Η ζωή στον Γρανίτη Δράμας: από την Κατοχή στο σήμερα, από δημοφιλής παραθεριστικός προορισμός στην ερήμωση
Ενότητα 1
Το χωριό μετά τον πόλεμο του '40
00:00:00 - 00:24:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022. Είμαι με την κυρία Βασιλική Σταματίου και βρισκόμαστε στον Γρανίτη Δράμας. Εγώ είμαι η Κατερίνα Μανούση,… το πω και αυτό, πώς ήρθε το καλύτερο, γιατί δεν έχουμε καμία σχέση με τους Καραμανλήδες, με τους Καισαριώτες, καμία. Άλλη γενεά δικιά μας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Tags
Ενότητα 2
Η καταγωγή και η εγκατάσταση στη Δράμα
00:24:57 - 00:36:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και μόνο εσείς ήσασταν από κει; Ναι, ναι, είχε και μερικές τρεις οικογένειες τέσσερις Θρακιώτες από τη Θράκη και αυτοί εξευγενισμένοι άνθρ…κάτι θα έλεγα αλλά με διαφεύγει, δεν ξέρω, κάτι θα ‘λεγα. Τελείως μπας και το θυμηθώ. Ρώτα και εσύ για να... Αλλιώς δεν μπορώ, δεν θυμάμαι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Tags
Ενότητα 3
Η κοινωνική ζωή
00:36:47 - 00:44:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εδώ είχατε και νερόμυλους; Α βέβαια, ένας ήτανε, νερόμυλους δύο αλέθανε. Ήτανε πώς είναι το ποτάμι, το ποτάμι ήταν κατακάθαρο, το είχαν οι…γαίναμε. Η μάνα μου πήγαινε με τον πατέρα μου, δεν έχει πρόβλημα. Όπου τους καλούσαν, ερχόταν και ξένοι τους καλούσαν, πήγαινε η μάνα μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η ιστορία του πατέρα, από τη Μικρά Ασία μέχρι την προεδρία στο χωριό
00:44:24 - 01:00:52
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος πάρα πολύ. Ήταν και πρόεδρος. Είχε πολύ καλές σχέσεις. Πόσα χρόνια, έχει καμία δέκα χρόνια προ…κε. Άντε και ο Δεύτερος Πόλεμος και τι έγινε; Ο μπαμπάς σας πολέμησε και το ’40; Ε; Ο μπαμπάς σας πολέμησε και το ’40 με τους Γερμανούς;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Οι δυσκολίες της Κατοχής
01:00:52 - 01:07:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Όχι δεν τον πήραν τα ’40, τα ’40 δεν. Και πήγαμε εκεί και ταλαιπωρηθήκαμε. Αν σας πω ότι εγώ ζητιάνεψα κιόλας για να βρω ψωμάκι. Για αυτό ό…ίνε και τι όμορφα μωρά καλέ το ένα πιο όμορφο από το άλλο. Τι ωραία! Τι τους έπιασε στα καλά καθούμενα να σκοτώνονται; Άμα τα ακούω αυτά...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 6
Οι ωραίες εποχές μετά τον πόλεμο
01:07:32 - 01:10:31
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τέλος πάντων, όλοι καλά ήμασταν, ζήσαμε. Πέθανε η μάνα μου, φύγαν τα αδέρφια μου, πήραν τον δρόμο να βρουν δουλειές. Δεν είχε δουλειές εδώ γ…Παρέες, είχαμε κόσμο. Και παραθεριστές γεμάτο, τα πάνω σπίτια όλα ενοικιασμένα. Ύστερα τα αγοράσανε οι πιο πολλοί, αλλά όλα τα ενοικιάζανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Ο εμφύλιος και ο στιγματισμός της οικογένειας
01:10:31 - 01:17:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολύ ωραία και θέλω μια τελευταία ερώτηση να σας κάνω. Αλλά για έθιμα για αυτά. Κοίταξε λίγες οικογένειες από μία ράτσα, λίγες από την άλλ…όνομα είναι αυτό Ρώμη, άλλοι λένε ωραίο, αλλά άλλοι λένε τι όνομα είναι. Αλλά στην εκκλησία ή στα βαφτιστικά της είναι Ωραιοζήλη ήταν, ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Οι κατασκηνώσεις του Γρανίτη
01:17:00 - 01:20:09
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μία τελευταία ερώτηση να σας κάνω για το χωριό να μην σας κουράζω άλλο. Θέλω να μου πείτε αν θυμάστε τις κατασκηνώσεις που είχατε. Ναι εδώ…νό χωριό ήτανε. Είχε και μια μπάρα εδώ; Τι είχε; Απέναντι από τον «Παράδεισο» είχε μια μπάρα στρατιωτική που κάναν έλεγχο τα αυτοκίνητα;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 9
Η «Μπάρα» του Γρανίτη και η φιλοξενεία της οικογένειας
01:20:09 - 01:28:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ο στρατός δεν είχε τίποτα. Δεν το θυμάστε. Ο «Παράδεισος» είχε. Α η μπάρα ήταν επάνω, όχι εδώ κάτω πού είναι του Ισαάκ το καφενείο δίπλα … αστεία. Ζωή! Στου μπαμπά μου τα χρόνια ακόμα πιο πολύ. Πολύ ωραίες ζωή. Εμείς ο πόλεμος λίγο μας έβαλε μίσος. Αλλά ήτανε πολύ ωραίο χωριό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 10
Η επίσκεψη του Βασιλιά
01:28:43 - 01:30:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είχε έρθει κι ο βασιλιάς εδώ νομίζω. Ε; Μετά τον πόλεμο είχε έρθει κι ο βασιλιάς κάποια στιγμή; Βέβαια, ναι βέβαια, πέρασε. Ποιος ήταν; … Έκατσε βέβαια, το άρεσε το χωριό πολύ. Κυρία Βάσω σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Είπαμε ό,τι είπαμε, γελάσαμε κιόλας. Πολύ ωραία. Τα είπαμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Ενότητα 11
Η επιλογή να μείνει μόνη παρά να παντρευτεί κάποιον ντόπιο
01:30:41 - 01:39:12
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλετε να μου πείτε κάτι άλλο ή να κλείσουμε εδώ; Δεν ξέρω, αν θυμηθώ. Είπαμε τόσα, ψέματα, αλήθειες αλλά ό,τι έζησα σε είπα. Δεν είπα τίπ…για εδώ ούτε παραπάνω από δω «πιο κάτω» έλεγα «πιο κάτω»! Να κλείσουμε εδώ αυτή τη συνέντευξη. Άντε καλά! Είπαμε αρκετά. Γελάσαμε κιόλας!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είναι Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022. Είμαι με την κυρία Βασιλική Σταματίου και βρισκόμαστε στον Γρανίτη Δράμας. Εγώ είμαι η Κατερίνα Μανούση, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.
Σταματίου-
Ωραία.
Βασιλική Σταματίου. Ας αρχίσουμε από την αρχή. Ο μπαμπάς μου ήταν Πρόεδρος και που ήρθανε μετά από την Κατοχή και προπολεμικώς Πρόεδρος ήτανε. Αλλά μεταπολεμικώς ήρθανε φτώχιες, δυστυχίες αλλά ήρθε η επιτροπή από Νομάρχη να δημιουργήσει το χωριό. Το χωριό, πάλι ο μπαμπάς μου Πρόεδρος και ήθελε να το κάνει το χωριό τον άρεσε, Παλιοελλαδίτης ήταν, δεν ήτανε…
Από πού;
Αμφιλοχία, Βόνιτσα Ρουμελιώτης. Ναι, έτυχε βρέθηκε εδώ.
Και η μαμά σας;
Παλιά ήταν εγκαταστημένος πολύ καλά. Για αυτό αφήσαμε μαγαζί, σπίτι, όλα ζώα, μελίσσια όλα τα αφήσαμε και φύγαμε.
Έγινε κάτι;
Πόλεμος.
Α, λόγω του πολέμου.
Την ώρα σε λέω αυτά που έγινε αυτά είναι έγινε ο πόλεμος, ζήσαμε τη φτώχεια όλα παντού, ξαναγυρίσαμε. Πολλοί ήρθανε, από τότε που φύγανε αυτοί αλλά μετά ήρθανε πολλές οικογένειες ήρθαν αλλά δεν υπήρχε συνεννόηση. Καταστραμμένα τα σπίτια. Λέει μπαμπάς μου πάει στη Νομαρχία και λέει: «Να κάνουμε μία αποκατάσταση -λέει- να φέρουνε πόρτες παράθυρα» δεν είχαν τίποτα τα σπίτια μας, τα είχαν καταστρέψει. Λέει άλλος δέχτηκε, άλλος δεν δέχτηκε λέει: «Να κάνουμε το χωριό εδώ να κάνουμε», δεν δεχόταν. Γιατί; Ποιος ο λόγος; Δεν ξέρω, δεν τα ξέρω αυτά, ναι αυτό ο μπαμπάς μου τα ‘λεγε και τα άκουγα. Λέει μετά ο καθένας ό,τι μπόρεσε, έκανε. Ύστερα όλοι πήραν δύο αγελάδες, πήραν αυτά το χωριό κάπως άρχισε μαζευτήκαμε και ήμασταν καλά, περνούσαμε πολύ ωραία. Και παραθερισταί πάλι όλοι ερχότανε.
Από τα παλιά χρόνια άρχισαν πάλι να έρχονται.
Ξαναήρθαν οι πιο πολλοί του Τζήμα, του Μπέκου, αυτές οι οικογένειες καπνέμποροι, άλλοι πολύ καλές οικογένειες από τη Δράμα και από Καβάλα. Εν τω μεταξύ καλά πηγαίναμε άλλος γινόταν ένας συνοικισμός πάνω στην Εξοχή, αυτά τα σπίτια επάνω που είναι τώρα δεν ήτανε. Δεν το δέχτηκε η Εξοχή «Αυτά -λέει- σπίτια είναι που θα μας κάνετε;» και δεν τα δέχτηκε η Εξοχή και αυτοί ακούσανε ότι εδώ μαλώνουμε, ένας ήθελε άλλος δεν ήθελε. Λέει: «Κοιτάξτε να μας πάτε πάνω» οι πιο πολλοί γύρεψαν σπίτια επάνω. Είχανε κάτω σπίτι, αλλά θέλανε όλοι επάνω να γίνουμε τα σπίτια αυτά. Τα σπίτια αυτά με αυτά καμία διαφορά, όλα διώροφα, ωραία σπίτια μέσα στο δάσος μα ήταν πολύ ωραίο χωριό.
Το χωριό πρώτα ήτανε σε άλλη περιοχή; Ήτανε πιο χαμηλά;
Ποιο;
Το χωριό ήταν πιο κάτω;
Αυτό. Όλο το χωριό εδώ ήμασταν.
Εδώ.
Όλο το χωριό, πολλές οικογένειες και όλα γεμάτα. Όλα τα σπίτια διώροφα. Πολύ ωραία σπίτια. Ακούσανε. Εν τω μεταξύ ο μπαμπάς μου έφερε όλη την ξυλεία, ήρθαν φορτηγά κάτω στο δικό μας εκεί στην πλατεία γέμισαν λέει: «Κοιτάξτε ό,τι χρειάζεται ο καθένας θα το πάρει να διορθώσει το σπίτι του. Τι χρειάζεστε;». Επιτροπή ήρθε από Νομαρχία όλα τι τους έπιασε πολλούς «Όχι -λέει- θα μας κάνουμε σπίτια, εμείς αν θέλουμε να φύγουμε, δεν θέλουμε εδώ κάτω». Τι έγινε δεν ξέρουμε γιατί τι έγινε. Και λέει μπαμπάς μου: «Τώρα τόση ξυλεία έφερα βρε παιδί, εσύ έχεις σπίτι ωραίο, χτίσ’ το. Τι σου λείπει; Πάρ’ τα, κάντε παράθυρα, πόρτες ωραία ξυλεία». Οι πιο πολλοί δεν δεχτήκανε, λέει: «Θέλουμε πάνω, αφού -λέει- δίνουνε σπίτια επάνω, να μας κάνουνε πάνω σπίτια». Λέει: «Όσοι δεν έχετε, άμα κάνουν σπίτια, πάρτε από κει». Και νέους έχουμε να παντρευτούν να πάνε. Θυμώνει κι ο μπαμπάς μου τα φορτώνουν όλα ξανά στη Νομαρχία. Πήγαν πίσω όλα, τι να τα κάνουν. Μετά μπακάλικο δεν είχε, είχε ένα μπακάλικο μεταπολεμικώς, καφενεία είχε, τι ταβέρνες είχε όλα τα είχε. Ξανά έγιναν μερικά πράγματα στο χωριό. Ο μπαμπάς μου ήταν χασάπης, άνοιξε το χασάπικο, το δούλευε. Όλοι πήραν τα γελάδια τους, πήραν τα ζώα τους Όχι δημιουργηθήκαν.
Ξέρετε πόσο κόσμο είχε;
Εγώ που πήγαινα μεταπολεμικώς στο Δημοτικό -δεν την έφερα να τη δεις- κάμποσα παιδιά ήμασταν πάλι. Παλιά ήταν προπολεμικώς εβδομήντα παιδιά, εβδομήντα-ογδόντα παιδιά, βέβαια.
Και είχατε και σχολείο εδώ κανονικά;
Το σχολείο μας δίπλα στην εκκλησία φαίνεται, ένα διώροφο σχολείο με δύο αίθουσες, άλλα δύο δωμάτια πολύ ωραίο και δεν είχε καταστραφεί. Και εμείς εκεί πήγαμε στο Δημοτικό, σε αυτό το σχολείο. Η εκκλησία μας πολύ παλιά, πολύ ωραία. Ήταν μαζί εκκλησία και σχολείο μαζί στο ίδιο μέρος. Μετά άρχισε να μεγαλώνουν οι νέοι. Αρχίσανε είχαμε φασαρίες, ο εμφύλιος.
Τη θυμάστε καθόλου αυτή την περίοδο;
Να μην τα θυμάμαι καλύτερα, να μην τη θυμάμαι, δεν θέλω να τη θυμάμαι, γιατί βλέπω τώρα τα παιδιά και στο πώς είναι νηστικά και τα παίρνουνε, τα ίδια και εμείς. Εμείς όμως ήρθαμε εγκατασταθήκαμε οικογένεια ολόκληρη. Δύο παιδιά χάσαμε στην Κατοχή, έναν είκοσι τεσσάρων χρονών και ο άλλος δεκαεφτά, γιατί μας έπιασε η ελονοσία και πέθαναν.
Στην Κατοχή μετακινηθήκατε σε άλλο μέρος;
Πήγαμε στα Βρασνά.
Είχατε συγγενείς εκεί;
Μπα τίποτα, πήραμε τα μάτια και φύγαμε. Πήγα στην Ασπροβάλτα, μας έπιασε ελονοσία λέμε: «Πάμε στα Βρασνά». Πήγαμε στα Βρασνά, εκεί ο κόσμος μας δέχτηκε καλά, δεν μπορούμε να πούμε. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος και ήτανε παντού όπου πηγαίναμε αλλά τη δυστυχία που περάσαμε εκεί την πείνα. Πείνα, όχι αστεία. Και ο Εμφύλιος εντωμεταξύ. Μετά έφυγαν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι, έγινε ο Εμφύλιος. Με τον Εμφύλιο ήρθαμε εμείς εδώ, εδώ ήμασταν αλλά τι ακούσαμε και τι είδαν τα μάτια μας δεν λέγεται. Και ούτε και θέλω να τα θυμάμαι, γιατί με πειράζει πολύ με πειράζει.
Το σπίτι σας εδώ όταν ήρθατε μείνατε στο ίδιο σπίτι; Όταν γυρίσατε, μείνατε στο ίδιο σπίτι;
Βέβαια αλλά δεν το βρήκαμε, κατεστραμμένο, σκάλα δεν βρήκαμε να ανεβούμε, πατώματα, παράθυρα τίποτα δεν βρήκαμε. Ερχόταν από κάτω από τα χωριά και τα ξήλωσαν όλα και τα πήραν. Ήταν όλα τα σπίτια διορθωμένα, είχαν παράθυρα και αυτοί από κάτω πιο καταστραμμένοι σε λέει: «Πάμε στον Γρανίτη». Το σπίτι όταν ήρθαμε ήταν ένα ερείπιο και φτώχεια. Από πόλεμο γυρίζεις κατεστραμμένος πού να πιαστείς και πού; Αλλά είχαμε μάνα άξια και πατέρα και τα φέρναν βόλτα. Ζήσαμε μετά τον Εμφύλιο, δόξα τω Θεώ. Ζήσαμε, μονιάσαμε, εδώ χορούς, γλέντια. Ήμασταν πολύ ωραία, η νεολαία ήτανε δεμένη όλη, πολλά παιδιά. Εγώ πάλι πιο μικρή αλλά εγώ ζούσα πολύ με αγόρια. Πέντε αγόρια, μεγάλωσα με πέντε αγόρια και ζούσα. Παίζαμε τα βράδια, χορεύαμε, τραγουδούσαμε. Πηγαίναμε και στο Δημοτικό. Εδώ είχε και ένα εργοστάσιο που φτιάχνανε χαλιά.
Αλήθεια;
Βέβαια.
Πώς το λέγανε;
Αυτοί οι Καισαριώτες που ήρθανε, άλλοι είναι οι Καραμανλήδες άλλοι οι Καισαριώτες, δύο γενεές είναι. Αυτοί ήρθαν πιο βαθιά οι Καραμανλήδες πιο βαθιά από την Καισαρεία, ας πούμε, η Καισαριώτες πιο από Κωνσταντινούπολη, από Θράκη από κει ήρθανε αυτοί οι Καισαριώτες. Και είχε εργοστάσιο που έφτιαχναν χάλια οι γυναίκες, πολύ ωραία χάλια.
Πώς το λέγανε, θυμάστε;
Ποιο;
Το εργοστάσιο.
Δεν ξέρω αν είχε όνομα ή δεν είχε δεν ξέρω.
Δούλευαν πολλές γυναίκες στο χωριό;
Εδώ αυτές οι γυναίκες που ήρθαν από κει όλες δουλεύανε. Κάναν και πολύ ωραία χάλια και μεταπολεμικώς αυτές είχαν τους αργαλειούς πάλι κάναν. Όχι βέβαια στο εργοστάσιο, στα σπίτια τους πάλι φτιάχναν χαλιά και κάναν πολύ ωραία χαλιά. Τα βάφανε οι ίδιες τα χαλιά, τα κάνανε όλα. Ήτ[00:10:00]αν γνήσια χαλιά. Αγκαλιά ταβάνι ίδιοι στα μαλλιά τα κάνανε όλα ήταν γνήσια χάλια. Μεγάλωσαν κι αυτές σιγά-σιγά, εντάξει έπεσε το εργοστάσιο αφού δεν τον κοίταζε κάνεις έπεσε το εργοστάσιο. Εμείς παίζαμε στο Δημοτικό και μπαίναμε εκεί μέσα, χορεύανε οι μεγάλοι, η νεολαία γλεντούσαν και πηγαίναμε και εμείς και μας κυνηγούσε ο δάσκαλος: «Τι δουλειά έχετε εκεί να πάτε;». Και δεν είχαμε βιβλία να διαβάσουμε, πιστεύεις; Πού να τα βρούμε τα βιβλία να πάμε. Και έλεγε ο δάσκαλος στο μάθημα: «Αυτό μεθαύριο το έχετε», άντε τρέχα εσύ να θυμηθείς ποιο μάθημα είναι και τι είναι. Και κρυφά σημειώναμε από κάτω με ό,τι μπορούσαμε στα θρανία, δεν μας άφηνε ο δάσκαλος. Εμείς πάλι σημειώναμε την αρχή και ρωτούσαμε και τους γονείς μας, είναι αλήθεια αυτό ξέραν πέντε και εκείνοι και μας οδηγούσαν. Άλλοι πάλι καθόλου. Και πηγαίναμε την άλλη μέρα χωρίς να ξέρουμε τίποτα. Ένα βιβλίο είχε μία μόνο και δεν μας το έδινε να διαβάσουμε και εκείνη της το έφερε κάποιος από τη Δράμα. Ναι και δεν μας έδινε να διαβάσουμε. Εμείς πηγαίναμε τυφλά, αλλά δόξα τω Θεώ πέντε γράμματα μάθαμε.
Μέχρι ποια τάξη πήγατε;
Εγώ πέμπτη πήγα, έκτη πήγα, στην έκτη σταμάτησα γιατί είχα αρρωστήσει και δεν με άφησε η μάνα μου να πάω πια. Ήμουν πολύ χάλια, αλλά είχα μία ανάπτυξη. Ο δάσκαλος, η κόρη του ζούσε με την οικογένειά του εδώ, η κόρη του ήταν μεγάλη έλεγε τη μαμά μου: «Κυρά Ρώμη, να την κάνω σουτιέν, ντρέπεται να κάνει γυμναστική». Ήταν χρόνια όμως ωραία. Ησύχασε και ο Εμφύλιος, έφυγαν αυτά, ζούσαμε καλά, δεν μπορώ να πω.
Πώς ήταν η καθημερινότητα εδώ; Πως διασκεδάζατε; Τι κάνατε τον ελεύθερο χρόνο;
Διασκεδάσεις είχαμε ένα γραμμόφωνο εμείς, το βάζαμε μια παρέα, γλεντούσαμε. Ύστερα εδώ η Τασούλα, ο Ιάκωβος ανοίξανε ένα καφενείο επάνω στα καινούργια τα σπίτια. Εν τω μεταξύ, να το πω και αυτό, όταν έγινε ο συνοικισμός εκεί επάνω νερά είχε. Εμείς μας πήγαινε, υγρασία ποτάμι έτρεχε, μας πήγαινε ο δάσκαλος εκδρομή από το κάτω χωριό εκεί. Όταν άρχισε να τα χτίζουν αυτά, είναι κακοχτισμένα με άμμο από εδώ από τον Γρανίτη έβγαζαν, γρανιτόχωμα.
Αυτά είναι οι Πυρήνες;
Πυρήνες ναι. Κάτι κακοκαμμένα, τι ήταν σπίτια ήταν μέσα στην υγρασία; Ο Ιάκωβος τότε της Τασούλας εδώ άνοιξε το σπίτι το διώροφο το πρώτο, το έκανε καφενείο. Και είχε και κόσμο τότε, το καλοκαίρι ερχόταν πολύ κόσμος πάλι, παραθέριζαν από τη Δράμα και πηγαίναμε χορεύαμε, γλεντούσαμε παρέες. Παρακάτω άνοιξε τώρα που είναι ο «Παράδεισος» και εκείνο είχε γίνει καφενείο ωραία και εκεί μαζευόμασταν, διασκεδάσεις, αποκριές. Άλλος είχε ένα αυτοκίνητο, πηγαίναμε στο Οχυρό. Γλεντούσαμε η παρέα, δεν ήμασταν οπισθοδρομικοί. Καλά περάσαμε. Τι θα ‘λεγα τώρα; Ρώτα και εσύ.
Κι έτσι όταν ήσασταν έφηβη με τις φίλες σας, πώς περνούσατε τον χρόνο σας εδώ;
Καλέ όλοι ασχολούμασταν, είχαμε χωραφάκια, χωράφια. Όλοι σπέρναμε κάτι. Βέβαια όλοι, όλοι λίγα ήταν, τώρα χάθηκαν και αυτά. Αλλά όλοι σπέρνανε. Εμείς είχαμε ένα κτήμα, το σπίτι μας είναι στην άκρη και μπροστά είχε τρία-τέσσερα στρέμματα χωράφι, εμείς το πήραμε τότε και το κάναμε με δέντρα.
Τι δέντρα;
Ό,τι θέλεις. Τι αχλαδιές γινότανε, τι φιρίκια. Ήτανε ένα χωριό, μπορούσες να τα κάνεις αυτά. Και ο μπαμπάς μου πολύ επέμενε τότε: «Βρε να κάνουμε δενδροφύτευση, να κάνουμε εδώ το χωριό να γίνει…», δεν δεχόταν κανείς. Οι Καραμανλήδες είναι αλήθεια δεν ήθελαν. Να τα πω την αλήθεια. Δεν δεχόταν τίποτα. Σε όλα ήταν αντίθετοι, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί ο μπαμπάς μου.
Ενώ είχε όραμα, είχε ιδέες…
Ο μπαμπάς μου είχε όραμα, δεν ήθελε…Και οι Πυρήνες που έγιναν και αυτά πήγε μια μέρα και τους έβλεπε από πού κουβαλούσαν χώμα και λέει: «Καλά βρε παιδιά, είναι δυνατός με αυτό το χώμα να κάνετε σπίτια;» «Εσύ -λέει- να πας στην Αθήνα», «Εγώ ήμουν από κει και ήρθα -λέει- εδώ». «Μα δεν γίνεται» λέει, τίποτα θέλανε σπίτια. Εν τω μεταξύ λένε όποιος θα πάρει σπίτι και έχει κάτω θα υπογράψει ότι παραδίνει το κάτω το σπίτι, για να πάρει αυτό. Εμείς δεν δεχτήκαμε με τίποτα. Ο Πέτρος, οι άλλοι που είχαν σπίτια στη Δράμα δεν τους δώσανε αλλά εμείς λέει η μαμά μου: «Εγώ δεν αφήνω αυτό το σπίτι να πάω εκεί με ένα δωμάτιο και δύο, με τίποτα» λέει.
Συγγνώμη να ρωτήσω. Εδώ πώς ήταν το σπίτι σας;
Κάτω, δεν έτυχε να το δεις;
Νομίζω το είδα αλλά δεν είμαι σίγουρη αν το ξέρω. Ήταν μεγάλο δηλαδή;
Πολύ μεγάλο είναι το σπίτι μας. Τελευταία κάτω έμεινε, κάθε μέρα φωτογραφίες το βγάζουν. Κάποτε το πήρε ένας και το έβαλε και στο «Έθνος» την εφημερίδα, ναι.
Είναι από τα παλιότερα σπίτια;
Ε ναι το 1902. Αλλά το συντηρούμε. Αν δεν το συντηρούσαμε και τα αδέρφια μου ήτανε τεχνίτες, κάρφωσαν, έκαναν και το συντηρούμε το σπίτι. Αλλά είναι παλιό πάλι, δεν μπορείς να πεις. Αλλά είναι η θέση του όλα, είναι ωραίο σπίτι, το κάνουμε και με λουλούδια μπόλικα. Και η μάνα μου, η μάνα μου συγχωρέθηκε τα κάνω εγώ. Στην άκρη ένας βράχος είναι μεγάλος μπροστά στο σπίτι και πίσω είναι, μεγάλο σπίτι είναι έξι δωμάτια.
Κι αυτό το έκαναν ο μπαμπάς σας όταν ήρθε;
Όχι αυτά, αυτό το χωριό είναι τούρκικο. Από Τουρκία είναι αυτό, Τούρκοι πέρασαν και από δω. Μετά φύγαν εκείνοι, ήταν οι Βούλγαροι. Όλο εντόπιοι καθόταν εδώ, πολλοί εντόπιοι από τη Βουλγαρία και καλοί άνθρωποι. Πολλά σπίτια είχαν και η νονά η δικιά μου εντόπια ήταν. Αλλά αυτοί όταν άρχισε τέλειωσε ο πόλεμος και φύγανε οι πιο πολλοί, πήγαν στη Βουλγαρία. Σε λέει έρχονται νοικοκυραίοι. Και όλοι φύγαν, πήγαν στη Βουλγαρία και τα σπίτια όλα τα πιο πολλά όπως τα αφήσαμε αν τα βρίσκαμε ήταν ωραιότατα σπίτια, τα κατέστρεψαν πάλι Έλληνες. Τι ήταν ερχόταν να πάρεις πόρτα και παράθυρα. Εμείς το είχαμε και κάπως πιο διορθωμένο, ταβάνια καινούργια και πόρτα, όλα ξηλώθηκαν, δεν βρήκαμε σκάλα να ανέβουμε. Μετά όμως όλοι πήραν τα γελάδια τους, είχαν κατσίκια, είχανε γελάδια ο καθένας έγινε νοικοκύρης, χωράφια όλοι σπέρνανε, μας δώσανε κλήρους, βέβαια. Έχουμε ο καθένας πήρε τον κλήρο του. Eίκοσι τέσσερα στρέμματα χωράφι είχαμε, δεν είναι λίγα αλλά τα πιο πολλά δεν τα καλλιεργούσαμε τα πιο πολλά, καλλιεργούσαμε πατάτες, φασόλια, καρυδιές είχε πολλές, καρύδια βάζαμε, σπείραμε. Όλοι καλά ήμασταν.
Σας διέκοψα πριν λέγατε ότι σας έβαλαν να υπογράψετε ποιοι θα πάρουνε τα σπίτια.
Α ναι. Ο μπαμπάς μου δεν υπόγραψε, η μαμά μου λέει: «Δεν πάω πάνω», οι άλλοι υπογράψαν, είχαν και πιο παλιά «Όχι εμείς θα πάμε απάνω» υπογράψανε. Υπογράψανε αλλά ξέρεις τι έγινε; Μας έβαλαν παραμεθόριο ύστερα και λέει: «Θα πληρώσετε τους τίτλους» και ξανά πλήρωσαν όλοι αυτοί τους τίτλους και τα χάρισε το κράτος, κατάλαβες; Ναι. Με τα πολλά λέει ο μπαμπά μου: «Κι εγώ θα πω να πάρουμε ένα -λέει- δεν βαριέσαι. Αφού είναι έτσι -λέει-, θα πληρώσουμε». Έρχεται ολόκληρη επιτροπή, βλέπουν το σπίτι μας: «Τι να το κάνεις εσύ αυτό; Μία χαρά είσαι» και δεν μας δώσανε εμάς. Ούτε και το θέλαμε, τι θα το κάναμε; Δεν φύγαμε και ούτε πρόκειται, τώρα τελειώσαμε μόνη έμεινα σε αυτό το σπίτι. Όλη η οικογένειά μας…
Και το φροντίζετε μόνη σας;
Μόνη. Τώρα έχει ενάμιση χρόνο που πέθανε ο αδερφός μου που ζούσε μαζί μου, τώρα έμεινα ολομόναχη. Το συντηρώ, δεν μπορώ να το αφήσω, όχι.
Το αγαπάτε.
Το σπίτι που μεγάλωσα, που γεννήθηκα δεν τα αφήνω και πού να πάω; Στη Δράμα έχουν τα ξαδέρφια μου σπίτια. «Έλα κάτσε», «Δεν με ενδιαφέρει η Δράμα» λέω. Με αρέσει, δεν αφήνω αυτό το σπίτι. Πού να πάω; Και στο χωριό ξέρεις όλο το χωριό, μπορεί να φωνάξεις τη γειτόνισσα. Στη Δράμα ποιον θα φωνάξεις;[00:20:00]
Στη Δράμα κατεβαίνατε;
Κατεβαίναμε, τώρα με τον κορονοϊό φοβόμαστε. Κατεβαίναμε λέει, Νευροκόπι πάμε. Ξέρεις είχαμε πολύ καλή συγκοινωνία, τώρα με τον κορονοϊό η συγκοινωνία μας πάρα πολύ λιγόστεψε και δεν μπορούμε να μετακινηθούμε. Δεν μπορώ να πω όλο το χωριό παρέες: «Ελάτε σε μας», «Πάμε σε μένα». Είχαμε καλές σχέσεις, αλλά μείναμε όλοι μόνοι. Όλα τα σπίτια τώρα που βλέπεις επάνω ένας-δύο και τα πιο πολλά άδειασαν κι εκείνα. Δεν έχει κόσμο, οι νέοι φύγανε. Πολλά παιδιά σπουδάσαν από τον Γρανίτη και με τη ταλαιπωρία, ξέρεις; Είχαμε γραμματέα. Αυτό το σπίτι εδώ είχαμε γραμματέα. Το χωριό ήτανε όλα τα είχε. Αστυνομία είχε, Φυλάκιο Στρατού είχε από όλα είχε. Του Ισαάκ τα καφενεία επάνω, το κάτω, το επάνω όλα ήταν. Οργανωμένο χωριό ήταν αλλά δεν ξέρω ίσως...
Από πότε άρχισε να αραιώνει;
Άρχισε να αραιώνει, όταν οι νέοι έφυγαν. Όλοι οι νέοι έφυγαν.
Περίπου έτσι θυμάστε χρονιές; Κάποια δεκαετία;
Ποια δεκαετία τώρα. Μετά από ’60, ποτέ πήγαιναν αυτά τα παιδιά; Μετά από το ’60. Ύστερα έγινε και το μεταλλείο, οι νέοι δούλευαν όλο το χωριό, οι πιο πολλοί δούλευαν στο μεταλλείο. Ήταν και αυτό, είχαν τα σπίτια, τα ζώα τους, το μεταλλείο, το μεροκάματο ήταν καλά. Αλλά ύστερα παιδιά, μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Από το ’70, ‘60 και πάνω, από το ‘60 και μπορώ να σου πω και πιο ύστερα. Έφευγε, έφυγαν οι νέοι. Όταν φύγουν οι νέοι ύστερα μερικοί βρήκαν δουλειές πήραν τις οικογένειές τους και φύγαν. Άλλοι στη Γερμανία φύγανε πιο πολύ, οι πιο πολλοί φύγανε ούτε γύρισαν. Πήραν τις οικογένειές τους και έφυγαν, δεν έμειναν εδώ. Άλλος στη Δράμα, άλλος εκεί. Και έτσι το χωριό ερήμωσε σιγά-σιγά, πέθαναν και πολλοί, όλοι οι μεγάλοι πέθαναν. Τελευταίος ήταν ο μπαμπάς μου το ‘92 αλλά έγινε και εκατό χρονών.
Ωραία. Έχω ακούσει ότι είχε και ωραία κοσμική ζωή.
Τι έχει;
Κοσμική ζωή.
Πάρα πολύ. Στάσου αυτό ήταν όμως προπολεμικώς.
Μετά δεν ξανά…
Εδώ που έχει έναν «Παράδεισο» ως και ο Βασιλιάς φιλοξενήθηκε.
Αλήθεια; Τι έγινε;
Προπολεμικώς. Ένα κέντρο ωραιότατο παράδεισο, για αυτό έβαλαν και εκείνο «Παράδεισο». Το βρήκαμε σαν παιδιά, κτίσμα αλλά κατεστραμμένο. Έφυγε αυτό, ο πόλεμος κατέστρεψε το χωριό. Κακά τα ψέματα. Όσο και να κάναμε μετά ήρθαμε ταλαιπωρημένοι. Αλλά πάλι είχε κοσμική ζωή, ήταν ωραίο και το κέντρο «Παράδεισος» που λέγαν προπολεμικώς τι διασκεδάσεις. Οι καπνέμποροι αυτοί όλοι διασκέδαζαν. Έλεγα τη μαμά μου «Πηγαίναμε» λέει. Πηγαίναμε τώρα πολλοί δεν πηγαίνανε αλλά η μάνα μου ήταν άλλη ράτσα.
Γενικά οι τουρίστες που έρχονταν εδώ, οι καπνέμποροι ήταν έτσι αριστοκράτες; Ήταν αρχοντάνθρωποι;
Δεν το έδειχναν ότι ήταν αριστοκράτες και μεταπολεμικώς που ερχότανε δεν έδειχναν. Ήταν καταδεχτικοί άνθρωποι, δεν είχαν καθόλου περηφάνια. Ναι τα έλεγε η μαμά μου ο μπαμπάς μου τότε ήτανε είχε και καφενείο, είχαν χασάπικο, έμπορος ήταν τότε και ερχόταν οι γυναίκες εκεί, η μαμά άμα δεν ήταν, εφτά παιδιά είχε η μάνα μου δεν ήταν λίγο και την έλεγαν: «Μη ντρέπεσαι, έλα εδώ», φιλόξενοι. Στη Δράμα μικρούληδες τα μαγαζιά τους πλούσιοι, δεν το έδειχναν, το λέγανε οι γονείς μου. Ο μπαμπάς μου ήταν φυσικά πολύ καταφερτζής, πολύ κοινωνικός από Αθήνα ήρθε.
Πώς τον λέγαν τον μπαμπά σας;
Δημήτρης. Ήρθε ο μπαμπάς μου εδώ, να το πω και αυτό, πώς ήρθε το καλύτερο, γιατί δεν έχουμε καμία σχέση με τους Καραμανλήδες, με τους Καισαριώτες, καμία. Άλλη γενεά δικιά μας.
Και μόνο εσείς ήσασταν από κει;
Ναι, ναι, είχε και μερικές τρεις οικογένειες τέσσερις Θρακιώτες από τη Θράκη και αυτοί εξευγενισμένοι άνθρωποι ήτανε. Ζήσαμε μετά εμείς σαν παιδιά μεταπολεμικώς αυτούς αλλά όλοι πέθαναν, εμείς παιδιά δεν το καταλαβαίναμε τι γίνεται. Ο μπαμπάς μου ζούσε στην Αθήνα. Πρώτα-πρώτα πολέμησε όλη τη Μικρά Ασία. Ζούσε στην Αθήνα, ζούσε πώς ζούσε στην Αθήνα με το ‘19 που θα ξεκινούσε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν στρατιώτης και πήγε στην Τραπεζούντα, μία επιτροπή Ερυθρός Σταυρός όλα πήγαν στην Τραπεζούντα. Εκεί άρχισε να φεύγουν οι Πόντιοι να έχει κάποια, Πόντια η μαμά μου. Ο μπαμπάς μου Παλιοελλαδίτης στρατιώτης την έκλεψε από την Τραπεζούντα! Δεν είναι ωραίο αυτό;
Πολύ ωραίο, πολύ ωραίο!
Και πήγανε εκεί όλο γιατροί και ο μπαμπάς μου ήταν νοσοκόμος, τον είχαν μαζί τους την Τραπεζούντα. Εκεί επιτάξανε ένα σπίτι εφοπλιστή και ήταν δίπλα στης γιαγιάς, στου παππού μου το σπίτι. Ο παππούς μου ήταν είχε δεκατρία παιδιά, η μαμά μου ήταν δεκατρία αδέρφια. Έχω τη φωτογραφία, έπρεπε να τη δεις να δεις φωτογραφία. Εκεί τώρα πήγε η μαμά μου ήταν δεκαοχτώ χρονών την ερωτεύτηκε κι εκείνη, ερωτευτήκανε. Πάει στον παππού μου τη ζητάει. Εν τω μεταξύ όλο γιατροί αυτά. Ήταν και πολύ όμορφος, πώς θα το κάνουμε; Πάει εκεί ζητάει παίρνει ένα γιατρό δύο γιατρούς πάνε εκεί λέει αυτό και αυτό. «Τι λέτε βρε παιδιά» λέει, τα παιδιά του όλα σιγά-σιγά τα έδιωξε ο παππούς μου άλλος πήγε Ρωσία, οι κόρες παντρεύτηκαν πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Άρχισε η φασαρία, κατάλαβες, θα γίνει πόλεμος. Η μάνα μου έμεινε στο σπίτι με μία νύφη μόνο, όλα τα παιδιά και πολλά αγόρια, δεκατρία παιδιά αγόρια κορίτσια άλλα παντρεμένα άλλα ελεύθερα πήγανε, φύγανε. Λέει: «Τι λες βρε παιδιά -λέει- ήρθε τώρα ένας στρατιώτης από κει να δώσω, αδύνατο -λέει- τι είναι αυτά που λες, δεν γίνεται αυτό». «Όχι» είπε ο παππούς μου «Όχι» ξαναείπε, «Την κλέβουμε;» λένε οι γιατροί του μπαμπά μου «Άντε να την κλέψουμε». «Τη θέλεις;» «Τη θέλω», «Εκείνη σε θέλει;», «Με θέλει», «Άντε» και την κλέψανε. Τότε πια ο μπαμπάς μου ο παππούς μου τους πήρε, όλοι οι γιατροί τον πάντρεψαν στεφάνωσαν εκείνοι όλοι στρατιωτικοί και μετά έφυγε ο μπαμπάς μου.
Ο γάμος έγινε εκεί;
Όχι, η μαμά μου έφυγε και η μαμά μου βέβαια. Ήρθε ήτανε τρία-τέσσερα αδέλφια στην Αθήνα της μάνας μου τα αδέρφια. Όλους τους γνώρισα. Και η μαμά μου παντρεύτηκε πρέπει να την πάρει να ‘ρθει. Ήρθε στην Αθήνα που και που την πήγε, πού την άφησε ούτε ξέρω, κάτι έλεγε είχε αδερφές είχε αδέρφια. Εντωμεταξύ ο μπαμπάς μου απολύθηκε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα εκεί. Τότε και η Αθήνα δεν ήταν τίποτα, τι ήταν και η Αθήνα τότε, η μάνα μου όμως αράδιασε δύο παιδιά. Τους δώσανε όμως το κράτος στο Παγκράτι σπίτια σαν Πυρήνες πάλι εκεί αλλά τους ταχτοποίησε πάλι εκεί το κράτος. Τι είχαν αυτά; Ο μπαμπάς μου δεν χάνει καιρό άνοιξε ταβέρνα. Ναι, και δούλευε η ταβέρνα, όχι αστεία τότε. Ήτανε καταφερτζής με τα κοκορέτσια Παλιοελλαδίτης ήξερε από αυτά και εγκαταστάθηκαν εκεί. Εντωμεταξύ από την Αθήνα έφυγαν οι δυο αδερφές της μαμάς μου. Η μία ήρθε και οι δύο ήρθαν στη Δράμα, καπνέμποροι οι θείοι μου.
Ήταν δηλαδή οικογένεια που…
Ναι, καπνέμποροι και ο θείος μου ο Πολυχρόνης και ο Παναγιώτης, η άλλη αδερφή της μάνας μου ήρθαν εγκαταστάθηκαν στη Δράμα. Η Δράμα τότε είχε πολλή πέραση με καπνό, εμπόρους, ήταν πολύ επάνω. Πολλά καπνά πρώτα-πρώτα και εγκαταστάθηκαν εκεί. Ε ήρθε και ο μπαμπάς μου -τρεις αδερφές- όχι δύο αδερφές, λέει ο μπαμπάς μου: «Δεν πά[00:30:00]ω να δω». Εντωμεταξύ τον ξεσήκωσαν οι καπνέμποροι «Έλα -λέει- άσε την ταβέρνα. Μπορούμε να ζήσουμε πλούσια σε εκείνα τα μέρη». Ήταν ανεκμετάλλευτα, δεν ήτανε. Καπνά πολλά αυτά. Αλλά λέει: «Ας πάω μια βόλτα». Ήρθε, άφησε τη μάνα μου στην Αθήνα είχε τα αδέρφια της έμεινε εκεί, ήρθε αυτός εδώ. Εντωμεταξύ είχαν πάλι έναν συγγενή, πολύ πλούσιος καπνέμπορος αλλά από το εξωτερικό ερχόταν από τη Σουηδία και είχε και γυναίκα Σουηδέζα. Ήτανε πλούσιοι άνθρωποι και ζούσε στο σχολείο.
Θυμάσαι το επίθετό τους;
Δεν το θυμάμαι καθόλου. Τα έλεγε ο μπαμπάς μου, αλλά δεν τα θυμάμαι.
Της μαμάς σας τα αδέρφια;
Της μάνα μου Καμενίδης είναι ναι, η μάνα μου Καμενίδου ναι. Έρχεται, ξεσηκώθηκε ο μπαμπάς μου τον λένε: «Έλα» και ο θείος μου στη Δράμα καπνέμπορος «Βρε -λέει- εσύ σαν έμπορας εκεί θα κάνεις πολλή δουλειά. Θα είσαι καλά-λέει. Έχει ψωμί η Μακεδονία» και ήτανε και φρόνιμοι δεν ήταν άνθρωποι έτσι αυτοί, πιο έξυπνοι κατέβαιναν από κάτω, κάτω από το αυλάκι λέει. Ναι, ήρθε που λες, ήρθε εδώ ήρθε να δει αυτόν τον συγγενή μας, ήρθε ο άλλος ο θείος. Εν τω μεταξύ εδώ είχε και το ξενοδοχείο γέμιζε, δούλευε το χωριό, δεν ήτανε νεκρό. Είχε και ντόπιους αλλά οι Θρακιώτες που ήρθαν έκαναν φούρνους, το ξενοδοχείο αυτοί είχαν πιαστεί εδώ. Αυτός του Μπάρμπα-Ηλία, της κυρά Σύρμως το καφενείο το είχε και φούρνο δίπλα. Τα βρήκαμε να όπως το έχτισε τώρα Ανδρέας. Έρχεται εκεί ο μπαμπάς μου, πίνουν καφέ, το φέρνει ο Μπάρμπα-Ηλίας, ο συγχωρεμένος, κρύο νερό από τη μικρή τη βρύση, τότε η μικρή βρύση ήταν. Το κοιτάει μπαμπάς μου λέει: «Καλά πάγο έχεις εδώ;», θόλωσε το ποτήρι είναι πολύ κρύο νερό, πηγή είναι έξω απ΄ το σπίτι μας. Τον πιάνει ο άλλος, τον πιάνουν εμπόροι εδώ λέει: «Κοίταξε, έχει ψωμί -λέει- έλα, έλα εδώ» λέει. Τότε τα σπίτια αυτά δεν τα είχε κανένας διάλεγες ένα σπίτι, αυτός που ερχόταν διάλεγε ένα σπίτι και έμενε. Έφυγαν οι εντόπιοι, τα πήρε το κράτος πια. Διάλεγαν ένα σπίτι: «Πού θέλεις εσύ;», «Αυτό», «Θέλεις αυτό; Πάρε εκείνο» έδινε το κράτος. Ο μπαμπάς μου πήγε σε όλο το χωριό και διάλεξε εκείνο. Ήταν της νονάς μου το σπίτι, όμως. Η νονά μου, είχα έναν νονό, πω πω πω τον θυμάμαι και από εκείνους τους άντρες σαν αρχαίος. Τέλος πάντων, τον πήγανε εδώ. Η εκκλησία ήταν όμως, το σχολείο ήταν. Όποιος ερχόταν κάπου-κάπου, όχι το σχολείο καθόταν καπνέμπορος. Αυτοί βγάζαν και από τη Βουλγαρία τότε δουλειά, μπορούσες να βγάλεις. Έρχεται και ο μπαμπάς μου πάει λέει τη μάνα μου: «Θα πάμε-λέει-θα φύγουμε από εδώ. «Να σου πω -λέει-, θέλω να φύγω οι αδερφές μου είναι στη Δράμα, εγώ τι να κάνω εδώ;» τα αδέρφια είναι αδέρφια είχαν τις οικογένειες «Να ‘ρθω κι εγώ» λέει. Έρχονται στη Δράμα, από τη Δράμα έρχονται σιγά-σιγά εδώ. Ο νονός μου ζούσε εδώ λέει: «Άντε θα σε κάνουμε κάτοικο -λέει- και θα βρούμε και σπίτι. Τον πήγε σε διάφορα τον πήγε λέει: «Αυτό το σπίτι εδώ ωραίο είναι» και μέσα στο κέντρο ήταν τότε. Το άγαλμα μπροστά στο σπίτι μας όλα ήταν κέντρο. Το νερό που πίνει, εκείνο το νερό τον έφερε στον Γρανίτη «Τι πράγμα είναι αυτό;» λέει «Ναι να πάω να σε φέρω». Ήταν και η μαμά μου που είχε τις αδερφές της, δεν έκατσε στη Δράμα όμως αφού ο μπαμπάς μου είχε δουλειά εδώ, έπιασε δουλειά εδώ, πιάστηκαν. Τον βοήθησαν κι όλοι κοινωνικά, ας πούμε, αυτοί ήταν όλοι καπνέμποροι αυτός ο Τζήμας το σπίτι που έχει. Ήταν και νέοι τότε αυτοί και δεν έδειχναν πλούτος. Ήτανε άνθρωποι καταδεχτικοί, όχι περήφανοι. Τώρα έχει ένας δύο σπίτια σε κάνει τον έξυπνο. Τώρα έχουμε περηφάνιες, τότε δεν υπήρχε περηφάνεια, όχι.
Άνοιγαν τα σπίτια τους; Σας καλούσαν;
Τα άνοιγαν λέει βέβαια όλα, σε δεχότανε. Θα σε δείξω και την μάνα μου σε φωτογραφία, έπρεπε να φέρω καμιά, με το καπέλο της, με…Καλά ήρθε από άλλο μέρος, τελείως άλλο.
Η μαμά σας είχε αυτή την κουλτούρα;
Η μάνα μου ήτανε σε σπίτι, έφυγαν από κει έφυγαν όλα τα αδέρφια της ήρθαν στην Ελλάδα άλλος πήγε Ρωσία, άλλος πήγε Κωνσταντινούπολη άλλοι φύγανε και στο τέλος τον λέει ο μπαμπάς μου πήγαινε πάρε τη μάνα μου τη λέει: «Έλα να φύγουμε, πούλα την περιουσία σου θα πάρουμε τη μισή Αθήνα θα αγοράσουμε» «Καλά-λέει-θα ακολουθήσω το μικρότερο το γαμπρό μου;» λέει, και η γιαγιά μου ήταν στην Αθήνα. Έφυγαν όλοι «Είναι σωστό; Θα περιμένω να πουλήσω και θα ‘ρθω». Δεν πρόλαβε, έγινε ο πόλεμος, τον σκότωσαν τον παππού μου.
Χάθηκαν όλα.
Όλα χάθηκαν, όλα χάθηκαν. Ναι, ξεκίνησαν όλα τα παιδιά, αλλά όλοι ήταν και μορφωμένοι, ήταν τότε τα κολέγια μέσα στην Τραπεζούντα ήταν όλοι μορφωμένοι. Η μάνα μου έβγαλε Δημοτικό και σαν να ήταν Γυμνάσιο, πιο πολλά ήξερε. Τέλος πάντων, αυτό ήταν το χωριό μας. Τώρα κάτι θα έλεγα αλλά με διαφεύγει, δεν ξέρω, κάτι θα ‘λεγα. Τελείως μπας και το θυμηθώ. Ρώτα και εσύ για να... Αλλιώς δεν μπορώ, δεν θυμάμαι.
Εδώ είχατε και νερόμυλους;
Α βέβαια, ένας ήτανε, νερόμυλους δύο αλέθανε. Ήτανε πώς είναι το ποτάμι, το ποτάμι ήταν κατακάθαρο, το είχαν οι εντόπιοι και μετά. Ούτε ένας υπόνομος μέσα, ενώ όλα τα σπίτια από δω και από κει είχαν υπονόμους και τα κλείναν το καλοκαίρι που ερχόταν κόσμος, είχαν πλάκες αυτοί τα κλείνανε και το χειμώνα τα ανοίγανε. Δεν είχε και δεν είχε το χωριό τίποτα δεν έβλεπες αποχωρητήρια έτσι, όλοι στις αυλές τα είχανε αλλά ήταν καθαρά πολύ. Και νερόμυλο έναν είχε εδώ, όταν ήρθαμε σαν παιδιά ξέραμε που ήτανε και ένας ήτανε έξω απ΄ το χωριό. Δύο νερόμυλους έχει και αλέθανε. Και ξέρεις τα μάρμαρα που είναι τώρα όλο χωράφια ήταν, οι εντόπιοι έσπερναν καλαμπόκι, σιτάρι από όλα σπέρνανε είχε και είχαν και το νερόμυλο. Και το ποτάμι κατακάθαρο, καθαρό, περιποιημένο τόσος κόσμος ερχόταν δεν μπορούσε να ήτανε έτσι που τα εγκαταλείψαμε εμείς. Εμείς δεν εγκαταλείψαμε τελείως, τι κάναμε, τίποτα. Λέγαμε κάνουμε αυτό, τι τώρα αυτό, θα πάμε πάνω. Κανένας δεν ήξερε από καλλωπισμό, κανένας. Έτσι καταστράφηκε το χωριό.
Έχετε και δύο βρύσες; Έχετε και κάποιες βρύσες που ήταν σημαντικές νομίζω;
Βρύσες, η μία η βρυσούλα είναι σε εμάς εκεί, το πιο κρύο νερό. Όχι το ‘32 ο μπαμπάς μου κάνανε μάζεψαν έκανα μία μικρή δεξαμενή και κάναν τις βρύσες. Μία βρύση είναι σε μας εκεί και μία στον «Παράδεισο» εδώ. Αυτή όμως εκεί επιτόπου είναι η πηγή της αν τη συντηρούσαν, δεν θα χανόταν το νερό. Ποιος θα ενδιαφερθεί. Ενώ εμείς φέραμε και τσάπα και την ανοίξαμε και κάνανε τη συντήρηση της βρύσης. Έχουμε δύο βρύσες ήταν μες στο χωριό, ο ποιο πολύς ο κόσμος από μας από κει για να πιούνε. Και πλέναν στο ποτάμι, το ποτάμι ήταν τόσο καθαρό και πολύ νερό, όχι τώρα που δεν έχει νερό. Όλοι, ο Πέτρος εκεί, του Γιαννακόπουλου του Πέτρου από κει κουβαλούσαν από το ποτάμι και πλένανε. Εμείς πώς είναι η αυλή μας μέσα από την αυλή βάζαμε τα καζάνια και πλέναμε και έναν τενεκέ έπαιρνες, άλλον έβαζες. Συνέχεια ερχόταν κουβαλούσαμε νερό και πλέναμε. Μην κοιτάς γίναμε αριστοκράτες. Γίναμε αριστοκράτες, ναι. Όλοι κουβαλούσαμε τη δική μας εκείνη τη μικρή και μία ήτανε πάνω και μετά που έγινε τ[00:40:00]ο ‘32 μας κάναν τη μεγάλη τη βρύση, γιατί όλη η αγορά ήταν εδώ μπροστά.
Και η αγορά αυτή τι είχε;
Η αγορά ό,τι θέλεις μανάβικο, καφενείο, μπακάλικο, το ξενοδοχείο όλα ήταν εδώ μπροστά. Όλα εμείς δεν τα βρήκαμε βέβαια. Μπακάλικο άνοιξε ο μπάρμπα-Γιώργης, οι άλλοι δεν ήρθανε. Δεν είχαμε τίποτα, ο Ισαάκ ύστερα άνοιξε λίγο κάτι πουλούσε. Αυτά ήταν. Ο Βασίλης κάτι είχε και πουλούσε και εκείνος στο μαγαζί. Δεν δημιουργήθηκε όπως ήταν παλιά. Δεν είχε και ο κόσμος πώς θα ξεκινήσει. Είχε φτώχεια είχε. Σπέρναμε μία πατάτα, πουλούσαμε φασόλια και πουλούσαμε, κάναμε και κοτούλες και γουρούνια και τρώγαμε αυτά ήταν. Εγώ αυτά έζησα. Αλλά ήμασταν ευτυχισμένοι εγώ εκείνο ξέρω.
Περνούσατε όμορφα.
Περνούσαμε πολύ όμορφα.
Θυμάστε κάποια έθιμα που είχατε που τώρα δεν γίνονται; Τα καρναβάλια τέτοια.
Καρναβάλια γινόμασταν.
Και τι κάνατε;
Χορεύαμε. Είχαμε γραμμόφωνο, το φέρναμε στην πλατεία. Άσε που τα καρναβάλια γυρνούσαμε σε όλα τα σπίτια. Ο Ασημάκης πρώτος αρκουδιάρης, ο αδερφός μου, εμείς πιο μικρές δεν μας ήθελαν. Αλλά ήτανε πολλά παλικάρια τότε, νέοι πολλοί και όλοι σε ηλικία. Εμάς δεν μας θέλανε. Εμείς μετά το ’50, το ‘60 κατά το ‘60 γινόμασταν καρναβάλια πια. Τότε ήταν και στρατός εδώ πολύς, είχαμε πολύ στρατό, αστυνομία. Είχαμε μία κυρά Σύρμω Θρακιώτισσα αλλά αριστοκράτισσα, ήξερε πολλά πράγματα. Μας μάζευε πέντε-έξι κοπέλες η Μαρία, η Ελένη, εγώ, ποιες ήταν κι άλλες. Μας έντυνε καρναβάλια.
Τι φορούσατε;
Τι φορούσαμε; Ξήλωναν τα ντιβανοσκεπάσματα, η άλλη έγινε άντρας, η άλλη έγινε «Εγώ -λέω- τι θα γίνω κυρά Σύρμω;» βγάζει το ντιβανοσκέπασμα είχαμε, το βγάζει με κάνει μια ωραία φούστα, μας μουτζούρωσε τα πρόσωπα, μαντήλες ωραίες να μην φαινόταν τα πρόσωπά μας. Επάνω στο κέντρο του τότε χορεύανε. Ο Ιάκωβος στο καφενείο που είχε, είχε γραμμόφωνο χόρευε ο κόσμος και ο στρατός τότε πολύς. Έφερνε και γυναίκες τους, έφερναν. Μας μάζεψε μία βραδιά, αυτή έγινε παππούς αυτή μια καμπούρα. Πάμε πάνω στο καφενείο μόλις ήτανε εκεί αξιωματικοί: «Ελάτε, ελάτε να χορέψουμε, τι ευχάριστο αυτό». Αυτή μας είχε όμως από πίσω, ξέρεις πώς μας φύλαγε. Λέει: «Καθίστε, καθίστε να χορέψουμε» σαν καρναβάλια χορέψαμε. Λέει: «Καθίστε, μην φεύγετε». Λέει η κυρά Σύρμω: «Άντε, άντε δρόμο» λέω δεν πάμε καλά. «Κορίτσια για βγάλτε τα», «Δεν έχει, δεν βγάζουμε τίποτα», «Χορέψτε» χορέψαμε, γελάσαμε εκεί. Αυτή μας μάζεψε όλες και γρήγορα-γρήγορα φύγαμε. Και ήμασταν δεκαεφτά-δεκαοχτώ χρονών, κοπελάρες ήμασταν πια.
Αλλά στο καφενείο ήταν όλοι άντρες που μαζεύονταν, δεν καθόσασταν.
Δεν είχε το χωριό εδώ, πάλι εμείς οι πιο νέες πηγαίναμε, δεν πηγαίναν όχι στα καφενεία δεν πηγαίναν. Δεν πηγαίναν τότε ο κόσμος στα καφενεία. Πού θα πάνε; Εμείς οι νέοι αρχίσαμε εκεί πηγαίναμε. Η μάνα μου πήγαινε με τον πατέρα μου, δεν έχει πρόβλημα. Όπου τους καλούσαν, ερχόταν και ξένοι τους καλούσαν, πήγαινε η μάνα μου.
Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος πάρα πολύ.
Ήταν και πρόεδρος.
Είχε πολύ καλές σχέσεις. Πόσα χρόνια, έχει καμία δέκα χρόνια προτού πεθάνει ο μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς μου έχει χρόνια που πέθανε, τότε ήταν το ‘90 ήταν ήρθαν εδώ το ΝΑΤΟ και έκαναν ασκήσεις. Το τι γινόταν από αεροπλάνα, από χαμός. Έρχεται μία μέρα, έρχονται δύο αξιωματικοί στο σπίτι μας: «Σταματίου, Σταματίου!». Λέω: «Τι θέλετε;», «Εδώ είναι ο κυρ Μήτσο, Δημητρός;» λέει. Βγαίνει ο μπαμπάς μου: «Τι θέλετε βρε παλικάρια, τι θέλετε;». Έρχονται αυτοί λέει: «Πού να με ξέρεις. Ξέρεις ποιος είμαι;», λέει: «Ποιος είσαι βρε παλικάρι; Η χολή μου κόπηκε εδώ σας είδα. Ξέρω ‘γω τι γίνεται; Εγώ πέρασα πολλά από Μικρά Ασία -λέει- φοβάμαι και πολέμους» δύο πολέμους πέρασε όχι έναν. Να σε διηγόταν της Μικράς Ασίας ο μπαμπάς μου τα έγραψα εγώ και τον Γιώργο τον καθηγητή έδωσα όλη τη βιογραφία, του γραμματέα ο γιος τα πήραν και ένα δάσκαλο που είχαμε Τομπαλίδης εδώ και εκείνος τα πήρε. Όλη την ιστορία «Αυτή -λέει- η ιστορία γράφτηκε βρε» ναι. Τέλος πάντων, εγώ κατεβαίνω κάτω: «Ελάτε, ελάτε», «Εσύ ποια είσαι;» λέει, λέω «Του Σταματίου». Κατεβαίνει ο μπαμπά μου: «Ελάτε, παιδιά, ποιος είστε; Ελάτε». Αυτοί κάτσανε και γλυκό είχα εγώ κέρασα ξέρω η μάνα μου είχε πεθάνει. «Ξέρεις ποιος είμαι;», «Ποιος είσαι;» λέει, «Του Σαρρή του Νομάρχη ο γιος» λέει. «Τι λες ρε παιδί μου εσύ ήσαν τότε δέκα-έντεκα χρονών -λέει- τι θυμάσαι;» λέει, «Θυμάμαι -λέει- τα θυμάμαι όλα». Γυρίζει λέει: «Εσύ δεν σε ξέρω, δεν ήσουν πουθενά» «Δεν ήμουνα -λέω- τι να κάνω». Ναι και ερχότανε ψάχναν τον μπαμπά μου, πολύ κόσμο που πέρασε από δω. Ήρθε ένας από τη Λάρισα που ήτανε είχαμε το πυροβολικό Ταξίαρχος γαλόνια, πλάκα τα γαλόνια αλλά άνθρωποι απλοί, ρε παιδιά, δεν ήτανε άνθρωποι έτσι και αξιωματικοί. Τώρα ένας αξιωματικός νομίζει κάτι είναι. Ναι δεν πειράζει κάθε ένας ναι. Έρχεται εκείνος, έρχεται ένας πάλι φωνάζει: «Σταματίου, Σταματίου» βγαίνω η μάνα μου ζούσε «Ορίστε, τι θέλετε;», «Εσύ ποια είσαι; Εσύ ποια είσαι; Δεν σε ξέρω» «Εγώ δεν ξέρω εσάς», «Πού είναι ο μπαμπάς σου;», «Εδώ είναι», «Εγώ -λέει- είμαι ο Δανιάς βρε, έλα βγες βρε Δημητρό» ήταν αξιωματικός προπολεμικώς, στον πόλεμο που κοντά ήταν αξιωματικός εδώ. Έρχεται, «Τι λες βρε για έλα εδώ» αγκαλιές με τον μπαμπά μου «Πώς βρέθηκες εσύ;», «Είμαι στο πυροβολικό» λέει. Εκείνοι είχαν κάνει ένα εκκλησάκι εκεί στα μάρμαρα, εκεί κατασκήνωσε. «Έλα εδώ Μήτσαινα εσύ» αυτοί οι Παλαιοελλαδίτες Μήτσαινα τη μαμά, Μήτσο-Μήτσαινα. «Πού είναι η Μήτσαινα;» «Εδώ», «Βρε πόσα χρόνια έχει βρε τι κάνετε; Πώς είστε;» είπαν όλη την ιστορία της Κατοχής η μάνα μου ο μπαμπάς μου. «Τώρα θα σε πω, Μήτσαινα, ξέρεις τι θέλω από σένα;», «Τι θέλεις;» «Θα πάω στο Βώλακα να φέρω καλαμποκίσιο αλεύρι να με κάνεις ένα ψωμί-από τη Λάρισα ήταν αυτός-εγώ επιθύμησα το ψωμί» «Πάνε φέρε βρε ζυμώνω-λέει-συνέχεια και εγώ έχω αλεύρι να σε κάνω.» «Να βάλω και γαλατάκι μέσα -λέει- να φάω το ψωμί» έτσι απλοί άνθρωποι κακά τα ψέματα αλλά χαλάσαμε κακά τα ψέματα, δεν είμαστε όπως ήμασταν. Ζήσαμε, ποιος δεν πέρασε από τότε σπίτι μας να ζητάνε τον μπαμπά μου. Άσε και από την Καβάλα ακόμα που περνούσανε ρωτούσανε. Πώς έγινε αυτό το χωριό, το θυμόταν αλλιώς. Έγινε γιατί έγινε ο πόλεμος.
Και είχατε κάποιο άλλο έθιμο; Κάτι τα Χριστούγεννα, το Πάσχα κάτι που να μην γίνεται τώρα.
Δεν κάνανε. Εδώ δεν είχανε τέτοια εθίματα, όχι. Δεν ήταν, ήταν άβγαλτος ο κόσμος, δεν είχαν τίποτα έθιμα.
Και από διαφορετικά μέρη.
Αυτοί που ήρθαν όλοι αυτοί οι Καραμανλήδες αυτοί δεν είχανε έθιμα. Μπορεί να τα έφτιαχναν αλλού αλλά σε μας εδώ δεν είδα να κάνουνε τίποτα. Ό,τι κάναμε εμείς έτσι κι αυτοί. Τα παιδιά μεγαλώσαμε μαζί, ό,τι κάναμε εμείς κάνα[00:50:00]με δεν είχανε έθιμα, όχι. Από έθιμα δεν θυμάμαι τίποτα. Αν κάνανε προπολεμικώς θα άκουγα, δεν ήταν δεν άκουσα να έχουν μία ομάδα δική τους να κάνουν έθιμα. Δεν κάνανε όχι. Ενώ βλέπω τώρα εγώ στην τηλεόραση Καραμανλήδες, Πόντιοι ας πούμε, πως κάνουν αλλά αυτοί εδώ δεν είχαν τέτοια. Κοίταξε και αυτοί ήρθαν ταλαιπωρημένοι άνθρωποι, φτώχεια, δυστυχία. Να σε φέρουν από τη Μικρά Ασία τώρα, τους πήγαν εδώ τους πήγαν εκεί. Μην κοιτάς εμείς ήμασταν είχαν έρθει οι γονείς μας πιο νωρίς ήξεραν, τακτοποιήθηκαν. Και δεν είδα τίποτα έθιμα από αυτούς. Δεν θυμάμαι τίποτα. Γεννηθήκαμε όλοι εδώ μεταξύ μας, οπότε και αυτοί κουρασμένοι άνθρωποι τι θα φτιάχναν και όχι κοινωνικοί. Και αυτό παίζει κάποιο ρόλο. Ναι, όχι, δεν το είχα. Να σου πω διηγούνταν ο μπαμπάς μου τη Μικρά Ασία, έζησε τον πόλεμο εφτά χρόνια φαντάρος, έφευγε, πήγαινε, ερχόταν. Πήγαν στη Μικρά Ασία, κατασκήνωσαν σε ένα μέρος ίσιο, κάμπος, τίποτα δεν είχε, δεν βλέπανε τίποτα. «Νύχτα πήγαμε -λέει- ακούμε να λαλάν κοκόρια το πρωί. Καλά ρε παιδιά πού είμαστε; Βλέπετε τίποτα, δεν βλέπετε τίποτα;» τίποτα. Ξημέρωσε λέει άρχισαν να βγαίνουν, όλοι ήτανε είχανε μες στη γη τα σπίτια τους και ζέστες αυτά πολλά. Και εκεί μέσα και τα κατσίκια τους και τα αυτά τους όλα και έβγαιναν όλοι από κει. Και τότε τους τα ‘λεγε ο μπαμπάς μου όλα, τους τα ‘λεγε λέει: «Πού ζούσατε;» καλά ζήσαν και στα χωριά πολύ. Αλλά ο μπαμπάς μου βρήκε κόσμο στη Μικρά Ασία μες στο χάος εκεί.
Πόλεμος.
Πόλεμος όμως και πήγανε ο πόλεμος έμεινε ο μισός στρατός στη Μικρά Ασία. Πόλεμος ήταν; Τι τον πήγαν τον στρατό εκεί; Έζησε ο μπαμπάς μου, αλλά με τι ταλαιπωρία έζησε. Όταν καιγόταν η Σμύρνη, ήταν ο μπαμπάς μου εκεί μέσα στρατιώτης. Σκόρπισε ο στρατός, δεν ήξεραν πού να πάνε. Μες στη Σμύρνη ο Δεσπότης Αρχιεπίσκοπος τότε εκεί της Σμύρνης ορθόδοξος βρίσκει ο μπαμπάς μου, όπου σκόρπισε ο στρατός δεν ήξερε πού να πάει. Λέει ο μπαμπάς μου: «Τι θα κάνω;» είχε κι ένα μαζί του φαντάρο κι άλλο λέει, εντωμεταξύ βρήκε ένα παιδί μπαμπάς μου. Στη Μικρά Ασία σκόρπισαν γύρω-γύρω στα βουνά αυτά, έκατσε σε μία βρύση ο μπαμπάς μου και βρήκε ένα παιδάκι, ένα παιδί πέντε-έξι χρονών, πέντε κοιμότανε ελληνόπουλο. Το αφήσανε και φύγανε, το ξέχασαν όπου φύγει, φύγει. Το πήρε το παιδί ο μπαμπάς μου λέει: «Τι να το κάνω; Θα το πάρω, -λέει- θα βρούμε κάπου να το αφήσουμε αυτό το παιδί». Το πήρε ο μπαμπάς μου το παιδί, το πάει στον Δεσπότη. Εκεί που ήταν όλοι μαζεμένοι λέει: «Τι να το κάνω το παιδί;», λέει «Κοίταξε, άσ’ το σε μας ό,τι γίνουμε εμείς, θα γίνει και αυτό. Ό,τι γίνουμε. Εσείς κοιτάξτε πώς θα φύγετε». Τα καράβια στη θάλασσα τους πετούσαν μέσα, δεν τους άφηναν να μπούμε στρατιώτες, πνίγηκαν εκεί. Δεν άφηναν έπαιρναν εκείνους που θέλανε και καιγόταν εντωμεταξύ η Σμύρνη. Ο μπαμπάς μου λέει: «Ας βγούμε έξω από τη Σμύρνη και ό,τι γίνει» με τον φίλο του μαζί. Αλλά εκείνο το παιδί έλεγε ο μπαμπάς μου: «Πώς τα άφησα; Ό,τι έγινα εγώ, θα γινόταν και εκείνο. Πώς θα άφησα; Έζησα εγώ, θα ζούσε και αυτό. Το όνομά του να μάθαινα, έπρεπε να το πάρω». Το είχε πάντα, πέθανε και έλεγε: «Το παιδί εκείνο γιατί το άφησα;». Αλλά πόλεμος ο ίδιος δεν είχε πού θα πήγαινε. Έξω από τη Σμύρνη βρήκανε, τους έλεγε ο στρατηγός «Όπου φύγετε, φύγετε».
Αυτή ήταν η εντολή.
Αυτή είναι: «Φύγετε να σωθείτε. Αφού τα καράβια δεν μας παίρνουν έχει κι άλλα λιμάνια αν βρείτε θα πάτε προς τα εκεί». Έξω από τη Σμύρνη βρίσκει ένα άλογο ο μπαμπάς μου, βρίσκουν δύο άλογα ελληνικά στρατιωτικά αξιωματικών δύο άλογα. Με άλογα πολεμούσαν τότε, είχαν και άλογα. Καβαλάει… Πείνα λέει ο μπαμπάς μου, πείνα, πόσες μέρες να φάνε. Έβραζα σιτάρι και τάιζαν τον στρατό, σκέτο. «Καβαλάμε-λέει-τα άλογα όπου μας πάνε. Πάμε να φύγουμε. Στο δρόμο πείνα, δίψα. Χώνω το χέρι μου μέσα στο σακίδιο, βρίσκω μια γαλέτα -στρατιωτικό ήτανε- βρίσκω την παίρνω τη γαλέτα ήτανε μέσα στο αίμα. Την έφαγα. Πεινούσα. Τι θα έκανα; Ο άνθρωπος στον πόλεμο γίνεται θηρίο. Δεν ξέρεις τι κάνεις. Το έφαγα αφού πεινούσαμε» λέει, περπάτα και περπάτα. «Κάποια στιγμή βρήκαμε ένα χωριό -τι ήταν έλεγε- νύχτωσε πάλι. Πού θα πάμε; Δεν ξέραμε τι θα κάνουμε» αλλά τους είπαν θα πάρετε αυτή την κατεύθυνση, θα βρείτε λιμάνι. Αλλού. Εκεί δεν ξέρω πώς έφυγε, δεν θυμάμαι, το έλεγε αλλά δεν θυμάμαι. Νύχτωσε, βρίσκουν μια αποθήκη, μεγάλη λέει τεράστια αποθήκη. «Βρε -λέει- δεν μπαίνουμε κάπου να ζαρώσουμε να ξημερώσει;» πάλι λέει ακούμε κοκόρια. «Τι είναι αυτά -λέει- μια αποθήκη τι έχει; Σαν ξημέρωσε και ανοίγουμε τις αποθήκες εκείνα τα χαλιά, γεμάτες οι αποθήκες χαλιά». Τότε αυτοί κάναν καλά, γνήσια χαλιά οι Μικρασιάτες. «Τι να σου πω -λέει- τα κοιτάμε, τα κοιτάμε, τι να τα κάνουμε; Βρήκαμε τον κόκορα αλλά πού να φας και πού να κάνεις, να τον φάμε ζωντανό τον κόκορα; Ξεχάστηκε στην αποθήκη ο κόκορας. Ξεκινάμε λέει ο φίλος μου», ο στρατιώτης ο άλλος «Εγώ -λέει- θα πάρω ένα χαλί, παντρεύεται η αδερφή μου, θα το πάω στη αδερφή μου», «Βρε τα κεφάλια μας να σώσουμε» το φόρτωσε λέει το χαλί στο άλογο. Ο μπαμπάς μου βρήκε μία μικρή, κρυστάλλινα πράγματα είχαν πάρα πολλά, μία μικρή αλατιέρα τόση κρυστάλλινη. Λέω: «Πού τη βρήκες αυτή;», «Κάπου ήταν εκεί ξέρω ‘γω κι άλλα είχε αλλά αυτό έτσι με ήρθε, το πήρα». Το είχα εγώ μέχρι τώρα, τώρα το έδωσα κάπου. «Αυτό είναι -λέω-από τη Μικρά Ασία, κράτα το». Και τελικά βρήκαν και έφυγαν από κει, πού πήγαν, τι έκαναν και το χαλί το πέταξε παρακάτω. Πού θα πήγαινε το χαλί, ολόκληρο χαλί κουβαλιέται; Εκείνος λέει: «Παντρεύεται η αδερφή μου» λέει «Βρε το κεφάλι μας να σώσουμε, το χαλί κουβαλάς;». Κι όμως το πέταξε πιο πέρα βέβαια. Αλλά ιστορίες να σε έλεγε ο μπαμπάς μου από τη Μικρά Ασία, ιστορίες έζησε. Ήτανε κοσμογυρισμένος πάρα πολύ. Όλη τη Μικρά Ασία. Να σε λέει όταν καίγονταν η Σμύρνη να είναι εκεί. Τα καράβια να είναι των Εγγλέζων τα καράβια από έξω και να μην βάζουν στρατιώτες μέσα. Πάνε να μπουν τους σπρώχνανε, πνιγόταν χαμός, χαμός γινότανε. Με τα πολλά ήρθε στην Αθήνα φαντάρος. Η μάνα μου εκεί, ζούσε εκεί η μάνα με δύο παιδιά πού θα πάει; Δεν πρόλαβε να απολυθεί, ξανά φαντάρος. Αποφασίζει στο τέλος κάθε δύο μήνες φαντάρος κάθε δύο μήνες, κάνει ψεύτικα χαρτιά λιποτάκτης να φύγει να πάει στην Αμερική. Λέει: «Δεν γίνεται» και τη μάνα μου αυτό, πώς βρήκε τον τρόπο έκανε. Να που προδόθηκε τον πιάσαν στο καράβι.
Και δεν μπόρεσε να φύγει;
Και δεν έφυγε. Είχε μεγάλη περιπέτεια ο μπαμπάς, έζησε πολύ μεγάλη περιπέτεια. Και η μάνα μου μαζί της πόλεμος ταλαιπωρία και από ένα σπίτι που δεν ήξερε να κάνει τίποτα. Δεν ήξερε η μικρότερη ήτανε, γιαγιάδες παρά γιαγιάδες[01:00:00], με χοροδιδάσκαλο ο παππούς μου να μαθαίνουν χορό τα κορίτσια όλα. Όλοι μαντολίνο παίζανε μαθαίνανε. Πολύ παππούς μου ήταν τέτοιος, μεγάλωσαν τα κορίτσια έπρεπε να είναι ντυμένες, κουβαλούσε ρούχα από την Κωνσταντινούπολη και έφερνε υφάσματα να τις ράψει. Ράβονταν και μοναχές τους ράβονται όλες οι αδερφές, τα ρούχα που φοράνε φαίνονται ότι…Αλλά ο πόλεμος και εκεί, όχι Μικρά Ασία, ύστερα. Λίγο κόσμος δεν ταλαιπωρήθηκε. Άντε και ο Δεύτερος Πόλεμος και τι έγινε;
Ο μπαμπάς σας πολέμησε και το ’40;
Ε;
Ο μπαμπάς σας πολέμησε και το ’40 με τους Γερμανούς;
Όχι δεν τον πήραν τα ’40, τα ’40 δεν. Και πήγαμε εκεί και ταλαιπωρηθήκαμε. Αν σας πω ότι εγώ ζητιάνεψα κιόλας για να βρω ψωμάκι. Για αυτό όταν πας στα Βρασνά χωρίς ρούχα τέλος πάντων ό,τι είχαμε, φτάσαμε νύχτα. Να σ’ την πω αυτή την ιστορία, γιατί βλέπω τώρα και δεν πιστεύουνε ναι. Εγώ τα έζησα ήμουνα πέντε χρόνων, τεσσάρων χρόνων. Τι ήξερα εγώ από αυτά και έπαθα και ελονοσία, έτοιμη για δρόμο ήμουνα. Πάμε στα Βρασνά πεινάμε. Όλοι σε ένα δωμάτιο μέσα χωρίς φωτιά, χωρίς τίποτα. Τέλος πάντων, η μάνα μου κουβαλούσε τα παπλώματα ευτυχώς και μας κουκούλωνε εκεί λέει τον αδερφό μου πιο μεγάλος από μένα λέει: «Πάρε λεφτά» αλλά και τα λεφτά αχρήστευσε ένα τσουβάλι λεφτά είχε ο μπαμπάς μου από δω που έφυγε, είχε τις δυνάμεις αλλά ήταν Τσολάκογλου έδινες τα μισά για να πάρεις ένα ψωμί, αχρήστευσαν τα λεφτά. Από τα πολλά δίνει μία χούφτα λεφτά η μάνα μου τον αδερφό μου γιατί κάποια στιγμή είπε: «Πάνε -λέει- στο τάδε σπίτι» αυτοί εκεί ήταν εγκαταστημένοι δεν κουνήθηκαν από τα σπίτια τους. Ύστερα τα σπίτια τους γεμάτα και σιτάρια και ζύμωναν και μύριζε το χωριό. «Πάνε -λέει- στο τάδε σπίτι δώσ’ τους τα λεφτά, αν έχουν ένα ψωμί να σε δώσουν» νηστικοί εμείς. Πάει στο ένα, πάει στο άλλο κανένας δεν άνοιξε την πόρτα να δώσουν ένα ψωμί, κανένας. Ύστερα έρχεται ο αδερφός μου, λέει τη μαμά μου: «Άντε στρώσε να κοιμηθούμε, να μην πεινάμε». Τώρα λέει η μάνα μου: «Καλά πάνε και σε εκείνο το σπίτι». Πάνω στα Βρασνά στο βουνό έχει μία βρύση και πλατάνια πολύ ωραίο μέρος είναι και δίπλα έχει ένα διώροφο ωραίο σπίτι. Περνάω τώρα, περνάω το βλέπω. Από κάτω καθόμασταν εμείς, πιο κάτω. Πάει αυτή χτυπάει την πόρτα, λέει: «Τι θες παιδί μου εσύ;», «Αν έχεις πάρε αυτά τα λεφτά, δώσ’ μου ένα ψωμί», «Καλά» λέει, βγάζει ένα πλαστό μεγάλο, μεγάλο. Αυτή ζύμωνε για, πλαστό είχε. Δίνει το ψωμί λέει: «Τα λεφτά να τα πάρεις αλλά να πεις τη μαμά σου το πρωί να ‘ρθει εδώ, να τη γνωρίσω τη μαμά σου». Ήταν εξελιγμένη και αυτή, δεν ήταν από κει, από άλλο μέρος πιο κοινωνική. Τέλος πάντων, φάγαμε το ψωμάκι σκέτο ήταν τι ήταν το φάγαμε, ζήσαμε. Και ύστερα αρχίσαμε την άλλη μέρα όσο ήταν ύστερα σιγά σιγά σπείραμε ένα χωράφι, ξανάρχισε η μάνα μου είχε τη μηχανή, έραβε η μάνα μου. Και σαν αρχίσει να μπαλώνει τους Βρασνιώτες εκεί να τους ράβει. Έλεγαν: «Μωρέ αυτοί πρόσφυγες, τι περιποιημένοι είναι;». Ήμασταν όλα ντυμένα τα παιδιά, η μάνα μου έραβε. Λέει η μάνα μου: «Αν έχετε τίποτα, φέρτε». Άμα άρχισε η μάνα μου πουκαμισάκια, παντελονάκια τα παιδιά τους, τις ίδιες να ράβει γέμισε το σπίτι μας πιο πολύ. «ΤΙ θέλεις;» «Φέρε χοιρινό έσφαξες; Χοιρινό», «Λάδι έχεις, φέρε λάδι». Γέμισε το σπίτι μας, αρχίσαμε σιγά-σιγά αλλά πεινούσαμε κακά τα ψέματα η πείνα, πείνα. Εγώ όταν αρρώστησα και δεν μπορούσα να περπατήσω, είχα γίνει δεν μπορούσα. Και έβλεπα έκανε η μαμά μου χαβίτς ποντιακό αλεύρι καλαμποκίσιο βρήκε έκανε εκεί ένα πιάτο, τρώνε αυτοί εγώ δεν έκανε να φάω αλλά ούτε μπορούσα να σηκωθώ και από το κρεβάτι. Εκείνα τα δάκρυα τα θυμάμαι, κλάμα: «Δώστε με και εμένα, πεινάω. Δώστε με να φάω, πεινάω» κλάμα με παίρνει ο ένας αγκαλιά τα αδέρφια μου όλα μεγάλα, εγώ η τελευταία με παίρνει ο ένας αδερφός αγκαλιά, με παίρνει ο άλλος ο αδερφός αγκαλιά από τα πολλά με έδωσαν μια κουταλιά, για να φύγει. Τώρα τι με τάισαν δεν θυμάμαι. Την άλλη μέρα έπαιζα εγώ με ένα κοριτσάκι στη γειτονιά, ε παιδί ήμουνα είχα και μια κούκλα μεγάλη την κουβαλούσα, δεν την άφησα. Παίζαμε. Αυτοί εντωμεταξύ είχανε φουρνίσει το πρωί ψωμί, ένα φούρνο και να μοσχοβολάει εκείνο το ψωμί. Εγώ παίζω, παίζω αυτές δεν είπανε εκείνο το παιδί, έφυγε και το άλλο κοριτσάκι κι εγώ περιμένω. Λέω θα με δώσουν ψωμί, δεν θα δώσουν. Πώς έφυγαν καλέ δεν έβγαλαν το ψωμί. Κι εγώ ήρθε η μάνα μου εν τω μεταξύ: «Πού είναι αυτό το παιδί;» ήρθε η μάνα μου, εγώ όμως το μυαλό μου ήτανε στον φούρνο. Πεινούσα. Τώρα για αυτό έγινα και ψωμού. Ψωμί τρώω, άλλο τίποτα να μην έχω ψωμί θέλω. Αυτά σε λέω τα έζησα. Κι άλλα πολλά, κι άλλα πολλά τέλος πάντων αυτά. Ύστερα ήρθαμε εδώ πάλι ο εμφύλιος φασαρίες, κακό χάνουμε και τον έναν τον αδερφό μου δεκαεφτά χρονών από ελονοσία και ο άλλος χάθηκε είκοσι τέσσερα και έτσι η μάνα μου πώς άντεξε! Ναι αυτά για αυτό τώρα αυτούς στους πολέμους και βλέπω τα παιδιά και πονάει η ψυχή μου, χωρίς να έχω παιδιά τα πονάω. Όμως σου λέω, αυτά τα μωρά τι φταίνε και τι όμορφα μωρά καλέ το ένα πιο όμορφο από το άλλο. Τι ωραία! Τι τους έπιασε στα καλά καθούμενα να σκοτώνονται; Άμα τα ακούω αυτά...
Τέλος πάντων, όλοι καλά ήμασταν, ζήσαμε. Πέθανε η μάνα μου, φύγαν τα αδέρφια μου, πήραν τον δρόμο να βρουν δουλειές. Δεν είχε δουλειές εδώ για παιδιά νέους ανθρώπους τι θα έκαναν. Όπου βρίσκαμε δουλειά και φεύγαν. Έμεινα εγώ με τους γονείς μου, ερχόταν τα αδέρφια μου ας είναι καλά όλοι αλλά φύγανε. Ε πέθανε η μάνα μου εβδομήντα πέντε χρόνων νέα, κουρασμένη, πληγωμένη. Ο μπαμπάς μου έφτασε τα εκατό.
Ποια ήταν η πιο ωραία περίοδος εδώ στον Γρανίτη;
Στον Γρανίτη;
Να έχει ζωή, να είναι όμορφα.
Το ’60, το ’70 τότε ήτανε είχε δόξες, καλά ήμασταν. Όλα τα παιδιά αλλά και παρέες είχαμε, πηγαίναμε στη θάλασσα, ερχόμασταν είχανε κούρσες εδώ. Ήμασταν καλά τότε ήτανε καλό ήταν το χωριό. Πάλι ύστερα άρχισαν να φεύγουν οι μεγάλοι αρχίσαμε πίσω πίσω πίσω. Όλοι είχανε τα σπίτια τα πούλησαν τα παλιά, πήγανε πάνω ερήμωσε το κάτω το χωριό. Αυτοί που χτίσαν τώρα είναι κάπως αλλά και αυτοί εγκαταλείπουν, βλέπεις, δεν είναι τα παιδιά τους μεγαλώνουν, φεύγουν και αυτοί δεν έρχονται.
Τώρα δεν έχει και μαγαζιά τίποτα, μόνο ταβέρνες.
Μαγαζιά ένα ξύδι να θέλεις δεν υπάρχει τίποτα. Όσο ήταν ο Ισαάκ επάνω είχε, κάτι έβρισκες. Ξέραμε ερχόταν χειμώνας, πήγαιναν οι γονείς μας φέρνανε τα αλεύρι, το λάδι για να έχουμε. Δεν ήταν τέτοιος χειμώνας, δύο μέτρα το χιόνι να μην μπορεί να βγεις από το σπίτι σου. Συγκοινωνίες τίποτα. Αλλά ευτυχισμένοι ήμασταν ξέρω ‘γω. Είχαμε ψωμί τρώγαμε, τα γουρούνια κάναμε σφάζαμε, γέμισαν τα σπίτια. Ναι από τέτοια δεν μας έλειπε. Άλλοι είχαν άλλοι δεν είχαν. Κατσίκια είχανε, γάλατα, γελάδια είχανε. Η μάνα μου δεν ήξερε από τέτοια, δεν τα πήρε. Πού ήξερε τώρα από την Τραπεζούντα βγήκε από τέτοιο σπίτι. Και έζησε στην Αθήνα έζησε, θα έπαιρνε αγελάδα; «Δεν θέλω αγελάδα» δεν το θέλανε και εμείς δεν τ[01:10:00]α ζήσαμε, δεν το θέλαμε. Καλά ήμασταν, όχι και ντυνόμασταν ωραία και περιποιούμασταν όλοι, όλοι. Ζούσαμε πολύ. Είχαμε και βόλτα πάνω μαζευόμαστε στο δημόσιο, είχε στρατό, αστυνομία πολύ ωραία. Παρέες, είχαμε κόσμο. Και παραθεριστές γεμάτο, τα πάνω σπίτια όλα ενοικιασμένα. Ύστερα τα αγοράσανε οι πιο πολλοί, αλλά όλα τα ενοικιάζανε.
Πολύ ωραία και θέλω μια τελευταία ερώτηση να σας κάνω.
Αλλά για έθιμα για αυτά. Κοίταξε λίγες οικογένειες από μία ράτσα, λίγες από την άλλη ράτσα δεν ήτανε πολλοί. Οι Πόντιοι ήμασταν δύο, πόντοι τι εγώ ούτε καλά-καλά Πόντια. Παλαιοελλαδίτισσα λέω είμαι, από εκεί πιο πολύ. Αλλά ύστερα μπήκαν και μίση. Μπήκαν μετά και μες στον Εμφύλιο ήτανε πολύ άσχημη εποχή, πάρα πολύ άσχημη εποχή.
Δεν εμπιστευόσουνα εύκολα.
Τη θυμάμαι και δεν θέλω να τη θυμηθώ. Γινόταν χαμός εδώ μέσα. Και οι χωριανοί δεν ήμασταν ο ένας με τον άλλον, μισός μπήκε ο ένας με τον άλλον τέτοιοι. Όχι εσύ είσαι με το ένα το κόμμα, εγώ αυτό το κόμμα και εκείνα μας μάρανα.
Θυμάστε…
Εμείς ήμασταν στην πρώτη μπούκα. στην πρώτη. Εμείς τα τραβήξαμε τα πιο πολλά.
Να ρωτήσω γιατί; Γιατί ήσασταν στην μπούκα;
Εμείς είχαμε τον αδερφό μου στην ΕΛΑΣ από τους πρώτους. Στα Βρασνά πήγε στρατιώτης. Τα έχουμε τα χαρτιά, στρατιώτης κατατάχτηκε στο ΕΛΑΣ και σκοτώθηκε. Ναι, όταν ήρθαμε εδώ ήμασταν κομμουνιστές, κατάλαβες; Εκείνα δεν ξεχνιούνται όμως.
Πρέπει να δυσκολευτήκατε εδώ.
Πάρα πολύ μας παίδεψαν εδώ μέσα. Τι τραβήξαμε, όλοι εναντίον μας ήταν. Όλοι, οι πιο πολλοί.
Κινδυνέψατε ποτέ;
Πώς δεν κινδυνέψαμε, σηκωθήκαμε φύγαμε. Δεν μπορούσαμε να κάτσουμε. Αστυνομία, ο αστυνόμος ο ίδιος «Φύγετε -λέει-πάρε την οικογένειά σου Δημητρό και φύγετε, δεν μπορώ να σε υποστηρίξω πια. Φύγε». Ήταν οι άλλοι εθνικόφρονες και εμείς ήμασταν οι κομμουνισταί, κατάλαβες; Αυτά τα μίση δεν τα περνάς εύκολα, ναι. Δεν είναι ούτε στον Εμφύλιο ήταν ούτε πουθενά, στο ΕΛΑΣ ήταν, πολέμησε Γερμανούς και Βούλγαρους. Ένας λεβέντης δύο μέτρα που καλά-καλά δεν τους θυμάμαι. Ε αυτά ήτανε εκείνη η εποχή ήταν πολύ άσχημη.
Καταλαβαίνω.
Πολύ άσχημη εποχή. Εμείς η οικογένεια η δικιά μας όχι οι άλλοι, οι άλλοι ήταν μονιασμένοι, ήταν ίδια γενεά, εμείς ήμασταν χώρια. Αλλά ο μπαμπάς μου δεν τους λογάριαζε, δεν ξέρω. Αλλά ερχότανε πολύ Παλιοελλαδίτες αστυνομικοί αυτοί μας υποστήριζαν «Τι βλέπετε σε αυτήν την οικογένεια -έλεγε- και έρχεστε στο κεφάλι μου να τους πάμε εξορία; Τι βλέπετε; Τα παιδιά του πήγαν φαντάροι, υπηρέτησαν. Τι σας έκαναν». Πήγαιναν, αναγκάστηκε η αστυνομία να τους πει: «Υπογράψτε εδώ ότι εσείς στέλνετε στην εξορία αυτή την οικογένεια». Κανένας δεν υπόγραψε. Ας υπόγραφαν. Ε αυτά τα μίση παντού έγιναν αλλά εμείς εδώ φύγαμε, πήγαμε στη Δράμα ξανά. Μέσα στη φτώχεια ξαναφύγαμε, πήγαμε στη Δράμα δεν άντεχαν άλλο εδώ η αστυνομία μας έδιωξε. «Δεν μπορούμε να σας υποστηρίξουμε πιά» λέει, όλοι εναντίον μας. Και ποιον πειράζαμε; Ο μπαμπάς μου με όλους να τους υποστηρίξει «Άντε να κάνουμε εκείνο βρε παιδιά» τίποτα, ανένδοτοι κανένας δεν ταίριαζε. Και έτσι έζησα αυτήν την ηλικία πολύ άσχημη.
Ωστόσο μετά ξαναήρθατε όμως εδώ, όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ξαναγυρίσατε στον Γρανίτη.
Ξαναγυρίσαμε βέβαια, πως είχαμε διορθώσει το σπίτι και μικροί, όλα τα παιδιά μικρά, δεν ήμασταν μεγάλοι. Οι μεγάλοι σκοτώθηκαν, πέθαναν. Εμείς ήμασταν οι μικροί, όλοι εγώ φύγαμε πάλι από τη Δράμα, αρρώστησα εγώ στη Δράμα στο Δημοτικό πήγαινα αρρωσταίνω τα χαλιά μου. Ο γιατρός ήτανε ο Κούλης παλιός, ο μπαμπάς μου ήξερε τους Δραμινούς όλους μας ήξεραν «Καθίστε εδώ βρε πού θα πας πάλι πίσω;». Αρρωσταίνω εγώ, τον λέει ο γιατρός: «Πάρε το παιδί σου και πάνε στο χωριό -λέει- θα το χάσεις εδώ» λέει και η Δράμα ήταν και φτώχεια. Στο χωριό κάτι έκανες, είχαμε και τις κότες είχες θα φας. Εκεί στη Δράμα δουλειά πού; Και σηκωθήκαμε ήρθαμε πάλι. Συνέχιζα εγώ στο σχολείο εδώ, η μάνα μου και ο μπαμπάς μου ήταν άξιοι δεν είχαν, δεν πεινούσαμε. Η μάνα μου μας έραβε, μας μπάλωνε, μας άξια ήταν δεν την έφτανε κανένας. Όχι ότι ήταν μάνα μου αλλά πολλοί από τους παλιούς έχουν να λένε «κυρά Ρώμη πού είσαι;». Ρώμη αλλά δεν ήταν Ρώμη, ο παππούς μου έβαζε ονόματα αυτούς που ήθελε Σελήνη, Γαλήνη, Αθηνά-άλλο τι είχε- Χαρίκλεια. Έβαζε ο ίδιος έβγαζε τα ονόματα. Όταν τη βάφτισαν τη μαμά μου έρχεται από την εκκλησία, τότε δεν πήγαιναν οι γονείς στην εκκλησία όταν βαφτιζόταν το παιδί ούτε η μάνα ούτε, ο νονός το πήγαινε. Έτσι είχανε, έτσι ήτανε. Και ερχότανε στο σπίτι «Άντε να σου ζήσει η Ωραιοζήλη». Ο παπάς έβαλε Ωραιοζήλη, η νονά ήθελε να το βάλει Ωραιοζήλη. «Τι είπες; Όνομα είναι αυτό; Πού το βρήκες; Ρώμη θα τη φωνάξετε». Αλλά γράφτηκε Ωραιοζήλη είναι, ναι αλλά Ρώμη γιατί Ωραιοζήλη είναι μόνο στα χαρτιά τα πεθαμένα. Παντού είναι Ρώμη.
Πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα, δεν το έχω ξανακούσει.
Ναι Ρώμη όλοι. Πολλοί το λένε τι όνομα είναι αυτό Ρώμη, άλλοι λένε ωραίο, αλλά άλλοι λένε τι όνομα είναι. Αλλά στην εκκλησία ή στα βαφτιστικά της είναι Ωραιοζήλη ήταν, ναι.
Μία τελευταία ερώτηση να σας κάνω για το χωριό να μην σας κουράζω άλλο. Θέλω να μου πείτε αν θυμάστε τις κατασκηνώσεις που είχατε.
Ναι εδώ ήταν, βέβαια, οι κατασκηνώσεις ξεκινήσαν πρώτα εδώ που είναι τα πεύκα, τα νεκροταφεία εδώ κατασκηνώσανε. Και θέλαν και όλο πάνω το βουνό το βάλαν και πεύκα ο Δεσπότης τότε ήταν πολύ φίλος με τον μπαμπά μου, έσφαζε κιόλας ο μπαμπάς μου και παίρναν κρέατα. Μας είχαν τρελάνει να κουβαλάνε της μάνας μου τα λουλούδια. «Κυρά Ρώμη έχουμε σήμερα επίσκεψη, δώσε μας λουλούδια». Η αυλή μας ήταν γεμάτη. Ο φούρνος δεν που έχουμε τον παλιό τον φούρνο στρατός ζύμωνε, οι κατασκηνώσεις ερχόταν ψήνανε. Όλα εκεί τα κάνανε στον φούρνο, τότε δεν υπήρχαν τόσο πια. Ήταν πολύ ωραία και είχανε εκεί το μέρος θα παίρναν. Εκεί θέλαν να πιάσουν όλο το βουνό πίσω από μας να γίνει και θα ήταν το πιο ωραίο μέρος. Ύστερα πέθανε εκείνος ο Δεσπότης, ήρθε άλλος ο Δεσπότης όχι εδώ μικρό μέρος είναι, όχι νερά δεν έχει όχι τα πήγαν εκεί. Αλλά εκεί τους είπε τότε ο μπαμπάς μου δεν είναι κατάλληλο μέρος για κατασκηνώσεις, είναι μες στο βουνό υγρασία, χιόνια είναι αλήθεια ωραία τα κάνανε αλλά εγκαταλείφθηκαν μετά.
Αλλά όσο λειτουργούσε, ερχόταν παιδιά;
Ξέρεις τι πολλά παιδιά; Λειτουργούσε πολύ ωραία και αυτό. Παίρνανε όλα τα φτωχά παιδιά και από το χωριό από εδώ παίρνανε αλλά και το χωριό έχει και κίνηση. Αλλά τίποτα δεν αγόραζαν από το χωριό. Ενώ εκείνος ο Δεσπότης τότε έλεγε: «Ό,τι παράγει το χωριό και μπορούμε να το πάρουμε, θα τα φέρετε. Γάλα έχετε, αυγά έχετε. Ό,τι παράγει το χωριό, θα τα φέρετε, εμείς θα τα πάρουμε». Αυτοί όμως δεν πήραν ένα αυγό. Καθόλου με το χωριό δεν είχανε. Φώναζαν κιόλας, κόβαν και το νερό από πάνω, βγαίναν στο χωράφι μας απάνω στο Σανατόριο νερό μέσα, το πήραν και εκείνο. Τους λέει ο μπαμπάς μου το Δεσπότη: «Για στάσου -λέει- το νερό εκείνο με ρώτησες και το πήρες; Στο χωράφι μου είναι» λέει, «Άντε, άντε» τον κατάφερναν, ήταν καταφερτζήδες. Τελικά εμείς το πούλησαν το χωράφι. Τελείωσε. Αλλά είχε κίνηση το χωριό, τα σπίτι όλα επάνω νοικιασμένα. Ερχόταν από παντού. Οι κατασκηνώσεις, το χωριό είχε η αστυνομία, στρατός είχε πολλή κίνηση το χωριό. Zω[01:20:00]ντανό χωριό ήτανε.
Είχε και μια μπάρα εδώ;
Τι είχε;
Απέναντι από τον «Παράδεισο» είχε μια μπάρα στρατιωτική που κάναν έλεγχο τα αυτοκίνητα;
Ο στρατός δεν είχε τίποτα.
Δεν το θυμάστε.
Ο «Παράδεισος» είχε. Α η μπάρα ήταν επάνω, όχι εδώ κάτω πού είναι του Ισαάκ το καφενείο δίπλα είναι αυτό, εκεί ήταν η μπάρα. Δεν επιτρέπανε να περάσει ο κόσμος με τον Εμφύλιο μετά ήτανε, κατάλαβες; Και περνούσαν έπρεπε να γίνεται έλεγχος. Αν είχα άδεια περνούσαν. Δεν άφηναν να περάσεις, τρωγόμασταν με τον εμφύλιο, κατάλαβες; Εσύ από δω, εμείς…Μην έρθει τέτοια κατάσταση, ούτε να τη δει κανένας.
Για να πάτε Νευροκόπι δηλαδή…
Ναι, δεν περνούσε κανείς και από εδώ χωριανός πολλές φορές αν δεν σε ήξερε η αστυνομία δεν σε άφηνε να πας, είχες χαρτί και θα πήγαινες απάνω. Πάρα πολύς κόσμος το σταματούσαν. Ερχόταν, ταλαίπωροι, κόσμος ξένος τους κατέβαζαν, δεν είχαν χαρτιά τους άφηναν εκεί στα καφενεία, πάγωναν. Εκείνος ο αδερφός μου Χαρηλάκης, Παναγία μου, αν δεν κουβαλούσε κόσμο. Και δεν είχαμε, μία σόμπα χειμώνας «Μαμά να τους άφηνα εκεί; Κρύωναν» μεγάλοι άνθρωποι αυτοί τους έφερνε. Όλη νύχτα δεν κοιμόταν η μάνα μου, άναβε τη σόμπα, ό,τι είχαμε, ένα τσάι. Ακόμα τα θυμούνται πολλοί όμως. Πόσα χρόνια έχει κάμποσο στο Νευροκόπι μία με σταματάει: «Εσύ-λέει-από τον Γρανίτη είσαι;», λέω: «Από τον Γρανίτη είμαι» «Εκείνη η μάνα σου» λέει, «Τι είχε η μάνα μου;» λέω, «Μας κατέβασε -λέει- ο αδερφός σου μία βραδιά, στο καφενείο μείναμε έξω. Μας πήρε δεν θα το ξεχάσω. Δεν θα το ξεχάσω όσο ζω -λέει- άνοιξε την αγκαλιά της, η σόμπα να καίει όλη νύχτα, ό,τι είχε γύρω-γύρω στη σόμπα μας τάισε, μας πότισε. Δεν θα το ξεχάσω» με λέει. Λέω: «Δεν θυμάμαι τίποτα», «Μικρή ήσουν, τι να θυμηθείς» λέει. Τι να θυμηθώ, ναι. Εγώ κρεβάτι δεν είχα στο σπίτι μας, το παίρνανε άλλοι. Δεν είχα, μια ήμουνα πού να με κολλήσει η μάνα μου. Τα αδέρφια μου τα έβαζε, ποτέ δεν έβαζε τα αδέρφια μου μαζί μου. Ήμουν και πολύ γκρινιάρα και άφαγη. Εγώ μία ήμουνα, πάντα κοντά της και γκρινιάρικο παιδί κακά τα ψέματα. Τότε ερχόταν κα στρατός, ερχόταν και παλιοί αξιωματικού και αυτοί, ήξεραν τον μπαμπά μου «Πού θα κοιμηθούμε Δημητρό απόψε μια βραδιά;» «Καλά άντε ελάτε σε εμάς. Δεν έχουμε πολυτέλεια». Έφευγαν και εκείνοι από το κρεβάτι τους να φιλοξενήσουνε. Λέω κι όποιος ερχόταν ύστερα: «Άντε καλέ που θα μείνεις εσύ; Έλα εδώ πάρε». Μια βραδιά σε μια κουρελού με τύλιξε η μάνα μου να κοιμηθώ. Σαν μεγάλωσα ύστερα την έλεγα: «Ξανά, θα πάω εκεί στα έλατα να κάνω ένα αντίσκηνο και θα κοιμηθώ. Όλο εμένα βγάζετε από το κρεβάτι. Θαρρείς που θα φύγω, δεν κάθομαι άλλο», «Ποιος θα φύγει; Η Βάσω θα φύγει από το κρεβάτι της», οι άλλοι όλοι μαζί τους έβαζε κάπου. Σε λέω μια βραδιά κι ο Χαρηλάκης ήταν πολύ, οι άλλοι κοιμήθηκαν όλοι, εμείς στις μαμάς μου το δωμάτιο, ένα άλλο δωμάτιο πόσους μάζεψαν και βάλαν μέσα. Κανένας δεν φιλοξένησε εδώ μέσα άνθρωπο, κανένας, στα λέω δεν τα παραδέχονται. Κανένας δεν άνοιξε την πόρτα του να βάλει έναν άνθρωπο. Όλοι λίγο πολύ είχαν και αγελάδια, εμείς δεν είχαμε αγελάδια, είχαμε τσάι. Τσάι, τσάι ό,τι είχαμε. Και μία μέρα πάλι ήρθανε πάλι κάμποσοι «Τώρα -λέει- η μάνα μου τι θα γίνει;», έβαλε όλους μία κουβέρτα, δύο κουβέρτες τους κουκούλωνε εκεί. Λέει: «Εσύ με το Χαρηλάκη- με τον αδερφό μου-θα βάλω μία κουρελού στο δικό μας το δωμάτιο» λέει, όλη νύχτα μαλώναμε «Μην με ακουμπάς» μια κουρελού από πάνω και η άλλη από κάτω μια παλιοκουβέρτα. Τώρα έχουμε και πολλά και δεν μας αρέσουν κιόλας, κατάλαβες μας έπιασε τρέλα. Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα, μάλωνα αυτός: «Φύγε με ακουμπάς» και μικρός καλέ κι εκείνος. «Ησυχάστε» έλεγε η μάνα μου «Καλέ ησυχάστε» τίποτα αυτός «Με ακούμπησε τα πόδια, με ακούμπησε τα πόδια», ξημέρωσα. Για αυτό έλεγα τη μάνα μου «Ξανά εκεί στα έλατα θα πάω. Στα έλατα θα πάω, μια καλύβα θα κάνω, όλο εμένα διώχνετε από το κρεβάτι μου».
Ο Γρανίτης λεγόταν Γρανίτης πάντα ή είχε κι άλλο όνομα;
Το παλιό το όνομα είναι Γιούρετζικ, κρύο βουνό. Ναι, Γιούρετζικ, γερό κλίμα. Γιούρετζικ το έλεγαν είχε πολύ γερό κλίμα. Ξέρεις τι φυματικοί ερχόταν εδώ παλιά; Εκεί ερχόταν εδώ παλιά, θέριζε τότε. Το Σανατόριο που έγινε αποφάσισαν να γίνει, ήρθαν επιτροπές ήρθανε γιατροί. Γέμιζε το χωριό φυματικούς. Νοίκιαζαν ο κόσμος αλλά όλοι ήταν στο πρώτο στάδιο, στο δεύτερο. Πέθανε και μία κοπέλα φυματικιά μεγαλοκαπνέμποροι κόρη. Εκείνη η εκκλησία γέμιζε τότε, γεμάτη ήταν και ερχότανε άλλα όσοι ήταν να πεθάνουν, πέθαιναν. Τότε το φάρμακο δεν είχε βρεθεί. Αλλά αυτοί που γίνονταν καλά ήταν για αυτό το λέγανε Γιούρετζικ, γερό κλίμα. Αυτοί που είναι να ζήσουν είπαν οι γιατροί να ζήσουν και αυτοί που είναι να πεθάνουν ας πεθάνουν αλλά εδώ θα γίνει το Σανατόριο.
Και έρχονταν μένανε εδώ;
Το Σανατόριο δεν τελείωσε, αλλά είχαν όνειρα μεγάλα. Τόσα χρόνια είναι και δεν έπεσε ένα ντουβάρι. Θα γινότανε σκεπή να ανοίγει και να κλείνει. Βέβαια και νερά θα βρίσκανε, ένα πολυτελέστατο κτίσμα θα γινόταν. «Όποιος είναι να ζήσει, θα ζήσει» λέγανε. Ο μπαμπάς μου είχε κατσίκια, τα είχε πώς είναι το σπίτι μας απέναντι είχαν τα μαντριά. Έμπορος ήταν τα ‘παιρνε τα πουλούσε, κατάλαβες; Και πηγαίναν οι φυματικοί και κοιμότανε μέσα στην κοπριά και πώς γινόταν καλά. «Βρε παιδιά» έλεγε ο μπαμπάς μου «Μας είπανε να κάνουμε εδώ» πολλοί γινόταν καλά. Για αυτό είπαν ή να γίνουν, αυτό το κλίμα είναι γερό για φυματικούς. Έγινε το Σανατόριο έγινε αυτά άρχισε να ετοιμάζεται ο πόλεμος του ’40. Έξυπνοι οι Καβαλιώτες τα μισά τα λεφτά έγινε το νοσοκομείο της Δράμας και τα μισά το πήρε το Σανατόριο η Καβάλα. Έλεγαν τότε: «Μα το Σανατόριο στην Καβάλα δεν είναι, εδώ πρέπει να γίνει» επιστήμονες ήρθαν αλλά ήταν ο πόλεμος που έγινε και το εγκατέλειψαν και τα πήραν αυτοί και έγιναν και της Δράμας το νοσοκομείο αλλά και η Καβάλα πολύ πάτησε πόδι. Αν δεν γινόταν ο πόλεμος, θα γινόταν το Σανατόριο. Βέβαια και θα ήτανε τον Γρανίτη δεν θα καταστρεφόταν. Θα ήταν ένα μέρος, γιατί κοίταξε είναι πάνω στον δρόμο, δεν είναι απομονωμένο όπως πολλά χωριά. Είχε ζωή, όχι αστεία. Ζωή! Στου μπαμπά μου τα χρόνια ακόμα πιο πολύ. Πολύ ωραίες ζωή. Εμείς ο πόλεμος λίγο μας έβαλε μίσος. Αλλά ήτανε πολύ ωραίο χωριό.
Είχε έρθει κι ο βασιλιάς εδώ νομίζω.
Ε;
Μετά τον πόλεμο είχε έρθει κι ο βασιλιάς κάποια στιγμή;
Βέβαια, ναι βέβαια, πέρασε. Ποιος ήταν; Ποιος βασιλιάς;
Ο Παύλος;
Μάλλον. Ο μπαμπάς μου πάλι Πρόεδρος ήταν. Βέβαια, με στόλισε η μάνα μου. Σαν να το θυμάμαι λίγο. Βγήκε, σταμάτησε, τότε είχε ο δρόμος όλα τα σπίτια ήταν γεμάτα, χωριό καθαρό. Μικρή. Και αυτός το άρεσε πολύ το μέρος λέει: «Κάπου να καθίσουμε». Εν τω μεταξύ το κέντρο ήταν ο «Παράδεισος» φουλ. Αλλά δεν έφαγε τίποτα από πουθενά, είχαν αυτοί τα δικά τους φαγητά. Ο μπαμπάς μου κατόπι τους ήταν τα είδε. Σταμάτησε κάτω σε μας εκεί, εκεί ήταν το Ηρώο σταμάτησε ο βασιλιάς. Είχαμε του Ασημάκη τον μπαμπά, λέει: «Ποιοι είστε εδώ; Ποιοι κάθεστε εδώ;». «Να είμαστε τρεις οικογένειες Θρακιώτες» έτσι μας λένε οι Καραμανλήδες ξένους, «ξένους έχουμε» έλεγαν, ξένοι ήμα[01:30:00]σταν εμείς, τι να πεις. «Ξένους έχουμε τρεις οικογένειες, ένας είναι Παλιοελλαδίτης, αυτοί» «Α καλά, ωραίο χωριό». Η μάνα μου με έντυσε όμως, με έβαλε και ένα φιόγκο κόκκινο. Το θυμάμαι ακόμη, να μη φανεί, βγήκαμε όλοι περιποιημένοι. Και εγώ αγκαλιά, η μάνα μου με το φιόγκο στο κεφάλι. Έκατσε εδώ και πήγαν μέχρι που πήγανε, είδανε και γυρίσανε. Έκατσε βέβαια, το άρεσε το χωριό πολύ.
Κυρία Βάσω σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Είπαμε ό,τι είπαμε, γελάσαμε κιόλας.
Πολύ ωραία.
Τα είπαμε.
Θέλετε να μου πείτε κάτι άλλο ή να κλείσουμε εδώ;
Δεν ξέρω, αν θυμηθώ. Είπαμε τόσα, ψέματα, αλήθειες αλλά ό,τι έζησα σε είπα. Δεν είπα τίποτα. Αλλά είχαμε πολλά χιόνια.
Δύσκολοι χειμώνες;
Πολύ δύσκολα χρόνια. Έπιανε το χιόνι ενάμιση μέτρο. Ήρθε η εποχή που έριξε τόσο πολύ χιόνι στο εδώ στο χωριό, τα σπίτια μας έτριζαν από το πολύ χιόνι, βάρος. Και ξέρεις το χιόνι άμα βρέξει μετά γίνεται τριπλάσιο βαρύ. Ανέβαινε ο αδερφός μου ο ένας και αλάφρωναν τα κεραμίδια, έριχναν τα χιόνια κάτω. Έτριζε τη νύχτα άκουγες όλο με ξύλο το σπίτι μας. Άμα το δεις είναι όλο με ξύλο, τρία ντουβάρια μόνο έχει γερά το άλλο είναι η βεράντα. Έπρεπε να ‘ρθεις στη βεράντα το καλοκαίρι να ‘ρθεις, να δεις.
Θα ‘ρθω να πιούμε καφέ.
Να δεις τη βεράντα μας, να σε φέρει η Πασχαλιά. Θα σου αρέσει. Είναι και στην άκρη του χωριού είναι και αλλά τη βεράντα μας την έχουν βγάλει. Παλιό σπίτι αλλά το αρέσουν. Και δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω, έριξε το χιόνι, γέμισε και ήρθε με την βεράντα μας που είναι διώροφο το σπίτι μας, μπορούσαμε να βγούμε και από τα κάγκελα, τόσο χιόνι πολύ. Αλλά άμα δεν το έριχναν μπορεί να, όλοι τα ρίχναν τα χιόνια, πολύ χιόνι έριχνε. Καλέ μέχρι το ‘90 και πιο μπροστά είχαμε πολλά χιόνια. Τώρα, τώρα δεν έχει χιόνια. Κάθε χρόνο από τον Οκτώβριο, από το Σεπτέμβριο οι πάχνες να μαζέψουμε ό,τι είχαμε, τα φασόλια μας τα αυτά και να τα βάλουμε μέσα. Τώρα δεν έχουμε χειμώνα, πολύ άλλαξε το κλίμα εδώ. Και αυτό το κρύο το φετινό εγώ πρώτη φορά το αισθάνθηκα. Δεν είχαμε τέτοιο κρύο, ήταν χοντρό έτσι κάπως, είχε χιόνι πολύ και δεν. Αυτό τέτοιο κρύο δεν ξέρω άσχημο κρύο. Εμείς δουλεύαμε τον μπαχτσέ. Ο μπαχτσές μας, φρούτα τα είχε σπείρει προπολεμικώς ο μπαμπάς μου όλα. Ως και βραβείο πήρε από κάτι μήλα που είχαμε, φιρίκια. Η Βαγγελιώ τα θυμάται. Έλεγε η μάνα μου: «Ελάτε ρε παιδιά» το χωριό δεν είχε τίποτα, δεν παραδέχτηκαν να σπείρουν ένα δέντρο εδώ. Είχαμε πατάτες, θα βγάλουμε πατάτες. Και αχλάδια, δαμάσκηνα άσπρα, μήλα Καλιφόρνιας μήλα. Ο μπαχτσές μας ήταν όποιος τον έβλεπε, τον δουλεύαμε, κάθε άνοιξη ασπρίζαμε, κάναμε ένα περιβόλι ωραιότατο. Ποιος θα τα πουλούσαμε; Πού θα τα πουλούσαμε; Και μία μέρα η μαμά μου κατέβηκε στον κήπο και πήγαινε στο μπαχτσέ το γουρούνι είχαμε εκεί δεμένο. Κάτι έβγαλε, έσκαβε το γουρούνι έβγαλε μία χειροβομβίδα. Ε πόλεμος αφήσανε εδώ. Εγώ με τον μπαμπά μου καθόμαστε στη βεράντα-πού έκοψε την κερασιά ο εκεί ήτανε- ενώ περνούσαμε το έβγαλε το γουρούνι. Καθόμαστε και φωνάζει η μαμά μου: «Μήτσο μία χειροβομβίδα», «Τι λέει καλέ η μάνα σου; Νεροφίδα τι γυρεύει εκεί;». Να γελάω εγώ να μην μπορώ να το πω στον μπαμπά μου «Μήτσο μία χειροβομβίδα» και φώναζε η μάνα μου. Λέω τον μπαμπά μου από τα πολλά τα γέλια το λέω: «Χειροβομβίδα», «Άσ’ την για όνομα του Θεού, μην τη πειράζεις». Μέχρι εκείνη την ώρα έλεγε νεροφίδα. Τέτοια είχαμε πολλά, γελούσαμε όμως. Τι ξενοιασιά είχαμε ε;.
Μετά από όλα αυτά.
Πολλά, πολλά.
Λοιπόν εγώ σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Και παλιά τα σπίτια κι ό,τι θέλεις αλλά είχαμε αγάπη. Ούτε κοιτάγαμε να έχουμε σαλόνια ούτε τίποτα. Αλλά τα παιδιά όλα μονιασμένα, να γελάμε, μαζευόμαστε παρέες εδώ, το τι χορούς κάναμε. Όλο χορεύαμε. Ο δασικός ήταν αυτός ο Καραμπατζάκης, ήταν ο δασικός ο μπαμπάς του Κώστα. Ήταν και αυτή η οικογένεια τότε ο Κώστας εδώ γεννήθηκε. Ε φέτος τον χειμώνα ήταν που με πήρε τηλέφωνο ο αδερφός του, ο Νίκος, χρόνια. Ήταν στη Δράμα και έμαθε για τον Γιώργο που πέθανε και ο Κώστας τον είπε: «Δεν το έμαθα». «Βάσω τι ζωή ήταν εκείνη τι ωραία, Βάσω θυμάμαι τη μαμά σου πολύ», «Γιατί βρε;» «Μας μάζευε, ελάτε εδώ, πάντα κάτι είχε να μας δώσει-λέει-κάτι μας μάζευε, κάτι μας έδινε» λέει. Η μάνα μου αδέρφια όλοι ήμασταν παρεούλα. Είχαμε ζωή καλή δεν μπορώ να πω. Άλλες γάμπριζαν πιο μεγάλες από μας.
Είχε και φλερτ.
Μαλώνανε για κάποιον, είχανε φλερτ. Εμείς δεν είχαμε, μικρές ήμασταν. Μετά ήρθαμε εμείς. Φύγανε όλοι, πού να έχουμε φλερτ εμείς, φύγανε οι νέοι όλοι. Μόνοι μας μείναμε. Η Δέσποινα του Γιαννακόπουλου ζήλευε τη Ρόζα και όλες φλέρταραν τον Τάκη του Χριστόφορου τον αδερφό. Το τι γινόταν. Η Σιμέλα έλεγε κάτι ανέκδοτα για αυτές και αυτή ήτανε Πόντια, παντρεύτηκε από δω ένα και αυτή έφυγε γιατί πήγαν τα παιδιά της Γυμνάσιο, πήγαν Πανεπιστήμιο. Όλοι φύγανε και ερήμωσε το χωριό. Πέθαναν και οι μεγάλοι. Ποιος.
Εσείς δεν θέλατε να φύγετε ποτέ;
Εγώ να σου πω, εγώ πάντα είχα μία πληγή μέσα μου από εδώ από το χωριό, δεν ήμουνα, πληγή δηλαδή εναντίον μας και έλεγα τον μπαμπά μου: «Πως κάθεσαι και δεν μας πήρες να φύγουμε». Γιατί και σαν παιδί ακόμα είχα το μίσος και τώρα, όχι τότε. Εκείνο εξακολουθεί. Έλεγα «Να φύγουμε», ο μπαμπάς μου: «Δεν λογαριάζω κανέναν» έλεγε, αλλά ξέρεις τι έλεγα; Αν παντρευτώ το «25» και κάτω, όχι από δω πάνω. Να φύγω τέτοια, τέτοιο είχα. Μπορεί να ζούσα καλά, να ζούσα όλα. Αλλά δεν ήθελα σαν παιδί, σαν νέα άκουσα πολλά. Οπότε, έλεγα ας βγει από δω και κάτω. Ύστερα εμείς τα χρόνια ήταν δύσκολα. Όταν ήταν να παντρευτούμε, χρήμα ζητούσανε. Όλοι θα παντρεύονταν, παντρεύονταν, αλλά άμα ήθελες παρακάτω, έπρεπε να έχει να δώσεις χρήμα, κατάλαβες; Αλλά δεν είχα όνειρα για εδώ ούτε παραπάνω από δω «πιο κάτω» έλεγα «πιο κάτω»!
Να κλείσουμε εδώ αυτή τη συνέντευξη.
Άντε καλά! Είπαμε αρκετά. Γελάσαμε κιόλας!
Φωτογραφίες

Γλέντι καρναβαλιού
Στο βάθος η παλιά εκκλησία του χωριού

Γλέντι καρναβαλιού

Γλέντι καρναβαλιού - Η α ...

Γυναίκες του χωριού

Γλέντι καρναβαλιού

Γλέντι καρναβαλιού

Το σπίτι
Χτισμένο το 1903
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία Βάσω Σταματίου έχει ζήσει όλη της τη ζωή στον Γρανίτη της Δράμας, ένα μικρό χωριό με ελάχιστους κατοίκους σήμερα. Μας ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, στις ένδοξες στιγμές που έζησε το χωριό πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήταν τουριστικό θέρετρο και παραθέριζε εκεί όλη η αριστοκρατία της Δράμας με γλέντια και χορούς. Επίσης, αναφέρεται στην αναγέννηση του χωριού μεταπολεμικά μέχρι την ερήμωση και την εγκατάλειψη που βιώνει σήμερα. Ο Γρανίτης είναι ένα προσφυγικό χωριό που πέρα από τουριστικό προορισμό αποτελούσε και τόπο θεραπείας φυματικών λόγω του καλού κλίματος. Μέσα από την οικογενειακή ιστορία της κυρίας Βάσως διατρέχουμε τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας από την Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Βασιλική Σταματίου
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μανούση
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/03/2022
Διάρκεια
99'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η κυρία Βάσω Σταματίου έχει ζήσει όλη της τη ζωή στον Γρανίτη της Δράμας, ένα μικρό χωριό με ελάχιστους κατοίκους σήμερα. Μας ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, στις ένδοξες στιγμές που έζησε το χωριό πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήταν τουριστικό θέρετρο και παραθέριζε εκεί όλη η αριστοκρατία της Δράμας με γλέντια και χορούς. Επίσης, αναφέρεται στην αναγέννηση του χωριού μεταπολεμικά μέχρι την ερήμωση και την εγκατάλειψη που βιώνει σήμερα. Ο Γρανίτης είναι ένα προσφυγικό χωριό που πέρα από τουριστικό προορισμό αποτελούσε και τόπο θεραπείας φυματικών λόγω του καλού κλίματος. Μέσα από την οικογενειακή ιστορία της κυρίας Βάσως διατρέχουμε τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας από την Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι σήμερα.
Αφηγητές/τριες
Βασιλική Σταματίου
Ερευνητές/τριες
Κατερίνα Μανούση
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/03/2022
Διάρκεια
99'