Μία από τις πρώτες οδοντιάτρους της Λέσβου τη δεκαετία του '50 διηγείται τη ζωή της
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια στη Μυτιλήνη: Οικογενειακές στιγμές και σχολική εκπαίδευση
00:00:00 - 00:08:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γεια σας, βρισκόμαστε στο σπίτι της Θεανούς Σαλβαρά. Είναι Τρίτη 13 Δεκεμβρίου του 2022. Εγώ ονομάζομαι Βάλεση Σόφια και είμαι ερευνήτρια…ημοτικό. Και μετά, στα χρόνια μας μέσα, στην εβδόμη-ογδόη μας αλλάξαμε και μας κατέβασαν εμάς κάτω και ανέβασαν τα μικρά τα παιδάκια επάνω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Σχολική φωτογραφία
Η Θεανώ με συμμαθήτριές της.
Ενότητα 2
Αναμνήσεις από την περίοδο της Κατοχής: Οι συνθήκες διαβίωσης, τα συσσίτια και η σχολική εκπαίδευση
00:08:59 - 00:22:58
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τότε ήτανε... Μου είπε ο γιος σας ότι διέκοπταν το μάθημα ή, τέλος πάντων, την ώρα του σχολείου ακουγόταν σειρήνες. Αυτό δεν το θυμάμαι γι…ο που ήταν από κάτω, με πήγε ο πατέρας μου. Δεν πήγα πια στο 5ο. Εκεί πέρασα δύο χρόνια. Και μετά ξανάδωσα εξετάσεις και πήγα στο Γυμνάσιο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 3
Φοιτήτρια στην Αθήνα: Η Οδοντιατρική Σχολή, η διαμονή στο οικοτροφείο και τα μαθήματα
00:22:58 - 00:34:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από το σχολείο αυτό τώρα τα κορίτσια προχώραγαν; Γιατί εσείς προχωρήσατε σε Ανώτατη Εκπαίδευση. Ε, λίγα. Λίγα. Τότε που τελείωσα εγώ το ‘5…αι στην εξαγωγή και στις ενέσεις, στελεχιαίες, πώς θα τις κάνουμε όλα, όλα. Σφραγίσματα, όλα, κορώνες, όλα αυτά, και περνάμε το πτυχίο μας.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Tags
Φωτογραφίες και τεκμήρια

Ημέρα ορκωμοσίας
Η Θεανώ με τον πατέρα της την ημέρα της ορ ...
Ενότητα 4
Η επιστροφή στη Μυτιλήνη, το άνοιγμα του ιατρείου και η γνωριμία με τον σύζυγο
00:34:08 - 00:41:25
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και όταν τελειώσατε, τι κάνετε; Επιστρέψατε; Όταν τελείωσα, ήρθα εδώ. Ναι. Ανοίξετε δικό σας ιατρείο; Πώς ήταν η συνέχεια; Ναι, άνοιξα δ… Πόσο τον πληρώνατε λίγο ή πολύ; Ε, όχι πολύ, λίγο... Δεν θυμάμαι τώρα πόσα δίναμε. Ορισμένα. Αφού τα μάζευε ο άνθρωπος και μας τα έδινε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 5
Ιστορίες από την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου
00:41:25 - 00:51:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μια χαρά. Πείτε μου και το άλλο τώρα που θέλετε να μου πείτε για τους Γερμανούς, για τη συσκότιση. Για τους Γερμανούς, ότι ο πατέρας μου..… Τι Εγγλέζοι ήταν; Αφού ήταν μαύροι, γι’ αυτό λέγανε «αραπάδες». Ν.Κ.: Ινδούς είχε μέσα. Ε, δεν ξέρω Αμερικάνοι. «Αραπάδες» τους λέγανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια στη Μυτιλήνη: Οικογενειακές στιγμές και σχολική εκπαίδευση
00:00:00 - 00:08:59
[00:00:00]Γεια σας, βρισκόμαστε στο σπίτι της Θεανούς Σαλβαρά. Είναι Τρίτη 13 Δεκεμβρίου του 2022. Εγώ ονομάζομαι Βάλεση Σόφια και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Κυρία Θεανώ, πείτε μου λίγα λόγια για εσάς. Πού γεννηθήκατε και πότε;
Γεννήθηκα το 1934, 15 Δεκεμβρίου. Τότε ζούσαν οι γονείς μου, εγώ ήμουν το πρώτο παιδί και οι γονείς μου ζούσαν τότε στο Σκαλοχώρι, που ήταν και οι δύο δάσκαλοι. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου συναντήθηκαν εκεί. Ο ένας ήταν από την Βρίσα, ο πατέρας μου, και η μητέρα μου ήταν από την Πέργαμο της Μικράς Ασίας. Είχαν έρθει εδώ πρόσφυγες. Πήγε εδώ έναν χρόνο στο διδασκαλείο, έτσι λεγόταν τότε. Μονοθέσιο διδασκαλείο, μονοτάξιο –πώς λέγεται, δεν ξέρω– και δούλεψε έναν χρόνο πιο μπροστά στην Πηγή και στη Μόρια πριν ακόμα τελειώσει το διδασκαλείο. Και όταν το τελείωσε, διορίστηκε στο Σκαλοχώρι. Διορίστηκε και ο πατέρας μου εκεί και γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν. Ζούσαν μαζί με τη μητέρα τους την Αθηνά και την αδερφή τους που δεν ήταν παντρεμένη, τη Ζαχαρώ, η οποία μας μεγάλωσε ύστερα. Όλα τα παιδιά εκείνη μας μεγάλωσε. Ήμουν το πρώτο παιδί όπως είπα. Και μετά, το ’36, τον Ιανουάριο γεννήθηκε η δεύτερη αδερφή μου η Αθήνα και τρίτη το ’37, τον Νοέμβριο η Κυριακή και το ‘39 ο αδερφός μου ο Γιάννης, ο οποίος σας είπα το περιστατικό. Θέλετε να το επαναλάβω πάλι;
Ναι, βεβαίως.
Όταν ήταν έγκυος η μητέρα μου, παρουσίασε ένα απόστημα στη χοληδόχο κύστη, το οποίο δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν οι γιατροί. Και ήτανε πολύ επικίνδυνα. Και επειδή ήταν έγκυος, της συνέστησαν να το αποβάλλει, να κάνει έκτρωση στο παιδί, γιατί λέει θα πέθαναν και οι δύο. Οι γονείς μου, όμως, αλλά και όλοι οι συγγενείς, οι αδερφές της, ο γαμπρός της, ο μετέπειτα νονός μας που μας βάφτισε, όλα τα παιδιά, εκείνος ο Θεοδόσιος Τσιτσάνης, δεν θέλησαν να γίνει αυτό το πράγμα, να σκοτώσουν το παιδάκι και στράφηκαν στον Θεό με την προσευχή. Προσευχήθηκαν πάρα πολύ και όλοι οι άλλοι φίλοι και γνωστοί μαζί τους. Και επειδή τότε ήταν όλοι σ’ έναν σύλλογο, που μέχρι τώρα υπάρχει, η «Ευσέβεια», που είναι ένας ιεραποστολικός σύλλογος, προσευχήθηκαν και ακόμη στα χωριά όσοι ήταν γνωστοί και διάβαζαν το περιοδικό «Ζωή» –γιατί ας πούμε ότι ήτανε μια συνεργασία της «Ευσεβείας» με τη «Ζωή»– και από την Αθήνα μας έστελναν, μας καθοδηγούσαν, μας βοηθούσαν μέσα από το περιοδικό, βιβλία χριστιανικά και τέτοια. Προσευχήθηκαν με μεγάλη θέρμη και έγινε το θαύμα. Το ξεπέρασε και σώθηκε το παιδάκι. Και όταν το βλέπανε οι γιατροί μετά λέγανε: «Να ο Λάζαρος, να ο Λάζαρος που σώθηκε!».
Εκεί τώρα στο χωριό, επειδή ήμασταν τέσσερα παιδιά και ήταν
δύσκολα, τα δύο τα μεγάλα μας πήρε ο νονός μου στη
Μυτιλήνη και μέναμε στον Συνοικισμό επάνω από τον
Κουτσομύτη. Το είχανε φτιάξει το σπίτι. Είχαν χτίσει άλλα δύο
δωμάτια κάτω και δύο δωμάτια πάνω και ήταν αρκετά μεγάλα.
Τώρα θα σας πω ένα περιστατικό με την αδερφή μου την
τρίτη, την Κυριακή, που ήταν μικρό κοριτσάκι, θα ήτανε ίσα-ίσα
7-8 μηνών, ίσως και λίγο παραπάνω. Άρχισε να καθαρίζει αλλά
πότε πότε του φεύγανε τα ούρα, και τότε βέβαια δεν είχανε
πάνες και τέτοια, και ήθελαν να το σταματήσουν. Είχε έρθει
τότε μια φίλη τους από τη Μυτιλήνη που ήταν πολύ αυστηρή
και σκληρή να πούμε. Και τι έκανε; Και πήρε μια εφημερίδα,
την άναψε και το φοβέρισε ότι θα το κάψει το παιδί. Εμείς οι
άλλες οι δύο αδερφές κλαίγαμε από μακριά και
σκοτωνόμαστε: «Το παιδάκι μας θα το κάψει!» και τα λοιπά,
έτρεμε και εκείνη. Και τελικά από τον φόβο του το καημένο
σταμάτησε να κατουριέται.
Εκεί στην αυλή είχαμε και πολλές κότες και είχαν γύρω γύρω
στους τοίχους, είχαν κάνει φωλίτσες και πηγαίνανε και κάνανε
τα αβγουλάκια τους, και ένα κόκορα, έτσι, μεγάλο μεγάλο. Και
η μικρή μου η αδερφή, επειδή την είπε μια φορά η θεία που
μας μεγάλωνε, η θεία Ζαχαρώ: «Δεν ντρέπεσαι ολόκληρη
γυναίκα να κάνεις αυτό;» και το θεώρησε πως ήταν προσβολή
μεγάλη γυναίκα και φώναζε τον πετεινό: «Φύγε, ναίκα! Φύγε,
ναίκα». [00:05:00]Μείναμε εκεί για κάμποσο καιρό. Μάλιστα, είχανε βρει
μια φορά, μάλλον ένα παιδάκι, τους είχε φέρει από το σχολείο
ένας μαθητής δύο μικρά κοτσιφάκια. Από τη φωλιά τα είχε
πάρει και τα κρατούσε στο χέρι του. Ποιος ξέρει τι ήθελε να τα
κάνει. Και ο πατέρας μου τα λυπήθηκε και λέει: «Να τα πάρω
στο σπίτι να τα μεγαλώσω εγώ τα καημένα». Να τα μεγαλώσει
και θα τα αφήσει μετά. Και πήγαινα κάθε απόγευμα με τη μαμά
μου και μάζευα έντομα, πεταλουδίτσες, ξέρω ‘γω, μικρά
εντομάκια και τα τάιζαν. Μια φορά, όμως, δεν μπόρεσαν να
πάνε και λέει: «Άντε, ας τους δώσουμε λίγο τυράκι». Αυτό
ήταν, ψόφησαν τα καημένα γιατί ήταν το αλάτι που δεν το
ήξεραν τότε ότι βλάπτει τόσο πολύ. Και πάνε τα καημένα τα
κοτσιφάκια. Εμείς είχαμε έρθει μετά εδώ, μέναμε με τη νονά
και το νονό. Καλά περνούσαμε.
Σε τι ηλικία ήρθατε εδώ στη Μυτιλήνη;
Ε, τεσσάρων εκεί. Πάντως πριν από το ‘40. Γιατί από το ‘39 και μετά, επειδή αρρώστησε και η μητέρα μου, σταμάτησε να δουλεύει. Πήρε προσωρινή σύνταξη και ήρθε και ο πατέρας μου εδώ. Μετακομίσαμε δηλαδή όλοι σε αυτό το σπίτι. Μέναμε τέσσερα παιδιά, ο πατέρας μου, η μητέρα μου έξι, ο νονός μου και η νονά μου οχτώ, η θεία μου, η Λεύτερη, εννιά και η γιαγιά μου, η μητέρα της, και αυτή έζησε μέχρι... τέλος του ’39 πέθανε η Αθηνά, η γιαγιά Αθηνά. Δέκα άτομα. Και μέναμε πάνω σε αυτά τα τέσσερα δωμάτια.
Εσείς τώρα Δημοτικό πού πήγατε;
Δημοτικό πήγα στο 2ο το σχολείο πάνω στις Καμάρες. Έτσι το λέγανε τότε. Στις Καμάρες πήγα δύο μήνες. Κηρύχτηκε τότε ο πόλεμος του ‘40 και σταμάτησα το σχολείο. Αλλά εμένα με σταμάτησαν όλο τον χρόνο, ενώ άλλα παιδάκια πήγανε μετά. Ε, και τα μάθαινα στο σπίτι, με μάθαιναν οι γονείς μου. Και πήγα στο τέλος στον Διευθυντή μπροστά και μ' έκανε εξετάσεις.
Τι σας ρώτησε, θυμάστε;
Τίποτα, τίποτα, εύκολα πράγματα Με ρώτησε, θυμάμαι τα Μαθηματικά που με ρώτησε. Πόσα δάχτυλα έχουμε στο ένα χέρι, πόσα έχουμε στο άλλο, πόσο κάνουν πέντε και πέντε. Δέκα. Πόσα δάχτυλα έχουμε στο πόδι. Μέχρι είκοσι. Αυτό ήτανε. Λέω: «Αυτό μονάχα;». «Εντάξει», λέει, «τα ξέρεις». Τώρα για το διάβασμα, δεν θυμάμαι. Θα μου ‘βαλε κάτι να διαβάσω. Εντάξει. Μετά, στη δεύτερη και στην τρίτη τάξη πήγα στο 8οΔημοτικό από κάτω από το σπίτι μας. Και μετά ο πατέρας μου ήθελε να με πάει σε πιο αυστηρή δασκάλα, νόμιζε ότι αυτή δεν ήταν καλή και με πήγε στο 5ο το σχολείο. Κάθισα εκεί έναν χρόνο. Μετά, πηγαίναμε από την τετάρτη τότε, πηγαίναμε στο Γυμνάσιο. Αν θέλαμε. Αν δεν θέλαμε συνεχίζαμε άλλα δύο χρόνια και πηγαίναμε μετά. Αλλά αν θέλαμε δίναμε εξετάσεις και πηγαίναμε από την τετάρτη, γιατί θέλανε τότε να το κάνουν Οκτατάξιο το Γυμνάσιο, λέγαμε πρώτη-δευτέρα μέχρι εβδόμη-ογδόη. Έτσι το λέγαμε, εβδόμη-ογδόη. Αλλά πήγαμε λίγο καιρό και μετά άλλαξε πάλι ο νόμος και μας ξαναγυρίσανε στο Δημοτικό. Και έβγαλα την πέμπτη και την έκτη, την έβγαλα πια στο 4ο το Γυμνάσιο. Από κάτω που ήτανε στο παρθεναγωγείο. Ήταν τότε κάτω το Δημοτικό και πάνω το Γυμνάσιο. Ύστερα το αλλάξανε, ήτανε πάνω το Γυμνάσιο και κάτω το Δημοτικό. Όχι, αντίθετα τα λέω, κάτω το Γυμνάσιο και πάνω το Δημοτικό. Πρώτα ήταν πάνω το Γυμνάσιο και κάτω το Δημοτικό. Και μετά, στα χρόνια μας μέσα, στην εβδόμη-ογδόη μας αλλάξαμε και μας κατέβασαν εμάς κάτω και ανέβασαν τα μικρά τα παιδάκια επάνω.
Ενότητα 2
Αναμνήσεις από την περίοδο της Κατοχής: Οι συνθήκες διαβίωσης, τα συσσίτια και η σχολική εκπαίδευση
00:08:59 - 00:22:58
Τότε ήτανε... Μου είπε ο γιος σας ότι διέκοπταν το μάθημα ή, τέλος πάντων, την ώρα του σχολείου ακουγόταν σειρήνες.
Αυτό δεν το θυμάμαι για την ώρα του σχολείου. Θυμάμαι όταν ήμαστε στο σπίτι απ’ έξω και παίζαμε. Βγάζαμε τα παιχνιδάκια μας, ό,τι είχαμε εκεί, κατσαρολικά, κούκλες και τέτοια. Είχε ένας κάτι σκαλοπάτια σε άλλο σπίτι διπλανό που το χτυπούσε και ήλιος και παίζαμε εκεί και κάναμε τα σπιτάκια που λέγαμε, ό,τι τα λέγαμε, και ξαφνικά παίζανε οι σειρήνες. Όποτε τα αφήναμε όλα και φεύγαμε. Η αδερφή μου η μικρή, η Κυριακή, ήταν πολύ φοβητσιάρα και ευαίσθητη, την τραβούσαμε άλλος από τη μια, άλλος κράταγε το χέρι και τρέχαμε μέσα και πολλές φορές αφήναμε και τα παιχνιδάκια. Είχαμε κάτι πολύ ωραία κατσαρολικά από μπρούτζο και τα χάσαμε, τα πήρανε άλλα παιδιά. Τα χάσαμε. Και μέσα στο σπίτι μας είχαμε ένα υπόγειο κ[00:10:00]αι το είχαν διαμορφώσει σαν καταφύγιο, αλλά που δεν ήταν καταφύγιο. Δεν έχει ούτε τσιμέντα, ούτε τίποτα από πάνω. Κεραμίδια ήταν. Απλώς λέγαν οι γονείς μου: «Τουλάχιστον να μην πέσει κανένα βλήμα και μας χτυπήσει». Οπότε είχαν καθαρίσει, είχανε βάλει κουρελούδες κάτω και μαζευόταν όλοι εκεί και μαζευόταν και η γειτονιά. Εν τω μεταξύ, ο νονός μου φώναζε: «Θα κάψετε τη γειτονιά, δεν είναι καταφύγιο αυτό. Τι θέλετε και τους μαζεύετε;». Λέει: «Δεν τους μαζεύουμε, έρχονταν μόνες τους. Δεν είναι καταφύγιο ασφαλισμένο».
Ήσασταν το μοναδικό σπίτι που είχατε υπόγειο;
Εμείς είχαμε. Κι άλλες είχανε υπόγεια, αλλά οι άλλες το θεωρούσαν, νόμιζαν ότι θα τους έσωζε αυτό. Και εκεί πέρα, βέβαια, κάνανε προσευχές, παρακλήσεις και τέτοια. Και παρακαλούσαν τον Θεό να τους βοηθήσει. Στην αρχή το θεωρούσαν αστείο όταν περνούσαν τα αεροπλάνα –ήταν των Ιταλών– περνούσαν και φεύγανε. Είχανε και κάτι κάνει, κάτι χαρακώματα πάνω εκεί προς το 2ο το σχολείο, μπροστά από το δασάκι. Αλλά δεν κρυβόταν μέσα, καθότανε και βλέπανε τα αεροπλάνα και χάζευαν. «Α! Να τούτο περνάει, να εκείνο περνάει». Άλλα, βέβαια, αυτό ήταν επικίνδυνο, αν έριχναν. Όταν, όμως, έφυγαν οι Ιταλοί –σταμάτησαν– και ήρθανε οι Γερμανοί, περνούσαν κάτι Stukas φοβερά και με δύναμη και πολύ κοντά, πολύ χαμηλά! Ο κόσμος τρελάθηκε. Τότε κρυβότανε. Δίπλα μια γειτόνισσα φώναζε τον άντρα της: «Κορνήλιε, Κορνήλιε, κρύψου, κρύψου, θα κάψεις όλη τη γειτονιά», γιατί έβγαινε να δει εκείνος τι γίνεται. Και αυτά. Ναι.
Τότε τι τρώγατε στο σχολείο, θυμάστε το κολατσιό σας;
Εγώ να σου πω δεν θυμάμαι αν έπαιρνα κάτι, τι μου έδιναν. Αλλά έβλεπα τα κυδώνια που είχανε τα παιδάκια. Παίρνανε κυδώνια και επειδή τα κυδώνια είναι πολύ σκληρά και δεν μασιούνται εύκολα, όπως ήταν ολόκληρα με τα φλούδια τα χτυπούσαν στις γωνίες επάνω του κτιρίου και όλες οι γωνίες ήταν καφέ. «Ντακ, ντουκ» τα χτυπούσαν για να γίνουν έτσι λίγο αφράτα και να μπορέσουνε να τα μασήσουν. Εγώ δεν θυμάμαι τι μου δίνανε. Καθόλου.
Τότε γενικά υπήρχε πείνα. Την περίοδο…
Ε, όταν άρχισε το ‘41. Πρώτα ήταν καλά, είχαμε.
Σας βοηθούσανε; Υπήρχαν συσσίτια γενικά στην πόλη, θυμάστε;
Ναι, στην αρχή υπέφερε πολύ ο κόσμος. Σας είπα ότι ο νονός μου ήταν σε αυτόν τον σύλλογο, την «Ευσέβεια», και πρώτοι σκέφτηκαν εκείνοι να κάνουν κάτι, να βοηθήσουν τα παιδιά της γειτονιάς που υπέφεραν, από πάνω που ήτανε. Και άλλα παιδάκια. Κάθε οικογένεια είχε τέσσερα, εμείς πέντε, άλλα τρία. Πολλά παιδάκια μαζευόταν και δεν είχαν να φάνε τίποτα. Και πώς βρέθηκε τώρα ένας εκεί, κουκιά, δεν ξέρω από πού βρέθηκε και ποιος το έδωσε και αρχίσανε τα κουκιά να μαγειρεύουν. Δεν είχαν τίποτα άλλο. Ευτυχώς, υπήρχε το λάδι και ελιές. Ελιές εμείς στο σπίτι θυμάμαι είχαμε μια μεγάλη κάσα σαν μπαούλο, πιο μεγάλη, γεμάτη πάστες ελιές. Και κάθε μέρα θα μάζευε μια κούπα ολόκληρη και τρώγαμε αυτά. Τρώγαμε τις ελιές. Ψωμί πού να βρεθεί;
Άρα το καθημερινό σας γεύμα ποιο ήταν, ελιές και;
Ελιές, κανένα χορταράκι από το βουνό. Αν μας φέρνανε, που μας θυμότανε η αλήθεια πάρα πολύ οι Σκαλοχωρίτες, πολύ τον είχαν αγαπήσει τον πατέρα μου και τη μητέρα μου γιατί είχε κάνει πολύ καλό έργο εκεί πέρα. Τέλειωσε το σχολείο, έκανε εκδηλώσεις, όλα όλα αυτά, και είχε πολύ καλούς φίλους και πότε πότε φέρνανε κανένα ψωμί, κανένα όσπριο, αλλά σπάνια. Και ύστερα –αλλά δεν σας τελείωσα πρώτα το συσσίτιο να σας τα πω. Είναι ωραίο αυτό το συσσίτιο. Γιατί μαζεύανε τα παιδάκια, τα ειδοποιούσαν, τώρα πώς αυτό; Το ένα με το άλλο ερχότανε. Στην αρχή ήτανε λίγα. Τα βάζαν εκεί στο κάτω το δωμάτιο, είχαν ένα τραπέζι και για να μεγαλώσει βάζανε μια μεγάλη τάβλα από πάνω και καθόταν τα παιδάκια και τρώγανε με λαδάκι μπόλικο. Φέρνανε μαζί τους και λίγη ρίγανη. Το κάθε ένα παιδάκι, μέσα σε ένα χαρτάκι, βαστούσε λίγη ρίγανη και κάθε μέρα κουκιά, κάθε μέρα κουκιά, ήθελαν λίγο να τα νοστιμίσουν. Επειδή ήταν πολλά, στεκόταν απ’ έξω στον δρόμο μέχρι την άλλη γωνία, ένα-ένα-ένα στη σειρά σχημάτιζαν τη γραμμή και πηγαίνανε δέκα-δέκα, δεκαπέντε, όσα χωρούσαν στο τραπέζι. Τρώγανε αυτά και ύστερα τα αλλά. Η νονά μου η συγχωρεμένη μαγείρευε, είχε μια μεγάλη κατσαρόλα γιατί και εμείς ήμαστε πολλά άτομα, εννιά-δέκα άτομα και τότε δεν μαγειρεύαμε δύο φορές τη μέρα, μόνο το μεσημέρι. Είχε μεγάλες κατσαρόλες και μαγείρευε και τρώγανε τα παιδάκια. Εάν βρισκόταν κανένα ψαράκι... γιατί τότε η αλήθεια ήταν ότι ο Θεός είχε βοηθήσει. Πάρα πολλά ψάρια, πάρα πολλά όστρακα, χτένια. Τα φέρνανε από την Καλλονή με τους αραμπάδες. Γεμάτα! Και ελιές, βέβαια, και λάδι πάρα πολύ. Είχε χιονίσει. Ήταν πολύ, ας πούμε, η χρονιά ήταν πολύ εύ[00:15:00]φορη. Και τρώγαν τα παιδάκια. Και μετά αρχίσανε και λίγα άλλα φαγητά. Βοηθούσαν και όσοι μπορούσαν. Μάλιστα, είχαν πει από τη «Ζωή»: «Όσοι έχετε και τρώτε ένα φαγητό, μία κουταλιά από το κάθε πιάτο θα βγάζετε θα δημιουργείται μία άλλη μερίδα να τη δίνετε σε μια οικογένεια που δεν έχει καθόλου». Και αυτό συνέβαινε όχι μόνο το ‘41, μέχρι τέλος της δεκαετίας του ‘40. Ερχόταν σ’ εμάς τουλάχιστον, το θυμάμαι καλά, ένα παιδάκι μιας οικογένειας από τον συνοικισμό και έπαιρνε κάθε μέρα μια μερίδα φαγητό. Του δίναμε. Και αυτό το κάνανε και άλλες οικογένειες, όσες είχανε βέβαια κάτι, γιατί αν δεν είχανε πώς θα δώσουνε; Αφού ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Ε, από το μοναστήρι του Λειμώνος –που ήμασταν φίλοι με τον ηγούμενο τον Διονύσιο– μας έδωσαν ένα κατσικάκι και το μεγάλωσαν, το έκαναν κατσίκα. Μετά δύο-τρεις. Τρεις κατσίκες είχαμε. Ε, βέβαια, αυτό πέρασε το '41 σιγά σιγά για να γίνει αυτό, αλλά πάλι, ακόμη δεν είχαμε, πεινούσαμε. Και επειδή τις κλέβανε πάρα πολύ, μας είχε δώσει μια διπλανή γειτόνισσα ένα κουβερτάκι από το οικόπεδό της και είχαμε κάνει μια πρόχειρη παράγκα. Τη μέρα τις είχαμε εκεί, αλλά τη νύχτα της παίρναμε μέσα στο πλυσταριό γιατί αλλιώς θα τις κλέβανε. Και κάθε πρωί τις βγάζαμε και τις πλέναμε. Τώρα εκεί καταλαβαίνεις τι γινόταν όλη τη νύχτα. Αλλά είχαμε το γάλα μας, τυράκια έκανε η μαμά μου, είχαμε τις κοτούλες με τα αυγά. Κάπως δηλαδή καλύτερα περνούσαμε. Και μετά, λοιπόν, όταν έκαναν και τα άλλα τα συσσίτια ο δήμος, ίσως και η Μητρόπολη μαζί, δεν ξέρω, αλλά σε όλα τα σχολεία γίνανε συσσίτια. Τα βοήθησε και ο Ερυθρός Σταυρός, η Ο.Υ.Ν.Ρ.Α που έλεγαν τότε, και έγιναν σε όλα τα σχολεία συσσίτια. Κατέβηκε και της «Ευσέβειας» στο 8ο το σχολείο. Ήταν κυρίες που πήγαιναν και μαγείρευαν χωρίς να πληρώνονται, αμισθί. Και έχει κάτω από το 8ο το σχολείο, έχει ένα –τώρα δεν ξέρω αν υπάρχει– ένα υπόγειο που ήτανε κανονικό μαγειρείο. Είχε τα πάντα δηλαδή και μαγειρεύανε με ξύλα, βέβαια, κλαδιά και τέτοια. Αλλά όταν ήταν να τηγανίσουν, πού να τηγανίσουν τώρα τόσα ψάρια, τα μικρά μικρά, σαρδελίτσες και τέτοια που βρίσκανε; Μαζευόταν όλες οι κυρίες, καθόταν στο πίσω μέρος, μια αυλή που ήτανε. Είχε σκιά και ήταν και τσιμέντο. Και έβαζαν τις προστιές τους, τα τηγάνια τους και καθότανε και τηγάνιζαν τα ψαράκια τέσσερις-πέντε γυναίκες. Μαζί τα ετοίμαζαν και τα δίνανε ύστερα στα παιδιά που ήταν μέσα στο σχολείο, τρώγανε. Και κάνανε και πολύ ωραίες γιορτούλες. Η μαμά μου ήταν δασκάλα, και άλλες δασκάλες τους μάθαιναν ποιηματάκια, τραγούδια, σκετς ωραία.
Τι σκετς κάνανε τότε; Ήσασταν, είχατε πάρει μέρος; Θυμάστε κάποιο;
Εγώ ποιήματα συνήθως, λέγαμε θρησκευτικά ποιήματα. Ανάλογα με τις γιορτές. Τα Χριστούγεννα, χριστουγεννιάτικα. Διαμέσως, 25η Μαρτίου αυτά τα πατριωτικά και τέτοια. Και μαζευόταν πάρα πολύς κόσμος. Δεν είχε τότε και άλλες διασκεδάσεις και άλλες ψυχαγωγίες. Τους άρεσαν πολύ. Κάναμε και εκδρομούλες μετά.
Για τι ηλικία τώρα μου περιγράφετε; Για ποια χρονολογία μιλάμε;
Αυτά είναι το ‘45, το ‘44. Μέσα στην Κατοχή.
Ας πούμε τότε εκδρομές πού κάνατε;
Με τα πόδια πηγαίναμε, βέβαια, σε κοντινά μέρη.
Δηλαδή; Για πείτε μου.
Στην... Πάνω από την Ακαδημία που είναι ο Άγιος Σπυρίδωνας; Εκεί. Καθόμαστε όλη την ημέρα εκεί. Είχε νερό δίπλα, είχε πηγούλα. Είχαμε, θυμάμαι μια φορά συγκεκριμένα που είχαμε πάρει το καζάνι του συσσιτίου και πήρανε όλες οι γυναίκες από λίγες φασολίτσες η καθεμία, σ’ ένα σακουλάκι τις βάλανε, πήρανε κλαδιά, τα βράσανε και φάγαμε το μεσημέρι φασολάδα. Είχανε και τις ελίτσες τους και αυτά, και ήταν όλο κυρίες και κοπέλες, δεν ήταν τότε άντρες. Άλλες εκδρομές ήταν οικογενειακές. Πηγαίνανε με τις οικογένειες. Στην Κράτηγο, στου Ρουσέλλη τα τσάμια, στον Καλαμιάρη. Όλα αυτά με τα πόδια πηγαίναμε και γυρίζαμε. Α! Να σας πω και στη Μόρια που πηγαίναμε για να πάρουμε λαχανικά τότε. Οι Μοριανοί είχαν πλουτίσει γιατί πριν γυρίζανε με τα γαϊδουράκια τους στη Μυτιλήνη και πουλούσαν – του[00:20:00]ς λέγανε «Κανταρέλλια» γιατί ζύγιζαν με το καντάρι. Αλλά τότε πηγαίναμε εμείς, όλος ο κόσμος έτρεχε μήπως μπορέσει και πάρει κάτι. Και τι να πάρει; Παίρνανε και οι Γερμανοί, βέβαια, και δεν άφηναν τίποτα. Εμείς, λαχταρούσε η νονά μου, θυμάμαι, η συγχωρεμένη λαχανοφυλλάδες, αυτά που πετούν, και είχε πάρει και ζώνες πολλές να τις δέσει στη μέση της για να τις κρεμάσει. Αλλά καθόμασταν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ουρές ο κόσμος. Τίποτα, εμείς παιδιά ήμασταν, παίζαμε, γυρίζαμε εδώ, εκεί. Όλα τα παιδάκια περιμέναμε, περιμέναμε. Θυμάμαι που έλεγε η νονά μου: «Κρίμα που πήρα και ζώνη να το βάλω, τίποτα δεν πήραμε!». Και έπρεπε να γυρίσουμε νωρίς γιατί εκεί στον Καρά Τεπέ ήταν οι Γερμανοί και κλείνανε μετά.
Τι κλείνανε;
Τον δρόμο. Δεν αφήνανε. Βάζανε κάτι ειδικές πόρτες που τις είχανε καμωμένες με σύρματα αγκαθωτά και με ξύλα και με τέτοια και έφραζαν τον δρόμο. Και άμα έμενες εκεί, πού θα κοιμόσουνα μετά, που θα περνούσες; Και τρέχαμε γρήγορα γρήγορα να περάσουμε, να προλάβουμε πριν κλείσουν τις πόρτες.
Τι ώρα κλείνουν οι πόρτες, θυμάστε;
Ε, πριν σκοτεινιάσει. Πριν σκοτεινιάσει, ναι.
Να μου πείτε λίγο για τα χρόνια του Γυμνασίου; Αρχικά μου είπατε εκεί που πήγατε ήτανε μόνο θηλέων.
Ναι, μόνο θηλέων. Βέβαια. Καλά μέχρι τα χρόνια της κόρης μου ήταν θηλέων. Ύστερα έγινε το…
Εκεί πόσες μαθήτριες ήσασταν;
Όταν πήγα... Την πρώτη φορά που πήγα στο Οκταθέσιο Γυμνάσιο –πώς το λένε;– δηλαδή πρώτη μέχρι όγδοη ήτανε. Τότε θυμάμαι εγώ που είχα –Σ, Σαλβαρά–, είχα 120 αριθμό. Σκέψου δηλαδή πόσες ήμασταν πίσω από μένα.
Πόσες τάξεις;
Μια μεγάλη αίθουσα, πελώρια που ήτανε γεμάτη. Τρία-τρία παιδιά σε κάθε θρανίο, το ένα το θρανίο δίπλα στο άλλο. Δηλαδή, θα ήμασταν μέχρι τουλάχιστον 140, αλλά φύγαμε μετά.
Αυτό ήταν ένα τμήμα;
Ε, δεν είχαμε τμήματα τότε. Μια τάξη ήταν.
Μια τάξη 140 άτομα;
Ναι. Και όμως, ήμαστε ήσυχες, ούτε φασαρία κάναμε ούτε τίποτα. Θυμάμαι έμπαινε η μαντάμ Καρούλη την έλεγαν, η γαλλικού, και μας έκανε μάθημα και μας έβαζε μια-μια πάνω στην έδρα και λέγαμε: «Je m’ apelle Θεανώ Σαλβαρά» και κάτι τέτοια. Kαι παρακολουθούσαν όλα τα παιδιά. Δεν ήταν έτσι. Και Οικοκυρικά μας έκαναν και απ’ όλα. Αλλά φύγαμε ύστερα, μας διώξανε πίσω. Και εγώ πήγα τότε στο 4ο που ήταν από κάτω, με πήγε ο πατέρας μου. Δεν πήγα πια στο 5ο. Εκεί πέρασα δύο χρόνια. Και μετά ξανάδωσα εξετάσεις και πήγα στο Γυμνάσιο.
Ενότητα 3
Φοιτήτρια στην Αθήνα: Η Οδοντιατρική Σχολή, η διαμονή στο οικοτροφείο και τα μαθήματα
00:22:58 - 00:34:08
Από το σχολείο αυτό τώρα τα κορίτσια προχώραγαν; Γιατί εσείς προχωρήσατε σε Ανώτατη Εκπαίδευση.
Ε, λίγα. Λίγα. Τότε που τελείωσα εγώ το ‘52 έχει αρχίσει εδώ η Ακαδημία, λίγο πιο μπροστά νομίζω, έναν χρόνο; Δεν θυμάμαι. Και οι πιο πολλές μαθήτριες –80 τελειώσαμε– πήγανε και έγιναν δασκάλες. Βρίσκανε τότε και δουλειά. Άλλες διορίστηκαν τότε στο δικαστήριο, άλλες τράπεζα, εδώ εκεί. Όλες σχεδόν τακτοποιήθηκαν καλά, και δασκάλες. Από εμάς στην Αθήνα, στο πανεπιστήμιο τότε εγώ πήγα και μία μου φαίνεται πως σπούδασε έξω στο εξωτερικό, στο Παρίσι; Ήτανε πλούσια, αρχοντική οικογένεια. Καμία άλλη δεν σπούδασε. Κάτι νοσηλεύτριες, κάτι τέτοια. Λίγο. Ναι. Τότε Οδοντιατρική είχε μόνο Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Είχε τότε Θεσσαλονίκη; Δεν θυμάμαι. Έπρεπε να δώσεις σε κάθε σχολή ξεχωριστά. Δεν ήταν τότε Πανελλήνιες. Δηλαδή, ήθελες Ιατρική; Θα δώσεις ιατρική. Πολλά παιδιά τότε δίνανε Ιατρική, Οδοντιατρική και τρέχανε και στη Θεσσαλονίκη και ξανά δίνανε Ιατρική. Όπου μπούνε. Εγώ έδωσα μόνο Ιατρική και Οδοντιατρική στην Αθήνα. Δεν έδωσα πουθενά αλλού.
Εσείς το επιλέξατε;
Ε, το επέλεξα γιατί ο πατέρας μου ήθελε να δώσω και εγώ Ακαδημία. Ετοιμαζόμουν να δώσω Ακαδημία. Ο πατέρας μου… πρώτη κόρη «Nα σε σπουδάσω, να πας κάτι καλύτερο από δασκάλα». «Ε, πού να πάω, πού να πάω;». Λέω: «Ιατρική είναι πολλά χρόνια πάλι. Άντε, ας πάω Οδοντιατρική». Έτσι πήγα. Όχι πως είχα κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και τη δεύτερη, και την Αθηνά, έτσι. «Τι να πάω, τ[00:25:00]ι να πάω;». Εκείνη ήταν καλή στα μαθηματικά, φυσικομαθηματική. Έδωσε Φυσικομαθηματική και πέρασε Φυσική. Δεν την άφησε ο πατέρας μου να πάει. «Όχι, δεν θέλω», λέει, «πάλι καθηγήτρια. Θέλω να γίνεις ελεύθερο επάγγελμα». Ε, και ξαναέδωσε πάλι την άλλη χρονιά και πήγε Φαρμακευτική. Η τρίτη... Λέει: «Τρεις-τρεις στην Αθήνα δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα. Θα πας εδώ δασκάλα». Αλλά μία καθηγήτριά της, η κυρία Μουτζούρη –Καμπάνη ήταν το πατρικό της– λέει: «Κρίμα το κορίτσι που είναι τόσο καλή στα Φιλολογικά». Και ήταν πάρα πολύ καλή. Συντακτικό, φιλολογία, τέτοια, πάρα πολύ καλή. «Κρίμα να μην πάει στην Αθήνα». «Άντε, ας πάει και αυτή». Και πήγε. Χωρίς να κάνει ούτε μία μέρα φροντιστήριο, τίποτα. Έδωσε και βγήκε από τις πρώτες. Δεύτερη, τρίτη;
Φιλόλογος;
Φιλόλογος. Πολύ καλή.
Και ο αδερφός σας σπούδασε.
Ε, ναι. Μετά, όταν τελείωσα εγώ πια, τελείωνε και η αδερφή μου –γιατί έχουμε πέντε χρόνια διαφορά από τον αδερφό μου– έδωσε και εκείνος και πέτυχε Ιατρική.
Το ότι σπουδάσατε και τα τέσσερα παιδιά ήταν επιλογή δικιά σας πιο πολύ ή του πατέρα που πιέζεσαι ότι «Να έχουν μια καλύτερη μοίρα»;
Δεν πίεζε ο πατέρας, απλώς ήθελε να πει να μη γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι. Ήθελε να γίνουμε κάτι άλλο. Όχι πως πίεζε. Και μελετούσαμε και εμείς, δεν χαζεύαμε. Στην Αθήνα, τότε που πήγα στο οικοτροφείο, ήταν κάτι φοιτήτριες που ήτανε... Τι να σου πω; Δέκα χρόνια φοιτήτριες. Δεν διαβάζανε, χάζευαν και δεν τελειώνανε εύκολα.
Εσείς τώρα πείτε μου, μου πετάξατε ένα οικοτροφείο. Για πείτε, πήγατε και μείνατε στο οικοτροφείο;
Ναι, ναι, ναι. Εγώ πήγα και έναν μήνα πιο μπροστά, τον Αύγουστο, και έκανα φροντιστήριο και μετά έδωσα και το πέτυχα. Και ξαναπήγα πάλι. Εκεί στο οικοτροφείο ήτανε κάπου εξήντα φοιτήτριες και είχε και άλλο ένα παράρτημα στο Φάληρο, στο Νέο Φάληρο, που ζούσαν και άλλες τριάντα.
Το δικό σας πού ήτανε;
Εμάς ήτανε Πειραιώς 27. Στην οδό Πειραιώς, πολύ κοντά στην Ομόνοια ήτανε.
Και πώς ήτανε η ζωή στο οικοτροφείο;
Πολύ καλά, εγώ πάρα πολύ ευχαριστημένη ήμουνα. Είχε περιορισμούς βέβαια, αλλά και από δω δεν είχαμε ελευθερία μεγάλη. Ήταν τότε τα χρόνια, ξέρεις, τα κορίτσια ειδικά τα περιορίζανε πολύ. Εμάς που ήτανε και έτσι πιο της θρησκείας ούτε μανικάκια κοντά μας αφήνανε. Το μανίκι έπρεπε να είναι λίγο πιο πάνω από τον αγκώνα. Έτσι ζούσαν μια ζωή πολύ οικογενειακή και πολύ κλειστή. Να βγούμε την Κυριακή μαζί με τους γονείς μας βόλτα, να καθίσουμε κάπου. Δεν μας άφηναν να γυρίζουμε βόλτες μοναχές μας και τέτοια. Και εκεί ήτανε…έπρεπε να μαζευτούμε κατά τις 21:00. Τρώγαμε όλοι μαζί, όλες μαζί οι κοπέλες. Οπότε έπρεπε να ήμασταν μέσα, εκτός αν είχαμε κάτι. Γιατί εμείς είχαμε, η αλήθεια είναι, κάτι μαθήματα νύχτα. Ήταν ένας, Αλιβιζάτος λεγότανε, της Υγιεινής, που είχε τη συνήθεια να κάνει και τα μαθήματά του και τις εξετάσεις του κι όλα τη νύχτα. Οπότε γυρίζαμε αργά, 22:00, αλλά δεν λέγαν τίποτα γι’ αυτό. Αλλά, γενικά, δεν γυρίζαμε και ούτε μπορούσαμε να πάμε κινηματογράφο. Δεν πηγαίναμε. Μόνο στο Εθνικό Θέατρο, όταν είχε κανένα έργο έτσι κλασικό, καλό, τον «Βασιλιά Ληρ», μας επιτρέπουν να πάμε. Ειδάλλως όχι.
Άρα σας κρίνανε για το πού θα πάτε, δηλαδή δεν είχατε την ελευθερία να πάτε οπουδήποτε.
Όχι, δεν είχαμε την ελευθερία. Αλλά τι να κάνουμε; Και για να πάμε ας πούμε σ’ έναν συγγενή θα περνάμε άδεια. «Θέλουμε να πάμε εκεί». Αφού στο οικοτροφείο δεν κάναμε... να μπαίνει να βγαίνει ο καθένας. Όχι. Ύστερα, επειδή ήταν και θρησκευτικό, αναλαμβάνουμε και κατηχητικά. Εγώ πήγαινα στο Χαϊδάρι και έκανα κατηχητικό σε μια εκκλησία, Αγία Παρασκευή τη λέγανε, στο δάσος Χαϊδαρίου. Άλλες σε άλλες εκκλησίες, άλλες κάνανε ομάδες παιδιών. Κάθε Κυριακή απόγευμα πηγαίναμε σε κύκλο μελέτης της Αγίας Γραφής, που μας την έκανε άλλη κυρία, μεγάλη. Ζούσαμε μια θρησκευτική ζωή. Σε εκκλησία κάθε Κυριακή. Αυτά. Ωραία περνούσαμε δεν ήταν άσχημα. Κάναμε και γιορτές εκεί μέσα. Μας πήγαιναν εκδρομές το Πάσχα, πολλές φορές είχαμε πάει. Μια φορά είχαμε πάει στη Μακεδονία, στη Θεσσαλονίκη, όλα αυτά. Άλλη φορά στα Γιάννενα. Σε διάφορα μέρη. Στον Άγιο Νεκτάριο, στην Αίγινα. Πηγαίναμε. Καλά ήτανε.
Όταν[00:30:00] πέρασαν οι αδερφές σας και ήρθανε Αθήνα, μείνανε στο ίδιο;
Η μία έμεινε μαζί και την άλλη την έστειλαν κάτω στο Φάληρο. Δεν θέλανε να είναι πολύ έτσι κολλητές, ας πούμε. Θέλανε να είναι με όλα τα παιδιά να έχουμε σχέσεις, να μην κάνουμε σαν να πούμε φατρίες.
Ωραία, εσείς μένετε Πειραιώς και το πανεπιστήμιό σας πού ήτανε;
Πειραιώς 27. Η σχολή μας ήτανε κοντά, πολύ κοντά, Χαλκοκονδύλη ήτανε. Μία πάροδος της 3ηςΣεπτεμβρίου. Αλλά στη σχολή πηγαίναμε μόνο τον τελευταίο χρόνο, τελευταία δύο χρόνια κάναμε κλινικές, εργαστήρια και τέτοια. Τα μαθήματα τα άλλα ήτανε πάνω στο Γουδί, εκεί που ήτανε ο Άγιος Θωμάς. Ξέρετε, ακριβώς απέναντι από τον Άγιο Θωμά ήτανε το ανατομείο.
Στην πλατεία;
Απέναντι ήταν το ανατομείο. Εκεί κάναμε τον πρώτο χρόνο Ανατομική. Λίγο πιο πέρα ήταν η Φυσιολογία. Ήτανε πάρα πέρα το «Νοσοκομείο Παίδων» και το «Αγλαΐα». Αυτά πάλι, από την άλλη πλευρά αν έβγαινες, ήταν πολύ κοντά η πλατεία Αμπελοκήπων. Μπορούσες δηλαδή να πας με δύο τρόπους: ή να πας στο Γουδί και να πάρεις επάνω εκεί το λεωφορείο ή να πάρεις πάλι το λεωφορείο και να βγεις στο Αμπελόκηπων και να περπατήσεις λίγο. Τότε ήταν κάτι ρέματα, κάτι χωματόδρομοι και τέτοια. Δεν ήτανε ακόμη... ούτε Μεσογείων, ούτε αυτά. Το '53, '54, '55, εκεί. Πηγαίναμε και στη Συγγρού. Τελευταία χρόνια πηγαίναμε και κάναμε Αφροδισιολογία-Δερματολογία στη Συγγρού. Και αυτό πάλι, κάτι ρέματα περνούσαμε. Ξέρεις πού είναι;
Ναι, ναι. Πώς είναι να είστε τώρα γυναίκα σ’ αυτή τη σχολή; Είχε αρκετές γυναίκες;
Είχε, είχε.
Είχε, ε;
Ναι, ειδικά η Οδοντιατρική είχε.
Δηλαδή, πώς ήτανε η αναλογία;
Πολλές ήταν. Μπορώ να πω και μισές-μισές, μπορεί και παραπάνω.
Α, ήταν τόσο πολλές. Για τι χρονολογία μιλάμε;
Είπαμε, ‘52 τελείωσα το Γυμνάσιο. ‘52 μέχρι ‘57.
Λοιπόν, ωραία, να πάμε τώρα λίγο στα μαθήματα. Α, τι χρειαζόταν για την πρακτική σας; Τι έπρεπε να κάνετε για να πάρετε πτυχίο;
Μέσα στη σχολή κάναμε πρακτική. Δεν είχαμε ιδιαιτέρως.
Ναι, ναι, ναι, ναι.
Κάναμε πρώτα εργαστήρια και για προσθετική. Να μάθουμε δηλαδή για κορώνες, γέφυρες, οδοντοστοιχίες και τέτοια. Τις κάναμε πρώτα εκτός ασθενούς. Και μετά την τελευταία χρόνια –ορθοδοντική κάναμε λίγο, όλα– και μετά είχε κλινικές. Δηλαδή, μια μεγάλη αίθουσα με πολυθρόνες και όλα, τα Unitor και αυτά. Και μπαίναμε με τη σειρά μέσα και φέρναμε δικούς μας όμως ασθενείς. Έπρεπε να βρεις. Αυτό ήταν δύσκολο, ειδικά για τις εξαγωγές. Εγώ τώρα που ήμουνα ξένη και δεν είχα γνωστούς εκεί, πού να βρεις; Όσοι ήταν από κει, φέρνανε τους δικούς τους, γιατί έπρεπε να βγάλεις ορισμένα δόντια, πενήντα ήταν τότε, πόσα; Και μ’ αυτό δυσκολεύτηκα λίγο και καθυστέρησα κιόλας για να τα τελειώσω. Τελικά, βρέθηκε μια γνωστή και έβγαλε μερικά. Έπρεπε να κάνεις όλες τις θεραπείες, τα σφραγίσματα... Όλα αυτά τα κάναμε μέσα. Είχε επιμελητές και βοηθούς και μας βοηθούσαν, μας έδειχναν πώς να τα κάνουμε. Και μετά δίναμε εξετάσεις. Όλα πάλι, και στην εξαγωγή και στις ενέσεις, στελεχιαίες, πώς θα τις κάνουμε όλα, όλα. Σφραγίσματα, όλα, κορώνες, όλα αυτά, και περνάμε το πτυχίο μας.
Ενότητα 4
Η επιστροφή στη Μυτιλήνη, το άνοιγμα του ιατρείου και η γνωριμία με τον σύζυγο
00:34:08 - 00:41:25
Και όταν τελειώσατε, τι κάνετε; Επιστρέψατε;
Όταν τελείωσα, ήρθα εδώ. Ναι.
Ανοίξετε δικό σας ιατρείο; Πώς ήταν η συνέχεια;
Ναι, άνοιξα δικό μου ιατρείο στην οδό Αρίωνος. Πήραμε τα μηχανήματα, όσο μπορούσα, με δόσεις, σιγά σιγά. Και άρχισα.
Τότε η Μυτιλήνη πόσες γυναίκες οδοντιάτρους είχε;
Είχε τέσσερις-πέντε περίπου. Ήτανε η Κανλή, ήτανε η Ψαραδέλλη, μία Παπαδέλλη, μία... πώς τη λέγανε τη Μυρσίνη; Δεν θυμάμαι τώρα.
Δεν πειράζει. Δεν πειράζει. Πείτε μου τώρα, η πιο συχνή επίσκεψη που ερχότανε ο κόσμος να φτιάξει, τι έφτιαχνε; Έκανε σφραγίσματα, έφτιαχνε γέφυρες; Τ[00:35:00]ι έκανε; Τι ήταν τότε την εποχή που ανοίξατε;
Τα πάντα. Λίγο το ένα, λίγο το άλλο. Ό,τι έχει ο καθένας ανάγκη, δεν είχε κάτι συγκεκριμένο.
Είχατε πελατεία;
Ε, σιγά σιγά…
Αποκτήσατε…
Αποκτήσαμε.
Τώρα πείτε μου λίγο τα υλικά και τα εργαλεία, που φαντάζομαι ότι έχουν αλλάξει. Δηλαδή, όταν πρωτοανοίξατε…
Ε, τότε στην αρχή, πρώτα-πρώτα είχαμε βραστήρα για να τα απολυμαίνουμε, δεν είχε τον κλίβανο. Ύστερα ήρθε ο κλίβανος. Βάζαμε στην πρίζα και έβραζε το νερό και ρίχναμε τα εργαλεία μέσα για να τα αποστειρώσουμε. Τι άλλο;
Τα σφραγίσματα;
Τα σφραγίσματα ήτανε μέχρι πρότινος, μέχρι που τελείωσα εγώ, ήταν το αμάλγαμα, που καταργήθηκε τώρα, με υδράργυρο και με ασημί. Αλλά είχε και το λευκό πορσελάνη για τα μπροστά δόντια. Δεν υπήρχαν ακόμα τα συνθετικά. Βγήκαν πολύ πιο ύστερα, αλλά τα έφτασα εγώ αυτά τα συνθετικά.
Αυτά τώρα, από πού τα προμηθευόσασταν τα υλικά;
Από την Αθήνα.
Α, από την Αθήνα.
Ερχότανε και εδώ παραγγελιοδόχοι και τα φέρνανε και εκείνοι. Αλλά παραγγέλναμε κιόλας. Είχε και έναν, Σάκη τον λέγανε, που είχε ένα μικρό μαγαζάκι στην οδό Σαπφούς και πουλούσε πολλά οδοντιατρικά υλικά. Ναι, ο Σάκης. Κλαδογένη ήταν η οδοντίατρος, τώρα το θυμήθηκα. Κλαδογένη. Η άλλη, η Στάσα.
Τι άλλο να πούμε για το επάγγελμα; Θέλετε κάτι να προσθέσετε εσείς κάτι για το επάγγελμα; Που άλλαξε...
Ε, αυτά. Σιγά σιγά αλλάζει οπωσδήποτε. Η επιστήμη προχωρεί, βγαίνουν καινούργια μέσα, καινούργια υλικά.
Δυσκολευτήκατε κάπου κάποια στιγμή πολύ;
Έχει δυσκολίες κάθε επάγγελμα. Έχει και δύσκολες εξαγωγές, δύσκολοι πελάτες και όλα πολλά και διάφορα. Ε, κακοπληρωτές.
Για να δω αν έχω σημειώσει κάτι άλλο για να σας πω. Α, να πούμε και για το... εκεί γνωρίσατε και τον σύζυγό σας, έτσι;
Ήτανε κοντά η εφορία τότε και ερχόταν πολύ από την εφορία. Και ήτανε νέος κιόλας, δεν είχε... Έκανε καθάρισμα, κανένα σφραγισματάκι, και με γνώρισε. Αλλά δεν είπε τίποτα. Πήγε στο... είχαμε έναν συγγενή μέσα στην εφορία, ένα συνάδελφο και το είπε σε εκείνον να το πει στον πατέρα μου. Αλλά εκείνος είπε: «Άντε τώρα που θα πάρει η Θεανώ εφοριακό», γιατί τότε μετατίθενται οι εφοριακοί, «να τρέχει να σηκώνει το ιατρείο της, να τρέχει από τη μία και από την άλλη, δεν είναι εύκολο. Άσ’ το, μην το συζητάτε». Αλλά πώς ήρθαν τα πράγματα έτσι; Ήρθε μια φίλη μου που ήμασταν πολύ κολλητές, που είχε γίνει δασκάλα και αυτή –στο Γυμνάσιο ήμαστε φίλες, ύστερα είχαμε χαθεί. Ήρθε έτσι και μιλούσαμε, και έμενε στο ίδιο σπίτι πού έμενε... Όταν πήγαινε στο Γυμνάσιο έμενε σ’ ένα σπίτι μιας κυρίας που δεν είχε παντρευτεί και έκανε αυτή τη δουλειά. Έβαζε ενοικιαστές μέσα στο ίδιο το σπίτι, οικότροφους, σαν οικότροφους. Αλλά όχι να τρώνε, απλώς να έχουν το δωμάτιό τους. Και μετά έβαλε εφοριακούς. Είχε βάλει εφοριακούς, ήτανε και ο ένας ο Μιχάλης, ο σύζυγος. Πώς το είπα εγώ, δεν θυμάμαι τώρα πώς έγινε. Και λέει: «Αυτό το παιδί είναι πολύ καλό», μου λέει η Κρινάνθη –Κρινάνθη την έλεγαν, Θεός σχωρέσ’ τη, τη γυναίκα. «Είναι πολύ καλό παιδί, γιατί δεν το πήρες; Και πλούσιος, έχει κτήματα». Ε, το είπα και εγώ στον πατέρα μου και πήγε εκείνος με έναν άλλον φίλο του και του το είπε ότι μου έκανε την πρόταση και έγινε.
Ωραία.
Δεν είχαμε δηλαδή ιδιαίτερες σχέσεις.
Δηλαδή από ένα σφράγισμα τον γνωρίσατε;
Από καθάρισμα, καθάρισμα.
Καθάρισμα.
Γιατί τα δόντια του ήταν γερά, αλλά είχε πρόβλημα με τα ούλα του και τα καθάριζε τακτικά. Και εκείνος το θέλησε, γιατί και εκεί στην Ιεράπετρα τον ζητούσαν. Και μια γιατρός και μια οδοντίατρος. Και ο πατέρας του επέμενε: «Άντε να παντρευτείς, άντε να παντρευτείς!». Εκείνος ήρθε εδώ. Τώρα, έπεσα εγώ! Δόξα τω Θεώ, πολύ καλά περάσαμε, πολύ ωραία τα χρόνια μας. Δεν είχαμε ούτε καυγάδες, ούτε φασαρίες, ούτε τίποτα. Συμφωνούσαμε πολύ σε όλα.
Ωραιότατα! Ωραία. Θέλουμε κάτι άλλο να προσθέσουμε;
Εσύ θα μου πεις.
Ε, νομίζω τα είπαμε. Λοιπόν, ευχαριστώ πολύ.
Ευχαριστημένη είσαι γι’ αυτά;
Ναι, ναι. Εκπληκτικά! Για πείτε μου για τα δόντια.
Πρέπει να... Βρίσκαμε δόντια,[00:40:00] άλλα να τα κόβουμε στη μέση για να βλέπουμε μέσα τον πολφικό θάλαμο, όλα αυτά. Τα κάναμε δήθεν θεραπεία σε ξένα δόντια, σε ψεύτικα. Βάζαμε γύψο και το κάναμε σαν οδοντοστοιχία. Και πάνω εκεί εργαζόμαστε, κάναμε σφραγίσματα και τέτοια πρώτα, για μετά να αρχίσουμε στους ανθρώπους. Και πηγαίναμε στα νεκροταφεία και μας τα δίναν νεκροθάφτες τα δόντια. Χάλια! Τα περνάμε, τα βάζαμε σε χλωρίνη να τα καθαρίσουμε, να τα ασπρίσουμε και μετά τα τοποθετούσαμε. Άλλος καθηγητής, ας πούμε αυτός που ήτανε για την Οδοντοθεραπεία-Οδοντοπροσθετική έπρεπε να το κόψουμε το δόντι στη μέση να φαίνεται μέσα, να φαίνεται ο πολφός, το κενό αυτό που υπάρχει ανάμεσα και να φαίνεται πώς θα κάνουμε τη θεραπεία και τα λοιπά. Άλλοι πάλι ήθελαν να κάνουμε τα σφραγίσματα. Έπρεπε να κάνουμε άλλο πάλι. Άλλη οδοντοστοιχία γι’ αυτά. Και ζητούσανε αποτυπώματα, ζητούσαν πολλά. Και πού να τα βρούμε τα δόντια;
Στο νεκροταφείο τον πληρώνετε τον νεκροθάφτη;
Βέβαια, τον πληρώναμε.
Πόσο τον πληρώνατε λίγο ή πολύ;
Ε, όχι πολύ, λίγο... Δεν θυμάμαι τώρα πόσα δίναμε. Ορισμένα. Αφού τα μάζευε ο άνθρωπος και μας τα έδινε.
Μια χαρά. Πείτε μου και το άλλο τώρα που θέλετε να μου πείτε για τους Γερμανούς, για τη συσκότιση.
Για τους Γερμανούς, ότι ο πατέρας μου... Ο μόνος που δούλευε τότε ήταν ο πατέρας μου και κάτι άλλοι, λίγοι δάσκαλοι. Γιατί οι υπόλοιποι είχαν σταματήσει. Αλλά εκείνος έτυχε να είναι στο γραφείο το επίθετό του και πήγαινε κάθε μέρα, οπότε μόνο το απόγευμα ήταν ελεύθερος. Και έπαιρνε τις κατσίκες, τις ανέβαζε στο βουνό πάνω...
Τώρα λέτε το ‘41 που ήταν στη Μυτιλήνη;
Που ήταν στη Μυτιλήνη. Και πήγαινε στο βουνό να τις βοσκήσει. Και μας έφερνε και κλαδιά, έκοβε ξύλα. Συνήθως κόβανε οι Γερμανοί, για να πάρουνε τα χοντρά τα ξύλα, και τα άλλα, τα λεπτά τα κλαδιά και τα άλλα τα τέτοια, τα αφήνανε και φορτωνόταν και γύριζε στο σπίτι. Ε, μέχρι που να γυρίσει, νύχτωνε, οπότε έπρεπε να είναι ένας, να είναι συσκότιση. Και μάλιστα, βάζαμε, εκτός από τις κουρτίνες, μπλε χαρτί για να μη φαίνεται καθόλου. Αλλά εμάς ήτανε ένα παραθυράκι μικρό έτσι, ένα μέτρο πάνω από το χώμα και από κει άνοιξε το παράθυρο για να βάλει μέσα τα κλαδιά, να τα πάει στο υπόγειο. Και έρχεται ένας Γερμανός εκείνη την ώρα μαζί μ’ έναν Έλληνα που ήξερε γερμανικά και φώναζε: «Μadame, φως! Μadame, φως». Άγριος. Λέει: «Tώρα, τώρα θα το κλείσουμε το παράθυρο». Προσπαθούσαν να χώσουν γρήγορα γρήγορα τα κλαδιά. Kαι ο Έλληνας έλεγε: «Να τον γράψουν, να τον γράψουν». Αμέσως έτοιμος ήταν να μας γράψει, αφού ο Γερμανός δεν έλεγε τίποτα, εκείνος να μας κάνει κακό. Τέλος πάντων, και για τα χιόνια να πω ότι χιόνισε πάρα πολύ τότε το ‘41, ένα μέτρο το χιόνι. Και είχαμε κάτι κοτούλες και βγαίναμε και χωνόταν μέσα στα χιόνια ολόκληρες! Και ο νονός μου τότε είχε έναν θείο –νομίζω πως ήταν και ο νονός του– που ήταν ολομόναχος ο καημένος και ζούσε κάπου εκεί στις αρχές της οδού Περγάμου ολομόναχος. Ούτε να φάει ούτε τίποτα. Και το θυμάμαι, έβαλε τις μπότες του τις στρατιωτικές, της χωροφυλακής που είχε, ντύθηκε καλά και πήρε κάτι και του πήγε εκεί μέσα στα χιόνια, να του πάει ένα πιάτο φαΐ να φάει, να ζεσταθεί κιόλας.
Ξέρετε τι ξεχάσαμε να πούμε; Στις φυλακές, τις είχατε επισκεφτεί κάποια στιγμή στα παιδικά σας χρόνια, σας είχανε στείλει;
Ναι, στις φυλακές που πηγαίναμε στον πατέρα Διονύσιο.
Για πείτε μου και αυτή την ιστορία.
Από πού να την πω γιατί...
Να μου πείτε αρχικά, ποιος ήταν ο πατέρας Διονύσιος;
Ήταν ηγούμενος και ιεροκήρυκας της Μονής της μητροπόλεως Μηθύμνης και έκανε εκεί πολύ καλό έργο. Βοηθούσε τον κόσμο, κήρυττε. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον είχε για τον κόσμο. Γι’ αυτό νοιάστηκε να κάνει και ένα ορφανοτροφείο, σαν οικοτροφείο. Τέλος πάντων, για φτωχά παιδάκια, ορφανά και τέτοια. Και τα ετοίμασε όλα, συνεννοήθηκε εδώ και με τους δικούς μου. Και επειδή η μητέρα μου τότε είχε πάρει προσωρινή σύνταξη, θέλησε να πάει εκεί σαν διευθύντρια, σαν δασκάλα για να βοηθάει τα παιδάκια και τα λοιπά. Αλλά μόλις ήταν έτοιμα να γίνουν όλα αυτά τον συνέλαβαν. Γιατί [00:45:00]είχε πάει κάποιος Εγγλέζος, τον είχε βρει κάποιος άλλος και τον έδωσε στον πατέρα Διονύσιο να τον κρύψει. Ε, τον έκρυψε πράγματι κάμποσες μέρες. Από κει έφυγε στον Μόλυβο μήπως περάσει απέναντι, κι άλλοι άνθρωποι στη Σκάλα Συκαμιάς μπλέχτηκαν, ένα σωρό. Κάποια στιγμή, όμως, αυτός δεν ξέρω για ποιον λόγο έφυγε από κει, κατέβηκε μόνος του μέσα στη Μυτιλήνη και γύριζε στην αγορά και τον πιάσανε. Δεν ξέρω, δεν ήταν καλά στα μυαλά του, έπινε, τι έκανε; Πάντως, εξαιτίας του πιάστηκαν όλοι οι άνθρωποι. Και πιάστηκε τότε ο ηγούμενος, ο Καλλιγέλλης, άλλος ένας ιερεύς, ο πατήρ Μητσόπουλος του Μολύβου. Τους πήραν στην Γκεστάπο, τους έδειραν πολύ, πάρα πολύ. Τους μαρτύρησαν και τους έριξαν μετά στη φυλακή εκεί στη Λαγκάδα που ήταν οι φύλακες τότε. Ε, και εμείς πηγαίναμε από πάνω, γιατί ήταν το σπίτι μας από τη μεριά αυτή του συνοικισμού. Ανεβαίναμε από πάνω και πηγαίναμε.
Ποιοι ήσασταν εσείς;
Εγώ τότε ήμουνα μικρό κοριτσάκι τότε και όλα τα αδέρφια μου. Αλλά επειδή ήμασταν έτσι πολύ δεμένοι, σαν συγγενής ήμασταν –δεν σας είπα ότι αυτός μας είχε δώσει και το κατσικάκι και αυτά; Τον ξέραμε από πριν. Τον προσέχαμε. Του περνάμε τα ρούχα να τα πλύνουμε, αν μπορούσαμε του φέρναμε και ένα φαγητό, ξέρω ‘γω. Θυμάμαι μια φορά, ο αδερφός μου ήταν μικρούλης τότε, πόσο θα ήταν; Το ‘39 γεννήθηκε, δύο χρονών. Είχαν βρει καλαμπόκι και όπως τα άνοιξε, που έχει αυτά τα μεταξωτά μέσα και γυάλιζαν οι κλωστές αυτές που είναι φρέσκο το καλαμπόκι, «Να το πάμε στον πατέρα Διονύσιο να το δει που είναι ωραίο!».
Εσείς μπαίνετε μέσα στη φυλακή;
Το χαιρόταν! Μπαίναμε. Τώρα δεν θυμάμαι και πολλές λεπτομέρειες. Του κάναμε λίγο παρέα, αφού για να το ξέρει και ο αδερφός μου αυτό το περιστατικό, το θυμάμαι καλά. Επομένως πηγαίναμε. Τον αγκαλιάζαμε και εκείνον, τον αγαπούσαμε και μας αγαπούσε πολύ. Καλός! Άλλωστε το βλέπεις και στη φωτογραφία τι καλός που είναι, καλοκάγαθος. Ναι. Έκανε μεγάλα έργα. Άλλωστε, και μετά που τον πήρανε στη Θεσσαλονίκη, τον άφησαν μετά να φύγει, να γυρίσει πίσω. Αλλά εκείνος, σαν πνευματικός πατέρας των άλλων των φυλακισμένων που θα τους παίρνανε στη Γερμανία, πήγε και εκείνος μαζί. Λέει: «Δεν σας αφήνω μόνους» και πήγε και κόντεψε, βέβαια, να πεθάνει. Και γλίτωσε επειδή το ήθελε ο Θεός, ειδάλλως ήταν τα πράγματα πολύ επικίνδυνα. Και μιας φίλης μου τον πατέρα, συμμαθήτρια της αδερφής μου ήτανε, ένα χρόνο πιο μικρή, αυτός είχε πάει στην Αμερική και γύρισε αυτό τον καιρό. Έμεινε εδώ πέρα, δεν μπόρεσε να φύγει μετά και περπατούσε στην προκυμαία και τον άρπαξαν και τον πήγαν στη Γερμανία για εργάτη.
Ποιοι τον άρπαξαν;
Οι Γερμανοί. Παίρνανε εκεί. Όταν θέλανε να πάρουν εργάτες, γύριζαν στην προκυμαία, όποιον βρίσκανε τους αρπούσαν και τους στέλνανε στη Γερμανία. Και τον πήρανε να πάει να αποχαιρετίσει τη γυναίκα του και το κοριτσάκι του με συνοδεία Γερμανού για δύο-τρία λεπτά. Και λέει η γυναίκα: «Άντε, μπορεί να είναι καλό, να μπορέσω να φύγω από κει στην Αμερική». Αλλά δεν ξαναφάνηκε. Χάθηκε. Σκοτώθηκε, τι έκανε; Δεν μάθανε τίποτα πια γι’ αυτό. Μεγάλωσε το παιδάκι ορφανό. Ξαφνικά τον πήρανε, χωρίς να το περιμένει κανείς. Το τυχερό του ήτανε.
Άρα, δηλαδή μπορεί να φοβόσουνα να κυκλοφορήσεις, έτσι; Θα μπορούσε να το είχανε κάνει και στον πατέρα σας, ας πούμε.
Ε, βέβαια, όποιος τύχαινε. Όποιος τύχαινε τον αρπούσαν και τελείωσε. Δεν γινότανε, βέβαια, συχνά αυτό αλλά...
Γενικά υπήρχε φόβος; Δηλαδή, εσείς ζούσατε με φόβο εκείνα τα χρόνια;
Εμείς παιδιά ήμασταν τότε, δεν καταλαβαίναμε. Τώρα οι γονείς μου... Ύστερα φοβόταν πολύ και μετά με τον Εμφύλιο. Τον Εμφύλιο, που κάνανε τότε αυτό το περιστατικό με το αμερικανικό το καράβι που ήρθανε οι αυτοί.
Για πείτε μου γι’ αυτό το περιστατικό.
Αυτό που το λένε τώρα οι κομμουνιστές, ότι ήτανε «μεγάλο ηρωικό κατόρθωμα», που λένε τα Χριστούγεννα του ‘42, Νικόλαος Κουφάκης: του ’44.
Του ‘44. Ήταν τότε που ελευθερωθήκαμε και άρχισε ο Εμφύλιος. Ήρθε ένα καράβι Αμερικανών εδώ και δεν το αφήνανε οι αυτοί να, οι κομμουνιστές. «Να φύγουν οι αραπάδες, να φύγουν οι αραπάδες!», επειδή είχε και μαύρους, ενώ είχανε πάει στη Χίο και χόρτασαν οι άνθρωποι κονσέρβες και σοκολάτες και αυτά εδώ πέρα.
Είχαν έρθει με τρόφιμα;
Ε, καλά δεν είχαν τρόφιμα αυτοί[00:50:00] οι Αμερικανοί;
Εσείς το θυμάστε αυτό σαν σκηνικό;
Εγώ αυτό το θυμάμαι εγώ, πως ήμασταν κρυμμένοι μέσα σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινά, μ’ ένα καντηλάκι μέσα στο τζάκι να μη φέγγει καθόλου, κρυμμένοι γιατί παίρνουν τους άντρες. Με το ζόρι, με το καλό να πάνε να κάνουν αντίσταση. Τον κύριο Λινό, τον καθηγητή, πήραν και άλλους πολλούς. Και κάναν να φύγουν αυτοί και λέγανε: «Εδώ, εδώ», φωνάζανε οι άλλοι, «μέσα στην παράταξη, μη φεύγετε». Μην τυχόν και φύγει κανένας.
Οι κομμουνιστές φωνάζανε. Ο πατέρας σας ξέφυγε;
Ο πατέρας μου μέσα κρυμμένος.
Δηλαδή άμα ήσουνα κρυμμένος μέσα στο σπίτι, ήσουν εντάξει;
Δεν έτυχε να τον βρουν. Δεν το σκεφτήκανε. Ήρθε και ένας βαφτισιμιός της θείας μου της Ζαχαρώς, αυτή που δεν είχε παντρευτεί, είχε αυτό τον βαφτισιμιό που ήταν και αυτή από την Πέργαμο και ζούσε στη Γέρα. Ήρθε εδώ να διώξει τους Αμερικανούς με ένα παλιό ντουφέκι και μ’ έναν κασμά. Ό,τι θέλανε παίρνανε, κασμάδες, φτυάρια να πάνε να τους διώξουν.
Αυτοί δεν θέλανε να κατέβουν οι Γερμανοί για ποιον λόγο;
Όχι Γερμανοί.
Οι Αμερικάνοι, ναι.
Ε, γιατί τους μισούσαν.
Τι Εγγλέζοι ήταν; Αφού ήταν μαύροι, γι’ αυτό λέγανε «αραπάδες».
Ε, δεν ξέρω Αμερικάνοι. «Αραπάδες» τους λέγανε.
Φωτογραφίες

Ημέρα ορκωμοσίας
Η Θεανώ με τον πατέρα της την ημέρα της ορ ...

Οικογενειακή φωτογραφία
Η Θεανώ με την οικογένειά της.

Σχολική φωτογραφία
Η Θεανώ με συμμαθήτριές της.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Θεανώ Σαλβαρά-Κουφάκη, γεννημένη το 1934, είναι από τις πρώτες οδοντιάτρους της Μυτιλήνης. Η αφηγήτρια ανατρέχει στα παιδικά της χρόνια και σκιαγραφεί τη ζωή της οικογένειάς της. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στις συνθήκες που επικρατούσαν στο χωριό εν καιρώ Κατοχής και στα συσσίτια που οργάνωνε η οικογένειά της μέσω του θρησκευτικού συλλόγου «Ευσέβεια». Στη συνέχεια, ιδιαίτερη αναφορά κάνει στη σχολική της εκπαίδευση, αλλά και στη φοίτησή της στην Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών. Εκεί διαμένει σε οικοτροφείο καθόλη τη διάρκεια των σπουδών της και μας μεταφέρει εικόνες από τη ζωή και τις φοιτητικές υποχρεώσεις. Τέλος, με την επιστροφή της στη Μυτιλήνη, ανοίγει το δικό της ιατρείο και μας μιλά για τα χαρακτηριστικά του επαγγέλματός της.
Αφηγητές/τριες
Θεανώ Σαλβαρά
Ερευνητές/τριες
Σοφία Βάλεση
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/12/2022
Διάρκεια
51'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Η Θεανώ Σαλβαρά-Κουφάκη, γεννημένη το 1934, είναι από τις πρώτες οδοντιάτρους της Μυτιλήνης. Η αφηγήτρια ανατρέχει στα παιδικά της χρόνια και σκιαγραφεί τη ζωή της οικογένειάς της. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στις συνθήκες που επικρατούσαν στο χωριό εν καιρώ Κατοχής και στα συσσίτια που οργάνωνε η οικογένειά της μέσω του θρησκευτικού συλλόγου «Ευσέβεια». Στη συνέχεια, ιδιαίτερη αναφορά κάνει στη σχολική της εκπαίδευση, αλλά και στη φοίτησή της στην Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών. Εκεί διαμένει σε οικοτροφείο καθόλη τη διάρκεια των σπουδών της και μας μεταφέρει εικόνες από τη ζωή και τις φοιτητικές υποχρεώσεις. Τέλος, με την επιστροφή της στη Μυτιλήνη, ανοίγει το δικό της ιατρείο και μας μιλά για τα χαρακτηριστικά του επαγγέλματός της.
Αφηγητές/τριες
Θεανώ Σαλβαρά
Ερευνητές/τριες
Σοφία Βάλεση
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
12/12/2022
Διάρκεια
51'