Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Πολλά είδαν τα μάτια μας αγόρι μου»: Κατοχή και Εμφύλιος στην Αδριανή Δράμας
Ενότητα 1
Ιστορίες γονέων: Πόντος και προσφυγιά
00:00:00 - 00:18:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα. Πώς λέγεστε; Καλημέρα σας. Είμαι η Ορφανίδου η Αναστασία. Βρισκόμαστε με την κυρία Αναστασία, είναι 4 Σεπτεμβρίου 2021, είμαστ…ν άλλη τη γυναίκα του στην Κατοχή, αρρώστησε και πέθανε, περιπνευμονία το βρήκε και δεν μπόρεσαν. Γιατροί δεν υπήρχαν, τίποτα δεν υπήρχανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οικογένεια και παιδικά χρόνια
00:18:40 - 00:30:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς την Αδριανή πριν τον πόλεμο πώς τη θυμάστε; Α! Η Αδριανή ήτανε ένα πολύ ωραίο, πολύ ωραίο. Κοίτα, στην Αδριανή το ’29 ή το ’30 είχανε… άχτι τα παιδιά μου να μάθουν γράμματα. Το είχα, το είχα και έλεγα να αλλάξει η ζωή τους, τα παιδιά μου ας αλλάξει η ζωή τους, δόξα τω Θεώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Μνήμες της Κατοχής
00:30:19 - 00:56:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Με τον πόλεμο που λέτε, πώς θυμάστε την έναρξη του πολέμου; Του πολέμου; Αχ, εκείνο εκεί αγόρι μου. Είχαμε ένα... στον σταθμό, όταν έγινε ο…ον είχαν σκοτώσει. Η καημένη η γυναίκα με τέσσερα, τρία ήτανε και ένα είχε στην κοιλιά, τέσσερα παιδιά. Τι είδαν τα ματάκια μας, αγόρι μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Τραυματικές ιστορίες του Εμφυλίου
00:56:03 - 01:06:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όσο ήταν οι Βούλγαροι, βγήκανε από το χωριό πάνω στο βουνό αντάρτες μετά; Πώς δεν βγήκανε, βγήκανε, βέβαια. Είχε ο μπαμπάς μου έναν βαπτιστ…να του, κάηκε και το σπίτι, από τη Δράμα μέχρι να ’ρθούνε. Και η γυναίκα δεν έφυγε, γλίτωσε και το κορίτσι, μαζί με τη μάνα του έμεινε εδώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 5
Μνήμες της Κατοχής
01:06:25 - 01:10:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Υπήρχαν, δηλαδή, από το χωριό κόσμος που με τους Βούλγαρους τα είχε καλά; Ουου, πόσοι Χαφιέδες, αχ, αγόρι μου. Έλεγαν για σένα ότι έχεις εσ…ν μας προσβάλλανε. Καλά παιδιά βγάλαμε στην κοινωνία, αξιοπρεπέστατα, ναι, να ’ναι καλά. Και ο άντρας μου καλός άνθρωπος ήτανε, πολύ καλός.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 6
Γάμος και μετανάστευση στη Γερμανία
01:10:18 - 01:22:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να ρωτήσω κάτι, που είπατε ότι σκεφτήκατε να φύγετε για Θεσσαλονίκη όταν ήρθαν οι Βούλγαροι. Άλλοι από το χωριό φύγανε; Από το χωριό δεν φύ…φτεσαι αγόρι μου, δεν θα λες το κέρδος όλο δικό μου να είναι, ποτέ. Τώρα, να κάνω ένα καφεδάκι να πιούμε; Ναι να κάνετε, θα σταματήσω λίγο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλημέρα. Πώς λέγεστε;
Καλημέρα σας. Είμαι η Ορφανίδου η Αναστασία.
Βρισκόμαστε με την κυρία Αναστασία, είναι 4 Σεπτεμβρίου 2021, είμαστε στο Ξάγναντο Δράμας, εγώ είμαι ο Αλέξιος Ντετοράκης Εξάρχου, Ερευνητής με το Istorima, και ξεκινάμε. Κυρία Κατερίνα, πείτε μου έτσι κάποια πράγματα για σας–
Αναστασία.
Αναστασία, συγγνώμη. Κυρία Αναστασία, πείτε μου κάποια πράγματα για σας, για την οικογένειά σας.
Για την οικογένειά μου να αρχίσω ή από τα παλιά να πω;
Για την οικογένειά σας.
Α, από την οικογένειά μου. Εγώ είμαι κοπέλα από την Αδριανή και παντρεύτηκα εδώ στο Ξάγναντο και ο άνδρας μου λεγόταν Γεώργιος Ορφανίδης. Η πεθερά μου ήτανε πρώτα ξαδέρφια με τον μπαμπά μου, δεν είχε παιδιά, και ο πεθερός μου γι’ αυτό με έκανε και νύφη κι έλεγε: «Εγώ δεν έχω κανέναν, δώσ’ τηνα σε μένα». Γιατί τότε, κείνα τα χρόνια, πασά τον λέγανε τον ξάδερφο τον μεγαλύτερο, πιο μεγάλος ήταν ο μπαμπάς μου, και τον έλεγε: «Πασά, δώσ’ τηνα εσύ σε μένα, αυτή θα καλοπεράσει στα χέρια μου». Κι έτσι παντρεύτηκα στο Ξάγναντο. Από κει και ύστερα, να αρχίσω να λέω; Η πεθερά μου ήτανε του Αντών Πασά της Τουρκίας, ο άντρας της. Ήταν η Πελαγία η Αμαζόνα που λένε, το βιβλίο που έγραψα. Αυτός την έκλεψε αυτήνα. Ύστερα, ζήσανε λίγα χρονάκια στο χωριό τους, αυτός μάλωσε με έναν Τούρκο κι έφυγε στο βουνό για να μην τον πιάσουν οι Τούρκοι. Όταν έφυγε στο βουνό ήτανε ο μόνος που ήτανε. Ύστερα, βρήκε και κάτι άλλους που δεν ήθελαν να πάνε φαντάροι, μαζί εκεί. Αυτός δεν είχε όπλο, τίποτα. Πιάνουνε, όπως είναι η Σταυρούπολη-Ξάνθη-Δράμα, από την Μπάφρα εκεί στη Σταυρούπολη είχε ένα χάνι μεγάλο. Όποιος ερχότανε από την Μπάφρα, εκεί ξημέρωνε για να πάει στη Σαμψούντα, και από τη Σαμψούντα όσοι ερχόντουσαν, εκεί ξημερώνανε για να φτάσουν στην Μπάφρα. Εκεί δεν είχε όπλο. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του, ήταν ένας αστυνομικός, με τα κάρα ήτανε και με άλογο καβάλα, και του λέει: «Σήκωσε τα χέρια σου ψηλά». Έτσι, τον όπλισε, τον πήρε το όπλο του, μέχρι το βράδυ όσοι ερχόντανε αστυνομικοί, όσος κόσμος ερχόντανε, όλους τους μάζεψε στο χάνι και μάζεψε τα όπλα οποιανού είχε και έτσι βγήκε στο βουνό για να γλιτώσει. Και μετά τον κηρύξανε οι δικοί του καπετάνιο. Από κει και ύστερα, άρχισε ο Γολγοθάς με τους Τούρκους να τους κυνηγάνε και τα χωριά τους να καίνε. Και αυτοί κατεβαίνανε, σκοτώνανε, και αυτοί σκοτώνανε, όχι ότι δεν σκοτώνανε. Πιαστήκανε σε μία μάχη. Η Πελαγία, η γυναίκα του, ένα και ένα, έπιασε θέση σε έναν βράχο δίπλα, ένα και ένα με τους άντρες, πολεμούσε και αυτή. Από κει και ύστερα, έγινε μία... αυτή. Α, τον αναγνώρισε η Ρωσία σαν στρατηγό και τον φέρανε τη στολή. Αυτό όταν το έμαθαν οι δύο οι φίλοι του, οι πιο καρδιακοί, αυτούς είχε, και αυτόν τον άλλον τον Γιάγκο – το επίθετο δεν το ξέρω πώς το λένε, κάπως... όχι. Τέλος πάντων, αυτός την είχε επί τη προστασία του. Και ο Αντών Τσαούς γράμματα δεν ήξερε, ήτανε και γραμματέας του. Ό,τι ήθελε αυτός έγραφε, έσβηνε, αυτός τα ’βγαζε. Και τον λένε: «Αγά, στην τάδε» –ήτανε μία πέτρα, τη λέγανε «binmek taş», δηλαδή η πέτρα που πατούσανε και καβαλούσαν τα ζώα, ήτανε ψηλή–, τον λένε: «Στο τάδε μέρος», στο «binmek taş», «σε περιμένει ένας, θέλει να μιλήσετε». Τους είχε έμπιστους, αλλά και με τη γυναίκα του ήτανε το σύνθημα: «Εάν τύχει και έρθουνε και σε πούνε τη βέρα μου τίποτα, δεν θα πιστέψεις. Την ταμπακιέρα μου τη χρυσή άμα θα στη στείλω, τότε θα ’ρθεις». Αυτοί το πήρανε, πήγανε μέχρι εκεί, στη μέση ο Αντών Πασάς, ο άλλος από πίσω, ο άλλος από μπροστά. Γυρνάει από μπροστά που πήγαινε όμορφα, τον λεν: «Μη κουνιέσαι, σε καθαρίσαμε». Τον σκοτώνουνε εκεί για να πάρουνε τη στολή. Όταν το μάθαν οι Ρώσοι ότι τον σκοτώσανε, η στολή έφυγε πίσω από την Τραπεζούντα. Και έτσι βγήκανε στα βουνά, στα ανταρτικά. Ήτανε κάπου εκατό άτομα και. Ήταν και άλλοι καπεταναραίοι μαζί του που ήτανε, ήτανε άλλοι που ήτανε αντίθετοι με αυτόνα. Ο ένας ο καπετάνιος τον λέγανε [Δ.Α.] Αναστάση. Αυτό το θυμάμαι που το ’λεγε ο μπαμπάς μου: Τον άνθρωπο τον πιάσανε και τον βασανίζανε –συγνώμη που θα το πω–, και μια βροχή, λέει, «Σας παρακαλώ», λέει, «αφήστε με να πάω να κάνω...». «Όχι», λέει, «κατούρα εδώ». Λέει: «Σας παρακαλώ, δεν είναι ωραίο». Ήταν ένα σπίτι πέρα για πέρα και είχε σκαλοπάτια μπροστά. «Άντε κατέβα κάτω», λέει, και μόλις κατεβαίνει με εκείνη τη βροχή, έφυγε ο άνθρωπος, τον χάσανε στη βροχή, πού να δουν; Βροχή με τον κουβά. Αυτός έφυγε, έφυγε, έφυγε, έφυγε, είχε έξω από το χωριό έναν μύλο. Εκεί στον μύλο πήγε κρύφτηκε, εκεί κρύφτηκε. Τα καπετανάτα, τα παλικάρια του, όλοι σκορπιστήκανε. Και τον Αντών Τσαούς τον σκοτώσανε αυτοί τώρα και αυτοί φύγανε –τους ψάχνανε οι άλλοι, για–, και αυτοί φύγανε, καμιά πενήντα-εξήντα άτομα και πήγανε σ’ αυτόν τον μύλο. Μόλις άκουσε φωνές που έρχονται, κατέβηκε αυτός, ο [Δ.Α.] Αναστάς. Όπως ήταν η πέτρα του μύλου και τρέχει το νερό, εκεί κάτω στο νερό μέσα. Χειμώνας καιρός, πάγωσε ο άνθρωπος. Ύστερα, όταν μπήκανε αυτοί μέσα, σου λέει: «Από κείνους άμα είναι, θα με σκοτώσουν». Άκουσε «Παναγιώτη», «Γιώργο», τα ονόματα, κατάλαβε ότι είναι οι δικοί του. Φώναξε, λέει: «Σας παρακαλώ, σώστε με». Τον παίρνουν από κει, ανάψανε φωτιά, τον ζεστάνανε τον άνθρωπο, και μετά, ο μπαμπάς μου κοίταξαν, δεν γίνεται, εκατό άτομα μαζί πιάσανε, κατεβήκανε από βουνό σε βουνό στο λιμάνι της Σαμψούντας. Και εκεί ένας καπετάνιος κοιμόταν και είχε έναν φύλακα. Αυτοί κάναν, πώς βελάζει το ζαρκάδι; Έτσι κάνανε. Ο φύλακας νόμισε ότι είναι ζαρκάδι, πήγε λίγο πιο μέσα, τον πιάσανε, κλείσαν το στόμα του, έσκασε ο άνθρωπος. Μπήκανε μέσα, απαγάγανε τον καπετάνιο που ήτανε φορτωμένος με καπνά, θα τα πήγαινε στη Ρωσία και αυτοί θέλαν να φύγουν για τη Ρωσία, και έτσι όλοι μαζί φύγανε στη Ρωσία. Τον μπαμπά μου, τη γυναίκα του με τα παιδιά του τα τρία, τα σκότωσαν οι Τούρκοι. Μας τα ’λεγε ο μπαμπάς μου αυτά σαν ιστορίες, πώς να σου πω; Πάρα πολλά έλεγε. Αυτά τα λίγα πολύ θυμάμαι. Και φύγανε στη Ρωσία, από κει, μετά, αυτή έμεινε εδώ, η πεθερά μου, την προστάτεψε αυτός ο γραμματέας που σε λέω, ο Γιάγκος, και μετά την παντρεύτηκε – και με αυτόν δεν έκανε παιδιά. Μετά, αυτόνα τον σκοτώσανε οι Βουλγάροι – οι Βούλγαροι λέω, οι δικοί του, όταν έγινε η σφαγή της Δράμας, τότε το ’41. Η πεθερά μου, θεία μου ήτανε τότε, πηγαινοερχόνταν και τον άντρα της τον γνωρίζουμε, ένας άντρας λεβέντης, κύριος, και με άλλες δύο γυναίκες ήρθανε μείνανε εκείνο το βράδυ σε μας. Το πρωί, ήταν ένας αγωγιάτης απάνω στη... αυτοκίνητα δεν είχαμε τότε και αυτά που ήταν, είχαμε ταξί και ένα μικρό λεωφορείο η Αδριανή τ[00:10:00]ότε, εικοσιπέντε θέσεις είχε, τα δύο αδέρφια το είχανε κάνει, ήτανε Σαμιώτοι αυτοί, ναι. Και έγινε η Κατοχή, αλλά το αμάξι σταματούσε. Τα δυο αδέρφια αυτά τα σκοτώσαν οι Βουλγάροι, και με κάρο πιάσανε τον αγωγιάτη μέσα στο χωριό. Τους ανέβασε στο κάρο, πήγανε στη Δράμα. Εκείνο το βράδυ έγινε η σφαγή της Δράμας, η επανάσταση. Μείνανε αυτές εκεί δεκαπέντε μέρες, δεν άφηναν πουθενά φύλλο να κουνηθεί. Έγινε η σφαγή της Δράμας, φύγαμε όλοι εμείς να γλιτώσουμε. Μετά δεκαπέντε μέρες, άνοιξε ο δρόμος, αυτή πήγε στο χωριό, τον άντρα της δεν τον βρήκε. Πήγε στο καλύβι που ήτανε –είχανε ένα καλύβι και είχανε κάτι πράγματα κρυμμένα εκεί–, και όταν ήταν να ’ρθουν οι Βουλγάροι, πήγαιναν και κρεμόντουσαν αυτοί εκεί. Τον βρήκανε, λίγο λίγο κόβανε τον λαιμό του για να μαρτυρήσει πού είχε τα λεφτά του και τα χρυσά, πεντόλιρα τότε, λίρες, και λίγο λίγο τον κόβανε τον λαιμό για να μαρτυρήσει τα λεφτά. Αυτός τα λεφτά τα είχε τα χρυσά μέσα στης μέλισσας της κυψέλης μέσα. Σου λέει, εκεί κανένας δεν θα θυμηθεί να πάει. Το μαρτύρησε, το κεφάλι του το κόψανε, εκεί το πετάξανε και αυτόν εκεί τον αφήσαν. Μετά, αυτοί όταν εψάξανε, σηκώθηκε ο στρατός, όλη η χωροφυλακή. Τον ψάξανε, τον βρήκανε σκοτωμένο εκεί. Και μετά έγινε η προξενιά και πήρε τον πεθερό μου. Αυτά ξέρω, αγόρι μου.
Εσείς τότε, εσείς γεννηθήκατε το;
Το ’30.
Το ’30. Και ζούσατε, ο μπαμπάς σας πώς ήρθε από τη Ρωσία στην Ελλάδα;
Αμ μπράβο. Ο μπαμπάς μου έκατσε οχτώ χρόνια στη Ρωσία. Από κει ήρθε, βγήκε στην Αθήνα. Πήγε στην Αθήνα, δεν τον άρεσε η Αθήνα. Αυτοί, φυσικά, βγάζανε καπνά, αυτόν τον μικρό, τον μπασμά, και ήτανε κι άλλοι που ξέρανε από αυτά και είπανε: «Πού γίνονται τα καλά καπνά;», Soylusu και Γιακάδες. Η Δράμα είναι Γιακάς, Soylusu είναι η Καβάλα και η Ξάνθη. Τα καλύτερα καπνά που βγαίνουν αυτά είναι. Και έτσι, με άλλους πατριώτες ήρθανε, έκατσε οκτώ μήνες στην Αθήνα και μετά ήρθε, και: «Πού έχει καλό κλίμα;». Στην Ψηλή Ράχη, πήγε εκεί. Εκεί, στην ουσία, όμως, ένα παιδί που είχανε, μια γυναίκα, είχε σκοτωθεί ο άντρας της και αυτήνα την πήρανε μαζί τους, και, μετά από λίγο καιρό, πέθανε η μάνα, το παιδί έμεινε στα έλεα του Θεού, ζητιάνευε 7 χρονών παιδί στη Ρωσία. Ήρθε στον μπαμπά μου την πόρτα, χτύπησε την πόρτα και ζητούσε, λέει: «Εσύ ποιανού παιδί είσαι;». «Γιατί, δεν με γνωρίζεις, θείο; Είμαι η τάδε, που πέθανε τώρα η μαμά μου. Κανέναν δεν έχω», λέει. Ο μπαμπάς μου, αφού σκότωσαν τη γυναίκα του, έπιασε παντρεύτηκε μία άλλη εκεί. Και τότε λέει η γυναίκα του: «Δεν το παίρνουμε δικό μας παιδί; Παιδιά δεν έχουμε». «Ε, ας το πάρουμε». Τον λένε: «Θέλεις να γίνεις παιδί μας;». «Ναι», λέει και κείνο. Το πήρανε, μέσα στις ψείρες ήταν το καημένο. Πιάνει η γυναίκα, του κουρεύει όλα τα μαλλιά. Τότε στη Ρωσία, «ποτούλια» τα λέγανε, έτοιμα πουλούσανε. Πήγε τα αγόρασε, ρούχα, ξέρω γω, αλλαξιές, τα ’φερε. Η γυναίκα του όμορφα έκοψε όλα τα μαλλιά του, τα ρούχα του, όλα τα ’βγαλε έξω, τον έλουσε και τον έντυσε με κείνα τα καθαρά. Μες στην ψείρα ήταν το παιδί. Κι εκείνα τα ρούχα του τα παλιά τα έβρασε και δεν τα πέταξε. Και όταν ήταν να ’ρθουν από τη Ρωσία, έπρεπε... δεν μπορούσες φανερά να φέρεις λεφτά. Μέσα στο πάπλωμα έραψε λίγα, απάνω στα σακάκια τους, αραιά αραιά, στου παιδιού τα παλιά τα ρούχα τα έραψε, ό,τι λεφτά είχε τα έκανε λίρες και τα έφερε σε λίρες. Ο μπαμπάς μου δεν ήρθε σαν τους άλλους ξυπόλυτος. Οι άλλοι που ήρθανε από την Τουρκία, και η μαμά μου – εδώ την έχω και τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, 109 χρονών πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά μου νέα πέθανε, 77 χρόνων πέθανε. Και τα ’φερε εκείνα τα λεφτά, ήρθανε στην Αθήνα. Από κει και ύστερα, ψάξανε πού έχει καλό κλίμα, πού γίνονται τα καλά καπνά, είπανε στη Δράμα. Ήρθε στη Δράμα, η Δράμα τότε ήτανε, τι να σου πω; Λέει: «Εγώ δεν μπορώ εδώ να μείνω». Ψάχνει πού έχει ψηλό κλίμα, καλό. Η Ψηλή Ράχη μες στην πέτρα είναι. Πήγε εκεί, και το παιδί αυτό το ορφανό μαζί τους το φέρανε, το ’χουνε μαζί τους, πήγανε στην Ψηλή Ράχη μαζί. Μετά, είχε και μία ορφανή η γυναίκα του, της αδερφής της κόρη. Με το ορφανοτροφείο την είχανε φέρει, τη βρήκανε και κείνη, τα πήγαν τα παιδιά στο σπίτι. Ε, αυτόνα τον μεγαλώσανε, την ανιψιά την παντρέψανε και μετά έκαναν παιδί. Κι έλεγε η γυναίκα του στον άνδρα: «Βλέπεις, άνδρα μου, επειδή μαζέψαμε τα ορφανά κάναμε κι εμείς παιδί». Από κει ύστερα, πήγε να ζυμώσει η γυναίκα του, πεθαίνει. Είχε καρδιά φαίνεται. Κυριακή βάφτισε ένα κοριτσάκι και τη Δευτέρα ζύμωσε και πέθανε. Πέθανε, μετά από λίγο καιρό ύστερα ο μπαμπάς μου παντρεύτηκε, πήρε τη μαμά μου. Η μαμά μου ήτανε στο τείχος, απάνω από το Νικηφόρο είναι ένας μαχαλάς. Και η μαμά μου είχε πατριώτισσα στην Αδριανή, λέει: «Δεν πάμε μια βόλτα;», «Πάμε». Πήγανε, όταν είδε... εκεί καθένας ζεύει το κάρο του και πηγαίνει στο χωράφι, και η Αδριανή έχει καλό κλίμα, στεγνό, μηδέν υγρασία. «Κατεβαίνω κι εγώ εδώ», λέει. Η διανομή είχε γίνει. Εκεί, τους λέει: «Όποιος πουλήσει κανένα σπίτι να με ειδοποιήσετε να ’ρθω να το πάρω». Γιατί οι άλλοι που ήρθαν, οι πρόσφυγες, όλοι τακτοποιήθηκαν, πήραν τα σπίτια, τα χωράφια, ό,τι ήταν. Ένας είχε φύγει στην Αθήνα, αυτό το σπίτι ήθελε να το πουλήσει. Τότε, ο μπαμπάς μου, τον ειδοποίησαν, κατέβηκε το αγόρασε το σπίτι και τα χωράφια μαζί, και κατεβήκαν στην Αδριανή. Εμείς όλοι στην Αδριανή γεννηθήκαμε τα κορίτσια. Ο αδερφός μου, όμως, ο συγχωρεμένος εκεί είναι, είναι τέσσερα χρόνια πιο μεγάλος από μένα, το ’28 γεννήθηκε εκείνος – όχι, ναι, ναι, δύο: το ’30 εγώ και το ’28 εκείνος. Και με κείνονα μαζί αγοράσανε το χωράφι, κατεβήκανε όμορφα, σπείραν τα φυτά τους, πούλησαν τα καπνά στην Ψηλή Ράχη, φόρτωσαν τα πράγματα, τα κατεβάσανε στην Αδριανή. Εγώ, η αδερφή μου η Κούλα, η αδερφή μου η Σοφούλα, όλοι γεννηθήκαμε στην Αδριανή. Κι εκείνο το παιδί, που είχε από την άλλη τη γυναίκα του στην Κατοχή, αρρώστησε και πέθανε, περιπνευμονία το βρήκε και δεν μπόρεσαν. Γιατροί δεν υπήρχαν, τίποτα δεν υπήρχανε.
Εσείς την Αδριανή πριν τον πόλεμο πώς τη θυμάστε;
Α! Η Αδριανή ήτανε ένα πολύ ωραίο, πολύ ωραίο. Κοίτα, στην Αδριανή το ’29 ή το ’30 είχανε φέρει φως ατομικό, δεν υπήρχε, έναν μύλο είχανε κάνει και από τον μύλο δίνανε το ρεύμα. Στο χωριό ατομικό ρεύμα είχαμε όλοι στα σπίτια μας. Η Αδριανή είχε πολύ κόσμο και πολύ πλούτο, τον καπνό, μικρό καπνό δεν είχε, μεγάλο. Μπορούσες να σπάσεις καπνό, να κάνεις... Ο μπαμπάς μου έκανε επιχείρηση. Άμα σου πω τι έκανε ο καημένος: Κατέβηκε το ’28 στην Αδριανή και το ’30 έκανε μία επιχείρηση, επειδή ήτανε μερακλής και ήτανε εργατικός, έξυπνος, έβλεπε μπροστά. Νοίκιασε πολλά χωράφια, βγάζει [00:20:00]5000 οκάδες καπνό μπασμά. Τότε, είχε ξεκινήσει συνεταιρισμός: Αδριανή, Νικηφόρο, Δοξάτο... Η Αδριανή είχε και καπνομάγαζα. Όλα αυτά τα χωριά είχαν καπνομάγαζα. Αυτοί συνεννοήθηκαν οι μεγάλοι να μην τα πουλήσουνε έξω. Ο μπαμπάς μου δεν ήθελε να μπει. Τον λέγανε: «Έλα Παναγιώτη Χατζησαββίδη, μπες, θα μας σώσεις, εσύ έχεις τον περισσότερο καπνό, θα πιάσει και τόπο». 5.000 οκάδες καπνό μπασμά στην Αδριανή και το είχανε γράψει οι εφημερίδες οι τοπικές: «Ήρθε από τον Πόντο ο Παναγιώτης Χατζησαββίδης και έκανε επιχείρηση 5.000 οκάδες καπνό», η εφημερίδα η τοπική της Δράμας το ’γραψε αυτό. Αυτοί ήθελαν να τα πουλήσουν οι ίδιοι τους, όχι στο εμπόριο: «Εσύ παίζεις με το εμπόριο». Το εμπόριο τούς έφαγε. Δεν μπορούσανε να τα πουλήσουνε. Τέσσερα χρόνια τα δουλέψανε αυτά τα καπνά στο καπνομάγαζο, πήραν και δάνεια και δεν ξαναγίνεται. Το κάψανε. Ρίξανε έναν ντενεκέ πετρέλαιο, ήταν και του πρόεδρου ο γιος μέσα, μισοκάηκε και κείνο το παιδί. Και έτσι, όταν κάψανε το καπνομάγαζο, ήρθανε γραμματέοι, φαρισαίοι, καθίσανε, κάνανε το πόρισμα, βγάλανε ότι όποιος είχε λίγα καπνά λίγο χρέος χρεώθηκε, όποιος είχε πολλά καπνά, πολλά χρεώθηκε. Χρεώθηκε ο μπαμπάς μου 500.000 εκείνα τα χρόνια. Τέσσερα χρόνια δουλεύανε, βγάζαν καπνά, τα πουλούσε και δραχμή δεν έπαιρνε στο χέρι για να ξεχρεώσει. Το ’38, ναι το ’38, το ’39 ξεχρέωσε, το ’39, και καθαρά πήρε λεφτά στο χέρι. Αυτός πονούσε το στομάχι του και, όταν τον έπιανε από τη μια άκρη στην άλλη, από τη στεναχώρια όγκο έκανε στο στομάχι. Είχαμε μία κλινική στη Δράμα, Κελέκης λεγότανε. Ήτανε... και ακτίνες είχε και την κλινική του είχε και γιατρός ήταν. Πήγε και εξετάστηκε σε αυτόνα. Αυτός τον λέει: «Δεν είναι τίποτα, σκωληκοειδίτις είναι». Αυτός, όπως κατέβαινε με έναν δικό του γνωστό, πατριώτη –αυτός ήτανε καπνοέμπορας, ερχόνταν κι έπαιρνε καπνά, καπνομεσίτης–, και ανταμώθκανε κι εκείνος σκούπιζε τα δάκρυα του. Ήτανε και το κάρο, θα φόρτωνε τα ψώνια τα αυτά, θα τα ’φερνε σπίτι και τη Δευτέρα θα πήγαινε –αυτό γίνεται Παρασκευή–, και τη Δευτέρα θα πήγαινε για να κάνει την εγχείρηση. «Τι έγινε, τι, γιατί στεναχωρημένος είσαι;», τον λέει αυτός, δύο μέτρα ένας άντρας, Φίλιππας λεγόντανε. Τον λέει: «Αυτό και αυτό. Από τον Κελέκη έρχομαι», λέει, «αυτό και αυτό με είπε». «Ε πού πονάς;», λέει. «Εδώ», λέει, «εδώ, εδώ δεν μπορώ να ακουμπήσω». «Εδώ είναι το στομάχι», λέει, «εδώ είναι», λέει, «σκωληκοειδίτις». «Τι λες, εδώ σαν μοσχάρι θα σε σφάξουνε», λέει. «Ε, τι να κάνω;», λέει. «Να πας στην Αθήνα», τον λέει. «Καλά, εγώ στην Αθήνα πώς θα πάω;», που γρι ελληνικά δεν ήξερε, γράμματα δεν ήξερε, τίποτα. Αυτός ο Φίλιππας είχε της κουνιάδας της την κόρη. Αυτοί ήταν οι Κονιαλήδες και ήξερε τουρκικά. Λέει: «Η ανιψιά μου στον Ευαγγελισμό νοσοκομείο δουλεύει, είναι προϊσταμένη. Εγώ θα σε στείλω στην Αθήνα. Άμα δεν έχεις λεφτά, θα σε δώσω». «Όχι», λέει, «τα λεφτά όπως πούλησα τα καπνά, καθαρά τα πήρα στο χέρι μου», λέει. «Ε, αφού είναι έτσι», λέει, «όπως θέλεις». Από κει πάνε, ψωνίζουνε, κάνουνε. Τότε τα ράβανε όλα τα ρούχα και φορούσε σώβρακα μέχρι κάτω και δεμένα. Είχαμε μία γυναίκα που μας έραβε. Και νυχτικιές πιτζάμες τον έραψε και τα ρούχα έραψε και πουκάμισα τον έραψε – σου λέει, στην Αθήνα. Πήραν και μία βαλίτσα, δεν θα την ξεχάσω, σαν χαρτόνι ήτανε, αυτό, ψεύτικια. Παντόφλες, όλα, όλα τα πήρανε, ετοιμάστηκε, τον πήρε αυτός ο Φίλιππας, τον ανέβασε στη Δράμα, στο τρένο με κρεβάτι. Πήρε την ανιψιά του τηλέφωνο, τη λέει: «Θα κατέβεις στην Αθήνα στον σταθμό, που είναι ο σταθμός εκεί, και με το μικρόφωνο θα φωνάξεις “Παναγιώτης Χατζησαββίδης”, ένας μικρόσωμος» – μικρόσωμος ήταν ο μπαμπάς μου. Λέει: «Κι εκείνος», λέει, «θα σε μιλήσει, εκείνος καθόλου δεν ξέρει ελληνικά, τουρκικά θα σε μιλήσει». Κατέβηκε η κοπέλα με το παΐτόνι, κατέβηκε κι αυτός, όλος ο κόσμος έφυγε, αυτός περίμενε. Όταν φώναξε η κοπέλα, «Εγώ είμαι» είπε. Τον πήρε, τον πήγε στον Ευαγγελισμό νοσοκομείο και έμεινε τρεις μήνες εκεί. Πήγε, δεν θα το ξεχάσω, τον Φεβρουάριο, κατά τέλη Φεβρουαρίου ήτανε, και ήρθε τον Μάρτη. Φεβρουάριος – Μάρτης λέω, τον Απρίλη, τέλη Απριλίου ήρθε, λάθος το είπα. Και δεν τον κάναν εγχείρηση, καταλάβαν ότι είχε όγκο. Άμα τον φτιάσανε εγχείρηση θα έσκαζε. Τον κάναν μια θεραπεία, τον κρατήσαν. Και ήταν ένας καθηγητής, γιατρός εκεί από την Κωνσταντινούπολη, Κωνσταντινουπολίτης, και ήξερε και τούρκικα. Και σε αυτόνα, όταν ήθελε να γράψει γράμμα, τον έλεγε αυτός: «Όποτε θέλεις πες μου, θα σε γράψω». Έγραφε αυτός, κάθε δεκαπέντε ένα γράμμα παίρναμε. Εκεί τον κρατήσανε, τον κάναν μια θεραπεία και μετά τον ανοίξανε. Τον όγκο τον βγάλανε δίχως να τον κάνουν ζημιά. Και, μετά από τρεις μήνες, ήρθε ο μπαμπάς μου στο σπίτι. Δεν έφτανε εκείνο, μετά ήρθε ο πόλεμος, μετά, ο Εμφύλιος και μας τάραξε. Και η πεθερά μου, επειδή δεν είχε παιδιά, τον έλεγε: «Πάσα, την Ανάστω δώσ’ τηνα σε μένα. Ο γιος μου απάνω στην πέτρα» –εκείνος εκεί είναι ο κύριος, ο άντρας μου, με τη γραβάτα–, «στην πέτρα πάνω είναι ικανός να σπείρει και να θερίσει, δεν θα πεινάσει, μην τη δίνεις στην πόλη». Επειδή ήμουνα εγώ ευαίσθητη, δεν με είχανε βγάλει εμένα στα χωράφια, στο σπίτι ήμουνα εγώ, είχα τη μικρή την αδερφή μου, μαγείρευα, το παιδί κοίταζα, όταν πηγαίναν στα μακρινά τα χωράφια με παίρνανε κάτω στο αντίσκηνο το παιδί, και έτσι στα χωράφια δεν είχα πάει εγώ. Το ήξερε η πεθερά μου. Και λέει: «Εγώ», λέει, «θα την έχω παιδί μου. Δεν έχω κανέναν. Άμα βάλω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, να με δώσουν ένα ποτήρι νερό δεν έχω. Τουλάχιστον ας έχω αυτήνα». Κι έτσι έγινε η προξενιά, ούτε με ρωτήσανε αγόρι μου, εκείνα τα χρόνια δεν ρωτούσανε. Αλλά ήτανε και ο άντρας μου ένα παλικάρι, λεβέντης. Να, εκεί είμαστε και οι δύο. Πέρασα καλή ζωή, πενήντα χρόνια ζωή έκανα. Τα παιδιά μας, δόξα τω Θεώ, δεν μας προσβάλλανε, πήγαμε στη Γερμανία, τα παιδιά εδώ μόνα τους. Εδώ κι εκεί σε άλλες πόρτες μένανε. Κατεβήκαμε, παντρέψαμε την κόρη, κατεβήκαμε, παντρέψαμε και τον γιο. Είκοσι τρία χρόνια μείναμε στη Γερμανία και μετά ήρθαμε, με μεγάλα εγγόνια βρήκαμε τα παιδιά μας. Ούτε εγώ δεν πήγα σχολείο αγόρι μου. Εγώ πήγα... Τότε τη νηπιαγωγό, τη δασκάλα, το χωριό την πλήρωνε, δεν την πλήρωνε το κράτος, όσοι θέλανε να στείλουν το παιδί τους. Εμένα ο μπαμπάς μου πήγε με έγραψε και με πήγαινε. Όταν είχε καλό καιρό, γιατί η Αδριανή είναι ένα μεγάλο χωριό, εμείς ήμασταν κάτω στην αγορά, το σχολείο ήτανε απάνω και ο σταθμός ήταν ακόμα πιο απάνω, και όταν είχε καλό καιρό, με έπαιρνε, με πήγαινε, ερχόντανε, με έπαιρνε. Όταν ήταν βροχερός ο καιρός και χιονιάς, δεν με πήγαινε. Λίγο πήγα έτσι. Στην πρώτη τάξη κανονικά πήγα, στη δευτέρα τάξη μία εβδομάδα πήγαμε, έγινε ο πόλεμος. Άντε τώρα βρες άκρη, πού να βρεις άκρη αγόρι μου; Και [00:30:00]μετά έγινε ο πόλεμος, έγινε ο Εμφύλιος, έγινε και έγινε, και μείναμε εμείς δίχως γράμματα. Γι’ αυτό το είχα άχτι τα παιδιά μου να μάθουν γράμματα. Το είχα, το είχα και έλεγα να αλλάξει η ζωή τους, τα παιδιά μου ας αλλάξει η ζωή τους, δόξα τω Θεώ.
Με τον πόλεμο που λέτε, πώς θυμάστε την έναρξη του πολέμου;
Του πολέμου; Αχ, εκείνο εκεί αγόρι μου. Είχαμε ένα... στον σταθμό, όταν έγινε ο πόλεμος, οι καμπάνες χτυπούσαν, πω πω! Οι καμπάνες χτυπούσανε, στο σχολείο ντυνόντανε στρατός. Το σχολείο μας ήταν οχτωτάξιο, είχαμε στην πέμπτη και στην έκτη διπλούς δασκάλους, πολλά παιδιά, και όσα παιδιά ήτανε πέμπτη-έκτη που βγήκανε από αυτούς τους δασκάλους, βολευτήκανε, με το Δημοτικό δουλειά πιάσανε, πολύ καλοί δασκάλοι ήταν. Ο ένας ήταν, Δανδαλίδης λεγότανε, την πέμπτη τάξη που είχε. Το θυμάμαι γιατί είχε μία κόρη σαν και μένα, μικρή. Ο άλλος ήτανε Καταπόδης, κάτω, από τη Λευκάδα. Ο Καταπόδης, το σχολείο μας τόσο ψηλό που ήτανε, διώροφο και ψηλά τα ταβάνια, και ανέβαινε τάκα τάκα τάκα τάκα και, όπως ήταν πίσω, τάκα τάκα γυρνούσε πίσω. Και λέγαμε: «Δεν θα πέσει αυτός; Πώς ανεβαίνει και κατεβαίνει;». Παιδιά ήμασταν εμείς τότε. Εμείς ήμασταν στο κάτω, ναι, σε μια αίθουσα. Και στην εκκλησία μαζεύανε επίταξη τα άλογα εκεί. Ντύθηκε ο στρατός, όλοι φεύγανε. Φύγανε, αρχίσανε, έγινε ο πόλεμος. Στρατό είχαμε στο σπίτι μας, σε όποια σπίτια μπορούσαν έβαλαν τον στρατό. Και στο σπίτι μας ήτανε, και ήτανε ένα παιδί από την Καβάλα, δεν θα το ξεχάσω, τον λέει: «Panik hayır», τουρκικά ήξερε αυτό, «Η Ρωσία», λέει, «θα μας γλιτώσει εμάς». Αυτός ήταν κομμουνιστής. Και ο μπαμπάς μου λέει: «Αχ, αγόρι μου, πόλεμος γίνεται, τι ξέρεις τι θα γίνει». Κι όμως, η Ρωσία με την Αμερική τα βρήκε και σταμάτησε ο πόλεμος. Αυτοί μας αφήσανε στους Αμερικάνους, οι Βουλγάροι σκοτώσανε τον βασιλιά τους, γυρίσανε με τη Ρωσία. Εκείνα τα μικρά κράτη, όλοι φύγανε από κει. Σε μας ήρθαν οι Βουλγάροι. Μας είχαν κατοχή στην Αδριανή. Αλεξανδρούπολη κατά κει ήταν και οι Γερμανοί. Αθήνα κατά κει ήταν Γερμανοί. Και λέγανε στη Θεσσαλονίκη είναι καλύτερα, και αποφασίσαμε να φύγουμε Θεσσαλονίκη. Ο μπαμπάς μου λέει: «Θα πάμε εκεί. Δίνεις κάτι λεφτά σε αυτούς που σε κάνουν». «Άμα μας σκοτώσει και πάρει όλα τα λεφτά μας», λέει, «τι γίνεται; Κάτσε εκεί που κάθεσαι». Έκατσε. Όταν έγινε η σφαγή της Δράμας, φύγαμε, Παζαρλάρ λέγεται, απάνω από το Δεμιρτζόγιαννη, και από κει ήταν ένα άλλο χωριό μέσα στο βουνό, στο δάσος. Ήτανε το πίσω μέρος το Κεχρόκαμπο. Εκεί έμεινε. Η άλλη μεριά ήταν η Καβάλα από το άλλο μέρος, από πίσω. Είχαμε έναν γραμματέα στο χωριό μας. Βγήκαμε στο Καβακλί, από κει στη Δεμιρτζόγιαννη, κι εκεί ήταν ένας, γερό στέλεχος. Όλοι μαζί μαζευτήκανε, από τους παλιούς που ήταν, φύγαμε, Γιάιλα λέγεται, στον κάμπο μέσα στο βουνό της Δεμιρτζόγιαννη, Περιστερώνα λέγεται αυτό το χωριό, κάπως έτσι. Εκεί κάναμε... καλύβια κάνανε, ό,τι είχαμε. Ένα βράδυ ήρθε ο μπαμπάς... Α, εκείνο ξέχασα να σε πω: Ο μπαμπάς μου λέει: «Αφού έγινε η σφαγή, θα ’ρθουν και στην Αδριανή». Λέει ο μπαμπάς μου στη μαμά μου –το σπίτι μας η μία μεριά μέσα στην αγορά, η άλλη μεριά ήτανε άδειο, ανοιχτός ο κάμπος, ήταν ένα ρέμα κι ερχόνταν ρέμα ρέμα κι έμπαινε στον κήπο μας–, λέει: «Κοίτα, το σύνθημά μου θα είναι», λέει, «θα ανάψεις ένα φως, ένα κερί» – τότε φως που είχε, κερί ή ένα δαδί. «Θα το ανεβάζεις, θα το κατεβάζεις», λέει, «θα καταλάβω ότι δεν είναι κανείς. Αν δεν δω φως», λέει, «θα καταλάβω ότι υπάρχουνε στο σπίτι ξένοι και δεν θα μπω». «Καλά», λέει. Εγώ με τη μαμά μου, τώρα, κουκουλωθήκαμε, στο παράθυρο περιμένουμε. Η μαμά μου το φως το ανεβάζει, το κατεβάζει, το ανεβάζει, το κατεβάζει. Ήρθε γωνία, γωνία, γωνία, γωνία, από το ρέμα ρέμα μπήκε μέσα στον κήπο, από τον κήπο ήρθε στο σπίτι. Και στον δρόμο όταν ερχόνταν, βρήκε κι ένα γαϊδουράκι στον δρόμο, κι ένα εμείς είχαμε. Και στα δύο έβαλε και στρώματα, αλεύρι, ό,τι μπόρεσαν, κι εγώ που ήμουνα πιο μικρή με έβαλαν κι εμένα στη μέση και φύγαμε εκείνο το βράδυ στο Καβακλή. Ούτε στο Παζαρλάρ δεν μείναμε, στο Καβακλί. Και την άλλη μέρα, φύγαμε απάνω εκεί. Από το Καβακλί και αυτός ήτανε, πολύ γερό κεφάλι, ήταν και αυτός, Καραπαναγιώτη τον λέγανε, ο γιος του ήτανε χρόνια δήμαρχος, ήτανε στις Κρηνίδες, πρόεδρος ήταν, δήμαρχος από όλα. Και εκεί κτίσαν τα καλύβια και μείναμε εκεί. Κατεβαίναν νύχτα οι γυναίκες στο χωριό, ψήναν τα ψωμιά. Κι ήρθε ένα αεροπλάνο από πάνω, γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει, κόσμος από την Καβάλα μεριά, μυρμήγκι, κόσμος από δω μεριά, μυρμήγκια ανεβαίνουνε. Γύρισε, γύρισε, σηκώθηκε έφυγε. Ήτανε... πολεμοφόδια είχαμε στον σταθμό. Το τρένο, το βαγόνι το αφήσανε εκεί. Αυτό έπαιξε η κατασκοπεία και ήρθε ένα αεροπλάνο. Το βομβάρδισε. Εκείνο πήρε φωτιά, να σκάζει, να σκάζει, να καίει, να καίει, να καίει. Έναν μήνα καιγότανε. Μπαρούτια είχε μέσα όλα. Και μείναμε εμείς εκεί, και είπανε δώσανε αμνηστία να κατέβουν τα γυναικόπαιδα. Ο μπαμπάς με έστειλε έναν γνωστό, δεν βασίστηκε, τον γραμματέα του χωριού μας: «Θα πας» –ένα παλικάρι ήτανε–, λέει, «Θα πας, θα μιλήσεις με το Γιοβανάκη», γιατί ήταν γραμματέας αυτός του χωριού. «Εάν θα σε πει να κατέβουν τα γυναικόπαιδα, θα κατέβουν. Πάνε ρώτα τον». Πήγε, τον ρώτησε. Λέει: «Να κατεβούνε άφοβα, μη φοβούνται, μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι άντρες ας μείνουν, πιο ύστερα θα τους πουν». Κατεβήκαμε εμείς, μετά ένα μήνα. Εμείς δυο μήνες μείναμε. Μετά ένα μήνα, ξανά είπανε: «Όλοι οι άντρες, όσοι είναι στα βουνά και έχουνε όπλα να τα φέρουνε, να παραδοθούνε». Τα μισά σ’ τα είπα, τα μισά τα ξέχασα. Τον στρατό που είχαμε στο χωριό μας, όταν εχάσαμε τον πόλεμο, αυτό το παιδί που σου είπα από την Καβάλα ήταν αξιωματικός. Του λέει του μπαμπά μου: «Θείο, panik», λέει, «χάσαμε τον πόλεμο. Τράβα το κάρο», λέει, «στην αποθήκη, να φορτώσεις αλεύρι, λάδια, ό,τι θέλεις, ρύζια, σαπούνια, ζάχαρη». Ο μπαμπάς μου το φόρτωσε, σε όλους ειδοποίησε. Ήτανε μια μεγάλη αποθήκη, δύο, για τον στρατό. Από κει, με το τσουβάλι, είχαμε εμείς ξεραντήριο, τα καπνά που ξεραίναμε, αλλά ήταν έτσι: σπρώχναμε, όχι στο χέρι, είχε βαγόνια, έτσι γραμμή είχε, απάνω στη γραμμή ήταν το βαγόνι, το ’σπρωχνες, έμπαινε μέσα. Εκείνο δύο, είχαμε δύο δρόμους. Τη μια μεριά, το ’κανε σαν δωμάτιο με καλαμπόκες, τα δεμάτια που ’χαμε, όμορφα από πίσω. Γιατί από τα πλάγια όλο ήτανε με πέτρα, κεραμίδι κλειστό, από πίσω κι από μπρος το έκλεισε με εκείνα εκεί, και κουβάλησε. Δυο φορές πήγε. Όλη στην Κατοχή δίχω[00:40:00]ς σαπούνι δεν μείναμε. Πόσες τενεκέδες λάδι, τι φαρίνα, αλεύρι, τι πράματα, ναι, από όλα. Και όταν μας είπανε, κατεβήκαμε εμείς. Κατεβήκαμε, μετά ένα μήνα, δώσανε αμνηστία, είπανε: «Οσοι άντρες...». Α, τότε που πήρε τα αλεύρια, τον λέει: «Πάρε και όπλα», λέει. Παίρνει ένα περίστροφο αγγλικό, ωραίο, ένα πιστόλι και δύο όπλα αγγλικά και έναν τενεκέ σφαίρες και ένα αντίσκηνο. Εκείνο το βράδυ με τον αδερφό μου –εμείς, η Αδριανή είναι απάνω, κάτω έχουμε κάτι πλατάνια που κατεβαίνει το νερό, εκεί στα Πλατάνια είχαμε φυτώρια–, στα φυτώριά μας νύχτα κατέβηκε με τον αδερφό μου, έσκαψε, σε εκείνο το αντίσκηνο τα τύλιξε, τα άφησε. Όταν έγινε η σφαγή της Δράμας, πήρε τον αδερφό μου, κατέβηκε εκεί, πήρε τα δύο όπλα, πήρε και σφαίρες και το πιστόλι, και τα άλλα τα άφησε εκεί, πάλι το ’κλεισε εκείνο, και έφυγε στο βουνό. Και είχε συνεννοηθεί με τη μαμά μου ότι «Αυτό και αυτό». Ήρθε ένα βράδυ, μας πήρε, φύγαμε. Και μετά, εμείς κατεβήκαμε. Είχαμε συναντήσει έναν ανιψιό, της ανιψιάς μας τον άντρα, στο Καβακλή. Εκείνος είχε μείνει, τότε έγινε η σφαγή, έμεινε σε ένα χωριό της Καβάλας. Και τον λέει: «Πώς ήρθες;». «Από βουνό σε βουνό ήρθα», λέει. «Όπλο τίποτε έχεις;», «Όχι», λέει. «Βρε θα σε καθαρίσουν σαν σκυλί εσένα», λέει. Παίρνει από τον αδερφό μου το όπλο και το δίνει σε αυτόνα, λέει: «Τουλάχιστον να μπορείς να προφυλαχτείς». Κι έτσι, φύγαμε απάνω, από κει κατεβήκαμε. Μετά ένα μήνα, κατέβηκε και ο μπαμπάς μου, παράδωσε και το όπλο που είχε και μείναμε στο σπίτι. Το πιστόλι, μετά, το είχε χρόνια στο σπίτι. Μετά, το πούλησε σε έναν δικό μας γνωστό. Σου λέει: «Τι θα το κάνω από δω και πέρα;», το ’δωσε.
Εκεί πάνω όσο ήσασταν ήταν δύσκολα η ζωή;
Αχ, αγόρι μου, μέσα στο δάσος, απάνω σε πυροστιές, φωτιά να ανάβεις σε πέτρες απάνω, να κάνεις φαΐ, νερό. Στου διαβόλου τη μάνα πηγαίναμε να φέρουμε λίγο νεράκι, αλλού, μέσα στα αυτά. Εύκολα δεν ήτανε, πάρα πολύ δύσκολα, πάρα πολύ δύσκολα. Κατεβήκαμε, ρίξανε εκεί, έπαιξε προπαγάνδα, το αυτό, το βαγόνι εκείνο. Όλος ο κόσμος από δω που ήτανε, όλοι κατέβηκαν πρόσφυγες κάτω. Ξέρεις τι, από το ποτάμι πέρα, γιατί είχαμε τη γέφυρα, το τρένο. Και λέγαμε: «Άμα κόψουν το τρένο, τη γέφυρα, θα μείνουν αυτοί κατά δω». Και όλους τούς κατεβάσανε, αυτοί όσοι ήτανε, κάτω στα χωριά. Το πιο πολύ σε μας, όποιος δεν ήθελε χίλια δυο τον λέγανε. Ήταν ορισμένοι που δεν θέλαν να βάλουν σπίτια τους. Εμείς στο σπίτι μας είχαμε τρία δωμάτια και τρεις οικογένειες είχανε πει. Και ο στρατός με είκοσι άτομα ήτανε. Είχαμε σάλα, ήταν τα δωμάτιά μας πέρα για πέρα τρία στη σειρά και η σάλα πέρα πέρα και από κάτω ήταν τα χαράπια: το αχούρι, τα άλλα, η αποθήκη όλα κάτω, όλο ήτανε. Και είχαμε και τον στρατό στο σπίτι. Περάσαμε πάρα πολύ δύσκολα χρόνια. Στο αλώνι, οι Βουλγάροι μάς παίρνανε όλο το σιτάρι. Αφήνανε είκοσι κιλά σιτάρι κατά άτομο για έναν χρόνο. Ούτε ένα μήνα δεν πάει είκοσι κιλά. Ξέρεις τι έφτιαζε ο μπαμπάς μου; Επειδή πέρασε πολλά, ήξερε, αγόρασε βαρέλια σιδερένια, μόλις αρχινούσε και ξεραινόντανε το στάχυ, στη μέση –γιατί είχαμε μεγάλα χωράφια, Τσαντάλ, Δοξάτο, Εφταλιά Γιολού, αυτά τα χωράφια ήταν όλα από οχτώ στρέμματα και έξι στρέμματα, μεγάλα– αυτά αρχινούσε από τη μέση. Είχαμε μία γυναίκα, είχε τρία παιδιά η καημένη. Τον άντρα της τον είχαν σκοτώσει οι Βουλγάροι. Και αυτήνα την έλεγαν Παρασκευή. Δεν θα την ξεχάσω, η θεία Παρασκευή. «Αμάν, panik, πασά», έλεγε, «τρία παιδιά έχω, που να ’ρθω εγώ». «Εσύ μη στεναχωριέσαι», την έβαζε στο κάρο, την έφερνε. Θερίζανε, τα στρώνανε όμορφα και, μετά το απόγευμα, απάνω στα κοφίνια, τα καπνά που βάζαμε, σιτάρι το έπαιρνε νύχτα, το πήγαινε στο Κεφαλάρι. Ο μύλος εκεί ήτανε, εκεί τα έκανε αλεύρι, τα έφερνε και τα βαρέλια που σε λέω τα σιδερένια, έσκαψε όλο το σπίτι. Από κάτω ήτανε χώμα, έσκαψε και τα έκρυψε εκεί. Εμείς μπομπότα δεν φάγαμε στην Κατοχή, αγόρι μου. Ήταν έξυπνος ο μπαμπάς μου, σε όλα μέσα ήτανε. Σε όλα μέσα ήτανε. Και ξέρεις τι φτιάζανε; Είχανε κάτι σίδερα και χτυπούσανε. Είχαμε μια γειτόνισσα, η κόρη της είχε παντρευτεί έναν Αρμένο και αυτός ήτανε αγροφύλακας. Και αυτόν τον παίρνανε μαζί τους. Μόλις ερχόταν εκείνος, τον έβαζε εκατό λέβια στην τσέπη του, τους έλεγε: «Εδώ τι θα βρείτε μωρέ, να, στάβλος είναι, αποθήκες είναι, τι έχει εδώ, δεν έχει τίποτα». Για να μη χτυπήσουνε, κατάλαβες; Άμα χτυπήσουν, θα το καταλάβουνε. Και έτσι, τους έπαιρνε και φεύγανε. Είχαμε τα ζώα, αγελάδες. Αν είχες τρία, το ένα σ’ το παίρνανε. Τα αφήναμε μέχρι δύο χρόνων, έλεγε ο μπαμπάς μου, πήγαινε στον πρόεδρο: «Αχ, απόψε τυλίχτηκε ο λαιμός του και ψόφησε το ζώο». Ψέματα, το έσφαζε, το φτιάζαμε καβουρμά, είχαμε καζάνια μεγάλα. Και τα κόκκαλά του τα έβαζε στο φούρνο, τα έψηνε, ύστερα τα βάζαμε στο φαΐ. Τον καβουρμά τον χειμώνα φτιάζαμε φαΐ, έβαζες και δυο κουταλιές... λάδια, όσο και να είχες, τελειώναν τα λάδια, πού να αγοράσεις λάδι, δεν είχε. Ζάχαρη δεν είχε, ζαχαρίνη είχε βγει. Με τη ζαχαρίνη έφτιαζες το τσάι σου άμα ήθελες. Ναι, αλλά και λεφτά; Εμείς, πάλι, στην Κατοχή τα καπνά δεν τα άφησε, βγάζαμε πάλι πολύ καπνό και δίχως λεφτά δεν μείναμε. Και όταν έχεις λεφτά, αγοράζεις ό,τι να ναι. Ερχόνταν αυτοί οι πρόσφυγαι από πάνω προς τα κάτω να ζητιανέψουνε. Τι να δώσεις; Δεν θα ξεχάσω ένα βράδυ, μια γυναίκα είχε σαραντίσει και είχε το παιδάκι της, είχε το μωρό στην αγκαλιά απάνω στο γαϊδουράκι. Μια βροχή! Μόλις είχαμε φάει. Ήρθε η καημένη γυναίκα, χτυπάει την πόρτα –η αυλόπορτά μας ήταν η μακριά, να, όπως είναι ο φράχτης μας πιο πέρα, πιο πέρα, ναι–, χτυπάει, ήτανε μανταλωμένη με μεγάλες πόρτες, λέει ο μπαμπάς μου: «Άντε, πάνε άνοιξε, αγόρι μου, να δεις ποιος είναι». Άνοιξε, τι να δει; Μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά, χάλια, με ένα γαϊδουράκι. Την πήρανε τη γυναίκα, την φέρανε απάνω, η μαμά μου έβγαλε τα δικά της τα ρούχα, την έδωσε, την έντυσε. Το μωρό το αλλάξαμε, στα σεντόνια το τύλιξαν. Η σόμπα, το τζάκι μέσα στο δωμάτιο που είχαμε –είχαμε και σόμπα και τζάκι– ανάψανε όλα. Δεν θα ξεχάσω, φαΐ είχαμε φάει και δεν είχε άλλο φαΐ, και τη λέει: «Θα σε κάνω μια τριφτίτσα», από αλεύρι, τίρμπα το λένε, τριφτίτσα. Όπως είναι ο τραχανάς, έτσι. Το έκανε, έβαλε και δυο κουταλιές καβουρμά μέσα η μαμά μου, και τουρσί είχαμε, και έφαγε η καημένη η γυναίκα, «Χίλια ευχαριστώ, χίλια». Πάρα πολλά πέρασε ο κόσμος αγόρι μου. Τότε... ψωμί από την πείνα. Δεν θα ξεχάσω, ένας πατριώτης μας, δύο μέτρα μπόι, ο άνθρωπος πέθανε. Εκείνη την ημέρα η μαμά μου είχε ανάψει τον φούρνο και έκανε λαγάνες. Όταν έφτιαζε λαγάνες, έβαζε μέσα με σπανάκι, κρεμμυδάκια, έσπαζε και αυγά και τα έφτιαζε λαγάνες, πίτες για να φάνε πιο νωρίς. Έρχεται ο μπαμπάς μου, λέει: «Να ξέρεις», λέει, «δεν έχουνε τίποτα», λέει, «Είναι δέκα άτομα, οκ[00:50:00]τώ παιδιά έχει, και δύο αυτοί δέκα. Τίποτα». Και στο χωράφι δουλεύουν οι εργάτοι, η μαμά μου μαγείρεψε το φαΐ και θα στείλει... Είχαμε έναν χαλκό, το καπάκι έτσι περνούσε, έναν τενεκέ, νερό έπαιρνε εκείνο. Φακές μαγείρευε. Από κείνο το φαΐ, μια καστανίτσα είχαμε τσίγκινη, σε εκείνο το γεμίζει. Με βάζει και τρεις-τέσσερις πίτες, τις λαγάνες, τα πήρα, τα πήγα. Ο άνθρωπος, έτσι ένα σώμα, πρησμένος. Έφαγε και το απόγευμα πέθανε. Χτύπησε η καμπάνα, η μαμά μου άρχισε να κλαίει. «Αν δεν το στέλναμε, δεν θα πέθαινε, θα ζούσε». Ο μπαμπάς μου έτσι την είπε: «Σοφία», είπε –Σοφία τη λέγαν τη μαμά μου– «μη στεναχωριέσαι. Να χαίρεσαι», είπε. «Ό άνθρωπος νηστικός δεν έφυγε», είπε, «χορτάτος έφυγε τουλάχιστον». Πάρα πολλά είδαν τα μάτια μας αγόρι μου, πάρα πολλά! Έβγαινα εγώ με το ψωμί το σιταρίσιο στα χέρια μου, η άλλη είχε μπομπότα. Την έλεγα να σε δώσω εγώ λίγο από το δικό μου κι εσύ δώσε μου μπομπότα. Για να φάει και εκείνη από το σιταρίσιο. Τι δεν είδαν τα μάτια μας αγόρι μου, τι.
Να σας ρωτήσω κάτι κυρία Αναστασία. Πριν τους Βουλγάρους πέρασαν καθόλου οι Γερμανοί;
Σε μας; Όχι.
Καθόλου.
Όχι, όχι, όχι. Οι Βουλγάροι ήρθαν κατευθείαν. Και ότι είχαμε και δεν είχαμε μέσα στα σπίτια τα παίρνανε. Μηχανή ήθελες, ό,τι καλό πράγμα το έβλεπαν το παίρναν. Ποιος μπορούσε να μιλήσει; Κανένας. Αχ, αγόρι μου.
Ήρθαν και μείναν Βούλγαροι και στο χωριό;
Τέσσερα χρόνια, ναι. Κοίτα τι έγινε: Η σφαγή της Δράμας δεν έγινε τυχαία, ήτανε συνεννοημένοι όλοι οι κομμουνισταί να κάνουν επανάσταση. Δράμα, Καβάλα, Σέρρες αυτοί συνεννοημένοι ήτανε και σκοτώσανε τους χωροφυλάκους που είχανε στο χωριό μας και τον πρόεδρο, έξι άτομα, και είχε έναν λάκκο, ασβέστη είχανε σβήσει, πήγαν τους ρίξανε εκεί. Σε μας εκεί αυτό κάνανε. Αλλού πώς, τι κάναν, δεν ξέρω. Όταν πέσανε οι ριπές, ο μπαμπάς μου σηκώθηκε. «Τι έγινε;», λέει. Είχαμε δίπλα μας ένα χαμηλό σπιτάκι, μία οικογένεια ήτανε, Φωκίων τον λέγανε. «Φωκίων, oğlum, τι γίνεται;», λέει – Φωκίων, αγόρι μου. Λέει: «Θείο, panik», λέει, «θα ’ρθει η Ρωσία θα μας γλιτώσει». Δεν θα την ξεχάσω την κουβέντα. Έτσι έκανε: «Εδώ έφερα δύο παιδιά», είπε, «και αυτά εδώ θα τα χάσω», είπε. «Να σας βράσω», είπε. Εκείνο το βράδυ, σηκώθηκε, κατέβηκε, έφυγε, και την άλλη μέρα, που είχε συνεννοηθεί με τη μαμά μου –οι Βούλγαροι δεν είχαν έρθει ακόμα στην Αδριανή–, το άλλο βράδυ, κατέβηκε ο μπαμπάς μου, μας πήρε και φύγαμε στο Καβακλή και από κει απάνω, εκεί. Και τέσσερα χρόνια τους είχαμε στο κεφάλι μας, αγόρι μου. Μετά, έφυγαν αυτοί, βγήκε ο Εμφύλιος, σκοτώθηκαν τα αδέρφια αναμεταξύ τους. Δεν τα βρίσκουνε, γιατί βρε, γιατί; Τι θα πει κομμουνιστής, τι θα πει; Να, είδαμε τα χάλια τους. Με το κουπόνι ήταν το ψωμί. Εμείς, τουλάχιστον, είχαμε την ελευθερία, ό,τι θέλεις δούλεψε και κάνε. Τι να πω; Τον Μίκη Θεοδωράκη πολύ τον λυπήθηκα, άνθρωπος ήταν, αγωνιστής, αγωνιστής ήταν αγόρι μου. Δεν θα διαλέξεις κόμματα, όχι. Όλοι είμαστε αδέρφια. Μπορείς; Βοήθησέ τον. Δεν μπορείς; Μην τον σπρώχνεις πιο πέρα. Είναι ορισμένοι... να τους σκοτώσουν και να πάρουν ό,τι... Γιατί βρε αγόρι μου; Δούλεψε. Κανένας σε πειράζει; Εγώ, δουλέψαμε αγόρι μου, τίποτα δεν είχαμε στην κρεβατοκάμαρα, τι μπορείς να ’χεις; Έτσι χωρίσαμε από τα πεθερικά μου. Ήταν ο άντρας μου τόσο κουβαλητής και ζήσαμε ζωή και δεν υποχρεώθηκα σε κανέναν να πάω να πω «Δώστε με μία χούφτα αλεύρι είτε ένα κομμάτι ψωμί». Δεν με άφησε. Την ημέρα δούλευε, όλη τη νύχτα ψάρευε. Τότε τα ψάρια ποιος μπορούσε να τα πάρει, να τα φάει; Πέντε δραχμές το κιλό. Ήτανε κάτι παιδιά και τα έλεγε: «Θα ’ρθείτε». Είχε [Δ.Α.]. Τα ’κοβε εκείνα, τα περνούσε εκεί μέσα οκάδες οκάδες κι έλεγε στα παιδιά: «Από μισή δραχμή θα σας δώσω στην οκά» – τότε οκάδες ήτανε. Τα πουλούσανε τα παιδιά και φέρνανε τα λεφτά, τους έδινε. Και με λέει το παιδί: «Αχ, θεία», λέει, «πόσες φορές με έδωσε», λέει, «να τα πάω στο σπίτι ψάρια κι εκείνα τα πούλησα για να πάρω μια δραχμή παραπάνω στο σπίτι». Ορφανά ήταν και αυτά, τον μπαμπά τους τον είχαν σκοτώσει. Η καημένη η γυναίκα με τέσσερα, τρία ήτανε και ένα είχε στην κοιλιά, τέσσερα παιδιά. Τι είδαν τα ματάκια μας, αγόρι μου.
Όσο ήταν οι Βούλγαροι, βγήκανε από το χωριό πάνω στο βουνό αντάρτες μετά;
Πώς δεν βγήκανε, βγήκανε, βέβαια. Είχε ο μπαμπάς μου έναν βαπτιστικό, ήτανε στο βουνό, είχανε βγει στο βουνό. Ύστερα, τα αντάρτικα κατέβηκαν. Ο Αντών Τσαούς, αυτός εδώ που ήτανε. Αυτόν οι κουμουνιστές θα τον σκοτώνανε καλέ. Είχανε κάνει μία... αυτοί οι Άγγλοι, ρίξανε κάτι λεφτά –και αυτοί εκεί ήτανε–, λίρες. Τα πήραν τα μισά, δεν ξέρανε πού ήταν ο Αντών Τσαούς, αν ξέραν θα τον σκοτώνανε. Και έτσι, ύστερα όταν έμαθαν, χώρισαν τα τσανάκια τους. Και είχε γίνει, όταν κατέβηκαν, ο Εμφύλιος ο πόλεμος. Δεν θα το ξεχάσω. Η Αδριανή ήτανε με τους εθνικιστές, απάνω από τον σταθμό, η Δράμα ήτανε οι εθνικισταί. Η Καβάλα ήταν οι κομμουνισταί. Κατάλαβες; Και τώρα αυτοί, όταν θέλανε να περάσουνε, είχε έναν δρόμο απάνω από τον σταθμό, από κει το παιδί έχασε τον δρόμο, κομμουνιστής ήτανε –πού πήγαινε;– και ο μπαμπάς μου, έτυχε, όργωνε. Λέει ο μπαμπάς μου, τον βλέπει, τον σταματήσανε δύο, τον κατεβάσανε, πήγε κοντά τους. «Θα το σκοτώσουν το παιδί», λέει ο μπαμπάς μου, «Κοιτάξτε εδώ» –άνθρωπο δεν άφησε να ματώσει η μύτη, σε τέτοιο σχέδιο δεν σκότωσαν κανέναν στο χωριό– «Κοίταξε, αγόρι μου», λέει, «Σήμερα, άμα σκοτώσετε εσείς αυτούς», λέει, «αύριο θα ’ρθουν αυτοί», λέει, «θα σκοτώσουν εμάς. Δεν θα το πειράξετε το παιδί». Και το παιδί ήτανε από το Δοξάτο. Έλα, έλα, το παιδί καταλάβαινε τούρκικα. Χριστούγεννα μέρα, οι κουμουνισταί είχανε τα εννιά της Αδριανής, όλα τα είχανε πιάσει. Τον πήραν τον μπαμπά μου γιατί ήτανε ξακουστός. Τον πήραν τον μπαμπά μου, τον πήγαν στο Δοξάτο. Το παιδί εκεί ήτανε. Όταν τον είδε, τον γνώρισε, τον λέει: «Παππού, θέλεις ένα τσάι να σε φέρω;». Χειμώνας καιρός. Από το τραπέζι τον σήκωσαν τον άνθρωπο. «Ναι», λέει. Η μαμά μου γνώριζε έναν στο χωριό μας μέσα, Τριανταφυλλίδης λεγόντανε αυτός, ήταν ο πρόεδρος του χωριού με τους κομμουνιστάς, κομμουνιστής ήταν, και η οικογένεια του όλη. Πάει και λέει: «Αυτό και αυτό». Α, πρώτα να σε πω το άλλο: Αυτόν τον άνθρωπο, όταν ήταν οι εθνικισταί στο χωριό τον πιάσανε, τον Τριανταφυλλίδη τον γέρο –γέρος δεν ήταν τότε, νέος ήτανε–, και τον έπιασε ένας μεθυσμένος, να τον πω, ένας άχρηστος και τον πήγε σε ένα bodrum και τον έδειρε τον άνθρωπο. Και τον τυλίξανε σε μια προβιά, σφάξανε ένα πρόβατο και τον τυλίξανε τον άνθρωπο στην προβιά. Ο μπαμπάς μου, αυτό όταν το έμαθε, έτρεξε. Τον λέει τον βαφτιστικό του, καπετάνιος εκείνος ήτανε: «Τι κάνεις;», λέει, «Ο τρελός αυτό και αυτό έκανε, κι εκείνοι αύριο όταν θα ’ρθουν», λέει, «θα μας καθαρίσουν όλους». Εκείνον τον πήρε, ένα καλό ξύλο τον έδωσε, «Φύγε», λέει, «δεν θέλω να σε ξέρω[01:00:00]». Κι εκείνο το τίμησε ο άνθρωπος. Όταν έγινε έτσι και τον πήραν τον μπαμπά μου, η μαμά μου πήγε σ’ αυτούς, λέει: «Αυτό και αυτό: Τον άντρα μου τον πήραν, τον πήγαν στο Δοξάτο». Ο άνθρωπος καβάλα το άλογο και πήγε. Πήγε εκεί, αλλά το παιδί καλά τον περιποιήθηκε, και λέει στους άλλους: «Κοιτάξτε», λέει, «μην τον πειράξετε αυτόν τον άνθρωπο», λέει, «έχει έναν βαφτιστικό, καπετάνιος», λέει. «Αυτόν άμα τον πειράξετε, καήκαμε», λέει, «όλο το χωριό θα μας το κάψει», λέει. «Αυτός δεν άφησε μύτη να ματώσει στο χωριό». Κι έτσι, τον αθώωσαν τον μπαμπά μου και ήρθε ο μπαμπάς μου στο σπίτι, και το παιδί τότε τον είπε: «Δεν με γνώρισες, θείο», λέει, είμαι εγώ», λέει, «που με γλίτωσες εκεί». Κάν’ το το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό που λένε, αυτό είναι. Αν ήταν ένας άλλος, μπορούσε να τον δείρει κιόλας. Σου λέει: «Τέτοιος είσαι», ένας βάρβαρος θα το έφτιαζε. Αλλά το παιδί είχε φιλότιμο, τον γνώριζε και τον γλίτωσε, ένα καλό. Μπορείς να κάνεις καλό, αγόρι μου, στη ζωή σου; Κάν’ το. Κακό μην κάνετε ποτέ, μην πειράξετε άνθρωπο. Βοήθησέ τον, αν μπορείς, άμα δεν μπορείς, μην τον πειράζεις, άστονα. Έτσι διδαχτήκαμε εμείς αγόρι μου, δεν ξέρω. Τι είδαν τα ματάκια μας αυτά, αυτά τα ματάκια μας. Αδέρφια, ο ένας ο αδερφός ήταν κομμουνιστής, ο άλλος ήταν εθνικιστής, τον σκοτώσαν τον άνθρωπο. Η γυναίκα ήτανε από τον Βόλο, η γυναίκα του, την είχε γνωρίσει φαντάρος που ήταν. Πήρε και τα παιδιά του κι έφυγε, δύο κορίτσια και ένα αγόρι είχε. Εκεί, γειτονιά, μια πόρτα ήμασταν. Τι δεν είδαν τα ματάκια μας, τι δεν είδανε. Και την Κατοχή είδαμε και τον πόλεμο είδαμε και τον Εμφύλιο είδαμε, όλα τα είδαμε γιαβρίνα μου. Όλα.
Εκεί οι Βούλγαροι όταν φύγανε, στην απελευθέρωση, πώς ήτανε τα πράγματα;
Ε, να, σου λέω, φύγανε δεν φύγανε οι Βουλγάροι, έγινε ο Εμφύλιος για.
Κατευθείαν.
Ναι, βέβαια. Και όταν είπε ο Φωκίων –Φωκίων τον λέγανε–, ο γείτονάς μας, «Θα ’ρθουν, η Ρωσία θα μας γλιτώσει», «Αχ», ο μπαμπάς μου έτσι είπε: «Αχ, γιαβρούμ πλάνης πλανείται. Τούρκικα είπε: [Δ.Α.], «Δύο φιντάνια έφερα, κι αυτά εδώ θα τα...». Γιατί έχασε τα παιδιά του στην Τουρκία, και τη γυναίκα του τη σφάξανε και τρία παιδιά. Και πάντα τα έψαχνε με τον Ερυθρό Σταυρό και τη Γαλλία, γιατί λέγανε οι Γάλλοι πήρανε παιδιά, ξέρω γω. Μέχρι τη Γαλλία, και πού δεν έψαξε ο άνθρωπος. Και εδώ ξέρεις τι μας έλεγε; «Όπου θα ακούσετε Χατζησαββίδης, να ξέρετε είναι από το σόι το δικό μου». Ο μπαμπάς μου ήτανε τρία αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Από τα κορίτσια καμία δεν ήρθε και από τα αγόρια κανένας, μόνο ο μπαμπάς μου έζησε και ένας ανιψιός του. Και ένας, του ξαδερφού του ο γιος, κι αυτός ανιψιός. Αυτοί ήτανε. Ο ένας ήτανε εδώ στη Στέρνα κατέβηκε, απάνω από τη Στέρνα, ένα χωριό εκεί, ο άλλος ήτανε στην Αδριανή, είχε παντρευτεί μία εντόπια και τον είχε εκεί.
Τον μπαμπά σας που λέτε που τον πιάσαν και τον πήγαν Δοξάτο, γιατί τον πιάσανε;
Επειδή ήτανε εθνικιστής, είχε τον βαφτιστικό του, καπετάνιος, για αυτό. Τότε οι κομμουνισταί δεν χαρίζανε. Αλλιώς θα τους σκοτώνανε, εάν δεν ήτανε ο Τριανταφυλλίδης και αυτό το παιδί που τον φέρθηκε έτσι, θα τον σκοτώνανε.
Αυτός ο Τριανταφυλλίδης πότε ήτανε πρόεδρος δηλαδή;
Τότε επί κομμουνισμού, με τον Εμφύλιο. Κοίτα, όταν φεύγανε οι εθνικισταί και ερχόνταν οι κομμουνισταί, αυτόν τον είχανε πρόεδρο. Ύστερα, ένα βράδυ, αφού καταλάβανε ότι... Είμαστε κακοί άνθρωποι, βρε. Ήτανε ένας, Τομπέσας; Όχι, μωρέ πώς τον λέγανε; Βουλγάρικο όνομα είχε, και είχε κάνει ένα σπίτι μέσα στην Αδριανή, τριώροφο, και είχε παντρευτεί μία εντόπια. Είχε και τη μάνα του, παλιά. Και δεν είχανε παιδιά αυτοί. Ύστερα, πήρανε ένα κοριτσάκι, δικιά μου ηλικία, Φραξούλα. Η μάνα του ήτανε εκατό χρόνων, στο κρεβάτι. Αφού κατάλαβε ότι χάνεται ο πόλεμος, κατέβηκε να πάρει τη γυναίκα του. Τη λέει: «Ετοιμάσου, αύριο το βράδυ θα ’ρθω να πάρω το παιδί και σένα». «Τη μάνα σου;», «Τη μάνα μου άστηνα», λέει. Η γυναίκα του δεν ήθελε να φύγει στη Βουλγαρία, σου λέει κομμουνισμός είναι εκεί. Το άλλο βράδυ, η γυναίκα πήγε, κρύφτηκε στα αδέρφια της. Αυτός κατέβηκε, δεν τη βρήκε. Δίνει φωτιά το σπίτι, τριώροφο, από κάτω είχε φαρμακείο, κουρείο, υφασματοπωλείο, τριώροφο σπίτι, το πιο ψηλό σπίτι ήταν μες στο χωριό, αφού ο λέλεκας έκανε φωλιά εκεί, για να καταλάβεις. Και ήρθε, το ’δωσε φωτιά και, μέχρι να ’ρθει η πυροσβεστική, κάηκε και η μάνα του, κάηκε και το σπίτι, από τη Δράμα μέχρι να ’ρθούνε. Και η γυναίκα δεν έφυγε, γλίτωσε και το κορίτσι, μαζί με τη μάνα του έμεινε εδώ.
Υπήρχαν, δηλαδή, από το χωριό κόσμος που με τους Βούλγαρους τα είχε καλά;
Ουου, πόσοι Χαφιέδες, αχ, αγόρι μου. Έλεγαν για σένα ότι έχεις εσύ αυτά, να πάει να τα πάρει. Πόσα τέτοια. Σε λέω, του κουμπάρου μας, επειδή τον είχε και ήτανε της γειτόνισσάς μας, της κοπέλας ο άντρας, αυτός Αρμένος ήτανε και είχε κλείσει με τους Βούλγαρους, και μόλις ερχόνταν να ψάξουνε, τον έβαζε τα εκατό λέβια στην τσέπη του και τον έλεγε... Ο πρόεδρος που ήτανε του χωριού μας ήξερε τουρκικά, Πομάκος ήτανε. Και ο μπαμπάς μου τούρκικα ήξερε. Όταν, ας πούμε, το ζώο γινόνταν δύο χρόνων, πήγαινε τον έλεγε: «Δεν ξέρεις τι έγινε, αχ φίλε. Αυτό και αυτό. Μπερδεύτηκε, έσπασε το πόδι του, τι να το κάνω, το ’σφαξα». Καλά έκανες, τον έλεγε. Εκείνος, ήξερε, καταλάβαινε ο άνθρωπος. Είχε ένα κομπολόι σεντεφένιο, πολύ κομπολόι, και το δώρισε σε αυτόνα, στον Βούλγαρο τον πρόεδρο. Είχαμε μία βαφτιστικιά που παντρεύτηκε Βούλγαρο. Μια όμορφη κοπέλα, και εκείνος, όμως. «Κοίτα νονά», είπε, «όταν κάθεται στο τραπέζι...» – τους εκάναμε τραπέζι, έκανε πρώτος την προσευχή του. Χριστιανοί ήτανε αυτοί, οι Βουλγάροι είναι χριστιανοί, ναι. Έφυγε, το παιδί, το σκοτώσανε επειδή δεν ήτανε κομμουνιστής, την κοπέλα, ύστερα, την πήρε ένας από δω, από τα δικά μας τα μέρη, τη βασάνισε πάρα πολύ την κοπέλα, τα μαθαίναμε μετά που ήξεραν άλλοι. Και άλλους, αφού με το μάζεμα που εφτιάζαν τα βράδια, νύχτα που ερχόνταν τα παιδιά, μια κοπέλα και μια, της Μαρίας την κόρη, δύο. Δυο κορίτσια τα πήρανε μαζί τους και μία παντρεμένη, είχε δύο κόρες και ένα άρρωστο παιδί, και αυτή – του Τριανταφυλλίδη που σε λέω, η μεγαλύτερη η κόρη του είχε φύγει στη Βουλγαρία. Στα τελευταία, που καταλάβανε ότι χάνεται το αυτό, τότε έφυγαν στη Βουλγαρία. Και μετά, πόσα χρόνια μετά. Τι να πω, αγόρι μου, τι να πω; Το ψωμί ψωμάκι το λέγανε οι άνθρωποι. Ζητιάνευαν, τότε δίναμε αλεύρι, ή ψωμί ή αλεύρι. Λεφτά πού να δώσεις; Και έλεγε η μαμά: «Μην τύχει και βάλεις κανέναν μέσα. Κάτω στα σκαλοπάτια όποιος θα ’ρθει και έχουμε και φαΐ, βάλ’ τον ένα πιάτο φαΐ, και λίγο ψωμί να φάει. Στα σκαλοπάτια κάτω τον έβαζα. Κάτσε έλεγα να σε φέρω λίγο φαΐ να φας, όχι απάνω. Πολλά είδαν τα μάτια μας αγόρι μου, πάρα πολλά. Δ[01:10:00]εν έφταναν όλα, φύγαμε και στη Γερμανία, αφήσαμε και τα παιδιά μας εδώ και εκεί. Δόξα τω Θεώ δεν μας προσβάλλανε. Καλά παιδιά βγάλαμε στην κοινωνία, αξιοπρεπέστατα, ναι, να ’ναι καλά. Και ο άντρας μου καλός άνθρωπος ήτανε, πολύ καλός.
Να ρωτήσω κάτι, που είπατε ότι σκεφτήκατε να φύγετε για Θεσσαλονίκη όταν ήρθαν οι Βούλγαροι. Άλλοι από το χωριό φύγανε;
Από το χωριό δεν φύγανε. Ύστερα, είχαμε ετοιμαστεί να φύγουνε στην Αυστραλία, μετά, που είχαν καταλαγιάσει τα πράγματα και ήμασταν έτοιμοι. Ήταν και άλλες οικογένειες, όλοι μαζί θα φεύγαμε. Τι έγινε, τι δεν έγινε, ένας είπε δεν πάω, ο άλλος είπε δεν πάω και έτσι μείναμε, ενώ θα φεύγαμε για την Αυστραλία. Και ο μπαμπάς μου είπε: «Ας πάμε να δούμε τι θα γίνει κι εκεί», είπε, «Ήρθαμε στον τόπο μας σαν Έλληνες και δεν μπορείς να ζήσεις». Ενώ εργατικός ήτανε, έξυπνος ήτανε, το μυαλό του δούλευε. Ποτέ δίχως χροναίο υπάλληλο δεν σταματούσε. Πολλές φορές και δύο είχε. Τον έπαιρνε από τον Αϊ- Δημήτρη – από τον Αϊ-Γιώργη το Πάσχα μέχρι τον Αϊ-Γιώργη τον Σεπτέμβρη έναν και τον άλλον χροναίο. Είχαμε ιδίως έναν, πέντε χρόνια τον είχαμε. Και γαμπρό από το σπίτι μας τον βγάλαμε. Και έγινε και κουμπάρος και βάπτισε και δύο παιδιά του. Ο γιος του είναι στην Αυστραλία, του κουμπάρου μας. Είχαν έρθει πρόπερσι – αχ, Ο Γιάννης! Α ρε χρόνια. Τι είδαν τα ματάκια μας, αγόρι μου, τι είδανε!
Άρα, στο σπίτι με τον μπαμπά μιλούσατε τούρκικα;
Ναι. Κοίταξε, με τον μπαμπά μου μιλούσαμε τούρκικα. Τη μαμά μου την είχαμε μάθει εςλληνικά. Αλλά, αυτό είπα όταν πήγα στη Γερμανία, αν ήξερα τα ελληνικά της μαμάς μου, διερμηνέας θα γινόμουνα. Αντί να πει «δώσ’ το», «τώστο», «τώστο». «Δώσ’ το» δεν μπορούσε να το πει, κατάλαβες; Την είχαμε μάθει, τηνε λέγαμε, και όταν μιλούσαμε και λέγαμε κάτι, έλεγε ο μπαμπάς μου: «Ε καλά, τι, σε μένα τον τρελό τι θα μιλήσετε; Τουρκικά;», δηλαδή παραξευόνταν. «Μπαμπά», έλεγα, «να μάθει η μαμά ελληνικά. Εσύ δεν μπορείς να μάθεις». Κι ένα αστείο έφτιαζε, έλεγε: «Άμα θα ’ρθει ο Μιχαήλ Αρχάγγελος και με μιλήσει ελληνικά, θα του πω: “Καλά καλά”, θα με πάρει. Αλλά αν με μιλήσει τουρκικά, θα το φέρω βόλτα, θα τον ξεγελάσω», έλεγε. Είχε αστεία, είχε καλαμπούρια.
Στη Γερμανία πότε πήγατε;
Το ’63, αρχές Σεπτέμβρη έφυγε ο άντρας μου κι εγώ το ’64, Μεγάλη Εβδομάδα. Και μείναμε είκοσι τρία χρόνια. Πήγαμε για λίγο καιρό. Κοίταξε, αγόρι μου, τότε οι γονείς σκληροί ήτανε. Τόσο οικόπεδο, τόσο αυτό, δεν έλεγε να δώσω ένα οικόπεδο να χτίσει το παιδί μου, δίπλα μου να είναι. Θυμώνανε, και με τον θυμό που φτιάζανε, σε ’βγάζαν έξω και ό,τι θες πάνε κάνε. Και εδώ φυσικά χωράφια δεν είχε. Η Αδριανή έχει πολλά χωράφια. Στον κλήρο μας, είχαμε εμείς σαράντα τόσα χωράφια και πόσα ύστερα αγόρασε ο μπαμπάς μου. Εδώ ήταν όλος ο κλήρος δεκαεφτά στρέμματα. Ο ίδιος θα το δούλευε ή στα παιδιά του θα ’δινε; Δύσκολα ήτανε. Το πιο ευλογημένο χωριό είναι εδώ, στο Τρίγωνο Παρανεστίου. Ξέρεις γιατί; Και αυτοί που ήρθανε όλοι... Αυτό εδώ δεν είχε ένα σπίτι. Ένα σπίτι κει απάνω ήτανε ένα παλιό τουρκόσπιτο, το είχε η χανούμισα από το... Μεσοχώρι. Το Μεσοχώρι το λέγανε Μεγάλο Τσιφλίκι και αυτό Μικρό Τσιφλίκι, κατάλαβες; Και έμνησκε εκεί, κι εδώ τα δούλευε τα χωράφια, είχε τους εργάτες. Ερχόνταν, εδώ έμενε, αυτό ήτανε κάμπος. Όταν ήρθανε τα πεθερικά μου και το είδανε, είπανε: «Τα χωράφια σπίτια κάνουν, τα σπίτια χωράφια δεν κάνουν». Σε όλα τα μέρη που είδαν, είχε σπίτια, άλλα χωράφια τέτοια δεν είχε. Βάζανε καπνά. Με εκείνα τα δεκαεφτά στρέμματα που είχανε, βγάζανε και το ψωμί τους και τον καπνό τους. Αυτά τα σπίτια, αυτό εδώ το κάναμε προέκταση εμείς. Από κει, εκείνο όλο το διώροφο, το έχτισε, το ’35 το τελείωσε. Και όλη η ξυλεία είναι σουηδική ξυλεία. Όταν έκανα αλλαγή τα κεραμίδια, ο μάστορας ξέρεις τι με είπε; Ένα ξύλινο δοκάρι δεν σάπισε. Καινούργιο στέκεται έτσι όπως είναι. Οι πόρτες ξύλινες, τότε με χρυσά χερούλια τα έκανε. Ήξεραν οι άνθρωποι αλλά δεν μπορούσανε. Ήταν νοικοκύρης ο πεθερός μου, πολύ νοικοκύρης, εργατικός, δεν ήξερε να πάει να πάρει το βερεσέ. Κι εμείς το βερεσέ δεν το είχαμε στο χωριό, στο σπίτι μου. Πήγαινε στη Δράμα ο μπαμπάς μου, τραβούσε το κάρο και πήγαινε στο εμπορικό κατάστημα, οι μπακάληδες που ψωνίζουνε, στο μεγάλο. Έπαιρνε δέκα δοχεία λάδι. Και τι λάδι έπαιρνε, ξέρεις τι έλεγε; «Midilli Adası», Μυτιληνιώτικο λάδι, το καλύτερο ήτανε τότε. Εκείνο το λάδι έπαιρνε. Πετρέλαιο ήθελες, φαρίνα ήθελες; –γιατί αλεύρια είχαμε εμείς δικά μας– ζάχαρη, σαπούνια, ρύζια, σταφίδα με το τσουβάλι, ρέγκα με την κάσα, κολιός στρόγγυλο μεγάλο κουτί, εκείνη τη λακέρδα δεν τη βρίσκουμε, δεν έχει. Το ’παιρνε ολόκληρο ψάρι, αρμυρό ήτανε παστωμένο, και το κόβαμε φέτες φέτες. Είχε ένα σανίδι, το ’κοβε φέτες φέτες και το τρώγαμε. Το ψάχνουμε αλλά πού να το βρούμε τώρα; Μόνο σε κουτάκια με λάδι που έχει. Είχαμε, είχαμε καλή ζωή, είχαμε. Όποιος ήταν νοικοκύρης... και τώρα ακόμα αγόρι μου. Μη σε γελάσει κανείς. Άμα δουλέψεις και ξέρεις το κουμάντο σου, θα ζήσεις. Πήρες δέκα, ξόδεψε τα τρία και τα άλλα κράτα τα. Όχι να ξοδέψεις και τα δέκα και χρεωμένος να είσαι. Δεν γίνεται αυτό, δεν γίνεται, αγόρι μου καλό.
Για τη Γερμανία την απόφαση ήτανε δύσκολο να την πάρετε;
Μόνο δύσκολα; Πέμπτη τάξη Δημοτικό πήγαινε η κόρη μου και δευτέρα τάξη Γυμνάσιο ο γιος μου. Αχ, αγόρι μου. Δεν θα πηγαίναμε εμείς, εμείς λεφτά είχαμε. Δεν φύγαμε για να κάνουμε λεφτά. Επειδή δεν μας έδινε οικόπεδο, δεν μπορούσαμε να ζήσουμε. Όλα τα παιδιά του φύγανε, τέσσερα δωμάτια απάνω και τέσσερα κάτω. Και σε ένα δωμάτιο μέσα ήμουνα. Δεν έλεγε: «Αυτό το παιδί μου εδώ κοντά, μείνε, με βοηθάει, να το δώσω και ένα άλλο δωμάτιο να μπορέσει να ζήσει». Σκληροί άνθρωποι ήτανε, πώς να σου πω, ναι. Αλλά εγώ δεν το έκανα αυτό. Όταν αρρώστησε, κατέβηκα, στο ΑΧΕΠΑ στο νοσοκομείο τον βρήκα, τον περιποιήθηκα, από κει τον πήραμε, τον πήγαμε σε κλινική, την κλινική την πληρώναμε, δεν ξέρω πόσες χιλιάδες την ημέρα, γιατροί όλοι, και τον κάναμε καλά. Έκανε ακτινοβολίες, το φέραμε, μια χαρά το φέραμε. Και συγγνώμη έλεγε στα παιδιά του, σε μένα, στον άντρα μου. «Συγχωρέστε με παιδιά», έκλαιγε και το ’λεγε ο καημένος. Εγώ, δεν είπαμε, «Δεν μας υπολόγισες, μας έδιωξες, κι εγώ δεν θα γυρίσω», όχι, αυτό δεν μπορούσα να το κάνω, αγόρι μου, δεν είναι ωραίο. Και γείτονας να είναι, σε έκανε κακό, μπορείς, κάν’ τονα πάλι καλό. Δεν θα χάσεις τίποτα στη ζωή σου, όχι αγόρι μου. Ό,τι μπορείς στη ζωή σου, να ξέρεις να κάνεις κουμάντο τα λεφτά σου, να ξέρεις να φερθείς στη γυναίκα σου. Η γυναίκα, άμα της φερθείς καλά και είναι άνθρωπος, θα το εκτιμήσει αγόρι μου. Είναι ορισμένοι, αλλού θυμώνουν και ξεσκάν... Τι φταίει η γυναίκα; Ύστερα, είναι γυναίκες που μάθανε αλλιώς στα σπίτια τους, να[01:20:00] παίρνουνε, να ντύνονται, μπορείς να τη δώσεις να καταλάβει; Ξέρεις τίποτα; Εμείς έχουμε τώρα αυτά τα λεφτά. Πρέπει να κοιτάξουμε να πορευτούμε με αυτά τα λίγα, να μπορέσουμε να μαζέψουμε, οικογένεια θα κάνουμε, παιδιά θα έχουμε. Να τη δώσεις να καταλάβει. Εάν εκείνη στο σπίτι της ήτανε άνετα και έρχεται με σένα, αρχινάτε καινούργια ζωή, φυσικά θα δυσκολευτεί. Εκείνη δεν θα ξέρει, όμως, ότι εσύ δεν μπορείς. Άμα τη δώσεις να καταλάβει, όμως, θα το καταλάβει, άνθρωπος είναι και κείνη. Όλα με κατανόηση, με τον τρόπο, άμα μιλήσεις και το φίδι από την τρύπα θα το βγάλεις, αγόρι μου. Έτσι έλεγε ο μπαμπάς μου. «Ποτέ», έλεγε, «με θυμό δεν θα μιλάτε. Χαμηλών τόνων, θα ξέρετε τι λέτε». Εγώ δεν ξέρω ο μπαμπάς μου να έχει μαλώσει με άνθρωπο. Ο μπαμπάς μου, αχ, αχ, δεν τελειώνουν οι ιστορίες του μπαμπά μου! Είχε λεφτά, είχε έναν πατριώτη Σαμψουνταίο, αυτός ήξερε γράμματα. Πιάνει και τον λέει τον μπαμπά μου: «Έλα ρε φίλε», λέει, «να κάνουμε μια δουλειά μαζί». «Τι δουλειά;». «Να ανοίξουμε ένα υφασματοπωλείο. Εσύ έχεις λεφτά, εγώ έχω τις γνώσεις». Του βασίστηκε. Σε δύο χρόνια χρεωμένο τον έβγαλε τον μπαμπά μου. Ξέρεις τι έφτιαζε; Πήγαινε ο μπαμπάς μου, έπαιρνε κάτι για το σπίτι, τον έβαζε υπόγραφε. Ερχόντανε πράμα; Το εμπόριο; Υπόγραφε ότι πήρε. Έτσι έτσι, σε δύο χρόνια τον ξόφλησε. Φτάσαν στα δικαστήρια. Αυτός είχε τρία παιδιά. Όταν έπιασε έναν Τραπεζουνταίο δικηγόρο, τον λέει: «Εγώ», λέει, «αυτή τη δίκη θα την κερδίσω», κι όπως την κέρδισε. Και ήταν να τον βάλουν φυλακή. Ο μπαμπάς μου σηκώθηκε και λέει: «Σας παρακαλώ», λέει, «έχει τρία παιδιά, μια γυναίκα. Αυτόν άμα βάλετε φυλακή», λέει, «ποιος θα τα ταΐσει τα παιδιά του; Αφήστε τον να πάει στην ευχή της Παναγίας» – δεν ήξερε ελληνικά, τούρκικα τα είπε, τα είπανε οι άλλοι. Και ο Πρόεδρος, ο εισαγγελέας: «Εσύ τι άνθρωπος είσαι», είπε, «για πρώτη φορά στη ζωή μας ανταμώσαμε έναν τέτοιον άνθρωπο». Πάντα θα σκέφτεσαι αγόρι μου, δεν θα λες το κέρδος όλο δικό μου να είναι, ποτέ. Τώρα, να κάνω ένα καφεδάκι να πιούμε;
Ναι να κάνετε, θα σταματήσω λίγο.
Φωτογραφίες

Βραβείο της πεθεράς της ...
Βραβείο της πεθεράς της αφηγήτριας

Η πεθερά της αφηγήτριας
Η πεθερά της αφηγήτριας.

Τα πεθερικά της αφηγήτρι ...
Τα πεθερικά της αφηγήτριας.

Οι γονείς της αφηγήτριας
Οι γονείς της αφηγήτριας.

Η αφηγήτρια και ο σύζυγό ...
Η αφηγήτρια και ο σύζυγός της μετά το γάμο ...

Αναστασία Ορφανίδου
Φωτογραφία της Αφηγήτριας.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Η Αναστασία Ορφανίδου διηγείται την ιστορία της οικογένειάς της από τον Πόντο, σταθμεύοντας ιδιαίτερα σε γεγονότα της ζωής των πεθερικών της. Αφηγείται, ακόμα, τις αναμνήσεις της από την Κατοχή και τον Εμφύλιο στην Αδριανή και τα πέριξ χωριά της Δράμας. Μετά τον πόλεμο, παντρεύτηκε με προξενιό στο Ξάγναντο, ενώ τη δεκαετία του 1960 μετανάστευσε στη Γερμανία. Αυτές και άλλες, ανεξίτηλες στη μνήμη τις εμπειρίες, συνθέτουν, εντέλει, το πυκνό υφαντό του προσωπικού της βίου που μοιράζεται μαζί μας.
Αφηγητές/τριες
Αναστασία Ορφανίδου
Ερευνητές/τριες
Αλέξιος Ντετοράκης Εξάρχου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/09/2021
Διάρκεια
82'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Το Καβακλί που αναφέρεται από την αφηγήτρια ότι κατέφυγε η οικογένειά της το 1941 είναι το εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Αίγειρος Δράμας. Το Παζαρλάρ ονομάζεται σήμερα Αγορά. Το χωριό Περιστέρια αναφέρεται λανθασμένα ως Περιστερώνας.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Η Αναστασία Ορφανίδου διηγείται την ιστορία της οικογένειάς της από τον Πόντο, σταθμεύοντας ιδιαίτερα σε γεγονότα της ζωής των πεθερικών της. Αφηγείται, ακόμα, τις αναμνήσεις της από την Κατοχή και τον Εμφύλιο στην Αδριανή και τα πέριξ χωριά της Δράμας. Μετά τον πόλεμο, παντρεύτηκε με προξενιό στο Ξάγναντο, ενώ τη δεκαετία του 1960 μετανάστευσε στη Γερμανία. Αυτές και άλλες, ανεξίτηλες στη μνήμη τις εμπειρίες, συνθέτουν, εντέλει, το πυκνό υφαντό του προσωπικού της βίου που μοιράζεται μαζί μας.
Αφηγητές/τριες
Αναστασία Ορφανίδου
Ερευνητές/τριες
Αλέξιος Ντετοράκης Εξάρχου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
03/09/2021
Διάρκεια
82'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Το Καβακλί που αναφέρεται από την αφηγήτρια ότι κατέφυγε η οικογένειά της το 1941 είναι το εγκαταλελειμμένο σήμερα χωριό Αίγειρος Δράμας. Το Παζαρλάρ ονομάζεται σήμερα Αγορά. Το χωριό Περιστέρια αναφέρεται λανθασμένα ως Περιστερώνας.