Η Κύπρια δασκάλα αγγλικών της Άρτας
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια και η ένταξη στην ΕΟΚΑ
00:00:00 - 00:41:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, καλησπέρα. Καλησπέρα. Πείτε μας, για αρχή, το όνομά σας. Ονομάζομαι Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώστα. Ωραία. Είναι Κυριακή, 27 …τώρα –για αυτά που με ρώτησες προηγουμένως– τι απέμεινε στην Κύπρο από τους Εγγλέζους. Τα πιο πολλά είναι αρνητικά στοιχεία που απέμειναν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώ ...
Η αφηγήτρια σε ηλικία είκοσι πέντε ετών στ ...

Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώ ...
Η αφηγήτρια σε ηλικία δεκαεπτά ετών

Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώ ...
Η αφηγήτρια σε ηλικία δεκατριών ετών
Ενότητα 2
Γυμνάσιο στη Λεμεσό και σπουδές σε Αγγλία και Καναδά
00:41:30 - 00:51:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, ας πάμε σε ένα άλλο κομμάτι τώρα. Ας φύγουμε από την Αγγλοκρατία στην Κύπρο. Μου είπατε πριν ότι φύγατε στην Αγγλία για σπουδές. Πώς…ε δυσκολίες. Γιατί από την Νομική πήγε σε… πιο πάνω. Και Πρύτανη εκεί είχαμε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Βοήθησε, όλους τους είχε βοηθήσει. Ναι…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Επιστροφή στην Ελλάδα και εγκατάσταση στο Κομπότι Άρτας
00:51:23 - 01:01:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μετά ήρθαμε στην Ελλάδα. Ο Κώστας, όταν ήταν φοιτητής στην Νομική, ήταν συνδικαλιστής με την ΕΡΕΝ. Η ΕΡΕΝ ήταν η νεολαία του Καραμανλή, …ώ που λέμε, τις πουριτανικές κοινωνίες, τους ανθρώπους… σε άλλες εποχές έζησαν αυτοί, σε άλλους εμείς, σε άλλες γενιές τότε, χάσμα γενεών.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η εισβολή στη Κύπρο
01:01:00 - 01:09:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, να περάσουμε τώρα σε ένα άλλο θέμα, πολύ σημαντικό. Να περάσουμε στην εισβολή. Στην εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974. Πού βρισ…οντιστήρια στην Αθήνα. Μετά αποφασίσαμε, όπως είπα προηγουμένως, να έρθουμε Άρτα και μέχρι που πήραμε σύνταξη, ασχολούμαστε με τα αγγλικά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 5
Οδοιπορικό στα Κατεχώμενα
01:09:14 - 01:25:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πότε πήγατε στην Κύπρο πρώτη φορά μετά την εισβολή και πώς ήταν αυτή η εμπειρία; Μόλις ήρθαμε από τον Καναδά πήγα. Πήγα στο χωριό μου, ήτα…μένουν στις πόλεις και –από Λάρνακα, από Λεμεσό– και έρχονται και τους βλέπουμε όλους. Κάνει και παρέα, έχει παρέες, οπότε πάει και αυτός.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Συγγραφική δραστηριότητα
01:25:06 - 01:52:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μία ερώτηση για τα βιβλία που λέτε ότι γράφετε –ότι έχετε γράψει. Πώς σας ήρθε η ιδέα; Πώς πήρατε την απόφαση, όλα αυτά που έχετε ζήσει να τ…ή. Δεν μ’ έφερες σε δύσκολη θέση σε κανένα σημείο. Άνετα σου δίνω και μία ακόμη άμα θέλεις. Πολύ ευχαρίστως! Σας ευχαριστώ πολύ. Κι εγώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΦωτογραφίες και τεκμήρια

"Αδυσώπητο Μίσος"
Το πρώτο βιβλίο της Τέρψας Αγαθοκλέους-Παπ ...

"Αδυσώπητο Μίσος"
Το πρώτο βιβλίο της Τέρψας Αγαθοκλέους-Παπ ...

"Ένας Κύπριος αγνοούμενο ...
Το δεύτερο βιβλίο της Τέρψας Αγαθοκλέους-Π ...

Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώ ...

Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώ ...
[00:00:00]Λοιπόν, καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Πείτε μας, για αρχή, το όνομά σας.
Ονομάζομαι Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώστα.
Ωραία. Είναι Κυριακή, 27 Μαρτίου 2022. Είμαι με την κυρία Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώστα. Βρισκόμαστε στο Κομπότι Άρτας, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Λοιπόν, κυρία Τέρψα, πρώτη ερώτηση από εμένα. Πείτε μου λίγα λόγια για σας, για τη ζωή σας. Πού γεννηθήκατε; Ποτέ;
Γεννήθηκα στην Κύπρο, σε ένα μικρό χωριό στους πρόποδες του Τροόδους που λέγεται Βάσα Κοιλανίου και υπάγεται στην Λεμεσό, το 1944. Κατάγομαι από μια φτωχή οικογένεια, οι γονείς μου ήταν αγρότες, το χωριό μου είναι παραδοσιακό και έχει αμπελώνες. Είχαν δικά τους κάποια κομμάτια αμπέλια και καλλιεργούσαν αυτά για να μας αναθρέψουν και να μας μεγαλώσουν και να μας στείλουν να σπουδάσουμε. Να πω λίγα λόγια για το χωριό μου. Το χωριό μου ανήκει στα κρασοχώρια της Κύπρου. Είναι σαράντα ένα χωριά τα οποία είναι παραδοσιακά και, όπως σας είπα, είναι πολύ όμορφα όλα. Ως επί το πλείστον καλλιεργούν –καλλιεργούσαν, γιατί τώρα πια, δυστυχώς, η ύπαιθρος έπεσε σε μαρασμό, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα βέβαια– σταφύλια. Από τα σταφύλια έβγαζαν οι ίδιοι οι αμπελουργοί το κρασί τους, έβγαζαν το χαρακτηριστικό οινοπνευματώδες ποτό, τη ζιβανία. Οι ίδιοι την έβγαζαν. Και γι’ αυτό ο πατέρας ο δικός μου, παρόλο που ήταν φτωχός, κατόρθωσε και μας μεγάλωσε, εφτά παιδιά, και μας έστειλε και στο Γυμνάσιο και τα εφτά. Γιατί δεν πουλούσε τα σταφύλια μόνα τους, γιατί ήταν φτηνά. Έβγαζε κρασί και έβγαζε και ζιβανία που ήταν ακριβή. Και η ζιβανία, τη ζιβανία την έστελναν στο εξωτερικό, στην Ευρώπη –ιδιαίτερα στην Αγγλία. Το χωριό αυτό, όπως σας είπα προηγουμένως, έσφυζε, είχε πολλή ζωή τότε. Αρκεί να σας πω, το σχολείο μας ήταν εξαθέσιο και είχε πάνω από δεκαπέντε παιδιά η κάθε τάξη. Αυτή τη στιγμή έχουν φύγει όλοι οι χωριανοί στις μεγάλες πόλεις –αντιλαμβανόμαστε για ποιο λόγο γίνονται αυτά– όπως συμβαίνει βέβαια και στην Ελλάδα, και το σχολείο μας έγινε μουσείο, εκπαιδευτικό μουσείο. Μένουν μόνο υπερήλικες, μπορώ να πω, και τα παιδιά τους, επειδή η Λεμεσός δεν είναι πολύ μακριά, έρχονται Σαββατοκύριακα, έχουν φτιάξει τα σπίτια τους και βλέπουν τους γονείς τους. Και το καλοκαίρι, έρχονται από όλα τα μέρη της Κύπρου οι Βασώτες και κάνουν καλοκαίρι εκεί και τότε βλέπουμε ζωή και στο χωριό. Η δική μου η γενιά έπεσε μέσα στον αγώνα της ΕΟΚΑ του ’55-’59, που αγωνιζόμαστε για να απελευθερώσουμε την Κύπρο από τους Άγγλους. Όταν τελείωσα εγώ το Δημοτικό –από μικρό παιδί ήμουν ανήσυχο μυαλό. Οι γονείς μας μάς μεγάλωσαν με αρχές, με ιδανικά, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, και ήθελα από πολύ μικρή να αγωνιστώ κι εγώ να διώξουμε τους Εγγλέζους. Βέβαια ήμουν στο Δημοτικό, δεν μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο, δεν μπορούσα. Όμως, στο χωριό μας, λίγο έξω από το δικό μας το χωριό, σε ένα γειτονικό, υπήρχε κρησφύγετο –που είχαν, που είχα και εγώ από τα δικά μου ξαδέρφια εκεί, αντάρτες που πολεμούσαν– που ήταν στο κρησφύγετο και πολεμούσαν απ’ εκεί, έκαναν επιθέσεις στους Άγγλους. Γιατί οι Άγγλοι, συνήθως τριγύριζαν και τον Πενταδάκτυλο που ήτανε το βουνό, το ένα βουνό της Κύπρου, και το Τρόοδος, για να βρουν αντάρτες. Και εκεί τους έστηναν ενέδρες και γίνονταν μεγάλες μάχες στην περιοχή όλη εκείνη. Γι’ αυτό τους είχαμε συνεχώς στα πόδια μας. Το σπίτι μας ήταν λίγο έξω από το χωριό, στην άκρη. Κάθε πρωί ξυπνούσαμε, μικρά παιδιά –απλώς τα λέω αυτά για να σας πω ότι τα κατάλοιπά μας, της γενιάς της δικής μας, ήταν τέτοια με την Αγγλοκρατία, που αυτή τη στιγμή μπορούμε άνετα να καταλάβουμε οποιονδήποτε… να αντιληφθούμε εννοώ, οποιονδήποτε πόλεμο, όπως αυτόν που γίνεται αυτή τη στιγμή, που κάνει ο λαός στην Ουκρανία και η επίθεση που δέχεται. Κάθε πρωί τους… βρίσκαμε τα τανκς έξω από την πόρτα μας. Και μόλις ξυπνούσα εγώ –γιατί ήμουν η μεγαλύτερη απ’ τα εφτά παιδιά– να ακούω τη μητέρα μου να λέει: «Τέρψα, πάρε τα παιδιά από την εξώπορτα, να μην πάνε προς τα εκεί. Φοβάμαι». Είχαν τα τανκς εκεί και τα πολυβόλα στραμμένα στο χωριό, μήπως και κατηφορίσει κανένας αντάρτης, για να τον πιάσουν. Τόσο μυαλό είχανε, ότι οι αντάρτες… αφού ήξεραν ότι τριγυρνούσαν μες στο χωριό. Από τις εφτά η ώρα το απόγευμα μας έκλειναν μέσα. Κατ’ οίκον περιορισμός, που το έλεγαν στα αγγλικά curfew, curfew. Λοιπόν, αυτή τη ζωή κάναμε στο Δημοτικό. Πηγαίναμε σχολείο, βλέπαμε μπροστά μας τανκς. Ερχόμαστε από το σχολείο, έξω από την πόρτα τανκς. Ένα μικρό, το μικρότερο αδερφάκι μου, έφευγε, μας έφευγε και πήγαινε εκεί που ήταν τα τανκς. Και κάποιος μια φορά, ένας Εγγλέζος, τον πήρε αγκαλιά και έκλαιγε, και του έδινε σοκολάτες. Και η μητέρα μου μού έλεγε: «Πήγαινε, πάρε το παιδί». Και πήγαινα εκεί και του λέω: «Αφήστε το παιδί να το πάω μέσα, το φωνάζει η μητέρα μας». Και μου ’λεγε: «Έχω κι εγώ ένα τέτοιο παιδί –μου ’λεγε στα αγγλικά– και το άφησα στην Αγγλία και ήρθα να πολεμήσω εδώ». «Καλά κάνεις, να πας πίσω στην Αγγλίαν –του ’πα κι εγώ τότε– και να μας αφήσετε κι εμάς ελεύθερους». Τέλος πάντων, με αυτά τα κατάλοιπα ήθελα εγώ να πάω να σπουδάσω στην Λεμεσό, να πάω Γυμνάσιο στην Λεμεσό –δεν είχαμε στο χωριό μας Γυμνάσιο. Τελικά… ο πατέρας μου δεν ήθελε, δεν ήταν μαθημένος από την πόλη. Τελικά τους κατάφερα, και του ’λεγα ότι θα σπουδάσουμε όλοι εκεί και τα λοιπά, και τα λοιπά, και κατεβήκαμε στην πόλη. Μόλις εγώ μπήκα στην Α’ Γυμνασίου, στο Λανίτειο Γυμνάσιο. Ήταν το μεγαλύτερο Γυμνάσιο που είχε η Λεμεσός. Για μας, τα παιδιά… άλλοι πήγαν στο Δημοτικό, εγώ πήγα στο Γυμνάσιο, ακολούθησαν και τα άλλα, μετά, παιδιά στο Γυμνάσιο. Νοικιάσαμε ένα δυάρι σπίτι, εννιά άτομα να μένουμε σε ένα δυάρι. Κοιμόμαστε άλλοι στην κουζίνα, άλλοι μαζί με τους γονείς μας, άλλοι στο άλλο το δωμάτιο, άλλοι κάτω, άλλοι… Γινότανε… τέλος πάντων… Κι εγώ, για να διαβάσω, πήγαινα κάτω και καθόμουν από ένα δέντρο, για να μην με ενοχλούν τα άλλα, να διαβάσω για το σχολείο. Για μας τα παιδιά, δεν είχε γίνει πολύ αντιληπτή αυτή η αλλαγή από το χωριό. Γιατί στο χωριό δεν πεινάγαμε. Οι γονείς μας, όπως σου είπα προηγουμένως, δούλευαν σκληρά και ένα πιάτο φαΐ είχαμε να φάμε. Αλλά στην πόλη δεν είχαν δουλειά. Πώς θα ζήσουμε; Ο πατέρας μου έφευγε να πάει, έβρισκε αφορμή κάθε λίγο και λιγάκι, να πάει στο χωριό για να καλλιεργήσει τα αμπέλια. «Τώρα θα βάλω λίπασμα, τώρα θα βάλω έτσι, θα κάνω αλλιώς». Δεν του άρεσε η πόλις, δεν την άντεχε. Τελικά, η μητέρα μου η κακομοίρα βέβαια, βρήκε δουλειά απ’ εκεί κι από δω, και σιγά σιγά αρχίσαμε να στρώνουμε. Και μία θεία μου έφτιαξε μία ταβέρνα στην πόλη –η αδερφή του πατέρα μου– τους πήρε και τους δύο, δουλεύαν στην κουζίνα και τότε είδαμε μια μέρα καλή, και νοικιάσαμε και μεγαλύτερο σπίτι και μείναμε. Τώρα, εάν θέλεις, Αγγέλα, να με ρωτήσεις τίποτα άλλο…
Βεβαίως. Θέλω να μείνουμε λίγο στο θέμα της Αγγλοκρατίας. Πώς ήταν για σας η Αγγλοκρατία στην Κύπρο; Πώς ήταν για εσάς που ήσασταν παιδί, που ήσασταν έφηβη; Πώς το ζούσατε αυτό το πράγμα; Τι θυμάστε;
Όλα τα θυμάμαι. Και από το χωριό, που σας είπα προηγουμένως, που έβλεπα τα τανκς όλη την ώρα. Όταν άκουσα –μεγάλη πια– ότι στο Πολυτεχνείο μπήκε ένα τανκς και τρομοκρατήθηκαν όλοι με το τανκς το ένα, γέλαγα. Διότι εμείς από παιδιά Δημοτικού, Α’ Δημοτικού μέχρι που να τελειώσω το Δημοτικό, έβλεπα συνέχεια τανκς μες στο χωριό, τριγύρω. Είχαμε εξοικειωθεί πια εμείς με αυτά. Όταν ήρθαμε στην πόλη και ήμουνα τότε στη Β’ Γυμνασίου –το σχολείο μας ήταν Αρρένων και Θηλέων και χωριζόταν μ’ ένα φράχτη στη μέση. Με πλησίασαν κορίτσια – δεν ξέρω με τι τρόπο, αλλά… θα σας πω τώρα– από την ΣΤ’ Γυμνασίου –δεν υπήρχε τότε Γυμνάσιο-Λύκειο, έξι χρόνια ήταν το Γυμνάσιο– και [00:10:00]με… προσπάθησαν να δουν τις αντιλήψεις μου, να αντιληφθούν εγώ πώς σκεφτόμουνα για την ΕΟΚΑ. Η ΕΟΚΑ ήτανε μια οργάνωση που πολεμούσε τους Άγγλους. Ή υπήρχαν οι μεγάλοι, οι οποίοι όπως σας είπα ήταν αντάρτες και έκαναν επιχειρήσεις με στρατιωτικά αυτοκίνητα, εναντίον στρατιωτικών αυτοκινήτων και τανκς των Εγγλέζων. Και η μαθητιώσα νεολαία, ως επί το πλείστον, είχε άλλες… άλλα, ας πούμε, βάρη. Εμείς οι μικροί, μου εξήγησαν, όταν ας πούμε αντιλήφθηκαν ότι εγώ υποστήριζα την ΕΟΚΑ –και είχα και έναν πρώτο μου ξάδερφο που πήγαινε σε ένα άλλο Γυμνάσιο, Αρρένων, και ήταν πιο μεγάλος από εμένα, και ήταν οργανωμένος και αυτός, πολύ οργανωμένος στην ΕΟΚΑ. Τον γνώριζαν οι κοπέλες αυτές, ήτανε μια ομάδα τα σχολεία όλα μαζί. Και μου είπανε ότι: «Μας μίλησε ο ξάδερφος σου και μας είπε να σε πλησιάσουμε. Θέλεις να οργανωθείς στην ΕΟΚΑ;» Προς στιγμήν τα ’χασα, για να ’μαι ειλικρινής, γιατί λέω: «Β’ Γυμνασίου, τι να μπορέσω να κάνω;» Μου λένε: «Μικρές εις το σχολείο μας ακόμη δεν έχουμε μυήσει στην ΕΟΚΑ, είσαι η πρώτη. Και θέλουμε από εσένα να οργανώσεις την Α’ και Β’ τάξη του Γυμνασίου στο Λανίτειο Γυμνάσιο». «Εντάξει», είπα εγώ. Και έτσι κι έγινε. Γίναμε μέλη. Η δική μας… οι δικές μας ευθύνες ήταν να πηγαίνουμε σε ένα μέρος που μας έχουν πει, σε ένα υπόγειο, και εκεί είχαμε γραφομηχανές και να τυπώνουμε προκηρύξεις –φυλλάδια τα λέγαμε στην Κύπρο εμείς– και να τα πετάμε, εμείς οι μικρές, σε όλη την Λεμεσό, σε πόστα, σε πόστα. Εγώ οργάνωνα την Λεμεσό και την Α’ με Β’ και Γ’ Γυμνασίου. Απ’ εκεί και πέρα ήταν οι μεγάλες οι μαθήτριες. Κι εκείνοι, όπως σας είπα, είχαν άλλες ευθύνες. Λοιπόν, περίμενα να νυχτώσει, να κοιμηθούν όλοι στο σπίτι –δεν γνώριζε κανένας ότι εγώ ήμουν μυημένη στην ΕΟΚΑ– και με μία γειτόνισσά μου φίλη αφήναμε όλους να κοιμηθούν, και αφού κοιμόνταν, φεύγαμε –μετά τις έντεκα το βράδυ, χειμώνα-καλοκαίρι. Έξω κατ’ οίκον περιορισμός. Σας είπα ότι όλη την Κύπρο μετά τις εφτά μας έβαζαν curfew. Υπήρχε κίνδυνος, φεύγαμε με τα ποδήλατα από το σπίτι μας να πάμε στο κέντρο, σε ένα μέρος που ήταν εκεί το υπόγειο για να τυπώσουμε, μέχρι τις δύο-τρεις το πρωί τυπώναμε φυλλάδια. Ήταν όλες οι μικρές μαθήτριες μαζεμένες, καμιά τριανταριά, εκεί από κάτω. Να πηγαίνουμε με τα ποδήλατα, να μας δουν οι Άγγλοι, να μας πουν, να μας σκοτώσουν –γιατί απαγορευόταν η κυκλοφορία– κι εμείς ούτε αντιλαμβανόμαστε ότι υπήρχε τέτοιος φόβος, ούτε αντιλαμβανόμαστε. Λοιπόν οι Τούρκοι… συγγνώμη, οι Εγγλέζοι εν τω μεταξύ, με την ιδιότητά τους, του διαίρει και βασίλευε, είχαν πάρει με το μέρος τους τους ακραίους Τουρκοκύπριους –οι οποίοι, μπορώ να πω, δεν ήταν όλοι οι Τουρκοκύπριοι, όχι. Μπορώ να πω ότι ήτανε φανατισμένοι, πολύ φανατισμένοι, εναντίον των Ελλήνων, γιατί πίστευαν ότι εμείς θέλαμε, μέσω της ΕΟΚΑ, να απελευθερωθούμε από τους Άγγλους και να την ενώσουμε με την Ελλάδα, κι εκείνοι ήθελαν να ενώσουν όλη την Κύπρο με την Τουρκία και πήγαιναν, πήγαν με τους Άγγλους και πολεμούσαν εμάς, και κυνηγούσαν εμάς. Λοιπόν, μία μέρα, μεσημέρι, με τη φίλη μου αυτή, πετούσαμε προκηρύξεις. Ήρθαμε στο σπίτι, αφήσαμε τις βαλίτσες και πάμε να φύγουμε. Η μαμά μου είχε ήδη αντιληφθεί με το ένστικτο της ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Γιατί φεύγαμε; Και εν τω μεταξύ εγώ, επειδή δεν μπορούσα να πω στους γονείς μου κάτι τέτοιο, ο πατέρας μου νόμιζε άλλα πράγματα. Κάπου πήγαινα που δεν του άρεσε. Μήπως, ας πούμε, είχα κάποια σχέση και τα λοιπά. Και δώσ’ του ξύλο. Ερχόμουνα: «Πού ήσουνα;» Τίποτα εγώ, και τις έτρωγα. Δεν με έφτανε το δικό μου το βάσανο, που κρυβόμουν από τους Εγγλέζους και τους Τούρκους –που τους λέγαμε επικουρικούς, τους είχαν αστυνομικούς και κυνηγούσαν αυτοί εμάς– και τους επικουρικούς, είχα και τον πατέρα μου που με έδερνε κάθε μέρα. Μόλις επέστρεφα, έτρωγα και ξύλο. Λοιπόν, μόλις φτάνουμε σε ένα δρόμο για να πετάξουμε προκηρύξεις, λέω στη φίλη μου –είπα και στα άλλα τα κορίτσια στην ομάδα μας– είχε, ο δρόμος αυτός λεγόταν Πεντάδρομος, είχε πέντε δρόμους. Και κάθε μια από μας θα πήγαινε να πετάξει τις προκηρύξεις σε έναν από τους δρόμους αυτούς –είπα ας πούμε εγώ, η μία μία. Πετάξαμε την πρώτη στήλη. Είχαμε κι άλλες στον κόρφο μας, μες στην τσάντα μας, κρατούσαμε τέσσερις-πέντε στοίβες, ας πούμε, από προκηρύξεις. Βλέπουμε και από τους πέντε δρόμους, πέντε αυτοκίνητα με τα όπλα εναντίον μας και μας φωνάζουν: «Αλτ! Σταθείτε εκεί γιατί πυροβολούμε!» Ήτανε αστυνομικοί των Εγγλέζων, επικουρικοί. Κατεβήκανε… Κατάφεραν και έφυγαν οι τρεις φίλες μου από την ομάδα –ευτυχώς τα κατάφεραν– και έπιασαν τη φίλη μου κι εμένα. «Μην μιλάτε καθόλου, βάλτε τα χέρια πίσω και ό,τι κρατάτε δώστε το». Τα δώσαμε και βάλαμε και τα χέρια και μας έβαλαν μέσα στο αυτοκίνητο. Μας πήγαν στην αστυνομία… Όλα τα Αστυνομικά τμήματα ανήκαν στους Άγγλους, δικά τους ήταν. Και όλες οι Δημόσιες υπηρεσίες στους Άγγλους. Δεν είχε καμία σημασία τι μόρφωση είχες εσύ ή όχι. Έρχονταν με διδακτορικά Ελληνοκύπριοι, τους έβαζαν σε Δημόσιες υπηρεσίες –όταν έκαναν αιτήσεις βέβαια– αλλά κατώτερο πόστο. Τα μεγάλα πόστα τα είχαν αυτοί, οι Άγγλοι. Λοιπόν, μας πάνε εκεί… Επί μία νύχτα μας βασάνιζαν με ξύλο, ξύλο, ξύλο… Ευτυχώς δεν μας πείραξαν διαφορετικά, γιατί είχε πάντα, όλη την ώρα που μας έδερναν, μία Αγγλίδα αστυνομικό εκεί μαζί, για να μην… καταλαβαίνεις τι εννοώ. Λοιπόν, και φοβόμουνα τη φίλη μου. Εγώ δεν φοβόμουν τίποτα. Δεν υπήρχε περίπτωση να πω λέξη. Η φίλη μου, όμως, έχει αρχίσει να λυγίζει. Τη χτύπησαν στη μύτη και έτρεχε η μύτη της συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια, και τη φοβήθηκα. Λέω: «Θα τα πει όλα τώρα». Και θα πήγαιναν να πιάσουν τις μεγάλες μαθήτριες, και απ’ τις μεγάλες δεν ξέραμε πού θα έφταναν –γιατί εκείνοι είχαν διασυνδέσεις, όπως είπαμε, και με αντάρτες. Λοιπόν, μόλις μας άφηναν για λίγο, έβγαιναν έξω και μέναμε οι δύο, όλη νύχτα. Εν τω μεταξύ, είχαν στείλει και μια ομάδα στο σπίτι μας, και στη φίλη μου και σ εμένα. Και ο πατέρας μου πήγε να τους δείρει και γύρισαν το όπλο, τα παιδιά, τα αδέρφια μου κλαίγανε, μπήκαν κάτω από τα κρεβάτια και έκαναν το σπίτι άνω κάτω για να βρούνε προκηρύξεις. Δεν αφήσαμε, δεν αφήναμε στο σπίτι τίποτα. Και πήγαν και στο σπίτι της φίλης μου. Τέλος πάντων, την άλλη μέρα, αφού μας έδωσαν ξύλο, ξύλο, όλη νύχτα, μας χτύπαγαν με κλωτσιές, με ρόπαλα, με μπουνιές, με –και μιλάμε τώρα για δώδεκα-δεκατριών χρονών παιδιά– την άλλη μέρα μας πάνε στο δικαστήριο. Μέσα στο δικαστήριο ήτανε οι γονείς μας, οι δικαστές και εισαγγελέας ο Ντενκτάς, ο γέρος ο Ντενκτάς –τον είχαν πάρει και εκείνον με το μέρος τους– κι εμείς. Εν τω μεταξύ, πρωί πρωί μας πήραν, για να προλάβουν να μη μαθευτεί. Αλλά μαθεύτηκε και ήρθαν όλα τα σχολεία, Δημοτικά, Γυμνάσια, έξω από το δικαστήριο, και να φωνάζουν: «Ελευθερώστε τις μικρές! Έξω οι Εγγλέζοι!» Γινότανε χαμός. Μετά άκουσαν και όλοι οι κάτοικοι της Λεμεσού και ήρθαν πίσω από τους μαθητές και άρον άρον αυτοί –φοβήθηκαν μην τους σπάσουν τις πόρτες και μπούνε μέσα και γίνει μακελειό. Όλη η Λεμεσός, όλη! Γινότανε… Εν τω μεταξύ, εμείς μικρά παιδιά, δεν καταλαβαίναμε τι γινόταν και μας έλεγαν οι μητέρες μας και οι δύο: «Είδατε τι κάνατε; Ξεσηκώσατε την Λεμεσό όλη! Τι τα θέλετε εσείς αυτά τα πράγματα;» Κάποια στιγμή, βλέπουμε να έρχονται τρεις δικαστές κι ο Ντενκτάς, και κάθισαν στη θέση τους. Σε πέντε-δέκα λεπτά, αφού άκουγαν τις φωνές, μας δίκασαν κιόλας. Μας έβαλαν ένα πολύ αξιοσημείωτο, μεγάλο πρόστιμο, που δεν μπορούσαμε να το πληρώσουμε. Και έπρεπε εμείς να το πληρώσουμε σε είκοσι τέσσερις ώρες, διαφορετικά θα πηγαίναμε φυλακή. Καταλαβαίνεις τώρα, να πάμε φυλακή δύο παιδιά δεκατριών χρόνων. Θα βγαίναμε ζωντανοί απ’ εκεί μέσα; Δεν υπήρχε περίπτωση. Μας έδιωξαν μετά, έφυγαν όλοι, πήγαμε στο σχολείο μας κανονικά, και έξω από το σχολείο ήταν [00:20:00]ένα αστυνομικό αυτοκίνητο με τους επικουρικούς. Και δώδεκα η ώρα το μεσημέρι έπρεπε εμείς να έχουμε πληρώσει το πρόστιμο, αλλιώς θα ήταν εκεί να μας πάρουν, να μας πάνε στη φυλακή, στην Λευκωσία. Εκεί που καθόμαστε στην τάξη, έρχεται μια μαθήτρια και μου λέει: «Αγαθοκλέους, κι εσένα και τη Μέλπω σας θέλει ο κύριος Διευθυντής». Πάμε μέσα. Δεν μας μάλωσε, παρά μόνον, όταν εγώ άνοιξα το στόμα μου, λέει: «Έμαθα τι συνέβηκε, αλλά είσαστε πολύ μικρές για να κάνετε τέτοια πράγματα. Αυτά είναι δουλειά της μαθητιώσας νεολαίας σε μεγαλύτερες τάξεις». Δεν είπαμε τίποτα. Μετά λέει: «Ακούστε, εγώ είμαι ο Διευθυντής του σχολείου, δεν αφήνω μαθήτριες της ηλικίας σας να πάνε στη φυλακή, γιατί δεν θα βγουν ζωντανές. Θα μαζέψουμε τα λεφτά –η φίλη μου μπορούσε να πληρώσει, έστω και τα μισά, εμείς είμαστε φτωχοί, με επτά παιδιά, δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε– θα τα μαζέψω από όλα τα σχολεία, καθηγητές και μαθητές, να το πληρώσουμε και να μην πάτε φυλακή». Και γυρίζω εγώ και του λέω: «Κύριε Γυμνασιάρχα, δεν επιτρέπει η ΕΟΚΑ να πληρώνουμε τον αγγλικό στρατό, διότι αυτά τα λεφτά θα τα πάρουν οι Άγγλοι και θα τα εκμεταλλευτούν». Τότε με μάλωσε πάρα πολύ και μου λέει: «Μην με εκνευρίζεις Τέρψα, γιατί θα σου δώσω κάνα χαστούκι, θα είναι όλο δικό σου». Έστειλε μεγάλες μαθήτριες. Τι να κάνουμε, δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Εμείς πήγαμε στην τάξη, κάναμε μάθημα –τι μάθημα κάναμε, τέλος πάντων– και πήγαν σε όλα τα σχολεία, μάζεψαν τα λεφτά στο παρά πέντε. Και όταν φτάσαν στο σχολείο του ξαδέρφου μου, λέει σ’ αυτούς που μάζευαν τα λεφτά, τις μαθήτριες: «Πώς την λένε –το κατάλαβε αυτός– πώς την λένε τη μαθήτρια;» «Τέρψα Αγαθοκλέους». «Παιδιά, είναι η πρώτη μου ξαδέρφη –λέει αυτός– ξηλωθείτε, ξηλωθείτε όλοι». Έδωσαν όλοι τα λεφτά και δώδεκα παρά τέταρτο είχαν πληρωθεί κι έφυγαν από το σχολείο. Αυτή ήταν μία εμπειρία. Μετά, έξω από το σπίτι μας, κάθε πρωί, μας συνόδευε στο σχολείο –πηγαίναμε με ποδήλατο, και μέναμε και λίγο μακριά– μας συνόδευαν ένα αυτοκίνητο επικουρικοί. Μας έπαιρναν στο σχολείο και περίμεναν ποτέ να σχολάσουμε, πάλι να μας συνοδεύουν. Αυτό το πράγμα γινόταν. Και μου ’λεγε, θυμάμαι, ο πατέρας μου: «Ορίστε τι μας προκάλεσες τώρα. Θα τους έχουμε μες στα πόδια μας». Αλλά έφευγαν και έρχονταν πάλι το πρωί που θα πηγαίναμε σχολείο, την ίδια ώρα. Και πιο νωρίς να πηγαίναμε, πάλι μας έβρισκαν. Και έξω από το σχολείο, την ώρα που σχολάγαμε. Εκτός εάν πια είχαμε κανένα καθηγητή που έλειπε, τα καταφέρναμε και φεύγουμε και δεν μας βρίσκαν. Εμένα εν τω μεταξύ μετά, μου έδωσαν προαγωγή, η ΕΟΚΑ. Και μ’ έβαλαν να μεταφέρω όπλα. Όχι βαριά όπλα, βέβαια –περίστροφα, χειροβομβίδες, σφαίρες, τέτοια– μες στην τσάντα μου, στο ποδήλατο. Τώρα θα με ρωτήσετε: «Δεν φοβόσουν;» Όχι. Μία Κυριακή πρωί, μου δίνουν εντολή –τις εντολές τις περνάμε από τους αρχηγούς, τις μεγάλες κοπέλες. Στις μικρές δεν εφανερώνονταν, μόνο εγώ. Στο Γυμνάσιο δηλαδή, μόνο εμένα ξέραν αυτές. Γιατί υπήρχε κίνδυνος οι άλλες να προδώσουν. Αν πρόδιδα εγώ, ήξεραν ότι ήμουνα εγώ, αλλά ποιος... ήταν μικρές, φοβόνταν, άμα τις έπιαναν –όπως η φίλη μου η Μέλπω, υπήρχε κίνδυνος εκείνη τη μέρα, αν δεν την ενεθάρρυνα εγώ μπορούσε να τα πει όλα. Και μια Κυριακή πρωί, μου δίνουνε: «Φέρ’ την τσάντα σου», μου είπαν οι κοπέλες αυτές, και μου έβαλαν μέσα αυτόν τον ελαφρύ οπλισμό που λέμε. Γέμισε η τσάντα. «Θα πας με το ποδήλατο την τάδε ώρα, στον τάδε τόπο. Θα πεις… θα σου πει ένα παιδί, μεγάλο στην ηλικία –του Λυκείου δηλαδή, μεγάλος Β’-Γ’ Γυμνασίου… ΣΤ’ μάλλον– και θα σου πει ένα σύνθημα και θα πεις και εσύ το παρασύνθημα και θα του δώσεις την τσάντα και θα φύγεις». Ήταν η θάλασσα απέναντι. Μόλις φτάνω εκεί, ήταν στην άκρη, το είδα το παιδί σε έναν δρόμο. Πήγα να του πω το παρασύνθημα… Να ακούσω το σύνθημα, να του πω το παρασύνθημα, μου λέει: «Πέτα την τσάντα και φύγε! Με παρακολουθούν!» Του την πετάω την τσάντα, φεύγω εγώ με το ποδήλατο, δεν με πρόλαβαν, έτρεξαν πάνω σε αυτόν. Κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει και περίμεναν εμένα, περίμεναν κάποιον να του φέρει κάτι, δεν ξέρω πώς. Τον είδαν που περίμενε ώρα, κοίταγε το ρολόι… Έφτασα στη θάλασσα, έκατσα και έλεγα: «Ο Θεός να γλιτώσει το παιδί», είπα. Την άλλη μέρα ακούστηκε ότι σκότωσαν έναν μαθητή. Τον βρήκαν με όπλα, πήγε να φύγει και τον σκότωσαν επιτόπου. Δηλαδή, στο παρά πέντε ήμουν και εγώ σκοτωμένη, άμα με έπιαναν. Δηλαδή αυτές τις εμπειρίες… Προηγουμένως με ρώτησες εάν θυμάμαι. Δεν φεύγει τίποτα από το μυαλό, τίποτα δεν φεύγει. Τελικά κατάφεραν οι Άγγλοι και έκαναν τις συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Εμείς ξεκινήσαμε για να κάνουμε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Δεν ξέρω ποιοι έφταιξαν. Έφταιξαν κι απ’ την Ελλάδα, έφταιξαν και οι πολιτικοί της Κύπρου. Αντί να γίνει η Ένωση… Γιατί, αν υπήρχε ένας Βενιζέλος… Ποιος μπορεί τώρα, αυτή τη στιγμή, να πειράξει την Κρήτη μόνη της; Φοβερίζουν οι Τούρκοι, μπορούν; Μόλις επιτεθούν στην Κρήτη θα γίνει πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας. Αν όμως επιτεθούν στην Κύπρο, δεν θα επέμβει η Ελλάδα. Δεν μπόρεσε να επέμβει η Ελλάδα τότε. Μα υπήρχε Χούντα, πώς θα επέμβει; Αφού η Χούντα μπήκε μες στην Κύπρο, με την ΕΟΚΑ Β. Πώς; Ποιος θα σώσει την Κύπρο; Αυτοί την έδωσαν στα χέρια των Τούρκων. Και οι Τούρκοι μπήκαν όμορφα όμορφα, με τη βοήθεια των Άγγλων. Και είπαν κιόλα ότι μπαίνουν για ειρηνικούς σκοπούς. Από τότε η Κύπρος είναι σκλαβωμένη, τώρα κοντεύει πενήντα πέντε χρόνια και, σκλαβωμένη, και ούτε ξέρουμε εάν ποτέ θα ελευθερωθεί.
Τι ήταν αυτό που σας φόβιζε περισσότερο όλα εκείνα τα χρόνια, σαν μαθήτρια, με τους Άγγλους; Πέρα από τα τανκς, που μας είπατε ότι σας συνόδευαν, τι ήταν αυτό που σας φόβιζε;
Τίποτα.
Το ότι μπορεί, ας πούμε, να μην απελευθερωθείτε πότε; Το φοβηθήκατε αυτό;-
Όχι, δεν το πιστεύαμε αυτό. Ήμαστε μικρά παιδιά. Όπως σου είπα προηγουμένως, όλη η μαθητιώσα νεολαία ήταν μέσα. Η μόνη… Αρχηγός της ΕΟΚΑ του ’55-’59 ήταν ο Γεώργιος Γρίβας-Διγενής, ο οποίος λέγεται –λέγεται τώρα, εγώ δεν… διάβασα, το άκουσα, η ιστορία το λέει– ότι ήταν Χίτης. Και για να εξιλεωθεί… Η καταγωγή του όμως… Ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού αλλά ήταν Κύπριος. Και για να εξιλεωθεί που έδινε τους αριστερούς εις στους Γερμανούς, έφυγε και πήγε στην Κύπρο να βοηθήσει την Κύπρο να ελευθερωθεί από τους Άγγλους. Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι ήταν παλικάρι και τον ακολουθήσαμε όλοι. Αλλά κάποια στιγμή έκανε άλλη γκάφα. Εδημιούργησε την ΕΟΚΑ Β’, αλλά δεν ήτανε… είχε… πέθανε –λένε πως τον έχουν δηλητηριάσει, δεν μπορώ να τα ξέρω αυτά, αυτά θα τα πει η Ιστορία κάποτε. Έπαιξε πολύ βρώμικο ρόλο η ΕΟΚΑ Β’ στην εισβολή με την Χούντα. Αυτός, όμως, την έφτιαξε την ΕΟΚΑ Β’. Γιατί την έφτιαξε την ΕΟΚΑ Β’; Για ποιο λόγο; Ορίστε την κατάντια. Εμείς δεν φοβόμαστε. Πιστεύαμε ότι με τον αγώνα μας θα ελευθερώναμε την Κύπρο, θα φεύγαν οι Άγγλοι και θα γινόταν η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Όμως, είχαν κι εκείνοι τα σχέδιά τους. Όχι μόνο δεν έφυγαν, αλλά έχουν σχεδόν το ένα τρίτο της Κύπρου –σχεδόν– έχουν μεγάλη έκταση, βάσεις. Βάσεις, στα δυτικά της Κύπρου προς την Πάφο, που δεν μπορείς να περάσεις από μέσα και παίζει τον ρόλο του ΝΑΤΟ απ’ εκεί, η Αγγλία.
Και πώς ήτανε, τι θυμάστε από την απελευθέρωση; Από την πρώτη μέρα δηλαδή, εκεί, που πλέον ανακοινώθηκε επίσημα ότι η Αγγλία φεύγει από την Κύπρο;
Εντάξει, αυτό ήταν τον Σεπτέμβριο που έγινε. Και μπορεί να στεναχωρηθήκαμε εμείς που δεν έγινε η Ένωση, αλλά οι πολιτικοί της Κύπρου πίστευαν ότι κάποια μέρα θα μπορούσε να γίνει η Ένωσις, αφού έφυγαν οι Άγγλοι. Λέμε ότι δεν έφυγαν, γιατί έχουν τις βάσεις τους εκεί –και δεν πρόκειται να φύγουν και πότε, γιατί είναι πολύ στρατηγικός ο χώρος της Κύπρου, ενώνει τρεις ηπείρους μες στην Ανατολική Μεσόγειο. Όποιος περνούσε απ’ εκεί, την κατακτούσε. Και το αίμα που χύθηκε στην Κύπρο… Η Ιστορία λέει ότι η Κύπρος είναι το μόνο μέρος στον κόσμο που έχει τους περισσότερους ήρωες και μνημεία ηρώων, διότι σε κάθε ένας που πέρναγε, όπως είπαμε, και κατακτούσε [00:30:00]την Κύπρο, έκαναν επαναστάσεις οι Κύπριοι να τον διώξουν. Και τώρα ήταν οι Πέρσες, και τώρα ήταν οι Ρωμαίοι, και τώρα ήταν οι Τούρκοι, και τώρα ήταν οι Άγγλοι. Και πόσοι δεν πέρασαν από εκεί; Μέχρι οι Σαρακηνοί. Μέχρι αυτοί που έλεγαν: «Πάμε να ελευθερώσουμε τους Αγίους Τόπους» και μπήκαν μες στην Κύπρο και την λεηλάτησαν. Το μόνο, μόνο που η Κύπρος ήταν χαρούμενος ο λαός της, ήταν όταν έπεσε η Κύπρος… ήρθε το Βυζάντιο στην Κύπρο. Τότε, επειδή οι Βυζαντινοί τους θεωρούσαν Έλληνες, αισθάνονταν κι εκείνοι ότι ήταν η πατρίδα εκεί. Και αισθανόταν όμορφα, όλοι οι Κύπριοι. Μετά, όταν πέρασε απ’ εκεί ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος ήταν κι εκείνος Έλληνας. Ο Μέγας Αλέξανδρος άφησε εκεί στρατηγούς και έχτισαν κάποιες πόλεις. Και στον Τρωϊκό Πόλεμο, φεύγοντας οι βασιλείς της Ελλάδας από τον Τρωϊκό Πόλεμο, όλοι τους άφησαν πίσω, στην Κύπρο… τους είπαν: «Καθίστε εδώ, οργανώστε αυτό το νησί και να χτίσετε πόλεις ελληνικές». Και έχτισαν την Αμμόχωστο, έχτισαν την Παλαίπαφο, το Κίτιο… έχτισαν όλες τις βασικές, ειδικά αυτοί. Από τους Έλληνες βασιλιάδες του Τρωϊκού Πολέμου, έχτισαν τη βάση, τις μεγάλες πόλεις της Κύπρου. Και έμειναν κι εκεί, παντρεύτηκαν Κύπριες –οι οποίοι, οι πρώτοι κάτοικοι της Κύπρου ήταν Αχαιοί, από την Αττική δηλαδή, μεταφέρθηκαν εκεί στην Κύπρο. Γι’ αυτό λέμε ότι είναι γνήσιοι Έλληνες οι Κύπριοι, κι ας λένε μερικοί, κι ας λένε μερικοί. Υπάρχουν και κάποιοι στην Κύπρο, δεν θέλω να πω ποιοι είναι αυτοί, οι οποίοι έχουν κολλήσει εκεί, στην Χούντα, και: «Οι Έλληνες έβαλαν την Χούντα στην Κύπρο και καταλήξαμε στους Τούρκους» και τα λοιπά. Η Χούντα… δεν είναι ο λαός της Ελλάδος που έβαλε την Χούντα μέσα. Και ο λαός της Ελλάδος υπέφερε από την Χούντα, ώσπου να ελευθερωθεί. Ο λαός πάντα ήταν με την Κύπρο, και τώρα είναι και πάντα είναι. Και βλέπω τώρα που είμαι συγγραφέας, πόσο με στηρίζουν οι Ελλαδίτες και πόσο συμπαραστέκονται στην Κύπρο. Το βλέπω, το βλέπω. Κάθε μέρα.
Μια άλλη ερώτηση, που την έχω κι εγώ προσωπική απορία. Θεωρείτε ότι υπάρχουν κατάλοιπα της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο; Και ποια είναι αυτά; Γιατί έχουν διατηρηθεί; Τι είναι αυτό που έχει μείνει από τους Άγγλους στην Κύπρο και στους Κυπρίους;
Κάθε κατακτητής, είναι λογικό να αφήνει πίσω του και καλές συνήθειες και κακές συνήθειες. Να αρχίσω πρώτα από τις καλές. Οι Κύπριοι είναι πολύ εργατικοί και δημιουργικοί. Έτσι είναι οι Άγγλοι. Δημιουργικοί και δουλεύουν σκληρά για να δημιουργήσουν. Όλοι, γενικώς, μιλάνε αγγλικά και πάρα πολύ καλά, διότι είχαν την ιδέα –την πονηρή, να πω, σε αποσιωπητικά– οι Άγγλοι, μας έβαλαν από το Δημοτικό στο σχολείο τα αγγλικά και στο Γυμνάσιο τα είχαμε κύριο μάθημα. Όπως είχαμε τα ελληνικά, γιατί τα βιβλία μας ερχότανε από το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας –ευτυχώς αυτό, για να μην αλλοιωθεί ο πληθυσμός, να παραμείνει ελληνικός. Και είχαμε πολλές ώρες αγγλικά τη βδομάδα. Θυμάμαι, επειδή εμείς που είχαμε αγωνιστεί, τρόπον τινά, για την απελευθέρωση –βέβαια ο ρόλος ο δικός μας ήταν μικρός– δεν τα θέλαμε τα αγγλικά. Και θυμάμαι ότι ο καθηγητής μου, μού έλεγε –όταν είχαμε αγγλικά έκλεινα τα αυτιά μου, έτσι– και μου έλεγε ο καθηγητής μου: «Τερψιχόρη, θα σου χρειαστούν τα αγγλικά. Μην κάνεις… μην λες αστεία». Και του ’λεγα εγώ: «Δεν τα θέλω. Αυτοί είναι οι κατακτητές μας. Δεν τα θέλω τα αγγλικά». Και όταν κάποτε έμαθε ότι εγώ έγινα καθηγήτρια αγγλικών, παραλίγο να λιποθυμήσει ο άνθρωπος. Του είπαν… «Πού είναι η Τέρψα;», ρώτησε μια θεία μου. «Α, να σου πω –του λέει– είναι στην Ελλάδα, πήγε στον Καναδά, στην Αγγλία, σπούδασε και είναι καθηγήτρια αγγλικών». Έκατσε, λέει, απότομα στην καρέκλα και έμεινε ο άνθρωπος. «Δεν το πιστεύω με τίποτα», λέει. Λοιπόν, μερικά από αυτά τα καλά, μιλάμε τα αγγλικά όλοι, και τώρα ακόμα. Και προτίμησαν αρκετοί, μετά την εισβολή –ειδικά οι πρόσφυγες– να φύγουν στην Αγγλία, και εκεί τους βοήθησαν οι Άγγλοι. Έχει κάπου διακόσιες χιλιάδες Άγγλους… συγγνώμη, πρόσφυγες. Και από την άλλη, τον ελληνικό τομέα, Κύπριους, στην Αγγλία και διαπρέπουν. Ακόμα και βουλευτές, και υπουργοί έχουν γίνει. Διαπρέπουν στην Αγγλία. Τους βοήθησε πολύ, βέβαια, και το ότι μιλούσαν τα αγγλικά άπταιστα, πάρα πολύ. Λοιπόν, μερικά σας είπα από τα καλά, αλλά υπάρχουν και μερικά κακά που άφησαν πίσω. Είναι, παράδειγμα, αυτή η ομάδα που λέτε, που δεν θέλουν την Ελλάδα. «Εμείς είμαστε Κύπριοι», λένε. Δεν λένε: «Είμαστε Ελληνοκύπριοι». Γιατί, κακά τα ψέματα, υπάρχουν Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι. Προηγουμένως εξέθεσα την ιστορία. Σας είπα ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Κύπρου ήταν Αχαιοί και ότι οι πόλεις της Κύπρου, οι πρώτες που χτίστηκαν και ήταν, ας πούμε, η βάση του νησιού, τις έκτισαν Έλληνες βασιλείς. Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μέγας Κωνσταντίνος… Μάλιστα, υπάρχει ένα μέρος –θα αναφέρω αυτό το πράγμα– ότι η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Αγία Ελένη, είχε πάει στους Αγίους Τόπους και πήρε ένα κομμάτι Τίμιο Ξύλο και το έφερε στην Κύπρο και το… άφησε τρία κομμάτια σε τρία μέρη της Κύπρου. Και ένα από αυτά είναι κοντά στο χωριό μου, Όμοδος λέγεται, η εκκλησία είναι του Σταυρού, και έχει πάρα πολλούς τουρίστες, από όλα τα μέρη, και Άγγλους και από όλη την Κύπρο, που πηγαίνουν του Σταύρου εκεί και εκκλησιάζονται και βλέπουν και τον Σταυρό… το Τίμιο Ξύλο. Στο Σταυροβούνι και σ’ ένα ακόμα μέρος που δεν το θυμάμαι. Και όταν πήγαινε… πήγαινε συχνά, την έστειλε ο Μέγας Κωνσταντίνος στην Κύπρο γιατί της είχε αδυναμία της Κύπρου. Και έστειλε τη μητέρα του εκεί, και μια φορά, λέει, όταν έφτασε στην Κύπρο, διεπίστωσε η Αγία Ελένη ότι είχε πάρα πολλά φίδια. Δηλητηριώδη φίδια, μεγάλα φίδια είχε η Κύπρος –και ακόμη έχει βέβαια, έχει πολύ ζεστό κλίμα. Και έφερε ένα καράβι γάτες από την Κωνσταντινούπολη και τις άφησε σε έναν κόλπο που τον ονομάσαμε από τότε –τις άφησε για να φάνε τα φίδια– Κάβο Γάτα λέγεται ο κόλπος αυτός, είναι κοντά στην Αμμόχωστο. Λοιπόν, ένα από αυτά, που δεν θέλουν την Ελλάδα και λένε: «Είμαστε Κύπριοι και όχι Έλληνες». Ένα άλλο είναι ότι… η κουζίνα τους. Θυμάμαι ότι, και στην εποχή τη δική μας, εμείς τα παιδιά, αυτά που μαγειρεύαν οι γονείς μας δεν μας άρεσαν. Ήταν αυτή η τυπική αγγλική κουζίνα. Να πω ένα παράδειγμα… Και ακόμα και σήμερα το έχουν οι Άγγλοι. Όταν ήμουν στην Αγγλία, το πρωί, εκεί που έκανα την άσκησή μου σε ένα νοσοκομείο, το τραπέζι ήταν γεμάτο από οτιδήποτε φαγητό. Εντάξει, πρωινά, με το γάλα, με κορν φλέικς και διάφορα. Αλλά μέχρι τηγανητά αυγά, τηγανητό με… μπέικον… Είχε φασόλια γιαχνί, ζεστά, πρωί πρωί να φας. Ακόμα οι Κύπριοι τρώνε τέτοιο πλούσιο πρωινό, τρώνε καλά το μεσημέρι και το βράδυ τρώνε ελαφρά. Κρατάνε αυτό το αγγλικό σύστημα. Η κουζίνα, βέβαια, έχει αλλάξει σιγά σιγά. Επηρεάστηκε κι απ’ την τουρκική –γιατί υπήρχαν και μεικτά χωριά, που μέναν Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι– και σιγά σιγά, τώρα είναι μία απ’ τις καλύτερες η κουζίνα. Μοιάζει πολύ στην τουρκική κουζίνα. Και τώρα, οπότε πηγαίνουν Ελλαδίτες κάτω, μου λένε: «Πα πα πα! Τι βαριά κουζίνα που είναι αυτή!» Η κυπριακή. Είναι μερικά από τα καλά και μερικά από τα κακά που άφησαν οι Άγγλοι. Και ένα τελευταίο, κακό για μένα –γιατί πάντοτε οι Εγγλέζοι το κακό μας κοίταγαν, όλων των Ελλήνων– πήγαν και [00:40:00]αγόρασαν, όταν λέμε βίλες, εννοούμε βίλες! Στα ωραιότερα σπίτια της Κύπρου, ήταν στην Κερύνεια. Τα πήρανε οι Τούρκοι, οι Τουρκοκύπριοι και οι έποικοι, και πήγαν και τα πούλησαν, και πήγαν οι Εγγλέζοι και τα αγόρασαν. Οι Εβραίοι, οι Εγγλέζοι και οι Αμερικάνοι. Τώρα, και να λυθεί το Κυπριακό –μακάρι!– δεν έχει πού να πάει ο Έλληνας απ’ εκεί. Τα αγόρασαν οι Εγγλέζοι. Παράνομα μεν –διότι δεν είναι δικά τους, στους Τούρκους. Τα πιστοποιητικά τα έχουνε οι Ελληνοκύπριοι. Τα αγόρασαν μεν, αλλά δεν τα δίνουν πίσω. Δεν πρόκειται να τα δώσουν. Αυτά. Δηλαδή φάνηκαν καλά. Και ένα τελευταίο, που θα πω για τους Εγγλέζους, είναι ότι –ευτυχώς, οι Κύπριοι τώρα έχουν καταλάβει τον ρόλο που έπαιξαν– έχουν πει πάρα πολλοί που πολεμούσαν το ’74 στην Κύπρο, ότι έβλεπαν αλεξιπτωτιστές να κατεβαίνουν στην Λευκωσία, ολόξανθοι άντρες. Ήταν Τούρκοι; Και είδανε και αεροπλάνα που έγραφαν πάνω ΝΑΤΟ. Οι Εγγλέζοι τα πήραν. Λοιπόν, καταλαβαίνετε τώρα –για αυτά που με ρώτησες προηγουμένως– τι απέμεινε στην Κύπρο από τους Εγγλέζους. Τα πιο πολλά είναι αρνητικά στοιχεία που απέμειναν.
Λοιπόν, ας πάμε σε ένα άλλο κομμάτι τώρα. Ας φύγουμε από την Αγγλοκρατία στην Κύπρο. Μου είπατε πριν ότι φύγατε στην Αγγλία για σπουδές. Πώς πήρατε την απόφαση να πάτε να σπουδάσετε σε αυτή τη χώρα, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που κάποτε παλέψατε;
Εντάξει αυτό, έτερον εκάτερον. Εκεί υπάρχουν καλύτερα νοσοκομεία. Αλλά ας τα πάρουμε λίγο απ’ την αρχή. Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο, ήθελα… Μου άρεσε πάρα πολύ η Ιστορία εμένα, αλλά μου άρεσε και η Νομική. Αλλά κορίτσια δεν πήγαιναν εύκολα, την τότε εποχή, να πάνε να σπουδάσουν δικηγόροι. Πήγαιναν άντρες. Αρκεί να σας πω ότι, όταν εγώ πήγα να δώσω εξετάσεις στην Λεμεσό, από το Δημοτικό –γιατί δίναμε εξετάσεις τότε να μπούμε στο Γυμνάσιο– μόνο η μητέρα μου το ήξερε και ο δάσκαλος. Ο όποιος πήγε και της είπε ότι: «Πρέπει η Τέρψα να πάει στο Γυμνάσιο». Η μητέρα μου λέει: «Δεν μπορώ, δάσκαλε, να τη στείλω στο Γυμνάσιο. Πού θα μένει; Κι εμείς πώς θα κατέβουμε στην πόλη; Είμαστε φτωχοί άνθρωποι. Έχω έξι παιδιά ακόμα. Ο πατέρας της δεν πρόκειται να την αφήσει να πάει». «Να μην του το πεις». Και συνεννοήθηκα –γιατί η μητέρα μου ήταν πολύ καλόβουλος άνθρωπος– να μην το πουν του πατέρα μου. Και το μαθαίνει… Ήμουν το μόνο κορίτσι από την τάξη μου, και όλα τα άλλα ήταν αγόρια, που πήγαιναν να σπουδάσουν στο Γυμνάσιο. Όχι στο εξωτερικό, στο Γυμνάσιο. Το έμαθε την παραμονή, από τον πατέρα κάποιου αγοριού: «Πώς και αφήνεις την κοπέλα σου –στο καφενείο– να πάει να σπουδάσει στο Γυμνάσιο;» Και ήρθε στο σπίτι και έγινε χαμός. Και όταν εγώ του εναντιώθηκα, μου πέταξε ένα καλάθι και με χτύπησε εδώ, στο χέρι, στο δεξί. Και φούσκωσε το χέρι εδώ –δεν έσπασε βέβαια– και πήγα να γράψω εξετάσεις εγώ, με το δεξί μου χέρι, και να πονάει. Και έγραφα εξετάσεις. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα και πέρασα από τους… στους δέκα πρώτους από όλη την περιφέρεια Λεμεσού, ήρθε ο δάσκαλος και του έφερε την εφημερίδα, όταν βγήκε. Και του λέει: «Ορίστε, που δεν ήθελες να πάει η κοπέλα σου. Κοίτα να δεις. Κοίτα να δεις, μες στους δέκα πρώτους σε όλη την περιφέρεια Λεμεσού είναι». Επαρχία Λεμεσού –χωριά, πόλεις και τα λοιπά. Μετά χάρηκε και με άφησε. Και μου λέει: «Θα σε στείλω να πας να κάτσεις λίγο καιρό στην αδερφή μου και σιγά σιγά θα κατέβουμε και εμείς στην Λεμεσό». Κι έτσι κι έγιναν όλα αυτά που σας είπα πριν. Υπέφεραν οι γονείς μου στην Λεμεσό, εντάξει. Τελειώνω τώρα το Γυμνάσιο και μια καθηγήτριά μου, ρώτησε όλους –της Ιστορίας–: «Τι θα σπουδάσετε;» Κι εγώ, μου λέει εμένα πριν φτάσει: «Σε συμβουλεύω να πας ιστορικός». « Εγώ θέλω να γίνω δικηγόρος». «Σου αρέσει η Νομική;» «Μου αρέσει». «Να πας». Αλλά αυτή δεν ήξερε ότι η μάνα μου δεν μπορεί, εμένα, να με στείλει, γιατί δεν είχε την οικονομική ευχέρεια. Πού να με στείλει; Και μου λέει μία φίλη μου… Πήγα στη μητέρα μου, το είπα. Μου λέει: «Παιδί μου, να πας. Αλλά εγώ δεν μπορώ να σε στηρίξω οικονομικά. Όλοι, και οι άλλοι έξι, πάνε Γυμνάσιο. Μεθαύριο θα έρθουν και θα μου πούνε “Θέλω να πάω στο πανεπιστήμιο”. Τι να τους πω;» «Έχεις πρόβλημα να πάω δικηγόρος;» «Όχι, κανένα πρόβλημα δεν έχω. Ό,τι θέλεις σπούδασε, είσαι δεκαοχτώ χρονών. Αλλά δεν μπορώ να σε σπουδάσω». Μία φίλη μου τώρα, από το Γυμνάσιο, εσπούδαζε προϊσταμένη στη Σχολή του Ερυθρού Σταυρού. Και μου λέει –η μητέρα της ήταν μαία και την έστειλε εκεί γιατί θα μπορούσε να μπει στο νοσοκομείο, να γίνει προϊσταμένη, και είχε καλή… καλό μισθό η προϊσταμένη. Λοιπόν, μου λέει: «Άκου να δεις, σου δίνω μία λύση, σκέψου τη. Έλα στον Ερυθρό Σταυρό. Θα μένεις μέσα, θα τρως, θα πηγαίνεις στο νοσοκομείο να δουλεύεις και θα ζητάς και άδεια να πηγαίνεις στη Νομική». Οι Κύπριοι τότε μπαίναν χωρίς εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, οπουδήποτε ήθελες. «Μα δεν θέλω να γίνω εγώ νοσοκόμα». «Μα καταλαβαίνεις τι σου λέω; –μου λέει– Θα έχεις και το πανεπιστήμιο έτσι». Τι να κάνω, τι να κάνω, αφού δεν είχα άλλη λύση, έτσι κι έκανα. Πήγα, πέρασα, γράφτηκα στο πανεπιστήμιο και πήγα στη διευθύντρια και της λέω: «Το και το και το». Χάρηκε πάρα πολύ αυτή, ότι είμαι και φοιτήτρια: «Μπράβο Τέρψα –μου ’πε –, όποτε θέλεις και έχεις μαθήματα που πρέπει να παρακολουθείς, θα μου ζητάς άδεια και θα βγαίνεις». Διότι στη σχολή βγαίναμε δύο φορές την εβδομάδα, μέχρι τις εννιά το βράδυ. Έτσι κι έγινε. Αλλά η ζωή μου ήταν πολύ δύσκολη εκεί μέσα. Ήθελα… άνθρωποι οι οποίοι με στήριζαν και με άφηναν να πηγαίνω και στο πανεπιστήμιο, να βγαίνω όποτε ήθελα, να πηγαίνω –ενώ οι άλλοι ήταν εσώκλειστοι– με στήριξαν. Έπρεπε να ήμουν καλή και στη σχολή. Πήγαινα στο νοσοκομείο, διάβαζα για το πανεπιστήμιο, διάβαζα για τη σχολή. Το βράδυ, αντί να κοιμάμαι –γιατί μέναμε δυο-τρεις μέσα σε ένα δωμάτιο, φοιτήτριες… ήμαστε τριάντα έξι φοιτήτριες στο τμήμα μου– καθόμουνα στη σκάλα να διαβάσω, για να μην έχω φως. Είχα το φως της σκάλας ή κάτω από κανένα δέντρο το καλοκαίρι. Έπαιρνα και μια κουβέρτα και σκεπαζόμουν και διάβαζα για το πανεπιστήμιο. Πώς να κάνω αλλιώς; Αυτή που ήτανε η προϊστάμενη, που ήταν υπεύθυνη –γιατί καθόταν μία στη σχολή όλο το βράδυ για να μας προσέχει όλες– ήξερε πως διάβαζα, ερχόταν, μου έφερνε σάντουιτς το βράδυ, και μου έλεγε: «Η ώρα είναι δύο. Πήγαινε να κοιμηθείς, να σηκωθείς το πρωί, να πας στο νοσοκομείο, και διαβάζεις και αύριο το βράδυ πάλι». Στο πανεπιστήμιο διάβαζα μόνο βράδυ. Και από τις τριάντα έξι μαθήτριες, βγήκα δεύτερη στον Ερυθρό Σταυρό. Και τα μαθήματά μου τα πέρναγα όλα, δεν άφηναν τίποτα. Λοιπόν, τελειώνω τον Ερυθρό Σταυρό –εμείς οι Κύπριοι κάναμε τρία χρόνια. Και ο απώτερος μου σκοπός δεν ήταν να γίνω δικηγόρος –μα δεν είχα την οικονομική ευχέρεια να ανοίξω γραφείο στην Κύπρο. Μου άρεσε, απλώς μου άρεσε, το έκανα έτσι, για χόμπι. Και αφού μπορούσα να μπω και χωρίς εξετάσεις, δεν υπήρχε πρόβλημα. Πρέπει, όμως, για να διοριστείς –ακόμα και σήμερα, αλλά τότε ακόμα περισσότερο– να διοριστείς σε νοσοκομείο της Κύπρου, έπρεπε να έχεις δύο πτυχία, και της προϊσταμένης και της μαίας. Και καλύτερα ήταν να πηγαίνεις στην Αγγλία, γιατί τα νοσοκομεία ήταν καλύτερα. Συνεννοηθήκαμε… Οι Ελλαδίτισσες οι φοιτήτριες έκαναν τρία χρόνια στη σχολή και ένα χρόνο πρακτική μέσα στο νοσοκομείο, για να βγούνε να δουλέψουν μετά. Εμείς, αυτόν τον χρόνο μας τον χάριζαν, γιατί πηγαίναμε για να γίνουμε μαίες. Ή πηγαίναμε κάποιες στην Ελλάδα και γινόμαστε, σε άλλη Σχολή μαιών, ή στην Αγγλία, κυρίως. Λοιπόν, και φύγαμε μετά από τα τρία χρόνια, πήραμε το πτυχίο της προϊσταμένης και τέσσερις Κύπριες φύγαμε για την Αγγλία. Πήγαμε στην Αγγλία, μπήκαμε σ’ ένα νοσοκομείο στο Λονδίνο, μας είπανε: «Θα δουλέψετε έξι μήνες και στους έξι μήνες θα σας βάλουμε στη σχολή να γίνεται μαίες». Έναν χρόνο κάνεις, όταν τελειώσεις Σχολή Προϊσταμένης, κάνεις και έναν χρόνο μαιών –και στην Ελλάδα το ίδιο. Περνάνε οι έξι μήνες, εμείς δουλεύαμε, ήμαστε εργατικές. Βγήκαμε απ’ εκείνη τη σχολή και δουλέψαμε πολύ. Τους άρεσε τους Άγγλους. «Στο άλλο εξάμηνο», λέει. «Α, όχι –λέω εγώ–, εγώ θα πάω στην Ελλάδα». Κάνω τα χαρτιά μου στην Σχολή Αλέξανδρας στην Αθήνα, με πήρανε. Λέω: «Θα πάω εκεί να δίνω και τα μαθήματά μου για την Νομική». Με πήρανε, τελειώνω σε ένα χρόνο. Πήγαινα και στην Νομική και προχώρησα, και λέω τώρα… Έκανα αιτήσεις στην Κύπρο, βρήκα σε νοσοκομεία να πάω προϊσταμένη και έκατσα στην Κύπρο ένα χρόνο… συγγνώμη, στην Αγγλία, ένα χρόνο, και ένα χρόνο έκανα στη Σχολή Μαιών, εκεί, δύο. Βρήκα δουλειά, μου είχε μείνει μόνο η Νομική. Αφού δεν τη χρειαζόμουνα για τη [00:50:00]δουλειά, βρήκα στο νοσοκομείο, στην Κύπρο και ετοιμάστηκα να φύγω. Και γνώρισα τον άντρα μου. Ενώ δεν είχα κανένα σκοπό να μείνω εδώ –έβρισκα και δουλειά και όλα και επειδή είχα έρθει και από την Αγγλία, είχα και τα δύο τα πτυχία, με περνάνε σε όλα τα νοσοκομεία στην Αθήνα, δεν είχα πρόβλημα– δεν θέλησα να μείνω. Πήρα τον άντρα μου, μείναμε εδώ, κατοικήσαμε στην Αθήνα. Και εγώ είχα αδέρφια στον Καναδά και ήθελε ο άντρας μου να κάνει μεταπτυχιακό από τη… –Νομική είχε τελειώσει– να κάνει μεταπτυχιακό στα Οικονομικά. Και πήγαμε στον Καναδά. Εκάτσαμε εκεί από το ’72 έως το ’76, με την Μεταπολίτευση. Πήγαμε στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Εγώ δούλευα σε μία τράπεζα επειδή ήξερα τα αγγλικά, έδωσα εξετάσεις και δούλευα εκεί. Παρακολουθούσα και κάποια μαθήματα, έτσι, στο πανεπιστήμιο, όχι για πτυχίο. Και βοηθούσα πιο πολύ οικονομικά τον άντρα μου που έκανε και… βρήκε δυσκολίες. Γιατί από την Νομική πήγε σε… πιο πάνω. Και Πρύτανη εκεί είχαμε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Βοήθησε, όλους τους είχε βοηθήσει. Ναι…
Και μετά ήρθαμε στην Ελλάδα. Ο Κώστας, όταν ήταν φοιτητής στην Νομική, ήταν συνδικαλιστής με την ΕΡΕΝ. Η ΕΡΕΝ ήταν η νεολαία του Καραμανλή, του γέρου, της ΕΡΕ, ΕΡΕ Νεολαία. Και ήταν Γενικός Γραμματέας στην ΕΡΕΝ. Κάθε πρωί πήγαινε και σημείωνε τις εφημερίδες, τα πιο σπουδαία, και του έπαιρνε του Καραμανλή του γέρου τις εφημερίδες και του έλεγε: «Αυτά κύριε πρωθυπουργέ, κύριε Καραμανλή, σας σημείωσα, αν θέλετε διαβάστε». Δεκαοχτώ ετών προσφώνησε τον Κανελλόπουλο στην Άρτα, φοιτητής στο πρώτο έτος. Λοιπόν, όταν πήγε εκεί και –ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε τις πληροφορίες του για τον καθένα, ήξερε ότι ήταν δεξιός και ότι ήταν και συνδικαλιστής της ΕΡΕ. Παρόλα αυτά όμως, τον βοήθησε. Μπήκε στο πανεπιστήμιο χωρίς να του ζητήσει αγγλικά. Ενώ ζητούσε σε όλους, του Κώστα δεν του ζήτησε. Δεν ξέρω γιατί. Όταν γνωριστήκανε… δεν ξέρω για ποιο λόγο… Ήτανε η μητέρα του από τα Γιάννενα; Τα βρήκανε; Δεν ξέρω πώς, και συγκινήθηκε τόσο πολύ ο Κώστας. Μπήκε στο πανεπιστήμιο, τον βοήθησε μετά με κάποια μαθήματα που δεν είχε κάνει στην Ελλάδα, Στατιστικές, Μαθηματικά. Και άλλαξε ο Κώστας πολιτικά και πήγε με το ΠΑΣΟΚ. Το μαθαίνουν αυτοί εδώ. Ήτανε η σημερινή Νέα Δημοκρατία τότε που επιστρέψαμε, και –δεν ήρθε ο Καραμανλής από το Παρίσι και ανέλαβε, μετά την… που έφυγε η Χούντα και τα λοιπά, με το Πολυτεχνείο; Λοιπόν, το μαθαίνουνε, ήρθαμε εδώ, υποβάλλει τα χαρτιά του στα υπουργεία, στις τράπεζες, να διοριστεί υπάλληλος. Δεν ζήτησε τίποτα άλλο. Το πτυχίο του όμως, από κάτω, έγραφε «Αdvisor: Ανδρέας Παπανδρέου». «Είσαι του ΠΑΣΟΚ». Δεν ήταν στο ΠΑΣΟΚ κατ’ ουσίαν. Εκτιμούσε πάρα πολύ τον Ανδρέα Παπανδρέου που τον βοήθησε, ενώ ήξερε ότι ήτανε… Υπέβαλε τα χαρτιά του παντού. Έβρισκε συνέχεια, παντού, εμπόδια από την Νέα Δημοκρατία, και στο τέλος αναγκάστηκε… Εγώ είχα βρει δουλειά. Μου είχαν προτείνει να πάω στη Σχολή του Ερυθρού Σταυρού, επειδή είχα και τα δύο πτυχία, και την Αγγλία ένα χρόνο –γιατί εκεί που δούλευα, ώσπου να μπούμε στη σχολή και δεν μας… οι άλλες μπήκανε, αλλά μπήκανε μετά από δύο χρόνια, εγώ είχα τελειώσει όταν αυτές μπαίναν– είχα πάρει και μία εκπαίδευση σε Καρδιολογικό τμήμα, εκεί ήμουνα αυτό τον χρόνο. Και μου είχαν πει να πάω στη Σχολή, να διδάσκω τις διετούς φοιτήσεως νοσοκόμες. Γιατί η σχολή μας εμπήκε στα ΤΕΙ μετά. Λοιπόν, κι εκεί που ετοιμαζόμουν να πάω στη σχολή να διδάσκω τις μαθήτριες, ο άντρας μου δεν μπόρεσε πουθενά να μπει και μου λέει: «Δεν θα πας, διότι εγώ θα σου θέσω αυτό το θέμα και σκέψου το. Σκέψου το, νομίζω ότι είναι η καλύτερη λύση». Το σκέφτηκα κι εγώ, ήρθαμε στην Άρτα, ανοίξαμε δύο φροντιστήρια. Είμαστε το έκτο φροντιστήριο στον νομό Άρτας, ένα στο Κομπότι –πού είναι το μέρος του άντρα μου και, όπως είπες και στην αρχή, Αγγέλα, είναι κι εδώ… εδώ μένουμε τώρα, είμαστε συνταξιούχοι– και ένα στην Άρτα. Είμαστε πάρα πάρα πολύ ευχαριστημένοι. Είχαμε πάρα πολλά παιδιά, δεν ξέραμε… Φέρναμε καθηγητές από την Αγγλία, δέκα καθηγητές, οι οποίοι έκαναν και στο Κομπότι και στην Άρτα. Εγώ, ως επί το πλείστον, έκανα στο Κομπότι. Είχαμε όλα τα χωριά τριγύρω, έρχονταν στην Άρτα από όλα τα χωριά. Βγάλαμε και όνομα ότι ήρθαμε από το εξωτερικό. Δουλέψαμε σκληρά και, δόξα τω Θεώ, περάσαμε πάρα πολύ καλά. Δηλαδή κάναμε μεγάλη περιουσία από τη δουλειά μας. Δουλέψαμε, όμως, σκληρά. Ώσπου φτάσαμε στη σύνταξη και τώρα μένουμε στο Κομπότι.
Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια σας στο Κομπότι, σ’ ένα χωριό που είναι μικρό για την Ελλάδα και δεν είχατε ξανάρθει ποτέ;
Να σου πω. Όταν ήρθαμε εδώ, εγώ ήμουνα έγκυος –μετά από δέκα χρόνια– στην κόρη μου. Έκανα δέκα χρόνια να την κάνω. Κι έμεινα έγκυος στην Αθήνα, όταν μάζευα τα πράγματα για να φύγουμε. Αποφασίσαμε να φύγουμε, αλλά είχαμε κατά νου να κατοικήσουμε στην Άρτα, που ήταν και μεγάλη πόλις, και να πηγαινοέρχομαι εγώ να κάνω μάθημα εδώ πέρα. Λοιπόν, ήρθα έγκυος. Όμως, προτού έρθουμε μόνιμα, ήρθα εδώ, έκατσα ένα μήνα στο Κομπότι, με την πεθερά μου, και πήγαινα στην Άρτα και έψαχνα κάθε μέρα για σπίτι. Δεν υπήρχαν ευκαιρίες. Αλλά τελικά βρήκα –και δεν ήξερα ότι ήμουν και έγκυος βέβαια. Βρήκα, και όταν πήγα στην Αθήνα και διαπίστωσα ότι ήμουν έγκυος, μετακομίσαμε, ήρθαμε εδώ και όταν… Ο Κώστας μόνος του άνοιξε τα δύο φροντιστήρια, εγώ ήμουν στο κρεβάτι –προληπτικά βέβαια– και σηκωνόμουν λίγο μόνο. Δεν μπορούσα να τον βοηθήσω σε τίποτα. Βρήκε δασκάλες, έκανε τα μαθήματα, δούλευε από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα –δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε να κάνω το παιδί, τόσο κόπο να το κάνω. Και μπορώ να πω, όταν δηλαδή βγήκα εγώ, μόλις γέννησα, βγήκα έξω, δεν αντιμετώπισα στην Άρτα προβλήματα. Αλλά μέσα στο σόι, να πω, του άντρα μου, αντιμετώπισα κάποια πράγματα, τα οποία είχαν πιο πολύ σχέση με την κουλτούρα του τόπου, πιστεύω. Δηλαδή, παράδειγμα, οι δικοί του Κώστα ήθελαν να παντρευτεί μία κοπέλα από τον τόπο τους. Δεν το ξέρω, ίσως αυτό είναι λίγο… δείχνει μία πουριτανική κοινωνία, έτσι δεν είναι; Αυτό βέβαια, εγώ, με τρόπο, μου το μετέδιδαν. Στεναχωριόμουνα, δεν ελάμβαναν υπόψη ότι αυτή η κοπέλα ήρθε από έναν τόπο που, τέλος πάντων, μου είπαν απ’ εκεί: «Είναι παράδεισος η Κύπρος, αλλά πας κι εκεί πέρα, που είναι κι εκεί παράδεισος». Γιατί είχαν υπόψη τους ότι η Άρτα και το Κομπότι ήταν… είχαν τις ελιές, τα εσπεριδοειδή, ήταν πλούσια μέρη. Και το Κομπότι, τότε που ήρθα εγώ νύφη εδώ –το ’71, ’72 παντρευτήκαμε– ήταν πολύ πλούσιο μέρος και είχε τέσσερις χιλιάδες κόσμο που δούλευε εδώ. Τα πορτοκάλια πουλιόνταν, οι ελιές… Μετά, που φτώχυνε ο κόσμος, έφυγε και ο κόσμος μετά και έμεινε το χωριό έτσι, σε αυτή την κατάσταση που είναι τώρα. Αντιμετώπισα προβλήματα, αρκετά. Μετά, προτού κάνω την κόρη μου, λέγανε πράγματα. Δηλαδή, το… πιο πολύ τα ’λεγαν και απ’ έξω –δεν είναι μόνο οι συγγενείς, και κάποιοι συγγενείς, όχι όλοι– έλεγαν: «Και ξένη πήρε ο Κώστας, και άκληρη». Δηλαδή, και με επηρέαζε αυτό ψυχολογικά. Μου το ’λεγε και ο γιατρός μου στην Αθήνα. Ότι: «Πάψε να τα λαμβάνεις υπόψη αυτά –αλλά δεν μπορούσα να μην τα λάβω– γιατί δεν θα μπορέσεις να κάνεις παιδί και θα ’σαι χειρότερα, μια που πήγες εκεί. Πώς θα ζήσεις με αυτούς τους ανθρώπους όταν ακούς έτσι; Θα πέσεις [01:00:00]σε κατάθλιψη». Αλλά όταν μετά είδανε ότι έμεινα έγκυος και έκανα την κόρη μου, αυτά έσβησαν. Μου φέρονταν πάρα πολύ καλά. Μέχρι σήμερα δεν έχω παράπονο. Και μετά, πρέπει να πω ότι –και είμαι υπερήφανη για αυτό το πράγμα– δούλεψα πολύ γι’ αυτό το χωριό, έμαθα αγγλικά όλα τα παιδιά του χωριού, όσα μέναν εδώ έρχονταν σ’ εμένα, παρόλο που υπήρχαν και άλλα φροντιστήρια, έρχονταν. Δούλεψα σκληρά και μέχρι τώρα περνάνε οι παππούδες απ’ έξω και μου λένε: «Γεια σου κυρία Τέρψα κι ευχαριστούμε που έμαθες στα παιδιά μας αγγλικά». Είμαι ευχαριστημένη. Αλλά πέρασα και δύσκολες στιγμές, γι’ αυτήν εδώ που λέμε, τις πουριτανικές κοινωνίες, τους ανθρώπους… σε άλλες εποχές έζησαν αυτοί, σε άλλους εμείς, σε άλλες γενιές τότε, χάσμα γενεών.
Λοιπόν, να περάσουμε τώρα σε ένα άλλο θέμα, πολύ σημαντικό. Να περάσουμε στην εισβολή. Στην εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974. Πού βρισκόσασταν εσείς τότε; Απ’ ό,τι κατάλαβα, ήσασταν ήδη στην Ελλάδα. Πώς το μάθατε και ποιες ήταν οι πρώτες σας σκέψεις;
Ήμουνα στον Καναδά. Όπως σας είπα, Πρύτανης στο πανεπιστήμιο του Τορόντο –στο York University λεγόταν, που πήγαινε ο Κώστας, κι εγώ έκανα κάποια μαθήματα– ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αγκάλιαζε όλα τα Ελληνόπουλα –και όταν λέω Ελληνόπουλα, εννοώ Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριους. Τα αγκάλιαζε. Και απ’ όλες τις σχολές, όχι μόνο από το δικό του τμήμα. Ήταν και Πρύτανης, αλλά και πολύ, πάρα πολύ καλός καθηγητής στον τομέα του, στα Οικονομικά. Είχε και άλλους δύο καθηγητές που ήταν κι εκείνοι φίρμες. Και είχαμε φίλους, και ο Κώστα συμφοιτητές στο μεταπτυχιακό, που ήρθανε από τρίτες χώρες –από την Αιθιοπία ένας φίλος μας, από την Περσία άλλοι δύο, έρχονταν από την Αμερική, είχε… Είχε κι έναν συμφοιτητή ο άντρας μου που ήτανε από τους πρώτους κατοίκους της Αμερικής που ανακάλυψε ο… που ανακαλύφθηκε η Αμερική από τον Κολόμβο, και ερχότανε και αυτός και παρακολουθούσε τον Ανδρέα Παπανδρέου, γιατί ήταν πολύ απλός και πολύ κατανοητός. Σαν δάσκαλος ήταν άριστος, απ’ ό,τι μου ’λεγε ο Κώστας, τον καταλάβαιναν οι πάντες. Λοιπόν, μας καλούσε κάθε Κυριακή σε μία ταβέρνα ελληνική που ήταν Βορειοηπειρώτης –όχι Βορειοηπειρώτης, από τα Γιάννενα ο κύριος αυτός, και η γυναίκα του Ελληνίδα– και μας έδινε μία μεγάλη αίθουσα που είχε για διάφορες εκδηλώσεις που έκανε εκεί, για γάμους, βαφτίσια και τα λοιπά –δεν πλήρωνε κανένας. Και μαζευόμαστε όλοι εκεί και μας έλεγε διάφορα θέματα που απασχολούσαν την Ελλάδα. Και την Κύπρο, βέβαια. Λοιπόν, μας είπε το ’72 : «Σε δύο χρόνια περίπου, θα μπουν οι Τούρκοι στην Κύπρο». Σηκώθηκα εγώ πάνω και κάτι άλλα Κυπριόπουλα που ήταν εκεί: «Μα τι μας λέτε, κύριε καθηγητά; Πού το ξέρετε εσείς ότι θα μπουν;» «Περίμενε, περίμενε –μου λέει– Τερψιχόρη, και θα δεις ότι θα μπούνε στην Κύπρο. Εγώ τα βλέπω τα πολιτικά, τα βλέπω. Ξέρω πώς σκέφτονται οι Αμερικανοί. Μην ξεχνάτε, έχω και Αμερικανίδα γυναίκα και σπούδασα στο Χάρβαρντ». Όπως κι έγινε, όπως κι έγινε. Στον πόλεμο μέσα, εμείς τα βλέπαμε όλα απ’ εκεί. Εδώ στην Ελλάδα τίποτα δεν βλέπαν, ούτε και στην Κύπρο βλέπαν τίποτα. Ό,τι ήθελε η Χούντα έδειχνε. Κι εκεί, κάτω, τα ίδια. Ό,τι ήθελε ο Σαμψών έδειχνε. Βλέπαμε ότι οι Έλληνες πολεμούσανε πίσω από κάτι πιθάρια, εκρατούσαν κάτι όπλα απαρχαιωμένα, δεν είχανε τανκς, δεν είχαν τίποτα, τα βλέπαμε. Και είχα τρία αδέρφια μες στον πόλεμο. Ο ένας, ο μικρότερος αδερφός μου, επολεμούσε στον Άγιο Ιλαρίωνα, στην 33η Μοίρα καταδρομών, η οποία, έπεσε μπροστά στα πόδια του ο Διοικητής τους, ο Γιώργος Κατσάνης, σκοτώθηκε και διαλύθηκε η Μοίρα. Κι έμειναν κάποιοι από αυτούς, λίγοι, και τους πήρε ο Λοχαγός τους και τους πήγε στην Κερύνεια να πολεμήσουν με τα απαρχαιωμένα όπλα τα τανκς των Τούρκων. Και μου έλεγε ο αδερφός μου ότι: «Εκεί που περπατούσαμε, βγαίνανε κάτι πελώρια πράγματα, τανκς, κι έρχονταν καταπάνω μας και δεν ξέραμε από πού να φύγουμε. Έριχναν σε ένα δευτερόλεπτο όλα τα δέντρα κάτω κι εμείς να τρέχουμε πού να μπορέσουμε να σωθούμε». Και ήταν χαμένος. Όταν, πια, κατέλαβαν όλη την Βόρειο Κύπρο, αυτός μ’ έναν κουμπάρο του έκοψαν. Δεν τα κατάφεραν να φύγουν κι έκοψαν μες στα Τούρκικα. Και τη νύχτα βγαίνανε να βρούνε τίποτα να φάνε και το βράδυ κρύβονταν. Και με πήγε επιτόπου, μ’ ένα κασετοφωνάκι στο χέρι, και μου τα έδειξε όλα, τις εμπειρίες του, πού σκοτώθηκε ο Κατσάνης, τον Άγιο Ιλαρίωνα, πήγαμε στην Κερύνεια, μου τα είπε όλα: «Βλέπεις, εκεί μπήκαν οι Τούρκοι, εδώ πολεμούσα». Και μάλιστα, μου είπε, ότι: «Έστω και με αυτά τα όπλα που είχαμε, δεν θα μπαίνανε οι Τούρκοι μέσα, αν δεν ήταν προδομένα. Διότι έρχονταν μπουλούκια-μπουλούκια με τα καράβια και ήταν όλοι μαστουρωμένοι με ναρκωτικά. Τους έδιναν απ’ εκεί για να μην φοβούνται, από την Τουρκία. Θα τους σκοτώναμε όλους –μου λέει– εμείς, οι καταδρομείς –λέει– τους σκοτώναμε, μες στη θάλασσα. Αν είχαμε βοήθεια –λέει–, ερχόνταν στρατεύματα…» Αλλά δεν έστειλε η Χούντα, γιατί έτσι τα ’χανε με τους Αμερικάνους μιλημένα, οι μισοί να πάνε… η Κύπρος να πάει στους Τούρκους και η άλλη μισή να μείνει ελληνική. Ποια μισή; Το ένα τρίτο έχουμε, γιατί το άλλο τρίτο το έχουνε βάση των Εγγλέζων. Οπότε δεν έζησα από κοντά. Και είχα και μία αδερφή –η τρίτη μου– η οποία ήταν προϊσταμένη σε νοσοκομείο και μετέφερε από την Λευκωσία τραυματίες στην Λεμεσό, στο νοσοκομείο. Απ’ εκεί που σκοτώνονταν, δηλαδή, τους έφερναν, από την Κερύνεια και τα περίχωρα στην Λευκωσία, και πήγαιναν αυτοί από την Λευκωσία και τους παίρνανε. Και στον δρόμο χτυπούσαν το αυτοκίνητό της –παρόλο που έγραφε Ερυθρός Σταυρός γύρω γύρω, τους… είχε μέσα πληγωμένους– τους χτυπούσαν τα αεροπλάνα. Αλλά, ευτυχώς, δεν τη χτύπησαν ποτέ. Και κάποια στιγμή ανακάλυψε αυτή ότι ο αδερφός της –κάποιος της είπε ότι έφερε ο μικρός μου αδερφός– έφερε κάποιον τραυματία για το νοσοκομείο και έτσι της έστειλε χαιρετίσματα και έμαθε η αδερφή μου ότι είναι ζωντανός και πήγε και το είπε και στους άλλους. Ο δε ο άλλος μου αδερφός, ήταν στο αεροδρόμιο. Αλλά δεν σκότωσε αυτός, απέφευγε να σκοτώσει –έγιναν μάχες εκεί, οι Ελλαδίτες μπροστά, και έσωσαν το αεροδρόμιο και το παρέδωσαν στα Ηνωμένα Έθνη– γιατί έγινε ιερέας μετά. Και έκοβε πίσω για να μην σκοτώσει, γιατί δεν μπορεί να γίνει ιερέας. Κι εκείνον τον είχανε χαμένο. Και σιγά σιγά βρέθηκε αυτός. Αλλά όταν… μετά από ένα μήνα κατάφερε ο αδερφός μου με τον κουμπάρο του να φύγουν από τα τούρκικα, όλη νύχτα, και να βρεθούν στον ελληνικό τομέα. Επί έξι μήνες, μου είπε η μητέρα μου, δεν μίλαγε. Τόσο πολύ του είχε στοιχίσει όλη αυτή η κατάσταση απ’ εκεί και ο πόλεμος. Και τώρα, που με είχε πάει εμένα απ’ εκεί –για να γράψω το βιβλίο, το πρώτο μου βιβλίο– να μου τα πει επιτόπου τα πράγματα, ήταν πάρα πολύ συγκινημένος. Δηλαδή δεν μπορούσε να αρθρώσει. Όταν τα ’βλεπε εκεί, θυμόταν όλα και του έρχονταν οι παραστάσεις. Μετά τελείωσε ο άντρας μου… Και τα μάθαμε όλα αυτά, τα μαθαίναμε βέβαια από τα μέσα ενημέρωσης εκεί. Γυρίσαμε στην Ελλάδα το ’76. Δουλέψαμε κιόλα, δούλεψε και στο πανεπιστήμιο ο άντρας μου, κι εγώ δούλεψα στην τράπεζα, κάμποσο καιρό. Και μετά γυρίσαμε εδώ, δουλέψαμε σε φροντιστήρια στην Αθήνα. Μετά αποφασίσαμε, όπως είπα προηγουμένως, να έρθουμε Άρτα και μέχρι που πήραμε σύνταξη, ασχολούμαστε με τα αγγλικά.
Πότε πήγατε στην Κύπρο πρώτη φορά μετά την εισβολή και πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Μόλις ήρθαμε από τον Καναδά πήγα. Πήγα στο χωριό μου, ήταν οι γονείς μου, βρήκα τα αδέρφια μου, όλους –ήταν καλά, δόξα τω Θεώ… Και πήγαινα Λευκωσία μια μέρα. Εκεί γίνονταν –τώρα έχει λεωφορεία– τότε γίνονταν οι μεταφορές με ταξί. Δηλαδή το ταξί έπαιρνε πέντε-έξι πελάτες και τους έπαιρνε από μία πόλη στην άλλη και πλήρωναν το ανάλογο τίμημα. Λοιπόν, μόλις φτάνουμε από μακριά στην Λευκωσία, λέω –είμαστε τέσσερις μέσα στο ταξί, και ο οδηγός, πέντε– του λέω: «Σταμάτα! Κύριε, [01:10:00]κύριε, σταμάτα!» «Τι πάθατε, κυρία μου;» «Σταμάτα, σε παρακαλώ». Νόμισε ότι ζαλίστηκα. Βγαίνω έξω, κοιτάω απέναντι –πρώτη φορά πήγαινα Κύπρο εγώ μετά τον…– και βλέπω ένα μισοφέγγαρο από μία άκρη του Πενταδακτύλου στην άλλη. «Τι είναι αυτό;» Βγήκαν όλοι έξω, λέει: «Πρέπει να λείπατε. Είσαι Κύπρια;» μου λέει. «Βέβαια είμαι Κύπρια» «Δεν το έχεις ξαναδεί;» «Όχι», λέω. «Γιατί; Πού ήσουνα στην εισβολή;» «Στον Καναδά». «Εμείς το συνηθίσαμε, κυρία μου». «Τώρα –του λέω– αν είχα δικό μου αυτοκίνητο, δεν θα πήγαινα Λευκωσία. Θα γύριζα πίσω. Τι είναι αυτό το πράγμα;». Από τη μία μεριά του Πενταδακτύλου σημαίες τούρκικες και φκιαγμένο το μισοφέγγαρο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου αυτό το πράγμα που είδα. Με πετραδάκια από τις παραλίες της Αμμοχώστου. Όχι, συγγνώμη, της Κερύνειας. Πετραδάκια-πετραδάκια, και έβαλαν τους φαντάρους τους και έφτιαξαν από τη μια άκρη του βουνού στην άλλη, με πετραδάκια, το μισοφέγγαρο. Αυτή ήταν η εμπειρία μου από την πρώτη φορά που πήγα στην Κύπρο.
Στα Κατεχόμενα πήγατε καθόλου;
Πήγα, όταν πήγα με τον αδερφό μου για να μου πει για το πρώτο βιβλίο που έγραψα για την Κύπρο, το «Αδυσώπητο μίσος». Έχει όλο… πολλά πράγματα, μάλλον, από την εισβολή του ’74. Το δεύτερο βιβλίο που έγραψα, «Ένας Κύπριος αγνοούμενος στις στράτες της Σμύρνης», είναι μόνο από την εισβολή του ’74. Το πρώτο έχει και τις εμπειρίες μου –αυτές που σας είπα– για την ΕΟΚΑ του ’55-’59, και γράφει και για τον πόλεμο μετά, το ’74, την εισβολή. Τα συνδύασα εγώ αυτά, με το ότι οι Εγγλέζοι είχαν πάρει με το μέρος τους τους ακραίους Τούρκους, Τουρκοκύπριους, και τους έκαναν αστυνομικούς και αυτοί βοήθησαν μετά –από μέσα, στην Κερύνεια– και τους Τούρκους για να μπούνε. Βοήθησαν. Και ο Ντενκτάς με τα παλικάρια του –αυτά ήταν τα παλικάρια του Ντενκτάς, που ήταν εισαγγελέας των Τούρκων στα δικαστήρια. Λοιπόν, πήγαμε στην Κερύνεια με τον αδερφό μου τον μικρό, για να μου τα πει επιτόπου, για να γράψω το βιβλίο. Όπως κι έγινε. Με πήγε στον Άγιο Ιλαρίωνα, περάσαμε τον Πενταδάκτυλο, όπως μπαίναμε έβγαζε φωτογραφίες…Συγγνώμη ένα λεπτό, να πω κάτι από την αρχή. Εκεί, στην Πράσινη γραμμή, υπάρχουν από δω φυλάκια ελληνικά, αστυνομία, και απ’ εκεί αστυνομία τούρκικη. Δεν ξέρω αν είναι Τούρκοι της Τουρκίας ή είναι Τουρκοκύπριοι, δεν το γνωρίζω αυτό. Τον αδερφό μου τώρα –που ανήκε στην 33η Μοίρα, που διαλύθηκε που είπαμε– τον έχουν φακελωμένο, μου είπε. Τους ξέρουν αυτούς. Λοιπόν, και κάθε φορά που περνάει εκεί, βάζουν τη φωτογραφία, του κάνουν εκατό ερωτήσεις: «Για ποιο λόγο ήρθες πάλι» και τέτοια. Και μου είπε εμένα: «Μείνε μέσα στο αυτοκίνητο, μην κατέβεις, γιατί φοβάμαι μήπως πεις τίποτα και θα μας κλείσουν φυλακή και τους δύο. Μ’ εμένα είναι αφορμολογημενοι. Ήμουν και καταδρομέας», μου είπε. Λοιπόν, αργούσε γιατί τον ρώταγαν πολλά. Λέω: «Να βρήκε κανένα εμπόδιο;» Επληρώσαμε ακόμα και χρήματα, εκτός από το ότι θέλαν να δείξουμε διαβατήριο ή ταυτότητα –στον τόπο μας, να μπούμε– πληρώσαμε και την ασφάλεια. Ασφάλεια για το αυτοκίνητο. Να πάρουν λεφτά κιόλα! Λοιπόν, αργούσε. Τον ρώταγαν, τον ξαναρώταγαν. Κατέβηκα εγώ και μόλις με βλέπει ο αδερφός μου, λέει: «Σε παρακαλώ, μην πεις τίποτα». Το μόνο που είπα, είπα στα αγγλικά μόνο: «What's going on?» Τι συμβαίνει, δηλαδή. Μου ’κανε ο αδερφός μου και με αγριοκοίταξε. Αυτοί δεν είπαν τίποτα. Τελείωσε, φύγαμε. Και πήρε τη φωτογραφική του κι έβγαζε φωτογραφίες, απ’ εκεί που μπήκαμε στην Λευκωσία, μέχρι που φτάσαμε στην… στον Άγιο… στον Πενταδάκτυλο πρώτα. Εκείνο που παρατήρησα στον δρόμο, περνώντας, είναι ότι προσπάθησαν να τουρκοποιήσουν τα πάντα. Πρώτον και κύριον, δεν υπάρχουν, όχι μόνο ελληνικές πινακίδες να σου δείξουν, αλλά ούτε κι αγγλικές. Έβγαλαν και τις αγγλικές κι έγραψαν τούρκικα. Κι όταν ρώταγες: «Από πού να πάω;» σου μίλαγαν τούρκικα. Κι όταν τους έλεγες, στα αγγλικά: «Δεν γνωρίζω τούρκικα». «Να μάθεις», μας έλεγαν στα ελληνικά: «Να μάθεις». Ναι. Πήγαμε να μάθουμε εκεί τούρκικα! Να μετακομίσουμε στο βόρειο τμήμα, να μάθουμε τούρκικα. Ή να μάθουμε από δω, να μάθουμε τούρκικα, να συνεννοούμαστε τούρκικα. Και καμιά φορά καθόμαστε, εμείς οι Έλληνες, και λέμε: «Πότε θα γίνει ελληνική η Κύπρος;» Πώς θα γίνει; Αφού έχουν τουρκοποιήσει τα πάντα, τα πάντα. Αρκεί να σας πω, εκτός από τις ταμπέλες –σκοτωθήκαμε να φτάσουμε στον Άγιο Ιλαρίωνα, σκοτωθήκαμε να φτάσουμε στον Πενταδάκτυλο. Δεν είχε, δεν έδειχνε πουθενά. Φανταζόμαστε τα τούρκικα ότι λένε Πενταδάκτυλον και φτάναμε. Και πηγαίναμε από δω, και θα ερχόμασταν πίσω, και πάλι… που τα γνώριζε ο αδερφός μου. Κάποια στιγμή, μπήκαμε στον Πενταδάκτυλο. Έβγαζε και φωτογραφίες, οι οποίες μου χρειάστηκαν για το βιβλίο –και το πρώτο και στο δεύτερο μου χρειάστηκαν πολλές. Λοιπόν, φτάνουμε στον Πενταδάκτυλο. Περάσαμε, είχανε κάνει… Χωματόδρομους που πέρασαν τότε εκείνοι για να φτάσουν στον Άγιο Ιλαρίωνα, σαν καταδρομείς, έγιναν άσφαλτος. Και από όπου περνούσαμε, όλο στρατόπεδα, όλο φαντάροι. Και απορούσα κι έλεγα στον αδερφό μου: «Για όνομα του Θεού, αυτοί οι άνθρωποι… Εδώ, βλέπουμε αστυνομία στην Αθήνα και λέμε μα… Κι αυτοί, πού βρίσκονται εδώ πέρα; Αστυνομία, αστυνομία, αστυνομία να βλέπεις συνέχεια. Ενώ υπάρχουν εγκληματίες, υπάρχουν κλέφτες, υπάρχουν το ένα… Και προσέχουν τον τόπο, στην Αθήνα, για να μη μας κλέβει… να μη μας κλέβουνε οι “ειδικοί”. Εκεί; Πώς μπορούν να βλέπουν συνέχεια οπλισμένους, με έτσι το όπλο;» Δηλαδή, δεν είναι μόνο περίστροφο που είχαν. Όπλο στραμμένο πάνω σου. Πώς τους αντέχουν να τους βλέπουν, ο κόσμος; Που αυτός ο κόσμος είναι Τουρκοκύπριοι και έποικοι. Άσε, σου λέω, δεν είναι πολλοί οι Τουρκοκύπριοι. Οι οποίοι Τουρκοκύπριοι έχουνε φοβηθεί. Μίλησα με μερικούς εγώ, βρήκα έναν δύο και τους μίλησα. Μιλάνε ελληνικά τέλεια βέβαια. «Καλά, δεν φοβάστε –λέω εγώ– τους έποικους;» Και μου είπανε: «Τους φοβόμαστε, τους σιχαινόμαστε. Στα σπίτια που πήραν, των Ελλήνων, βάζουνε –πήγε το BBC κάποτε, από την αρχή και έδωσε πολλά ντοκουμέντα τέτοια– βάζουν τα ζώα τους και πίνουνε νερό. Δεν ξέρουνε τι είναι η μπανιέρα». Είναι να πας… Πήγανε Ελληνοκύπριοι απ’ εκεί και δεν θέλουν, είπαν, να ξαναπάνε. Πρώτον και κύριον, δεν τους άφησαν να μπούνε μέσα. Το είδαν το σπίτι απ’ έξω. Μόνο σπίτια που είχαν Τουρκοκύπριοι τους άφησαν. Και μάλιστα, σε μία κυρία, της είπανε: «Αυτήν την εικόνα την είχες εκεί και την άφησα κι εγώ», της είπε η Τουρκοκύπρια. Γιατί αυτοί τους αγαπούν τους Έλληνες, ζήσαν μαζί. Εκτός, βέβαια, είπαμε, από τους πολύ εξτρεμιστές, και οι έποικοι. Οι οποίοι έποικοι είναι από τα βάθη της Ανατολίας, που τους έφερε ο Ερντογάν και τους λέει: «Να πάτε εκεί πέρα να παντρευτείτε για να κάνετε πολλά παιδιά, γιατί οι Τουρκοκύπριοι δεν θέλουν πολλά παιδιά, μοιάζουν με τους Έλληνες». Τέτοια τους λέει και πάνε και κάνουν καμιά δεκαριά. Γι’ αυτό κάποιοι από εμάς πιστεύουμε ότι πιθανόν να κάνουν παρακάτω κάποια στιγμή. Γιατί γεννάν δέκα παιδιά η κάθε οικογένεια από αυτούς, και πού θα ζήσουν; Θα απλωθούν παρακάτω, να την πάρουν, να ζήσουν εκεί. Πώς θα ζήσουν τόσος κόσμος; Λοιπόν, μετά πήγαμε στην Κερύνεια. Εγώ κράταγα το κασετόφωνο κι αυτοί το παίρναν για κινητό –γιατί δεν σε αφήνουν να μαγνητοφωνήσεις. Έκανα το κορόιδο, το πήραν για κινητό. Κινητά δεν πιάνεις απ’ εκεί. Τώρα, νομίζω, γίνεται μία προσπάθεια να τους δώσουν οι Έλληνες σήμα απ’ εκεί να πιάνουν. Και πήγαμε και στην Κερύνεια. Εκεί στην Κερύνεια, τουρκοποιημένα, πάλι, τα πάντα. Αντί… είχε κάποτε κάτι ωραία καλντερίμια, κάτι ωραία μικρά μπαλκονάκια, που οι άνθρωποι εκεί… Η Κερύνεια είχε και Τουρκοκύπριους και Ελληνοκύπριους. Μας παίρναν εκδρομή με το σχολείο πολλές φορές, από τη μία μεριά της Κύπρου στην άλλη πηγαίναμε. Είναι πολύ όμορφο μέρος η Κερύνεια. Και έχει κάτι παραλίες πάρα πολύ ωραίες, πάρα πολύ ωραίες. Λοιπόν, και… Κάστρα πολλά και αρχαίο πολιτισμό, και μας παίρναν με τα σχολεία, το Γυμνάσιο, να τα βλέπουμε. Λοιπόν, έβλεπα εκείνα τα ωραία μπαλκονάκια –που είχαν κάτι γλάστρες με φούλια, με λεβάντες, με γιασεμί, που μύριζε ο [01:20:00]κόσμος– να έχουνε στη μία μεριά –μικρά– τούρκικη σημαία, στην άλλη τουρκική σημαία. Ούτε λουλούδια, ούτε τίποτα. Κάποια στιγμή, είπαμε να πάμε να πιούμε έναν καφέ. Καθίσαμε να πιούμε καφέ, ήρθε ένα παιδί, αυτά… Μας μίλησε τούρκικα, του μιλήσαμε αγγλικά, μας απάντησε… «Θέλουμε καφέ –λέει– έχουμε ευρώ». «Δεν παίρνω ευρώ, θέλω τούρκικα λεφτά». Φύγαμε. Σηκωθήκαμε και φύγαμε. Οι δρόμοι, Σάββατο, νέο –μεσημέρι– νέος κανένας. Κι εκεί που βλέπουμε –στην κύρια πλατεία, τώρα, της Κερύνειας– κάτι τουρίστες, πέντε έξι τουρίστες. Ο κόσμος δεν βγαίνει έξω. Ένας φοβισμένος κόσμος. Αυτοί φοβούνται. Οι Ελληνοκύπριοι από δω –όσο τους έμεινε– όλη νύχτα ξενυχτάνε στα μπαρ και στις καφετέριες. Αυτή είναι η κατάσταση απ’ εκεί, που μόλις με ρώτησες. Αυτήν είδα. Αυτήν είδα. Πώς ζούνε; Να συμπληρώσω και κάτι. Ότι κάποιοι Τουρκοκύπριοι απ’ εκεί –οι πιο πολλοί είναι μορφωμένοι αυτοί– έχουν φίλους από δω, Έλληνες. Μία μέρα, πήγα σε έναν πρώτο μου ξάδερφο –δεν μου είχε πει ποτέ για κάτι τέτοιο– και μου λέει: «Έλα να φάμε», μεσημέρι. «Έλα να σου συστήσω δυο συναδέλφους σου –μου λέει– από το βόρειο τμήμα της Κύπρου». Νόμισα ήταν Έλληνες. Λέω: «Τι ζητάνε απ’ εκεί αυτοί;» Σηκώνονται πάνω και μου μιλάνε ελληνικά. Μου συστήθηκαν τουρκικά. Τότε κατάλαβα. Τέλεια ελληνικά. Και δεν ήταν μεγάλοι. Αυτοί, από πού τα έμαθαν τα ελληνικά, δεν… Πιθανόν να ήταν μικροί τότε πού έγινε η εισβολή –ναι, θα ήταν μικροί– και τα έμαθαν τα ελληνικά πάρα πολύ καλά. Λέει: «Εκπλήσσεστε», μου είπε. «Είμαστε φίλοι με τα ξαδέρφια σου, από πριν την εισβολή. Κάθισε». Ήταν καλοκαίρι και του είχαν φέρει και καρπούζια, πεπόνια, τέτοια πράγματα. Έκατσα μαζί τους κι εγώ κι είπαμε πέντε πράγματα. Λέει: «Εμείς είχαμε ένα υπέροχο σπίτι σε ένα χωριό της Πάφου», μου είπανε. «Και τώρα –τους λέω– το σπίτι σας;» «Κάθονται Έλληνες», μου είπε. «Απ’ εκεί, που κάθεστε;» «Καθόμαστε κι εμείς σε Έλληνες –μου είπε– αλλά έχουν δώσει και στους έποικους». Και μου εξέθεσαν τη ζωή τους με τους έποικους. Δεν τους θέλουν. «Δεν ξέρουν τίποτα –μου λέει– να φέρονται. Δεν ξέρουν να φερθούν». Και μου είπαν και για τα ζώα, αυτά. «Ξέρω –τους λέω–, το έχω ακούσει –τους λέω– και από το BBC ότι βάζουν τα ζώα τους και πίνουν νερό στη μπανιέρα». Δεν ξέρουν τι είναι η μπανιέρα. Γι’ αυτό τους κουβάλησε ο Ετζεβίτ, και φέρνει και άλλους ο Ερντογάν τώρα. Συνέχεια φέρνει. Είναι αυτοί που ψηφίζουν τον Ερντογάν. Από αυτούς βγαίνει. Αυτή είναι η κατάσταση. Αυτή είναι η κατάσταση του βορείου τμήματος. Θέλουνε, οι άνθρωποι, να ’ρθουν από δω. Πώς θα ’ρθουν; Είναι και κάποιοι Ελληνοκύπριοι που δεν τους θέλουν. Τους πήραν τα σπίτια. Πού θα κάτσουν; Πού θα κάτσουν; Τους τα δίνουν πίσω κι αυτοί; Δεν θα τα δώσουν.
Γενικά, η Κύπρος σας έλειπε, σε όλη σας τη ζωή εδώ, στην Ελλάδα; Τώρα σας λείπει; Πηγαίνετε;
Μου λείπει πάρα πολύ. Πάντοτε μου έλειπε. Αλλά ευτυχώς, είχα ένα οικόπεδο πατρικό, ένα μικρό οικόπεδο πατρικό, στο χωριό μου, που μου αρέσει πάρα πολύ και είναι και όμορφο χωριό, όπως σας είπα –και τώρα θα πάω, στις 9 του μήνα, θα πάω για να κάνω παρουσιάσεις εκεί και το δεύτερό μου βιβλίο. Και έφτιαξα ένα μικρό σπιτάκι, μία μονοκατοικία βέβαια, πάνω κάτω, και με εξυπηρετεί πάρα πολύ. Είναι και ψηλά και βλέπω, ας πούμε, και την πόλη κάτω, τα χωριά το βράδυ. Και πηγαίνω. Αν δεν πάω εγώ στην Κύπρο, τουλάχιστον δύο-τρεις φορές τον χρόνο, αρρωστώ. Μου αρέσει. Δεν μπορώ. Επειδή ασχολούμαι, που γράφω και τα βιβλία για την πατρίδα μου συνέχεια… Και βλέπω ότι και ο άντρας μου είναι δεμένος. Συνετέλεσε πάρα πολύ να γίνει το σπίτι εκεί. Και του αρέσει, ας πούμε, κι αυτού. Αλλά προτιμά να πηγαίνει καλοκαίρι. Γι’ αυτό τώρα, επειδή το Πάσχα κάνει και λίγο κρύο –σας είπα, είναι ψηλά, είναι στους πρόποδες του Τρόοδος, και… Το καλοκαίρι πάμε, πάμε. Καθόμαστε κανένα μήνα, έχει και ζωή τότε, που έρχονται και από την πόλη, και από άλλες πόλεις. Είναι και τα αδέρφια μου όλα εκεί το καλοκαίρι, που μένουν στις πόλεις και –από Λάρνακα, από Λεμεσό– και έρχονται και τους βλέπουμε όλους. Κάνει και παρέα, έχει παρέες, οπότε πάει και αυτός.
Μία ερώτηση για τα βιβλία που λέτε ότι γράφετε –ότι έχετε γράψει. Πώς σας ήρθε η ιδέα; Πώς πήρατε την απόφαση, όλα αυτά που έχετε ζήσει να τα καταγράψετε σε βιβλίο; Πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας βιβλίων που αφορούν την Κύπρο;
Πρώτα από όλα έχω γονίδιο. Έχω… αυτός ο πάτερ, ο ιερέας, ο αδερφός μου, γράφει θρησκευτικά βιβλία. Ήταν καθηγητής σε σχολείο, πήρε γρήγορα σύνταξη –και σε μία εκκλησία– και γράφει εκκλησιαστικά βιβλία. Έχει γράψει πάρα πολλά, ογδόντα και. Και το άλλο που κάνει, είναι ότι πηγαίνει σε… τον στέλνει ο Δεσπότης Λεμεσού και πάει και βγάζει κήρυγμα σε διάφορα μέρη της Κύπρου. Αυτή τη δουλειά κάνει τώρα. Πρώτο αυτό. Δεύτερον, εγώ από φοιτήτρια έγραφα για την Κύπρο σε εφημερίδες. Και στην Αθήνα που ήμουνα, την 1η Απριλίου, που είναι η επέτειος της αρχής του αγώνα της ΕΟΚΑ… Την 1η Απριλίου, ο Γρίβας με τα παλικάρια της ΕΟΚΑ, ξεκίνησε τον αγώνα βάζοντας βόμβες σε αστυνομικούς σταθμούς των Άγγλων, σε καίρια σημεία αγγλικά, και ξεσηκώθηκε όλη η Κύπρος τότε. Η 1η Απριλίου, όπως ήταν εδώ η 25η Μαρτίου. Και είναι κοντά. Γι’ αυτό εγώ βάζω τη σημαία και λέω στον άντρα μου: «Δεν θα την κατεβάσεις. Μετά την 1η Απριλίου». Και έχω και κάτι μαθήτριες πρώην, εδώ, που την αφήνουν και εκείνες. Γιατί μου λένε: «Γιατί την αφήνετε κύρια Τέρψα;» «Για την Κύπρο». Και την αφήνουν και αυτοί όλη τη βδομάδα. Λοιπόν, και είχα εξοικειωθεί με αυτά. Έγραφα για την 1η Απριλίου, έγραφα για τις συνθήκες της Ζυρίχης. Μετά, όταν ήρθε η ώρα, έγραψα και στις τοπικές εφημερίδες, όταν ήρθαμε Άρτα, εδώ, μίλαγα. Αρκεί να σας πω, για το σχέδιο Ανάν, για το «Όχι» που ’παν οι Κύπριοι, είχανε καλέσει η τοπική εφημερίδα –συγγνώμη, και εφημερίδες αλλά και η τηλεόραση, η τοπική, του Γκανιάτσα– έναν καθηγητή Κύπριο, στο πανεπιστήμιο, από τα Γιάννενα, τον πρόεδρο των Κυπρίων φοιτητών εδώ, στα ΤΕΙ, τότε, Άρτας, κι εμένα, σαν Κύπρια, να μιλήσουμε για το σχέδιο Ανάν. Την Μεγάλη Πέμπτη, μόλις βγήκαμε από την εκκλησία, Μεγάλη Πέμπτη. Κι εκεί που θα μιλούσαμε μια ώρα, μιλήσαμε δύο ώρες για το σχέδιο Ανάν. Μετά για… πώς οι Κύπριοι γιορτάζουν τις ελληνικές επετείους –25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου– που δεν υπάρχει σπίτι που δεν βάζει σημαία ελληνική, ενώ δεν συμβαίνει στην Ελλάδα αυτό. Ότι νιώθουν πιο πολύ. Δηλαδή εγώ, σε όλες αυτές τις επετείους, τα έγραφα, τα ’γραφα. Μετά η τοπική, ας πούμε… παράδειγμα, η Βίκυ η Καινούργιου, που είχε τον σταθμό, με έπαιρνε σ’ αυτές τις επετείους και με φώναζε και μιλούσα στο ραδιόφωνο. Κατάλαβες; Γιατί, ας πούμε, το είχα μέσα μου. Αλλά το πρώτο μου βιβλίο, «Αδυσώπητο μίσος» –το αδυσώπητο μίσος που είχε αλληγορική έννοια, το αδυσώπητο μίσος– το είχα γράψει από τότε που εργαζόμουνα. Αλλά δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου ότι θα μπορούσε το βιβλίο αυτό να γίνει, ας πούμε, βιβλίο, να εκδοθεί και μάλιστα να μπει και στα σχολεία της Κύπρου, να διδάσκεται. Μπήκε στις βιβλιοθήκες, το παίρνουν οι καθηγητές, το κάνουνε φωτοτυπίες και διδάσκουν τα παιδιά την Νεότερη Ιστορία και την Ιστορία της μαθητιώσας νεολαίας. Καλά, θα μιλήσουμε μετά για το βιβλίο αυτό. Το έκρυψα σε ένα συρτάρι. Τελείωσα μετά, πήρα σύνταξη… Το έβγαλα μία μέρα και λέω στον άντρα μου: «Το διαβάζεις σε παρακαλώ να μου πεις, είναι καλό;» «Ναι δώσ’ μου, θα το διαβάσω» «Σκέφτομαι να το δώσω να εκδοθεί». Όταν το τελείωσε μου λέει: «Αυτό το βιβλίο δεν θα το ξαναβάλεις στο συρτάρι. Ψάξε να βρεις εκδότη να το δώσεις». «Μα τι μου λες τώρα;» «Αυτό που άκουσες. Τώρα, τώρα. Πάρε τηλέφωνο», μου λέει. Είχε τέτοια, ας πούμε… ήταν τόσο θετικός για το καλό [01:30:00]βιβλίο, που πήρα εγώ, πήρα. Λοιπόν, σε δυο-τρεις μέρες, μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, μου είπανε: «Να μας το στείλετε να το δούμε». Τυχαία βρίσκω και έναν Κύπριο εκδότη στη Θεσσαλονίκη. Τον παίρνω, του είπα το όνομα, του είπα το βιβλίο ότι έχω: «Στείλτε μου –μου είπε– ένα… όχι το βιβλίο το ίδιο, ένα που το έχετε στο εικονίδιο, που το έχετε γράψει, να ρίξω μια ματιά, να δω». Το διάβασε ο άνθρωπος, με παίρνει τηλέφωνο μετά από δυο-τρεις μέρες και μου λέει: «Πρώτον, να σας πω –λέει– κυρία Παπακώστα ότι μου άρεσε πολύ το βιβλίο αυτό. Έχω χρόνια που εκδίδω βιβλία, αλλά αυτό μου άρεσε πάρα πολύ –μου λέει– κι είναι ενδιαφέρον, να το εκδώσουμε. Μετά, θα ρωτήσω κάτι. Είπες, σε λένε Τέρψα». «Ναι». «Τον Αγαθοκλέους τον ιερέα, τι τον έχεις;» «Αδερφό». «Ε όχι!», μου είπε. «Ήμαστε μαζί στον στρατό.». Ήτανε μαζί τότε που είπα, που πολεμούσαν στο αεροδρόμιο. Και ήταν, λέει, και πολύ φίλοι. Είχαν και αλληλογραφία μετά, που έγινε ιερέας ο αδερφός μου, και αυτός ήρθε στη Θεσσαλονίκη και παντρεύτηκε. Και μετά του λέω: «Γερμανός». Η αδερφή του ήταν συμφοιτήτριά μου, όταν σπούδαζα νοσηλεύτρια. Ήμαστε έξι Κύπριες μέσα στις τριάντα πέντε, που σου είπα προηγουμένως. Ήτανε μία από τις φίλες μου. Και ξεκίνησε έτσι η επαφή μας. Γι’ αυτό ήρθε τώρα –που έκανα την παρουσίαση στην Πρεσβεία της Κύπρου– ήρθε από την Θεσσαλονίκη και παρέστη εκεί. Λοιπόν και έτσι ξεκίνησε. Όταν πήγα στην Κύπρο, ξεκίνησα… έκανα την πρώτη παρουσίαση στην Άρτα. Ήρθα σε επαφή με την Πρεσβεία της Κύπρου και μου είπανε… έτυχε να γνωρίζω και τον Πρέσβη, τελειώσαμε το ίδιο σχολείο –ήταν πιο μικρός, βέβαια, από μένα, αλλά γνώριζε συγγενείς μου, καθηγήτριες και τέτοια– και μου είπε: «Θέλω να ’ρθω στην Άρτα να προσφωνήσω το βιβλίο σου». Όμως εκείνη τη μέρα ήρθε ο Υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου στην Πρεσβεία και δεν μπορούσε, και έστειλε μία εκπρόσωπο –την εκπρόσωπο Τύπου και… στην Άρτα– απηύθυνε χαιρετισμό. Τριακόσια πενήντα άτομα. Το κάναμε στο Βυζαντινό. Τριακόσια πενήντα άτομα. Ήταν και ο εκδότης μου εδώ. Ανέλαβε το PALSO μαζί με τον Δήμο Άρτας, φορείς. Μεγάλη επιτυχία, πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία. Είχαμε λάιβ μουσική από τα παιδιά που σπούδαζαν εδώ. Και πάλι πατριωτικά τραγούδια έπαιξαν τα παιδιά. Απήγγειλαν οι ίδιοι ποιήματα για την Κύπρο. Έγινε, ας πούμε, πάλι, μία πατριωτική –για την Κύπρο– προβολή της Κύπρου, από Κυπριόπουλα κι από μένα. Και στο πάνελ είχα μία Κύπρια. Το είχε ένας δημοσιογράφος, ο Παππάς, συντονίσει. Πάντως ήταν… και είχαμε… και ήταν και όλοι οι βουλευτές του Νομού Άρτας, ήτανε. Και του ΣΥΡΙΖΑ, και της Νέας Δημοκρατίας, και του ΠΑΣΟΚ, ήρθανε. Και του… όλοι όσοι είναι βουλευτές ήρθανε. Ήτανε πάρα πολύ καλή. Μετά την έκανα στην Πρεσβεία της Κύπρου. Κι εκεί είχε μεγάλη επιτυχία. Και πήγα στην Κύπρο μετά. Έκανα στις πόλεις και μετά, έτυχε κάπου και γνώρισα τον Υπουργό, που είναι η μητέρα του από το χωριό μας. Λέει μου: «Είσαι από την Βάσα Κοιλανίου; Είδα το βιβλίο». «Ναι». Του ’δωσα το βιβλίο, λέει: «Είναι και η μητέρα μου, είναι η τάδε». Τέλος πάντων, γνωριζόμαστε, μου λέει: «Αφού είμαστε και από το ίδιο χωριό θα σου συστήσω κάτι. Οι καθηγητές εδώ είναι νέοι και αυτά που κάνατε εσείς, σαν μαθητιώσα νεολαία, δεν τα γνωρίζουν. Αφού θα είσαι τόσο καιρό εδώ και έκανες τις παρουσιάσεις σου σε όλες αυτές τις πόλεις, τότε θα κάνεις το άλλο. Θα πιάσεις τα σχολεία». «Τι θα κάνω στα σχολεία, κύριε Υπουργέ;» «Θα πας να γνωρίσεις τις Διευθύντριες του Γυμνασίου και του Λυκείου. Και θα τους πεις ότι σε στέλνω εγώ, να σου κάνουνε, να σου διοργανώσουν μία επαφή με τα παιδιά της Β’ και Γ’ Λυκείου, που καταλαβαίνουν, που αντιλαμβάνονται, και της Β’ και Γ’ Γυμνασίου, τα Γυμνάσια, και να φωνάξουν και τους καθηγητές τους. Μία ώρα μόνο, να τους δείξεις κάποια βίντεο από αυτά που δείχνεις, που έδειξες στις παρουσιάσεις –δεν μπορείς όλα να τα δείξεις. Και μετά, τα παιδιά αυτά γράφουν περιοδικά, έχουν περιοδικά. Θα σου πάρουν συνέντευξη και θα τους τα πεις». Έτσι κι έκανα. Έβγαλα τρεις πόλεις, την Λεμεσό και την Πάφο. Μία άλλη φορά που πήγα έβγαλα την Λάρνακα. Τώρα μου ’μεινε η Λευκωσία. Αλλά στην Λευκωσία θα κάνω παρουσίαση αυτό το βιβλίο και θα δούμε αν θα πάω. Λοιπόν, με αυτό τον τρόπο, μετά το υπέβαλα και στο Υπουργείο Παιδείας, το έβαλε σε όλα τα σχολεία, Γυμνάσια-Λύκεια, και είναι στις βιβλιοθήκες, βέβαια, των σχολείων. Έδωσα και εγώ δυο-τρία βιβλία σε κάθε βιβλιοθήκη και το παίρνουνε. Μετά ζήτησαν να πάρουν από μένα βιβλία οι καθηγητές, τους τα έδωσα σε καλύτερη τιμή. Και βγάζουν τώρα, ξέρω, όλα τα σχολεία στην Κύπρο βγάζουν φωτοτυπίες, τι έκαναν οι μαθητές τότε στην Αγγλοκρατία και τι πρέπει να κάνουν σήμερα οι μαθητές, να μην ξεχάσουν την πατρίδα τους, ότι είναι σκλαβωμένη. Και τα διδάσκουν σαν Νεότερη Ιστορία στα σχολεία.
Άρα αυτό το βιβλίο σας κάνει περήφανη.
Ναι, και το πρώτο και το δεύτερο, η αλήθεια να λέγεται. Τώρα, μετά από κάμποσο καιρό βέβαια, κατάφερα τον αδερφό μου –γιατί δεν ήθελε να μιλήσει, φορτιζόταν πολύ, όπως σας είπα προηγουμένως, πήγε και στον χώρο που συνέβησαν αυτά– και μου είπε: «Πάμε». Και ξεκινάω σε αυτό το βιβλίο με την επίσκεψη στα Κατεχόμενα και όλα αυτά που μου ’πε ο αδερφός μου, μέχρι που φτάσαμε… Ή, θέλαμε να πάμε κι εκεί που ήτανε η Μοίρα του –σαν βάση, δηλαδή, οι καταδρομείς είχανε το Πέλλαπαϊς– αλλά δεν τα καταφέραμε να πάμε και εκεί να μου τα πει και αυτά. Πήγαμε στον Άγιο Ιλαρίωνα, πήγαμε… γυρίσαμε την Κερύνεια όλη. Όπου έγιναν μάχες και ήταν παρών ο αδερφός μου, μου τα ’πε και τα ’γραψα. Είδαμε όλα αυτά τα τούρκικα φυλάκια, τους στρατώνες τους, και πραγματικά φύγαμε πολύ φορτισμένοι, ειδικά ο αδερφός μου. Δεν ήθελα να τον φορτίσω κι άλλο για να πάμε και στη βάση των καταδρομέων, στο Πέλλαπαϊς. Αυτό το βιβλίο τώρα, με συμβούλεψε ο εκδότης μου, να το στείλω στο Υπουργείο Παιδείας –μάλλον όχι, στη Βιβλιοθήκη του ΡΙΚ, είναι κρατικ… του ΡΙΚ. Όχι, δεν είναι του ΡΙΚ, είναι η Κρατική Βιβλιοθήκη αυτή. Και κάθε χρόνο κάνει διαγωνισμό βιβλίου της προηγούμενης χρονιάς. Και έχει πιθανότητες, μου λέει, να πάρει ένα από τα τρία βραβεία. Και θα γίνει πάρα πολύ γνωστό μετά. Έστειλα εγώ, έστειλα. Και τώρα, θα κατέβω κάτω στις 9 Μαρτίου να κάνω παρουσιάσεις σε όλες τις πόλεις. Εκείνο που μ’ ευχαρίστησε πάρα πολύ, είναι ότι βοήθησαν οι Κύπριοι όλοι. Έστειλα στην Κερύνεια –που εδρεύει… ο Δήμος Κερύνειας εδρεύει Λευκωσία– τους έστειλα ένα βιβλίο και τους ζήτησα… κι έχω γράψει και κάποια τραγούδια –ποιήματα που έγιναν τραγούδια– και τους έστειλα και τα τραγούδια αυτά να τα δούνε. Και μου απάντησαν ότι: «Πολύ ευχαρίστως» και μου δίνουν και αίθουσα και όλα, να κάνω στην Λευκωσία. Ετοιμάζω εγώ το πάνελ μου από ’δω, ετοιμάζω τα πάντα. Το μόνο που μου δίνουνε εκεί είναι αίθουσα. Και κάποιος από αυτούς, ο δήμαρχος Κερύνειας παράδειγμα –Αδούλωτης Κερύνειας λέγεται– θα απευθύνει χαιρετισμό. Θα κάνω στην Κερύνεια, στην Αμμόχωστο, που θα γίνει… που θα γίνει στην Λάρνακα. Μας δίνει ο δήμαρχος Λάρνακας –αφού του ζήτησε ο δήμαρχος Αμμοχώστου– μας δίνει αίθουσα. Λεμεσό και Πάφο. Μετά, τελειώνοντας απ’ εκεί, θα έρθω στην Ελλάδα. Θα κάνω στην Άρτα, στην Θεσσαλονίκη, στις Σέρρες –γιατί απ’ εκεί κατάγεται ο Γεώργιος Κατσάνης που σκοτώθηκε στον Άγιο Ιλαρίωνα– και μετά στην Λάρισα. Γιατί έχω φίλους εκεί, και επειδή η Λάρισα έχει πολλούς Πόντιους και πιο πολύ Σμυρνιώτες. Έχουν σύλλογο μεγάλο και αναλαμβάνουν αυτοί, οι Σμυρνιώτες, μαζί με το [01:40:00]PALSO, στην Ελλάδα, είναι και ο σύλλογος ο δικός μας. Όπου πηγαίνω λαμβάνει μέρος και ο σύλλογος ο δικός μας. Εγώ το θέλω αυτό, σαν φορέας. Λοιπόν, και θα πάω εκεί να το αναλάβει ο Σύλλογος Σμυρνιωτών μαζί με το PALSO. Να το κάνουμε κι αυτό, γιατί θέλουν οι Σμυρνιώτες. Έχει σχέση, είναι «Ένας Κύπριος αγνοούμενος στις στράτες της Σμύρνης». Να δούνε κι αυτά που… γιατί τα τραγούδια συνοδεύονται από πολύ ωραίες εικόνες, φωτογραφίες –και παλιές, ασπρόμαυρες και πολύχρωμες, καινούριες– και είναι πολύ συγκινητικές. Αρκεί να σας πω ότι στην πρώτη παρουσίαση που έκανα στο σπίτι της Κύπρου, κλαίγανε όλοι από αυτά που βλέπανε, απ’ τα τραγούδια.
Μας είπατε για τον αδερφό σας, πώς ένιωσε όταν πήγατε στα Κατεχόμενα για τη συνέντευξη… για τη… για το βιβλίο σας. Εσείς πώς νιώθετε όταν γράφετε τα βιβλία αυτά για την Κύπρο ή τα ποιήματα που μας είπατε πριν;
Τα ποιήματα μου έρχονται. Και όπως μου έρχονται, κάθομαι και γράφω αυτό που μου ’ρθε. Το βιβλίο με συγκινεί πάρα πολύ. Και προτιμώ να γράφω όταν δεν θα είμαι φορτισμένη. Άμα μου έρθει μια ιδέα δεν κάθομαι και θα πω: «Τώρα θα γράψω». Ας πούμε ότι είμαι στην αυλή μου και ποτίζω τα λουλούδια μου και μου ήρθε μια ιδέα. Επειδή είναι και τα δύο ιστορικά μυθιστορήματα, τα ιστορικά γράφονται όπως τα άκουσα, όπως μου τα είπε ο αδερφός μου τα γράφω. Αλλά το μυθιστόρημα το φτιάχνω, το πλάθω. Όταν μου έρθει κάτι, έρχομαι και το γράφω κατευθείαν στον υπολογιστή, πρόχειρα, και μετά το συνδέω με τι θέλω να το γράψω. Το έχω ήδη στον υπολογιστή και το βάζω εκεί που πρέπει να το βάλω. Φορτίζομαι. Φορτίζομαι, γι’ αυτό προτιμώ να είμαι ήρεμη όταν θα τα βάλω τα γεγονότα και τα ιστορικά και τα φανταστικά –τον μύθο, μυθολογικά δηλαδή– στη σειρά τους, για να ξέρω τι θα κάνω. Εν τω μεταξύ είπα: «Αφού έγραψα δύο, τώρα θα πρέπει να γράψω και για το χωριό που μένω, το Κομπότι». Γιατί είναι και αυτό ένα μέρος που πολέμησε και τους Τούρκους και τους Γερμανούς πάρα πολύ. Κι επειδή είχα, τρόπον τινά, ειδικευτεί στα ιστορικά μυθιστορήματα, προτίμησα να γράψω και για αυτό ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Δεν ήθελα, όμως, να γράψω για τον Εμφύλιο, γιατί υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που έχουν κατάλοιπα, που ζούνε. Και στο κάτω κάτω της γραφής, δεν θέλω και να δημιουργώ προβλήματα και να εξάπτω παρελθόν. Γι’ αυτό προτίμησα να βρω κάτι το οποίο να έχει σχέση με όλο τον κόσμο, δεξιούς, αριστερούς και τα λοιπά. Και βρήκα τον τίτλο «Το Κομπότι στην γερμανική Κατοχή». Πήρα εμπειρίες από μεγάλους ανθρώπους, δεν μου αρνήθηκε κανένας. Όπως με βοήθησαν στην Κύπρο, με βοήθησαν κι εδώ. Πήγα, μου είπαν τις εμπειρίες τους, τις έγραψα κι εκείνες εις το κασετόφωνο και τη… με βοήθησαν κι άλλοι, με φωτογραφίες παλιές. Ο άντρας μου είχε έναν θείο, αδερφό του πατέρα του, που ήταν Γυμνασιάρχης –και την εποχή εκείνη Γυμνασιάρχης ήταν πολύ μορφωμένος– και ήξερε πολλά πράγματα. Αλλά δυστυχώς, έκαψαν όλα του τα βιβλία οι Γερμανοί και το σπίτι τους, και αυτός, εκεί που πηγαίνανε, στα ορεινά, για να προστατευτούν, έπαιρνε μαζί του κάτι χαρτιά και έγραφε αυτά που γίνονταν. Και βρήκα πάρα πολλά γεγονότα εκεί και τα έγραψα όλα αυτά και το έχω έτοιμο σχεδόν και θα δω πώς θα το αξιοποιήσω και αυτό, όταν έρθω από την Κύπρο βέβαια. Το δε πρώτο μου βιβλίο, το ζήτησε η ΕΡΤ1 να το κάνει σήριαλ. Όμως, εγώ προτίμησα να τους δώσω το τρίτο το βιβλίο, που είναι για το Κομπότι. Και απευθύνθηκα στο ΡΙΚ και το διαπραγματεύονται, δηλαδή το… βλέπουν πώς μπορούν. Τους έστειλα το βιβλίο και τώρα που θα κατέβω κάτω, να πάω να δω τον διευθυντή του καλλιτεχνικού τμήματος του ΡΙΚ, να μου πει, θα το κάνει ή δεν θα το κάνει; Βολεύεται; Τον βολεύει αυτό το βιβλίο να γίνει, να το κάνει σήριαλ ή όχι; Αλλιώς να το δώσω κι αυτό στο ΡΙΚ. Στην… συγγνώμη, στην ΕΡΤ1. Προτιμώ το πρώτο να γίνει στο ΡΙΚ, γιατί είναι φτιαγμένο για την Κύπρο εκείνο, και το καταλαβαίνουν οι Κύπριοι να το βλέπουν καλύτερα από ό,τι οι Ελλαδίτες, που δεν ξέρουν –ειδικά οι καινούριοι οι νέοι, οι παλαιότεροι εντάξει– δεν ξέρουν τι… με τους Εγγλέζους τι έγινε, την Ιστορία τη νεότερη της Κύπρου. Δεν νομίζω ότι μαθαίνουν στο σχολείο εδώ. Και ένα άλλο που ήθελα να τονίσω είναι ότι το «Αδυσώπητο μίσος» το έχουνε κι όλα τα σχολεία της Άρτας. Όταν έκανα την παρουσίαση, ο υπεύθυνος των Γυμνασίων και Λυκείων της Άρτας, ήταν τότε ο Κώστας ο – πώς λεγότανε; Μου διαφεύγει το όνομά του. Τέλος πάντων, δεν μπορώ να το θυμηθώ. Και μου είπε: «Θέλω να μου φέρεις βιβλία, θα τα πληρώσει η Δευτεροβάθμια και θα τα δώσω σε όλα τα… στην Άρτα, στα σχολεία και στα περίχωρα». Ο… –όχι, μου διαφεύγει. Είναι ο σύζυγος της συναδέλφου, της Φωτεινής της Σαμάρα. Είναι καθηγητής κι αυτός και ήταν αποσπασμένος στην Δευτεροβάθμια τότε, Διευθυντής Δευτεροβάθμιας… Ξεχνάω το επίθετο του, τέλος πάντων. Και τα έδωσε στα σχολεία, και στο Κομπότι μου είπανε ότι οι ιστορικοί παίρνουνε γεγονότα και διδάσκουν για την Κύπρο. Το πρώτο. Τώρα έχω να γράψω –μάλλον, να διορθώσω, να δω τι θα το κάνω αυτό για το Κομπότι. Και έχω στείλει στο Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου άλλα δύο βιβλία. Ένα είναι κάπου διακόσιες τόσες παροιμίες γραμμένες σε κυπριακή διάλεκτο και… Ο Δημήτρης Λιπέρτης, ο οποίος είναι ο ποιητής της κυπριακής τοπολαλιάς. Αυτός έχει γράψει πολλά, σε κυπριακή διάλεκτο, ποιήματα. Και έχουν μελοποιηθεί κιόλα πολλά. Αυτός ήταν καθηγητής στην Λάρνακα και τα καλοκαίρια ήρθε στο χωριό μου και του άρεσε, επειδή είναι γραφικό και ήσυχο χωριό. Και ερχόταν τα καλοκαίρια εκεί και εκεί εμπνεότανε, εμπνεότανε και έγραφε ποιήματα, τα οποία έπαιρναν μετά και μελοποιούσαν κάποιοι. Και έγραψα τη ζωή του στην Βάσα Κοιλανίου. Επήρα απ’ εκεί συγγενείς, φίλους και αυτά, πώς συμπεριφερόταν, τι έκανε στο χωριό το καλοκαίρι που ερχότανε, πώς βοηθούσε τους φτωχούς. Ό,τι μου είπανε τα έγραψα. Και το έστειλα στο Υπουργείο Παιδείας και αυτό, να το αξιοποιήσει εκεί. Ούτε θα κάνω, θα αναλάβω εγώ, να το εκδώσω, και αυτό και τις παροιμίες. Τώρα που θα πάω, θα δω τι έγινε. Αυτά είναι τα βιβλία που έχω γράψει μέχρι στιγμής. Έχω καμιά πενηνταριά ποιήματα. Πήραν και κάποιοι να μελοποιήσουν απ’ εκείνα, εκτός απ’ αυτά που μελοποιήθηκαν, τα πέντε, που είναι στο βίντεο εδώ. Και προς το παρόν σταματώ λίγο. Σταματάω για να ξεκουραστώ λίγο τώρα. Δεν μπορώ, είμαι φορτισμένη με τις παρουσιάσεις. Να τελειώσουν κι οι παρουσιάσεις και βλέπουμε.
Λοιπόν, ωραία. Θα ’θελα τώρα να μου πείτε τι θέλετε για το μέλλον της Κύπρου. Μου ’πατε για τα παιδικά σας χρόνια στην Κύπρο, μου ’πατε για την εισβολή, μου ’πατε, μου ’πατε… Θέλω να ακούσω τη δική σας άποψη για το πώς θα θέλατε να είναι η Κύπρος στο μέλλον. Τι ελπίζετε γι’ αυτήν.
Τι ελπίζω; Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, Αγγέλα μου. Αυτό που ελπίζω –πιο πολύ μπορώ να το πω επιθυμία, όχι ελπίδα, γιατί η ελπίδα δεν δείχνει και τίποτα να γίνεται. Με όλα αυτά που σας είπα, που τουρκοποιήσαν όλο το βόρειο τμήμα του νησιού. Δεν δείχνουν να έχουνε διάθεση να το εγκαταλείψουν. Και δη τώρα, με όλα αυτά που γίνονται με την Ουκρανία, με τους Ρώσους, που δεν ξέρουν πού θα καταλήξουν και πού θα φτάσουν οι Ρώσοι και τι όρεξη έχει ο Πούτιν, θα αφήσουν την Κύπρο, με τέτοια [01:50:00]γεωπολιτική θέση που έχει μες στην Ανατολική Μεσόγειο και με τόσο αέριο, που το χρειάζεται η Ευρώπη τώρα, που κόβει, που σταματάει να παίρνει από τον Πούτιν; Δεν βλέπω. Άλλα θα πω την επιθυμία μου, ότι θα ήθελα με όλη μου την ψυχή, να ελευθερωθεί από τους Τούρκους. Για να πούμε να ενωθεί με την Ελλάδα το βλέπω δύσκολο, γι’ αυτό πρέπει να είμαστε και ρεαλιστές. Αν πούμε να ενωθεί με την Ελλάδα, τότε θα θέλει και η Τουρκία κομμάτι να ενωθεί με την Τουρκία. Γιατί να το εγκαταλείψει τότε; Πρέπει να πιεστεί η Τουρκία από την Αμερική και τους Ευρωπαίους να αφήσει την Κύπρο, σαν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ελεύθερη, να ζήσει ελεύθερη. Και η νεολαία –κυρίως η νεολαία– να μαθαίνει την Ιστορία της, γιατί όπως είπε και ο Αριστοτέλης: «Λαός που δεν γνωρίζει την ιστορία του, δεν έχει ούτε παρόν ούτε μέλλον». Και δεν θα ξέρουν από πού κατάγονται. Αυτό ελπίζω για την Κύπρο –και επιθυμώ μάλλον, όχι ελπίζω. Και αυτό που βλέπω με τη λογική, και το συζητάω και με κάποιους που γνωρίζουν καλύτερα, ότι η Κύπρος μία μέρα, όπως έχουν τα πράγματα, θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Κι όλη η Ευρώπη θα είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Λοιπόν, ας πούμε θα την προστατεύει το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν θα της επιτεθεί κανένας πια. Θα είναι μία χώρα όπως οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες πλέον, μαζί με την Ελλάδα, και στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη…
Λοιπόν, κλείνοντας, μία τελευταία ερώτηση και τελειώνουμε. Πώς σας έκανε να νιώσετε αυτή η συνέντευξη; Τι σας έδωσε;
Θύμησες, πολλές, πάρα πολλές. Είναι απλή, κατανοητή, ρωτάει κοινωνικά, πιο πολύ, και διαχρονικά θέματα. Βέβαια, επειδή τα δικά μου τα βιβλία είναι και… έχουν και πολιτική φύση, ρωτάει και για πολιτικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Και μπορώ να πω ότι εσύ που με ρωτάς, ήσουν πολύ ευγενική και πολύ διακριτική. Δεν μ’ έφερες σε δύσκολη θέση σε κανένα σημείο. Άνετα σου δίνω και μία ακόμη άμα θέλεις.
Πολύ ευχαρίστως! Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ.
Περίληψη
Η Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώστα μας διηγείται τη ζωή της. Μιλάει για τις τραυματικές της εμπειρίες από την Αγγλοκρατία στην Κύπρο, τη συμμετοχή της στον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. και της μαθητιώσας νεολαίας της Κύπρου κατά των Άγγλων, αλλά και για τα όσα γνωρίζει για την εισβολή των Τούρκων στο νησί το 1974. Μέσα από μία ανασκόπηση της ζωής της σε Κύπρο, Αγγλία, Καναδά και Ελλάδα, η αφήγηση φτάνει μέχρι το σήμερα. Ζει στο Κομπότι Άρτας, τόπο καταγωγής του συζύγου της, και ασχολείται πλέον με τη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων.
Αφηγητές/τριες
Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώστα
Ερευνητές/τριες
Αγγελική Αλβανού
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/03/2022
Διάρκεια
113'
Περίληψη
Η Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώστα μας διηγείται τη ζωή της. Μιλάει για τις τραυματικές της εμπειρίες από την Αγγλοκρατία στην Κύπρο, τη συμμετοχή της στον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. και της μαθητιώσας νεολαίας της Κύπρου κατά των Άγγλων, αλλά και για τα όσα γνωρίζει για την εισβολή των Τούρκων στο νησί το 1974. Μέσα από μία ανασκόπηση της ζωής της σε Κύπρο, Αγγλία, Καναδά και Ελλάδα, η αφήγηση φτάνει μέχρι το σήμερα. Ζει στο Κομπότι Άρτας, τόπο καταγωγής του συζύγου της, και ασχολείται πλέον με τη συγγραφή ιστορικών μυθιστορημάτων.
Αφηγητές/τριες
Τέρψα Αγαθοκλέους-Παπακώστα
Ερευνητές/τριες
Αγγελική Αλβανού
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/03/2022
Διάρκεια
113'