«Από μικρό παιδί δεν είχαμε να φάμε»: Μνήμες από την Ιταλοκρατία, την Κατοχή και τις ποικίλες δουλειές στα χωριά της Ρόδου
Ενότητα 1
Αναμνήσεις από την Ιταλοκρατία και τη Γερμανική Κατοχή
00:00:00 - 00:12:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γράφει. Εντάξει, το ξεκινάω λοιπόν. Εγώ από μικρό παιδί έχω ζήσει πάνω στα βουνά με τον πατέρα μου, που είχε καμίνια. Κι όταν έπιανε βροχ…ός, δεν ξανούσα. Εγώ ξανούσα τότες την ενσωμάτωση να πάω να βρω να φάω. Να δουλέψω. Δεν ξανούσα τότες πολιτικά ή έτσι ή αλλιώς τι γινότανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η ζωή στα βουνά και στα άλλα χωριά της Ρόδου
00:12:13 - 00:17:28
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καταλαβαίνω. Εσείς μεγαλώσατε σε ποιο χωριό; Έλα; Σε ποιο χωριό μεγαλώσατε; Στη Μαλώνα, αλλά δεν μεγάλωσα στη Μαλώνα μόνο. Όλα από εδώ να…ε παιδιά. Ένα κορίτσι, τέσσερα παλικάρια, ήμουνα πρώτοι. Πρώτος και έμεινα και τελευταίος να παντρευτώ. Λόγω έτσι κι αλλιώς, εντάξει. Αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Οι πολυάριθμες εργασίες και η έλλειψη γιατρών
00:17:28 - 00:30:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι άλλες εργασίες κάνατε πέρα από το καμίνι; Και τον καλουπατζή κάνω τον. Και τον χτίστη κάνω τον. Και τον υδραυλικό κάνω τον. Καλάθια κάνω…ι παράνομα. Κόβουν τις πλατείες, κόβουν τους δρόμους με τα παράνομα. Δεν έχουμε κοινοτάρχες, δεν υπήρχε κανένας κοινοτάρχης που να ‘ναι…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι αναμνήσεις από την οικογένεια, τον πατέρα και τη σύζυγο
00:30:00 - 00:38:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτή η ζωή είναι. Έθεκα σε στάβλους μέσα που πήγαινα για τις ελιές και στην πάχνη του αλόγου, του ζώου εκοιμήθηκα. Στην πάχνη του αλόγου, το…νη είστε, κοπέλα μου; Όχι. Αν παντρευτείς, κοίταξε όλες οι μάνες τα αγκαλιάζουν τα παιδιά, αλλά πρόσεξε τα παιδιά σου, ας τι λένε αυτοί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Τα παιδικά παιχνίδια και χρόνια – Οι αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες
00:38:23 - 00:44:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Δεν υπάρχει. Τα αφήνουν ελεύθερα, βγαίνουν όξω. Κάνουν, σαρτούν πού δω, κάνουν που κει. Εγώ δεν ήμουν από αυτούς, να σαρτώ από εδώ και από ε… είπα έχω κάνει πολλά. Πάρα πολλά. Και ακόμα τίποτα. Πού να τα λέω, πού να τα λέω! Είναι τόσες πολλές δουλειές, που δεν τις θυμούμαι πιο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Τα καινούρια καμίνια – Η ανασκόπηση της ζωής
00:44:34 - 00:50:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μας είχατε πει πριν –πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη– ότι υπάρχουν τα παλιά καμίνια και τα καινούργια καμίνια. Τα καινούρια καμίνια είναι χτ…λάω, τα δίνω. Έχω κηπευτικά, τα δίνω. Σαν αφέντης δεν έχω πολλά πράγματα. Εκεί ‘κει ‘δα ξέρω ‘γω τι. Ευχαριστώ πολύ και πάλι, να ‘στε καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Γράφει. Εντάξει, το ξεκινάω λοιπόν.
Εγώ από μικρό παιδί έχω ζήσει πάνω στα βουνά με τον πατέρα μου, που είχε καμίνια. Κι όταν έπιανε βροχή, ήταν πολύ δύσκολο. Δεν είχαμε τίποτες τότες να μπορέσουμε να εξυπηρετηθούμε από τες κακουχίες της ζωής, της φύσης. Μετά πήγα, μεγάλωσα. Έκαμα κι εγώ την αρχή να κάψω ένα καμίνι με τον πατέρα μου να με βοηθήσει. Πήρε μας και φωτιά το κάρβουνο τη νύχτα στα τσουβάλια. Χάσαμε όλη την… όλα τα κάρβουνα. Μετά άρχισα μόνος μου κι έφτιαχνα τα καμίνια. Τα καμίνια φτιάχνονται, αυτά βάζεις ένα ξύλο στη μέση, στοιβάζεις ψηλά ξύλα, κάτι κλαδιά για να πάρει φωτιά. Αφήνεις μία τρύπα, ένα στο ξύλο για να πάει στο καλάμι σου ή το οτιδήποτε, να πάει να φτάξει στην φωτιά να πάρει από τη μέση. Μετά αρχίζει, το χώνεις. Φτάνεις σε ένα τοιχίο που κάζαν, μπορείς να μην βάζεις πολύ χώμα για να μη, με πέτρες ή οτιδήποτε για να μην σου κυλά το χώμα και θέλεις πολύ. Του δίνεις τη φωτιά και κάθεσαι από πάνω. Μόλις δεις και ανοίγει από, ανοίγει από το χτυπάς να κάτσει κάτω για να μην… Πολλές φορές ανοίγει και πάει και χώμα μέσα πολύ. Εμένα έλαχε μου να μου ανοίξει μια μεγάλη τρύπα σε ένα καμίνι που είχα ένα μεγάλο καμίνι και εκείνη τη στιγμή έφευγα μέσα στο καμίνι, στη φωτιά. Πέταξα το φτυάρι έξω που την άλλη μεριά και έδωκα ένα πήδημα και βγήκα έξω από το καμίνι στην γην κάτω και τη γλίτωσα. Εκεί ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος της ζωής. Δεν έχω δει ξανά. Το αποτέλεσμα; Μετά αρχίζεις το τσουβάλιασμα, το ξέχωμα, το τσουβάλιασμα. Και αυτά είναι. Εδώ πέρα, τίποτα άλλο και πας πιο και το παίρνεις τον παρά. Πέρα από εκεί, δεν έχω τίποτα να σας πω από αυτά. Έχουμε τώρα, αρχίζουμε τώρα στην Κατοχή. Από μικρό παιδί δεν είχαμε να φάμε, δεν είχαμε να πιούμε. Πηγαίναμε από εδώ, πηγαίναμε εκεί. Ψάχναμε να βρούμε καμιά ξινήθρα, φιστίκια, να κάνουμε καστανύθρες και το ένα και το άλλο, να φέρουμε να φάμε. Δεν υπήρχε τίποτα. Αφού έφαγα και τηγανητό αίμα της αγελάδας. Μετά από λίγο ακόμα, αρχίσανε οι Ιταλοί. Γνώριζα πια κάτι άλλους Ιταλούς, πήγαινα μου βάζανε φαγητό, μετά είχανε στο χωριό Μαλώνας που είμαι, ήμουνα. Είχε ένα κελάκι και ήταν μέσα οι Ιταλοί και είχαν κουνουπίδια, λάχανα και πηγαίναμε εμείς. Πήγαινα εγώ και τα έκοβα και τα πάσερνα από την άλλη μεριά να φεύγουν. Πήραν μας είδηση οι Ιταλοί, που χάνουντο τα κουνουπίδια –γιατί δεν ήμαστο ένας και δυο, ήμαστο 5-6 άτομα– και μας πήρα μας είδηση και κυνηγούσαν μας. Εμείς χαθήκαμε στα περιβόλια και ό,τι έγινε. Μετά ήτανε η Γερμανία. Η Γερμανία, ήμουνα μικρός τότες και μπαίναμε στο σχολείο που ήτανε, που έγινε σχολείο μετά από και μπαίναμε μέσα που το παράθυρο οι μικροί και πασέρναμε τους σεισμούς/συρμούς, τέτοια πράγματα. Πήραν τα είδηση οι Γερμανοί, πήραν, μάθαν φαίνεσθαι ότι ήμουνα κι εγώ. Με βουτήξανε. Ήρθαν στο σπίτι και να με πάρουν οι Γερμανοί. Δύο Γερμανοί. Τους πότισεν ο πατέρας μου κρασί. Εγώ πήρα το είδηση και μπήκα που κάτω από το τραπέζι, το τραπεζομάντηλο στη μέση και δεν με είδανε. Φύγανε. Την άλλη μέρα μου την στήσανε στο δρόμο που σκολούσα από το σχολείο. Και με πήρανε στο κουμάντο. Στο κουμαντάσι. Και εκεί με ρωτούσανε να τους πω ποιοι ήταν που κλέβανε. Εγώ δεν έλεγα. Εδώσαν με ένα κομμάτι, σαν σωληνάκι ήτο μέσα, είχε τυρί. Το έφαγα, δεν τους είπα τίποτα. Αφήσαν με, έφυγα. Τους είχα κλέψει. Μπήκα στο κάτω σχολείο που είχε πριν και μπήκα πάλι και πήδηξα το παράθυρο και είχα παρακολουθήσει το Γερμανό που πήγαινε και έρχουντον. Πήγα και είχα σημαδέψει και σουγιά και κονσερβάκι. Πήρα το κονσερβάκι, δεν πρόλαβα μέσα στη ταχύτητα μου, πήρα το κονσερβάκι και έφυγα. Χτυπούσα με τις πέτρες και άνοιξα και έφαγα το. Μάζεψαν οι Γερμανοί τα παιδάκια, ο Γερμανός, να δει ποιοι ήτανε. Εγώ επειδής το πήρα είδηση, τα ρούχα που φορούσα, τα άλλαξα. Και πήα απάνω –παιδάκι μικρό, 6 χρονών παιδάκι– πήγα απάνω [00:05:00]και ρωτώ: «Τι έγινε, τι έγινε;» τον ανίδεο και λέει: «Κάποια παιδάκια κάτι έγινε και θέλει να το γνωρίσει», κάποιοι «Κι αν τον πιάσουν, όποιον είναι» Εν τω μεταξύ, ήμουν εγώ. Το αποτέλεσμα; Από εκεί και εκεί ξεκίνησε η ζωή μας. Τρομακτική ακόμα, ώστε να μεγαλώσουμε. Δεν υπήρχαν τίποτα. Ξυπόλητοι. Πηγαίναμε από εδώ από εκεί να πάμε να φέρουμε τα φαγιά μας. Αυτά είναι κούκλα μου.
Να σας ρωτήσω κάτι; Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και μετά οι Ιταλοί, ήταν καλύτερα τα πράγματα;
Όταν έφυγαν οι Ιταλοί, ήταν καλύτερα τα πράγματα. Όταν ήρθαν η Ιταλία, ήταν πολύ καλά τα πράγματα. Είχες δουλειές. Ο κόσμος δούλευε, ζούσε όπως κι αν ήταν. Όταν, όμως, ήρθεν η Γερμανία, άλλαξαν τα πράγματα πολύ. Ο κόσμος δεν μπορούσε να στηριχτεί, δεν μπορούσε να κάνεις τίποτα. Ήταν πολύ σκληροί οι διοικήσεις τους. Αυτά που ζητούσαν, έθελαν να τα τηρούμε που ζητούσαν. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι Γερμανοί δεν ήταν εντάξει. Ήταν πολύ σκληροί. Εγώ στους Ιταλούς είχαν, έβαλαν μου φαΐ και έτρωγα. Μικρό παιδάκι. Είχα έξι δάχτυλα και ήμουνα πολύ δραστήριο παιδί. Μέχρι τώρα, μέχρι τώρα γνωρίζω πολλές δουλειές στη ζωή μου. Δεν είμαι επιστήμονας, αλλά γνωρίζω πάρα πολλές δουλειές. Μόλις δω μια δουλειά, πάλι την κάνω εγώ, την παίρνω. Δεν την αφήνω να μου φύγει. Γι’ αυτό έζησα. Έφτιαξα τα παιδάκια μου, έφτιαξα την οικογένεια μου σωστή. Μέχρι σήμερα, είμαστε σωστοί στο χωριό μου μέσα. Είναι ένα υπόδειγμα και στα εγγονάκια μου κι αυτό με ικανοποιεί και αρχίζω να δακρύζω αυτή τη στιγμή που έχω κάνει μια οικογένεια σωστή. Παρ’ όλα που μας είχασι στο χωριό και δεν μας δίνανε δουλειά. Ήρθαν οι Έλληνες, χειρότεροι –συγγνώμη που το λέω, κοπέλα μου- χειρότεροι από τους Γερμανούς. Χειρότερη η Ελλάδα ήρθε για μας στη ζωή μου. Στη ζωή μου. Με πήρανε στα δικαστήρια δίχως να κάνω παράβαση. Με πήρανε και με… Αντί αθώωση, μου βάλαν να μην μπορώ να κάνω μήνυση. Αμφιβάλλουμε. Αυτή είναι η ζωή. Η Ελλάδα δεν είναι σωστή. Όλοι είναι –συγγνώμη που το λέω, δεν ξέρω αν θες να το κόψεις που μέσα- είναι σχεδόν οι πολιτικοί σχεδόν να αρπάξουν και να λεηλατήσουν τον κόπο των φτωχών ανθρώπων. Εγώ μέχρι σήμερα πηγαίνω από εδώ, από εκεί και κάτι προσφέρω. Στα χωριά παίρνω τα πορτοκάλια μου και τα δίνω δωρεάν στον κόσμο. Δίνω λεφτά στον κόσμο από το υστέρημά μου. Δεν είμαι πλούσιος, είμαι φτωχός, αλλά στερούμαι τον καφέ –που λέει ο λόγος– να δώσω σε έναν άνθρωπο να φάει. Αυτά είναι η κούκλα μου η ζωή μου εμένα. Εμένα είναι η φιλανθρωπία. Είμαι φιλάνθρωπος. Αν πάλι πήγαινα και δούλευα μία να βγάλω το μεροκάματο μου, να αφήκω και στο αφεντικό. Να πάρει κι εκείνο. Γιατί αν δεν πάρει το αφεντικό, δεν θα έχει να μου δώσει κι εμένα. Τίποτα άλλο να σας πω; Αν χεις καμιά ερώτηση να μου κάνεις μπορείς.
Έχω αρκετές ακόμα. Γιατί είναι πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά που λέω. Να χαίρεστε και την οικογένεια σας κιόλας.
Ευχαριστώ πολύ.
Κι σας ευχαριστώ πολύ –
Να ‘στε καλά.
Μου ανοίξατε το σπίτι σας. Που μου ανοίξατε και το σπίτι μας.
Ναι. Το σπίτι μας των παιδιών μου και το δικό μου ήταν ανοιγμένο σε πολλά πρόσωπα. Όποιος έρθει εδώ στο σπίτι, έπρεπε να φύγει με κάτι, να πάρει. Όχι να κλείσω, να τον βάλω, να το κλείσω μέσα και να φύγω όπως μπήκε και βγήκε. Πρέπει να είσαι πάντα με τον κόσμο. Βγαίνεις έξω στην κοινωνία, μην περιμένεις να σε κεράσουνε. Να ανταποδώσεις το πιοτό. Μην ξανά, να είσαι ένα τσιμπούρι που βυζάνει μόνο. Να είσαι άνθρωπος να αποδίδεις στη ζωή σου κάτι. Να αποδίδεις από τη ζωή σου κάτι στον άλλο. Τα άλλα, τα υπόλοιπα είναι μηδέν. Είμαστε προσωρινοί και θα φύγουμε και η ζωή είναι ένα παραμύθι. Να το έχεις υπόψη σου. Είναι ένα παραμύθι. Άλλοι το έχουσι σωστά εμπλουτισμένο, κι άλλοι το έχουνε κακώς εμπλουτισμένο αυτό το παραμύθι της ζωής.
Την ενσωμάτωση της Ρόδου με την Ελλάδα μήπως τη θυμάστε;
Ε τι πράγμα;
Την ενσωμάτωση της Ρόδου με την Ελλάδα αν τη θυμάστε.
Τη θυμάμαι. Τη θυμάμαι. Εντάξει. Ο πατέρας μου η αλήθεια ήτανε, μπήκε και φυλακή στους Γερμανούς, που είχε κάτι παρούθια για να ζήσουμε, που βγάλε μίλες μπόμπες και τον βάλαν στη φυλακή και θυμάμαι που πήγα και στην διοικητή στη Ρόδο μέσα τον Γερμανό, γιατί ήταν φυλακισμένος και πήρα τον και είχα τον στο Αμβούργο. Αυτά τα θυμούμαι όλα και η [00:10:00]ενσωμάτωση έγινε. Πολλοί δεν το ξέρουνε ότι –καινούριοι– η ενσωμάτωση της Ελλάδας έγινε το εξής: ήθελεν η Ρωσία να την δώκουν τη Λέρο. Οι Εγγλέζοι, που ήρθαν οι Εγγλέζοι εδώ, δεν εθέλασι τη Λέρο να τη δώσουν στη Ρωσία και αποχωρήσασι και αυτοί και ‘φήκαν τη Δωδεκάνησο. Η Δωδεκάνησος –ξέρω, δεν με ενδιαφέρει τι λένε τώρα, εγώ ξέρω αυτά που ξέρω– ήτανε να απαλλαγεί από πολλούς, να είναι ελεύθερη. Στρατός, τίποτα. Τα πάντα, αλλά τώρα με τις καινούριες συνθήκες της ζωής, τα γεγονότα που γίνονται καθημερινώς από την Τουρκία, [Δ.Α.] έπρεπε να μας προφυλάξουν, η αλήθεια εδώ που τα λέμε. Αλλά ήμαστο [Δ.Α.]. Τώρα πολιτικά. Ας τα βρούνε πια. Γιατί αυτοί δεν θα τα βρούνε ποτέ, γιατί ψάχνουν να γεμώσουν τις τσέπες τους. Και η μια μεριά και η άλλη και η άλλη, -συγγνώμη- θα σου πω ακόμα ένα πράγμα: την Ευρώπη λένε σήμερα ότι είμαστε όλοι και είμαστε φτωχοί. Φτωχοί. Φτωχέψει. Ποιοι την φτωχέψανε; Εγώ που ψάχνω να δουλέψω, να πάω να πάρω ένα φαγητό ή αυτοί είναι που είναι στα πράγματα και κάνουν τις μεγάλες εταιρίες, που ‘δω και από εκεί και εκμεταλλεύονται τα λεφτά του κόσμου; Αυτοί τα εκμεταλλεύονται οι πολιτικοί και τη ζωή αυτή τη φέραν και κατάντησε σε αυτήν την… όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά η Ελλάδα έχει και η Ιταλία έχουσι κάποιο παρελθόν, κακόν παρελθόν. Εντάξει; Τίποτα άλλο;
Την ενσωμάτωση την είχατε γιορτάσει;
Βεβαίως.
Με ποιο τρόπο;
Ε δεν θυμάμαι, ήμουνα πολύ μικρός. Η ενσωμάτωση ήμουνα πολύ μικρός. Δεν μπορούσα να την… Δεν τα θυμούμαι όλα, γιατί ήταν δύσκολο. Η ζωή δεν είναι… Ήμουνα μικρός, δεν ξανούσα. Εγώ ξανούσα τότες την ενσωμάτωση να πάω να βρω να φάω. Να δουλέψω. Δεν ξανούσα τότες πολιτικά ή έτσι ή αλλιώς τι γινότανε.
Καταλαβαίνω. Εσείς μεγαλώσατε σε ποιο χωριό;
Έλα;
Σε ποιο χωριό μεγαλώσατε;
Στη Μαλώνα, αλλά δεν μεγάλωσα στη Μαλώνα μόνο. Όλα από εδώ να πάει μέχρι τη Απολακκιά. Ζούσα. Πηγαίναμε και μαζεύαμε λήδια να κάνουμε κοφίνια –γιατί κάνω κοφίνια, καλάθια έκανα– για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Σε όλα τα χωριά κοιμόμουνα στα βουνά μέσα, σε κάποιους οντάδες που ‘χαν τα μοναστήρια και αυτά τα κελάκια αν δεν τα ξέρουν, είναι οντάδες –γιατί πρέπει είναι, μπορεί να είναι και τούρκικη λέξη «οντάς– και κοιμόμασταν εκεί μέσα. Και ζούσαμε εκεί 10 μέρες, 12 μέρες, 15. Στο Ασκληπιειό προπάντων εκεί εκοιμόμουν πολύ καιρό. Δούλευα εκεί πέρα, έκανα καλάθια, ο πατέρας μου μάζεψε λήδια και μου έκανε καλάθια να πάρουμε το σιτάρι μας, να πάρουμε κάτι να ζήσουμε. Γιατί από παιδάκι, 14 χρονών, πήγαινα δούλευα από παιδάκι. Παιδάκι, δούλευα από παιδάκι. Δεν, ήμουνε είναι πολύ… Δούλευα μέρα-νύχτα. Τρία μερόνυχτα ξάγρυπνος με τα καμίνια. Τρία χρόνια με τα καμίνια ξάγρυπνος. Μέρα-νύχτα. Καθόμουνα με κλειστά μάτια. Αυτά είναι κούκλα μου. Έχω ζήσει μια ζωή, που όλοι τώρα οι νέοι δεν μπορούν να τη ζήσουν. Ούτε το 1/10 δεν μπορούν να ζήσουν αυτή τη ζωή. Να μην έχεις να φας. Καστανύθρες. Να πηγαίνουμε από εδώ από εκεί, ξυπόλητοι, ελεεινοί. Γιατί δεν είχαμε παπούτσια να βάλουμε. Σε μια που λίγο παρά εκεί αν εχτίζουτον σιγά-σιγά, τη μια με παπούτσια την άλλη να μας πάρει ένα παντελόνακι τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, αυτά ήτανε όλα. Δεν είχε τότες, αλλά η ζωή, ο κόσμος ζούσε πιο αρμονικά. Πιο ωραία, πιο ζεστά. Δεν είχε την κακία που έχει τώρα. Τώρα ο κόσμος είναι λεηλατήσει να ο ένας τον άλλον, πώς να τον φάει, πώς να τον ρίξει, να τον καταρρακώσει κάτω όσο μπορεί. Να το ρίξει όσο, όσο πιο πολύ, δεν μπορώ να στο εκφράσω πια. Είναι μια ζωή δύσκολη. Τώρα θα δυσκολέψουμε περισσότερο. Και να σου πω κι ένα άλλο τώρα, τα βάζουνε με τη Ρωσία. Όλα αυτά τα φέραν οι πολιτικοί. Θέλουν να κατεβάσουν, να κλείσουν [00:15:00]τη Ρωσία. [Δ.Α.] Να κλείσουν τη Ρωσία στο κελάκι της μέσα. Μα δεν γίνεται. Και να έχουμε παγκοσμιοποίηση, άμα κλείσουνε τη Ρωσία έχουμε παγκοσμιοποίηση. Γιατί τότε που ο κόσμος θα διαλυθεί, θα τον έχουσι σκλάβο. Για αυτό γίνεται και η αντιπολίτευση μέσα στα κόμματα. Γιατί αν δεν είχε αντιπολίτευση, δεν θα υπήρχε και η ισότητα κάπου, που δεν υπάρχει. Αλλά και τα κόμματα συνεργάζονται με τα εξωτερικά κράτη με τα, στο κόμμα που να ανήκουν και τα βρίσκουνε. Όταν φύγεις και μπεις στο άλλο, οι άλλοι αποχωρούν, δεν δίνουσι αυτά που πρέπει, ξανά έλα πάρε που ‘κει από την άλλη μεριά που ανήκει.
Να σας ρωτήσω και κάτι ακόμα; Από την Μαλώνα μέχρι την Απολακκιά, το Ασκληπιειό πώς πηγαίνατε;
Με τα πόδια, με τα πόδια, αγάπη μου, πηγαίναμε με τους γαδάρους. Πήγαινα με τους γαδάρους από εδώ μέχρι την Ίστριο, μέχρι τα πάντα, να μεταφέρουμε τις ελιές στο χωριό. Μετά φέρνα μας τα που είχε κάποιο αμάξι, ένα αμάξι, κι αυτό ένα-δύο υπήρχε, δεν υπήρχαν πολλά και μας έφερνε τις βέργες αυτές να κάνουμε τα κοφίνια.
Πρέπει να κάνατε πολλές μέρες, ώρες για να πάτε.
Μέρες, ναι. Εδώ σηκωνόμουνα από τη Μαλώνα πήγαινα στην Αρχίπολη. Ναι στην Αρχίπολη, όξω από την Αρχίπολη που τη νύχτα να τινάζουμεν ελιές και να σκολούμε και να ερχόμαστε νύχτα. Μια δόση ξυπνήσαν πολύ νωρίς στα δικά μας μέρη, που δεν είχε ρολόγια με το αστέρια και εκεί πηγάμε και ήτανε ακόμα 02:00 η ώρα τη νύχτα. Πήγαμε στο βουνί. Κρύο. Ανάψαμε φωτιά και ζεστανόμαστο μέχρι να ξημερώσει να πιάσουμε δουλειά να πάρουμε το μεροκάματο. Και όχι μεροκάματο, ήτανε γιατί που μας έραβε φορέματα, να ξεπληρώνουμε. Ξεπλέρωνα που μας εχτίζανε που δεν είχαμε λεφτά. Ο πατέρας μου ήταν φτωχός, πέντε παιδιά. Ένα κορίτσι, τέσσερα παλικάρια, ήμουνα πρώτοι. Πρώτος και έμεινα και τελευταίος να παντρευτώ. Λόγω έτσι κι αλλιώς, εντάξει. Αυτά.
Τι άλλες εργασίες κάνατε πέρα από το καμίνι;
Και τον καλουπατζή κάνω τον. Και τον χτίστη κάνω τον. Και τον υδραυλικό κάνω τον. Καλάθια κάνω. Σκάβω. Τίναζα ελιές. Έκαμνα σκάλες, έκανα [Δ.Α.] το γαδάρο να μην τρώνε, έκαμνα για τις μέλισσες. Και εκεί και εκεί και εκεί και εκεί… Όπου θέλεις, είμαι μέσα. Όποιος θέλει ας έρθει, είμαι μέσα. Εγώ δεν πήγαινα στις οικοδομές, αλλά πήγαινα με έναν άλλο και του έλεγα. Ήταν ο μάστορης και δεν τα έβγαζε εκεί που έπρεπε και ένα αφεντικό ήρθε σε εμένα, λω: «Πήγαινε βρες τα που είναι ο μάστορης» του είπα λε ότι δεν ήθελε. Ο άλλος έφτιαχνε, έκανε το μάστορη, αλλού η είσοδος, αλλού εκάμνασι εξωτερική είσοδο. Εγώ έχω χτίσει ένα μικρό σπιτάκι πατός μου. Έβγαλα το σχέδιο μου, τα πάντα. Ήρθε ο μάστορης να μου βάλει υδραυλικά. Λε με: «Να τα κάνουμε -λε- εδώ» Μα έλα που έχω τετράγωνο και μετά έχω στενό, εκεί δεν το κάνω. Εδώ θα είναι οι τουαλέτες. Λε με: «Δεν σε παίρνει μπανιέρα -ύστερα που τα έφτιαχνε, λε- παίρνει σε και μπιτές, παίρνει σε και μικρή λεκάνη, μπανιέρα». Λω: «Εγώ δεν θέλω, θέλω ντουζιέρα» και με πήρε άνετα και το έχω το σπιτάκι μου και κάθομαι μέσα. Ένα κομματάκι είναι, μπορεί να κάτσει ένα πρόσωπο μέσα και δύο μπορούν, ένα αντρόγυνο, και να περνούν ωραία. Όλα μαζί εκεί πέρα και με περιθώριο.
Από όλες τις δουλειές που κάνατε ποια ήταν η πιο δύσκολη;
Η πιο δύσκολη δουλειά για μένα δεν υπήρχε. Γιατί είχα γούστο να δουλέψω. Είχα όρεξη να δουλέψω στη ζωή μου. Δύσκολη δεν έβρισκα ποτέ. Επικίνδυνη ναι. Στα κλαδέματα, που ‘πεσα πολλές φορές που τα δέντρα. Δεν χτύπησα και στη μέση. Αλλά δεν το έβαλα κάτω. Εντάξει.
Ανεβαίνατε πάνω στα δέντρα και –
Ναι και κλάδευα. Ήμουνα, είχα πάει στη σχολή Καλαμώνος 15 χρόνων. Ήμουν ο πιο μικρός και ο μόνος που κράτηξε τη δουλειά αυτή. Εδώ είναι. Είμαι εγώ. Ήμουν το νούμερο ένα. Ως τα κι ήρθα πιο στην ηλικία που δεν μπορώ να εργαστώ τόσο σκληρά και πάλι καθημερινώς κάτι κάνω. Κάτι κάνω. Είμαι 86 χρονών [00:20:00]άνθρωπος. Δεν το βάζω κάτω. Με βάζει κάτω οι αρρώστιες. Έχω το στομάχι, παλινδρόμηση. Έχω το εδώ πέρα στο λαιμό και έχω, εντάξει, αλλά το παλεύω. Το παλεύω. Όχι, δεν το βάζω κάτω.
Μας είπατε τώρα για αρρώστιες. Τότε, όταν ήσασταν μικρός, με τους γιατρούς τι κάνατε;
Με τους γιατρούς, κούκλα μου, δεν είχαν γιατροί. Δεν υπήρχαν γιατροί. Όλοι ήταν φρουφρού. Όλοι ήταν… Εγώ με τους γιατρούς, τι να σου πω; Θυμάμαι μόνο που είχε μια επιδημία μεγάλη, πάρα πολύ μεγάλη, που έπιασεν όλο το χωριό. Στο σπίτι μας, το δικό μας, εγώ κλάδευα και όλοι ήταν με την γρίπη. Τέλος, έγιναν καλά οι άλλοι. Έπιασε τελευταία εμένα που τους περιποιούμουνα, αλλά ήταν φοβερή γρίπη. Σε τάρασσε, αλλά γιατρούς τίποτα. Περνούσαμέ την έτσι. Τη ζωή την περνούσαμε, αγάπη μου, έτσι. Θα γίνουμε μόνοι μας καλά, αν μπορούσαμε.
Δεν υπήρχε κάποια θεραπεία;
Δεν υπήρχε τότες, δεν υπήρχαν φάρμακα, αγάπη μου. Αυτό ήτανε όταν ήμουνα το ’57 μέσα, που το ’53-‘55 και έπειτα, όταν ήμουνα 17 χρονών τόσο. Παιδάκι. 16 χρόνων πήγαινα πάνω, 17 χρονών παιδάκι. Ήμουνα στην καλαμώνα πάνω, ήμουνα δραστήριος. Ήμουνα ζωηρό παιδί. Δεν πρόσβαλλα, δεν έδερνα. Πάντα μπορούσα να είμαι ζωηρός, να δουλεύω, να κάνω, αλλά όχι. Και τώρα δεν δέχομαι, δεν το δέχομαι να προσβάλλει ο άλλος τον άλλο. Γιατί όταν κάνεις μια συζήτηση, πρώτα και κύριο πρέπει η συζήτηση αυτή να ‘ναι συζήτηση και όχι να ‘ναι, να προσβάλλεις. Άμα προσβάλλεις, δεν είσαι συζητήσιμος, δεν έχεις τη λογική αυτή που πρέπει σαν άνθρωπος. Γιατί άμα έχεις τη λογική, αντιμετωπίζεις τον με τη λογική, όχι με τη αδράνεια της λογικής. Δεν ξέρω αν τα λέω σωστά, γιατί είμαι αγράμματος. ΣΤ’ του δημοτικού. Πολλοί μπορούν να ζουν όπως γουστάρανε, αλλά δεν είναι έτσι που το λες. Όπως γουστάρω εγώ, δεν μπορεί. Πρέπει να συμβιβάζουμαι με το σύνολο της ζωής. Άμα δεν συμβιβάζεσαι με το σύνολο της ζωής, δεν μπορεί να τα βγάλεις πέρα. Θα είσαι πάντα ποδερμένος. Πεταμένος, στην άκρια από τους άλλους. Κι αυτό εγώ νομίζω. Αυτό είναι. Όλος ο κόσμος έχει την σκέψη του, τη λογική του. Δεν είναι άτε, πήγαινα στα χωριά που πήγαινα. Ήμουνα ωραίος και σωστός και μέχρι σήμερα τώρα πιάνω λίγο διάστημα, είπα σας, γύριζα τα χωριά. Να κάνω κάτι. Και στο νοσοκομείο που πήγαινα. Όταν έβλεπα, όταν είδα τη γιάτρισσα να ζητά τα 2 ευρώ μιας γυναίκας και της λέει: «Δεν έχω» να την εξετάσουν. Εκεί στεναχωρήθηκα. Λέω: «Κοπέλα μου, τα 2 ευρώ θα στα δώσω εγώ». Πήρε στροφή το μυαλό της γιάτρισσας λε: «Δεν πειράζει, ας τα», λε και κάνονισε τα και έβαλε την να κάνει εξετάσεις. Αφού μπορούσες να την κάνεις εξετάσεις, γιατί την πίκρανες τη γυναίκαν αυτή που δεν είχε τα 2 ευρώ, τα 2 ευρώ; Κατάλαβες. Όχι ότι το έκανε από κακία η γιατρίσσα, εκείνο που της λέει ο νόμος εκεί μέσα τι να κάνει.
Σαν μικρό παιδί, δεν φοβόσασταν που φεύγατε από το χωριό και πηγαίνετε τόσο μακριά;
Όχι, κούκλα μου, όχι. Δεν φοβόμουνα. Ήμουνα με τη μάνα μου, αλλά ήμουνα και μοναχός. Μεγάλωσα μοναχός. Γύριζα όξω στα βουνά. Δυστυχώς που το λέω, πήγαινα και στους σουμέδες, σκότωνα λαγούς τη νύχτα και έπαιρνα και δύο κοντά, 24 ώρες, παραπάνω, όχι 24, παραπάνω 30 ώρες να γυρίσω σπίτι, αν δεν έφερνα κυνήγι. Γιατί δεν είχαμε να φάμε. Δεν είχαμε δουλειές, τι να κάνω; Να καθόμουν; Στα χωριά μας δεν υπήρχε, δεν είχε δουλειές. Άλλοι πήγαιναν από εδώ και από εκεί. Εγώ εκοίταζα να βρω δουλειές που μεγάλωσα και έβγαλα λεφτά. Έρχοντο μέρα που έβαλα και 200, 180 ευρώ και 200 ευρώ και 50 ευρώ και 20 ευρώ. Εντάξει. Έκανα κάτι των παιδιών μου, αυτά είναι αγορασμένα όλα που βλέπεις ‘δω και οικόπεδα και τα πάντα και απέναντι από εκεί. Άλλα, άλλα και έδωσα λεφτά των παιδιών μου, αλλά [00:25:00]δουλεύαμε. Δούλευα σκληρά. Ήμουνα το νούμερα ένα. Όταν έσκαβα, όταν περνούσαν από το χωριό οι γυναίκες τους για να δουν πού σκάβει, τσαπάκης. Άλλοι περίμεναν να δουν πόσες ελιές έφερνα από τη γεναίκα μου, πόσες ελιές. Τρεις ήμερες έπρεπε να πάω να βγάλω ελιές τότες. Όταν το φαί μου το έτρωγα με ένα πανίνο στο χέρι και με το άλλο να μαζεύω ελιές. Δεν ξέρω αν στα λέω σωστά ή ωραία.
Τα λέτε πάρα πολύ ωραία.
Αν είμαι κομμάτι που είναι αγράμματος και δεν μπορώ να τα ανταπεξέλθω όλα σωστά.
Όχι, όχι.
Στην λογική.
Όχι, τα λέτε καταπληκτικά και δεν ήξερα κιόλας ότι έχετε ζήσει τόσα πολλά πράγματα και τέτοιες ιστορίες –
Έχω ζήσει πολλά, πάρα πολλά, πάρα πολλά. Πήγα στο να μαζέψω ελιές, λήδια του πατέρα μου που ήμουνα μικρός και πήγα με το γαϊδούρι που μου δώσανε στο Σκληπιό και είχε μια πηγή. Ήπια εγώ νερό σαν το λένε –τέλος πάντων, θα το θυμηθώ– και πήγα και μάζευα λήδια και όταν τελείωσα λέω «Να πάω να βρω νερό, στο ρήμα θα έχει» λέω. Δεν ήβρα νερό, στρέφοντας πίσω στο, Λιμνί το λένε και μπήκα και ήπια νερό και έβγαλα. Έπινα και έβγαλα. Το γαιδούρι τράβα στο χωριό. Φορτωμένο με τις βέργες που γίνονταν κοφίνια. Εκεί βρίσκω άλλο νερό. Έβαλα, έβγαλα. Πάω όξω από το χωριό που είχε ένα νερό που έρχεται από το Θάρρι κοντά και εκεί έπινα και έβγαλα όσα ήπια από το διπλά χωριό και πήγα και ξεφόρτωσα και πήγα πίσω από το σπίτι στη σκια και ηρέμησα. Αυτά. Αυτά είναι. Ηρέμησα. Τώρα, τα καινούρια παιδιά τα έχουμε, τα έχουν μάθει μπιμπελά. Και ας είναι και τα παιδιά μου. Τα παιδιά τους τα έχουσι, δεν τα έχουσι. Εντάξει. Δεν είναι και τελείως, αλλά δεν είναι να βγουν έξω, να ζήσουν, να κάμουν δεύτερη δουλειά. Όλοι κάνουμε μια δουλειά, έκανα πολλές, πάρα πολλές, πάρα πολλές και μαστόρευα και, και, και, και τι δεν έκανα; Το σπίτι, δουλειές, μεροκάματα άμαν ήθελα, αν μπορούσα να ‘μουν κομματιασμένος, 10 μεροκάματα την ημέρα. Τότες που δεν είχε δουλειές. Γιατί δούλευα. Είπα το ξανά και το λέω ξανά, ξανά τώρα ότι δούλευα να πάρω μεροκάματο μου, ν’ αφήκω και στο αφεντικό. Όταν ερχόταν καμιά ώρα να σκολάσουμε, είχε ακόμα κανένα τέταρτο, μισή ώρα ξέρω ‘γω, λε: «Μπορεί να την, να τινάξουμε κι αυτήν την ελιά ή να αφήουμε;» λε: «Μα, δεν μας αφήσει -οι γυναίκες, η μια της αλληνής- Δεν θα μας αφήσει, μαρέ, να φύγουμε να σκολάσουμε αυτός.» Γιατί ήθελα να δουλέψω να ζήσει κι εκείνος, να ζήσω κι εγώ.
Η πιο καλή ποια ήτανε; Η πιο κερδοφόρα ίσως;
Η πιο καλή δουλειά, κερδοφόρες είχα δύο δουλειές. Επήγαινα στα χωριά και επώλουν πορτοκάλια. Εκεί επήγαινα Παρασκευή έκοβα, Δευτέρα πρωί ερκόμουνα, έβγαζα 180 χιλιάδες δραχμές την ημέρα. Εκείνες τις ημέρες. Έκαμα καμίνια, έβγαλα λεφτά. Έκαμνα τοιχία στα περιβόλια, έβγαλα λεφτά. Είχα πολλές δουλειές που μου αποδίδαν. Δεν πήγαινα εγώ πάντα με ένα ξερό μεροκάματο. Πήγαινα, πήγαινα, αλλά πάντα εψάχνα μου να βρω περισσότερα λεφτά. Τότες που δουλειά δεν υπάρχει. Τώρα δεν είχε δουλειές. Τώρα εγώ βγήκα στη σύνταξη, εφόσον δεν είχε δουλειές με λίγα ημερομίσθια. Εμένα τα χρόνια μου τι να πω; Ήμουνα αγρότης, τι εγίνησαν; Οι καινούργιοι είχαν δουλειές, μα εγώ τι εγίνησα και παίρνω τώρα, παίρνω 630 ευρώ. Εμένα που ‘ντα τα αγροτικά μου. Οι άλλοι παίρνανε αγροτικές που πριν και δεν έκαμαν τίποτα άλλο. Μα γιατί; Εγώ απόδιδα και στον κόσμο και με τα δικά μου τα κτήματα που απόδιδα. Αυτά είναι οι αδικίες της πατρίδας μας. Για αυτό είπα δεν δουλεύουν σωστά. Δεν δουλεύουνε. Ψάχνουν πώς να περάσουν, πως βάλουν τους δικούς του να δουλέψουμε. Δεν μας δίνανε δουλειά καλέ. Δεν μας δίνανε. Εδώ πέρα έβαλαν το άλλον και πότιζε για δυο άτομα και ο πατέρα και γιο και ο γιος δεν ξέρει πού είναι το δέντρο. Δεν φταίει αυτός. Με έκοψε ο κοινοτάρχης του χωριού. Και γίνουνται πολλά πράγματα και ξέρεις τι γίνεται στο χωριό; Ρεζιλίκι. Που δω παράνομα, που ‘κει παράνομα, που ‘κει παράνομα. Κόβουν τις πλατείες, κόβουν τους δρόμους με τα [00:30:00]παράνομα. Δεν έχουμε κοινοτάρχες, δεν υπήρχε κανένας κοινοτάρχης που να ‘ναι…
Αυτή η ζωή είναι. Έθεκα σε στάβλους μέσα που πήγαινα για τις ελιές και στην πάχνη του αλόγου, του ζώου εκοιμήθηκα. Στην πάχνη του αλόγου, του γαϊδουριού που είχασι πάνω στο βουνό. Για να μην παινοερχόμαστε, ήταν μεγάλη απόσταση, μια-δυο μέρες κειδά και κοιμήθηκα εκεί.
Πάνω στο βουνό;
Ε στο βουνό, στο στάβλο μέσα και οι υπόλοιποι άνθρωποι. Άλλοι είχαν σουφά, τους βάλαμε εμείς που ήταν οντάκοι, στα Κούμελα και είχε ένα κομμάτι και ξάπλωναν οι γυναίκες και πριν ο κόσμος σε αυτά εκοιμούντο, στους σουφάδες που λέμε. Στην εξοχή το κάτω μέρος για να μην είναι στη γη κατευθείαν. Έχουμε τίποτα πια, όχι, έτσι;
Όχι, όχι.
Έχω κι άλλα. Για τα καλάθια ήθελα να ρωτήσω πώς τα φτιάχνετε, αν μπορείτε να μας πείτε.
Τα καλάθια. Εκόβαμε λήδια, κάναμε κοφίνια για τα σταφύλια, για τα πορτοκάλια. Σηκωνόμαστε, παίρνανε και στη Σορωνή πορτοκάλια με τα κοφίνια εμείς. Κάναμε, κανάμε 10. Εγώ ως επί το πλείστον -ο πατέρας όταν περνούσαν τα χρόνια, έρχοντου, αλλάζαν πια. Εγώ έκαμνα καλάθια με τα καλάμια. Έκοβα τα καλάμια, τα έσκιζα και έκαμνα… Ήρθε μέρα που έκανα 18 κομμάτια. 18 κομμάτια την ημέρα, για να πάρω ένα ρολόι, δούλευα υπερωρία λέει, υπερωρία δούλευα για να πάρω ρολόι. Έρκουντο κείνα για να πάρω ρόλοι, λέει: «Έχουμε ανάγκη -λε- Νικόλα» πάει, έφευγε. Παίρνει το καλοκαίρι [Δ.Α.] και στο τέλος το πήρα το ρολόι.
Είδα κάποια καλάθια στο πίσω σπίτι και ήταν πάρα πολύ ωραία.
Είδες τα;
Ναι. Μπράβο σας!
Έκαμα κι άλλα. Έκαμα πολλά. Σου είπα κάνω πάρα πολλές δουλειές. Όταν πήγαινα και έσκαβα, έπρεπε να…. Με το σκύψιμο έπρεπε να κάμω τουλάχιστον τα τρία τετραγωνικά να σκαφτούν γύρω-γύρω. Γιατί ήταν το χώμα στα στήθη μου πάνω. Σου είπα, έλεγαν οι γυναίκες: «Αυτός είναι ο τσαπάκης, μαρέ;» Κι είναι… Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ. Έχω παιδάκια, έχω παιδάκια στην κοινωνία άριστα. Μπορούσα να εκμεταλλευτώ τα αδέλφια μου και δεν τα εκμεταλλεύτηκα. Πωλούσαν το κτήμα με 36 ευρώ και εγώ βρήκα με 55. Δεν το εκμεταλλεύτηκα τα αδέλφια μου, όχι. Έκαμα κτήματα, πήραν και τα αδέλφια μου, πήρα κι εγώ. κι εγώ πήρα το λιγότερο από τη μάνα του πατέρα μου. Αδικήθηκα πολύ, αλλά τι να κάνουμε; Είμαστε αγαπημένοι όμως. Είμαστε αγαπημένοι και με τα αδέλφια μου.
Εσείς είστε ο μεγαλύτερος;
Είμαι ο μεγαλύτερος. Η αδελφή μου ήταν μεγαλύτερη, δουλεύαμε για εκείνη. Τα κτήματα τα πήρε εκείνη, ό,τι έκανα εγώ που φύτευα.
Έπρεπε να βοηθάτε γενικά τα αδέλφια σας εσείς;
Ε τότες ήμαστο, έκανε κουμάντο ο πατέρας. Τέρμα. Έπαιρνε τα ο πατέρας όλα, που δεν ήταν εμένα, δεν μ’ άρεσε η ζωή αυτή, γιατί έπαιρνε τα λεφτά –ενώ είχαμεν ανάγκη– εσηκώνουντο και επήγαινε και έπινε. Στα χωριά πήγαινε και έβρισκε τις παρέες και γιορτίζαν τραγούδια. Ήταν τραγουδιστής, έχει βγάλει ένα του πολέμου, τα «Βάσανα του πολέμου», τον «Καρβουνιάρη». Το βρήκες;
Αυτά είναι τα «Βάσανα του πολέμου», ναι.
Ναι. Τα «Βάσανα του πολέμου», τον «Καρβουνιάρη» και το «Ναυάγιο του Κατσόλη». Τα έβγαλε αυτός με τη δική του… Ήτανε ποιητής. Έκαμνε [Δ.Α.] τραγούδια, έκανε. Εντάξει. Αλλά ο νους του ήταν να πιει και να διασκεδάσει. Έφευγε. Πήγαινε στα πανηγύρια με το τρίκυκλο, σαν σήμερα αν ήτο το πανηγύρι, δεν έρκουντο. Πάμε την παράλλη ακόμα. Να το διασκεδάσει καλά. Εγώ αδικήθηκα πολύ. Ήμουν ο πρώτος, αδικήθηκα πολύ. Αφού τελευταία πιο 2 χρόνια, δούλεψα καλά και είχα οικονομήσει το ’66 6.000 δραχμές, που ο καθένας δεν είχε τίποτα και τότες παντρεύτηκα. Είπα σου, ήταν, δεν μ’ αρέσανε, δεν… Είπεν ο πατέρας μου: «Αυτή δα θα πάρεις; Γιατί δεν έχει -λε- σπίτια, είναι φτωχή.» «Πατέρα,» λω, «εγώ δεν την παίρνω την κοπέλα. Δεν είναι για μένα, όχι για το σπίτι. Δεν είναι για μένα. Αλλά όχι, δεν είναι κακιά. Για να μην προσβάλλεις την κοπέλα. Μην προσβάλλεις την κοπέλα που δεν έχει. Εμείς τι έχουμε -λέω- παραπάνω; Δεν θέλω να προσβάλλεις». [00:35:00]Ύστερα που ήρθε από εκεί αγαπιόμουνα με κάποια. Έφυγε. Όπως κι ήταν ήτο, έλαχε τρεις φορές με τη γυναίκα μου, την τρίτη πιο είπα το ναι, σαν συμπεθεριό. Και λω, η αδελφή της την είχε η θεία μου ψυχό πιο, ο θείος μου και η θεία της. Πήγα σπίτι της. Εντάξει, πέρασα.
Λόγω του γάμου σας βρεθήκατε στα Μάσαρη, τελικά;
Ναι.
Ήταν Μασαρενή η γυναίκα σας;
Ναι, Μασαρενή ήταν και ήταν της θείας μου, του θείου από τη Μαλώνα ανίψιι. Με πιάσασι τρεις φορές σου είπα, μόλις ήρθα από το στρατό. «Όχι -λέω- δεν έχω λεφτά να παντρευτώ.» Η γυναίκα που θα πάρω να μην στερέψει τίποτα. Όλα να τα έχει στο σπίτι, να τρώει, να πίνει. Μέχρι σήμερα που την είχα άρρωστη, ήμουν από πάνω της. Στο νοσοκομείο δεν έφευγα. Μπορεί να μην περνούσαμε τόσον καλά. Έτσι κι αλλιώς. Αντρόγυνο ήμαστε. Πάντως περάσαμε, όπως κι αν ήτο, περάσαμε καλά. Άριστα μπορεί όχι, γιατί κανένα αντρόγυνο δεν έχει το άριστα. Το άλλο λίγο πάνω, λίγο κάτω. Την περιποιήθηκα μέχρι τέλους. Την είχα αγκαλιάσει της είπα: «Και να χωρίσουμε, εγώ θα έρθω να σε δω. Είσαι η μητέρα των παιδιών μου. Θα έρθω να σε δω». Μου φαίνεται πρέπει να είμαστε στο τέλος για την γνώμη μου, τη δική μου. Και δεν πρέπει να μπαίνουμε στη μέση οι γονιοί, να το έχεις υπόψη σου. Όταν έμπουν οι γονείς στη μέση, πρέπει να μπουν να συμφιλιώσουν. Και όχι να μπαίνουν να ανεβάζουν τη ζωή αντίστροφα. Γιατί όταν έρθω εγώ που είναι τα παιδιά μου, μαλώνω τον γαμπρό μου, τον άντρα της, δεν μπορώ να έρθω εγώ μπροστά στο γαμπρό μου. Γιατί άμα βάλω μπροστά το γαμπρό μου, θα μπουν οι άλλοι συγγενείς στη μέση και θα γίνει κουλουβάχατα. Η λέξη «κουλουβάχατα» μπορεί να είναι και τούρκικη.
Πώς ήταν όταν είχατε έρθει στα Μάσαρη; Σας φαινόταν δύσκολο που φύγατε από το χωριό σας;
Όχι, δεν ήταν πια δύσκολο. Έρχεσαι, αφού έχεις το σύντροφο σου, συνεργάζεσαι πια. Εντάξει. Ήταν τίμια, ήταν καθαρή. Πολύ καθαρή. Ήτανε μάνα που άξιζε να λέγεται μάνα. Με κανένα, ούτε 1%, ούτε ένα χιλιοστό. Ήταν μάνα. Αγαπούσε τα παιδιά της, όπως τα αγαπάω κι εγώ. Αλλά ξανούσα να κάνω οικογένεια, ξανούσα να κάνω παιδιά μέχρι σήμερα αγαπημένα και στον κόσμο και παντού. Το είπαμε, τα ξαναλέμε. Πολλές φορές το είπα αυτό, γιατί είναι η ζωή μου τα παιδιά μου. Τα αγκάλιασα, με αγκαλιάζουν πάντα. Φτάνει αυτό. Και εύχομαι εσύ, παντρεμένη είστε, κοπέλα μου;
Όχι.
Αν παντρευτείς, κοίταξε όλες οι μάνες τα αγκαλιάζουν τα παιδιά, αλλά πρόσεξε τα παιδιά σου, ας τι λένε αυτοί.
Ενότητα 5
Τα παιδικά παιχνίδια και χρόνια – Οι αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες
00:38:23 - 00:44:34
Δεν υπάρχει. Τα αφήνουν ελεύθερα, βγαίνουν όξω. Κάνουν, σαρτούν πού δω, κάνουν που κει. Εγώ δεν ήμουν από αυτούς, να σαρτώ από εδώ και από εκεί, να κάνω. Ναι, παίζαμε στο σχολείο. Παίζαν παιχνίδια, όχι να κάνω κάτι πράγματα που δεν στέκουν, που μπορεί να προσβάλλει παιδάκια. Ποτέ. Ποτέ.
Στο σχολείο τι παιχνίδια παίζατε;
Επαίζαμε τα περνάκια που γράφαν με την πένα τότες. Παίζαμε παγκαρόμα, επαίζαμε –ξέρεις- εβάζαμε ένα λακούβι με κούνες του χρουσόμηλου. Επαίζαμε [Δ.Α.] κούναρης. Παίζαμε διάφορα πράγματα. Και τι; Εφτιάχναμε κάτι αυτά που κάμουν τώρα που έχει και ηλεκτρικά. Φτιάχναμε τα με [Δ.Α.] που σπούσαμε που τα Ιταλούς. Βάζαμε μπροστά ρολομά, κάτι ξύλα, τα φτιάχναμε. Πολλά πράγματα. Μικρές. [Δ.Α.] Εσάρτα από ένας. Τρία άτομα και σαρτούσε ποιος θα πάε πιο βαθιά και ο άλλος από πίσω [Δ.Α.] Παίζαμε μπίλιες. Τίποτα δεν είχε τότε.
Δεν τα ξέρω εγώ, για αυτό ρωτάω.
Δεν υπήρχε τίποτα κούκλα μου. Τότες ήτανε… Μπάλες δεν ήτο, πια δεν υπήρχαν είχε. Βάζαμε πανιά και τα τυλίγαμε κάναμε ένα μπατσίνο και κλωτσόυσαμε τα πανιά, ξυπόλητοι. Ξυπόλητοι, δεν [00:40:00]είχε παπούτσια. Δεν είχε παπούτσια. Πού να βρεθούν; Το μόνο παπούτσι που έβαλα ήταν που ήταν κάτω εδώ στην Αίγυπτο η νονά μου και ήρθασι και φέρα μου ένα ζευγάρι παπούτσια. Το θυμάμαι. Τα πρώτα παπούτσια που έβαλα στα πόδια μου. Αυτά. Τι να πεις, τι να πεις. Η ζωή ήτανε δράμα. Τώρα δόξα τω Θεώ, δεν έχω πρόβλημα. Ζω σαν κύριος. Δεν μπορώ να πάω πουθενά, λόγω υγείας. Αλλά πήγαινα κάπου-κάπου, πήγαινα πριν στο Ασκληπειό, έβρισκα τον κόσμο, έβρισκα τους φίλους μου, τις φίλες μου που τους γνώρισα τώρα. Πριν εγνώριζα μόνο την οικογένεια που πήγα με το γαϊδούρι που πήγαινα στα λήδια και έκατσα και δεν τα γνώριζα, μόνο ήξερα το ένα κορίτσι που το λένε και Θαρρενή. Επηγαίναμε πια. Ύστερα «Εγώ -λέει- είμαι» . Δεν ήξερα που είχε και μια μόνο στο χωριό Θαρρενή. Εγνωρίστηκα με την οικογένεια, εγνωρίστηκα με τον κόσμο. Εντάξει. Αγαπημένους. Ας του πάρω τούτα, ας τους πάρω κείνα. Ωραία δεν είχε λεφτά. Όχι. Πήγαινα στα χωριά, στα Λάερμα. Έδινά τους πορτοκάλια με τσάντες τζάμπα. Πήγαινα, μάζεψα μια δόση δύο μεγάλες σακούλες σκουπιδιών πριν χρόνια τώρα με χόρτα, βλίτα και έπια και από την Λάρδο και βγήκα και Λάερμα και μοίρασά τους τα. Αυτά είναι. Πώλουν πορτοκάλια στα χωριά. Έκαμνα γκαρσονοίκια στα χωριά στα πανηγύρια έβγαλα λεφτά και που κει.
Έχετε χωράφια με πορτοκάλια, ε;
Έχω. Έχεις ‘συ; Έχεις;
Ελιές μόνο.
Θα σου κόψω τώρα.
Έχουμε στην αυλή μια πορτοκαλιά αλλά αυτό.
Θα σου κόψω τώρα.
Ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν χρειάζεται.
Έχω. Έχω το κλειδί πάνω μου. Κλείσαμε;
Να ρωτήσω και κάποια πράγματα ακόμη; Κουραστήκατε;
Όχι, δεν κουράζομαι εγώ. Ποτέ δεν εκουράστηκα στη ζωή μου. ποτέ. Μια φορά εκουράστηκα, μια. Μια. Εδώ κοντά.
Πού;
Κουράστηκα, εδώ, δεν θυμάμαι τι έκανα. Κουράστηκα. Λω: «Όχι». Κουράστηκα πολύ. Εκούρασέ με η ηλικία.
Το χωριό που μεγαλώσατε, η Μαλώνα; Είχατε παιδάκια στο σχολείο;
Είχαμε παιδάκια. Είχε. Αναλόγως το χωριό που ήμαστο, ήτονο… Γιατί είχε παιδάκια σε όλα τα χωριά είχε τότες. Γιατί δεν είχε πού να πάμε. Ήταν φτωχοί, δεν μεταφέρουνταν πουθενά, ούτε από εδώ ούτε από εκεί. Πάντα, όλα τα χωριά ήταν στο χωριό μέσα, οι οικογένειες. Δεν φεύγανε. Όταν μπήκε πια ο τουρισμός, όταν ξεκίνησε ο τουρισμός και εδώ περίπου, τότε βγήκε ο κόσμος έξω και διαπλάστηκε από δω κι από κει και πήγε στην πόλη μέσα. Τώρα και τώρα ακόμα και τώρα ακόμα, αδειάζουν τα χωριά, γιατί δεν υπάρχει υποδομή. Ψάχνουμε την αγροτική, δεν δίνει η αγροτική, κούκλα μου. Δεν βγαίνει. Να, τώρα κάνει παγετούς. Τα πορτοκάλια χαλάνε, τι να πάρω; Τα άλλα είδη κηπευτικά χαλάνε. Δεν βγαίνει. Οι τιμές δεν είναι σωστές. Έκαμα και ζώα. Έκαμα ζώα. Επήγαιναν μου τα κλέβανε. Αναγκάστηκα και…
Τι ζώα είχατε;
Κατσίκια και επούλησα τα. Εκλέβουν μου. Μια δόση μου πήραν έναν, το άλλο είχα να το σφάξω που ήταν μωρό και ήταν το φώναζα τον παλαιστή. Πριν μια εβδομάδα ήρθε κάποιος που πήγε με μια κλούβα και φαίνεσθαι πήρε το [Δ.Α.] μετά που έμπλεξα με άλλο, μετά επήρα μου και μια κατσίκα με δύο ρίφια μέσα. Έπεσε τους ένα ρολόι τους. Το βρήκα στο δρόμο εκεί που περνά ο τροχός για τις κοπριές με δύο ρίφια μέσα. Και από εκεί λέω: «Δώστα Νικόλα, γιατί δεν μπορεί να γίνεις εγκληματίας». Εντάξει, μπορεί να γίνω εγκληματίας και πούλησά τες και τελείωσε. Για αυτά σου είπα έχω κάνει πολλά.
Πάρα πολλά.
Και ακόμα τίποτα. Πού να τα λέω, πού να τα λέω! Είναι τόσες πολλές δουλειές, που δεν τις θυμούμαι πιο.
Μας είχατε πει πριν –πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη– ότι υπάρχουν τα παλιά καμίνια και τα καινούργια καμίνια.
Τα καινούρια καμίνια είναι χτιστά τώρα. Σπιτάκια. Αφήνεις τις τρύπες γύρου-γύρου για να παίρνει αέρα και όταν κατέβει φωτιά από κάτω. Αφήνεις το λίγο και το κλείνεις. Στην πάνω μεριά στη μέση, κάνεις ένα [Δ.Α.] με τσιμέντο και περνάς σωλήνες μέσα ανάμεσα τους δυο τρύπες που κάτω για να δουλεύει.
[00:45:00]Έχουνε διαφορές, δηλαδή, σε σχέση με το παρελθόν;
Ναι, έχει διαφορές αυτό. Φεύγεις και λες: «Ας το να καίει». Το μόνο που πρέπει να πας όταν αλλάζει ο αέρας. Όταν φυσάει από κάτω Νοτιά να κλείνεις τις τρύπες για να μην πορπατεί μονόπλευρα. Άλλο βοριάς θα πας στην πάνω μεριά. Πάντα Νοτιοδυτικός δεν φυσά πολύ, Νοτιοανατολικός δεν φυσά πολύ –Βορειοανατολικός να πω. Ναι, και Νοτιοανατολικός δεν φυσά πολύ. [Δ.Α.] Και μετά το ‘φήνεις, σκα μόνο του μέσα και πας το ξεχώνεις και μάλιστα, αλλά είναι δύσκολη δουλειά. Πολύ δύσκολη.
Και επικίνδυνη.
Ναι, στο επικίνδυνη. Όλο, όταν μπήκα εγώ μια δόση στο γιατρό να με δει, μου κάνει ο γιατρός: «Πα πα πα, μέσα τι είναι!» που βγαίναν οι ακτίνες που μ’ έστειλε. Λέω εγώ, εκεί σκέφτηκα: «Γιατρέ, να σου πω τι είναι. Δεν είναι αρρώστια». Λε: «Τι είναι;», «Είναι που είμαι στο στο καμίνι και παίρνω τη μυρωδιά της σκονής του καμινιού και πάει στο πνεύμονα». Άλλα είχε λεφτά. Έκανα λεφτά καλά. Γιατί εγώ δεν είχα κτήματα. Εγώ κτήματα δεν είχα. Εγώ έβγαλα 300 κιλά λάδι στο σύνολο. Τα αμπέλια μου ήταν ένα. Ένα ήταν. Το άλλο ήταν καινούρια δυο, ένα μικράκι με 300 κιλά σταφύλι με ελιές μέσα. Αυτά ήταν. Περιβόλι είναι ένα, ήταν ένα. Δηλαδή ήμουνα… πήρα φτωχή κι η κοπέλα ήταν σύμφωνα με την οικογένεια, έγινε φτωχή. Και αφού έδωσε τη ο πεθερός μου, έδωσε τη μια κόρη του ψυχό πιο είπα στην θεία μου, στο θείο μου. Κι εκείνης της θείας της γυναίκας μου. Αυτά είναι. Η ζωή είναι δύσκολη, δύσκολη, δύσκολη. Άλλα άμα έχεις πάνω σου τη θέληση να ζήσεις, δουλειές υπάρχουν. Εγώ τώρα ‘δω να, αν ήμουν καλά, δουλειές είχε καθημερινώς να δουλεύω. Αν ήμουνα καλά. Αλλά 86 χρονών, τι περιμένεις πια; Τα καλά; Δεν υπάρχουν καλά. Έρχονται τα χειρότερα πια. Καθημερινώς έρχονται τα χειρότερα. Όταν είναι ο άνθρωπος πάνω από τα 70, 65-67 χρονών και πάνω, χτυπά το καμπανάκι. Σου λέει: «Πάρε μπροστά σου πια ότι έχεις ταξίδι μακρινό που δεν επιστρέφεις πίσω».
Μην το λέτε αυτό.
Έτσι είναι κούκλα μου, τι να μην το λέω; Μα έτσι είναι η ζωή, άμα δεν είναι έτσι η ζωή, ποια είναι; Πες μου το, υπάρχει άλλο; Η ηλικία ανεβαίνει και έρχεσαι και παρέρχεσαι. Ναι; Κόβει το ρημάδι. ΣΤ’ Δημοτικού ήμουνα, αλλά το καλλιεργώ το πνεύμα μου, δεν το αφήνω να ξεφύγει. Τη νύχτα δεν κοιμάμαι άμα θέλω να κάνω μια δουλειά, να την κάνω σωστή και τη βγάζω. Πόσοι έρχονται, λέω: «Όχι, έτσι θα γίνει» και γίνεται σωστό. Καμιά φορά μπορεί να πέσεις σε κάποια μικρή παγίδα, δεν περιμένεις κάτι εντάξει. Ανθρώπινα είναι όλα. Έχεις ακόμα κάτι;
Εσείς αν θέλετε κάτι να προσθέσετε.
Εγώ δεν θέλω να προσθέσω πολλά πράγματα, ένα θα σου πω: στη ζωή σου να την εξανάς όπως λέει η λογική. Η λογική λέει: «Να αγαπώ τον εαυτό μου αλλά να αγαπώ και τον πλησίον μου». Άμα δεν αγαπάς τον πλησίον σου, δεν υπάρχει ζωή, είσαι μόνος στη ζωή σαν ένα καλάμι μέσα στον κάμπο που το δέρνει ο αέρας. Πάντα την οικογένεια σου και μετά, αν μπορείς, κάτι να κάνεις. Κάνεις στο πλησίον σου. Δεν κάνεις κάτι στον πλησίον σου που υποφέρει, δεν είσαι σωστός. Είσαι ένας άφρος. Ο άφρος θα πει, ξέρεις τι θα πει; Που τα θέλεις όλα δικά σου και τα ξένα μοναχικά σου. Εντάξει; Εδώ είμαστε.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Μπορείτε να μας πείτε απλά και το όνομα σας να το έχουμε καταγεγραμμένο;
Νικόλαος Κιέκκας ή Καίρης.
Εγώ είμαι η Αλεξάνδρα, ερευνήτρια για το Istorima. Έχουμε Κυριακή 12 φεβρουαρίου και βρισκόμαστε στα Μάσαρη της Ρόδου. Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Νίκο –
Κι εγώ ευχαριστώ και μπορείς να έρθεις να σας κόψω πορτοκάλια.
Να ‘στε καλά, ευχαριστώ πάρα πολύ –
Δεν με πειράζει, κούκλα μου, εφόσον δεν έχεις. Γιατί έτσι λέω, [00:50:00]έχεις του [Δ.Α.] του αλλουνού, έχεις; Δεν έχω μεγάλο, ένα μικρό είναι και δεν τα πουλάω, τα δίνω. Έχω κηπευτικά, τα δίνω. Σαν αφέντης δεν έχω πολλά πράγματα. Εκεί ‘κει ‘δα ξέρω ‘γω τι.
Ευχαριστώ πολύ και πάλι, να ‘στε καλά.
Φωτογραφίες

Ο αφηγητής και η σύζυγος ...
Ο αφηγητής, Νικόλαος Κιέκκας ή Καΐρης, σε ...

Τα "Βάσανα πολέμου"
Συλλογή τραγουδιών του πατέρα του αφηγητή, ...

Τα "Βάσανα πολέμου"
Απόσπασμα από τη συλλογή τραγουδιών του πα ...

Πορτρέτο του αφηγητή
Ο αφηγητής, Νικόλαος Κιέκκας ή Καΐρης σε ν ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο αφηγητής, Νικόλαος Κιέκκας ή Καΐρης, μεγάλωσε στο χωριό Μαλώνα και πλέον μένει στα Μάσαρη της Ρόδου. Μας αφηγείται την περιπετειώδη ζωής του. Αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια και στις μνήμες που έχει από την Ιταλοκρατία των Δωδεκανήσων και την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Περιγραφεί την φτώχια που επικρατούσε εκείνη την εποχή και τα παιχνίδια που έπαιζε ξυπόλητος. Κάνει λόγο για τη ζωή στα βουνά και τις μετακινήσεις στα διάφορα χωριά του νησιού. Μιλάει για τις πολυάριθμες εργασίες που έχει κάνει στη ζωή του: από τα καμίνια, στο μάζεμα ελιών, στο σκάψιμο, στο κλάδεμα δέντρων, στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες μέχρι την κατασκευή κοφινιών-καλαθιών. Τονίζει το νόημα της αλληλεγγύης και εξηγεί πώς, παρά τις δυσκολίες της ζωής, όποιος έχει θέληση μπορεί να τα καταφέρει, όπως τα κατάφερε και ο ίδιος.
Αφηγητές/τριες
Νικόλαος Κιέκκας ή Καΐρης
Ερευνητές/τριες
Αλεξάνδρα Γκαρανάτσιου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/02/2023
Διάρκεια
50'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο αφηγητής, Νικόλαος Κιέκκας ή Καΐρης, μεγάλωσε στο χωριό Μαλώνα και πλέον μένει στα Μάσαρη της Ρόδου. Μας αφηγείται την περιπετειώδη ζωής του. Αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια και στις μνήμες που έχει από την Ιταλοκρατία των Δωδεκανήσων και την περίοδο της γερμανικής κατοχής. Περιγραφεί την φτώχια που επικρατούσε εκείνη την εποχή και τα παιχνίδια που έπαιζε ξυπόλητος. Κάνει λόγο για τη ζωή στα βουνά και τις μετακινήσεις στα διάφορα χωριά του νησιού. Μιλάει για τις πολυάριθμες εργασίες που έχει κάνει στη ζωή του: από τα καμίνια, στο μάζεμα ελιών, στο σκάψιμο, στο κλάδεμα δέντρων, στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες μέχρι την κατασκευή κοφινιών-καλαθιών. Τονίζει το νόημα της αλληλεγγύης και εξηγεί πώς, παρά τις δυσκολίες της ζωής, όποιος έχει θέληση μπορεί να τα καταφέρει, όπως τα κατάφερε και ο ίδιος.
Αφηγητές/τριες
Νικόλαος Κιέκκας ή Καΐρης
Ερευνητές/τριες
Αλεξάνδρα Γκαρανάτσιου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/02/2023
Διάρκεια
50'