εγώ έκανα τόσον καιρό κιόλας, αλλά ενδιάμεσα, ξέρεις, σκίτσαρα περισσότερο, οπότε βελτιωνόμουνα σε αντίθεση με τους άλλους, που απλά αγόραζαν τα σπρέι και έκαναν το graffiti, χωρίς να έχουν δουλέψει. Οπότε εγώ άρχισα, είπα θα αρχίσω να παίρνω απ’ την Αθήνα. Τότε είχε, υπήρχε κι ένα άλλο graffiti shop, το οποίο υπάρχει ακόμα στην Αθήνα, είναι το «Revolt Shop» στο Μοναστηράκι. Παίρνω τηλέφωνο και λέω: «Θέλω να παραγγείλω σπρέι! Πώς μπορεί να γίνει;». Μου λέει: «Θα τα βάλεις στο, σε τραπεζικό λογαριασμό, θα σου δώσω, και θα σ’ τα στείλω με Κ.Τ.Ε.Λ.». Τώρα εγώ... λέω: «Τι τραπεζικό λογαριασμό, τι μου λες, τι είναι αυτά;». Και έπαιρνα τηλέφωνο από... τότε είχα πάει Πρώτη Λυκείου, σχολούσα και έπαιρνα τηλέφωνο από καρτοτηλέφωνο μπροστά απ’ τον Καποδίστρια, εκεί πέρα. Μου λέει: «Μην ανησυχείς, είναι απλό, είναι απλό!». Οπότε, ξέρεις, σχολούσα εγώ στο εξάωρο, η μάνα μου ήταν καθηγήτρια σχολούσε στο εφτάωρο, οπότε είχα αυτήν τη μία ώρα που μπορούσα να κάνω διάφορες μπαγαποντιές. Σχολούσα, πήγαινα εκεί, πάω στην τράπεζα, κι έκανα, είχα κάνει, θυμάμαι, την πρώτη μου κατάθεση και όντως μου τα έστειλε, μου έστειλε μία εξάδα σπρέι, που τώρα εντάξει μια εξάδα σπρέι είναι αστεία, να αγοράσω μία εξάδα σπρέι. Αγοράζω, τα παίρνω είκοσι, τριάντα τα σπρέι, ξέρω γω. Και τα… Και ακόμα κι αυτό ήτανε πολύ wow για το Ναύπλιο και το επίπεδο της ποιότητας, ας πούμε, ανέβαινε του graffiti. Απ’ το ίδιο κατάστημα παρήγγελνα επίσης και κάποιες, είχα παραγγείλει μια βιντεοκασέτα graffiti, που ήταν η βιντεοκασέτα των FX Crew. Ακόμα κι αυτό με επηρέασε στο πώς εξελίχθηκα. Τι εννοώ; Όταν είσαι έφηβος κάποια ερεθίσματα σε επηρεάζουν και σε διαμορφώνουν. Είχα πάρει τηλέφωνο στο «Revolt Shop» και λέω: «Θέλω μια βιντεοκασέτα, ρε φίλε! Θέλω να δω graffiti action!» και μου λέει: «Έχω των FX». «Δεν ξέρω τι είναι αυτό, στείλ’ τη μου!» λέω. «Σε πληρώνω, στείλ’ τη μου!». Αυτοί ήτανε η αφρόκρεμα των γκραφιτάδων από Ευρώπη και Αμερική, χονδρικά, οι οποίοι έκαναν παραγωγές, συνεργασίες με τελικό στόχο να κάνουν έργα τέχνης στην ουσία. Αν είχε τύχει να μου έστελνε μία βιντεοκασέτα της εποχής, που ήταν με παράνομο graffiti σε τρένα, παίζει να μου γινόταν πλύση εγκεφάλου μ’ αυτό και να γινόμουνα τρενάς, να έβαφα τρένα και να γινόμουνα hardcore. Επειδή, όμως, το ερέθισμά μου ήτανε, ξέρεις, «Wow τέχνη!», αυτό σκεφτόμουνα [00:50:00]κι εγώ. Τώρα βλέπω ότι τα παιδιά της γενιάς μου, που έβλεπαν π.χ. την Dirty Hands, αυτή ήταν η ταινία της εποχής, η τριλογία συγκεκριμένα, έγιναν τρενάδες και το έζησαν τελείως διαφορετικά. Οπότε εγώ συνέχισα σε έναν, στον ήρεμο τρόπο του να κάνω graffiti και στην ουσία, ας πούμε, το Ναύπλιο ποτέ δεν βανδαλίστηκε, δεν κάναμε ποτέ χοντρό βανδαλισμό, αυτό που ονομάζεται bombing, σε αντίθεση με άλλες πόλεις. Ακόμα και οι πιο hardcore της εποχής πήγαιναν στα σχολεία ή στο γήπεδο και έβαφαν παράνομα, που επειδή είχαν γίνει αρκετά παράνομα μετά, ξέρεις, υπήρχε ανοχή, ας πούμε, και δεν σου έλεγε κανείς τίποτα. Οπότε εγώ στην ουσία θεωρώ ότι έκανα νόμιμο graffiti, παρόλο που δεν είχα άδεια, έκανα νόμιμο graffiti στο γήπεδο–
Θεωρείς και θεωρούσες; Και τότε;
Ναι, δεν ήτανε, δεν είχα κάποιο χαρτί, αλλά δεν έβαφα… Εντάξει, είχα κάνει μερικά bombs. Ας πούμε τώρα έχω ανοίξει και έναν φάκελο κι έχω φωτογραφικό υλικό.
Ωραία!
Είχα κάνει και κάποια ελάχιστα bombs, ας πούμε, είχα κάνει βλέπω… Α! Είχα κάνει στα σχολεία, okay, είχα κάνει και στο Λύκειό μου που πήγαινα, είχα κάνει… Είχε τύχει να πάμε εκδρομή στην Χαλκίδα μονοήμερη, εννοείται είχα τα σπρέι μου και βρήκα, ρώτησα εκεί κάποιο αλάνι στον δρόμο πού μπορώ να πάω να βάψω, μ’ έστειλε στο skate park και ήταν bomb στην ουσία. Ή τα καλοκαιρία στο χωριό μου στην Κω έκανα κάθε φορά ένα bomb, αλλά το ’κανα στο, μέσα σε ποτάμι, ξέρω γω, οπότε δεν μπορούσες να το πεις και πολύ bomb. Δεν είναι ότι βανδάλιζα ούτε ότι έκανα tagging, ξέρεις το καταστροφικό tagging, ίσα-ίσα είχα κάνει είκοσι tags σε όλη την πόλη και θεωρούσα ότι δεν σηκώνει παραπάνω tags αυτή η πόλη. Δηλαδή υποσυνείδητα νομίζω κι εγώ, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι, κατανοούσαμε ότι η πόλη δεν είναι για να την καταστρέφεις, ότι ίσως είναι μία πόλη με υψηλή ποιότητα, ας πούμε, δεν είναι ότι, δεν ήταν μία κακάσχημη πόλη, παρόλο που πολλοί από μας ζούσαμε στην άσχημη πλευρά. Άσχημη πλευρά… τώρα είναι πιο άσχημη πλευρά, ξέρεις, που είναι οι άσχημες οι πολυκατοικίες. Παρ’ όλ’ αυτά κι εγώ μεγάλωσα γύρω από πορτοκαλιές, δεν το λες και άσχημο, όσο άσχημη και αν είναι η πολυκατοικία μου το περιβάλλον ήτανε καταπληκτικό για ένα παιδάκι που ήθελε να παίξει. Οπότε γι’ αυτό δεν βανδαλίστηκε ποτέ και πολύ το Ναύπλιο, γιατί δεν σου δημιουργούσε, ξέρεις, ενστικτώδεις, τέτοιου είδους ενστικτώδεις ενέργειες.
Άρα υπάρχει στην κουλτούρα του graffiti το ότι ζωγραφίζω, φτιάχνω κάτι, φτιάχνω ένα graffiti για να κάνω κάτι πιο όμορφο;
Ναι, σε κάποιους ναι, σε κάποιους άλλους όχι. Κάποιοι άλλοι... Ρε παιδί μου, έχει να κάνει, ξέρεις, όλοι γενικά προσπαθούν να κάνουν κάποιες γενικεύσεις για το graffiti, αλλά έναν-έναν άμα ρωτήσεις κάθε γκραφιτά ο καθένας θα σου πει τη δική του φιλοσοφία, που είναι αντιδιαμετρικά αντίθετη από του άλλου. Αυτό είναι το λάθος όσων μελετάνε την κουλτούρα, νιώθουν ότι όλοι έχουνε στο μυαλό τους ένα κοινό ένστικτο ή κάποιους κοινούς κανόνες. Είναι όλοι, όλοι σκέφτονται τελείως διαφορετικά και ανάλογα με το πού θα μεγαλώσουν. Αν εγώ μεγάλωνα σε άλλη πόλη θα λειτουργούσα τελείως διαφορετικά, αν ήμουν στην Αθήνα θα ήταν διαφορετικό, αν ήμουνα στην Καβάλα θα ήταν διαφορετικό. Παρ’ όλ’ αυτά, εγώ συγκεκριμένα, ενώ μεγάλωσα, ξέρεις, μεγάλωσα σε μία όμορφη πόλη, ιδανική για ένα παιδί, αλλά άκουγα στην εφηβεία μου τους TXC να λένε: «Συνεχίζω να δημιουργώ, καταστρέφοντας!» και ένιωθα αυτό το πράγμα. Επίσης, θυμάμαι ότι ένιωθα κιόλας ότι εναντιωνόμουνα, βέβαια στην πόλη, είχα κάνει ένα outline πάλι, χωρίς γέμισμα και τέτοια, και είχα γράψει «We attack in the dark». Θυμάμαι ότι είχα σαν έφηβος και ένα μένος απέναντι σε κάτι γενικό. Τι ήταν αυτό το γενικό; Το σύστημα; Οι μεγάλοι που μας πιέζουν; Ο αδερφός μου, που μ’ έπρηζε να παίξω ποδόσφαιρο; Είχα μέσα μου κάτι και όλα αυτά βέβαια μου τα καλλιεργούσε και η hip hop μουσική, που ήταν στην ουσία η μόρφωσή μου, από κει αποκτούσα παιδεία, απ’ τους στίχους των hip hoppers της εποχής. Που ξαφνικά, ξέρεις τώρα, από εκεί που ζούσα στη φούσκα μου, παιχνίδι, η μαμά μου ’φτιαχνε τοστάκι, πορτοκαλάδα, μόνη υποχρέωση το διάβασμα, ξαφνικά άκουγες κάποιους να λένε για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Εκεί σου ξυπνούσαν κάποια ένστικτα. Παρόλα αυτά–
Άρα ένιωθες, συγγνώμη, ότι ανήκεις σε μια underground κοινότητα, παρόλο που ήσουνα ήσυχο παιδί και ήθελες να τα ’χεις όλα καλά;
Ένιωθα, γι’ αυτό προσπαθούσα να το κρατήσω και κρυφό, αλλά απ’ την άλλη, ξέρεις, γούσταρα κιόλας κάποιοι να το ξέρουνε, για να έχω και τα εύσημα της φάσης. Αλλά κυρίως γούσταρα αυτοί που είναι σε κάποιον κοντινό χώρο. Αλλά ακροβατούσα πάντα μεταξύ του «θέλω να είμαι underground και να τα διαλύσω όλα», αλλά «θέλω να είμαι και σούπερ συνεπής σε όλα, στις υποχρεώσεις μου, στην κοινωνία, απέναντι στους γονείς μου, απέναντι στον καθηγητή μου» και τα λοιπά. Ακόμα και τώρα είμαι κάπως έτσι, δηλαδή και τώρα έχω το ίδιο πρόβλημα. Απ’ τη μία μου φέρνουν οι γονείς τα παιδιά τους και τα εμπιστεύονται σ’ εμένα για να τους διδάξω εντός εισαγωγικών graffiti κι απ’ την άλλη είμαι και βάνδαλος μέσα στην πόλη και το ξέρουν οι γονείς, ότι κάνω κάποια characters αυτήν την περίοδο, τα τελευταία τρία χρόνια έχω γεμίσει την Αθήνα. Το ξέρει ο κόσμος, ρε παιδί μου, αλλά απ’ την άλλη ξέρουν ότι είμαι και ένας ευγενής τύπος. Ή ακόμα και με αυτούς που βάφουμε, πάλι ξέρουν ότι όταν πηγαίνουμε για ένα βραδ… μία βραδινή εξόρμηση, που αυτοί μπορεί να βανδαλίσουν σκληρά, εγώ θα βανδαλίσω σκληρά, αλλά είμαι σε φάση: «Όχι, όχι πάνω στο μάρμαρο! Μη βάψεις το μάρμαρο! Όχι, όχι, ρε φίλε, στην ξύλινη πόρτα, δίπλα! Καλά, ρε φίλε, δεν βλέπεις ότι είναι καθαρό αυτό; Βάψε δίπλα που είναι βαμμένο!». Ξέρεις, πάντα ακροβατώ σε φάση θέλω να βανδαλίσω, αλλά λυπάμαι και τον καθαρό τοίχο, λυπάμαι αυτόν που έχει βάψει το σπίτι του, σέβομαι τα φυσικά υλικά ή την αρχιτεκτονική ώς έναν βαθμό και τα λοιπά. Πάντα, ξέρεις, ακροβατώ ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πεδία.
Θέλω να σε ρωτήσω πάνω σ’ αυτό. Τι χώρους επιλέγεις και τι ώρες επιλέγεις, στην παρούσα φάση, ως ενήλικος.
Ωραία! Στην παρούσα φάση, καλά το, ωραία, σωστά το θέτεις, γιατί κάθε δύο χρόνια αλλάζω τελείως λογική. Δηλαδή αλλιώς ήταν η λογική μου στο, σαν μαθητής, που ίσως αυτό θα σε ενδιαφέρει περισσότερο–
Και τα δύο μπορείς να μου πεις, ναι!
Για το Ναύπλιο. Ωραία, στο Ναύπλιο αυτό που με ενδιέφερε ήταν πρώτον να μην βρω μπελάδες, να βάψω κάπου που δεν θα βρω μπελά, αλλά και αν γίνεται να το δουν. Δηλαδή, οkay, είχα βάψει και απομονωμένα στην ταράτσα μου δύο φορές, αλλά ήθελα και να το βλέπουν, ρε παιδί μου. Στο γήπεδο όταν έβαφες, έβαφες, το έβλεπαν. Και ας πούμε συνήθως έβαφα στο γήπεδο, πέραν από κάποιων στα σχολεία που είχα κάνει συνήθως έβαφα στο γήπεδο, γιατί, επειδή έκανα... τότε η λογική μου δεν ήτανε να, όπως, δεν ήταν τα throw ups. Throw ups είναι τα γρήγορα, αυτά τα φουσκωτά, ας πούμε, γράμματα, που γίνονται, ξέρεις, στην ουσία ένα γέμισμα κι ένα περίγραμμα. Εγώ αντιλαμβανόμουνα το graffiti σαν ζωγραφική, οπότε έκανα μία ζωγραφιά, την είχα προετοιμάσει στο εκατό τοις εκατό στο χαρτί μου και ήθελα να το... συγγνώμη, ήθελα να το κάνω στον, σε μεγάλη κλίμακα στον τοίχο. Οπότε αυτό, απ’ τη στιγμή κιόλας που δεν ήξερα να χρησιμοποιώ και πολύ καλά τα υλικά, μου έπαιρνε πάρα πολύ χρόνο ή πολλές μέρες. Και συχνά μάλιστα, επειδή το έκανα και στα κρυφά μέχρι να το μάθει, να το μάθουν οι γονείς μου, πήγαινα π.χ. σχόλαγα την έκτη ώρα και πήγαινα στο γήπεδο και έβαφα για 45 λεπτά και συνέχιζα την επόμενη μέρα, όποτε είχα εξάωρο και το έκανα αποσπασματικά. Οπότε γενικά με θεωρώ ότι ήμουνα legal, «λιγκαλάς» που λέμε, έκανα νόμιμα. Πλέον ή μπορεί να θέλω να πάω να αράξω να το κάνω κάπου χαλαρά ή κάνω τα γρήγορα bombs μου σε όλη την πόλη. Η λογική για να βάψω σε όλη την πόλη πλέον έχει στρατηγική σε σημεία όπου πάλι να φαίνονται. Βασικά λειτουργώ και σαν οδηγός, σκέφτομαι σαν οδηγός, επειδή οδηγάω πολλά χρόνια, οπότε βάφω σε σημεία που τα βλέπει ο οδηγός, είναι, δεν είναι πλάγια στον τοίχο, αλλά κατακόρυφα, τα βλέπεις μπροστά σου, οπότε οδηγάς και τα βλέπεις επί ώρα να, το character μου να έρχεται μπροστά σου, να σε πλησιάζει, και βάφω σε κομβικά σημεία. Έχω ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια, ας πούμε, στο κέντρο της Αθήνας και το επόμενό μου βήμα ήταν σε δρόμους που απ’ το κέντρο της Αθήνας ακτινωτά φεύγουν προς όλες τις υπόλοιπες περιοχές, δηλαδή έτσι σκεφτόμουνα. Τώρα θέλω να βάψω προς τα βόρεια προάστια. Όσοι πηγαινοέρχονται από βόρεια προάστια για κέντρο, που είναι κάτι σύνηθες, να το βλέπουν θέλουν-δεν θέλουν. Και θα κάνω και δυο-τρία απανωτά οπότε, είσαι στην Κηφισίας, βλέπεις το ένα να σε πλησιάζει, ενώ το έχεις ήδη δει, και ξαφνικά σου ’ρχεται κι άλλο ένα. Μετά πάμε προς Πειραιά, μετά πάμε προς Πελοπόννησο, Καβάλας, ξέρω γω. Αυτή ήταν μία λογική των bombs μου, ας πούμε, σε κομβικά σημεία, μ’ αυτήν τη λογική. Αλλά είναι ανάλογα με τη φάση, δηλαδή παλιότερα που σαν φοιτητής είχαμε φτιάξει και ένα graffiti crew που ο στόχος μας ήτανε να αποκτήσουμε super skills και να θεωρούμαστε καλό crew και τότε, ας πούμε, το, είχε γίνει το «μπαμ» με το Myspace, οπότε, ξέρεις, το, υπάρχει ένας, υπάρχει η παράδοση που τις Κυριακές πάνε οι γκραφιτάδες για βάψιμο, είναι χαλαρή μέρα που πάνε για το βαψιματάκι τους, οπότε ξέρεις ότι Κυριακή βράδυ όλοι θ’ ανεβάσουν στο Myspace το νέο τους κομμάτι. Τότε είχαμε κάποια spot, κάποια εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, ξέρω γω, που πηγαίναμε και βάφαμε δύο μέρες και προσπαθούσαμε να κάνουμε κάτι super wow, για να το ανεβάσουμε στο Myspace και να το δει η ευρύτερη κοινότητα, να παίξει [01:00:00]αλληλεπίδραση και να πάρουμε το respect, αυτό το πολυπόθητο.
Μες στην καραντίνα ποιο νούμερο πατάτε για να κάνετε graffiti; Ποιο, ποιο νούμερο στέλνετε για SMS;
Μες στην καραντίνα, απ’ την πρώτη μέρα της καραντίνας εγώ δεν ζωγραφίζω, έχω σταματήσει να πηγαίνω για βάψιμο, δεν έχω διάθεση, άρα τώρα αυτό που λες πάλι δεν μπορώ να εκπροσωπήσω τους άλλους. Κάποιοι δεν πατάνε τίποτα, εδώ κάνουν άλλες κι άλλες παρανομίες, θα πατήσουν γι’ αυτό; Οπότε δεν έχω άποψη να σου πω.
Ναι, πιο πολύ προσωπικά ρωτούσα, εσένα.
Ναι, τώρα πήγα, κοίτα γενικά, επειδή είμαι και ελεύθερος επαγγελματίας, αυτοαπασχολούμενος, έχω χαρτί να κινούμαι. Οπότε τώρα πήγα για ένα βάψιμο, δεν χρειάστηκε καν να πατήσω κάτι, έχω, έχω ένα επίσημο έγγραφο.
Οι θεματικές ενότητες που επιλέγεις σήμερα και σε αντιδιαστολή με αυτές που επέλεγες ως νεαρός, ως παιδί;
Κοίτα, σήμερα, αυτήν την εποχή, συνήθως στον τοίχο πηγαίνω για να εκτονώνομαι και κάνω τα bombs μου, στην ουσία σχεδόν επαναλαμβάνω ένα λογότυπο, προσπαθώντας να το, να το βάλω στο υποσυνείδητο των ανθρώπων. Δεν υπογράφω, αλλά το κάνω με έναν πολύ απλοϊκό τρόπο και μ’ αρέσει... Βασικά στην αρχή άρχισα να το κάνω απλά για να εκτονώνομαι, γιατί τα τελευταία χρόνια είχα στρες για επαγγελματικούς λόγους, οικονομικούς και τα λοιπά, οπότε ξεκίνησα να επαναλαμβάνω στον δρόμο κάτι πάρα πολύ απλό που δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη. Στην πορεία συνειδητοποίησα την απήχηση που είχε στον, στον θεατή, και που ήταν εύκολα αναγνωρίσιμο, ακόμα και ένα δευτερόλεπτο άμα το έβλεπες σου έμενε, οπότε συνέχισα να το κάνω, γιατί συνειδητοποιώ ότι όσο πιο πολλοί το βλέπουν τόσο πιο πολλοί καταλαβαίνουν τη γλώσσα μου. Και όταν βλέπουν πλέον τα έργα μου, τις εικονογραφήσεις μου και λοιπά, γνωρίζουν ήδη τη γλώσσα που χρησιμοποιώ και μπορούν πιο εύκολα να καταλάβουνε και να δώσουν βάση σε αυτό που κάνω.
Πώς συνειδητοποίησες ότι το παρατηρούν;
Μιλάω με πάρα πολύ κόσμο σε, από διαφορετικά backgrounds και σε διαφορετικές ηλικίες, το βλέπω μέσω social media και λοιπά. Δεν έχω γνωρίσει κανέναν που να μην το ’χει δει, δηλαδή όποιον γνωρίζω –και δεν λέω για γκραφιτό… γκραφιτόφιλους– γενικότερα, το βλέπουν όλοι. Γιατί όντως έχει γίνει σε πολλά σημεία της πόλης και όταν λέω της πόλης των ευρύτερων δήμων του λεκανοπεδίου και μου το λένε. Τώρα σε αυτήν τη φάση με αυτόν τον τρόπο σκεφτόμουνα. Παρ' όλ' αυτά, αυτό έχει κάνει έναν κύκλο, ο οποίος ο κύκλος είχε κλείσει και έχω ανάγκη να περάσω στο επόμενο βήμα. Τις εικονογραφήσεις που ανέφερα θα ήθελα να τις μεταφέρω και στον τοίχο. Πάλι με το... στον τοίχο κάνω, έκανα ένα φατσάκι, ένα κεφάλι στην ουσία, θέλω να αρχίσω να κάνω εικονογραφήσεις, να τον ζωντανέψω αυτόν τον ήρωα και να αφηγείται ιστορίες μέσα στην πόλη τώρα που τον γνωρίζουν. Αυτό είναι κάτι που ήδη το κάνω χρόνια σε χαρτί, αλλά έχει, θα έχει άλλη δυναμική αν το περάσω στον τοίχο. Τώρα αν θα το κάνω ή όχι δεν ξέρω να σου πω, γιατί υπάρχουν διάφοροι ανασταλτικοί παράγοντες. Οι ψυχολογικοί, π.χ. δεν έχω όρεξη να πάω να βάψω, ο φόβος, γιατί πλέον η, φοβόμαστε απίστευτα, εγώ φοβάμαι απίστευτα την Αστυνομία, είναι πάρα πολύ βίαιη και επιθετική και, ναι, αυτό με τρομάζει, με τρομάζει η Αστυνομία πάρα πολύ. Η εξουσία σε αυτήν τη φάση, τα χρόνια της Νέας Δημοκρατίας θεωρώ ότι έχει ξεφύγει η κατάσταση. Το βλέπω κάθε μέρα, αλλά νομίζω κάποια στιγμή θα πατήσω ένα κουμπί, όταν βέβαια θα υπάρχει η επίσημη άδεια του να κυκλοφορείς έξω, και θα αρχίσω να, να δουλεύω τις graffiti εικονογραφήσεις μου στον δρόμο–
Δηλαδή–
Τώρα στο παρελθόν… Συγγνώμη;
Μας μιλάς για περιστατικά βίας. Τι έχεις βιώσει εσύ όσον αφορά αυτό το σκηνικό που περιγράφεις;
Τώρα πάλι να μιλήσω για τα χρόνια στο Ναύπλιο ή για τα χρόνια τα... κατόπιν;
Ουσιαστικά–
Έχω διάφορες εμπειρίες, μωρέ, οπότε είναι πολύ γενική ερώτηση. Βάφω πάνω από είκοσι χρόνια, οπότε μου ’ναι πολύ γενική, μερικές ερωτήσεις είναι γενικές.
Έχεις πολλές ιστορίες, ναι!
Παρ’ όλ’ αυτά, παρ’ όλ’ αυτά, συγγνώμη, επειδή ρώτησες πριν να ολοκληρώσω για πριν. Σε αντίθεση με τώρα, που ξέρω γιατί, πώς βάφω σε κάθε περίοδο της ζωής μου, μικρός δεν ήξερα και πειραματιζόμουνα. Ήξερα ότι μου αρέσουν τα γράμματα, αυτά με εξίταραν τότε και αυτό μελετούσα, πειραματιζόμουνα πάνω στα γράμματα, δηλαδή το παραδοσιακό graffiti, τα graffiti styles. Αυτό έκανα σαν μαθητής στο Ναύπλιο κι αυτό με οδήγησε κιόλας στο να μπω στην Αρχιτεκτονική κατόπιν, γιατί, όταν με ρώτησε ένας σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού, μία στο Ναύπλιο, πώς λεγόταν, δεν θυμάμαι, είπα… Μου λέει: «Τι σου αρέσει να κάνεις;», λέω «μου αρέσει να σχεδιάζω!». Ντράπηκα να πω: «Μου αρέσει να κάνω graffiti», γιατί δεν ήξερε η μητέρα μου ότι κάνω graffiti, η οποία ήταν μπροστά.
Πότε το έμαθε η μητέρα σου;
Λοιπόν, οπότε μου είπε η σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού: «Αφού σου αρέσει να σχεδιάζεις και –δεν το θυμάμαι, αλλά το φαντάζομαι θα είπε ότι– αφού είσαι καλός μαθητής, πρέπει να πας για Αρχιτεκτονική», τίποτ’ άλλο δεν ήξερα. Λέει: «Δεν ξέρω να σου πω παραπάνω, πήγαινε να γραφτείς στο εργαστήρι σχεδίου της Βασιλικής Σαγκιώτη», το οποίο υπάρχει ακόμα και... «για Αρχιτεκτονική!». Πάω με τη μητέρα μου, λέει η μάνα μου: «Αυτό και αυτό, μας…», ξέρεις, εγώ δεν μιλούσα, ένα παιδάκι, «μας έστειλαν… να γραφτεί το παιδί…». «Ωραία, κάτσε για ένα δοκιμαστικό!». Κάθομαι για ένα δοκιμαστικό, σκιτσάρω, εντελώς τυχαία ήταν εκεί και η Βούλα η Κουτρουμπή, η αδερφή ενός παιδιού που έκανε graffiti τότε, κάναμε μαζί, Morf υπέγραφε, ο Νίκος ο Kουτρουμπής, και την ήξ… Δεν θυμάμαι, πιάσαμε λίγο κουβέντα «μπλα μπλα»… Μάλλον δεν το θυμάμαι καθόλου, αυτό που θυμάμαι είναι ότι είμαι στο σπίτι μου τις επόμενες μέρες, καλεί στο σταθερό η Βάσω η Σαγκιώτη και λέει στη μάνα μου: «Μια χαρά ο Μανώλης», ξέρω γω, «το ’χει και μάλιστα έμαθα είναι και καλός στο graffiti!». Ακούω η μάνα μου, τη μάνα μου: «Στο γκράφιτι», ξέρω γω, κάπως έτσι θα το ’παν, και ακούω τη μάνα μου να λέει κάτι για γκράφιτι στο τηλέφωνο, «νταν» κάνω και λέω: «Fuck!». Και λέει: «Ο γιος μου, τι εννοείτε; Δεν, δεν ξέρω κάτι, δεν ασχολείται!». «Α!» λέει «μου ’πε η…» –πώς την είπα– η Κουτρουμπή, η Βούλα. «Μου είπε η Βούλα ότι είναι πολύ καλός, κάνει με τον αδερφό της!». Όπα! Εντάξει, ξέρεις τώρα, καταστράφηκε το σύμπαν μου εκείνη τη στιγμή, λέω «την πατήσαμε». Το ’κλεισε μετά το τηλέφωνο η μάνα μου, ξέρεις, εγώ κόντευα να κλάψω, ντρεπόμουνα πάρα μα πάρα πολύ και της είπα ότι κάνω, αλλά κάνω μόνο στο γήπεδο, δεν κάνω κάτι κακό. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι έβαφα στο Γυμνάσιο που δούλευε η μητέρα μου. Αυτός ήταν ένας λόγος –αυτή δούλευε στο 2ο Γυμνάσιο– ήταν ένας λόγος παραπάνω που δεν ήθελα να το μάθει! Και οπότε, μετά, όταν ξαναπήγα για βάψιμο στο γήπεδο, ξέρεις τότε, εκείνα τα χρόνια, έκανες ένα κομμάτι και δίπλα έκανες ένα κάρο αφιερώσεις. Έγραφες: «Dedicated to» ή «props to» και έγραφες όποιον συμπαθούσες, όποιον ήταν της φάσης και τα λοιπά, οπότε εγώ στο επόμενο κομμάτι έκανα αφιέρωση και στους γονείς μου: «Το my parents» και μετά, ξέρεις, το κατεβατό ανθρώπων, οπότε έτσι το έμαθε η μητέρα μου.
Και πώς αντέδρασε;
Ρε παιδί μου, κοίτα, η μητέρα μου είναι συντηρητική λόγω του ότι έχει τα κλασικά, τα επαρχιακά άγχη. Εντάξει, ήξεραν ότι είμαι καλό παιδί, ήξεραν ότι είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου και αυτό πάντα με έσωζε, και αφού κατάλαβε ότι μάλλον δεν κάνω κάτι παράνομο ή άκουσε, βασικά, ξεκίνησε με το να της πει ένα μπράβο η δασκάλα ζωγραφικής. «Ναι, μπράβο, ο γιος σας…» ξέρεις, σκέψου το. «Ο γιος σας ζωγραφίζει ωραία, άρα έχει μέλλον, μπορεί να, να γίνει αρχιτέκτονας και η απόδειξη είναι ότι κάνει καλό graffiti». Οπότε κατευθείαν ξεκίνησε... Δεν ξεκίνησε με ένα τηλέφωνο απ’ την Αστυνομία: «Ναι, γεια σας, συλλάβαμε τον γιο σας να έχει καταστρέψει περιουσία!», οπότε είχε θετικό impact.
Αλλά δεν υπήρχε κάποια προοπτική του τύπου: «Ναι, εντάξει, αλλά μην το ξανακάνεις»;
Δεν το θυμάμαι, αλλά μετά ίσως και να της είχα δείξει, δεν θυμάμαι, κάποιο σχέδιο. Παρόλα αυτά δεν είναι ότι το γούσταραν και τρελά! Δηλαδή ένα απόγευμα ή ένα μεσημέρι ανέβηκα εγώ μόνος μου στην ταράτσα και έβαψα, γιατί στην ταράτσα λέω: «Εντάξει, ποιος νοιάζεται, ποιος το βλέπει; Κανένας!». Κατεβαίνω και είχε έρθει μια επίσκεψη, μία φίλη απ’ την Αθήνα, και μου λένε οι γονείς μου: «Έλα», ξέρω γω, «έχει έρθει η κυρία Ευαγγελία! Πού ήσουνα;». «Α! Στην ταράτσα ήμουνα, έβαφα!». «Τιιι έκανες;». Εκεί έπαθε ένα εγκεφαλικό και μ’ έκραξε, η άλλη βέβαια της είπε: «Εντάξει, δεν έκανε τίποτα το παιδί, απλά ζωγράφισε εκεί στην ταράτσα». Οπότε προφανώς οι γονείς μου δεν είναι ότι τρελαίνονταν ή κάτι, αλλά δεν είναι ότι με έβλεπαν κιόλας, ξέρεις, να βγαίνω... Ξέρεις, πολλά παιδιά έχουν τρελό lifestyle, graffiti lifestyle, ανυπακοής, ας πούμε, και αντίδρασης απέναντι στους γονείς. Εγώ ήμουνα, σου ξαναλέω, τύπος και υπογραμμός, οπότε ήξεραν ότι το παιδί τους είναι ένα okay παιδί, καθωσπρέπει, που απλά του αρέσει να ζωγραφίζει αυτά τα γκράφιτι, κάπως έτσι. Ούτε στο Ναύπλιο υπήρχε κάνα θέμα, ξέρεις, να γράφουνε σε φυλλάδες: «Βάνδαλοι!» το ένα το άλλο, ίσα-ίσα ο ο Τύπος τότε, ας πούμε, μόνο θετικά σχόλια μπορεί να είχαν γραφτεί για οτιδήποτε. Ή ακόμα και ο Roni, που ανέφερα πριν, πριν καν τον γνωρίσω –να αναφέρω ένα περιστατικό–, πριν καν ξεκινήσω να βάφω είχε συμβεί το εξής: Υπήρχε ένας καθηγητής Καλλιτεχνικών, εγώ πάλι πήγαινα Γυμνάσιο τότε, υπήρχε ο καθηγητής Καλλιτεχνικών Παλαμίδης, στο 2ο Γυμνάσιο. Πήρε… Τον ξέρεις;
Τον είχα στο Δημοτικό. Τον λατρεύω!
Μάλλον όλοι τον λάτρεψαν όσοι τον είχαν[01:10:00]! Έχεις επαφή μαζί του;
Όχι!
Okay, λοιπόν, ο τύπος αυτός πήρε άδεια και έκανε τοιχογραφίες με θέμα «Λερναία Ύδρα» και τα λοιπά στο γήπεδο απέξω και έβαφαν αυτοί, ας πούμε, ζωγράφιζαν με πινέλα και λοιπά, αλλά συμμετείχε και ο Roni, ο οποίος έκανε graffiti, είχε σπρέι. Και τυχαίνει να παίζει αγώνας ποδοσφαίρου, ξέρω γω, Δυοβουνιώτης – Πανναυπλιακός, ούτε κι εγώ ξέρω, στο γήπεδο, η μία η θεία μου να μένει απέναντι απ’ το γήπεδο και να ’χουμε πάει, γιατί ο αδερφός μου π.χ. ήτανε, ασχολείτο με ποδόσφαιρο, ξέρω γω και λοιπά, και έχουμε πάει στο μπαλκόνι της να δούμε τον αγώνα και καλά. Αλλά ακριβώς από κάτω από το μπαλκόνι είναι ο τοίχος που έβαφαν κι εγώ έβλεπα τον Roni έτσι, σε φάση graffiti, spray! Ήθελα απεγνωσμένα να πάω, αλλά ήμουν πάρα πολύ ντροπαλό παιδί, πάρα πολύ συνεσταλμένος! Οπότε σε κάποια φάση ζήτησα να κατεβούμε μια βόλτα κι ενώ συνήθως, ξέρεις, όταν κάνει κάποιος graffiti οι άλλοι έρχονται και χαζεύουν, αράζουν πίσω με τις ώρες, εγώ ντρεπόμουνα να κάτσω από πίσω του, απλά περάσαμε μπροστά και κοίταξα λίγα δευτερόλεπτα τα πάντα, τα σπρέι… Π.χ. ο, τότε τα graffiti που έκανε ο τέτοιος, ο Roni, έγραφαν το ένα «Run DMC», το συγκρότημα, το άλλο έγραφε «Ιn line». In line σημαίνει roller skating. Εγώ δεν ήξερα τι είναι, αλλά έτσι το έμαθα, γιατί ρώτησα άλλους και μου είπανε, άρχισα να ρωτάω: «Τι είναι in line, τι είναι in line;», το είδα στον τοίχο και άρχισα να ρωτάω, οπότε, ναι, ξέρεις, στο Ναύπλιο δεν έχει υπάρξει ποτέ τίποτα, καμιά hardcore αντιμετώπιση του graffiti, γιατί δεν έχει πάρει ποτέ hardcore τροπή το graffiti.
Στην ενήλικη ζωή σου;
Στην ενήλικη ζωή μου τι;
Όσον αφορά έτσι πιο hardcore καταστάσεις;
Α! Να σου πω επίσης ότι μια φορά με πήγαν στο Τμήμα, βέβαια, όταν τελείωσα, έδωσα Πανελλαδικές, που ήμουνα χαλαρός, ας πούμε, πήγα και έκανα κάποια legal, νόμιμα, ας πούμε, graffiti στην εξωτερική όψη του γηπέδου και τη μία φορά ήρθε περιπολικό. Αλλά ένιωθα, ξέρεις, βασικά είσαι παράνομος αν νιώθεις παράνομος, εγώ ένιωθα νόμιμος. Σταμάτησαν και μου λένε: «Τι γίνεται;» και τους λέω: «Παιδιά, ζωγραφίζω graffiti, ελάτε να δείτε, να, έχω το προσχεδιάκι μου εδώ, τα χρωματάκια μου!». Ε, λέω αστυνομικοί… «Α, ξέρετε και τον ξαδερφό μου τον τάδε; Τον Αχιλλέα;» μου λένε: «Έλα ρε, είσαι ξάδερφος του Αχιλλέα» και τέτοια; A, ωραία, μπλα μπλα, «αλλά πρέπει να έρθεις δυστυχώς στο Τμήμα!». Στο Τμήμα χα χα χου χα, «Α, ξέρεις…» να μου λέει ο Αξιωματικός εκεί πέρα, «έχω ακούσει ότι ο Roni κάνει φοβερές αερογραφίες σε μηχανάκια και τέτοια, να μας κάνατε εδώ εσείς μήπως το σήμα του, της Αστυνομίας;», όταν το Αστυνομικό Τμήμα ήταν στην Πρόνοια ακόμα. Ξέρεις, κι εμείς ήμασταν χαλαροί, μ’ έπιασαν εμένα μαζί με τον Νίκο τον Κουτρουμπή, τον Morf. Κι όταν αρχίσαμε και εμείς λίγο παραπάνω να γινόμαστε χα χα χου χα, όπα! Αγρίεψε ο τύπος σε φάση: «Τι γράφατε;». «Όπα!» λέω «αμάν! Ξέρουν ότι γράφουμε κάτι συγκεκριμένο; Oh, fuck!» λέω. Νομίζω είπα κάτι που δεν ίσχυε, ξέρω γω, ή το άλλαξα λίγο τύπου αντί για «RTM» είπα «Art», κάτι τέτοιο, μία παραλλαγή, ας πούμε. Οπότε αυτό.Μετά σαν ενήλικας έχω κάποιες εμπειρίες, αλλά... Οι όποιες άλλες έχουν πλάκα, άλλες όχι τόσο. Το θέμα είναι ότι δεν είχα κάποια συνέπεια ιδιαίτερη. Ξέρεις, έχω καταλήξει δύο φορές στο Αστυνομικό Τμήμα και έχω φύγει, χωρίς να έχει συμβεί τίποτα, έχω φύγει κατευθείαν, αλλά πολλές φορές, γενικά η Αστυνομία πολλές φορές έχει περάσει από μπροστά μου, αλλά δεν ασχολείται γιατί, για πολλούς λόγους. Δεν την ενδιαφέρει; Έχει κάτι σημαντικότερο να κάνει και θα της διέκοπτα, θα τους διέκοπτα τη διαδρομή; Ή και πάλι έχει τύχει να μας σταματήσουν, τώρα έχω ενδιαφέρουσες ιστορίες, σου ξαναλέω, αλλά δεν ξέρω αν έχει νόημα να τις πούμε, αφού είναι για κάτι μεταγενέστερο. Γιατί νόμιζα ότι μιλάμε περισσότερο για την εποχή του Ναυπλίου–
Μιλάμε περισσότερο, επικεντρωνόμαστε, αλλά αν, ωστόσο, επειδή εσύ ως αφηγητής έχεις κάποια τέτοια εμπειρία και τη θέλεις, και θέλεις να την μεταφέρεις, εννοείται μπορείς να μας την πεις.
Ωραία. Λοιπόν, σαν μαθητής στο Ναύπλιο εννοείται ότι δεν ήθελα να έχω κανένα μπλέξιμο, όχι καν με αστυνομίες, ούτε με καθηγητές, διευθυντές, ούτε με άλλα παιδιά, για λόγους που προανέφερα, οπότε ήμουνα σούπερ προσεκτικός και τυπικός. Αυτό βέβαια άλλαξε κατόπιν, γιατί φεύγοντας απ’ το Ναύπλιο για σπουδές και λοιπά απλά ένιωσα ότι ανεξαρτητοποιήθηκα, οπότε ό,τι κι αν συνέβαινε δεν θα επηρέαζε τους γονείς μου. Βέβαια, εννοώ, αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τη σωματική μου ακεραιότητα προφανώς και θα τους επηρέαζε, αλλά εννοώ ήξερα ότι αν στον Βόλο π.χ. που σπούδαζα με συλλάβουν ήταν κάτι που δεν θα τους άγγιζε, δεν θα το μάθαιναν και λοιπά. Και θυμάμαι ότι είχα αυτό ακριβώς το συναίσθημα την πρώτη φορά που με συνέλαβαν –αν είναι δυνατόν!– επειδή με έναν φίλο μου βάφαμε, αργά βέβαια, το βράδυ, ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, το οποίο ήτανε διαλυμένο και το είχαν εγκαταλείψει, ξέρω γω, δέκα; Είκοσι χρόνια, τριάντα χρόνια; Δεν ξέρω. Ήταν αστείο. Όπως επίσης και το bullying, ας πούμε, που μου έκαναν οι ασφαλίτες που με έπιασαν μέχρι να με πάνε στο Αστυνομικό Τμήμα. Με εξόργισε, έβγαλα διάφορα χρήσιμα συμπεράσματα για τη μετέπειτα ζωή μου απ’ αυτό. Και το πιο αστείο ήταν που στο τέλος, επειδή δεν θυμόμουν την ακριβή διεύθυνση της κατοικίας μου, γιατί τότε μόλις είχα πάει στον Βόλο, τους είπα, ξέρω γω: «Μένω Αγίων Αναργύρων 7 ή 8» και μου λένε «θα σε πάμε σπίτι σου!» για να δούνε ότι θα μπω σπίτι και μέχρι τελευταία στιγμή να, ξέρεις, να νιώθω το δυσάρεστο, δυσάρεστα συναισθήματα. Πριν φτάσω μου λένε: «Το ’πιασες τώρα, ε; Δεν θέλουμε να ξανακάνεις, δεν θα ξανακάνεις ποτέ!». Ήταν υπέροχο αυτό, γιατί με βοήθησε να συνεχίσω όλη μου τη ζωή! Ξέρεις, πολλές φορές προσπαθώντας να πείσεις κάποιον κάτι πετυχαίνεις ακριβώς το αντίθετο! Ακριβώς αυτό πέτυχαν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι. Με έβαλαν σε άλλη διαδικασία να το επαναπροσδιορίσω όλο το πράγμα και να απαντήσω επίσημα για το αν είναι καλό, αν είναι κακό, αν έχει νόημα να το κάνω ή όχι.
Οπότε σου δημιουργούσε αυτή η κατάσταση και μια διάθεση… Αυτό, του να κάνεις κάτι κόντρα;
Δεν το βλέπω έτσι! Βλέπω, το βλέπω σαν να κάνω κάτι που θα έπρεπε να είναι φυσιολογικό, οπότε και πλέον έτσι αντιμετωπίζω όποιον πιθανά με σταματήσει να κάνω graffiti χωρίς άδεια. Δεν μπορώ να πω ότι είναι παράνομο graffiti, μπορώ να πω ότι είναι graffiti χωρίς επίσημη άδεια. Για την οποία κάποιοι ξέρω ότι με πληρώνουν. Για το ίδιο πράγμα ακριβώς που κάποιος θα με κράξει ή θα καλέσει την Αστυνομία, ο άλλος ξέρω ότι μπορεί να μου δώσει 500 ευρώ ή 2.000 ευρώ μια εταιρεία αντίστοιχα, για το ίδιο πράγμα ακριβώς ακριβώς, χωρίς καμία αλλαγή! Οπότε πλέον, όχι πλέον, χρόνια τώρα, κι όταν ήμουνα στον Βόλο, αν με σταματούσαν εξηγούσα ότι κάνω τέχνη. Καλά, όταν ήμουνα φοιτητής, επειδή γενικότερα είχα, κάναμε πολλές εργασίες στον δημόσιο χώρο σαν αρχιτέκτονες, ούτως ή άλλως κάναμε πράγματα που για άλλους ήταν παράλογα, π.χ. το να φωτογραφίζεις, ν’ ανέβεις σε μία ταράτσα και να φωτογραφίζεις τα γύρω κτίρια, να ανέβεις σε μία ταράτσα χωρίς να έχεις πάρει άδεια, ας πούμε. Ξέρεις, απ’ την ίδια μας τη σχολή μάς έλεγαν: «Παιδιά, πείτε τους ότι σας έχουμε στείλει εμείς στο πλαίσιο κάποιας εργασίας, δεν γίνεται τώρα να πρέπει να βγάζουμε άδεια για το παραμικρό!». Οπότε σαν φοιτητής το εκμεταλλευόμουνα και για οτιδήποτε έκανα έλεγα ότι είναι μία δράση στο πλαίσιο μιας εργασίας και μετά τους αποπροσανατόλιζα, μάλιστα, εξηγώντας μία πιθανή εργασία και χαώνονταν, ας πούμε, στην εξήγησή ή μου στους όρους που μπορεί να χρησιμοποιούσα, οπότε μου ’λεγαν: «Καλά, καλά, εντάξει, εντάξει». Τώρα, πλέον, αν χρειαστεί είμαι διατεθειμένος να σβήσω αυτό που κάνω, αλλά εξηγώ ότι: «Είναι αυτό που βλέπετε, είναι ζωγραφική, δεν κάνω κάτι παραπάνω». Ναι, είμαι 35 χρονών, είμαι δάσκαλος ζωγραφικής, οπότε ξέρεις, τώρα ένας εικοσάχρονος αστυνομικός που βλέπει έναν 36 χρονών δάσκαλο ζωγραφικής μπερδεύεται και ο ίδιος. Ή παντρεμένο, άμα σου λέει ότι είσαι παντρεμένος. Ή όταν σε πιάνουν και είσαι μαζί με τη σύζυγό σου, 40 χρονών, δασκάλα ζωγραφικής επίσης. Κάπου μπερδεύονται, οπότε ναι. Παρ’ όλ’ αυτά ο μέσος εικοσάχρονος hardcore γκραφιτάς θα σηκωθεί να τρέξει. Εγώ δεν τρέχω, δεν έτρεχα και ποτέ, αλλά δεν τρέχω, γιατί πρώτον δεν μπορώ να τρέξω σε αυτήν την ηλικία, αλλά δεν έχω και την αδρεναλίνη για να τρέξω, δεν είμαι αυτός ο τύπος, δεν μπορώ, δεν το μπορώ αυτό, δεν μου αρέσει καθόλου το συναίσθημα αυτό, το βρίσκω πολύ δυσάρεστο. Μου είναι πιο εύκολο να το κουβεντιάσω μαζί τους και να δώσω οποιαδήποτε λύση. Στην τελική προτιμώ με, να ακολουθήσουμε κάποιες τυπικές διαδικασίες, οποιεσδήποτε εις βάρος μου, παρά να μπλέξω σε οτιδήποτε ή μέχρι και να με πατήσει ένα αυτοκίνητο, ξέρω γω, τρέχοντας; Δεν ξέρω. Και γι’ αυτό προσπαθώ και στους μαθητές μου να εξηγήσω πώς να συμπεριφέρονται αντίστοιχα. Τους παροτρύνω πρώτα να ξέρουν πάντα οι γονείς τους πού βρίσκονται για οτιδήποτε επικίνδυνο, να προσέχουν, γιατί μπορεί οποιοσδήποτε εκνευρισμένος από την κρίση ή από οτιδήποτε άλλο συμβαίνει σπίτι του να τους επιτεθεί, άρα πρέπει οι γονείς τους να είναι σε ετοιμότητα να τους προστατεύσουν. Γι’ αυτό κιόλας βέβαια δεν πρέπει να κάνουν και παράνομο graffiti. Να επιλέγουν πού κάνουν graffiti, να μην τρέχουν για να μην τους πατήσουν αυτοκίνητα, να είναι ευγενικοί, να εξηγούν και… Και τα λοιπά.
Ενότητα 5
Το graffiti σαν αφορμή για επικοινωνία, το πέρασμα στο street art και θρύλοι και ψέματα για το graffiti
01:19:59 - 01:36:35
Θα ήθελα να σε ρωτήσω τώρα, πέρα από το κομμά[01:20:00]τι της αστυνόμευσης, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας έρχεσαι σε επικοινωνία με κόσμο, με περαστικούς;
Ναι, κοίτα, τώρα, τα τελευταία χρόνια, που το να κάνω bombs μέσα στην πόλη ήτανε μια διαδικασία παρεΐστικη με κάναν-δυο-τρεις φίλους αργά το βράδυ, δεν συναντούσαμε και πολύ κόσμο που να ’χει διάθεση για αλληλεπίδραση. Όταν βάφαμε, όμως, ξέρεις, ολοκληρωμένα έργα σε τοίχους αράζοντας, πάντα υπήρχε αλληλεπίδραση, τουλάχιστον απ’ την πλευρά μου. Γουστάρω πάρα πολύ, δηλαδή οι φίλοι μου που βάφαμε σε φεστιβάλ ήξεραν ότι μία γραμμή τράβαγα, μία ώρα μιλούσα με κόσμο. Ή το ξέρουν ότι σχεδόν κάνω graffiti για να βρίσκω αφορμή να μιλάω για το graffiti. Πάντα μιλούσα με παιδάκια, με τσιγγάνους που περνούσαν, με τουρίστες, με οτιδήποτε. Ναι, γουστάρω, εννοείται! Έχω παλιά βιντεάκια που τους έπαιρνα, στους περαστικούς, ανεπίσημες ερωτήσεις: «Ποια είναι η άποψή σας για το graffiti; Σας αρέσουν;» και τέτοια…
Τέλειο!
Πάντα!
Θυμάσαι να μας μεταφέρεις κάποιον διάλογο που μπορεί να σου έχει μείνει ή κάποια σχόλια που, έτσι, να τα κρατάς ακόμα από κόσμο;
Καταρχήν, ο κόσμος ψιλοντρέπεται όταν του μιλάς. Ξέρεις, οι Έλληνες, εμείς, δεν είμαστε και τόσο επικοινωνιακοί, ανοιχτοί όσο υποτίθεται ότι είμαστε. Τώρα δεν μου έρχεται κάτι ιδιαίτερα, κάτι άξιο αναφοράς, αλλά σε γενικές γραμμές μόνο που τους μιλάς βλέπεις το χαμόγελό τους ή την εντύπωσή τους που τους μιλάς. Άλλοτε υπάρχουν αυτοί που απλά απολαμβάνουν και ντρέπονται, άλλοτε αυτοί που έχουν διάθεση για λίγη παραπάνω κουβεντούλα, να καταλάβουν τι είναι αυτό που κάνεις. Μπορεί να τύχει καμιά φορά, ξέρεις, και κάνας γείτονας να το απολαύσει και να έρθει να σου πει από μόνος του «Μπράβο!» ή να σε κεράσει και τίποτα, ψιλοσπάνια, αλλά μπορεί να τύχει κι αυτό. Και σίγουρα υπάρχουν και αυτοί που δεν γουστάρουν καθόλου και τους καταλαβαίνω και απόλυτα, γιατί κι εγώ δεν γουστάρω τα πάντα που υπάρχουν τριγύρω. Γι’ αυτό, ας πούμε, σχολιάζω το ότι παίρνει πρωτοβουλία ο καθένας και βάζει κολονάκια μπροστά απ’ το πεζοδρόμιο του σπιτιού του, προσπαθώντας ο άνθρωπος να αποφύγει να παρκάρουνε παράνομα άλλοι, αλλά δεν μ’ αρέσει αυτό που κάνει. Οπότε κι εγώ είμαι διατεθειμένος, σέβομαι απόλυτα αυτούς που δεν το γουστάρουν. Και απλά, όταν είναι επιθετικοί τύποι προσπαθώ να μην, να τους αποφεύγω, να μην επικοινωνώ, να μην απαντάω και τα λοιπά, γιατί ξέρω ότι δεν έχει νόημα, κανένα απολύτως νόημα.
Σου έχει–
Αλλά σίγουρα… Παλιά θυμάμαι, σαν φοιτητής ειδικά, ξέρεις, άρχιζε ο εγκέφαλός μου να λειτουργεί ξαφνικά! Είχα μεγάλη απορία για το πώς αλληλεπιδρά το graffiti με τον κόσμο. Βασικά, μου συνέβαινε το εξής, ένιωθα ότι κάνω κάτι που δεν το καταλαβαίνει κανείς. Ένιωθα ότι π.χ. έκανα γράμματα στο Ναύπλιο – και που τα έκανα; Ξέρεις πάντα διάβαζα, διάβαζα… Εγώ δεν μεγάλωσα σε graffiti περιβάλλον μεγάλης αστικής πόλης, οπότε μεγάλωσα διαβάζοντας για το graffiti και προσπαθώντας να το καταλάβω και το έκανα προσπαθώντας κι εγώ να το καταλάβω.Διάβαζα πάντα ότι οι γκραφιτάδες αντιδρούν, περνάνε μηνύματα στον, κοινωνία, κι έλεγα: «Τι μηνύματα περνάω; Σχεδόν κανένα. Okay, γράφω καμιά ατάκα δίπλα απ’ το RTM κομμάτι μου, αλλά πού είναι τα μηνύματα;». Οπότε αυτός ίσως ήταν και ένας λόγος που με τους περαστικούς αλληλεπιδρούσα λίγο παραπάνω. Κι αυτός ήταν και ο λόγος που κατόπιν έκανα μία στροφή και απ’ το lettering πέρασα στο street art κι άρχισα να κάνω characters. Αυτά τα έκανα σαν φοιτητής, όταν βέβαια κατά το 2005, ’04-’05, εκεί, που έγινε κιόλας το παγκό… Η παγκόσμια μεγάλη έκρηξη street art και παγκοσμίως άρχισαν πολλοί γκραφιτάδες να περνάνε σε ένα άλλο επίπεδο, να πειραματίζονται με υλικά, να μην κάνουν μόνο γράμματα, να χρησιμοποιούνε και πινέλα… κατακριτέα μέχρι τότε υλικά. Ξέρεις, το να χρησιμοποιήσεις πινέλα, χαρτοταινίες και τέτοια στο graffiti δεν ήταν αυθεντικό. Θεωρούσαν ότι: «Καλά, ρε, δεν έχεις skills, δεξιότητες μόνος σου να τα κάνεις αυτά; Τι τα θες αυτά; Αν είναι δυνατόν! Είμαστε αυθεντικοί εμείς!». Οπότε μετά άρχισα να κάνω κάποια stencil, κάποια μινιμαλιστικά characters. Βασικά όταν έκανα τα πρώτα stencil είδα στον Βόλο ότι είχαν απήχηση, π.χ. έκανα τον George Bush, το πρώτο μου stencil, κι έγραφα από κάτω «Ρε, τον μαλάκα» απ’ το RTM και μπήκε, γράφτηκε ένα άρθρο σε μία τοπική εφημερίδα και λέω: «Wow». Επίσης, ήταν, το ’κανα και στη σχολή, στην Αρχιτεκτονική, και είδα να περνάει κόσμος και να το δείχνει και να το συζητάει. Λέω: «Τι λες, ρε φίλε, τόσο απλά; Παλεύω τόσον καιρό με τα γράμματα και τώρα ξαφνικά απλά ψεκάζω μια επιφάνεια δέκα δευτερόλεπτα κι ο κόσμος επικοινωνεί μαζί μου με αυτό το πραγματάκι, αλληλεπιδρά;».
Μέσα από αυτό που μας λες τώρα κάπως διαχωρίζεις και το graffiti με το street art. Θέλεις να μας ορίσεις το καθένα ξεχωριστά και να μας πεις ποια είναι η διαφορά τους;
Όχι, δεν θέλω–
Α, δεν θέλεις!
Το βαριέμαι και δεν υπάρχει και λόγος. Γενικά οι ταμπέλες δεν έχουν και πολλή σημασία. Ξέρεις, είναι παρακλάδια, το ένα είναι παιδί του άλλου, απόγονος του άλλου, συγχέονται, μπλέκονται και τα λοιπά. Παρόλα αυτά τελευταία αυτό που μου κάνει, μου κάνει περισσότερο ενδιαφέρον να ασχολούμαι είναι η διαφορά του street art με το mural art. Γενικότερα παλιά προσπαθούσαμε να το διαχωρίσουμε, θεωρούσαμε ότι το graffiti είναι πιο αυθεντικό και το street art είναι φλώρικη έκδοση, που προσπαθεί να επικοινωνήσει ντε και καλά με τον κόσμο και αγγίζει το εμπορικό. Τώρα που έχουν περάσει δέκα, δέκα-δεκαπέντε χρόνια, ας πούμε, από τότε που κάναμε φουλ street art, που κατεβαίναμε στον δρόμο και πειραματιζόμασταν με άλλα υλικά… Θέλω να πω ότι βλέπω ότι το street art ήτανε πραγματικά πάρα πολύ αυθεντικό, ήτανε πολύ πρωτότυπο και δεν ήτανε τόσο φλώρικο όσο νομίζαμε ή τόσο εμπορευματοποιημένο όσο νομίζαμε. Γιατί συγκρίνοντάς το με το mural art, που είναι κάτι ευρέως διαδεδομένο, όλες οι πόλεις και τα χωριά στον κόσμο έχουν γεμίσει με γιγαντιαία murals, που από πίσω κρύβονται επιδοτήσεις και μεγάλες εταιρείες, που όλοι ξέρουμε τι συμφέροντα υπάρχουν πίσω από αυτά. Δηλαδή… Και βλέπεις ότι ας πούμε οι καλλιτέχνες, αυτοί που τα κάνουν, που παλιά είχανε, ξέρεις, αυτόν τον αυθορμητισμό του παιδιού, κατέβαιναν στον δρόμο και προσάρμοζαν τα σχέδιά τους σε κάθε γειτονιά και λοιπά, έχουν χάσει αυτόν τον αυθορμητισμό τους και έχουνε γίνει επαγγελματίες ζωγράφοι. Πώς ήταν παλιά οι, στις αυλές βασιλιάδων κάποιοι ζωγράφοι; Έχει γίνει κάτι τέτοιο! Οπότε το street art, που κι εγώ το έκανα, αλλά κι ως έναν βαθμό δικαιολογούσα το γιατί είναι κατακριτέο και δεν είναι αυθεντικό, ξαφνικά το βλέπω τόσο ρομαντικά και το αναπολώ, είναι απίστευτο! Ναι, αυτό. Τώρα δεν, δεν έχει νόημα να το διαχωρίζουμε, γιατί δεν έχει νόημα να βάζουμε ταμπέλες σε κάθε υποκατηγορία ακριβώς. Street art είναι η τέχνη του δρόμου γενικότερα. Το ευρύ κοινό κάνει λάθος στις κατηγοριοποιήσεις και στις ταμπέλες και δεν έχει νόημα να, να τους εκπαιδεύσουμε κι αλλιώς. Εδώ, στο 2020, συζητάς για graffiti και σου λένε: «Ναι, μου αρέσουν και εμένα τα γκράφιτι, αλλά τα ωραία γκράφιτι, όχι αυτές οι υπογραφές!». Οπότε θεωρώ ότι είναι λάθος να μπω στη διαδικασία να εξηγήσω τι είναι street art, που είναι η μετεξέλιξή του στο 20ό επίπεδο, όταν δεν έχουν, δεν έχει καταλάβει το ευρύ κοινό ότι το tag είναι συνυφασμένο με το graffiti και το ωραίο graffiti, τα ωραία, χρωματιστά graffiti που βλέπουν δεν μπορούν να υπάρξουν άμα δεν υπάρξουν tags. Και τα ωραία graffiti είναι tags σε μεγάλη κλίμακα πιο ωραία ντυμένα, ας πούμε, στιλιζαρισμένα. Να πάμε λίγο Ναύπλιο;
Ορίστε;
Να πάμε λίγο Ναύπλιο να σου πω κάποια πράγματα–
Να πάμε λίγο Ναύπλιο! Και θέλω να σε ρωτήσω γι’ αυτό, αν υπάρχει κάποιο graffiti σου ακόμα στο Ναύπλιο από εκείνη την ηλικία;
Λοιπόν, να σου πω κατ’ αρχήν κάποια πράγματα σε σχέση με αυτό που μου έλεγε ο Anels σε σχέση, αναφορικά με τους μύθους. Τώρα όλα, λόγω Instagram, λόγω του ότι όλα καταγράφονται, όλα μπορούν να αποδειχθούν αν είναι αλήθεια ή όχι, πολύ χονδρικά. Τότε, από στόμα σε στόμα, η αλήθεια παραμορφωνόταν σε συγκλονιστικό βαθμό. θα ήθελα να σου πω κάποια πραγματάκια σχετικά με αυτό για το τότε. Π.χ. ακόμα και σε μία πόλη μικρή, σε μία πόλη μικρής κλίμακας, όπως το Ναύπλιο, ρε παιδί μου, ερχόταν ένας τύπος και σου ’λεγε ιστορίες που ήταν απίστευτα ψέματα, χωρίς λόγο και βέβαια μπορεί να περνούσαν χρόνια εσύ για να μάθεις την αλήθεια. Π.χ. η «Cosmos Lac», η ελληνική εταιρεία σπρέι, που αγοράζαμε τα σπρέι της απ’ τον «Βλαντούση», όπως σου είπα, είχε, ήταν μέτριας ποιότητας, ήταν πολύ νερουλά. Η ίδια αποφάσισε ότι θα βγάλει κάποια σπρέι καλύτερης ποιότητας, την επόμενη γενιά τους, ας πούμε, που λέγονταν «Cosmos Lac Graffiti», ξέρω γω, κάτι τέτοιο. Οπότε προφανώς ο «Βλαντούσης» έφερε, του έδωσε η «Cosmos Lac» τα «Graffiti», ήξερε ποια παιδιά κάνουν graffiti, πριν ξεκινήσω εγώ να βάφω ή όταν είχα ξεκινήσει, οπότε ήξερε ότι ένα παιδί, ο Αριστοτέλους, ήταν ο πιο δραστήριος της φάσης, ίσως ήταν και πιο κάφρος τότε και προφανώς ήθελε να του δώσει, να του τα δοκιμάσει για να του πουλάει κατόπιν και να τα διαδώσει και στους άλλους. Οπότε έρχεται ο XS, που τον είπα πριν, και μου λέει: «Να σου πω κάτι;». Λέει: «Πήγε ο Αριστοτέλους στον ‘‘Βλαντούση’’ και του λέει: ‘‘Έλα, έλα εδώ να σου δείξω κάτι!’’. Και τον πήγε μέσα στα κρυφά και του ’δωσε κάτι σπρέι» λέει «τρελά, τα παίρνεις από δω, ψεκάζεις και βάφεις εκεί απέναντι, ξέρω γω, τέσσερα μέτρα!». Ξέρεις, πράγματα που δεν ισχύουν, αλλά προφανώς από στόμα σε στόμα, ξέρεις, υπερέβαλε ο καθένας ίσως και επειδή τα παιδιά, οι έφηβοι, θέλουνε να υπερβάλλουν, υπερβάλλοντας να πουλήσουν λίγη μούρη[01:30:00], οπότε ένας είπε: «Πω πω! Αυτό έχει μεγάλη πίεση, πετάει ένα μέτρο!». Ο άλλος θα είπε: «Καλά, ρε, πόσο πετάει, τέσσερα μέτρα;». Και ο άλλος ήρθε και σου λέει: «Πετάει το σπρέι τέσσερα μέτρα, είσαι δω και τσσσς, βάφεις εκεί ψηλά!». Π.χ. είχε… Κι εγώ, ξέρεις, τα πίστευα και έλεγα: «Wow, ναι;», μέχρι που ερχόταν στο χέρι μου και έλεγα: «Όχι!» ή ξέρω γω υπήρχε μία μικρή σκηνή από γκραφιτάδες στο Άργος – μικρή, δεν ξέρω, γιατί δεν έκανα παρέα μαζί τους. Ήταν δύο δίδυμοι, ξέρω γω, ο Kazua και ο Zemix, και έρχονταν, είχαν έρθει, αράζαμε στην καφετέρια «Agosta», οπότε, ξέρεις, άμα έσκαγαν λέγαμε και κάνα story. Μας έλεγε: «Έσκασε ο Dimmer!». O Dimmer ήταν ένας θρύλος του graffiti, Αθηναίος με καταγωγή από Γερμανία, που όντως πανελλαδικά, παλιότερα χρόνια, πριν καν ξεκινήσουμε εμείς, ήταν ο πρώτος που θεωρήθηκε king στο graffiti, όντως ήταν πολύ μπροστά για την εποχή του. Και μου ’λεγε χωρίς λόγο κάτι ιστορίες ότι: «Ήρθε στο, στο Άργος και μας γνώρισε και είχε ένα παντελόνι, που ήταν όλο…. Του λέμε: ‘‘Έχεις κάνα sketchbook, να δούμε sketches σου;’’ κι ο τύπος ήταν σε φάση όλο του το φαρδύ παντελόνι γεμάτο σχέδιά του, τρελά!». Ξέρεις, κι εσύ τον άκουγες και τα πίστευες. «Okay!», ας πούμε, wow! Συγκλονιστικό, μακάρι να το ζούσα κι εγώ!». Περνώντας τα χρόνια, όμως, μαθαίνεις ότι ο συγκεκριμένος όχι μόνο είναι ο πιο low profile τύπος και δεν θα το έκανε ποτέ, αλλά όλοι οι παλιοί γκραφιτάδες... Αυτός επειδή ήτανε super hip hop και έκανε τρελό graffiti δεν είχε να αποδείξει τίποτα σε κανέναν και όταν τον έβλεπες ήτανε πιο nerd από τον πιο nerd, με κολλητά ρούχα! Ξέρεις, τότε φορούσαν όλοι φαρδιά οι Αθηναίοι και Θεσσαλονικείς, και αυτός που ήταν ανάμεσά τους ο πιο king ήτανε με γυαλάκια, ξέρω γω, πουκάμισο, και του ’λεγαν: «Ρε φίλε, ξεκόλλα, ντύσου λίγο σαν χιπ χοπάς, σαν κι εμάς! Πώς είσαι έτσι; Πρέπει να ’σαι πιο hip hop!». Κι έλεγε: «Για ποιον λόγο, ρε παιδιά, δεν έχω ανάγκη!». Οπότε, ξέρεις, με τα χρόνια μαθαίνεις ότι κι αυτό είναι ψέμα ή έρχονταν κάποιοι και σου ’λεγαν: «Ο αδερφός μου, ο ξαδερφός μου είναι φοιτητής στην Αθήνα και γνωρίζει τον Liv 2», έναν άλλον γκραφιτά Θεσσαλονικιό, και να σου λένε ιστορίες. Ξέρεις, με τα χρόνια τους γνωρίζεις και δεν έχουν καμία σχέση και καταλαβαίνεις τι τρελοί μύθοι έπαιζαν τότε γενικότερα. Κι από στόμα σε στόμα, οι ιστορίες μεγεθύνονταν, παραμορφώνονταν και μπορούσες… Και ξέρω και σε άλλες πόλεις γινόταν αυτό το πράγμα. Ή επειδή μπορεί από κάποιους, ας πούμε, να έβλεπες υπογραφές τους σε διαφορετικά σημεία της πόλης ή της Ελλάδας και ξαφνικά ένιωθες ότι είναι παντού, άρα προσπαθούσες να πλάσεις έναν μύθο, πώς το καταφέρνει αυτό. Ή εγώ έβλεπα π.χ. τον INO, μπορεί να τον ξέρεις εσύ, ο ΙΝΟ, τότε ήτανε… είναι μικρότερός μου ο ΙΝΟ, αλλά ήτανε πολύ hardcore, έβαφε στην Εθνική Οδό στην Αθήνα, σε διά… σε… Προς Λαμία, είχε βάψει την Εθνική Οδό στα Μέγαρα κάπου. Οπότε εγώ πήγαινα, σαν Ναυπλιώτης, πηγαίναμε Αθήνα για διάφορους λόγους, ξέρεις, από το να, από δουλειές, γιατρούς, συγγενείς, γάμους, να δώσεις Γερμανικά και τα λοιπά. Εγώ γενικά όποτε πήγαινε ο πατέρας μου του ’λεγα: «Πάρε με στ’ αμάξι», γιατί ήθελα απλά να πάω μαζί του στη δουλειά που θα πήγαινε και απ’ το αμάξι κοίταγα τα graffiti σε όλες τις περιοχές και τα απομνημόνευα και ήξερα. Ρώταγα: «Πού είμαστε;». Μου ’λεγε: «Είμαστε Νέο Ηράκλειο». Έβλεπα, πολλές υπογραφές «Ron» και έλεγα: «Α, αφού έχει πολλές υπογραφές αυτός είναι απ’ αυτήν την περιοχή!». Και ήξερα, έβγαζα συμπεράσματα, οπότε απ’ το graffiti έβγαζα και, μάθαινα γεωγραφία χάριν του graffiti. Και τι ήθελα να πω;
Έλεγες για τα ταξίδια, για το ότι πήγαινες στην Αθήνα με κάθε αφορμή, για τον ΙNO–
Α, ναι, ο ΙΝΟ. Π.χ., ξέρεις, έβλεπα στην Εθνική Οδό κάτι τεράστια ασημί κομμάτια του κι έλεγα: «Wow» και τα ’βλεπα και σε κάποια περιοδικά, που τα παρήγγελνα, στο Carpe diem ας πούμε, κι έλεγα: «Wow», αυτός πρέπει να είναι κάποιος εικοσιπεντάχρονος –έλεγα εγώ, όντας δεκαεφτάχρονος–, εικοσιπεντάχρονος σκληροπυρηνικός, αναρχικός τύπος, που προφανώς δεν έχει γονείς, οι γονείς του δεν του λένε τι να κάνει, μπορεί να κάνει ό,τι γουστάρει και ταξιδεύει, πηγαίνει στις Εθνικές Οδούς και τέτοια. Λοιπόν, οπότε όταν έδινα εγώ σχέδιο Πανελλαδικές εκείνη την περίοδο γινόταν στα πλαίσια, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας το «Χρωμόπολις», ένα φεστιβάλ όπου υπήρχαν δύο ομάδες γκραφιτάδων Ελλήνων, που συμμετείχαν Έλληνες και γκραφιτάδες και από άλλα κράτη και ηπείρους, και ανέλαβαν, ξέρω γω, να βάψουν σε δεκαπέντε πόλεις μεγάλα murals, τα πρώτα στην, απ’ τα πρώτα της Ελλάδας, κι από κάτω γινόταν και hip hop φεστιβάλ. Οπότε έτυχε να είναι στον Πειραιά όταν εγώ έδινα Ελεύθερο Σχέδιο, Ελεύθερο και Γραμμικό για Πανελλαδικές. Και πήγα, ας πούμε, αφού τελείωσα το σχέδιο, έφυγα καρφί να πάω στον Πειραιά να το δω ολομόναχος. Ξέρεις, απλά άραζα και χάζευα και είναι δίπλα μου ένας πιτσιρίκος, φαινόταν λίγο η φάτσα του αλανιάρικη. Του λέω: «Καλησπέρα, φίλε, βάφεις κι εσύ;». Λέει: «Ναι!». Λέω: «Πώς γράφεις;». «ΙΝΟ». Λέω: «Τι λες, ρε φίλε; Κάτσε, είσαι ο ΙΝΟ, που έχεις βάψει εκεί κι εκεί;», μου λέει «ναι!». «Πόσων χρονών είσαι;». Λέει: «15». Του λέω: «Ρε φίλε, πώς πας και βάφεις εκεί;». «Ε» μου λέει «άλλοτε με το ποδήλατο, άλλοτε με αμάξια φίλων». Ή μετά από χρόνια μου είπε ότι στα Μέγαρα, ξέρω γω, ήτανε διακοπές με τους γονείς του, ξέρω γω, οπότε έκαναν μπάνιο οι γονείς του, αυτός έτρεχε στην Εθνική Οδό να βάψει, ξέρω γω, κάπως έτσι! Αλλά πλάθαμε όλοι εικόνες στο μυαλό μας ή για τους γκραφιτάδες, επειδή δεν τους είχες δει ποτέ, προσπαθούσες... Ξέρεις, τώρα μπαίνεις απλά στο Instagram και τους βλέπεις, όχι μόνο το πρόσωπό τους, τους βλέπεις σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητάς τους. Τότε αναρωτιόσουνα πώς να είναι, τι ηλικία να έχει, τι εθνικότητας είναι, είναι φτωχός, είναι πλούσιος; Ξέρεις, είχες τρελή απορία και δεν μπορούσες να καταλάβεις αν είναι, θα δεις κάποιον επιθετικό ή κάποιον nerd.
Οπότε δημιουργούσε μια μυθοποίηση γύρω απ’ το πρόσωπό του–
Ακριβώς, τουλάχιστον εγώ αυτό πάθαινα. Επίσης, τους είχα όλους πάρα πολύ ψηλά και όποιον γνώριζα μετά, ξέρεις, του συμπεριφερόμουνα σαν να είναι και ο Michael Jackson, κάποιο συγκλονιστικό ίνδαλμα, και ερχόταν εύκολα η απομυθοποίηση ή έκανε κακή εντύπωση στην αρχή, όταν ήμουνα μικρότερος, εννοώ στα 18, 19, 20, το να λέω: «Wow, εσύ είσαι;». Ξέρεις, ήμουνα super fan boy και τώρα δηλώνω super groupie των γκραφιτάδων, αλλά τότε το εκδήλωνα με παιδαριώδη τρόπο!
Ενότητα 6
Πώς προέκυψε το ψευδώνυμο, υλικά, πηγές έμπνευσης, μέντορες και τρόπος μαθητείας
01:36:35 - 02:01:46
Τέλεια! Δεν σχολιάσαμε το ψευδώνυμό σου.
Ωραία, κοίτα, τότε στο Ναύπλιο δεν υπήρχαν ή μάλλον, όταν αποφάσισα εγώ να φτιάξω, να βρω ένα ψευδώνυμο, γιατί ήθελα να σχεδιάζω σαν γκραφιτάς στο χαρτί, δεν ήξερα καν πώς λειτουργούν τα tags. Εγώ άκουγα μουσικά FFC, TXC. Οπότε αυτομάτως σκέφτηκα ότι πρέπει να γράψω κάτι με τρία γράμματα. Άλλοι νομίζουν ότι επειδή π.χ. υπάρχει ένας rapper, ο ΚRS One, ότι είχα εμπνευστεί απ’ αυτόν π.χ. Εγώ απλά σκέφτηκα κάτι με τρία γράμματα, όπως το TXC. Έπεσε στα χέρια μου ένα περιοδικό του αδερφού μου, το Μετρό, το είχε ένα λεξιλόγιο για skaters, χρησιμοποίησα κάποιες λέξεις που μου ’καναν κλικ, τις κόλλησα και βγήκε το RTM. Δεν έχει σημασία τι σημαίνει, άλλαζε ανά τα χρόνια ούτως ή άλλως, το Οne μάλλον το κότσαρα κατόπιν, αφού έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο Το Χρώμα της Πόλης, που είδα ότι πολλοί γκραφιτάδες χρησιμοποιούν το Οne στο τέλος. Μάλλον το έκανα γιατί ήθελα να μη φαίνεται ότι είμαι crew. Οι ομάδες συνήθως, ξέρεις, είναι κάποια αρχικά, οπότε για να διαχωριστώ το ’κανα έτσι. Επίσης ένιωθα ότι το Οne σημαίνει «και ο πρώτος», κάπως έτσι το ’νιωθα. Και έδινε και πιο ενδιαφέρον flow, ροή, στον σχεδιασμό του tag μου, όταν έκανα ένα tag RTM ήτανε πολύ λίγα γράμματα. Με το One έπαιζες με πιο ωραία σχηματάκια, με πιο ωραία ροή, ας πούμε. Μπορούσες να κάνεις πιο ενδιαφέρουσες συνθέσεις γραμμάτων!
Ωραία!
Και στην αρχή με κορόιδευαν οι Ναυπλιώτες γκραφιτάδες, ακουγότανε πολύ μούφα, πολύ αστείο. Ξέρω γω, μου έλεγαν: «Ρου Του Μου. Ποιος είσαι, ο Ρου Του Μου;» κι αυτός ήταν ένας λόγος να μην το αλλάξω, επειδή ήταν challenge για μένα και γούσταρα που εγώ που είχα το πιο γελοίο όνομα μεταξύ των άλλων, που άλλαζαν συχνά και είχαν cool ονόματα, αλλά τα styles μου τους ξεφτίλιζαν. Ήταν το αγαπημένο μου, γούσταρα, όπως ένιωθα, έτσι, ρε παιδί μου, να είμαι nerd, αλλά να τους ξεφτιλίζω, ξέρω γω, τα αλάνια, οπότε να με σέβονται και τα αλητάκια ενώ είμαι nerd! Το γούσταρα αυτό πολύ!
Σ’ άρεσε αυτός ο κόντρα ρόλος, μάλλον, κάπως.
Ρε, δεν κόντραρα, ξέρω ότι μπορεί να σας αρέσει να νιώθετε ότι κοντράρουμε. Δεν κοντράρω, ίσα-ίσα το αντίθετο, προσπαθώ να ενσωματωθώ και να επικοινωνήσω με κόσμο και με την κοινωνία. Μπορεί να το κάνω με το να είμαι αντίθετος σε κάποιες απόψεις, σ’ αυτό ίσως να κοντράρω, αλλά… Δηλαδή θεωρώ ότι είναι φυσικό οι πόλεις να έχουν graffiti, είναι φυσικό, μία άσχημη πόλη θα γεμ.. θα φέρει κάποια σπυράκια, το graffiti, όταν βλέπεις graffiti σημαίνει ότι υπάρχει μία ασθένεια. Κι εγώ δεν ήταν φυσιολογικό να κάνω graffiti σε μία τόσο όμορφη πόλη σαν το Ναύπλιο! Εγώ ήμουνα o παράλογος της υπόθεσης, αλλά γι’ αυτό και το graffiti μου δεν είχε τα βασικά χαρακτηριστικά του graffiti όπως ξεκίνησε ή όπως γινόταν στην Αθήνα, πιο επιθετικά. Εγώ έκανα, ξέρω γω, όμορφο graffiti, όμορφες παρεμβάσεις προσπαθούσα να κάνω; Ήθελα να εκτονωθώ, αλλά καθόλου επιθετικά, καθόλου βίαια, καθόλου άκομψα!
Πριν που είπα για κόντρα ρόλο δεν εννοούσα επίθεση, εννοώ απλώς ότι ήθελες να έχεις δύο διαφορετικά στοιχεία, να υιοθετήσεις δύο διαφορετικά στοιχεία–
Ίσως–
Από τη μία να κάνεις κάτι το οποίο ανήκε σε μια πιο underground κοινότητα, από την άλλη [01:40:00]το παρουσιαστικό σου να μην είναι τέτοιο που να σε χαρακτηρίζει. Αυτό εννοούσα.
Ναι, ναι, ναι, ναι. Αυτό ναι!
Αυτό, ωραία! Θέλω να μιλήσουμε λίγο για τα υλικά και τα εργαλεία που είχες, που χρησιμοποιούσες ως παιδί και που χρησιμοποιείς πλέον στον δρόμο.
Οkay. Ως έφηβος γκραφιτάς εννοείς; Ωραία, όπως σου είπα χρησιμοποιούσα τα «Cosmos Lac», τα σπρέι που αγόραζα απ’ τον «Βλαντούση», αυτά που υπήρχαν. Βέβαια, κατόπιν δοκιμαστικά έφερε και κάποια «Aerosol Art», τέλος πάντων. Κατόπιν αγόραζα κι απ’ το, απ’ την Αθήνα για τα περιγράμματά μου «Sparvar» ή, ναι, «Sparvar» στην αρχή, «Montana» κατόπιν. Αλλά τα χρόνια, τα επόμενα χρόνια, που ήτανε, χρησιμοποιούσα ό,τι υλικά υπήρχαν διαθέσιμα. Όταν ήμουνα στον Βόλο αγόραζα απ’ το κατάστημα που πουλούσε μπογιές στον Βόλο, «Montana Hardcore Spray». Αν βρισκόμουνα στην Αθήνα ό,τι πουλούσε το αντίστοιχο shop θα βρισκόταν πλησιέστερα. Τα επόμενα χρόνια γίνονταν, ξέρεις, ήτανε και χρόνια προ κρίσης, που γίνονταν και αρκετά φεστιβάλ, μπλεχτήκαμε κι εμείς σε διάφορα τέτοια, οπότε ό,τι έδιναν οι χορηγοί είχαμε και εμείς στα χέρια μας. Ξέρεις, μας έμεναν, παίρναμε πολλά υλικά και μας έμεναν. Ή διοργανώσαμε κι εμείς ένα φεστιβάλ, μας έμειναν χίλια σπρέι, ξέρω γω, «Sabotaz», που ήταν τρίτης γενιάς σπρέι της «Cosmos Lac», αλλά σχετικά καλής ποιότητας. Τώρα όταν κάνω graffiti χρησιμοποιώ πάλι εξέλιξη της «Sabotaz», είναι τα ελληνικά τα σπρέι, τα… Φτιάχνονται στην Ελλάδα μάλλον, αλλά πωλούνται σαν γερμανικά, τα «Flame», έτσι λέγονται, τα οποία είναι φθηνά, είναι ξεκούραστα για το χέρι μου και έχουν καλή καλυπτικότητα και μια χαρά χρωματολόγιο. Αυτά τα υλικά χρησιμοποιώ.
Προστατευτικά υπάρχουνε, μάσκες;
Ναι, φυσικά, εννοείται, αφού είναι καρκινογόνα τα σπρέι, εννοείται. Ναι, μάσκες, φροντίζω να φοράω μάσκα με φίλτρα, τα οποία έχουν κάποια χημικά και φιλτράρουν τα βαρέα μέταλλα, ας πούμε, που εισπνέουμε. Είναι μια κλασική μάσκα της της «3Μ», την οποία χρησιμοποιούμε σχεδόν όλοι οι γκραφιτάδες παγκοσμίως.
Χρησιμοποιούσες από έφηβος μάσκα, προστατευτικά;
Όταν ήμουνα μαθητής χρησιμοποιούσα μόνο γάντια στα χέρια, γιατί και απ’ τα χέρια περνάει, αλλά ο λόγος ήταν για να μη λερώνομαι και πηγαίνω σπίτι και καταλαβαίνουν τι έχω κάνει. Σαν φοιτητής, όμως, χρησιμοποιούσα πάντα μάσκα, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, περιπτώσεις ας πούμε, ή όταν έβγαινες βράδυ, όταν έβγαινες βράδυ okay, δεν χρησιμοποιούσες μάσκα, αλλά επειδή όπως είπα ήμουν αρκετά legal τύπος, χρησιμοποιούσα μάσκα. Κι όταν δεν χρησιμοποιούσα μάσκα, μετά φυσάς τη μύτη σου και είναι χρωματιστή, χρωματιστά τα εκκρίματα. Οπότε εκεί καταλαβαίνεις τι; Ότι κάτι δεν πήγε καλά ή ότι τα φίλτρα της μύτης σου σε προστάτευσαν έως έναν βαθμό και κράτησαν κάτι.
Νομίζω σε έναν μεγάλο βαθμό έχω, με έχεις καλύψει!
Τέλεια, χαίρομαι!
Ναι, ωραία! Θέλω να σε ρωτήσω σήμερα, βασικά, έχεις, διατηρείς ένα εργαστήριο, όπου διδάσκεις εκεί;
Γενικά οι γκραφιτάδες πάντα μαζεύονταν, άραζαν, σκίτσαραν, σχολίαζε ο ένας τα graffiti του άλλου, διάβαζαν περιοδικά και σχολίαζαν τα graffiti των άλλων, βλέποντας πώς, πώς εξελίσσονται οι άλλοι, πώς θα εξελιχθούν αυτοί, πώς τα καταφέρνανε οι άλλοι, γιατί, τι λάθος κάνανε οι ίδιοι. Το graffiti είναι από μόνο του μία do it yourself κουλτούρα, ήταν πάντα απ’ την αρχή, που βέβαια πάντα υπήρχε και το στοιχείο του mentoring. Πάντα άμα πάρεις τα πολύ παλιά βιβλία graffiti θα δεις ότι οι παλιοί γκραφιτάδες είχαν μέντορες. Σε έπαιρνε κάποιος και σου μάθαινε κάτι και ή σου παρέδιδε κάτι. Στην Νέα Υόρκη, ας πούμε, ή σου μάθαινε πώς να μπαίνεις στα train yards, εκεί που θα πας να βάψεις τα τρένα στα αμαξοστάσια, πώς να προφυλαχτείς από διάφορες κακοτοπιές ή μπορεί τότε, αυτό που έχω καταλάβει πλέον είναι ότι σου παρέδιδαν outlines, σου ’λεγε κάποιος μεγαλύτερος: «Ποιο είναι το tag σου; Cope; Ωραία! Σου ζωγραφίζω εγώ ένα Cope, πάρ’ το, σ’ το χαρίζω, μπορείς να το ζωγραφίζεις, αλλά και να το εξελίξεις!». Αυτοί ήτανε οι μέντορες. Μερικοί έχουν κάνει καριέρα, ας πούμε, στο εξωτερικό με σχέδια που τους χάρισαν άλλοι! Και στην ουσία σχεδόν το συνέχισαν όλη τους τη ζωή το ίδιο σχέδιο. Λοιπόν, οπότε, ενώ είναι do it yourself κουλτούρα, ταυτόχρονα βλέπεις ότι υπάρχει το σχέδιο, υπάρχει η λογική της εκπαίδευσης από κάποιον άλλον, αλλά σε μεγάλο ποσοστό υπάρχει η λογική της αυτοεκπαίδευσης, να βελτιώνεσαι μόνος σου, να διαβάζεις μόνος σου, να εκπαιδεύεσαι βλέποντας από οποιαδήποτε πηγή τριγύρω σου. Ξέρεις, βλέπεις τη διαφήμιση κάποιου, προσπαθείς να την αναλύσεις και να κρατήσεις τα γραφιστικά στοιχεία που θες για εσένα. Ξέρω γω, θες να ζωγραφίσεις σ’ όλο, να κυριαρχήσεις σαν γκραφιτάς στον κόσμο; Πρέπει να ξέρεις γεωγραφία! Θες να καταλάβεις το graffiti κάποιων άλλων σε μια άλλη χώρα; Πρέπει ίσως να καταλάβεις το πολιτικό καθεστώς της χώρας, για να καταλάβεις γιατί αυτοί οι καταπιεσμένοι κάνουν αυτό το τόσο επιθετικό πράγμα! Γενικά εγώ αυτό που κάνω με τα παιδιά στα graffiti workshops είναι σε έναν μικρό βαθμό αυτό που κάναμε μόνοι μας οι γκραφιτάδες σαν ομάδες. Αλλά θα έλεγα ότι κάνουμε εισαγωγή στο graffiti. Απ’ τη στιγμή που έχω ελάχιστες ώρες μαζί τους δεν μπορώ να εμβαθύνω στην κουλτούρα σαν να ήμασταν κολλητοί και περνούσαμε μέρες και μέρες μαζί. Οπότε στην ουσία προσπαθώ πράγματα που εμένα μου πήρε πολύ καιρό να τα μάθω, να τα καταλάβω, να τους τα μεταφέρω, να τους λύσω απορίες και να τους κάνω λίγο πιο ώριμους γκραφιτάδες. Οπότε αυτό γίνεται με το να μελετήσουμε την ιστορία του graffiti, με το να μελετάμε σκιτσάροντας, να τους βάλω στη διαδικασία του να διαβάζουν βιβλία και περιοδικά, κάτι απ’ το οποίο είναι μια κουλτούρα πολύ μακρινή απ’ τα παιδιά, με το να τους ξεναγήσω στην ίδια την πόλη, να τους φέρω σε επαφή με μεγαλύτερους γκραφιτάδες, να μας επισκεφθούν, να μας εξηγήσουν πώς λειτουργούσαν σαν γκραφιτάδες και πώς σαν ενήλικες ή επαγγελματίες, με το να μοιράζομαι την προσωπική μου ζωή μαζί τους. Δηλαδή τα παιδιά συνήθως ξέρουν σε πραγματικό χρόνο τι κάνω εγώ σαν γκραφιτάς και τι δουλειές κάνω και πώς τις διαχειρίζομαι, πώς δηλαδή έχω πάρει το graffiti και το έχω μετουσιώσει σε κάτι άλλο που με βοηθάει να, με βοηθάει να επιβιώσω. Και τα λοιπά.
Οπότε, όταν εσύ ήσουνα έφηβος υπήρχε αυτή, αυτού του τύπου η μαθητεία, του να είσαι κοντά σε έναν δάσκαλο, όχι αν το έκανες εσύ, αν υπήρχε ως κουλτούρα;
Εδώ σου λέω αυτό υπήρχε γενικότερα απ’ τα ’70s.
Στην Ελλάδα;
Στην… Α! Στην Ελλάδα όχι, στην Νέα Υόρκη. Στην Ελλάδα απ’ όταν ξεκίνησε σίγουρα υπήρχε. Στο Ναύπλιο αφού ήμασταν... κοίτα, δεν κάναμε παρέα με τους τρεις μεγαλύτερους. Οπότε εμείς μεταξύ μας απλά κουβεντιάζαμε σαν φίλοι, ξέρεις, ήταν ο ένας δάσκαλος του άλλου, έκανες διορθώσεις, έδειχνε ο ένας στον άλλον κι έκανες διορθώσεις. Αλλά τώρα θυμήθηκα μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία! Συνέβη το εξής: Είχα τελικά έναν δάσκαλο, ο οποίος μου ’κανε ένα μάθημα που διήρκεσε πολύ λίγη ώρα, αλλά με διαμόρφωσε! Συνέβη το εξής. Το κατάστημα το «Revolt Shop» στο Μοναστηράκι ήθελε να κάνει, είχε πάρει την αντιπροσωπεία της εταιρείας «Spray Montana» για, στην Νότια Ελλάδα κι αποφάσισε να κάνει μια περιοδεία στα τοπικά χρωματοπωλεία της Πελοποννήσου ο τύπος, ο Νίκος Αϊβαλής λέγεται ο ιδιοκτήτης. Ο οποίος είναι επιχειρηματίας, δεν είναι γκραφιτάς, απλά είχε ένα… κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του στο Μοναστηράκι το μαγαζί με ποδήλατα, το οποίο έγινε μπι-εμ-εξάδικο, σκεϊτάδικο. Άρα όλοι αυτοί έκαναν και graffiti και του είπαν: «Φέρε, ρε φίλε, σπρέι!». Άρχισε να φέρνει σπρέι, άρχισε να φέρνει περιοδικά κι εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο graffiti shop πλέον. Λοιπόν, τότε ο τύπος, απ’ τον οποίον ψώνιζα, μου λέει τηλεφωνικά –φαντάζομαι πήρα παραγγελία εγώ σπρέι– και μου λέει: «Θέλω να έρθω στο Ναύπλιο και σ’ άλλες πόλεις, όπως το Άργος, και θέλω να με ξεναγήσεις εσύ στα τοπικά, εκεί που παίρνετε σπρέι, για να, γιατί θέλω να του φέρνω εγώ σπρέι!». Λέει: «Θα ’χω και γκραφιτάδες μαζί μου!» και μου είπε δύο γκραφιτάδες που θα ’χει μαζί του. Εγώ τρελάθηκα! Ξέρεις, εγώ ήμουνα, ας πούμε, ήμουνα ο πιο pro, ο πιο επαγγελματίας γκραφιτάς στο Ναύπλιο, και τρελάθηκα με αυτό το συμβάν, το είπα σε όλους τους άλλους, συγκλονιστήκαμε! Έτσι κι έγινε, ήρθε μια μέρα με το αμάξι του κι ήρθε μαζί με δύο παιδιά, τον Smart από UDK, είναι ο λεγόμενος Billy Gee, γνωστός skater, γκραφιτάς, mural artist, αρθρογραφεί στην Athens Voice και παίρνει συνεντεύξεις πολλά χρόνια και έχει υποστηρίξει την urban κουλτούρα σε πολλά επίπεδα τις τελευταίες δυο, βασικά απ’ την αρχή, από πάντα! Ήρθε ο Billy Gee, που λες, με τον ΝΑΤΟ. Ο ΝATO ήταν ένας hardcore τρενάς, έβαφε τρένα, πολύ σκληρός τύπος, πάρα πολύ σκληρός τύπος, γιγαντιαίος, ο οποίος είχε βγάλει την πρώτη ελληνική graffiti βιντεοκασέτα για τρένα τότε! Οπότε ήρθαν, του είπα εγώ πού να πάει, σε ποια καταστήματα και μετά, επειδή εγώ δεν μπορούσα να κάνω κοπάνα απ’ το σχολείο, ας πούμε, για να πάω να τους υποδεχτώ και τέτοια, πήγε νομίζω ένα άλλο παιδί να τους υποδεχθεί, που έγραφε Weed, Ναυπλιώτης. Και, αλλά εγώ σχόλαγα στο εξάωρο και μετά είπαν: «Πού να πάμε να φάμε;» κι [01:50:00]εμείς τους προτείναμε κάπου που πηγαίναμε περιστασιακά και τρώγαμε σουβλάκια στο, εκεί στον Καποδίστρια απέναντι.
«Καποδίστριας» λέγεται.
Α! Στον Καποδίστρια, ένα που ήταν βρόμικο, σου είπα–
«Καλκανάκος»;
Όχι, αυτό είναι με ποδήλατα και τέτοια–
Όχι–
Με μηχανάκια… Λοιπόν εκεί πέρα είχε ένα, τώρα το έχω ξεχάσει, για να καταλάβεις θεωρούσαμε ότι είναι τόσο βρόμικο που είχαμε, που λέγαμε ότι πουλάει μερίδα κατσαρίδα. Κι εμείς, ξέρεις, επειδή το budget μας αυτά επέτρεπε τότε, εκεί πηγαίναμε σαν μαθητές και τους στείλαμε εκεί πέρα. Οπότε ενώ τρώγαμε μαζευτήκαμε οι, ξέρω γω, εφτά γκραφιτάδες, οι τότε active, οι τότε δραστήριοι από πάνω τους. Εγώ που ήμουνα καμένος της φάσης, δηλαδή ό,τι περιοδικό είχε βγει το ήξερα απέξω κι ανακατωτά και μελετούσα, μελετούσα πολύ σε σχέση με τους άλλους, είχα πάρα πολλές απορίες. Οπότε δεν τους άφηνα να φάνε, ρωτούσα συνέχεια απανωτά. Και θυμάμαι ήταν, ξέρεις, είχα φτωχό λεξιλόγιο, δεν ήξερα να πω τη λέξη καμπύλη, δηλαδή ήθελα να πω στον ΝΑΤΟ: «Μ’ αρέσουν αυτά τα styles σου που είναι με τέτοιες γραμμές!». Μου λέει: «Τι, καμπύλες;». «Ναι, ναι, μπράβο, αυτό!». Ξέρεις, εγώ ήμουνα, επειδή ήμουνα εσωστρεφής δεν είχα όλα αυτά τα χρόνια σαν παιδί… δεν επικοινωνούσα με άλλους, δεν συζητούσα τόσο, ήμουνα πολύ κλεισμένος στον κόσμο μου και στα κόμικς μου και οπότε προφανώς είχα κάποια κενά. Λοιπόν και τους ρωτούσα «πώς γίνεται αυτό», «δική σου είναι η βιντεοκασέτα», το ένα το άλλο κι είχα μαζί μου όλα μου τα σχέδια εγώ, τα οποία τα είχα σε ζελατίνες προσεκτικά. Τα βγάζω έξω, λένε: «Καλά! Μαζί τα κουβαλάς;» και ψιλογελούσαν, με κορόιδευαν. Και λέω: «Να σας δείξω, να σας δείξω!» και ο Billy Gee παίρνει ένα στιλό, λέει: «Φέρε ένα στιλό!» κι αρχίζει να μου κάνει διορθώσεις! «Αυτό πρέπει να είναι συμμετρικό!» χραπ κι έγραφε πάνω στα σχέδιά μου. Και μετά έκατσε ο τύπος κι έκανε ένα RTM, ένα RTM style τέλειο και έδειχνε, το είδαμε live και μας, μου το χάρισε! Κι εγώ από εκεί κατάλαβα ακόμα περισσότερα πραγματάκια για το graffiti πώς στήνεται, πώς λειτουργεί και λοιπά και δεν τον ξαναείδα μετά. Εντάξει, παρακολουθούσα τις δράσεις του, διάβαζα γι’ αυτόν, μπλα μπλα και τα λοιπά. Κι όταν ήρθα στην Αθήνα πριν από εννιά χρόνια σε μια έκθεση τον πετυχαίνω, του λέω: «Φίλε, δεν με θυμάσαι; Είμαι το, αυτό το παιδί από εκεί και εκεί, σε ρώτησα αυτά, μου ’δειξες αυτά κι ήθελα μετά από τόσα χρόνια, ας πούμε, 15 χρόνια, ούτε κι εγώ ξέρω πόσα, ήθελα να σ’ ευχαριστήσω! Να ’σαι καλά, bro! Καλή συνέχεια» κι έφυγα! Μετά, ξέρεις, μου είπε: «Okay, δεν σε θυμάμαι!». Μετά όταν σκέφτηκε τα θυμήθηκε κι από τότε έχουμε επαφές, έχουμε συνεργαστεί σε διάφορα επίπεδα, έχουμε φιλική σχέση, αλλά υπάρχει και μία αμοιβαία υποστήριξη σε ό,τι χρειάζεται, και μπορώ να τον βοηθήσω σε οποιοδήποτε θεωρητικό ή πρακτικό επίπεδο, εννοείται τον βοηθάω. Άρα θα μπορούσες να πεις ότι ήτανε κι ένας μέντορας για μένα. Όχι θα μπορούσες να πεις, ήταν επίσημα μέντορας ο Billy Gee για μένα, για τους άλλους όχι, γιατί οι άλλοι δεν έδωσαν την πρέπουσα σημασία, ούτε είχαν τη διάθεση του να γίνουν μαθητές. Εγώ ήθελα τον δάσκαλο κι εκείνη τη στιγμή προσπάθησα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία, με την καλή έννοια, και να, να γίνουν και οι δύο δάσκαλοί μου.
Ωραία, το κρατάμε! Και ως τελευταία ερώτηση από μένα, αν θα επέλεγες σήμερα στο Ναύπλιο να κάνεις κάπου graffiti, street art και λοιπά, ποιο μέρος θα ήταν αυτό και τι θα σκεφτόσουν να φτιάξεις;
Κατ’ αρχήν κάθε χρόνο πηγαίνω στο Ναύπλιο, μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές, πρώτον για να δω τους γονείς μου, το Ναύπλιο πλέον είναι οι γονείς μου, είναι ο βασικός λόγος, δεν έχω πολλά πάρε-δώσε ώς καθόλου με τους συμμαθητές, παλιούς φίλους και τα λοιπά, ελάχιστες επαφές. Και πηγαίνω επίσης για να αποσυμπιεστώ απ’ τη βαβούρα της πόλης ή την πολλή πληροφορία στη ζωή μου. Γιατί καλώς ή κακώς έχω πάρα πάρα πολλή πληροφορία, σε πολλά επίπεδα, και νιώθω πολλές φορές εξαντλημένος και κουρασμένος κι έχω ανάγκη για το απόλυτο τίποτα. Οπότε στο Ναύπλιο βρίσκω αυτό το πράγμα, που μπορεί να πάω Ναύπλιο και απλά αράζω σπίτι, χωρίς να κάνω τίποτα, συνομιλώντας με τους γονείς και κάνω βόλτες στο Ναύπλιο όταν είναι άδειο, μου αρέσει σαν άδειο σκηνικό το Ναύπλιο. Δεν πηγαίνω δηλαδή στις γιορτές, πηγαίνω όταν τελειώνουν οι γιορτές. Π.χ. μου αρέσει τις Δευτέρες, ξέρω γω, σαν να έχει καραντίνα, έτσι μου αρέσει το Ναύπλιο! Δεν μ’ αρέσει να έχει όλους αυτούς τους βαρβάρους, τους Αθηναίους και τα λοιπά.
Σε καταλαβαίνω!
Οπότε το Ναύπλιο, όταν πηγαίνω δεν έχω ανάγκη να εκτονωθώ εκεί πέρα, δεν έχω ανάγκη να ζωγραφίσω και λοιπά. Επίσης, βέβαια, καλά, για κάποια χρόνια… Εντάξει, όταν ένιωθα ανάγκη λίγο να βάψω πεταγόμουν στο «Ξενία» κι έκανα κάτι γρήγορο. Να κάνω τα bombs μου, που είναι χαρακτηριστικά, απέφευγα, γιατί οι γονείς μου θα τα αναγνώριζαν. Και ακόμα και τώρα κουβαλάω το ότι δεν θέλω να φέρνω σε δύσκολη θέση τους γονείς μου και τα λοιπά. Παρ’ όλ’ αυτά πρόσφατα μου είπε η μητέρα μου: «Μανώλη, εσύ… Μανώλη, ζωγράφισες το…». Όχι, όχι ήξερε ότι έχω ζωγραφίσει πηγαίνοντας στο χωριό στην Ορεινή Κορινθία, είχα κάνει κι εγώ εκεί ενάντια και από δύο διαδρομές δύο μικρά bombs, τα αναγνώρισε, μου το είπε, αλλά επόμενη φορά που ξαναπήγε, επειδή δεν με βλέπουν συχνά οι γονείς μου και τους λείπω, μου είπε: «Πω πω! Μανώλη, τα είδα και συγκινήθηκα!» και λέω «wow!», ξαφνικά ένιωσα ότι έχει μια άλλη σημασία το graffiti. Δηλαδή μερικές φορές υπάρχουν κάποιες αξίες, εκπροσωπεί κάποιες αξίες που ούτε καν τις γνωρίζεις, με θετική και αρνητική χροιά. Δηλαδή σκέψου κάποιος που βάφει όλη την πόλη, σκέψου οι πρώην του, στην ίδια πόλη, να πρέπει κάθε μέρα να τα βλέπουν! Και το αντίθετο, βέβαια, αυτοί που τον συμπαθούν ή που τον έχουν ανάγκη ή που τους λείπει να τα βλέπουν σε καθημερινή βάση. Οπότε ξαφνικά λέω «wow, τέλεια!» και το καλοκαίρι τώρα, που γενικά μετά το lockdown ασχολήθηκα κι εγώ λαογραφικά μόνο, μελετώντας το graffiti, και σταμάτησα να ζωγραφίζω, έκανα, είπα, όταν δεν είχαμε lockdown: «Okay, καιρός να κάνω κάνα bomb!». Συγκεκριμένα εκεί που περνάει πολύς κόσμος από την ευρύτερη Ελλάδα κι είναι οι διαδρομές προς τις τοποθεσίες που πας για μπάνιο, οπότε κοντά στο Δρέπανο, ας πούμε έκανα δυο-τρία μαζεμένα, γιατί ξέρω ότι ο κόσμος θα πάει π.χ. στο Κονδύλι, περνώντας θα το δει. Κι ένα άλλο στοιχείο του graffiti είναι, που μ’ αρέσει, είναι το στοιχείο της έκπληξης, γιατί έχω παρατηρήσει ότι μπορεί να κάνω στη μέση ενός βουνού στο πουθενά ένα graffiti, αυτοί οι λίγοι που θα το δουν θα εκπλαγούν πολύ περισσότερο και θα μου στείλουν κατευθείαν, θα σταματήσουν στο πουθενά να το φωτογραφίσουν, σε αντίθεση με την πόλη που δεν θα τους κάνει εντύπωση, γιατί εκεί είναι το φυσικό του περιβάλλον. Οπότε ξέρω ότι οι Αθηναίοι που θα το δουν θα πουν: «Ωχ! Είναι κι εδώ!». Κάπως έτσι. «Wow, είναι παντού; Τι συμβαίνει, ποιος είναι αυτός;» κάπως έτσι. Οπότε, ναι, αυτό έχω κάνει τελευταία. Παρ' όλ' αυτά, επειδή με ρώτησες πριν αν έχει μείνει τίποτα δικό μου από παλιά στο Ναύπλιο–
Ωραία, ναι!
Πέραν δύο κομματιών που υπάρχουν στην ταράτσα μου, τα οποία απ’ την υγρασία έχουν φθαρεί, αλλά πέρασα τώρα, μετά από πολλά χρόνια, ζήτησα απ’ τον πατέρα μου το κλειδί να ανέβω να τα δω, να τα φωτογραφίσω, υπήρχε ένα στην εξωτερική πλευρά του γηπέδου, αλλά είχανε γράψει κάποια συνθήματα κάποιοι Χρυσαυγίτες κάτι και εκεί λειτούργησε η θεωρία του σπασμένου παραθύρου! Δεν ξέρω αν την γνωρίζεις…
Όχι!
Θα σου πω τι είναι αυτό! Μάλλον με αυτήν τη θεωρία αν σε μία πολυκατοικία υπάρχει ένα σπασμένο παραθυράκι λίγο, αν δεν το διορθώσεις κατά πάσα πιθ… Αμέσως, κατά πάσα πιθανότατα θα γκρεμιστεί η πολυκατοικία. Τι σημαίνει αυτό; Αν υπάρχει ένα σπασμένο παραθυράκι κάποιο άλλο παιδί, κάποιο παιδί θα το δει και θα πει: «Εντάξει, σιγά, πετάω, σπάω, πετάω μία πέτρα σπάω άλλο ένα!». Ένας άλλος θα πει: «Εντάξει, okay, είναι χύμα εδώ, αφήνω μία υπογραφή!». Ένας άλλος θα πει: «Α, okay, είναι χύμα εδώ πέρα, πάνω απ’ την υπογραφή θα κάνω ένα throw up, μεγάλο, ένα γκραφιτάκι!». Ένας άλλος θα πει… Ξέρεις, μετά ο ένας δίπλα στον άλλον θα αρχίσει να υπογράφει και να βανδαλίζεται. Μετά κι άλλοι θα μπουν μέσα και θα σπάσουν κι άλλα για πλάκα, θα μπουν μετά κάποιοι άστεγοι, επειδή θα είναι εμφανώς εγκαταλελειμμένο, θα μπουν άστεγοι και θα μείνουν. Κατά λάθος ο ένας θα βάλει φωτιά και θα καεί, ξέρω γω, το κτίριο και θα καταστραφεί. Είναι μία γενική θεωρία, αναπτύχθηκε, αν δεν κάνω λάθος, στην Νέα Υόρκη, στην προσπάθειά τους να καταπολεμήσουν το κίνημα του graffiti, με την zero tolerance λογική, κάτι που υιοθέτησαν πολλά κράτη κατόπιν. Ξέρεις, με το που εμφανίζεται κάτι απλά το σβήνεις και τους αποτρέπεις, τους αποθαρρύνεις. Οπότε προφανώς τώρα κάποιος άλλος έχει κάνει ένα bomb πάνω στο κομμάτι μου, γιατί υπήρχε κάποια, υπήρχαν κάποια συνθήματα, οπότε θεώρησε ότι απ’ τα σύνθημα καλύτερα να υπάρχει ένα bomb, αλλά έτσι καλύπτεται μεγαλύτερη επιφάνεια, οπότε το αποτέλεσμα θα είναι κάποιος άλλος μετά να κάνει κάτι μεγαλύτερο από πάνω και να εξαφανιστεί τελείως το δικό μου layer. Παρ’ όλ’ αυτά, είχα στο μυαλό μου να κάνω, είχα πάρει χρώματα, ίδια χρώματα για να το επιδιορθώσω, να το ξανακάνω από πάνω το ίδιο, γιατί θεωρούσα ότι είναι το παλιότερό μου εν ζωή στο Ναύπλιο κι ήθελα να το συντηρήσω και να το αποκαταστήσω, αλλά βαρέθηκα, γιατί όταν πηγαίνω στο Ναύπλιο μου βγαίνει, ξέρεις, είμαι στο πατρικό μου, δεν νιώθω την άνεση του: «Α! Όποτε θέλω παίρνω το σπρέι μου, κάνω ό,τι θέλω!». Νιώθω[02:00:00] ότι είμαι στο σπίτι των γονιών μου.
Καταλαβαίνω!
Αυτό!
Ωραία! Εγώ έχω ολοκληρώσει–
Okay–
Με ό,τι ήθελα να σε ρωτήσω. Δεν ξέρω αν εσύ θέλεις να συμπληρώσεις κάτι άλλο;
Κάτι συγκεκριμένο όχι. Σίγουρα υπάρχουνε, ξέρεις, κάθε κομμάτι… Εγώ έχω μπροστά μου, ας πούμε, κομμάτια, κάθε κομμάτι έχει και τη δική του ιστορία, ρε παιδί μου, από πίσω, ποια άτομα ήμασταν, υπό ποιες συνθήκες αποφασίσαμε να πάμε, αν κατέληξε αισιόδοξα, αίσια, είχε αίσιο τέλος ή συνέβη κάτι αρνητικό, οτιδήποτε, ξέρω γω, αλλά okay, δεν έχει νόημα, δεν είναι και κάτι συγκλονιστικό να σου πω.
Ωραία! Ευχαριστούμε πάρα πολύ γι’ αυτά που μοιράστηκες–
Παρακαλούμε!
Ήταν πολύτιμα!
Τέλεια, χαίρομαι!
Και θα μείνουν έτσι στο αρχείο. Ευχαριστούμε!
Τέλεια!
Φωτογραφίες

Το πρώτο crew του Ναυπλί ...
Έχουν γίνει παράνομα στο 1ο Λύκειο Ναυπλίο ...

Δημιουργία των Mentor κα ...
Προσχέδιο RTM One. Yλικά: Μαρκαδόροι «Cari ...

Δημιουργίες ορόσημα
Πάνω αριστερά το πρώτο graffiti που έκανε ...

Υπογραφές του Μανώλη
Η υπογραφή του Μανώλη ως graffiti writer R ...

Προσχέδια και χρωματολόγ ...
Δύο σκίτσα του 2002, υλοποιημένα από τον R ...

Mentor & RTM One

Προσχέδιο και αληθινό έρ ...
Από το χαρτί στον καμβά του graffiti.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο graffiti writer Μανώλης Ηλιόπουλος, ή αλλιώς RTM One, μιλάει για την ενασχόλησή του με το graffiti. Στην αρχή, το ενδιαφέρον του ξεκίνησε σαν θαυμασμός για τα κόμικς και τις αστείες αναπαραστάσεις και έπειτα πέρασε στην αγάπη για το σκίτσο και τη ζωγραφική. Χρειάστηκε αρκετή μελέτη περιοδικών, βιβλίων και σχεδιασμό προσχεδίων, αλλά το καθοριστικό ερέθισμα για εκείνον ήταν η hip hop μουσική και η ευρύτερη κουλτούρα της. Μιλά για τα πρώτα του έργα, για τους μέντορές του και για όσα τον ενέπνευσαν, εξηγεί τον τρόπο προσέγγισης της τέχνης του και το κριτήριό του κάθε φορά, αλλά και το πώς προέκυψε το ψευδώνυμό του. Επίσης, αναφέρεται σε ορισμένα περιστατικά με την Αστυνομία, καθώς και στην αντίδραση της οικογένειάς του.
Αφηγητές/τριες
Εμμανουήλ Ηλιόπουλος
Ερευνητές/τριες
Σοφία Μανώλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/11/2020
Διάρκεια
121'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο graffiti writer Μανώλης Ηλιόπουλος, ή αλλιώς RTM One, μιλάει για την ενασχόλησή του με το graffiti. Στην αρχή, το ενδιαφέρον του ξεκίνησε σαν θαυμασμός για τα κόμικς και τις αστείες αναπαραστάσεις και έπειτα πέρασε στην αγάπη για το σκίτσο και τη ζωγραφική. Χρειάστηκε αρκετή μελέτη περιοδικών, βιβλίων και σχεδιασμό προσχεδίων, αλλά το καθοριστικό ερέθισμα για εκείνον ήταν η hip hop μουσική και η ευρύτερη κουλτούρα της. Μιλά για τα πρώτα του έργα, για τους μέντορές του και για όσα τον ενέπνευσαν, εξηγεί τον τρόπο προσέγγισης της τέχνης του και το κριτήριό του κάθε φορά, αλλά και το πώς προέκυψε το ψευδώνυμό του. Επίσης, αναφέρεται σε ορισμένα περιστατικά με την Αστυνομία, καθώς και στην αντίδραση της οικογένειάς του.
Αφηγητές/τριες
Εμμανουήλ Ηλιόπουλος
Ερευνητές/τριες
Σοφία Μανώλη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/11/2020
Διάρκεια
121'