Τα θρυλικά μεταπολιτευτικά στέκια φαγητού και ποτού στο Ηράκλειο Κρήτης: οι κοιτίδες πολιτισμού και πνευματικής εξέλιξης
Ενότητα 1
Η οικογένεια του Αφηγητή και τα πρώτα χρόνια στο Ηράκλειο
00:00:00 - 00:03:45
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είμαι ο Ανδρέας Καλοκαιρινός, είμαι ερευνητής στο Istorima, είναι Κυριακή 27 Ιουνίου 2021, είμαστε στον Καφενέ του Καγιαμπή, στο Ηράκλειο …ές οι φασαρίες, όχι σε ένα επίπεδο —θα έλεγα— πολιτικό. Ένα επίπεδο, πίνεις, λες μια κουβέντα, κάνεις, δείχνεις και πλακώνεσαι. Κατάλαβες;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 2
Τα μεταπολιτευτικά στέκια του Ηρακλείου, φαγητό, μουσική και συναντήσεις με σπουδαίους ανθρώπους
00:03:45 - 00:09:20
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία, οπότε εσύ είσαι παρών στο Ηράκλειο ήδη από το ’71. Από το ’71-’72. Και άρα έχεις μια και προσωπική εικόνα, για το πώς… Ναι, …Περιθώριο», τώρα, ανοίγει πριν του Κωστή του Χιωτέλη που ανοίγει, πριν να ανοίξει ο Χιωτέλης το «Αβγό» ’77-’78 ίσως. Ένα πολύ απλό μαγαζί…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Τα στέκια ως μέρος υποδοχής πολιτικών ανησυχιών, διαφορετικών παρατάξεων και οι άνθρωποι που τα καθόρισαν
00:09:20 - 00:16:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Συνεχίζουμε μετά την διακοπή. Και πού είμαστε τώρα; Τώρα έλεγες για το «Περιθώριο», του Χιωτέλη. Και συνεχίζω τώρα εγώ; Που κι αυτό…ανε κι ένα σωρό πράγματα. Ωραία, θέλεις να κάνουμε πρώτα ένα διάλειμμα; Ναι, να κάνουμε. Μπας και θυμηθούμε κι άλλα. Ναι, βέβαια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Tags
Ενότητα 4
Τα μεταπολιτευτικά στέκια του Ηρακλείου: discos, καφέ-μπαρ και ροδκάδικα
00:16:05 - 00:23:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία, όσον αφορά τα στέκια για φαγητό και μουσική, —που αναφερθήκαμε προηγουμένως— μετέπειτα υπάρχουν κι άλλα; Ναι, βέβαια. Υπάρχουνε. Κ… «Africa». Που κι εδώ έχουμε μουσικές καλές κι έρχονται και πολλοί σε αυτό το μαγαζί, όπως υπάρχει και φωτογραφία, εδώ στον «Καφενέ», του…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Τα τρία πιο επιδραστικά μαγαζιά: «Καφεθέατρο», «Αβγό», «Φλου»
00:23:12 - 00:26:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία, συνεχίζουμε μετά την διακοπή. Είχαμε μείνει στον Τζανάκη, στο «Βρικόλακα». Στον «Βρικόλακα», ναι. Nομίζω ότι ο Μανώλης ο Τζανάκης …Οι κολόνες, μία επανάσταση με λίγα λόγια και απλά, μία επανάσταση με ποιοτικά χαρακτηριστικά. Τα οποία βέβαια, θα αναφερθούμε και σε αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Το «Αβγό», το πιο γκαγκάν μπαρ του Ηρακλείου
00:26:14 - 00:31:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ξεκινώντας, οπότε, χρονικά, θέλεις να μας πεις για το «Αβγό»; Ναι, το «Αβγό». Μεγάλη υπόθεση! «Αβγό» ίσον φιλοσοφία. Εκεί λοιπόν όλοι γίν…υς Χειμερινούς Κολυμβητές ή την Τανάγρη. Έπαιξε ρόλο μεγάλο. Όλα ήταν. Και μουσική σκηνή και μπαρ και καφενείο και τα πάντα. Να ‘ναι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Το θρυλικό «καφεθέατρο», το μπαρ που φιλοξένησε τους μεγαλύτερους μουσικούς, λογοτεχνικές βραδιές, θεατρικές παραστάσεις και οργάνωνε μέχρι και μαθήματα σκακιού
00:31:30 - 00:49:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία, τώρα μπορούμε να περάσουμε στο «Καφεθέατρο», στο οποίο και έχεις δουλέψει και έχεις και μια πολύ εσωτερική ματιά για το πώς λειτουργο…έπαιζε ο Ψαραντώνης. Ο απόλυτος σεβασμός. Ήταν σου λέω, blues, blues, blues, blues. Αυτά για το «Καφεθέατρο». Ανάμνηση γλυκιά και ερωτική.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Από το «Καφεθέατρο» στο θρυλικό «Φλου», που πήρε την σκυτάλη
00:49:34 - 00:59:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο για το «Καφεθέατρο»; Βέβαια, έχουμε να προσθέσουμε, γιατί κατά διαστήματα στο «Καφεθέατρο» υπήρχαν συνεργασ…ε. Γιατί υπάρχουνε πολλά θέματα να αναπτυχθούν περαιτέρω. Βεβαίως. Ωραία, σε ευχαριστώ και πάλι. Κι εγώ σε ευχαριστώ. Να ‘σαι καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είμαι ο Ανδρέας Καλοκαιρινός, είμαι ερευνητής στο Istorima, είναι Κυριακή 27 Ιουνίου 2021, είμαστε στον Καφενέ του Καγιαμπή, στο Ηράκλειο Κρήτης. Θέλεις να ξεκινήσουμε με το όνομά σου;
Ναι. Με λένε Καγιαμπάκη Δημήτρη αλλά συνήθως με λένε «Καγιαμπή». Η λέξη «καγιαμπής» είναι τούρκικη. Είναι από την λέξη «kaya» που θα πει «πέτρα», το «bül» που θα πει «αηδόνι» και το «πιρς» που θα πει «περιπατητής». Κάπως, ας πούμε, έτσι: «Καγιαμπίρης», «Καγιαμπίλης», «Καγιαμπίλ» κι έμεινε αυτό. Ενώ είμαστε, ας πούμε, Καγιαμπάκηδες, έχει καθιερωθεί σαν «Καγιαμπής». Και είμαι από το Αβδού Πεδιάδος, στο Δήμο Χερσονήσου και ασχολούμαι και έχω δουλέψει σε μαγαζιά, που έχουν να κάνουν με μπαρ, με ταβέρνες, παλιότερα σε ξενοδοχεία και τώρα διατηρώ ένα χώρο εδώ στο Ηράκλειο, «τον καφενέ του Καγιαμπή», 22 χρόνια.
Ωραία, στην σημερινή κουβέντα, συνέντευξη, όπως είπαμε και στην προσυνέντευξη, θα επικεντρωθούμε στα στέκια του Ηρακλείου, στο χώρο της μουσικής και του φαγητού, στο μεταπολιτευτικό Ηράκλειο.
Ναι.
Αλλά πριν περάσουμε σε αυτό, θα ήθελες να μας πεις λίγα λόγια για την καταγωγή και την οικογένειά σου;
Ναι. Η οικογένεια τώρα, έχουμε το… Είναι η οικογένεια που έχει βγάλει… Δηλαδή ο παππούς του παππού, του παππού, ο προπάππους του Καγιαμπή. Είναι ακουστή η ιστορία με το μουλάρι του Καγιαμπή, το οποίο, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το γεμίζανε με τρόφιμα, το γεμίζανε με φαγητά και μόνο του πήγαινε μια απόσταση 40-50 χιλιόμετρα. Μόνο του. Ήξερε δηλαδή τον δρόμο, τα πήγαινε, τα παίρνανε οι αγωνιστές της περιόδου εκείνης κι εξ ου και —η παροιμία είναι τώρα αυτή;— «Το Αβδού των 40 καπετάνιων και του Καγιαμπή το μουλάρι που ήταν κι αυτό καπετάνιος». Γιατί έκανε δηλαδή ουσιαστική δουλειά. Εγώ είμαι στο χωριό μέχρι το ’70, μετά έρχομαι εδώ χάμε στο Ηράκλειο και στο Γυμνάσιο. Μετά ξαναπάω στο Γυμνάσιο του Μοχού, του Καστελλιού και μετά πάλι ξαναγυρνάω το ’73 εδώ, στην πόλη. Οι πρώτες μου δουλειές είναι μπογιατζής και μετά οικοδόμος. Πηγαίνοντας μετά στον στρατό δουλεύω λαντζέρης στην Αεροπορία, στην Λέσχη Αξιωματικών. Μου άρεσε η διαδικασία αυτή του φαγητού και όταν απολύθηκα μετά ξεκινάω και ασχολούμαι με τον επισιτισμό, αν μπορούμε να το πούμε.
Θες να μας πεις λίγο για την οικογένειά σου; Εννοώ για τους γονείς σου, τι ενασχόληση είχαν…
O μπαμπάς και η μαμά ήταν με αγροτικά. Ο μπαμπάς ήταν και τσαγκάρης. Ωραίοι άνθρωποι, δίκαιοι. Mένανε πάντα στο χωριό. Η μαμά έχει φύγει βέβαια, ο μπαμπάς είναι στα 93. Ζει ακόμα. Και μας φέρνει αυγουλάκια, μας φέρνει κοτοπουλάκια, μας φέρνει βλήτα, κολοκύθια, μας φέρνει πατατούλες, μας φέρνει τυράκια για τον καφενέ.
Ωραία, οπότε εσύ πότε είπες ότι έρχεσαι στο Ηράκλειο;
Εγώ Ηράκλειο έρχομαι το ’71, στην Α' Γυμνασίου. Που την αφήνω βέβαια, που μένω στην ίδια τάξη, γιατί ήταν η τρέλα μου τότε ο Ο.Φ.Η. Δεν διάβαζα, παρόλο που πρέπει να ήμουνα καλός μαθητής, αλλά δεν θυμάμαι να είχα διαβάσει ποτέ. Ένα αλάνι ήμουνα, δηλαδή γενικώς. Μ’ άρεσε, μ’ άρεσε να πηγαίνω και σε επικίνδυνα μέρη. Δηλαδή, δεν θα ξεχάσω ότι το 1972 πήγαινα στο στέκι των νέγρων ναυτών του Αμερικάνικου Ναυτικού, που ήταν στην αρχή του πάρκου του Γεωργιάδη. Με φασαρίες βέβαια μέσα, πράγματα μυστήρια… Και γενικότερα είχα μια τάση να πηγαίνω σε διάφορα μαγαζιά, έτσι είτε ήτανε… Πώς να στο πω τώρα; Πώς να το πούμε τώρα; Που μπορεί, ρε παιδί μου, να μην είχανε ένα καλό όνομα αλλά, στην ουσία, είναι η ζωή αυτό. Είχα αυτή την τάση, από μικρό παιδί.
Κι αυτό το στέκι το θυμάσαι;
Ναι, βέβαια. Και ήμουνα εγώ, με έναν φίλο μου, οι μοναδικοί μέσα… Αλλά δε μας πείραξαν ποτέ. Αλλά ήταν μόνο ναύτες του Αμερικανικού Ναυτικού. Που εκείνη βέβαια την περίοδο, γινόταν μεγάλες φασαρίες, όπως και στην Χερσόνησο, όπως και στο Ηράκλειο. Αλλά δεν θυμάμαι ποτέ να με πειράξαν.
Και αυτές οι φασαρίες, με τι…
Μικρός βέβαια. Αυτές οι φασαρίες, όχι σε ένα επίπεδο —θα έλεγα— πολιτικό. Ένα επίπεδο, πίνεις, λες μια κουβέντα, κάνεις, δείχνεις και πλακώνεσαι. Κατάλαβες;
Ενότητα 2
Τα μεταπολιτευτικά στέκια του Ηρακλείου, φαγητό, μουσική και συναντήσεις με σπουδαίους ανθρώπους
00:03:45 - 00:09:20
Ωραία, οπότε εσύ είσαι παρών στο Ηράκλειο ήδη από το ’71.
Από το ’71-’72.
Και άρα έχεις μια και προσωπική εικόνα, για το πώς…
Ναι, βέβαια, έχω…
Για αυτά τα στέκια της εποχής, για τα οποία θα μιλήσουμε.
Ναι έχω και προσωπική εικόνα και έχω δουλέψει και σε στέκια της περιόδου εκείνης, από μικρό παιδί. Δηλαδή, η πρώτη μου δουλειά είναι στον χωριανό μου και ωραίο άνθρωπο τον Δημήτρη τον Τηλιάνη που ανοίγει το πρώτο ρακάδικο στην Δαιδάλου το ‘70. Εγώ εκεί πρέπει να δουλεύω το ’73, όταν πήγαινα νυχτερινό. Ο οποίος είχε πατάτα, λεμονάκι, γαρίδες, πατάτα οφτή… Γαρίδες, λάχανο, ελιές. Ήταν ένα πολύ ωραίο στέκι και θυμάμαι ότι ερχότανε πολλοί φοιτητές την περίοδο εκείνη που ήτανε και Χούντα. Και είχα και μια γνωριμία εκεί με τον Τσαουσάκη. Έναν σπουδαίο ρεμπέτη, που μετά —ήρθε και ήπιε ρακές, έφαγε κάτι— και μετά με κάλεσε, στη «Στάμνα» ήτανε; Δεν μπορώ τώρα να θυμηθώ. Μάλλον ήταν στην Στάμνα, ’73-’74 και η Στάμνα —κατά διαστήματα είχε— που θα αναφερθούμε μετά, είχε και ζωντανά… Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Μάγκας. Κι εκεί βέβαια είχε τραγουδήσει. Μια ιδιαίτερη φωνή. Κι εγώ ένιωσα πολύ σπουδαίος, ένιωσα πιο ψηλός, απ’ ότι ήμουνα. Ήταν και ωραίος άνθρωπος. Μετά, ένα πολύ σημαντικό μαγαζί ήτανε ο «Διόνυσος», του Νίκου του Βελιγραδή, από το Αβδού Πεδιάδος. Το οποίο ξεκινά να δουλεύει κι αυτό το ’74. Κι εκεί είχα δουλέψει για λίγο. Πήγαινα βοηθούσα κι έτρωγα.’75- 76. Αυτό ήτανε εκεί που είναι σήμερα το βιβλιοπωλείο του Μανώλη, απέναντι από το ταχυδρομείο. Ήταν ένας εξωτερικός χώρος φοβερός, πολύ ωραίος, με πολλά δέντρα και από εκεί μου έχει μείνει. Τις ημέρες του Πολυτεχνείου, ο Νίκος βέβαια έβαζε και από πριν. Γιατί ο Νίκος είναι από τους πρώτους… Αλλά αυτό είναι μια άλλη ενότητα. Από τους πρώτους που ανοίγουν κλασικό ροκ μπαρ τη δεκαετία του ’70, μέσα στο πάρκο του Θεοτοκόπουλου. Και μετά ανοίγει τον «Διόνυσο». Και θυμάμαι ότι έβαζε ο Νίκος, Μίκη, τις ημέρες του Πολυτεχνείου, ότι ήρθε η αστυνομία, του έκανε παρατήρηση, έκλεισε το μαγαζί αλλά δε μπορώ να θυμηθώ αν τον συνέλαβαν κιόλας. Και του Νίκου η προσφορά ήταν τεράστια στην υπόθεση των μαγαζιών με φαγητό στην πόλη. Με πάρα πολύ ωραίο φαγητό, τίμιο… Και δυστυχώς, βέβαια, έφυγε και νωρίς, έφυγε στα 55 και ο «Διόνυσος» πρέπει να δούλεψε ’73-’74- ’75 μέχρι το ’86, με πολύ ωραίο φαγητό και με πολύ καλή μουσική, ρεμπέτικα, Μίκη, Χατζιδάκι. Έχουμε μετά την ταβέρνα του μπαρμπα-Λευτέρη, του «Βουρβούλη» του λεγόμενου. Το σημερινό «Βουρβουλάδικο», στον Λάκκο. Εκεί τώρα, νομίζω ότι αυτό το μαγαζί μας καθορίζει την κοινωνική συνείδηση. Κι εμένα την κοινωνικοπολιτική μάλλον, συνείδηση. Κι εμένα κι όλων των νέων της περιόδου εκείνης. Γιατί με το που πέφτει η Χούντα, που φεύγουν οι φυλακισμένοι από την Χούντα, άνθρωποι ντόπιοι εδώ, το κάνουν αυτό στέκι. Κι εκεί τώρα, εμείς σαν πιο μικροί, μπαίναμε μέσα —μια ρετσίνα πίναμε, δεν είχαμε τίποτα— αλλά καθόμασταν πάντα σε αυτούς που… Δηλαδή ήδη έβλεπες, ότι ήτανε χλωμοί από τις φυλακές. Ήδη έβλεπες την ταλαιπωρία τους από τις φυλακές. Γιατί μιλάμε ότι, πριν ένα χρόνο ήταν εξορία ή τους είχαν εκτοπίσει. Εκεί λοιπόν γνωρίσαμε τον Ανδρέα τον Καλοκαιρινό με σπουδαίες κουβέντες, γνωρίσαμε τον Νίκο τον Γιανναδάκη, ο πρόεδρος της Βικελαίας μετέπειτα που έκανε πολύ σπουδαία δουλειά, γνωρίσαμε τον Φοίβο τον Ιωαννίδη, ιστορίες από την φυλακή, γνωρίσαμε τον Κωστή τον Παπαϊωάννου, τον Βασίλη τον Τζεβελάκη, τον Σαββάκη και πάρα πολλούς κομμουνιστές. Θυμάμαι συγκεκριμένα την ιστορία του Ρούκουνα, που μας έκανε ιστορία για τον Εμφύλιο Πόλεμο της Ισπανίας, που ήτανε μέλος της ομάδας του Νίκου Ζαχαριάδη στην Ισπανία. Κι άλλοι πολλοί αριστεροί, κομμουνιστές… Κι εμείς ακούγαμε και ό,τι ακούγαμε, το παίρναμε. Αυτό δηλαδή μας καθόρισε. Δηλαδή μπορεί να ήμασταν κάτι άλλο σήμερα, μπορεί να ήμασταν άσχετοι, μπορεί να ήμασταν… Ποιος ξέρει; Έπαιξε ρόλο αυτό. Και όχι μόνο σε μένα, σε ένα μεγάλο ποσοστό νέων παιδιών τότε.
Οπότε, αυτό το στέκι ήταν συγκεκριμένου πολιτικού χώρου;
Ναι, ήταν. Εντάξει ήταν στέκι… Καλό μαγαζί, ταβερνείο ωραίο, λαϊκό βέβαια, με τις μουσικές τις ωραίες και λοιπά, αλλά σύχναζαν εκείνοι όλοι οι υπέροχοι άνθρωποι που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αγωνίστηκαν επί Επταετίας, φυλακίστηκαν κι εμείς ακούγαμε τις ιστορίες τους. Είναι κάτι το συγκλονιστικό. Ο Αεράκης, ο Βαλαβάνης, πολλοί, πολλοί, πολλοί, πολλοί… Δηλαδή άμα κάτσω κάτω και το οργανώσω στη σκέψη μου, μπορώ να σου πω και 50 και 100 άτομα. Όλοι ωραίοι άνθρωποι… Ο Βασιλάκης, ο Νίκος ο δάσκαλος, ο Δανήλος, ο Συντυχάκης. Δηλαδή ποτάκι, φαγητό ωραίο, ιστορίες από την φυλακή και προβληματισμός για εμάς… Μας έκανε πολύ καλό. Έχουμε μετά την «Στάμνα», του Σταύρου του Λυγερού, από τα ιδρυτικά μέλη των Λαμπράκηδων. Και για αυτό ήταν και το στέκι των… Πώς μπορούμε να το πούμε; Των πρώην Λαμπράκηδων; Όλοι οι πρώην Λαμπράκηδες, περάσανε από εκεί. Φυσικά και ο Μίκης ο Θεοδωράκης πέρασε από εκεί και πολλοί άλλοι. Το οποίο βέβαια και κατά διαστήματα, λειτουργεί σαν κέντρο διασκέδασης με καλή λαϊκή μουσική. Δεν ήταν σκυλάδικο. Στην «Στάμνα» εγώ είδα τον Τσαουσάκη, που τον γνώρισα στο ρακάδικο του Δημήτρη του Τηλιάνη. Που με κάλεσε και έπαθα την πλάκα της ζωής μου και κουζουλάθηκα. Ωραίος έτσι, στιβαρός, μετρημένος. Ένα ρόλο μπορούμε να πούμε ότι έχει παίξει και το «Περιθώριο». Το «Περιθώριο», τώρα, ανοίγει πριν του Κωστή του Χιωτέλη που ανοίγει, πριν να ανοίξει ο Χιωτέλης το «Αβγό» ’77-’78 ίσως. Ένα πολύ απλό μαγαζί…
Ενότητα 3
Τα στέκια ως μέρος υποδοχής πολιτικών ανησυχιών, διαφορετικών παρατάξεων και οι άνθρωποι που τα καθόρισαν
00:09:20 - 00:16:05
Συνεχίζουμε μετά την διακοπή.
Και πού είμαστε τώρα;
Τώρα έλεγες για το «Περιθώριο», του Χιωτέλη.
Και συνεχίζω τώρα εγώ; Που κι αυτό βέβαια σημαντικό μαγαζί, παρόλο που κρατάει δυο χρόνια μόνο. Γιατί, με έναν μαγικό τρόπο, συχνάζανε και Κνίτες και παιδιά από το Κ.Κ.Ε. (μ-λ) και παιδιά από την ΠΠΣΠ και παιδιά από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. Και ήταν μια ωραία κατάσταση διαφωνιών… Και είχε κάποια λίγα πράγματα. Θυμάμαι ότι είχε κουκιά, είχε μια ομελετίτσα με λουκάνικο και είχε και ρέγγα που ψηνόταν κάτω, στο πάτωμα, με μια εφημερίδα. Αλλά κι αυτό παίζει τον ρόλο του. Έχουμε μετά ένα πολύ σπουδαίο μαγαζί, [00:10:00]τον «Ανούβη» στην Αλικαρνασσό. Απέναντι ακριβώς από το «Καρνάγιο» σε ένα ύψωμα. Το οποίο κι αυτό παίζει πολύ σοβαρό ρόλο, πολιτιστικό στην πόλη. Με δύο εώς τρεις φορές ζωντανή μουσική, την περίοδο εκείνη. Εδώ έχουμε τον Γιώργο τον Τζεδάκη που κάποια περίοδο έρχεται και παίζει. Ο Γιώργος τώρα ο Τζεδάκης είναι μαθηματικός. Είναι αυτός που έβαλε το χέρι του, για την πολιτιστική κατάσταση στην Πάτρα, σχετικά με το ρεμπέτικο. Ήταν ο Τζεδάκης, ο Γκολές… Και κάποια στιγμή έρχεται Ηράκλειο και μαζί με τον… με τον Χριστόφορο τον Μακρίδη, τον Θανάση τον Δαμιανάκη, τον Μανώλη τον Χωραφάκη και την σημερινή γυναίκα του, την Γεωργία. Μας χάρισαν υπέροχες βραδιές. Βέβαια ο Γιώργος ενώ ήτανε ρεμπέτης, είχε πάντα την αντίληψη —και τον είδα και προχτές, στην Καβάλα μένει— εδώ ότι πρέπει να παίζονται και τα ωραία παλιά λαϊκά. Πάντα στα μαγαζιά, δηλαδή Καζαντζίδης, Γιώτα Λύδια… μέχρι Διονυσίου. Και μάλιστα το κουβεντιάσαμε αυτό. Ήταν θέση σωστή, γιατί μόνο ρεμπέτικο μπορεί να σε κουράσει, ενώ έχουμε ωραία πράγματα μουσικά, για να περάσει ωραία ο κόσμος και για να… Μετά έχουμε το «Κατώι», που παίζει πάλι έναν σημαντικό ρόλο. Είναι κέντρο υπόγειο με μουσική, που εδώ έχουμε την αρχή να πούμε τη σωστή τώρα λέξη της αναβίωσης του ρεμπέτικου; Πώς να το πούμε τώρα αυτό; Κάπως έτσι. Με τον Χαλκιαδάκη τον Γιώργο, με τον [Δ.Α.] τον Ηλία, με τον Κώστα τον Μπαρτζώκα… Σπουδαίοι μουσικοί όλοι αυτοί. Με τον Μανώλη τον Καρέλη, με τον Χρήστο τον Λιάπη. Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και η «Καστρινή Κομπανία» στην πόλη του Ηρακλείου. Η οποία τραγουδάει και ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια ωραία. Η οποία πηγαίνει και στον «Ανούβη» και κάνει βραδιές, πηγαίνει και στο «Κατώι», πηγαίνει και στο κέντρο «Λύρα». Δηλαδή, μπορούμε να πούμε, ότι την περίοδο εκείνη το Ηράκλειο, ήτανε μια πόλη που είχε ένα δυνατό πολιτιστικό υπόβαθρο. Δηλαδή μια κατάσταση πολύ, πολύ σημαντική. Υπάρχουν μετά, υπήρχανε μετά κι άλλα μαγαζάκια, όπως το «Κουνελάδικο», που είχε μόνο κουνέλι. Κι αυτό πολύ τίμιο μαγαζί, που η μεγάλη πλειοψηφία ήταν πάλι φοιτητές. Που οι φοιτητές παίξανε τεράστιο ρόλο στο να ανέβει η πόλη του Ηρακλείου και πολιτιστικά να ανοίξουν καινούργια μαγαζιά, να ανοίξουν μπαρ, να ανοίξουνε… Υπήρχε κι ένα καταγώγιο, από κάτω ακριβώς από την Θύρα 4 του Ο.Φ.Η., αλλά καταγώγι όμως. Ήτανε σαν σπηλιά; Που είχε μόνο ψάρι και καμιά πατάτα τηγανιτή. Σαν σπηλιά ήτανε; Δεν μπορώ ακόμα να το προσδιορίσω. Αλλά εκεί, θυμάμαι ότι έπαιζε κι ένας κύριος τυφλός, ακορντεόν. Και είχε μια πολύ ωραία έτσι φωνή που σε συγκινούσε. Τώρα, κάτι άλλο… Νομίζω ότι αυτά ήταν τα κλασικά στέκια που έχουν να κάνουν με το φαγητό και με μουσική τα οποία, για μένα παίξανε ρόλο σημαντικό. Ήταν δηλαδή μέρος του πολιτιστικού ιστού της πόλης. Όλα αυτά που θυμάμαι τώρα εγώ, που θα υπάρχουν βέβαια και άλλα που μπορεί να τα έχω ξεχάσει.
Εγώ ήθελα να σε ρωτήσω πάντως και για την δικιά σου προσωπική εμπειρία, εντός αυτού του ιστού που περιγράφεις. Δηλαδή, είπες ότι και στον «Τηλιάνη» και στον «Διόνυσο» είχες δουλέψει.
Είχα δουλέψει αλλά σαν, σαν παιδί όμως. Δηλαδή πιο πολύ για επιβίωση. Να πάω να βοηθήσω, γιατί με αγαπούσε και ο Δημήτρης ο Τηλιάνης και ο Νίκος. Δηλαδή και οι δυο παίξανε ρόλο που στο μυαλό μου μετά, μπήκε αυτό το μικρόβιο της εστίασης. Όπως και η ταβέρνα που είχε ο παππούς, που εγώ δεν τον γνώρισα… Το 1956, στο Αβδού, μέχρι το ’60. Και αυτό το ωραίο, που έγραφε μέσα: «Όταν έχεις, έλα, πίνε. Αν δεν έχεις»… Όι, «Όταν έχεις, έλα δίνε. Αν δεν έχεις, έλα πίνε. Όταν έχεις όμως και δεν δίνεις, να μην έρχεσαι να πίνεις». Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ δίκαιο. «Όταν έχεις, έλα πίνε». Όχι, «Όταν έχεις, έλα δίνε. Αν δεν έχεις, έλα πίνε». Δηλαδή σου προσφέρω, με την καρδιά μου. «Όταν όμως έχεις και δεν δίνεις, να μην έρχεσαι να πίνεις». Σοφός ο παππούς. Γιατί βέβαια και αυτές οι δουλειές έχουν κι άλλα προσήματα. Δηλαδή είναι δουλειές επικοινωνιακές, είναι δουλειές που έχεις ανθρώπους σε επαφή, είναι δουλειές… Ξέρεις, εγώ, ένα σκατουλάκι στα 13 μου, να συναντήσω τον Τσαουσάκη; Κολόνα, ένα δέος! Ένα άλλο μετά πολύ σημαντικό, δεν μπορώ όμως να θυμηθώ αν ήτανε στου «μπαρμπα-Λευτέρη» ή στο «Διόνυσο». Ο Κατράκης με μια παρέα και τρώγανε οι άνθρωποι εκεί, το μαγαζί γεμάτο, περνάει ένας από τους γραφικούς τύπους της πόλης μας, δεν μπορώ να θυμηθώ όμως ποιος είναι. Που κι αυτοί είναι μέρος του πολιτιστικού ιστού της πόλης. Όπως ο Μανώλας, ο Τζαζάς και λοιπά. Έχουνε παίξει τεράστιο ρόλο. Κι είχανε και μια κουβέντα με τον Κατράκη και του λέει, έτσι ψεύδιζε: «Και πώς κύριε Μανώλη, πώς κύριε Μανώλη δεν ξεχνάς, δεν ξεχνάς, δεν ξεχνάς τα λόγια σου;». Δηλαδή ήτανε πολύ χαρακτηριστικό αυτό. «Πώς γίνεται αυτό; Πώς γίνεται;» Και του λέει: «Πώς σε λένε;» —ας πούμε ότι τον λέγανε Γιώργο— και του λέει: «Γιώργο, παιδί μου, εγώ παίζω και σκέφτομαι τα βάσανα των ανθρώπων. Δηλαδή τα βάσανα τα δικά σου». Δηλαδή δυο κουβέντες που πιάνει όλη την διαδικασία… Ήταν πολύ όμορφο αυτό. Και φυσικά μετά κουβεντιάσανε, με αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά δεν θυμάμαι τώρα να ήτανε… Ή στου «μπαρμπα-Λευτέρη» αυτό πρέπει να ‘τανε το ’75 ή «στον Διόνυσο». Δεν μπορώ να θυμηθώ. Αυτά νομίζω.
Εσύ, όμως, συνδύαζες και δουλειά και νυχτερινό σχολείο αρχικά, έτσι;
Ναι.
Εννοώ, αυτό πώς το είχες διαχειριστεί; Σε είχε ζορίσει, ήταν;
Ναι, με είχε ζορίσει. Ναι. Δηλαδή μετά που σχολούσα από το νυχτερινό, 10 η ώρα, πήγαινα εκεί. Αλλά μ’ άρεσε όμως. Μ’ άρεσε, γιατί υπήρχε επικοινωνία, μ’ άρεσε για… Δηλαδή, ένα άλλο πράγμα που μου άρεσε στο ρακάδικο του Δημήτρη του Τηλιάνη, ήτανε οι φοιτητές που ερχόντουσαν Χριστούγεννα και Πάσχα και μαζευότανε… Με τις κουβέντες που είχανε και με τα τραγούδια. Ο Παπάσταυρος, ο Μιχαλίτσης, ο Άγγελος, ο συγχωρεμένος ο Γιάννης ο Παπάσταυρος, ο αδερφός του συγχωρεμένου του Γιώργου του Παπάσταυρου και τόσοι άλλοι… Αλλά το άλλο που έτσι με άγγιζε πιο πολύ ήτανε, όταν ερχότανε οι παρέες των οικοδόμων. Ειδικά τα Σάββατα. Γιατί το είχανε αυτό στέκι, για να πληρωθούνε. Ήτανε το στέκι τους και ταυτόχρονα καθότανε… Και μου αρέσανε οι ιστορίες τους που λέγανε κι ένα σωρό πράγματα.
Ωραία, θέλεις να κάνουμε πρώτα ένα διάλειμμα;
Ναι, να κάνουμε. Μπας και θυμηθούμε κι άλλα.
Ναι, βέβαια.
Ενότητα 4
Τα μεταπολιτευτικά στέκια του Ηρακλείου: discos, καφέ-μπαρ και ροδκάδικα
00:16:05 - 00:23:12
Ωραία, όσον αφορά τα στέκια για φαγητό και μουσική, —που αναφερθήκαμε προηγουμένως— μετέπειτα υπάρχουν κι άλλα;
Ναι, βέβαια. Υπάρχουνε. Και πρέπει να κάνουμε ειδική αναφορά στον «Μαγεμένο Αυλό». Ένα μαγαζί με σπουδαίο μαγαζί με φαγητό και με… Μουσική σκηνή ήτανε στην ουσία. Αλλά και με φαγητό… το οποίο είχε μεγάλη προσφορά στην πόλη. Εδώ, τώρα, μιλάμε ότι —επειδή είναι μετέπειτα— αρχινάει σιγά-σιγά και η πόλη πολιτιστικά πηγαίνει πάρα πολύ καλά. Πάρα πολύ καλά. Εδώ, τώρα, έχουμε στο ακορντεόν βραδιές με τον Μπαρτζώκα, ο οποίος είναι από τους σπουδαιότερους σήμερα ακορντεονίστες στην Ελλάδα. Έχουμε τον Γιώργο τον Χαλκιαδάκη που ήτανε δικό του, μαζί με την κοπέλα του τότε, σημερινή γυναίκα του. Έχουμε στην κιθάρα το Νίκο τον Κάβλαζη. Έχουμε τον Κακουδάκη στα κρουστά. Ο Κώστας ο οποίος έφυγε, ήτανε μοναδικός και γι’ αυτό στην φωτογραφία, εδώ στον «Καφενέ», γράφω: «Κώστας Κακουδάκης, ο μοναδικός». Ο αδερφός του, ο Βαγγέλης ο Κακουδάκης, τρίχορδο. Τα ρεμπέτικα… Οι οποίοι αυτοί βέβαια παίξανε ένα τεράστιο ρόλο, στο να ανέβει ακόμα η πόλη ένα βήμα παραπάνω ποιοτικά. Και νομίζω ότι «ο Μαγεμένος Αυλός» έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ιστορία αυτή και φυσικά παίζανε και πολλοί άλλοι που παίζανε εκεί. Βέβαια, πριν ανοίξει ο Χαλκιαδάκης ο Γιώργος, που έχει το «Μαγεμένο Αυλό», το «Μαγεμένο Αυλό», έχει ανοίξει… έχει κάνει μια κίνηση που είναι σχεδόν επαναστατική. Πριν δυο, τρία, τέσσερα χρόνια έχει ανοίξει το «Όναρ», που είναι ακριβώς απέναντι από τον «Μαγεμένο Αυλό». Ακριβώς απέναντι. Το οποίο προσέφερε τσάι. Ταυτόχρονα όμως είχε και μέσα και εφημερίδες, είχε και βιβλία. Ήταν δηλαδή ένα πολύ ωραίο έτσι μαγαζάκι με προβληματισμούς, με κουβέντες, με… Ζεστό μαγαζί, ζεστό και πρωτοποριακό για την εποχή του, νομίζω.
Και τι κόσμο μάζευε αυτό το μαγαζί;
Ναι, κυρίως το «Όναρ» μάζευε φοιτητές. Το «Όναρ», πριν τον «Μαγεμένο Αυλό». Ο «Μαγεμένος Αυλός» μάζευε και φοιτητές που ξαναλέμε πάλι, ότι έπαιξαν τεράστιο ρόλο για την πολιτιστική αναγέννηση της πόλης, από τα κάτω όμως, έτσι; Όχι θεσμικά. Αλλά είχε όμως και οικοδόμους και επαγγελματίες και μάγκες και εργαζόμενους γενικότερα και πάρα πολλοί άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων. Και από το Ηράκλειο θαμώνες, αλλά θυμάμαι και από Αθήνα. Αλλά δε μπορώ τώρα να θυμηθώ συγκεκριμένα ονόματα που… Και σε αυτό το μαγαζί δούλεψα εγώ, δύο χειμώνες στο «Μαγεμένο Αυλό». Ήτανε δηλαδή αυτό και από τα κορυφαία μαγαζιά της πόλης μας. Τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να… στο να μάθουμε μουσική, στο να ακούμε μουσική, στο να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι. Ξέρεις, είναι οι παρέες που κάνουν όλη αυτή την υπόθεση. Δηλαδή, το Ηράκλειο τότε, μπορώ να πω ότι ήταν μια παρέα όλο. Με πάρα πολλά μαγαζιά, τα οποία πρόσφεραν όλα. Αν θα θυμηθώ κάτι στην πορεία, κάποιο άλλο μαγαζί με ρεμπέτικα και με φαγητό ή και με τα δύο, θα το αναφέρω.
Πέραν, όμως, αυτού του χώρου, του φαγητού και της μουσικής, τι άλλα στέκια έχουμε στο χώρο της διασκέδασης, στο Ηράκλειο, την ίδια περίοδο;
Την ίδια περίοδο. Δηλαδή, περίπου…
Από το ’70 και μετά.
Ναι, πρέπει να ξεκινήσουμε από το ’70 γιατί αυτή ήταν η μαγιά. Η μαγιά της πόλης. Νομίζω ότι το πρώτο μπαράκι που ανοίγεται, με καλή μουσική, ξένη και μ’ ελληνική μουσική και κατά τον φίλο μου τον Χιωτέλη τον Κώστα, που έχει γράψει ένα πολύ ωραίο άρθρο ή μπορεί να ήταν και συνέντευξη, απ‘ ό,τι θυμάμαι, ήτανε ο «Διόνυσος» αλλά όχι η «ταβέρνα του Διόνυσου» που έχουμε αναφέρει. Πριν την «ταβέρνα του Διόνυσου», ο Νίκος ο Βελιγραδής είχε κάνει, ακριβώς απέναντι από το «Take 5», ένα μαγαζάκι. Δηλαδή μέσα στο πάρκο, πώς το λένε; Δηλαδή δεν ήταν χτισμένο, φτιάχτηκε προκάτ θα έλεγα. Με πάρα πολύ καλή μουσική. Και ελληνική και ξένη. Νομίζω ότι όταν λέμε τη λέξη «μπαρ», ξεκινάμε από το Νίκο τον Βελιγραδή, ο οποίος είχε καταγωγή από το Αβδού. ’73 ίσως, ’74; Μετά, όμως, έχουμε τη δεκαετία αυτή που τα πρόλαβα εγώ και όλα αυτά και λίγο την περίοδο της Δικτατορίας, έχουμε μια διασκέδαση τη νύχτα, η οποία έχει να κάνει με disco, όπως ήταν το «Piper», το «Stromboli», «Eleven», το «Bar Africa» που εδώ πρέπει να κάνουμε μια αναφορά πιο μετά, τον «Διόνυσο» που είπαμε πριν, [00:20:00]η « Φωλιά», το «Castello», το «Arigato», το «Τριμ», η «Ανθούσα». Εδώ τώρα ξεκινάνε αυτά τα μαγαζιά να κάνουν κάτι το επαναστατικό: Να βάζουνε DJ. Μεγάλη υπόθεση! Σκέψου τώρα, την περίοδο εκείνη, ’70,’72,’75,’77,’78,΄80. Kαι αυτοί που παίξανε καθοριστικό ρόλο, την περίοδο εκείνη για τη μουσική, ήταν ο Στράτος ο Χυντηράκης. Όπως λέει ο φίλος μου ο Χιωτέλης: «Πρέπει να του στηθεί άγαλμα». Γιατί έκανε τεράστια βήματα προς τα εμπρός. Δεν είναι εύκολο πράμα να καθοδηγείς και να επηρεάσεις μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και παιδιών στο καλό κλασικό ροκ, ε; Και θα αναφερθούμε πιο μετά για τα μαγαζιά που ήταν… Ο Νίκος ο Σφουγγαράς και φυσικά και ο Γιώργης ο Πολιτάκης. Που ξεκινάει σιγά-σιγά από το, αν δεν κάνω λάθος από το… Ξεκινάει σιγά-σιγά από το «Piper». Το «Piper» ήταν στην «Αστόρια» από κάτω. Ρόλο σημαντικό έπαιξε και το «Castello», σαν μπαρ, που το κάνανε δυο αδέλφια, ο Λάζαρος και ο Φώτης ο Μπαρούσης. Όπως, εξίσου ρόλο σημαντικό έπαιξε, την δεκαετία εκείνη ’70-’80 στο ξενοδοχείο του Στουμπίδη, στο «Δαίδαλο», το καφέ-μπαρ «Ανθούσα». Τα οποία βέβαια, τώρα αυτά δεν υπάρχουνε. Αλλά εκεί που γίνεται η επανάσταση, νομίζω για μένα, είναι το ’77-’78 που ο Στρατής ο Χυντηράκης —που είπαμε πριν—, που πρέπει να του γίνει άγαλμα, γιατί έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην υπόθεση αυτή, ανοίγει το «Τριμ», στην Ιδομενέως με Μεραμβάλου, κάτω από το υπόγειο του ξενοδοχείου, —να τα θυμηθώ λίγο—, του ξενοδοχείου «Έλενα». Μαζί με την κοπέλα του, η οποία είναι η Βιβή. Το κάνουνε μαζί. Η Βιβή τώρα είναι η κόρη του Κατσαρού, που έχει ένα από τα πρώτα μαγαζιά, του ρεμπέτη του Κατσαρού, στον Λάκκο. Κι αυτός και ο πατέρας… Από τα πρώτα μαγαζιά της δεκαετίας του ’60-’67. Αλλά δε μπορούμε να πάμε σε αυτή τη δεκαετία τώρα. Ένα πανέμορφο κουκλί, όπως λέει και ο Χιωτέλης, ο φίλος μου. Το οποίο βέβαια δεν άντεξε πολύ, γιατί υπήρχανε καρφωτές, απ’ ό,τι μου έχει πει και ο Χιωτέλης. Άντεξε δυο-τρία χρόνια περίπου. Μετά όμως τα παιδιά αυτά, δηλαδή η Βιβή που και μετά γίνανε ζευγάρι και έκαναν οικογένεια, η Βιβή και ο Στράτος άνοιξαν το «Take 5». Απέναντι από το πάρκο του Θεοτοκόπουλου. Μεγάλη υπόθεση. Κι αυτό μαγαζί με καλή μουσική, με προσωπικότητα. Το οποίο και αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο ποιοτικά στο να ανέβει η υπόθεση αυτή της μουσικής στην πόλη μας. Ε, μετά το ’80 έχουμε και τις disco, που λέμε τώρα. Νομίζω ότι στο «Stromboli» και στο «Eleven» πηγαίνανε πιο λαϊκά παιδιά, αν μπορούμε να το πάμε σε ένα ταξικό επίπεδο, των πιο φτωχών οικογενειών. Στο «Piper», ίσως να πηγαίνανε έτσι οι λίγο, οι πιο… οι πιο πλούσιοι. Αλλά όμως όλα είχανε καλή μουσική. Δηλαδή, εκεί άκουγες, μπορεί να ήταν disco αλλά άκουγες και έντεχνα, άκουγες και ροκ, καμιά φορά άκουγες και τζαζ και blues. Κάτι πολύ σημαντικό για την περίοδο εκείνη, έτσι; Ε, ο «Βρικόλακας» τώρα, κι αυτός άφησε την ιστορία του στην πόλη. Είναι ο Μανώλης ο Τζανάκης που ακόμα από την περίοδο της Δικτατορίας ανοίγει το «Africa». Βέβαια, ανοίγει το «Africa». Που κι εδώ έχουμε μουσικές καλές κι έρχονται και πολλοί σε αυτό το μαγαζί, όπως υπάρχει και φωτογραφία, εδώ στον «Καφενέ», του…
Ωραία, συνεχίζουμε μετά την διακοπή. Είχαμε μείνει στον Τζανάκη, στο «Βρικόλακα».
Στον «Βρικόλακα», ναι. Nομίζω ότι ο Μανώλης ο Τζανάκης και ο «Βρικόλακας» ήταν η πρώτη μουσική σκηνή στο Ηράκλειο. Απ’ ό,τι μου είχε πει ο φίλος μου ο Χιωτέλης και απ’ ό,τι θυμάμαι κι εγώ, γιατί πήγαινα τακτικά. Και, απ’ ότι θυμάμαι, παιζότανε και ζωντανά ξένες μπαλάντες, έντεχνα τραγούδια γενικά. Και επί Χούντας, παιζότανε πολλά απαγορευμένα τραγούδια. Επί Χούντας. Το «Africa», ήταν τώρα ακριβώς ένα υπόγειο, χαμηλά στη Βύρωνος… Νομίζω πρέπει να ήταν εκεί που είναι τώρα η κλινική, η πρώην κλινική του Ευαγγελισμού, εκεί τώρα που είναι τα παιδιά που έχουν κάνει κατάληψη. Ήταν ωραίος τύπος ο Μανώλης, μοναχικός, συμπαθής, ευγενικός αλλά και πρωτοποριακός. Έχει φύγει βέβαια, να είναι καλά εκεί που είναι.
Αναφέρθηκες πριν σε κάποιες «καρφωτές» από την Ασφάλεια. Μπορείς να μας πεις πιο συγκεκριμένα; Ποια περίοδο; Μιλάμε μόνο για…
Αυτό νομίζω, μπορεί να γινότανε σε πολλά μαγαζιά αλλά συγκεκριμένα έγινε στο «Τριμ». Και γι αυτό δεν άντεξε και… Γιατί ήταν κάτι το πολύ επαναστατικό και για αυτό άντεξε μόνο δυο χρόνια, αν θυμάμαι καλά. Καρφωτές ότι και καλά ενοχλούσαν, ότι γινόταν διάφορα, ενώ δεν γινόταν. Εγώ ήμουν τακτικός πελάτης εκεί. Κλασικό ροκ. Θυμάμαι όμως και τζαζ… B.B. King, Ella Fitzgerald αν το λέω σωστά, Secioria και διάφορα, διάφορα άλλα είδη μουσικής που έβαζε. Ήτανε κορυφαίο. Ήτανε κορυφαίο. Έπαιξε, δηλαδή, τεράστιο ρόλο.
Και υπήρχαν και κάποια μαγαζιά, στα οποία εσύ είχες και προσωπική εμπλοκή.
Ναι. Η προσωπική μου τώρα εμπλοκή η λίγη… ξεκινάει από το ρακάδικο του Μήτσου του Τηλιάνη, του συγχωριανού, το ’73-΄74, που με καθορίζει, για να μου αρέσει η δουλειά αυτή. Η επικοινωνιακή. Να μου βγει αυτό το… αυτή η αρρώστια σχετικά με αυτή την δουλειά, που μου αρέσει πάρα πολύ. Ήτανε μετά, όταν πήγαινα πάλι νυχτερινό, και στο Νίκο, στο «Διόνυσο». Και μετά δουλεύω έτσι στον Χαλκιαδάκη, που εκεί παίζανε και οι Χαΐνηδες εκείνη την περίοδο. Οι Χαΐνηδες δηλαδή, την περίοδο εκείνη αρχινάνε και βγαίνουνε σαν μεμονωμένες οντότητες και μετά σαν συλλογικές προσωπικότητες που κάνανε το συγκρότημά τους. Και στου Χαλκιαδάκη, και μετά δουλεύω στο «Καφεθέατρο» που μετά θα αναφερθούμε σε αυτό, ’82 μέχρι το ’91. Και κλείνοντας, μετά το «Καφεθέατρο», η ομάδα του «Καφεθέατρου», δηλαδή ο Καρολίδης και ο Γιάννης ο Παρασύρης, φτιάχνουν το «Φλου», που θα αναφερθούμε μετά, γιατί είναι μια πολύ σπουδαία κατάσταση για την πόλη μας, κάτι το συγκλονιστικό. Και πάω μετά κι εγώ το ’91 μετά στο «Φλου» και φεύγω το ’96, αν θυμάμαι καλά. Άλλη κατάσταση, Δηλαδή για μένα, τα μαγαζιά εκείνα που έπαιξαν ρόλο τεράστιο, είναι «Αβγό»… Μάλλον κατά σειρά, σύμφωνα με την χρονολογία, είναι: «Καφεθέατρο», «Αβγό» και «Φλου». Μπορώ να πω ήταν οι κολόνες της ποιοτικής εξέλιξης, γι’ αυτά που κουβεντιάζαμε τώρα. Οι κολόνες, μία επανάσταση με λίγα λόγια και απλά, μία επανάσταση με ποιοτικά χαρακτηριστικά. Τα οποία βέβαια, θα αναφερθούμε και σε αυτά.
Ξεκινώντας, οπότε, χρονικά, θέλεις να μας πεις για το «Αβγό»;
Ναι, το «Αβγό». Μεγάλη υπόθεση! «Αβγό» ίσον φιλοσοφία. Εκεί λοιπόν όλοι γίνονταν ένα πράγμα. Ήταν πολύ σωστό μαγαζί. Πολύ σπουδαίο μαγαζί, ούτε φασαρίες, αγάπη, κουβέντες, κουβέντες, κουβέντες, κουβέντες… Την πρώτη φορά που πήγα, αυτό που μου φάνηκε παράξενο ήταν τα συνθήματα που υπήρχαν μέσα στον εσωτερικό χώρο του «Αβγού». Τα οποία ήταν πρωτότυπα. Όπως και στίχοι, υπήρχαν στίχοι γραμμένοι. Αν θυμάμαι καλά, του Ρεμπώ, του Μπωντλαίρ, του Λάο Τσε. Και εκεί κάπου αριστερά, προς την τουαλέτα, ένας στίχος του Σαρλ που αν θυμάμαι καλά, έλεγε: «Στην πανέμορφη και την πολυαγαπημένη που τις καρδιές γεμίζει με φως. Το είδωλο το αθάνατο». Κουβέντες, κουβέντες, κουβέντες… Φιλοσοφία, ωραία μουσική, στέκι, βιβλία. Νομίζω ήταν ένα κινηματικό μαγαζί. Ο Κώστας άφησε μεγάλη ιστορία, ο Χιωτέλης, πολύ μεγάλη ιστορία. Πολλές γενιές μουσικών πέρασαν από εκεί. Για παράδειγμα, από εκεί περνά ο Κώστας ο Τζήκας που ζει τώρα Αθήνα, ένας από τους σπουδαιότερους ρεμπέτες της Ελλάδος, με καταγωγή απ’ το Ηράκλειο. Απ’ ό,τι θυμάμαι είναι οι: Νεάρχου Παράπλους, οι Χαΐνηδες στα πρώτα τους βήματα, ο Ζαχαριουδάκης, ο Αποστολάκης, ο Ταραίος ο Βασίλης, ο οποίος θεωρητικά βοήθησε πολύ μουσικά εκείνη την περίοδο την πόλη, με ατέλειωτες κουβέντες. Θυμάμαι ότι η κουβέντα του Βασίλη ήταν πώς επιδράει πολιτιστικά στα νέα παιδιά η μετάβαση της Ιστορίας της Μουσικής. Ήτανε πολύ καλός… Ο οποίος δυστυχώς έφυγε μόνος του πριν λίγο καιρό, 8-10 χρόνια. Εκείνη την περίοδο έχει κατέβει και ο σπουδαιότερος μπουζουξής της πόλης μας από την Καστοριά, η Χρηστάρα ο Λιάτης, το «παλιοκομμούνι» όπως τον λέω εγώ. Σταθερός στην ιδεολογία του και καλά το κάνει. Και τότε ξεκινά και ο Γιάννης ο Παξιμαδάκης, να αρχινάει σιγά-σιγά να φαίνεται. Ο οποίος πολύ σπουδαίος μουσικός κι αυτός, έχει παίξει το ρόλο του. Αλλά είχαμε κι άλλα. Είχα δει τον Λουκιανό, είχα δει την Τανάγρη, είχα δει την Γιαννάτου, είχα δει τον Πορτοκάλογλου, είχα δει τους Χειμερινούς Κολυμβητές, είχα ακούσει τον Χοντρονάκο από τον Βόλο, τον ρεμπέτη ή Θεσσαλονικιό, δεν θυμάμαι ακριβώς. Όλα βέβαια αυτά, ζωντανά. Θα ‘λεγα ότι ήταν ένα μαγαζί που έπαιξε ρόλο τεράστιο. Με αριστερό, βέβαια, πρόσημο. Μάλλον με αναρχοαριστερό πρόσημο και καλά το έκανε ο φίλος μας. Ο φίλος μας ο Χιωτέλης λοιπόν είχε και αντιστασιακή δράση, μεγάλη. Οι γονείς του, φυλακές, εξορίες. Είναι ο πρώτος πολιτικός κρατούμενος επί Χούντας, που τρώει 10 χρόνια κάθειρξη. Και αυτό δεν το ξέρουνε πολλοί. Αλλά εμείς, σεβόμενοι την συλλογική μνήμη, πρέπει να το λέμε αυτό. Έφαγε 10 χρόνια κάθειρξη από το Στρατοδικείο —δεν θυμάμαι τώρα— το ’68, ’69, δε μπορώ να θυμηθώ. Από το Έκτακτο Στρατοδικείο, πριν κλείσει τα 15 του. Νομίζω μετά μεταφέρθηκε στις φυλακές των Χανίων και κάπου εκεί γνωρίζει το Μανόλη τον Παπαϊωάννου που ήτανε δικηγόρος. Και νομίζω ότι ο Μανόλης ο Παπαϊωάννου τού έδωσε το στίγμα για να ανοίξει έναν χώρο τέτοιο. Και, απ’ ό,τι θυμάμαι, πρέπει να τον βοήθησε και πολύ ο Ψαραντώνης, οικονομικά. Ήτανε δηλαδή συνέταιροι, χωρίς να ‘τανε. Κατάλαβες; Έχει παίξει τον ρόλο του. O Ρασούλης βέβαια. Νομίζω ότι ήταν επιθυμία του Ρασούλη να γράψει ο Χιωτέλης, να το βγάλει «Αβγό» και το άλλο που έγραφε: «Το πιο γκαγκάν μπαρ του Χάνδακα». Ο οποίος βέβαια, ο Ρασούλης είχε παίξει αρκετές φορές στο «Αβγό». Θυμάμαι και την κόρη του τη Ναταλία τότε, ήτανε μικρό, το είχε στην αγκαλιά του, 8-9-10 χρονών. Έπαιξε ρόλο σοβαρό ο Κωστής, στα δρώμενα τα πολιτιστικά. Και να ‘ναι καλά και να ‘ναι πάντα καλά.
Λέγοντας «γκαγκάν» μπαρ τι εννοούσε; Ξέρεις;
Ε, «γκαγκάν»[00:30:00] τώρα δεν ξέρω τι εννοούσε. Εμένα μ’ άρεσε βέβαια η λέξη αυτή. Για μένα αυτό έχει να κάνει με την αίσθηση της ελευθερίας, το «γκαγκάν». Γιατί, επί της ουσίας και αντικειμενικά, ήταν τα πράγματα ελεύθερα εκεί. Ελεύθερα. Υπήρχαν βιβλία, υπήρχαν κουβέντες, ειδικά την περίοδο εκείνη πολιτικοκοινωνικές κουβέντες τεράστιες. Και συχνάζανε σχεδόν απ’ όλες τις νεολαίες, απ’ ό,τι θυμάμαι. Ήταν μια πολύ όμορφη περίοδος.
Αναφέρθηκες και σε πολλούς καλλιτέχνες, οι οποίοι ήταν εκτός Κρήτης, έτσι; Και έρχονταν επί τόπου για να παίξουν μόνο στο «Αβγό»;
Ναι, στο «Αβγό». Ναι, δηλαδή αυτοί ερχόταν από Αθήνα και παίζανε. Έβρισκε ο Κώστας ένα πιάνο και γινότανε βραδιές. Αλλά ήταν πολύ όμορφα γιατί είχε και τον εξωτερικό χώρο. Και δεν είναι λίγο πράγμα, μια στιγμή, εκείνη την περίοδο να ακούς την Τανάγρη, ας πούμε. Κατάλαβες; Ή να ακούς τον Ρασούλη.
Και υπήρχε εισιτήριο για αυτές τις βραδιές;
Όχι, όχι. Εισιτήριο ποτέ. Μόνο το ποτό. Εμένα τώρα, προσωπικά ο Κώστας δε μου πήρε ποτέ λεφτά. Τον ερώτησα πριν , πριν ένα εξάμηνο περίπου: «Ρε Κωστή —του λέω— ποτέ δε μου πήρες λεφτά». Και με κοίταξε και μου χαμογέλασε και δε μου απάντησε. Είναι δηλαδή, η ομορφιά του Κώστα. Δεν είναι που λες εύκολο πράγμα, μια κοπανιά να ακούς τον Χοντρονάκο ή τον Πορτοκάλογλου ή τους Χειμερινούς Κολυμβητές ή την Τανάγρη. Έπαιξε ρόλο μεγάλο. Όλα ήταν. Και μουσική σκηνή και μπαρ και καφενείο και τα πάντα. Να ‘ναι καλά.
Ενότητα 7
Το θρυλικό «καφεθέατρο», το μπαρ που φιλοξένησε τους μεγαλύτερους μουσικούς, λογοτεχνικές βραδιές, θεατρικές παραστάσεις και οργάνωνε μέχρι και μαθήματα σκακιού
00:31:30 - 00:49:34
Ωραία, τώρα μπορούμε να περάσουμε στο «Καφεθέατρο», στο οποίο και έχεις δουλέψει και έχεις και μια πολύ εσωτερική ματιά για το πώς λειτουργούσε και το τι ήταν.
Βεβαίως. 1983, λοιπόν, γίνεται το μεγάλο μπαμ και ανοίγει το «Καφεθέατρο». Η επανάσταση, η επανάσταση. Το «Καφεθέατρο», λοιπόν, το ανοίγει ο Γιώργος ο Αντωνάκης που ήδη έχει ζήσει και πρέπει να τα λέμε αυτά, γιατί αυτός δεν θέλει να τα λέει, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Κι αυτός και ο φίλος μας ο Γιαννακόπουλος που με την βοήθεια του Γιαννακόπουλου, ενός σπουδαίου ηθοποιού, ξεκινάει. Έχει όμως μια μαγιά ο Γιώργος από το «Μεγάλο μας Τσίρκο» με το Θέατρο Καρέζη-Καζάκος, έχει μια μαγιά με το Εθνικό Θέατρο στο «Τέλος καλό, όλα καλά», με τον Φέρτη και την Καλογεροπούλου, με το Μίνω το Βολανάκη, με το Αχαϊκό Θέατρο, με εταιρικούς θιάσους, με το Θέατρο Καισαριανής, στο «Λεμπρέντη», με το Κυκλαδικό Θέατρο στην «Απαγωγή της Σμαράγδως» και στο Θεατρικό Σύνολο «Ο μακρινός δρόμος». Κατεβαίνει από Αμερική που ήτανε. Που παρακολούθησε εκεί… Ήτανε εκεί στο θέατρο και βοηθούσε το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού, για να μεταφέρει στοιχεία θεατρικά και πολιτισμούς στα παιδιά των Ελλήνων της Αμερικής. Κι έρχεται εδώ χάμε λοιπόν και κάνει ένα όνειρο πραγματικότητα, το οποίο είναι ένα όνειρο που στην πράξη είναι συγκλονιστικό. Σαν να ήταν δηλαδή έτοιμο από καιρό, στη σύλληψη και στο μυαλό του Γιώργου. Μπαίνοντας, λοιπόν, μέσα στο «Καφεθέατρο», κατευθείαν, υπήρχαν φωνές και γέλια. Δεν θα ξεχάσει ποτέ κανείς τα βιτρό και τις φιγούρες του Καραγκιόζη στα τζάμια των παραθύρων. Δεν θα ξεχάσει ποτέ κανείς το φωτισμένο αραβικό τείχος που υπήρχε μόνιμα που είναι και το μοναδικό κομμάτι του αραβικού τείχους που μπορεί κανείς να δει, το οποίο ξεκινάει από την «Αστόρια» και κατεβαίνει μέχρι εκεί που ήταν το μαγαζί του Γιώργου. Που μπορούσε κάποιος να δει, στο «Καφεθεάτρο», γιατί ήταν ακριβώς δίπλα. Φαινόταν περίπου πέντε με έξι μέτρα. Δεν θα ξεχάσει κανείς τους πίακες ζωγραφικής του φίλου τότε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και ζωγράφου, του Νίκου του Μακαρόνα, που νομίζω ότι είναι γιατρός και ψυχίατρος σήμερα. Όπως ο «Αρλεκίνος» από την Commedia dell’ arte, όπως ο «Μεφιστοφελής» από το Μπαλέτο Φάουστ και όπως ο «Τραβαδούρος της Αναγέννησης. Τρεις τεράστιες ζωγραφιές. Όπως επίσης και όλες οι αφίσες που έφερε ο Γιώργος από τη Νέα Υόρκη. Και παρεμπιπτόντως πρέπει να πούμε ότι όλο το αρχείο αυτού του «Καφεθέατρου», ο Γιώργος ο Αντωνάκης, το έχει δωρίσει μπορούμε να πούμε, το έχει φέρει στον Καφενέ του Καγιαμπή και υπάρχει στους τοίχους του και μας κοσμεί και στολίζει αυτή την τρομερή υπόθεση που ήταν το «Καφεθέατρο» Ηρακλείου. Εκεί, λοιπόν, γεννήθηκε ο Έρωτας. Εκεί δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες νέοι επηρεάστηκαν για το καλό, επηρεάστηκαν για το δίκαιο. Εκεί, λοιπόν, ακούγαμε σε βινύλια 33 στροφών στο πικάπ τον Μίκη, τον Χατζιδάκη, τον Μικρούτσικο, τον Μούτση, τον Λοΐζο, την Φαραντούρη, την Καραΐνδρου, την Δημητριάδη, τον Σαββόπουλο, τον Ρασούλη, τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο, τον Λεοντή. Που πολλά παιδιά, την περίοδο εκείνη, δεν ήξεραν και αυτό φαινόταν, γιατί μας ρωτούσαν συνέχεια: «Μα τι είναι το CD αυτό με τον Σταυρό του Νότου του Μικρούτσικου;». Εκεί, λοιπόν, έχουμε ανεπανάληπτες στιγμές, θεατρικές. Κάθε Σάββατο και κάθε Παρασκευή —αν θυμάμαι καλά— γινότανε παραστάσεις. Την δεκαετία, όχι δεκαετία, το ’83 μέχρι το ’90, λοιπόν, εδώ έχουν ανέβει «Το τάβλι» του Βενιέρη, «Οι παλιατσούρες», «Η πανοραμική θέα μιας νυχτερινής εργασίας», «Ένα παράξενο απόγευμα», «οι Εμιγκρέδες», «Ιστορία του ζωολογικού κήπου», «Νυχτερινή συνομιλία με ένα κάθαρμα», «Οι κουραμπιέδες», «Ο άνθρωπος με το λουλούδι στο στόμα», «Κομμάτια και θρύψαλα», «Ο μετανάστης», το «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε» του Πιραντέλλο, τα «Χάρτινα λουλούδια», το «Ένα ευτυχές γεγονός» του Μρόζεκ. Και είναι, λοιπόν, επαναστατικό γιατί για πρώτη φορά σε έναν χώρο λαϊκό, όμορφο, αληθινό και αυθεντικό βλέπουνε άνθρωποι θέατρο. Πολύ σημαντικό για την περίοδο εκείνη. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε… Ο Γιώργος επειδής αγαπάει τα νέα παιδιά, δίνει τον χώρο αυτό για εκδηλώσεις. Για να έρθουν δηλαδή να εκφραστούνε. Και για πρώτη φορά έχουμε τον Ψαραντώνη μαζί με τα παιδιά του, να παίζουν σε κλειστό χώρο. Κάτι πολύ επαναστατικό για την εποχή εκείνη. Δηλαδή, επί της ουσίας, ο Ψαραντώνης και η Νίκη η κόρη του και ο Γιώργος και ο Λάμπης μάς έμαθαν ότι η κρητική μουσική είναι blues και είναι τζαζ. Και σε αυτό βέβαια παίζει καθοριστικό ρόλο το ότι διάλεγαν το «Καφεθέατρο» για να εκφράσουν τις ανησυχίες τους, τις μουσικές. Ο Λάππας, ο Γιώργος ο Σταυρακάκης, πριν ανοίξει το «Τρομπόνι», ένα πολύ σπουδαίο μαγαζί και αυτό, μια μπουάτ με πολύ ποιοτική μουσική, οι Χαΐνηδες, οι Χαΐνηδες κάνουν εδώ τις πρώτες τους δουλειές, ο Δημήτρης ο Αποστολάκης. Εδώ κάνει και την πρώτη του δουλειά, στα 19 του, ο φοιτητής τότε του Φυσικού ο Πασχαλίδης. Δηλαδή, βλέπουμε ότι πολλοί από αυτούς μουσικά εξελίχθηκαν σε μεγάλους καλλιτέχνες, σε δασκάλους μουσικής. Όπως ο Νίκος ο Βλαζάκης, όπως ο Κιαγιαδάκης, νέγροι τζαζίστες και ένα βράδυ σκάει και ο Νικόλας ο Άσιμος και πιάνει την κιθάρα. Μια μυσταγωγία. Ανεπανάληπτες στιγμές. Ταυτόχρονα, όμως, στο «Καφεθέατρο» υπήρχαν κι άλλα θεάματα. Υπήρχαν κινηματογραφικές βραδιές με ταινίες μικρού μήκους από το Φεστιβάλ της Δράμας, κάθε Τετάρτη. Δινόταν βήμα σε σημαντικούς ποιητές της πόλης μας, σε νέους Ηρακλειώτες λογοτέχνες, κάθε Πέμπτη. Ένας από αυτούς τους σημαντικούς ποιητές είναι και ο Γιώργος ο Κοκκινίδης. Ο οποίος έφυγε νωρίς και για μένα και τον φίλο μου τον Γιώργο τον Αντωνάκη, είναι από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Ο οποίος δεν άντεξε, ήταν σε μια μόνιμη παράκρουση και πέθανε. Ένα θα σου πω μόνο ότι, είχε πάει σε μια θεατρική παράσταση ο Κοκκινίδης, που τον έχουμε εδώ χάμε στον καφενέ φωτογραφία και μας τιμάει ιδιαίτερα, και του λέω: «Γιώργο, τι είδες;». Με κοιτάζει λοιπόν ο Γιώργος, κάπνιζε άφιλτρα, με μάτια που χαμογελούσαν, ανάβει, φτιάχνει το τσιγάρο, το βάζει στα χείλη του, κολλάει, πάει να το ανάψει, δεν ανάβει, του λέω: «Γιώργο, φίλε μου, τι είδες στην παράσταση που πήγες;», νομίζω σε μια παράσταση του Δήμου. Με κοιτάζει κατάματα και μου λέει: «Τι είδα Μήτσο; Τι είδα φίλε μου Μήτσο; —και μου λέει—, θα σου πω τι είδα». Και γίνεται, λοιπόν, κάτι το συγκλονιστικό. Μου λέει, λοιπόν, ο Γιώργος για την παράσταση που είδε: «Τον ήλιο να προσέχεις ποιητή. Ατιμοσύνες και εύκολα μέτρα στην Ποίηση δεν θέλει. Αν πάλι, σ’ αρέσει περισσότερο η νύχτα και η σελήνη, τη μέρα ας κρύβεσαι γιατί ο ήλιος εκδικιέται». Εμένα αυτό ο Γιώργος μού το είπε. Εμένα όμως μου έμεινε κατευθείαν, πώς να το πούμε; Στον εγκέφαλο, στο υποσυνείδητο; Άρα, λοιπόν, ήταν η ανώτερη μορφή ποίησης. Δηλαδή μου έμεινε. Δηλαδή, μου το είπε και μου έμεινε. Αυτό είναι συγκλονιστικό. Αυτό δεν είναι εύκολο πράγμα. Ο οποίος βέβαια έγραφε συνέχεια αλλά δυστυχώς τα έκαιγε μετά ή τα έσκιζε. Ένας ωραίος ποιητής και μεγάλος αγωνιστής, όλα τα είχε αυτός ο άνθρωπος. Με τις λογοτεχνικές του διαλέξεις και με τις πολιτιστικές του αναλύσεις, που ήταν ένα βάλσαμο για όλους μας, ήταν ο Μάνος ο Λουκάκης. Ο οποίος και αυτός δυστυχώς έφυγε. Και νομίζω ότι το Ηράκλειο έχασε έναν μεγάλο ποιητή και έναν αληθινό δάσκαλο. Είχαμε, όμως, και τα πρωινά της Κυριακής, είχαμε κουκλοθέατρο με φοβερές παραστάσεις. Απ’ ό,τι θυμάμαι με τον θίασο «Παράγκα» της Παραδεισανού. Κι εδώ ο χώρος γέμιζε με φωνές, με γέλια των μικρών παιδιών. Γιατί υπήρχε και η αυλή του «Καφεθέατρου», που ήταν υπέροχη, ήταν μια όαση. Υπήρχε μια μεγάλη καλαμωτή έτσι σαν στέγη, με καφάσια στους τοίχους που ανέβαιναν πάνω τα γιασεμιά, τα φούλια, τα νυχτολούλουδα, κρίνοι, τριαντάφυλλα… Ήταν μια πραγματική απόλαυση. Το πρωί ο καφές και το ούζο σου στο «Καφεθέατρο». Εικόνες, μυρωδιές και γεύσεις μοναδικές. [00:40:00]Υπήρχε, όμως, και ο πίνακας των ανακοινώσεων. Κάτι πολύ σημαντικό για εκείνη την περίοδο, γιατί δεν υπήρχαν τηλέφωνα, δεν υπήρχαν κινητά. Το οποίο ήταν κάτι νέο τότε. Δηλαδή ερχόσουν εσύ κι έγραφες: «Μαριώ μου, πέρασα από το «Καφεθέατρο», δεν σε είδα, φεύγω τώρα, θα σε περιμένω εκεί». Ήτανε δηλαδή ένας, ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας πολύ αληθινός. Το να γράφεις χαρτάκι, να μυρίζεις το χαρτί, να το καρφιτσώνεις και να κλείνεις το ραντεβού σου. Γιατί δεν υπήρχαν κινητά, ούτε τηλέφωνο. Κατάλαβες; Αχ βρε, «Καφεθέατρο»! «Μια λάμψη στη μουντή καθημερινότητα της εποχής μας ήταν το «Καφεθέατρο», —όπως το λέει και ο φίλος μου ο Γιώργος—, μια φέτα ελπίδας για το κολατσιό της αυριανής μέρας, κι ένα ηλιόλουστο πρωινό —τελειώνει ο Γιώργος—, στην βαρυχειμωνιά των μικροαστικών αντιλήψεων των συμπολιτών μας». Και για αυτό λέμε, γιατί το Ηράκλειο σαν πόλη είναι μικροαστική και ήτανε. Και για αυτό λέμε ότι το «Καφεθέατρο» είναι κάτι το επαναστατικό. Και είναι κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο, που καθόρισε την κοινωνική συνείδηση δεκάδων, εκατοντάδων και χιλιάδων νέων. Ταυτόχρονα όμως ο Γιώργος έχει μια πορεία 40 χρόνων στα πολιτιστικά της πόλης γιατί ταυτόχρονα αναλαμβάνει, μετέπειτα, και την διεύθυνση των πολιτιστικών του Δήμου Ηρακλείου. Που εκεί η προσφορά του είναι μεγάλη. Αλλά σκηνοθετεί όμως και βοηθάει ομάδες όπως ο «Σύλλογος Μικρασιατών, Άγιος Πολύκαρπος» με το «Διπλανό κρεβάτι» του Κορρέ, με την θεατρική ομάδα του Δήμου Ηρακλείου με την «Απαγωγή της Σμαράγδως». Έχει βοηθήσει στην θεατρική ομάδα των Τ.Ε.Ι. Εδώ, βέβαια, δεν πρέπει να ξεχάσουμε και τον Μανώλη τον Πουλή. Έναν πολύ σπουδαίο άνθρωπο και πολύ σπουδαίο ηθοποιό, που και αυτός έφυγε πριν 4-5 χρόνια. Η βοήθειά του ήταν πολύ σημαντική για την υπόθεση αυτή που λέγεται «Καφεθέατρο». Όπως και το Μήτσο τον Γιαννακόπουλο, τον φίλο του Γιώργου του ηθοποιού, που ήρθε από Αθήνα για να τον βοηθήσει τα δυο πρώτα χρόνια. Ο οποίος και αυτός έφυγε, δυστυχώς, πριν δυο χρόνια. Οι οποίοι και οι δύο υπηρέτησαν τα θέατρα με τσαγανό, με δύναμη, με σεμνότητα. Και δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε και τα παιδιά που δουλεύανε εκεί. Όπως είναι ο Γιάννης ο Παρασύρης, που ήταν ο αγαπημένος των κοριτσιών. Όπως ήταν ο Στράτος ο Καρολίδης, ο «Καστοριανός», ο σκληρός της παρέας, αλλά πολύ καλό παιδί όμως. Και όπως ήμουνα κι εγώ. Ο Γιώργος μ’ έλεγε: «Έλα Μητσάρα, ονειροπόλε επαναστάτη». Ταυτόχρονα, όμως, είχαμε και μαθήματα σκακιού. Τα μαθήματα σκακιού γινόταν από τον Γιάννη τον Μαρή. Και έβλεπες παιδιά 10 χρονών, 11 χρονών, 12 χρονών παιδιά να ‘ναι στο «Καφεθέατρο», ιδιαίτερα τα πρωινά και τα απογεύματα. Υπήρχανε τραπεζάκια με σκάκι, αλλά το κανονικό σκάκι όμως που είχε και την ώρα. Και ο Γιάννης ο Μαρής, ο οποίος ήταν τότε μετρ, νομίζω 2.220 ΕΛΟ. Είχε παίξει δηλαδή και τελικό… Είχαμε και τα τραπέζια που ήταν σαν μαυροπίνακες, με κιμωλία και σφουγγαράκι για να ζωγραφίζουν τα παιδιά, να το σβήνουνε, να το ξαναζωγραφίζουνε. Το «Καφεθέατρο», λοιπόν, ήταν μια όαση. Ήταν ένας έρωτας. Βοήθησε συνολικά την γενιά εκείνης της περιόδου σε όλα τα επίπεδα. Μας έκανε καλύτερους ανθρώπους. Πώς διάολο θα είμαστε χωρίς το «Καφεθέατρο»; Αυτοί είναι οι προβληματισμοί μου, που έχω κατά διαστήματα. Πώς θα ήταν; Δηλαδή, πώς θα είχε πάει το χάλι μας χωρίς το «Καφεθέατρο»; Μια στιγμή, στα καλά καθούμενα, ενώ η πόλη είναι σχεδόν νεκρή σε αυτά τα ζητήματα να υπάρχει ένας χώρος που να έχει μουσική, που να έχει θέατρο, που να έχει μαθήματα σκακιού. Που να δίνει χώρο για νέα παιδιά. Χώρο για μαθητές, για ροκ βραδιές. Και είναι τιμή στον Γιώργο που έκανε έναν τέτοιο χώρο. Και τιμή του που ακόμα και σήμερα ασχολείται δυναμικά, δυνατά, μέσα από τις ομάδες των Τ.Ε.Ι., μέσα από την ομάδα του Πανεπιστημίου, μέσα από την ομάδα των δημοσιογράφων, μέσα από την θεατρική ομάδα των δικηγόρων και των δασκάλων. Να ‘ναι καλά ο Γιώργος. Να ‘ναι καλά. Αυτό, για το «Καφεθέατρο».
Το οποίο «Καφεθέατρο», μέχρι πότε κράτησε;
Το «Καφεθέατρο» ξεκινάει ’83 μέχρι το ’90. Αλλά μετά, σαν θεσμός, ξεκινάει. Γιατί τώρα, εδώ απέναντι έχουμε μια παράσταση της «Απαγωγής της Σμαράγδους» που σκηνοθετεί ο Αντωνάκης. Κατάλαβες; Και υπάρχει μετά και σαν «Καφεθέατρο» κάνοντας άλλες δουλειές. Όπως σκηνοθετεί την θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Δηλαδή, στην ουσία, υπήρχε μέχρι πριν 6 μήνες. Σαν θεσμός πολιτιστικός. Αλλά σαν συγκεκριμένος χώρος, 1983- 1990. Κατάλαβες; Ωραία πράγματα, βραδιές ροκ, βραδιές τζαζ. Ο Μιχάλης ο Λαμπράκης! Τότε ξεκινάει, το Μιχαλιώ ήτανε από τους σπουδαιότερους τζαζίστες και στην πόλη μας και στην Ελλάδα. Από εκεί ξεκινάει. Και τον είχα ονομάσει «Θιαμπόλια» γιατί τότε πήρε το... Πώς λέγεται αυτό που παίζουν οι τζαζίστες; Το…
Σαξόφωνο;
Το σαξόφωνο. Του ‘λεγα: «’Ηντα θιαμπώνει μωρέ Μιχάλη;». Γιατί ήταν κιθαρίστας αλλά τώρα είναι σπουδαίος τζαζίστας και με την γυναίκα του κάνουν σπουδαία πράγματα. Κιαγιαδάκης, ο Λαμπράκης, τα Πατερμαράκια. Σπουδαία πράγματα. Και πολύ καλές δουλειές. Νομίζω ότι η σπουδαιότερη δουλειά του «Καφεθέατρου» ήταν το «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε», «Ένα παράξενο απόγευμα», συγκλονιστική παράσταση, με τον Γιώργο τον Αντωνάκη και με την Κατερίνα Θανοπούλου. Η Κατερίνα ήταν τότε στο Μαθηματικό, το ‘84. Και όλα τα λεφτά βέβαια τα σπούσε το «Τάβλι», του Κεχαΐδη. Που αυτό ανέβηκε και με τον Μήτσο τον Γιαννακόπουλο και με τον φίλο του τον Γιώργο τον Μενίδη, που ήταν ηθοποιός στην Αμερική, και με το Μανώλη τον Πουλή. Εκεί πέφταμε κάτω από τα γέλια. Ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Ήταν μια πολύ ωραία περίοδος. Με τις αγωνίες μας βέβαια. Αν είχε κόσμο, αν είχε… Γιατί κάποια στιγμή, ενώ δούλευε το «Καφεθέατρο» το Σάββατο μέχρι 9 η ώρα, μετά βάζαμε τη μουσική την κατάλληλη, «τους προβολείς σβήσε» —δεν θυμάμαι ποιανού ήταν αυτό—, δημιουργούσαμε την κατάλληλη, έτσι, τέτοια… Χαμηλώναμε τα φώτα και μετά λέγαμε: «Παιδιά, θέλετε να παρακολουθήσετε θέατρο τώρα; Θα καθίσετε ή θα φύγετε;» Έτσι, με τρόπο και με σεβασμό. Και είχαμε και μια αγωνία, πόσοι θα καθόταν. Καμιά φορά καθόταν μόνο 5 ή 3 ή 10. Πολλές φορές, πάρα πολλοί. Γιατί συνολικά το «Καφεθέατρο» είναι και μεγάλο μαγαζί, με δύο πολύ ωραίους χώρους. Δηλαδή έβαζε μέσα 150 άτομα. Κι αυτή η αγωνία να έχεις κόσμο να παρουσιάσεις. Και φυσικά η ανωτερότητα των ηθοποιών που παίζανε σχεδόν το ίδιο, έχοντας 3 άτομα ή 4 ή 10 ή 20 ή 40 ή 80. Είναι μεγάλη υπόθεση!
Και η διαρρύθμιση του χώρου πώς ήταν; Υπήρχε σκηνή;
Ναι, ναι, υπήρχε σκηνή, που ξέχασα αν το πω πριν. Υπήρχε ένα μεγάλο στενόμακρο μπαρ, υπήρχε ένας χώρος στενόμακρος, μικρός, ας πούμε 3 επί 8 κι άλλος ένας χώρος στενόμακρος πάλι, 4 επί 10.
Και ως χώρος, πού ακριβώς ήτανε;
Ήτανε στου Δοκιμάκη το βιβλιοπωλείο από κάτω. Στην παλιά Τροχαία από κάτω. Εκεί που είναι τώρα το Goody’s απέναντι. Που νομίζω ότι τώρα έχει γίνει ένα μπαράκι, νομίζω ένα μπαράκι. Στα σκαλοπάτια κατεβαίνοντας. Ναι, ήταν ρε παιδί μου χώρος συνάντησης. Δηλαδή, ένα άλλο πολύ σημαντικό, όλη την περίοδο που δούλευα εκεί, δεν θυμάμαι καμιά φορά, τα άτομα που ερχότανε, να μην έρθουν έστω και μια μέρα. Δηλαδή, σχολούσες από την δουλειά σου, έφευγες από το πανεπιστήμιό σου… Δηλαδή, ασυνείδητα ή συνειδητά, πήγαινες εκεί. Δηλαδή, δεν θυμάμαι ποτέ, μα ποτέ, ένα άτομο να μην είχε έρθει μία μέρα. Με όρους δεκαετίας βέβαια, έτσι; Μία μέρα. Ήτανε αυτό ακριβώς το στέκι. Ήτανε ρε παιδί μου, ομορφιά. Ήταν αγάπη, ήταν επικοινωνία. Ταυτόχρονα βέβαια, είχε βιβλιοθήκη. Και όλα αυτά, ομιλίες για την ποίηση, για θέματα κοινωνιολογίας, για θέματα ιστορίας. Ερχόταν παιδιά και διαβάζανε. Το σκάκι! Παιδιά 8, 10, 12, 15, 20, μεγαλύτεροι ακόμα. Να ‘ναι καλά ο Μαρής. Και αυτά βέβαια χωρίς λεφτά. Δεν… Και ο Μαρής, δηλαδή, που έκανε τα μαθήματα, δεν έπαιρνε λεφτά. Κατάλαβες; Και αυτοί που έπαιζαν, παρουσίαζαν. Δεν έπαιρναν λεφτά. Γιατί δεν το θέλανε και οι ίδιοι. Δεν πληρωνότανε, δεν το θέλανε γιατί… Ο Μίλτος ο Πασχαλίδης, έτσι ερχόταν για να παρουσιάσει στα 18 του αυτό που ένιωθε. Θυμάμαι την πρώτη συναυλία του Μίλτου, που έκαμε 20 λεπτά να βγει έξω. Και μπαίνω μετά μέσα και του λέω: «Μίλτο, έχει 300 άτομα». Μου λέει: «Πσσς! Τι να κάνω;», μου κάνει… Η πρώτη του δουλειά. Κι όμως τώρα ο Μίλτος είναι δάσκαλος, είναι καταξιωμένος καλλιτέχνης. Και όλοι αυτοί. Και ο Ψαρογιώργης και ο Λάμπης ο Ξυλούρης και η Νίκη… Άσε που και ο ίδιος ο Ψαραντώνης, δηλαδή… Δηλαδή, μετά από την διαδικασία αυτή με το «Καφεθέατρο», που παίζει ο Ψαραντώνης σε κλειστό χώρο, αρχινάει να απελευθερώνεται. Κατάλαβες; Γιατί δεν είχε παίξει ποτέ άλλοτε. Ήταν δηλαδή μεγάλη υπόθεση. Και βέβαια, τι να σου πω τώρα; Συγκλονιστικές βραδιές, η απόλυτη ησυχία, ο απόλυτος σεβασμός όταν έπαιζε ο Ψαραντώνης. Ο απόλυτος σεβασμός. Ήταν σου λέω, blues, blues, blues, blues. Αυτά για το «Καφεθέατρο». Ανάμνηση γλυκιά και ερωτική.
Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο για το «Καφεθέατρο»;
Βέβαια, έχουμε να προσθέσουμε, γιατί κατά διαστήματα στο «Καφεθέατρο» υπήρχαν συνεργασίες με πολύ σπουδαίους ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Στο επίπεδο της βοήθειας που ήθελαν να μας δώσουν. Όπως είναι ο Κώστας ο Τσιάνος, σπουδαίος σκηνοθέτης, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης ο Γιάννης ο Συλλιγνάκης, ο ηθοποιός ο Δημήτρης ο Αρώνης, ο Μήτσος ο Γιαννακόπουλος[00:50:00] που έπαιξε καθοριστικό ρόλο, είπαμε, γιατί με το που ανοίγει το «Καφεθέατρο», έρχεται και ο Μήτσος, επαγγελματίας ηθοποιός και πολύ καλός ηθοποιός, ο Γιώργος ο Κανάκης, ο Γρηγόρης Αθανασίου που τώρα είναι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης, που ξεκινάει κι αυτός από το «Καφεθέατρο» και ήταν και στο Μαθηματικό εκείνος την περίοδο εκείνη, η Κατερίνα η Θανοπούλου σαν ηθοποιός, ο Μανώλης ο Πουλής που αναφέραμε, όπως και ο Αντώνης ο Βασιλοκωνσταντάκης που αν θυμάμαι, συμμετείχε στις παραστάσεις «Κομμάτια και θρύψαλα» του Σκούρτη και στην «Παρέλαση» της Λούλας της Αναγνωστάκη, με την Τόνια την Καλοχριστιανάκη. Ταλεντάρες και οι δυο. Η Μαρία η Ρούσση, ο Γιώργος ο Μενίδης που είναι κι αυτός ηθοποιός αλλά ζει μόνιμα στην Αμερική και παίζει εκεί, η Χρύσα η Διακάκη, ο Θοδωρής ο Σολδάτος, η Κλειώ η Σπανάκη, ο Σπύρος ο Περδίου, η Γιάννα η Μούντριζα. Και πολλοί βέβαια από αυτούς είναι τώρα ηθοποιοί και παίζουνε σε θέατρα στην Αθήνα αλλά δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Όπως και οι μουσικοί που συνεργάστηκαν με τον Γιώργο, όπως είναι ο Πασχαλίδης, ο Τάσος ο Τσιράκης, ο Γιάννης ο Κιαγιαδάκης. Όπως και σκηνογράφοι, ενδυματολόγοι και γραφίστες. Όπως ο Νίκος ο Μακαρόνας με τις ζωγραφιές που είπαμε πριν, η Μαρία η Χανιωτάκη, σπουδαία σκηνογράφος, ο Νίκος ο Χριστουλάκης, ο Νίκος ο Ντρετάκης, ο Πάνος ο Τζουβελέκης, ο Αλέξης ο Μαυρικάκης. Συνήθως, ο Αλέξης σχεδίαζε τις αφίσες, όπως τις αφίσες τις σχεδίαζε και ο Σπύρος ο Ζεβελάκης. Και όλο τώρα βέβαια αυτό το υλικό, το έχει φέρει ο Γιώργος εδώ, όπως είχαμε πει και πριν. Ε, κι εγώ και τα παιδιά που δουλεύαμε εκεί βοηθούσαμε. Ήταν σημαντική η προσφορά μας γιατί είμαστε τεχνικοί στην σκηνή και είμαστε κι αυτοί που καθόμαστε μετά από την δουλειά, που γινότανε οι πρόβες, που διαβάζανε τα παιδιά τα κείμενά τους και τους λέγαμε: «Επ! Ξεφύγατε! Πήγατε μπροστά! Ελάτε πιο πίσω». Συνήθως, εμένα μου άρεσε να το κάνω αυτό και για αυτό έμαθα και 2-3 θεατρικά απ’ έξω. Καμιά φορά, που έρχεται ο Γιώργος, του τα λέω, όπως την «Νυχτερινή συνομιλία με ένα κάθαρμα», όπως το «Τάβλι», όπως τους «Εμιγκρέδες». Γιατί άμα έχεις δυο μήνες πρόβα και είσαι εσύ από κάτω που κρατάς το βιβλίο, για να δεις αν τα λένε σωστά, το μαθαίνεις επί της ουσίας. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό. Και κάτι άλλο που ήθελα να πω, είναι ότι ήταν μεγάλη η συγκίνησή μας όταν μας στείλανε από την Σοβιετική Ένωση τότε, ένα άρθρο της Pravda που αναφερόταν για το «Καφεθέατρο» Ηρακλείου, για την δουλειά που κάνει… Θυμάμαι, ότι χαρακτηριστικά έγραφε: «Μια πολιτιστική όαση στην Κρήτη και στην πόλη του Ηρακλείου». Γιατί το είχα ξεχάσει αυτό. Αυτά. Ε, μετά το «Καφεθέατρο», κλείνοντας το ’90… Ο Στράτος ο Καρολίδης, ο «Καστοριανός», ο «σκληρός» που τον παρομοιάζαμε αλλά καλό παιδί, κάνει ένα βήμα και ανοίγει το «Φλου». Καστοριά και με γνωριμίες στην Θεσσαλονίκη, βλέπει το όνομα «Φλου» σε ένα μπαρ που υπήρχε τότε «Φλου» και βγάζει το ίδιο όνομα, αφού βέβαια τον είχε ενημερώσει. Το ανοίγει λοιπόν το «Φλου» ο Στράτος και μετά πάει εκεί ο Γιάννης ο Παρασύρης, που δούλευε κι αυτός στο «Καφεθέατρο», το ’90. Και πάω κι εγώ, τέλος του ’90 που παύει να λειτουργεί σαν χώρος συγκεκριμένος το «Καφεθέατρο». Εδώ, τώρα, πάλι έχουμε μία άλλη επανάσταση. Πω, πω, πω, τι να σου πω τώρα; Καταρχάς, υπάρχει για πρώτη φορά στην πόλη dj, που βάζει μουσική, οργανωμένα σε κλασικό ροκ. Είναι ο Γιώργος ο Πολιτάκης, ο οποίος είναι πολύ σπουδαίος dj, έχει σπουδάσει Ιστορία Τέχνης κι έχει μείνει και Σουηδία για αρκετό καιρό, που σπουδάζει την τέχνη του dj, απλά πράγματα. Ο οποίος του δίνει μια τρομερή ώθηση. Μια τρομερή ώθηση. Ο Γιώργης, τώρα, επιλέγει να παίζει κλασικό ροκ, φίσκα βέβαια το «Φλου» στην πλατεία Δασκαλογιάννη. Με αυτή την ποιοτικότατη μουσική. Ταυτόχρονα, όμως, θα κάνει και μια ώρα με τζαζ και με blues και θα κάνει και μια ώρα με κρητικά πριν το ’40. Ένα καινούργιο στοιχείο. Δηλαδή, ακούμε τραγούδια στο «Φλου» μουσική κρητική του 1905, του 1910. Που στην ουσία είναι μουσική ροκ και blues. Δηλαδή το προχωρά πιο πολύ ο Γιώργος. Ταυτόχρονα, όμως, περνάνε από το «Φλου» πολύ σπουδαίοι DJ’s. Όπως ο Γιώργος Αρβανιτάκης, όπως ο Γιώργης ο Μακράκης, όπως ο Νίκος ο Ξιπάκης, όπως ο Δημήτρης ο Δράκος, σπουδαίος κι αυτός dj και σπουδαίο παιδί, που δυστυχώς έφυγε πριν 3 χρόνια, όπως ο Μανολίτο, όπως ο Αντώνης ο Κεφαλογιάννης, όπως και η Έφη η Τσαγκαράκη, που για πρώτη φορά, σε ένα οργανωμένο κλασικό μπαρ, γυναίκα παίζει μουσική. Νομίζω ήταν η πρώτη φορά που στην πόλη μας, σ’ ένα κλασικό, ροκ μαγαζί έπαιζε dj γυναίκα. Κάτι πάλι, πρωτοποριακό. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε και βραδιές στο «Φλου». Μήπως ήταν και η μετεξέλιξη του «Καφεθέατρου», σ’ ένα είδος μουσικά, το «Φλου»; Πολύ πιθανό. Γιατί πάλι έχουμε βραδιές εδώ με τον Κώστα τον Κακουδάκη, στα τύμπανα και στα κρουστά. Στο «Φλου», δηλαδή, θυμάμαι ότι για πρώτη φορά παίζει ο Νίκος ο Στρατάκης, στα 17 του. Πάλι χώρος μικρός, όμορφος, μπαρ, που δεν είναι εύκολο σ’ ένα μπαρ να γίνει… Πώς να το πούμε τώρα; Ζωντανή ε; Μια ζωντανή βραδιά μουσικής. Όπως ήτανε ο Λάμπης ο Ξυλούρης, μαζί με τον πατέρα του. Όπως ήτανε ο Γιώργος ο Ξυλούρης. Όπως ήταν ο ίδιος ο Ψαραντώνης. Έχουμε πάλι ένα καινούργιο στοιχείο που σε ένα μπαρ παίζει ο Ψαραντώνης. Δηλαδή, περνάμε σε κάτι πιο ποιοτικό. Γιατί παίζει ο Ψαραντώνης στο «Αβγό» και στο «Καφεθέατρο» αλλά τώρα τον βλέπουμε σ’ ένα ροκάδικο. Ε; Σημαντικά ζητήματα. Δηλαδή, πολύ, πολύ προχωρημένο. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε ζωντανές μουσικές τζαζ και blues. Θυμάμαι τον Λαμπράκη, αρκετές βραδιές με το σαξόφωνό του. Θυμάμαι τον Γιώργο τον Τζωρτζάκη, με τα τύμπανά του. Θυμάμαι τον Σάκη τον Τσακμακόπουλο, στο κοντραμπάσο. Δηλαδή, νομίζω ότι ήτανε και αυτό πρωτοποριακό για την εποχή του. ’89- ’95, το «Φλου» πρόσφερε πάρα πολλά μουσικά στη νέα γενιά και φυσικά με καθαρά ποτά. Με καθαρότατα ποτά. Έπαιξε και το «Φλου» τον ρόλο του. Και όλα τα παιδιά που δουλεύανε εκεί. Όπως ο Μάνος Μενεσανάκης, ή «Σουηδός», έτσι τον κοροϊδεύαμε, το Γιαννιώ ο Γκριδάκης, ο Γιάννης ο Παρασύρης που το είχε το «Φλου» μαζί με τον Σταύρο τον Καρολίδη, ο Βασίλης ο Τερζάκης, ο Γιώργης ο Καλαϊτζάκης, ο Γιώργης ο Μακράκης και φυσικά η Μαρία, η σπουδαιότερη barwoman που πέρασε ποτέ από την πόλη. Η σπουδαιότερη barwoman. Έτσι λοιπόν, κατά την άποψή μου και το «Φλου» συγκαταλέγεται σ’ εκείνα τα μαγαζιά, όπως ήταν τα προηγούμενα «Αβγό», «Καφεθέατρο» που έκαναν μία άνοιξη. Δηλαδή έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον πολιτισμό τον ποιοτικό της πόλης μας. Κι αυτό φυσικά, είναι μια παρακαταθήκη που έχει μείνει, υπάρχει στο υποσυνείδητο των ανθρώπων γιατί έγινε κάτι καλό. Γιατί έγινε κάτι σωστό, γιατί έγινε κάτι σπουδαίο. Και έτσι, λοιπόν, η πόλη μας βαδίζει όμορφα και ωραία, πολιτιστικά να γίνονται πολύ σπουδαίες δουλειές. Δηλαδή όλα αυτά που έχουμε πει τώρα μας φέρνουν στην σημερινή κατάσταση που το Ηράκλειο, για μένα, είναι κορυφαίο πολιτιστικά στην Ελλάδα. Γιατί γίνονται πολλά πράγματα, γιατί υπάρχουν πολλές ομάδες θεατρικές, γιατί υπάρχουνε πολλές ομάδες μουσικές. Γιατί δεν παίζουν μόνο μουσική, αλλά δημιουργούνε και μουσική. Και πολλές φορές, στις κουβέντες που κάνουμε εδώ, τους λέω ότι το Ηράκλειο, αυτή την περίοδο, δηλαδή των τελευταίων 20 χρόνων, πολιτιστικά είναι σχεδόν εφάμιλλο με την περίοδο του Χατζιδάκι, του Μίκη, του Μαρκόπουλου. Αλλά αυτό θα φανεί μετά από 100 χρόνια. Κάπως έτσι ξεκίνησε η Πάτρα, με πολύ σπουδαία πολιτιστική δραστηριότητα από τη βάση, από τα κάτω, από το χώμα. Και το χώμα είναι η μήτρα, είναι η μήτρα της ζωής. Από το χώμα… Και πήγε μετά Θεσσαλονίκη και τώρα είναι η πόλη μας. Και πρέπει αυτό πια να το στηρίξουμε και να συνεχιστεί. Γιατί γίνονται πολύ σπουδαία πράγματα. Αν θυμάσαι, δηλαδή, καλά πριν την περίοδο του κόβιντ… Δηλαδή έχουμε μήνες ή και περιόδους που όλη η πόλη είναι ένα πανηγύρι. Αλλά όχι στο επίπεδο όμως το θεσμικό. Δηλαδή δεν έρχεται… Δεν σου φέρνει το κράτος κάποιον ή ο Δήμος. Είναι οι ομάδες εκείνες που έχουν δημιουργηθεί από τα κάτω και γι’ αυτό και αυτό είναι επαναστατικό. Και είναι πολύ σπουδαία αυτά που γίνονται εδώ. Και νομίζω ότι θα συνεχιστούν.
Ωραία, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για την—
Να ‘σαι καλά…—
Συζήτηση που είχαμε. Σίγουρα μπορούμε και να προσθέσουμε και πράγματα, εφόσον το κρίνουμε. Γιατί υπάρχουνε πολλά θέματα να αναπτυχθούν περαιτέρω.
Βεβαίως.
Ωραία, σε ευχαριστώ και πάλι.
Κι εγώ σε ευχαριστώ. Να ‘σαι καλά.
Περίληψη
Ο Δημήτρης Καγιαμπής μιλά για τα ιστορικά στέκια του μεταπολιτευτικού Ηρακλείου στον χώρο της εστίασης και της μουσικής. Αξιολογεί την προσωπική του εμπλοκή και αναφέρεται διεξοδικά στο πλήθος των εργαζόμενων και καλλιτεχνών που εμφανίστκαν στα στέκια αυτά τις δεκαετίες του 1970, 1980 και 1990.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Καγιαμπάκης
Ερευνητές/τριες
Ανδρέας Καλοκαιρινός
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/06/2021
Διάρκεια
59'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Δεν μπόρεσε να γίνει επαλήθευση των εξής λέξεων: «Τηλιάνης», «Πατερμαράκια». Η απόδοσή τους μέσα στην απομαγνητοφώνηση έγινε βάσει φωνητικής μεταγραφής.
Μία εναλλακτική ετυμολογία για τη λέξη «Καγιαμπής» θα μπορούσε να είναι η τουρκική λέξη «Ayakkabı» (παπούτσι) ή «Αyakkabıcılık» (υποδηματοποιία).
Διευκρινήσεις σε σχέση με κάποιες αναφορές του αφηγητή:
Ο Νίκος Γιανναδάκης (1946-1998) αναφέρεται από τον αφηγητή με την ιδιότητα του «προέδρου», ενώ διετέλεσε έφορος της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, από το 1981 έως και τον θάνατό του το 1998. Κατά την διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών φυλακίστηκε και βασανίστηκε.
Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός (1922-1993) εκλέχθηκε δήμαρχος Ηρακλείου το 1964, συνεργαζόμενος με την Ε.Δ.Α (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά). Παραιτήθηκε το 1967, με την κατάληψη της εξουσίας από την Δικτατορία των Συνταγματαρχών.
Περίληψη
Ο Δημήτρης Καγιαμπής μιλά για τα ιστορικά στέκια του μεταπολιτευτικού Ηρακλείου στον χώρο της εστίασης και της μουσικής. Αξιολογεί την προσωπική του εμπλοκή και αναφέρεται διεξοδικά στο πλήθος των εργαζόμενων και καλλιτεχνών που εμφανίστκαν στα στέκια αυτά τις δεκαετίες του 1970, 1980 και 1990.
Αφηγητές/τριες
Δημήτρης Καγιαμπάκης
Ερευνητές/τριες
Ανδρέας Καλοκαιρινός
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
26/06/2021
Διάρκεια
59'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Δεν μπόρεσε να γίνει επαλήθευση των εξής λέξεων: «Τηλιάνης», «Πατερμαράκια». Η απόδοσή τους μέσα στην απομαγνητοφώνηση έγινε βάσει φωνητικής μεταγραφής.
Μία εναλλακτική ετυμολογία για τη λέξη «Καγιαμπής» θα μπορούσε να είναι η τουρκική λέξη «Ayakkabı» (παπούτσι) ή «Αyakkabıcılık» (υποδηματοποιία).
Διευκρινήσεις σε σχέση με κάποιες αναφορές του αφηγητή:
Ο Νίκος Γιανναδάκης (1946-1998) αναφέρεται από τον αφηγητή με την ιδιότητα του «προέδρου», ενώ διετέλεσε έφορος της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, από το 1981 έως και τον θάνατό του το 1998. Κατά την διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών φυλακίστηκε και βασανίστηκε.
Ο Ανδρέας Καλοκαιρινός (1922-1993) εκλέχθηκε δήμαρχος Ηρακλείου το 1964, συνεργαζόμενος με την Ε.Δ.Α (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά). Παραιτήθηκε το 1967, με την κατάληψη της εξουσίας από την Δικτατορία των Συνταγματαρχών.