Μεγαλώνοντας σε μια βιοτεχνία υποδημάτων
Ενότητα 1
Η καταγωγή και η διατήρηση της μνήμης μέσα από τα έθιμα και τις αφηγήσεις
00:00:00 - 00:06:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, θα μπορούσες να μας πεις το όνομά σου αρχικά, για να καταγραφεί; Είμαι η Γεωργία Βλαχάκη. Εγώ είμαι η Ζουλούμη Σοφία - Ελένη, εί…χε γενικά πάντα ο χορός στην οικογένειά μας. Οπότε, κι εγώ από μικρή ηλικία ήμουνα στο κομμάτι των πολιτιστικών συλλόγων πολύ ενεργό μέλος.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Το μεταβαλλόμενο κέντρο της Θεσσαλονίκης και οι βιοτεχνίες του ’90
00:06:49 - 00:12:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πάμε, λοιπόν, τώρα στη ζωή σου στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης; Μεγάλωσα στο κέντρο, στην Πλατεία Αντιγονιδών, που …το κομμάτι της λεπτοδουλειάς, της περιποίησης, να προσέξουν τα παπούτσια στη συσκευασία. Και στο ράψιμο ακόμη υπήρχαν άνδρες και γυναίκες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Μεγαλώνοντας ανάμεσα στα παπούτσια – Η δουλειά του βιοτέχνη το ‘90
00:12:40 - 00:18:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πάμε τώρα στη, στη δικιά σας βιοτεχνία. Φαντάσου σαν να είσαι εκεί τώρα. Τι βλέπεις; Πώς έμοιαζε αυτή η βιοτεχνία; Αυτή η βιοτεχνία ήταν β… Θυμάσαι; Κάπου στο 1980 ξεκίνησε τη δική του βιοτεχνία. Σταμάτησε να δουλεύει για άλλους και άνοιξε τη δική του βιοτεχνία. Γύρω στο 1980.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Αναλαμβάνοντας την επιχείρηση – Συγκρίνοντας τη βιοτεχνία του τότε με το σήμερα
00:18:45 - 00:29:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μια ακόμα ανάμνηση: θυμάσαι τα πρώτα παπούτσια που σου έφτιαξε ο μπαμπάς σου απ’ τη βιοτεχνία σας; Θυμάμαι ότι —νομίζω, όπως πολλά μικ…και έχουμε και εξωτερικούς συνεργάτες. Δηλαδή, όταν, αφού κόψουμε τα δέρματα, τα στέλνουμε σε κάποιον εξωτερικό συνεργάτη, για να τα ράψει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η αξία της χειρωνακτικής εργασίας – Η γυναικεία επιχειρηματικότητα
00:29:45 - 00:34:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το να δουλεύεις χειρωνακτικά σε αυτήν την εποχή έτσι των τόσο γρήγορων ρυθμών βλέπεις να σε αλλάζει; Σου προσφέρει κάτι, δηλαδή, αυτή η επα…ε γυναικεία επιχειρηματικότητα για νέες κοπέλες, που θέλουνε να κάνουνε το δικό τους εγχείρημα. Δεν βρήκα τίποτα, δεν βοηθήθηκα από πουθενά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 1
Η καταγωγή και η διατήρηση της μνήμης μέσα από τα έθιμα και τις αφηγήσεις
00:00:00 - 00:06:49
[00:00:00]Λοιπόν, θα μπορούσες να μας πεις το όνομά σου αρχικά, για να καταγραφεί;
Είμαι η Γεωργία Βλαχάκη.
Εγώ είμαι η Ζουλούμη Σοφία - Ελένη, είμαι ερευνήτρια για το Istorima, είμαι εδώ μαζί με τη Γεωργία Βλαχάκη. Είναι 21 Φεβρουαρίου 2022, βρισκόμαστε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και η συνέντευξη ξεκινάει. Λοιπόν, Γεωργία, θα μπορούσες να μας πεις έτσι λίγα πράγματα για σένα;
Είμαι η Γεωργία Βλαχάκη, όπως είπα. Μία διόρθωση: βρισκόμαστε στην ευρύτερη περιοχή του Βαρδαρίου. Όχι τόσο κεντρικά της Θεσσαλονίκης. Είμαι 31 χρονών. Έχω γεννηθεί εδώ στη Θεσσαλονίκη. Γέννημα-θρέμμα, από γονείς που κατάγονται φυσικά από άλλες περιοχές. Και τα τελευταία τέσσερα χρόνια ασχολούμαι με την οικογενειακή βιοτεχνία κατασκευής γυναικείων υποδημάτων.
Ανέφερες την καταγωγή των γονιών σου. Θα ήθελες να πεις έτσι λίγα παραπάνω πράγματα;
Οι γονείς μου κατάγονται από χωριά που είναι κοντά στη Θεσσαλονίκη σχετικά. Ο μπαμπάς μου από ένα χωριό που λέγεται Φιλαδέλφιο και η καταγωγή του είναι από τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Και η μαμά μου, έχει καταγωγή ο πατέρας της από ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, που λέγεται Βλάστη —Βλάχοι στην καταγωγή— και η μαμά της από τον Ασκό της Ανατολικής Θράκης, που πια είναι λίγα χιλιόμετρα έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη.
Πώς είναι, λοιπόν, να μεγαλώνεις με τόσο πλούσιο βιογραφικό, με τέτοια κληρονομιά από πίσω;
Πολλές οι προσλαμβάνουσες και διαφορετικοί πολιτισμοί οι παππούδες μου μεταξύ τους. Η πλούσια κουζίνα του Πόντου συναντήθηκε με το ταπεραμέντο των Βλάχων και βγήκα εγώ. Πολλές ιστορίες, πολλές μνήμες και νοσταλγία για τους τόπους που άφησαν και… Δύσκολη, δύσκολη εποχή γενικά. Όλα αυτά τα έχουμε, έχουν περάσει και σε εμάς μέσω ιστοριών, παραμυθιών, του φαγητού, του τρόπου ζωής και από τη μια πλευρά της μαμάς μου αλλά και από τον παππού μου, που ήτανε Βλάχος και ήτανε νομάδες κτηνοτρόφοι. Το καλοκαίρι ήτανε στη Βλάστη και τον χειμώνα κατεβαίνανε σε περιοχές γύρω από τη Θεσσαλονίκη, στη λίμνη Βόλβη, στο Πανόραμα, για να ταΐζουν τα ζώα τους.
Έτσι επειδή ανέφερες και πολύ και το φαγητό, έχεις κάποια μνήμη, ένα φαγητό ιδιαίτερο, που να έχει αυτήν την καταγωγή;
Σίγουρα από τη γιαγιά μου την Πόντια, τη Σημέλα, τα περέκ, τα ωτία, τα πισία, σορβά. Πάρα πολλά φαγητά μαγείρευε, όπως επίσης και η γιαγιά μου η Θρακιώτισσα. Κι αυτή έκανε φαγητά. Ας πούμε το, το γαμοπίλαφο, που το τρώγανε στους γάμους, τις στριφτές βασιλόπιτες τις θρακιώτικες. Είχανε πολλά, πολλά που πέρασαν και σε εμάς.
Μεγάλωσες στο ίδιο σπίτι με κάποια από αυτές τις γιαγιάδες και τους παππούδες ή ήσασταν έτσι σε ευρύτερη γειτονιά;
Οι παππούδες μου ζούσανε όλοι στο χωριό, στον Ασκό και στο Φιλαδέλφιο, και εγώ κάθε που είχαμε διακοπές από το σχολείο —Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι— έφευγα κατευθείαν στο χωριό και περνούσα τις καλοκαιρινές μου διακοπές. Τρεις μήνες ήμουν στο χωριό. Οπότε, μεγάλωσα κυρίως με τη γιαγιά μου τη Θρακιώτισσα και μετά ζούσε αυτή στο σπίτι μας για πολλά χρόνια.
Σε επηρέασε έτσι αυτή η καταγωγή στο να ασχοληθείς εσύ με κάτι σχετικό ή να ψάξεις περισσότερο την ιστορία;
Έχω ψάξει πάρα πολύ την ιστορία. Θέλω πάρα πολύ να μαθαίνω ιστορίες για το πώς ζούσαν. Και η γιαγιά μου μικρή αλλά και ιστορίες από προγιαγιά, γιατί την έζησα και την προγιαγιά, που μου έλεγε ιστορίες από την Ανατολική Θράκη. Ότι είχανε, ας πούμε, ένα τεράστιο παντοπωλείο, γιατί ήταν έμποροι και ήταν, κάνανε και εμπόριο κάρβουνου. Οπότε, είχαν ένα τεράστιο παντοπωλείο στο και[00:05:00]νούριο σπίτι που μόλις είχαν φτιάξει, που δεν πρόλαβαν να το χαρούν, γιατί μετά από λίγο φύγανε. Που η γιαγιά, η προγιαγιά, ήταν έτσι λίγο γεματούλα και της άρεσε πολύ ο χαλβάς και οι ξηροί καρποί και αυτό μου έδινε εμένα να καταλάβω ότι είχανε μια πολύ καλή ζωή εκεί, αφού είχαν καινούριο σπίτι και τρώγανε ωραία πράγματα κτλ. Και θυμάμαι μετά και τη δική μου τη γιαγιά, την Ελένη, που μου έλεγε πόσο δύσκολα πέρασαν εδώ μετά το ’40, που ήτανε σ’ ένα σπίτι πέντε-έξι παιδιά. Κοιμόντουσαν σε ένα κρεβάτι. Που ο μπαμπάς ήταν κομμουνιστής και τους κάψαν’ το σπίτι. Που φύγανε. Που θυμάμαι που μου έλεγε ότι δεν είχανε λεμόνια —δεν υπήρχαν λεμόνια— και αποξηραίνανε δαμάσκηνα και κορόμηλα άγουρα, που μετά τον χειμώνα τα είχανε και τα ρίχνανε μέσα σε ένα φαγητό που κάνανε —ας πούμε— με πράσα ή κάτι τέτοιο για να δώσει την, την ξινιά που θέλει το φαΐ και πολλές άλλες ιστορίες, πολλές.
Έτσι με τον χορό απέκτησες κάποια σχέση με την παράδοση αυτήν απ’ αυτήν την πλευρά;
Από πολύ μικρή ηλικία, γιατί —εντάξει— ήτανε και το μεράκι των γονιών μου αυτό. Και οι δικοί μου —ας πούμε—, οι παππούδες μου, ο κύκλος μου ήταν άνθρωποι που πάντα σε γάμους, σε γιορτές, σε πασχαλιές χορεύανε με κλαρίνα, με κεμεντζέδες ποντιακούς. Υπήρχε γενικά πάντα ο χορός στην οικογένειά μας. Οπότε, κι εγώ από μικρή ηλικία ήμουνα στο κομμάτι των πολιτιστικών συλλόγων πολύ ενεργό μέλος.
Πάμε, λοιπόν, τώρα στη ζωή σου στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης;
Μεγάλωσα στο κέντρο, στην Πλατεία Αντιγονιδών, που —κάπως στα παλιά Λεμονάδικα που λέγανε— που ήταν μια περιοχή που πουλούσε οπωρολαχανικά.
Και πώς έχεις δει αυτήν τη γειτονιά ν’ αλλάζει μέσα σ’ αυτά τα τριάντα χρόνια που ζεις εσύ εδώ;
Από τη δεκαετία του ‘90 που γεννήθηκα μέχρι και σήμερα, σχεδόν δεν αναγνωρίζω κάποια κομμάτια της γειτονιάς. Σίγουρα το ‘90 ήτανε πολύ πιο ανεπτυγμένη, πιο ανεπτυγμένος ο δευτερογενής τομέας. Ήτανε γεμάτος βιοτεχνίες η περιοχή, γεμάτο καταστήματα. Είχε, είχε κόσμο… Ήτανε, ήτανε… Υπήρχε άνθηση. Αλλά μετά τη δεκαετία του ‘90 —εκεί, γύρω στο 2000— και μετά νομίζω ότι έγινε το μεγάλο, η… Η μεγάλη κάθοδος των βιοτεχνιών. Άλλαξαν πολύ τα πράγματα. Πολλοί κλείσανε, πολλοί φύγανε, μεταφέραν’ τις βιοτεχνίες τους στις κοντινές βαλκανικές χώρες. Έχει αλλάξει πάρα πολύ. Όλες αυτές τις βιοτεχνίες, δηλαδή, εγώ θυμάμαι στο σχολείο που ήτανε στην καρδιά αυτής της περιοχής. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε μάθημα, γιατί τα κτήρια τριγύρω από το σχολείο ήταν σιδερωτήρια, βιοτεχνίες, περνούσαν καροτσάκια, φορτηγά ξεφορτώνανε. Γινότανε χαμός. Αυτό με τα χρόνια, βέβαια, άλλαξε και η περιοχή ερήμωσε πολύ. Δεν, δεν μπορούσα καθόλου να συνηθίσω στην ιδέα ότι εκεί που ήτανε η βιοτεχνία του θείου μου, το σιδερωτήριό του, τώρα πια έχει γίνει, έχουν γίνει όλη οικοδομή: σπιτάκια εικοσιπέντε τετραγωνικά το καθένα για φοιτητές, Yoga studios, θεατρικές ομάδες. Όχι ότι είναι άσχημα. Είναι μέρος της εξέλιξης. Απλώς αλλάζει τόσο γρήγορα το σκηνικό και δεν μπορώ να το παρακολουθήσω. Ή η Πλατεία Αλκαζάρ —ας πούμε— που προετοιμάζεται για να γίνει στάση του μετρό. Εμείς εκεί παίζαμε μπάλα μικροί και τώρα είναι όλη κλειστή και θα γίνει κάτι όμορφο, κάτι πολύ ωραίο, θα αξιοποιηθεί το κτήριο κτλ., αλλά δεν είναι η δική μου Θεσσαλονίκη.
Τι είδους βιοτεχνίες είχε τότε; Τι θυμάσαι;
Είχε πάρα πολλές που… Μπορώ να πω ότι είχε γενικότερα βιοτεχνίες ρούχων αλλά και αυτό πάλι κατηγοριοποιείται. Δηλαδή, οι συμμαθητές μου και φίλοι μου κτλ. είχαν οι γονείς τους βιοτεχνίες με νεανικό ρούχο. Άλλος είχε βιοτεχνία με μακό ρούχο. Άλλος είχε βιοτεχνία με ρούχα για μεγάλες κυρίες. Πλεκτά[00:10:00]. Εμείς που είχαμε βιοτεχνία. Γουναράδικες. Πάρα πολλές. Και εκτός από τις βιοτεχνίες που κατασκεύαζαν, υπήρχαν και πάρα, πάρα πολλοί χώροι που κάνανε φασόν ρούχα. Γιατί εγώ θυμάμαι ότι οι περισσότερες μαμάδες των συμμαθητών μου, αν, όταν μας ρωτούσαν οι καθηγητές : «Τι δουλειά κάνουν οι γονείς σου;», λέγανε: «Η μαμά μου είναι κοπτοραπτού», «Η μαμά μου δουλεύει σε κουμπί-κουμπότρυπα». Είχε πάρα πολλές.
Οπότε, δηλαδή, αυτές τις βιοτεχνίες κυρίως τις δουλεύανε οικογένειες; Ήταν, υπήρχε κόσμος που να είναι από άλλες πόλεις; Τι πληθυσμός ήτανε;
Νομίζω ότι ήτανε κατά βάση οικογενειακές επιχειρήσεις, αλλά επειδή ακριβώς υπήρχε πολλή ζήτηση και δουλειά, είχε, είχε κι άλλον κόσμο που δούλευε. Δηλαδή, ο μπαμπάς μου στις αρχές του ‘90, όταν εγώ πρωτογεννήθηκα, είχε δώδεκα άτομα στη βιοτεχνία. Που η, η μαμά μου φυσικά δεν ήτανε σε αυτό το κομμάτι, γιατί είναι στο δημόσιο, είναι σε άλλον κλάδο. Αλλά υπήρχε δώδεκα άτομα περίπου μέσα στη βιοτεχνία, συν τους εξωτερικούς συνεργάτες που μπορεί να έχεις για τα διάφορα υλικά και πρώτες ύλες που θέλεις να πάρεις. Με τα χρόνια, βέβαια, αυτός ο κόσμος σιγά σιγά έφευγε και όχι μόνο από ‘μάς. Ήμασταν σε μία βιοτεχνία τότε, σε έναν χώρο, που όλη η οικοδομή —πέντε όροφοι— ήτανε βιοτεχνίες. Ήτανε κυρίως ρούχα μακό στους πρώτους δύο ορόφους, εμείς στον τρίτο παπούτσια και ακριβώς από πάνω μας ήτανε πάλι μακό ρούχα, που ήταν ο νονός μου και η νονά μου. Όλο αυτό το κτήριο τώρα πια είναι έρημο εδώ και πολλά χρόνια.
Σε σχέση με το φύλο; Δηλαδή, δούλευαν περισσότερο γυναίκες; Περισσότερο άντρες; Τι θυμάσαι;
Υπήρχαν και άνδρες και γυναίκες. Στο δικό μας το επάγγελμα οι άντρες είναι για τις πιο σκληρές —σε εισαγωγικά—, βαριές δουλειές. Κάποιος άντρας θα μοντάρει, θα ρίχνει τις σόλες, θα κάνει πιο, πιο δύσκολα πράγματα ενώ οι γυναίκες ήτανε στο κομμάτι της λεπτοδουλειάς, της περιποίησης, να προσέξουν τα παπούτσια στη συσκευασία. Και στο ράψιμο ακόμη υπήρχαν άνδρες και γυναίκες.
Πάμε τώρα στη, στη δικιά σας βιοτεχνία. Φαντάσου σαν να είσαι εκεί τώρα. Τι βλέπεις; Πώς έμοιαζε αυτή η βιοτεχνία;
Αυτή η βιοτεχνία ήταν βγαλμένη από τα ‘90s. Τώρα θα ήτανε πολύ cult. Ήτανε ένας χώρος τριακόσια τετραγωνικά, που φυσικά, όταν ήτανε γεμάτη ζωή, ήτανε καθαρή, περιποιημένη. Θυμάμαι ότι ο μπαμπάς μου την πρόσεχε λες και ήτανε, έμπαινες σε ιατρείο. Ήταν πάντα όλα καθαρά, περιποιημένα, με τάξη. Ο καθένας είχε τη δική του θέση στη βιοτεχνία, το πόστο του. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Μπαίνοντας, λοιπόν, έβλεπες έτσι έναν χώρο σαν showroom και το γραφείο, όπου ήτανε σαν έκθεση παπουτσιών, που ερχόταν οι πελάτες χοντρικής να δουν, να δειγματιστούν κτλ. Και μετά έμπαινες στον κυρίως χώρο της βιοτεχνίας που είχε πρώτες ύλες, μηχανήματα, πάγκους τεράστιους. Μυρωδιές από δέρματα, από βενζινόκολλες. Θόρυβο πολύ. Κόσμο να πηγαινοέρχεται. Ήταν πολύ ωραία.
Εσύ σαν παιδί τι χρόνο περνούσες εκεί πέρα; Πώς ασχολιόσουνα;
Εγώ έχω φωτογραφίες που είμαι μωρό στην κούνια και είμαι εκεί, στη βιοτεχνία δίπλα στον μπαμπά μου. Κάποιος έπρεπε να με προσέχει. Καθώς μεγάλωνα βέβαια, και άρχισα το σχολείο, επειδή η μαμά μου δούλευε μέχρι το μεσημέρι και μετά, εγώ όταν σχολούσα από το σχολείο πήγαινα κατευθείαν στη βιοτεχνία και περνούσα εκεί τον χρόνο μου. Υποτίθεται πως βοηθούσα σαν μικρό παιδάκι. Δηλαδή, ό,τι μπορούσα να κάνω βοηθούσα σε κομμάτια. Αυτό. Και μέχρι και που μεγάλωσα δηλαδή, εκεί πήγαινα. Περνούσα πάρα πολύ χρόνο εκεί.
Θυμάσαι πώς βοηθούσες; Τι παιχνίδια μπορεί να έπαιζες μες στον χώρο με τα παπούτσια;
Θυμάμαι ότι μου άρεσε πάρα πο[00:15:00]λύ να βάζω τα καρφιά στην καρφωτική μηχανή που καρφώνουμε τα τακούνια. Θυμάμαι ότι ήθελα πάρα πολύ να κόβω δέρματα σε διάφορα σχήματα στην πρέσα. Που την πρέσα είναι το αγαπημένο μου μηχάνημα μέχρι και σήμερα. Την είχα λατρεία από τότε. Τι άλλο; Μου άρεζε πάρα πολύ να, να βάφω, γιατί σε κάποια σημεία που θέλει έτσι λίγο λεπτομέρεια να προσέχουμε τα δέρματα, εκεί στις ενώσεις και σε αυτά. Έκανα λεπτοδουλειές, τακτοποιούσα τους πάτους, τα τακούνια. Βοηθούσα πολύ.
Είχε και καλλιτεχνικό στοιχείο δηλαδή μέσα η δουλειά.
Είναι αμιγώς καλλιτεχνική αυτή η δουλειά. Πρέπει να ‘χεις φαντασία και καλλιτεχνική φλέβα για, για τα σχέδια, για τα χρώματα. Φαντασία. Εγώ θεωρώ ότι είναι πολύ καλλιτεχνικό επάγγελμα.
Ο μπαμπάς σου τι πόστο είχε τότε στη βιοτεχνία πέραν απ’ το ότι ήταν ιδιοκτήτης; Δηλαδή, ασχολούνταν με όλα ή είχε κάποιο συγκεκριμένο πόστο;
Όταν είσαι βιοτέχνης, τα κάνεις όλα σχεδόν. Ο μπαμπάς μου κυρίως σχεδίαζε, έκοβε, μόνταρε. ‘Ντάξει, τώρα μιλάμε όμως για μία εποχή που υπήρχε εξειδικευμένο προσωπικό για να κάνει πράγματα. Οπότε, μπορεί να… Τότε είχαμε κάποιον ο οποίος μόνο έκοβε. Είχαμε κάποιον ο οποίος μόνο έραβε. Αλλά γενικότερα ο μπαμπάς μου τα έκανε όλα. Μπορούσε να τα κάνει όλα.
Όταν λες εξειδικευμένο προσωπικό; Υπήρχαν τότε κάποιες σχολές που έβγαινες ή από την εμπειρία μέσα στις βιοτεχνίες;
Ξέρω από τον μπαμπά μου ότι παλιότερα υπήρχε μία σχολή που μπορούσες να μάθεις σχέδιο. Ωστόσο, νομίζω ότι οι περισσότεροι από τους μαστόρους και απ’ αυτούς που είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και τους έχω συναναστραφεί και τους ξέρω πολλά χρόνια, ήταν ένα επάγγελμα που ήτανε, που το μάθαινες εμπειρικά. Όπως και ο μπαμπάς μου, όταν ήτανε 12 χρονών και είχε φύγει από το χωριό και ήρθε στη Θεσσαλονίκη, για να τελειώσει το σχολείο. Ήταν ένα παιδί, που ανάμεσα σε εφτά παιδιά που ήταν τα αδέρφια του και τους μεγάλωνε η αδερφή τους, η οποία δεν μπορούσε να κουμαντάρει άλλα έξι αγόρια. Και τότε η Θεσσαλονίκη φυσικά είχε μια τελείως διαφορετική όψη. Οπότε, ο μπαμπάς μου από το ρολόι της Νεάπολης κατέβαινε με τα πόδια περπατώντας στο Καραβάν Σαράι, που είναι το κτήριο που στεγαζόταν το παλιό Δημαρχείο Θεσσαλονίκης, το οποίο τότε ήτανε γεμάτο από βιοτεχνίες παπουτσιών συγκεκριμένα. Οπότε,, πήγαινε εκεί μικρούλης σε έναν βιοτέχνη, τον κύριο Χασάπη, και δίπλα του άρχισε σαν παραγιός σιγά σιγά να μαθαίνει. Και εκεί πέρα κόλλησε το μικρόβιο. Μεγαλώνοντας —‘ντάξει— έκανε κι άλλες δουλειές. Έφυγε λίγο στα καράβια, ξαναγύρισε. Αλλά αφότου γύρισε, άνοιξε δική του βιοτεχνία, κατάστημα αργότερα και φτάσαμε στο σήμερα.
Ποια χρονιά δηλαδή άνοιξε, ξεκίνησε τη βιοτεχνία; Θυμάσαι;
Κάπου στο 1980 ξεκίνησε τη δική του βιοτεχνία. Σταμάτησε να δουλεύει για άλλους και άνοιξε τη δική του βιοτεχνία. Γύρω στο 1980.
Ενότητα 4
Αναλαμβάνοντας την επιχείρηση – Συγκρίνοντας τη βιοτεχνία του τότε με το σήμερα
00:18:45 - 00:29:45
Και μια ακόμα ανάμνηση: θυμάσαι τα πρώτα παπούτσια που σου έφτιαξε ο μπαμπάς σου απ’ τη βιοτεχνία σας;
Θυμάμαι ότι —νομίζω, όπως πολλά μικρά κορίτσια— είχα καημό να βάλω παπούτσι με τακούνι και όταν έφτασα κάπου στο δημοτικό και φορούσα νούμερο 34, που ήταν το μικρότερο καλαπόδι, το μικρότερο νούμερο που θα μπορούσε να μου φτιάξει, μου είχε φτιάξει ένα ζευγάρι κόκκινα —αν δεν κάνω λάθος lustrin— γοβάκια που είχανε λίγο τακούνι και είχα τρελαθεί από την χαρά μου. Αλλά δεν με άφηνε η μαμά μου να τα φοράω στο σχολείο, γιατί είχαν’ λίγο τακούνι. Οπότε, περίμενα —ξέρεις— καμιά γιορτή, κάπως να ή να πάω στο χωριό να τα δει η γιαγιά μου. Ήμουν τρελαμένη μ’ αυτά τα παπούτσια.
Λοιπόν, και πάμε στο σήμερα και στο πώς αποφάσισες εσύ να αναλάβεις την οικογενειακή επιχείρηση. Ποια ήταν αυτή η στιγμή;
Γενικότερα ήθελα —Δεν είναι κάτι το οποίο μου ήρθε, μου γεννήθηκε τώρα—, ήθελα πολλά χρόνια πριν να ασχοληθώ, αλλά επειδή εγώ τελείωσα το σχολείο το 2008, που ήτανε[00:20:00] το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης και των πολλών δυσκολιών, όλο ήτανε κάτι, ήταν μια ιδέα που όλο έμπαινε στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Σπούδασα Λογιστική που δεν με ενδιέφερε ποτέ. Δούλευα κι εγώ αργότερα στο κομμάτι του σέρβις, στην εστίαση κτλ. Και το 2016-17 είναι που πήρα την απόφαση και είπα ότι «Τέλος! Αυτό ήθελα να γίνω! Αυτό ήθελα πάντα να γίνω! Θα το τολμήσω και όπου βγει!».
Υπήρχε, δηλαδή, πάντα το μικρόβιο μέσα.
Υπήρχε πάντα το μικρόβιο. Καλώς ή κακώς ήταν σαν να γεννήθηκα και να ήμουν ταγμένη σ’ αυτό. Δηλαδή, μεγάλωσα μέσα στη βιοτεχνία, μεγάλωσα ανάμεσα στα δέρματα, τα καλαπόδια. Ήταν κομμάτι του DNA μου πια. Δεν, δεν γινόταν να το απαρνηθώ. Αλλά ήτανε πάντα οι συγκυρίες τέτοιες που πήγαινε πίσω. Ειδικά η οικονομική κρίση και το άνοιγμα της αγοράς, που όλα πια έρχονται μαζικά, σε μαζική παραγωγή από την Κίνα, από οπουδήποτε. Αλλά επειδή και τα τελευταία χρόνια βλέπω μία αλλαγή ως προς αυτό, στη μαζική παραγωγή και το να φοράμε όλοι ίδια ρούχα και ίδια παπούτσια., νομίζω ότι γυρνάει ξανά ο καταναλωτής προς το ελληνικό προϊόν, στο ρούχο, το παπούτσι, την τσάντα. Νομίζω ότι ήταν μια καλή εποχή και πήρα την απόφαση να το ξεκινήσω.
Και όχι μόνο στο ελληνικό αλλά και στο χειροποίητο, έτσι; Δηλαδή, έχει αξία πλέον το να, κάτι να έχει τέτοια δουλειά από πίσω.
Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει και με το ότι το χρήμα πια δεν ρέει άφθονο. Οπότε, θεωρώ πως προτιμάει κάποιος να αγοράσει κάτι καλό, χειροποίητο, προσεγμένο, δουλεμένο στο χέρι, για να το έχει και χρόνια. Είναι, επενδύεις —ας πούμε— σ’ αυτό που παίρνεις και δεν έχεις λεφτά για χάσιμο για να πάρεις πολλά που θα σου χαλάσουν πολύ γρήγορα.
Τώρα που ‘πες να έχεις κάτι για χρόνια, από την παλιά βιοτεχνία είτε σε παπούτσι είτε σε κάποιο αντικείμενο, έχεις κρατήσει κάτι —που όμως όχι να το δουλεύετε— να το ‘χεις για σένα;
Φυσικά! Όλα τα ξύλινα καλαπόδια. Παρόλο που μου ζητάνε άπειροι, άπειρος κόσμος: «Ξύλινα καλαπόδια μήπως έχετε;» είτε για ντεκόρ, είτε για να τα ζωγραφίσουν, είτε σαν ενθύμιο κτλ. δεν δίνω ούτε ένα. Τα έχω όλα και όποτε με, με ρωτάνε τους λέω ότι δεν έχω κανένα. Επίσης, έχω κρατήσει και πολλά εργαλεία, τα οποία δεν τα χρησιμοποιούσαν πολύ στη βιοτεχνία την παλιά, αλλά ήτανε τα δικά μου εργαλεία. Εγώ τα χρησιμοποιούσα σαν παιδάκι και τα έχω και τώρα. Επίσης, έχω κρατήσει και πολλά παλιά δείγματα που ήτανε απ’ τη δεκαετία του ‘90 —ας πούμε—, έτοιμα παπούτσια για δειγματισμό που τα έχω ακόμα και τώρα.
Θέλεις να, να μας πεις και λίγο τι είναι το καλαπόδι, γιατί ίσως είναι ένας όρος που δεν είναι οικείος σε όλους;
Ναι. Το καλαπόδι. Το καλαπόδι είναι αυτά τα κάποτε ξύλινα σαν προσομοίωση του ποδιού. Τώρα πια, όμως, έχει αλλάξει αυτό και είναι πλαστικά. Το οποίο καλαπόδι να πούμε ότι το κάθε ένα, ο κάθε δηλαδή, ο κάθε κωδικός που υπάρχει είναι κάτι διαφορετικό στο γυναικείο παπούτσι. Δηλαδή, μπορεί για να θέλεις εσύ μία μυτερή γόβα με οχτώ πόντους τακούνι πρέπει να είναι ο συγκεκριμένος κωδικός. Σε αυτό το καλαπόδι δεν μπορείς να βάλεις χαμηλότερο τακούνι. Είναι όλα κατηγοριοποιημένα. Είναι άλλα για πέδιλα, άλλα για μποτάκια, άλλα, άλλο για μποτάκι μυτερό ψηλό, άλλο για μποτάκι μυτερό χαμηλό, άλλο για μπαλαρίνες, άλλο για γόβες. Είναι, είναι δύσκολο να τα έχεις όλα, αλλά εγώ είμαι τυχερή, γιατί έχω πολύ μεγάλη παρακαταθήκη απ’ τον μπαμπά μου.
Εσείς δουλεύετε μόνο με γυναικεία παπούτσια;
Ναι, δουλεύουμε —για την ώρα— μόνο με γυναικεία. Σκεφτόμαστε να μπούμε και στον χώρο[00:25:00] του μπεμπέ-βαφτιστικού παπουτσιού. Αλλά γενικά είναι, λειτουργούν έτσι οι βιοτεχνίες παπουτσιών. Είναι χωρισμένες σε μπεμπέ, άλλες μπεμπέ και παιδικό —δηλαδή για μεγαλύτερα παιδάκια—, γυναικείο και ανδρικό.
Πώς είναι, λοιπόν, να συνεχίζεις μια οικογενειακή παράδοση και επιχείρηση και να δουλεύεις ακόμα με τον πατέρα σου;
Ευλογία και κατάρα μαζί. Ευλογία, γιατί είμαι με τον μπαμπά μου. Όλα αυτά τα μηχανήματα είναι η προέκταση του εαυτού, δηλαδή ήτανε πάντα στη ζωή μου. Βέβαια, από την άλλη, το να δουλεύεις με τον γονιό σου είναι κάτι πάρα πολύ δύσκολο, όπως έχω συζητήσει και με άλλους. Γιατί στην αρχή της συνεργασίας μας υπήρχαν πάρα πολλές κόντρες, φωνές, μαλώματα. Ήτανε η σύγκρουση δύο γενεών. Βέβαια, σιγά σιγά με το πέρασμα του χρόνου ο μπαμπάς μου αντιλήφθηκε ότι είναι ο υπάλληλος κι ότι εγώ είμαι το αφεντικό πια. Είδε και τ’ αποτελέσματα της δικής μου δουλειάς. Παράδειγμα, ο μπαμπάς μου δεν μπορούσε με τίποτα να… Να, να αντιληφθεί τη δύναμη του ίντερνετ, πώς γίνεται κάποιος να αγοράσει από την Ισπανία παπούτσια από τη Θεσσαλονίκη ή να τα πάρει και πώς γίνεται απλώς να θέλει να το αλλάξουμε με, με άλλο νούμερο. Είδε τα αποτελέσματα του ίντερνετ και τώρα πια δουλεύουμε μόνο μέσω ίντερνετ.
Σε σχέση, λοιπόν, με το πώς έβλεπες ότι δουλεύανε τότε και το πώς δουλεύετε σήμερα τι βλέπεις να έχει παραμείνει ίδιο και τι να έχει αλλάξει;
Έχει αλλάξει αρχικά η ποσότητα των ζευγαριών. Γιατί τότε θυμάμαι εγώ ο μπαμπάς μου είχε πάρα πολλά συνεργαζόμενα καταστήματα σε όλην την Ελλάδα. Γιατί, όμως, ο κόσμος αγόραζε από ελληνικά καταστήματα. Επένδυε σε ελληνικά προϊόντα, σε ελληνικό παπούτσι. Με το πέρασμα του χρόνου και με το άνοιγμα των μεγάλων αλυσίδων ρούχων και παπουτσιών κτλ., αυτό έχει πέσει. Οπότε, η ποσότητα δεν είναι ίδια. Εγώ θυμάμαι παλιά στη βιοτεχνία τη δεκαετία του ‘90 μπορεί να βγάζαμε ως και διακόσια πενήντα ζευγάρια την ημέρα. Τώρα δεν υπάρχει αυτό. Τώρα βγάζουμε γύρω στα τριάντα ζευγάρια. Αυτό, λοιπόν, έχει αλλάξει πολύ. Τι μένει ίδιο; Πολλά σχέδια μένουν ίδια που είναι διαχρονικά. Ο τρόπος δουλειάς σίγουρα. Η τεχνογνωσία δηλαδή, γιατί πολλά από τα υλικά τα έχουμε αλλάξει. Έχουν βγει καινούρια, memory foam, πατάκια για μέσα. Πολύ καλύτερη —ας πούμε— όχι κατασκευή, κατασκευή στο εσωτερικό του παπουτσιού.
Εσένα ποιες είναι οι αρμοδιότητές σου πλέον στη βιοτεχνία που έχεις αναλάβει;
Πολλές φορές με ρωτάνε: «Είσαι σχεδιάστρια παπουτσιών;» και τους λέω: «Όχι, είμαι βιοτέχνης!» που αυτό σημαίνει ότι όταν είσαι βιοτέχνης κάνεις τα πάντα. Εγώ ξεκινάω από το να σηκώνω τηλέφωνα, να κάνω τις φωτογραφίσεις, το στυλ, τα social media, τη διαχείριση του, του e-shop, το σχέδιο, την επιλογή σχεδίου, το να κόψω, να μοντάρω. Κάνω πάρα πολλά πράγματα. Μόνο δεν ράβω. Αυτό δεν το ‘χω μάθει ακόμη, αλλά προσεχώς ίσως γίνει.
Όλα περνάνε, δηλαδή, από το χέρι σου λίγο πολύ σε όλα τα στάδια.
Ναι, ναι περνάνε όλα απ’ τα χέρια μου. Στο κομμάτι που μπορώ να βοηθήσω δηλαδή, περνάνε από τα χέρια μου.
Μου είπες πριν ότι στη βιοτεχνία τότε θυμάσαι να απασχολεί ο μπαμπάς σου δώδεκα άτομα, σωστά; Πλέον πόσα είναι τα άτομα που δουλεύετε μαζί;
Πλέον είμαστε εγώ, ο μπαμπάς μου και τώρα θα έρθει και η αδερφή μου στην επιχείρηση και έχουμε και εξωτερικούς συνεργάτες. Δηλαδή, όταν, αφού κόψουμε τα δέρματα, τα στέλνουμε σε κάποιον εξωτερικό συνεργάτη, για να τα ράψει.
Το να δουλεύεις χειρωνακτικά σε αυτήν την εποχή έτσι των τόσο γρήγορων ρυθμών βλέπεις να σε αλλάζει; Σου προσφέρει κάτι, δηλαδή, αυτή η επαφή με την ύλη και η αφοσίωση που[00:30:00] θέλει κάθε ένα κομμάτι να βγει;
Νομίζω το, το να δουλεύεις με τα χέρια σου και από το μηδέν να, να φτιάχνεις κάτι, να το δημιουργείς εσύ, είναι και λίγο θεραπευτικό κατά μία έννοια. Όπως το να πλέκεις —ας πούμε— είναι πολύ θεραπευτικό. Έτσι και νομίζω ότι φεύγοντας από τη δουλειά —αν αφαιρέσουμε φυσικά το άγχος που έχει ο ελεύθερος επαγγελματίας κτλ.— το κομμάτι το χειρωνακτικό είναι πολύ ανακουφιστικό στο τέλος της ημέρας.
Για μια γυναίκα πώς είναι ο χώρος και δη του να είσαι ιδιοκτήτης και βιοτέχνης;
Είναι δύσκολο νομίζω, όπως για όλες τις γυναίκες που είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, επειδή ο χώρος είναι ως επί το πλείστον ανδροκρατούμενος. Όπως είπα και νωρίτερα, οι γυναίκες ήτανε ως υπάλληλοι σε πιο ντελικάτες, σε πιο ντελικάτα σημεία της παραγωγής. Τώρα το να είμαι εγώ ένα κορίτσι που θέλησα να αναλάβω τη βιοτεχνία του μπαμπά μου, δεν το δέχτηκαν και πολύ, με πολλή αγάπη κάποιοι. Και αμφισβητήθηκα και με ειρωνεύτηκαν και δεν πίστευαν σε μένα. Αλλά νομίζω ότι αυτά τα τέσσερα χρόνια λειτουργίας, που είμαι εγώ μπροστά, έχουν δείξει το αντίθετο και το χαίρομαι πολύ σ’ έναν βαθμό.
Πλέον για πόσες βιοτεχνίες περίπου παπουτσιού στη Θεσσαλονίκη μιλάμε;
Ξέρω ότι γύρω στο 1980, ’70, ‘80 —ας πούμε, εκείνα τα χρόνια— υπήρχαν χίλιες εκατόν σαράντα κάτι βιοτεχνίες, που… Όχι αποκλειστικά παπουτσιού γυναικείου είτε που κάνανε παιδικό είτε που κάνανε μπεμπέ. Υπάρχουν βιοτεχνίες που κάνουνε μόνο παντόφλες για μέσα στο σπίτι, ανδρικά κτλ. Βιοτεχνίες γύρω στις χίλιες εκατόν σαράντα κάτι. Σήμερα που μιλάμε δεν ξέρω αν ξεπερνάμε τους σαράντα, τις σαράντα βιοτεχνίες.
Μεγάλη πτώση!
Τεράστια, τεράστια!
Οπότε έτσι καταλήγοντας, μου είπες για τα πρώτα σου παπούτσια. Θέλω να ξέρω και τα πρώτα παπούτσια που έφτιαξες εσύ ή που είδες σε μία ιδιαίτερη περίσταση να τα φορά κάποιος άλλος.
Τα πρώτα παπούτσια που έφτιαξα εγώ ολομόναχη από το άλφα ως το ωμέγα ήτανε ένα ζευγάρι σανδάλια, που θα τα είχα μέχρι και σήμερα, αλλά τα είχα φορέσει τόσο πολύ που λιώσανε. Πραγματικά κόπηκαν στα πόδια μου. Και τα παπούτσια που έχω φτιάξει μόνη μου και έχω δει την κολλητή μου να τα φοράει στον γάμο της, ήτανε μία απίστευτη στιγμή!
Πολύ ωραίο! Θα ήθελες εσύ κάτι άλλο να προσθέσεις πριν κλείσουμε τη συνέντευξη;
Θα ήθελα να προσθέσω ένα μικρό μου παράπονο —ας το πούμε έτσι—, ότι γενικότερα δεν δίνεται πια το κίνητρο από την πολιτεία, από το κράτος, από τις σχολές γενικότερα στο να έχει κάποιος μία χειρωνακτική εργασία. Δηλαδή, δεν υπάρχει σχολή που να μπορείς να μάθεις κατασκευή παπουτσιού. Υπάρχει σχέδιο κι αυτό δεν είναι τόσο οργανωμένη σχολή. Ενώ γνωρίζω ότι υπάρχουν πολλές σχολές για πατρόν ρούχου, για, για να παράξεις ρούχο. Επίσης, όταν εγώ θέλησα να ανοίξω τη δική μου επιχείρηση, δεν υπήρχε κάτι σε γυναικεία επιχειρηματικότητα για νέες κοπέλες, που θέλουνε να κάνουνε το δικό τους εγχείρημα. Δεν βρήκα τίποτα, δεν βοηθήθηκα από πουθενά.
Φωτογραφίες

Γεωργία Βλαχάκη
Η Γεωργία Βλαχάκη στη βιοτεχνία υποδημάτων ...
Περίληψη
Η αφηγήτρια ξεκινά την ιστορία της από τις ρίζες της από τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και τη Δυτική Μακεδονία. Μοιράζεται το νήμα που τη συνδέει με την ιστορία των προγόνων της μέσω των αφηγήσεων, των παραδοσιακών φαγητών και χορών. Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στη Θεσσαλονίκη, τη σχέση της με αυτήν και πώς έχει βιώσει τη γειτονιά της να αλλάζει από τη δεκαετία του ’90. Επικεντρώνεται στον κλάδο της βιοτεχνίας του τότε και του τώρα και πώς έχουν αλλάξει τα χαρακτηριστικά της. Μεταφέρει το βίωμα της οικογενειακής βιοτεχνίας υποδηματοποιίας ως παιδί και ως ενήλικη ιδιοκτήτρια πλέον. Η αξία της χειρωνακτικής εργασίας, η συνέχιση της οικογενειακής παράδοσης και η γυναικεία επιχειρηματικότητα είναι ανάμεσα στα θέματα που αναπτύσσονται.
Αφηγητές/τριες
Γεωργία Βλαχάκη
Ερευνητές/τριες
Σοφία Ελένη Ζουλούμη
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/02/2022
Διάρκεια
34'
Περίληψη
Η αφηγήτρια ξεκινά την ιστορία της από τις ρίζες της από τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη και τη Δυτική Μακεδονία. Μοιράζεται το νήμα που τη συνδέει με την ιστορία των προγόνων της μέσω των αφηγήσεων, των παραδοσιακών φαγητών και χορών. Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται στη Θεσσαλονίκη, τη σχέση της με αυτήν και πώς έχει βιώσει τη γειτονιά της να αλλάζει από τη δεκαετία του ’90. Επικεντρώνεται στον κλάδο της βιοτεχνίας του τότε και του τώρα και πώς έχουν αλλάξει τα χαρακτηριστικά της. Μεταφέρει το βίωμα της οικογενειακής βιοτεχνίας υποδηματοποιίας ως παιδί και ως ενήλικη ιδιοκτήτρια πλέον. Η αξία της χειρωνακτικής εργασίας, η συνέχιση της οικογενειακής παράδοσης και η γυναικεία επιχειρηματικότητα είναι ανάμεσα στα θέματα που αναπτύσσονται.
Αφηγητές/τριες
Γεωργία Βλαχάκη
Ερευνητές/τριες
Σοφία Ελένη Ζουλούμη
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/02/2022
Διάρκεια
34'