Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Περνώντας τα σύνορα Αλβανίας-Ελλάδας
Ενότητα 1
Η πρώτη προσπάθεια διάσχισης των συνόρων Αλβανίας-Ελλάδας
00:00:00 - 00:21:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας, θέλετε να μας πείτε το όνομα σας; Nαι, Nasho. Nasho Mejoi. Βρισκόμαστε στην Καλαμάτα, ο μήνας έχει 26 του Ιουνίου του 20…μένα και στη Μεσσήνη μετά, λίγους μήνες, έμεινα κάπου οχτώ μήνες όλα στην Καλαμάτα, εδώ, στα περιφέρεια και φεύγω κάτω, στην Αλβανία μετά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 2
Η επιστροφή στην Αλβανία και η πορεία μέχρι τη μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα
00:21:02 - 00:28:54
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Παίρνω ό,τι είχα να πάρω. Είχα μαζέψει κάτι λεφτά, πήγα κάτω. Πάω κάτω, στην Αλβανία, να μείνω από εκεί. Ξέρεις, δε μου έμοιαζε σαν να ήτανε…μπορούσαμε… Είχαμε κάτι τότε. Αν δεν είχα λεφτά, πάλι δε θα είχα πάρει τίποτα, έπρεπε να είχες λεφτά και να έρθεις. Αυτό είναι οι ιστορίες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η αλβανική πραγματικότητα τη δεκαετία του '90 και η αλληλεπίδραση με τον ελληνικό πληθυσμό
00:28:54 - 00:41:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η κατάσταση στην Αλβανία πώς ήταν όταν αποφασίσατε να φύγετε; Όταν αποφασίσαμε να φύγουμε από την Αλβανία ήτανε πολύ δύσκολη η κατάσταση, …ς ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτά που είπαμε και επιφυλάσσομαι για τα άλλα που θα πούμε. Εντάξει! Και πάλι ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
[00:00:00]Καλησπέρα σας, θέλετε να μας πείτε το όνομα σας;
Nαι, Nasho. Nasho Mejoi.
Βρισκόμαστε στην Καλαμάτα, ο μήνας έχει 26 του Ιουνίου του 2020, εγώ ονομάζομαι Αγγελική Κοτσόβολου, ερευνήτρια για το Istorima, και μπορούμε να ξεκινήσουμε. Θέλετε να μας–
Ναι.
Πείτε λίγα–
Ναι.
Πράγματα για εσάς;
Ναι, θα σας πω. Την πρώτη φορά έκανα την προσπάθεια να έρθω στην Ελλάδα, 1990. Τον Ιούνιο, 1990. Παίρνω το δρόμο μόνος μου, χωρίς κανέναν. Πάω στην Κορυτσά, στα σύνορα με την Ελλάδα, Καπεστίτσα και Ελλάδα. Πάω από εκεί, ξεκινάνε οι όπλες να βαράνε, οι φαντάροι, η Αλβανική… Γιατί ήταν πρώτες μέρες που ήταν η Αλβανία… Βγήκαν και οι φυλακισμένοι από την φυλακή, όποιος μπορούσε να φύγει, να φύγει. Είχαμε δυσκολίες πολύ. Εγώ μόνος, χωρίς κανένα, παίρνω την προσπάθεια να περάσω πάνω στη Καπεστίτσα. Βλέπω στα σύνορα με την Αλβανία, έχει η Ελλάδα εκεί κοντά, κάποιους ανθρώπους κάτω, σε ένα γκρεμό, πεθαμένους. Δύο ανθρώπους πεθαμένους. Πάω κοντά, τρομάξα, είπα: «Τα όπλα μήπως βαρέσαν αυτά; Θα βαράνε κι εμένα». Από το φόβο πήγα να κρύβομαι, σε ένα βάτα –πώς το λέτε εσείς;– μεγάλη–
Θάμνο;
Τέτοιο, και πήγα μέσα, σαν να είμαι αλεπού και κλειστήκα εκεί από το φόβο, γιατί τα όπλα ήτανε… Βαρέσανε συνέχεια.Η ώρα ήταν 20:00 το βράδυ. Δεν είχε νυχτώσει ακόμα και είπα να μην κουνηθώ εδώ μέχρι που θα νυχτώσει, μήπως κάνω κάτι να περάσω τα σύνορα. Περιμένω μέχρι τις 02:00 η ώρα τη νύχτα και παίρνω πάλι το δρόμο να κατέβω κάτω, στα σύνορα με την Ελλάδα. Ήμουν εκεί κοντά, στη μέση, στο… Μήπως πω είχα περάσει τα σύνορά μου, λίγο μέσα ήμουν… Πάω, βγαίνω από εκεί, κάπου 100 με 150 μέτρα ξεκινάγανε πάλι, βαρέσαν όπλα. Πού να πάω; Τι να κάνω; Τι να μην κάνω; Είπα: «Θα προσπαθώ πάλι, με τη δύναμή μου», δεν είχα τι να κάνω άλλο. Πήρα αυτό το δρόμο και είπα: «Ή θα βγω ή θα πεθάνω», ένα από τα δύο. Πάω, συνεχίζω το δρόμο, περίπου εικοσιτέσσερις ώρες μετά συναντήσω το πρώτο σπίτι από εκεί. Χτυπάω μία πόρτα και βγαίνουνε δύο παππούδες, σαν σημέρα… Κοίτα πώς γίνεται. Ήμουν χάλια! Ήμουν πεθαμένος! Χωρίς φαΐ, χωρίς τίποτα, χωρίς να γνωρίζω, χωρίς να ξέρω κάτι να μιλάω, ούτε ελληνικά, τίποτα, δεν ήξερα πώς να μιλάω. Οι παππούδες και οι αυτά ξέρανε κάτι ιταλικά, μιλήσα κι εγώ δύο-τρία λόγια από τα ιταλικά: «Θέλω ψωμί», είπα εγώ, «θέλω αυτά». Μ’ είδανε πρώτη φορά, με βάλανε μέσα στο σπίτι, με προστατέψαν. Μας είπανε: «Μη φοβάσαι, παιδί μου, εμείς θα σε προστατέψουμε και θα σε στείλουμε εκεί που θέλεις εσύ». Είπα εγώ: «Έχω χάσει [00:05:00]έναν αδερφό, για αυτό έχω έρθει να ψάξω το αδερφό μου». Έτσι ήταν, αληθινά. Αυτή την ιστορία, μέχρι τώρα πονάω για αυτό το… Να βρω πού ήτανε ο αδερφός μου. Ήτανε φαντάρος τότε ο αδερφός μου και είχε φύγει μαζί με το όπλο και είχε έρθει εδώ, στην Ελλάδα, και τον είχανε πιάσει οι φανταροί, ελληνικά, και το είχανε βάλει μέσα στο –πώς το λένε;–, εκεί που βάλουνε τις προσφύγες τώρα, που το κλείνουνε μέσα;
Σε κέντρο κράτησης;
Ήτανε τότε, όποιος έρχεται από την Αλβανία δε μπορούσε να περνάει, να φύγει. Αν σε πιάσανε, θα σε βάλανε από εκεί, σαν πρόσφυγες τώρα που έρχουναι από την…
Συρία.
Συρία. Και πάω και του λέω, τη γιαγιά και τη παππού που ήταν εκεί: «Ζητάω έναν αδερφό», είπα, «αδέρφια», του είπα. Δεν… Ούτε αυτοί καταλαβαίναν, ούτε εγώ, όμως εγώ το ‘κάνα κάτι ιταλικά, του ‘δώσα κάτι πράγμα ιταλικά και ο μπάρμπας με καταλαβαίνε: «Ναι, ναι, ναι», μου λέει, «ναι, ναι, θα πας εδώ, στην Κοζάνη», μου λέει κι αυτό μου λέει και κανονικά. Ηξέρε πού είχανε μαζέψει τους Αλβανούς που είχανε φύγει στα σύνορα, που ήτανε φαντάρος ή είχανε φύγει. Το ηξέρε, γιατί ήτανε πολιτικά πράγματα, ήτανε αυτή τη στιγμή που ήτανε δύσκολη. Πάω εγώ, μείνω εκεί, με ταΐζουνε, μου δίνουνε λεφτά, δραχμές τότε, μου δώσανε πολλά λεφτά: «Πού θέλεις να πας;», μου είπε. «Θέλω να πάω», είπα, «στην Πρεσβεία της Αλβανίας στην Αθήνα». Η Αθήνα ήτανε δεκατέσσερις μέρες με τα πόδια, που είχα κάνει εγώ προσπάθεια να το κάνω με τα πόδια αυτό, και: «Όχι, δεν έχεις ανάγκη», μου είπε, «να πας με τα πόδια, όπου μπορείς να το βρεις κι εδώ κοντά είναι η Κοζάνη», λέει. Εκεί που είχα πάει εγώ ήτανε κοντά η Κοζάνη. Μου λέει: «Δεν είναι πολύ μακριά Κοζάνη», μου λέει, «μπορείς να πας μέχρι στο Κοζάνη, εκεί να βρεις τον αδερφό σου και να… Ή μήπως θέλεις να σε πάμε εμείς εκεί και να κάνεις κάτι;». Είπα: «Άμα μπορείς», δεν ήξερα να μιλάω, «εντάξει», είπα. Καταλαβαίνανε που είπα ναι και… Τότε μου παίρνει ο μπάρμπας με το αμάξι και η γιαγιά, καημενούλα, μου παίρνουνε και μου πούνε μέσα στο Κοζάνη. Πριν να πάμε μέσα στην Κοζάνη ήτανε ένα ποσμπλόκ, που λέμε εμείς, που ήτανε οι φαντάροι που κοντρολάρανε τις… Μου λέει ο μπάρμπας: «Τι να κάνουμε τώρα;», πριν να κατέβουμε ήτανε μία κρυφίρα από εκεί ήτανε οι φαντάροι, Ελλήνες: «Δε μπορούμε», λέει, «να σε πάμε απάνω τώρα, γιατί θα μας κοντρολάρουνε», λέει. «Μπορείς να κατέβεις εδώ και άμα δε βρεις τρόπο, όταν θα φύγω, να φτάσεις να φύγεις ή να πας πίσω από ένα αμάξι ή κάτι τέτοιο», μου λέει, «θα έρθουμε 02:00 η ώρα τη νύχτα, θα σε στείλουμε εμείς πάλι», μου λέει. «Εντάξει», μ’ αφήσανε από εκεί, έφυγαν. Τι να πω; Ούτε το δρόμο δεν ήξερα, ούτε να μιλάω, ούτε τίποτα, μόνο ο Θεός βοηθός, που λέμε καμιά φορά, γιατί δεν ήξερα τίποτα. Παίρνω το δρόμο να πάω στο Κοζάνη. Νύχτα, ήρθαν δύο-τρεις Αλβανοί άλλοι, ούτε τον ηξέρα, ούτε τίποτα:[00:10:00] «Πού πάτε, ρε παιδιά;», «Πάμε», μας λέει, «πάμε στην Αθήνα», «Με τι θα πάτε;», «Με τα πόδια», λέει. «[Δ.Α.] Με τα πόδια; Με τα πόδια». Εγώ είπα: «Θέλω να πάω στην Κοζάνη να ψάξω για τον αδερφό μου έτσι κι έτσι…», τους είπα τους Αλβανούς. «Είναι επικίνδυνο», μου λέει, «να πας στην Κοζάνη, θα σε πιάσουν αμέσως», μου λέει. Άμα θέλεις να πας στην Αθήνα να κάνεις κάτι στην Πρεσβεία μπορείς, εδώ δε μπορείς», μου λέει. Και μου παίρνουνε και πάω πίσω με αυτούς, που λες. «Τι θα; Από πού θα πάμε;». Μέσα στο δρόμο που περνάει για το τρένο, πιάσαμε αυτό το δρόμο, χωρίς να ξέρει κανένας το δρόμο, ούτε οι τρεις Αλβανοί οι άλλοι, ούτε εγώ δεν ήξερα το δρόμο και πήγαμε δρόμο, δρόμο, δρόμο, δρόμο μέχρι τη Λαρίσα. Στη Λαρίσα χωρίσαμε. Αυτά τα τρία εμείναν στη Λάρισα, γιατί μέχρι εκεί τον είχανε το δρόμο, εγώ θα περπατούσα ακόμα, που λες, δεκατέσσερις μέρες με τα πόδια, δεκατέσσερις μέρες με τα πόδια, έφτασα στην Αθήνα. Τότε είχα ένας εδώ, στην Καλαμάτα, στο Καζάρμα είναι αυτός ο άνθρωπος, τον λέγανε τότε –δεν ξέρω, είναι ζωντανός τώρα, δεν είναι; Γιατί ήταν μεγάλο, τότε ήτανε 60 χρονών κάπου, 60 και– είπα: «Πού θα πάω; Πού να μην πάω;». Γιατί εγώ ήμουν οδηγός, πριν να έρθω εδώ, στην Ελλάδα, δουλεύα οδηγός με αυτοκίνητο. Πήγα με φορτηγά στη Γερμανία, Franca, παντού –Γαλλία πώς λέγε εσείς;–, σε παντού, όλες τις χώρες της Ευρωζώνη και είχα συναντήσει έναν άνθρωπος από εκεί στη Γερμανία, που με είχε στείλει αυτός: «Θα σε πάω εγώ», μου λέει, «σε ένας μπάρμπας», μου λέει, «και θα μείνεις εκεί, στην Καλαμάτα, στην Καζάρμα» –είναι στο χωριό εδώ απάνω στη…– «θα πας, θα μείνεις εκεί», μου λέει. «Είναι καλός ανθρωπός, έχει γυναίκα Γερμανίδα και θα πας από εκεί, θα σε κρατάνε σαν παιδί!» Αυτοί είχανε παιδιά, είχανε δύο κορίτσια, ένα, συγχωρεμένη, πεθάνε κι ένα είναι ακόμα, Αλεξάνδρα. Και με πήρανε, που λες εσύ, στο τηλεφώνο. Πάω και παίρνω εγώ πρώτα, μετά μου πήρανε αυτά, γιατί τότε δεν είχε τηλέφωνο έτσι, μόνο στο δρόμο από τα… Του λέω: «Θα μείνω εδώ και θα μου βγάλετε αυτόν τον φίλο και θα τον περιμένω στο τηλέφωνο». Πού να πάω τώρα; Είχα φτάσει στην Αθήνα και δεν ηξέρα πού να πάω. Ήθελα ένα άνθρωπο να με βοηθήσει, θα πάμε στην Πρεσβεία, θα… Να μην με πιάσει κανείς πριν να τελειώσω αυτή την ιστορία. Εντάξει. Αυτή τη νύχτα που περίμενα από εκεί, που περιμένα τηλέφωνο, βρίσκεται ένας φίλος δικός μου από στα Τιράνα. Μου λέει: «Ε, ρε Nasho, πού είσαι, ρε; Πού έχεις έρθει;». Του λέω έτσι κι έτσι: «Τώρα έχω έρθει, δεν έχω πού να πάω». «Πού θα σε πάω εγώ στο αμάξι; Άμα θες να μείνεις μαζί με εμένα στο αμάξι, έλα», μου λέει, «γιατί εγώ είμαι με φορτηγό», λέει, «και θα φύγω πάλι. Γιατί έχεις έρθει εδώ;», μου λέει. «Έχω έρθει να συναντήσω το Ηλία», είπα, «τον αδερφό μου. Το ξέρεις που έχει χάσει τόσους μήνες, έξι [00:15:00]μήνες. Δεν ξέρουμε είναι ζωντανός; Ζει; Δεν ζει; Γιατί έχει φύγει μαζί με τα όπλα, όταν ήτανε φαντάρος, έχει πάρει και το όπλο, έχει φύγει. Δεν ξέρω μήπως τον έχουνε σκοτώσει στο δρόμο;». Μου λέει: «Πήγαινε να κοιμηθείς ήσυχος, γιατί τον Ηλία τον βρήκα εγώ στην Αλβανία. Έχει πάει κάτω και είναι ζωντανός», μου λέει. Τότε ήμουν εντάξει… Όταν μου είπε και είναι αλήθεια αυτό, μου λέει: «Εγώ, εγώ, εγώ, με τα χέρια μου τον έχω πιάσει, έχω μιλήσει με αυτό», μου λέει, «μην ανησυχείς για αυτό, πήγαινε στο δρόμο σου, όπου θέλεις να πας». «Ρε φίλε, δε θέλω να πάω πουθενά», είπα, «τώρα πάω πίσω, να πάω σπίτι να συναντήσω τον αδερφό μου πρώτα». «Κοιτάξε εδώ, έχεις κάνει τόσο κόπος», μου λέει, «να μην χάσεις αυτόν τον κόπο σου», μου λέει. «Γιατί να τον χάσεις; Όπου μπορείς να μείνεις εδώ, να δουλέψεις, να βγάλεις κανένα φράγκο, μετά να πας κάτω», μου λέει. «Εντάξει». Τότε αυτό που δουλεύανε με φορτηγά και τότε είχανε τηλέφωνο, από αυτά που είχε η Αστυνομία και συναντήσανε με ανθρώπους, μπορούσανε να μιλήσουνε. Μου λέει εμένα: «Εδώ μέσα δε μπορείς να μιλήσεις με αυτό το τηλεφώνο που έχω εγώ, δεν είναι για εδώ», μου λέει, «είναι για αυτά από εκεί που με έχουνε στείλει εδώ». Γιατί ήτανε ρουφιανοί τότε. Τότε ήτανε αυτά τα πράμα, ήτανε δύσκολα, δεν το πιστεύανε πολύ τους ανθρώπους που πήγαμε έξω. Εμείς είχαμε… Εγώ δουλεύω πολλά χρόνια μιλάμε. Όταν ήμαστε δύο οδηγός μέσα σε ένα φορτηγό, ο ένας ήτανε ρουφιάνος, ρουφιανέψε ο ένας τον άλλον. Και τότε εγώ με τον εαυτό μου συμφωνήσαμε να μην πάω κάτω. Είπα: «Θα μείνω λίγο, μήπως μπορώ να βρω αυτό το φίλος στην Καζάρμα, αυτό το ανθρωπός» και ρώτησα την ξάδερφή μου: «Εσύ που μένεις;», του είπα. Τότε η ξάδερφή μου έμενε στην –πώς το λένε;– στη Μαδένα, στη Μεσσήνη. Ήτανε παντρεμένη τότε ή ήθελε να παντρευτεί ένας Ελλήνα εδώ. Έκαναν ψεύτικα πράγματα, ψεύτικο γάμο να έρθει εδώ, να έχει χαρτιά, να μείνει εδώ, αυτό ήτανε, γιατί αυτός ήτανε μεγάλος άνθρωπος. Είπα: «Πού ήσουν εσύ; Πού μένεις εσύ; Πού;», «Εγώ μένω εδώ», μου λέει, «στη Μαδένα είμαι εγώ. Άμα μπορείς να έρθεις στην Καλαμάτα, θα έρθω, θα σε πάρω εκεί», μου λέει. Δεν ήξερα τίποτα, πού να πάω. Στη νύχτα, παίρνω τηλέφωνο πάλι τον αριθμός που είχα εδώ, κάπου-κάπου μου βγαίνει το τηλέφωνο. «Μπαρμπα-Ηλία», του είπα. «Ναι!». Είπα: «Ο Θανάσης με τον Πέτρο από τη Γερμανία», αυτά τα δύο-τρία λόγια που… «Έλα», μου λέει, «έλα, έλα». Τότε καταλάβα δύο-τρία λόγια, γιατί είχα κάνει είκοσι μέρες όλα, δεκατέσσερις μέρες μου πάει το δρόμο από εκεί, δύο μέρες εμείνα εκεί, στη γιαγιά και η παππού από εκεί. Είχανε πάει πολλές μέρες, είχα φτάσει στα είκοσι μέρες, είχα καταλάβει δύο-τρία πράγματα. Πάω και έρχομαι στην Καλαμάτα. Αμέσως, παίρνω έναν ταξιτζή και του λέω: «Θα μου πας στην Καζάρμα, στο μπαρμπα-Ηλία τον λένε», του είπα. Τον γνωρίζανε όλοι στην Καζάρμα. «Θα με πας από εκεί», του λέω. Εντάξει, πήγα από εκεί, το γνωρίζα τους ανθρώπους από εκεί, από κοντά, μιλήσαμε, με βάλανε στο σπίτι. Ήτανε στο κτήμα, είχε ένα κτήμα τότε, ήτανε –όχι τώρα, πώς λέγεται [00:20:00]αυτό;– Ιούνιο–
Ιούλιο.
Τον Ιούλιο, τον άλλο μήνα. Σε λίγες κάπου είκοσι μέρες θα είχαμε δουλειές με τη σταφίδα. Ήτανε η σταφίδα και τέτοια. Μου λέει: «Θα μείνεις εδώ και στον Agusto», μου λέει, «θα πιάσουμε τη σταφίδα, θα μαζεύουμε σταφίδα, θα έχουμε δουλειά, θα μαζεύεις και λεφτά», μου λέει. Μας βοηθήσανε, μιλάμε μας βοηθήσανε, με φαγητό, με ρούχα, με τα πάντα. Μας βοηθήσανε. Πάω και μείνω λίγο εγώ, δεν μείνω πολύ κάπου… Εμένα και στη Μεσσήνη μετά, λίγους μήνες, έμεινα κάπου οχτώ μήνες όλα στην Καλαμάτα, εδώ, στα περιφέρεια και φεύγω κάτω, στην Αλβανία μετά.
Ενότητα 2
Η επιστροφή στην Αλβανία και η πορεία μέχρι τη μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα
00:21:02 - 00:28:54
Παίρνω ό,τι είχα να πάρω. Είχα μαζέψει κάτι λεφτά, πήγα κάτω. Πάω κάτω, στην Αλβανία, να μείνω από εκεί. Ξέρεις, δε μου έμοιαζε σαν να ήτανε η χώρα μου, είχε τελειώσει για μένα. Με την πρώτη μέρα που πατήσα από εκεί είχε τελειώσει η χώρα μου για μένα, γιατί δεν εβλέπα πράγμα που… Κάθε μέρα σκοτώνανε ανθρώπους, κάθε μέρα κλέβανε, κάθε μέρα κάνανε ζημιές ένα τον άλλο, κάθε μέρα ξύλο, κάτι… Συμβαίνανε πολλά πράγματα τότε και είπα: «Εγώ ποτέ δε θα μείνω εδώ. Θα φύγω, θα πάρω και την οικογένειά μου και θα φύγω μία μέρα και δε θα ξαναέρθω πάλι εδώ». Τώρα, η ιστορία είναι μεγάλη. Να ξεκινάμε τις ιστορίες, έχω πολλά να πω. Να έρθω, να πάω, να φύγω, πόσα φορές έχω κάνει προσπάθεια, είναι τρομερό προσπάθεια, να πεις μέχρι είκοσι φορές έχω κάνει αυτή την προσπάθεια, μέχρι που κολλήσα εδώ, μέχρι που μπορούσα να μείνω, να μην φύγω κάτω. Είναι μεγάλη ιστορία. Θέλεις να…
Ναι, ναι, θέλω, βεβαίως.
Ακόμα; Εντάξει. Μεγάλη ιστορία. Πάω στο σπίτι, δε μπορούσα να μείνω κάτω, κάτι λεφτά είχα μαζέψει, το αφήσα της γυναίκας τα λεφτά, εμείνα κάτι στο σπίτι, δεν ξέρω, ένα μήνα-δύο μήνες, δεν ξέρω πόσο έμεινα και παίρνω πάλι το δρόμο από να έρθω από εδώ, γιατί κάτι μου άρεσε εδώ, ησυχία ήτανε τότε, ήτανε και οικονομία. Μπορούσες να βάλεις τα λεφτά… Με 5.000 τότε, δραχμές, μπορούσες να περνάς δύο εβδομάδες φαγητό. Από κάτω στην Αλβανία ήτανε πολλά λεφτά τα δραχμές, ήτανε 1 με 7. 1 δραχμές με 7 στην Αλβανία λεκ, που λέμε, ήτανε πολλά λεκ τότε. Όταν πήρα εγώ εδώ 2.000.000 δραχμές τότε σε δύο χρόνια, από κάτω στην Αλβανία εκάνανε 14.000.000-15.000.000, ήτανε πολλά τα λεφτά. Ξεκινάω και έρθω πάλι. Αυτή τη φορά δεν έρχομαι μόνος, παίρνω και πέντε ατόμα. Παίρνω τα δύο ξαδέρφια μου, ένα γειτόνας κι ένα αδερφός, πέντε άτομα. Ξεκινήσαμε, ήτανε ‘91, τον Αgusto ‘91 νομίζω ήτανε. Ναι! 1ο Αgusto ‘91. Πάμε και έρχομαι πάλι μήπως το βγάλω σε αυτό το δρόμο που είχα περάσει εγώ. Τον παίρνω από εκεί και ξεκινάω με τα παιδιά το δρόμο και βλέπουμε κάτω [00:25:00]φαντάρος ήτανε στα σύνορα. «Φαντάρος», είπα, «εδώ δεν είχε ποτέ φαντάρος έτσι, πώς ήρθανε τώρα εδώ;». Πώς θα περνάμε; Πώς να μην περνάμε; Περιμέναμε αργά-αργά να γίνει νύχτα, έγινε αυτό, περάσαμε, μέχρι που βγήκαμε κάτω στο ένα ποτάμι από εκεί κάτω. Το πρωί ήτανε, το πρωί. Όταν φτάσαμε το πρωί στο ποτάμι, μας πιάσανε οι φαντάροι. Μας παίρνουνε και μας πάνε στην Καστόρια και μας στείλανε πίσω. Δεν μας περάσανε να πάμε μπροστά. Μας στείλανε πίσω στα σύνορα πάλι. Προσπάθειες, που λέμε, που έχουμε κάνει, δεκαεννιά φορές με είκοσι φορές προσπάθειες. Έχω έρθει με τα πόδια πολλές φορές, δε μπορείς να το θυμάσαι όλα αυτά τα πράγματα.
Τελικά, πώς καταφέρατε να έρθετε στην Ελλάδα μόνιμα μετά από αυτές τις προσπάθειες;
Όλες αυτή τις προσπάθειες ολοκληρώσανε 1992. Στον Agusto ‘92. Τότε αγοράσω ένα διαβατήριο από ένας άλλος με visa, που ήτανε κανονικά, με visa και λέω: «Θα περάσω με αυτό και να μπορώ να μείνω εδώ», γιατί ήτανε με visa κανονικά και πάω και έρχομαι με αυτό. Παίρνω αυτό και έρχομαι. Δε με πείραξε κανείς, ούτε η Αστυνομία, ούτε τίποτα. Κολλήσα εδώ, στην Καλαμάτα τότε. Έρχομαι εδώ, στη Μεσσήνη, μένω από εκεί κάπου δύο χρόνια, ενάμιση χρόνο κάθομαι από εδώ, στην Καλαμάτα, μετά πήγα πάνω, στο Καζάρμα, δούλευα πάλι στον μπαρμπα-Ηλία, που λέμε. Συνέχεια με τον μπαρμπα-Ηλία, εγώ δεν έχω σταματήσει μέχρι στη 2000, μέχρι τότε. 2000; Δεν ξέρω παραπάνω στο 2000. Μέχρι 2000 είχα πάει εγώ μόνος. Εγώ, όταν πήρα και τη γυναίκα 1997, ‘7, ναι, 1997, πήρα και τη γυναίκα από εδώ και με τη γυναίκα έχω πάει από εκεί, έχω δουλέψει στον μπάρμπα Ηλία, το έχω γνωρίσει, οικογενειακός φίλος, μιλάμε για καλός φίλος. Τελικά με αυτό το διαβατήριο κολλήσα εδώ και έμεινα εδώ. Μετά εκάνα προσπάθεια, πήγαμε κάτω, γίναμε με λεφτά, μπορούσαμε να βγάλουμε τα διαβατήριά μας, μπορούσαμε να πάρουμε visa, μπορούσαμε… Είχαμε κάτι τότε. Αν δεν είχα λεφτά, πάλι δε θα είχα πάρει τίποτα, έπρεπε να είχες λεφτά και να έρθεις. Αυτό είναι οι ιστορίες.
Ενότητα 3
Η αλβανική πραγματικότητα τη δεκαετία του '90 και η αλληλεπίδραση με τον ελληνικό πληθυσμό
00:28:54 - 00:41:33
Η κατάσταση στην Αλβανία πώς ήταν όταν αποφασίσατε να φύγετε;
Όταν αποφασίσαμε να φύγουμε από την Αλβανία ήτανε πολύ δύσκολη η κατάσταση, μιλάμε για όλα. Μιλάμε φαγητό, όχι για μένα, γιατί εγώ είχα ένα δουλειά, καλό δουλειά. Δουλεύα σε ένα εργοστάσιο κρέας, σαλάμι, οδηγός. Ήμουν παγκόσμιο οδηγός, δεν μιλάμε για… Σε όλες της χώρες της Ευρώπης, Ευρωζώνη, που λέμε. Εγώ ήμουν καλά στην οικονομία, εγώ, όμως οι άλλοι πεινάγανε. Αυτό που ζήσανε καλά, ήτανε πολλοί λίγοι άνθρωποι που ζήσανε καλά, οι άλλοι δε μπορούσανε να έχουνε ψωμί στο βράδυ να τρώνε, δεν είχανε. Κάποιος είχε πολλά παιδία, μεροκάματο ήτανε[00:30:00] πολύ μικρή. Λάδι δεν είχε, ελιές, λάδι για τα ελιές, τότε δεν είχαμε τέτοιο λάδι εμείς, μόνο λάδι τέτοιο, το… Πώς το λέτε εσείς;
Μας λέγατε για τις συνθήκες που υπήρχαν στην Αλβανία πριν, όταν αποφασίσατε να έρθετε στην Ελλάδα.
Είχε πολλά θέμα, είχε πολλά θέμα. Ησυχία δεν είχε τότε. Ξεκινήσανε να πολεμάμε ο ένας τον άλλο. Ξεκινήσανε να έρθουνε στο σπίτι στο βράδυ με όπλα θα σε κλέβουνε. Ξεκινήσανε πολλά πράγματα. Ήτανε χάλια για όλα τα πράγματα. Ήτανε δύσκολο, μόνο με τα όπλα μπορούσε να είσαι δυνατός, χωρίς τίποτα. Άμα δεν είχε όπλο τότε, είσαι πεθαμένος. Σε κλέβανε, επαίρναν κοπέλες από το σπίτι, τις πουλήσανε στο εξωτερικό, κάνανε… Η μαφία έκανε πολλά πράγματα τότε και είναι τώρα να ακούσεις σε κάποιες ιστορίες που γράφουνε στο Facebook οι Αλβανοί, θα τρελαθείς. Άμα καταλαβαίνεις, να καταλαβαίνεις αυτά που λένε, αλβανικά, να τρελαθείς. Εκατοντάδες κορίτσια έχουνε χαθεί από τις οικογένειες, τους ζητάνε οι άνθρωποι και δεν τα βρίσκουνε τώρα τριάντα χρόνια, δεν μπορούνε να την βρούνε, το έχουνε πάρει, το έχουνε στείλει στο δρόμο. Υπήρχαν δυσκολίες, πολλά πράγματα. Οικονομική ήταν το πρώτο, δεν είχαμε να φάμε να μιλάμε την αλήθεια. Άμα είχε ένας άνθρωπος, δεν πάει να πει είχε οικονομία η χώρα. Δεν είχαμε οικονομία, δεν είχε κανένας να τρώει, δεν είχε κανένας! Οι άνθρωποι πεινάγανε για ψωμί, άσ’ τα τα άλλα πράγματα, δεν είχανε. Εμείς δεν είχαμε αμάξια. Τα δικά μας αμάξια δεν είχαμε, ήτανε κρατικό. Όλα τα αμάξια που είχαμε ήτανε από το κράτος. Άμα δουλεύε σε ένα –πώς το λένε;– φίρμα, ένα μεγάλη εταιρία, που λες, μπορούσες να πάρεις ένα αμάξι, άμα ήσουνα οδηγός, όμως να είχες εσύ μόνος σου στο σπίτι, να αγοράσεις ένα αμάξι μικρό και να το είχες εσύ όχι… Δεν είχε τότε. Γι’ αυτό ήτανε όλες δυσκολίες, δε μπορούσανε οι ανθρώποι να μείνουν εκεί. Όποιος μπορούσε να φύγει από τη χώρα και έφυγαν πολλά, μιλάμε για πολλά, όμως πολλά από αυτά δεν έχουν πάει εκεί που θέλανε. Κάποιος έχει πεθάνει στο δρόμο, κάποιος έχει πεθάνει στα συνόρα, κάποιος δε ξέρουνε οι άνθρωποι πού είναι τώρα, πού έχουνε πάει, ούτε έχουνε δώσει απαντήσεις για, για... Ούτε απαντήσεις δεν έχουνε δώσει ακόμα. Πού είναι; Τόσα ανθρώπους έχουνε χαθεί και δεν ξέρουμε για αυτό τίποτα. Για αυτό μιλάμε, άμα ήξερες εσύ, να καταλάβεις τι λένε από εκεί. Εγώ αυτή τη ιστορία που σου είπα τώρα το έχω γράψει σε ένας άνθρωπος, γιατί υπάρχει πολλή μεγάλη ιστορία για αυτό. Να σ’ τα πιάσουμε με τη σειρά, που λέμε, να πιάσουμε τι έχουμε περάσει στο δρόμο. Δεν είχαμε να φάμε! Κάποιοι ανθρώπους εμείνανε στο δρόμο, γιατί δε μπορούσανε να περπατήσουνε, γιατί δεν είχανε φάει, δεν είχαμε πιεί νερό! Πολύ δυσκολίες. Ήτανε πράγμα που δε μπορούσε κάνεις τότε θα το αντέξει αυτό, όμως εμείς το αντέχαμε και είμαστε ακόμα.
Όταν καταφέρατε να εγκατασταθείτε, να μείνετε μόνιμα στην Ελλάδα, πώς νιώθατε;
Πολύ καλά τότε. Τότε όταν καταφέρα να είμαι νόμικο, τότε ένιωθα: «Είμαι πολύ καλά τώρα». Έπιασα δουλειά, δουλεύα[00:35:00]. Έχω δουλέψει μέχρι τώρα κάπου στα είκοσι χρόνια, συνέχεια στην οικοδομή και έχω 3.500 ένσημα κι έχω κάνει προσπάθεια την ζωή μου, έχω δουλέψει πολύ μέχρι τώρα. Τώρα δεν υπάρχει δουλειά και τα χρόνια περνάνε, είμαι 60 χρονών τώρα. Έχουνε περνάει και τα χρόνια. Τώρα είναι δύσκολο, τώρα καλά που έχουμε τα παιδιά πάλι, άμα δεν είχαμε παιδί, τότε θα ήτανε πιο δύσκολα. Τώρα κάτι βγάζουμε, κάτι περνάμε τώρα. Αυτό είναι.
Έχετε, θέλετε να μας πείτε, να προσθέσετε κάτι άλλο, κάτι που ίσως εγώ δεν σας ρώτησα και θέλετε να μας πείτε;
Υπάρχει πράγμα, όμως, τώρα δεν είμαι σε… Κάποια άλλη στιγμή.
Εντάξει, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Θα σου μιλήσω κάποια άλλη στιγμή, έχουμε να πούμε πολλά, γιατί δε μαζεύουνε όλα τώρα. Είναι μεγάλη ιστορία, μιλάμε για… Έχω κάνει προσπάθεια είκοσι φορές το λιγότερο, είκοσι φορές που έχω έρθει με τα πόδια, μιλάμε για είκοσι φορές με τα πόδια. Άσ’ τα τις άλλες φορές με αμάξια, με ταξί, με το λεωφορεία, με τα… Είναι άλλα αυτά. Μιλάμε για με τα πόδια δεκαεννιά με είκοσι φορές έχω έρθει. Είναι πολλά. Τις ιστορίες είναι πολλά… Όμως, η μεγάλη ήτανε τότε που μας αγαπήσανε όλοι οι Ελλήνες. Μας βοηθήσανε όλοι, για αυτό είμαι πολύ περηφάνος για την Ελλάδα σαν να είναι η χώρα μου, η δεύτερη χώρα μου. Πώς λένε; Εκεί είναι η μάνα, εδώ είναι ο πατέρας, που λένε. Σαν η δεύτερη χώρα μου είναι η Ελλάδα, γιατί τότε πριν να ξεκινάνε οι Αλβανοί να κάνουνε κακό στους ανθρώπους, τότε ήταν ησυχία και ήταν… Πρώτη φορά που είχαμε έρθει εδώ όλοι μας αγαπήσανε, όλοι μας προστατέψανε, όλοι μας κρύβανε από την Αστυνομία, να μην μας πιάσει η Αστυνομία, όλοι μας δώσανε φαΐ. Έχω ανθρώπους, που εγώ κοιμηθήκα τότε… Πήγα να κάνω ύπνο στο νεκροταφείο, να μην πιάσει η Αστυνομία και οι ανθρώπους μας φέρανε ψωμί εκεί να τρώμε! Η γειτονιά, δεν μας ρουφιανέψανε, μας φέρανε ψωμί να τρώμε. Υπήρχε τότε ένα αγάπη μεγάλη, ένα αγάπη μεγάλη, όμως κι εμείς δουλεύαμε, δεν κοροϊδεύαμε τον κόσμο, εκεί που πήγαμε μείναμε σωστοί, δουλεύαμε. Μιλάμε για τις οικογένειες, για ανθρώπους που έρθουνε από την οικογένεια. Δεν μιλάμε για τους ανθρώπους που βγούνε από τη φυλακή, που είναι μαφιόζοι και είναι τέτοια, γιατί αυτό μπορούνε να έρθουν μόνο να κλέψουνε, να κάνουνε κακό, δεν έρχονται για δουλειά. Δεν είναι αυτά σαν εμείς εδώ, που θέλουμε να ζούμε με το υγρό… Δεν περιμένουμε να κάνουμε τέτοια που κάνουν αυτά. Μέχρι τότε μας, τότε μας αγαπήσανε πάρα, πάρα, πάρα πολύ, μιλάμε για ανθρώπους κι όταν κολλήσα εδώ, στην Καλαμάτα, που λέμε. Εδώ, στο φούρνο Μπανασά –Είναι ο νονός μου ο μεγάλος Μπανασά, ο πατέρας του Παναγιώτη, που έχει το φούρνο, εάν τον γνωρίζεις. Είναι ο νονός μου. Η γυναίκα του Παναγιώτη είναι νονός του Ανέστη, το παιδί μου. Η άλλη γειτονιά από εκεί είναι νονός της Φωτεινής, της γυναίκας μου. Εκεί μας αγαπήσανε όλη η γειτονιά. Μας βοηθήσανε όλοι, με ό,τι είχανε. Ο Παναγιώτης μας βοηθήσε πολλά χρόνια που μέναμε από εκεί, στο Μπανασά. [00:40:00]Μας βοηθήσανε όλοι, όλοι οι Ελλήνες μας βοηθήσανε. Τότε που ήρθα και πήρα και τη γυναίκα ήτανε πιο καλύτερα για μένα, μου δίνανε πιο πολύ το χέρι όλοι. Ναι, ναι, ναι, μας βοηθήσανε. Τότε ήτανε καλύτερα. Μετά χαλάσε ο κόσμος, έγιναν οι άνθρωποι, ήρθανε και αυτοί που είχανε βγει από τη φυλακή, κάνανε κακό από εδώ κι από εκεί, έμεινε το μεγάλο όνομα: «Αλβανοί, Αλβανοί κάνουνε κακό από εδώ, κάνουν κακό από εκεί», φοβήθηκε ο κόσμος. Αυτό είναι, άμα έρθουνε πέντε-έξι μαφιόζοι εδώ, στην Καλαμάτα, θα λένε: «Όλοι είναι έτσι». Δεν είναι αυτό, όμως, γιατί υπάρχει ανθρώπους που έχουν έρθει για δουλειά. Υπάρχει άνθρωποι που έχουν αυτό το δρόμο. Τώρα αυτό είναι. Τι να πούμε; Τώρα οι ιστορίες είναι μεγάλη, δεν σταματάει αυτή τη ιστορία ποτέ, όπως έχει ξεκινήσει πολλά χρόνια, έτσι είναι αυτή τη ιστορία. Είναι μεγάλη. Αυτό είναι.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτά που είπαμε και επιφυλάσσομαι για τα άλλα που θα πούμε.
Εντάξει!
Και πάλι ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Nasho Mejoi ανατρέχει σε μνήμες από τις προσπάθειες που έκανε για διασχίσει τα σύνορα μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας με τα πόδια κατά τη δεκαετία του ’90. Περιγράφει, αρχικά, την πρώτη νύχτα που πέρασε στην Ελλάδα με την επιθυμία να συναντήσει τον αγνοούμενο αδερφό του, τους ανθρώπους που τον περιέθαλψαν εκεί και τις μετακινήσεις του εντός της χώρας μέχρι να αποφασίσει να γυρίσει στην πατρίδα του. Αναφέρεται, κατόπιν, στην επιστροφή του στην Αλβανία, καθώς και στις επόμενες μεταναστευτικές του προσπάθειες μέχρι να καταφέρει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Κλείνει την αφήγησή του παρουσιάζοντας την κατάσταση που επικρατούσε στην Αλβανία όταν αποφάσισε να την αφήσει, την αλληλεπίδρασή του με τον ελληνικό πληθυσμό και, εν γένει, τα συναισθήματά του για τη χώρα που τον υποδέχτηκε.
Αφηγητές/τριες
Nasho Mejoi
Ερευνητές/τριες
Αγγελική Κοτσόβολου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/06/2020
Διάρκεια
41'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Nasho Mejoi ανατρέχει σε μνήμες από τις προσπάθειες που έκανε για διασχίσει τα σύνορα μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας με τα πόδια κατά τη δεκαετία του ’90. Περιγράφει, αρχικά, την πρώτη νύχτα που πέρασε στην Ελλάδα με την επιθυμία να συναντήσει τον αγνοούμενο αδερφό του, τους ανθρώπους που τον περιέθαλψαν εκεί και τις μετακινήσεις του εντός της χώρας μέχρι να αποφασίσει να γυρίσει στην πατρίδα του. Αναφέρεται, κατόπιν, στην επιστροφή του στην Αλβανία, καθώς και στις επόμενες μεταναστευτικές του προσπάθειες μέχρι να καταφέρει να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα. Κλείνει την αφήγησή του παρουσιάζοντας την κατάσταση που επικρατούσε στην Αλβανία όταν αποφάσισε να την αφήσει, την αλληλεπίδρασή του με τον ελληνικό πληθυσμό και, εν γένει, τα συναισθήματά του για τη χώρα που τον υποδέχτηκε.
Αφηγητές/τριες
Nasho Mejoi
Ερευνητές/τριες
Αγγελική Κοτσόβολου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/06/2020
Διάρκεια
41'