Οι πίτες της γιαγιάς Φανής: Από το Καστράκι Μετεώρων ως την Αυστραλία και πάλι πίσω
Ενότητα 1
Το Καστράκι Μετεώρων, τα πολλά και διάφορα είδη πίτας, συνταγές και μαγειρικές αναμνήσεις από τα παλιά
00:00:00 - 00:26:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Πώς ονομάζεσαι; Καραλή Φανή. Είναι Παρασκευή 17 Μαρτίου του 2023. Είμαστε με την Φανή Καραλή. Βρισκόμαστε στον Αϊ-Γιώργη Φωκί…αμε. Για να έχουμε να φάμε έπρεπε να… Με τι θα; Πού υπήρχανε λεπτά να αγοράσουμε; Τα φασόλια μας. Όλα, όλα τα είχαμε δικά μας. Το αλεύρι...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Το άνοιγμα των φύλλων.

Τα πρώτα φύλλα πήραν την ...

Ανοίγοντας 3-3 τα φύλλα

Έτοιμη για τον φούρνο

Ετοιμάζοντας τον ξυλόφου ...
Ενότητα 2
Οι δυσκολίες στο χωριό και η απόφαση να φύγει για την Αυστραλία
00:26:07 - 00:30:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσένα σου άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής; Σε κάποια στιγμή, όσο είσαι μικρή, σ’ αρέσει, γιατί δεν καταλαβαίνεις και, εντάξει, αφού ήταν η μαμά …μουνα εκεί, θα ήταν διαφορετικά. Τέλος πάντων. Αυτά, κοπέλα μου. Να ’σαι καλά. Ευχαριστώ πάρα πολύ. Κι εγώ ευχαριστώ πολύ. Να ’σαι καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 1
Το Καστράκι Μετεώρων, τα πολλά και διάφορα είδη πίτας, συνταγές και μαγειρικές αναμνήσεις από τα παλιά
00:00:00 - 00:26:07
[00:00:00]Καλησπέρα. Πώς ονομάζεσαι;
Καραλή Φανή.
Είναι Παρασκευή 17 Μαρτίου του 2023. Είμαστε με την Φανή Καραλή. Βρισκόμαστε στον Αϊ-Γιώργη Φωκίδας. Εγώ ονομάζομαι Θεοφίλου Φανή, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.
Γεννήθηκα στο Καστράκι της Θεσσαλίας το ’45. Ήμασταν μία οικογένεια τέσσερα αδέρφια, η μανούλα μου… Ήμουνα μετά απ’ τ’ αδέλφια. Δουλεύαμε στα κτήματα. Η μόνη μας ήτανε για να επιζήσουμε. Ήμασταν ορφανά, δεν είχαμε τίποτα. Ένα σπιτάκι, η μανούλα μας. Δόξα τω Θεώ, όλα καλά, μέχρι που στα 18 μου είπα πως θα φύγω από κάπου, απ’ το χωριό, να πάω κάπου καλύτερα και όντως έγινε. Το χωριό το αγαπάω πάρα πολύ και όταν πάω στεναχωριέμαι τόσο πολύ, γιατί ήτανε το «Καστράκι», που όλοι λέγανε: «Θα πάμε στο Καστράκι, στα Μετέωρα». Αλλά το μόνο τώρα που με στεναχωρεί, γιατί λένε: «Τα Μετέωρα της Καλαμπάκας». Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος. Δεν είναι τα Μετέωρα της Καλαμπάκας, είναι τα Μετέωρα του Καστρακίου. Κι αυτός ο ποιητής που ’χε γράψει –δεν τον θυμάμαι, γιατί δεν πήγα και σχολείο, δυο τάξεις πήγα–, που έγραψε αυτό το ωραίο ποίημα κι έλεγε: Ω εσύ Καστράκι έμορφο χωριό χαριτωμένο ωσάν φωλιά του σταυραητού στους βράχους είσαι κτισμένο. Σε σχίουν τα Μετέωρα κι ο Πηνιός δροσίζει κι αντίκρυ στέκει ο Κόζακας που σε δροσολογίζει. Αυτό ήταν το αγαπημένο Καστράκι. Άλλο τώρα που ενωθήκαν με την Καλαμπάκα και λένε η Καλαμπάκα και η Καλαμπάκα, και το Καστράκι δεν το… Δεν φταίει. Φταίμε εμείς οι ίδιοι απ’ το Καστράκι, οι τωρινοί που δεν δίνουνε καμιά σημασία, αλλά –Θεός σχωρέσ’ τον– ένας παππούλης που ήμουνα μικρή και τον άκουγα και έλεγε: «Αυτοί που βγαίνουν όλοι, το γκαβό χωριό!». Που δεν το τιμούσανε ποτέ το Καστράκι και ήρθε η ώρα, να το, που θα βγουν τα λόγια αυτουνού του παππούλη τ’ αληθινά. Έτσι, ήταν ένα φτωχικό χωριό αλλά τώρα έγινε ένα, ένας παράδεισος, με ξενοδοχεία, με ταβέρνες. Έρχεται δεύτερο απ’ το Άγιο Όρος στον τουρισμό, σε όλα. Και το μόνο που έχουμε, τις πίτες που φτιάχνουμε στο χωριό μας. Από μικρό παιδάκι όλοι μαθαίναμε να πάμε στον κήπο, να μαζέψουμε τα χόρτα τα ωραία απ’ τον κήπο μας, τα άγρια. Και μόλις γυρίζαμε απ’ τη δουλειά μας, η μανούλα θα άνοιγε τα φύλλα, εγώ θα άναβα τη γάστρα να ψήσουμε την πίτα και να καθίσουμε να φάμε αυτή τη φτωχική πίτα που ήταν, αλλά ήταν τόσο νόστιμη, που ήταν πάρα πολύ… Και όλες… Εκείνο ήταν το φαγητό μας. Δεν είχαμε, που την πίτα τώρα την κάνουμε, θα φτιάξουμε και το άλλο φαγητό και θα φάμε την πίτα. Τότε ήτανε το φαγητό μας η πίτα. Πότε θα κάναμε την τσουκνιδόπιτα, πότε θα κάναμε την πασπαλιάρα, πότε θα κάναμε την κοθορόπιτα, την τυρόπιτα, την κολοκυθόπιτα… Έχουμε πάρα πολλές πίτες στο χωριό μας. Την γκολιτζινόπιτα, την κοθορόπιτα, τόσες πίτες κάναμε. Κι από αυτό να σας πω δυο-τρεις πιτούλες, δυο-τρεις συνταγές, όποιος θέλει να τις κάνει, όποιος δεν θέλει… Αλλά το μόνο που θα σας πω... Κάπου έτυχε να είμαι και πήγανε, τη φτιάχνουν κι αλλού την τσουκνιδόπιτα, στην Φλώρινα, δεν ξέρω, κάπου πήγανε, και λέει: «Αχ, τι ωραία πίτα! Να μας δώσετε τη συνταγή!». «Α!», λέει, «το μόνο που δεν σας δίνουμε!». Και τη λέω την κοπέλα: «Κοπέλα μου, να σ’ την πω εγώ», λέω. «Δεν είναι κάτι που δεν…». Λέω: «Απλώς τα τσουκνίδια. Βάλε 1 κιλό τσουκνιδάκια, τέσσερα κρεμμύδια μεγάλα. Θα τα τρίψεις με αλάτι. Θα τα κάνεις[00:05:00]…». Ναι. Κι όταν μου ’πε την άλλη τη φορά: «Δεν έγινε σαν τη δικιά σου! Την έκανα, αλλά σαν τη δικιά σου δεν είναι». Λέω: «Γιατί, ρε κοπέλα μου;», τη λέω. «Αυτό το αλεύρι που βάζουμε, 1 κιλό αλεύρι, δύο ποτήρια νερό, ένα ποτήρι λάδι, αλεύρι μαλακό, μία κουταλιά ξύδι. Λίγο να ξεκουραστεί κι ανοίγουμε τρία φύλλα από κάτω, τρία από πάνω. Τρίβουμε τα κρεμμυδάκια, τρίβουμε με το αλάτι. Και τα τσουκνιδάκια δεν τα ζεματάμε, τα τρίβουμε και αυτά με το κρεμμύδι και με το αλάτι. Και στο τσουκνίδι ρίχνουμε ένα πιατάκι του καφέ αλεύρι σκληρό. Δεν έχεις αλεύρι; Βάλε σιμιγδάλι. Βάλε οτιδήποτε, αλλά να είναι κάτι σκληρό.
Τα φύλλα μπορούμε να τα ανοίξουμε και τρία-τρία;
Αν θέλεις τρία-τρία, θα τα χωρίσεις μπαλάκια, θα βάλεις βούτυρο ανάμεσα, νισεστέ...
Ή νισεστέ;
Ή νισεστέ. Αλλά με το βουτυράκι… Και θα το κλείνεις γύρω-γύρω, τα μπαλάκια τρία, και θα τ’ ανοίγεις και τρία-τρία. Μετά να πούμε για την πασπαλιάρα; Εκείνη ήταν η τεμπελόπιτα που λέγαμε. Μόλις ερχόμασταν, είχαμε τα χόρτα. Είχαμε τη λίπα απ’ το γουρούνι και αλείβαμε το ταψί από κάτω, η μανούλα μου, και γινόταν όλο οι δακτυλές. Η λίπα, πολλή λίπα, και δαχτυλιές κι έριχνε το αλεύρι τσάκα, τσάκα, τσάκα, τσάκα, έτσι με το χέρι της.
Η λίπα τι είναι;
Η λίπα είναι απ’ το γουρούνι.
Το λίπος.
Το λίπος που λιώναμε. Κι έριχνε το αλεύρι. Το ’κανε έτσι με το χεράκι κι έλεγε: «Εντάξει!». Και ρίχναμε τα χόρτα από πάνω, και ξανά από πάνω το αλεύρι, και την άφηνε 3 τέταρτα-1 ώρα, ώσπου να μαλακώσει όλο το αλεύρι, και μετά ανάβαμε τη γάστρα και την ψήναμε. Αυτή είναι η πασπαλιάρα. Η πιο εύκολη. Αλλά τώρα εγώ το κάνω και χυλό. Βάζω μισό κιλό αλεύρι καλαμπόκι, λίγο αλατάκι, άμα θες να φας, μπορείς να ρίξεις και ένα αυγό μέσα, λίγη baking powder να φουσκώσει και το κάνω χυλό. Kαι το στρώνω κάτω χυλό, ρίχνω τα χόρτα στη μέση και χυλό από πάνω, και γίνεται. Κι αυτό για να μην τ’ αφήσω και καθυστερήσει, όπως παλιά το κάνανε οι παλιοί. Οι παλιοί δεν είχανε. Εγώ το κάνω χυλό τώρα. Τέλος πάντων. Αυτή είναι η πασπαλιάρα.
Τι εννοείς να καθυστερήσει;
Γιατί πρέπει να φουσκώσει. Το αλεύρι παλιά τ’ αφήνανε. Αυτή την πίτα την κάνανε ώσπου να ανάψει τη γάστρα, να μαλακώσει. Ενώ τώρα αυτόν τον χυλό τον φτιάχνεις και αμέσως τον βάζεις στο φούρνο και ψήνεται.
«Να ανάψει τη γάστρα;» Εννοούμε;
Τη γάστρα;
Να ανάψει κανείς…
Να… Πώς ανάψαμε τον φούρνο; Έτσι θέλει και η γάστρα, να καεί…
Τι φούρνο;
Τη γάστρα. Αυτή τη γάστρα.
Τι φούρνο όμως;
Α! Ο φούρνος, ο ξυλόφουρνος! Ναι, έχουμε και τον ξυλόφουρνο. Τώρα εμείς ανάβουμε τον ξυλόφουρνο και την ψήνουμε μέσα στον ξυλόφουρνο την πίτα. Όπως πριν εμείς στο χωριό μας είχαμε τη γάστρα, δεν είχαμε ξυλόφουρνο. Ψήναμε μόνο ψωμί. Πίτα δεν ψήναμε στον ξυλόφουρνο, μόνο ψωμάκι ψήναμε.
Άρα η γάστρα τι ακριβώς ήτανε;
Η γάστρα είναι ένα...
Πήλινο;
Σιδερένιο, με ένα χεράκι απάνω στάχτη και την καίγαμε. Βάζαμε την πυρο… Την καίγαμε. Πώς καίμε τον φούρνο; Να καεί, να κοκκινίσει. Και να βάλουμε το ταψί από κάτω στα κάρβουνα και να την ψήσουμε τη γάστρα. Αυτή είναι η γάστρα, που λέμε. Πώς λέμε τώρα τη γάστρα στον φούρνο με το καπάκι; Ε, αυτή ήταν η γάστρα μας που ψήναμε την πίτα, στο τζάκι.
Και από κάτω από τη γάστρα τι είχατε; Κάρβουνα;
Κάρβουνα. Βάζαμε το ταψί και βάζαμε καρβουνάκια στην πυροστιά απάνω. Και βάζαμε το ταψί, τη γάστρα, και μόλις την έπαιρνε, «φαπ!», τα τραβάγαμε τα κάρβουνα στην άκρη, και γινόταν η πίτα –μόλις τη βγάζαμε– τόσο τραγανούλα, ζεστή και την τρώγαμε.
Και η πυροστιά τι ήτανε;
Η πυροστιά είναι το τρίγωνο. Αυτό που έχει η πυροστιά. Είναι το τρίγωνο που βάζουμε, η πυροστιά. Και μετά έχουμε και την πίτα την τυρόπιτα, την τραχανόπιτα. Η τυρόπιτά μας εμείς ήτανε πολύ απλή. Την τυρόπιτα που φτιάχναμε... Ζεματάγαμε τον τραχανά πρώτα. Βράζαμε νερό, ζεματάγαμε τον τραχανά, φούσκωνε ο τραχανάς μας, που μοσχοβόλαγε, που τον φτιάχναμε[00:10:00] και αυτόν μόνοι μας τον τραχανά, δεν αγοράζαμε όπως τώρα τον τραχανά. Τον ζεματάγαμε, ρίχναμε το τυράκι μας μέσα, τη λίπα μας, άνοιγε δέκα φύλλα η μαμά, τα ψήναμε στη γάστρα ψητά και μετά βάζαμε 2 από κάτω, σκέτα, και 2 από πάνω. Και τα ραντίζαμε. Μ’ αυτό τον τραχανά και το τυρί. Και αυτήν ήταν η τυρόπιτα. Εμείς τη λέγαμε τραχανόπιτα. Και την τρώγαμε. Μετά κάναμε μία πίτα, μια φορά τον χρόνο, τη βασιλόπιτα. Δεν την κάναμε όπως την κάνουν τώρα τσουρέκι και πράγματα. Εμείς ξανά την κάναμε με φύλλα. Αυτή την κάναμε, ήτανε μία φορά τον χρόνο. Άνοιγε είκοσι πέντε φύλλα η μαμά μου; Ψήναμε, ας πούμε, δεκαοχτώ. Τα υπόλοιπα τρία από πάνω, τρία από κάτω, άψητα, και μετά βάζαμε τυρί, ζάχαρη και λάδι. Και την κάναμε κι αυτήν και βάζαμε και το νόμισμα μέσα και την τρώγαμε του Αγίου Βασιλείου. Ήταν η βασιλόπιτά μας. Και την κάνανε και στους γάμους, που την έκοβε ο γαμπρός. «Την πίτα του γαμπρού» λέγανε παλιά. Και παίρναμε όλοι από ένα κομματάκι. Όπως ήταν με το ταψί, γύριζαν σε όλο τον κόσμο που ήταν καλεσμένος, να φάνε απ’ την πίτα του γαμπρού, που την είχανε κάνει οι κοπέλες. Και μετά την κάναμε εμείς και του Αγίου Βασιλείου αυτή την πίτα. Αλλά μετά αρχίσαμε για την άλλη τη βασιλόπιτα, που την κάνουμε τώρα.
Η οποία είναι ίδια με την παλιά;
Αλλάζει. Τώρα βάζουμε μισά φύλλα, παίρνεις μισό κιλό έτοιμα, αλλά θέλεις κι ένα κιλό αλεύρι θα βάλεις να ανοίξεις φύλλα. Μετά από… Εγώ, με μία θεία μου, την είχε κάνει η θεία μου αυτή –Θεός σχωρέσ’ τηνε– και μου άρεσε. Βάζουμε δύο ποτήρια του νερού ζάχαρη, μισό ποτήρι νερό, ένα βούτυρο, ένα ποτήρι λάδι, καλαμποκέλαιο και τα άλλα είναι… 1 κιλό αλεύρι που θα αγοράσεις, οχτώ αυγά με δέκα. Ναι. Και ένα δεύτερο κιλό φύλλο, δεκαπέντε φύλλα σπιτικά και τα άλλα είναι, τα ραντίζουμε. Αυτό το κάνουμε έναν χυλό. Το τυρί θα το βάλουμε στο, 5 ώρες, μέσα σ’ ένα μπολ να ξαρμυρίσει, το τρίβουμε στον τρίφτη, το κάνουμε αλειφούλα, βάζουμε τη ζάχαρη και κάνουμε ένα χυλό. Ζάχαρη, λάδι, βούτυρο και τα αυγά. Τα αυγά τα χτυπάμε μαρέγκα ξεχωριστά και γίνεται ένα ωραίο…και γίνεται μία πίτα πέντε δάχτυλα. Τώρα την κάνουμε… έτσι εγώ την κάνω τη βασιλόπιτα. Και τη θέλουνε και τα εγγονάκια μου, τα εγγόνια μου και τα παιδιά μου, την περιμένουν πώς και πώς αυτή την πίτα, τη βασιλόπιτα, να τη φτιάξουμε. Αυτή είναι η βασιλόπιτα, και η παλιά και ετούτη. Μετά κάνουμε...
Στο χωριό σου, ποιοι... τη φτιάχνουν ακόμη έτσι; Πώς τη φτιάχνουνε;
Τη φτιάχνουνε, ναι, κι ακόμα τη φτιάχνουνε, ναι. Και οι ξαδέρφες μου τη φτιάχνουνε και η αδελφή μου, εμείς τη φτιάχνουμε.
Ποια πίτα όμως; Την παλιά που μας περιέγραψες ή την καινούργια;
Τώρα πιο πολύ αρχίζουν λίγο και το τρίβουνε το τυρί. Δεν θέλει να φαίνεται. Και την κάνουν σαν την καινούργια πιο πολλοί. Αλλά η θεία, η αδερφή μου, θέλει να την κάνει την παλιά, να φαίνεται το τυρί και να αρμυρίζει. Εγώ, εντάξει, όπως… Αυτό είναι ο καθένας όπως θα την αρχίσει να τη φτιάχνει. Να πούμε και για την…Κάναμε και μία;
Κολιτζιδόπιτα;
Γκολιτσινόπιτα που τη λέγαμε. Για πιο εύκολα, βράζαμε τον τραχανά κι άνοιγε τρία φύλλα η μαμά μου. Ώσπου να τα ανοίξει, έβραζε τον τραχανά. Έριχνε το τυρί, το λίπος, τρία φύλλα από κάτω κι αν είχαμε και αυγά από τις κοτούλες, έριχνε και δύο αυγά μέσα. Το τυρί το ’τριβε από πάνω. Και γινότανε, την τρώγαμε κι εκείνη. Έχουμε και την κοθορόπιτα. Η κοθορόπιτα είναι… Ανοίγαμε φύλλα και βάζαμε μέσα τυρί, αυγά και το τυλίγαμε ένα-ένα φύλλο και αρχίζαμε το σαλιγκάρι απ’ τη μέση, απ’ το ταψί, και το γεμίζαμε όλο το ταψάκι αυτό. Είτε το λέγαμε κοθορόπιτα είτε κάναμε και τα στριφτά που λέγαμε με το πετιμέζι. Σε αυτό το στυλ.
Και εδώ η περιοχή έχει κάποιες πίτες που δεν τις γνώριζες και τις έμαθες όταν ήρθες;
Εδώ το μόνο που έμαθα, τη μακαρονόπιτα.
Σε ποια περιοχή;
Είναι απ’ το Γαλαξίδι η πεθερά μου και την έκανε η πεθερά μου.
Και πώς ήταν αυτή η πίτα;
Είναι πάρα πολύ ωραία. Συνήθως την κάνανε τη βδομάδα την Τυρινή. Έβραζε[00:15:00] τα μακαρόνια, άνοιγε 3 φύλλα από πάνω, 3 από κάτω. Και αφού έβραζε τα μακαρόνια, –όχι πολύ, λίγο– κι έριχνε μέσα τυρί –οτιδήποτε τυριά μπορεί να ρίξεις, φέτα, μυτζήθρα πιο πολύ βάζανε, μανούρι–, αλλά έβαζε και 15 αυγά. Έκανε ένα μεγάλο ταψί που την τρώγαμε όλη τη βδομάδα την Τυρινή. Δεν ήταν εδώ σπίτι στον Νομό Φωκίδας –Δελφούς, Γαλαξίδι– να μην φτιάξουν αυτή την πίτα, τη μακαρονόπιτα. Τη φτιάχνω κι εγώ γιατί αρέσει και στα παιδιά μου και στα εγγόνια μου, σε όλους.
Σ’ εσένα αρέσει;
Και σ’ εμένα αρέσει. Και έχουνε και τους ντολμάδες εδώ που φτιάχνουν στην Άμφισσα, τους λαχανοντολμάδες. Πολύ ωραία.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που είχες φτιάξει πίτα από τη Θεσσαλία σε ανθρώπους που δεν είχανε ξαναφάει;
Ναι, θυμάμαι. Όταν πήγα στη θεία μου στους Δελφούς και όταν είδα τα τσουκνιδάκια αυτά μέσα στον κήπο και λέω: «Καλέ, θεία…», λέω. «Α παιδί μου», λέει, «τα βγάζω και τα πετάω». «Ρε θεία», τη λέω, «εγώ θα τα μαζέψω!». «Και τι θα τα κάνεις, παιδί μου, αυτές τις καΐλες;». Λέω: «Θα φτιάξω πίτα!». «Έλα, παιδί μου, που θα φτιάξεις πίτα αυτές τις καΐλες!». Και τα μαζεύω, και τα κόβω, και τα φτιάχνω πίτα, και τη λέω: «Άμα δεν φάτε εσείς, θα φάω εγώ κι ο Στάθης.». Κι όταν φάγανε λέει: «Τι πίτα, παιδάκι μου, είναι αυτή; Τι ωραία! Τι έγινε! Το κάτι άλλο!».
Ο Στάθης ποιος είναι;
Ο Στάθης είναι ο σύζυγός μου!
Ο οποίος είχε καταγωγή;
Ο οποίος έχει καταγωγή: η πεθερά μου από Δελφούς, ο πεθερός μου από Γαλαξίδι. Και είχε συνηθίσει και την τρώγαμε. Αλλά συνήθισαν και εκείνοι και λέγαν: «Τι ωραία πίτα!». Και όχι μόνο με καΐλες, αλλά και με κολοκυθοκορφάδες που έφτιαξα το καλοκαίρι γίνεται ίδια σαν την τσουκνιδόπιτα, με κρεμμύδι, και τη φάγανε και είπαν: «Τι πίτα είναι αυτή!».
Φτιάχνεις και κάτι άλλο που μοιάζει με πίτα αλλά είναι πιο μικρό; Τα πιτάκια;
Τα πιτάκια, ναι. Τακτικά στα παιδιά, φτιάχνω τη ζύμη τσάκα τσάκα με λίγο μαγιά. Βάλε μισό κιλό αλεύρι και πολύ λίγη μαγίτσα και λίγο να φουσκώσει και τα κάνω. Τα ανοίγω μικρά μικρά στρογγυλά πιτάκια και βάζω μέσα ό,τι θες να βάλεις γέμιση. Θες τυρί, θες χόρτα, θέλεις τα πάντα. Και τα κάνεις και στο τηγάνι αυτά για πιο εύκολα, τα πιτάκια.
Τηγανητά;
Τηγανητά. Μπορείς και να τα κάνεις –δεν ξέρω– στο φούρνο. Τηγανητά γίνονται πιο ωραία, πιο ωραία.
Και τι βάζουμε στη ζύμη;
Στη ζύμη θα βάλεις νεράκι και λίγο μαγιά. Δεν βάζουμε και τίποτα, ούτε λάδι, ούτε τίποτα, τίποτα. Μόνο νερό και αλεύρι και αλευράκι λίγο. Αν κάνεις ένα κιλό, θα είναι πάρα πολλά. Μπορείς να την φυλάξεις και στην κατάψυξη τη ζύμη και να τη βγάλεις όποτε θες την άλλη φορά να ξανακάνεις τυροπιτάκια στο τηγάνι. Όταν είναι δύο άτομα ,γιατί να κάτσεις να κάψεις φούρνο; Κάνεις δυο τυροπιτάκια. Τη μία τη μέρα θα τα κάνεις με λάχανο, την άλλη θα τα κάνεις τυροπιτάκια, την άλλη θα τα κάνεις με πατάτα, ό,τι θες, τα κάνεις.
Θες να μας πεις και για τη γαλατόπιτα;
Α, ναι! Και τη γαλατόπιτα! Τότε την έφτιαχνε η μανούλα μου, είχαμε γάλα απ’ τις κατσίκες. Πάρα πολύ ωραία! Τώρα την κάνουνε σκέτη. Εμείς, πάντοτε η μαμά μου άνοιγε φύλλο. Και στη γαλατόπιτα. Έβαζε 3 φύλλα από κάτω, την έκανε την κρέμα και την έβαζε αυγά. Πάρα πολύ ωραία η γαλατόπιτα, δεν φτιάξαμε καθόλου σήμερα.
Εσένα ποια είναι η αγαπημένη σου πίτα;
Α, εμένα; Η αγαπημένη μου; Η γαλατόπιτα! Τρελαίνομαι! Αλλά της μαμάς μου στη γάστρα τη γαλατόπιτα, ε; Με το φύλλο, με την κανελίτσα, με το γάλα το κατσικίσιο. Όχι αυτή τώρα τη γαλατόπιτα που φτιάχνουμε εδώ. Βαριόμαστε να ανοίξουμε φύλλο και τη ρίχνουμε χυλό, βάζουμε σιμιγδάλι από κάτω και την κόβουμε. Αυτό είναι άλλο τώρα! Τώρα μάθαμε λίγο την τεμπελιά. Ενώ η μανούλα μου, παρόλο που ερχόταν κουρασμένη, καθόταν και άνοιγε 3 φύλλα. «Παιδάκι μου, φτιάξε εσύ την κρέμα κι εγώ θα τα ανοίξω μάνι-μάνι». Και τη φτιάχναμε και την ψήναμε στη γάστρα, θυμάμαι, και φούσκωνε και γινότανε να, μια πιτούλα. Η γαλατόπιτα μ’ αρέσει πάρα πολύ, με τα φρέσκο γάλα το κατσικίσιο, όχι… Αυτά. Είχαμε τις πιτούλες. Ήτανε το φαγητό μας[00:20:00], το κανονικό φαγητό. Όχι λέγαμε τώρα θα φτιάξουμε την πίτα και θα… Αυτά έχω να σου πω απ’ το Καστράκι μου, το ωραίο το Καστράκι! Το πολυαγαπημένο. Το αγαπάω πάρα πολύ. Σε ευχαριστώ.
Θα σε ρωτήσω και κάτι ακόμα. Είναι δύσκολο πιστεύεις, να ανοίγεις φύλλο; Να μάθει κάποιος που δεν ξέρει να ανοίγει φύλλο;
Όχι, δεν είναι καθόλου δύσκολο! Άμα έχει θέληση, μαθαίνεις πολύ εύκολα. Μόνη σου θα αρχίσεις να ανοίξεις ένα ζυμαράκι και θα κάτσεις. Λίγο, λίγο, λίγο άρχισε πρώτα μ’ ένα μικρό, μ’ εκείνο. Σιγά σιγά, σιγά σιγά και θα τον πάρεις τον αέρα. Είναι πάρα πολύ εύκολο, να μην το φοβάσαι!
Εσένα πώς ήτανε η πρώτη φορά, θυμάσαι;
Εντάξει, την πρώτη φορά κι εγώ, γιατί η μαμά μου καμιά φορά έτσι την λέω: «Άσε με ν’ ανοίξω ένα φυλλάκι!», άνοιγα. Ε, εντάξει, όταν έφυγε, πήγε κάπου, μου λέει: «Τα χόρτα τα ’χω έτοιμα. Θα ανοίξεις φύλλο!». «Ρε μαμά, πώς θα τ’ ανοίξω;». «Θα τ’ ανοίξεις!». Ε, λίγο στην αρχή, το πρώτο, το δεύτερο... Αλλά αυτά τα έβαλα…λέω θ’ ανοίξω τ’ άλλο, λέω, πιο καλύτερο. Κι έβαλα το άλλο το πιο καλό από κάτω, το από πάνω άφησα το πιο καλό και τα άλλα τα ’βαζα από μέσα, έγινε η πίτα. Εντάξει, δεν ήταν σαν της μαμάς μου, ούτε κατά διάνοια! Ε, αλλά αφού ήτανε, ήρθαν από το χωράφι, ήτανε κουρασμένοι, τη φάγαμε, δεν πειράζει. Αλλά μετά έμαθα.
Τι ηλικία είχες τότε;
Την πρώτη μου πίτα πρέπει να ήταν 13 χρονών που την έφτιαξα. Κι απ’ τα 12 χρόνια ζύμωνα 8 καρβέλια ψωμί.
Από τα 10;
Απ’ τα 12! Και πιο νωρίς τα είπα, εδώ κοκκίνιζα. Πάρα πολλά φτιάχναμε τότε. Όλα τα κάναμε στο χέρι μας. Με τα χέρια τα κάναμε. Και τον τραχανά μας, και το ένα, και τ’ άλλο, και τις χυλοπίτες μας και όλα. Τώρα τ’ αγοράζουμε έτοιμα για αυτό δεν αξίζουνε κοπέλα μου.
Τι άλλο φτιάχνετε; Χυλοπίτες, τραχανά…
Τα δαμάσκηνα τα ξεραίναμε, τις σταφίδες μας, τα σουτζούκια μας…
Τι είναι τα σουτζούκια;
Τα σουτζούκια είναι ένα καρύδι που το περνάμε και το βάζουμε στον μούστο και τα τρώμε τον χειμώνα, με τη μουσταλευριά, τα σουτζούκια. Πουλάνε και τώρα. Πώς λέμε μουστολούκουμο; Κάπως το λέμε έτσι. Με λουκούμι, με κόλλα. Φτιάχνουν και με κόλλα. Πουλάνε σουτζούκια, αλλά τα πιο ωραία είναι να γίνουνε με μούστο. Το σουτζούκι το πραγματικό είναι με μούστο.
Και τι άλλο φτιάχνετε;
Φτιάχναμε και τα ριτσέλια. Τα ριτσέλια ήτανε το κολοκύθι το ξερό. Το βράζανε μες στο πετιμέζι –το πετιμέζι είναι απ’ τα σταφύλια, τον μούστο που περνάμε και τον βράζαμε και τον κάναμε– και το βράζαμε μέσα αυτό το κολοκύθι και το είχαμε σ’ ένα πήλινο και το τρώγαμε κι αυτό για γλυκό τον χειμώνα. Το ριτσέλι.
Σαν γλυκό του κουταλιού;
Όχι, αυτό δεν το κερνάγαμε. Ήταν σαν γλυκό να το φάμε εμείς. Ένα κομμάτι μεγάλο, να το πάρουμε να το φάμε εμείς το κολοκύθι, όχι. Αλλά ήταν και πολλοί που το θέλανε. Όταν ερχόταν Αθηναίοι στη μαμά μου, κάποιοι γνωστοί που ήταν, γιατροί και τέτοια, ήθελε να τη φτιάξουνε να... «Το ριτσέλι, Βαγγελιώ, αν έχεις!» και να τον κάνει την κουλούρα στη στάχτη.
Τι είναι η κουλούρα;
Η κουλούρα; Πώς κάνουμε το, να ανοίξουμε το φύλλο, το ζυμάρι; Και στο τζάκι καθάριζε τη στάχτη η μαμά μου, το σκούπιζε και τον έβαζε αυτή την κουλούρα. Και τη σκέπαζε με στάχτη και την έβγαζε και την έτρωγε. Αυτή την κουλούρα την ήθελε κάποιος γιατρός που ήταν ξάδερφος της μαμάς μου, όταν ερχόταν, και την έλεγε: «Θέλω να με φτιάξεις, Σταύραινα, την κουλούρα!»
Ψωμί ήταν;
Ψωμί, δεν είχε μαγιά, δεν είχε τίποτα. Ήτανε σαν λαγάνα, αλλά ήταν μες στη στάχτη. Και γινότανε… και την ήθελε αυτός –Θεός σχωρέσ’ τονε–, όταν ερχότανε στη μαμά, τσάκα τσάκα, την έφτιαχνε στο τζάκι η μαμά μου, την κουλούρα.
Εσένα τι ήταν το αγαπημένο που έτρωγες όταν ήσουνα μικρή;
Α, εντάξει όταν μας έφτιαχνε το… όταν ζύμωνε κάθε εβδομάδα η μαμά μας, μετά απ’ το... ό,τι ήτανε... το προζύμι το ανάπιανε σε μία πήλινη κι εκεί άφηνε λίγο και το ’ριχνε και λίγο αλεύρι, και έπρεπε εκείνο εκεί να μας το τηγανίσει στο τηγάνι και να ρίξει πετιμέζι από πάνω και να τις φάμε[00:25:00] σαν τηγανίτες. Αλλά ήταν το κάτι άλλο με το πετιμέζι!
Τα λέγατε κάπως αυτά;
Λαλαγγίτες. Σαν τηγανίτες, λαλαγγίτες τις λέγαμε. Με το πετιμέζι. Τις ρίχναμε από πάνω πετιμέζι κι όπως ήτανε, πριν βγει το ψωμί, ήταν αυτό. Το αγαπημένο μας τότε. Δεν είχαμε τίποτα άλλο γλυκό να φάμε κι όλα τα παιδιά τρελαινόμασταν το πρωί. Εκείνη την ημέρα. Κάθε 8 μέρες, κάθε 10 μέρες που θα ζύμωνε, έπρεπε να φτιάξει αυτό το γλυκό με το πετιμέζι. Και το πετιμέζι ήταν… Το κάθε σπίτι είχε και το δικό του πετιμέζι.
Τι άλλο είχατε δικό σας;
Τον τραχανά, το τυρί, τα αυγά μας, όλα ήτανε δικά μας.
Το κρασί;
Και το κρασί, όλα. Τις κατσίκες μας, το γάλα μας, όλα τότε τα είχαμε, δεν αγοράζαμε. Για να έχουμε να φάμε έπρεπε να… Με τι θα; Πού υπήρχανε λεπτά να αγοράσουμε; Τα φασόλια μας. Όλα, όλα τα είχαμε δικά μας. Το αλεύρι...
Εσένα σου άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής;
Σε κάποια στιγμή, όσο είσαι μικρή, σ’ αρέσει, γιατί δεν καταλαβαίνεις και, εντάξει, αφού ήταν η μαμά και εκεί εμείς πηγαίναμε, δουλεύαμε, κάναμε… Αλλά μετά, όταν μεγάλωσα, δεν μου άρεσε, γιατί είχε πολλή κούραση. Ήταν πάρα πολύ κουραστική. Να πας να θερίζεις όλη την ημέρα, να σκάβεις και να γυρίζεις στο σπίτι, να φτιάξεις τα ζωντανά, να κάνεις το ένα, να φτιάξεις το άλλο. Και δεν είχαμε ευκολίες καθόλου. Τώρα έχουμε τις ευκολίες. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ευκολίες, πλυντήρια, πράγματα, τα πάντα… Όλα ήταν στο χέρι. Κι έπρεπε να βοηθάν. Τ’ αγόρια δεν βοηθούσαν. Βοηθάγαν μόνο εκείνα εκεί και όταν ερχόταν από τις δουλειές, ντυνόταν και φεύγανε. Έπρεπε εμείς να τις κάνουμε τις δουλειές όλες, η μαμά και τα κορίτσια.
Πόσα κορίτσια ήσασταν;
Δύο αδελφές. Άλλη μία αδελφούλα. Έπρεπε να ταΐσουμε τα ζωντανά, να φτιάξουμε, να κάνουμε, όλα.
Τα αγόρια δεν ασχολιόντουσαν με αυτά;
Όχι. Θα ερχότανε από τη δουλειά… Το μόνο που θα ασχολιόνταν με το άλογό τους. Θα το τάιζαν, θα το κάναν και τ’ άλλα δύσκολα. Στα χωριά δεν κάνανε δουλειές οι άντρες. Είχανε εκείνο και θα ’ρχόταν και θα ’φευγαν.
Οπότε τι διάλεξες να κάνεις για να φύγεις από αυτή τη ζωή στο χωριό;
Ε, διάλεξα. Είπα πως θα φύγω πιο μακριά για κάτι καλύτερο.
Αλλά γύρισες…
Γύρισα. Σε τρία χρόνια γύρισα. Δεν το ‘θελα. Εντάξει, δόξα τω Θεώ, όλα καλά!
Τι δεν ήθελες;
Ε, δεν ήθελα να γυρίσω στην Ψωροκώσταινα. Την έλεγα Ψωροκώσταινα πάντοτε γιατί… Έφυγαν πάρα πολλοί –κι εγώ που έφυγα– για κάτι καλύτερο. Εντάξει, είχε καλύτερο, είχε δουλειά, δεν είχε αυτά που έχει εδώ. Εκεί έχεις να δουλέψεις, να κάνεις, να φτιάξεις. Δεν ξέρεις γιορτή, δεν ξέρεις καθημερινή, δεν ξέρεις τίποτα. Εκεί έχει δουλειά-σπίτι.
Και τι άλλο σου άρεσε εκεί; Πέρα από την καλύτερη οικονομική κατάσταση.
Απ’ το χωριό μου πάρα πολύ μου άρεσε. Γιατί πήγαινες στη δουλίτσα σου, γύριζες στο σπίτι καθαρή, τα πάντα. Δεν είχες την δουλειά που πήγαινες να σκαλίζεις όλη την ημέρα στον ήλιο, να θερίζεις όλη την ημέρα στον ήλιο. Εκεί ήσουνα στο εργοστάσιο, γύριζες καθαρή. Μαγείρευες, έκανες, έφτιαχνες. Ήτανε διαφορετικά. Ερχόταν το… Την Παρασκευή πληρωνόσουνα. Κι αν δούλευες και το Σάββατο, είχες επιπλέον. Ήτανε διαφορετικά. Δεν είναι όπως δουλεύαμε στο χωριό και αν τύχαινε ένα χαλάζι, μια κακοκαιρία, μία ξέρα, δεν έπαιρνες σιτάρια, δεν έπαιρνες... Άλλες οι συνθήκες στο χωριό και άλλες οι συνθήκες έξω.
Σου είχε συμβεί κάτι τέτοιο; Να είσαι στο χωράφι και να συμβεί κάποια καταστροφή; Θυμάσαι;
Ω… πάρα πολλές φορές. Βγαίναμε να θερίσουμε κι άρχιζε να βρέχει, αστραπές, μπουμπουνητά. Εντάξει, αυτά είναι μέσα στο πρόγραμμα, δεν το ξέρεις.
Και πού διάλεξες να πας;
Λίγο δύσκολο τώρα να σ’ το πω, τόσο πολύ μακριά διάλεξα να πάω. Στην Αυστραλία. Ήταν πάρα πολλοί από το χωριό μου. Εντάξει, όλα καλά. Εντάξει, πήγα- γύρισα στα τρία χρόνια, δεν τη χόρτασα. Δεν είδα τίποτα. Τέλος πάντων. Δουλειά- σπίτι, δουλειά-σπίτι.
Όσο την είδες; Σου άρεσε; Πώς σου φάνηκε σαν χώρα;
Πάρα πολύ ωραία. Πολύ ωραία… Νόμους, καθαριότητα. Δεν έχει αυτούς[00:30:00]… Που εμείς πετάμε τα μπουκάλια απ’ το αυτοκίνητο, απ’ το... όπου, όπου. Η Αυστραλία ήταν το κάτι άλλο, τέτοια δεν έβρισκες πουθενά. Πήγαινες στο πάρκο μέσα κι ήτανε… χαιρόσουνα να περπατήσεις. Έχουν άλλες αρχές. Εμείς είμαστε πίσω πολύ εδώ. Κι όταν είπε ο Στάθης να φύγουμε, λέω: «Πού θα πάμε στην Ψωροκώσταινα;». Δεν το ’θελα με τίποτα. Ίσως, αν ήμουνα εκεί, θα ήταν διαφορετικά. Τέλος πάντων. Αυτά, κοπέλα μου. Να ’σαι καλά. Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Κι εγώ ευχαριστώ πολύ.
Να ’σαι καλά!
Φωτογραφίες

Εν δράσει με την εγγονή ...

Το άνοιγμα των φύλλων.

Τα πρώτα φύλλα πήραν την ...

Ανοίγοντας 3-3 τα φύλλα

Έτοιμη για τον φούρνο

Ετοιμάζοντας τον ξυλόφου ...

Φανή Καραλή
Πορτρέτο της αφηγήτριας.
Αρχεία ήχου & βίντεο
Το άνοιγμα του φύλλου
Περίληψη
Η Φανή Καραλή, με οδηγό τη μαγειρική, αφηγείται μια ιστορία που ξεκινάει από το Καστράκι Μετεώρων, διασχίζει τον Θεσσαλικό κάμπο και καταλήγει στη μακρινή Αυστραλία. Στα λόγια της κυριαρχούν οι διάφορες πίτες που έμαθε από μικρή να φτιάχνει ανοίγοντας φύλλο: η τσουκνιδόπιτα, η πασπαλιάρα και η κοθορόπιτα είναι μερικές μόνο από αυτές. Επίσης, αναφέρει και άλλες διατροφικές συνήθειες και συνταγές από τα παλιά, καθώς και την αυτάρκεια που είχαν σε διάφορα προϊοντα. Παράλληλα, μας περιγράφει τον αγροτικό τρόπο ζωής τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60, ενώ κάνει και μια σύντομη αναφορά στη μετανάστευσή της στην Αυστραλία.
Αφηγητές/τριες
Φανή Καραλή
Ερευνητές/τριες
Φανή Θεοφίλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/03/2023
Διάρκεια
30'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Η αφηγήτρια είναι γιαγιά της ερευνήτριας.
Περίληψη
Η Φανή Καραλή, με οδηγό τη μαγειρική, αφηγείται μια ιστορία που ξεκινάει από το Καστράκι Μετεώρων, διασχίζει τον Θεσσαλικό κάμπο και καταλήγει στη μακρινή Αυστραλία. Στα λόγια της κυριαρχούν οι διάφορες πίτες που έμαθε από μικρή να φτιάχνει ανοίγοντας φύλλο: η τσουκνιδόπιτα, η πασπαλιάρα και η κοθορόπιτα είναι μερικές μόνο από αυτές. Επίσης, αναφέρει και άλλες διατροφικές συνήθειες και συνταγές από τα παλιά, καθώς και την αυτάρκεια που είχαν σε διάφορα προϊοντα. Παράλληλα, μας περιγράφει τον αγροτικό τρόπο ζωής τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60, ενώ κάνει και μια σύντομη αναφορά στη μετανάστευσή της στην Αυστραλία.
Αφηγητές/τριες
Φανή Καραλή
Ερευνητές/τριες
Φανή Θεοφίλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
16/03/2023
Διάρκεια
30'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Η αφηγήτρια είναι γιαγιά της ερευνήτριας.