Μια ιστορία για την παραδοσιακή μουσική, την αγάπη και τον κινηματογράφο: «Πες μου τη "Νερατζούλα", Μαρίτσα, με την αγγελική φωνή σου»
Ενότητα 1
Τα πρώτα χρόνια
00:00:00 - 00:03:56
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ονομάζομαι Νικολαΐς Μπιμπλή. Είναι 23 Φεβρουαρίου του 2023. Είμαι ερευνήτρια στο “Istorima” και βρισκόμαστε με τη Μαρίτσα Βερονίκη στο σπ…ο Γάη και το ‘λεγα από εδώ και από εκεί, για να το μάθουν. Μετά, ξεκίνησα και δούλευα στα σπίτια. Έραβα ωραία φορέματα, ήμουνα χαρές γεμάτη.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η γνωριμία μέσα στο σινεμά
00:03:56 - 00:11:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Στη συνέχεια, είχε έρθει στους Παξούς κινηματογράφος. Λοιπόν, μου λέει η μάνα μου :«Θέλεις να πάμε ένα βράδυ στο κινηματογράφο;». «Πάμε, μαμ…ευα στην αυλή. Χόρευα! Και δωσ’ του χορό και τραγούδαγα κι εγώ μαζί. Καταλάβανε όλοι ότι εδώ κάτι γίνεται. Δεν κρυβότανε, πλέον, η δουλειά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η στάση των γονιών
00:11:55 - 00:14:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θυμάσαι και την πρώτη φορά που πήγατε… που πήγες στο -φαντάζομαι με τη μητέρα σου ή τους γονείς σου- κινηματογράφο; Αφού είχατε γνωριστεί, έ…ε ότι ήταν άνθρωποι σοβαροί, νοικοκυραίοι, καλοσυνάτοι. Και τους άρεσε η κόρη τους να μπει σ’ ένα σπίτι με καλό κόσμο, με καλούς ανθρώπους.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η λειτουργία του κινηματογράφου στο νησί
00:14:30 - 00:20:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μετά, αφότου παντρεύεστε, πηγαίνεις κι εσύ και βοηθάς στον κινηματογράφο, σωστά; Βέβαια, βόηθαγα κι εγώ. Να βάλουμε τους πάγκους. Λίγες…τέτοια πράγματα. Πόσοι μου λένε ότι ανέβαιναν πάνω σε μια ελιά και «βλέπαμε όλη την ταινία κι ευχαριστιόμαστε». Ούτε εισιτήριο ούτε τίποτα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η ιστορία με την κοινοτική βρύση
00:20:05 - 00:22:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μαρίτσα, θα ήθελες να μιλήσεις λίγο για τον άντρα σου γενικότερα; Π.χ. για την ιστορία, που μου είχες πει μια ιστορία όταν ήτανε κοινοτάρχης… και έκανε πολλές δουλειές. Δηλαδή, αυτή η τετραετία που έμεινε δούλεψε πάρα πολύ για την Κοινότητα. Δεν ήταν Δήμος ακόμα. Ήτανε Κοινότητα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η οικογενειακή σχέση με τη μουσική
00:22:46 - 00:31:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Η οικογένειά σου, επίσης, στο νησί, είναι, έτσι, γνωστή για το ότι βγάζει μουσικούς. Και ο πατέρας σου έχει φτιάξει και το… δεν ξέρω …ε πολύ. Ζήσαμε πολύ ωραία χρόνια. Να ‘χουν υγεία τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου και ο κόσμος όλος. Σ’ ευχαριστούμε πολύ, Μαρίτσα. Παρακαλώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Ονομάζομαι Νικολαΐς Μπιμπλή. Είναι 23 Φεβρουαρίου του 2023. Είμαι ερευνήτρια στο “Istorima” και βρισκόμαστε με τη Μαρίτσα Βερονίκη στο σπίτι της στους Παξούς. Σπάθα-Βερονίκη. Μαρίτσα, καλημέρα.
Καλημέρα.
Ευχαριστούμε πολύ.
Παρακαλώ.
Θα ήθελες να ξεκινήσουμε; Να μας πεις λίγα πράγματα για τον εαυτό σου. Πού γεννήθηκες, πότε;
Γεννήθηκα στα Μακράτικα τις 24/1/1946. Μεγάλωσα εκεί πέρα. Μεγάλωσα στο τραγούδι και στη μουσική. Ο πατέρας μου έπαιζε πολύ ωραίο βιολί. Και από μικρή τραγουδούσα, χόρευα. Μου άρεσε πάρα πολύ η μουσική. Μετά, μεγαλώνοντας, πήγα στο Δημοτικό Σχολείο, στον Προφήτη Ηλία. Τα 2 τελευταία χρόνια του Δημοτικού, είχαμε δασκάλα την κυρία Φόνη Πανιπέρη, με την οποία κάναμε και κάποια θεατρικά στο τέλος της χρονιάς. Με είχανε ντύσει με παλιά ρούχα. Παρουσίαζα μία πολύ φτωχιά κοπέλα και τραγουδούσα τη «Φρουφρού». Λοιπόν, τραγούδαγα αυτά τα τραγούδια, ήταν πάρα πολύ ωραία. Και άλλα σκηνικά ωραία είχαμε εκεί πέρα. Τελειώνοντας το Δημοτικό, ήθελα… ο δάσκαλος μου από το Δημοτικό, μετά, ήθελε να δώσω εξετάσεις στο Γυμνάσιο. Δεν είχα και πολλή όρεξη. Δεν πολυδιάβαζα. Ήθελα, πιο πολύ, να τραγουδάω, να παίζω. Και ένα βράδυ, την προηγούμενη μέρα από τις εξετάσεις, ήρθε ο κύριος Ρούσινος στο σπίτι μου και κοιμήθηκε στο κουζινί, πάνω σε ένα ντιβανάκι, μην τυχόν και δεν πάω το πρωί να δώσω εξετάσεις. Να πάμε μαζί. Λοιπόν, πήγαμε το πρωί με τον κύριο Ρούσινο και έδωσα. Προφορικές εξετάσεις δίναμε τότε. Και πέρασα. Ντάξει. Όλα καλά και όλα ωραία. Ξεκινάω στο Γυμνάσιο. 28 Οκτωβρίου, το Δημοτικό είχε γιορτή. Και ο δάσκαλος ήθελε να πάω να τραγουδήσω και να χορέψω. Οπότε, ήρθε στο Γυμνάσιο και βρήκε τον καθηγητή. Του λέει: «Θέλω αυτό το παιδί, για να έρθει να τραγουδήσει, να χορέψει κι αυτά». «Μα», του απαντάει ο άλλος, «είναι μαθήτρια δικιά μας. Δεν μπορεί να ‘ρθει». «Σας παρακαλώ!». Εγώ περίμενα με την ψυχή στο στόμα, γιατί ήθελα να πάω οπωσδήποτε να κάνω τα χορευτικά μου και τα τραγούδια μου. Εν τέλει, με αφήσανε από το Γυμνάσιο και πήγα όλο το χειμώνα, 2-3 φορές που είχε εκδηλώσεις το Δημοτικό. Ήταν όμορφα, πάρα πολύ ωραία χρόνια. Τον επόμενο χρόνο, δεν πήγα άλλο στο Γυμνάσιο. Μαζεύαμε ελιές. Εμένα δε μου άρεσε πολύ να κάθομαι, όλη μέρα, να μαζεύω ελιές. Ήθελα να μάθω κάτι να κάνω. Δύσκολα χρόνια βέβαια. Έπρεπε να πάω στην Κέρκυρα ή στην Αθήνα. Στην Αθήνα είχα ένα αδερφό με την οικογένειά του. Του ‘γραψε ο πατέρας. Του ‘στειλε γράμμα, «αν μπορεί να έρθει η Μαρίτσα να πάει σε μια σχολή;» κι αυτά. «Ευχαρίστως» εκείνος ο καημένος, ο αδερφός μου, ο Θόδωρος. Πήγα στην Αθήνα χαρές γεμάτη. Γράφτηκα σε μία σχολή για σχέδιο. Τα πήγαινα πάρα πολύ καλά. Και ραπτική και κοπτική και ό,τι είχε σχέση με τα ρούχα και με αυτά. Τελειώνω από εκεί. Μου λένε από τη σχολή «Μείνε εδώ πέρα να δουλέψεις για εμάς, να βγάζεις σχέδια». Αλλά δεν είχα που να μείνω. Ο αδερφός μου, ο κακομοίρης, ένα μεροκάματο έβγαζε. Δεν μπορούσε να ‘χει και μένα. Έφυγα. Ήρθα Παξούς. Έρχομαι Παξούς. Ξεκίνησα να δουλεύω. Δεν ήξεραν, όμως, όλες οι γυναίκες ότι εγώ είχα πάει σε σχολή, είχα μάθει καλά τη δουλειά. Και κατέβαινα στο Γάη και το ‘λεγα από εδώ και από εκεί, για να το μάθουν. Μετά, ξεκίνησα και δούλευα στα σπίτια. Έραβα ωραία φορέματα, ήμουνα χαρές γεμάτη.
Στη συνέχεια, είχε έρθει στους Παξούς κινηματογράφος. Λοιπόν, μου λέει η μάνα μου :«Θέλεις να πάμε ένα βράδυ στο κινηματογράφο;». «Πάμε, μαμά». Πάμε, λοιπόν, στου Μπίρου, στον κινηματογράφο και γνωρίζω τον άνθρωπο που είχε τον κινηματογράφο. Μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν όμορφος, ήταν έξυπνος. Με πρόσεξε κι εκείνος ιδιαίτερα. Τώρα; Πώς θα μιλήσουμε; Που ήταν λίγο δύσκολα τα πράγματα. Ο Δαμιανός ήξερε κάποια κοπέλα από το Γάη που ήτανε συνομήλικη και ήτανε και συγγενής σε μένα. Της λέει: «Για πιάσε την κοπέλα αυτή. Μου άρεσε». «Πώς ήτανε;». Τέλος πάντων, του λέει αυτή «Είμαστε συγγενείς». «Πες της ότι ενδιαφέρομαι». Και ήρθε εκείνη και μου λέει αυτό κι αυτό. Λέει: «Αυτός ο άνθρωπος του άρεσες». «Και μένα μου άρεσε πολύ». Τώρα, τι θα κάνουμε; Να τον κουβεντιάσω; Δύσκολα πράγματα εκείνα τα χρόνια. Ήτανε το ’63, ’64; Κάπου εκεί. Μου λέει: «Πρέπει να μιλήσετε. Πώς θα γίνει;». Λοιπόν, παίρνω την αδερφή της, ένα βράδυ και πάμε βόλτα στου Γιαννά. Τον ειδοποίησε κι [00:05:00]εκείνος. Και μόλις ήρθε και τον είδα, κοπήκαν τα πόδια μου. Θα μας δει κανένας και θα γίνω ρεζίλι. Θα με σκοτώσει ο πατέρας μου. Καθόμαστε, λοιπόν, εκεί κάπου να κουβεντιάσουμε. Και αυτή η ξαδέρφη μου πάει πιο πέρα, πώς θα μιλήσουμε. Καθίσαμε σ’ ένα πύργο. Στη μία άκρη εκείνος και πάω κι εγώ και κάθομαι στην άλλη άκρη, μακριά του πολύ. Ούτε να με αγγίξει. Μου λέει: «Δεν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι. Δεν θ’ ακούω τι μου λες. Δεν θ’ ακούς τι σου λέω. Έλα λίγο πιο εδώ. Να ‘ρθω λίγο πιο εκεί». «Όχι, όχι. Κάτσε εκεί. Καλά είσαι». Τέλος πάντων, περνάνε κάποιοι γνωστοί από πάνω από το δρόμο. Λέω: «Μας είδανε. Θα το μάθει ο πατέρας μου και τι θα γίνει τώρα;». Κακήν κακώς, φεύγω απ’ αυτό το ραντεβού, τον παρατάω τον άνθρωπο εκεί. Χάθηκα. Φόβος, τρόμος να μιλήσουμε. Ξανά, μετά, που κατέβαινα εγώ για να κάνω πρόβες στα ρούχα και αυτά. Εκείνος γύριζε, εκεί, γύρω-γύρω. Με έβλεπε. Ήξερε ποιο δρόμο θα πάρω μετά, για να πάω στο σπίτι μου και με περίμενε στα μισά του δρόμο με μια μεγάλη σοκολάτα, να μιλήσουμε. Εγώ να μιλάω και να τρέμουν τα πόδια μου. Μη με δει κανένας και γίνω ρεζίλι. Κάτι ραντεβουδάκια τέτοια, έτσι, περάσαμε. Μετά, λέει: «Πρέπει να γνωριστούμε πιο καλά. Να γνωριστούνε οι μανάδες μας». «Ωραία. Λοιπόν, θα κατέβω -λέω- εγώ, μια Κυριακή, με τη μάνα μου στον κινηματογράφο». «Θα φέρω κι εγώ τη δικά μου, γιατί πρέπει να γνωρίζονται αυτές». Είχανε μια μακρινή συγγένεια η μάνα μου με την πεθερά μου. «Μαμά, θα πάμε σινεμά την Κυριακή;». «Δεν ξέρω», μου κάνει. «Έλα μαμά… δε θα πάμε την Κυριακή;». «Πώς κάνεις έτσι, παιδί μου;», κάνει η μάνα μου. Λέει… κάποια Κυριακή, τέλος πάντων, λέει: «Θα πάμε αυτή την Κυριακή». Τώρα, εγώ να στείλω μήνυμα στον Δαμιανό να φέρει κι αυτός τη μάνα του. Φόβος, τρόμος. Τι θα γίνει; Θα συναντηθούν αυτές οι γυναίκες; Πάμε, λοιπόν, εμείς κινηματογράφο, καθόμαστε στην αίθουσα με τη μάνα μου και κοίταζα εγώ την πόρτα να δω. Θα μπει μια γυναίκα που να δεν την ξέρω. Κάποια στιγμή, μπαίνει και η πεθερά μου, την οποία δεν τη γνώριζα εγώ. Εκείνες γνωριζόντουσαν μεταξύ τους. Είχαν μια πολύ μακρινή συγγένεια. «Ω!», λέει η μάνα μου. «Η Μαριγώ». Κι έρχεται εκείνη. «Γεια σου, Φρόσω. Τι κάνεις; Καλά;». «Και τούτη η κοπέλα;», ρωτάει η πεθερά μου. «Είναι η κόρη μου». «Α! Είναι ωραία κοπέλα», της λέει. «Να σου ζήσει» και τέτοια. «Έλα», της λέει, «καμιά μέρα και από σπίτι, που θα κατεβείτε στο σινεμά, για να μιλήσουμε». «Θα ‘ρθω», της λέει η μάνα μου. «Άμα κατεβώ, θα έρθω λίγο από εκεί». Ήτανε κοντά η αίθουσα του κινηματογράφου με το σπίτι. Κατεβαίνουμε. Εγώ, για να μιλήσουνε, δεν πήγα κοντά στη μάνα μου. Πήγα μόνη μου αλλού. «Έλα, μάνα. Θα πας στην ξαδέρφη σου;». «Θα πάω. Πώς κάνεις έτσι, παιδί μου;». «Είναι ντροπή. Αφού σου είπε να πας. Θέλει κάτι να σου πει». Ωραία λοιπόν. Κατεβαίνουμε μια Κυριακή. «Εγώ θα πάω μια βόλτα. Βαριέμαι μαζί σας να κάτσω. Μεγάλες γυναίκες». Λοιπόν, επήγα εγώ τη βόλτα μου. Μετά, πήγα έκατσα στην αίθουσα. Μετά από λίγο, μπαίνει η μάνα μου με την πεθερά μου μαζί. Ο κόσμος αρχίσανε να μουρμουρίζουνε. «Κοίτα αυτές! Τι έγινε; Τι; Πού; Ποιο; Κάτι γίνεται με την κόρη και με τον γιο». Κουβεντιάζανε, ψιλοκουτσομπολεύανε. Τελείωσε η προβολή. Φύγαμε. Πηγαίνοντας στο χωριό, στο σπίτι… εγώ: «Μαμά; Τι σε ήθελε εκείνη η γυναίκα; Τι σε ήθελε;». «Τίποτα, μωρέ. Να μιλήσουμε». Τίποτα; Τώρα; Φτάκαμε σπίτι, πήγαμε να κοιμηθούμε. Λέω: «Θα το πει στον πατέρα μου. Δεν μπορεί». Σηκώνομαι και πάω άκρη-άκρη, γύρω γύρω, έξω από την κάμαρα τους και βάνω τ’ αυτί μου στην πόρτα, να δω τι κουβεντιάζουνε. Και του λέει, σε μια στιγμή, η μάνα μου: «Ξέρεις, Τζώρτζ; Πήγα στη Μαριγώ του Βερονίκη και μου είπε ότι ο γιος της, ο Δαμιανός, αυτός που έχει τον κινηματογράφο, αγαπάει την κόρη μας, τη Μαρίτσα. Θέλει να την παντρευτεί». Λέει ο πατέρας μου «Δεν τον ξέρω». Ξέραν, όμως, τους γονείς του, ότι ήταν καλοί άνθρωποι. Λέει: «Να δούμε η ίδια τι λέει», είπε ο πατέρας μου. Παρόλο που τα χρόνια εκείνα ήταν διαφορετικά. «Να δούμε η ίδια τι λέει». «Της είπες τίποτα;». «Όχι. Περίμενα να το πω πρώτα εσένα». Πρώτα, ο πατέρας μου να το μάθει. Την άλλη μέρα πάλι, δε μου ‘πανε τίποτα. Παναγία μου! Πότε θα μου το πούνε; Κάποια μέρα, με φωνάζει ο πατέρας μου. «Έλα εδώ, Μαρίτσα, να σου πω». Κόψιμο εγώ. Λέει: «Το ξέρεις ότι ο… έχεις γνωριμίες με τον γιο του Βερονίκη; Αυτόν που έχει τον κινηματογράφο;». «Εγώ; Όχι, πατέρα. Όχι». «Δεν μπορεί, γιατί αυτός είπε ότι σ’ έχει ερωτευτεί και θέλει να σε παντρευτεί και τέτοια. Έχετε κουβέντες;». «Όχι, παιδί μου. Όχι. Όχι, δεν ξέρω τίποτα πατέρα». Τρέμαν τα πόδια μου. Τώρα, λέω, θα με βρίσει. Μετά, μου λέει. Εγώ ασκωνόμουνα, να πάω λίγο πιο πέρα. Μου λέει: «Να σου πω! Εσύ τον θέλεις;». Ωχ! Πώς να το πω τώρα το «ναι». «Δεν ξέρω». «Δεν ξέρεις, παιδί μου, αν τον θέλεις ή δεν τον θέλεις;». «Ναι», λέω. Και τρέχω γρήγορα στην πόρτα και βγαίνω έξω, για να μη μου πει καμιά κουβέντα δύσκολη. Κι έτσι κι έγινε. Γνωριστήκαμε, μετά, όλοι μαζί. Τραπέζια και τέτοια. Αρραβώνες, χαρές, αγάπες. Ζήσαμε πολύ ωραία με τον Δαμιανό. 50 χρόνια είμαστε μαζί. [00:10:00]Περάσαμε πολύ καλά. Πάντα, αγαπημένοι. Πάντα, ο ένας κρατούσε το χέρι του άλλου σε όλα. Και στα δύσκολα και… είμαστε πάντα… και τον έχασα πριν 10 χρόνια. Αυτή είναι η ιστορία μου. Κάναμε και τρία παιδιά. Τώρα, έχω και δύο εγγόνια, μεγάλα παιδιά. Δόξα σοι ο Θεός. Είμαι ευχαριστημένη πολύ από τη ζωή μου.
Μου είχες πει μια ιστορία, πριν γνωριστούνε οι οικογένειές σας, που βρισκόσασταν, έτσι, άτυπα, ας πούμε, με τη μουσική από εκεί που ήτανε-
Ναι, ναι, ναι. Όταν πήγαινε να παίξει o κινηματογράφος στα Μπογδανάτικα, στου Μπίρου, μου ‘λεγε την προηγούμενη… μου ‘στελνε μήνυμα, γιατί δε βλεπόμαστε εύκολα. Μήνυμα μέσω της φίλης. «16:00, θα σου βάλω ένα δίσκο, να ακούς από το σπίτι σου». Μακριά το σπίτι μου βέβαια. Εκείνος, τώρα, για να ‘ρχεται ο ήχος, σκέφτηκε… και ανέβαινε σ’ ένα δέντρο, σε μια ελιά και ανέβαινε στην κορυφή και κρέμαγε το μεγάφωνο ν’ ακούγεται κάτω στο σπίτι μου. Εγώ περίμενα. Κοίταζα όλη την ώρα το ρολόι μου. «Τι θέλεις και κοιτάς τα ρολόγια σου όλη την ώρα;». «Έτσι, μωρέ μαμά. Να δω. Θα πάμε σινεμά απόψε;». «Δεν ξέρω», μου κάνει. Παναγία μου! Πότε θα πούνε «ναι», να πάμε, μια φορά, να τον δω;». Και μου έβαζε ένα δίσκο, που λες, που έλεγε: «Αχ, κοπελίτσα μου! Καλέ Μαρίτσα μου». Πώς το είχαμε κρυφό οι δυο μας αφού οι ίδιοι το φωνάζαμε και το λέγαμε; Έτσι ήτανε τα χρόνια. Και ο ενθουσιασμός και ο έρωτας και όλα αυτά. Και μετά, έγινε σούσουρο σε όλο τον κόσμο. Αφού, έβανε τα τραγούδια που έλεγε «Μαρίτσα». Δεν ήταν καμία άλλη Μαρίτσα. Εγώ ήμουνα. Έτσι γινότανε.
Το άκουσες εσύ από το σπίτι;
Βέβαια. Εγώ χόρευα στην αυλή. Χόρευα! Και δωσ’ του χορό και τραγούδαγα κι εγώ μαζί. Καταλάβανε όλοι ότι εδώ κάτι γίνεται. Δεν κρυβότανε, πλέον, η δουλειά.
Θυμάσαι και την πρώτη φορά που πήγατε… που πήγες στο -φαντάζομαι με τη μητέρα σου ή τους γονείς σου- κινηματογράφο; Αφού είχατε γνωριστεί, έτσι, λίγο με το Δαμιανό;
Μετά, εκείνος… πήγαινα με τη μάνα μου. Δεν πήγαινα μοναχή μου ποτέ. Παρακαλούσαμε τον πατέρα μου. «Πατέρα, να πάμε σινεμά;». «Δε θα πάτε πάλι σινεμά. Να δίνουμε τα τάλαρα του γιου του Βερονίκη». Μετά, την άλλη βδομάδα, περιμέναμε το άλλο Σάββατο, γιατί κάθε Σάββατο ήτανε κοντά στα σπίτια μας. Κοντά… από τα Μακράτικα στα Μπογδανάτικα. Αν έλεγε «ναι», χαρές γεμάτη. Ετοιμαζόμουνα μέσα σε 5 λεπτά. «Έλα, μαμά! Πάμε!». Η μάνα μου έλεγε: «Μαρία μου; Φαίνεται ότι θα χαλάσει ο καιρό. Θα βρέξει». «Δεν θα βρέξει τώρα απόψε. Πού το ξέρεις εσύ; Να πάρουμε τις ομπρέλες». Και πηγαίναμε. Ο Δαμιανός περίμενε. Λέει: «Δεν μπορούσα να κοιτάζω όλη την ώρα την πόρτα, να δω αν θα μπεις μέσα». Ένα βράδυ που μπήκαμε μέσα κι εγώ καθόμουν λίγο… προσπαθούσα να κάθομαι πίσω-πίσω, για να βρίσκομαι πιο κοντά στη μηχανή, για να βρίσκομαι, όσο γίνεται, πιο κοντά στον Δαμιανό. Γύριζε την ταινία, να παίξει. Είχε ένα έργο με τον Χατζηχρήστο. Κάποια στιγμή, σβήσαν τα φώτα. Ξεκινάει η προβολή. Βλέπω στον τοίχο -ένα… πανί τετράγωνο, μεγάλο, είχε στον τοίχο για οθόνη- τον Χατζηχρήστο με το κεφάλι κάτω και τα ποδάρια πάνω. Είχε γυρίσει ανάποδα την ταινία. Έγινε ένα γέλιο κι ένα σούσουρο εκείνο το βράδυ... «Βέβαια! Αφού ήταν η Μαρίτσα κοντά του. Τι θα έκανε αυτός;».
Και με τον Δαμιανό πώς συναντιόσασταν; Μου είπες ότι είχατε βάλει μια κοινή σας γνωστή-
Ναι, ναι. Αυτή η γνωστή μας είχε μαγαζί. Και πήγαινε ο Δαμιανός και μιλάγανε. Και μπορούσε να μπει ελεύθερα, να κουβεντιάσουνε κι αυτά. Κι εγώ, επειδή κατέβαινα συχνά, γιατί έραβα ρούχα σε σπίτια, την έβλεπα τη γυναίκα αυτή και μου ‘λεγε, ας πούμε, «Μου είπε ο Δαμιανός αυτό». Της έλεγα: «Πες στον Δαμιανό αυτό». Έτσι γινόντουσαν οι κουβέντες. Μ’ αυτόν τον τρόπο.
Και αφού… βασικά, να σου κάνω μια άλλη ερώτηση πρώτα. Φαντάζομαι ότι, τότε, για να παντρευτείς ή να είσαι με έναν άνθρωπο, να παντρευτείς έναν άνθρωπο που θέλεις ήτανε κάτι που δε συνέβαινε ίσως και τόσο συχνά.
Όχι, σπάνιο ήτανε.
Ο πατέρας σου και η μητέρα σου αντιδράσανε πολύ θετικά σε αυτό-
Ναι, ναι. Πάρα πολύ θετικά, γιατί δεν τον ξέρανε τον ίδιο, αλλά γνωρίζανε την οικογένεια του και ξέρανε ότι ήταν άνθρωποι σοβαροί, νοικοκυραίοι, καλοσυνάτοι. Και τους άρεσε η κόρη τους να μπει σ’ ένα σπίτι με καλό κόσμο, με καλούς ανθρώπους.
Και μετά, αφότου παντρεύεστε, πηγαίνεις κι εσύ και βοηθάς στον κινηματογράφο, σωστά;
Βέβαια, βόηθαγα κι εγώ. Να βάλουμε τους πάγκους. Λίγες καρέκλες είχαμε. Πιο πολύ πάγκους. Και καθόντουσαν. Αν ερχότανε καμια οικογένεια με μικρά παιδιά, δηλαδή αν ήταν τέσσερα άτομα από κάθε σπίτι ο Δαμιανός δεν έπαιρνε εισιτήριο και για τους τέσσερεις. Έπαιρνε για τους δύο, γιατί το έβλεπε λίγο… μεγάλο το ποσό. Δεν είχαν οι άνθρωποι λεφτά.
Θες να μου μιλήσεις λίγο για το πώς λειτουργούσε ο κινηματογράφος; Γιατί δεν ήτανε ένας χώρος συγκεκριμένος [00:15:00]που πήγαιναν όλοι, αλλά-
Έφερνε μια ταινία για μία εβδομάδα. Τη νοίκιαζε από την Αθήνα. Την ταινία την κρατάγαμε εμείς εδώ μία εβδομάδα. Και κάθε βράδυ, πήγαινε και σε διαφορετικό χωριό. Ή σ’ ένα καφενείο. Εδώ, στο Γάη που έπαιζε, όμως, είχανε δικό τους χώρο. Είχανε μια αποθήκη μεγάλη, δικιά τους και εκεί έκανε την Κυριακή δύο παραστάσεις, γιατί ήτανε μικρός ο χώρος. Δε χώραγε ο κόσμος. Στα άλλα χωριά, μια παράσταση ήτανε κάθε βράδυ. Είχε ένα αυτοκίνητο. Κουβάλαγε τη μηχανή, τους πάγκους, τα εξαρτήματα τα διάφορα που ήθελε για το σινεμά, την οθόνη, την οποία οθόνη, κάθε τόσο, την έπλενα, για να καθαρίσει και την κρεμάγαμε και… κάναμε πολλές δουλειές. Ήτανε όμορφα. Βοηθούσα κι εγώ και τα πρώτα χρόνια. Και αρραβωνιασμένη βοηθούσα. Και μετά, προτού αρχίσουν να γεννιούνται τα παιδιά, πήγαινα κι εγώ κοντά του κάθε βράδυ και βόηθαγα.
Εσένα ήτανε η πρώτη σου φορά που έβλεπες ταινία;
Βέβαια. Όχι, όχι. Είχα δει στην Αθήνα, γιατί ήμουνα στην Αθήνα 5-6 μήνες και πηγαίναμε κινηματογράφο εκεί. Άλλοι, όμως, Παξινοί ήταν… για πρώτη φορά. Μια φορά, σ’ ένα χωριό, έδειχνε κάποια ταινία που έδειχνε μια τρικυμιά. Ένα καράβι, μια τρικυμία. Και σε μια στιγμή, ακούει πίσω του ο Δαμιανός… κάποια κυρία γυρίζει. «Έκανε εμετό», λέει. «Δεν μπορώ. Μ’ έπιασε η θάλασσα». Γινότανε και πράγματα.
Ναι. Γιατί φαντάζομαι ότι πολύς κόσμος δεν είχε-
Δεν είχανε βγει έξω. Και δεν ξέρανε, ας πούμε, τι θα πει κινηματογράφος. Μετά από κάποια χρόνια, που βγήκε η τηλεόραση, λίγο-λίγο, ο κινηματογράφος έσβησε. Μπήκε η τηλεόραση στα σπίτια. Δεν έβγαινε ο κόσμος.
Θα ήθελες να μου περιγράψεις λίγο το τι χρησιμοποιούσατε για τον κινηματογράφο; Δηλαδή, την οθόνη μου την είπες-
Το μηχάνημα, ναι-
Πώς παίρνατε ρεύμα; Γιατί δεν υπήρχε και στο νησί.
Ρεύμα δεν υπήρχε. Από το σημείο όπου βρισκόταν η μηχανή και η αίθουσα προβολής, είχε μία γεννήτρια και την είχε πολύ μακριά, γιατί έκανε θόρυβο. Πολύ μακριά από το χώρο αυτό, για να μην ακούγεται ο θόρυβος. Να μπορεί ο άλλος να ακούει, να βλέπει, να παρακολουθεί σωστά την ταινία. Κι έτρεχε ο κακομοίρης μέσα έξω, βροχή, το ένα, το άλλο και έτρεχε για να τη βάλει μπροστά ή ξέρω γω σταμάταγε η γεννήτρια καμιά φορά, κοβόταν η ταινία. Γινόταν διάφορα τέτοια. Μετά, που όταν έπρεπε να στείλει την ταινία, που τη γύριζε σε όλο το… έπρεπε να τη στείλει ξανά στην Αθήνα, γιατί ήταν με νοίκι. Αν είχε φουρτούνα, κρατάγαμε άλλη μια βδομάδα και πληρώναμε και δεύτερη φορά. Και δεν έπαιζε άλλη μια βδομάδα συνέχεια. Το είχανε δει το έργο ο κόσμος. Για να τη στείλει, είχε μια σανίδα μεγάλη, με δύο σιδεράκια όρθια. Έβανε το ένα κομμάτι, αυτό που ήταν μία ρόδα, στη μια και μια ρόδα στην άλλη και γύριζε την ταινία με το χέρι, για να έρθει στην αρχική της θέση. Να τη στείλει σωστά. Μ’ αυτό τον τρόπο γινόταν αυτά. Είχε ένα άλλο μηχάνημα, ένα… πώς το λέγανε; Ενισχυτή; Κάτι που εκεί μέσα είχε λάμπες, που κάπως… κάτι βοηθούσε. Κι αυτό δούλευε. Αυτά τα πράγματα. Με αυτά δούλευε.
Και πώς επέλεγε ο Δαμιανός τις ταινίες που θα έρθουνε;
Ο Δαμιανός μιλούσε με αυτούς από την Αθήνα στο τηλέφωνο. Τηλέφωνα δεν είχαμε στα σπίτια βέβαια. Από το ταχυδρομείο. Δεν υπήρχανε τηλέφωνα στα σπίτια. Και του λέγανε ποιες ταινίες έχουνε κι εκείνη την εποχή ήτανε Ξανθόπουλος, Βούρτση, η Λάσκαρη. Αυτοί οι ηθοποιοί ήτανε. Αλλά, όταν ήταν Ξανθόπουλος και Βούρτση, που έπεφτε κλάμα… κόσμος που μαζευότανε! Κλάμα οι γυναίκες. Τα παιδιά με απορία κοιτάζανε. «Τι έχουνε αυτές και κλαίνε;».
Πόσες ταινίες προβάλατε το χρόνο περίπου;
Κοίταξε. Το βαρύ χειμώνα σταμάταγε, γιατί ο κόσμος δεν μπορούσε. Δεν είχαν ούτε αυτοκίνητα ούτε τίποτα. Δηλαδή, 2-3 μήνες δεν δούλευε. Μετά, ξεκίναγε την άνοιξη και μέχρι τον Οκτώβρη δούλευε. Τώρα, μία ταινία την εβδομάδα ήτανε.
Ναι. Και… έτσι… το παξινό κοινό πώς αντιδρούσε στις ταινίες;
Δεν ακούς τι σου λέω; Τι κλάμα έπεφτε! Ή αν ήτανε κωμικό… ο Χατζηχρήστος, ο Βέγγος! Γέλια, χαρές! Γινότανε χαμός. Ανάλογα με την ταινία ήτανε και η αντίδρασή τους.
Αλλά ερχόταν κόσμος;
Βέβαια. Μα δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Πού να πάει ο κόσμος; Και τα παιδιά… πολλά παιδιά κρυβόντουσαν. Ανεβαίναν πάνω σε καμία ελιά, σε κανέναν τοίχο, για να βλέπουνε, χωρίς να θέλουνε να πληρώσουνε ή να μην τους πει: «Έχεις εισιτήριο;» και τέτοια. [00:20:00]Γινόταν και τέτοια πράγματα. Πόσοι μου λένε ότι ανέβαιναν πάνω σε μια ελιά και «βλέπαμε όλη την ταινία κι ευχαριστιόμαστε». Ούτε εισιτήριο ούτε τίποτα.
Μαρίτσα, θα ήθελες να μιλήσεις λίγο για τον άντρα σου γενικότερα; Π.χ. για την ιστορία, που μου είχες πει μια ιστορία όταν ήτανε κοινοτάρχης;
Ναι. Ήτανε μια τετραετία κοινοτάρχης και προσπαθούσαμε, με κάθε τρόπο, να βγάλει κάτι, κάποια λεφτά, για να κάνει ένα δρόμο… κάποια μικρά πράγματα γινόντουσαν τότε. Δεν ήταν εύκολο, γιατί έπρεπε να φεύγει από τους Παξούς, να πάει στην Κέρκυρα, να πάει στη Νομαρχία, να έχει κλείσει ραντεβού με τον Νομάρχη. Έκανε μεγάλο αγώνα τότε. Δεν είχαμε νερό, τότε, στους Παξούς. Δηλαδή, στα χωριά είχανε στέρνες ο κόσμος στα σπίτια τους και δεν είχανε πρόβλημα, αλλά ο Γάης δεν είχανε… κάποια σπίτια είχανε και κάποια δεν είχανε. Υπήρχανε οι κοινοτικές οι βρύσες στην πλατεία. Ήτανε 2-3 στου Γάη. Άνοιγε η βρύση μία φορά την εβδομάδα. Δύο; Δεν θυμάμαι ακριβώς. Πηγαίνανε, από νωρίς, οι γυναίκες και βάνανε ντενεκέδες στη σειρά, για να έχουνε τη σειρά τους να πάρουνε νερό. Κάποιες πονηρές βάνανε και άλλες πιο μπροστά και άλλες πιο πίσω και γινόταν και κανένας τσακωμός και ήτανε και μια άσχημη εικόνα. Άρχιζε και λίγο ο τουρισμός και ήτανε μια άσχημα εικόνα. Μια δυσκολία, για τον κόσμο, μεγάλη. Οπότε, δεν ήξερε τι άλλο να κάνει ο Δαμιανός. «Τι να κάμω;». Ζήταγε από τη Νομαρχεία. «Δεν έχουμε λεφτά». Δεν έβρισκε άκρη. Λοιπόν, λέει σε δύο γνωστές. «Κοιτάχτε! Θα έρθω, να σας βγάλω μια φωτογραφία την ώρα που θα παίρνετε νερό. Κανονίστε να τσακωθείτε, να βριζόσαστε, να πιαστείτε στα χέρια, να πετάτε τους τενεκέδες, να γίνεται χαμός, να σας βγάλω μια φωτογραφία». Λέει: «Γιατί», η άλλη. «Έχω σκοπό να κάμω αυτό». Λοιπόν, πιάνονται οι γυναίκες, τσακώνονται, βγάζει τη φωτογραφία ο Δαμιανός, την παίρνει και πάει στην Κέρκυρα, στον Νομάρχη. Και του λέει: «Ορίστε! Η κατάσταση που επικρατεί στους Παξούς για το νερό». «Τι είναι αυτά τα πράγματα;», έλεγε εκείνος. «Τι είναι αυτά τα πράγματα; Δεν μπορούνε οι γυναίκες. Αφού δε τους φτάνει το νερό το λίγο που παίρνουνε να περάσουνε, να κάνουνε τις δουλειές στο σπίτι. Οπότε, με αυτή τη φωτογραφία, σιγά-σιγά, κατάφερε και φτιάξανε μια στέρνα στους Παξούς, την οποία ονομάσανε «Η Στέρνα του Δαμιανού». Είναι τόσα χρόνια και ακόμα λένε: «Η Στέρνα του Δαμιανού», χωρίς ο ίδιος να το έχει σκοπό να γίνει έτσι. Το κάμανε οι επόμενοι, μετά. Και μετά από λίγο, εντάξει. Αλλάξαν τα πράγματα. Πήγαινε και έκαιγε τα σκουπίδια από το Γάη μόνος του. Έκανε πάρα πολλές δουλειές στο Δήμο, γιατί δεν υπήρχε και κόσμος, δεν υπήρχανε και λεφτά. Δεν είχανε και να πληρώσουν τον κόσμο. Και πήγαινε μόνος του και έκανε πολλές δουλειές. Δηλαδή, αυτή η τετραετία που έμεινε δούλεψε πάρα πολύ για την Κοινότητα. Δεν ήταν Δήμος ακόμα. Ήτανε Κοινότητα.
Ωραία. Η οικογένειά σου, επίσης, στο νησί, είναι, έτσι, γνωστή για το ότι βγάζει μουσικούς. Και ο πατέρας σου έχει φτιάξει και το… δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο στους Παξούς παραδοσιακό-
Όχι, όχι. Αυτό είναι. Το «Νοζιώτικο». Ο πατέρας μου έπαιζε βιολί και εκείνα τα χρόνια κάνανε πανηγύρια έξω. Τα λέγανε ρουσάλια. Λοιπόν. Στον Οζιά, κάθε χωριό, κάθε τόσο, έκανε και ένα ρουσάλι. Στον Οζιά, κάποια φορά, ο πατέρας μου ερωτευότανε κάποια κοπέλα εκεί πέρα, την οποία κοπέλα δεν του τη δίνανε, διότι ο πατέρας μου δεν είχε περιουσία ούτε λεφτά. Είχε ίσα-ίσα να περάσει, δούλευε. Ήταν καλλιτέχνης, δούλευε, αλλά δεν είχε περιουσία, ελιές και λάδι, που ήταν εκείνη την εποχή. Οπότε, δεν του τη δίνανε. Και τελικά, εκεί που έπαιζε κάποιο χορό που χορεύανε ο κόσμος, έβγαλε μια μουσική δική του και το ονόμασε «Νοζιώτικο». Το έβγαλε για την κοπέλα που αγαπούσε. Και έμεινε αυτό το «Νοζιώτικο» που έβγαλε ο Τζώρτζης ο Σπάθας. Την κοπέλα αυτή την έκλεψε ο πατέρας μου. Τα χρόνια εκείνα… δεν θυμάμαι και ποια χρονολογία ήτανε. Κλεφτήκανε και ζήσανε καλά. Έγινε σούσουρο στο νησί. Εκείνα τα χρόνια να κλεφτούνε; Δεν της μίλαγε ο πατέρας της, η μάνα της. Γίνανε εχθροί της οι γονείς της, αλλά εκείνη ήταν ευτυχισμένη, γιατί έκανε αυτό που ήθελε. Μετά από κάποια χρόνια, αρρώστησε η καημένη. Πέθανε. Μείνανε κάποια παιδιά πίσω. Μετά από κάποιο διάστημα, ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε. Και ο πατέρας μου, πάλι, έκανε με τη μάνα μου τέσσερα παιδιά. Δύο μείναμε. Οι άλλοι δύο φύγανε. Τα περισσότερα αγόρια και η κόρη ήμουνα εγώ. Χαϊδεμένη, ας πούμε.
Και έτσι, μικρή όταν ήσουνα, παίζατε μουσική; Τραγουδάγατε;
Εγώ, όταν ήμουνα μικρή, με την ανιψιά μου ας πούμε και τον ανιψιό μου τι παιχνίδια κάναμε; Ο ανιψιός μου ήταν ο Γιάννης ο Σπάθας. Εκείνος έκανε πως παίζει. Έπαιρνε το βιολί του πατέρα του ή την κιθάρα και έκανε ότι παίζει μουσική. Εγώ τραγουδούσα και η ανιψιά μου, η Βασιλική, ζωγράφιζε. Αυτά ήταν τα παιχνίδια [00:25:00]μας. Έτσι μεγαλώσαμε.
Και εσύ τραγουδάς, έτσι; Αρκετά.
Εγώ συνεχίζω. Δε σταμάτησα ποτέ. Είμαι στη χορωδία. Μου αρέσει πάρα πολύ.
Θα ήθελες να μας πεις για τη σχέση σου με το τραγούδι; Γιατί μου έχεις πει ότι τραγουδάς από μικρή. Ή σε καταστάσεις που μπορεί να είναι πιο στρεσογόνες πάλι τραγουδάς ή όταν στεναχωριέσαι πάλι.
Το τραγούδι πάντα μου βγαίνει. Εγώ, όλη μου τη ζωή, από μικρή, με το που… και παντρεμένη. Μετά από λίγα χρόνια, όπου πέρασε κάποιες αρρώστιες ο άντρας μου λίγο, εκεί έχασα την όρεξη που είχα, αλλά ξαναήρθα πάλι στα ίσια μου. Με το που άνοιγα τα μάτια μου, αμέσως, ξεκίναγα ένα τραγούδι. Όσες δουλειές και να ‘χα. Ό,τι είχα να κάνω! Εκεί! Τραγουδώντας! Μάζευα ελιές, που είχε δουλειά. Είχε κούραση να μαζεύεις ελιές, να γεμίζεις τσουβάλια, να κουβαλάς. Τραγουδώντας κι αυτά τα ‘κανα! Και μου έλεγαν μερικές: «Πώς μπορείς και δε σου βγαίνει ο Θεός σου να κάμεις δουλειά και να τραγουδάς;». «Εμένα μου αρέσει! Είναι μέσα στην ψυχή μου το τραγούδι».
Τραγούδαγες και στον Δαμιανό;
Ο Δαμιανός, μια εποχή που ήτανε πολύ άρρωστος και πηγαίναμε στο νοσοκομείο και έκανε μια θεραπεία, ήθελε, κάθε μέρα που πηγαίναμε, στο δρόμο, που πηγαίναμε από το χέρι, επί ένα μήνα συνέχεια, να του λέω ένα τραγούδι, τη «Νεραντζούλα». Λοιπόν, όση στεναχώρια κι αν είχα, του έκανα το χατίρι. Και ξεκινάγαμε. Στο δρόμο, που συναντούσαμε κόσμο στην Αθήνα, πηγαίναμε στον Άγιο Σάββα. Σταματάγανε οι άνθρωποι και μας κοιτάγανε και λέγανε: «Τι κάνουν αυτοί εδώ;». Λοιπόν, ξεκινούσα. «Νεραντζούλα φουντωμένη» και του ‘λεγα όλο το τραγούδι. Φτάναμε στο νοσοκομείο. Κατέβαινε εκείνος να κάνει θεραπεία και μ’ έπιαναν τα κλάματα. Ξέσπαγα. Μετά, πήγαινα έξω κι έριχνα νερά πολλά στο πρόσωπο μου ,που θα βγει, να μη με δει διαφορετική και να πει: «Τι έγινε; Πώς έγινε έτσι;». Και αυτό το τραγούδι ήθελε να του το λέω κάθε τόσο. «Πές μου τη “Νεραντζούλα”, Μαρίτσα, με την αγγελική φωνή σου», μου ‘κανε. Κι εγώ ξεκίναγα ό,τι και να γινότανε, όπου και να ‘μασταν. «Νεραντζούλα φουντωμένη».
Φαίνεται ότι γεννήθηκες και σε μια οικογένεια που παίζανε πολλά όργανα, τραγουδάγατε… ζωγραφική μου είπες, αλλά φαίνεται ότι και στο σχολείο μετά πάλι-
Ναι συνέχιζα, πάρα πολύ, ναι.
Και ερωτεύτηκες και παντρεύτηκες έναν άντρα που κι αυτός, με τον τρόπο του, ήταν, έτσι, του καλλιτεχνικού-
Του άρεσε πάρα πολύ. Και είχε και ωραία φωνή και πολλές φορές τραγουδάγαμε μαζί και τραγούδαγε αυτός την πρώτη και του ‘κανα εγώ δεύτερη. Πόσες φορές καθόμαστε εδώ και μου έλεγε: «Θα πούμε ένα;». «Να πούμε». Του άρεσε πάρα πολύ ένα παλιό τραγούδι του Μητσάκη. «Μου ‘φαγες όλα τα δαχτυλίδια». Κοιταζόμουνα και έλεγα: «Δε σου έφαγα κανένα δαχτυλίδι! Ένα μου έδωσες. Αυτό το ‘χω. Ντάξει! Ποια δαχτυλίδια;». Και γελάγαμε. Περνάγαμε όμορφα, πολύ όμορφα.
Εσύ πώς δεν έμαθες να παίζεις κάποιο μουσικό όργανο;
Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ το βιολί, γιατί αυτό γνώρισα, που έπαιζε ο πατέρας μου. Μια φορά, πήρα το θάρρος να του το πω. Και… «Μην το ξαναπείς αυτό το πράμα! Οι κοπέλες δεν κάνουνε τέτοια πράγματα». Πάει. Κόπηκε αυτό. Λοιπόν, εγώ τον κοίταζα που έπαιζε βιολί και μου άρεζε πάρα πολύ. Ο πατέρας μου, όταν ερχόταν από τη δουλειά το βράδυ, γιατί τότε δουλεύανε από το πρωί μέχρι το βράδυ… συνήθιζε, μέχρι να ετοιμάσει η μάνα μου το τραπέζι και πήγαινε πίσω από το σπίτι, σε μια ελιά, καθότανε και έπαιζε κάνα-δυο κομμάτια με το βιολί. Εγώ ήξερα πού θα πάει να κάτσει. Η ελιά είχε ένα πολύ μεγάλο κορμό. Προτού ξεκινήσει να πάει εκεί, εγώ κρυβόμουνα πίσω από την ελιά κι έβγανα λίγο το κεφάλι μου και κοίταζα τα χέρια του, που έπαιζε το βιολί και μου άρεσε τόσο πολύ. Δεν επιτρεπότανε να μάθω. Μετά, πήρα του αδερφού μου ένα ακορντεόν, ένα μικρό ακορντεόν. Και όταν πήγαινε για δουλειά, το ‘παιρνα και πήγαινα μέσα σε μια άκρη, που είχαμε τα ζώα, κάτι πρόβατα, για να μη με ακούσει και κανένας. Και λίγο-λίγο, έμαθα τέσσερα τραγούδια μόνη μου. Μετά, μου το πήρανε κι αυτό, επειδή ήμουνα μικρή, πώς θα το σπάσω. Σταμάτησε η ιστορία εκεί.
Μαρίτσα, αν θέλεις να μας πεις ένα τραγούδι, έτσι, για το κλείσιμο.
Θες να σου πω τις ελιές;
Ναι, φυσικά.
Καλιώρα να ‘χουν οι ελιές, που κάνουνε το λάδι και φέγγει στην αγάπη μου, για να κεντάει το βράδυ. [00:30:00]Θε να σε κλέψω από τσ’ ελιές και από τις κεντρομάδες, να σε χαλεύει η μάνα σου 42 βδομάδες. Ο ήλιος εβασίλεψε, ο ήλιος πάει να γύρει. Ασκώσου παρ’ τσι νεβελέ, να αδειάσεις το κοφίνι.
Ευχαριστούμε πολύ.
Παρακαλώ.
Θέλεις να πεις κάτι τελευταίο πριν κλείσουμε;
Σε ευχαριστώ πάρα πολύ-
Εγώ σ’ ευχαριστώ-
Γι’ αυτά που είπαμε. Μου φάνηκε ότι τα ξανάζησα πάλι από την αρχή. Έχω μες το μυαλό μου τον άνθρωπο μου που έχασα. Τον αγαπούσα και μ’ αγαπούσε πολύ. Ζήσαμε πολύ ωραία χρόνια. Να ‘χουν υγεία τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου και ο κόσμος όλος.
Σ’ ευχαριστούμε πολύ, Μαρίτσα.
Παρακαλώ.
Περίληψη
Η Μαρίτσα μεγάλωσε μέσα στη μουσική. Μας διηγείται τη γνωριμία της με τον άντρα της, με φόντο τον κινηματογράφο στους Παξούς τη δεκαετία του '60 και κλείνει υπέροχα, τραγουδώντας με τη γλυκιά φωνή της.
Αφηγητές/τριες
Mαρία Σπάθα-Βερονίκη
Ερευνητές/τριες
Νικολαΐς Μπιμπλή
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/02/2023
Διάρκεια
31'
Περίληψη
Η Μαρίτσα μεγάλωσε μέσα στη μουσική. Μας διηγείται τη γνωριμία της με τον άντρα της, με φόντο τον κινηματογράφο στους Παξούς τη δεκαετία του '60 και κλείνει υπέροχα, τραγουδώντας με τη γλυκιά φωνή της.
Αφηγητές/τριες
Mαρία Σπάθα-Βερονίκη
Ερευνητές/τριες
Νικολαΐς Μπιμπλή
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/02/2023
Διάρκεια
31'