Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Ένας στρατιώτης εν καιρώ πολέμου»: Ο κύριος Τζαβέλας αφηγείται
Ενότητα 1
Η εκτέλεση στη Δράκεια
00:00:00 - 00:10:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας. Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας; Πολύ ευχαρίστως. Τζαβέλας Αλέξανδρος. Είναι Δευτέρα 23 Μαΐου 2022, είμαστε με τον… Αυτά τα δημιούργησε το κόμμα όλα. Τότε εγώ δεν ήμουν μέσα στα πράγματα αυτά, να έχω μπει μέσα καλά, κατάλαβες; Στις υποθέσεις αυτές ακόμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Η επιστράτευση και οι δυσκολίες στα βουνά
00:10:48 - 00:19:38
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Οι γονείς τι είπανε; Θέλανε να σταματήσετε μετά; Μετά απ’ αυτό που έγινε; Να σταματήσω τι δηλαδή; Να μην ξανασυμμετέχετε σε… Α μπα, όχι. … πορεία, μέχρι που να φτάσουμε στα Πετρίλια. Τα Πετρίλια ήτανε στο νομό Ευρυτανίας, στ’ Άγραφα, πίσω από αυτό ήτανε τ’ Άγραφα, σχεδόν ντιπ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 3
Η θητεία κοντά στον Μανώλη Μαντάκα
00:19:38 - 00:27:01
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τα λέγανε Πετρίλια, γιατί απάνω το βουνό ήτανε όλο ξεγυμνωμένο, δεν είχε τίποτα απάνω. Τα έλατα ξεκινούσαν πολύ πιο παρακάτω. Όλες οι πέτρες…διαλέξεις, να φορέσεις ένα ζευγάρι». Από τότε ρίχνανε οι Εγγλέζοι, από τότε ρίχνανε. Κάνανε ρίψεις. Πού κάνανε ρίψεις; Κάνανε στον Μέγδοβα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Οι ρίψεις των εγγλέζικων αεροπλάνων
00:27:01 - 00:32:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εδώ που είναι η λίμνη του Μέγδοβα, απ’ αυτού περάσαμε και από αυτό το ποτάμι περάσαμε τόσες φορές έτσι, πίσω από το βουνό. Έβγαινες απάνω στ…με -μου λέει ο στρατηγός- πάμε για την Αθήνα τώρα, πάμε και εμείς μαζί με τον κόσμο τον άλλον, να μην είμαστε εδώ με τις αλεπούδες», έλεγε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 5
Η επόμενη μέρα μετά την αποχώρηση των Γερμανών
00:32:48 - 00:37:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και κατεβήκαμε πάλι. Εγώ πεζοπορία, ο στρατηγός με τ’ άλογο και είχε και αυτόν τον οδηγό, που είχε πάντα μ’ ένα μουλάρι. Πήγαμε και φτάσαμε,…τώρα, ένα ποταμάκι έτρεχε και μισή ώρα δρόμο, έτσι όπως είναι ο Άγιος Ταξιάρχης απάνω, ήτανε ένα μοναστήρι εκεί. Πήγαμε στο μοναστήρι εκεί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 6
Η νέα διαταγή
00:37:17 - 00:41:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κρεβάτια, απ’ αυτά τα κρεβάτια της εκστρατείας, ένα πάνω απ’ τ’ άλλο εκεί και ήτανε τώρα… Καλόγριες ήτανε; Δεν είδαμε τίποτα, γιατί πήγαμε, …. Άντε και εγώ παιδί ήμουν, μικρό παιδί, τι ξέραμε τώρα, δεκαεφτάμισι χρονών παιδί. Αυτός ήτανε ταγματάρχης, σαρανταπεντάρης άνθρωπος ήτανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 7
Η λάθος διαδρομή και η αιχμαλωσία στο Γουδί
00:41:13 - 00:52:53
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έξω βροχή αρχίζει, κανονικά έβρεχε. Με τον Αντώνη αυτόν πάλι: «Τον ξες τον δρόμο;», «Πώς δεν το ξέρω», είπε αυτός. «Κολωνό», λέει. «Θα πάμε… κατάλαβες; Ήταν ο διάολος και σ’ έριχνε μια κλωτσιά, άμα δεν προλάβαινες ν’ ανεβείς απάνω, κατάλαβες; Χτυπούσαν ακόμα τα κότσια μας ακόμα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 8
Η εξορία στην Αίγυπτο και η επιστροφή στην Ελλάδα
00:52:53 - 01:12:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Στ’ αυτοκίνητο απάνω και δυο, ένας εδώ και ένας εκεί πίσω στην καρότσα. Ένας εδώ κι ένας εκεί και τ’ αυτόματα εκεί. «Πού θα πάμε; Πού θα πάμ…στο κατάστρωμα να βγούμε. Εκεί δεν ήταν, εκεί κάτω, στις σκάλες, μπουντρούμι μέσα που ήμασταν. Εκεί ήρθαμε στην Αθήνα. Στην Αθήνα άλλο εκεί!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 9
Το εξιτήριο, επιστροφή στο χωριό και γνωριμία με τη σύζυγο
01:12:30 - 01:37:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πήγαμε, στο Γουδί ήτανε πάλι; Στο Γουδί. Στο Γουδί να πάμε εκεί μας είπανε: «θα πάτε, για να πάρετε το εξιτήριο». Το εξιτήριο. Από πού να το… όχι. Ούτε ένα παράπονο μέχρι τώρα που έκλεισε τα μάτια. «Αλέκο -μου είπε- θα πεθάνω, θα πεθάνω -μου είπε τώρα- δεν μπορώ άλλο». Η καημένη…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Η εξορία στη Μακρόνησο
01:37:50 - 01:45:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς απ’ όλη αυτή την εμπειρία που έχετε, με τόσα που περάσατε και ειδικά τότε εκεί στον στρατό, σας έκανε πιο δυνατό; Ναι. Πιο δυνατό λέε…βαπτιστείς, να περάσεις απ’ την κολυμβήθρα. Κολυμβήθρα τι ήτανε; Ήτανε να πας ν’ απολογηθείς, να εξομολογηθείς. Πού; Μπροστά στον διοικητή.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 11
Οι αγγαρείες στην εξορία και η φάλαγγα στις γυναίκες
01:45:09 - 02:02:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μ’ είπε κι εμένα ο επιλοχίας: «Τζαβέλα, πριν περάσεις για συσσίτιο, να πας στον διοικητή μέσα, σε θέλει». Μπαίνω μέσα εγώ γρήγορα, βλέπω και…ος μετά… Ακούγανε δεξιά και τέτοια, γι ‘αυτό βγήκανε κοντά ΠΑΣΟΚ, βγήκανε το ένα, βγήκανε το άλλο. Άμα τον ζορίζεις τον άλλον, τι θα κάνει;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 12
Η ευτυχία της οικογένειας
02:02:16 - 02:06:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα θέλατε να συμπληρώσετε κάτι άλλο; Τι να πω άλλο; Να πω ένα τραγούδι; Αν γυρνούσατε τον χρόνο πίσω, θα θέλατε ν’ αλλάξετε τίποτα; Εγώ ν…βότανε μέχρι τώρα ακόμα ο καημένος, «Κουτσουβέλης». Σας ευχαριστώ πολύ! Τίποτε. Τι ευχαριστάς, ρε Καλλιόπη; Τίποτα. Να είστε καλά, γεροί!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 13
Ο σεισμός του 1955
02:06:45 - 02:16:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πριν είπατε κάτι για σεισμό. Τι έγινε τότε; Ναι το ’55. Εργαζόμασταν στον Βόλο τότε και ήτανε βραδάκι, είχαμε σχολάσει και γυρίζαμε με το τ…μέρες; Κράτησε καμιά εβδομάδα, θα έκανε. Λέγανε: «Άντε, μας θυμήθηκε πάλι. Άντε πάλι!». Ε σιγά, σιγά έσβησε να κουνάει έτσι. Ναι, ναι, ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
[00:00:00]Καλησπέρα σας.
Καλησπέρα.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Πολύ ευχαρίστως. Τζαβέλας Αλέξανδρος.
Είναι Δευτέρα 23 Μαΐου 2022, είμαστε με τον κύριο Τζαβέλα Αλέξανδρο στον Άγιο Βλάσιο στο Βόλο, εγώ ονομάζομαι Γιαννούκα Καλλιόπη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Αλέξανδρε;
Ορίστε.
Θα μας πείτε λίγα λόγια να σας γνωρίσουμε, για τη ζωή σας;
Να σας πω, πολύ ευχαρίστως. Να ξεκινήσουμε από μικρός; Λοιπόν, θα ξεκινήσουμε απ' το Δημοτικό το σχολείο. Λοιπόν, τελείωσα -να πούμε- την Έκτη δημοτικού. Ναι. Εντωμεταξύ, το 1936 πέθανε ο πατέρας μου, νέος. 39 χρονών. Ήμασταν 3 αδέρφια: εγώ ο Αλέκος, ο Βλάσης και ο Θόδωρας. Εγώ τελείωσα το σχολείο. Μετά το σχολείο, μ’ έστειλε η μητέρα μου σ’ ένα μεταξουργείο, να μάθω να στρίβω μετάξια. Εκεί έμεινα μέχρι το 1949. Λοιπόν, το 1943 πήγαινα στα Κάτω Λεχώνια και φτιάχναμε καλάθια. Είχα μάθει αυτή τη τέχνη, καλαθοποιός. Λοιπόν, μια μέρα… Ήτανε το '43. Να ξεφύγω τώρα και να πάω στην υπόθεση από εκεί; Να ξεφύγω. Μια μέρα που κατεβαίναμε το 1943. Σηκωθήκαμε το πρωί, για να πάμε για δουλειά. Επειδή ήτανε μακριά μέχρι τα Λεχώνια, μία ώρα δρόμος, πηγαίναμε πιο συντομότερα από μέσα από ένα χωριαδάκι, περνούσαμε από το Παλαιόκαστρο. Όταν φτάσαμε εκεί, ακούσαμε κάτι ριπές από πολυβόλα, που ερχότανε στο βάθος απ' τον Άγιο Λαυρέντιο, πιο μέσα από τη Δράκεια, από κάπου εκεί μέσα. Αλλά δεν τις λάβαμε υπόψη μας, γιατί είπαμε: «Ίσως οι Γερμανοί να κάνουνε τίποτα γυμνάσια, τέτοια πράγματα». Προχωρώντας προς τα κάτω κάθε 5 λεπτά, 5-6 λεπτά ακούγονταν πάλι ριπές. Φτάνουμε στα Κάτω Λεχώνια. Μόλις φτάσαμε στα Κάτω Λεχώνια εκεί, ρωτήσαμε, λέει: «Δεν μάθατε τίποτα;», «Όχι». Λέει: «Έτσι κι έτσι γίνεται, στη Δράκεια έχουν συγκεντρώσει τον κόσμο και τους εκτελούνε. Εσείς ήρθατε στα Λεχώνια;», λέει. Μόλις ακούσαμε εμείς έτσι, φύγαμε πάλι προς τα πάνω προς το χωριό. Ερχόμαστε στο χωριό εδώ. Εν τω μεταξύ, τότε ήταν ο κόσμος οργανωμένος, ήτανε το ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, αυτές οι οργανώσεις. Εγώ, με είχανε οργανώσει και εμένα στην ΕΠΟΝ. Ήμουν τότε δεκαεφτά και, δεκαεφτάμισι εκεί μέσα, χρονών. Είπανε εκεί, το συζητήσανε το πράγμα: «Ποιοι θα πάνε τώρα, να τους θάψουνε; Ποιοι θα ανοίξουνε τον λάκκο, τον μεγάλο αυτόνε, για να τους θάψουν; Να πάνε απ’ όλα τα χωριά, απ’ τις οργανώσεις». Εδώ, επειδής μας βρήκαν λιγάκι μικρότεροι εμείς, οι μεγαλύτεροι του ΕΛΑΣ, που ήτανε εικοσάρηδες, εικοσπεντάρηδες, τα καταφέρανε και στείλανε εμάς, τους μικρότερους, τις μικρότερες ηλικίες. Φύγαμε και πήγαμε στον Άγιο Λαυρέντιο. Κάναμε μία ώρα, ώσπου να φτάσουμε εκεί. Πέντε-έξι άτομα ήμασταν από εδώ. Εκεί περιμέναμε και απ’ τις Πινακάτες και απ’ τον Άγιο Γεώργιο, για να ‘ρθουν κι αυτοί, να συγκεντρωθούμε όλοι μαζί, να πάμε. Ήτανε ώρα 4:00 με 4:30, ο ήλιος έγερνε, γιατί ήτανε και προς το χειμώνα, να βασιλέψει. Ήρθανε και αυτοί και φύγαμε όλοι, κάναμε σχεδόν τρία τέταρτα να φτάσουμε όλοι. Μόλις φτάσαμε εκεί, έπαιρνε να παγώσει καλά. Τι είδαμε τώρα εκεί, μόλις πήγαμε. Πριν φτάσουμε στην εκκλησία, έχει ένα γεφυράκι, μικρό γεφυράκι θολωτό μες στη θέα από εδώ και από εκεί και καλντερίμι από πάνω. Πρώτα, πρώτα μόλις φτάσαμε εκεί, μας πήρε μία μυρωδιά, έτσι από αίμα, από... Κοιτάξαμε λιγάκι εκεί και πήρε να σκοτεινιάζει. Κατεβαίνουμε το καλντεριμάκι και πήγαμε από κάτω στην εκκλησία. Τι να δούμε; Από κάτω στην εκκλησία είχανε, 5-6 ήτανε τώρα οι σειρές; Μπορεί να ήτανε και περισσότερες οι σειρές. Όλο το προαύλιο, 120 άνθρωποι καταγή και ήτανε και άλλοι, που ήτανε από το χωριό, ίσως να ήτανε και από άλλο χωριό, που σκάβανε, τον είχανε μισανοίξει λάκκο μεγάλο, λάκκο σαν δεξαμενή. Πήγαμε και εμείς εκεί, βοηθήσαμε, σχεδόν το τελειώσαμε το λάκκο. Αρχίσαμε και κουβαλούσαμε τους σκοτωμένους. Ο ένας απ’ τα πόδια, ο άλλος πίσω από το σακάκι, απ’ τις πλάτες. Τους σέρναμε και τους πηγαίναμε εκεί. Έρχεται ένας υπεύθυνος της οργανώσεως εκεί και μου λέει: «Έλα εσύ εδώ». Μου δίνει κι ένα όπλο ιταλικό και μου λέει: «Έλα εδώ, θα πάμε από αυτόν τον δρόμο τώρα και θα πάμε πέρα προς το ρέμα», το ρέμα που κατεβαίνει το νερό από πάνω, απ’ την αετοφωλιά, απ’ τον Πλιασίδι. Πήγαμε εκεί, έχει εκεί αρκετό νερό, γιατί είχε ακόμα και χιόνι, απέναντι το βουνό, από κάτω απ’ το δρόμο είχε χιόνι. Πιο πάνω απ’ το ρέμα δηλαδή, γύρω στα 300 μέτρα, να ήταν 400, ερχόταν ο δρόμος από κάτω απ’ το Βόλο και πήγαινε στα Χάνια. Χάνια και από εκεί γύριζε και πήγαινε στο Πλιασίδι πάνω, το οποίο το Πλιασίδι, το οποίο το είχανε το Πλιασίδι τότε οι Γερμανοί, το είχανε παρατηρητήριο, για να δουλεύουν και από εδώ και στο Αιγαίο και στον Παγασητικό. Εκεί ήτανε όλος ο δρόμος πιασμένος με αυτοκίνητα, φάλαγγα. Μου λέει: «Κάθισε εδώ πίσω απ’ τον πλάτανο αυτόν και θα έχεις το νου σου. Βλέπεις αυτό εκεί το μαύρισμα, που έχει μέσα στο χιόνι; Απ’ αυτού κατεβήκανε οι Γερμανοί και περάσανε το ποτάμι και κυκλώσανε γύρω, γύρω το χωριό. Θα έχεις το νου σου και το μάτι σου εκεί καρφωμένο μήπως δεις καμία κίνηση. Μόλις θα δεις κάποια κίνηση, θα ρίξεις έναν πυροβολισμό. Έναν θα ρίξεις και θα ‘ρθεις πέρα να μας ειδοποιήσεις κι εμάς, να φύγουμε. Έφευγε αυτός, μ’ άφησε εμένα εκεί. Εν τω μεταξύ, το ποτάμι είχε αρκετό νερό και έκανε θόρυβο. Έκανε και κρύο, γιατί σε ορισμένες μεριές είχε ακόμα, είχε και χιονάκι, άσπριζε εκείνο. Απέναντι η πλαγιά ήτανε όλη ασπροβολούσε, από κάτω απ’ το δρόμο, απ’ τη φάλαγγα, απ’ τα αυτοκίνητα μέχρι το ρέμα. Κάθισα εγώ εκεί και περίμενα, περίμενα και περίμενα, δεν περνούσαν αυτές οι ώρες, γιατί μ' είπε ότι: «Θα έρθω εγώ εδώ και θα σε πάρω από εδώ πάλι να φύγουμε. Δεν θα φύγεις μοναχός σου από εδώ». Τώρα τι ώρα ήτανε; 11:30-12:00 ήτανε η ώρα, ποιος είχε ρολόι τότε, δεν είχαμε τέτοια πράγματα. Κάποια φορά άκουσα θόρυβο, ήρθε, μου λέει: «Συναγωνιστή, έλα πάμε». Πήγαμε πέρα. Πράγματι, είχανε σκεπάσει το λάκκο. Απ’ αυτοί που πήγαμε εκεί, πόσα άτομα ήτανε και από τον Αϊ-Γιώργη, απ’ τις Πινακάτες, απ’ τα Λεχώνια ήτανε. Εγώ με τον Κώστα τον Ράφτη, εμείς ήμασταν οι τελευταίοι δηλαδή, που μείναμε εκεί και φύγαμε από εκεί. Εν τέλει, φεύγουμε οι δυο μας, βγαίνουμε από πάνω, απ’ τη πλατεία, από εκεί ξεκινήσαμε, πήραμε τον δρόμο, να φτάσουμε στον Άγιο Λαυρέντιο. Από εκεί είναι δυο ώρες μέχρι εδώ. Δυο ώρες βέβαια. Κάποια φορά φτάσαμε και στο χωριό εδώ. Εδώ αγωνία η μάνα μου, η γιαγιά μου εδώ, τ’ αδέρφια μου. Σου λένε: «Τι έγινε τώρα; Πού είναι αυτή την ώρα, μεσάνυχτα;». Ήρθα, «Τι έγινε, βρε παιδί μου; Πού είσαι;». Της είπα το ιστορικό, τα γεγονότα, αυτά και αυτά. Μην συζητάς, μην συζητάς τι τρόμο και τέτοια. Αλλά ήμουν ψύχραιμος, κατάλαβες; Ήμουν ψύχραιμος, δεν μπορούσα να με πιάσει κλάμα και τέτοια πράγματα. Μπα, ήμουν σκληρός πολύ και άντεχα. Γι’ αυτό και άντεξα ξέρεις. Γι’ αυτό και άντεξα. Αυτά που έχω περάσει... Μην συζητάς. Και έτσι τελείωσε αυτήν η ιστορία. Ήρθα στο σπίτι μετά. Τελείωσε αυτό.
Εσείς όταν πήγατε εκεί, είχαν φύγει οι Γερμανοί; Ξέρατε ότι είχαν φύγει;
Βεβαίως. Ναι, αφού ήταν η οργάνωση. Η οργάνωση του χωριού, ο υπεύθυνος του χωριού και αυτοί. Βέβαια, αμ τι μες στους Γερμανούς θα πάμε εμείς εκεί; Πώς θα πάμε να τους θάψουμε;
Εσείς ξέρατε να χτυπάτε με το όπλο, όταν σας έδωσαν όπλο;
Πώς δεν ήξερα! Τα κοτσύφια ήξερα να τα σκοτώνω και τις κυριάλες; Τον άνθρωπο δεν θα μπορούσα, επειδή ήταν πιο [00:10:00]μεγαλύτερος;
Αυτή η οργάνωση, η ΕΠΟΝ…
Ναι. Η ΕΠΟΝ, ναι.
Τι έκανε; Τι άλλες δράσεις κάνατε; Τι πίστευε;
Αυτές τις οργανώσεις τις οργάνωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα τότε, όλες αυτές. Το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, την ΠΙΝΕΤ, τι ήταν αυτή η άλλη και την ΕΠΟΝ. Αυτά ήτανε παρακλάδια του ΕΑΜ. Αυτά τα δημιούργησε το κόμμα όλα. Τότε εγώ δεν ήμουν μέσα στα πράγματα αυτά, να έχω μπει μέσα καλά, κατάλαβες; Στις υποθέσεις αυτές ακόμα.
Οι γονείς τι είπανε; Θέλανε να σταματήσετε μετά; Μετά απ’ αυτό που έγινε;
Να σταματήσω τι δηλαδή;
Να μην ξανασυμμετέχετε σε…
Α μπα, όχι. Πρώτα, πρώτα πήρα θάρρος από αυτό το πράγμα μετά. Πήρα θάρρος, γιατί μετά που... Πριν απ’ τα Χριστούγεννα θυμάμαι, πριν απ’ τα Χριστούγεννα ήρθε μια διαταγή, αν μέσα στην οικογένεια είναι τρεις άντρες ας πούμε, ο ένας πρέπει οπωσδήποτε να πάει για τον αγώνα, να επιστρατευτεί και να πάει για το βουνό. Εμένα μ' 'επιανε, γιατί ήμασταν τρία αδέρφια, αρσενικοί και οι τρεις. Κι έτσι ξεκόπηκα εγώ, ένας ξάδερφός μου, κάποιος άλλος Γεώργιος Ράπτης, ένας Σαμαράς απ’ το Παλαιόκαστρο. Περάσαμε... Να πω για συνέχεια; Πήγαμε στον Αϊ-Γεώργιο. Στον Αϊ-Γεώργιο συγκεντρωθήκανε κι εκεί. Να περάσουμε τις Πινακάτες, άλλοι εκεί συγκεντρωθήκανε, Βυζίτσα συγκεντρωθήκανε και προχωρήσαμε, φτάσαμε μέχρι τον Αϊ-Γιάννη Νταμούχαρη, πίσω στο Χορευτό, τον έχουν στον Αϊ-Γιάννη Νταμούχαρη. Μείναμε στον Αϊ-Γιάννη Νταμούχαρη εκεί, περίπου ένα μήνα εκεί. Εκεί έγινε μια εκπαίδευση, πρόχειρη εκπαίδευση. Τι λέγεται, σκόπευση, σκοποβολή; Τέτοια πράγματα ένα μήνα. Μετά από εκεί... Εν τω μεταξύ, μέχρι εκεί συγκεντρωθήκαμε όλοι απ’ τα χωριά αυτά, ένας λόχος, κάπου 120 άτομα. Μείναμε ένα μήνα εκεί και μετά μια μέρα μας λένε ότι: «Τώρα θα φύγετε. Τώρα θα πάτε», «Πού;», «Θα πάτε -λέει- για τα ψηλά τα βουνά. Θα πάτε για φρουρά στην ΠΕΕΑ, στην κυβέρνηση του βουνού». ΠΕΕΑ, Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθερώσεως. «Με τι θα πάμε;», «Θα πάτε -λέει- με καΐκι». Να βγούμε στο Κουλούρι, απ ‘το Κουλούρι να γυρίσουμε πίσω στο Βένετο, κοντά απ’ το Βένετο είναι οι Κερασιές, είναι Κάπουρνα, μετά πιάνουμε για το κάμπο μέσα. Ήρθε το καΐκι, μπήκαμε μέσα. Μόλις φτάσαμε στα μισά, ακούμε βου, αεροπλάνο γερμανικό. «Μην κουνηθείτε -λέει- καθόλου τώρα, όπως είστε έτσι». Απάνω στο κατάστρωμα, όπως ήμασταν έτσι, «Μην κινείστε καθόλου». Ευτυχώς, πέρασε έτσι πιο μακρύτερα. Αν περνούσε και μας βλέπανε απάνω εκεί, θα μας θερίζανε με τα πολυβόλα. Ξεφεύγουμε από εκεί, φτάνουμε στο Κουλούρι, άντε ποδαράκια μετά. Περάσαμε όλα αυτά τα χωριά, Βένετο, την Κάπουρνα, φτάσαμε από εκεί, φτάνουμε στα Κανάλια, περάσαμε από πάνω, γιατί από κάτω τα Κανάλια ήτανε Κάρλα. Περάσαμε από πάνω. Ναι... Ξέχασα να σας πω ότι στην Κερασιά σταθμεύσαμε εκεί. Μείναμε μια μέρα και νύχτωσε και τη νύχτα πορεία, όχι την ημέρα. Τη νύχτα, για να μην μας βλέπουνε. Ήμασταν, βέβαια, 120 άτομα και φαινόμασταν, όταν περνούσαν αεροπλάνα, Γερμανοί, παρατηρητήρια και έπρεπε όλο τη νύχτα. Και τη νύχτα ξεκινήσαμε πάλι και πέσαμε μέσα στον κάμπο. Εν τω μεταξύ, είχε βρέξει και μέσα στον κάμπο, για να στραγγίζουν τα χωράφια - είναι τα λεγόμενα «αποτόκια», που τα λέγαν αυτοί - χαντάκια κομμένα, 50 πόντους βάθος και μαζεύονταν τα νερά εκεί και πηγαίναμε στον Κάλουρα, στραγγίζαμε. Μέχρι εκεί είχα άρβυλα, τα οποία μετά απ’ την πορεία, φύγανε οι σόλες από κάτω, μείνανε από πάνω τα «φούντια» που λένε οι τσαγκάρηδες, τα φούντια. Παλαμίδα, ξυπόλητος μετά και να έχει κάτι αγκαθάκια, που βγαίνανε αυτά μέσα στο νερό, νεράγκαθα μέσα στο νερό. Κάμπος τώρα, κατάλαβες; Και περπάτημα και περπάτημα και περπάτημα λοιπόν. Φτάσαμε σ’ ένα χωριό - δεν το θυμάμαι αυτό το χωριό πού ήτανε - έπρεπε όλη νύχτα, να ξημερώσει, στοπ εκεί. Μπάτσες όλη την ημέρα, το βράδυ πορεία. Το πρόγραμμα έλεγε να βγούμε στο Λιοντάρι Καρδίτσας. Το Λιοντάρι Καρδίτσας ήταν απ’ έξω από την Καρδίτσα, όχι κεφαλοχώρι, ένα χωριαδάκι εκεί. Εκεί ήτανε τώρα μια μονάδα τώρα εκεί, τι ήτανε; Λόχος ήτανε, τάγμα ήτανε; Θα σας γελάσω! Μείναμε το πρωί, τη νύχτα ξεκινήσαμε. Το πρωί φτάσαμε, στα ξημερώματα φτάσαμε στο Λιοντάρι. Ήμασταν σε κακά χάλια, από λάσπη λοιπόν, μούσκεμα δηλαδή, νερά και περνούσαμε μέσα, όπως περνούσαμε στ’ αποτόκια αυτά, αλλού δεν βλέπαμε, ξέρω εγώ τι, πλατς μέσα, νερό. Μην συζητάς, από εδώ και κάτω ήμασταν… Φτάσαμε εκεί, «Βγάλτε -μας είπαν- βγάλτε τα παντελόνια και βάλτε τα στη φράχτη». Ήτανε μια φράχτη κι ένας κήπος. «Κρεμάστε τα εκεί και στεγνώστε, τα εσώρουχα...». Μείναμε εκεί κάνα δυο μέρες. Από εκεί μετά ξεκινήσαμε πορεία πάλι. Το Λιοντάρι, βγαίνουμε απάνω, βγήκαμε στο… Αχ, πώς λεγότανε; Απιδιά Καρδίτσας λέγονταν τώρα εκεί; Τέλος πάντων, δεν το θυμάμαι αυτό το χωριό. Φτάσαμε σ’ αυτό το χωριό εκεί, εκεί μείναμε. Εκεί ήτανε ένας λόχος. Εκεί δεν είχε να πάμε καταλύματα, να πούμε, σε σπίτια μέσα στο χωριό. Ήτανε το χωριό συμπληρωμένο, όλα τα σπίτια. Ήμασταν στην εκκλησία. Στην εκκλησία μας είπαν εκεί, εντωμεταξύ, είχαν ξεκινήσει από εκεί τα έλατα και μας είπαν: «Κόψτε έλατα, κλάρες, έλατα και στρώστε πλάκες καταγή μέσα στην εκκλησία και στρώστε καταγή να μείνετε, ώσπου να μας έρθει διαταγή πάλι, να ξεκινήσουμε, να δούμε για πού». Μείναμε εκεί 5-6 μέρες. Με κολλάει εμένα μια ελονοσία, πυρετός... Απ’ την κόπωση, παρόλο που ήμουνα γερός. Ο λοχαγός εκεί λέει: «Δεν κάνει να κοιμάται εδώ αυτός, εδώ κάτω», να πούμε, κατάλαβες; Στις πλάκες. Είχε γυναικείο. Είχε γυναικείο και με καφάσια κιόλας, καφασωτό για τις γυναίκες, να με κοιτάζουν κάτω. Με βάλαν απάνω, ήτανε πάτωμα εκεί, είχε και παραθυράκια έτσι απ’ το κάτω μέρος. Κι απ’ το πάνω μέρος είχε σακούλες, μια στοίβα σακούλες εκεί. Τι σακούλες; Ξύλο, γιατί είχε και σόμπα μέσα. «Θα πάρω μία τέτοια έτσι για μαξιλάρι μια σακούλα». Σακούλα, στρογγυλή, νεκροκεφαλή. Εγώ το ‘χα βάλει εκεί και ήμουν ξαπλωμένος, πού να ξέρω εγώ, λέω: «Ξύλο θα είναι». Νεκροκεφαλή. Όλα τα σακούλια αυτά είχανε, το είχανε σαν οστεοφυλάκιο, ας πούμε εκεί απάνω. Έμεινα εκεί μια εβδομάδα περίπου, συνήλθα όμως, συνήλθα εκεί. Δεν ξέρω ήτανε και μια αποστολή εκεί εγγλέζικη. Και από εκεί 'κονομήσαμε, ας πούμε, γάλα και τι άλλο μου δώσανε; Είχε εκεί ζάχαρη και τέτοια πράγματα και ένα άλλο μαλακτικό, έτσι για βήχα και τέτοια πράγματα. Το πήρα πάνω μου, γιατί ήμουν νέος άνθρωπος ήμουνα! Από εκεί ξεκινήσαμε πάλι πορεία, μέχρι που να φτάσουμε στα Πετρίλια. Τα Πετρίλια ήτανε στο νομό Ευρυτανίας, στ’ Άγραφα, πίσω από αυτό ήτανε τ’ Άγραφα, σχεδόν ντιπ.
Τα λέγανε Πετρίλια, γιατί απάνω το βουνό ήτανε όλο ξεγυμνωμένο, δεν είχε τίποτα απάνω. Τα έλατα ξεκινούσαν πολύ πιο παρακάτω. Όλες οι πέτρες ήταν καμένες απ’ τους πάγους και απ’ τις ζέστες, ξέρω εγώ τι, και φεύγανε οι πέτρες αυτές και όλο το μέρος κάτω ήτανε, όπου να περνούσες όλο πέτρες, πέτρες, [00:20:00]πέτρες, «Πετρίλια» ήταν η ονομασία. Εκεί ήτανε η έδρα της Κυβερνήσεως. Κάθε ένας μας μοιράσανε: «Εσείς θα πάτε στο τάδε μέρος», είχε φυλάκιο. «Εσείς θα πάτε εκεί, θα πάτε εκεί φρουρά». Εμένα με γνώρισε ένας, ανθυπολοχαγός ήτανε, αντάρτης δηλαδή εκεί! Μ’ είδε που ήμουν έτσι φιλότιμος, πρόθυμος, ξέρω εγώ τι. «Ρε συναγωνιστή -λέει- θέλεις να πας στον θείο μου, τον Μανώλη τον Μάντακα; Είναι στρατηγός. Να πας εκεί, θα περάσεις καλά. Ναι, ούτε σκοπιά ούτε τίποτα. Θα είσαι εκεί μαζί». «Πάω και βέβαια πάω». Πρόθυμος. Πήγα εκεί, γνωριστήκαμε λοιπόν. Αυτός ήταν απ’ την Κρήτη, Κρητικός. Εμμανουήλ Μάντακας, μ’ ένα αστέρι. Είχε τη στολή του, μπότες κόκκινες και είχε και έναν άλλον πάλι, που το είχε στο ζώο. Είχε ένα άλογο κόκκινο, λεβεντοάλογο. Μ’ αυτό γύριζε καβάλα. Λοιπόν, και έμενε σ’ ένα σπίτι. Το σπίτι αυτό ήτανε, δεν κατοικούσε κανένας άλλος. Καλό σπιτάκι, όλα ήτανε με ξύλο μέσα ντυμένα, πάτωμα, ταβάνια, όλα ξύλινα. Καλό, αλλά και πηγαίναμε και προς το καλοκαίρι, δεν ήτανε χειμώνας να πεις ότι ήτανε κρύο. Νερά, κρύα, πάγος, πάγος το νερό, να μην μπορείς να το πιεις. Να βλέπεις απ' τη ρίζα απ’ το έλατο και να βγαίνει νερό. Τώρα, τι έκανα εγώ εκεί; Εγώ, κάθουμουν το βράδυ... Αυτός κοιμόταν στο δωμάτιο κι απ' έξω είχε είσοδο, θυμάμαι είσοδο σαν μεσάντρα που λέγανε παλιά και από κάτω απ’ την μεσάντρα είχε σκάλα, που κατέβαινε κάτω. Κάτω είχε κι άλλο πάτωμα. Εκεί είχα το κονάκι μου εγώ, στο πάτωμα κάτω και κοιμόμουν. Εν τω μεταξύ, είχε κι άλλον ανιψιό. Είχε τον Αχιλλέα αυτός ο στρατηγός. Είχε τον Αντώνη. Αντώνης Μάντακας λέγονταν εκείνος εκεί, είχε και τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας -δεν ξέρω το επίθετο, πώς λέγονταν- τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας είχε ένα αυτόματο γερμανικό μόρσιμο. Αυτό μου το ‘δωσε εμένα, το ‘δωσε εμένα. «Αλέξανδρε εδώ αυτό θα το … στο μαξιλάρι σου να κοιμάσαι. Θα μου το δώσεις εμένα, όταν θα χρειαστεί να το ζητήσω εγώ». Αυτός ήτανε πολιτικός -πως τους λέγανε αυτούς- ήτανε καπετάνιος. Καπετάνιοι τότε λέγανε τους πολιτικούς. Αυτοί που μιλούσαν, καθοδηγούσαν για το κόμμα και γι’ αυτά και τέτοια πράγματα. Και δεν το χρειαζόταν αυτό και μου το ‘δωσε εμένα. Εν τω μεταξύ, γνώρισα και μια, παρακάτω ήτανε μια γειτονιά. Εκεί την γνώρισα καλά. Συστηθήκαμε και αυτή πολλές φορές μου ‘δωκε καφέ, μ’ έφτιαχνε εκεί, μ’ έβλεπε μικρό. Αυτή είναι παντρεμένη, είχε τρία παιδιά; Τρία παιδιά και ο άντρας της γύριζε κι αυτός κάτω προς τα χωριά, στις Αλιές εκεί. Τι έκανε τώρα, τι δουλειά έκανε, δεν ξέρω. Και συστηθήκαμε και μου λέει... Εν τω μεταξύ, πιο παλαιότερα εκεί, πριν από ένα, από δυο χρόνια δεν ήτανε τώρα εκεί, τότε ήτανε πιο μπροστά, ήτανε εγκατεστημένη μια μονάδα εκεί. Εκεί είχανε ένα κοτέτσι, 100 κότες μέσα. Ένα μεγάλο μέρος με σίτα απ’ έξω και κότες μέσα εκεί και ο στρατηγός λέει: «Να πας να πεις στον συνταγματάρχη από πάνω, να σου δώσει μία κότα και να τη δώσεις στην κυρία...», δεν το θυμάμαι τώρα αυτό από τότε. «Να το δώσεις να το φτιάξει, να το μαγειρέψει, να το φτιάξει με μπάμιες». Πήγα εγώ προς τον συναγματάρχη: «Κύριε συνταγματάρχα... Συναγωνιστή», το «κύριε» τότε πάει, είχε πεθάνει το «κύριε», «συναγωνιστή συνταγματάρχα». Πιάνει μία, τη σφάζει κιόλας εκεί: «Πάρτη». Την πήρα εγώ, την πήγα σ’ αυτήν. Την μάδισε καλά αυτή, όλα τα ‘φτιαξε. Φτιάχνει ένα φαγητό, μην συζητάς, αυτό θα το θυμάμαι. Έγινε το φαγητό, μου βγάζει μια μερίδα στο πιάτο, να δεις τι έπαθα. Ανέβηκα πάνω στη σκάλα και όπως ανέβηκα στη σκάλα πάνω και ήτανε η είσοδος η μικρή αυτή, για ν’ ανοίξω την πόρτα να μπω μέσα, πώς πιάστηκε το παπούτσι, φεύγει το πιάτο κάτω, τα κοψίδια, το κοτόπουλο. «Τι έγινε, μανάρι μου;». Του λέω: «Τι να γίνει, στρατηγέ μου, τι να γίνει; Αυτό κι αυτό έγινε». «Ξέρεις, πώς κάνεις τώρα εσύ;», είπε. «Όταν η κότα βλέπει κανένα μαχαιράκι, κανένα τέτοιο, κοιτάζει με περιέργεια τι είναι αυτό, έτσι και εσύ κοιτάζεις τώρα το πιάτο. Άντε μάζεψέ τα αυτά από κάτω και πήγαινε από πάνω να δεις, έχει άλλο;». Ευτυχώς είχε κι άλλο, ήταν ολόκληρο, ντόπιο τώρα, κοτόπουλο ντόπιο και με άλλη μερίδα και πήγα από κάτω. Στραβομάρα! Μην συζητάς να πούμε. Πώς πιάστηκε η μύτη απ’ την αρβύλα; Τώρα ήτανε και λιγάκι μεγαλούτσικες τότε. Όταν πήγα, πήγα ξυπόλητο τάγμα εκεί, ξυπόλητος πήγα εκεί. Και μ’ είδε αυτός ο Αντώνης, ο ανιψιός του, «Τι παπούτσια;», του λέω. «Περπατούμε δέκα μέρες. Δέκα μέρες έχουμε απ’ το Πήλιο να φτάσουμε εδώ πάνω, θα μείνουνε παπούτσια;». Μου λέει: «Πήγαινε από πάνω στον συνταγματάρχη, στον εφοδιασμό, να πας στην αποθήκη εκεί να διαλέξεις, να φορέσεις ένα ζευγάρι». Από τότε ρίχνανε οι Εγγλέζοι, από τότε ρίχνανε. Κάνανε ρίψεις. Πού κάνανε ρίψεις; Κάνανε στον Μέγδοβα.
Εδώ που είναι η λίμνη του Μέγδοβα, απ’ αυτού περάσαμε και από αυτό το ποτάμι περάσαμε τόσες φορές έτσι, πίσω από το βουνό. Έβγαινες απάνω στο βουνό, κατέβαινες τον Μέγδοβα. Ανέβαινες από εκεί πάνω στο βουνό, το Μέγδοβα, έτσι, έτσι, έτσι, γύρω από τα βουνά. Και δεν είχε πολύ νερό τότε, αλλά εκεί που έγινε τώρα — ξεφεύγω από το ένα και πάμε στο άλλο — εκεί που έγινε τώρα η λίμνη μέσα, εκεί ήτανε ένα ισιάδι. Μεγάλο ισιάδι, κάμπος, κατάλαβες; Εκεί το είχανε αεροδρόμιο. Εκεί πηγαίνανε και κάνανε τις ρίψεις τα εγγλέζικα τ’ αεροπλάνα. Λοιπόν, να πω για το τέτοιο, για τον συνταγματάρχη. Πήγα, πήρα και τ’ άρβυλα, τα φόρεσα ωραία, ξέρω εγώ τι, «Είναι καλά;», μου είπε ο στρατηγός. «Καλά, σου ‘ρχονται καλά;», «Καλά, καλά, στρατηγέ μου», λέω εγώ. «Ωραία, εντάξει». Ε να σου πω και για τ’ αεροπλάνα, για τις ρίψεις τώρα. Όταν θα γινόταν ρίψεις, με τον ασύρματο βέβαια, κάθε μονάδα τότε είχε το σύνταγμα, είχανε και ασύρματο, κατάλαβες; Και ειδοποιούσαν ότι «απόψε θα ‘ρθουν τ’ αεροπλάνα -δυο αεροπλάνα, ξέρω εγώ τι- να κάνουν ρίψεις». Πάντοτε έρχονταν 01:00, 24:00, 01:00 εκεί μέσα, τα μεσάνυχτα. Όταν θα γίνουν ρίψεις, αυτά γινότανε πριν — πάω απ’ το ένα στο άλλο τώρα — πριν πάω στο στρατηγό ακόμα. Ήτανε και αυτός ο Ράφτης, ο Γιώργος ο Ράφτης αυτός. Αυτός είχε υπηρετήσει και στην Αλβανία, ήτανε μεγάλος. Όταν ‘θελα γίνουν οι ρίψεις, ‘θελα πάνε, πηγαίνανε αυτοί. Πήγα και εγώ μια φορά, αλλά δεν ήθελα να καθίσω, να κάθεσαι να περιμένεις. Ανάβανε τέσσερις φωτιές, όπως ήτανε μια λάκκα, ίσιωμα όλο, μία εκεί, μία εκεί φωτίζανε — άκου τώρα — για να βλέπουνε τ’ αεροπλάνα πού θα ρίξουν τ’ αλεξίπτωτα, κατάλαβες; Τα εφόδια. Και είχανε και ένα οπτικό με μπαταρία κάτω στα πράγματα, σαν φακός ήτανε και μ’ εκείνο κάνανε σήματα. Τι σήματα ήτανε αυτά; Έπρεπε να ξέρεις από αυτά τα πράγματα. Και μόλις ακούγονταν ο θόρυβος, απ’ την Καρδίτσα μέσα ακούγονταν, που ήτανε βαθιά και έρχονταν και πλησιάζανε εκεί, βλέπανε τότε τις φωτιές πού ήτανε και κανονίζανε το μέρος. «Βουουου», γύρω, γύρω, γύρω και έβλεπες ένα, δύο, τρία, τέσσερα αλεξίπτωτα, ομπρέλες. Ομπρέλα άλλη από εκεί, ομπρέλα άλλη από εκεί. Εμείς τώρα πηγαίναμε εκεί, 15-20 άτομα να περισυλλέξουμε όλα αυτά, γιατί [00:30:00]όπως φυσούσε και αέρας λιγάκι, το πήγαινε άλλο σε δέντρο, από εδώ, από εκεί να τα μάσουμε, να τα συγκεντρώσουμε, γιατί ήτανε και οι Εγγλέζοι, δυο ή τρεις έρχονταν. Έρχονταν Εγγλέζοι εκεί, για να παρακολουθούν και αυτοί και να συγκεντρώσουν τα πράγματα, να ειδοποιήσουν με τα ζώα να ‘ρθουν, να τα πάρουν, να τα φορτώσουν, να τα πάνε, η επιμελητεία κάπως. Και τα ρίχνανε. Άντε, ήρθαν τ’ άλλα τ’ αεροπλάνα. Πάντως, αυτού μέσα ερχόταν δυο. Δεν θυμάμαι ήρθε καμιά φορά τρεις; Και τα ρίχνανε. Τι είχανε μέσα; Και τι δεν είχανε, του πουλιού το γάλα. Τι ήθελες; Μπισκότα, μαρμελάδες, σοκολάτες, τσιγάρα; Τσιγάρα, κάπνιζα κι εγώ τσιγάρο τότε και αυτός ο Γιώργος ο Ράφτης έμεινε εκεί. «Δέσε από κάτω το παντελόνι, δεσ’ το καλά μέσα στην αρβύλα μ’ ένα σχοινί και ρίξε τα πακέτα μέσα εδώ». Πακέτα τσιγάρα, που εκεί είχανε απάνω έναν ναύτη, άρωμα, ωραία τσιγαράκι. Γιατί καπνίζαμε τσιγάρα, καπνίζαμε, αλλά μας δίνανε καπνό κομμένο και χαρτί. Και συγκεντρώνανε, λοιπόν. Άλλα τρόφιμα, πατάτες αποστειρωμένες, κομμένες, ξερές πατάτες, τις οποίες τις έβαζες, τις φούσκωνες, τις έβαζες στο τηγάνι, στην κατσαρόλα και τις μαγείρευες. Άλλα, όσπρια. Πολλά πράγματα. Μέχρι είχανε μπακαλιάρο τότε, δέματα ολόκληρα μπακαλιάρο, ψάρια αλμυρά. Και αυτά όλα τα συγκεντρώνανε και τα πηγαίνανε στην επιμελητεία. Και μετά από εκεί, γίνηκε η δουλειά έτσι και πήγα εγώ, δεν έφτιαχνα τέτοια πράγματα εγώ. Δεν έφτιαχνα τίποτα, εδώ παλεύουμε, όλη μέρα έτσι την περνούσα εκεί, με κουβέντα με τον στρατηγό. Όταν έφευγε και πήγαινε ο στρατηγός αλλού πουθενά, πάλι μοναχός μου εγώ εκεί στο σπίτι, σπιτικός. Έμεινα εκεί μέχρι που πλησιάζει η ώρα να φύγουν οι Γερμανοί. Μαθαίναμε τα γεγονότα τότε, ότι «έτσι κι έτσι» και μόλις μάθαμε ότι φεύγανε οι Γερμανοί, είχανε προετοιμαστεί πριν από μια μέρα όλοι, «Φεύγουμε -μου λέει ο στρατηγός- πάμε για την Αθήνα τώρα, πάμε και εμείς μαζί με τον κόσμο τον άλλον, να μην είμαστε εδώ με τις αλεπούδες», έλεγε.
Και κατεβήκαμε πάλι. Εγώ πεζοπορία, ο στρατηγός με τ’ άλογο και είχε και αυτόν τον οδηγό, που είχε πάντα μ’ ένα μουλάρι. Πήγαμε και φτάσαμε, πορεία πάλι, στο Γαλαξίδι. Στο Γαλαξίδι, θυμάμαι τότε εκεί, τα ‘χανε ρημάξει οι Γερμανοί, ανατινάξει. Εφόδια, τέτοια δεν είχανε αφήσει τίποτα, κατάλαβες; Θυμάμαι εκεί κάτι γεννήτριες, ρεύμα, όλα ανατιναγμένα. Μείναμε εκεί κάνα-δυο μέρες και απ’ το Γαλαξίδι μετά με καΐκι βγήκαμε στο Γερμανό. Γερμανό, κάπως έτσι λέγεται, μια παραλία. Τώρα έχει χωριό παραπάνω. Και θυμάμαι τότε δεν είχανε βάρκα. Πού να πιάσει το καΐκι; Να πιάσει έξω, δεν μπορείς να πιάσεις, παραλία ήτανε. Σταθήκαμε πιο μέσα στα βαθιά, στα βαθιά. Τα βαθιά όταν λέμε, μια μέση, μισός άνθρωπος. Και απ’ την οργάνωση ήρθανε μετά εκεί και ξεγυμνωθήκανε, με το εσώρουχο και μας πήραν έτσι έξω, αγκαλίτσα που λέμε έτσι, κατάλαβες;. Αυτός εκεί κι εμείς έτσι από τον λαιμό, όπως κάνουν τα μικρά τα παιδιά, και μας βγάλανε έξω. Ούτε βάρκα ούτε τίποτα να είναι. Από εκεί με τ’ αυτοκίνητα κοντά, αυτοκίνητα είχανε πάρει οι αντάρτες τότε, ιταλικά. Εδώ θυμάμαι στο Μέγδοβα, τότε που με τα πόδια περνούσαμε και περπατούσαμε εκεί, είχανε φτιάξει εκεί δρόμο. Και απ’ την Καρδίτσα — τώρα δεν ξέρω πού συνδέονταν αυτός ο δρόμος — και απ’ την Καρδίτσα τα ‘χανε φέρει δίπλα στο ποτάμι και όπως ήτανε δέντρα, το ποτάμι τίποτα περνούσε από κάτω και από πάνω δέντρα καλυμμένο, δίπλα είχε ένα ανοιχτό μέρος. «Βρε, τι είναι αυτά; Αυτοκίνητα», από εκείνα τις κουτσομούρηδες, τ’ αυτοκίνητα τα ιταλικά, κάτι άλλα φορτηγά, κάτι σαν τζιπ, τέτοια. Και τα ‘χανε όλα εκεί, καμουφλαρισμένα μέσα, τρυπωμένα, είχανε και τέτοια. Κάνανε το κουμάντο τους, βέβαια. Στην Αθήνα μετά πήγαμε — πού ήτανε — οδός Σίνα, απάνω απ’ το πανεπιστήμιο. Εκεί ήτανε ένα κτίριο, εκεί εγκαταστάθηκα. Από εκεί τον έχασα εγώ τον στρατηγό. Μετά ο στρατηγός πού πάει; Πήγε με τους μεγάλους, πολιτικοί, στρατιωτικοί, τι ήτανε. Εγώ πάλι, μ’ έριξαν σε λόχο, σε λόχο, φρουρά που ήμασταν εκεί, στο κτίριο αυτό. Εκεί απ’ το κάτω μέρος του δρόμου, εκεί τι ήτανε, ρε παιδί μου εκεί; Ήτανε ένας κήπος εκεί μέσα μάλλον, εκεί πίσω απ’ το πανεπιστήμιο. Αυτά έτσι τα θυμάμαι λιγάκι τώρα… Κήπος, λοιπόν. Και εκεί τι είχανε εκεί μέσα; Ψευτοκαταφύγια ήτανε, τέλος πάντων. Εν τω μεταξύ, τα πράγματα αρχίσανε και σκουραίνανε μετά. Αρχίζαμε και βαδίζαμε προς τα Δεκεμβριανά, τότε που γίνανε τα Δεκεμβριανά. Δεν μπορούσανε να τα βρούνε τότε με τσι Εγγλέζοι. Πήγανε ν’ αποφύγουνε τη σύγκρουση, δεν γίνονταν. Ξεκίνησαν τα συλλαλητήρια, κατέβηκε ο κόσμος κοντά Αθήνα, βούιζε, κόσμος, λαός. Μία — πρώτη ήτανε; Δυο, τρεις, τρίτη ημέρα ήτανε; Τρίτη ή τέταρτη ήτανε; Μας λέει ο λοχαγός: «Φεύγουμε», «Πού θα πάμε, συναγωνιστή λοχαγέ;», «Θα πάμε -λέει- σε μοναστήρι, να γίνουμε καλόγεροι». Λοιπόν, φεύγουμε από εκεί και μας πήγανε, ένα ποταμάκι έτσι, όσο το θυμάμαι τώρα, ένα ποταμάκι έτρεχε και μισή ώρα δρόμο, έτσι όπως είναι ο Άγιος Ταξιάρχης απάνω, ήτανε ένα μοναστήρι εκεί. Πήγαμε στο μοναστήρι εκεί.
Κρεβάτια, απ’ αυτά τα κρεβάτια της εκστρατείας, ένα πάνω απ’ τ’ άλλο εκεί και ήτανε τώρα… Καλόγριες ήτανε; Δεν είδαμε τίποτα, γιατί πήγαμε, φτάσαμε θαμπά, καλόγριες ήτανε, καλόγεροι, τι ήτανε; Μας είπανε εκεί: «Εδώ θα μείνετε». Άκου να δεις! Άμα έχεις τύχη, διάβαινε και ριζικό, περπάτα! Και έρχεται σε λιγάκι ένας ανθυπολοχαγός μέσα και λέει: «Τι ώρα είναι;». Η ώρα θα ήτανε 09:30-10:00. Λοιπόν, «Πήραμε μία είδηση τώρα, κάποιος πρέπει να κατεβεί». Δηλαδή, ο δρόμος ο δημόσιος ήταν εδώ και η διαδρομή αυτή, που για να πας στο δημόσιο εκεί από το μοναστήρι ήτανε από εδώ μέχρι τον Άγιο Ταξιάρχη, να βγεις απάνω στον Ταξιάρχη. Λοιπόν, «Ποιος θα πάει; Ποιος θα πάει; Πας Τζαβέλα εσύ;», «Πάω», «Παρ’ τ’ αυτόματο», «Τον δρόμο;», «Τον δρόμο απ’ εκείνο που ήρθαμε, απ’ το ποταμάκι, εσύ θα έχεις σημάδι το ποταμάκι, όπως πάει το ποταμάκι, δίπλα απ’ το ποταμάκι, το ποταμάκι, το ποταμάκι και θα βγεις κάτω στο δρόμο ακριβώς, από εκεί που βγήκαμε. Εκεί θα είναι μια κούρσα και θα σε περιμένει. Θα σε πάρει η κούρσα και θα πάτε στα Άνω Λιόσια. Στα Άνω Λιόσια εκεί θα βρείτε, θα πάτε στα γραφεία εκεί και θα βρείτε τον ταγματάρχη τον Παπαδάκη και θα του δώσετε αυτό το έγγραφο. Με προσοχή το έγγραφο, τα μάτια σας δεκατέσσερα». Το παίρνω εγώ, παίρνω και τ’ αυτόματο, μοναχός μου τώρα έτσι, τέλος πάντων ήμουν ψύχραιμος. Δεν… Να πω… Πρώτη φορά εγώ τώρα, απάνω απ’ τον Ταξιάρχη να κατεβείς τώρα ας πούμε στο Παλαιόκαστρο κάτω, να πάρεις τ’ αυτοκίνητο! Πάω σιγά-σιγά, με ησυχία. Το ποταμάκι ακούγονταν, νύχτα ήμουν, πάω κάτω, πράγματι, ήταν η κούρσα εκεί, με περίμενε, Αντώνη τον λέγανε τον σοφέρ αυτόν. Ήταν κι αυτός πολιτικός επιστρατευμένος, οικογενειάρχης κι ο άνθρωπος αυτός. Μου λέει: «Μπέκα μέσα και πάμε». Εν τω μεταξύ, αρχίνησε και ψιλόβροχο. Φως στην Αθήνα, μπούφος, τίποτα, σκοτάδι όλη η Αθήνα, πίσσα. Όλα ανατιναγμένα, γεννήτριες, ηλεκτρικές, δεν είχε τίποτα. Ψιλόβρεχε και ίσα-ίσα βγάζει ο δρόμος καταγή. Λοιπόν, «Τον ξέρεις τον δρόμο καλά;», του ‘πα. «Πως δεν τον [00:40:00]ξέρω, δεν τον ξέρω;», λέει. «Ξέρω και τα Άνω Λιόσια -λέει- είναι Άνω Λιόσια, Κάτω Λιόσια». Πάμε, πήγαμε στα Άνω Λιόσια και λοιπόν, αρχίζει βροχή καλή, κοντά έβρεχε. Πήγαμε απάνω, τον ταγματάρχη εγώ τον γνώριζα, τον γνώριζα από τον στρατηγό. Ήτανε κολλητοί πολύ και έρχονταν εκεί ο ταγματάρχης. «Τι γίνεται, συναγωνιστή Αλέκο;», μου έλεγε. «Τι κάνεις αυτού;», «Καλά», «Ήθελες να ήμασταν στον Βόλο τώρα; Να τρώγαμε κάνα κερασάκι εκεί. Τι καλά θα ήτανε!». Πήγα εκεί, Στέλιο τον λέγανε. Πήγα και του ‘δωσα, «Βρε, καλώς τον Αλέκο! Τι γίνεται; Τι πράγμα;», «Αυτό κι αυτό», «Α, αυτό δεν είναι για μένα, είναι για παραπέρα ακόμα», λέει. Άρχισα εγώ, λέω: «Ποιος ξέρει πού θα πάμε». «Θα πάμε μαζί», λέει ο ταγματάρχης. «Θα πάμε στο πρώτο σώμα στρατού». Το πρώτο σώμα στρατού τότε ήτανε Κολωνός. Άντε και εγώ παιδί ήμουν, μικρό παιδί, τι ξέραμε τώρα, δεκαεφτάμισι χρονών παιδί. Αυτός ήτανε ταγματάρχης, σαρανταπεντάρης άνθρωπος ήτανε.
Έξω βροχή αρχίζει, κανονικά έβρεχε. Με τον Αντώνη αυτόν πάλι: «Τον ξες τον δρόμο;», «Πώς δεν το ξέρω», είπε αυτός. «Κολωνό», λέει. «Θα πάμε εκεί, ότι τίποτε, θα σταματάς», λέει. Πράγματι, σε κάθε τετράγωνο ήτανε αντάρτης, κάθε τετράγωνο στον δρόμο. Πηγαίνανε με το όπλο, σταματούσε. Σταματούσε. «Συναγωνιστές, περάστε». Παρακάτω άλλος πάλι. Ώσπου να φτάσουμε ήτανε αρκετός νόμος. Κάποια στιγμή, μετά το «αλτ» — αυτό ήτανε, διαφορετικό ήτανε — προχωράγανε. Πού πεταχτήκαμε, πού μας πήγε αυτός; Έχασε τον δρόμο ο άνθρωπος. Έχασε τον δρόμο, νύχτα και έβρεχε και δεν έβλεπε και αντί να πάρει αυτόν τον δρόμο ας πούμε, όπως έστριψε. Πού μας πήγε λες; Στου λύκου το στόμα, μέσα σε μια μονάδα εγγλέζικη, απ’ ήταν στρατοπεδευμένη εκεί στο τετράγωνο, σ’ ένα τετράγωνο ολόκληρο με συρματόπλεγμα γύρω-γύρω. Πού πήγαμε και κοιτάζαμε το πρωί; Πώς βρεθήκαμε εδώ μέσα; Τι δουλειά είχαμε εδώ μέσα; Εκεί με το που τέτοιο, όπου πεταχτήκανε ένας από εκεί, άλλος από εκεί, οι Εγγλέζοι. «Πω, πω». Ήξερε κάτι εγγλέζικα ο ταγματάρχης. Ήρθε μπροστά σ’ εμένα ένας: «Come on», μ’ έκανε με το όπλο, «Come on, sit down, sit down», να καθίσω κάτω, «Sit down». Με τράβηξε κοντά. Ξέχασα να σας πω, μ’ έδωσε, τελευταία δηλαδή ντύθηκα, «Αυτός πηγαίνει και στον στρατηγό, να μην είναι», μ’ είχανε δώσει καινούρια εγγλέζικα ρούχα και μ’ είχανε δώσει αμερικάνικη χλαίνη, καινούρια χλαίνη, αμερικάνικη απάνω εκεί. Τάχα σκότωσα τον Εγγλέζο και την πήρες να πούμε εσύ. Εγώ, με βγάζουν έξω, με τράβηξε εκεί, βγήκα έξω, είχα αφήσει το όπλο εκεί. Πήρε το όπλο, τον ταγματάρχη δεν τον κοιτάξανε. Ο ταγματάρχης είχε ένα γερμανικό… Μια πιστόλα τέτοια ωραία με θήκη και ήτανε και μερακλής, Κρητικός ήτανε κιόλας. Και εδώ, όπως ήτανε η εξάρτηση, είχε φτιάξει θηλίτσες — όχι αυτός, στον τσαγκάρη — θηλίτσες, θηλίτσες, είχε βάλει τι; Σφαίρες. Σφαίρες μπροστά και αρμαθιά εδώ οι σφαίρες, στην εξάρτηση, αλλά φορούσε τη χλαίνη και δεν φαινόταν αυτά, κατάλαβες; Μας παίρνει εκεί. Ήμασταν σ’ αυτό το σημείο, όπως μετά είδαμε, μάθαμε, στον σταθμό Λαρίσης. Τι δουλειά είχαμε και βρεθήκαμε εκεί; Έχασε ο άνθρωπος τον δρόμο και μας πήγε, μην συζητάς. Είχε μια σκάλα, καμιά δεκαριά σκαλιά είχε και πήγαινες μέσα. Τι ήτανε εκεί; Μας ανεβάζουν απάνω εκεί. Είχε σκάλα και απ’ τη σκάλα είχε και άλλον όροφο απάνω. Καμιά φορά με φακό γκράπα-γκρούπα, γκράπα-γκρούπα κατέβαινε ένας, Εγγλέζος, λοχαγός ήτανε, λοχαγός ήτανε, τρία είχε εδώ πάνω. Με τον φακό και απ’ την άλλη μεριά είχε το πιστόλι. «Come, come», αρχίνησε όλη την ώρα, αλλά — σε είπα — ο ταγματάρχης ήξερε, ε όχι πάρα πολλά, λιγάκι συνεννόηση γίνονταν. Τα χέρια πάνω, τα χέρια πάνω εκεί. Ήρθε και Εγγλέζος άλλος, μ’ έψαξε εδώ. Εγώ είχα κάνα-δυο χύμα σφαίρες απ’ το μόρσιμο το αυτόματο. «Εεε» έκανε και κούνησε το κεφάλι. Πάω εκεί, τη χλαίνη απ’ το κουμπί, το ξεκούμπωσε, ανοίγει, βλέπει από μέσα, λέει: «Εεεε». Σου λέει: «Τι είναι ετούτος εδώ, αρματωμένος». Πήρε την πιστόλα. Ο ταγματάρχης ο καημένος — σαν τώρα τον θυμάμαι — να κλάψει φαινόταν. Μας πήραν, λοιπόν, απάνω. Τη σκάλα κατέβηκε αυτός από εκεί και μας πήγαν απάνω. Απάνω ήτανε μια αίθουσα μεγάλη, σάλα ολόκληρη ήτανε και είχε όλο κρεβάτια μέσα. Τι να ήταν αυτό; Νοσοκομείο, τι; Κανένα άλλο ίδρυμα τίποτε; Όλο κρεβάτια ήτανε μέσα. Ο ταγματάρχης στενοχωριόταν. Το έγγραφο, το έγγραφο, που το ‘χε αυτού απάνω, κατάλαβες; Μην το ψάξουνε, κατάλαβες τι γίνεται;. Και λέει εγγλέζικα, ο σκοπός Εγγλέζος ήτανε εκεί απάνω και μας είπε: «Στα κρεβάτια, καθίστε αυτού». Κάνει νόημα «πάω τουαλέτα», κατάλαβες; Για τουαλέτα του ‘δειξε να πάει εκεί και πάει μέσα και έσκισε το έγγραφο και το πέταξε μέσα στη λεκάνη και τράβηξε να πούμε. Διάολος ήτανε, χτυποκάρδι είχε ο άνθρωπος. Ποιος ξέρει τι έγραφε το έγγραφο! Υπηρεσία ήτανε, τι ήτανε, για κινήσεις τίποτε στα στρατεύματα, στρατός παραπέρα να έρθει; Ποιος ξέρει τι έγραφε εκεί. Την επαύριον τον πήραν τον ταγματάρχη. Έμεινα εγώ με τον σοφέρ. Ξέχασα να σας πω, ο σοφέρ, ήμασταν κάτω με τα χέρια πάνω. Όπως είχαμε τα χέρια πάνω, λιποθύμησε ο Αντώνης αυτός. Και μ’ αυτόνε την επαύριον τη βγάλαμε εκεί απάνω. Μας φέρανε κάτι άκρες λίπες για φαγητό, που δεν είχαμε όρεξη για να φάμε. Την άλλη την ημέρα μας παίρνει από εκεί αυτοκίνητο και μας πήγανε — το Πολυτεχνείο ήτανε, πού ήτανε — μας πήγαν εκεί. Ήτανε κι ένας ακόμα εκεί κι αυτός συναγωνιστής. Είχε ένα δωμάτιο εκεί, μας είπανε: «Αυτού θα πάτε». Ήμασταν οι τρεις μας τώρα εκεί. Εκεί αρχίνησε η αγγαρεία. Εκεί ήτανε τάγμα, τάγμα ολόκληρο εγγλέζικο. Χιαστί, σύρματα γύρω, γύρω και είχε και στο κάτω το μέρος ένα χώρο αδειανό, χωρίς κτίσματα, είχανε εκεί, φτιάχνανε, φέρανε έναν γκασμά, για να φτιάξουμε, να σκάψουμε έναν λάκκο να πούμε, κατάλαβες; «Θα μας σκοτώσουνε, γαμώ την πουτάνα μου, θα μας βάλουν μέσα να μας θάψουνε». Παραπέρα άλλος. Χτυποκάρδι μην συζητάς. Μετά βλέπω, λοιπόν, κουβαλούσανε. Αυτοί είχανε σκουπίδια συγκεντρωμένα τώρα από μέρες τα ‘χανε και τα ‘χανε μέσα σε σακούλες, κάτι σακούλες ήτανε εκεί. «Πάρτε τις σακούλες και αδειάστε τες μέσα». Έτσι ζεσταθήκαμε λιγάκι. Και είχε ένας σωρός και γιομίσανε εκεί οι γούρνες αυτές, όλες μέχρι απάνω. Σκουπίδι πολύ, ολόκληρο τάγμα λογαριάζεις τώρα, πώς να τα πετάξεις ένα βουνό; Παίρνει το μπιτόνι με τη βενζίνη, θυμάμαι σαν τώρα δα, έριξε βενζίνη πάνω στα σκουπίδια, κάνει και μια λωρίδα έτσι μέχρι την πόρτα και πετάει το σπίρτο, ανατίναξη. Να δεις σκουπίδι στον αέρα, αναμμένα, [00:50:00]φωτοβολίδες. Αυτοί γελούσαν, βγήκαν άλλοι στα παράθυρα και βλέπανε κοντά. Γελούσανε, κατάλαβες; Προχωρώ από ‘κει, μας παίρνουν κι από ‘κει, μας πάνε στο Γουδί, στο στρατόπεδο. Το Γουδί, εκεί ήτανε στρατός ελληνικός τότε, εκπαιδεύονταν εκεί, τι κάνανε, ξέρω εγώ τι και το μισό ήτανε γκαράζια, που βάζανε τ’ αυτοκίνητα μέσα. Απ’ το πυροβολικό οι αντάρτες εκεί, όλο με τέτοια πράγματα που ρίχνανε, φέγγανε τα βλήματα… Μπροστά ήτανε όλα καταξεσκισμένα απ’ τα βήματα. «Όλο χάλια θα έχουμε εδώ, ποιος ξέρει». Μας βάζουνε σ’ ένα από αυτά και άρχισαν και φέρνανε κι άλλοι κι άλλοι κι άλλοι. Γέμισε μέσα αυτό όλο. Απ’ αλλού. Πού τους φέρνανε τώρα; Όπως αυτοί προχωρούσανε συνοικίες και πιάνανε κόσμο, τους κουβαλούσαν, τους φέρνανε εκεί. Πού να πας; Ούτε καμπινέ, τέτοια πράγματα τίποτα, τίποτα. Ένα εκεί του ‘πε, του ‘δειξε στην πόρτα, πίσω από την πόρτα εκεί. Πού να κοιμηθείς, πού να ησυχάσεις, πού να τέτοιο; Φέρανε κάτι κουραμάνες εκεί και τις πετούσαν έτσι, τις πετούσανε μέσα, πού να πιάσεις κουραμάνα; Τι να φας; Εκεί μου κακοφάνηκε εμένα πολύ, κατάλαβες; Αλλά ήτανε λίγες οι μέρες, δεν ήτανε πολλές. Κάναμε 5-6 μέρες, ποιος τις μέτρησε; Το βράδυ τι γινότανε; Μην συζητάς το βράδυ τι γινότανε. Σφυροκοπούσανε οι σφαίρες. Πατημένοι καταγή, έβλεπες τις σφαίρες. Σάματι ξέραν τώρα οι αντάρτες ότι ήμασταν εμείς μέσα; Αν ήμασταν εκεί; Αν ήταν κόσμος; Αν ήταν αυτοκίνητα; Τι ήτανε; Πού να ξέρουνε! Από εκεί, να μην τα πολυλογώ τώρα, τα μακραίνω να πούμε, φεύγουμε. Έξω λίγοι-λίγοι, τ’ αυτοκίνητο, το φορτηγό, εγγλέζικα αυτοκίνητα, στα σβέλτα, να προλάβεις κιόλας ν’ ανεβείς απάνω, να μη φας κλωτσιά, κατάλαβες; Ήταν ο διάολος και σ’ έριχνε μια κλωτσιά, άμα δεν προλάβαινες ν’ ανεβείς απάνω, κατάλαβες; Χτυπούσαν ακόμα τα κότσια μας ακόμα.
Στ’ αυτοκίνητο απάνω και δυο, ένας εδώ και ένας εκεί πίσω στην καρότσα. Ένας εδώ κι ένας εκεί και τ’ αυτόματα εκεί. «Πού θα πάμε; Πού θα πάμε;». Στο λιμάνι. Στο λιμάνι ένα καράβι, ένα ιταλικό Καμερόνια, φορτηγό. Δυο-δυο πηδούσαμε από τ’ αυτοκίνητο. Είχανε φτιάξει διάδρομο από εδώ και από εκεί οι Εγγλέζοι μέχρι την προβλήτα, κατάλαβες; Στη σκάλα, που θα ανεβούμε απάνω. Μέχρι εκεί λοιπόν και τροχάδην να πούμε, όχι κούτσου-κούτσου. Πάτα-πάτα, πάτα-πάτακαι μέσα. Τ’ άλλο τ’ αυτοκίνητο, τ’ άλλο τ’ αυτοκίνητο. Μπήκαμε τότε 1.200 άτομα. 1.200 άτομα μπήκαμε μέσα σ’ αυτό. Ήτανε 1, 2, 3, 4, 5 πατώματα ήτανε. Εμάς μας βάλανε κάτω, ντιπ, σαβούρα στην καρίνα, πάνω απ’ την καρίνα που λέμε, εκεί. «Πού θα πάμε; Πού θα πάμε;». Μιάμιση μέρα κάναμε τώρα, πόσο κάναμε; Αργόστροφο πολύ να πούμε, να φτάσουμε στο Port Said, κάτω στην Αίγυπτο. Φτάσαμε, λοιπόν, εκεί. Από εκεί πάλι το ίδιο το σύστημα. Πηδούσαμε ένας-ένας, δυο-δυο, γραμμή από εδώ και από εκεί οι Εγγλέζοι, πάλι απ’ τ’ αυτοκίνητο σε άλλο αυτοκίνητο και στον σταθμό, το τραίνο. Εκεί λοιπόν, στα βαγόνια μέσα. Βαγόνια, βάλανε μέσα τα ζώα, να πούμε, κατάλαβες; Ούτε παράθυρα ούτε τίποτε. Πω, ρε παιδί μου! Εκεί μέσα, πόσα βαγόνια είχε, μεγάλο τραίνο, μεγάλο, όπως είναι τα δικά μας τα μεγάλα. Εκεί μας βάλανε και πού; «Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», που λέει το τραγούδι. Ξεκίνησε το τραίνο, κάναμε μία μέρα; Από το πρωί μέχρι το βράδυ ας πούμε να φτάσουμε στην El Dabaa, στο στρατόπεδο El Dabaa. Περάσαμε τη Σομαλία, κάτι άλλες μικρότερες πολιτείες εκεί κοντά, παραπέρα μέσα στην έρημο, σαν χωριαδάκια. Καλύβες φτιαγμένες οι Αραπάδες από τενεκέδες από μπισκότα και από γάλα, τέτοια κουτιά μεγαλύτερα, κομμένα και φτιαγμένα παραγκούλες, ξυπόλυτοι με τις κελεμπίες μέσα στην έρημο. Μικρά να βλέπεις εκεί, να τα λυπάσαι. Τραβούσε το τραίνο για το σταθμό, ούτε τίποτε. «Πού θα πάμε, ρε;». Ξες, όλη μέρα με το τραίνο, να ‘χεις να πας, να φτάσεις απάνω στον Έβρο. «Πού θα πάμε τόσο έρημο;». Όλο έρημο, κοντά περνούσαμε, εκεί γινόταν οι μάχες στον Αλαμέιν. Πω, εκεί συρματοπλέγματα, πυροβολαρχίες, έβλεπες μαντρωμένα γύρω! Γύρω αυτά με τσουβάλια από άμμο, δυο σειρές άμμο για να φυλάγονται, κατάλαβες; Οι στρατιώτες! Αυτά ήτανε εγγλέζικα. Τώρα ήτανε και γερμανικά; Ποιος το ξέρει; Έβλεπες με τις μπούκες απάνω, όπως ήτανε έτσι, πυροβολαρχίες ολόκληρες εκεί. Παραπέρα έβλεπες αεροπλάνο, κομμένο μέσα στην άμμο, μισός ο κώλος απ’ έξω, τ’ άλλο χωμένο μέσα, μ’ ένα φτερό, βλήματα σκόρπια να τα βλέπεις, όπως περνούσε το τραίνο και βλέπαμε. Κάποια φορά φτάσαμε, έφτασε το τραίνο εκεί στο στρατόπεδο El Dabaa, «381 camp -έλεγε- camp El Dabaa». Μας λένε: «Το βλέπετε αυτό;». Ήτανε το στρατόπεδο αυτό, είχε 24 κλουβιά, 24 μικρότερα στρατόπεδα. Το κάθε μικρό στρατόπεδο έπαιρνε 600 άτομα μέσα. Σκέψου πόσα ακόμα… Όταν άναβε το φως, εγκατάσταση, φως, τέτοια, νερό, όλα, όλα αυτά, ήτανε τώρα φτιαγμένα. Τα φτιάξανε οι Εγγλέζοι, μετά οι Γερμανοί; Είχανε προχωρήσει μέχρι εκεί οι Γερμανοί και δεν μπορούσες να βρεις άκρη ακόμα, κατάλαβες; Ακόμα ήταν εκεί μέσα στο στρατόπεδο εκεί σε άλλο κλουβί δηλαδή, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί. Γιατί κάθε μέρα, όταν μας βάλανε μέσα και μας τακτοποιήσανε, μέσα στα στρατόπεδα αυτά, σ’ ένα στρατόπεδο απ’ αυτά — πιο στο βάθος ήτανε αυτό — εκεί ήτανε οι Ιταλοί και οι Γερμανοί. Και κάθε μέρα τους βγάλανε αυτοί για αγγαρεία και τους βγάλανε έξω από το στρατόπεδο και περνούσαν από εκεί. «Ουου -εμείς- ουου», ουρλιάζαμε, φωνάζαμε. «Ουου, φασίστες». Αυτοί τίποτα, σφυρίζανε, ένα-δυο, βήμα. Έβλεπες, τριάδες περνούσανε. Άντε μια διμοιρία, πίσω άλλη διμοιρία, όλοι πηγαίνανε. Το ίδιο πάλι το βράδυ έρχονταν, τους φέρνανε μέσα. Πού πηγαίνανε και τι φτιάχνανε, ποιος ξέρει; Και το κάθε στρατόπεδο τώρα αυτό το μικρό έπαιρνε από 600 άτομα. Είχε διοικητή έναν ανθυπολοχαγό Εγγλέζο. Αυτός έρχονταν κάθε πρωί με τη σφυρίχτρα. Ξεκλείδωνε την πόρτα… Πόρτα μεγάλη με διπλές κλειδαριές. Πού να φύγεις; Άσε πρώτα-πρώτα που ήτανε σύρματα και το ένα το στρατόπεδο με τ’ άλλο χώριζε από εδώ μέχρι 1, 2, 3, 4, 4-5 μέτρα. Αυτό όλο, δεν φτάνει που ήτανε τα όρθια τα σίδερα, όρθια και κολώνες ας πούμε και γυρισμένες και έτσι, ώστε και να θελήσεις να σκαλώσεις επάνω, ν’ ανεβείς, να μην μπορείς να γυρίσεις και βγήκες έξω. Μέσα ήτανε μετά κουλούρες σύρμα, στρόγγυλα μέχρι την άλλη τη πλευρά από εκεί. Οπότε πού να το περάσεις αυτό το πράγμα; Τι; Από πού να περάσεις μέσα απ’ τα σύρματα; Από μέσα στο στρατόπεδο στο τετράγωνο αυτό όλο, 50 πόντους απ’ το σύνολο εδώ, 50 πόντους, είχε μικρά πασαλάκια σιδερένια και πάνω στα [01:00:00]σιδερένια αυτά ήταν ένα συρματόσχοινο. Και μας είπανε: «Κανένας δεν θα πάει εκεί απάνω ούτε το πόδι να βάλει». Έβαλες εκεί απάνω, θα στη ρίξει ο αράπης! Εδώ είχε όρθια σκοπιά, σκοπιά που ανέβαινες απάνω, όπως είναι το καμπαναριό με κολώνες, με σκάλα, γύρω-γύρω φραγμένο το πατάρι απάνω, φραγμένο γύρω-γύρω για τον σκοπό και απάνω σκέπαστρο και το άλλο γύρω-γύρω ανοιχτό για να βλέπει. Αυτός έβλεπε προς τα ‘δω και εκείνος έβλεπε προς τα ‘κει. Στ’ άλλο το στρατόπεδο ήταν αντίθετο, εκείνος από εκεί εδώ, εκείνος από εκεί και εκεί. Κατάλαβες; Από πού να φύγεις και πού να πας; Και πού να πας; Έρημος. Πού; Πού; Χάθηκες μέχρι να σε φάει η άμμος. Όλο άμμο. Φυσούσε αέρας από εδώ, έβλεπες έφτιαχνε βουναλάκια παραπέρα, κατάλαβες; Το πρωί ήταν ίσιωμα εκεί. Φυσούσε αέρας και όπως φυσούσε αέρας, «Χαμσίνια, Χαμσίνια», λέγανε τον αέρα αυτόνε, πώς λέμε εμείς Μαΐστρος Τραμουντάνα, αυτοί το λέγανε έτσι, «Χαμσίνια» και φυσούσε συνέχεια. Φυσούσε συνέχεια κι έβλεπες στις σκηνές, που ήμασταν μέσα, μέσα στις σκηνές εμείς ήμασταν, σκηνές απ’ αυτές τις Λ, που έπαιρνε έξι από εδώ και έξι από εκεί. Έξι από εδώ και έξι από εκεί μέσα εδώ στο Λ, δεμένες καλά. Κλειούσαμε και μπροστά το φύλλο αυτό που είχε και δεμένο και περνούσε μέσα η άμμο, περνούσε η άμμο, ψιλούτσικη άμμο, κριτσάνιζε και το ψωμί πολλές φορές. Τόσο πολύ, μην συζητάς! Και είχανε μαγειρεία. Κάθε στρατόπεδο μικρό, τέτοιο, εξακοσάρι είχε τα μαγειρεία του μέσα, είχε το νερό. Νερό, έργα μεγάλα, ρε! Είχανε φέρει απ’ τον Νείλο ποταμό. Απ’ τον Νείλο ποταμό ύδρευση, να έρχεται νερό. Μέσα σε κάθε τέτοιο στρατόπεδο είχε 4 βρύσες και με πίεση έρχονταν το νερό, με πίεση. Πώς ανοίγεις, ας πούμε, εδώ και έρχεται απ’ τον Αϊ-Γιάννη απάνω με πίεση; Έτσι κι εκεί. Το ψωμί ήτανε καθημερινό, δεν είχε… Κάθε μέρα ‘θελα ‘ρθει τ’ αυτοκίνητο και να φέρει ψωμί. Ψωμί, δεν έχουμε παράπονο δηλαδή, λίγο αλλά καλό, απ’ τ’ άσπρο που λέμε, απ’ το χάσικο το ψωμί, οι φρατζόλες ήτανε σαν να ήτανε πρησμένες. Από μια φέτα ψωμί και ήταν να πάρεις και το φαγητό. Φαγητό, πράσα, πατάτες, σέλινο, καρότα, φασόλια. Αυτά όλα μαζί, συμπεθερικό, όλα αυτά μες στο καζάνι εκεί και έπαιρνες μια κουταλιά. Άλλα στρατόπεδα, καραβάνες, καραβάνα. Τα είδη όλα. Ξυριστική μηχανή, πετσέτα, αυτά, όλα αυτά. Αλλά στρατό. Το πρωί που ‘θελα ‘ρθει ο ανθυπολοχαγός ο Εγγλέζος, για να σφυρίξει, έπρεπε όλοι. Δεν είχε: «Ααα, ωωω», άλλος: «Είμαι μουδιασμένος», ξέρω εγώ, να πεταχτούνε όλοι, άγημα στις σκηνές από εδώ και από εκεί, επόμενη Λ. Διευθέτηση στα είδη μέσα, αυτά, το κρεβάτια σου. Κρεβάτια είχανε από μπαμπού. Καλάμια από μπαμπού, πλεκτά, τα είχανε φτιάξει οι αραπάδες, μαστόροι δηλαδή. Καλά κρεβάτια, πλεγμένα, ρε παιδί μου και γερά. Και γερά, χαμηλά. Ήταν τόσα, ήταν και δεν ήταν, μπορεί να ήταν και πιο κοντά από το τραπεζάκι εδώ. Στρώμα απάνω, κουβέρτες, δυο κουβέρτες, μία να τη στρώσεις και μία να την έριχνες απάνω. Αλλά πού κουβέρτα; Την ζέστη που έκανε, ήταν για κουβέρτα εκεί… Πετσέτες, αυτά όλα, κατάλαβες; Λοιπόν, τσιγάρα. Τσιγάρα, 32 τσιγάρα κάθε 8 μέρες. Κάθε 8 μέρες 32 τσιγάρα. Εκεί να δεις τι γινότανε, αγοραπωλησίες, το ψωμί. «Παρ’ το ψωμί, δώσε μου τα τσιγάρα σου». Άλλος να πούμε, θεριακλήδες αυτοί, προτιμούσε να μην φάει ψωμί, να έχει να καπνίζει τσιγάρο. Αυτό γινότανε μια φορά την ημέρα, το μεσημέρι, δεν είχε το βράδυ κοντά άλλο φαγητό και τέτοια πράγματα. Αυτό ήτανε. Θέλεις το έτρωγες τότε, θέλεις το κρατούσες για το βράδυ. Αλλά επί το πλείστον όλοι, γιατί το βράδυ μετά δεν είχε μέσα στη σκηνή φως, τίποτε. Τα φώτα ήτανε μόνο και μόνο στο στρατόπεδο, για να βλέπουνε οι σκοποί. Άλλο τώρα εκεί μέσα αυτά ήτανε. Τίποτα άλλες υπηρεσίες δεν κάναμε. Τουαλέτες. Ένα τετράγωνο μέρος — όσο είναι αυτό εδώ μέχρι εκεί και άλλο τόσο ακόμα — τσιμέντο. Τόσο τσιμέντο σηκωμένο απ’ την άμμο, απάνω τσιμέντο και πασσαλάκια, σιδερογωνίτσες μικρές και ένα ύφασμα απάνω τόσο δα, από πάνω. Αυτό ήτανε γύρω το φράξιμο, δεν είχε παραπάνω τίποτε. Και τα καθίσματα, οι τουαλέτες, κουβάδες, «μπουγέλα», τα λεγόμενα «μπουγέλα», κουβάδες πασαλειμμένοι με πίσσα μέσα. Εκεί, θες κάτσε απάνω, θέλεις στα γόνατα, όπως θέλεις, αυτό. Και κάθε 09:30 με 10:00 η ώρα, 10:30 ‘θελα ‘ρθουν οι Αραπάδες να φορτώσουνε το «πράγμα»! Έρχονταν Αραπάδες, οι σκοποί εκεί μπροστά στην πόρτα. Πού να πας να φύγεις; Πού θα πας; Να έφευγες, πού; Θα πεθάνεις παραπέρα. Και τους έβλεπες, λοιπόν, είχαν χέρια πάνω οι κουβάδες, τον κουβά τον παίρνανε και απάνω στ’ αυτοκίνητο, αυτοκίνητα μεγάλα, αυτά τα Τζέιμς, βαρέλια πετσωμένα, όλο βαρέλια. Έναν διάδρομο είχαν στη μέση, μπλουμ στο βαρέλι μέσα. Δεν συμπλήρωσε εδώ, περνούσε απ’ τ’ άλλο το στρατόπεδο και έπαιρνε από εκεί. Κάθε μέρα αυτήν ήταν η δουλειά τους και αντί για να τα πλένει μετά αυτά τα τέτοια, τα περνούσαν λιγάκι πίσσα μέσα και έκοβε λιγάκι τη μυρωδιά η πίσσα. Αυτό ήτανε. Αυτές ήτανε οι τουαλέτες, τίποτε άλλο. Φαίνονταν ο πισινός και άμα φαίνονταν τι; Ποιος τέτοιο; Εδώ μας πηγαίνανε, μας πήγανε, δυο ή τρεις φορές μας πήγαν σε όλο το διάστημα αυτό; Μπα, περισσότερο θα ήταν! Μας πήγανε σε άλλο στρατόπεδο, το οποίο ήτανε μπάνιο, μπάνια με τέτοια πάνω, ριντιστήρια, όχι μπανιέρες και τέτοια πράγματα. Ριντιστήρια, κατάλαβες; Τα ρούχα ό,τι φορούσαμε στο στρατόπεδο το δικό μας. Εν, δυο, όλοι να πούμε εκεί, τσιτσιδάκια. Ένας πίσω από τον άλλον. Ε, τι γίνονταν τότε. Πλατς αλλού, πλατς ο άλλος από εκεί. Λοιπόν, καθίσαμε εκεί μέχρι… Γίνονταν διαπραγματεύσεις στην Αθήνα, να συνεννοηθούνε με τα Υπουργεία τότε, δίνανε κάτι Υπουργεία. Τα πιο τελευταία Υπουργεία δίνανε στον ΕΛΑΣ, στην κυβέρνηση, την ΠΕΕΑ ας πούμε, του βουνού. Τα τελευταία, τα καλύτερα τα Υπουργεία στρατιωτικών, αυτά που ήταν οικονομικών, το ένα-τ’ άλλο, τα κρατούσανε οι άλλοι, κατάλαβες; Είχανε μεσολαβήσει πάλι οι Εγγλέζοι. Οι Εγγλέζοι, αυτοί τα φτιάξανε αυτά τα πράγματα. «Πάρε κι εσύ, ΕΛΑΣ», «Πάρε εσύ, Ζέρβα», κατάλαβες; Από εκεί και οι δυο για τον ίδιο τον σκοπό είχανε βγει στο βουνό και ο ΕΛΑΣ και ο Ζέρβας. Ο Ζέρβας ήτανε στα δικά σας τα μέρη. Ο Ζέρβας ήτανε απάνω στα δικά σας τα μέρη εκεί. Και είχανε κάνει και τη συμφωνία στο ποτάμι, το μεγάλο το ποτάμι της Πλάκα. Στην Πλάκα που λέγανε. Δεν ξέρω αυτό που είναι αν ξέρετε. Την Πλάκα αυτού εκεί και μάλιστα το ‘δειχνε και σε μια φωτογραφία, έδειχνε τον Ζέρβα και τον Άρη τον Βελουχιώτη, που υπογράφουν απάνω, απάνω στην καμάρα είναι. Μία καμάρα έχει αυτό, το οποίο γκρεμίστηκε, ξες. Γκρεμίστηκε, ναι. Το ‘χε φάει λίγο από κάτω και δεν το φτιάχνανε. Και σιγά-σιγά… Αφού και οι δυο για τον ίδιο σκοπό ανεβήκανε, για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ε, βάλανε σουβλιά εκεί, βάλανε σουβλιά από εδώ, από ‘κει, κατάλαβες; Γι’ αυτό είπανε η Αγγλία είναι διαίρει και βασίλευε. Την σύμφερε να έχει κομματάκια, γι ‘αυτό είδες και κάτω στην Αφρική και από εδώ και από εκεί, κι από δω κι από εκεί, όλο, όλο Εγγλέζοι… Εδώ Εγγλέζοι, εκεί Εγγλέζοι, κατάλαβες τι γίνεται; Την σύμφερε και γι’ αυτό ήθελε να μοιράσει την Ελλάδα και όπως τη μοίρασε. Τηνε μοίρασε και μετά τι έγινε με το δεύτερο το αντάρτικο, μετά τι έγινε, άλλα αυτά. Αυτά τα μαθαίναμε μετά από εδώ. Αρχίσανε οι διαπραγματεύσεις, τα μαθαίναμε αυτά. Πώς τα μαθαίναμε αυτά τώρα; Δεν ξέρω. Υπήρχαν άλλοι μορφωμένοι που ξέρανε. Ράδια και τέτοια πράγματα δεν είχε, αλλά κάποιος τύπος, κάποια εφημερίδα — πούθε την οικονομούσαν — και μαθαίναμε τι γίνονταν, αλλαγές, οι αποστολές να φεύγουν. Πρώτη-πρώτη ήταν [01:10:00]η διαπραγμάτευση, αυτό το πράγμα, να δώσουν ο ένας κι ο άλλος, γιατί είχανε κι οι αντάρτες πιάσει Εγγλέζους, πολλοί στην Αθήνα και τους είχανε στο βουνό, στα στρατόπεδα. Ναι, βέβαια. Και κάνανε ανταλλαγή και από εκεί και πέρα δεν ξέρω τι άλλο και αρχίσανε οι πρώτες αποστολές. Αλλά όχι πολύ μεγάλες αποστολές, μικρές, 600 άτομα ας πούμε, 500 άτομα. Πώς αυτές θα γίνουν; Λοιπόν, απ’ την Αλεξάνδρεια, όταν θα ξεκινούσε κάποιο πλοίο… Γιατί τότε δεν μπορούσαν να κινηθούν πολύ τα πλοία. Φοβόταν για τις νάρκες στη θάλασσα, γιατί όλη η θάλασσα τότε ήταν γεμάτη νάρκες, ώσπου τελείωσε μετά η κατάσταση, τις μαζέψανε και όλα αυτά και λίγοι-λίγοι λοιπόν. Άντε, θα φύγει αύριο, την άλλη εβδομάδα άλλο καράβι για την Ελλάδα πάλι; Κανονίζανε μια αποστολή πάλι. Εμείς, εγώ δηλαδή, ήμουν έκτη τώρα ή έβδομη αποστολή; Να βλέπεις τώρα να φεύγουν οι άλλοι, τώρα φίλοι να πούμε, πόσοι ήμασταν μέσα στη σκηνή. «Ε ρε Γιάννη. Α ρε, φεύγεις; Πας στην Ελλάδα; Άντε εμείς εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας στην έρημο, στην El Daba», «Ααα», ο ένας με τον άλλον έδινε κουράγιο να πούμε. «Α, θα φύγετε κι εσείς». Μην συζητάς. Και τέλος πάντων, έφτασε και η ώρα η δική μας. Μας φωνάξανε τα ονόματα εκεί και μπήκαμε στο τραίνο και τι μας είπανε στην αρχή: «Βλέπετε αυτήν την πόρτα πόσο μεγάλη είναι; Ξέρεις πόσο θα στενέψει, ώσπου να φύγετε από εδώ; Τόση δα θα γίνει». Μας βγάλανε, πρώτη φορά πήγαμε στο Port Said και δεύτερη φορά στην Αλεξάνδρεια, έπιασε λιμάνι εκεί, όχι έπιασε το λιμάνι, με το τραίνο ας πούμε. Από εκεί πιάσαμε, μας βάλανε στο καράβι. Εκεί δεν ήταν τα μέτρα τόσο πολύ, όπως πηγαίναμε. Μας βάλανε μέσα, ήμασταν ελεύθεροι εκεί απάνω στο κατάστρωμα να βγούμε. Εκεί δεν ήταν, εκεί κάτω, στις σκάλες, μπουντρούμι μέσα που ήμασταν. Εκεί ήρθαμε στην Αθήνα. Στην Αθήνα άλλο εκεί!
Πήγαμε, στο Γουδί ήτανε πάλι; Στο Γουδί. Στο Γουδί να πάμε εκεί μας είπανε: «θα πάτε, για να πάρετε το εξιτήριο». Το εξιτήριο. Από πού να το πάρουμε αυτό; Απ’ το Υπουργείο τώρα, κάτι είπε ένας Κύπριος, βγήκε εκεί στο μπαλκόνι απάνω και είπε: «Γι’ αυτό το πράγμα θα μείνετε απόψε εδώ και αύριο το πρωί θα φύγετε, ο καθένας να πάει στα σπίτια του, αλλά θα πάει στο Υπουργείο να πάρει αυτό το χαρτί, αποφυλακιστήριο ας πούμε». Μείναμε το βράδυ εκεί, τα πρωί βλέπουμε έρχονται μέσα της ασφάλειας. «Πού βρεθήκανε αυτοί;», της ασφάλειας οι αστυνομικοί εκεί, ερχόταν έτσι. «Μπείτε σε εξάδες. Πώς λέγεσαι εσύ;». Τάδε, «Τζαβέλας», «Πού σε πιάσανε εσένα;», «Εκεί», «Με ποιον ήσουνα;», «Εγώ ήμουν στο βουνό», «Α, ήσουν απάνω. Με την κυβέρνηση;», «Ναι, με την κυβέρνηση». Λοιπόν, «Άλλος, εσύ», σημείωνε εκεί, «Σήκω απάνω εσύ, πέρασε από εκεί». Κοσκίνισμα, κατάλαβες τι γίνεται;-. Όσοι ήτανε εκεί, τους είχανε επισημάνει μέσα απ’ την Αθήνα κι ήτανε και Αθηναίοι βέβαια. Αυτοί όλοι τους μαζέψανε. Εμάς που ήμασταν από επαρχίες, από τέτοια, που μας γνωρίζανε και που κάναμε, σου λέει: «Αντάρτης ήτανε». Αλλά αυτοί που είχανε δράσει όλα κι ήτανε μέσα στην Αθήνα, αυτοί τους μαζέψανε όλοι. Παίρνω το χαρτί το πρωί, πήγαμε, περνάμε από εκεί από το Υπουργείο. Τότε η Αθήνα με τα πόδια, Πανεπιστημίου, Σταδίου, αυτά, με τα πόδια περπατούσες μέσα στο δρόμο. Πού κίνηση; Πού τραμ; Πού τέτοια πράγματα; Όλα διαλυμένα, τα πάντα διαλυμένα. Και στο σταθμό Λαρίσης μετά εκεί κάνει το κουμάντο πάλι η οργάνωση, αυτοί κάνανε κουμάντο, φεύγει ένα φορτηγό για τον Βόλο. Κάνανε κουμάντο και σπρώξανε απάνω με φορτίο, απάνω στην καρότσα και ήρθα στον Βόλο. Θυμάμαι εδώ απέναντι, τώρα στον Αλμυρό ήτανε; Αυτού πάλι μας σταματήσανε, αυτό θα το θυμάμαι τότε. «Εσύ πού ήσουν», λέει ένας. Είχε 2 σαρδέλες τι ήτανε ενωμοτάρχης τι ήτανε, πού ήμουν; «Στο βουνό, στο βουνό ήμουν», «Βλέπω, μιλάς και με θάρρος», «Ε τι, τι να πω; Ήμουν στο βουνό και τώρα ήμουν κάτω στην Αφρική, στο στρατόπεδο και από εκεί μας φέρανε εδώ και τώρα μας αφήσανε και ήρθαμε στα σπίτια μας», «Θες να σε κάνω να μην πας στο σπίτι σου;». Τι να πω; Τίποτα. «Άντε». Του ‘δειξα το χαρτί που είχα, το αποφυλακιστήριο. Αυτός μονάχα, κανένας άλλος. Αυτοί είμαστε οι Έλληνες.
Άρα εκεί οι Εγγλέζοι στην Αίγυπτο δεν ήθελαν να σας σκοτώσουν, ήθελαν να σας τυραννήσουν;
Ναι. Ναι, βέβαια, βέβαια. Όχι να μας σκοτώσουνε, να μας συγκεντρώσουνε εκεί. Πού να μας πάνε αλλού, αφού μας πιάνανε; Πού; Στην Ελλάδα εδώ; Στη Ελλάδα πού να μας αφήσουν; Έπρεπε να έχουν και στρατό να μας φυλάνε εδώ. Ενώ εκεί ήτανε ασφάλεια, ήτανε δικό τους μέρος. Τώρα ήτανε πιο μπροστά των Γερμανών αυτό το στρατόπεδο; Το φτιάξανε οι Εγγλέζοι και βάλανε μέσα Γερμανοί; Πάντως Γερμανοί και Ιταλοί είδαμε εμείς εκεί. Περνούσανε κάθε μέρα από εκεί και με σφύριγμα κιόλας και με βήμα. Ούτε μας εμποδίζανε ούτε λογαριάζανε τίποτε. Εμείς μπαίναμε μπροστά εκεί στα σύρματα εκεί: «Ου φασίστες, παλιοτομάρια, φασίστες». Δεν κάνανε το κεφάλι να στρίψουνε έτσι λιγάκι, εκεί. Κάτι Αυστριακοί με τα καπελάκια αυτά, που είχανε διπλό καπελάκι εδώ.
Εσείς με τα μάτια σας είχατε δει, πέρα απ’ τα Δράκεια που είπατε πριν…
Ναι.
Είχατε δει εχθρό να σκοτώνει κάποιον δικό σας, Κάποιον Έλληνα;
Όχι. Στη Δράκεια; Όχι στη Δράκεια, όχι, εμείς όχι. Όταν πήγαμε ήτανε εκτελεσμένοι αυτοί, είχανε φύγει οι Γερμανοί, δεν ήτανε οι Γερμανοί. Δικό μου; Όχι δεν είχα εγώ εκεί. Αυτοί τους είχανε εκτελέσει και πήγαμε εμείς. Η εκτέλεση έγινε μια ώρα νύχτα, μέχρι ξημέρωσε ας πούμε. Μέχρι τότε ακούγονταν το πολυβόλο. Κοντά σταμάτησε το πολυβόλο, τελείωσε το πανηγύρι, που λένε. Αυτοί σηκωθήκανε και φύγανε. Κοντά πήγαμε εμείς. Εμείς; Πήγαμε το βραδάκι. Το πρωί γίνανε αυτά, τα ξημερώματα, εμείς πήγαμε το βραδάκι. Τέτοια ώρα ήτανε, ηλιοβασίλεμα και δεν βλέπαμε και καλά-καλά. Ναι, ναι, ναι.
Όταν γυρίσατε, σε τι ηλικία ήσασταν; Όταν γυρίσατε;
Από κάτω; Ε, τότε δεκαοχτώμισι. Κοίταξε να δεις, έκανα απάνω στο βουνό ένα χρόνο. Απ’ τον Νοέμβριο, ήρθε ο άλλος ο χρόνος, τον Ιούλιο απ’ ήρθα στο σπίτι κοντά. Ένα-ενάμιση χρόνο, ενάμιση χρόνο.
Όταν γυρίσατε πίσω, τι σας είπανε οι δικοί σας;
Οι δικοί μου; Τι να μου πούνε; Εδώ με είχανε για σκοτωμένο. Γιατί ο Γιώργος ο Ράφτης, που ήμασταν μαζί, αυτοί, γίνανε κάτι επιχειρήσεις. Τώρα δουλεύει; Γίνανε κάτι επιχειρήσεις τότε, δεν ξέρω με το Ζέρβα τότε, γίνανε και έφυγε και που ήμασταν μαζί, ήτανε κι αυτός, στην ΠΕΕΑ, στην κυβέρνηση εκεί, φρουρά κι αυτός. Αυτός κατέβαινε στις ρίψεις, που ρίχνανε τ’ αεροπλάνα. Και έφυγε, πήγε εκεί, δεν ξέρω, πήγε εκεί και τα πράγματα τα δικά του τα πήρα εγώ. Τα πήρα και εγώ και αυτά πάνε κι αυτά. Τι είχε; Μια κουβέρτα είχε ο άνθρωπος, μ’ αυτά πήγε, κατάλαβες;
Όταν γυρίσατε πίσω; Οι δικοί σας;
Ναι, ναι. Όταν γύρισε ο Γιώργος ο Ράφτης, γύρισε μετά. Δηλαδή, από μένα μισό χρόνο νωρίτερα. Εγώ ήμουν κάτω, αυτός γύρισε εδώ, ξέρω εγώ τι. «Τι έγινε ο Αλέκος; Ήσασταν μαζί;»/. Λέει: «Μαζί ήμασταν, έτσι κι έτσι έγινε, έφυγε με τον ταγματάρχη, πήγανε για μια υπηρεσία στην Αθήνα και από τότε, τον χάσαμε. Μάθαμε ότι τους πιάσανε οι Εγγλέζοι». Τους λέει, τώρα που τους πιάσανε και μέσα σε τέτοιες καταστάσεις θα τους καθαρίζανε οπωσδήποτε. Ποιος άλλος να βρεθεί να πει ότι ζει. Πού; Καμιά επικοινωνία δεν είχαμε, τίποτε, ούτε τηλέφωνα, ούτε τέτοια [01:20:00]πράγματα, ούτε γράμμα να στείλεις, ούτε τίποτα. Θυμάμαι ήρθα στο χωριό τότε, ερχόμουν και ήτανε τα παιδιά μικρότερα. Αυτός ο δάσκαλος ο Μαργαρίτης εδώ από κάτω. Ο δάσκαλος ο Μαργαρίτης, ποιος άλλος; Παιδιά ήτανε αυτοί τότε, παιδιά 14 χρονών, 12 χρονών, τόσο ήτανε λοιπόν. Εγώ θυμάμαι ότι είχα και ένα κουτάκι, ένα κουτάκι με πράγματα μέσα και φορούσα στρατιωτικά ρούχα. Στρατιωτικά ρούχα, τι τώρα; Μας δώσανε… Σας είπα ότι μας πήρανε, εμένα με πήρανε τα καλά τα ρούχα και μου δώσανε, όταν το τελευταίο το μπάνιο μετά, γιατί μέχρι τότε είχαμε σορτς, κοντό παντελονάκι και πουκάμισο απάνω και πίσω μπακλαβά, μαύρο με μπακλαβά πίσω εδώ στην πλάτη και λέγανε: Mας πήγαν στην «Ελ Ντάμπα», μας κόλλησαν μια στάμπα, τριάλαριαρο. Πώς το βγάλανε το τραγούδι τότε και το τραγουδούσαμε τότε εκείνο! Και δυο μαύρες ταινίες, μία από εδώ και μία από ‘κει, εδώ στο παντελόνι, στο σορτσάκι. Σορτσάκι ήτανε να πούμε, όταν πήγαμε, δεν μας δώσανε μακρύ παντελόνι, σορτσάκι, είχε ζέστα. Ζέστα βέβαια. Αυτό το ‘χαμε συνέχεια, αυτό το σορτσάκι. Σορτσάκι και μετά μας δώσανε, όταν πρόκειται να φύγουμε, είχανε μέσα σε κουτιά, περασμένα βέβαια, μέσα σε πρέζες, σιδερωμένα τα παντελόνια. Αλλά, άλλα ήτανε γαζωμένα, άλλα, ξέρω εγώ τι, είχανε από κάνα μικρό μπαλωματάκι, καθαρά όμως, πλυμένα, που κλειδώνουν και μας δώσανε τέτοια ρούχα. Τα ρούχα αυτά, ένα μπουφάν, πουκάμισο, εσώρουχα, παντελόνι, εσώρουχα και ένα κασκόλ. Ένα κασκόλ τόσο, ένα κασκόλ χακί κι’ αυτό. Αυτά μας δώσανε τότε. Αυτό ήτανε όλο το ταξίδι αυτό.
Η μάνα σας, όταν σας είδε μπροστά;
Ναι, δεν τελείωσα αυτό εδώ. «Θεια -τη γιαγιά μου- θεια Κατερίνη, θεια Κατερίνη», από αυτόν τον δρόμο, το μονοπάτι μέσα το στενό που βγαίναμε, ο δάσκαλος ο Μαργαρίτης αυτός: «Θεια Κατερίνη, ήρθε ο Αλέκος», «Ποιος, ρε;», «Ο Αλέκος, ήρθε ο Αλέκος, ήρθε ο Αλέκος», από κοντά τα παιδιά 3-4, τα παιδιά τα καημένα.
Μετά πώς συνεχίστηκε η ζωή; Τι κάνατε;
Μετά; Δουλειά και χαρά. Συνέχεια δουλειά μετά. Αρχίσαμε μετά οικοδομές, να κουβαλάς όχι σε δοχείο το υλικό, σε τέτοια πάνω, σε λοφόρ, ξέρεις τι είναι; Ένα σανίδι, δυο μαζί με δυο κλάπες από κάτω και μια προσθήκη προς τα πάνω εδώ στ’ αυτί. Το ακουμπούσες κάτω, έβαζες απάνω με το φτυάρι να μην χύνεται, άνοιγες τα πόδια σου και όπως ήσουν όρθιος, έσκυβες, το ‘παιρνες μία προς τα πάνω. Το ένα το χέρι έπρεπε να πάει εδώ από κάτω και να το κρατάς με το ένα το χέρι. Το άλλο να πιάνεις τη σκάλα ν’ ανέβεις από πάνω. Σανίδα, δεν είναι τενεκές. Τενεκές τον πιάνεις για να γυρίσεις από εδώ και από εκεί λιγάκι. Αυτό, τ’ αυτιά μας εδώ από ασβέστες και από τέτοια ήμασταν… Αλλά, είχα τέτοιο, μέλια. Άρπαζα, άρπαζα αμέσως τη δουλειά. Όταν γίνονταν η ΒΒ, το έργο αυτό το μεγάλο εδώ στην Αγριά, ΒΒ, ξέρεις, αυτό δούλεψα εγώ. Αυτό ήτανε όλο, το μέρος όλο αυτό με ελιές ήτανε και τις ελιές τις βγάλαμε μαζί με τον Βασίλη τον Καλδατζή τον κουμπάρο, τις βγάλαμε και μετά αυτού είπαμε: «Τι θα φτιάξει τώρα, τι θα φτιάξει;». Και μετά μάθαμε ότι το πήρε η εταιρεία αυτή ΒΒ και αρχίσανε μετά εκεί, καθαρίσανε και το πήρε εργολάβος απ’ το Βόλο και έκανε όλο το μαντρότοιχο αυτό γύρω, γύρω, τις βάσεις απ’ τα μεγάλα τα καζάνια. Αυτά ρίχνανε μέσα πετρέλαιο και βενζίνη και δούλεψα κι εγώ εκεί μέσα. Εκεί, εκεί δώσαμε το σφυρί, πήρα σφυρί στα χέρια μου. Μέχρι εκεί δούλευα όλο να πούμε εργατικές δουλειές με πηλοφόρι, καζάκα, ζιβιέρα την λέγανε αυτή, καζάκα. Ένας μπροστά και ένας πίσω. Σκέψου, ήταν ολόκληρη εταιρεία, πόσο πίσω ήμασταν. Ολόκληρη εταιρεία του Βόλου τότε και να μην έχει δυο καροτσάκια, δυο καροτσάκια ν’ αδειάσει μέσα η μπετονιέρα να τα πάρει. Με το πηλοφόρι. Το πηλοφόρι το είχανε γύρω-γύρω με πήχες, τέσσερις πήχες και μία ήτανε άυλη λιγάκι, για να φεύγει το υλικό. Και φουσκώνανε τα σανίδια τώρα απ’ το υλικό και δεν σηκωνότανε. Να φτιάχνεις τώρα τέτοιο έργο και να μην είχες. Ε, δεν ήταν ο κόσμος, ήτανε πολύ τότε καθυστερημένος σ’ αυτά τα πράγματα. Και δούλεψα εκεί και ένας μάστορας από εδώ, Θεός σχωρέστον, ο Μαστρο-Μήτσος, με γνώριζε καλά, αφού πηγαίναμε κάθε μέρα μαζί, τόσο καιρό δούλευα εκεί, μισό χρόνο. «Βρε συ, να πούμε, δεν έχεις κανένα σφυρί, κανένα τέτοιο;», «Βρε, έχω του λέω. Και σφυρί έχω και μυστρί έχω και ζύγι, απ’ όλα έχω», «Ρε, ένα τέτοιο του Μαστρο-Γιάννη». Ο Μαστρο-Γιάννης ήτανε απ’ αυτού απ’ άνω, απ’ το Πεντάλοφο ήτανε. Καλός μάστορας, κορυφή, κορυφή, μην συζητάς. «Να πούμε του Μαστρογιάννη ένα τέτοιο;». Έλα ντε, να κάτσεις να κουβαλάς τώρα με την καζάκα αυτή τη κόλλα. «Πες, ρε Μαστρο-Μήτσο, πες άμα είναι». Και του ‘πε. « Ρε κρίμα είναι αυτό το παιδάκι» : λέει, «όρεξη, έχει σεβντά να μάθει την τέχνη αυτή, γιατί να χαραμίζεται και να κουβαλάει;», «ε να τον βάλω εκεί σε καμιά άλλη δουλειά». Λέει, λοιπόν, τον επιστάτη, που ήταν επιστάτης, που ήτανε στην εγγλέζικη εταιρεία. Εγγλέζος ήτανε και μάλιστα ήτανε κι απ’ τον πόλεμο, ήτανε τραυματισμένος, ήτανε κουτσός — ξύλινο πόδι είχε, τι είχε — έρχονταν με πατερίτσα. Του ‘πε, μου λέει: «Έχεις βρε μυστρί, σφυρί, τέτοια πράγματα; Με τι; Πώς θα;», «Έχω απ’ όλα». Είχα φτιάξει εγώ στον Μαστρο-Θανάση τον καημένο, εδώ τον δικό μας, εδώ μ’ είχε φτιάξει σφυρί, «Ένα αυτό ζυγισμένο -μ’ έλεγε- αχ μοναχό του θα σπάζει την πέτρα, όχι να του δίνεις δύναμη», ο Μαστρο-Θανάσης. Το μυστρί μου, το ζύγι, όλα, το μέτρο. Χαρά εγώ. Μου είπε: «Πάρ’ τα τα εργαλεία αύριο και έλα εδώ και θα δούμε, πού θα σε βάλω». Απάνω στο καζάνι το ακριανό, αυτό εδώ που ήτανε κατά το Μπαραμπούτι εκεί, ήτανε ένα χέρσο μέρος εκεί και ήτανε βραχάκια με θάμνους, με τέτοια, θυμαράκια τέτοια ήτανε εκεί. «Έλα εδώ -μου λέει- πάμε εδώ από πάνω, να δεις, τι θα φτιάξεις εσύ τώρα». Πρώτα-πρώτα, θα διαλέξεις τις καλύτερες τις πέτρες. Πέτρα φέρναμε τότε απ’ τη Γορίτσα, φαίνονται ακόμα, που γίνονταν τα νταμάρια εκεί μέσα, πριν βγούμε στο Βόλο, εκεί φαίνονταν το βουνό σκαμμένο. Φέρναμε από εκεί πέτρα. «Και θα τις φτιάχνεις όμως τις πέτρες αραδωτές», αράδα τις πέτρες, κατάλαβες; Ή 20 πόντους, πέτρες όλες, δηλαδή ή 10 ή 15, να μην είναι η μία πάνω και η άλλη κάτω και θέλεις να βάλεις ανάμεσα τσιβικάκια και τέτοια πράγματα, πλακάκια. «Πώς δεν μπορώ», λέω. «Λοιπόν, βάζεις αυτό, κόψε το θεμέλιο από εκεί μέχρι εκεί, ξερίζωσέ το, πέτρες θα τις φέρνουν εδώ και υλικό και θα κάνεις αυτήν τη δουλειά». Αυτό που δεν ήθελα εγώ, κατάλαβες; Είχα όρεξη, τις έφτιαχνα λουκουμάκια, τετράγωνες τις πετρούλες. Υλικό όχι αλλού πολύ και αλλού λίγο, να ξερνάει απ’ έξω, να βγαίνει, ν’ αλείβονται οι πέτρες. Καθαρή η πέτρα και την έξυνα έτσι με το μυστρί λιγάκι. Ήρθε ο Μαστρο-Γιάννης, αυτός ο Τσοπανιώτης: «Α, μπράβο Μαστραλέκο! Μπράβο, μπράβο, α ωραία, έτσι θα πας πέρα όλα». Την άλλη την ημέρα ήρθε και ο Εγγλέζος: «Ωραίο, ωραίο». Εντάξει, αυτό ήταν. Από εκεί κόλλησα μετά, κόλλησα κι εγώ στα μπουλούκια τ’ άλλα. Τελειώνοντας η ΒΒ κοντά, γίνεται ο σεισμός. [01:30:00]Με τον σεισμό, να πούμε, αρχίσανε οι δουλειές μετά. Αλλά όχι να καθυστερήσω εγώ: «Τώρα πώς θα γίνει; Πώς θα μάθω τη σκεπή;» και ξέρω εγώ τι. Το μάτι μου ήτανε εκεί. Οι άλλοι μπορεί να χασκογελούσανε και αστεία και το ένα και τ’ άλλο, αλλά εγώ το μάτι μου εκεί πώς έκοβε από πάνω στο παπά, πώς το ‘φερνε λοξό, πως μετρούσε, γιατί σε κάθε δουλειά, ήταν και ένας-δυο παλιοί μαστόροι, δεν ήταν όλο νέοι. Και κοίταζα και μ’ έλεγε ο Μήτσος ο Αλεξόπουλος απάνω — Θεός σχωρέστον τον καημένο — έτσι μ’ έλεγε: «Αυτό θα το βάλεις εκεί, να σημαδέψεις, αυτόν τον αέρα θ’ αφήσεις, ώστε με το κατέβασμα κάτω, θα έρθει εφαρμογή μέσα στο φάλτσο, στον παπά. Δεν είναι τίποτε, προσοχή θέλει». Αυτό ήταν. Κοντά, δόξα τω Θεώ, χέρια. Μάλωναν με τον Μαστραλέκο. Ερχόταν τόσοι. «Πότε θα ‘ρθεις σ’ εμένα;», «Μετά από τρεις μήνες», «Α, δεν γίνεται. Τρεις μήνες;». Αφού ήμουν με φορτωμένη δουλειά. Εγώ, κοντά σ’ εμένα έμαθε και ο Βλάσης ο αδερφός μου, έμαθε κι αυτός. Μαζί και με άλλους μαζί πάλι φτιάχναμε βέβαια. Φτιάξαμε πολλά σπίτια, όχι εδώ, στον Αϊ-Γιώργη, στα Κανάλια, στα Λεχώνια. Τα Κανάλια τον Κάρλα, εκεί στα Κανάλια. Εκείνη τη χρονιά απείχα για να παντρευτώ. Ήμουν 3 χρόνια αρραβωνιασμένος. Μας πέτυχε ο σεισμός. Σπίτι να φτιάξω στα Κανάλια, γιατί μένανε στα Κανάλια. Είχα εκεί στον Αϊ-Γιώργη, στον Αϊ-Γιώργη τότε το είχανε έτσι. Πηγαίνανε το καλοκαίρι λιγάκι, φεύγανε πάλι. Εκεί είχανε τα πρόβατα, το ένα τ’ άλλο, όλο το κουμάντο που λέμε. Απάνω στον Αϊ-Γιώργη δεν είχανε. Και εκεί ήταν απαραίτητο. Και όμως στα Κανάλια αντισεισμικό σπίτι, στα Κανάλια να κουβαλήσεις με τα ζώα τώρα τα τσιμεντόλιθα και τα υλικά τα μουχάλικα και αυτά όλα, πολλά. Όλο το δάνειο πήγαινε εκεί. Ίσα-ίσα να προλάβαινες να φτιάξεις τη σκεπή, να μπεις μέσα, να περάσεις ένα παράθυρο και μια πόρτα. Και έτσι τους δίνανε τελευταία δόση. Έτσι σου δίνανε την τελευταία δόση. Έπρεπε να το ολοκληρώσεις και να έχεις βάλει πόρτα εξωτερική, μία εσωτερική στο δωμάτιο, στη διαίρεση. Γιατί έκανες και διαίρεση μέσα οπλισμένη, στη διαίρεση εκεί μία πόρτα, στο δωμάτιο εκεί και ένα κούφωμα, ένα κούφωμα στο δωμάτιο εκείνο εκεί, το άλλο ας μην το ‘φτιαχνες, λέει: «Θα το φτιάξεις αργότερα, όποτε μπορείς, όποτε μπορέσεις και το φτιάξεις». Αλλά, εκείνο να το φτιάξεις, να μπεις μέσα, να ‘χεις το κεφάλι σου μέσα, γι’ αυτό στο δίνανε. Άλλοι ή τα τρώγανε τα λεφτά, ξέρω εγώ τι και έβλεπες χωρίς σκούφια πάνω. Καραγιαπί ξεσκούφωτο, στέρνα. Δεξαμενή. Και εκείνο να φτιάξω; Εδώ αυτές τις πέτρες. Να πούμε έβρεχε και από κάτω στο υπόστεγο εκεί δίπλα στο βουνό, εκεί τις έπαιρνα μέσα και καθόμουν και τις πελεκούσα, να τις έχω έτοιμες. Εγώ έχτιζα όλο απ’ έξω, όλο απ’ έξω, από μέσα δεν έχτιζα. Από μέσα πάντοτε μπαίνανε οι δευτερότεροι μάστοροι, δεν μπαίνανε… Αλλά εγώ ήθελα απ’ έξω και απ’ έξω από την αρχή μέχρι τώρα στο τέλος.
Πώς γνωρίσατε τη γυναίκα σας;
Α τη γυναίκα μου. Δουλεύαμε με κάποιον Κυριαζή Αντωνόπουλο, Θεός σχωρέστον, πεθαμένος και αυτός, μεγαλύτερος από εμένα. Δουλεύαμε μαζί, δουλέψαμε και στα Λεχώνια, δουλέψαμε και στον Βόλο. Αυτός μ’ αυτήν την γυναίκα μου ήτανε ξαδέρφια, πρώτα ξαδέρφια. «Ρε συ -μου λέει μια μέρα- τι θα γίνεις, εσύ;». Εγώ ήμουν τότε, απολύθηκα από στρατιώτης, 25, 26. 26 και 3, 29. Όχι, εικοσπεντάρης ήμουν. 25 και 3 χρόνια αρραβωνιασμένος, 28, 28 χρονών παντρεύτηκα. Λοιπόν, «Τι θα γίνει -λέει- μ’ εσένα, δεν θα γίνει τίποτα; Πότε περιμένεις; Περιμένεις να σαραπενταρίσεις;», «Βρε Κυριαζή -λέω, δεν έχω επαφή ούτε με κορίτσια ούτε με τέτοια πράγματα εγώ». «Τι επαφή, ρε; Έλα να σε κάνω εγώ εδώ πέρα στην ξαδέρφη μου, Ζωγραφώ. Καλό κορίτσι, νοικοκυρεμένη, νοικοκυρεμένη, να πνίγει με μπουγάδα, να συγυρίζει το σπίτι, να τέτοιο». Αυτά θέλουμε εμείς στα χωριά. Ήτανε καλός αυτός ο Κυριαζής, μυαλωμένος. «Πώς θα γίνει να έρθω, να με πας να την δούμε λιγάκι;», «Όποτε θες εσύ». Ήτανε του Αγίου Κωνσταντίνου. «Πάμε του αγίου Κωνσταντίνου;», στα Κανάλια, όχι στον Αϊ-Γιώργη, στα Κανάλια πάνω. Πήγαμε, εν τω μεταξύ της είχε πει πιο μπροστά ότι: «Θα σου φέρω ένα παιδί εδώ, να το δεις, να το δει και ο μπάρμπας μου και η θεια μου. Είναι καλό παιδί, φιλότιμο και είναι και μαστοράκος». Ο πεθερός μου δεν πολύ, η πεθερά μου ήτανε λιγάκι… Ήτανε νταμάρα. Πήγαμε, μας καλοδεχτήκανε, μας κεράσανε εκεί. Είχε και άλλες δυο αδερφάδες η Ζωγραφία, την Ελένη και την άλλη, που ήτανε στην Αμερική. «Πώς την είδες;», λέει. «Καλό κορίτσι». Αυτός έμενε στον Στρόβιλο, πέρα στο Στρόβιλο, στον συνοικισμό εκεί. «Καμιά βραδιά, καμιά άλλη μέρα έλα προς τα εδώ -λέει- να τα πείτε κιόλας, μοναχοί σας να πούμε». Την έφερε μια βραδιά. Σκέψου, να πούμε, τι τέτοιο… Εκεί ήτανε η γυναίκα του Κυριατζή, η Σεραΐνα, που τη λέγανε. Ήτανε και εκείνη εκεί κορμάκι. Και κοιμόταν αυτή απ’ το ένα το μέρος και απ’ τ’ άλλο κοιμόταν η Ζωγραφία. Μ’ έκανε αυτή η Σεραΐνα, του φίλου μου αυτού, του Κυριαζή η γυναίκα, ωπ πήρε το μάτι της. Δεν τόλμαγα να κάνω τίποτε, να δεις πώς θα τέτοιο. «Όχι, τίποτα. Τα χέρια δεν θα τ’ ακουμπήσεις απάνω μου». Ήτανε κι αυτή αξέβγαλτη, ήτανε αθώα η καημένη, Θεός σχωρέστην. Δεν ήθελε να πούμε. Όχι ότι ζούσε μακριά απ’ τον κόσμο, άλλα ήτανε έτσι. Και στον Αϊ-Γιώργη έτσι ήτανε όλος ο κόσμος τότε. Δεν είχανε παρτίδες με — εδώ που τα λέμε — γκομενιλίκια και τέτοια πράγματα. Όχι, όχι. Ούτε ένα παράπονο μέχρι τώρα που έκλεισε τα μάτια. «Αλέκο -μου είπε- θα πεθάνω, θα πεθάνω -μου είπε τώρα- δεν μπορώ άλλο». Η καημένη…
Εσείς απ’ όλη αυτή την εμπειρία που έχετε, με τόσα που περάσατε και ειδικά τότε εκεί στον στρατό, σας έκανε πιο δυνατό;
Ναι. Πιο δυνατό λέει! Να σου πω εγώ, 3 χρόνια στην Μακρόνησο, 3 χρονάκια στη Μακρόνησο; ’49-’51 απολύθηκα. Γιατί; Γιατί; Να, πλήρωσα το βουνό. Η παραθέριση που έκανα, την πλήρωσα.
Τι έγινε τότε;
Επειδή, εγώ όχι ότι πήγα στο βουνό, καλά ότι ήθελα να φύγω, να ξεφύγω από εδώ, δεν ήθελα απ’ αυτά που είδα εκεί με τους Γερμανούς, δεν ήθελα να μείνω άλλο εδώ. Έλεγα ότι μπορεί να γίνει και εδώ τέτοιο πράγμα και να την πατήσουμε. Τουλάχιστον, θα πάω εκεί, θα είμαι εκεί μαζί με τον άλλο τον στρατό, θα είμαι και εγώ μαζί. Όχι ότι ήμουν κομμουνιστής και ήθελα να πάω για την ιδέα αυτή, σαν κομμουνιστής, κατάλαβες; Πήγα σαν πατριώτης, σαν Έλληνας, για την πατρίδα πήγα. Και δεν σε ρωτούσανε: «Γιατί πήγες;», «Γιατί δεν πήγες;» μετά. Μετά, όταν έγινε μετά, ησυχάσανε τα πράγματα και ήρθαν εδώ. Πάντοτε τότε κυβερνούσε μετά η δεξιά. Όσοι είχανε τότε προηγούμενα, ξέρω εγώ τι, από εδώ, από ‘κει, βρήκανε ευκαιρία να εκμεταλλευτούνε την κατάσταση αυτή. «Αυτός είναι τέτοιος, είναι εκείνος», «Αφού είναι τέτοιος, στην Μακρόνησο». Είχε δημιουργηθεί η Μακρόνησος. Η Μακρόνησος ήτανε στρατόπεδο, στρατόπεδο συγκεντρώσεως πολιτικών, για πολιτική. Να πω για τη Μακρόνησο; Η Μακρόνησος, γι’ αυτό τη λέγανε Μακρόνησο, ήτανε στενόμακρο νησί απέναντι απ’ το Λαύριο, τη δείχνει και ο χάρτης. Είναι μισή ώρα απ’ το Λαύριο μέχρι την Μακρόνησο. Μισή ώρα είναι με το καΐκι. Είχε το 4ο τάγμα. 4ο τάγμα ήταν οι [01:40:00]πολιτικοί κρατούμενοι, γυναίκες και άνδρες. Ήτανε και για τις γυναίκες και δεν ήταν «εγώ δεν μπορώ», «εγώ δεν έρχομαι». Μέσα! Είχε το 1ο το τάγμα. Στο 1ο το τάγμα ήμουν εγώ. Είχε το 2ο το τάγμα, είχε το 3ο το τάγμα, είχε και στρατιωτικές φυλακές της Μακρονήσου. Αυτά είχε. Αυτά ήτανε κατά μήκος, όπως ήτανε η Μακρόνησος. Η Μακρόνησος ήτανε το βουναλάκι απάνω, έτσι στενόμακρο πέρα και πέρα, αλλά δεν είχε παραπάνω από 200 μέτρα. Αυτό ήταν το υψόμετρο, ήταν η κορυφή. Αλλά μπροστά είχε ένα σιάδι, ένα καμπίσκο, γήπεδα φτιαγμένα, διάφορα, κατάλαβες; Εκεί είχε δουλειά, που είχε δουλειά. Είχε ασβεστοκάμινο, είχε το βλοκάμινο, αυτά όλα τα φτιάχνανε οι στρατιώτες αυτοί, οι στρατιώτες κρατούμενοι. Αλλά από σκοπιές και τέτοια πράγματα, δεν είχε. Τις άλλες τις εργασίες, όλες τις φτιάχνανε οι στρατιώτες αυτοί. Πηγαίνανε. Τώρα τι φτιάχνανε; Θα σου πω. Λοιπόν, βγάλανε πέτρα για ασβέστη, για ασβεσταριά συνεργείο, βγάλανε για τα τούβλα. Άλλοι ήταν που φτιάχνανε τα τούβλα, τη ζύμη, ξέρω εγώ τι, να τα κόψουν, να τα τεμαχίσουν, να τα φτιάξουνε, να τα στήσουν μέσα στο καμίνι. Αυτά όλα, να κάψουνε το καμίνι, ας πούμε, κοντά. Το καμίνι το καίγανε, δεν είχε και ξυλεία και τέτοια πράγματα η Μακρόνησος, ήτανε αμπελονήσι. Αφάνες έχει. Αφάνες ήτανε τα λεγόμενα, εμείς τα λέγαμε «κατσίποδα». Είχανε έτσι τόση ρίζα χοντρή και γίνονται έτσι μία τούφα, μια στρογγυλή τούφα γίνεται και έχει αγκαθάκι μπροστά και τρυπάει. Απ’ αυτά έβγαλε υπηρεσία ο λοχίας, είκοσι άτομα. «Είκοσι άτομα θα πάνε για αφάνες, για τα κατσίποδα, να πάνε να βγάλουν μετά απ’ το πρωινό». «Δέκα θα πάνε για ασβεσταριά, για πέτρα», «τόσοι θα πάνε για την καθαριότητα», «τόσοι θα πάνε στον εφοδιασμό για τρόφιμα», τόσοι εκεί, κανόνιζε τον λόχο και τον μέριζε. Κάθε ένας ήξερε την δουλειά του. Πήγαιναν και φτιάχνανε αυτές τις δουλειές. Τα κατσίποδα πώς τα βγάλανε; Ούτε τσαπιά, ούτε τσεκούρια, ούτε πριόνια, ούτε τίποτε. Με τα χέρια. Γύρισμα από εδώ, από εκεί, στρίψιμο, στρίψιμο και άλλα βγαίνανε απ’ τη ρίζα, άλλα κόβονταν. Το έπαιρνες από ένα στον ώμο και τα πήγαινες και τ’ άφηνες στην ασβεσταριά ή στο τουβλοκάμινο. Άλλοι χτίζανε και φτιάξανε και κτίρια μέσα. Λέσχη αξιωματικού, με φώτα μέσα, να πεις: «Πού είμαι εδώ μέσα; Αξιωματικών στην Μακρόνησο;». Αξιωματικοί, Λέσχη αξιωματικών, πηγαίνανε και τρώγανε εκεί βέβαια. Αναρρωτήριο, εκκλησία με τον Άγιο Αντώνιο. Να σκεφτείς ότι περνούσαν οι καλύτεροι μαστόροι, οι τεχνίτες από εδώ, κρατούμενοι. Αυτοί διαθέτανε την τέχνη, την επιδεξιότητά τους. Πελεκημένες, ρε παιδί μου, να δεις πέτρες. Είχε και πέτρες, μια πέτρα κοκκινοδερή, η οποία δεν είχε ράμματα, ας πούμε. Δεν άνοιγε να βγει τέτοιο. Ήτανε συμπαγές, κοκκινόπετρα συμπαγές. Άρα πελεκιότανε εύκολα, δεν ήτανε πολλή σκληρή, πελεκούτανε και όταν την βάραγες, φτιάχνανε κάτι αγκωνάρια, κάτι γωνιές, κάτι αψίδες, καμάρες, ωραία πράγματα. Θυμάμαι στον Αϊ-Αντώνιο εκεί, μια πασχαλιά εκεί κράτησε από μόνη της το όπλο στη Μεγάλη Παρασκευή. Ναι, βέβαια είχε από εδώ και από εκεί τα στασίδια, μεγάλη εκκλησούλα, ωραία. Στρατός εκεί, όσος χωρούσε μέσα και οι άλλοι απ’ έξω. Ωραία, Άγιος Αντώνιος, έδωσε το όνομά του ο ταγματάρχης. Αντώνη τον λέγανε. Αντώνης Βασιλόπουλος. Περνούσαν τότε, για να γίνεις πραγματικός, λέγανε τότε, Έλληνας, έπρεπε να βαπτιστείς, να βαπτιστείς, να περάσεις απ’ την κολυμβήθρα. Κολυμβήθρα τι ήτανε; Ήτανε να πας ν’ απολογηθείς, να εξομολογηθείς. Πού; Μπροστά στον διοικητή.
Μ’ είπε κι εμένα ο επιλοχίας: «Τζαβέλα, πριν περάσεις για συσσίτιο, να πας στον διοικητή μέσα, σε θέλει». Μπαίνω μέσα εγώ γρήγορα, βλέπω και εκεί δίπλα, ήταν ένας άλλος ταγματάρχης, παραπέρα ήταν ο λοχαγός. Εκεί προσοχή. Και έτυχε εκείνη την ώρα λοιπόν, να γίνεται η υποστολή της σημαίας. Κατεβάζαμε τη σημαία. Τη σημαία εκεί, σάλπιγγα. Σηκωθήκανε αυτοί απάνω, κλαρίνο και εγώ εκεί μέσα. «Πω, πού έμπλεξα;», έλεγα με το μυαλό μου. Τελείωσε λοιπόν, «Κάτσε εκεί». Καθίσαμε εκεί, «Στρατιώτη Τζαβέλα, εδώ έχω κάτι χαρτάκια, κάτι κιτάπια», μου είπε. «Έχω εδώ. Αυτά απ’ το χωριό σου μου τα στείλανε. Εγώ είμαι απ’ την Πελοπόννησο. Ούτε με ξέρεις ούτε σε ξέρω. Και τι λέγανε μέσα τα χαρτάκια; Αυτά, ότι έκανες εκεί, εκεί. Ότι πήγες και στην Αφρική», «Ναι, κύριε διοικητά», είπα. «Πήγα, ναι», «Τώρα τι λες; Να τα σβήσουμε αυτά;», «Σβήσ’ τα, κύριε διοικητά, σβήστα», «Καλός στρατιώτης», μου είπε. Χαιρέτησα, μεταβολή και έφυγα. Κατάλαβες; Σου λέει: «Εγώ είμαι απ’ την Πελοπόννησο, πού ξέρω εγώ τι γίνονταν στον Άγιο Βλάσιο; Αυτά τα φτιάξανε οι δικοί σας, καρφάκια. Στείλτε και τον Αλέκο να πάει και αυτός ο Αλέκος στην Μακρόνησο», γιατί; Αλλά μου φάνηκε αυτό το πράγμα… Να συνεχίσω; Φάνηκε αυτό το πράγμα, όταν πήγα να καταταχτώ στο Βόλο, εγώ με έναν άλλον. Τον Σπύρο απ’ τα Λεχώνια, τέλος πάντων, το ξεχνάω το επίθετο. Ενώ όλοι ήταν τότε, που δίνανε του Βαν Φλιτ τα ρούχα, μια βοήθεια τότε στην Ελλάδα, ήταν κοντά απ’ την κατάσταση και τα ‘χαμε καλά εμείς τότε και με τους Αμερικανοί. «Πάρτε, πάρτε» τότε. Και δίνανε τότε ρούχα Βαν Φλιτ. Αυτά ήτανε ρούχα καλά, καπαρτινέ και το μπουφάν και το παντελόνι. Αυτά όλα και δίκοχα. Αυτοί που ήτανε για να φύγουν, να φυγαδευτούνε, αυτούς τους δίνανε εγγλέζικα, μπερέδες και κάτι μπερέδες. Αλλά ήτανε μπερέδες-ταψάκια και φαινόταν το μούτρο σου, η δουλειά μπροστά, το άλλο έπεφτε απάνω στ’ αυτιά σου. Μεγάλη, σάματι στο νούμερο μας δώσανε. Και ρούχα τριμμένα και γαζωμένα, παλιά ρούχα. Αμέσως βγήκε η βρώμα μέσα στο στρατόπεδο, τώρα ήμασταν από εδώ ή 12 ή 14 άτομα, κληρουχία από εδώ απ’ το χωριό και φίλοι, τον Γιώργο τον Στανιό, τον Γιάννη τον Μπαγιό. Λοιπόν, σαν να τους έκοψε με το μαχαίρι. Κόπηκε το «γεια σου», η «καλημέρα» κόπηκε. Που ήμασταν φίλοι και πίναμε τσίπουρο μαζί και γλεντούσαμε και ξέρω εγώ τι. Κόπηκε αμέσως. Όλα. Μόλις μας είδαν με τα ρούχα αυτά και βγήκε μετά η βρώμα, «όσοι βλέπετε εκεί, φοράνε τέτοια ρούχα, εγγλέζικα, παλιά είναι απ’ το μεγάλο νησί, απ’ το νησί της ωραίας Ελένης. «Ναι, ναι, ναι θα δείτε». Ε, πώς βγήκε τώρα η βρώμα, βγήκε αρβύλα, ας πούμε. Μετά, ενώ κάθε μέρα μετά το πρωινό που γίνονταν, παίρναμε το συσσίτιο, όλοι αυτοί οι νέοι φεύγανε και πηγαίνανε προς το νεκροταφείο. Απάνω εκεί ήταν ένα οικόπεδο, ένα γήπεδο και γυμνάζονταν, κάνανε ασκήσεις, ξέρω εγώ τι, σκοποβολή, τέτοια πράγματα. Εμάς — καλά εμείς ήμασταν δυο, ήταν και στον Αϊ- Γιώργιο, ήταν ας πούμε και από άλλα χωριά, μαζεύονταν κάμποσοι μέσα εκεί — «Εσύ -μας έλεγε ο επιλοχίας ή ο λοχίας, ή δεκανέας [01:50:00]υπηρεσίας- ό,τι έχει καταγή, μην βλέπεις τίποτε, αποτσίγαρα, τέτοια πράγματα, πετραδάκια, πάρτο αυτό το τενεκάκι και το φαράσι και μασ’ τα». «Εσείς οι δυο, οι τρεις ελάτε εδώ, πάρτε τα μαχαίρια να καθαρίσετε πατάτες». Δουλειές δηλαδή, μέσα εκεί στο στρατόπεδο, στο «κατιό μας» που λέμε. Αλλά μετά, όταν έγινε αποχρωματισμός, κοπήκανε αυτά. Κοντά κανονική υπηρεσία, σκοπιά, όλα τα πάντα. Ενώ πρώτα δεν ήμασταν, λεγόμασταν «σκαπανείς», όχι στρατιώτες, σκαπανείς. Σκαπανείς είναι απ’ τη σκαπάνη, είναι δηλαδή εργάτες, όχι στρατιώτες. Δεν μπορούσαν να σου δώσουν τέτοια στρατιωτική δουλειά, σαν στρατιώτης. Σκοπός, να εκπαιδευτείς μετά από 6 μήνες. 6 μήνες πήγα σε εκπαίδευση. Σε εκπαίδευση, σε διορία, αυτά τα πράγματα. Μέχρι τότε τίποτα. Άμμο. Πηγαίναμε με το καΐκι απ’ τη Μακρόνησο απέναντι, σ’ ένα μοναστήρι. Είχε παραλία και όλο άμμο, ψιλή άμμο, σαν να λες ότι έχεις περάσει απ’ το κόσκινο. Τσουβάλια, φτυάρια και πηγαίναμε και τα βάζαμε μέσα στο καΐκι. Βάλαμε και μέσα στ’ αμπάρι τα τσουβάλια, μέσα στ’ αμπάρι κάτω τα κατεβάζαμε και βάλαμε κι απάνω στην κουβέρτα, απάνω στο κατάστρωμα. Το καΐκι ήταν Κουλουριώτικο, ήταν το μόνο καΐκι που ήτανε, που έρχονταν και μας έφερνε τα τρόφιμα μέσα, όλα τα είδη. Είχανε φτιάξει ένα πρόχειρο τότε λιμανάκι εκεί, είχανε ρίξει μπετό, τα οποία τα ‘φαγε η θάλασσα, είχε μεγάλη φουρτούνα. Μην συζητάς, απ’ το ένα στ’ άλλο. Τι φουρτούνα; Φουρτούνα ίσα να σου φεύγει η σκηνή. Σκηνή να μπαινοβγαίνει απ΄ τους πασσάλους. Σκισμένες σκηνές, ρούχα, κουβέρτες μέσα στο στρατόπεδο. Είναι κανάλι εκεί μέσα η Μακρόνησος. Μακρόνησος και το στενό μέσα μέχρι το Λαύριο είναι ένα κανάλι. Αυτό είναι μόλις βγαίνεις από το Λαύριο και θα βγεις στο ξάνοιγμα στο κανάλι. Όπου βλέπεις, ανοίγει η θάλασσα από εδώ μέχρι εκεί. Χώνεται όλο το καΐκι μέσα. Την πρώτη φορά πήγαμε, ήταν κι αυτός ο καπετάνιος μέσα, ο Μπαρμπαγιάννης ο Κουλουριώτης. Είπε: «Μην κουνιέστε καθόλου, όπως είστε, θα καθίσετε αυτού απάνω και δεν έχει “μα”, αυτού, πιασμένοι όπως είστε θα κάθεστε, δεν έχει από εδώ και από εκεί, ας γέρνει». Και να έρχεται απάνω το κύμα στην κουβέρτα, αλλά κλεισμένη πάνω η κουβέρτα, σκέπαστρο και έκλεινα την κουβέρτα. Πλατς το κύμα πάνω. Είχαμε και κύματα απάνω, κατάλαβες; Και έφερνε από εδώ και από εκεί τις τρύπες που, είδες απέχει η βάρκα από εδώ και από εκεί, απάνω από την κουβέρτα. «Πω, πω να άλλο -λέγαμε- τώρα άλλο έρχεται». Βλέπαμε το κύμα. Ωωωω! Σαν να χωνόμασταν μέσα, όλο το καΐκι ερχόταν ίσα με το κύμα, τα πλευρά του από εδώ κι από εκεί. Χώνονταν μέσα, τέτοια λακκούβα έκανε το κύμα. Αυτό το φόβο είχαμε, για άλλο δεν το είχα, για τις αγγαρείες. Ε ήταν λιγάκι το κουβάλημα, τα τσουβαλάκια να τ’ αδειάσεις μέσα. Αυτή τη δουλειά πόσες φορές για έργα. Τι έργα; Έργα διάφορα. Σε κάθε σκηνή πρώτα-πρώτα ήτανε χτισμένο μέσα από ένα πεζούλι γύρω-γύρω και εκεί ήτανε τα σχοινιά δεμένα — οι πάσσαλοι — για να μην έρθουν μέσα νερά και τέτοια πράγματα. Γιατί άμα ήτανε έτσι σκέτη η σκηνή, τα νερά θα έρχονταν απ’ απάνω να περάσουνε μέσα, άμα δεν είχε γύρω-γύρω το πεζούλι αυτό. Πεζούλι αυτό ασβεστωμένο. Νοικοκυρεμένα πράγματα. Όλα, πεζούλια, αλλού γράμματα μεγάλα, «Καλώς ήρθατε πάνω στο βουνό», να βλέπεις με ασβέστη.
Για ποιο λόγο σας έστειλαν εκεί στη Μακρόνησο; Τι πίστευαν για εσάς; Τι πίστευαν και σας έστειλαν εκεί;
Ότι ήμουν οργανωμένος, ότι ήμουν Κομμουνιστής. Έτσι θεωρούσαν αυτοί. Εθνικιστές και Κομμουνιστές, δεν είχε αυτά τα άλλα, ΠΑΣΟΚ και ξέρω εγώ τι, το ένα και τ’ άλλο. Αυτές οι δυο οι άκρες. Έτσι είπαν οι Εγγλέζοι, αυτό είναι το σύστημα, αυτού βαράτε, αυτού πονάει τώρα. Και άμα ακούγονταν σου λέει αυτό. Έβλεπες τώρα να είσαι φίλος και το «γεια σου» να στο λέει έτσι μουδιασμένα. Κακό πράγμα αυτό, ρε παιδί μου.
Εσείς προσπαθήσατε ποτέ να τους εξηγήσετε;
Τι να τους εξηγήσω; Μήπως δεν το ξέρανε αυτό το πράγμα; Δεν το ξέρανε αυτό το πράγμα; Πάει, αυτό το πράγμα ήτανε! Σάματι ήταν αυτό μοναχά, η Μακρόνησος; Η Λέρος, πού αλλού ήτανε; Σε ποια άλλα νησιά; Όλο στρατόπεδα ήτανε τότε γυναίκες. Να πω και τ’ άλλο; Θα το πω και αυτό. Τότε ήρθε μια διαταγή στη Μακρόνησο. Οι γυναίκες που ήτανε στο 4ο τάγμα, να ξεχωρίσουν απ’ τους άντρες. Θα διαλυθεί το 4ο τάγμα. Τελείωσε από εκεί το 4ο τάγμα. Θα συγχωνευθούνε οι άνδρες στο πρώτο το τάγμα και οι γυναίκες δίπλα από το πρώτο το τάγμα, ένα άλλο οικόπεδο εκεί, μεγάλο κι αυτό ήτανε — το ‘χανε περιφράξει, όλα εντάξει — για να πάνε γυναίκες. Χαρά για τις γυναίκες τότε, οι στρατιώτες εκεί σου λένε: «Θα έχουμε και γυναίκες εδώ να βλέπουμε», ταλαίπωροι να πούμε. Λοιπόν, φέρανε κάποια φορά τα καΐκια, παρδαλά απάνω, κόκκινα, πράσινα και οι γυναίκες. «Ω, γυναίκες». Μακρόνησος, τι να δεις, τι άλλο; Θάλασσα κι αέρα κι αφάνες. Ήρθαν, τις βάλανε εκεί μέσα και τις βάλανε σκοπιές από μας πάλι, απ’ το έναν τον λόχο, γιατί ήτανε εκεί σιμά, από εκεί βγάζανε σκοπιές και πηγαίναμε από κάτω. Τι γίνονταν εκεί; Θεός να συγχωρέσει. Από ξύλο, όχι από… Τα βράδια ήτανε οι ΕΣΑτζήδες, η στρατιωτική αστυνομία του τάγματος. Όχι απ’ έξω, του τάγματος. Κάνανε μπλοκαρίσματα, περνούσαν έξω απ’ τις σκηνές απ’ τις γυναίκες. Είχαν το δικαίωμα αυτοί να μπαίνουν μέσα στο στρατόπεδο. Από πολίτες άλλοι, δεν παν να ήταν κι αδερφός κι αδερφή σου, δεν είχαν καμιά επαφή, τίποτε. Εγώ, ποιος ήτανε εκεί; Ο Γιάννης, ασ’ το καλό τον ξεχνάω, ο Χαλβατζής και ο πεθερός του Τάσου Τζίμα. Ήταν αγροφύλακας τότε και τον είχανε τότε — γιατί δεν άφηνε και τα παιδιά, τα χτυπούσε, άμα πηγαίνανε, για να πάνε να κόψουνε κλαδί και τους έπιανε, τους έπαιρνε τα εργαλεία, τις τριχές — και τον είχανε στο μάτι. Τώρα ποιοι άλλοι τον είχανε στο μάτι; Απ’ τον Άγιο Γεώργιο; Και τον καρφώσανε κι αυτόν ότι είναι οργανωμένος, ενώ αυτός δεν ήτανε. Για να είναι τότε αγροφύλακας τον καιρό εκείνο, δεν ήταν όχι. Ήταν δεξιός, πάει. Και βλέπω που λες και τον Γιώργο αυτόνε. «Βρε, Γιώργ -του λέω- Γιώργο και εσύ εδώ, ρε Γιώργο;», «Ρε άσε, μωρέ Αλέκο, άσε με καρφώσανε, με καρφώσανε», «Τι σου κάνανε;», «Με καρφώσανε ότι ήμουν τροφοδότης με τους αντάρτες. Λοιπόν, ποιος ήταν αυτός; Ποιος ήτανε;», «Βρε Γιώργο, εσύ;». Α και τον Γιάννη τον Χαλβατζή και αυτόν, επειδή έφτιαχνε ο άνθρωπος κάρβουνα στο βουνό, για τροφοδοσία, τροφοδοτούσε τους αντάρτες, «Μέσα κι εσύ για την Μακρόνησο». Ναι, ναι, ναι. Και για τις γυναίκες και εγώ φύλακας, σκοπιά εκεί και ήτανε μία έτσι, μια χοντρούλα, [02:00:00]πισωκυρίτισσα ήτανε εκεί. «Αχ παιδάκι μου, σκοπός κι εσύ, καρδιά μου;». Ήθελε να μου πιάσει κουβέντα. «Σκοπός κι εσύ. Αχ κι εσένα η μανούλα σου κι εσένα, που ήταν το τυχερό σου κι εσένα να έρθεις και εσύ στην Μακρόνησο. Εγώ δυο παλικάρια έχω απάνω στο βουνό, δυο παλικάρια, λεβέντες έχω εκεί». «Σε παρακαλώ…». Γιατί λέγανε: «Μην μιλήσετε με γυναίκα. Άμα σας πιάσουμε, φυλάκα». «Σε παρακαλώ. Άντε, δεν ακούει κανένας, μην φοβάσαι τα παλιοτόμαρα αυτά, οι ΕΣΑτζήδες αυτοί». Και δεν ήθελα κοντά να πάω, δεν ήθελα να πάω, γιατί με το ζόρι σου έπιανε κουβέντα. Τα βράδια πολλές φορές και τα βράδια που λες η αστυνομία, εκεί θυμάμαι πίσω μια σκηνή, που ήταν στο πίσω το μέρος ίσα με το δρόμο, εκεί άκουγα, έκλαιγε μία. Έκλαιγε, να πούμε. Εγώ σκοπιά ήμουν πιο παραπέρα, γιατί κλαίει τώρα αυτή; Έλεγε εκεί, να πούμε: «Βγάλε τις κάλτσες», φάλαγγα στην καρέκλα. Τα πόδια στην καρέκλα και απαπαπα, μανούλα μου, μανούλα μου. Εγώ έκλαιγα, έκλαιγα. Τομάρια, τα τομάρια όλα. Ποιος θα αναλάμβανε; Ποιος ‘θελα μπει άλλος; Με τι χτυπούσανε; Με ζώνη, ζωστήρα, λουρί. Έλεγε: «Πονάω, απαπά, μανούλα μου, καλή μου μανούλα. Τα ποδαράκια μου». Πού να μιλήσουν οι άλλες μες στη σκηνή; Πού να μιλήσουνε; Μούγκα ντιπ, τσιμουδιά. Γι’ αυτό ο κόσμος μετά… Ακούγανε δεξιά και τέτοια, γι ‘αυτό βγήκανε κοντά ΠΑΣΟΚ, βγήκανε το ένα, βγήκανε το άλλο. Άμα τον ζορίζεις τον άλλον, τι θα κάνει;
Θα θέλατε να συμπληρώσετε κάτι άλλο;
Τι να πω άλλο; Να πω ένα τραγούδι;
Αν γυρνούσατε τον χρόνο πίσω, θα θέλατε ν’ αλλάξετε τίποτα;
Εγώ ν’ αλλάξω; Ν’ αλλάξω, να γυρίσω τον χρόνο και να γίνω πόσο; Να γίνω 25 χρονών πάλι;
Σας ευχαριστώ πολύ!
Είμαι εγώ, δόξα τω Θεώ, δοξάζω μέρα και νύχτα, είμαι ευχαριστημένος. Πρώτα-πρώτα μ’ αξίωσε, παντρεύτηκα, έφτιασα τρία παιδιά, είδα έξι εγγόνια, είδα έξι δισέγγονα. Καλά όλα στην υγεία. Τι άλλο να πούμε; Είμαι ευχαριστημένος κι απ’ τη ζωή και απ’ τη δουλειά. Ότι κουραζόμουν πολύ, δούλεψα δεν μπορώ να πω. Εργάστηκα πολύ σκληρά για όλα αυτά, για να τα φτιάξω, αλλά από ώρα σε ώρα, άλλα σταματούσαμε απ’ τη δουλειά. Με βοήθησε και ο αδερφός μου ο Βλάσης και ο Νίκος, μετά που μεγάλωσε και άρχισε κι αυτός στις οικοδομές, με βοήθησε. Αλλά μπροστά, το σπίτι και αυτά, κάτι άλλα, τα χεράκια μου, μοναχός μου. Σου λέω, για να πελεκάω τις πέτρες καθόμουν, όταν έβρεχε και δεν γίνονταν δουλειά για κτίσιμο, κάτω εκεί στα τσίγκινα κι εκεί πελεκούσα τις πέτρες, να τις έχω έτοιμες, τα κλωνάρια για τα παράθυρα, τις λαμπάδες. Αυτά.
Τις ιστορίες αυτές τις λέτε στα εγγόνια;
Τα εγγόνια, ποιον; Α για τα παιδιά; Κοίταξε να δεις, με τον Αλέκο τα λέγαμε και με τον Γιώργο, αλλά πέρα με τον Δημήτρη, εκείνος δεν είναι πολύ τόσο πολύ να του μιλήσω. Ο Άγγελος κάπως, κάπου έρχεται κι εκείνος εκεί. Ο Χαράλαμπος ο αδερφός σου. Ο Χαράλαμπος ο καημένος μ’ άκουγε. Ο Χαράλαμπος στην τσέπη εδώ μέχρι προχθές ο καημένος, που ήρθε να μας δει, πάλι τα τρύπωσε στη τσέπη, τέσσερα πενηντάρικα, ο καημένος, καλός! Μ’ είχε πολύ… Μου ‘χε κάνει και λαχτάρες το καημένο. Δεν άκουγε, ήταν ζιζανιάρης. Δεν άκουγε, φώναζε. «Βρε τι είναι τούτος εδώ ρε, ένας άνθρωπος εδώ θα μας κάνει όλα έτσι; Θα σε βολέψω εγώ τώρα, τώρα. Ας περάσει ο Γιάννης εδώ, θα δεις. Ο Κουτσοβέλης Γιάννης δεν τον είδες, πέρασε κάτω με το μουλάρι. Θα περάσει προς τα πάνω και θα δεις». Πιάνω και εγώ, ανεβαίνω πάνω στη σκεπή, βγάζω πάνω την πλάκα απ’ το τζάκι, είχα ένα ξύλο και είχα και μια μπότα. Βάζω το ξύλο μες στη μπότα, δένω με φίδια, το δένω απάνω το σχοινί, ένα συζυμάκι ψιλό, το σχοινί, το βγάζω από απάνω και το βάλω. Δεν το είχαμε κλεισμένο εκείνο το μέρος δίπλα από την πόρτα. Απ’ όπως είναι το στενό τώρα εκείνο εκεί, ήτανε ανοιχτό και πηγαίναμε από εκεί στη θεια τη Βασιλική. Και πήγα και στα βουνά, είδα το Γιάννη που ερχόταν από πέρα. Ο Χαράλαμπος ήτανε εδώ πάνω και κάτι έφτιαχνε. Πέρασε, δεν μίλησε καθόλου, τίποτα. Περνάει λιγάκι η ώρα, «Χαράλαμπε;», «Τι είναι, παππού;», «Έλα να δεις». Κατεβαίνει κάτω. «Έλα να δεις ο κουτσοβέλης. Πάει στο σπίτι, ξεφόρτωσε και ήρθε εδώ, για να τα πούμε λιγάκι», «Πού είναι ο κουτσουβέλης, πού είναι ο Κουτσουβέλης;», «ε τώρα θα δεις που είναι ο Κουτσουβέλης». Πηγαίνω πίσω από την πόρτα και ξεπιάνω το σχοινί και σιγά-σιγά κατέβαινα εγώ, είδε την μπότα, όταν κατέβαινα μπροστά, «Απαπά! Ο Κουτσουβέλης, ο Κουτσουβέλης», γιατί φορούσα και μπότες, «Κουτσουβέλης». Τον φοβότανε μέχρι τώρα ακόμα ο καημένος, «Κουτσουβέλης».
Σας ευχαριστώ πολύ!
Τίποτε. Τι ευχαριστάς, ρε Καλλιόπη; Τίποτα. Να είστε καλά, γεροί!
Πριν είπατε κάτι για σεισμό. Τι έγινε τότε;
Ναι το ’55. Εργαζόμασταν στον Βόλο τότε και ήτανε βραδάκι, είχαμε σχολάσει και γυρίζαμε με το τρενάκι. Το τρενάκι αυτό που πηγαίνεις στις Μηλιές, Λεχώνια-Μηλιές. Ήμασταν μέσα και φτάσαμε στον Άνευρο. Στον Άνευρο μόλις πήραμε, πριν φτάσουμε στην Παναγία Γορίτσα. Εκεί είδαμε στη θάλασσα μέσα να βγαίνουν κάτι θολούρες στρογγυλές, όπως είναι ένα ταψί. Και σιγά-σιγά αυτή η θολούρα μεγάλωνε. Παρουσιάζονταν κι άλλη και πιο πέρα άλλη. Και εν τω μεταξύ απ’ το απάνω μέρος αριστερά μας ήτανε το Νταμάρι της Γορίτσας εκεί, που βγάζανε πέτρα. Οι πέτρες αυτές, όσες ήταν ετοιμόρροπες απ’ τα φουρνέλα, ξεζυγισμένες, ξεπιάνονταν και πέφτανε κάτω χαλίκια και φτάνανε μέχρι τον δρόμο κάτω. Και έλεγε ο κόσμος μέσα στο τρένο: «Τι είναι αυτό το πράγμα, ρε παιδιά; Τώρα βάλανε φουρνέλα, που περνάει το τρένο;». Δεν είχε καταλάβει ο κόσμος ότι ήτανε σεισμός, γιατί ήμασταν μες στο τρένο και το τρένο κουνούσε. Το τρένο κουνάει, τι να καταλάβεις; Περνώντας τις στροφές τις μεγάλες, που είναι στη Γορίτσα και είδαμε φάτσα μετά τα Λεχώνια, Αγριά-Λεχώνια. Εκεί καταλάβαμε ότι κάτι έγινε, γιατί είδαμε μια θολούρα από σκόνη, απ’ τα πεσμένα τα σπίτια, η σκόνη αυτή και θόλωσε το μέρος, η σκόνη. «Παιδιά, τι έγινε; Τι έγινε;». Φτάνουμε στα τσιμέντα, πριν φτάσουμε στα τσιμέντα ακόμα, καμιά δεκαπενταριά-είκοσι μέτρα στο εργοστάσιο, που ήταν το εργοστάσιο εδώ τότε, ήταν πιο μικρό τότε το εργοστάσιο, είδαμε τον κόσμο έξω, απ’ έξω στις γραμμές του τρένου, στον δρόμο τον δημόσιο. «Τι έγινε; Τι έγινε;». Στοπ, μας σταμάτησε το τρένο εκεί. Έρχεται ένας εκεί: «Δεν πήρατε είδηση», λέει. «Τι να πάρουμε;», «Σεισμός, μεγάλος σεισμός, πέσανε τα σπίτια, δεν βλέπετε σκόνη, τι γίνεται; Στα Λεχώνια, Αγριά, Κάτω Λεχώνια, αυτού προς τα πέρα. Κατεβείτε κάτω απ’ το τρένο και το τρένο θα ‘ρθει χωρίς επιβάτες, να περάσουμε το εργοστάσιο και μετά, γιατί το εργοστάσιο, απ’ έξω η γραμμή κάθισε το μέρος. Και πράγματι είχε καθίσει, το τρένο σιγά-σιγά άδειο, πέρασε, φτάσαμε μέχρι τη ΒΒ εκεί. Εκεί μπήκαμε πάλι μέσα και φτάσαμε στα Λεχώνια. Φτάσαμε στα Λεχώνια, ο κόσμος παγωμένος, σεισμός. Άλλοι κλαίγανε τα σπίτια τους. Όπως περνούσαμε και ερχόμασταν προς τα πάνω, έβλεπες στην Αγριά ή και στα Κάτω Λεχώνια ακόμα, ολόκληρο σπίτι να είναι ο τοίχος φευγάτος. Να βλέπεις τώρα μέσα τα έπιπλα, όλα τα κρεβάτια, όπως ξέφυγε ολόκληρος [02:10:00]ο τοίχος και στέκονταν στις τρεις μεριές η στέγη απάνω. Άλλα πεσμένα, μεγάλη ετούτη η καταστροφή! Φτάνουμε στα Λεχώνια, τα ίδια και εκεί, προς τα πάνω με τα πόδια μετά. Μου λέει αυτός ο φίλος μου ο Κυριατζής, αυτός ο προξενητής: «Πάμε βρε, πάμε να δούμε τι γίνανε οι δικοί μας αυτού προς τα πάνω». Κι απάνω για συντομία, το νεκροταφείο απάνω, απ’ το καλντερίμι εκεί και βγήκαμε εδώ στην Καρδαρά, στην Αγία Μαρίνα. Στην Αγία Μαρίνα και απ’ την Αγία Μαρίνα προς τα πάνω. Φτάνουμε στην Αγία Μαρίνα, πού είναι η αγία Μαρίνα; «Ρε Κυριατζή, πού είναι η Αγία Μαρίνα η εκκλησία;». Τίποτε. Ισοπεδωμένη όλη η εκκλησία μέχρι τις ποδιές απ’ τα παραθύρια. Να και οι τρούλοι, να και οι καμάρες, να και το ένα, να και τ’ άλλο. Παλιά αυτή η εκκλησία. Κοντά αυτή που είναι η Αγία Μαρίνα την φτιάξαμε μετά. Αυτή είναι αντισεισμική. Εκείνη ήτανε με υλικό με ασβέστη και άμμο, ασβέστη ας πούμε, αλλά χωρίς τσιμέντα και τέτοια πράγματα. Τότε δεν ήτανε, είχε γίνει προπολεμικώς. Τροχάδην το καλντερίμι προς τα πάνω, ξεχώρισε ο Κυριατζής, γιατί καθόταν στο Στρόβιλο πέρα, απάνω Στρόβιλο και εγώ έρχομαι εδώ να δω. «Τι έγινε, παιδάκι μου;», λέει η μάνα μου. «Τι να γίνει;». Ευτυχώς δεν είχε πάθει το σπίτι τίποτα, κάτι ρήγματα είχε πάθει μοναχά και δεν είχε. Βλέπαμε αλλού πεσμένα σπίτια, σκεπές, άλλα μες στον δρόμο που ‘χανε περάσει τα ζώα. Μην συζητάς τι αγωνία τότε και να κουνάει, να κουνάει. Εγώ ήδη ήμουν αρραβωνιασμένος, λέω: «Τι έγινε εκεί πέρα τώρα;», κατάλαβες τι γίνεται; Γιατί ήτανε παλιά τα σπίτια που ήτανε εκεί πέρα στα Κανάλια, στο κτήμα εκεί, ήτανε παλιά, λασπόχτιστα, χαμηλά μεν, αλλά λασπόχτιστα. «Πώς θα γίνει; Πώς θα γίνει τώρα;». Λέει: «Τώρα δεν γίνεται τίποτα, τώρα ό,τι έγινε, το πρωί θα πας προς τα πέρα, γιατί έχει περάσει, έχει νυχτώσει κιόλας». Περνάει η νύχτα; Όλη τη νύχτα πάλι τρέμαμε, «Πωπω πάλι σεισμός», λέγαμε. Κάθε λίγο και λιγάκι. Πάνω σε κάνα σπίτι ετοιμόρροπο που ήτανε, ξεσαλωμένο να πούμε, το ‘βαλε δρόμο. Το πρωί το δίνω να πάω, να δω τι έγινε. Περνάω από πέρα στα Φούρνια, βλέπω εκεί πέτρες απ’ το ρέμα, κάτι θεόρατα, όσο είναι το μισό το δωμάτιο, κάτι πέτρες που είχαν κωλοκλείσει και είχανε πάει προς το ρέμα μέσα, ξεκοπήκανε. Ήτανε ο δρόμος για ζώα, δεν ήτανε ακόμα, δεν περνούσαν τ’ αυτοκίνητα, ούτε τίποτα. Από εκεί βγαίνω μέσα στο περιβόλι και απ’ το περιβόλι στο ρέμα, βγήκα από πέρα, βλέπω τα σπίτια, στέκονταν ακόμα, στέκονταν στα πόδια τους. Πήγα εκεί, «Τι γίνεται, ρε; Τι κάνετε;», «Τι να κάνουμε, τι ήταν αυτό που πάθαμε; Δεν μπορούμε να τέτοιο. Ευτυχώς που πρόλαβε η Ζωγραφία και βγήκε από μέσα». Ένα δωμάτιο που ήταν χειμωνιάτικο εκεί για να βγαίνει απ’ έξω στην είσοδο, έκανε το φαγητό. Και ήταν πασχαλόγιορτα κοντά, ήταν το Πάσχα, ναι. Πότε ήταν; Την ημέρα του Πάσχα ήταν; Τι ήταν, ρε παιδί μου; Ω, ρε δεν μπορώ να θυμηθώ κι εγώ, χάνομαι πολλές φορές. Και πρόλαβε και βγήκε, είχε πέσει το ταβάνι. Έπεσε το ταβάνι όλο κι απάνω στο ταβάνι είχε και μία τραμιτζάνα. Γυάλινη τραμιτζάνα, από αυτές τις μεγάλες να βάλουνε κρασί μέσα, τσίπουρο. Πώς την είχε βάλει τότε ο πεθερός μου; Απάνω από το ένα το μέρος εκεί δεν ήταν κλεισμένο εκεί. Και πώς την είχε βάλει εκεί απάνω τώρα; Για ασφάλεια, να μην σπάσει και δεν έπαθε τίποτε. Όπως έπεσε όλο το ταβάνι, ήταν από εδώ ένα κρεβάτι κι ένα από εκεί και έπεσε και ακούμπησε το ταβάνι με τις πήχες, όπως ήταν και τον σοφά απάνω στα κρεβάτια, εκεί που ήταν η τραμιτζάνα απάνω. Ευτυχώς πρόλαβε η Ζωγραφία και βγήκε έξω. Ήταν, όπως ήτανε εκεί το τζάκι και εδώ ήταν η πόρτα και πρόλαβε και έπεσε το ταβάνι.
Χτύπησε κανένας άλλος;
Όχι, όχι, όχι, δεν χτύπησε κανένας. Δεν χτυπήσανε. Ήτανε και χαμηλά, δεν ήτανε πολύ ψηλά σπίτια, χαμηλά. Τα ‘χανε τότε καλύβια, σαν ξεχειμαδιά. Αλλά επειδή βρίσκονταν — είχαν και τα ζώα εκεί — βρίσκονταν κάθε μέρα εκεί, τον περισσότερο καιρό τον περνούσανε εκεί στα Κανάλια. Εκεί βοσκούσαν τα ζώα, κότες εκεί, σκυλιά.
Οι υπόλοιποι από το χωριό πού συγκεντρώθηκαν, για να μην χτυπήσουν;
Κοίταξε να δεις, άλλοι βγήκαν έξω, άλλοι στην πλατεία, απ’ έξω απ’ την εκκλησία εκεί, ώσπου να περάσει. Κάθε μέρα λιγόστευαν τα κουνήματα αυτά.
Πόσο κράτησε ο σεισμός; Πόσες μέρες;
Κράτησε καμιά εβδομάδα, θα έκανε. Λέγανε: «Άντε, μας θυμήθηκε πάλι. Άντε πάλι!». Ε σιγά, σιγά έσβησε να κουνάει έτσι. Ναι, ναι, ναι.
Φωτογραφίες

Αλέξανδρος Τζαβέλας_1
Ο αφηγητής

Αλέξανδρος Τζαβέλας_2
Ο αφηγητής
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ένας άνθρωπος με πολλά βιώματα και εμπειρίες. Ο Αλέξανδρος Τζαβέλας μιλάει για την παιδική του ηλικία και το περιστατικό της εκτέλεσης στη Δράκεια, που του άλλαξε τη ζωή. Οι Γερμανοί επιτίθενται και εκείνος φεύγει στο βουνό με τους αντάρτες, για να υπερασπιστεί την Ελλάδα στον αγώνα για την απελευθέρωση, μετά από εντολή του κράτους. Μπαίνει στην οργάνωση της Ε.Π.Ο.Ν, χωρίς να το επιθυμεί και από εκεί ξεκινάει μια δύσκολη πορεία ζωής ως στρατιώτης. Στην αρχή υπηρετεί την πατρίδα στο πλευρό του συνταγματάρχη Μάντακα και έπειτα εξαιτίας μια λάθος διαδρομής, πέφτει στα χέρια των Εγγλέζων. Από εκεί ξεκινάει ένας Γολγοθάς με αγγαρείες στο στρατόπεδο στο Γουδί και ακολουθεί η αιχμαλωσία του στην Αίγυπτο. Μετά από διαπραγματεύσεις, επιστρέφει στην πατρίδα, αλλά λόγω της πορείας του, εξορίζεται στην Μακρόνησο. Η ζωή του ξεκινάει μετά από 3 χρόνια, όπου όντας ελεύθερος πλέον στον Βόλο, μαθαίνει την τέχνη του οικοδόμου. 96 χρονών σήμερα, διηγείται όλη του τη ζωή με γέλιο και όχι με πικρία, όντας ικανοποιημένος που κατάφερε να δημιουργήσει μια μεγάλη οικογένεια και ν' αφηγείται τις ιστορίες αυτές στα εγγόνια του.
Αφηγητές/τριες
Αλέξανδρος Τζαβέλας
Ερευνητές/τριες
Καλλιόπη Γιαννούκα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/05/2022
Διάρκεια
136'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ένας άνθρωπος με πολλά βιώματα και εμπειρίες. Ο Αλέξανδρος Τζαβέλας μιλάει για την παιδική του ηλικία και το περιστατικό της εκτέλεσης στη Δράκεια, που του άλλαξε τη ζωή. Οι Γερμανοί επιτίθενται και εκείνος φεύγει στο βουνό με τους αντάρτες, για να υπερασπιστεί την Ελλάδα στον αγώνα για την απελευθέρωση, μετά από εντολή του κράτους. Μπαίνει στην οργάνωση της Ε.Π.Ο.Ν, χωρίς να το επιθυμεί και από εκεί ξεκινάει μια δύσκολη πορεία ζωής ως στρατιώτης. Στην αρχή υπηρετεί την πατρίδα στο πλευρό του συνταγματάρχη Μάντακα και έπειτα εξαιτίας μια λάθος διαδρομής, πέφτει στα χέρια των Εγγλέζων. Από εκεί ξεκινάει ένας Γολγοθάς με αγγαρείες στο στρατόπεδο στο Γουδί και ακολουθεί η αιχμαλωσία του στην Αίγυπτο. Μετά από διαπραγματεύσεις, επιστρέφει στην πατρίδα, αλλά λόγω της πορείας του, εξορίζεται στην Μακρόνησο. Η ζωή του ξεκινάει μετά από 3 χρόνια, όπου όντας ελεύθερος πλέον στον Βόλο, μαθαίνει την τέχνη του οικοδόμου. 96 χρονών σήμερα, διηγείται όλη του τη ζωή με γέλιο και όχι με πικρία, όντας ικανοποιημένος που κατάφερε να δημιουργήσει μια μεγάλη οικογένεια και ν' αφηγείται τις ιστορίες αυτές στα εγγόνια του.
Αφηγητές/τριες
Αλέξανδρος Τζαβέλας
Ερευνητές/τριες
Καλλιόπη Γιαννούκα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/05/2022
Διάρκεια
136'