Η σχεδιάστρια Ρίτα Πατερώνη αφηγείται την επαγγελματική της διαδρομή
Ενότητα 1
H αφετηρία της επαγγελματικής πορείας και το «άνοιγμα» στην αγορά χονδρικής
00:00:00 - 00:07:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι 25 Οκτωβρίου, είμαι με τη σχεδιάστρια κυρία Ρίτα Πατερώνη, βρισκόμαστε στην Αθήνα. Εγώ ονομάζομαι Ιωάννα Γεωργοπούλου, είμαι ερευνήτ…«Εγώ», λέω, «δεν έβαλα τίποτα». «Όχι», λέει, «παμψηφεί βγήκες». Η μοναδική γυναίκα μετά από 36 χρόνια, με βάλανε εκεί με όλους τους άντρες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 2
Κύκλοι που άνοιξαν κι έκλεισαν λόγω συνθηκών, πηγές έμπνευσης και ηθικές ανταμοιβές
00:07:52 - 00:17:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και εκεί ήρθε το τέλεξ –τότε είχαμε το τέλεξ, δεν υπήρχε φαξ και τέτοια, μετά ήρθε το φαξ–, το τέλεξ ότι: «Απεξάρτηση από την κλωστοϋφαντουρ…ετε– Ναι! Ευχαριστώ πολύ, να είσαι καλά! Κυρία Πατερώνη, ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη. Εγώ! Να είστε καλά. Εγώ σ’ ευχαριστώ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 1
H αφετηρία της επαγγελματικής πορείας και το «άνοιγμα» στην αγορά χονδρικής
00:00:00 - 00:07:52
[00:00:00]Είναι 25 Οκτωβρίου, είμαι με τη σχεδιάστρια κυρία Ρίτα Πατερώνη, βρισκόμαστε στην Αθήνα. Εγώ ονομάζομαι Ιωάννα Γεωργοπούλου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Πατερώνη, καλημέρα.
Γεια σας! Καλημέρα!
Θα θέλατε να μας πείτε λίγα πράγματα για εσάς; Πού γεννηθήκατε;
Πρώτα, ευχαριστώ για αυτήν την πραγματικά, πιστεύω, αξιόλογη δουλειά που κάνεις, γιατί είδα και τα άλλα. Εγώ έχω γεννηθεί στην Πρέβεζα, στην Ήπειρο. Μέχρι Δημοτικό τελείωσα εκεί και ήρθα στην Αθήνα Πρώτη Γυμνασίου. Από κει και πέρα Αθήνα, από γονείς απλούς, ο μπαμπάς ήταν απλά λίγο πολιτικός, έκανε πρόεδρος του χωριού και λοιπά. Η μαμά απλή γυναίκα, με τέσσερα παιδιά, απλοί άνθρωποι, δεν μας είχαν κατευθύνει τι να κάνουμε στη ζωή μας, μόνο να παντρευτούμε μας λέγανε. Η μόνη λύση τότε η γυναίκα, ήταν η γενιά η δική μου που δεν υπήρχε τότε να πας να δουλέψεις να κάνεις καριέρα και ήταν η γενιά μας που έκανε την επανάσταση, να δουλέψουμε. Και όλοι με κατηγορούσαν γι’ αυτό, γιατί εγώ ήθελα να κάνω δουλειά και γιατί δεν κάθομαι σπίτι μου να μεγαλώσω τα παιδιά μου και τέτοια, ξέρεις. Έγινε μία επανάσταση στην αρχή. Το οποίο βρήκατε εσείς τώρα έτοιμα, βέβαια. Μεταγενέστερα.
Πώς ήταν έτσι τα παιδικά χρόνια στην Πρέβεζα;
Στην Πρέβεζα ήταν απλά, μέσα στη φύση, ελεύθερα, χωρίς περιορισμούς ιδιαίτερους από τους γονείς, μια χαρά! Αθώα χρόνια. Τίποτα το… Απλά πιο στερημένα οικονομικά, γιατί οι γονείς δεν είχαν τότε την οικονομική δυνατότητα να μας προσφέρουν πολλά πράγματα και προσπαθούσαμε με τα ελάχιστα ας πούμε–
Πολύ λιτά.
Πολύ λιτά, ναι. Λιτή ζωή.
Πώς παίρνετε την απόφαση να γίνετε σχεδιάστρια μόδας; Θέλω να πω υπήρχε από μικρή, ήτανε κάτι το οποίο το είχατε καταλάβει και είπατε: «Αυτό θα γίνω»;
Όχι, δεν το είχα καταλάβει, δεν είχα πει ποτέ από μωρό ότι θα γίνω… από κοριτσάκι ότι θα γίνω σχεδιάστρια, αλλά πάντα τα ρούχα που έκανα για τον εαυτό μου τα διάλεγα εγώ. Έλεγα της μητέρας μου, παράδειγμα, που είχε πολύ ωραίο βελονάκι έκανε: «Κάνε μου αυτό το σχέδιο στο βελονάκι, σε αυτό το χρώμα, να το φορέσω το Πάσχα στο χωριό», ξέρω γω, και μετά μου έκανε η μαμά ένα ωραίο φόρεμα, ξέρεις, πάρα πολύ όμορφο. Το διάλεγα εγώ. Μετά, ήθελα να φορέσω κάτι, πήγαινα στη μοδίστρα της μαμάς, μικρό κοριτσάκι σού λέω τώρα, δεκατεσσάρων, δεκαπέντε, δεν πήγαινα εύκολα στα έτοιμα. Της έλεγα: «Να μου κάνεις αυτό» της μοδίστρας, «να το κάνεις έτσι, να το κάνεις αλλιώς», δεν είχα σκεφτεί επαγγελματικά ποτέ, αλλά μετά το σκέφτηκα επαγγελματικά όταν γνώρισα τον άντρα μου, 18, 17, εκεί.
Πώς έγινε; Γνωριστήκατε και είπατε θα το φτιάξετε μαζί, έτσι–
Γνωριστήκαμε και εκείνος ήτανε ηλεκτρολόγος συντηρητής μηχανολόγος σε μια βιομηχανία, σε ένα εργοστάσιο εδώ. Εγώ τότε δεν είχα αρχίσει να δουλεύω, κανονικά ήθελα να γίνω ψυχολόγος και δημοσιογράφος, άσχετο, το οποίο με βοήθησε βέβαια στη δουλειά μετά, αυτό το ταλέντο που έχω – ταλέντο, τέλος πάντων, την αγάπη. Και εκείνος δούλευε εκεί, αυτή η εταιρεία πήγαινε να κλείσει και του χρωστάγανε και μισθούς και του λέω και εγώ, παρακολούθησα μία μέρα μια επίδειξη αυτής της εταιρείας, εξαγωγική ήταν αυτή σε πλεκτά, και το κοίταξα και οραματίστηκα ότι αυτό θέλω να κάνω. Και του λέω: «Θα κάνουμε μαζί αυτό, θα σου βγάζω εγώ τα σχέδια και εσύ θα τα πλέκεις στις μηχανές». Είναι σε κύκλους η δουλειά μας. Ξεκίνησε ένας κύκλος δουλειάς με πλεκτά, παραγωγή, κάθετη παραγωγή κατευθείαν από το νήμα, τις μηχανές, το ύφασμα όλα δικά μας αποκλειστικά. Ξεκινήσαμε την πρώτη συλλογή, βέβαια εγώ τα σχεδίαζα και είχα πάρει μία πατρονίστ τότε σε αυτήν την εταιρεία που έκλεισε, μετά έφυγε αυτή έμαθα και το πατρόν, όλα αυτοδίδακτα αναγκαστικά, γιατί τότε για να έβρισκες έναν άνθρωπο να τα κάνει σωστά ήταν πολύ δύσκολο και μπορεί να τον είχες και μετά να σου έφευγε ξαφνικά. Μόνο οι μοδίστρες ήτανε πάντα το ίδιο, στις οποίες υπεδείκνυα εγώ τι να κάνουνε. Και κάναμε την πρώτη συλλογή –δεν θα το ξεχάσω– τότε, το 1975, και πήγαμε να δειγματίσουμε. Του λέω του Μπάμπη τότε, Πατερώνης, ο Μπάμπης, ο άντρας μου, του λέω: «Πάμε, θα δειγματίσουμε», του λέω, «εδώ». Πάμε, Αγίου Μελετίου ξεκινάμε, παίρνουμε τη βαλιτσούλα και ξεκινάει και εγώ τότε ήμουνα και κοριτσάκι, μια αδυνατούλα και λοιπά, και μου λέει, μπαίνω μέσα σε ένα μαγαζί, στο πρώτο μαγαζί, λέω: «Να σας δειγματίσουμε», λέω, «από την εταιρεία Πατερώνη». «Α! Ναι» λέει αυτός. «Ευχαρίστως! Θα μου τα φορέσεις», μου λέει, «κιόλας;». «Ναι», λέω, «να σας τα φορέσω». Ε, τότε ήμουνα 44 νούμερο, 46, πολύ αδύνατη. Και πήρα παραγγελία, την πρώτη παραγγελία την πήρα εκεί, στην Αγίου Μελετίου, αμέσως όμως παραγγελία και μετά συνέχισαν οι παραγγελίες στη χονδρική. Δεν είχαμε λιανική εμείς πολλά χρόνια. Είχαμε όμως στο πρατήριο καμία φίλη που ερχόταν, ξέρεις, εκεί. Το στάδιο αυτό πήγε μετά… Να συνεχίσω ποιο στάδιο πήγε μετά; Της χονδρικής; Της Ελληνικής αγοράς–
Ναι. Ναι, ναι.
Η ελληνική αγορά ξεκίνησε εκεί, στο Ίλιον, σε μία μικρή βιοτεχνία, μετά αυτή μεγάλωσε και δεν χωράγαμε εκεί και πήγαμε στα Πατήσια σε μία άλλη βιοτεχνία πιο μεγάλη, γιατί βάλαμε κι άλλες μηχανές πιο πολλές, αγοράσαμε κι άλλες μηχανές. Μετά μεγάλωσε και από αυτό, δεν χωράγαμε και εκεί και πήγαμε σε έναν άλλον χώρο στο Παγκράτι, στην Φορμίωνος, που ήταν πολύ πιο μεγάλο και μας χωρούσε. Κάναμε και ισόγειο ένα σαν πρατήριο, από κάτω ήταν οι μηχανές, η παραγωγή και λοιπά[00:05:00] και απάνω τα γραφεία, το λογιστήριο. Βέβαια, μετά τα δίναμε έξω, γιατί είχαμε 1.500 πελάτες σε όλη την Ελλάδα, δεν τα ράβαμε μέσα. Είχαμε πάρα πολλούς πελάτες σε όλη την Ελλάδα, δειγματίζαμε στην αρχή εγώ με τον Μπάμπη, μετά φέραμε και αντιπροσώπους και προχώρησε η δουλειά πολύ γρήγορα. Δηλαδή εγώ έκανα δείγματα και σχέδια και αυτά και τρέχανε όλοι να τα πάρουνε, ας πούμε, σαν καραμέλες! Δηλαδή ήταν μία εποχή χρυσή, ρε παιδί μου, στη δουλειά αυτήν, δεν προλάβαινα να βγάλω, ό,τι έβγαζα, κάτι ρούχα που είχα κάνει τότε μια εποχή, τα ζέρσεϊ θυμάμαι, τα μακό, εγώ το μακό δεν το έκανα μακό μπλουζάκι, το έκανα φόρεμα. Ήμουν η πρώτη στην Ελλάδα που το έκανε φόρεμα και ερχόντουσαν και τα έπαιρναν σαν καραμέλες. «Ρίτα, τι θα μου δώσεις;», τόσο όμορφα φορέματα και αυτά τα φορέματα μάς φτάσανε στην εξαγωγή μετά, μεταγενέστερα, το ’84 νομίζω; Μετά από δέκα χρόνια περίπου σε μία έκθεση που είχαμε πάει στην ελληνική αγορά, εδώ, στο «Caravel» ήταν τότε που κάναμε εκθέσεις εμπορικές και έρχεται ένας από τον Καναδά, λέει: «Τι είναι αυτή η συλλογή; Τι ωραία κάνετε!». Λέει: «Μπορείτε να μου στείλετε κι εμένα στον Καναδά;». Εμείς δεν είχαμε κάνει ποτέ εξαγωγές, στο Μόντρεαλ ήταν αυτό, Saint Hilaire λεγότανε. «Ναι», λέω, «να κάνουμε». Και βάζει μία παραγγελία, μεταφέρει αυτός δείγματα πρώτα, συλλογές, δώδεκα απ’ το κάθε σχέδιο «και πάω να δειγματίσω», λέει, «στον Καναδά κι αν πάρω παραγγελίες θα σας στείλω». Φέρνει ένα σωρό παραγγελίες, που φτάσαμε στο σημείο δεν μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε την εξαγωγική μέσα στην ελληνική αγορά ταυτόχρονα, έτρεχε άλλο πρόγραμμα. Η εξαγωγική έπρεπε να κάνουμε για το επόμενο καλοκαίρι και εμείς δουλεύαμε χειμωνιάτικα εκείνη τη στιγμή στην Ελλάδα και αναγκαστήκαμε τότε να χωρίσουμε τις εταιρείες, να αναλάβω εγώ την εξαγωγική, γιατί πέσανε και άλλες παραγγελίες μετά και άλλοι πελάτες: Γερμανία, Αυστρία, Σουηδία, Καναδάς, Νορβηγία, Κοπεγχάγη, διάφοροι. Όλοι αυτοί, λοιπόν, παραγγελίες πολλές μέσα σε μια βιοτεχνία που ήτανε προγραμματισμένη για Ελληνική αγορά δεν χώραγε και πιάσαμε άλλον χώρο, στην αρχή στην Ερμού έπιασα εγώ, το έκανα αυτό εγώ αυτό μόνη μου γιατί ήξερα και τα Αγγλικά. Ξεκινήσαμε την εξαγωγική στην Ερμού. Η εξαγωγική κράτησε μέχρι που μπήκαμε στην ΕΟΚ, δεν τα προλαβαίναμε, είχαμε πάει με τον ΟΠΕ σε όλο τον κόσμο, ταξίδεψα στις εκθέσεις στην Νέα Υόρκη, Ντίσελντορφ, Παρίσι, παντού! Πήγαμε σε εκθέσεις, παίρναμε τις παραγγελίες μας και κάναμε εξαγωγές. Είχαμε το πριμ τότε 36 τα εκατό, κάθε φορά που φορτώναμε ένα τιμολόγιο το 30 τοις εκατό ήταν πριμ απ’ το κράτος και ήταν πάρα πολύ καλή εποχή. Στη συνέχεια μόλις μπήκαμε στην ΕΟΚ, εγώ το είδα αυτό τότε που με είχανε βάλει πρώτη γυναίκα στον σύνδεσμο πλεκτοβιομηχάνων, με είχαν εκλέξει στο διοικητικό συμβούλιο, με παίρνουν μια μέρα τηλέφωνο από κει, ο Μουρκούσης ήταν τότε που είχε την Elvika, εργοστασιάρχης: «Έλα», λέει, «Ρίτα, εδώ σε έχουμε ψηφίσει για να μιλήσουμε στο συμβούλιο». «Εγώ», λέω, «δεν έβαλα τίποτα». «Όχι», λέει, «παμψηφεί βγήκες». Η μοναδική γυναίκα μετά από 36 χρόνια, με βάλανε εκεί με όλους τους άντρες.
Ενότητα 2
Κύκλοι που άνοιξαν κι έκλεισαν λόγω συνθηκών, πηγές έμπνευσης και ηθικές ανταμοιβές
00:07:52 - 00:17:29
Και εκεί ήρθε το τέλεξ –τότε είχαμε το τέλεξ, δεν υπήρχε φαξ και τέτοια, μετά ήρθε το φαξ–, το τέλεξ ότι: «Απεξάρτηση από την κλωστοϋφαντουργία, κίνητρα για νέα αντικείμενα παροχής υπηρεσιών ή επώνυμες αλυσίδες καταστημάτων». Πού να πάει ολόκληρη παραγωγή τώρα, που ήταν στημένη να κάνουμε εξαγωγές και να πάμε ξαφνικά να κάνουμε αλυσίδες καταστημάτων σε μία Ελλαδίτσα μικρή όλοι; Εκεί πολλοί κλείσανε, πολλοί αρρωστήσανε, έγινε μεγάλος χαμός. Αυτό έγινε το ’92 νομίζω, δεν θυμάμαι, κάπου εκεί, δεν θυμάμαι, όταν μπήκαμε στην ΕΟΚ. Αυτό ήτανε μεγάλο πρόβλημα στον κλάδο μας. Δηλαδή ουσιαστικά έλεγε: «Μην κάνετε παραγωγή, τίποτα!». Και όλοι ήταν οργανωμένοι για παραγωγές. Καταστροφή τότε, ήταν ένας κύκλος που έκλεινε μάλλον–
Και άλλαζαν τα δεδομένα–
Έπρεπε να ανοίξει ένας άλλος. Ανοίγει και ο άλλος ο κύκλος λοιπόν! Τι να κάνουμε! Κάνουμε κι εμείς αλυσίδες καταστημάτων. Ξεκινάμε ένα μαγαζί στο Σύνταγμα που είχαμε, Καραγιώργη Σερβίας, με δική μας παραγωγή, δική μας συλλογή αποκλειστικά τα μοντέλα, μετά ανοίξαμε και στην Γλυφάδα, μετά ανοίξαμε και στο Κολωνάκι, μετά στην Θεσσαλονίκη, μετά στο Κατάρ, στην Ντόχα–
Το Κατάρ–
Αλυσίδα.
Πώς προέκυψε;
Το Κατάρ προέκυψε από έναν φίλο του αδερφού μου που ήτανε εκεί στο Κατάρ, Καταριανός, είχε έρθει και είχε δει τα ρούχα και του άρεσαν πάρα πολύ. «Θα κάνουμε» λέει «μαγαζί στην Ντόχα», λέει στον αδερφό μου. Λέω εγώ: «Ναι, γιατί να μην κάνουμε». Τα παιδιά δεν θέλανε, γιατί η κόρη μου είχε παντρευτεί, ο γιος μου δεν ήθελε να… Και στην Ντόχα δεν μπορεί να σερβίρει άντρας γυναίκα, έπρεπε να πάω εγώ και πήγα εγώ. Τέσσερα χρόνια πηγαινοερχόμουνα στην Ντόχα. Κάναμε σε ένα πολυτελές mall ένα πολύ ωραίο κατάστημα, στο Pearl. Στο Pearl φανταστικό το μαγαζί, 500.000 έβαλε αυτός για να το φτιάξει, αλλά στη συνέχεια είχαμε πόλεμο από τις Καταριανές τις γυναίκες, τη γυναίκα αυτουνού, δεν μας ήθελε. Οι Καταριανές δεν δέχονται εύκολα μια Ευρωπαία να συνεργάζεται με τον άντρα της, να είναι εκεί και να κάνει πράγματα και μας βάλαν την τρικλοποδιά έτσι να μη συνεχίσουμε και με ανάγκασε να το δώσω σε αυτήν το μαγαζί. Το άφησα σε αυτήν μετά και γύρισα εγώ. Γιατί η κόρη μου έκανε ένα δυο παιδιά, δεν μπορούσε να ’ρθει, ο Παναγιώτης δεν μπορούσε και να ’ρθει να… εκεί απαγορεύεται να σερβίρει άντρας γυναίκα, μόνο γυναίκα με γυναίκα[00:10:00]. Οπότε αναγκαστικά το παραδώσαμε αυτό το μαγαζί. Βέβαια, έγινε πολύ ωραίο, ήτανε… είχε έρθει και ο Πρέσβης του Κατάρ, είχαμε ωραίες εμπειρίες εκεί, και γυρίσαμε στην Ελλάδα. Που εδώ η Ελλάδα συρρικνώνεται πάλι, ο κλάδος, μαζεύεται μαζεύεται, πέφτουνε τα κινέζικα, πέφτουνε Zara, πέφτουν όλα αυτά και η ελληνική παραγωγή πλέον είναι μόνο για ακριβό και καλό. Εντάξει, πόσοι μπορεί να, πόσο… Όλοι εκεί πήγανε, στο νυφικό, εγώ δεν έκανα νυφικά παλιά, μετά αναγκαστήκαμε να κάνουμε νυφικά γιατί είδαμε ότι εκεί σε πάει η δουλειά! Μόνο εκεί επιβιώνεις έστω και για λίγα λεφτά.
Τα social media, τα μεγάλα εμπορικά, η μόδα η τόσο γρήγορη και εύκολη που μπορεί η γυναίκα να επηρεαστεί πάρα πολύ εύκολα–
Τώρα ναι, αμέσως!
Έχουν παίξει ρόλο στην υψηλή ραπτική;
Έχουν παίξει βέβαια, την έχουνε κάνει χαμηλή ραπτική αντί για υψηλή! Γιατί εκεί είναι όποιος προλάβει! Είδες εσύ ένα φόρεμα σήμερα στο Instagram παράδειγμα ή οπουδήποτε, κάπου το είδες, κάπου το πήρες, κάπου το… από το e-shop ή οπουδήποτε–
Τέλος.
Άντε να καταλάβεις τώρα ότι θα σου κάνω εγώ αυτό το φόρεμα, θα το φοράς μόνο εσύ, θα είναι διαλεγμένο για σένα, στο χρώμα στο σχέδιο που θέλεις–
Με άλλα υφάσματα–
Τα υφάσματα και τα υλικά και τη δουλειά και αυτό τώρα άρχισε να χαλάει και αυτό. Και οι ξένες φίρμες τι κάνουν; Ράβουνε στην Κίνα, στην Πορτογαλία ή στην Τουρκία. Δεν ράβουν, ούτε οι Ιταλοί ράβουν στην Ιταλία πια. Είναι και ακριβά τα εργατικά εδώ τώρα. Και πήγαμε στο κομμάτι δηλαδή της αλυσίδας καταστημάτων επωνύμων, που και αυτό μετά χτυπήθηκε με τα υπόλοιπα και τώρα κάνουμε ατελιέ μόνο με συγκεκριμένους πελάτες, παραγγελίες είτε χονδρική είτε λιανική αλλά με λιγότερους, πιο προσωπικά πια. Είναι τρεις κύκλοι μάλλον αυτή η δουλειά εγώ λέω. Όλα κλείνουν έναν κύκλο κάποτε.
Είστε πάνω από 40 χρόνια στον χώρο της μόδας.
Σαράντα εφτά!
Σαράντα εφτά για την ακρίβεια. Μέσα σε όλη αυτήν την επαγγελματική σταδιοδρομία υπάρχει έτσι μια συνεργασία ή μια εμπειρία που σας έχει μείνει χαραγμένη;
Κοίτα, το μεγαλύτερο κομμάτι της δουλειάς, το πρώτο δηλαδή της χονδρικής, ήτανε καταπληκτικό, δηλαδή δεν μπορείς να φανταστείς τι ωραία δουλειά ήταν αυτή! Μετά που μπήκαμε στην Ευρώπη τελείωσε αυτό. Με στιγμάτισε το Κατάρ γιατί μου έδειξε μια ευκαιρία την οποία βέβαια δεν την υποστήριξε κανείς από την Ελλάδα, από το κράτος. Να κάνεις μια δουλειά στο εξωτερικό που έχει άλλη οικονομική κατάσταση είναι μεγάλη υπόθεση, αλλά να μη στηρίζεται από πουθενά, μόνο τον συνέταιρο και μόνο να έχεις το 49% εσύ το 51% αυτός. Αυτή ήταν η πιο σημαντική εμπειρία που είχα στη δουλειά γιατί άλλαξα και κολεξιόν εκεί, έκανα μπάγκες… έκανα άλλα πράγματα, αυτά που φοράν αυτές. Τις μπάγκες, τις σέλες, έκανα πολύ ακριβά ρούχα, που για αυτούς τρία τέσσερα χιλιάρικα δεν ήταν τίποτα να πάρουνε, ένα φόρεμα για ένα event ας πούμε, για ένα... Εδώ είναι περιορισμένο το θέμα της παραγωγής στα ρούχα.
Από πού εμπνέεστε; Και από παλιότερα τι ήταν αυτό που–
Πάντα με ενέπνεε το τι θα ήθελα να φοράω εγώ την ώρα παράδειγμα που θα πάω με τον φίλο μου που είμαι ερωτευμένη μαζί του, τι θα φορέσω. Αυτό θέλω να σκεφτώ τι θα φοράω εγώ και οι γυναίκες, τον σωματότυπό τους. Δεν κοίταγα τη μόδα πολύ. Η Ελληνίδα τι σωματότυπο έχει; Πώς είναι οι γυναίκες οι πελάτισσές μου; Και πάνω σε αυτές σκεφτόμουνα τι θα τους άρεσε! Γιατί έπρεπε το ρούχο να το φορέσει η γυναίκα και να φύγει ή να το βάλεις εσύ ή να το βάλει μία άλλη που έχει άλλον σωματότυπο ή άλλο στυλ, ηλικία. Δηλαδή όλα αυτά τα φαντάζομαι και τα σκέφτομαι και το κάνω όραμα αυτό το φόρεμα που θέλω να βγάλω. Δηλαδή να σκεφτείς ότι έκοβα ρούχα από το πανί απάνω, δεν έκανα το πατρόν, το ζωγράφιζα στο ύφασμα. Και μου έλεγε–
Τρομερό!–
Ένας κόφτης που είχαμε τότε, έναν που είχαμε πάρει τότε στις παραγωγές για τις εξαγωγές: «Καλά, Ρίτα», μου λέει, «δεν το ’χω ξαναδεί αυτό, ζωγραφίζεις πάνω στο ύφασμα, το κόβεις το δείγμα!». Και αφού μου αρέσει το δείγμα, το αποτέλεσμα, τότε κάνω πατρόν, μετά! Ε, του λέω: «γιατί να κάνουμε πατρόν, άδικος κόπος, άμα δεν γίνει ωραίο;». Δεν υπάρχει λόγος. Κι όμως τα ζωγραφίζω στο ύφασμα! Αυτό είναι που μάλλον πρέπει να αρχίσω, να ζωγραφίζω, τώρα που έχω χρόνο.
Αν γυρνάγατε τον χρόνο πίσω; Θα αλλάζατε κάτι πάνω στη δουλειά; Σε αυτά που κάνατε;
Όχι, γιατί με την κάθε δεδομένη στιγμή έκανα ό,τι κατά τη γνώμη μου καλύτερο μπορούσα να κάνω. Εκμεταλλεύτηκα κάθε δυνατότητα με πολλή ενέργεια, με πολλή δουλειά, με πολλή αγάπη και ποτέ δεν έκανα κάτι έτσι για να πάρω λεφτά ή για να βγάλω λεφτά, ποτέ. Και πάντα οι συνθήκες ήταν τέτοιες που ανάλογα έκανα τις κινήσεις. Μην νομίζεις ότι είναι εύκολη αυτή η δουλειά, είναι δύσκολη η δική μας η δουλειά. Δηλαδή αν μου έλεγες τώρα να ξαναρχίσω από την αρχή να κάνω ρούχα με τα δεδομένα τώρα δεν θα έκανα. Όχι, βέβαια, γιατί τώρα δεν υπάρχουνε οι αγοραστές. Έχουνε πάει αλλού. Για τις γρήγορες παραδόσεις έχουν πάει Τουρκία, Πορτογαλία, τις μακρινές στην Κίνα. Εμάς τι μας έχει μείνει; Ένα μικρό κομμάτι, μια Ελλαδίτσα μια σταλίτσα είμαστε. Δηλαδή είναι λίγο δύσκολο τώρα να κάνεις δουλειά και να δημιουργήσεις από τα ρούχα και τα παιδιά μου να κάνουν πράγματα όπως έκανα εγώ με τον πατέρα τους. Πολύ διαφορετικό.
Είναι άλλη εποχή, ε;
Άλλη εποχή. Και τώρα δεν παίζει ας πούμε και να το[00:15:00] κάνεις μόνο για το μεροκάματο, δεν αξίζει τον κόπο. Πας και υπάλληλος και είσαι και πιο άνετος, λέω τώρα εγώ. Δεν ξέρω, εσείς οι νέοι έχετε τώρα τον λόγο βέβαια. Πρέπει τα παιδιά μου να μιλήσουνε που το ’χουν δει αλλιώς, γιατί είναι και διαφορετικό το σκεπτικό. Εμείς ζήσαμε πολύ ωραία όμως, μέσα από τη δουλειά αυτήν. Ταξίδια, εμπειρίες, πλούσια ζωή, ρε παιδί μου, πλούσια σε εμπειρίες, σε δημιουργία, πολλή δημιουργία.
Κάποιο ταξίδι που θυμάστε πιο έντονα–
Με εντυπωσίασε στην Νέα Υόρκη που είχαμε πάει. Καλά στην Γερμανία είχαμε πάει πολλές φορές, στο Παρίσι και αυτά. Ευρώπη συνέχεια. Αλλά η Νέα Υόρκη… Αισθάνθηκα τόσο άσχημα εκεί γιατί ήταν εντυπωσιακό το πόσο εκεί μετράει μόνο το dollars, τίποτ’ άλλο. Είχαμε μία έκθεση εκεί που είχαμε πάει με τον OΠΕ, δύο φορές έχω πάει εκεί. Οι αγοραστές εκεί δεν ερχόντουσαν. Έλεγαν: «Πόσο κάνει;» τη δωδεκάδα. Δεν ήταν να παίρνουν, τσάμπα τα θέλανε από μας τους Έλληνες! Μου κλείνει ραντεβού μία φορά ένας Εβραίος εκεί στην Νέα Υόρκη και μου λέει: «Θέλω να μου κάνεις δική μου συλλογή, κάνεις πολύ ωραία πράγματα», μου λέει, «αλλά θέλω να μου κάνεις δική μου συλλογή». Για το 2004 νομίζω, Ολυμπιακούς είχανε τότε, δεν θυμάμαι, ναι. «Έλα να σας κάνουμε». Μου στέλνει όλα τα σχέδια από την Νέα Υόρκη να κάνουμε μία συλλογή δική του. Κάνω και εγώ τα δείγματα, κάνω τα τυπώματα, κάνω τα υφάσματα, τα κάνω όλα κούκλες. Του τα στέλνω, τσάμπα κιόλας! Όλο το δειγματολόγιο. «Αυτήν την εβδομάδα θα σας δώσω παραγγελίες, πέστε μου τι παραγωγή έχετε την εβδομάδα και λοιπά, θα έρθουν οι παραγγελίες». Εξαφανίστηκε. Μεγάλη εμπειρία! Λέω: «Δεν υπάρχει». Δηλαδή ενώ με τους Γερμανούς είχα πάρα πολύ καλή σχέση!
Επόμενοι στόχοι;
Επόμενοι στόχοι μεγάλη κουβέντα αυτή. Αυτό που σκέφτομαι πάλι είναι κάποιο μαγαζί, για να μπορούμε να έχουμε την καινούργια συλλογή σε άμεση… να βλέπουμε τον κόσμο, τι τους αρέσει πια. Και να έχουμε και το ατελιέ κατά παραγγελία και νυφικά και λοιπά. Αυτήν τη στιγμή αυτό έχω στο μυαλό μου εγώ και τα παιδιά μου δεν ξέρω τι θα μας πούνε. Ένα μαγαζί στο Κολωνάκι πάλι, εκεί θα πάμε πάλι. Γιατί εκεί είναι το κέντρο της μόδας και μπορούμε να δείξουμε μία καινούργια φρέσκια συλλογή με άλλα δεδομένα πια που έχουμε ήδη την εμπειρία και να μπορεί η πελάτισσα να δει και να διαλέξει και να έρθει για το ιδιαίτερό της. Δηλαδή πάλι προς τα καταστήματα λιανικής, πάλι προς τα εκεί.
Τέλεια, το εύχομαι να γίνουν όλα όσα θέλετε–
Ναι! Ευχαριστώ πολύ, να είσαι καλά!
Κυρία Πατερώνη, ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη.
Εγώ!
Να είστε καλά.
Εγώ σ’ ευχαριστώ!
Φωτογραφίες

Ρίτα Πατερώνη
Η αφηγήτρια την ημέρα της συνάντησής μας, ...
Περίληψη
«Πάντα τα ρούχα που έκανα για τον εαυτό μου τα διάλεγα εγώ… Δεν πήγαινα εύκολα στα έτοιμα». Με αυτή τη σαφή στόχευση, σε μια εποχή που για την Ελλάδα η ιδιότητα «γυναίκα επιχειρηματίας» φάνταζε κάτι άπιαστο, η Ρίτα Πατερώνη δημιούργησε μια επώνυμη φίρμα με ποιοτικές προδιαγραφές που ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Στην αφήγησή της μας εξιστορεί τα παιδικά χρόνια της στην Πρέβεζα, το πώς πήρε την απόφαση να γίνει σχεδιάστρια μόδας, την επαγγελματική πορεία της μέχρι σήμερα και τις διαχρονικές δυσκολίες του κλάδου στην Ελλάδα.
Αφηγητές/τριες
Μαργαρίτα Πατερώνη
Ερευνητές/τριες
Ιωάννα Γεωργοπούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/10/2022
Διάρκεια
17'
Περίληψη
«Πάντα τα ρούχα που έκανα για τον εαυτό μου τα διάλεγα εγώ… Δεν πήγαινα εύκολα στα έτοιμα». Με αυτή τη σαφή στόχευση, σε μια εποχή που για την Ελλάδα η ιδιότητα «γυναίκα επιχειρηματίας» φάνταζε κάτι άπιαστο, η Ρίτα Πατερώνη δημιούργησε μια επώνυμη φίρμα με ποιοτικές προδιαγραφές που ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Στην αφήγησή της μας εξιστορεί τα παιδικά χρόνια της στην Πρέβεζα, το πώς πήρε την απόφαση να γίνει σχεδιάστρια μόδας, την επαγγελματική πορεία της μέχρι σήμερα και τις διαχρονικές δυσκολίες του κλάδου στην Ελλάδα.
Αφηγητές/τριες
Μαργαρίτα Πατερώνη
Ερευνητές/τριες
Ιωάννα Γεωργοπούλου
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/10/2022
Διάρκεια
17'