Η ρετσινιά «κομμουνιστάκι» και η Φωνή της Αμερικής
Ενότητα 1
Εισαγωγή και πρώτα βήματα της ζωής
00:00:00 - 00:34:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Ονομάζομαι Γεώργιος Κυριακίδης. Είμαι ερευνητής στο Istorima. Βρισκόμαστε στην Ξάνθη και πιο συγκεκριμένα στο γρα…σουμε αυτό στα της Φωνής της Αμερικής και πήρα και 40.000 δραχμές μπόνους μια επιταγή γι΄αυτό το επίτευγμα. είναι συγκεχυμένα τα είπα, αλλά…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
«Ρετσινιά» της αριστερής οικογένειας
00:34:18 - 00:43:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Δεν πειράζει, δεν πειράζει μη σας νοιάζει εσάς. Εφόσον, να κάνω και αυτή την ερώτηση, εφόσον μιλούσαν σε εσάς άσχημα τα υπόλοιπα παιδιά του …ι σήμερα αυτή η χροιά του… Δυστυχώς… Δυστυχώς. Εγώ θαυμάζω, ποτέ δε μίσησα άνθρωπο στη ζωή μου, και αυτούς τους οποίους κατηγορώ και αυτούς.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Αναζήτηση και πρώτη επίσκεψη στον πατέρα
00:43:58 - 00:46:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολύ πικραμένος είμαι από την ζωή, απ΄ τη ζωή είμαι πικραμένος πάρα πολύ. Δεν με βοήθησαν οι αρχές. Πολύ λίγο με βοήθησαν κάποιοι επιλεκτικά… μπορεί –λέει- ο γιος μου να είναι -λέει- με τη Χούντα ήρθε εδώ πέρα». Τέτοια πράγματα με έλεγε. Πέρασα δύσκολα χρόνια στη ζωή μου, πέρασα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Πορεία ζωής, Δράμα-Καβάλα-Ξάνθη
00:46:29 - 00:57:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα ξαναπιάσουμε ένα άλλο ζήτημα, αυτό της προσωπικής σας εκπαίδευσης. Δηλαδή πήγατε στο Δημοτικό; Τελειώσατε το Γυμνάσιο; Τελείωσα το Δημοτ… τα έχω στο κεφάλι μου, μπορώ και θυμάμαι πράγματα, για αυτό και τα λέω με τη σειρά ορισμένα πράγματα και αν έχεις κάτι άλλο να με ρωτήσεις.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Συνάντηση με πατέρα
00:57:34 - 01:12:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Βεβαίως πως δεν έχω. Έχουμε ακόμα αρκετά. Θέλω να μου πείτε, επειδή αναφέρθηκε πολύ σύντομα και θέλω να το αναλύσουμε λίγο. Πότε και πως απο… να το πάω». «Ευχαριστούμε George. Ευχαριστώ. Δε θέλουμε τίποτα». Σου λέω ότι είχαμε γνωριστεί. Είχα πάει αρκετές φορές και ερχόταν από δω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η Φωνή της Αμερικής
01:12:29 - 01:42:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο Πρέσβης της Σόφιας μια φορά είχε ένα VOLVO και παρουσίαζε ατροφία απ΄την κεντρική βενζιναντλία. Αυτή που κουβαλάει την βενζίνη απ΄το ρεζερ… υπεύθυνο, μου λέει: «Μη φοβάσαι δε μπορεί να χαλάσεις τίποτα», πατάς και με τον τρόπο, επειδή πάντα στα μαθηματικά ήμουνα καλός, από παιδί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Πρώτα βήματα ως μηχανικός
01:42:13 - 01:44:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Συνεχίζοντας ποιόν βλέπουμε στην πρώτη φωτογραφία; Να πιάσουμε απ΄ την περίπτωση άφιξής μου στην Ξάνθη. Βρέθηκα το 1960 είναι εδώ πέρα αυτή…. Υπάρχει άνθρωπος που θα σου πει και άλλες λεπτομέρειες για αυτό το Γερμανό .Έχω το τηλέφωνό του να τον πάρουμε τηλέφωνο να τον ρωτήσουμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Εμπόρειο Ανταλλακτικών
Εμπόρειο ανταλλακτικών στο κατάστημα του κ ...

Επισκευή μηχανών
Επισκευή μηχανών Γερμανικού καταδιωκτικού ...
Ενότητα 8
Παιδικοί φίλοι από το χωριό
01:44:55 - 01:45:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν εδώ είναι μια φωτογραφία με τους παιδικούς φίλους. Εσείς στη φωτογραφία ποιος είστε; Εγώ, αν πάρουμε τη φωτογραφία από αριστερά και…τώρα, στο δημοτικό; Πέμπτη τάξη, έκτη τάξη στο δημοτικό; Είστε στο χωριό δηλαδή ακόμα; Ναι. Δε γράφει τίποτα. Δε γράφει τίποτα. Δυστυχώς…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

Παιδικοί φίλοι
Παιδικοί φίλοι του αφηγητή στο χωριό, Μικρ ...
Ενότητα 9
Στρατιωτική Θητεία
01:45:59 - 01:47:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εδώ, Εδώ είμαι στο στρατό. Είμαι χειριστής γερανού. Είμαι στη Φιλιππιάδα. Έχει σπάσει ένα τύμπανο στο γερανό. Εγώ σαν τεχνικός που είμαι δε …όταν του εξήγησα πως έγινε. «Το ξέρω, το ξέρω -λέει- το έμαθα». Και έτσι έκανα και τη βασική εκπαίδευση του χειριστού γερανού στο Λουτράκι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

Στρατιωτική θητεία
Ο αφηγητής κατά την στρατιωτική του θητεία ...

Στρατιωτική θητεία
Ο αφηγητής στην εκπαίδευση για την ειδικότ ...
Ενότητα 10
Φίλοι στην Ξάνθη
01:47:49 - 01:48:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εδώ είμαι στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου, με φίλους Ξανθιώτες. Αυτόν που τον έχω απ΄τη δεξιά μου και τον έχω το χέρι στην πλάτη, τον θεω…ναι αυτή; Αυτή η εποχή πρέπει να είναι ‘73. Το ‘73 πρέπει να είναι. Μήπως γράφει κιόλας. Έχει εδώ κάτι στοιχεία. Δεν γράφει. Δεν πειράζει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

Φίλοι στην Ξάνθη
Φίλοι στην Ξάνθη, 1973. Ο αφηγητής στο κέν ...
Ενότητα 11
Η Φωνή της Αμερικής μέρος 2ο
01:48:53 - 01:49:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εδώ είναι το αυτοκίνητό μου, δίπλα σε ένα αμερικάνικο αυτοκίνητο στη Φωνή της Αμερικής. Το πρώτο αυτοκίνητο που πήρα. Ενενήντα οχτώ χιλιάδες…υτός ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Με τους Έλληνες τα είχε πάρα πολύ καλά. Ήταν καλός άνθρωπος. Γρι ελληνικό δεν ήξερε και συνεννοούνταν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

Αυτοκίνητο
Το αυτοκίνητο του αφηγητή, Fiat 124, δίπλα ...
Ενότητα 12
Οικογενειακές Φωτογραφίες
01:49:43 - 01:52:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εδώ αυτή η φωτογραφία είναι μοντάζ. Εγώ είμαι, ήδη, αν είμαι στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, μικρός, η αδελφή μου, ο αδελφός μου, ο πατέρα…. Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Παρακαλώ. Να είσαι καλά και σου εύχομαι καλή πρόοδο σε ό,τι κάνεις. Να έχει καλή επιτυχία. Και εγώ σε ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

Οικογενειακή Φωτογραφία
Μοντάζ οικογενειακής φωτογραφίας.
[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Ονομάζομαι Γεώργιος Κυριακίδης. Είμαι ερευνητής στο Istorima. Βρισκόμαστε στην Ξάνθη και πιο συγκεκριμένα στο γραφείο της κόρης του αφηγητή. Πείτε μας και το ονοματεπώνυμο σας.
Το όνομά μου είναι Γεώργιος Πατσίδης, του Αριστείδη και της Δροσιάς.
Υπέροχα. Θέλουμε να μας πείτε την ημερομηνία γέννησή σας και κάτι για την παιδική σας ηλικία. Να ξεκινήσουμε έτσι.
Είμαι γεννημένος πρώτη Φεβρουαρίου του 1944. Μεγάλωσα αμέσως μετά την απελευθέρωση, βαπτίστηκα. Μεγάλωσα στο χωριό μέχρι τα δεκατρία μου, οπότε μετακόμισα μετά στη Δράμα, πήγα στο Γυμνάσιο, με αποβάλανε συνεχώς γιατί θέλανε το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, το οποίο δεν είχα διότι ο πατέρας μου ήταν κουμουνιστής, εξόριστος και τον είχαμε χάσει μέχρι που έγινα επτά χρονών, οχτώ, μάθαμε ότι ζει στη Σόφια στη Βουλγαρία. Έκτοτε με κυνηγούσε αυτή η ρετσινιά του αριστερού γονιού και δυσκολεύτηκα πάρα πολύ στη ζωή μου. Διώχτηκα από γυμνάσιο, από νυχτερινή Εμπορική Σχολή Δράμας. Μετακόμισα στην Καβάλα στη Σχολή του Ευκλείδη και από εκεί επίσης, δεν είχα την ανάλογη μεταχείριση από τους καθηγητές, διότι οι καθηγητές προκειμένου να δείξουν ότι ανήκουν στην εκάστοτε κυβέρνηση, άμα βλέπανε ένα παιδί με αριστερά φρονήματα, δηλαδή από αριστερούς γονείς, παράδειγμα εμένα δεν με φωνάζανε με το όνομά μου «Να σηκωθεί ο Πατσίδης να μας πει μάθημα… Να σηκωθεί ο γιός του αριστερού. Ο αριστερός να σηκωθεί» έτσι μου λέγανε. Και αυτό το πράγμα με έκανε να νιώθω μεγάλο bullying ας πούμε, που είναι λέξη που την κληρονομήσαμε τώρα τα τελευταία χρόνια, αλλά εγώ το έζησα από μικρό παιδί. Αυτό είναι ένα κεφάλαιο. Μετά από τη Δράμα που εκεί είχα ένα αντρόγυνο συγγενικό, το οποίο δεν είχε παιδιά, θέλανε να με σπουδάσουνε για να κληρονομήσω. Είχαν μια περιουσία, είχαν έναν υδρόμυλο τον οποίο μετατρέψανε σε κυλινδρόμυλο, θέλανε να μου τον γράψουνε για να με κρατήσουν να τους γηροκομήσω. Αλλά δυστυχώς οι άνθρωποι που δεν τεκνοποιούν προφανώς δεν ξέρουν να χειριστούν μια παιδική ψυχή και διαπίστωσα ότι δε θα τα βγάλω καλά και πήρα ένα βράδυ ένα σάκο ταχυδρομικό , που είχα σαν βαλίτσα, αρκετά μεγάλο, έβαλα όλα τα υπάρχοντά μου μέσα και πήγα στο ΚΤΕΛ, πήρα το λεωφορείο για την Καβάλα που δεν ήξερα που πήγαινα και όταν στο πίσω κάθισμα που καθόμουνα με είδε ο εισπράκτορας, γιατί τότε είχαν εισπράκτορα τα λεωφορεία, μου λέει: «Γιατί κλαις παιδί μου;» και του εξήγησα, ότι έτσι και ‘έτσι και μου λέει: «Όταν κατεβούμε, μου λέει, στο ΚΤΕΛ Καβάλας δε θα φύγεις θα σε βοηθήσω». Και πιάσαμε το σάκο εγώ από τη μία και ο εισπράκτορας από την άλλη και ανεβήκαμε σε ένα συνοικισμό στην Καβάλα που λέγεται Ποταμούδια. Εκεί είδα ένα παράθυρο με φως, ήταν έντεκα η ώρα το βράδυ και λέει: «Αυτές οι κυρίες εδώ πέρα θέλουν ένα νεαρό, μου είπαν να τους βρω ένα άνθρωπο να τους εξυπηρετεί» και χτυπάει το θυροτηλέφωνο, μια διώροφη οικοδομή. Στον πάνω όροφο έμενε ο διευθυντής του ΙΚΑ Καβάλας και στον κάτω όροφο μένανε δύο γεροντοκόρες, ανιψιές του Μάρτη, Υπουργού Βορείου Ελλάδος. Αυτές οι κυρίες με δεχτήκαν με μεγάλη χαρά, δε με παίρνανε ενοίκιο. Βγήκα μετά από δυο μέρες, βγήκα στην αγορά της Καβάλας να πάω να βρω, βρήκα μια δουλειά και έφευγα το πρωί., πήγαινα στη δουλειά μου. Το απόγευμα πήγαινα στον Πυθαγόρα και γύριζα το βράδυ. Οι κυρίες κατά καιρούς μου δίνανε κάποια χρήματα, να τις ψωνίζω γιατί δεν ήταν και ευκίνητες. Είχαν πρόβλημα κινητικό. Ψώνιζα και αυτό το πράγμα, εγώ εξυπηρετούσα τις κυρίες αυτές που με συμμαζέψανε στο σπίτι τους και εγώ έκανα τη δουλειά μου, έμενα στο σπίτι και είχα ένα άνθρωπο να μου κάνει ένα πρωινό τέλος πάντων. Έτσι πέρασαν μερικά χρόνια, αρκετά χρόνια. Μετά προέκυψε στο συνεργείο που εργάστηκα, ήταν δύο συνεταίροι χωρίσανε, ο ένας, για να μη κακοκαρδίσω κανένα από τους δύο, δεν χρειάστηκε να, βρέθηκε κάποιος πλοιοκτήτης, συγκεκριμένα Παπαγεωργίου, αδελφοί Παπαγεωργίου απ’ τα Λιμενάρια ήταν αυτοί, ο οποίος μου λέει: «Γιώργο αφού δε θες να πας ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο, θα σε πάρω εγώ να μου κάνεις επισκευή έχω δυο μηχανές σε ένα σκάφος μεγάλο», το οποίο σκάφος ήτανε, αυτά ήταν του μεσοπολέμου, γερμανικό σκάφος, είχε κατασχεθεί από τους Αμερικάνος, βρέθηκε να είναι εδώ στην Ελλάδα βγήκε στη δημοπρασία, το πήρε ο Παπαγεωργίου, αλλά ήταν κακομεταχειρισμένο και χρειάστηκε να γίνει μια επισκευή. Εγώ, παρόλο ότι δεν ήμουνα και ο μηχανικός, ας πούμε, ακόμα δεν είχα αποκτήσει την εμπειρία του μηχανικού αυτοκινήτων, για αυτό πήγαινα να μάθω το αυτοκίνητο καλά, επιχείρησα και έκανα, έξι μήνες κράτησαν οι επισκευές. Το καράβι δε σταμάτησε ποτέ να κυκλοφορεί περπατούσε και η βιβλιογραφία που είχε το σκάφος μέσα ήταν γραμμένη στο χέρι, δεν ήταν γράμματα τυπωμένα, ήταν τόσο παλιό το σκάφος δηλαδή, οπότε αφού ήταν στα γερμανικά, απέναντι είχε ένα περίπτερο όταν βγαίναμε στο λιμάνι στην Καβάλα, έπαιρνα μερικά σχέδια και πήγαινα σε αυτόν που είχε το περίπτερο, ήξερε γερμανικά, τα μετέφραζε, τα έλεγε και εγώ τα έγραφα στα ελληνικά και έτσι έκανα τις δύο μηχανές, τις έκανα επισκευή και πέτυχε η επισκευή, οι επισκευές πετύχανε. Αποτέλεσμα επειδή δε… με πείραζε η θάλασσα, θεώρησα σκόπιμο να φύγω από τη θάλασσα και μέσα στο καράβι γνώρισα μια κυρία της οποίας ο σύζυγος είχε γκαράζ στην Ξάνθη. Οπότε, καθότι από τα Λιμενάρια η καταγωγή της και ο μηχανικός ο μόνιμος στο καράβι ήταν από τα Λιμενάρια, πιάσαμε κουβέντα και μου λέει: «Ο σύζυγός μου είναι στην Ξάνθη μηχανικός αυτοκινήτων, θέλει έναν άνθρωπο» και ανταλλάσουμε τηλέφωνα, εγώ έδωσα το τηλέφωνο του περιπτέρου, με πήρε μια Κυριακή τηλέφωνο. Εμείς αράζαμε Σαββατοκύριακο στο λιμάνι, με φώναξε αυτός που είχε το περίπτερο, πήγα μίλησα στο τηλέφωνο, παίρνω το λεωφορείο και έρχομαι στην Ξάνθη. Συζητάμε με τον ιδιοκτήτη του συνεργείου που ήθελε να με προσλάβει και συμφωνήσαμε. Οπότε πήγα, δήλωσα παραίτηση από τον Παπαγεωργίου. Μου έδωσε ένα βιβλιάριο με 33.000 δραχμές, τα είχε κρατημένα για μένα, σε έξι μήνες μέσα εκτός απ’ το χαρτζιλίκι μου έδινε κάθε Παρασκευή, που είχα πάντα χρήματα στην τσέπη μου, μου έδωσε και 33.000 δραχμές σε ένα βιβλιάριο. Μ’ αυτό το βιβλιάριο εγώ, όταν ήρθα στην Ξάνθη, ένιωθα πλούσιος. Ένιωθα… Η συμφωνία ήταν να μου νοικιάσουν ένα δωμάτιο να μένω έξω και ήμουνα προφανώς πολύ καλός σα χαρακτήρας και με κρατήσανε στο σπίτι. Κάποια στιγμή όμως, εγώ στην Καβάλα είχα γνωρίσει μια πολύ εξαιρετική κυρία, την κ. Βελλή, σύζυγος ενός Προέδρου των δικηγόρων, ο οποίος είχε πεθάνει και έμεινε η γυναίκα χήρα, έχασε και την κόρη της είκοσι πέντε χρονών. Εγώ πήγαινα στο ΠΙΚΠΑ για φαγητό, περνούσα μπροστά απ’ το σπίτι της, με φώναξε ένα Σαββάτο «Έλα παιδί μου να με βοηθήσεις να κόψω λίγα σταφύλια» και πήγα μέσα και τελικά δέσαμε με την κυρία, με έκανε το τραπέζι την Κυριακή με φώναξε, πήγα και από τότε γίναμε, με είχε βοηθό της. Ό,τι ήθελε σε μένα απευθυνόταν. Οπότε όταν έφυγα στην Ξάνθη με βρήκε, με έψαξε με βρήκε και ήρθε λοιπόν με παρακάλεσε να πάω να βοηθήσω στο να μεταφερθεί η οικοσκευή της να πάει στην Αθήνα και να πάω και εγώ μαζί. Βρήκαμε εδώ ένα φορτηγό, πήγαμε στην Καβάλα, φορτώσανε οι φορτωτές τα υπάρχοντα και πήγα στην Αθήνα με άδεια που πήρα από το αφεντικό μου, εδώ από την Ξάνθη. Οπότε στην Αθήνα πήγα με την προοπτική να τη βοηθήσω μερικές μέρες και να επιστρέψω. Αλλά με έπεισε να μείνω, οπότε πήρα εδώ ένα τηλέφωνο και είπα το αφεντικό και είπα εγώ: «Ξέρεις θα μείνω εδώ πέρα, δε θα γυρίσω» και έμεινα στην Αθήνα με την κυρία οπότε την επομένη μέρα πήγα να πιάσω δουλειά. Πήρα το τρόλεϊ, που έκανε στροφή στην πλατεία Αμπελοκήπων. Αυτό να το σημειώσεις γιατί τώρα δεν υπάρχει η πλατεία Αμπελοκήπων, τότε ήταν, από εκεί και πάνω δηλαδή ήτανε κήποι, χωράφια που είχαν ντομάτες, πατάτες τέτοια σπέρνανε μέχρι τη Φιλοθέη. Στο δια ταύτα, κατέβηκα λοιπόν από την Αμπελοκήπων στην Κάνιγγος και όπως κατέβηκα από το λεωφορείο, στο πεζοδρόμιο δεξιά μου ήτανε μια σημαία κόκκινη του Κουμουνιστικού Κόμματος, τα γραφεία, και αριστερά μου ήτανε μια επιγραφή μεγάλη, αυτοκίνητα Chevrolet, Cadillac και Opel. Εγώ θεώρησα σκόπιμο να πάω να ρωτήσω μήπως έχουν κάνα γκαράζ και καθώς πήγαινα με πιάσανε δύο τρεις μου λένε: «Γιατί κοιτάζεις τη σημαία ; Είσαι αριστερός;» μου λένε εμένα και λέω: «Καλά και εδώ με κυνηγάτε, έχω φύγει τόσα χρόνια. Τέλος πάντων ήρθα ψάχνω για δουλειά». Τους εξήγησα ποιος είμαι και τι είμαι. Και πήγα λοιπόν, μπαίνοντας μέσα στην [Δ.Α. 00:10:26], συνάντησα τον άνθρωπο που είχε, τον ιδιοκτήτη της αντιπροσωπείας, ο οποίος ήταν ο Τζόνι Πεσμαζόγλου που έτρεχε στα ράλι, που ήταν ο διοργανωτής του ράλι στην Ελλάδα, τον οποίο αναγνώρισα εγώ διότι το διάβαζα στα περιοδικά περί αυτοκινήτων, αφού ήταν το χόμπι μου και η δουλειά μου. [00:10:00]Οπότε λοιπόν μόλις με αντελήφθη να βλέπω την πινακίδα με έπιασε από το μπράτσο και μου λέει: «Τι θες νεαρέ;». Λέω έτσι και έτσι και μάλιστα ντράπηκα να πω ότι ήρθα από την Ξάνθη, το θεωρούσα πιο, θέλω να πω απ’ την Καβάλα ότι ήρθα, και ψάχνω μια δουλειά γύρω από αυτοκίνητα είμαι μηχανικός αυτοκινήτων. Μου λέει: «Είσαι μηχανικός;» Του λέω: « Είμαι, προσπαθώ να γίνω τέλος πάντων» και μου λέει: «Περίμενε». Μπήκαμε μέσα, «Περίμενε, μου λέει, ένα τέταρτο έχω μια δουλειά εδώ πέρα». Μίλησε με τους ανθρώπους, πήγε με πήρε και πήγαμε στο Σεβρολέτα, [Δ.Α. 00:11:18] έτσι την έλεγε τη Σεβρολέτα, με αυτή που έτρεχε στους αγώνες. Εγώ ένιωθα μια έπαρση, γιατί αυτό το αυτοκίνητο το έβλεπα σε φωτογραφίες και έλεγα ποιός το οδηγεί, ποιός είναι αυτός και ένιωσα μια μεγάλη έτσι έπαρση, μια ανωτερότητα. Μπήκα μες το αυτοκίνητο και πήγαμε στο συνεργείο που ήταν στου Ρέντη. Ένα συνεργείο που είχε ένα κτιριάκι, ζήτημα να ήταν ογδόντα- εκατό τετραγωνικά, ισόγειο, και μια τεράστια έκταση με λαμαρίνες σκεπασμένη και κάθε ρεμίζα αυτοκινήτου είχε ας πούμε, αποτελείτο από τέσσερις κολώνες. Να φανταστείς τέτοιες κολώνες είχε μέσα είχε για πενήντα δύο αυτοκίνητα, τέτοια έκταση είχε το συνεργείο. Επειδή την εποχή εκείνη η Αθήνα είχε μόνο αμερικάνικα αυτοκίνητα πολλά, τα ταξί, τα υπουργικά, όλα ήταν αμερικάνικα. Και εγώ ειδικεύτηκα λοιπόν στα αμερικάνικα αυτοκίνητα και έμεινα εκεί και μάλιστα μπήκα σε έναν ο οποίος έφτιαχνε τα αυτόματα σασμάν. Αυτό το τονίζω ιδιαίτερα γιατί στην πορεία θα πούμε πως προέκυψε η πρόσληψή μου στη Φωνή της Αμερικής. Έμαθα λοιπόν τα αυτόματα σασμάν, ήρθε η εποχή να περάσω επιλογή να πάω στο στρατό. Έφυγα από την Αθήνα πήγα στο χωριό μου, έκατσα ένα μήνα, ήρθε η ώρα να πάω στο στρατό, μπήκα με τους συμμαθητές μου, μπήκαμε στο τρένο και βγήκαμε στο Ναύπλιο. Δύο μέρες ταξίδι. Κατατάχθηκα, έχω και κάποιες φωτογραφίες, θα τις βάλουμε και αυτές και μετά τελείωσε το στρατιωτικό μου. Δε μ’ άφησε ο αδελφός μου να πάω στην Αθήνα, μου λέει: «Θα γίνεις αλήτης, θα πας στον Καβαλιώτη εκεί που ήσουνα». Ο καβαλιώτης, εν τω μεταξύ, έπαιρνε τηλέφωνο όσο εγώ έλειπα. «Ήρθε ο Γιώργος, ήρθε ο Γιώργος;». Όταν τελικά ξεκίνησα να φύγω πάλι στο χωριό μου, κατέληξα στην Ξάνθη και κάποια στιγμή, αυτός που ανέφερα στη φωτογραφία, ο κύριος Αναστασιάδης, μου πρότεινε να με στείλει στη ΒΙΑΜΑΞ. Είπε ότι έχω ένα παιδί στην Ξάνθη ο οποίος έχει αυτές τις γνώσεις. Η ΒΙΑΜΑΞ μάζευε από όλη την Ελλάδα τους καλούς τεχνίτες, με συμπεριλάβανε και εμένα στους καλούς τεχνίτες και ο αντιπρόσωπος με έδωσε ένα εισιτήριο με την προοπτική να φύγω. Έχω δύο φωτογραφίες με δύο φίλους την ημέρα που ήταν να φύγω και φαίνεται και το εισιτήριο στην τσέπη και πήγαμε σαν αποχαιρετιστήριο τραπέζι να φάμε στον Τεκέ. Ο Τεκές σημαίνει κοτόπουλο ειδικά φτιαγμένο, κρασάκι ωραίο θα φάμε θα πιούμε και εγώ θα πάρω, θα με πάει το αυτοκίνητο της Ολυμπιακής στο αεροδρόμιο να φύγω για την Αθήνα και ένας εκ των δύο φίλων, παίρνει το εισιτήριο από την τσέπη μου και μου λέει: «Όχι δε θα σε αφήσω να πας στην Αθήνα, θα σε κρατήσω εδώ πέρα και θα σε βοηθήσω να ανοίξουμε μαγαζί. Θα σ’ ανοίξω ένα μαγαζί». Βέβαια δε χρειάστηκε εγώ χρήματα είχα. Αυτά τα 33 χιλιάρικα που είχα άνετα άνοιγες μαγαζί. Και όπως έτσι έγινε.Είχα δώσει δε τα υπάρχοντά μου, σ’ ένα γείτονα, ο οποίος αργότερα έγινε μεγάλος και τρανός, ο οποίος ήταν μπετατζής, χτίστης ο άνθρωπος. Είχε δύο κόρες. Έδωσα το κρεβάτι μου, το ψυγειάκι μου, αυτά τα έδωσα. Όταν έμεινα όμως, πήγα και τα ζήτησα. Λέω: «Κύριε Πανάρετε, λέω, έτσι και έτσι». «Πάρτα παιδί μου» λέει, με χώριζε ένα τοιχίο δύο αυλές, Τα πήρα πίσω και έμεινα στην Ξάνθη και άνοιξα την άλλη μέρα, βρήκαμε το μαγαζί. Άνοιξα ένα μαγαζί. Πήγα Σαλονίκη, αγόρασα τα εργαλεία ήρθα και συνέχισα τη δουλειά μου. Αυτό έγινε το 1966. Το ‘69, το ‘68 εμφανίστηκε η Φωνή της Αμερικής εδώ πέρα. Πρωτίστως υπήρχε ένα συνεργείο δύο άτομα, του Σκαπανέα, που κάνανε μετρήσεις του υπεδάφους. Παίρνανε μασούρια απ’ το υπέδαφος. Τα βάζανε σε κιβώτια μέσα και τα στέλνανε στην Αμερική για να ελέγξουνε το υπέδαφος, αν αντέξει το τι θα τοποθετήσουν απάνω στο χώρο αυτό. Οπότε είχαν ένα Toyota αυτοκίνητο έπεσε σε κάτι λιμνάζοντα νερά, στραβώσανε οι μπάρες. Ήρθαν στο συνεργείο μου λοιπόν εκεί. Λέω: «Παιδιά αύριο το πρωί θα πάμε να το φτιάξουμε». Πήγαμε το πρωί, το φτιάξαμε το αυτοκίνητο, το είδα για πρώτη φορά πως ήταν στην αρχική του κατάσταση το οικόπεδο σαν Φωνή της Αμερικής. Πέρασαν τα χρόνια, το ‘99, μένει ένας αμερικανός που ήταν στην εταιρία που έφτιαχνε το σταθμό με τον Σκαπανέα μαζί. Η εταιρία λεγόταν ΠΕΙΤΣ. Ο Σκαπανέας ανέλαβε να εκτελεί τα έργα, η ΠΕΙΤΣ τα ήλεγχε και τα παρέδιδε στο Διευθυντή της Φωνής της Αμερικής. Ο οποίος Διευθυντής, εκείνη την εποχή, έμενε στην Καβάλα. Ένα βράδυ λοιπόν, πως προέκυψε η πρόσληψή μου, ένα βράδυ λοιπόν ο διευθυντής, κάθε Παρασκευή ερχόταν από την Καβάλα και συγκεντρωνόταν σε ένα φαγάδικο στην Ξάνθη, πότε εδώ πότε εκεί στην Ξάνθη και συζητάγανε μεταξύ τους οι υπάλληλοι, διευθυντικά στελέχη και ανώτεροι υπάλληλοι του Σκαπανέα, της ΠΕΙΤΣ και της Φωνής της Αμερικής. Ερχόταν ο διευθυντής από την Καβάλα και ελάμβανε μέρος σε αυτό το team ας πούμε. Κάθε Παρασκευή. Εγώ είμαι στο συνεργείο μου, την Παρασκευή είμαι έτοιμος να κλείσω, έντεκα η ώρα, και εμφανίζεται λοιπόν ένα αυτοκίνητο Buick. Όταν άνοιξα το καπό είδα μια οχτακύλινδρη μηχανή μονομπλόγκ, αυτό έχει σημασία που το λέω, γιατί σπανίζουν οι μηχανές οχτακύλινδρες μονομπλογκς, συνήθως είναι “V”, 4 και 4. Και έχει σημασία που το λέω γιατί κατ΄ επέκταση στη συζήτηση θα δείξει γιατί υπήρξε το πρόβλημα. Αυτή η μηχανή κατά τη διάρκεια λειτουργίας έχανε λάδια, τα λάδια πέφτανε πάνω στην πολλαπλή εξαγωγή, ζεσταινόταν και ο άνθρωπος ήταν εξεζητημένος, άνθρωπος με ανωτερότητα να πούμε. Σου λέει εγώ έχω τέτοιο ακριβό αυτοκίνητο, το έφερα από την Αμερική και μένω μέσα και δεν μπορώ να πάω ούτε μέχρι την Καβάλα με οδηγό. Πρέπει να βρούμε τρόπο. Να το φτιάξουμε. Και το γκαράζ είχε, απ΄την άσφαλτο που περνούσε είδε την πινακίδα που έγραφε SERVICE, έχω φωτογραφία απ’ το γκαράζ, είδε λοιπόν και λέει τον οδηγό του πάμε μέσα να το δει και ήρθαν στο γκαράζ και εγώ την ώρα εκείνη είχα κλείσει. Έμεινε μόνο η μαρκίζα, η επιγραφή SERVICE. Και ανοίγω ξανά το γκαράζ, μπαίνει το αυτοκίνητοι μέσα, μου λέει αυτό και αυτό το πράμα, ο οδηγός ήταν Έλληνας, ανοίγω το καπό, βγάζω το καπάκι και το βλέπω οχτακύλινδρη μηχανή. Λέω: «Τι πράμα είναι αυτό, πως θα…;» είχα δει και άλλη φορά στην Αθήνα, αλλά είχα να δω χρόνια. Οπότε τώρα 23:00 η ώρα, είχα τα τηλεφωνά των ανθρώπων που είχαν ανταλλακτικά στην Ξάνθη. Παίρνω σε έναν λοιπόν που είχε ανταλλακτικά, του λέω: «Κύριε Λασκαρίδη, σας παρακαλώ πολύ έχω έτσι και έτσι να λύσω ένα πρόβλημα», «Αχ ρε Γιώργο όλα τέτοια μου κάνεις, κάθεσαι αργά και δουλεύεις». Λέω: «Εξυπηρέτησέ με σε παρακαλώ». Και κατεβαίνει αυτός στο μαγαζί του, πάω και εγώ στο μαγαζί του παίρνω ένα κομμάτι φλάντζα φελλού, πάω στο μαγαζί μου, πλένω το καπάκι, το βάζω πάνω στη φλάντζα. Το καπάκι είναι μεγαλύτερο από την φλάντζα, κόβω το ένα μέρος, κόβω και ένα κομμάτι από το υπόλοιπο του φελλού που είχα, συνδέω τα δύο κομμάτια με βελάκια, για να μην μπορεί να ξεκολλήσει, το ένα το άλλο, στις τρύπες δένω με κλωστή και δεν έχω βάλει γόμα πουθενά και πάω να το βάλω το καπάκι και λέει ο διευθυντής τον οδηγό, στα αγγλικά, εγώ δεν ξέρω αγγλικά ακόμα τίποτα, του λέει: « Πες του να βάλει κόλλα, κόλλα ξέχασε να βάλει» και μου λέει ο οδηγός «Ρε μάστορα, μου λέει, ξέχασες να βάλεις κόλλα». Λέω: «Για αυτό έχανε η φλάντζα επειδή οι προηγούμενοι από μένα έβαζαν κόλλα, δεν πρέπει να μπει κόλλα εδώ πέρα». Αυτό ήταν το έναυσμα για να με προσλάβουν στη Φωνή της Αμερικής. Την αίτηση πρόσληψης μου την έκανε ο Διευθυντής. Την έχω, θα τη βρω και θα στη δώσω. Λοιπόν το τηλέφωνό μου ήταν τετραψήφιο, είδες δεν πήρα μια κάρτα να σου δώσω και αυτό θα το έβαζες μέσα. Είχα κάρτες με τετραψήφιο νούμερο,. Κάρτες εις διπλούν. Μία σε μπλε χρώμα, μία σε κίτρινο. Όταν είδε την οργάνωσή μου ο Διευθυντής και τι ήμουνα, ούτε 27 χρονών, 25-26 ήμουνα. 22 απελύθην, 23 , 24, 25 χρονών ήμουνα. Όταν είδε ο άνθρωπος τέτοια οργάνωση, έκανα και επισκευή ένα αυτόματο σασμάν [Δ.Α.]. Και έγινε συζήτηση στο team των 3 υπηρεσιών, Σκαπανέα, ΠΕΙΤΣ και Voice of America, και μεταξύ τους πείραζε ο ένας τον άλλο, και λέει γιατί μέσα είναι ο εργολάβος που με προσέλαβε μετά εμένα, «Ράσελ ποιος το έφτιαξε το αυτοκίνητο; Τρεις μήνες το γύριζες από εδώ και από εκεί». Λέει: «Βρήκα έναν μηχανικό και το έφτιαξε» λέει ο Ράσελ. Αυτά μου τα εξηγεί εμένα ο κύριος Παπαγεωργίου. «Αυτόν τον μηχανικό, λέει ο προσωπάρχης της Φωνής της Αμερικής, θα τον φέρεις εδώ τον θέλω». Και τη Δευτέρα ήρθε και με πήρε ο Παπαγεωργίου, έντεκα η ώρα, τελείωσα τη δουλειά μου, πήγα και όταν συμφωνήσαμε και με προσλάβανε, μου δώσανε 6 χιλιάρικα και εγώ ζήτησα «Για να ‘ρθω, λέω, θέλω τα διπλά». Διότι ήμουνα γιός αριστερού, αυτοί ήταν Αμερικανοί, θα με προσλαμβάνανε, θα έκλεινα το γκαράζ, για να πάω και μετά από 2-3 χρόνια θα με διώχνανε. «Αυτά, λέω, θα τα πούμε τώρα για να σας δεσμεύσω, να μη με διώξτε για την άγνοια που έχω στη δουλειά[00:20:00] μου, να με διώξτε για κάτι άλλο, αλλά για τη δουλειά μου δε δέχομαι, γιατί νομίζω είμαι καλός μηχανικός. Έχω αυτή την εντύπωση». Δεν είναι τυχαίο που δουλεύω μέχρι τις 00:00 η ώρα το βράδυ και 01:00 η ώρα. Αυτό σημαίνει ότι είμαι καλός. Στο δια ταύτα λοιπόν, μου δώσανε 6 χιλιάρικα και εγώ σαν σχήμα λόγου, είπα θέλω τα διπλά και μου δώσανε τα διπλά. Και στο ΙΚΑ, έχω και για αυτό στοιχεία θα στα δώσω, στο ΙΚΑ υπήρχε τρόπος να παίρνω μόνο 8 χιλιάδες δραχμές, δεν υπήρχε φόρμουλα στο ΙΚΑ να παίρνω, δεν υπήρχε μισθωτός δηλαδή να παίρνει μισθό 12 χιλιάρικα. Αποτέλεσμα βρήκαν τον τρόπο και μου δίνανε 4 χιλιάδες δραχμές επί αποδείξει. Και έτσι διήρκησε αυτή η ιστορία από το 1969 Νοέμβριο μήνα, προσελήφθην μέχρι το 71 Απρίλιο μήνα. Επειδή ήμουν υψηλόμισθος, ήμουν ο πιο υψηλόμισθος υπάλληλος της Φωνής της Αμερικής, ήταν πάρα πολύ ηλικιωμένοι υπάλληλοι που ήταν στη Φωνή της Αμερικής 50 κιλοβατώρες με έδρα τη Θεσσαλονίκη, αυτός ο σταθμός που δημιουργήθηκε εδώ πέρα, ακόμη δεν έχει τεθεί σε λειτουργία, για την εποχή που προσελήφθην, είναι υπό κατασκευήν είναι 500 χιλιάδων κιλοβατώρων. Οι υπάλληλοι δηλαδή που ήταν να βγουν στη σύνταξη για 2-3 χρόνια, ήρθαν και εργαστήκαν εδώ, αυτά τα λίγα χρόνια. Και ένας εξ αυτών ήταν και ο προϊστάμενος μου. Εγώ ήμουν που δημιούργησα το γκαράζ, τον τρόπο εργασίας και όλα αυτά, το οποίο γκαράζ το πήραν σε φωτογραφίες και το στείλανε σε 11 σταθμούς. Σαν πρότυπο οργάνωσης. Σου εξηγώ γιατί είχα οργάνωση στο γκαράζ. Όταν εγώ δηλαδή το 1968, έχω το τιμολόγιο, θα το βάλουμε και αυτό, αγόρασα ηλεκτρονικό εγκέφαλο. Ένας εγκέφαλος στη Βόρειο Ελλάδα ήταν στη Θεσσαλονίκη και ο δεύτερος ήταν ο δικός μου. Αυτός ο εγκέφαλος ήταν στο συνεργείο Κένταυρος που έφτιαχνε τα Austin Morris, τα εγγλέζικα αυτοκίνητα στη Σαλονίκη. Ο δεύτερος έγινε εισαγωγή ατελώς στο δικό μου όνομα. Έτσι βλέποντας οι Αμερικάνοι, ότι ήμουνα ένας τεχνίτης που έκανα το αυτόματο σασμάν και είχα και ηλεκτρονικό εγκέφαλο με πληρώσανε 12 χιλιάδες μισθό, όπως προανέφερα μου δίνανε 8 χιλιάδες δικαιολογημένα στο βιβλιάριο και 4 χιλιάδες έπαιρνα επί αποδείξει. Μετά με μονιμοποίησαν, με πολύ καλό βαθμό. Επί 14 χρονιά εξακολουθούσα να είμαι ο υψηλότερος βαθμολογικά και μισθολογικά υπάλληλος και μετά αρχίσανε να δίδουν αυξήσεις, αλλά επειδή το τμήμα το δικό μου, δεν επιδεχόταν αυξήσεις, από την Ουάσιγκτον ήταν καθορισμένο, έπαθα μια καρδιά, εγώ έπαιρνα το 50% και άλλοι έπαιρνα το 100% των αυξήσεων και έφτασα στο σημείο, εξήντλησα όλη την κλίμακα την βαθμολογική και κάποια στιγμή αποφάσισα, είχα ένα περιθώριο, δέκα χρόνια, λέω να φύγω, αγόρασα και ένα μαγαζί έξω, να ανοίξω ένα μαγαζί να περνάω και την ώρα μου γιατί κάπως. Αυτό είναι ένα κεφάλαιο που το κλείνουμε εδώ με τη Φωνή της Αμερικής.
Μάλιστα
Τα χρόνια αυτά βεβαίως προέκυψε η παντρειά μου. Γνώρισα μια κοπέλα την παντρεύτηκα, έκανα μια κόρη. Με τη δουλειά μου τη σπούδασα. Με δάνεια αγόρασα ένα σπίτι. Υπόψιν, αυτοί που ήταν στο ΙΚΑ ασφαλισμένοι υπάλληλοι στη Φωνή της Αμερικής, παίρνανε τα δάνεια με οκτώ 8%. Εγώ που ήμουν στη Φωνή της Αμερικής πλέον, πρόσληψη, δηλαδή δύο χρόνια ήμουν στο ΙΚΑ και μετά μπήκα στο CSR, στο αμερικάνικο φορέα ασφάλισης, δεν ήμουν στο ΙΚΑ, δε δικαιούμουν το δάνειο αυτό το με 8% και πήρα δάνειο παρακαλώ με 22,5% και αγόρασα ένα σπίτι, το οποίο το σπίτι το αγόρασα 7 εκατομμύρια και σα δάνειο πλήρωσα 15. Είμαι δυσαρεστημένος από τη χώρα μου. Δεν έκανε το βήμα να πάω να δουλέψω στη Γερμανία όπως κάνανε πάρα πολλοί. Θα μπορούσα να πάω και να διαπρέψω στη Γερμανία. Γιατί άνθρωποι που έχουνε πάει εκεί, με πλήρη άγνοια, ταξιτζής ήταν ο άλλος και έγινε σεφ. Σκεφτείτε ότι εμένα οι Αμερικάνοι, χωρίς να βγάλω το γυμνάσιο, χωρίς να έχω ιδιαίτερες γνώσεις με κάνανε προϊστάμενο. Ποιοι, οι Αμερικάνοι. Καταλάβανε ότι εγώ έχω μυαλό και μπορώ, αλλά δυστυχώς η χώρα μου με κυνήγησε για τα φρονήματά μου. Λυπάμαι για αυτό το πράμα και εξακολουθώ να λυπάμαι και αντιλαμβάνομαι τα τελευταία χρόνια ξαναγυρίζουμε πάλι σε αυτό, το κυνηγάμε τους ανθρώπους που δε μας ψηφίζουν. Όποιοι και να ανεβούν στην εξουσία κυνηγάει τους άλλους. Αυτό το πράμα με μειώνει σαν άνθρωπο, δε θέλω ούτε καν να το σκέφτομαι και όμως αναγκάζομαι να το πω γιατί κάπου πρέπει να τα λέμε αυτά τα πράματα και αντιλαμβάνομαι ότι κι εσείς να ψάξτε να βρείτε κάποια πράγματα και να διορθωθούν, αν μπορείτε να τα διορθώσετε. Εγώ σας λέω πάντως αλήθειες, να ξέρετε.
Υπέροχα κύριε Γιώργο μας τα είπατε μέχρι στιγμής. Θα σας γυρίσω όμως λίγο πίσω με μια ερώτηση που θα κάνουμε.
Παρακαλώ.
Θέλουμε να μας πείτε το όνομα του χωριού στο οποίο μεγαλώσατε και να μας πείτε για την παιδική σας ηλικία εκεί. Πόσο μάλλον και για τα περιστατικά που είπατε ότι σας φωνάζανε αριστερό και κομμουνιστάκι και..
Βεβαίως, βεβαίως βεβαίως.
Ξεκινήστε από εκεί.
Λοιπόν. Γεννήθηκα στη Μικρόπολη Δράμας. Το παλιό όνομα, προφανώς Βουλγάρικο, λεγόταν Καρλίκοβα. Το χωριό την εποχή εκείνη είχε 3.500 κατοίκους. Εκ του φυσικού διαχωρίζεται στο κέντρο περίπου με ένα ρέμα. Είναι αρκετά έτσι πρανές, είναι βαθύ με πολύ λίγο νερό, αλλά κατεβαίνει από τη μια πλευρά ένα καλντερίμι, έχει μια γέφυρα και ανεβαίνει ένα άλλο καλντερίμι από την άλλη πλευρά. Ένα λεωφορείο που έκανε το δρομολόγιο, εμείς σαν παιδιά κάποια στιγμή μας αλλάξανε σχολείο, για να μάθουνε τα παιδιά της πάνω συνοικίας, οι οποίοι λεγόταν ντόπιοι, ντόπιοι σημαίνει ότι αυτό το χωριό κάποτε κατοικείτο από Βουλγάρους, κατοικήθηκε από μουσουλμάνους και όταν έγινε η ανταλλαγή κάποια στιγμή και ήρθανε οι γονείς μου πρόσφυγες από τη Θράκη, από το Ηρωικό Θράκης, απ΄την Κεσσάνη, έξω απ΄την Κεσσάνη, δηλαδή όταν ήρθαν εδώ, πήγαν και εγκατασταθήκαν στο χωριό. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν τέσσερα αδέλφια και μια αδελφή. Ο πατέρας μου άνοιξε ένα μπακάλικο. Εγώ δεν είχα γεννηθεί. Είχα όμως ένα αδελφό, ο οποίος πέθανε εννιά χρονών και αφού πέθανε γεννήθηκα εγώ. Μεσολάβησε η κατάσταση με την Κατοχή και όταν πήγε κάποιος ή ο αδελφός μου που ήταν τότε δεκάξι χρονών δεκαεφτά, ή κάποιος συγγενής πήγε να με γράψει στην πάνω πλευρά του χωριού που ήταν η Κοινότητα και η Αστυνομία, κάποιος από την Κοινότητα είδε Πατσίδης Γεώργιος και λέει: «Είναι γραμμένο το παιδί, δεν χρειάζεται να το ξαναγράψουμε». Ήταν το όνομα του θανόντος αδελφού. Αποτέλεσμα, γιατί το τονίζω ιδιαίτερα αυτό, γιατί το αποτέλεσμα είχε να κάνει με το εξής. Όταν εγώ έγινα δέκα οχτώ χρονών και χρειάστηκε να περάσω επιλογή εγώ ήμουνα 9. 9 που ήταν ο Γιώργος που πέθανε και 9 που ήμουνα εγώ, 18. Εγώ όμως ήμουνα εννιά χρονών, γεννήθηκα δηλαδή μετά το θάνατο του αδελφού μου. Δεν άλλαξε το όνομα και επομένως δεν άλλαξε και η ημερομηνία γέννησής του. Όταν ήρθε αυτή η ώρα να περάσω επιλογή, βρήκαν εκείνη, Γιώργος Πατσίδης γεννημένος 9 χρόνια πιο μπροστά από εμένα. Τον καλέσανε να πάει φαντάρος. «Ποιος είναι ο Γιώργος;» «Εγώ είμαι ο Γιώργος Πατσίδης, αλλά είμαι 9 χρονών». Με πήρε η μάνα μου και με πήγε στη Στρατολογία στη Δράμα. Βλέπω μπροστά μου τρεις αξιωματικούς, δεν μπορώ να θυμηθώ τι βαθμό είχαν, αλλά θυμάμαι που γελούσαν οι άνθρωποι, καλοπροαίρετα. Τώρα τα λέω αυτά γιατί δεν ήξερα ούτε τη λέξη καλοπροαίρετα τότε, σαν παιδί, αλλά θυμάμαι, που ήταν ένα σκηνικό το οποίο για μένα ήταν πρωτόγνωρο. Από τη μια χαιρόμουνα που θα πάω φαντάρος μικρός, θα ήμουνα το πρότυπο, ξέρω ‘γω, και απ΄την άλλη.. Και μάλιστα κάποιος από τους τρείς είπε: «Να το πάρουμε το παιδί, θα μας κουβαλάει». «Σιώπα ρε θα το σκοτώσει κάνα μουλάρι-στη Δράμα είχε στρατόπεδο με ζώα, με μουλάρια, με τέτοια- όχι δεν θα τον πάρουμε». Έτσι πέρασα τα παιδικά χρόνια. Όσο για τη ζωή στο χωριό, όταν μαζευότανε τα παιδιά της ηλικίας μου να παίξουμε μπάλα, στα παιδικά μου χρόνια είχε γίνει και ένα γήπεδο στο χωριό, απ’ το πουθενά υπήρξε ένα γήπεδο, έκανε ομάδα και κάποια παιδιά της ηλικίας μου με λίγο μεγαλύτερα, κάνανε και τους ομαδάρχες, διαλέγανε από την ομήγυρη που ήμασταν εκεί ο Θανάσης να ‘ρθει με μένα, όταν έφτανε η δουλειά να πάω εγώ σε μια ομάδα και άλλο παιδί να ήταν ζευγάρι δηλαδή για να μην είναι ένας παραπάνω ένας λιγότερος, δεν το παίρνανε. Μαζί με μένα δηλαδή δεν παίρνανε και το άλλο το παιδί γιατί η μία ομάδα θα είχε έναν περισσότερο. Εμένα δε με βάζανε σε καμιά περίπτωση. Γιατί δεν αφήναν οι γονείς τα παιδιά να παίζουν με εμένα επειδή ήμουν γιός κουμουνιστή. Και στο χωριό, όσο πιο στενός είναι ο κύκλος τόσο πιο έντονο είναι το πρόβλημα. Αυτό για μένα ήταν ένα bullying, το λέω τώρα γιατί τώρα την έμαθα τη λέξη αυτή, έχει μερικά χρόνια, τότε δεν την ξέραμε, αλλά ήταν ένα πράγμα για μένα ψυχοφθόρο. Ένιωθα κόμπλεξ. Ένιωθα κόμπλεξ κατωτερότητας. Ένιωθα, δεν μπορώ να σας περιγράψω πως ένιωθα εκείνη την εποχή. Είχαμε όμως ένα γιατρό, ο οποίος έκανε το κοινοτικό του ιατρείο και ήταν στη γειτονιά μας και είχε νοικιάσει ένας και κατάλαβε τι περνάω και πάντα με είχε, με συμβούλευε. Μόλις με έβλεπε «Έλα εδώ παιδί μου, Γιώργο». Με συμβούλευε και με έλεγε διάφορα. Τον οποίο γιατρό τον συνάντησα αφού άνοιξα το γκαράζ [00:30:00]στην Ξάνθη, ήρθε με το αυτοκίνητό του στο γκαράζ και όταν μου είπε το όνομά του, για να το γράψω στην κάρτα, τότε κατάλαβα ότι ήταν αυτός ο γιατρός και όταν τον είπα ποιος είμαι, με αγκάλιασε στο γκαράζ και λέγανε οι πελάτες και οι φίλοι εκεί πέρα λέει: « Καλά ο άνθρωπος τώρα ήρθε, έχει τώρα μια ώρα που είναι εδώ, περιμένει να πάρει το αυτοκίνητο, τι έγινε ρε Γιώργο; », ξέρω ‘γω, και τους εξήγησα πως ήταν η κατάσταση. Με είχα γνωρίσει 7-8-9 χρονών, τρία χρόνια, πόσα χρόνια έκανε εκεί πρακτική άσκηση και με ξαναείδε εδώ πέρα επαγγελματία πλέον.. Είχα τέτοιες έτσι, έτσι τέτοιες καταστάσεις στη ζωή μου ένιωσα πολλές. Δεν μπορώ να τις απαριθμήσω. Έχω πάρα πολλά πράγματα να πω. Τι να πω.
Πείτε μία ανάμνηση από τα παιδικά σας χρόνια, προφανώς με αντίστοιχο περιστατικό, όπως αυτό που σας λέγανε παιδί αριστερού και κομμουνιστή
Αυτό ήταν ένα από τα βασικότερα. Δηλαδή όποιο παιχνίδι, ομαδικά ήταν τα παιχνίδια στα χωριά, εμένα όμως με ζηλεύανε για την δεξιοτεχνία μου, γιατί έφτιανα πολύ ωραία αμαξίδια, διάφορα. Τα αμαξίδια τα έφτιαχνα από σύρμα που δένουν τα χόρτα τις μπάλες, τα χόρτα. Πήγαινα στην αποθήκη που είχε ο αδελφός μου τα χόρτα, με μια πένσα έκοβα το σύρμα, δηλαδή λυνότανε το δεμάτι αυτό και εγώ χρησιμοποιούσα το σύρμα. Και σήμερα που μιλάμε είναι ένας στην ηλικία του αδελφού μου, ο αδελφός μου έχει πεθάνει το ‘99, θα ήταν ογδόντα χρονών τώρα, και λοιπόν ο οποίος με συνάντησε, τον συνάντησα σε μια εκδρομή που κάναμε λεωφορείο με κατοίκους του χωριού που πέρασε από την Ξάνθη και πήραν και μένα, γιατί πήγαμε στα πάτρια εδάφη του παππού, στην Κεσσάνη και μες το λεωφορείο ήταν και αυτός από το χωριό, κάτοικος του χωριού. Ένας από αυτούς που με ήξερε καλά. Και μου λέει, μου εκμυστηρεύτηκε το εξής. Μου λέει: « Γιώργο, έχω ένα αυτοκινητάκι δικό σου, που το ‘φτιαχνες». Εγώ για κείνο το αυτοκινητάκι έκλαψα νύχτες ολόκληρες αγκαλιά. Μου το έκλεψε ας πούμε. Και το έχει. Μου τόπε σε ηλικία τώρα, σε αυτή την ηλικία που είμαι τώρα. Έχει μερικά χρόνια τώρα που έγινε αυτό. Δηλαδή θέλω να πω οι άνθρωποι δεν ξέρανε να κρίνουνε, τι πρέπει να κάνουν σε ένα παιδί, πώς πρέπει να του συμπεριφερθούν, να μη το πικράνουνε. Είχαμε αυτό το πρόβλημα. Οι άνθρωποι γενικά στην Ελλάδα έχουν αυτό το πρόβλημα. Αυτά για μένα όμως ήταν βιώματα τα οποία είναι σα να διδάχτηκα έναν άλλο τρόπο ζωής. Πράγματα που έζησα εγώ δεν τα έκανα στην κόρη μου, δεν τα ‘κανα στα εγγόνια μου και παράδειγμα για να δώσω για να το κλείσουμε αυτό το θέμα, εγώ τα εγγόνια μου, τώρα ο ένας είναι 16 χρονών και η άλλη είναι 14, ποτέ δεν τα είπα μην κάνετε παρέα με μουσουλμάνους. Δεν έκανα ποτέ αυτό το διαχωρισμό και συνέπεσε από την πρώτη τάξη στο δημοτικό όπου πήγε ο εγγονός μου, σήμερα είναι 16 χρονών, θα πάει πρώτη λυκείου, δευτέρα λυκείου, δευτέρα λυκείου θα πάει, όταν πήγε για πρώτη φορά στο σχολείο, έκανε κονέ, έκανε φιλία με ένα πομακάκι. Το έφερνε ο πατέρας του από την ορεινή περιοχή και όταν αργούσε να ‘ρθει ο πατέρας του, το έπαιρνε το παιδί στο σπίτι του. Και δεν του είπε ποτέ η μάνα του γιατί το φέρνεις αυτό το παιδί στο σπίτι, αφού είναι πομακάκι. Ποτέ! Γιατί και εγώ την κόρη μου δεν την είπα ποτέ μην κάνεις παρέα με ανθρώπους. Ποτέ. Θέλω να δώσω έμφαση, τα τονίζω ιδιαίτερα αυτά, θα πρέπει να διδαχθούν αυτά τα πράγματα στην παιδεία, να μπει μάθημα συμπεριφοράς από άνθρωπο σε άνθρωπο. Έχουμε πολλές ελλείψεις στην παιδεία. Εγώ το λέω ένας αγράμματος, αλλά πολύ κοινωνικά καταρτισμένος. Είμαι ανορθόγραφος, καλά που είναι το κομπιούτερ που το ξέρω καλά, οι Αμερικάνοι δε, σε παρένθεση το λέω, μου δώσανε κομπιούτερ, είχα 52 αυτοκίνητα και έκανα δικό μου πρόγραμμα που το διανείμανε σε δισκέτες τότε σε 11 ραδιοφωνικούς σταθμούς ανά τον κόσμο. Θα το προσθέσουμε αυτό στα της Φωνής της Αμερικής και πήρα και 40.000 δραχμές μπόνους μια επιταγή γι΄αυτό το επίτευγμα. είναι συγκεχυμένα τα είπα, αλλά…
Δεν πειράζει, δεν πειράζει μη σας νοιάζει εσάς. Εφόσον, να κάνω και αυτή την ερώτηση, εφόσον μιλούσαν σε εσάς άσχημα τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού, υποθέτω ότι μιλούσαν άσχημα και για τον πατέρα σας.
Πάρα πολύ.
Θυμάστε να μας πείτε κάποιο περιστατικό ή τι συγκεκριμένα, ποιο συγκεκριμένα τι λέγανε;
Απλά ένα περιστατικό τρανταχτό. Ενόψει του ότι χειρίζομαι κομπιούτερ μπήκα στο internet, βρήκα ένα όνομα Δομζαρίδης, Φώτιος Δομζαρίδης, τυγχάνει αυτός ο Φώτιος Δομζαρίδης να είναι ανώτερος διοικητής στην Αστυνομία Θεσσαλονίκης. Βλέπω εγώ τώρα ποιος είναι και στέλνω ένα email και του λέω: «Αν είσαι, αν ο παππούς σου λεγόταν Φώτης Δομζαρίδης και είσαι γιός του Παρασκευά Δομζαρίδη, απάντησε μου». Και με απαντάει. «Ναι, ο πατέρας μου ήταν ο Παρασκευάς πέθανε το 2002». Από τον πατέρα του εγώ, γιατί ήμουνα γιός κομουνιστή έφαγα ξύλο και του το ‘πα αυτουνού τώρα που ήτανε Ταξίαρχος, μεγάλος βαθμός, Αρχηγός στην Αστυνομία της Θεσσαλονίκης. Του το ‘πα. Λέω: «Από τον πατέρα σας έχω φάει ξύλο εγώ για τα φρονήματά μου, που εγώ ήμουνα παιδί» λέω, δεν ήξερα τίποτα. Τότε είχαν κάνει το γήπεδο και περιμετρικά το γήπεδο κάνανε ένα χαντάκι για να βάλουνε πασσάλους, να κάνουν τι να βάλουν. Μέσα εκεί στο χαντάκι, άμα δε τον προλαβαίνανε να τον σταματήσουν θα με σκότωνε. Θα το θυμάμαι όσο ζω. Άρχισα να μην αναπνέω. Τόσο πολύ. Και του το ‘πα αυτουνού, τον γιο του ανθρώπου που με έδειρε. Αυτός έχει έναν γιό, πάλι αστυνομικό, έχασα τον πατέρα βρήκα τον γιο. Λέω: «Ρε συ είσαι του...», λέει: Ο πατέρας μου απελύθη -λέει- αλλά τώρα πρέπει να απολυθώ και εγώ σε λίγο καιρό». Απελύθη και αυτός ο Δομζαρίδης. Κατάλαβες. Και έχω χάσει επαφές μαζί τους. Αυτό είναι ένα περιστατικό, που με κυνήγησε από τα παιδικά χρόνια μέχρι. Θα το θυμάμαι όσο ζω δηλαδή. Το ξύλο και αυτοί οι άνθρωποι που ήταν τότε στο χωριό δοσίλογοι και καρφώνανε τις άλλες οικογένειες, με χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις γίνανε αυτοί που γίνανε. Γιατί σήμερα για να γίνεις διοικητής στην Αστυνομία, να διευθύνεις ένα τμήμα ολόκληρο και που στη Σαλονίκη πρέπει τουλάχιστον να είσαι του πανεπιστημίου. Δεν ξέρω μπορεί να πήγε στο πανεπιστήμιο ο άνθρωπος. Αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να γίνω. Γιατί; Ήθελα και εγώ να γίνω. Οι Αμερικάνοι δεν ήταν χαζοί που με κάνανε προϊστάμενο, με δώσανε ένα κομπιούτερ και είχα τη διακίνηση ανταλλακτικά, έκανα παραγγελίες, έμαθα αγγλικά, γράφω μιλάω κάνω. Ήταν χαζοί οι Αμερικάνοι που μου δώσανε τέτοιες ευκαιρίες να αναπτυχθώ; Δεν ήταν χαζοί. Όμως εμείς, έχω μεγάλη πίκρα απ΄τους παράγοντες που διοίκησαν αυτή τη χώρα. Ας είναι Καραμανλής, ας είναι Τσίπρας, ας είναι. Όλοι αυτού εδώ πέρα δεν φερθήκαν, εγώ τουλάχιστον έχω μεγάλα παράπονα. Ψηφίζω, με μισή καρδιά ψηφίζω. Αυτά.
Αυτό το περιστατικό και όχι μόνο αυτό, τα πολλά άλλα που πιστεύω ότι συνέβησαν, η μητέρα σας πώς τα βίωσε;
Ήταν αγράμματη. Ήταν αγράμματη γυναίκα. Εγώ τη μάθαινα να βάζει ην υπογραφή της και πέθανε μικρή, 63 χρονών πέθανε. Η μητέρα μου, κάποια στιγμή επί Γέρου, κάποτε κυβέρνησε δύο χρόνια ο Γεώργιος Παπανδρέου. Λίγο τα πράγματα άρχισαν να… να ελαφρύνετε η θέση των ανθρώπων που είχαν βιώματα, όπως είχα εγώ αριστερά, από οικογένεια που είχε αριστερά βιώματα και τέτοια. Οπότε καταφέραμε, ο αδελφός μου ως επί το πλείστον, κατάφερε και της έβγαλε ένα διαβατήριο της μητέρας μου και μέσω αλληλογραφίας, είπαμε τον πατέρα μου, ο οποίος συζούσε με μια Ελληνίδα από το Παρανέστι Δράμας η οποία και αυτή είχε δύο κορίτσια εδώ πέρα. Τέλος πάντων έγραψε ένα γράμμα και της λέει: «Τάδε του μηνός θα ‘ρθει η μητέρα μας, θα ‘ρθει στη Σόφια, διώξε τη γυναίκα που έχεις για κανένα, όσο διάστημα θα μείνει η γυναίκα σου εκεί πέρα, η μητέρα μας για να μη νιώσει άσχημα» να πούμε και έτσι έκανε ο πατέρας μου. Τη γυναίκα του την πήγε σε ένα χωριό έξω από τη Σόφια, είχε φίλους γνωστούς, πάλι Έλληνες και την πήρε την μητέρα μου εκεί πέρα. Κάθισε δύο μήνες και παραπάνω η μητέρα μου. Όταν γύρισε, γύρισε με πολύ μεγάλη στεναχώρια. Κατάλαβε ότι ο άνθρωπος συζούσε με μια γυναίκα. Δεν ήταν παντρεμένος, απλώς συζούσε. Τη μοναξιά τους σμίξανε και τα γεράματά τους. Εγώ στη Βουλγαρία έκτοτε, αφού ανδρώθηκα, πήγα φαντάρος, έκανα το μαγαζί, πήγα 21 φορές. Πολλές φορές πήγα τις ανιψιές μου, πήγα τον αδελφό μου. Κάποια στιγμή τον φέραμε τον πατέρα μου εδώ πέρα. Ο πατέρας μου ήταν παντοπώλης στα νιάτα του, κάθε χρόνο λέγων οι χωρικοί, κάποιοι χωρικοί, παραμονές εορτών, από έξι οικογένειες έσκιζε τα τεφτέρια. Τεφτέρια, ψωνίζανε με τα τεφτέρια. Δηλαδή είχαν ένα τεφτεράκι πήγαινε έπαιρνε μισή οκά, οκάδες τότε, ελιές. Έγραφε Ράλλης μισή οκά ελιές. Αποτέλεσμα, ο Ράλλης, τον οποίο ανέφερα, ήταν εξόριστος από την Κέρκυρα, ο πατέρας μου τον βοήθησε έκανε οικόπεδο, έκτισε με πλιθιά σπίτι, σπούδασε τα δύο του τα παιδιά, πάντρεψε τη μια την κόρη, ο ένας γιος παντρεύτηκε σε άλλο χωριό, ο ένας έβγαλε το γυμνάσιο, κατέληξε να είναι εφοριακός Διευθυντής στη Δράμα, πήρε μετάθεση ήρθε εδώ στην Ξάνθη και εδώ στην Ξάνθη που ήρθε, πήρε τηλέφωνο σε μένα, βγήκαμε έξω για φαγητό, πήγαμε σε ένα μαγαζί στου Βαρσάμη που ήτανε εκεί στο Εργοστάσιο[00:40:00] Ζαχάρεως απ’ έξω. Επειδή εγώ έδρα μου είναι η Ξάνθη, ήρθε αυτός ο άνθρωπος, θεώρησα σκόπιμο να τον κάνω το τραπέζι, ήταν βεβαίως και μεγαλύτερος από μένα σε ηλικία και όταν ήρθε η ώρα να πληρώσω, η κυρία Βαρσάμη που ήρθε να εισπράξει τα λεφτά, της έδωσα και 10-12 δραχμές πουρμπουάρ, δραχμές ήταν τότε. Απ’ τα ρέστα που μ’ έδωσε ήταν 210 ρέστα. Της έδωσα τα δέκα ευρώ και λέει ο Ράλλης ο Χριστόφορος, τα δικά μου τα λεφτά, τα σπρώχνει τα δύο κατοστάρικα δραχμές και της τα δίνει πουρμπουάρ. Ο Έφορας , ο μεγάλος της Ξάνθης.Εγώ δεν είπα τίποτα. Δικά μου λεφτά τα έδωσε αυτός πουρμπουάρ κατάλαβα όμως το χαρακτήρα του από εκεί. Γιατί δεν τον θυμόμουνα εγώ αυτόν. Αυτός πήγαινε στο γυμνάσιο εγώ είχα φύγει από το χωριό 13 χρονών. Η προφορά κερκυραϊκή. Δεν άλλαξε, στην οικογένεια μιλούσαν έτσι,. Ο ένας ο αδελφός που έγινε αστυνομικός μεγάλος και τρανός στην Αθήνα, επί Χούντας έπαιρνε κεφάλια στην Αθήνα, επί Χούντας αυτός έκανε κουμάντο, ο Ράλλης, ο μεγάλος ο Ράλλης, και για τα άλλα τα αδέλφια την αδελφή και τον άλλο αδελφό, παντρεύτηκαν στα χωριά της περιοχής. Ο Ράλλης, δεν περνάει μια βδομάδα, στο περίπτερο που είναι έξω από το Ξάνθεια, στην πλατεία, είχε τραπέζια δίπλα στο περίπτερο, είναι -θεός ‘σχωρέστον -, ο Φίλιππας ο Αμοιρίδης, ο Δήμαρχος, ένας σύμβουλος ο Αμπεριάδης είναι και ο Χριστόφορος ο Ράλλης, αυτός ο Έφορας. Γνωρίστηκε με τον καλό κύκλο της Ξάνθης. Εγώ κατεβαίνοντας για το στέκι που πάω να πιω καφέ, είμαι στην Κληματαριά μπροστά. Με βλέπει ο κύριος Αμπεριάδης και ο Δήμαρχος. Ο Ράλλης δε με βλέπει, έχει πλάτη γυρισμένη. Λέει τώρα ο Αμπεριάδης στον Ράλλη τον εφοριακό, λέει: «, Έρχεται το πατριωτάκι σου». Εγώ ήδη έχω πλησιάσει και το ακούω και λέει αυτός τώρα, ο Ράλλης: «Ασ’ τον αυτόν κομμουνιστάκι είναι μη τον μιλάς» λέει. Αυτόν τον άνθρωπου εγώ την προηγούμενη Κυριακή τον έκανα το τραπέζι στο χωριό, γιατί είχαμε τα εκλογικά μας δικαιώματα εκεί και γινόταν εκλογές. Και άλλαζε και η ώρα και βγήκαμε στο χωριό και με λέει ο αδελφός μου, τον λέω τον αδελφό μου είχε στην αυλή ένα ωραίο τραπέζι, θα με κάνει το τραπέζι ο αδελφός μου και λέω: « Αδελφέ έχουμε καρέκλες, θα ‘ρθει και ο Χριστόφορος ο Ράλλης» λέω, έτσι και έτσι. «Πωπω –λέει- τι είναι αυτός λέει; Τι τον φέρνεις; Αυτός έκαψε όλη τη Δράμα και έκαψε εδώ και τους πατριώτες, τους έβαλε όλους στην Εφορία. Εδώ πληρώνουμε όλοι φόρο εδώ πέρα. Για το τίποτα πληρώνουμε φόρο εδώ πέρα. Παν στα δικαστήρια και απαλλάσσονται οι άνθρωποι. Αυτός είναι θεότρελος να πούμε. Τέλος πάντων αφού τον κάλεσες θα τον κάνω το τραπέζι». Τον κάναμε το τραπέζι και κάποια στιγμή είπε αυτό το πράγμα, που προανέφερα, και το πρωί την άλλη μέρα, αφού έγινε αυτή η ιστορία, με συναντάει εδώ στο γραφείο των συμβολαιογράφων. Εγώ βγήκα από εκεί για να ‘ρθω εδώ και αυτός κατέβηκε από τη Μεσολογγίου για να πάει στην Εφορία, και ήρθαμε τετ α τετ. Και μου λέει: « Γιώργο…» και του λέω: «Σε παρακαλώ Χριστόφορε, είσαι τυχερός που δεν έχει πέτρες εδώ. Άμα είχε πέτρες, θα έπαιρνα μία πέτρα και θα σου έσπαγα το κεφάλι. Λυπάμαι πάρα πολύ για το χαρακτήρα σου. Δεν έχω να τίποτα μαζί σου. Λεφτά δικά μου δύο κατοστάρικά τα έδωσες πουρμπουάρ εσύ;!». Στον Αμπεριάδη και τον Δήμαρχο, του οποίου Δήμαρχου ο γιός είναι συμμαθητές με την κόρη μου, απ΄ τα παιδικά χρόνια, και έχουν ανταγωνισμό. Εμένα η κόρη μου δεν είναι κόρη Δημάρχου, είναι κόρη ενός μηχανικού αυτοκινήτων. Ο γιος του Δημάρχου όμως, έχει την εύνοια των καθηγητών. Εγώ σε καθηγητή δεν πήγα ποτέ και ούτε θα πάω ποτέ. Ούτε για τα εγγόνια μου, ούτε πουθενά. Ποτέ δεν πήγα. Γιατί έχω μια άλλη νοοτροπία. Κατάλαβες. Και δυστυχώς υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι γύρω μας και αυτόν τον Χριστόφορο τον έκανα και αυτό.
Άρα δηλαδή σας επηρεάζει ακόμα και σήμερα αυτή η χροιά του…
Δυστυχώς… Δυστυχώς. Εγώ θαυμάζω, ποτέ δε μίσησα άνθρωπο στη ζωή μου, και αυτούς τους οποίους κατηγορώ και αυτούς.
Πολύ πικραμένος είμαι από την ζωή, απ΄ τη ζωή είμαι πικραμένος πάρα πολύ. Δεν με βοήθησαν οι αρχές. Πολύ λίγο με βοήθησαν κάποιοι επιλεκτικά κάποιοι άνθρωποι. Ένας ήταν ο Γονατάς, ο Διοικητής της Αστυνομίας. Αυτός με έβγαλε διαβατήριο πρώτη φορά και πήγα είδα τον πατέρα μου πρώτη φορά το 1967, 7 Απριλίου είχα το διαβατήριο στο χέρι και 2 Μαΐου μπήκα στη Σόφια. Συνόδευα και μια Βουλγάρα που ήταν με έναν από τα Κιμμέρια, με το μωρό παιδί και το πήγα, την πήγα. Φτάσαμε 02:30 η ώρα τα μεσάνυχτα, αυτή βρήκε τους συγγενείς εκεί με άφησε, με την προϋπόθεση ότι εκεί θα με βοηθούσε. Εγώ είχα τη διεύθυνση του πατέρα μου την έδωσα σε ένα ταξιτζή που μιλούσε ελληνικά και μου λέει: « Ρε παλικάρι να μη σε πάω τώρα –λέει- αργά είναι. Το πρωί να ‘ρθω απ΄το ξενοδοχείο». Λέω: «Το πρωί θα βρω ταξί εγώ» και με πήγε σε ένα ξενοδοχείο έμεινα και το πρωί απ΄τη ρεσεψιόν πήρα, ήταν Έλληνας στη ρεσεψιόν, μιλήσαμε, λέει: « Είδα το διαβατήριο ελληνικό και είπα ποιος είναι αυτός;» και πήρα ένα ταξί, ήρθε και μάλιστα είχε πάρει δύο ταξί. Ένα για ένα Γάλλο και ένα για μένα και εγώ νόμισα ότι ήταν για μένα, πήγα να μπω, λέει ο Γάλλος, γαλλικά, λέω: «Συγγνώμη» και μπήκα στο άλλο και με πήγε με τη διεύθυνση, με πήγε στου πατέρα μου το σπίτι. Κάθισα 9 μέρες. Ο πατέρας μου δεν πίστευε ότι ήμουνα ο γιός του. Γιατί δεν πίστευε, γιατί ήμουνα 25 χρονών, ήμουνα.
Θα σας ρωτήσω και για αυτό. Λέω Θα σας ρωτήσω και για αυτό
Ναι. Δεν πίστευε γιατί με ρωτούσε για το χωριό. Εγώ απ΄το χωριό είχα φύγει 13 χρονών. Πήγαινα κάποια στιγμή, αλλά καθόμουνα δύο τρεις ώρες με τον αδελφό μου, τρώγαμε πίναμε και έφευγα. Μου λέει: «Πέθανε ο μπάρμπα Δαμιανός». Λέω: «Για να το λες εσύ πατέρα, σου γράφει ο αδελφός μου ότι πέθανε». Με είπε για έναν άλλο, με λέει: «Τι κάνει;» λέω: «Καλά είναι», λέει: «Όχι και αυτός πέθανε. Δεν ξέρεις, λέει, ποιοι ζουν και ποιοι πεθαίνουν στο χωριό;» , λέω: « δεν ξέρω-τον εξηγώ- έφυγα 13 χρονών εγώ απ΄το χωριό, δεν πάω συχνά». Τέλος πάντων πέρασα και εκεί δύσκολα. Ξέρεις τώρα με τέτοια λαχτάρα να ψάχνεις να βρεις τον πατέρα σου, να τον αγκαλιάσεις, να τον…, να σε σφίξει, να πει παιδί μου, ξέρω ‘γω και αυτός να αμφισβητεί. Επειδή πήγα το 1967. Πήγα 2 Μαΐου, είχε γίνει δηλαδή 21 Απριλίου, η Χούντα, 21 Απριλίου του ‘67 και εγώ 2 Μαΐου πήγα στη Βουλγαρία. Και με ρωτούσε ο πατέρας μου, λέει: «Τα άρματα γυρίζουνε, εσύ πως ήρθες εδώ πέρα; Δεν μπορεί –λέει- ο γιος μου να είναι -λέει- με τη Χούντα ήρθε εδώ πέρα». Τέτοια πράγματα με έλεγε. Πέρασα δύσκολα χρόνια στη ζωή μου, πέρασα.
Θα ξαναπιάσουμε ένα άλλο ζήτημα, αυτό της προσωπικής σας εκπαίδευσης. Δηλαδή πήγατε στο Δημοτικό; Τελειώσατε το Γυμνάσιο;
Τελείωσα το Δημοτικό-
Πείτε μας-
Δεν τελείωσα το Γυμνάσιο. Το πρώτο δεκαπενθήμερο ο Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου που πήγαινα στη Δράμα, τότε δίναμε εξετάσεις, μπήκα καλώς με καλό βαθμό στο Γυμνάσιο, δεύτερος ή τρίτος μπήκα. Τότε δίναμε εξετάσεις και περνούσαμε και καμάρωνε ο θείος μου που θα με υιοθετούσε για να κληρονομήσω, είχε ένα νερόμυλο, στο Μυλοπόταμο Δράμας, έξω απ΄τη Δράμα, το πιο κοντινό χωριό της Δράμας και τον μετέτρεψε όσο ήμουνα εγώ, τους πρώτους μήνες τον μετέτρεψε και το έφερε 3 ιταλικά μηχανήματα από νερόμυλο τον έκανε κυλινδρόμυλο. Το νερό όμως πάντα χρειάζεται στο μύλο γιατί πλένεται το σιτάρι, στεγνώνεται. Και θα έβγαζα το Γυμνάσιο για να μπορώ να διαχειρίζομαι τα του κυλινδρόμυλου τα τεκταινόμενα. Όμως δεν είχα πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων και έλεγε κάθε τόσο ο Γυμνασιάρχης στο θείο μου «Αντώνη πες τον ανιψιό σου να πάρει ένα τηλέφωνο στην Αστυνομία, στη Μικρόπολη, να μας στείλουν το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» και έπαιρνε ο ίδιος ο θείος μου δηλαδή, απ΄το σπίτι του έπαιρνε τηλέφωνο, «Άντε ρε παιδιά στείλτε το, έτσι και έτσι» και δε το στέλνανε. Και εκ του λόγου αυτού και ο θείος μου επειδή δεν είχε παιδιά δεν μπορούσε να συμπεριφερθεί. Εγώ ήμουνα ένα παιδί της μαμάς που λέμε, ας πούμε. Πατέρα δεν είχα, η μάνα μου με μεγάλωσε. Ο αδελφός μου με καθοδηγούσε. Αδελφή είχα τότε, ο αδελφός μου ήταν ας πούμε, όταν ήμουνα εγώ 9 χρονών, η αδελφή μου ήταν 17 ο αδελφός μου είχε πάει, 7 χρόνια διαφορά είχαμε το ένα μέλος απ΄το άλλο στην οικογένεια. Δηλαδή εγώ ήμουνα εννιά, η αδελφή μου ήταν 17, 18 δεν ήταν και άλλα 7 χρόνια ήταν ο αδελφός μου. Είχε πάει στρατό, γύρισε. Το μαγαζί του πατέρα μου το άνοιξε καφενείο με έναν άλλο συνάδελφο μαζί. Περνούσαν έτσι τα χρόνια, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια. Εγώ είχα φύγει ήδη 13 χρονών και καθένας τράβηξε το δρόμο του. Απ΄τη Δράμα όμως έφυγα εν μία νυκτί, δηλαδή πήρα ένα σάκο όπως το προανέφερα και προφανώς καλά έκανα. Έχασα κάποιες ευκαιρίες στη ζωή μου. Θα μπορούσα να πάω στην Αθήνα και να γίνω ένας καλός προϊστάμενος στη ΒΙΑΜΑΞ, ας πούμε να γινόμουνα.
Για τη ζωή σας στο θείο σας, που λέτε, που δεν είχε παιδιά, μιλήστε μας για αυτή τη ζωή που κάνατε εκεί.
Ναι-
Πως περάσατε εκείνα τα χρόνια;
Ο θείος μου είχε ένα σπίτι στο κέντρο της Δράμας, απέναντι από τον κινηματογράφο Ορφέα. Υπάρχει ο κινηματογράφος, τώρα βέβαια σε εκείνο το σημείο έχει γίνει πολυκατοικία. Πολυκατοικίες, δεν υπάρχει το σπίτι. Καμιά φωτογραφία μπορεί να βρεθεί στη Δράμα, άμα ψάξουμε θα βρούμε, πως ήταν το σπίτι. Δίπλα στο σπίτι ήταν ένα χάνι, το οποίο χάνι όπως είχε κάθε πόλη, είχε ένα χάνι τούρκικο. Το χάνι ξέρεις τι ήτανε; Ήταν ένας ξενώνας που το κάτω μέρος ήταν στάβλος που δένανε τα ζώα οι περαστικοί. Δηλαδή έφευγε ένας από την Κομοτηνή να πάει στην Καβάλα, διανυκτέρευε στην Ξάνθη, που θα πάει, στο χάνι της Ξάνθης. Έμενε απάνω στο ξενοδοχείο και κάτω έδενε το άλογο, το γαϊδούρι, τι είχε. Στο σπίτι δίπλα[00:50:00] είχε ένα χάνι και μπροστά από το χάνι και πίσω απ΄το χάνι υπήρχαν δρόμοι. Στο πίσω μέρος ήταν ένα εστιατόριο. Η θεία μου όμως, επειδή δεν είχε παιδιά, δεν ήξερε πώς να ταΐσει ένα παιδί, 13 χρονών 14, δεν ήμουνα 14. Δεν ήξερε η γυναίκα ότι ένα παιδί θέλει το πρωινό του, θέλει το μεσημεριανό του και ήτανε κομουνίστρια οργανωμένη. Έχει φωτογραφίες με, πως το λεν αυτά, ντελαμόνες με αυτά φυσίγγια και τέτοια να πούμε. Ήταν στα αριστερά τότε πράγματα τότε ήταν αρχηγός, κάτι ήταν. και εγώ δεν ήθελα να μπλέξω με τέτοια πράγματα και όλα αυτά με κάνανε να απέχω απ΄αυτή την ιστορία. Λέω έχω το πατέρα μου εκεί πέρα αριστερό, έχω φάει ένα, το διώξιμο της αρκούδας απ΄την παρέα, απ΄το χωριό, απ΄ τα παιδιά. «Ο γιος του κουμουνιστή» με έλεγε ο καθηγητής στην Εμπορική Σχολή, πήγα στη νυχτερινή Εμπορική Σχολή, πήρα μεταγραφή απ΄το γυμνάσιο στην Εμπορική Σχολή. Ο καθηγητής έλεγε, όλους τους έλεγε: «Να σηκωθεί ο Αθανασιάδης, να σηκωθεί ο Παυλίδης» μόλις ερχόταν η σειρά σε μένα, «Να σηκωθεί ο γιος του κουμουνιστή» έλεγε. Εμένα με καθάριζε τελείως. Και ένα βράδυ έφυγα και από εκεί και πήρα το σάκο μου και έφυγα και πήγα στην Καβάλα, όπως προανέφερα και δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα. Ένιωσα μεγάλο bullying. Τι άλλο να σου πω. Αυτά τώρα σε συνοπτικές συζητήσεις. Ένιωσα δύσκολα. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν δύσκολα. Γι΄αυτό δε σήκωσα ποτέ χέρι να χτυπήσω ούτε τη γυναίκα μου, ούτε την κόρη μου, ούτε τα εγγόνια μου, ούτε τίποτα. Και ούτε και άνθρωπο δεν έχω χτυπήσει ποτέ στη ζωή μου. Ποτέ. Μόνο αυτός ο Παρασκευάς που με έδειρε, που θα έχανα, ήδη θυμάμαι να έχω σταματήσει καλά που τον προλάβανε, καλά που τον προλάβανε και με γλύτωσε και τον οποίο ύστερα από τόσα χρόνια μίλησα με το γιό του ας πούμε, που ήταν μεγάλος και τρανός. Αυτά να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια πράγματα.Γ.Κ.: Στην Καβάλα όταν πήγατε, γιατί μου είπατε ότι από τη Δράμα πήγατε στην Καβάλα και βρήκατε δύο κυρίες, οι οποίες ήταν και γεροντοκόρες όπως αναφέρθηκε
Ήταν πρώτες ξαδέλφες του Υπουργού Βορείου Ελλάδος του Μάρτη.
Και τι κάνατε εκεί; Πως περάσατε τα εκεί σας χρόνια;
Οι κυρίες αυτές είχαν μια μόρφωση, ήτανε, αλλά λόγω το ότι μείνανε ανύπαντρες, είχαν μια λίγο έτσι μια, το μυαλό είχαν ένα μειονέκτημα, ας πούμε. Είχαν μια νευρικότητα ρε παιδί μου. Εγώ μικρό παιδί ήμουνα. Αυτές τις έβλεπα πολύ μεγάλες. Δεν πήγαινε το μυαλό μου στο πονηρό. Ούτε και αυτές όμως. Αυτές εμένα με βρήκαν σαν ένα άνθρωπο που θα του λένε, πάρε αυτά τα λεφτά και όταν θα έρχεσαι το βράδυ φέρε μας αυτό το πράγμα. Φέρε μας δύο γλυκά, φέρε μας καφέ, φέρε μας αυτό. Αυτή τη δουλειά. Και δε με παίρνανε και ενοίκιο. Εξ ου και ότι, όταν ήρθε η ώρα εγώ να φύγω απ΄το γκαράζ που εργαζόμουνα, που έπιασα δουλειά, μόνος μου πήγα και το βρήκα το γκαράζ, πήγα. Έβγαινα, με την πρώτη μέρα που βγήκα που θα πάω στα γκαράζ θα πάω. Πήγα πρώτα γράφτηκα στον Πυθαγόρα Καβάλας, με έγραψαν εκεί, άφησα το απολυτήριο και μετά πήγα να βρω δουλειά. Βρήκα και δουλειά λοιπόν, λέω: « Αύριο θα είμαι εδώ πέρα με τις φόρμες μου» «Εντάξει». Πήγα στο σπίτι, λέω: «Βρήκα δουλειά». «Μπράβο» ξέρω εγώ, χάρηκαν και αυτές. Σηκώθηκα το πρωί λοιπόν, με κάνανε ένα πρωινό, μέλια βούτυρα. Εγώ τέτοια πράγματα είχα να δω απ΄το χωριό που είχα φύγει. Τέλος πάντων, στην αρχή δεν ήθελα, αλλά αυτές άμα δεν ήθελα παρεξηγιόταν κιόλας, γιατί λέει: «Δε μας θες; Εμείς το κάνουνε επωδή σε αγαπάμε, σε θέλουμε». Λέω: «Εντάξει». Είχα το δωματιάκι μου, περιποιημένο, ωραίο. Αποτέλεσμα χωρίζουν οι δύο συνεταίροι στο γκαράζ, θέλει να με προσλάβει και ο ένας θέλει και… Εγώ για να μην πάω ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο, βρίσκεται ο Παπαγεωργίου που έχει τα καραβάκια, μεταφέρουν επιβάτες Θάσο Καβάλα και αντίστροφα. Λέει: «Θέλω να κάνω επισκευή το ένα καραβάκι, έλα –λέει- να δεις τις μηχανές, θα τις κάνεις εσύ, θα τις κάνεις» και έτσι ανέλαβα και έκανα επισκευή έξι μήνες. Εκεί με το τηλέφωνο βρήκα τη σύζυγο του Καβαλιώτη που ήταν απ΄τα Λιμενάρια, πιάσαμε κουβέντα. Ο άντρας μου έχει γκαράζ στην Ξάνθη, χρειάζεται ένα άνθρωπο, και έτσι βρέθηκα στην Ξάνθη. Τα προανέφερα αυτά τα πράγματα, να μη τα ξαναλέμε. Έτσι ήρθα στην Ξάνθη. Τώρα λεπτομέρειες μέσα υπάρχουνε πολλές. Τι να σας πω, ότι στην Ξάνθη ήταν να νοικιάσω δωμάτιο έξω να μείνω και επειδή ήμουνα πολύ καλός χαρακτήρας, με κρατήσανε στο σπίτι τους οι άνθρωποι. Ναι.
Στην Ξάνθη δηλαδή εδώ που ήρθατε σε ποιόν μείνατε;
Στο σπίτι του ανθρώπου που με προσέλαβε.
Ααα…
Ναι. Ενώ η συμφωνία μας ήταν όταν θα ’ρθω, θα έχει βρει ήδη ένα δωμάτιο να μένω, όπως έμενα και στην Καβάλα. Αλλά αυτός θεώρησε σκόπιμο, επειδή και η γυναίκα του που είχα μιλήσει μαζί μου στο καράβι, στο ταξίδι, διαπίστωσε ότι είμαι καλός χαρακτήρας, σου λέει καλό παιδί είναι, εγώ έχω μια κορούλα. Είχε μια κορούλα η οποία ήταν παντρεμένη και έρχεται. Αυτή η γυναίκα τώρα για την οποία μιλάμε, είναι στο γηροκομείο εδώ απάνω, πηγαίνοντας για Σταυρούπολη που λέμε και την παίρνω τηλέφωνο καμιά φορά. Παίρνω δηλαδή στο γηροκομείο με συνδέουν και τη μιλάω. Και για του λόγου το αληθές, να την πάρω ένα τηλέφωνο να την ακούσεις κιόλας;
Δεν χρειάζεται.
Άμα θέλεις να την πάρω.
Προς το παρόν δε χρειάζεται.
Θέλω να πω δηλαδή, είμαι από τους ανθρώπους, που από όπου πέρασα, δεν έκοψα, δεν έσπασα καρύδια που λέμε. Πέρασα με τον καλό λόγο. Δηλαδή, φεύγοντας δεν έβρισα να φύγω. Έφυγα γιατί είπα φεύγω, γιατί βρήκα κάτι καλύτερο. Φεύγω γιατί θα κάνω μια δικιά μου δουλειά. Εξ ου και υπέκυψα στην κατάσταση που με πρότεινε ο κύριος Μελλίδης. Ήταν πελάτης του Καβαλιώτη στο γκαράζ. Όταν άνοιξα μαγαζί έγινε πελάτης. Αυτός μου το άνοιξε το μαγαζί. Αυτός το βρήκε. Εγώ πήγα να του πληρώσω. Έχω το τηλέφωνο του, να τον πάρω να στα πει ο ίδιος, να τα επιβεβαιώσεις. Είναι ένας άνθρωπος οικογενειάρχης σωστός. Έχει τη γυναίκα του είναι κατάκοιτη τώρα και τη συμπαραστέκεται. Βγαίνει όμως, προχθές πήγε στην Εφορία Ξάνθης, ήρθε ήπιε ένα καφέ εδώ πέρα. Με αγαπάει καλύτερα απ΄τα παιδιά του. Τι να σε πω δηλαδή, εξυπηρετικός άνθρωπος. Όσοι με γνωρίζουν με έχουν σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί κανέναν δεν πίκρανα, κανέναν δε στενοχώρησα. Καλό έχω κάνει σε ανθρώπους. Τύψεις δεν έχω για κάτι, να έχω κάνει κάτι κακό σε κάποιον. Αν έκανα σε κάποιον κακό και δεν το αντελήφθην να πω ότι εντάξει, ήμαρτον. Αλλά δε νιώθω. Κοιμάμαι το βράδυ σα πουλάκι. Ξυπνάω σα περδίκι. Δεν έχω πρόβλημα. Με τη συνείδησή μου τα έχω καλά. Καλό έχω κάνει σε ανθρώπους και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχω δώσει σε κάποιους ανθρώπους, κρυφά απ΄την οικογένειά μου ψιλοπράγματα, λεφτά. Δώσε μου εκατό ευρώ, δώσε μου 150 ευρώ. Ούτε γραμμένα τα έχω. Έναν έχω εδώ γραμμένο όταν τον έδωσα 300 ευρώ. Τώρα είναι 1200 τα ευρώ, 1200. Δεν είναι γραμμένα πουθενά. Κατάλαβες. Θέλω να πω ότι ακόμα τα μυαλά τα έχω στο κεφάλι μου, μπορώ και θυμάμαι πράγματα, για αυτό και τα λέω με τη σειρά ορισμένα πράγματα και αν έχεις κάτι άλλο να με ρωτήσεις.
Βεβαίως πως δεν έχω. Έχουμε ακόμα αρκετά. Θέλω να μου πείτε, επειδή αναφέρθηκε πολύ σύντομα και θέλω να το αναλύσουμε λίγο. Πότε και πως αποφασίσατε να βρείτε τον πατέρα σας; Πως πήρατε την απόφαση μετά από τόσο χρόνια;
Ναι, θυμάμαι περιστατικά, όσο μεγάλωνα στο χωριό, ο αδελφός μου πια ήταν παλικαράκι. Είχε πάει στο στρατό, γύρισε, είχε φίλους, έκανε, γιόρταζε του Αγίου Αθανασίου. Έκανε μαζέματα, εξ ου και ορισμένους από αυτούς που είχε φίλους, το έναν τον έκανε κουμπάρο, τον άλλον έγινε αυτός κουμπάρος, στα χωριά οι φιλίες έτσι είναι πιο και εγώ σαν πιτσιρικάς, ήμουνα, στο σπίτι μου γινόταν, ήμουνα παρέα και άκουγα και έλεγε ο αδελφός μου είσαι μικρός να μη χώνεσαι στην συζήτηση και εγώ σαν παιδί, ξέρεις τα παιδιά, ως είθισται άμα είναι σαν εμένα που μιλάω πολλά, χωνόμουνα και έλεγα και καμιά κοτσάνα. Τέλος πάντων, μέχρι που έγινα 7, όχι 7, όταν έφυγε ο πατέρας μου εγώ ήμουνα 2,5, 2,5 ήμουνα. Όταν έγινα 7 χρονών μάθαμε που ήταν. Δεν ξέραμε πιο μπροστά. Ήρθε ένα γράμμα στο χωριό, στη μητέρα μου, συστημένο και είχε τη διεύθυνση του πατέρα μου. Αριστείδης Πατσίδης, Σόφια, τάδε διεύθυνση και έκτοτε είχαμε αλληλογραφία. Στέλναμε φωτογραφίες. Έστελνε φωτογραφίες και αυτό γινόταν. Κάποια στιγμή λοιπόν, το 1967, όπως προανέφερα, έκανα το αυτοκίνητο, στο δικό μου γκαράζ του Διευθυντού της Αστυνομίας του κυρίου Γονατά. Γονατάς τι εστί για την Ξάνθη; Ο φόβος και ο τρόμος των αντιφρονούντων και των κακών Ξανθιωτών, των κλεφτών, των αμαρτωλών, των απαρτωλών, όλων αυτών των οποίων ήταν μέσα στη λοβιτούρα. Όσοι ήταν τέτοιοι ο Γονατάς τους είχε χαρτογραφημένους όλους στα τεφτέρια του. Ένας αξιόλογος Διοικητής και άλλοι είναι Διοικηταί αλλά αυτός ήταν γεννημένος για αυτή τη δουλειά. Τα λέω εγώ γιατί έτυχε να, δηλαδή αντελήφθη ο άνθρωπος, έγινε πελάτης μου. Τον έκανα το αυτοκίνητο. Διαπίστωσε ότι έχει να κάνει με ένα έξυπνο παιδί. Από που το διαπίστωσε αυτό. Τα αυτοκίνητο που είχε ήταν ένα[01:00:00] NEGAR FIAT, ο τύπος του, πριν έρθει απ΄την Αθήνα εδώ, άλλες δύο φορές έκανε την ίδια δουλειά που του την έκανα εγώ και την ήξερε τη διαδικασία. Όταν εγώ, ήρθε να το παραλάβει το αυτοκίνητο, ήτανε 24 Μαρτίου του 1967, 24 Μαρτίου. Το μαγαζί μου, στα 25-30 μέτρα είχε ένα καφενεδάκι, που εγώ είχα δέσει ένα καλώδιο. Όταν ήθελα έναν καφέ για μένα χτυπούσα ένα κουδουνάκι με το καλώδιο. Δυο φορές δύο καφέδες, τρεις φορές και μετά έβγαινα στο παράθυρο και έλεγα: «Οι δύο γλυκύβραστοι, ο ένας μέτριος» όπως έπινα εγώ και ερχόταν. Χτυπάω λοιπόν το καμπανάκι, λέει ο Γονατάς «Τι χτυπάς;» Λέω: «Θέλω δύο άτομα να στείλει να μπουν στο αυτοκίνητό σας μέσα να καθίσουν, να μπείτε και εσείς μέσα και εγώ όπως είναι στη ράμπα να μπω από κάτω να σφίξω τα συνεμπλόγκ». Συνεμπλόγκ είναι, για να μπεις στο νόημα, το αυτοκίνητοι όπως είναι εδώ είναι ένας άξονας εδώ πέρα, εδώ έχει δυο λάστιχα δύο δαχτυλίδια μέσα έξω και αναμεταξύ των έχουν εδώ λάστιχα τα δαχτυλίδια αυτά. Ένα από εδώ έναν από εκεί Αυτό σε παρέκταση έχει ένα παξιμάδι από εδώ ένα παξιμάδι από εκεί. Το ψαλίδι αυτό όμως είναι συνδεδεμένο, ό άξονας που γυρίζει το αυτοκίνητο δεξιά αριστερά. Αυτό εδώ πάνω στο κάτω μέρος από κάτω το ελατήριο της ανάρτησης. Για να σφίξεις αυτά τα πράγματα πρέπει το αυτοκίνητο να είναι φορτωμένο. Δηλαδή αυτό που σου σχεδίασα, βρίσκεται, όταν είναι το αυτοκίνητο άδεια, βρίσκεται ένα από εδώ και ένα από εκεί, αυτό είναι το αυτοκίνητο, ένα από εδώ ένα από εκεί βρίσκεται με αυτή την κλίση. Για να σφίξω αυτές τις βίδες που πρέπει να σφίξω, πρέπει να μπουν μέσα τέσσερα άτομα, να κατεβεί να ‘ρθει στην ευθεία αυτά τα δυο σημεία και σε αυτή την ευθεία να σφίξω εγώ αυτά τα παξιμάδια. Αυτό το πράγμα οι προκάτοχοι, οι άνθρωποι που κάνανε αυτή τη δουλειά, πριν από μένα στην Αθήνα διαδοχικά, ποτέ δεν ακολούθησαν αυτή την τακτική. Όπως ήταν το αυτοκίνητο κρεμασμένο τα σφίγγανε. Εγώ φώναξα από το καφενείο δύο άτομα, μπήκε και ο Γονατάς μέσα ο ίδιος, μπήκε και ένας ταξιτζής, τέσσερα άτομα μέσα στο αυτοκίνητο και εγώ από κάτω μπήκα, τέσσερα παξιμάδια από τη μια, τέσσερα παξιμάδια από την άλλη τα έσφιξα, το έβγαλα το αυτοκίνητο έξω από τη ράμπα και το πήρε ο Γονατάς. Λέει: «Πόσο θες παιδί μου;». Είπα το ποσό και πριν ξεκινήσει μου λέει: « Ό,τι χρειαστείς, για σένα-λέει- ό,τι χρειαστείς εγώ εδώ είμαι να ξέρεις». Λέω εγώ: « Έχω ένα μεγάλο πρόβλημα κύριε Γονατά, είναι ότι έχω τον πατέρα μου στη Βουλγαρία. Δεν τον γνώρισα, ήμουν δυόμιση χρονών όταν έφυγε. Δεν έχω ούτε την εικόνα του, δεν έχω. Τον βλέπω σε φωτογραφία. Θα ήθελα να πάω να τον δω, αν μπορείτε να μου δώσετε ένα διαβατήριο» Μου λέει: «Αύριο είναι 25η Μαρτίου. 26 Μαρτίου σε περιμένω στο γραφείο, έλα κατά τις έντεκα η ώρα. » Το πότε έφυγα από το γκαράζ και πήγα στο γραφείο ούτε το κατάλαβα ούτε θα το θυμάμαι ποτέ. Αστραπή διαδρομή. Θα πάω να βγάλω διαβατήριο. Παίρνει τηλέφωνο την, το γραφείο της ΚΥΠ που ήταν ο Γαργάλας εδώ ο Διευθυντής, Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών. Είχε ένα γραφείο, σαν έμπορος, και εκεί διεκπεραίωνε και τέτοιες δουλειές. Δίπλα από το γραφείο του ήταν η Αλέκα Ταρπίδου, έκδοση διαβατηρίων. Με στέλνει εμένα ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο κύριος Γονατάς, στο Γαργάλα στον κύριο Γαργάλα Ηλία. Με παίρνει ο Ηλίας απ΄ το χέρι με πάει στην Ταρπίδου και λέει την Ταρπίδου: « Αυτό το παλικάρι θα το βγάλεις ένα διαβατήριο». Είθισται για να βγάλεις διαβατήριο, εκείνα τα χρόνια, θες πιστοποιητικό γεννήσεως, θες αυτά. Όλα αυτά τα κάνανε μόνοι τους. Η Ταρπίδου πήρε τηλέφωνο στο χωριό μου, στείλανε το πιστοποιητικό γεννήσεως. Όλα τα κάνανε μόνοι τους. Εγώ πήγα εφτά Απριλίου και πήρα το διαβατήριο. Και μου λέει ο Ηλίας ο Γαργάλας: «Έχω -λέει- μία Βουλγάρα, παντρεμένη με έναν από τα Κιμμέρια, ο οποίος ήταν εκεί, μεγάλωσε εκεί, Έλληνας με τον πατέρα του για να ‘ρθει στην Ελλάδα -λέει- έβαλε μια υπογραφή και δεν μπορεί να πάει αυτός πίσω στη Βουλγαρία. Δεν μπορεί να ξαναπάει δηλαδή. Αλλά η Βουλγάρα η γυναίκα του, την παντρεύτηκε εκεί αυτός, την έφερε εδώ. Αυτή πρέπει να πάει να δει τους γονείς της να δείξει και το μωρό που γέννησε. Αυτή -λέει- θέλει να πάει στη Βουλγαρία, εσύ θα τη συνοδεύσεις». «Πότε θα πάει;» Λέει: « Πρωτομαγιά θα πάει.» Είθισται ο κομουνισμός τότε γιόρταζε ην Πρωτομαγιά, ήταν η Εθνική τους εορτή. Εμείς 2 Μάιου μπήκαμε στην Βουλγαρία Πρωτομαγιά μπήκαμε εδώ στο τρένο και στη Δράμα μας κατεβάσανε από το τρένο, πήγαμε με τη Βουλγάρα στο ξενοδοχείο, στο Εμπορικό της Δράμας και την άλλη μέρα, πήγαμε εφτά η ώρα το πρωί, μας βάλανε σε ένα βαγόνι, το οποίο το σφραγίσανε. Η Βουλγάρα το παιδί και εγώ. Ολόκληρο βαγόνι. Το δέσανε στο τρένο, πήγαμε στο Σιδηρόκαστρο, το αποσυνδέσανε, το σπρώξανε το βαγόνι, συνδέθηκε στο συρμό το Βουλγάρικο. Μας έκαναν έλεγχο τα διαβατήρια, το σφραγίσανε και κατεβήκαμε στη Σόφια. 02:30 η ώρα τα μεσάνυχτα. Όταν κατεβήκαμε, αυτή την περιμένανε τα αδέλφια της, οι συγγενείς ξαδέλφες. Υποτίθεται η συμφωνία μας ήταν ότι εγώ θα τη βοηθούσα κατά τη διαδρομή, και στη Σόφια που εγώ πρώτη φορά πήγαινα, τη γλώσσα δεν την ξέρω, θα με βοηθούσε αυτή. Εγώ το μόνο που έχω μαζί μου είναι κάποια ποτά, ο πατέρας μου ήταν πάντα πότης με το μπακάλικο ήταν, αγαπούσε το, τα αγαπούσε τα ποτά, ιδιαίτερα έφτιαχνε κρασί μόνος του, έκανε τέτοια. Τον πήγα μερικά κρασιά, τον είχα ένα τελάρο από αυτά τα αναψυκτικά που βάζουν, τέλος πάντων. Κονιάκ είχα κάνα δύο μπουκάλια. Τέλος πάντων, τα παρέδωσα στο πατέρα μου, αφού είχα τη διεύθυνση με πήγε. Πήγα στο ξενοδοχείο, βρήκα ένα ταξιτζή ο οποίος από το σταθμό με πήγε στο ξενοδοχείο, ήξερε Ελληνικά ήταν γιος πρόσφυγα ήταν και αυτός, σαν εμένα δηλαδή, αλλά αυτός εκεί έζησε. Όταν βγήκα στην πιάτσα και είπα θέλω ένα ταξί ρε παιδιά, ο τρίτος ήταν στη σειρά, τον δώσανε όμως, επειδή ήταν ελληνόπουλο και αυτός. Ρε άντε ρε του λένε, πως τον λέγανε, Φίλιππα κάπως έτσι τον λέγανε , «Άντε ρε Φίλιππα –λέει- άνοιξε η τύχη σου, ήρθε ο Γιώργος. Ήρθε απ΄την Ελλάδα ο Γιώργος». «Γιώργος;» «Γιώργος» και λέω: «Να με πάς σε ένα ξενοδοχείο ». Λέει: « Πώς βρέθηκες εσύ απ΄την Ελλάδα ; Χούντα έχει στην Ελλάδα », 21 Απριλίου έγινε Χούντα, εγώ 2 Μαΐου πήγα στη Βουλγαρία. Λέω: « Τι Χούντα μούντα μωρέ, στην Ξάνθη που ξεκίνησα εγώ τίποτα δεν έχει. Τι Χούντα;». «Πως στην Αθήνα δε βλέπεις τα άρματα;» «Άντε-λέω-μη πιστεύετε τέτοια πράματα .Δεν είναι όλα έτσι που τα λένεε». Έτσι λοιπόν, τώρα λεπτομέρειες τι να σου πω. Ότι ένιωσα μια κατάσταση άσχημη 9 μέρες που έκατσα με τον πατέρα μου, διότι με ρωτούσε για ανθρώπους δικούς του, φίλους του και εγώ απ΄το χωριό έλειπα και δεν ήξερα να τον πω πως είναι η κατάσταση. Έλεγα άλλα πράγματα και αμφέβαλλε ότι ήμουνα ο γιος του και αυτό το πράγμα, ήταν μια ακόμα άσχημη κατάσταση για μένα.
Να πιάσουμε πρώτα τη δικιά σας πλευρά. Πώς νιώσατε όταν τον είδατε μετά από τόσα χρόνια από κοντά;
Ένιωσα μια ικανοποίηση, ότι έτσι μονολογώντας είπα «Να έχω και εγώ τον πατέρα μου» ξέρω ‘γω. Κάπως έτσι. Τον αγκάλιασα. Έκλαψα. Μ’ αγκάλιασε. Έκλαψε και εκείνος πολύ. Και [Δ.Α. 01:42:42] ήταν σε μεγάλη ηλικία πλέον, μεγάλος για μένα που ήμουν 25 χρονών, δεν ήμουνα ούτε 25. ‘44 γεννηθείς, το 1967 πόσο χρονών ήμουνα; ’44, ’54, ’64 , 20 χρονών. 20, 23 χρονών ήμουνα. Έκλαψε εκείνος. Έκλαψα εγώ. Κλάψαμε. Κάθε πρωί, ένα δωματιάκι ένα κρεβάτι. Το δωμάτιο ήτανε όσο είναι αυτό το κομμάτι και μέχρι το τραπεζάκι. Είχε ένα κρεβάτι εδώ διπλό, ένα κάναπέ είχε εκεί, είσοδος ήταν από δω και δίπλα εδώ ήταν η κουζίνα και από εδώ ήταν η τουαλέτα. Όλα ήταν μέσα εδώ πέρα. Ο πατέρας μου, όταν εγκαταστάθηκε στη Σόφια, απ΄αυτά που μου είπε, δούλεψε σε διάφορες δουλειές. Αυτοί σαν εργάτες φερμένοι από άλλη χώρα, άλλαξε και το καθεστώς μετά, από Βασιλευόμενη Δημοκρατία που ήταν έγινε κομουνισμός, είχαν μια μεταχείριση, ήταν αφιλόξενος τόπος πλέον για αυτούς. Μετανιώσανε όλοι όσοι πήγαν εκεί. Αλλά άλλοι είχαν κάνει εδώ περά κάποια εγκλήματα, είχαν κάνει διάφορα πράματα. Ο πατέρας μου ήταν αγνός. Δεν έκανε τίποτα. Αντιθέτως εδώ έδινε στον κόσμο. Έξι οικογένειες τις τάιζε χρόνια ολόκληρα, έσκιζε τα τεφτέρια. Τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας του. Έτσι τον βίωσα και εγώ δηλαδή. Αποτέλεσμα άρχισε την άλλη μέρα το πρωί για διάφορα πράγματα και πάλι δυσανασχετούσε. «Πώς εσύ ήρθες εδώ πέρα;» Πέρασαν όμως οι μέρες, 9 μέρες και όταν ήταν να με ξεπροβοδίσει, εμείς κάποτε εδώ για να πάμε στη Σταυρούπολη βγάζαμε άδεια να περάσουμε τη μπάρα, που λέμε. Είχαμε μια απαγορευμένη περιοχή. Έτσι είχαν και αυτοί από εκεί. Έβγαλε άδεια για να με φέρει μέχρι τα σύνορα ο πατέρας μου και μ΄ έφερε μέχρι τα σύνορα. Εκεί αποχωριστήκαμε ο ένας τον άλλον, έκτοτε όμως άνοιξε ο δρόμος και εγώ πήγαινα κάθε 1-2 χρόνια πήγαινα και τον έβλεπα. Πήγα 19 φορές, 20 φορές. Είχα πάει στη Φωνή της Αμερικής και εγώ είχα τέτοια εκτίμηση από τους εργοδότες μου στη Φωνή, αυτό το δείχνουν και οι περγαμηνές που έχω, που όταν ήταν να πάρω άδεια, έλεγε ο προσωπάρχης, αυτός που με είχε προσλάβει τα πρώτα χρόνια « George », [01:10:00]είχα μάθει και ταχύρρυθμα μαθήματα μας έκανε ένας δάσκαλος καλός ο Σαγκούνης, ο οποίος ήταν και υπάλληλος στη Φωνή, λέει: «George θα πας στον πατέρα σου. Πόσο θα καθίσεις;», « Μια βδομάδα» « Δε θα τη χρεώσουμε την άδεια, απ΄ το Voice of America είναι μπόνους. Δώρο. Η άδειά σου είναι άλλη». Αυτό γινόταν κάθε χρόνο. Και ο επόμενος προσωπάρχης που άλλαξε με φώναζε Μου λέει: « Γιώργη πας στη Βουλγαρία -λέει- θες να πας;». Εξ ου και όταν, ας πούμε, χρειάστηκε να πάω να φτιάξω τα αυτοκίνητα, εγώ ήξερα τη διαδρομή. Πήρα το αυτοκίνητο από εδώ από την υπηρεσία, τα εργαλεία μου και πήγα, έχω πάει 4-5 φορές για τη Φωνή της Αμερικής, στην Πρεσβεία πήγα. Ο πατέρας μου τότε καμάρωνε να πούμε. Αργότερα όμως, όταν τον φέραμε εδώ πέρα, κάποια υπηρεσία δεν μας έδινε ένα χαρτί, και εγώ και ο αδελφός μου πήγαμε με το δικό μου το αυτοκίνητο, δεν είχε ο αδελφός μου αυτοκίνητο. Πήγαμε να τον παραλάβουμε και να τον φέρουμε. Διεκπεραιώσαμε όλα τα χαρτιά, εγώ είχα μάθει και λίγα αγγλικά, διαπίστωσα ότι ένα γραφείο εισέπραξε δύο φορές από 400, 400 δραχμές, ελληνικά λεφτά. Τίποτα δεν ήταν για μένα 400 δραχμές. Δηλαδή τα πληρώσαμε μια φορά, όταν ήμαστε να φύγουμε μας είπαν: «Πρέπει να πάτε να πληρώσετε αυτό το παράβολο». Λέω: «Νάτο». «Όχι όχι -λέει- ένα άλλο είναι» και ήταν το ίδιο παράβολο. Το ξαναπληρώσαμε. Λέω τον αδελφό μου: «Να μην κάνουμε σκηνή, άστο». Πέρασα και απ΄ την Πρεσβεία και λέω: «Μήπως θέλετε κάτι -λέω- εγώ έτσι και ήρθα για ιδιωτική δουλειά -λέω- έχω τον πατέρα μου». Ήταν μια προσωπάρχης μαύρη, ποια ήταν λες; Ποια ανέλαβε αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης; Η Ράις, Κοντολίζα Ράις, μια μαύρη. Αυτή ήταν στην Πρεσβεία προσωπάρχης, της Σόφιας. Πήγα στην Πρεσβεία, άνοιξε, μια λαμαρίνα ήταν η πόρτα, δεν είχες οπτική επαφή, άνοιξε μπήκα μέσα. Αυτή ήταν στο κεφαλόσκαλο. Μόλις με είδε: «Ωωω George, how are you?» ξέρω ‘γω. «Τι έχουμε, έχουμε πρόβλημα;» «Δεν έχουμε πρόβλημα». Αυτή ήξερε αν έχουν πρόβλημα. Λέω: «Όχι αυτή τη φορά έχω εγώ πρόβλημα». Λέει: « Τι πρόβλημα έχεις;» Λέω: «Έτσι και έτσι. Έφερα είχα τον πατέρα μου» «I know, I know » λέει: «Το ξέρω, το ξέρω». Λέω: «Το ξέρετε αλλά δε με βοηθήσατε λίγο να κάνουμε τα χαρτιά ». Λέει: «Τι έγινε;» Λέω: «Έτσι και έτσι. Τα πλήρωσα» «Never mind, λίγα είναι, no problem ». Λέω: «Βέβαια. Πέρασα μήπως θέλετε κάτι να το πάω». «Ευχαριστούμε George. Ευχαριστώ. Δε θέλουμε τίποτα». Σου λέω ότι είχαμε γνωριστεί. Είχα πάει αρκετές φορές και ερχόταν από δω.
Ο Πρέσβης της Σόφιας μια φορά είχε ένα VOLVO και παρουσίαζε ατροφία απ΄την κεντρική βενζιναντλία. Αυτή που κουβαλάει την βενζίνη απ΄το ρεζερβουάρ στη μηχανή και ήταν injection τα αυτοκίνητα αυτά, τα πρώτα που είχε βγει το VOLVO. Λοιπόν, εγώ επειδή διαβάζω τη δουλειά μου, τη διαβάζω πρώτα. Είμαι και θεωρητικά καταρτισμένος και πρακτικά. Με πήρε τηλέφωνο απ΄την Πρεσβεία και μου λέει: «Έχω ένα πρόβλημα George» λέει ο ίδιος ο Πρέσβης. Έχω κα την κάρτα του άμα θες τη φέρω να τη βάλεις, αν κάνει. Λοιπόν λέω: «Όπως είναι θα ‘ρθείτε, 2-3 φορές θα μείνετε στο δρόμο, θα το ξαναβάλτε μπροστά και θα ‘ρθείτε». Ήρθε πέρασε το Σιδηρόκαστρο και έμεινε μεταξύ Σιδηροκάστρου και Σέρρες έμεινε. Με πήρε τηλέφωνο, απ΄τα Σέρρας, από μια ταβέρνα πήρε τηλέφωνο. Λέει: «Βρίσκομαι στο τάδε μέρος». Λέω: «Περιμένετε λίγο, θα πάρει μπροστά». Και όπως ήρθε. Εγώ όταν φύγει απ΄τη δουλειά μου, το απόγευμα στις 16:00 η ώρα σχολάγαμε, αυτός είχε έρθει το άφησε το αυτοκίνητο έξω απ΄το γκαράζ. Τον πήραν. Είχε ένα δύο σπίτια τα είχαν για ξενώνες, με τη γυναίκα του και την κόρη του ήταν. Και την άλλη μέρα πήγα εγώ το έβαλε μέσα το αυτοκίνητο. Ήξερα. Θεωρητικά ήξερα ότι έμεινε από αντλία. Τη βγάζω την αντλία. Την ελέγχω. Όντως, ας πούμε, δεν είχε πίεση. Πρέπει να έχει πάνω από 2,5 μπάρ πίεση και αυτή είχε 1,80 . Λέω: «Είναι για πέταμα». Και την παίρνω το απόγευμα που σχόλασα, επειδή ήταν να καθίσει αρκετές μέρες εδώ και έρχομαι εδώ πέρα. Ο πατέρας της διευθύντριας του οφθαλμολογικού, της Σταμουλή, Σταμουλή λέγεται στο επίθετο, ήταν εδώ αντιπρόσωπος της Μπος. Και πάω σ΄αυτόν και του λέω: «Θέλω μια τέτοια βενζιναντλία». Λέει: « Γιώργο δεν την έχω. Θα την παραγγείλω. Θα είναι αύριο εδώ πέρα». Και την παραγγέλνει και έρχεται. Την άλλη μέρα το απόγευμα έρχονται την πληρώνω και την παίρνω, την περνάω στο αυτοκίνητο. Η βενζιναντλία που έβγαλα ήταν μέσα στο ρεζερβουάρ. Εγώ πήρα τα στοιχεία από ένα άλλο μοντέλο και έβαλα εκτός ρεζερβουάρ, την έβαλα με ελαστικές βάσεις, όπως την έβαλε το εργοστάσιο στο άλλο επόμενο μοντέλο του αυτοκινήτου. Το έκανα δηλαδή πιο καινούριο μοντέλο. Αυτό ο Πρέσβης, ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος, δεν ήτανε. Για να γίνεις Πρέσβης τώρα καταλαβαίνεις. Μιλούσε κάνα δύο γλώσσες, μιλούσε και σπαστά ελληνικά, μιλούσε λίγα. Λοιπόν όταν τελείωσε και το παρέδωσα το αυτοκίνητο, βγάζει να με πληρώσει. Λέω: «Δεν μπορώ να πάρω λεφτά. Το έκανα μέσα στο ωράριο μου». Λέει: «Αυτό το ξέρεις εσύ και εγώ λέει. Δεν ξέρει κανένας άλλος» Με έδωσε ένα φάκελο κάποια λεφτά, δε θυμάμαι κάτι. Με έδωσε και ένα χαρτοκιβώτιο, είχε 2-3 μπουκάλια μέσα ουίσκι, 2 τράπουλες, να δώσεις και σε ένα φίλο σου, τράπουλες συσκευασμένες, γιατί πλησίαζαν και οι Γιορτές, για την Πρωτοχρονιά. Είχε διάφορα τέτοια πράγματα, να πούμε, μου τα δώσε και πέρασε ο καιρός. Είχα πολλές περγαμηνές στη δουλειά μου. Είχα μεγάλη αναγνώριση. Κάθε χρόνο το φύλλο ποιότητος ήταν στην κλίμακα 4, γιατί άμα είσαι στην πρώτη είσαι για διώξιμο. Δεύτερη, θα σε κρατήσουμε κάνα χρόνο ακόμα. Τρίτη, θα σε κρατήσουμε κάνα δύο χρόνια ακόμα. Τέταρτη σε κρατάν επ΄άπειρο, αλλά δυστυχώς προέκυψε ο Λάππας ο Χρήστος, ο οποίος διατυμπάνιζε εκτός Ξάνθης, εκτός υπηρεσίας ότι είναι ο προσωπάρχης του Σταθμού, ενώ δεν ήταν τίποτα. Τέλος πάντων και εγώ βγήκα στη σύνταξη, οικειοθελώς και έμαθα μετά από τρία χρόνια ότι ήδη με είχε διώξει ο συγχωρεμένος ο Λάππας. Γι αυτό και βρέθηκε η αποζημίωσή μου να μην περιμένω καθόλου. Βγήκα στη σύνταξη και την άλλη μέρα, πήρα και την αποζημίωση. Την είχε φέρει την αποζημίωση αυτός, την είχε στο συρτάρι του. Από αυτή τη διάρκεια που την κράτησε στο συρτάρι του, εγώ έχασα 90.000 δραχμές από τους τόκους, των 40 ημερών. 40 μέρες καθυστέρησε το τσεκ. Όταν το πήγα στην Τράπεζα, μου λένε «Καλά 40 μέρες γιατί δεν το ‘φερες αυτό το τσεκ και το ‘φερες τώρα;». Λέω: «40 μέρες πιο μπροστά μπορούσα να το φέρω;» «Αφού –λέει- σαράντα μέρες πιο μπροστά κόπηκε το τσεκ. Τα τσεκ ένα δύο μέρες, τόσο διαρκούν. Απ΄την Αμερική να ’ρθει το τσεκ εδώ πόσο κάνει; Ούτε 24 ώρες δεν κάνει, σήμερα με τον τρόπο, που με τα αεροπλάνα και αυτά εδώ πέρα. Αυτό -λέει- σαράντα μέρες. 40 μέρες άμα τα ‘παιρνες τα λεφτά, τ’ άφηνες εδώ πέρα μέσα, 92.000 δραχμές τόκους θα ‘παιρνες». Κατάλαβες. Και όμως εξαιτίας του έχασα και τα λεφτά και με τη ρετσινιά ότι δεν έχει εμπιστοσύνη, γιατί είμαι γιος αριστερού. Οι Αμερικάνοι το βάλανε μέσα στο φάκελο αυτό. Μετά από 4-5 χρόνια όταν ήρθε όταν ήρθε ένα ζευγάρι, ένας άντρας και μια υπάλληλος μια γυναίκα, μας φωνάξανε στο [Δ.Α. 01:53:40] όσοι θέλουν να μιλήσουν για τη δουλειά τους ή και για τον εαυτό τους, αν έχουν κάτι να πουν να ‘ρθουν. Και όταν πήγα στο γραφείο να μιλήσω για τη δουλειά μου, γιατί μας φέρανε δύο λεωφορεία απ΄την Αμερική τα καθίσματα μέσα ήταν το ένα εδώ και το ένα δυόμιση μέτρα παρακάτω. Είχε ένα κενό και μία υπάλληλο, η οποία την παίρναμε από το ξενοδοχείο εδώ από την οδό Καβάλας όταν έμπαινε μέσα στο πρώτο φρενάρισμα έπεφτε, έπεφτε. Δεν είχαν ούτε ζώνες ασφαλείας. Και τέλος πάντων μεσολάβησα, εγώ πήγα στον Παύλο το γιό του Αναστασιάδη, που είμαι και στη φωτογραφία. Του λέω: «Ρε Παύλε κάνε κάτι να πάρουμε καθίσματα λέω για τα λεωφορεία. Δύο λεωφορεία έχουμε τώρα». Η ΒΙΑΜΑΞ δεν έδινε καθίσματα για άλλα λεωφορεία, για άλλου τύπου λεωφορεία. Μόνο για τα δικά της.Και παρεμβαίνει η Πρεσβεία από την Αθήνα και παίρνουμε τα καθίσματα, τα φέρνουν με ένα κοντέινερ εδώ και λέει ο Προσωπάρχης: « George, πόσες μέρες θέλεις για να περάσεις τα καθίσματα;» Λέω: «Ε όχι και μέρες. Ζήτημα -λέω- δύο ώρες για το κάθε λεωφορείο» Λέει: «Πώς;». «Έχω κάνει -λέω- ένα καλούπι…» όπως ήταν αυτό το κάθισμα, ξέρω ‘γω, το γύρισα εγώ αυτό το κάθισμα έτσι, το γύρισα ανάποδα. Το κάθισμα έχει δύο σημεία που βιδώνει εδώ και δύο σημεία που βιδώνει εδώ. Λοιπόν, αφού το γύρισα ανάποδα, έχω την πλευρά η οποία θα πάει από κάτω, την έχω μπροστά μου. Πήρα λοιπόν ένα κομμάτι, πήρα ένα κομμάτι τέτοιο λάμα, σίδερο. 2 χιλιοστά, 3 χιλιοστά πάχος και αυτό το φάρδος. Το έβαλα απάνω εδώ στη βάση, τις τρύπες τη βίδωσα με 2 βίδες. Πήρα και από εκεί ένα κομμάτι., τα δύο κομμάτια αυτά τα συνέδεσα πάλι τα συνέδεσα με δύο κομμάτια ιδίας ποιότητας σίδερο, έβαλα και χιαστί έτσι για να μην μετακινηθεί. Το πήρα αυτό το κομμάτι το σίδερο λοιπόν, τα παιδιά, δύο παιδιά είχα στο γκαράζ, βγάλανε τα καθίσματα έξω. Είχε πίσω πόρτα μεγάλη το λεωφορείο. Διαιρώ εγώ τώρα τη διαδρομή των καθισμάτων. Ενόψει στη δεξιά πλευρά είναι η πόρτα ανόδου καθόδου των επιβατών, ενώ στη θέση του οδηγού, ένα κάθισμα περισσότερο από τη δεξιά πλευρά μπαίνει. Τέλος πάντων τα καθίσματα τα είχαμε παραγγείλει σωστά. Εγώ είχα κάνει τον υπολογισμό. Μετράω τις αποστάσεις, αυτό το σίδερο, το καλώδιο που έκανα, όπως ήταν το λεωφορείο έτσι, μετράω, σημαδεύω, σημαδεύω. Ο ένας[01:20:00] από πάνω έκανε τις τρύπες, δύο εργάτες βάζανε τα καθίσματα. Αρχίσανε αυτό είναι το λεωφορείο. Βάλανε το πρώτο κάθισμα εδώ, εδώ είναι ο διάδρομος, από κάτω ένας με το αερόκλειδο σφίγγει. Το επόμενο, το επόμενο, το επόμενο το επόμενο και πάει λέγοντας. Αλλά αυτά γίνονται σε γρήγορο χρόνο. Το καλούπι έγινε. Τα σημάδια γίνονται. Οι τρύπες γίνονται. Δε χρειάζεται δηλαδή να βάλεις το ένα κάθισμα να πάρεις το μέτρο να αναμετρήσεις. Όχι. Αυτή είναι η απόσταση, τη διαιρούμε δια εννιά, δια δώδεκα πόσο είναι και τελείωσε. Έτσι τα πέρασα τα καθίσματα. Ήρθε 15:30 η ώρα λέω: «Να μην κάνουμε το άλλο, να πάει δρομολόγιο και μετά». Την άλλη μέρα, πρωί πρωί σε μιάμιση ώρα κάναμε και το άλλο. Βαθμό πήρα για αυτό το πράγμα. Μου δώσανε μια χρονιά δηλαδή. Κάθε χρόνο έπαιρνα και ένα βαθμό. Όχι εγώ, όλοι οι περισσότεροι. Όσοι ήταν εντάξει στη δουλειά τους. Δεν ήταν όλοι βέβαια. Τέλος πάντων, εγώ σαν εργοδότες τους εκτίμησα τα μέγιστα. Υπήρχαν και άνθρωποι παρπα... Είχαμε ένα ξεχασμένο Αμερικανό, ανεπιθύμητος προφανώς, ήταν άνθρωπος ψυχοανώμαλος. Ήξερε άπταιστα Ελληνικά και δε μιλούσε ποτέ. Έκανε 27 χρόνια Θεσσαλονίκη. Στο σταθμό Θεσσαλονίκης. 27 χρόνια. Και εδώ όταν έφυγε, δύο βδομάδες πιο μπροστά, μαλώναμε συνέχεια με αυτόν όταν ήρθε, όταν έκλεισε ο σταθμός απ΄τη Θεσσαλονίκη και ήρθαν όλοι οι υπάλληλοι εδώ, ήρθε και αυτός και πήρε σύνταξη από εδώ. Όταν έφυγε, είχε προηγηθεί, είχαν προηγηθεί καυγάδες μεταξύ μας. Να πω περιστατικό, ίσως χρειαστεί να πω και δεύτερο γι αυτόν. Τα πρώτο περιστατικό είναι όταν εγκατασταθήκαμε στο καινούριο γκαράζ, με σύγχρονα ανυψωτικά μηχανήματα και τέτοια, εγώ είμαι άνθρωπος που μελετάω τη δουλειά μου, δεν την αφήνω στην τύχη. Έπιασα και μελέτησα πως λειτουργούν αυτά τα ανυψωτικά. Τι βαθμό επικινδυνότητας έχουν βρε αδελφέ και διαπιστώνω ότι δεν έχουν κανένα βαθμό επικινδυνότητας, ως είναι. Άμα γίνει κάτι θα φταίω εγώ που τα χειρίζομαι. Από απόψεως εργοστασιακού λάθους, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Επειδή είσαι μορφωμένο παιδί θα σου πω το εξής. Έχεις ένα έμβολο αυτής της διαμέτρου, έχει μια παροχή από μια τέτοια διάμετρο, λάδι. Αυτής της διαμέτρου τώρα το έμβολο, εδώ μέσα είναι κενό, έχει μόνο λάδι σε αυτό το σημείο, εδώ. Αυτό όμως είναι μια μεγάλη ποσότητα .Αυτό σε ύψος, είναι όσο είσαι εσύ στο ύψος, 1,70 τόσο. Λοιπόν, το λάδι διοχετεύεται από μια υδραυλική αντλία με μεγάλη πίεση και έχει μια άλλη έξοδο πάλι με μικρό, με δύο μοχλούς για το κάθε έμβολο. Δύο έμβολα έχει ο χώρος για το κάθε έμβολο είναι ένας. Για να λειτουργήσει αυτό, υπάρχει μια δεξαμενή με το λάδι υπόγεια, βγάζει ένα στόμιο απάνω αυτής της διαμέτρου, το οποίο στόμιο, ανοίγεις για να βάλεις το λάδι, το σφραγίζεις πολύ καλά και μετά ανοίγεις τον αέρα, να πιέσει το λάδι στην επιφάνεια και το λάδι να βρει αδιέξοδο από δω και να φύγει. Όταν τραβήξω εγώ το μοχλό, τότε θα δώσω εντολή από εδώ το λάδι να επιστρέψει πίσω στη δεξαμενή. Το λάδι όμως αυτό, το στεγανό αυτό που υπάρχει εδώ πέρα είναι μεγάλης ασφαλείας. Ο Αμερικανός αυτό δεν το ξέρει. Ούτε εγώ το ήξερα, γιατί πρώτη φορά το ‘βλεπα. Αλλά εγώ το διάβασα αυτό το πράμα και διαπίστωσα ότι έχει, παρέχει μεγάλη ασφάλεια, για μένα που θα το χειρίζομαι. Και πάει λοιπόν στο μαραγκό δίπλα και κόβει ένα κομμάτι καδρόνι, 20 επί 15, ύψος 1,70-1,60, όταν σηκώνουμε το γρύλλο να το βάζουμε το ξύλο αυτό από κάτω από το γρύλλο. Είχε ένα χώρο που πιανόταν απάνω, να το βάλουμε να το σφηνώνουμε. Αυτό αν σε περίπτωση, για τον άλφα ή βήτα λόγο, υπήρχε αυτοκίνητο απάνω και κατέβαινε, αν έχανε την υδραυλική πίεση, γιατί αυτό θα έχανε ελάχιστα, μέχρι το πρωί θα κατέβαινε ένα πόντο, αν έσφιγγε το ξύλο, το πρωί που θα πήγαινα εγώ εκεί, μπορούσε να το πετάξει με τέτοια πίεση που εμένα άμα με έβρισκε θα με σκότωνε. Και ρίχνω ένα καυγά με τον Αμερικάνο και του λέω: «Αυτό το πράγμα -του λέω- αν μ΄ αναγκάσεις να το χρησιμοποιήσω εγώ θα φύγω. Θα φύγω απ΄τη Φωνή, δεν θα μείνω εδώ πέρα. Γιατί αυτό που θες να κάνεις είναι απαράδεκτο». Με πήγε στα γραφεία. Κάνανε σήμα τέλεξ τότε, δεν είχε φαξ και τέτοια. Κάνανε σήμα στο εργοστάσιο που αγοράσανε τους γρύλλους, αυτούς τους δύο, και τους έστειλε. «Όχι –λέει με μεγάλα γράμματα- όχι, δε θα βάλετε τίποτα. Αυτό -λέει- ήταν η θεωρεία η δική μου» και έβαλε την ουρά στα σκέλια. Τέτοια περιστατικά τρία αντιμετώπισα με αυτόν τον άνθρωπο. Και απεδείχθη ότι ήταν ο άνθρωπος που δεν ήξερε τίποτα, αλλά είχε μέσον. Ήρθε στη Φωνή της Αμερικής και μια και τον ξεφορτωθήκαν αυτοί από εκεί και τον φορτωθήκαμε εμείς 27 χρόνια. Όταν έφυγε από εδώ μου είπε «Εγώ –λέει πριν φύγω θα σε διώξω και μετά θα φύγω». Και τον λέω, επειδή ήξερα και αγγλικά μετά, «You are, είσαι -λέω- πολύ μικρός, you are very small people για να με διώξεις εμένα -λέω-. Δεν μπορείς -λέω- να με διώξεις. Αν μπορούσες λέω θα το είχες κάνει μέχρι τώρα πολλές φορές. Τόσα χρόνια είμαστε μαζί εδώ πέρα» Είχε κόρη παντρεμένη στην Αγγλία. Έφυγε από εδώ πήγε στην Αγγλία. Ο γαμπρός του, είχε ένα αυτοκίνητο σαν το δικό μου, Mini Cooper.Είχα αρκετά αυτοκίνητα άλλαξα, το Mini Cooper. Και παίρνει το βιβλίο απ΄το γαμπρό και το στέλνει σε μένα και μέσα είχε βάλει ένα γράμμα, δύο σελίδες, και με ζητούσε συγγνώμη για τα τόσα χρόνια άσχημης συμπεριφοράς απέναντί μου. Κατάλαβες. Τι να σου πω, ότι μας φέρανε αυτά τα δύο λεωφορεία απ΄την Αμερική, τα πρώτα λεωφορεία που μας φέρανε, ήταν, θα έχεις δει σε κάνα κινηματογραφικό έργο που πάν για σαφάρι, κυνηγοί, κάτι αυτοκίνητα που κάνουν πολύ θόρυβο στη ζούγκλα «γγγγγγ», έχουν ένα κινητήρα από κάτω πολύστροφο, για το αιρκοντίσιον. Τέτοια δύο λεωφορεία μας φέρανε εδώ πέρα. Το πρώτο πράγμα που έκανα εγώ, ήταν να βγάλω τους κινητήρες, γιατί δεν μπορούσε να περνάει μέσα απ΄την Ξάνθη αυτό το λεωφορείο, οι κινητήρες του ήταν, έπρεπε να κλείνουν στα μαγαζιά μέσα τα μαγαζιά τους τα στόρια και τα αυτιά όλοι. Τους έβγαλα τους κινητήρες. Και όταν τους έβγαλα ήρθε αυτός να με πει εμένα, γιατί τους βγάζεις. Εγώ είχα συζητήσει με τον προσωπάρχη μου και ο προσωπάρχης μου λέει: «Γιώργο έχεις δίκαιο. Ήδη μας έχουν κάνει παράπονα –λέει- απ΄την Ξάνθη. Θα τους βγάλουμε». Και τον ένα κινητήρα τον χρησιμοποίησα για το ψυγείο που έκανα. Έκανα αυτοκίνητο φορτηγό, το έκανα ψυγείο. Εγώ έκανα τον κινητήρα, τα ηλεκτρολογικά τα έκανε ο Μπαχαρίδης ο Γιώργος και στην Ξάνθη εδώ κάναμε το κιβώτιο, την κάσα του ψυγείου, ας πούμε. Το άλλο το έκανα ηλεκτροπαραγωγό ζεύγος σε μια πλατφόρμα, όπως έχουν τα τζίπ, δεν κουβαλάν, του στρατού, μια πλατφορμίτσα πίσω, είχα μια τέτοια πλατφόρμα. Την έκανα ένα κλειστό κουτί, τραβώντας ένα μοχλό, ν΄ ανοίγουν τρία καπάκια, δύο πλαϊνά και ένα το πίσω. Το βγάζανε φωτογραφίες το μηχανισμό οι Αμερικάνοι και το στείλανε στην Αμερική. Αν είχα αυτόν τον Λάππα να με υποστήριζε, σήμερα θα ήμουν στην Αμερική. Δύο φορές με ζητήσανε και δεν το πήρα χαμπάρι. Μια φορά γιατί βρήκα ένα σφάλμα εργοστασιακό. Το International είναι ένα από τα μεγαλύτερα εργοστάσια της Αμερικής. International Harvester. Βγάζει μηχανήματα, σκαπτικά βγάζει, βγάζει μέχρι μηχανές για αεροπλάνα βγάζει. Τα πάντα βγάζει δηλαδή. Είχα βρει ένα ελάττωμα μηχανής εσωτερικής καύσεως και με βοήθησε ένας που ήταν προϊστάμενος στο μηχανστάσιο, τον τρίτο στην ιεραρχία τον είχα εγώ προϊστάμενο, αυτός είχε προϊστάμενο έναν άλλο Αμερικανό. Ήταν τρεις δηλαδή στο μηχανοστάσιο.Αυτός ο Αμερικανός, ο Μπίλγκερ, με τον οποίο δεν τα πηγαίναμε και καλά, όταν τον είπα το πρόβλημα, γιατί έσπασε η βαλβίδα απ΄το αυτοκίνητο, μου λέει: «Αυτό το πράμα –λέει-μπορείς να το σχεδιάσεις;» Και παίρνω τη σελίδα του αυτοκινήτου που το είχε φωτογραφία, το σχεδιάζω, τότε δεν είχαμε κομπιούτερ, βγαλ’ το φωτοτυπία. Το σχεδίασα το έκανα εγώ σε μεγέθυνση ,σαν να ήμουν ζωγράφος. Και επικέντρωσα το θέμα που δημιουργείται η βλάβη. Η βλάβη δημιουργείτο σε ένα σημείο που υπήρχε ένα έμβολο τέτοιο με ένα βάθος εδώ μέσα έτσι, έτσι το κάνω σε τομή τώρα αυτό, εδώ μέσα έμπαινε το οστήριο, το οποίο ήταν σα μπίλια εδώ μπροστά το οστήριο, είχε μπίλια, και εδώ μέσα εγκλωβιζόταν το λάδι, εδώ μέσα είχε λάδι. Αυτό είχε μια τρύπα εδώ πέρα που έπαιρνε λάδι, από τον κορμό της μηχανής και λαδωνόταν για να μη χτυπάν οι βαλβίδες. Στο πάνω μέρος όμως, εκεί που ήταν η βαλβίδα, εδώ, είχε ένα καμπανάκι αυτό, το οποίο όταν πήγαινε να χτυπήσει, όταν πήγαινε να χτυπήσει, αυτό εδώ να χτυπήσει εδώ πάνω, που ήταν εφαπτόμενο εδώ, όταν ρυθμίζουμε τις βαλβίδες βάζουμε ένα φύλλο. Όταν πήγαινε να χτυπήσει εδώ για να μετακινήσει τη βαλβίδα, επειδή ήταν τοποθετημένο σε τέτοια γωνία, εκτός από το πάτημα προς τα κάτω έπρεπε να κάνει και λίγο έτσι. Δηλαδή η βαλβίδα σε ένα σημείο κατά τον κορμό που είναι εκτεθειμένος και μπαίνει το ελατήριο και μπαίνει το καπέλο και μία ασφάλεια εδώ πέρα, εδώ απάνω αυτό το σημείο είναι πολύ λεπτό. Όταν δέχεται πίεση εδώ πάνω και έχει και την τάση να το σπρώχνει και λίγο πλάγια, το λάδι είναι αυτό που δεν επιτρέπει να σπάσει, παρεμβαίνει ανάμεσα. Αν δεν λιπανθεί σωστά παρασύρει αυτό το κομμάτι και τη σπάει τη βαλβίδα εδώ. Άμα σπάσει απασφαλίζεται, πέφτει η βαλβίδα μέσα και σπάζει η μηχανή. Αυτό το πράγμα έγινε σε ένα αυτοκίνητο απ΄τα δύο λεωφορεία τα δικά μας εκεί. Και εγώ τώρα σχεδιάζω, ζωγραφίζω τη [01:30:00]βλάβη. Πως δημιουργήθηκε η βλάβη. Δεν είναι κανείς σε θέση να παραδεχτεί ότι έγινε η βλάβη έτσι. Λέει: «Καινούρια αυτοκίνητα -λέει- πως έγινε;» Λέω: «Αν δεν αλλάξουμε λάδια, άμα δε βγάλουμε λάδια σωστά για τα αυτοκίνητα θα πάθουν και τα άλλο θα πάθει έτσι». Βρήκαν τι τύπου λάδι και φέραμε λάδια καινούρια και δεν πάθανε ποτέ από μηχανή. Και με στείλανε από την INTERNATIONAL απ΄ την Αμερική, το ‘χω το γράμμα, ό,τι, ό,τι χρειαστώ να ρωτήσω την INTERNATIONAL στην Αθήνα. Ναι. Παραδέχονται εν μέρει ότι είναι πρόβλημα αυτό το πράγμα, αλλά το αλλάξανε μετά από τριάντα χρόνια. Το φτιάξανε. Το καταργήσανε όπως ήταν. Είχαν ό,τι στοκ πράγμα το δώσανε και τώρα τα καπάκια που βγάζουν είναι, το πλήκτρο αυτό δηλαδή, το κάθε, κάθε μηχανή έχει, αν είναι εξακύλινδρη έχει δώδεκα τέτοια. Έτσι; 12 και 12, 24. Αν είναι οχτακύλινδρη έχει άλλα τόσα. Θέλω να πω ότι πάντα ήμουνα ανήσυχος στη δουλειά μου. Πάντα έβρισκα πράγματα. Έχω κάνει πολλά πράγματα στη δουλειά μου. Έχω περγαμηνές, θα τις φέρω άμα θες να τις βάλεις μέσα, να τις βγάλουμε φωτογραφία να τις βάλεις, και για ποιο λόγο είναι. Και έκανα και διατριβή στα injection που πρωτοκυκλοφόρησαν, έχω το πτυχίο που έχω, μέσω της, απ΄τη Φωνή της Αμερικής βέβαια. Αλλά έδωσα εξετάσεις και το πήρα. Δεν το πήρα έτσι. Αυτά. Αυτό είναι ένα κομμάτι της ζωής μου και νομίζω τα έχουμε πει όλα, σε γενικές γραμμές. Τώρα τα επιμέρους μπορούμε να τα-
Μερικές διευκρινήσεις θα ρωτήσω πριν συνεχίσουμε. Αναφερθήκατε κάπου στο κομμάτι το ότι η ρετσινιά του κομουνιστή σας κυνηγούσε.
Ναι, ναι. Ακόμα ακόμα
Και μιλούσατε για την παρακολούθηση, ότι παρακολουθούσαν τους αριστερούς γενικά. Θυμάστε κάποιο επιβεβαιωμένο περιστατικό που να έγινε σε εσάς ή σε κάποιον φίλο σας με την αντίστοιχη ιδεολογία;
Όχι δε θυμάμαι.
Δε θυμάστε κάτι τέτοιο περιστατικό.
Δε θυμάμαι. Δεν το έψαξα ποτέ. Όχι. Βασικά, εγώ δεν μ΄αρέσει. Ό,τι λέμε στην παρέα, εκεί μένει. Και με την παρέα έχω μαλώσει λεκτικά πολλές φορές με την παρέα μου και την τωρινή και την πιο παλιά. Λέω: «Όταν λείπει ο άνθρωπος δεν θα μιλάτε για τον άλλο. Αυτό να το έχετε σαν αρχή. Δεν είναι σωστό. Δηλαδή μου δίνετε την εντύπωση όταν φεύγω εγώ από εδώ κάνετε το ίδιο πράγμα και για μένα». Είναι απαράδεκτο αυτό το πράμα σε μια ομήγυρη. Εμείς είμαστε φίλοι εδώ πέρα. Θες να πεις κάτι, πες το εδώ πέρα μπροστά μου. Εμένα δεν αφορά. Γιατί το λες στο φίλο; Γιατί το λες. Εγώ, αυτός είναι ο χαρακτήρας μου
Επίσης, συνεχίζοντας πάλι προς τα πίσω
Ναι, ναι, να με ρωτήσεις ό,τι θες.
Τι είναι η Φωνή της Αμερικής; Τι γινόταν ακριβώς στη Φωνή της Αμερικής; Και τι δουλειά κάνατε εσείς συγκεκριμένα. Δηλαδή να τα κατονομάσουμε κιόλας. Γιατί αναφερθήκαμε
Ναι βέβαια. Η Φωνή της Αμερικής, στην Ελλάδα ξεκίνησε πρώτη φορά, μέχρι εδώ έχει ολόκληρο κατεβατό. Μπήκα εγώ το έχω τυπώσει είναι ένα ολόκληρο βιβλίο το έχω στο σπίτι, κρατημένο. Η Φωνή της Αμερικής είναι ένας μεγάλος Κρατικός Ραδιοφωνικός Σταθμός. Είναι μέσα η CIA, είναι, κρατικός σταθμός Ελέγχεται από το κράτος των Αμερικανών. Από την εκάστοτε Κυβέρνηση. Η τεχνολογία όμως του στησίματος ενός σταθμού, απαιτούσε κεραίες. Κεραίες δεν είναι αυτές οι κολώνες, που τις βλέπουμε από μακριά. Έχουν και φώτα ασφαλείας να μην πέσουν τα αεροπλάνα απάνω. Κεραία είναι μεταξύ των δύο πύργων το πλέγμα αυτό που μπαίνει, η αράχνη αυτή. Αυτή είναι η κεραία. Η κεραία νούμερο δέκα τέσσερα. Εδώ σε αυτό το Σταθμό είχε 36 πύργους, ανά δύο πύργοι μια κεραία. Πόσο είναι; 3χ12=36
Ανά δύο πύργους είπατε. Άρα μιλάμε για 18.
Ναι. 18 . Έκανε εκπομπή διαδοχικά, εναλλάξ σε 18 γλώσσες. Κάθε κεραία έκανε και τη δική της διάλεκτο έστελνε. Η εκπομπή γινότανε σε κονσόλα στην Ουάσινγκτον. Υπάρχει στο internet, άμα μπεις μέσα θα τα δεις φαίνονται όλα, στο internet. Μεταφερότανε στο σταθμό της Χρυσούπολης, ήταν ο σταθμός λήψης. Η κατασκευή των δύο σταθμών, σαν στήσιμο πλέον, ήταν εκείνος ο σταθμός να μην έχει προσωπικό και να τον χειρίζονται από εδώ με ειδικά κοντρόλ. Ένα δωμάτιο που να έχει όλο το σύστημα διακίνησης, οργάνωσης και ξεκινήματος, σταματήματος, κλείσιμο διακόπτες, όλα γινόταν, θα γινόταν ηλεκτρονικά. Αλλά επειδή ήταν κοντινή απόσταση θεώρησαν σκόπιμο να πάρουνε προσωπικό και να καταργήσουν αυτή την τεχνολογία. Και γινότανε με προσωπικό, το οποίο ήταν εκπαιδευμένο και κάποιοι από το προσωπικό, ηλεκτρονικοί, πήγαν και στην Αμερική, μάθανε καλύτερα τη δουλειά και ήρθαν εδώ και τη μεταφέρανε και στο υπόλοιπο προσωπικό. Εγώ δε χρειάστηκε, γιατί εγώ ήμουνα καλός στη δουλειά μου. Δε χρειάστηκε να πάω να κάνω ιδιαίτερο σεμινάριο για τα αυτοκίνητα. Όταν κάνεις ένα αυτόματο σασμάν και σε προσλαμβάνουν με τον πενταπλάσιο μισθό απ΄ ό,τι πέρναν. Οι άλλοι πέρνα τρία χιλιάρικα διακόσια δραχμές και εγώ έπαιρνα δώδεκα χιλιάρικα, όταν πήγα. Τέλος πάντων, δε χρειαζόταν να πάω να κάνω εκπαίδευση, εγώ τα μάθαινα από μόνος μου τα πράματα. Ήμουν της τεχνολογίας και μου άρεσε πάντα η τεχνολογία. Τι άλλο να πω. Είναι. Ο σταθμός αυτός λοιπόν, όταν πέρασαν τα χρόνια, μεταφέρθηκε στο διάστημα. Δηλαδή κάνανε μια, ένα ηλεκτρονικό κουτί, το βάλανε σε ένα δορυφόρο, τον αμολήσανε στο διάστημα, περιφέρεται γύρω απ΄τη γη και ένα τέτοιο κομμάτι δορυφόρου έχουμε και εμείς. Έχουμε αγοράσει. Το C4I, που έχουμε, ας πούμε, στην Ελλάδα που δε φεύγει τίποτα. Όχι κλέφτης, όχι εμπρηστής. Όλα τα βλέπουν. Όλα είναι μέσα στο C4I . Ό,τι θέλουν κάνουν. Δηλαδή πήγε ένας πήρε τηλέφωνο εμένα και κατηγόρησε εσένα, είναι γραμμένο μέσα. Άμα υπάρχει λόγος να με πιάσουν εμένα, θα πουν έλα εδώ Πατσίδη, τάδε ώρα, τάδε του μηνός έκανες αυτό το πράμα. Κατηγόρησες τον Κυριακίδη. Αυτό λέγεται C4I. Το ξέρεις, δε το ξέρεις αυτό; Και άμα δε το ξέρεις να το διαβάσεις να το μάθεις. Αα μπράβο. Λοιπόν, επομένως, ουδέν κρυπτόν από τον ήλιο. Δεν υπάρχει τίποτα η Ελλάδα. Και καλά έκανε και το αγόρασε αυτό το πράμα, γιατί αυτό…Ο Τούρκος άμα ξεκινήσει απ΄το θάλαμο να πάει στο αεροπλάνο, εμείς ήδη τον έχουμε δει που να πάει και είμαστε πιο μπροστά έτοιμοι απ΄αυτόν. Αυτό είναι καλό. Άμα ξέρεις τον εχθρό σου ,άμα τον βλέπεις. τι θα κάνει. Δεν είναι καλό; Είναι καλό. Όταν λοιπόν η τεχνολογία περί αναμεταδόσεως αναβαθμίστηκε και έγινε δορυφόρος, ο σταθμός πλέον ήταν άχρηστος. Είχαν περάσει και 20, το συμβόλαιο έληγε σε 21 χρόνια. Εγώ έκανα, 2 χρόνια στο έκτακτο προσωπικό και 25 χρόνια στο μόνιμο προσωπικό, έκανα 27 χρόνια. Έτσι. Δηλαδή έκανα από την κατασκευή μέχρι και το 1999, ‘97 1η Μαρτίου έφυγα. Το 1997 1η Μαρτίου. Λοιπόν, έφυγα εγώ, μετά το 2000 έληξε το συμβόλαιο, πήραν μια παράταση τέσσερα χρόνια. Άλλαξε ο διευθυντής. Αλλάξανε διάφορα, ξέρω ‘γω και αλλάζανε και πριν αλλάζανε αλλά κάθε 6-7 χρόνια, αλλάξανε και ήρθε μια εντολή να κλείσει ο σταθμός και έκλεισε και λεηλατήθηκε και και και. Και από αυτό τον σταθμό που λεηλατήθηκε, επειδή οι άνθρωποι, επειδή οι άνθρωποι που στην εταιρία που ήρθε και ξεμοντάρισε το σταθμό για παλιοσίδερα να τα αγοράσει αυτά τα πράματα, χρειαστήκανε επαφή μέσου να έχουν ένα email, να μπορούν να επικοινωνούν με την Αθήνα, Αθηναίοι ήταν οι άνθρωποι. Δηλαδή βγήκε στη δημοπρασία, το πήρε ένας Αθηναίος, έστειλε εδώ είχε ένα διευθυντή, αρχιτέκτονα μηχανικό ένα νεαρό παιδί, πήρε και ένα φίλο του, ήρθαν εδώ, μέσα εκεί στα γραφεία κάνανε μια έδρα, κάνανε τα γραφεία και φέρανε και ένα συνεργείο, απ΄τη Σαλονίκη από πού το φέρανε και αρχίσανε με τα οξυγόνα να κόβουν, να γκρεμίζουν κεραίες, να κάνουν. Και λέω μια μέρα εγώ εδώ στο καφενείο, σε έναν υπάλληλο του εργοστασίου ζαχάρεως, που όταν έκλεισε το εργοστάσιο ζαχάρεως τον προσλάβανε στην Αστυνομία για να κρατάει τα καύσιμα των αυτοκινήτων της Αστυνομίας. Και τον είπαν, τον είπε κάποιος, δεν ξέρω από ποιόν το έμαθε, μου είπε αλλά τώρα δεν μπορώ να το θυμηθώ, τον είπαν ότι εγώ έκανα ένα πρόγραμμα στο κομπιούτερ, το πρόγραμμα Lotus, το Excel δηλαδή. Έκανα ένα πρόγραμμα και το έχω αυτό, άμα θες να το δείξω ,γιατί ξέρεις από κομπιούτερ, δεν μπορεί να μη ξέρεις.. Δεν ξέρω άμα ξέρεις μαθηματικό, γιατί άλλο είναι το Word, άλλο είναι το-
Προφανώς-
Ναι. Τέλος πάντων και με έδειξε εμένα ο Φιλιππίδης, ο οποίος έχει σπουδάσει κομπιούτερ στην Αγγλία, πανεπιστημιακό κλάδο έβγαλε, δεν έβγαλε τις μικρές σχολές που βγάζουν εδώ πέρα, τον οποίο τον αναθέσανε εδώ να επανδρώσει το σταθμό με κομπιούτερ. Τρίτη φορά όταν φέρανε κομπιούτερ πήρα εγώ. Την πρώτη φορά που φέρανε δε με δώσανε, παρόλο που η δουλειά μου ήταν από τις πρώτες. Γιατί εγώ είχα ανταλλακτικά, είχα λάδια, βαλβολίνες, γράσα, τι να σου πω τώρα, λάστιχα αυτοκινήτων. [01:40:00]Αυτά τα είχα εγώ στη, αυτά έχουν νούμερα όλα ανταλλακτικά. Σεπτέμβρη που κλείναμε οικονομικό έτος, όλα τα τμήματα κλείνανε, εγώ καθυστερούσα. Γιατί; Γιατί έπρεπε να, έναν ένα ανταλλακτικό να τα μετρήσω. Να δω υπάρχουν στα ράφια. Ξεκινούσα ένα μήνα πιο μπροστά για να είμαι, στην ημερομηνία να είμαι σωστός. Και έτσι γινόταν λοιπόν χρόνια ολόκληρα. Ερχόταν τα κομπιούτερ. Αυτός ο Λάππας δεν έκανε τίποτα. Είχε πάρει ένα καινούριο κομπιούτερ στο γραφείο του. Για του λόγου το αληθές, τα κομπιούτερ αυτά, τα οποία πέρασαν απ΄ τα χέρια μου, τα ‘χω στο υπόγειο του σπιτιού μου. θα τα βγάλουμε από μια φωτογραφία. Θα πάμε μαζί. Θα τα βγάλουμε από μια να τα βάλεις μέσα. Μαζί με την…Θα κάνει μια διακοπή και θα τα δείξεις κιόλα. Λοιπόν και έχω και το κομπιούτερ που σ΄ έδειξα την κάρτα. Αυτό το κομπιούτερ, τις κάρτες όλα αυτά τα έχω στο υπόγειο. Δεν μπορέσανε να τα βάλουμε στη Σχολή Αστυνομίας, που κάναμε όλη την προεργασία, γιατί η [Δ.Α.] της σχολής είναι σε λίτρα, ενώ το σύστημα το ηλεκτρονικό που έχω εγώ με την κάρτα είναι σε US GALLON. Τα US GALLON μετά ENGLAND GALLON, έτσι, πως λέγεται, τα εγγλέζικα γαλόνια έχει διαφορά. Άλλο όγκο έχει το US GALLON, άλλο έχει το BRITISH GALLON. Λοιπόν, είναι και αυτό μια παράμετρο άλλη. Και έμειναν αυτά να τα ‘χω εγώ τώρα στο υπόγειο. Άλλο τι να πω για αυτό το θέμα. Γνώρισα λοιπόν αυτό το παιδί στην Αστυνομία. Μου λέει: «Έχω μάθει ότι έχεις κάνει ένα πρόγραμμα». Λέω: «Ρε συ το έχω σε δισκέτες» , το είχα βγάλει εγώ. Από αυτές τις δισκέτες τότε όταν κατάλαβε ο Φιλιππίδης, ο οποίος με έμαθε κομπιούτερ και με έλεγε: «Μη φοβάσαι Πατσίδη πάτα όποιο κουμπί θες, δεν παθαίνει τίποτα το κομπιούτερ». Εγώ τώρα όταν σου φέρνω ένα τέτοιο μηχάνημα και σου πούνε, κάνε εδώ Ό,τι καταλαβαίνεις. Φοβάσαι. Πρώτη φορά το βλέπεις, φοβάσαι να πατήσεις πλήκτρα, να μη σβήσεις τίποτα, να μη χαλάσεις τίποτα. Όταν έχω από τον άνθρωπο, τον υπεύθυνο, μου λέει: «Μη φοβάσαι δε μπορεί να χαλάσεις τίποτα», πατάς και με τον τρόπο, επειδή πάντα στα μαθηματικά ήμουνα καλός, από παιδί.
Συνεχίζοντας ποιόν βλέπουμε στην πρώτη φωτογραφία;
Να πιάσουμε απ΄ την περίπτωση άφιξής μου στην Ξάνθη. Βρέθηκα το 1960 είναι εδώ πέρα αυτή η φωτογραφία, που είμαι, ο κύριος Αναστασιάδης ως αντιπρόσωπος της Mercedes , ανταλλακτικών, επί της οδού, πως λέγεται δίπλα παράλληλα με την οδό Καβάλας, που είναι τώρα τα φαγάδικα στον πεζόδρομο, τέλος πάντων θα θυμηθούμε. Εγώ ήρθα να πάρω κάποιο ανταλλακτικό, ο κύριος Αναστασιάδης μου το σερβίρει και ο φωτογράφος μας έπιασε και μας έβγαλε μια φωτογραφία.
Τι εποχή είναι αυτό περίπου;
Αυτό είναι 1961, μπορεί να είναι. Το ‘60- ‘61 .
Μάλιστα. Στην επόμενη;
Εδώ είναι στην Καβάλα που έχω κάνει επισκευή, αυτή είναι η μία μηχανή απ΄τις δύο, Manheim, δύο μηχανές. Το σκάφος αυτό ήτανε καταδιωκτικό του Γερμανικού Ναυτικού στον πόλεμο και όταν τελείωσε ο πόλεμος, βγήκε στη δημοπρασία και το πήρε ένας πλοιοκτήτης απ΄ τα Λιμενάρια της οικογένειας Παπαγεωργίου. Και εγώ είμαι ο επισκευαστής μηχανικός, γιατί έχει μηχανικό μέσα χειριστή. Εγώ έκανα επισκευή τις μηχανές.
Πόσο χρονών είστε εδώ;
Εδώ είμαι δεκαπέντε χρονών
Μάλιστα.
Δεκάξι χρονών πρέπει να είμαι. Δεκάξι χρονών ήρθα εδώ πέρα, δεκαπέντε, στα δεκάξι. Είμαι μες τα δεκάξι.
Από μικρός δηλαδή.
Ναι, ναι. Λοιπόν.
Τι βλέπουμε στην επόμενη;
Εδώ βλέπουμε, αυτό είναι το γκαράζ που έχω εδώ. Έχω και μια άλλη φωτογραφία που έχει τη μαρκίζα που γραφεί απάνω Service. Αναφέρθηκα στον πρόλογο. Ότι αυτό το γκαράζ μου είναι κάποια απ΄ τα παιδιά που είχα στο γκαράζ και τα δύο. Τρία παιδιά είχα είναι οι δύο πιτσιρικάδες αυτοί. Όχι, τρείς είναι, και οι τρεις είναι εδώ. Είναι και οι τρεις εδώ. Εγώ είμαι μέσα στο γραφείο.
Η πινακίδα τι λέει επάνω;
Service.
Αναγνωρίζετε; Εννοώ η πινακίδα του αμαξιού που είναι πάνω; Αναγνωρίζεται; Φαίνονται κάποια γράμματα.
Ναι, είναι με γερμανικές πινακίδες. Είχαμε έναν εδώ, γαμπρός, ήταν γαμπρός στην Κυψέλη, ο οποίος στη Γερμανία ήτανε φορτοεκφορτωτής και είχε πάρει μια κοπέλα μεγαλούτσικη λίγο, είχε πάει στη Γερμανία αυτή, και το γράφω;
Όχι. Όχι. Λέω… για τη φωτογραφία κοιτάω.
Ναι, ναι. Υπάρχει άνθρωπος που θα σου πει και άλλες λεπτομέρειες για αυτό το Γερμανό .Έχω το τηλέφωνό του να τον πάρουμε τηλέφωνο να τον ρωτήσουμε.
Λοιπόν εδώ είναι μια φωτογραφία με τους παιδικούς φίλους.
Εσείς στη φωτογραφία ποιος είστε;
Εγώ, αν πάρουμε τη φωτογραφία από αριστερά και πάμε προς τα δεξιά τα πρόσωπα είναι: πρώτος είναι ο Σάββας Αγαθαγγέλου, δεύτερος είναι ο Κώστας ο Δομζαρίδης, ο μεσαίος και τρίτος στη σειρά, όπως αναφέρομαι, είναι ο Χρήστος ο Ανθόπουλος, ο τέταρτος είμαι εγώ ο Πατσίδης Γεώργιος και τρίτος είναι ο Τάκης, το επίθετό του δεν μπορώ να το θυμηθώ, αλλά τον είχαμε βγάλει τότε θυμάμαι σαν παιδιά, στην ελληνική ορολογία λέγεται σαύρα, αλλά στη Βουλγάρικη λέγεται "γκουστέρα" [Гущера]. Τον λέγαμε γκουστέρα αυτόν. Πάει και αυτός.
Τι χρονολογία είναι αυτό; Περίπου
Αυτό είναι, τι να σου πω τώρα, στο δημοτικό; Πέμπτη τάξη, έκτη τάξη στο δημοτικό;
Είστε στο χωριό δηλαδή ακόμα;
Ναι. Δε γράφει τίποτα.
Δε γράφει τίποτα. Δυστυχώς…
Εδώ, Εδώ είμαι στο στρατό. Είμαι χειριστής γερανού. Είμαι στη Φιλιππιάδα. Έχει σπάσει ένα τύμπανο στο γερανό. Εγώ σαν τεχνικός που είμαι δε χρειάστηκε να καλέσω συνεργείο για να το επισκευάσω. Στείλανε μόνο έναν ειδικό στην, στα οξυγόνα στις κολλήσεις. Με βοήθησε και βγάλαμε το εξάρτημα, το οποίο το πήρε αυτός στα Γιάννενα, στη μονάδα του. Το τακτοποίησε, το κόλλησε, το επεξεργάστηκε και το έφερε στην αρχική του θέση και κάποια στιγμή το ‘φερε και το ξανά τοποθετήσαμε μαζί. Και λειτούργησε ο γερανός και εξακολουθούσα να εργάζομαι στη Φιλιππιάδα, φτιάχνοντας ένα στρατόπεδό και νέος και νέο στρατόπεδο μετά το φράγμα του Λούρου ακριβώς. Είχαμε απ΄το στρατόπεδο οπτική επαφή με το φράγμα. Τόσο κοντά ήταν δηλαδή.
Μάλιστα
Λοιπόν, εδώ είμαι στο Λουτράκι, που πήγα για τη βασική εκπαίδευση. Εκτός από τη βασική εκπαίδευση που έκανα στο Ναύπλιο σαν στρατιώτης, έπρεπε να πάω να πάρω και την ειδικότητα του χειριστού γερανών εκσκαφέων και πασσαλομπιχτών. Και ένας εγώ και ένας, αυτός ο οποίος έφυγε αυτός τον αντικατέστησα εγώ, βοηθός χειριστού. Κάθισα δηλαδή μια βδομάδα παραπάνω στο Λουτράκι και δεν είχε ειδοποιηθεί το τάγμα μου, ότι θα με κρατήσουν μια βδομάδα και όταν πήγα στο τάγμα, ο Διοικητής με απεκάλεσε λιποτάκτη. Όταν με είδε, «Έλα δω ρε Δραμινέ λιποτάκτη!» μου λέει. Και όταν του εξήγησα πως έγινε. «Το ξέρω, το ξέρω -λέει- το έμαθα». Και έτσι έκανα και τη βασική εκπαίδευση του χειριστού γερανού στο Λουτράκι.
Εδώ είμαι στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μου, με φίλους Ξανθιώτες. Αυτόν που τον έχω απ΄τη δεξιά μου και τον έχω το χέρι στην πλάτη, τον θεωρούσα αδελφικό φίλο. Σήμερα που μιλάμε, χωρίς να ξέρω για ποιο λόγο, δεν μου μιλάει και έχει κάνει και όλη την ομήγυρή του να μου γυρίζουν την πλάτη. Δεν ξέρω το λόγο και ούτε θέλω να τον μάθω. Αφού έτσι νομίζουν, ας κάνουν. Ενώ τα άλλα παιδιά, είναι εν ζωή και είναι πολύ καλά παιδιά. Ο ένας έχει πεθάνει, αυτός ο δεξής, ο Παπαδόπουλος, δεξιά. Ο άλλος αριστερά δεν τον βλέπω, δεν ξέρω που είναι έχει πεθάνει και αυτός. Τον Τσακίρογλου το Γιώργο, τον βλέπω, πίνουμε και καφέ μαζί και κανένα τσιπουράκι πίνουμε καμιά φορά. Αυτός που είναι απ΄την αριστερή μου πλευρά.
Τι εποχή είναι αυτή;
Αυτή η εποχή πρέπει να είναι ‘73. Το ‘73 πρέπει να είναι. Μήπως γράφει κιόλας. Έχει εδώ κάτι στοιχεία. Δεν γράφει.
Δεν πειράζει.
Εδώ είναι το αυτοκίνητό μου, δίπλα σε ένα αμερικάνικο αυτοκίνητο στη Φωνή της Αμερικής. Το πρώτο αυτοκίνητο που πήρα. Ενενήντα οχτώ χιλιάδες δραχμές. Fiat 124.
Και το αυτοκίνητο τα αμερικάνικό ποιανού είναι; Είναι της εταιρίας ή…
Όχι, όχι. Είναι ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο ενός αμερικανού, ο οποίος έτρεχε σε ράλι, μας έχει δείξει πολλές φωτογραφίες, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, με το χαμόγελο στα χείλη. Οι Αμερικάνοι ξέρουν ποιόν θα στείλουν για πρώτη επαφή με τον κόσμο. Στείλανε και άλλους αργότερα, αλλά ήταν ο ένας να χτυπάς με τον ένα, να χτυπάς τον άλλον. [Δ.Α.] Κάποιοι χρησιμοποιούν και την ψυχολογία. Αυτός ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Με τους Έλληνες τα είχε πάρα πολύ καλά. Ήταν καλός άνθρωπος. Γρι ελληνικό δεν ήξερε και συνεννοούνταν.
Εδώ αυτή η φωτογραφία είναι μοντάζ. Εγώ είμαι, ήδη, αν είμαι στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, μικρός, η αδελφή μου, ο αδελφός μου, ο πατέρας μου η μητέρα μου. Είναι φωτογραφία μοντάζ. Την έχουμε κάνει. [01:50:00]Φωτογραφία έστειλε ο πατέρας μου, τη βάλαμε. Την έκανε ένας φωτογράφος. Και εδώ είναι ο πατέρας μου… Ναι. Και εδώ είναι ο πατέρας μου.
Να ρωτήσω κάτι εγώ για αυτή τη φωτογραφία. Με το μοντάζ. Δεν υπάρχει άλλη φωτογραφία που να είστε όλοι μαζί και αναγκαστήκατε να κάνετε αυτό;
Όχι δεν υπάρχει.
Μάλιστα. Δεν συνυπήρξε, δηλαδή, η οικογένεια ποτέ ξανά, μαζί;
Μα και τώρα δεν ήμασταν μαζί.
Αυτό εννοώ.
Έστειλε τη φωτογραφία ο πατέρας μου από εκεί, είμαστε παρόντες στην αυλή του σπιτιού, στο χωριό, ο αδελφός μου, πρέπει να είχε υπηρετήσει ο αδελφός μου, πόσο χρονών ήμουν; Αν δεν είχε πάει φαντάρος θα πήγαινε τότε. Τέλος πάντων. Τώρα ζει μόνο η αδελφή μου και εγώ. Η αδελφή μου τώρα βρίσκεται εδώ και εφτά οχτώ χρόνια κατάκοιτη στο κρεβάτι με εγκεφαλικό. Άμα την πάρω τώρα τηλέφωνο μου λέει: «Χτες εδώ καλά τα είπαμε. Χθες» . Κατάλαβες, κάτι τέτοια μου λέει και…
Τώρα που σας ξαναβλέπετε όλους μαζί πως αισθάνεστε;
Αυτό το έχω περάσει. Είναι βίωμα μου το οποίο με συγκίνησε άλλες περιόδους. Τώρα δεν καταλαβαίνω, δεν αισθάνομαι τίποτα. Γιατί τα έχω βάλει στη θέση ορισμένα πράγματα. Εδώ έχω τη φωτογραφία του πατέρα μου και από πίσω έχω ημερομηνία της γέννησής του και του θανάτου του. Πέθανε σε ηλικία 85 ετών. Πέθανε 23/02 του 1990. Αυτός είναι ο πατέρας μου. Έχω τη φωτογραφία του.
Μάλιστα. Κύριε Γιώργο, ευχαριστούμε πάρα πολύ γι΄ αυτή τη συνέντευξη. Να ‘στε πάντα καλά.
Παρακαλώ. Δεν είναι τίποτα. Είναι κάτι που αυθόρμητα έγινε. Όλα είναι αλήθειες αυτά που είπα. Και παρέλειψα και πάρα πολλά. Αν κάτι θέλουμε να συμπληρώσουμε, εσύ που θα δημιουργήσεις αυτό το φυλλάδιο, τι θα είναι, άμα χρειαστεί κάτι, καμιά λεπτομέρεια, θα με ρωτήσεις και εγώ θα σου πω
Βεβαίως.
Εγώ τα έχω αποτυπωμένα στο μυαλό μου όλα, γιατί τυγχάνει τα τελευταία χρόνια, γράφω και εγώ. Θέλω να τα γράψω και να τα αφήσω στα εγγόνια μου ορισμένα πράγματα και τα έχω νωπά στο μυαλό μου. Γι αυτό τα θυμάμαι και τα λέω.
Τέλεια.
Και άλλες 10 φορές να τα πούμε πάλι έτσι θα τα πούμε. Δε θα αλλάξουμε. Μπορεί να τα βάλουμε σε καλύτερη σειρά.
Ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Παρακαλώ. Να είσαι καλά και σου εύχομαι καλή πρόοδο σε ό,τι κάνεις. Να έχει καλή επιτυχία. Και εγώ σε ευχαριστώ.
Φωτογραφίες

Πατέρας
Φωτογραφίες του Πατέρα του αφηγητή, από φω ...

Φωνή της Αμερικής
Έμβλημα του σταθμού της Φωνής της Αμερικής ...

Εμπόρειο Ανταλλακτικών
Εμπόρειο ανταλλακτικών στο κατάστημα του κ ...

Επισκευή μηχανών
Επισκευή μηχανών Γερμανικού καταδιωκτικού ...

Συνεργείο Αυτοκινήτων
Το συνεργείο αυτοκινήτων του αφηγητή στην ...

Παιδικοί φίλοι
Παιδικοί φίλοι του αφηγητή στο χωριό, Μικρ ...

Στρατιωτική θητεία
Ο αφηγητής κατά την στρατιωτική του θητεία ...

Στρατιωτική θητεία
Ο αφηγητής στην εκπαίδευση για την ειδικότ ...

Φίλοι στην Ξάνθη
Φίλοι στην Ξάνθη, 1973. Ο αφηγητής στο κέν ...

Αυτοκίνητο
Το αυτοκίνητο του αφηγητή, Fiat 124, δίπλα ...

Οικογενειακή Φωτογραφία
Μοντάζ οικογενειακής φωτογραφίας.

Γεώργιος Πατσίδης
Ο αφηγητής, σήμερα 10/08/2021.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Γεώργιος Πατσίδης, κάτοικος Ξάνθης και μεγαλωμένος στην Μικρόπολη Δράμας, μας αφηγείται την πολυτάραχη ζωή του. Μέσα από την αφήγηση του μας αποκαλύπτει την ιστορία της οικογένειας του και την "ρετσινία" του αριστερού που τον ακολούθησε μέχρι και σήμερα. Στα πλαίσια αυτής μας περιγράφει και την αναζήτηση για τον πατέρα του, ο οποίος είχε διαφύγει στην Βουλγαρία. Επιπροσθέτως, μας περιγράφει λεπτομερώς την επαγγελματική του ανέλιξη ως μηχανικός αυτοκινήτων και την πρόσληψη του στην Φωνή της Αμερικής.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Πατσίδης
Ερευνητές/τριες
Γεώργιος Κυριακίδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/08/2021
Διάρκεια
112'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περίληψη
Ο Γεώργιος Πατσίδης, κάτοικος Ξάνθης και μεγαλωμένος στην Μικρόπολη Δράμας, μας αφηγείται την πολυτάραχη ζωή του. Μέσα από την αφήγηση του μας αποκαλύπτει την ιστορία της οικογένειας του και την "ρετσινία" του αριστερού που τον ακολούθησε μέχρι και σήμερα. Στα πλαίσια αυτής μας περιγράφει και την αναζήτηση για τον πατέρα του, ο οποίος είχε διαφύγει στην Βουλγαρία. Επιπροσθέτως, μας περιγράφει λεπτομερώς την επαγγελματική του ανέλιξη ως μηχανικός αυτοκινήτων και την πρόσληψη του στην Φωνή της Αμερικής.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Πατσίδης
Ερευνητές/τριες
Γεώργιος Κυριακίδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
09/08/2021
Διάρκεια
112'