Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Αγωνίστρια της ΕΟΚΑ ετών 13
Ενότητα 1
Ιστορικό πλαίσιο. Η στρατολόγηση νέων στην ΕΟΚΑ και την ΑΝΕ
00:00:00 - 00:15:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Είναι Πέμπτη, 1 Σεπτεμβρίου 2022, βρισκόμαστε στο Κομπότι Άρτας. Είμαι με την κυρία Τέρψα Παπακώστα, ονομάζομαι Αγ…ροκηρύξεις και τις έπαιρναν και τις διάβαζαν. Ήξεραν τι θα έκανε, τις εντολές που έδινε η ΕΟΚΑ και η αρχηγία, τέλος πάντων, οι μεγαλύτεροι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η σύλληψη και η δίκη. Η υποχρέωση καταβολής χρηματικού ποσού
00:15:29 - 00:27:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μία φορά, εγώ επειδή έπρεπε όσες προκηρύξεις έμεναν να τις κρύβω, τις έβαζα κάτω από το κρεβάτι μου. Κάποια στιγμή η μητέρα μου τις βρήκε κά…λάδια, αλλά θα μεταφέραμε ελαφρά όπλα πάνω μας, στις τσέπες μας, στις τσάντες μας και ιδιαίτερα Κυριακή πρωί που ο κόσμος δεν κυκλοφορούσε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 3
Η δράση της μαθητιώσας νεολαίας και τα βάσανα που υπέστη η Κύπρος
00:27:48 - 00:41:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα, στο καινούργιο μας πόστο -βέβαια ήταν πιο επικίνδυνο, αλλά δεν το κάναμε κάθε μέρα αυτό- μεταφέραμε ελαφρά όπλα, περίστροφα, βόμβες, σ…». Τού ‘πε η μητέρα μου ότι είναι από τις πέτρες που πετάνε, «Εγώ σε στέλνω γι' αυτήν τη δουλειά;», με μαύρισε κι εκείνος. Τέτοια τραβούσα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 4
Η εξασφάλιση εχεμύθειας στη στρατολόγηση και ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης
00:41:44 - 00:50:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Άλλη ερώτηση. Πώς γινόταν η στρατολόγηση; Πώς μπορούσατε δηλαδή να ξέρετε ότι τα άτομα που πλησιάζετε δεν θα σας προδώσουν ή είναι τα κατάλ… τα παιδιά στο φροντιστήριο τώρα ποιος ήταν ο Παλληκαρίδης να τους πω. Ως κι εδώ ακόμα τον μαθαίνουν στα σχολεία. Ναι. Αυτά. Άλλο τίποτα;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η εκκόλαψη εθνικής συνείδησης
00:50:58 - 00:59:54
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Έχω μία ερώτηση όσον αφορά το πώς σας δημιουργήθηκε σαν παιδιά, όλοι εσείς που μπήκατε στην μαθητιώσα νεολαία της ΕΟΚΑ, πώς σας είχε δ…εν είπε: «Ναι». Με αυτό το σκεπτικό και με αυτά τα μυαλά μπορούσα να μην μπω στην πόλη; Ήμουν ήδη προετοιμασμένη από τότε, από το Δημοτικό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Η στάση των Άγγλων και ο φόβος
00:59:54 - 01:10:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ήταν, όμως, γενικό το αίσθημα στους μαθητές αυτό, έτσι; Στην Κύπρο. Ε ναι, ναι. Όλοι κατάγονταν από ένα χω ριό, είχαν ζήσει όλοι, 7 η ώρα… «Εμένα με λένε Ελλάδα», λέει. Συγκινηθήκανε οι συνάδελφοι. Το λέω ακόμα και συγκινούμαι. Με ένα ύφος που το είπε. «Εμένα με λένε Ελλάδα!».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η εξέγερση της ΕΟΚΑ κι επίλογος
01:10:10 - 01:20:22
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και πετύχαμε στην 1η Απριλίου εκείνη την μέρα που ήταν η μέρα που ξεσηκώθηκε η Κύπρος, σε όλη τη Κύπρο βάλανε βόμβες και εξερράγησαν οι βόμβ…κι ούτε πρόκειται να τη δούμε ποτέ. Η Κρήτη είχε έναν Βενιζέλο και την έσωσε. Εμείς είχαμε Μακάριο, είχαμε Γρίβα και Ιωαννίδη. Και σωθήκαμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΚαλησπέρα.
[00:00:00]
Καλησπέρα.
Είναι Πέμπτη, 1 Σεπτεμβρίου 2022, βρισκόμαστε στο Κομπότι Άρτας. Είμαι με την κυρία Τέρψα Παπακώστα, ονομάζομαι Αγγελική Αλβανού, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, κυρία Τέρψα, είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για ακόμη μία φορά, λίγο πιο διεξοδικά για την ΕΟΚΑ και για τη δράση της στην Κύπρο και για τη δική σας συμμετοχή στην οργάνωση αυτή. Θέλω για αρχή να μου πείτε λίγο πώς ξεκίνησε η ΕΟΚΑ. Βασικά, πείτε μου για αρχή πώς ήρθαν οι Άγγλοι στην Κύπρο. Ας ξεκινήσουμε από εκεί.
Ναι, νομίζω ότι χρειάζεται να πούμε κάποια πράγματα, πώς έπεσε η Κύπρος στα χέρια των Άγγλων. Μετά το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1877-78 και την ήττα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Μεγάλη Βρετανία για δικά της συμφέροντα ζήτησε από τον Σουλτάνο και με τη δικαιολογία ότι θα ήθελε να εμποδίσει τους Ρώσους να κατέβουν στη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Ανατολική Μεσόγειο, να της παραχωρήσει την Κύπρο με αυτό το συγκεκριμένο πρόσχημα που αφορούσε και τον ίδιο τον Σουλτάνο. Κατ’ ουσίαν, όμως, η Αγγλία ήθελε να ελέγχει τα στενά του Γιβραλτάρ και να είναι παρούσα σε ένα μέρος του κόσμου που έχει αυτή την πολιτικοοικονομική σπουδαιότητα. Ο Σουλτάνος, βέβαια, δεν ήθελε να το κάνει αυτό, γιατί την ίδια σπουδαιότητα που είχε η Κύπρος για τους Άγγλους είχε και για εκείνον, μετά που διαλύθηκε και η μωαμεθανική αυτοκρατορία, δέχτηκε όμως να μισθώσει την Κύπρο στους Άγγλους και οι Άγγλοι βέβαια δεν ήταν ευχαριστημένοι με αυτό, αλλά προς στιγμήν το δέχτηκαν και κατάφεραν μετά -αργότερα θα το πούμε- να κάνουν πια δική τους την Κύπρο. Υπογράφτηκε η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης το 1878 ανάμεσα στον Σουλτάνο και τους Άγγλους και παραχωρήθηκε, όπως είπαμε, υπό μορφή μίσθωσης η Κύπρος στους Άγγλους. Η αλήθεια είναι ότι αυτή τη μίσθωση την ακριβοπλήρωσαν οι Ελληνοκύπριοι με πολύ βαριά φορολογία και οπωσδήποτε αυτό τους έκανε κάποια στιγμή να μην αντέξουν. Καταρχάς, οι Ελληνοκύπριοι δέχθηκαν τους Άγγλους θετικά για δύο λόγους. Πρώτον, διότι ήταν χριστιανοί και, δεύτερον, πίστευαν ότι κάποια στιγμή ο πόθος τους, δηλαδή να ενωθούν με τη μητέρα Ελλάδα, θα πραγματοποιούνταν μέσω της Αγγλίας, δηλαδή ότι η Αγγλία σαν ευρωπαϊκή χώρα θα παραχωρούσε με τον άλφα ή βήτα τρόπο την Κύπρο στην Ελλάδα, πράγμα βέβαια που δεν έγινε και τότε οι Ελληνοκύπριοι άρχισαν τις αντιδράσεις. Έγινε πια αντιληπτό η πρόθεση της Αγγλίας να μην παραχωρήσει την Κύπρο, διότι ήταν πολύ, όπως είπαμε, νευραλγικός χώρος για τους ίδιους και με διάφορες εξεγέρσεις κατά διαστήματα οι Ελληνοκύπριοι προσπαθούσαν να διώξουν τους Άγγλους. Μία από αυτές τις εξεγέρσεις ήταν τα Οκτωβριανά του 1931 που κύλησε τον τόπο στην καταστροφή με πολύ αίμα και ανθρώπινες απώλειες. Όμως η αλήθεια είναι ότι δεν τα έβαλαν κάτω οι Ελληνοκύπριοι και τον Ιανουάριο του 1950 η Ορθόδοξος Εκκλησία της Κύπρου διοργάνωσε ένα ενωτικό δημοψήφισμα εις το οποίο 98% των Ελληνοκυπρίων ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, το οποίο πράγμα βέβαια δεν αποδέχτηκε η Μεγάλη Βρετανία. Οι Κύπριοι μη έχοντας -οι Ελληνοκύπριοι μιλάμε τώρα- μη έχοντας άλλη επιλογή ξεκίνησαν τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ που σημαίνει Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών με αρχηγό τον Κύπριο στην καταγωγή αξιωματικό του ελληνικού στρατού Γεώργιο Γρίβα Διγενή και με τη βοήθεια της Ελλάδος, την 1η Απριλίου 1955. Ο αγώνας κράτησε από το ‘55 ως το ‘59. Η ΕΟΚΑ ζητούσε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, πράγμα το οποίο όμως οι Άγγλοι είχαν τον σκοπό τους, δεν δέχτηκαν ποτέ και μάλιστα όταν έγινε ο πόλεμος, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ζήτησαν οι Άγγλοι από τον Βενιζέλο να συμμετέχει στον πόλεμο, εκείνος δεν ήθελε, ήθελε να ήταν ουδέτερος, να συμμετέχει η Ελλάδα στον πόλεμο, υποσχέθηκαν ότι θα παραχωρήσουν στην Ελλάδα την Κύπρο, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο βασικά γι’ αυτό τον λόγο και μετά τη γέλασαν, μετά που τελείωσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν παραχώρησαν την Κύπρο. Φαινόταν καθαρά ότι δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να αφήσουν από τα χέρια τους την Κύπρο, διότι δεν ήθελαν να φύγουν από τη Μέση Ανατολή. Αυτόν τον αγώνα του '55-'59 της ΕΟΚΑ, η μαθητιώσα νεολαία έπαιξε έναν σπουδαιότατο ρόλο που οδήγησε στις φυλακές και στις αγχόνες πολλούς μαθητές, ακόμα και ανήλικους μαθητές, όπως ήταν ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, που οδηγήθηκε στις φυλακές και απαγχονίστηκε σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Εγώ προσωπικά φοιτούσα στο Λανίτειο Γυμνάσιο Λεμεσού, το οποίο έπαιξε βασικότατο ρόλο στον αγώνα του '55-'59 και οι μεγάλοι μαθητές -ήμαστε σχολείο αρρένων και θηλέων- και το ένα σχολείο και το άλλο σχολείο. Τώρα θα σας πω πώς ακριβώς εγώ μυήθηκα στην οργάνωση. Οι Άγγλοι… Όπως σας είπα, η μαθητιώσα νεολαία είχε παίξει σημαντικό ρόλο στον αγώνα της ΕΟΚΑ και οι μεγάλες μαθήτριες και οι μεγάλοι μαθητές, εννοώ από ηλικίες δεκαέξι-δεκαεπτά-δεκαοκτώ ετών, έπαιζαν έναν ρόλο πολύ ιδιαίτερο. Δηλαδή, διοργάνωναν επιθέσεις εναντίον των Άγγλων, έστηναν ενέδρες, κάτι σαν αυτό που έκαναν οι αντάρτες εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών εδώ στην Ελλάδα, κάτι παρόμοιο έκαναν και οι μαθητές. Μιλάμε τώρα ότι ήταν ανήλικοι μαθητές και παρόλα αυτά ενεργούσαν από την αγάπη τους για την πατρίδα, ενεργούσαν σαν να ήταν είκοσι-είκοσι πέντε-τριάντα χρονών. Όταν πια αντιλήφθηκαν οι Άγγλοι, οι οποίοι Άγγλοι, όπως σας είπα και την προηγούμενη φορά που κουβεντιάσαμε, κυρία Αγγέλα, είχαν στρατολογήσει τα εξτρεμιστικά στοιχεία των Τούρκων, των Τουρκοκυπρίων, με αρχηγό τον Ντεκτάς μαζί τους και ήταν τρόπον τινά ακραία στοιχεία των «Γκρίζων Λύκων», οι οποίοι ήταν τρόπον τινά σαν «αστυνομικοί», σε αποσιωπητικά, που δεν είχαν και καμία μόρφωση -νομίζω τα αναφέραμε αυτά την προηγούμενη φορά- και αυτούς τους έβαζαν μπροστά να κυνηγάνε ιδιαίτερα τους μαθητές. Όταν αυτοί κατάλαβαν, όταν οι Άγγλοι κατάλαβαν μέσω των επικουρικών, όπως τους λέγαμε εμείς αυτούς τους Τουρκοκύπριους εξτρεμιστές, δεν ήταν όλοι οι Τουρκοκύπριοι τέτοιοι, όχι. Αυτοί ήταν μια ομάδα που συνεργάστηκαν με τους Άγγλους και αυτοί είναι που συνέχισαν μετά το ‘60 και την απελευθέρωση της Κύπρου από τους Άγγλους, συνέχισαν την κατάσταση αυτή και οδήγησαν την Κύπρο στο ‘74, στην εισβολή και τα λοιπά. Όταν πια αντελήφθηκαν ότι οι μεγάλοι μαθητές έκαναν αυτά τα πράγματα, τους κυνηγούσαν ιδιαίτερα. Και τότε η οργάνωση και ο Γρίβας ιδιαίτερα, αποφάσισαν να στρατολογήσουν κάποιους μικρούς μαθητές τους οποίους βέβαια περνούσαν από κόσκινο οι μαθήτριες και οι μαθητές οι μεγάλοι. Μία από αυτούς ήμουνα κι εγώ. Είχα δύο γειτόνισσες, οι οποίες, -εγώ ήμουνα στη Β’ Γυμνασίου τότε, το ‘57, και η φίλη μου που πηγαίναμε μαζί σχολείο ήταν στην Α' Γυμνασίου, γειτόνισσες, και πηγαίναμε ή με τα ποδήλατα ή με τα πόδια σχολείο, αρκετά μακριά ήταν, και μας πλεύρισαν αυτές οι δύο γειτόνισσες οι οποίες παρακολουθούσαν την οικογένειά μας, τη σοβαρότητα τη δική μας ανάλογα με την ηλικία μας, αν, παράδειγμα, είμαστε παιδιά τα οποία μπορούσαν να εμπιστευτούν, διότι άμα μας έπιαναν οι Εγγλέζοι ή οι επικουρικοί, θα προδώναμε αυτούς, άμα μας πίεζαν. Πράγμα που έγινε βέβαια και δεν τους προδώσαμε. Και μετά από κάμποσο καιρό πρότειναν σ' εμένα, μετά από κανά εξάμηνο με τρόπο, προσπαθούσαν να καταλάβουν τον χαρακτήρα μας, τα πιστεύω μας, εάν θέλαμε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αν είμαστε σχετικά πατριώτες και τα λοιπά. Και μετά από ένα εξάμηνο περίπου μου πρότειναν εμένα. Μου είπαν ότι το Λανίτειο θηλέων δεν έχει μικρούς μαθητές, μικρές μαθήτριες μυημένες στην ΕΟΚΑ, η οποία νεολαία της ΕΟΚΑ που λεγότανε ΑΝΕ, -ΑΝΕ, άλφα, νι και έψιλον- η νεολαία των μαθητών λεγότανε. Να μυηθώ στην ΑΝΕ, αλλά είχα την υποχρέωση να μυήσω και τα κορίτσια Α’, Β’ και Γ’ Γυμνασίου. Με ρώτησαν αν μπ[00:10:00]ορούσα να το κάνω. Βεβαίως. Και πού θα γινότανε αυτό; Όπου νομίζατε ότι θα μπορούσατε να μην γίνετε αντιληπτοί, ή να σας δούνε οι άλλοι μαθητές, ή να σας… Διότι στα σχολεία συνήθως απ’ έξω περίμεναν τανκς, περίμεναν αυτοκίνητα επικουρικών, αστυνομικά δηλαδή αυτοκίνητα, με τα όπλα και τα λοιπά. Όποτε έβλεπαν κάτι να μπαίνουν μέσα στα σχολεία. Εντάξει, εγώ το είπα και στη φίλη μου, τη Μέλπω -Θεός σ'χωρέσ΄την γιατί έχει πεθάνει- και δέχτηκε κι εκείνη. Ήταν και ο αδερφός της στην ΕΟΚΑ, αλλά δεν ξέραμε τι γινότανε στο σπίτι. Ούτε εγώ είπα στα υπόλοιπα αδέρφια μου ή στη μητέρα μου ή, ξέρω ‘γώ, ότι… Δεν γινότανε να γίνουν τέτοια πράγματα. Έπρεπε να ήταν ένα μυστικό που το είχαμε εμείς μόνο. Και ξέραμε μόνο αυτές τις δύο γειτόνισσες μας στο σχολείο μαθήτριες, η Μέλπω κι εγώ κι εκείνες που μυούσαμε, τις μικρότερες. Και το ξέρανε ότι δεν έπρεπε να το πούνε παρακάτω, έτσι λειτουργούσε η ΑΝΕ. Και σιγά-σιγά μυήσαμε αρκετές μαθήτριες και ο αγώνας… Δηλαδή τι έπρεπε να κάνουμε εμείς, οι μικρές μαθήτριες που ανήκαμε στην ΑΝΕ. Οι μεγάλοι σας είπα τι έκαναν. Εμείς πηγαίναμε -βέβαια χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί- πηγαίναμε σε ένα μέρος, εμείς ιδιαίτερα, οι δυο μας με ποδήλατο, περίπου τρία χιλιόμετρα από το σπίτι μας, νύχτα, αφού πέφτανε για ύπνο οι γονείς μας. Κάναμε τις κοιμισμένες και μετά τις 11 η ώρα το βράδυ σηκωνόμαστε, ερχόταν και αυτή, αφού έβαζε τους γονείς της στον ύπνο, αλλά αυτή πολύ σύντομα την πήρε είδηση ο αδερφός της, γιατί έκανε τα ίδια. Εκείνος ήταν μεγάλος όμως, ήταν για άλλες δουλειές και κουβέντιασαν οι δυο τους, τη συμβούλεψε τι να κάνουμε. Όμως, από τις 8 περίπου το βράδυ, οι Άγγλοι εκήρυσσαν την Κύπρο σε κατ’ οίκον περιορισμό, δηλαδή curfew το λέγαν. Ήμασταν υποχρεωμένοι να μένουμε στα σπίτια μας μέχρι τις 06:00 το πρωί. Άρα εμείς εν γνώσει μας πηγαίναμε τρία περίπου χιλιόμετρα σε ώρα που απαγορευόταν η κυκλοφορία. Δηλαδή και η ίδια μας η ζωή κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή. Δεν είχαμε… Νομίζω το νεαρό της ηλικίας είναι εκείνο που μας έκανε και η αγάπη μας για αυτό που κάναμε μας είχε κάνει να σοβαρευτούμε, να «ωριμάσουμε» -μέσα σε αποσιωπητικά- πριν από την ώρα μας. Δηλαδή, δεκατριών χρόνων εγώ και δώδεκα η φίλη μου, μοιάζαμε σαν να ήμασταν δεκαεπτά-δεκαοκτώ στο μυαλό και στις κινήσεις μας. Παίρναμε το ποδήλατο, κάναμε τον σταυρό μας, αφήναμε τους γονείς μας να κοιμούνται και τα αδέρφια μας και πηγαίναμε σε ένα υπόγειο να τυπώσουμε φυλλάδια όλη νύχτα και μέχρι τις 3:00, όχι όλη τη βδομάδα, γιατί έπρεπε να διαβάσουμε κιόλας, κάποιες φορές που μας έλεγαν οι μεγαλύτερες. Αυτά τα φυλλάδια, δηλαδή τις προκηρύξεις, τις τυπώναμε εκεί στο υπόγειο, είχε και άλλα κορίτσια, δεν ήμασταν μόνοι μας και αφού πέρναγαν δυο-τρεις ώρες και πόσα έπρεπε να τυπώσουμε, τα κάναμε μάτσα. Έπαιρνε η αρχηγός της ομάδας, σε αυτή την ομάδα ήμουνα εγώ, τη μία, του Λανιτείου, από άλλο σχολείο ήταν άλλη κοπέλα και τα λοιπά, τα κάναμε σε μάτσες, τα δίναμε στις κοπέλες μας κι εκεί, επειδή είχαμε περιθώριο, μπορούσαμε να τους δώσουμε οδηγίες και τους λέγαμε, είχαμε κάνει από πριν ένα σχεδιάγραμμα: «Θα πάτε από 'δώ μέχρι εκεί, από αυτό τον δρόμο μέχρι εκείνο τον δρόμο, μετά το σχολείο, μεσημέρι», γιατί ο κόσμος, είχε ζέστη στην Κύπρο όπως και τώρα, κοιμόταν. Και για να μην γίνονται αντιληπτοί, όμως, και λέγαμε η μία στην άλλη: «Καλή επιτυχία» και φεύγαμε να πάμε να κοιμηθούμε, να πάμε σχολείο το πρωί, να μην μας πάρουνε είδηση οι γονείς μας. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι που μας πιάσανε οι γονείς μας δεν είχαν καταλάβει πολλά πράγματα. Κοιμόνταν και πηγαίναμε και εμείς. Την άλλη μέρα το πρωί ερχόταν η φίλη μου, με έπαιρνε, πηγαίναμε σχολείο, συνεννοούμαστε στα διαλείμματα κρυφά σε μία γωνιά με τις άλλες της ομάδας τι θα κάνουμε μετά από τις προκηρύξεις και τα λοιπά, τους έλεγα εγώ: «Να προσέχετε να μην σας πιάσουν, γιατί είναι επικίνδυνο και θα φάτε ξύλο». Ήρθε, όμως, μία μέρα που κάποια στιγμή υποψιάστηκαν οι Εγγλέζοι ότι δεν έβλεπαν, δεν συνελάμβαναν κοπέλες μεγάλες μαθήτριες. Είπαν κάτι δεν πάει καλά. Τι συμβαίνει; Είπαμε, όμως, ότι εκείνες έφυγαν από αυτόν τον τομέα. Σου λέει τώρα, σκέφτηκαν. Έβαλαν τους επικουρικούς, τους Τούρκους, να παρακολουθούν τις μικρές μαθήτριες και όταν μας έβλεπαν να κυκλοφορούμε μέσα στο καταμεσήμερο, μας ακολουθούσαν από μακριά. Βέβαια, άλλες φορές τους βλέπαμε, άλλες φορές δεν τους βλέπαμε με τον καθρέφτη από το ποδήλατο και ξέραμε και καταφέρναμε και γλιστρούσαμε να μη μας πιάσουν. Μια μέρα… Και το κάναμε επειδή η εντολή ήτανε να γίνεται μετά το σχολείο, δηλαδή να είναι η ώρα τέτοια που να μην υπάρχει πολλή κυκλοφορία και, όταν ξυπνήσουν, στους δρόμους έβλεπαν τις προκηρύξεις και τις έπαιρναν και τις διάβαζαν. Ήξεραν τι θα έκανε, τις εντολές που έδινε η ΕΟΚΑ και η αρχηγία, τέλος πάντων, οι μεγαλύτεροι.
Μία φορά, εγώ επειδή έπρεπε όσες προκηρύξεις έμεναν να τις κρύβω, τις έβαζα κάτω από το κρεβάτι μου. Κάποια στιγμή η μητέρα μου τις βρήκε κάτω από το κρεβάτι, δεν μου είπε τίποτα. Μια μέρα έφτιαχνε κουλούρια, ήρθε η φίλη μου, είχαμε κρυμμένες στα εσώρουχά μας τις προκηρύξεις, την ποδιά μας από πάνω τη σχολική και ξεκινήσαμε με τα ποδήλατα, είχαμε και κάποιες μες στην τσάντα τη σχολική, τη βάζαμε έτσι, ήρθε έξω στην αυλή η μητέρα μου και μας λέει: «Πάρτε και αυτά τα κουλούρια. Βάλτε τα στην τσέπη σας και να προσέχετε μη σας πάρουν φυλακή». Την κοίταξα εγώ. «Την ευχή μου να έχετε», είπε και μπήκε μέσα κλαίγοντας. Σαν να είχε το ένστικτο. Της λέω: «Κατάλαβε η μάνα μου». «Και εμένα ο αδερφός μου», μου είπε η φίλη μου. Τέλος πάντων. Πήγαμε. Eμείς είχαμε συνήθως οι δυο μας τον πιο κεντρικό δρόμο της Λεμεσού και αυτός λεγόταν πεντάδρομος. Ήταν το κέντρο της πόλης εκεί, είχε πέντε δρόμους, τους κύριους δρόμους της πόλης που ενώνονταν εκεί, για αυτό τον έλεγαν πεντάδρομο. Και εκεί παρακάτω ήταν εκεί που πηγαίναμε και τυπώναμε στο υπόγειο, που σας είπα προηγουμένως, τις προκηρύξεις. Της λέω εγώ: «Εσύ θα πας από 'δώ και εγώ θα πάω από 'δώ και πρόσεχε». Δεν προλάβαμε να τις βγάλουμε από κάτω, ας πούμε, από τα εσώρουχά μας ή από την τσάντα μας, τις προκηρύξεις, και βλέπουμε ένα-δύο αυτοκίνητα των Τούρκων με τα όπλα στραμμένα, ερχόταν το ένα από εκεί που ήταν η φίλη μου και το άλλο από 'δώ και μας έπιασαν επ’ αυτοφώρω να κρατάμε τις προκηρύξεις στο χέρι. «Μέλπω, μην αρχίσεις τα νούμερα», της είπα εγώ γιατί ήταν λίγο φοβιτσιάρα αυτή, «Και, σε παρακαλώ πάρα πολύ, ό,τι μας πούνε, θα κάνουμε, τίποτα, γιατί θα μας χτυπήσουν. Δεν τους βλέπεις με τα όπλα;». Άπταιστα ελληνικά αυτοί να μιλάνε: «Τα χέρια ψηλά, πίσω από το κεφάλι, δώστε μας ό,τι έχετε», δώσαμε τις προκηρύξεις, «Και μπέστε μέσα στο αυτοκίνητο». Εντάξει, μπήκαμε. «Πού θα μας πάνε;», μου λέει. Της λέω: «Όπως καταλαβαίνεις…», είχε κρατητήρια παρακάτω. Μας πάνε στα κρατητήρια, «Να πηδήξουμε από 'δώ να φύγουμε;», μου είπε. Της λέω: «Παιδάκι μου, είσαι καλά; Τους βλέπεις πώς είναι; Είναι έξι αστυνομικοί. Στο δευτερόλεπτο θα μας σκοτώσουν. Πρόσεξε καλά. Εκεί που θα πάμε θα μας δείρουν. Έχεις ακούσει». «Πώς δεν έχω ακούσει; Θυμάμαι τι έκαναν του Παυλίδη», έναν άλλο μαθητή που του έσπασαν το πόδι, το γόνατο, και από τότε έμεινε κουτσός και περπατούσε στο σχολείο με πατερίτσες όλα του τα χρόνια, ώσπου μεγάλωσε το παιδί. «Ε, κάτι παρόμοιο μπορεί να μας κάνουν κι εμάς», της λέω. Αλλά της τα έκανα και λίγο τρομερά, «Εκείνος ήταν και μεγάλος», της λέω, «φαίνεται τον έδειραν πιο πολύ. Θα φάμε κι εμείς ξύλο, αλλά δεν θα πούμε τίποτα. Τίποτα απολύτως δεν θα πούμε». Μπαίνουμε μέσα. Μόλις μπαίνουμε, κοιτάω εγώ, τι να ιδώ; Ένας χωριανός μου τον οποίο λέγαμε στο χωριό ότι είναι προδότης, ήταν αστυνομικός των Τούρκων, των Εγγλέζων. Ήξερα εγώ ότι ήταν αστυνομικός, αλλά ότι ήταν σε αυτό το αστυνομικό τμήμα, σε αυτά τα κρατητήρια, Λεμεσού τα λέγαμε, δεν ήξερα. Μόλις τον βλέπω: «Α, καλώς την», μου λέει εμένα. «Μου έγινες και αγωνίστρια;». Τον κοιτώ με ένα άγριο βλέμμα εγώ και του λέω: «Να μην σε νοιάζει, προδότη». Και λέει στα αγγλικά, στην Αγγλίδα, γιατί είχε μια Αγγλίδα εκεί: «Όσο ξύλο μπορείς, δώσ’ της», της είπε στα αγγλικά. «Όσο ξύλο μπορείς, δώσ’ της…». Και πάμε. Μας πήγαν σε ένα δωμάτιο, μας έκλεισαν και τις δύο μέσα, κλείδωσαν κι έφυγαν. Απ’ έξω, όμως, από το δωμάτιο αυτό είχε μείνει η Αγγλίδα αυτή με το όπλο της, η αστυνομικός, γιατί -εγώ έτσι κατάλαβα τότε- για να μην μας πειράξουν, ας πούμε, με άλλο τρόπο οι Τούρκοι. Να είναι εκεί αυτή-
Οι άντρες.
Οι άντρες. Δεν ήθελε, μικρά παιδιά είμαστε να βγάλει τέτοιο όνομα η Αγγλία τώρα ότι γίνονται, γιατί θα ακουγότανε. Μια πόλις μικρή ήτανε η Λεμεσός τότε. Μετά από καμιά ωρίτσα είπα της φίλης μου τι θα της έλεγα, μπήκε μέσα αυτή, έφερε και δύο, με ρόπαλα δύο Τούρκους αστυνομικούς από αυτούς που μας συνέλαβαν και: «Μέλπω, πρόσεχε. Μέλπω…». «Όχι, δεν υπ[00:20:00]άρχει περίπτωση», μου λέει. «Θα βγεις προδότρια σαν αυτόν εδώ», της λέω, «που είναι από το χωριό μου». Δεν είπε τίποτα. Άρχισαν το ξύλο, να μην σ' τα πολυλογώ. Όλη τη νύχτα κατά διαστήματα επί μία ώρα μας έδερναν, μας κλώτσαγαν, της έσπασαν τη μύτη της φίλης μου και να τρέχει το αίμα νερό κι ούτε νοιάζονταν, έδιναν πάλι, παντού μας βάραγαν, παντού μας βάραγαν. Κάποτε εγώ είχα πρόβλημα σύλληψης και μου είπε ένας Καναδός γιατρός, από την Αγγλία και αυτός, ότι: «Έχεις μία μικρή πληγή στη μήτρα σου» και «Μικρή σε χτύπησε κανένας;» και πετάχτηκε ο άντρας μου και του λέει: «Ναι, τη χτύπησαν οι πατριώτες σου». «Γιατί;» και του εξήγησε. Εγώ δεν ξέρω ότι συνέβηκε κάτι τέτοιο, αλλά μέσα στην κοιλιά μας είχαν κλωτσήσει πάρα πολλές φορές εκείνο το βράδυ που μας είχαν εκεί. Τέλος πάντων, την άλλη μέρα το πρωί, όλη τη νύχτα αυτό γινότανε και την άλλη μέρα το πρωί μας πάνε αυτόφωρο. Το αυτόφωρο ή το δικαστήριο ήτανε δίπλα από τις φυλακές. Είπαν, όμως, ότι μόνο οι γονείς μας θα μπούνε μέσα, γιατί τότε, το '57-'58 ήταν αυτό που λέω, ήταν σε μεγάλη έξαρση ο αγώνας. Τότε είχαν, αν δεν απατώμαι, πιάσει και τον Παλληκαρίδη και τον πήγαν στα κρατητήρια της Λευκωσίας. Τότε απαγχόνισαν πολλούς αγωνιστές, τον Καραολή, τον Ανδρέα Δημητρίου, τον Μάτσο… Δηλαδή είχαν γίνει πάρα πολλά τότε, σε αυτή την περίοδο. Ήταν, από το '55 ξεκίνησε ο αγώνας και το '57, '58 ήταν στην κορυφή του. Τότε ήταν που μας συνέλαβαν εμάς και είπαν: «Μέσα στο δικαστήριο θα μπουν μόνο οι γονείς» και έκατσαν μόνο οι γονείς μας μέσα, αλλά δεν πρόλαβαν να έρθουν οι δικαστές και απ’ έξω μαζεύτηκαν ο κόσμος όλος. Όλα τα σχολεία της πόλης, από δημοτικά μέχρι γυμνάσια, λύκεια να φωνάζουν: «Αφήστε τις μαθήτριες! Αφήστε τις μαθήτριες! Θα μπλοκάρουμε και θα σας τα διαλύσουμε όλα!». Με πέτρες να χτυπάνε στις πόρτες, να γίνεται χαμός απ’ έξω. Λοιπόν, όπως καθόμαστε στο εδώλιο, η μία από 'δώ και η άλλη απ’ εκεί, βλέπουμε τέσσερις δικαστές -εμείς να ακούμε αυτά απ’ έξω, να βλέπουμε- κοιτάμε, ο Ντενκτάς Εισαγγελέας. Έκατσε πρώτος. Αυτοί τότε, δεν ξέρω αν και σήμερα στα δικαστήρια οι Άγγλοι, νομίζω το συνεχίζουν, φορούσανε μια στολή μαύρη, σαν ιερείς, μακριά, και στο κεφάλι μία περούκα με - νομίζω είναι και τώρα, βλέπω και σε αμερικανικά έργα - με τέτοιες, έτσι, μπούκλες. Μόλις τους βλέπουμε εμείς να μπαίνουν και να κρατάνε και τους φακέλους τους, μας έπιασε ένα νευρικό γέλιο με όλα αυτά που τραβήξαμε, με όλα αυτά που ακούγαμε έξω και να μην σταματάμε. Εκείνη να γελάει από εκεί και εγώ να γελάω από 'δώ και οι μάνες μας να κλαίνε: «Θα σας σκοτώσουν». Εντωμεταξύ οι επικουρικοί που μας φύλαγαν έβγαλαν τα όπλα εδώ και να φωνάζει ο Ντενκτάς: "Stupid people! Send them to prison!", να μας στείλουν φυλακή δώδεκα-δεκατριών χρόνων, συμβούλευε. Καθίσανε αυτοί τελικά, μας φοβέρισαν οι Τούρκοι ότι θα μας σκοτώσουν και σταματήσαμε το γέλιο. Κάθισαν, δεν μπόρεσαν να δικάσουν, αφού έξω γινόταν χαμός. Φοβήθηκαν μήπως μπλοκάρουν μέσα όλοι. Κι ο κόσμος μαζί εννοώ, όχι μόνον οι μαθητές. Τακ, τακ, αποφάσισαν, τετρακόσιες λίρες -ήταν λίρες τότε- πρόστιμο οι δυο μας, διακόσιες η μία, διακόσιες η άλλη, είκοσι τέσσερις ώρες. Εάν σε είκοσι τέσσερις ώρες δεν δίναμε τα λεφτά αυτά, θα πηγαίναμε φυλακή. Εμένα η μάνα μου είχε επτά παιδιά. Πού να βρεις διακόσιες λίρες; Ήταν πολλά λεφτά, πολλά λεφτά. Να πούμε τώρα δέκα χιλιάδες ευρώ, έτσι αφηρημένα δηλαδή το λέω. Δεν μπορείς να βρεις από μία στιγμή στην άλλη δέκα χιλιάδες ευρώ. Τρεις μπορείς να βρεις και πέντε, άλλα δέκα πού να βρεις; Το ίδιο και τότε, ήταν πολλά τα διακόσια ευρώ. Η Μέλπω ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Δανείστηκε και από συγγενείς και αυτούς. Δεν μπορούσαμε σε είκοσι τέσσερις ώρες να μαζέψουμε τέτοια λεφτά. Η μάνα μου να κλαίει. Εμείς πήγαμε σχολείο. Σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Μπαίνουμε αυτή στην τάξη της κι εγώ στη δικιά μου και ένα αυτοκίνητο με επικουρικούς μέσα στο σχολείο, έξω από τις αίθουσες να περιμένει να πάει 12 η ώρα. Εάν δεν δίναμε τα λεφτά, θα μας πήγαιναν και τις δύο φυλακή. Μόλις μπαίνουμε μέσα στην τάξη, αρχίσαν οι μαθήτριες οι άλλες να φωνάζουν: «Μπράβο! Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η Κύπρος!» και να γίνεται χαμός. Δεν κάναμε μάθημα όλο το σχολείο εκείνη τη μέρα. Και οι μαθητές οι άλλοι, του άλλου του σχολείου από δίπλα να φωνάζουν κι εκείνοι. Κάποια στιγμή ήρθε μια γραμματέας και μου λέει: «Αγαθοκλέους, σε θέλει ο Γυμνασιάρχης». Πάω στον Γυμνασιάρχη, ήρθε και η φίλη μου εκεί, τη φώναξε. «Έμαθα τα κατορθώματά σας», μας λέει ο Γυμνασιάρχης. Εγώ τώρα: «Τι κατορθώματα κύριε Γυμνασιάρχα; Για την πατρίδα μας τα κάναμε». «Αγαθοκλεόυς, σταμάτα, για θα σου δώσω κανένα χαστούκι. Είστε παιδιά εσείς, μικρά παιδιά να ανακατώνεστε σε τέτοια πράγματα;». Κι ανοίγω μια γλώσσα εγώ του καθηγητή, του Γυμνασιάρχη τώρα. «Σταμάτα», μου ‘πε, «γιατί σίγουρα δεν θα τη γλυτώσεις τώρα. Θα φας ξύλο. Λοιπόν, ακούστε. Τα λεφτά θα τα μαζέψουμε όλοι και θα τα δώσουμε πριν έρθει 12 η ώρα το μεσημέρι». «Δεν γίνεται», του ‘πα εγώ, «Έχουμε εντολή από την ΕΟΚΑ να μην δίνουμε προστίματα στους Άγγλους, για να εφοδιάζουνε τον στρατό με λεφτά. Να πάμε φυλακή», «Εγώ παιδιά δώδεκα και δεκατριών χρονών δεν στέλνω στη φυλακή κι ας έρθει η ΕΟΚΑ να με σκοτώσει εμένα», μου λέει. «Λοιπόν, ξέρεις τι τους κάνουν στη φυλακή;». «Πού να ξέρω;». «Ε, να μην μάθεις καθόλου. Ούτε θα βγείτε ζωντανές», «Δεν πειράζει», εγώ του λέω, «θα πεθάνουμε για την πατρίδα μας», σε τέτοιο στυλ. Φωνάζει μαθήτριες μεγάλες και τους λέει, μπροστά μας τώρα: «Εσείς, θα πάτε στο τάδε σχολείο. Εσείς θα πάτε στο τάδε σχολείο. Εσείς εκεί, εσείς εδώ. Εγώ και η γραμματέας μου θα μαζέψουμε από το Λανίτειο, αρρένων, θηλέων. Λοιπόν, 11 η ώρα τα λεφτά να τα φέρετε εδώ. Εντάξει;». «Εντάξει», «Πάτε στις τάξεις να κάνετε μάθημα και θα τα μαζέψουμε τα λεφτά». Πήγαμε εμείς, μουρμουρουσαμε και οι δύο. Θέλαμε να πάμε φυλακή για την πατρίδα. Πάνε δύο κοπέλες μεγάλες σε ένα σχολείο αρρένων μόνο που λεγόταν «Ακαδημία» και μπαίνουν στις μεγάλες τάξεις πρώτα και είπανε: «Δύο μαθήτριες μικρές...». Πετιέται ένας και λέει: «Πώς τη λένε τη μία μαθήτρια;». «Αγαθοκλέους». «Παιδιά» ήταν πρώτος μου ξάδερφος και ήταν στην όγδοη αυτός -ογδόη που λεγόταν η έκτη τώρα, στην τρίτη λυκείου- και ήταν στην ΕΟΚΑ που κάνανε τα μεγάλα έργα αυτοί. «Παιδιά», λέει στους συμφοιτητές, στους συμμαθητές του, «αδειάστε τις τσέπες σας. Είναι η πρώτη μου ξαδέλφη. Το κατάλαβα ότι θα είναι αυτή. Μόνο αυτή είναι τρελή», λέει. Τέλος πάντων, να μη στα πολυλογώ, μαζεύτηκαν τα λεφτά, έδωσε και η μητέρα της Μέλπως και 11:00 πήγαν και τα έδωσαν στο δικαστήριο και γλυτώσαμε κι έφυγε και το αυτοκίνητο των επικουρικών. Από την επόμενη μέρα μας έδωσαν προαγωγή. Δηλαδή, δεν θα είμαστε πια στα φυλλάδια, αλλά θα μεταφέραμε ελαφρά όπλα πάνω μας, στις τσέπες μας, στις τσάντες μας και ιδιαίτερα Κυριακή πρωί που ο κόσμος δεν κυκλοφορούσε.
Τώρα, στο καινούργιο μας πόστο -βέβαια ήταν πιο επικίνδυνο, αλλά δεν το κάναμε κάθε μέρα αυτό- μεταφέραμε ελαφρά όπλα, περίστροφα, βόμβες, σφαίρες και τα λοιπά και τα παραδίδαμε κάπου. Αυτό κυρίως το κάναμε σε ώρες που δεν υπήρχε πολύς κόσμος στον δρόμο ή μεσημέρι ή Κυριακή πρωί που ήταν εκκλησία οι πιο πολλοί. Λοιπόν, όμως είχαμε ένα πρόβλημα. Επί ένα εξάμηνο και, έξω από το σπίτι μας, και της Μέλπως κι εμένα, κάθε πρωί ένα αυτοκίνητο εκεί να μας παίρνει σχολείο από πίσω μας. Κάθε πρωί μας έπαιρναν σχολείο. Καμιά φορά μας έφερναν κι από το σχολείο, για να δουν πού πάμε και τι κάνουμε. Άλλες φορές, όμως, μπορεί να είχαμε λιγότερα μαθήματα, φεύγαμε, δεν ξέρω τι έκαναν, αν ήτανε εκεί. Ήταν δύσκολο για εμάς να το σκάμε και προσπαθούσαμε να βρούμε κάποιες ώρες που να μην είναι. Περνούσαν κι από το σπίτι συνεχώς να μας παρακολουθούν με τρόπο δηλαδή, δεν μας ενοχλούσανε, μάς παρακολουθούσαν. Μία Κυριακή πρωί είχα από την προηγούμενη μέρα όπλα στο σπίτι εγώ, κρυμμένα. Ήταν επικίνδυνα. Δεν είχα πει προηγουμένως ότι τη νύχτα που μας είχαν στα κρατητήρια πήγαν στα σπίτια μας κι έκαναν έρευνα. Ευτυχώς ο πατέρας μου δεν τους άφηνε να μπουν μέσα, φώναζε: «Το παιδί μου, θα μου σκοτώσετε το παιδί μου! Δεν σας αφήνω να μπείτε!». Τον έσπρωξαν με το όπλο και μπήκαν, Εγγλέζοι κι επικουρικοί μαζί έκαναν, ευτυχώς δεν είχα αφήσει τίποτα να το βρούνε, τα είχα πετάξει τα φυλλάδια και γλύτωσαν και οι γονείς μου, γιατί θα τους έκλειναν κι αυτούς μέσα. Τα αδέρφια μου να κλαίνε, μπήκαν από κάτω από τα κρεβάτια, τρόμαξαν τα παιδιά, έγινε χαμός. Λοιπόν, μία Κυριακή πρωί τώρα, πήγα να παραδώσω σε έναν μαθητή μεγάλο στην ηλικία, δεν τον γνώριζα, ούτε αυτός εμένα, κοντά στη θάλασσα να παραδώσω την τσάντα μου που είχα μέσα οπλισμό. Θα πήγαινα εκεί με σύνθημα κι εκείνος παρασύνθημα και θα του έδινα την τσάντα και νά ‘φευγα με το πο[00:30:00]δήλατο. Μόλις κοντεύω, βλέπω σε ένα στενό ένα κεφάλι ενός νεαρού να βγαίνει και να μου φωνάζει: «Πέρνα, πέταξε την τσάντα και φύγε! Με παρακολουθούν!». Ευτυχώς τον άκουσα, γιατί θα με σκότωναν κι εμένα. Τον σκότωσαν αυτόν. Περνάω, του πετάω την τσάντα και φεύγω. Δεν πρόλαβα να πάω λίγο παρακάτω κι ακούω δύο πυροβολισμούς. Πήγα, έκατσα στη θάλασσα, κατάλαβα ότι ήταν το παιδί αυτό, πήγα σπίτι, την άλλη μέρα βούιξε η πόλις όλη ότι σκότωσαν ένα μαθητή που τον έπιασαν με μία τσάντα με όπλα. Δηλαδή η μαθητιώσα νεολαία -θέλω να καταλήξω εκεί- είχε θυσιαστεί για αυτόν τον αγώνα, αλλά δυστυχώς με την πονηριά και του διαίρει και βασίλευε, την τακτική των Άγγλων του διαίρει και βασίλευε, έφτασε η Κύπρος σε αυτήν την κατάσταση που είναι σήμερα, το 37% να ανήκει στους Τούρκους, να επεκτείνεται, να θέλουν να πάρουν και την υπόλοιπη και πώς θα γίνει τώρα με τόσο αέριο πολύ που βρήκε η Κύπρος. Τι θα κάνουν; Για εμάς τους παλιότερους η καταστροφή της πατρίδας, της ιδιαίτερης πατρίδας μας είναι η Αγγλία. Αυτή η οποία είναι με τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου το '59, '60 που σταμάτησε ο αγώνας, είναι μία από τις εγγυήτριες δυνάμεις, έχει δύο μεγάλες βάσεις εις την Κύπρο, από εκεί ελέγχει όλη τη περιοχή με τα ραντάρ της, τρεις εγγυήτριες δυνάμεις είναι η Τουρκία, η Ελλάδα και η Αγγλία, η οποία, όπως σας είπα, έχει βάσεις η Αγγλία, η Τουρκία έχει πάρει το 37%, σχεδόν τη μισή Κύπρο, μπορείτε να φανταστείτε τι υπόλοιπο έμεινε για εμάς τους Ελληνοκύπριους να ζήσουμε. Τι έμεινε; Συν τοις άλλοις είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης που έχει γεμίσει από πρόσφυγες που στέλνει η Τουρκία στα κατεχόμενα και περνάνε από τα κατεχόμενα στην ελεύθερη Κύπρο. Κάποιοι φωνάζουν, Ελληνοκύπριοι: «Κλείστε την πράσινη γραμμή». Δεν μπορεί καμία κυβέρνηση να κάνει αυτό το πράγμα, γιατί τότε αναγνωρίζει τη διχοτόμηση και λέει: «Από εκεί εσείς, από εδώ εμείς». Δε γίνεται να γίνει κάτι τέτοιο και αναγκάζεται να δεχτεί τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και γέμισε η Κύπρος και δεν έχει πού να τους βάλει. Οι Έλληνες, οι Ελληνοκύπριοι δεν είναι και τόσοι. Με όλους αυτούς που έχουν πάει εκεί έχουν εξαφανιστεί και οι Έλληνες με λίγα λόγια. Αυτή είναι η τακτική της Τουρκίας, έχει τουρκοποιήσει όλο το βόρειο τμήμα, παντού δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει ελληνικό, αντί αγγλικές πινακίδες να βλέπουν και οι τουρίστες πού πηγαίνουν, έχουν βάλει τούρκικες, παντού, παντού σημαίες, ειδικά στην Κερύνεια, όλα τα μπαλκόνια αντί να έχουνε λουλούδια έχουνε τούρκικες σημαίες παντού, μέσα στην Κερύνεια δεν κυκλοφορεί-. Πήγα μια φορά για το βιβλίο που έγραψα το τελευταίο να πάρω με τον αδερφό μου στοιχεία απ’ εκεί επί τόπου και δεν κυκλοφορούσε κόσμος. Όλο στρατιώτες με τα όπλα, Τούρκοι. Ούτε Τουρκοκύπριοι φαίνονταν πουθενά ούτε και τουρίστες. Έχει γίνει ένα προτεκτοράτο της Τουρκίας και του Ερντογάν. Αυτό καταφέραμε, σε αποσιωπητικά, να κάνουμε το '55-'59, με τη βρώμικη σκέψη της Αγγλίας. «Ξεσηκωθήκατε μια χούφτα Έλληνες σε μια Μεγάλη Βρετανία, αποικιοκρατική Μεγάλη Βρετανία που δέσποζε στην υφήλιο τότε; Θα σας κανονίσω». Όπως κι έγινε. Ούτε ένωση έγινε ούτε ο σκοπός μας πέτυχε. Μια κουτσουρεμένη κυπριακή δημοκρατία. Το '60 τάχα ελευθερώθηκε και το '63 - '64 ξεκίνησε οι Τούρκοι βομβαρδισμούς, έγιναν αυτά που έγιναν, ξεκίνησαν αμέσως μετά την απελευθέρωση - υποτίθεται - της Κύπρου και τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ποιας Κυπριακής Δημοκρατίας; Ποιας; Πού ‘ν’ τη; Αυτά έφερε ο αγώνας μας. Κατηγορήθηκε ο Γρίβας ότι ήταν δωσίλογος των Γερμανών εδώ, εμείς δεν γνωρίζαμε τέτοια πράγματα τότε, όλοι τον ακολουθούσαμε, όλοι. Ο Αυξεντίου σκοτώθηκε για τον αγώνα, τα παιδιά όλα που κρεμάστηκαν, αν κάποιος πάει στα φυλακισμένα μνήματα της Λευκωσίας και πηγαίνουν όλοι οι Ελλαδίτες, όταν πάνε κάτω, είναι ένας ιερός τόπος εκεί. Τους έχουν έξω από τις φυλακές, τους φυλάκισαν, τους απαγχόνισαν, έχει εκεί πέρα την αγχόνη, μικρά παιδιά, είκοσι χρονών, δεκαοκτώ χρονών, δεκαεπτά ο Παλληκαρίδης, τον οποίο γνώριζα και προσωπικά, και τους έθαψαν δίπλα. Εκεί έφεραν και κάποιους οι οποίοι σκοτώθηκαν, όπως ο Αυξεντίου σε άλλο μέρος, τον έθαψαν κι εκείνο εκεί κι έγινε ένα μνημείο ηρώων. Παντού ήρωες. Η Κύπρος έχω διαβάσει ότι είναι η πρώτη στον κόσμο χώρα που έχει τα περισσότερα μνημεία ηρώων ανάλογα με τον πληθυσμό της. Δεν πέρασε ποτέ μα ποτέ απ’ έξω κατακτητής και να μην την κατακτήσει. Πού να πούμε; Ακόμα και ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος που πήγαινε τάχα να ελευθερώσει τους Αγίους Τόπους, κατέλαβε την Κύπρο και τη διέλυσε. Επειδή ήταν ένα πλούσιο μέρος, μες στη μέση της Μεσογείου κι ενώνει τρεις σπουδαίες ηπείρους, όλοι μα όλοι την κατελάμβαναν. Και απομυζούσαν… Πού να πω; Ρωμαίοι, Πέρσες, οι Εγγλέζοι, οι Τούρκοι, Μωαμεθανοί εννοώ. Οι μόνοι που κατέλαβαν την Κύπρο και ένιωσαν οι Κύπριοι τότε ότι ήτανε ελεύθεροι, ήταν το Βυζάντιο που ένιωσαν, ας πούμε, εννοώ ότι είμαστε στην Ελλάδα, ανήκουμε στην Ελλάδα. Και όταν πέρασε από εκεί ο Μέγας Αλέξανδρος. Τότε ένιωσαν ελεύθεροι. Ποτέ. Όλον τον υπόλοιπο καιρό σκλαβωμένοι. Και τώρα κλαίμε και στεναχωριούνται και φοβούνται μην πάνε οι Τούρκοι παρακάτω. Γιατί ο σκοπός τους είναι αυτός στην Πάφο, κακά τα ψέματα. Αυτά είχα να σας πω. Αν θέλετε να με ρωτήσετε τίποτα άλλο.
Φυσικά.
Για τον αγώνα της μαθητιώσας νεολαίας που κατέληξε εδώ, δυστυχώς.
Για τη μαθητιώσα νεολαία ήθελα να ρωτήσω ότι από ό,τι καταλαβαίνω από αυτά που λέτε, ήταν ουσιαστικά, στην πόλη η μαθητιώσα νεολαία ήταν αυτή που έκανε την αντίσταση. Οι αντάρτες ήταν στην ύπαιθρο.
Στην ύπαιθρο γιατί δεν μπορούσαν. Τι να κάνουν μες στην πόλη; Ως επί το πλείστον, ναι, οι μεγάλοι μαθητές, όπως είπαμε. Και μαθήτριες και μαθητές. Εις την ύπαιθρο, ως επί το πλείστον γινότανε σε ψηλά μέρη, όπως είναι το Τρόοδος και ο Πενταδάκτυλος. Το κρησφύγετό του ο Αυξεντίου το είχε στον Πεντάδαχτυλο, κοντά σε ένα μοναστήρι του Μαχαιρά, που λέγεται ότι κάποιοι από εκείνο το μέρος, ένας βοσκός Έλληνας τον είχε προδώσει. Και τον έκαψαν οι Άγγλοι, έδιωξε τους δικούς του αντάρτες που ήταν μαζί από το πίσω μέρος κι έμεινε μόνος του μέσα κι είπε: «Εγώ δεν φεύγω» και πολέμησε χίλιους πεντακόσιους στρατιώτες Άγγλους, μόνος του, μέσα από το κρησφύγετο και για να τον, πια να τον εξουδετερώσουν, έριξαν μέσα πετρέλαιο και τον έκαψαν. Και μετά πήραν τα κόκαλά του και τα έθαψαν εδώ, που σας είπα προηγουμένως. Ήταν στα βουνά που έφτιαχναν τα κρησφύγετά τους. Στο χωριό μου που είναι στους πρόποδες του Τροόδους, σε ένα χωριό δύο χιλιόμετρα από το δικό μου το χωριό, είχαν μεγάλο κρησφύγετο και όλοι οι αγωνιστές, οι αντάρτες, όπως τους λέγαμε, μένανε εκεί, σε αυτό το κρησφύγετο. Αλλά δυστυχώς και οι Ελληνοκύπριοι δεν παύουν να είναι Έλληνες. Πάντοτε μεγαλουργούμε, αλλά έχουμε και προδότες. Παντού τα ίδια γίνονται, όπου υπάρχουν Έλληνες. Πολλά κρησφύγετα και πολλοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ στα βουνά προδόθηκαν από Έλληνες, γιατί πήραν τα χρήματα και τους πρόδωσαν. Επικυρήσσονταν από τους Άγγλους και οι άλλοι φτωχοί, πήγαιναν να τους δώσουν τις πολλές λίρες και πρόδιδαν τους συμπατριώτες τους. Πολλά γίναν τέτοια. Και στο Όμοδος, που λέω αυτό το χωριό, τους πρόδωσαν και πήγαν και τους έπιασαν οι Εγγλέζοι.
Η μαθητιώσα νεολαία, όμως, που δραστηριοποιούνταν στις πόλεις δεν ήταν πιο εκτεθειμένη, γιατί ήταν πιο κοντά στα αρχηγεία και στον κίνδυνο;
Βέβαια, βέβαια και ήταν. Γι’ αυτό και είχαν συλληφθεί πάρα πολλοί από αυτούς. Βέβαια ήταν. Και σκοτώθηκαν και σκοτώθηκαν. Εις το Τρόοδος, σε ένα χωριό, δεν ήταν, αυτοί δεν ήταν μαθητές βέβαια, διότι εκεί έκαναν την αντίσταση, στο βουνό, σε έναν αχυρώνα ήταν τέσσερις αντάρτες και πάλι τους έριξαν και τους έκαψαν εκεί. Αυτοί όμως είχαν, κάπου κοντά σε εκείνον τον αχυρώνα, είχανε κάνει μία ενέδρα και σκότωσαν πολλούς Εγγλέζους. Είχαν ανατινάξει τανκς και τέτοια και μετά τους έπιασαν μες στον αχυρώνα άλλοι Άγγλοι και τους έκαψαν. Ναι, ήταν πιο εκτεθειμένοι σίγουρα και γι’ αυτό είχε πολλές συλλήψεις μαθητών. Η αλήθεια είναι, μού ‘λεγε ο σύζυγός μου, ότι όταν ήταν φοιτητής στη Νομική, είχαν έρθει τότε με την απελευθέρωση της Κύπρου, υποτίθεται απελευθέρωση, εγώ δεν την λέω απελευθέρωση αλλά σκλαβιά, αγωνιστές της ΕΟΚΑ, μαθητές, να σπουδάσουν στην Ελλάδα. Και πήγαν πολλοί, μπαίναμε χωρίς εξετάσεις εμείς. Κι εγώ όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, μπήκα χωρίς εξετάσεις, τιμής ένεκεν τότε για την Κύπρο και τους έβαζαν και στις [00:40:00]εστίες χωρίς να πληρώνουν, τα βιβλία, όλα, ας πούμε, ήτανε ελεύθερα. Και δωμάτια να τους έδιναν, πάλι τα πλήρωνε το Πανεπιστήμιο μετά τον αγώνα. Η Ελλάδα συμπαραστάθηκε. Πήγαιναν σε σχολές δύσκολες. Ιατρική, αφού έμπαιναν χωρίς εξετάσεις, Νομική, Πολυτεχνείο… Δεν μπορούσαν να το τελειώσουν, διότι δεν κάναμε μάθημα. Όλη μέρα ήμασταν στους δρόμους, δεν κάναμε. Εκεί που καθόμαστε κάτω να κάνουμε μάθημα, ερχόταν ένας στο παράθυρο κι έλεγε: «Παιδιά, διαδήλωση! Σκοτώσανε τον τάδε. Κρέμασαν τον τάδε». Όλοι έξω. Δημοτικά, Γυμνάσια, να μας κυνηγάνε οι Άγγλοι, να τρώμε ξύλο, όσοι ήμασταν στην ΕΟΚΑ με τα πανό και τις ελληνικές σημαίες μπροστά και τρώγαμε το πιο πολύ ξύλο, μας έπαιρναν, μας έσκιζαν τα πανό, πίσω εμείς να φωνάζουμε, μας ακολουθούσε και ο κόσμος. Τι γράμματα να μάθουμε; Στις ταράτσες να πετάμε πέτρες, που μπαίνανε στα σχολεία. Είδαμε στο Πολυτεχνείο να μπει ένα τανκς κι έγινε χαμός κι εγώ έλεγα: «Τι κάνουνε έτσι για ένα τανκς;». Εμείς τα βλέπαμε όλη μέρα μες στα πόδια μας τα τανκς. Να τους πετάμε πέτρες κι εκείνοι να χτυπάνε με χίλια δυο πράματα. Και με σφαίρες ακόμα μας χτύπαγαν. Οι μαθήτριες μάζευαν πέτρες κι οι μαθητές από την ταράτσα του σχολείου πέταγαν τις πέτρες. Μπαίναμε στους δρόμους στα σοκάκια εκεί τριγύρω του σχολείου και μαζεύαμε τις πέτρες. Μια φορά από τις πολλές πέτρες που έβαλα στην ποδιά μου εγώ, σκίστηκε η ποδιά. Και πάω σπίτι, δεν μου φτάνει το ξύλο που έφαγα εκεί με τους Εγγλέζους και τους επικουρικούς, με έκανε κι ο πατέρας μου μαύρη στο ξύλο. «Σε στέλνω σχολείο για αυτή τη δουλειά; Γιατί η ποδιά σου έγινε έτσι;». Τού ‘πε η μητέρα μου ότι είναι από τις πέτρες που πετάνε, «Εγώ σε στέλνω γι' αυτήν τη δουλειά;», με μαύρισε κι εκείνος. Τέτοια τραβούσα.
Άλλη ερώτηση. Πώς γινόταν η στρατολόγηση; Πώς μπορούσατε δηλαδή να ξέρετε ότι τα άτομα που πλησιάζετε δεν θα σας προδώσουν ή είναι τα κατάλληλα;
Πρώτο ήταν το ρίσκο αλλά, θυμάμαι τώρα σαν να είναι αυτή τη στιγμή, που μού ‘λεγαν οι δυο μεγάλες μαθήτριες, οι γειτόνισσες: «Τέρψα, τι έγινε; Βρήκες από την τάξη σου πρώτα, να βρει και η Μέλπω και σιγά-σιγά κι από τα άλλα τμήματα; Πρέπει να οργ…». Μα, δεν είχα εμπιστοσύνη. Φοβόμουνα. Και τους έλεγα: «Αφήστε μου περιθώριο να τις βολιδοσκοπήσω πρώτα. Εντάξει, είναι μαθήτριες καλές σοβαρές μέσα στην τάξη μου, δεν είναι, ας πούμε, επιπόλαιες να πω θα τις πιάσουν», γιατί μας το τονίζαν αυτό, ότι «Θα σας παρακολουθούν οι επικουρικοί ειδικά, έχουν πάρει είδηση ότι εμείς δεν κάνουμε αυτή τη δουλειά, την κάνουν οι μικρές και θα σας παρακολουθούν, υπάρχει κίνδυνος να σας πιάσουν». «Αφού μας είπατε αυτά τα πράγματά», τους έλεγα, «εγώ πώς μπορώ να στρατολογήσω οποιονδήποτε; Μου αναθέσατε εμένα αυτό το δύσκολο έργο…». «Μπορείς να το κάνεις», μου λέγανε. Ναι, μπορούσα, δεν είχα πρόβλημα. Έπρεπε όμως να σκεφτώ πολύ σοβαρά. Εντάξει, σιγά-σιγά, η μία, η άλλη είχε μία φίλη στο άλλο τμήμα, ήταν και εκείνη έτσι, της έλεγε. Τις πιο πολλές στρατολογήσεις τις κάναμε στα διαλείμματα, που σας είπα, πίσω από το σχολείο ή πίσω από τις αίθουσες, να μη μας βλέπουν. Είχα πάντα μαζί μου εγώ έναν όρκο, ένα μάλλον Ευαγγέλιο μικρό και τον όρκο. Της τον έδινα τον όρκο, τον διάβαζε, δύο λεπτά ήταν δουλειά. Αφού από πριν βέβαια τα κουβεντιάζαμε όλα: «Υπάρχει κίνδυνος να σας πιάσουν, δεν πρέπει να μάθει κανείς, ούτε στο σπίτι σας, ούτε οι φίλες σας, ούτε αυτά». Σιγά σιγά κι εκείνη έβρισκε μία φίλη, η φίλη άλλη και το οργανώσαμε το γυμνάσιο. Πολλοί, πολλοί μπήκαν, πολλοί. Μέχρι την τρίτη.
Σας έτυχε να μπει κάποιο άτομο που τελικά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν άξιο εμπιστοσύνης;
Ναι. Ναι. Δυο-τρία είχαμε, αλλά δεν γινότανε να τους πετάξουμε έξω, γιατί χειρότερα. Τους κάναμε παρατηρήσεις με το καλό, σιγά-σιγά. Μπορεί να μην κατάλαβαν και στην αρχή. Ήταν… Δηλαδή ακούστηκε να το μάθουν οι φίλες τους, ενώ είχαμε πει να μην το μάθει κανείς. Και μετά τις κάναμε, ας πούμε, τους συμβουλέψαμε και σιγά-σιγά είπανε ότι: «Α, μπα, δεν μπαίνουμε, γιατί φοβόμαστε» και τέτοια και αποσιωπήθηκε αυτό το πράμα. Βέβαια, ήταν μικρές στην ηλικία. Ειδικά η Μέλπω που ήταν δώδεκα χρονών τα παιδιά, ήταν δύσκολο. Μπορεί μερικοί να μην καταλάβαιναν και τι έκαναν. Τι είναι αυτό το πράμα; Άκουγαν. Όλοι ξέραμε για την ΕΟΚΑ και την ΑΝΕ. Αλλά άλλο ο μεγάλος κι άλλο ο μικρός. Πρώτη τάξη Γυμνασίου; Δώδεκα χρονών. Εγώ τη Μέλπω την ήξερα, ήταν γειτόνισσα μου, γι’ αυτό τη… Και οι κοπέλες την ήξεραν και μας μιλούσαν μαζί. Έβαλαν εμένα αρχηγό, επειδή ήμουν η μεγαλύτερη κι εγώ από εκεί και πέρα, μεταξύ μας, οργανώθηκαν. Αλλά το ευχάριστο είναι ότι μου είχαν εμπιστοσύνη. Ακόμα και η τρίτη τάξη -εγώ ήμουνα δευτέρα- μου είχαν εμπιστοσύνη και με άκουγαν ό,τι τους έλεγα, γιατί εγώ έπαιρνα εντολές από αυτές τις δύο με τη Μέλπω. Καμία άλλη δεν ήξερε αυτές τις δύο μαθήτριες. Η Μέλπω κι εγώ μόνο. Κανένας άλλος.
Ο όρκος που είπατε; Τον θυμάστε καθόλου;
Όχι.
Όχι, ε;
Δεν τον θυμάμαι.
Ήταν μια διαδικασία όπως ήταν με τη Φιλική Εταιρεία δηλαδή;
Κάτι παρόμοιο. Κάτι παρόμοιο. Για να δω… Είπα μήπως τον έχω πουθενά.
Ουσιαστικά ήταν όρκος αφοσίωσης και σιωπής;
Ναι και να αγωνιστώ για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο βασικός στόχος, δηλαδή, της ΕΟΚΑ.
Αυτός ήταν ο βασικός στόχος. Πρώτον, όπως ήταν ο Παλληκαρίδης, παράδειγμα, μεγάλος, μεγαλύτερος από μένα ήταν, ήταν με τους μεγάλους. Ο Παλληκαρίδης δεν έκανε -ήταν από την Πάφο- δεν έκανε ενέδρες, αλλά βοηθούσε στις ενέδρες, δεν είχε ακόμα μπει σε αυτό το στάδιο. Ήταν δεκαέξι-δεκαεπτά. Οι μαθητές της τελευταίας τάξης έκαναν τις πραγματικές επιθέσεις εναντίον, έβαζαν τις βόμβες ή χτυπούσαν με όπλα Εγγλέζους. Έπρεπε ο μαθητής να έχει ήθος, να είναι σοβαρός και ώριμος σε οποιαδήποτε ηλικία και να ήταν, να είναι υπόδειγμα στα μαθήματά του. Δε στρατολογούσαμε μαθήτριες που ήτανε αδιάφορες για τα μαθήματα. Έπρεπε να είναι σοβαρές σε όλα τους. Ακόμα και μαθήτριες οι οποίες είχαν μια σχέση με ένα αγόρι δεν τις πλησιάζαμε, διότι δεν ήταν συγκεντρωμένο το μυαλό τους. Θα είχαν σχέσεις με κάποιον, θα τα έλεγαν τα μυστικά και γι' αυτό. Όπως, παράδειγμα, μαθητές ήταν ο Πέτρος, ο Πετράκης ο Γιάλουρος, ο Ευαγόρας ο Παλληκαρίδης, ο Αριστείδης Χαραλάμπους που ήταν από ένα χωριό πάνω στο Τρόοδος, σκοτώθηκε κι αυτός σε ενέδρες τέτοιες. Οι μαθητές, πολλοί.
Ο Παλληκαρίδης αποτελεί ένα σύμβολο.
Σύμβολο, ναι.
Αυτό γιατί συνέβη; Ήταν ο πρώτος μαθητής που εκτελέστηκε ή ήταν ο τρόπος που εκτελέστηκε;
Ο τρόπος που εκτελέστηκε. Δεν εκτελέστηκε. Απαγχονίστηκε. Κι άλλοι απαγχονίστηκαν, όπως ο Καραολής, ο Αντρέας Δημητρίου και τα λοιπά. Οι πρώτοι πρώτοι ήταν αυτοί οι δύο. Αλλά ο Παλληκαρίδης, τον κατηγόρησαν ότι σκότωσε Άγγλο. Δεν σκότωσε όμως. Απλώς μετέφερε όπλα από ένα μέρος σε άλλα, στους αντάρτες που χτυπούσανε, που έκαναν ενέδρες και σκότωσαν Άγγλους. Κατηγορήθηκε γι’ αυτό και τον αποκήρυξαν με πολλά λεφτά. Κρύφτηκε. Εγώ τον γνώρισα στη Λεμεσό, όταν ήρθε στη θεία μου, σε αυτόν τον ξάδερφο που σας είπα προηγουμένως, στο σπίτι έμενα εγώ τότε και ήρθε εκεί και τον έκρυβε ο ξάδερφός μου λίγο καιρό και τον γνώρισα εκεί τον Παλληκαρίδη. Μετά τον συνέλαβαν και ο Παλληκαρίδης ήταν ποιητής, είναι πολλά τραγούδια δικά του που μελοποιήθηκαν. «Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια που πάν' στη λευτεριά. Κόρη πανώρια, θα της πω: “Άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ”». Ένα ωραιότατο ποίημα το οποίο μελοποιήθηκε. Έχει ένα τετράδιο… Δύο τετράδια έγραψε γεμάτα ποιήματα τα οποία έχουν στην Κύπρο πολλή αξία. Διδάσκονται στα σχολεία σαν ποιήματα, σαν τραγούδια, ναι. Και μετά τον έπιασαν και τον πήγαν στα κρατητήρια της Λευκωσίας. Κι εκεί, αφού τον βασάνισαν, τον έστειλαν στην αγχόνη και για αυτό έγινε τόσο γνωστός. Πρώτον, διότι απαγχονίστηκε και ήταν δεκαεπτά χρόνων, δεν ήτανε μεγάλος… Τότε, τότε η Βασίλισσα της Αγγλίας, η τωρινή Ελισάβετ, εκείνα τα χρόνια είχε γίνει βασίλισσα που έπιασαν τον Παλληκαρίδη κι ακόμα και η αγγλική Βουλή της ζήτησε με έγγραφο, έστειλε γράμμα, έγγραφο στη Βασίλισσα και της ζητούσε να μην απαγχονίσει το παιδί, αφού δεν είναι ενήλικας, είναι ανήλικο το παιδί και δεν δέχτηκε η κυρία Βασίλισσα η σημερινή. Τόση σκληρότητα. Είχαν ξεσηκωθεί όλη η Ελλάδα, όλη η Ευρώπη για τον Παλληκαρίδη. Για αυτό έγινε γνωστός. Και δεύτερον τα πολλά του, τα ποιήματά του. Έχω παρευρεθεί και είμαι τυχερή που παρευρέθηκα στην τελετή που έγινε στη Πάφο, στο σχολείο που φοίτησε, του αφιέρωσαν, του έκαναν μουσείο την αίθουσα που ήταν μαθητής κι έκαναν μια μεγάλη δεξίωση εκεί και μία εκδήλωση πρώτα, απάγγειλαν ποιήματα δικά του, τραγούδησαν ποιήματα που έγιναν ποιήματα, ποιήματα που έγιναν τραγούδια, δικά του, μίλησαν γι' αυτόν, για την προσωπικότητά του, ήταν και η αδερφή του, οι γονείς του και τώρα το έχουν μουσείο. Έβαλαν πράγματα δικά του… Την αίθουσα αυτή μέσα στο Λύκειο που ήταν. Έγραψε μάλιστα κι ένας καθηγητής του ένα ωραιότατο ποίημα και έχει πολύ [00:50:00]κι αυτό περάσει. Ωραιότατο ποίημα. Θυμάμαι λίγο, δεν θυμάμαι τον καθηγητή πώς τον λέγαν. «Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία. Κλαίει κι η πέμπτη…», ήταν στην…, «Βγαίναν απ’ τη τάξη… Βγαίνει η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα…». Ήταν… Ναι. Βλέπεις; Ήταν μικρός. Δεν ήταν ούτε στην έκτη καλά-καλά. «Βγαίνει η πρώτη ανήσυχη…» και δεν το θυμάμαι, αλλά πάντως ωραιότατο ποίημα έγραψε αυτός ο καθηγητής. Όταν τον απαγχόνισαν και μπήκαν στην τάξη οι συμμαθητές του, τότε τους το απάγγειλε, εκείνη την μέρα και κλαίγαν όλοι μετά την απαγχόνισή του, την άλλη μέρα. Ναι, αυτοί ήταν οι λόγοι που έγινε είδωλο για τον ελληνισμό γενικώς. Ακόμη κι όταν εγώ δίδασκα, με ρωτούσανε τα παιδιά στο φροντιστήριο τώρα ποιος ήταν ο Παλληκαρίδης να τους πω. Ως κι εδώ ακόμα τον μαθαίνουν στα σχολεία.
Ναι.
Αυτά. Άλλο τίποτα;
Ναι. Έχω μία ερώτηση όσον αφορά το πώς σας δημιουργήθηκε σαν παιδιά, όλοι εσείς που μπήκατε στην μαθητιώσα νεολαία της ΕΟΚΑ, πώς σας είχε δημιουργηθεί αυτό το αίσθημα του μίσους;
Πολύ ωραία ερώτηση αυτή. Θα πω για τον εαυτό μου και τους τριγύρω μου, όταν ήμουν μαθήτρια στο χωριό. Προηγουμένως σας είπα ότι το χωριό μου είχε και αντάρτες στο άλλο, το διπλανό χωριό, στο κρησφύγετο. Μέσα σε αυτούς τους αντάρτες ήταν και πρώτα μου ξαδέρφια, δύο. Ένας τρίτος μου ξάδερφος ήταν μαθητής σε ένα χωριό… Το χωριό μου ήταν μικρό εμένα. Αυτό το χωριό που είχε το κρησφύγετο ήταν μεγαλύτερο. Τώρα είχε Γυμνάσιο το σχολείο αυτό και πάνε από τα γύρω χωριά. Κι από το χωριό μου πάνε. Αλλά τότε δεν είχε αυτό και είχε ένα χωριό ψηλά που λεγότανε -ψηλά στο Τρόοδος- που λεγότανε Πλάτρες, ένα εξοχικό. Η θεία μου είχε στείλει έναν από τους γιους της, αφού τέλειωσε το Δημοτικό, ήταν καλός μαθητής, τον έστειλε εκεί, του νοίκιασε σπίτι και έμεινε εκεί, πήγαινε σχολείο εκεί, στο Γυμνάσιο. Εμυήθηκε στην ΕΟΚΑ, αφού υπήρχαν στο σόι μας πολλοί, εμυήσε ο ένας τον άλλο. Μυήθηκε κι αυτός. Τον πιάνουνε, μαθητής, τον πιάνουν οι Εγγλέζοι και του έκαναν πάρα πολλά βασανιστήρια. Εκεί κοντά στις Πλάτρες ήταν ένα κρατητήριο της Κοκκινοτριμιθιάς, λεγόταν το χωριό αυτό, που ήτανε φοβεροί και τρομεροί αυτοί που βασάνιζαν εκεί πέρα. Ήταν σαν να ήταν Γερμανοί που βασάνιζαν τους Εβραίους στο… Πώς λεγόταν εκείνο;
Στο Άουσβιτς.
Στο Άουσβιτς. Τέτοιοι ήταν. Τον πήγαν εκεί τον ξάδερφό μου το πρώτο και τον βασάνιζαν κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Αρκεί να σας πω ότι από μαθητής έμεινε κουφός στο ένα του το αυτί, διότι του έβαζαν το κεφάλι μέσα σε παγωμένο νερό σε κουβά, κάμποση ώρα και πίσω. Ποιος ήταν ο αρχηγός του. Ποιος τον μύησε στην ΕΟΚΑ. Ποιος έτσι, ποιος αλλιώς, μέχρι που του έσπασε το τύμπανο το παγωμένο το νερό με τα παγάκια μέσα, του έσπασε το τύμπανο κι έμεινε από τότε κουφός. Ζει ακόμα, αλλά ποτέ του δεν ξανάκουσε από το ένα αυτί. Το χωριό μου επειδή είχε αντάρτες και μυημένους, όπως αυτός ο πρώτος μου ξάδερφος, οι άλλοι δύο ήταν αντάρτες, αρκετοί ήταν μέλη της ΕΟΚΑ, κάθε λίγο και λιγάκι, το σπίτι μας ήταν σε έναν δρόμο που είχε… Σε μία θέση - εκεί έχω το δικό μου σπίτι τώρα στο πατρικό - που είχε τρεις δρόμους. Σε αυτόν τον δρόμο είναι το σπίτι μου. Εκεί από έξω βγαίναμε μικρά παιδιά, το πρωί, εγώ στο Δημοτικό και τρία - τέσσερα παιδιά στο Δημοτικό, τα άλλα ήταν μικρά. Και το πρωί που ξυπνούσαμε να βγούμε στην αυλή, απέναντι τανκς εγγλέζικο, Εγγλέζοι, όχι επικουρικοί. Οι επικουρικοί ήταν στις πόλεις. Δεν τους εμπιστεύονταν έξω, να τους αφήσουν εκεί που ήταν οι αντάρτες, γιατί δεν ήταν και, είπαμε, και προκοπή. Αυτοί δεν ήταν στρατιώτες. Έτσι μπήκαν μέσα για να πάρουν λεφτά και για να… Με την τακτική του διαίρει και βασίλευε τους έβαλαν οι Άγγλοι, εκεί να κάθονται με τα όπλα. Και περιμέναν να κατέβουν οι αντάρτες. Μα πώς θα κατέβουν οι αντάρτες; Τόσο χαζοί ήταν; Αφού ξέραν ότι κάθε μέρα στο χωριό αυτό έχει ένα τανκς. Τους εστέλνανε, πήγαιναν κι εκείνοι. Τα μικρά μου τα αδέρφια τα έκαναν έτσι. Ένας από αυτούς ήταν γιατρός - εμείς μαθαίναμε αγγλικά από το Δημοτικό, ήξερα εγώ αγγλικά. Και η μάνα μου μού φώναζε: «Μην τα αφήνεις τα μικρά να πάνε εκεί μην τους κάνουν κανένα κακό» κι εγώ τα κυνηγούσα τα μικρά, αλλά τους φώναζε. Και τους έδινε καραμέλες, σοκολάτες τα μικρά, δυο-τρία μικρά που ήταν, δεν πήγαιναν σχολείο. Και μάλιστα ένας από αυτούς ήταν γιατρός κι έκλαιγε. Έκλαιγε κι έπαιρνε τον μικρό μου τον αδερφό που ήταν δύο χρονών, τον σήκωνε στην αγκαλιά, του έδινε σοκολάτα κι έκλαιγε και του έλεγα εγώ: «Γιατί κλαις; Άσ' τον κάτω τον μικρό, δεν αφήνει η μαμά μου να τον παίρνουμε αγκαλιά» και μου έλεγε: «Έχω κι εγώ παιδί στην Αγγλία». «Να πας να το βρεις», του ‘λεγα εγώ, «το παιδί, το παιδί σου και μη μας πολεμάς εμάς». Αλλά δεν μου έλεγε τίποτα, ήμουν μικρή, δε… Τέλος πάντων, ήμουν στο Δημοτικό. Από τότε είχα μέσα μου αυτή τη γνώση για την ελευθερία, από τότε ένιωθα. Μας είχαν κάνει οι δάσκαλοι. Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι αν στην προηγούμενη συνέντευξη σάς μίλησα για το γεγονός που έγινε μέσα στο Δημοτικό του χωριού μου. Δεν σας μίλησα. Το έχω στο πρώτο μου βιβλίο γραμμένο αυτό, όλη την σκηνή πώς έγινε, στο «Αδυσώπητο Μίσος», που μιλάω πολύ εκεί για την ΕΟΚΑ την πρώτη και για την μαθητιώσα νεολαία γενικώς. Εκάναμε μάθημα. Ο δάσκαλός μας, ήμουνα τότε στην Στ’ Δημοτικού. Την άλλη χρονιά φύγαμε. Με έστειλαν οι γονείς μου να πάω στο Γυμνάσιο. Δεν ήθελα να πάω κάπου εκεί που πήγε ο ξάδερφός μου. Ήθελα στην πόλη εγώ να πάω να σπουδάσω. Και να φύγω μετά να πάω στην Ελλάδα να σπουδάσω. Και με έστειλε η μάνα μου δυο-τρεις μήνες κι έμεινα στη θεία μου στην πόλη και μετά κατέβηκαν όλοι οικογενειακώς, βρήκαμε δουλειά, η θεία μου είχε… Βρήκαν δουλειά οι γονείς μου, βρήκαμε σπίτι, η θεία μου είχε ταβέρνα, πήρε τους γονείς μου και δούλευαν εκεί κι έτσι μείναμε στην πόλη. Ο δάσκαλός μας ήταν στην ΕΟΚΑ, αλλά δεν το ξέραμε εμείς. Και η γυναίκα του. Ήταν παντρεμένος με ξένη, αυτή, μια κυρία, δασκάλα κι αυτή. Ήταν και οι δύο στην ΕΟΚΑ, στελέχη καλά, μεγάλα στελέχη. Πήγαν και τους πρόδωσαν. Κι έρχονται μια μέρα οι Εγγλέζοι με το τανκς στο σχολείο το Δημοτικό και με τα όπλα μπήκαν στη τάξη την ώρα που κάναμε μάθημα, να πάρουν τον δάσκαλό μας. Και τους είπε αυτός… Και φέρανε μπροστά, ήταν ένας με κουκούλα. Κύπριος. Εκείνος τον πρόδωσε, φαίνεται. Και του λέει ο δάσκαλός μας: «Πες τους ότι θέλω να τελειώσω το μάθημα και μετά να με πάρουν όπου θέλουν». Και βγαίνω εγώ πάνω στο θρανίο, μου την έδωσε, όλα τα άλλα τα παιδιά μπήκαν από κάτω, τους είπε ο δάσκαλος: «Μπέστε από κάτω και μη μιλήσει κανείς. Ιδιαίτερα εσύ, Τέρψα, δε θα μιλήσεις». Ούτε τον άκουσα ούτε τίποτα εγώ. Με έπιασε η λόξα. Σηκώνομαι και βγαίνω πάνω στο θρανίο και λέω. Κι αρχίζω να βγάζω λόγο. «Ποιοι είστε εσείς που μπαίνετε στην τάξη την ώρα που κάνουν μάθημα οι μαθητές; Να ξεκουμπιστείτε από το σχολείο μας». Και βέβαια έλεγα: «Απορώ κι εγώ πώς δεν με σκότωσαν». Κάποιος μου είπε: "Sit down and shut up". Εγώ ούτε καν τον έλαβα υπ’ όψιν. Απορώ πώς δε μου έριξαν καμία. Μία σκηνή αυτή. Άλλη, μας έβαλε ο Διευθυντ… Τον πήραν το δάσκαλο και μας έστειλαν έναν άλλο μετά, δεν τον ξανάδαμε. Δεν ξέρω τι έγινε μετά, έφυγα για το Γυμνάσιο εγώ. Αλλά μετά έμαθα ότι δεν του… Έκανε λίγα χρόνια φυλακή και τον έβγαλαν μετά. Και μεγαλύτερη έτυχε και συναντηθήκαμε στο χωριό μου μια φορά. Μας έβαλε ο Διευθυντής να καθαρίσουμε το σχολείο, ένα απόγευμα, την ΣΤ’ τάξη. Μέσα στο σχολείο -κι αυτό μου φαίνεται το είχα πει την προηγούμενη φορά- είχαμε, μας έστελνε η βασίλισσα γάλα σε σκόνη να πίνουμε και μουρουνέλαιο, μας έδιναν το πρωί, κάθε πρωί, και πίναμε μουρουνέλαιο και μετά μας έδιναν και γάλα και τα φλιτζάνια είχαν τη φάτσα της από έξω και φωτογραφίες της βασίλισσας Ελισάβετ στον τοίχο, σημαίες εγγλέζικες παντού και μια μεγάλη σημαία στο σχολείο που την ανεβάζαμε και την κατεβάζαμε. Εγώ της τα είχα όλα αυτά τόσο άχτι. Η τάξη μου τώρα. Όλα παιδιά, ήμασταν καμιά δέκα-δώδεκα παιδιά; Όλα με το ίδιο σκεπτικό. Όπως ήρθαν και μας πήραν τον δάσκαλο, όλοι μέσα μας είχαμε αυτό. Πώς να εκδικηθούμε. Μόλις πάμε, πήραμε τις σκούπες, πήραμε τα τέτοια να καθαρίσουμε το σχολείο, όλο το σχολείο, δεν είχαμε καθαρίστρια κι έβαζε τάξεις κατά διαστήματα και ήταν η μέρα μας εκείνη. Και κάναμε… Φωνάζω κάτι φίλες μου εκεί και λέω: «Παιδιά, θα κάνουμε μεγάλο έργο σήμερα». «Τι;». «Φωνάξτε και τα αγόρια». Ήρθανε. «Παιδιά, εγώ λέω να κάνουμε αυτό». «Ναι!». «Σσστ! Μην μας ακούσει κανείς. Λοιπόν, πάμε να καθαρίσουμε κι όταν καθαρίσουμε και μετά, όλα αυτά θα τα βγάλουμε στην αυλή, θα τα σπάσουμε και θα τα αφήσουμε σπασμένα εδώ να τα δει ο Διευθυντής το πρωί». Ξέραμε όμως τι είχε να επακολουθήσει. Πηγαίνουμε το πρωί σχολείο, είμαστε έτοιμοι για ξύλο. Κάνουμε προσευχή, όλοι οι δάσκαλοι εκεί, εξαθέσιο το σχολείο μας, ήταν μεγάλο σχολείο. «Έλα εδώ, Τέρψα, τώρα», κράταγε έναν χάρακα τόσο χοντρό, τόσο. Κατάλαβα εγώ τι γινότανε, και στη σειρά. Ονόματα. Όποιους θεωρούσε ότι ήταν τα στελέχη τους έβαλε πίσω από εμένα και όλη η τάξη στη σειρά. Ε, φάγαμε το ξύλο της ψυχής μας εκείνη τη μέρα. Μια βδομάδα να μπορέσουμε να γράψουμε. Τα χέρια μας, να, και τα δύο, κι από 'δώ ρίξε κι από 'δώ ρίξε. «Μετάνιωσες γι’ αυτό που έκανες;». «Όχι». Κανένας δεν είπε: «Ναι». Με αυτό το σκεπτικό και με αυτά τα μυαλά μπορούσα να μην μπω στην πόλη; Ήμουν ήδη προετοιμασμένη από τότε, από το Δημοτικό.
Ήταν, όμως, γενικό το αίσθημα στους μαθητές αυτό, έτσι; Στην Κύπρο.
Ε ναι, ναι. Όλοι κατάγονταν από ένα χω[01:00:00]ριό, είχαν ζήσει όλοι, 7 η ώρα, 8 μας έκλειναν λέμε. Όλη την Κύπρο curfew. Curfew όλοι. Κάποια στιγμή, ακούμε μια νύχτα στο χωριό, εκεί που ήταν curfew και κυκλοφορούσαν οι Εγγλέζοι μες στο χωριό, ένα χωνί σε έναν ψηλό λόφο και να φωνάζουν δυο: «Βγέστε έξω! Είστε ελεύθεροι! Δεν έχει curfew απόψε». Οι γονείς μας λέγανε: «Αποκλείεται, αφού οι Εγγλέζοι κυκλοφορούν, κάτι μας σκαρώνουν, θα βγούμε έξω και θα μας σκοτώσουνε». Και κάποια στιγμή ένας από τους δύο γέλασε. Πετιούνται δυο γείτονες, μπαμ, πήγαν απάνω και τους έπιασαν και το χωνί. «Ρε, δε ντρέπεστε;», τους λένε, «θα παίρνετε το χωριό στον-
Στον λαιμό σας.
Στον λαιμό σας, να σκοτώσουν τον κόσμο άμα βγει έξω». Αφού οι Εγγλέζοι είναι μες στο χωριό. Ευτυχώς προλάβαμε εμείς και σας τα πήραμε γρήγορα. Φύγετε». Θα βγαίναν οι Εγγλέζοι, θα τους σκοτώνανε αυτούς. Κάναν και τέτοια μερικοί, ε, εντάξει, για χάζι. Αλλά μας κλείνανε νωρίς νωρίς. Σκέψου τι, πώς να αισθανθούν τα παιδιά; Ότι τους στερείται η ελευθερία τους. Μετά δεν έβλεπες. Η Κύπρος κάποτε ήταν πλούσια, έτσι; Και τώρα είναι ακόμη. Τώρα με το αέριο κι αυτά… Πάντα είναι ένα πλούσιο μέρος. Είχε ορυκτά, ήταν άνθρωποι που δούλευαν. Στην εποχή της ΕΟΚΑ είχε 60% κάτω από τη φτώχεια. Διότι μας τά ΄τρωγαν τα λεφτά. Δούλευαν, δούλευαν και μας τα έπαιρναν φόρους, φόρους συνεχώς και πλήρωναν πρώτα τους Τούρκους που νοίκιασαν την Κύπρο, μέχρι που τους έβγαλαν έξω τους Τούρκους, την πήραν μόνοι τους, αλλά πάλι έβγαζαν λεφτά από την Κύπρο και τον κόσμο. Φόρους να δεις. Δεν τους έμενε. Φτώχεια είχαμε πολλή τότε. Μέσα στην ΕΟΚΑ. Αρκεί να σου πω ότι ερχόσουν τελειωμένος με δύο πανεπιστήμια κι από την Αγγλία ακόμη, ήσουν Ελληνοκύπριος, σπούδαζες έξω κι έκανες και μεταπτυχιακό, με δύο πτυχία κι επέστρεφες να δουλέψεις. Γραφιάρη σε έβαζαν. Δεν υπήρχε περίπτωση σε μια υπηρεσία δημόσια να πάρεις θέση εσύ ή προαγωγή. Κι ας είχες και μεταπτυχιακά και από όλα. Εγγλέζοι. Εγγλέζοι σε όλες τις υπηρεσίες, ανώτατα αξιώματα. Ήμαστε σκλάβοι. Να μην επαναστατήσει ο κόσμος; Δυστυχώς, όμως, σκλάβοι μείναμε. Σκλάβοι μείναμε.
Οπότε όλα τα χρόνια πριν τη δημιουργία της ΕΟΚΑ, δημιουργούταν αυτό το αίσθημα. Λόγω της συμπεριφοράς των Άγγλων απέναντι στους Κύπριους.
Ναι, αλλά αφού λέμε ότι… Προηγουμένως σας είπα ότι γίνονταν και επαναστάσεις μέσα, όπως τα Οκτωβριανά που σας είπα προηγουμένως. Αυτά τα Οκτωβριανά του χίλια…
Το '31.
Ναι… Χίλια… Ένα λεπτό. 1931. Είχαν μεγάλες απώλειες. Μεγάλες απώλειες. Πολύ αίμα χύθηκε. Μια από τις χειρότερες επαναστάσεις της Κύπρου ήταν.
Εσείς πότε φοβηθήκατε πολύ; Γιατί γενικά μας περιγράφετε ότι ήσασταν ένα άτομο θαρραλέο. Υπήρξε κάποια στιγμή όμως που να φοβηθήκατε; Από κάτι που σας είχαν αναθέσει να κάνετε ή αν βρεθήκατε σε μια δύσκολη στιγμή; Εκτός από την φορά που σας συνέλαβαν οι Άγγλοι. Καταρχάς τότε φοβηθήκατε καθόλου;
Όχι. Την φίλη μου φοβόμουνα. Επειδή ήξερα ότι ήταν λίγο δειλή, μήπως πει τίποτα. Όχι, τον εαυτό μου δεν τον φοβόμουνα ότι θα πω. Δε θα έλεγα. Και να με… Να μου ‘σπαγαν το κεφάλι πάλι δεν θα έλεγα. Ήμουν σίγουρη για μένα, ότι δε θά ΄λεγα.
Για τη ζωή σας; Δεν φοβόσασταν;
Όχι.
Όχι.
Όχι. Και αυτό το πράμα και η Μέλπω το είχε. Ότι δεν φοβόμαστε. Κι άμα μας σκότωναν, θα είμαστε ήρωες. Για την πατρίδα μας θα πηγαίναμε. Μα, σου δημιουργείται το αίσθημα αυτό όταν είσαι μέσα. Εκείνον, ακόμα και τη μέρα που γελούσαμε, μέσα στο στρατιωτικό δικαστήριο -στρατοδικείο ήταν αυτό- δεν φοβηθήκαμε. Και γελούσαμε, κοροϊδεύαμε δηλαδή τους δικαστές και δεν φοβηθήκαμε ότι θα μας σκοτώσουν.
Ήσασταν και παιδιά.
Ε, ναι, παίζει ρόλο αυτό. Ναι, σίγουρα παίζει, σίγουρα παίζει. Σίγουρα παίζει. Όταν έγινε η εισβολή ήμουνα, ήμασταν στον Καναδά με τον άντρα μου και σπουδάζαμε εκεί. Είχα στον πόλεμο, μέσα στον πόλεμο, δύο αδέρφια και ειδικά ο μικρός ο αδερφός μου που ήταν στο σημείο που μπήκαν οι Τούρκοι. Ήτανε καταδρομέας, πολέμησε εκεί ακριβώς και στην Κερύνεια που μπήκαν και σε ένα φρούριο που διαλύθηκε η μοίρα του. Και είχα και έναν άλλο στο αεροδρόμιο, που ήταν να πολεμήσει κι ευτυχώς δεν πολέμησε, γιατί σκοτώθηκαν πολλοί εκεί στο αεροδρόμιο για να κρατήσουν. Πιο πολύ πολέμησαν εκεί οι Ελλαδίτες, για να κρατήσουν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας ανοικτό και ευτυχώς τα κατάφεραν, το κράτησαν και το παρέδωσαν στον ΟΗΕ μετά και είναι ακόμα στα χέρια του ΟΗΕ. Δεν το πήραν οι Τούρκοι. Ήταν πολύ σπουδαίο μέρος το αεροδρόμιο, το κεντρικό αεροδρόμιο, δεν είχε άλλο. Είχα και μια αδερφή νοσηλεύτρια, η οποία μετέφερε, παρακαλώ, χτυπημένους στρατιώτες, Έλληνες, στον πόλεμο, από το νοσοκομείο της Λευκωσίας σε άλλα νοσοκομεία. Για να αδειάσουν κλίνες. Και κυρίως στη Λεμεσό. Και τους χτυπούσανε τα αεροπλάνα. Αυτή οδηγούσε το αυτοκίνητο, με τους χτυπημένους τους οποίους, το έβλεπαν που έγραφε «Ερυθρός Σταυρός» και πάλι το χτύπαγαν από πάνω με τα αεροπλάνα. Και κατάφερε και επέζησε. Κι εκεί που ήταν στο νοσοκομείο της Λευκωσίας της ήρθε μήνυμα με έναν φαντάρο, ότι: «Σου στέλνει μήνυμα ο αδερφός σου» που ήταν χαμένος, αυτός που ήταν στην Κερύνεια. Επήγε να πάρει έναν χτυπημένο από την Κερύνεια, τον έστειλε ο λοχαγός του να τον πάει έξω από την Λευκωσία να τον παραδώσει για να τον πάνε στο νοσοκομείο, ήταν χτυπημένος ο μάγειρας αυτός κι εκεί του είπε του φαντάρου του Έλληνα: «Πάρ' τον, παρέδωσε τον στο νοσοκομείο και ψάξε να βρεις την Μαρία την Αγαθοκλέους. Είναι αδερφή μου και να της πεις είναι καλά ο αδερφός σου και πολεμάει στην Κερύνεια». Έτσι κι έγινε. Κι έμαθε αυτή και ειδοποίησε και τους δικούς μας και τη μάνα μου, για να ηρεμήσουν, γιατί τον είχανε χαμένο.
Τότε φοβόσασταν πιο πολύ, ε; Για τα αδέρφια σας.
Ναι, στον Καναδά φοβόμουνα πολύ, πάρα πολύ για τα τρία μου αδέρφια. Ευτυχώς δεν σκοτώθηκε κανένας. Εκείνος δε που πολέμησε στο… Θα πολεμούσε κι ευτυχώς έφυγε, μάλλον είπε στον λοχαγό του ότι: «Εγώ δεν θέλω να σκοτώσω Τούρκο, γιατί θα γίνω ιερέας. Θα πάω να σπουδάσω για να γίνω θεολόγος». Κι έτσι και έγινε. Είναι ιερέας και, «Εντάξει», του ‘πε και δεν τον άφησε να πολεμήσει. «Πήγαινε πίσω».
Οι γονείς σας και τότε που μάθανε ότι είστε στην ΕΟΚΑ και αργότερα, όταν πια το συζητούσατε, ποια ήταν η άποψη τους για αυτήν την δράση που είχατε;
Ο πατέρας μου ένιωσε πολύ άσχημα που με έδερνε, διότι ενόμιζε, επειδή έφευγα πολύ από το σπίτι -όχι το βράδυ που δεν μας έπαιρναν είδηση, για τα φυλλάδια- έφευγα. Να πάω να πετάξω φυλλάδια, να πάω να βρω την ομάδα, έξω από το σχολείο. Δεν ήταν εύκολο μέσα στο σχολείο. Στο σχολείο το μόνο που καταφέρναμε είναι να μυήσουμε κάποιον, επειδή, όπως σας είπα και προηγουμένως, δεν κράταγε πολύ αυτό. Διάβαζε τον όρκο και τελείωσε. Άμα θέλετε να τον πούμε στο τέλος, μπορούμε να το βρούμε από το ίντερνετ και να το διαβάσουμε. Διαβάστε τον εσείς.
Θα τον βάλω εγώ στη συνέντευξη.
Α, μπράβο. Διάβασέ το μέσα... Ο Όρκος της ΕΟΚΑ γράψε. Ελληνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών. Λοιπόν, ο πατέρας μου με έβλεπε να φεύγω και νόμιζε ότι είχα κάποια σχέση με κανένα αγόρι. Την εποχή εκείνη ήταν απαγορευμένα αυτά βέβαια και με έδερνε. Όταν επέστρεφα «Που ήσουν;». Τι να πω; Η μάνα μου η οποία είχε υποψιαστεί, αλλά αργά και μάλιστα εκείνη την μέρα που σας είπα, που μας πιάσανε, μου είπε κουβέντα. Και να είχε υποψιαστεί, δεν ήτανε σίγουρη, όποτε δεν μπορούσε να πει του πατέρα μου τίποτα κι έφευγε την ώρα που με έδερνε εμένα ο πατέρας μου, για να μην βλέπει. Στενοχωριότανε. Όταν το έμαθε όμως, πάρα πολύ στεναχωρήθηκε, γιατί, όπως είπαμε, είχε ανήψια του από αδέρφια αντάρτες. Από το χωριό. Στην πόλη πάλι ήξερε ότι είχε κι εκεί ανθρώπους από τα ανήψια του. Δούλευε στην θεία μου, η οποία θεία μου είχε δύο παιδιά που ήταν αγωνιστές. Μαθητές σε μεγάλη τάξη. Ο ένας ήταν αυτός που σας είπα προηγουμένως με τα λεφτά που έδωσα και τα λοιπά και ο άλλος ήταν σε άλλο σχολείο. Ήταν μέσα στους εκτελεστές αυτοί, εκτελεστές τους έλεγαν, γιατί έστηναν ενέδρες και σκότωναν Άγγλους. Στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και μου ζήταγε συγγνώμη: «Που σε έδερνα, νόμιζα ότι είχες σχέση». Πάρα πολύ στεναχωρήθηκε. Μετά με αγκάλιαζε και χαιρότανε που ήμουν μέλος της ΕΟΚΑ. Ήταν πατριώτης. Ακόμα και όταν παντρευτήκαμε, από τις τέσσερις αδερφές μου, οι τρεις πήρανε Ελλαδίτες και φτάναμε στο χωριό -γιατί φύγανε, όταν πια φύγαμε όλοι και παντρευτήκαμε, σπουδάσαμε, φύγαμε, έφυγαν στο χωριό, η μάνα μου κι ο πατέρας μου έμειναν εκεί, στο χωριό, μέχρι που πέθαναν και τους έθαψαν στο χωριό. Κάθε φορά που πήγαινε κάποιος Ελλαδίτης εκεί, από τους γαμπρούς, εμείς, ο άντρας μου κι εγώ, από μακριά μας έβλεπε με το αυτοκίνητο και σήκωνε την ελληνική σημαία, σε ένα κυπαρίσσι μεγάλο που είχε εκεί και την άφηνε εκεί μέχρι που να φύγουμε. Την ελληνική, όχι την κυπριακή. Τόσο πολύ αγαπούσε την Ελλάδα. Μια φορά πήγαμε συνάδελφοι από την Ομοσπονδία από όλη την Ελλάδα στην Κύπρο εκδρομή και γνώριζα πολλούς εγώ συναδέλφους, επειδή ο σύζυγός μου ήταν αντιπρόεδρος στην Ομοσπονδία μας και τον ήξεραν από όλη την Ελλάδα, ήξεραν κι εμένα. Και μου λέγανε: «Βρε, Τέρψα, θα έρθεις μαζί μας;». Είμαστε στη Λάρνακα εκείνη τη μέρα. Γυρίζαμε όλες τις πόλεις, αλλά μέναμε στη Λάρνακα. «Να πάμε να αγοράσουμε υφάσματα», γιατί είχε ωραία υφάσματα αγγλικά εδώ. «Ναι», λέω, «πάμε». Και πήγαμε σε ένα μαγαζί και μέσα κοιτάγαμε τα υφάσματα κι έρχεται ένα κοριτσάκι γύρω στα δέκα. Και είχε το μαγαζί η μάνα της. Και μας λέει: «Συγγνώμη, είστε από την Ελλάδα;». «Να[01:10:00]ι» της λέμε. «Εμένα με λένε Ελλάδα», λέει. Συγκινηθήκανε οι συνάδελφοι. Το λέω ακόμα και συγκινούμαι. Με ένα ύφος που το είπε. «Εμένα με λένε Ελλάδα!».
Και πετύχαμε στην 1η Απριλίου εκείνη την μέρα που ήταν η μέρα που ξεσηκώθηκε η Κύπρος, σε όλη τη Κύπρο βάλανε βόμβες και εξερράγησαν οι βόμβες, αστυνομικά τμήματα Άγγλων, σε αυτά… Έτσι ξεκίνησε η ΕΟΚΑ. Το πρωί, πρωί, πρωί, 5-6 η ώρα το πρωί ακούστηκαν βόμβες σε όλη τη Κύπρο. Και ξεκίνησε η ΕΟΚΑ εκείνη τη μέρα. 1η Απριλίου του 1955. Ακόμα στο Δημοτικό ήμουνα εγώ τότε, όταν έγινε αυτό. Κι εκείνη τη μέρα έτυχε να είμαστε εκεί. Ο πρόεδρος της Κύπρου τώρα, ο οποίος είναι και συγγενής μου, ήξερε ότι εγώ ήμουνα στην ΕΟΚΑ. Του τό ‘πε κι ο Παπακώστας να μου κάνουν τώρα έκπληξη. Μπήκαμε την μέρα εκείνη, 1η Απριλίου, στην αίθουσα, κάναμε όλοι οι συνάδελφοι τώρα, να μας μιλήσει ο Σύλλογος Κυπρίων, που ανήκε κι αυτός στην Ομοσπονδία μας και πρόεδρος ο χωριανός μου αυτός που ήταν και συγγενής μου. «Προτού ξεκινήσουμε», λέει, «το συνέδριο, έχω να σας αναφέρω κάτι. Εδώ μέσα», άρχισα να μπαίνω, μόλις το είπε, λέω κάτι μου έκανε ο Παπακώστας εδώ, εκτός κι αν ήξερε κι εκείνος, γιατί ο Παπακώστας νομίζω το ‘πε, «είναι μία συνάδελφος, η οποία δεν είναι εδώ. Είναι Κύπρια, αλλά μένει στην Ελλάδα. Η οποία ήταν δεκατριών χρονών και ήταν στην ΕΟΚΑ του '55-'59. Δεν ξέρω αν γνωρίζετε». «Ναι», είπαν οι συνάδελφοι. «Ποια ήταν η ΕΟΚΑ», τους εξήγησε κάποια πράματα. «Γι’ αυτό πρέπει να την τιμήσουμε. Την παρακαλώ να σηκωθεί πάνω». Εγώ δε σηκωνόμουν. Κατάλαβα ότι το έλεγε για μένα. Δεν ήταν άλλη από την Κύπρο συνάδελφος που ζούσε στην Ελλάδα, στην ΕΟΚΑ. Δεν είχε. Γυρίζει και με βλέπει μια άλλη συνάδελφός μου, Αρτινιά, η οποία ήξερε για μένα και φώναξε: «Είναι η Παπακώστα, παιδιά, του Κώστα Παπακώστα από την Άρτα η γυναίκα. Τέρψα, σήκω πάνω και μην με νευριάζεις», μου είπε αυτή. Σηκώθηκα εγώ. Τι να κάνω; Καταλαβαίνεις τι είχε γίνει. Ήταν κάποιος συνάδελφος, ο οποίος δεν τα πήγαινε καλά με τον άντρα μου και καθόταν στην άλλη μεριά. Και μας μισομιλούσε δηλαδή, μας μισοχαιρετούσε. Δεν ξέρω για… Τους λόγους του είχε. Και είχε Αγγλίδα γυναίκα και σηκώνονται και οι δύο από την άλλη άκρη της αίθουσας, μεγάλη αίθουσα, γεμάτη από συναδέλφους, και έρχονται να με βρούνε και με αγκάλιασαν και οι δύο και δεν με άφηναν. Και μου έκανε τόση εντύπωση που η γυναίκα του, Αγγλίδα, εναντίον των Άγγλων πολεμούσαμε, αλλά είχε, φαίνεται είχε διαβάσει τι έκαναν οι Άγγλοι στην Κύπρο και δεν με άφηναν. «Τέρψα, δεκατριών χρονών;». «Ναι, παιδιά, δεκατριών χρονών και λυπάμαι που πολέμησα τους Άγγλους», της λέω εγώ. «Όχι, καλά τους έκανες. Γιατί να έρθουν να πάρουν τη Κύπρο;». Και όταν πήγαμε στα φυλακισμένα μνήματα επίσκεψη, αυτή μπήκε -εγώ δεν επισκέφτηκα, δεν πήγα. Πήγα να δω τον Παλληκαρίδη, του πήρα λουλούδια και δεν κατέβηκα στην αίθουσα. Την είχα ξαναδεί βέβαια, αλλά δεν μπορούσα δεν άντεχα. Τους πήγαν εκεί, αυτός ο πρόεδρος της Κύπρου που σου έλεγα, να δούνε την αγχόνη. Και αυτή βγήκε από μέσα μόλις την είδε, η Αγγλίδα αυτή, και πήγε πίσω από την αίθουσα κι έκλαιγε. Κλάμα να σου πω. Μόνη της. Κι όταν εγώ βγήκα από τα φυλακισμένα μνήματα και περίμενα να βγούνε από μέσα να τους δω, την είδα. Πήγα απάνω, της λέω: «Γιατί κλαις;». «Τι είναι αυτά, Τέρψα, που έκαναν οι πατριώτες μου; Ντρέπομαι, ντρέπομαι». «Έλα τώρα», της είπα και την πήρα από το χέρι. «Αφού τα είδες όλα εκεί, έλα να δεις και ποιους σκότωσαν. Αυτά είναι τα μνήματά τους, μέσα, που τους απαγχόνισαν εκεί που ήταν φυλακισμένοι εδώ, δίπλα στη φυλακή». Μπήκε μέσα, την πήγα, είδε τη φυλακή και την πήγα και στα μνήματα και γονάτισε μπροστά στον Παλληκαρίδη και του λέει: «Σου ζητάω συγγνώμη». Υπήρχαν και Άγγλοι τέτοιοι-
Πάντα υπάρχουν.
Πάντα υπάρχουν. Και Τούρκοι. Μιλάμε τώρα για τη στρατηγική που είχε το κράτος και οι κυβερνήσεις, οι εκάστοτε κυβερνήσεις, που στέλνανε κυβερνήτες στην Κύπρο και ήταν χειρότεροι κι από τους Γερμανούς, χειρότεροι κι από τους Γερμανούς. Εκδικητικοί.
Εσάς, λοιπόν, πότε τελείωσε η δράση σας στην ΕΟΚΑ; Όταν πια απελευθερώθηκε η Κύπρος;
Ε, ναι, ναι. Τελείωσε για όλους. Τελείωσε για όλους, γιατί μετά δυστυχώς κάποιοι από αυτούς που ήταν στην ΕΟΚΑ πήραν άλλον δρόμο, πολύ άσχημο δρόμο και άρχισαν να σκοτώνουν Τουρκοκυπρίους σε χωριά, δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί η ΕΟΚΑ Β’, αλλά δυστυχώς ο Γρίβας συνέχιζε την πρώτη την ΕΟΚΑ τάχα και μετά. Κι έστειλε αυτούς γιατί ήταν… Ίσως έπαιζε κάποιο ρόλο, δεν θέλω να πω βρώμικο. Έτσι λέγεται, αλλά εγώ, επειδή ήταν αρχηγός της ΕΟΚΑ, δεν θέλω να μπω σε αυτήν την λογική. Χρησιμοποιούσε αγωνιστές της ΕΟΚΑ και χτυπούσανε χωριά τούρκικα, Τουρκοκυπρίων. Αμιγώς χωριά Τουρκοκυπρίων και δίνανε με αυτόν τον τρόπο- σκότωσαν και παιδιά και γέρους και γυναικόπαιδα- και με αυτόν τον τρόπο έδιναν αφορμή στους Τούρκους να επέμβουν κάποια στιγμή, βρήκαν και αφορμή που έγιναν τα γεγονότα μετά με τον Μακάριο και όλα αυτά. Βέβαια πολλοί έφταιξαν σε αυτά τα… Και δεν είναι χωρίς ευθύνες ούτε ο Μακάριος, ούτε η Χούντα, ούτε ο Γρίβας. Όλοι τους έχουν ένα μερίδιο σε αυτήν την κατάσταση. Τώρα δυστυχώς εγώ δεν πιστεύω ότι θα φύγουν οι Τούρκοι από τη Κύπρο χωρίς πόλεμο. Εάν κάποτε η Ελλάδα έρθει σε σύγκρουση με την Τουρκία, θα πολεμήσουν και οι Έλληνες στην Κύπρο κι όποιον πάρει ο χάρος. Τώρα η Ελλάδα με τη σημερινή κυβέρνηση έχει θωρακίσει την Κύπρο και η κυπριακή κυβέρνηση πήρε όπλα. Αεροπλάνα δεν έχει. Διότι δεν θέλει να αφήσει αεροπλάνα εκεί, μην χτυπήσουν οι Τούρκοι και τα διαλύσουν και όσο νά ‘ναι… Έχει, όμως, αεροπλάνα στην Κρήτη και στη Ρόδο, τα οποία αυτά τα καινούρια αεροπλάνα και ειδικά αυτά που πήρε από τη Γαλλία, την φτάνουν την Κύπρο από εκεί δηλαδή και πολύ σύντομα. Αν χτυπηθεί δηλαδή με αεροπλάνα… Διότι όταν… Αν, ας πούμε, γίνει μια σύγκρουση, οι Τούρκοι, η Τουρκία δεν μπορεί να στείλει στρατό άλλο στη Κύπρο. Πώς να στείλει; Έχει τόσα παράλια, να χτυπήσει τόσα νησιά, στον Έβρο. Όποιοι υπάρχουν, όσοι Τούρκοι υπάρχουν… Έχει πολύ στρατό εκεί η Τουρκία. Με τα δικά της, με τα όπλα που έχει τώρα και με τα αεροπλάνα που έχει εκεί, θα χτυπήσει την υπόλοιπη Κύπρο, είναι λογικό. Και οι δικοί μας θα χτυ… Ο πόλεμος θα γίνει τοπικός. Είναι λογικό. Υπάρχουν όμως αεροπλάνα, εδώ στην Κρήτη και στη Ρόδο, τα οποία είναι για να φύγουν για Κύπρο μόνο, μόνο. Για να είναι ελεύθερη η Ελλάδα να χτυπήσει από εδώ. Γιατί αυτοί έχουν σκοπό να χτυπήσουν τα Δωδεκάνησα, το Αιγαίο. Αφού τα ξέρουμε αυτά. Και να χτυπήσουν και οι Έλληνες, όπως λένε στον Έβρο, διότι από εκεί δεν μπορεί η Τουρκία να… Είναι δύσκολο με τα στενά που έχει εκεί. Οπότε ο πόλεμος θα διεξαχθεί τοπικώς στην Κύπρο. Κι όποιος νικήσει από εκεί και πέρα. Δεν ξέρω. Τι να σας πω; Αυτά θα γίνουν μια μέρα. Δεν γίνεται να μην γίνουν. Δυστυχώς. Με αυτό το μίσος που ενσαρκώνει τους Τούρκους ο Ερντογάν, δεν ξέρω. Μακάρι να μην τον ακούνε. Είναι φοβερό το μίσος που έχει σπείρει μέσα στον λαό και πιστεύω ότι οι μορφωμένοι άνθρωποι δεν θα τον ακούνε, διότι έρχονται, λένε, συνέχεια στα νησιά και δη πλούσιοι Τούρκοι και μένουνε, διακοπές, συνεχώς έρχονται, ψωνίζουν, πάνε Έλληνες απέναντι στην Τουρκία και ψωνίζουν, στα Άδανα, στη Σμύρνη. Παντού. Και ψωνίζουν. Υπάρχουν φιλίες. Δεν τον ακούει όλα ο λαός. Αλλά αυτοί οι έποικοι που ήρθαν από την Ανατολία και τους δίνει λεφτά ο Ερντογάν… Αυτοί θα τον ψηφίσουν. Κι αν ξαναβγεί, δεν ξέρω τι θα κάνει. Δεν ξέρω. Είναι περίεργο που σκότωσαν δύο Κένεντυ οι Αμερικάνοι και δεν μπορούν να σκοτώσουν έναν Ερντογάν, μήπως χάσει και το ΝΑΤΟ, τέλος πάντων. Και έναν Ερντογάν που ξέρουν ότι στηρίζει τον Πούτιν.
Μήπως κάπου τον χρειάζονται;
Ακόμα;
Κι αυτοί;
Για να μην διαλυθεί το ΝΑΤΟ λέω εγώ. Γιατί είναι στρατηγική η θέση του εκεί, η αλήθεια να είναι. Και η Ελλάδα. Δεν έχει τη Σούδα; Δεν έχει παραχωρήσει βάσεις σε όλη την Ελλάδα; Αυτή δηλαδή έχει λιγότερη σημασία για το ΝΑΤΟ; Τι να σου πω; Δεν γνωρίζω πώς σκέφτονται η CIA και η κάθε αμερικάνικη κυβέρνηση.
Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Τέρψα.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Ήταν κι αυτή μια πολύ ωραία συνέντευξη.
Κι εγώ ευχαριστώ.
Ουσιώδης. Κι άξιζε.
Πιστεύω να καλύψαμε τα πάντα.
Ναι. Κι εγώ το ελπίζω.
Εγώ οφείλω να πω ότι είμαι, κυρία Αγγέλα μου, υπερήφανη γι’ αυτόν τον αγώνα.
Και καλά κάνετε.
Υπερήφανη, αλλά πολύ στεναχωρημένη για την κατάληξη. Όταν ήρθα με τις φίλες μου να σπουδάσουμε στην Ελλάδα -τώρα το έβγαλα αυτό, δεν πειράζει, καλύτερα, να σπουδάσουμε στην Ελλάδα, ήρθαμε με καράβι και κατεβήκαμε στον Πειραιά και σκύψαμε όλοι κάτω και φιλούσαμε το χώμα της Ελλάδας και κλαίγαμε. Και μας έβλεπε ο κόσμος από γύρω και δεν καταλάβαιναν τι κάναμε έτσι. Γιατί το κάνουμε αυτό το πράμα και φιλάμε το χώμα; Μόλις βγήκαμε από το καράβι.
Ήταν η λαχτάρα σας για την Ελλάδα, ε;
Η λαχτάρα μας για την Ελλάδα. Δυστυχώς δεν την είδαμε την Ελλάδα κι ούτε πρόκειται να τη δούμε ποτέ. Η Κρήτη είχε έναν Βενιζέλο και την έσωσε. Εμείς είχαμε Μακάριο, είχαμε Γρίβα και Ιωαννίδη. Και σωθήκαμε.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Τέρψα Παπακώστα μιλά σε μια δεύτερη συνέντευξη δίνοντας περισσότερη έμφαση και αναλυτικές λεπτομέρειες σχετικά με την ΕΟΚΑ και τη δράση της μέσα σε αυτή. Περιγράφει πώς κινδύνεψε αρκετές φορές, εμβαθύνει στις συνθήκες στρατολόγησης της νεολαίας, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονταν η εθνική συνείδηση. Κλείνει οραματιζόμενη το πώς θα ήθελε να είχαν εξελιχθεί ιδανικά οι καταστάσεις.
Αφηγητές/τριες
Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώστα
Ερευνητές/τριες
Αγγελική Αλβανού
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/08/2022
Διάρκεια
80'
Σημειώσεις Συνέντευξης
H αφηγήτρια έχει δώσει κι άλλη συνέντευξη στο Istorima με τίτλο "Η Κύπρια δασκάλα αγγλικών της Άρτας". Μπορείτε να τη βρείτε στον ακόλουθο σύνδεσμo: https://archive.istorima.org/interviews/11048
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Τέρψα Παπακώστα μιλά σε μια δεύτερη συνέντευξη δίνοντας περισσότερη έμφαση και αναλυτικές λεπτομέρειες σχετικά με την ΕΟΚΑ και τη δράση της μέσα σε αυτή. Περιγράφει πώς κινδύνεψε αρκετές φορές, εμβαθύνει στις συνθήκες στρατολόγησης της νεολαίας, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονταν η εθνική συνείδηση. Κλείνει οραματιζόμενη το πώς θα ήθελε να είχαν εξελιχθεί ιδανικά οι καταστάσεις.
Αφηγητές/τριες
Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώστα
Ερευνητές/τριες
Αγγελική Αλβανού
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
31/08/2022
Διάρκεια
80'
Σημειώσεις Συνέντευξης
H αφηγήτρια έχει δώσει κι άλλη συνέντευξη στο Istorima με τίτλο "Η Κύπρια δασκάλα αγγλικών της Άρτας". Μπορείτε να τη βρείτε στον ακόλουθο σύνδεσμo: https://archive.istorima.org/interviews/11048