Αντώνιος Βασιλειάδης: Ο Ταξιδευτής μιας απεριόριστης, υπερατλαντικής αυλής
Ενότητα 1
Ερεθίσματα: πολυπολιτισμικότητα και αντιθέσεις
00:00:00 - 00:30:16
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα! Είναι Παρασκευή, 25 Φεβρουαρίου 2022, είμαι με τον κύριο Αντώνη Βασιλειάδη, βρισκόμαστε στο Γαλάτσι Αττικής, εγώ ονομάζομαι Σά…, τον ανάγκαζε να κάτσει κι άλλη μέρα για να του τα πει. Σου λέει: «Εγώ δεν βγαίνω. Αλλά βρήκα να προχωρήσω, να ευρύνω τους ορίζοντες μου».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Επαγγέλματα
00:30:16 - 00:39:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα, τίποτα άλλο γύρω απ' την Ξάνθη, τι, πώς; Ναι. Θα ήθελα να σας ρωτήσω. Έχετε κάνει διάφορα επαγγέλματα από ό,τι- Ναι! Διάβασα και εί… Ο Τάσος εκ των έσω θα πει "Μα, τι λέτε παιδιά! Το Αντώνης Βασιλειάδης είναι ψευδώνυμο του Μανώλη Καζαμία"». Σε δυο ώρες είχα τα λεφτά μου!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Έρευνα
00:39:27 - 00:45:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σε μια άλλη φορά που όταν με χίλιες περιπέτειες -περιπέτειες- εμπόδια που με έφταναν σε ένα σημείο να βρω τον καλύτερο τρόπο και να με συστή…η και... Δηλαδή συμβαίνανε απίστευτα, απίστευτα, απίστευτα θαύματα και σου είπα τώρα τρία, τέσσερα. Στα υπόλοιπα βιβλία θα τα ακούσεις όλα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Ο χορός και η ιστιοπλοΐα
00:45:13 - 01:50:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μεταπηδούσατε πολύ από το ένα επάγγελμα στο άλλο, αλλά και ήταν κάπως, μεταξύ τους δεν είχανε κάπως σχέση. Όχι. Όχι! Γιατί, γιατί δεν, δεν…ος τον άνθρωπο. Αυτή είναι για μένα η πραγματική ιδέα του «Απογεύματος ενός Φαύνου». Αλλά δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα. Αυτά με τον χορό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η έρευνα στην Ινδία
01:50:26 - 02:01:13
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Με την... Δεν είπαμε τίποτα για την έρευνα στην Ινδία! Πάλι επειδή έχασα ένα τρένο, επειδή έχασα ένα τρένο, στο επόμενο που είχα αριθμημένη … εκεί πέρα. Αλλά δεν έχει σημασία, εγώ όλον αυτόν τον καιρό ονειρευόμουν μια χαρά. Είναι το, είναι τι πιστεύεις. Τι πιστεύουν οι άλλοι δεν!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Πολιτική
02:01:13 - 02:07:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αναφέρατε πριν ότι είχατε πάρει και πολιτικό άσυλο; Ναι! Ναι, γιατί εκείνο που με τρόμαξε, αυτό είναι στο δεύτερο βιβλίο, όταν έγινε η Χού… Νότια Ινδία ήταν ένας παράδεισος. Μπήκαν οι Εγγλέζοι, τα μαγειρέψανε και ήρθε η κατάρρευση. Έτσι που λες! Κι αυτά με την ιστορική έρευνα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Οι βόλτες με τον πατέρα και ο θάνατος
02:07:42 - 02:22:05
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θα ήθελα να μου πείτε -θα κάνουμε έναν κύκλο τώρα- τι ψάχνετε; Πόσοι είμαστε; Είπαμε.. Αυτό είναι γεγονός! Είμαστε στο σκάφος, κάνουμε μάθ…το survivor! Καλύτερα να ζεις λιγότερα και να έχεις κερδίσει. Ποιο είναι το πραγματικό κέρδος; Είναι το όλο! Λοιπόν, δώσε μου να σου γράψω!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Καλησπέρα! Είναι Παρασκευή, 25 Φεβρουαρίου 2022, είμαι με τον κύριο Αντώνη Βασιλειάδη, βρισκόμαστε στο Γαλάτσι Αττικής, εγώ ονομάζομαι Σάντυ Μακροπούλου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.
Αυτό που, που είπα ακόμη και στον εγγονό μου. Του λέω: «Θα μπορούσα να είχα γεννηθεί στην Νέα Ζηλανδία, στον Καναδά, στην Σιβηρία, από εφτά δισεκατομμύρια άτομα, τόσους γονείς. Γιατί εκεί και απ' αυτούς τους γονείς;». Πιστεύω ότι αυτό χρειαζόμουνα! Για κάποιους που είναι πολύ επί της γης λένε: «Τυχαία!». Γιατί; Δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Και γεννήθηκε κάποιος άλλος εκεί πέρα, εγώ εδώ, εκεί. Και θα μπορούσε να είναι από χιλιάδες, εκατομμύρια γονείς. Άρα, ξεκινάω απ' το γεγονός ότι εκεί που γεννήθηκα, από τους γονείς που γεννήθηκα, ήταν αυτό και μόνο που χρειαζόμουν εγώ προσωπικά. Τώρα, βοήθησε πολύ -θα μου πείτε πάρα πολλοί γεννήθηκαν στην Ξάνθη- είναι από εκεί και ύστερα πόσο προσέχεις αυτά που σου συμβαίνουν. Δηλαδή, αυτή η πόλη με το, η τόσο πολυπολιτισμική με, και την εποχή που γεννήθηκα εγώ ακόμη ήταν φρέσκια και η πρόσμειξη που υπήρχαν με τους Ισραηλίτες με τους, ακόμη υπήρχαν οι Μπεκτασήδες που είναι οι μυστικιστές, οι συνεχιστές των πλατωνικών και των γνωστικών. Άσχετο αν στην Μέση Ανατολή τότε ήταν το Ισλάμ και τους βάλανε μέσα, που ποτέ δεν τους δεχτήκανε. Και οι ίδιοι δεν δώσανε καμία σημασία. Και οι Πέρσες ποιητές του 12ου αιώνες το τι σούρνανε στους ιμάμηδες και τέτοια, είναι απίστευτο! Και το πόσο πήρε, βοηθήσανε, μην ξεχνάμε ότι το περισσότερο που έχουμε απ' την ελληνική γραμματεία είναι μεταφρασμένα απ' τα αραβικά. Σωθήκανε απ' αυτούς. Πρέπει να τους ευγνωμονούμε. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι πνευματικοί, υπάρχουν! Είναι στο χέρι μας να τα δούμε. Από περιέργεια ίσως -δεν ξέρω- από νωρίς άρχισα να, να παρατηρώ περισσότερο από ένα, δύο, τρία πράγματα γύρω μου. Και αυτό ήταν το καλό, ότι είχα τόσα πράγματα να δω που απλώθηκε αυτή η, αυτός ο τρόπος του να βλέπω και, πάνω απ' όλα, να ερευνώ! Αυτό ήτανε η, και πιστεύω η κυριότερη δουλειά που έχουμε εδώ είναι να ερευνούμε! Πάντα τα δόγματα δεν βοηθήσαν κανέναν! Και αυτό ήτανε κι ο λόγος που οι ομάδες των Σούφι, δεν είναι τίποτα. Είναι σοφοί! Είναι ελληνικότατη λέξη. Δεν υπάρχει ούτε στα αραβικά, ούτε στα περσικά, ούτε τίποτα. Είναι οι σοφοί! Και μάλιστα ο Ομάρ Καγιάμ, 12ος αιώνας, απ' τους μεγαλύτερους Πέρσες ποιητές λέει: «Δεν πάει να είσαι ο Αριστοτέλης ή ένας -δεν θυμάμαι το όνομά του- ένας βασιλιάς της Περσίας, δεν έχει καμία αξία εάν δεν κοιτάξεις να πιεις το κρασί». Αλλά το κρασί με την έννοια του οίνου που έχει και ο Διόνυσος. Οίνος, οινόπνευμα, πνεύμα. Τι είναι, γιατί με το κρασί τι κάνεις; Και το βλέπουμε και στην Θεία Κοινωνία. Το κρασί σου δίνει μία ευεξία, μία εξ -εντός εισαγωγικών για να μην μπερδευτούμε- έκσταση να φύγεις από τα χαμηλά τα δεδομένα. Οπότε, δεν πάει να είσαι ο Αριστοτέλης, που σημαίνει ότι τον ξέρανε και πολύ καλά. Ακόμα και οι ιστορίες τον Νασρεντίν Χότζα, οι μισές, είναι πάρα πολλές μέσα του Αισώπου. Τους διαβάζανε και τους διαβάζουνε πολύ περισσότερο απ' ό,τι εμείς. Πώς είναι αυτοί που διαβάσανε έστω και κάτι απ' τον Αριστοτέλη. Πόσοι είναι αυτοί που ξέρουν από αρχαία τραγωδία; Πόσοι; Πόσοι; Είναι νομίζω ότι το κυριότερο που έχει να κάνει κανείς είναι αυτό. Μετακίνηση. Να αφήσει πίσω δόγματα. Να πάρει ό,τι επιλέξει από τα προηγούμενα. Γιατί σίγουρα είναι εφαλτήριο, τα προηγούμενα βοηθάνε. Και εκεί έρχεται ο ρόλος του δασκάλου. Και αυτό έλεγα και στους μαθητές μου στην ιστιοπλοΐα. Όταν μου λέγαν: «Αυτό πώς το λένε;». «Ώπα -τους λέω- αυτό το πώς το λένε θα το βρεις γραμμένο. Δεν χρειάζεσαι δάσκαλο!». Ο δάσκαλος είναι για να σε πάει πέρα από το βιβλίο. Εάν κάτι υπάρχει στο βιβλίο, δεν χρειάζεσαι δάσκαλο. Και μάλιστα ένας Κρητικός φίλος μου αστειευόμενος είχε πει μια φορά: «Από την μέρα που βγήκαν οι γραφές, τελειώσαν οι προφήτες». Προφήτης αυτός εννοούσε βέβαια τους δασκάλους. Και χρειαζόμαστε τα πριν για να, για να φύγουμε. Δεύτερον, ακόμη και η μορφολογία της πόλης που είναι ακριβώς στις ρίζες του βουνού, ανάμεσα σε βουνό και πεδιάδα, είναι μια αντίθεση. Το ποτάμι με όλη την ενέργεια που κουβαλάει το νερό. Και είναι το μόνο που κράτησε το πανάρχαιο Πελασγικό όνομα. Ύνθος, Κόσυνθος. Είναι τα τρία που κρατήσαν τα παλιά. Κόρινθος, Ζάκυνθος, Κόσυνθος. Είναι πρωτοελληνικά ονόματα. Τα μοναστήρια! Όλοι οι θρύλοι αυτοί. Και βέβαια το μεγάλο, μεγάλο, το τεράστιο δίδαγμα της ζωής είναι να περνάς από και να διασχίζεις την πόλη βλέποντας παλάτια, μεγαθήρια εγκαταλελειμμένα. Δηλαδή, πόσο μεγαλύτερο μάθημα θα μπορεί να έχει κανείς για το εντός εισαγωγικών άχρηστο του πλούτου του, του πλούτου του παραπάνω απ' το που χρειάζεται κανείς. Πόσο μάταια, μάταιο είναι το να ασχολείσαι με τα, με τα υλικά πράγματα. Η Ιερατική Σχολή επάνω στον Ταξιάρχη. Το γεγονός να βλέπω πλέον -δεν το είχα προλάβει πολύ μικρός- φωτογραφίες στα εγκαίνια στην θεμελίωση της Ισραηλίτικης Συναγωγής να είναι ο επίσκοπος, ο μουφτής και ο ραβίνος. Μετά απ' αυτό αρχίζεις και έχεις το μυαλό αρχίζει και απλώνει! Από το να ήμουνα σε μια άλλη πόλη που ήταν μπαπ, όχι αυτό είναι ορθοδοξία, θάνατος ή και τίποτα άλλο. Τι έχεις να κάνεις! Να 'ρθεις στην εκκλησία, να δώσεις τον οβολό, να γιορτάσεις και να σφάξεις το αρνί το Πάσχα. Και να φέρνεις και κανά λαδάκι γιατί... Εγώ από μικρός διερωτόμουν: «Μα δωροδοκείται ο Θεός;». Ναι! Καλέ, ο άλλος λέει: «Είσαι χριστιανός;». «Βέβαια! Κάνω τον σταυρό μου, πάω στην εκκλησία!». Αυτό ήταν. Ο χώρος, το Πόρτο Λάγος, ακόμα και το λιμάνι που ήτανε η απόλυτη ηρεμία. Ενώ βγαίνοντας έξω έβλεπα την διαφορά της θάλασσας μέσα έξω. Μάλιστα, πρωτοπερπάτησα στο Πόρτο Λάγος. όταν ήμουνα ενός έτους. Μου έλεγε η μητέρα μου, δεν θυμόμουνα. Μου 'κανε αυτό [00:10:00]εδώ ακριβώς το να, οι αντιθέσεις και τα καινούρια. Έβλεπα να έρχονται και να φεύγουν και μεγάλα καράβια. Αλλά έβλεπα και τους ψαράδες. Και μάλιστα έβλεπα τους ψαράδες και η γιαγιά μου η δασκάλα έλεγε: «Κοίταξε τι φτωχή ζωή που περνάνε!». Εγώ, όμως, το έβλεπα ότι ζούσε στην βάρκα του. Βγαίναν το βράδυ, ψαρεύαν. Γυρνούσε. Κοιμότανε. Είχε και μάλιστα τι! Μια βάρκα που είχε μονάχα μια τέντα απάνω το πανί. Μου ερχόταν η μυρωδιά απ' τον καφέ. Λέω: «Ωραία, αυτός κάνει τον καφέ του και δεν χρειάζεται να τσακώνεται αν του τον πέτυχε ο καφετζής». Δεύτερον, τον έβλεπα, καθάριζε ολόφρεσκα ψάρια. Σε αντίθεση με την ταβέρνα εκεί που νοικιάζαμε το δωμάτιο και ερχόταν απ' την Ξάνθη για να φάνε φρέσκο ψάρι που ήτανε δύο βδομάδων. Κι έλεγα και πάνω απ' όλα ότι η αυλή του ήταν απεριόριστη. Ενώ, κάποιος ακόμα κι εδώ στο σπίτι μας, στην Ξάνθη, υπήρχαν τοίχοι και στην αυλή. Ίσως, από 'κει άρχισα να θέλω την θάλασσα. Και την άπλα της και αυτό που έλεγε ο κόσμος είναι ότι το σπίτι κανονικά είναι για να σε προστατέψει από βροχή και κρύο για να κοιμηθείς. Αλλά μετά θες, είναι ο κήπος! Να έχεις ένα σπίτι με πελώριο κήπο. Ή ακόμη, καλύτερα, να μην τελειώνει το βλέμμα, να απλώνεται. Οπότε ήταν αυτά τα πράγματα που με σημαδέψανε εκεί. Επίσης, το πιο φανταχτερό και απίστευτο αυτοκίνητο που έμοιαζε, στα μάτια μας ήταν σαν ιπτάμενος δίσκος, ήταν του Αμερικανού αντιπροσώπου για τα καπνά. Και μας φαινόταν εξωπραγματικό. Τόσο που ποτέ δεν είχα την μανία με αυτοκίνητα. Από τότε μέχρι τώρα βλέπω ένα αυτοκίνητο, κάτι που μπορεί να με πάει από ένα σημείο σε ένα άλλο. Τώρα τι μάρκα θα είναι, αν τρέχει πολύ ή όχι και το θεωρώ τόσο χαμένο χρόνο και δεν μπορώ ακόμη να πιστέψω πώς υπάρχουνε περιοδικά που μιλάνε για τα αυτοκίνητα. Τα αγοράζει κάποιος ο οποίος έχει αυτοκίνητο. Δηλαδή η μόνη του, άπλωμα της φαντασίας του είναι να σαλιαρίζει, ας πούμε, βλέποντας άλλα! Εκεί βέβαια που σήκωσα τα χέρια μου ήταν όταν είδα περιοδικά για κινητά. Μα παίρνει ένας ένα κινητό και το έχει, ξέρω 'γω, τρία, τέσσερα χρόνια. Και παίρνει κάθε μήνα κάποιον που να του πει τι και πώς. Δηλαδή είναι, έχουμε χάσει λίγο την, ευτυχώς πάλι στην εποχή που ανδρώθηκα εντός εισαγωγικών, ας πούμε, στην εφηβεία μου δεν υπήρχανε αυτά ή είχανε φροντίσει οι δικοί μου να μου τα απομυθοποιήσουν. Ίσως γιατί είχανε αυτοί πολλά άσχημα παραδείγματα από πολέμους, μίσος, κακίες, δολιοφθορές και τα λοιπά. Και αυτό ήτανε, επίσης, κάτι που με κατεύθυνε σε πράγματα που να έχουν αξία και όλοι λένε ότι αξία έχει μόνο κάτι που δεν μπορεί να στο κλέψει ο άλλος! Κι αυτά είναι μόνο πνευματικά. Ακόμα και μια δεκάρα μπορεί να στην κλέψει. Το αυτοκίνητο να σου κλέψει, το κινητό να σου κλέψει. Εκείνο που δεν μπορεί να σου κλέψει είναι το χαμόγελο, την χαρά της ζωής, την νοοτροπία και, πάνω απ' όλα, αυτό που είπαν όλοι ανεξαιρέτως, την αγάπη. Και εκεί είναι η διαφορά πλέον του και αυτό φαίνεται είναι η στροφή που έφερε ο χριστιανισμός. Ενώ δεν υπήρχε, ήταν ο Έρως και παραμένει και στους Λατίνους, amour ή love. Το αγάπη είναι αυτό το συναίσθημα που, το τελείως αλτρουιστικό. Για να μην φτάσουμε στον Λόρκα που λέει στο ποίημά του: «Την σκότωσα, γιατί ήτανε δική μου, η γυναίκα που αγάπησα πάνω απ' όλα». Δεν, αυτό είναι αλτρουιστικό. Για ποιον την σκότωσε; Λοιπόν, ήταν, είναι αυτά ήταν τα βασικά πράγματα που πήρα από τον τόπο. Από εκεί κι ύστερα, ήτανε η έννοια του ταξιδιού. Εκεί ήτανε πλέον και μάλιστα, αν δούμε όλοι, ο Ατάρ, ο Τζελαλεντίν Ρούμι, οι Σούφι, γιατί για εμένα πολύ σπουδαίο ρόλο παίζουν οι Σούφι γιατί; Γιατί είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και τον Μεσαίωνα. Κατ' επέκταση, μετά, τον Διαφωτισμό και τα λοιπά. Είναι στην μέση γιατί έχουν πάρει από 'κει και είναι αυτοί που μας δίνουν. Και οι Σούφι μιλάνε πάντα, δεν μιλάνε ο άνθρωπος. Λένε: «Ο ταξιδευτής». Ναι! Όταν μιλάνε για κάποιον: «Ο ταξιδευτής πρέπει να κάνει αυτό, να κάνει εκείνο. Να αποφεύγει τα δόγματα. Να προχωράει!». Και βέβαια, είναι πιθανόν εκατομμύρια που έχουν κάνει διακόσιες φορές τον γύρο του κόσμου, αλλά ήταν σαν μην κουνηθήκανε. Και υπάρχουν άλλοι οι οποίοι δεν κουνηθήκανε, αλλά με το πνεύμα τους έχουν κάνει διακόσια δισεκατομμύρια φορές τον γύρω του κόσμου. Αυτό εννοούν όταν λένε ταξιδευτής. Όχι ότι πήγα πέντε φορές στην Αμερική, είκοσι φορές στην Ινδία. Μπορεί να έχεις πάει και να μην έχεις πάρει τίποτε! Και να είσαι, να είσαι, αυτό το γράφω μες στο βιβλίο, μου το είπε ένας Κρητικός, γέρος Κρητικός σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης που είχα περάσει. Και μου λένε: «Ο μπάρμπα - δεν θυμάμαι το όνομά του - δεν έχει φύγει απ' το χωριό». Λέω: «Δεν είναι μακριά η θάλασσα». Και του λέω: «Δεν μου λες, δεν θέλεις ποτέ να δεις την θάλασσα;». Μου λέει: «Δεν νομίζω να το χρειάζομαι. Θα είναι σαν τα σπαρτά στον ομαλό που τα φυσάει ο αέρας!». Σήκωσα τα χέρια. Αυτός ο άνθρωπος, λέω, δεν χρειάζεται ταξίδι. Και πόσοι είναι που έχουν πάει στην θάλασσα και ή την βρήκαν κρύα ή τους χάλασε το μπάνιο ή, ακόμη χειρότερα, επαγγελματίες που την έχουνε μισήσει. Ναυτικοί, ο ναυτικός που μίσησε στην θάλασσα. Δεν έπρεπε να πάει! Δηλαδή είναι ακατανόητο. Ποιος του έβαλε το περίστροφο στο -αυτό είναι- ποιος του έβαλε το περίστροφο στο... Πιθανόν ένας πολύ ισχυρός, εντός εισαγωγικών, προσωπικότητα γονιός: «Θα πας εκεί για να βγάλεις λεφτά. Και θα σε γράψω εκεί». Και αν σήμερα δεν παίρνουμε τις τύχες στα χέρια μας, είναι γιατί υπήρξανε αρκετές γενιές που έλεγε ο γονιός: «Το παιδί μου έχει άριστη ανατροφή. Κάνει ό,τι του λέω!». Και βρισκόμαστε τώρα να κάνουμε ό,τι μας λένε! Σε κάτι... Η βενζίνη πήγε! Όχι την πήγαμε! Πήγε στα τόσα. Η Δ.Ε.Η. ανέβηκε! Η κυρία Δ.Ε.Η. ανέβηκε στις σκάλες, δηλαδή... Είναι απίστευτο το πόσο, πόσο μπορεί ο καθένας μας να έχει τον πρώτο λόγο στην ζωή του. Και αν δεν το κάνει αυτό ο [00:20:00]μεγαλύτερος εχθρός είναι ο φόβος! Και ένας θεολόγος έψαξε και βρήκε στην Αγία Γραφή τρακόσιες εξήντα εφτά φορές το «Μη φοβού!». Μία για κάθε μέρα και να περισσέψουν και κανά δυο, τρεις. Το «Μη φοβού! Μη φοβού! Μη φοβού!». Γιατί όλα, ό,τι συμβαίνουν τα αρνητικά είναι το μη φοβού! Κι ο Χριστός τι, τι τι ήρθε να σου πει! Μη φοβού, ποιο; Το χειρότερο! Τον θάνατο! Υπάρχει Ανάσταση! Τώρα και παραμένουν άνθρωποι που λένε: «Είμαστε Χριστιανοί, αλλά φοβόμαστε τον θάνατο!». Παιδιά κάτι δεν πάει! Δεν πάει! Πώς να το κάνουμε! Είναι... Το άλλο! «Πιστεύεις στον Χριστό;». «Ναι, γιατί είναι γιος Θεού!». Μα δυο λεπτά, αυτό δεν είπε και σε μένα; Γιατί μου είπε να τον αποκαλώ τον Θεό πατέρα; Θα ακουστεί, εντός εισαγωγικών βλάσφημο, αλλά ο Χριστός είναι αδερφός μου! Έχουμε τον ίδιο πατέρα. Κι όταν ο ίδιος λέει: «Εγώ κι ο πατήρ ένα!» δηλώνει την δυνατότητα της θέωσής μου. Το οποίο ευτυχώς το διδάσκουν και οι Αγιορείτες. Είχα, είχα την τύχη, δεν ξέρω πώς, για ποιον λόγο επέμενε η γιαγιά μου όταν άκουσε ότι καθηγητές απ' την Ιερατική Σχολή, ένας πολύ καλός καθηγητής μας που ήταν, είχε σπουδάσει και θεολογία, ήταν φιλόλογος, είχε κάνει την Σχολή Καλών Τεχνών Ασημομύτης, που τον ξέρουν όλοι οι παλιοί. Και είχαν σχεδιάσει ένα ταξίδι στο Άγιον Όρος και επέμενε σε τέτοιο σημείο που δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Με πήραν μαζί τους. Για πρώτη φορά πήγα στο Άγιον Όρος δεκαέξι χρονών. Η μαγεία που βρήκα! Δεν υπήρχε όχι ηλεκτρικό, τότε ήταν αγνότατο! Δεν ήταν όπως τώρα, Mount Athos Resort, που κλείνεις δωμάτιο, ναι, και πας και εκτός μοναστηριού. Που πήγαμε: «Εδώ θα κοιμηθείτε και τα λοιπά». Και λέμε: «Κι οι λειτουργίες;». «Α, σας ενδιαφέρει;». Τότε; Τότε πήγαινες εκεί και το πρώτο που σου λέγανε, σου δίνανε τα ωράρια και έπρεπε όλα, όρθρο, εσπερινό, τα πάντα, έπρεπε να είσαι εκεί. Γιατί; Γιατί γι' αυτό πήγες! Δηλαδή είναι, άλλο αυτό είναι κι ένα πάρα πολύ ισχυρό, μια ισχυρή εισαγωγή στον πνευματισμό που μου έγινε όταν ήμουν δεκαέξι χρονών στο Άγιον Όρος. Και με τι; Με ανθρώπους που δεν ήταν τουρίστες. Ήταν όλοι τους απ' την Ιερατική Σχολή του αγαπημένου μας μοναστηριού, των Ταξιαρχών, απάνω. Δεν νομίζω να έχω, να έχω να πω άλλα. Βέβαια... Και η πολύ γρήγορη απαλλαγή μου από ένδοξα επιτεύγματα. Έτυχε να πάω από μικρός στον Κ.Ο.Ξ., στον Κολυμβητικό Όμιλο, και πρώτη φορά που θα γινότανε, ήρθε καινούριος προπονητής. Εγώ ήμουνα πιτσιρικάς. Και για να μην έχει μια άδεια διαδρομή, μου λέει: «Θα πάρεις κι εσύ μέρος στον αγώνα». Δεν με ενδιέφερε. Αλλά θα πήγαινα στον αγώνα! Κολύμπησα, βγήκα τελευταίος και αρχίσαν, βγαίναν οι απονομές. Ξαφνικά ακούω το όνομα μου στο μικρόφωνο. Λέει: «Ο κύριος Βασιλειάδης;». «Ναι!». Φτάνω εκεί. Και λέει ο πρόεδρος του Κ.Ο.Ξ.: «Και τώρα θα βραβεύσουμε τον μικρότερο μας αθλητή για το ήθος του και τα λοιπά και τα λοιπά». Και μου δίνουν ένα κύπελλο, το οποίο μολονότι ήμουνα, ξέρω 'γω, εφτά χρονών, σοκαρίστηκα! Γιατί κατάλαβα έπαιρνα κάτι το οποίο δεν το κέρδισα. Βέβαια, είχα πάντα την δικαιολογία ότι το κέρδισα ηθικά. Θα μπορούσα να δώσω χιλιάδες ανθοδέσμες στον εαυτό μου ότι το κέρδισα για το ήθος μου. Αλλά δεν ήταν γι' αυτό που ήταν προορισμένο. Μάλλον τους είχε περισσέψει ένα κύπελλο και τι να το κάνουνε, το δώσανε σ' εμένα. Βέβαια, η μισαλλοδοξία με έκανε να βγω και μια φωτογραφία. Αλλά όσο την βλέπω αυτή την φωτογραφία, την έχω ακόμη, με το κύπελλο και το ύφος που έχω που καταλαβαίνω ότι δεν μου αξίζει, με γιάτρεψε από οτιδήποτε κύπελλα. Μετά σε όποιους αγώνες πήγα, ήτανε για τον αγώνα. Δηλαδή, περισσότερο για, όχι να αποδείξω κάτι στον εαυτό μου. Αλλά να πω: «Έκανες ένα βήμα πιο πέρα!». Δυστυχώς, πριν από τρία χρόνια στην Κεφαλλονιά, όταν το είχε τελειώσει το ράλλυ Ιονίου και γίναν απονομές και όσοι νικήσανε σφυρίζανε, ρίχναν βεγγαλικά, καραμούζες, μπράβο, βγαίναν φωτογραφίες και τα λοιπά και τα λοιπά, γινόταν ένα πανηγύρι, βγήκε ο πρόεδρος του Ομίλου και λέει: «Τώρα θα θέλαμε να βραβεύσουμε και τον βασιλιά που τυχαίνει να είναι εδώ στην Κεφαλλονιά, που είναι η οικογένειά του, για το έργο, για την σταδιοδρομία του στην ιστιοπλοΐα, με τους αγώνες που έκανε, με τις νίκες στον Ατλαντικό και τα λοιπά και τα λοιπά». Πηγαίνω εκεί, παίρνω μια πλάκα. Και μου λέει: «Θέλετε να πείτε κάτι;». Λέω: «Ναι, βέβαια!». Και λέω: «Χαίρομαι πάρα πολύ να είμαι, να βλέπω μικρούς αγώνες εκτός απ' το κέντρο που είναι όλοι εκεί μαζεμένοι. Να βλέπω αυτό το πνεύμα της φιλίας που υπάρχει ανάμεσα στους συναθλητές, όχι συναγωνιζόμενους, και γιατί έχει πραγματικά με το αρχαίο πνεύμα του αγώνα, που δεν είναι για να προβάλουμε το εγώ, το οποίο είναι και κατακριτέο, αλλά για να βοηθήσουμε τον συναθλητή μας να ξεπεράσει τα δικά του όρια. Αυτό προσπαθούμε να πάμε λίγο πιο μπροστά για να τον κάνουμε να τρέξει παραπάνω!». Τσιμουδιά! Και στο βίντεο που βγαίνει ακούγεται η φωνή μιας κοπέλας από ένα σκάφος που πρώτευσε. «Αίσχος!». Αυτά που είπα ήταν αίσχος. Ναι! Πανέμορφα πράγματα. Ναι, λοιπόν, αυτό δηλαδή είναι, είναι τρομερό να λέμε, να λέμε: «Ο τάδε αθλητής που ήρθε, πήρε το τάδε μετάλλιο μας έκανε περήφανους!». Κανένας, δεν άκουσα ποτέ να λένε για τον πυροσβέστη που έσωσε τέσσερις ανθρώπους ότι μας έκανε περήφανους. Δεν άκουσα ποτέ γι' αυτό το παιδί που βούτηξε στα παγωμένα νερά και να σώσει κάποιον ότι μας έκανε περήφανους. Λοιπόν, είναι πράγματα που πρέπει να τα σκεφτούμε. Είναι πράγματα που χρειάζεται να τα αναθεωρήσουμε και νομίζω ότι ήμουνα τυχερός να έχω αυτές τις, εμπόδια, εντός εισαγωγικών, αυτά τα, πάλι είναι λίγο άσχημο, αλλά να σκοντάφτω, να σκοντάφτω ή να πέφτω πάνω σε τοίχους για να ξυπνάω, να βλέπω γιατί! Και αυτό ήτανε, νομίζω ότι ήταν ένα απ' τα κυριότερα πράγματα που ένας άνθρωπος πρέπει να έχει. Το ένα είναι η μετακίνηση και το άλλο είναι το αιώνιο γιατί. Μόνο με το γιατί προχωράει κανείς γιατί ακριβώς αρχίζει μια έρευνα. Και η έρευνα δεν γίνεται μέσα στο καφενείο με τα ίδια άτομα. Μην ξεχνάμε ότι, μου φαίνεται ο Καζαντζάκης που είχε πει, ότι κάποιος που ήτανε σε ένα χωριό στην Κρήτη, όποιος ξένος περνούσε και τον φιλοξενούσε και είχε, [00:30:00]έβλεπε ότι είχε πράγματα να του πει, τον ανάγκαζε να κάτσει κι άλλη μέρα για να του τα πει. Σου λέει: «Εγώ δεν βγαίνω. Αλλά βρήκα να προχωρήσω, να ευρύνω τους ορίζοντες μου».
Τώρα, τίποτα άλλο γύρω απ' την Ξάνθη, τι, πώς;
Ναι. Θα ήθελα να σας ρωτήσω. Έχετε κάνει διάφορα επαγγέλματα από ό,τι-
Ναι!
Διάβασα και είπαμε.
Θα τα βρεις όλα γραμμένα.
Ναι!
Εκεί είναι! Ναι!
Με ποιο κριτήριο τα επιλέγατε κάθε φορά;
Υπέροχη ερώτηση! Ποιο ήταν το κριτήριο! Το απόλυτο άδειασμα του μυαλού από «πρέπει», από, όπως πάντα, από δόγματα και συμφέρον. Τα περισσότερα, περισσότερα; Ποτέ, απ' την αρχή δεν έβαλα σκοπό να κάνω κάτι για να αποκτήσω χρήματα. Εκεί ήτανε! Και αυτό νομίζω ότι τα χρήματα είναι σαν ένας σκύλος. Άμα τρέχεις, φεύγει. Άμα εσύ τρέχεις, έρχεται κοντά σου. Λοιπόν, αυτό ακριβώς επειδή δεν το κυνήγησα, έμαθα να είμαι αυτάρκης. Βέβαια, βοηθήσαν και οι καταστροφές που είχαν και οι δυο αρσενικοί της οικογένειας. Κι ο πατέρας μου κι ο παππούς μου με τους πολέμους και διάφορα. Από νωρίς κατ' αρχάς δεν με ένοιαξε για το ντύσιμο. Ο πατέρας μου έλεγε ότι: «Το ρούχο είναι για να, είτε να σε προφυλάξει απ' το κρύο, είτε απ' τον καυτό ήλιο». Οπότε αν ήτανε και ακόμη σήμερα μπορεί να βρεθώ με μια κάλτσα κόκκινη και την άλλη πράσινη. Ξέρω 'γω! Ένα ήταν αυτό. Το δεύτερο ήταν ότι εκεί πάλι η γιαγιά μου, η οποία έπαιξε έναν φοβερό ρόλο που εγώ νόμιζα ήταν καταστροφικός μέχρι τα δεκαεννέα μου, αποδείχτηκε μετά τον πατέρα μου, ο μεγαλύτερος ευεργέτης. Γιατί μου έβαζε εμπόδια κι εγώ έπρεπε να τα υπερνικήσω. Εκεί είναι το μεγάλο μυστικό. Και η γιαγιά μου πάλι ήταν εκείνη η οποία, έντεκα χρονών, χαρούμενος, τέλειωσα το σχολειό: «Θα πάω στην πισίνα, θα πάω στο Πόρτο Λάγος!». Μου λέει: «Όχι! Θα πας τσιράκι στην Αννούλα!». Ήταν ένα απ' τα καλύτερα βιβλιοπωλεία της Ξάνθης. «Μα, μου!». Δεν χώραγε! Πήγα και ήμουνα τόσο θλιμμένος να ξέρω όλους τους άλλους, τι γινότανε. Και λέω: «Γιατί; Γιατί;». Ήταν ένα αιώνιο γιατί. Και υπάρχει ακόμη αυτή, μια φωτογραφία μαζί με ένα άλλο παιδί που είμαστε εκεί, το πώς βλέπω πόσο θλιμμένος ήμουνα! Βέβαια, το μόνο που το απάλυνε ήτανε ότι έπαιρνα πέντε δραχμές την βδομάδα για να, τότε τουλάχιστον πήγαινα σινεμά, που μου άρεσε ανέκαθεν. Όταν ξεκινήσαν τα σχολεία, η γιαγιά ήρθε πολύ περήφανα και μου είπε: «Άκου να σου πω! Εγώ έδινα τα... Δεν σε χρειαζόταν η κυρία. Εγώ της έδινα τις πέντε δραχμές να σου τα δώσει για να μάθεις να εργάζεσαι από νωρίς!». Αυτή η προδοσία! Δηλαδή και το μικρότερο που είχα, μια δικαιολογία να υπομείνω αυτό το πράγμα, ήταν από δόλο. Ένα δόλο που με, μου απαγόρευσε να έχω μια ελευθερία που την δικαιούμουν σαν παιδί. Μίσησα την δουλειά! Όχι την εργασία! Και μου αρέσει πάρα πολύ -γράφ' το αυτό- που στα ελληνικά το έχουμε δουλεία. Και μάλιστα, είναι αστείο, γιατί στα γαλλικά είναι να κάνεις χρήμα, που σημαίνει μπορεί να γίνεις και παραχαράκτης, faire l' argent. Kαι στα αγγλικά είναι make money, οπότε μπορεί να σε... Και στα γαλλικά gagner de l' argent. Να κερδίσεις χρήματα, οπότε μπορεί να ασχολείσαι με το λαχείο και το τζόκερ. Δηλαδή είναι, απ' αυτά, όμως, πιο ωραίο είναι το δουλειά. Και την πρώτη φορά στον χορό, που προσλήφθηκα δεκαοχτώ χρονών στο χορόδραμα της Ραλλού Μάνου, εδώ, που ήταν τότε δημοτικό, είπα: «Μα τι θαύμα είναι αυτό!». Εκεί που με χίλια ζόρια μπορούσα ή εργαζόμουνα ή με βοηθούσε ο πατέρας μου να βρω τα δίδακτρα για την σχολή, τώρα έχω δωρεάν μαθήματα και πληρώνομαι από πάνω. Και λέω: «Από τώρα το εξής για να ζήσω θα κάνω επαγγέλματα για τα οποία είμαι έτοιμος να πληρώσω γι' αυτά για να τα κάνω!». Αυτό ήταν! Και την ιστιοπλοΐα και τον χορό και αυτό, ήταν όλα κατ' ευχήν, γιατί επέλεγα όχι με κριτήριο τα χρήματα. Αλλά για να κάνω κάτι, έλεγα: «Γι' αυτό θα πλήρωνα να το κάνω; Ωραία, ας πληρωθώ για να το κάνω!». Και, δόξα τω Παναγάθω, Δόξα τω Θεώ, μέχρι αυτό συνέβη στην υπόλοιπη ζωή μου, από εκείνη την στιγμή. Με κάτι ανεβοκατεβάσματα, με πάρα πολλές φορές που έφτασα σε σημείο να μην έχω πεντάρα. Αλλά τις δυο φορές πραγματικά που δεν είχα πεντάρα, την ίδια μέρα παίρνοντας έναν άλλο δρόμο απ' αυτόν που έπαιρνα, περνώντας από μια στοά, αισθάνομαι ένα χέρι να με τραβάει. Γυρνάω και βλέπω την Ήρα Σινιγάλια, αρχισυντάκτης σε ένα περιοδικό και μου λέει: «Τώρα σε έπιασα! Σε κυνηγάω δύο χρόνια να πάρεις τα λεφτά σου. Θα 'ρθεις τώρα να τα πάρεις!». Την άλλη φορά που είχα μείνει τελείως απένταρος, είχα γράψει άρθρο για το Νational Geographic το ελληνικό, πηγαίνω εκεί και του λέω: «Παιδιά!». «Πολύ ωραία, έχετε να πάρετε χίλια διακόσια ευρώ. Θα μας κόψετε ένα τιμολόγιο». «Ωπ -λέω- δεν έχω τιμολόγιο! Πληρώνομαι με απόδειξη πληρωμής και μάλιστα χαίρεται η εφορία γιατί κρατάτε το είκοσι τοις εκατό». «Όχι -λέει- είμαστε ανώνυμη τώρα». «Μα κι οι εκδόσεις Λυμπέρη -λέω- έτσι με πληρώνουν». «Εμείς με τίποτα, με τίποτα, με τίποτα!». Λέω: «Ξέρετε είμαι σε φρικτή οικονομική κατάσταση». «Λυπόμαστε, τι να κάνω; Θα χάσω την δουλειά μου», μου λέει η ταμίας. Τώρα για ποιον λόγο την άλλη μέρα που, έμενα στο σκάφος, γυρνώντας λέω για να περάσω απ' τον Μανώλη τον Καζαμία, έναν φίλο μου που είχα καιρό να τον δω και γράφαμε μαζί πριν, παλιά στο Σκάφος και Θάλασσα του Καβαθά. Πάμε μέσα: «Γεια σου, τι κάνεις;» και τα λοιπά. Αυτά! «Πώς πας;». Λέω: «Καλά, μωρέ, πώς ωραία, ωραία άσε με -λέω- κοίταξε να δεις αυτή την στιγμή έχω να πάρω χρήματα και δεν μπορώ -λέω- στις εκδόσεις Λαμπράκη». Κοιτάζει το ρολόι του, μου λέει: «Καλά, ρε, γιατί δεν ήρθες πιο νωρίς να πάρεις τα χρήματα σου;». Του λέω: «Τι λες ρε Μανώλη;». «Κοίταξε να δεις εγώ επειδή κι έγραφα -κι αυτός έγραψε περιοδικά- έχω τιμολόγια, που μπορώ να κόψω. Αυτό!». Του λέω: «Ναι, αλλά εσύ είσαι Μανώλης Καζαμίας». «Ξέρεις ποιος είναι στο National Geographic; Ο Τάσος ο Βενετσανόπουλος!». «Τι κάνει αυτός;». Ήταν αυτός που μου δάνεισε το σκάφος του για να κάνω την πρόκριση για τον Ατλαντικό. «Ναι! Τι κάνει; Τι κάνει;» «Ναι αλλά κι αυτός;». «Είναι πολύ απλό! Ο Τάσος εκ των έσω θα πει "Μα, τι λέτε παιδιά! Το Αντώνης Βασιλειάδης είναι ψευδώνυμο του Μανώλη Καζαμία"». Σε δυο ώρες είχα τα λεφτά μου!
Σε μια άλλη φορά που όταν με χίλιες περιπέτειες -περιπέτειες- εμπόδια που με έφταναν σε ένα σημείο να βρω τον καλύτερο τρόπο και να με συστήσουνε για την έρευνα που έκανα κάτω στην Ινδία, μου λένε: «Οπωσδήποτε πρέπει να πας στο Calicut, κάτω σε [00:40:00]μία πόλη, που είναι ο διευθυντής των ιστορικών ερευνών όλης της Ινδίας». Λέω. Μου δώσαν το τηλέφωνο. Γιατί όταν τους είπα, λέει: «Αυτά είναι πολύ ωραία!» μου λέει. Και μάλιστα, στο πανεπιστήμιο, την πρώτη φορά που πήγα, ο διευθυντής Ιστορικοτήτων μας λέει: «Professor Βασιλειάδης, μου επιτρέπετε να σημειώνω;». «Ώπα, ώπα -του λέω- ποιο professor -λέω- ένα χρόνο μονάχα έκανα στην Σορβόννη αρχαιολογία. Τα παράτησα -λέω- όχι professor, ούτε δίπλωμα πήρα. Ούτε doctora, ποιο professor!». Και πρώτη φορά που είδα Ινδό να χάνει το χαμόγελό του. Κατεβάζει κάτι μούτρα, με κοιτάζει, μου λέει: «Τι; Ούτε δίπλωμα; Ούτε doctora; Ούτε professor; Και τι στο καλό με νοιάζει; Αυτή την στιγμή ξέρετε παραπάνω από μένα. Είσαστε professor για μένα. Επιτρέπετε;». Ποιος θα στο έλεγε εδώ; «Πού κάνατε το doctora σας; Ναι!». Κι όταν του είπα αυτά, μου λέει: «Πρέπει οπωσδήποτε να δείτε τον [Δ.Α. 00:42:26] Narayanan κάτω στο...». Μου δίνει το τηλέφωνο. Παίρνω, παίρνω τηλέφωνο. Τίποτα! Λέω: «Δεν πειράζει! Αργότερα!». Είχα κάτι να κάνω. Περνάνε -ξέρω 'γω- τρεις, τέσσερις εβδομάδες, λέω: «Γιατί, όμως, πρέπει να, να, να πάω!». Ξαναπαίρνω τηλέφωνο. Τίποτα! Μου λένε: «Ξέρεις μπορεί να έχουν αλλάξει και τα λοιπά». «Απλά -λέω- αφού έτσι κι αλλιώς θα θελήσω να τον δω, να τον πάρω συνέντευξη, πάω κατευθείαν!». Κατεβαίνω στην πόλη. Φτάνω βράδυ. Παίρνω τηλέφωνο. Τίποτα! Μου λένε: «Ναι, πρέπει να έχουν αλλάξει». Πολύ απλά, λέω, πάω στο, κατευθείαν στο πανεπιστήμιο. History Department, μια χαρά ένας παράδεισος! Φτάνω εκεί, χτυπάω την πόρτα. Ανοίγουν. Με κοιτάνε παρεξενεμένοι τώρα, ο κάτασπρος. «Πού εμφανίστηκε αυτός!». Λέω: «Γεια σας! Θα ήθελα τον κύριο Narayanan!». Κοιτάζονται μεταξύ τους. Λέει: «Σε δέκα λεπτά θα είναι εδώ. Καθίστε! Τσάι και τα λοιπά». Κάθομαι! Μου λένε: «Ήρθε ο κύριος Narayanan!». Λέω: «Ποιος είναι;». «Τι; Δεν τον ξέρετε;». «Όχι -λέω- δεν!». Και λέει: «Γεια σας -λέει- εμένα ψάχνετε;». «Ναι!», λέω. «Πώς;». Λέω: «Έπαιρνα τηλέφωνο σ' αυτό». «Ναι -λέει- έχουν αλλάξει». Λέω: «Και λογικό ήτανε, ήρθα στην έδρα σας». «Είναι δυο χρόνια, που πήρα σύνταξη. Σήμερα ήρθα για μια διάλεξη». Πάμε σπίτι του. Τα έχω στην κάμερα όλα. Πολύ όμορφη, συζητήσαμε γιατί είχα προλάβει, είχα διαβάσει πολλά εγώ για τους Ταμίλ, για την νότια Ινδία και το πήγαινα γιατί βρήκα μινωικά πράγματα εκεί. Και αφού κάναμε την κουβέντα, του λέω: «Ξέρετε, τώρα θα ήθελα να με συστήσετε στα διάφορα μέρη, γιατί ο μόνος που έγραψε ιστορία για την νότια Ιστορία, ήταν ο Μεγασθένης, πρέσβης του Σέλευκου». Λέω: «Να πάω στα μέρη που πέρασε ο Μεγασθένης!». Μου λέει: «Καλά, είναι μεγάλο ταξίδι!». Δηλαδή, λέμε Αθήνα, Αλεξανδρούπολη, Σόφια, Βουκουρέστι, Βαρσοβία, ένα τέτοιο πράγμα, γύρω γύρω. Μου λέει: «Πάρα πολύ μεγάλο ταξίδι! Μήνες!». «Τι να κάνω -λέω- θέλω να μιλήσω με τους ανθρώπους εκεί, επί τόπου». «Είναι καλό το ξενοδοχείο που μένεις;». Λέω: «Ναι!». «Κάτσε, γιατί σε δυο μέρες εδώ γίνεται το συνέδριο κι όλοι αυτοί θα είναι εδώ για σένα!», μου λέει. Τι να πεις! Και όλα, όλα, όλα είναι έτσι! Όλα είναι έτσι! Μόνο θαύματα! Και λέω αυτά είναι που πρέπει να γραφούνε γιατί, για να αρχίσει ο κόσμος να πιστεύει σε θαύματα. Γιατί τα δημιουργούμε εμείς. Τα θαύματα δεν έρχονται! Εμείς είμαστε οι δημιουργοί τους. Και επίσης το λέω αυτό γιατί λένε ότι, δεν ξέρω, ο Κοέλιο, ποιος, δεν θυμάμαι, που είπε ότι αν θέλεις κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί. Σκασίλα του το σύμπαν! Σιγά τώρα για μένα! Εγώ, όμως, μπορώ να κάνω σκεπτομορφές! Και επειδή έχουμε μεσάνυχτα το τι υπάρχει γύρω μας, φτάσαν στην έκτη διάσταση. Μιλάνε για παράλληλους κόσμους. Μιλάνε ότι μπορεί αυτή την στιγμή να ζούμε σε έναν παράλληλο κόσμο και να αντλούμε δυνάμεις από εκεί. Το μυαλουδάκι μας σ' αυτήν την ζωή είναι πολύ αδύναμο. Οπότε, εγώ κάνοντας σκεπτομορφές, άλλαζα όχι μόνο νοοτροπία, κατάσταση και... Δηλαδή συμβαίνανε απίστευτα, απίστευτα, απίστευτα θαύματα και σου είπα τώρα τρία, τέσσερα. Στα υπόλοιπα βιβλία θα τα ακούσεις όλα.
Μεταπηδούσατε πολύ από το ένα επάγγελμα στο άλλο, αλλά και ήταν κάπως, μεταξύ τους δεν είχανε κάπως σχέση.
Όχι. Όχι! Γιατί, γιατί δεν, δεν είχα προσηλωθεί σε μια κατεύθυνση. Στον αθλητισμό! Στις τέχνες! Σε καριέρα επαγγελματική. Όχι! Ήταν τελείως ελεύθερος ο ορίζοντας και όπου έβλεπα να ανάβει φως, πήγαινα.
Πώς βιώνατε αυτή την αλλαγή από το ένα στο άλλο;
Γιατί δεν την αισθανόμουν σαν αλλαγή. Δεν, δεν, ήτανε τόσο φυσικό. Τόσο φυσικό, δηλαδή είναι τρομερό! Από εκεί που κάνεις καταδύτης στην πισίνα και έρχονται κοριτσάκια, σου λέει: «Είσαι χορευτής;». Και λες; «Θεέ μου, με περνάτε για αδερφή;». Λέει: «Όχι -λέει- έχεις δυνατά πόδια», γιατί έκανα βουτιές. Και είχα και δάσκαλό μου τον Κώστα τον Πρέκα, τον ηθοποιό. Και μου λέει: «Όχι, έχεις δυνατά πόδια. Τεντώνεσαι!». «Όχι -λέω- γιατί κάνω βουτιές, καταδύσεις». Ναι! Οπότε, ώσπου να μιλήσουμε με τα κοριτσάκια, πλακώνει ο Πρέκας. «Ρε συ -μου λέει- που μιλάς στα ξένα, κανόνισε με τα γκομενάκια». Περάσαμε ωραία και μετά μου λέει: «Θα σε γράψουμε σε μια σχολή μπαλέτου». «Φύγετε ρε! Φύγετε ρε! Φύγετε!». Λέω: «Τι είναι αυτό;» Εντωμεταξύ, ήδη είχα γραφτεί, έκανα ζωγραφική στον Σαραφιανό, για να πάω, ήθελα Καλών Τεχνών για ζωγραφική. Και τυχαίνει, τίποτα, εκείνη έρχεται σε ένα, στο -όχι Αλίκη, αχ, πώς λεγότανε- απέναντι απ' την φοιτητική εστία, εδώ, στον Άγιο Παύλο, ένα σινεμά θερινό, μια βραδιά με το βασιλικό μπαλέτο. Λέω: «Κάτσε να δούμε τι είναι αυτό που με είπανε». Πάω, βλέπω και λέω: «Αυτό θέλω!». Κι έτσι, ξεκίνησα! Από κολυμβητής που ήταν υποψήφιος για Καλών Τεχνών, άρχισα πρώτη position, δευτέρα position. Αλλά, σε τρεις μήνες είχα φτάσει ό,τι οι άλλοι κάναν τέσσερα χρόνια. Γιατί είχα κλείσει τα πόδια κι ήταν η απόλυτη αφοσίωση. Κι αυτό: «Βλέπε, ο Αντώνης κάνει γιόγκα. Δεν κάνει χορό!». Και η αφοσίωση είναι απίστευτο πράγμα και πότε αφοσιώνεσαι! Όταν κάτι που κάνεις πραγματικά αυτό που θέλεις! Εκεί είναι το μυστικό και εκεί είναι το μυστικό της αποτυχίας. Εγώ το βλέπω ανάποδα. Δεν κοιτάζω ποτέ το μυστικό της επιτυχίας. Λέω το μυστικό της αποτυχίας. Η αποτυχία από πού έρχεται; Γιατί κάνεις κάτι που δεν το πιστεύεις. Όχι μονάχα να το πιστέψεις, αλλά να είσαι παθιασμένος. Να ζεις γι' αυτό! Πάντοτε, πάντοτε και λέω ότι σε ό,τι ασχολήθηκα κι από μικρός, νόμισα ότι αυτό ήταν το κέντρο του κόσμου και ο κόσμος όλος υπήρχε γι' αυτό! Ήταν, ήταν απίστευτο και μάλιστα θεωρούσα ότι ήταν φυσικό κι όλος ο κόσμος να θεωρεί ότι αυτό που εγώ ασχολιόμουνα ήταν το άλφα και το ωμέγα της ύπαρξης. Δηλαδή, ήτανε τρελά πράγματα. Αλλά ήτανε βουτιά κατευθείαν μέσα. Δεν, δεν, χωρίς δεύτερη σκέψη ή αυτό θα το κάνω. Κι αυτό που τους έλεγα: «Παιδιά, εσείς κάνετε ένα, μια ώρα ένα μάθημα. Εντάξει; Εγώ εκτός από και μερικές φορές, μάλλον σε πολλές φορές το βλέπω στο όνειρό μου, εγώ εκτός απ' τις οχτώ ώρες ύπνου, άλλες δεκαέξι κάνω μάθημα. Περπατάω στον ώμο και κάτω οι ώμοι, στρογγυλό το χέρι, το πουαντέ στην αυτή, ίσια αυτά, στο plie πρέπει να ανέβω κατακόρυφα, στην...». Λέω: «Καταλαβαίνετε ότι εγώ δεκαέξι ώρες, εσείς μία;». Άρα εγώ, στο ανάποδο, κάθε [00:50:00]χρόνο δικό σας, κάνω δεκαέξι χρόνια. Δεν είναι, δεν είναι φυσικό που σας πέρασα;». Ναι. Κι όλα αυτά γιατί η αφοσίωση και απ' την άλλη η πίστη! Όταν είπε ο Χριστός: «Η πιστή κινεί βουνά!». Είναι και συνέχεια το λέω ότι και πρέπει ολόψυχα να πιστεύεις. Έστω και μια αμυδρή ακτίνα αμφιβολίας περάσει απ' τα θεόκλειστα μάτια της πίστης, δεν γίνεται τίποτα. Και μετά την πίστη τι είπε: «Η πίστις σου σέσωκέ σε!». Τα λένε οι γραφές. Εγώ θα τα, εγώ θα τα... Δηλαδή, να προσπαθήσω να ανακαλύψω τώρα τον τροχό; Δηλαδή είναι, είναι απίστευτο! Και ακριβώς, αν σε κάτι δεν είσαι παθιασμένος, δεν πιστεύεις. Κι εκεί είναι το μεγάλο πρόβλημα, στην πίστη! Και λες... Η αμφιβολία! Έβλεπα κάτι: «Αυτό θέλω να κάνω!». Δευτερόλεπτο δεν αμφέβαλα ότι δεν θα το κάνω. Και πολύ καλά μάλιστα! Κατευθείαν, ναι! Δηλαδή με το πρώτο που έκανα, το plie, λέω: «Πρώτος χορευτής!». Έγινα! Δηλαδή πανάκι, κοίταξε, κοίταξε πηγαίνει με τον αέρα αυτό! Ωκεανοπόρος! Εντάξει! Γιατί όσοι δεν φτάσανε εκεί ήταν: «Ωραίο πράμα! Να πάρω ένα σκαφάκι να πηγαίνω στην Αίγινα». Όχι. Να πάρω ένα σκαφάκι να πάω στον ωκεανό!
Πάω πρώτα στον χορό. Θέλετε να μου μιλήσετε για την πορεία σας στον χορό;
Μπράβο! Έχεις τότε πώς έγινε και τυχαία μου είπαν, οι χορεύτριες μου είπανε, με περάσανε για χορευτή. Οπότε, είδα και το φιλμ, λέω: «Αυτό θέλω να κάνω!». Έψαξα και βρήκα μία σχολή η οποία ευτυχώς είχε άλλα δύο αγόρια και ήτανε για εκείνη την εποχή, ήτανε. Και αυτό που έλεγε η δασκάλα που σου είπα ότι ήμουνα τόσο, έκανα κάθε τι με απόλυτη συγκέντρωση και δεκαέξι ώρες το εικοσιτετράωρο. Με αποτέλεσμα μετά από ενάμιση χρόνο να έχω το θράσος να πάω, να παρουσιαστώ στην Ραλλού Μάνου και να με προσλάβει σαν επαγγελματία. Δεν ήξερε πόσο, ότι έκανα μονάχα ενάμιση χρόνο. Αλλά δεν χρειαζόταν, αφού ήμουνα φτασμένος. Μετά, όμως, επειδή ήτανε περιορισμένες οι παραστάσεις που έκανε εδώ κι εγώ βιαζόμουνα κι έλεγα, είχα ακόμη να πιστεύω για το ότι πίστευα ακόμη στον κλασικό χορό. Δεν είχα ολοκληρώσει αυτό που ήθελα. Προσπάθησα... Είχε έρθει εδώ το Μπαλέτο του Μεξικού, το Κλασικό Μπαλέτο του Μεξικού και κάναν μαθήματα. Οπότε, ζήτησα κι έκανα μάθημα μαζί τους. Τους ρώτησα αν θα με δεχόντουσαν. Μου λένε: «Βέβαια! Αρκεί να συμφωνήσει και η κυρία Μάνου». Ζήτησα την κυρία Μάνου, μου λέει, εκείνη βέβαια και με το δίκιο της, θεωρούσε το κλασικό μπαλέτο μουσειακό είδος. Αλλά με ευχαρίστηση θα με απελευθέρωνε. Το ζήτημα ήταν ότι θα έπρεπε να πάω εκεί. Κι εκείνη την εποχή τα εισιτήρια ήταν πανάκριβα. Ήτανε... Μια άλλη μου δασκάλα που πήγα, με το γεγονός ότι ήδη ήμουνα στο Χορόδραμα, είχα προσληφθεί και με φωτογραφίες και δικά της συστατικά, έγινα δεκτός απ' το Μπαλέτο της Ραμπέρ στο Λονδίνο. Δεν ήταν... Αλλά έπρεπε να μπω μέσα και μου είπανε, δεν ήταν αρκετά τα χρήματα που διέθετε η οικογένειά μου για να σπουδάσω εκεί, για το, μόνο για το σπίτι και το φαγητό. Μου λένε: «Θα πας, θα πιάσεις μια μικρή δουλίτσα και θα είναι όλα μια χαρά. Αλλά μην τους το πεις αυτό. Θα μπεις σαν τουρίστας». Φτάνω εκεί. Μπαίνω. Και με ρωτάνε στο Ντόβερ: «Σκοπός της επίσκεψης σας;». «Τουρισμός!». Αλλά, είπα τ, τ, τ, με είδαν που κόμπιαζα. Γιατί από μωρό ο πατέρας μου μού έλεγε: «Μην πεις ποτέ ψέματα! Μην πεις! Μην πεις!». Κι όταν το ακούς από μωρό και πας να πεις ψέματα, αρχίζει αυτό. Φυσικά, λεβέντης ο άλλος, το έπιασε αμέσως. Λέει: «Γιατί; Σίγουρα;». «Ναι, ναι. Τέλος πάντων, να σας πω έχω υποτροφία και πρέπει να μπω. Αλλά πρέπει να μπω για να στείλω τα χαρτιά». «Όχι -λέει- δεν γίνεται. Πρώτα θα κάνεις τα χαρτιά και μετά είσαι most welcome!». Και με διώχνουν πίσω στην Γαλλία. Και βρίσκομαι τώρα στην Γαλλία και τι να κάνω! Να γυρίσω πίσω; Με τίποτα! Λέω: «Καλύτερα θα πεθάνω! Δεν γυρνάω πίσω», αυτό το άλλο που είχα. Δεν γυρνάω πίσω, όταν, όταν ανατίναζα τις γέφυρες πίσω μου, είχα μόνο μπροστά να πάω. Λοιπόν, και πάω στο Παρίσι και προσπαθώ με ποιο τρόπο να στείλουνε πιστοποιητικά μήπως μπορούσανε να κάνουν. Αλλά έπρεπε να κάνω μαθήματα. Ένα σωρό περιπέτειες εκεί. Και έτσι τελειώνει. Και έχω φτάσει σε σημείο να έχουν τελειώσει τα χρήματα μου, να πεινάω, να μην υπάρχει καμιά ελπίδα. Δεν θα γύρναγα με τίποτε! Και είναι μια μέρα, που τι έκανα! Μία μέρα, αν πήγαινα για μάθημα, δεν έτρωγα. Και την άλλη έτρωγα και δεν πήγαινα μάθημα. Είχα φτάσει σ' αυτό το σημείο. Και μια μέρα, λέω τρεις μέρες, λέω: «Πρέπει να πάω για μάθημα! Πρέπει! Δεν πειράζει!». Παίρνω, πηγαίνω στο στούντιο και εκείνη την μέρα λέει: «Άρρωστος ο δάσκαλος». Λέω: «Αυτό ήταν μήνυμα, γιατί να επιμείνω;». Και έχασα και τα, το εισιτήριο που με αυτό θα έτρωγα και ένα σάντουιτς. Πω ρε!. Απ' την άλλη μεριά λέω: «Αφού το έχασα αυτό», ρωτάω, λέω: «Υπάρχει κανένας;». «Ναι, ναι υπάρχει ένας άλλος καλός δάσκαλος. Αλλά, είναι στο, στο άλλο κτίριο». «Πάμε!». Πάω εκεί, αρχίζει το μάθημα. Μάλιστα! Έρχεται: «Πολύ καλά! , λέει. Μου είπε δυο, τρία πράγματα, τυπικά. Κάνουμε. Κι έρχεται μετά, μόλις τελειώνει το μάθημα. Λέει: «Εργάζεστε πουθενά;». Λέω: «Όχι! Περιμένω εδώ γιατί θέλω να πάω στην Αγγλία». «Αν είσαστε ελεύθερος, ο κύριος που παρακολούθησε το μάθημα είναι διευθυντής της Όπερας της Νάντ και σας προσφέρει συμβόλαιο». Και μένω κόκαλο. Με πιάνει, αυτός νόμισε ότι σκεφτόμουνα. «Μην... Είναι μια δυναμική κομπανία, είναι πολύ!». Με παίρνει απ' το χέρι και με πηγαίνει. Σηκώνεται ο άλλος: «Jean [Δ.Α. 01:00:24] -ο διευθυντής- αν είσαστε ελεύθερος...». Εγώ έχω κοκαλώσει και αυτό μου έδωσε τον καιρό θρασύτατα να του πω: «Αυτή την εποχή είμαι ελεύθερος!». Αυτοστιγμεί μου δίνει χρήματα για πρώτη θέση και λέει: «Μόλις πάρετε την βαλίτσα σας. Σας περιμένω!». Και ξεκίνησα καριέρα! Έτσι!
Και μετά;
Μετά, τι έκανα; Έκανα ένα μεγάλο κόλπο. Να φανταστείς ότι εκεί ήταν στην μέση της σεζόν, τέλειωσε τον Απρίλιο. Το καλοκαίρι δεν, αλλά εκείνη την εποχή, εκείνη μία φορά πρώτη, το, το υπουργείο πολιτισμού με τον Aντρέ Μαλρώ, τον λογοτέχνη, δημιούργησε ένα μπαλέτο του Παρισιού. Όπως και την Συμφωνική Ορχήστρα! Αλλιώς δεν υπήρχαν το καλοκαίρι δουλειές. Και προσλαμβάνομαι εκεί. Κλείνει κι αυτό. Και βέβαια τον Σεπτέμβριο, τηλεφωνώ και πάω και δίνω εξετάσεις στην Όπερα του Στρασβούργου. Αλλά εγώ μέσα σε έξι μήνες είχα κάνει τέτοια πρόοδο που πηγαίνοντας εκεί ζητάω και γίνομαι κορυφαίος. Τελειώνω με το Στρασβούργο και μετά πάω στην Γερμανία, στο Φράιμπουργκ. Αλλά είχα κάνει πρόοδο και γίνομαι σολίστ. Και το ίδιο, μετά εκεί με διώχνουν κιόλας, γιατί τους έκανα, δεν μου άρεσε, ήθελα [01:00:00]να φύγω. Ναι, δεν το πολύ ευχαριστήθηκα με τους Γερμανούς. Και πάω στο μπαλέτο της Φλάνδρας και με επιλέγουν και κάνω Πετρούσκα, ρόλο πρώτου χορευτή. Γυρνάω στο Παρίσι και από τότε πρώτος χορευτής. Πήγαινα και μόνο σε θέατρα που χρειαζόντουσαν πρώτο χορευτή, όχι στο μπουλούκι. Στα είκοσι τέσσερα είπα: «Φτάνει! Είναι καιρός να πάμε για ιστιοπλοΐα». Γιατί, είχα πετύχει αυτά που ήθελα. Να χορέψω το ρεπερτόριο και τώρα λέω... Έπειτα, το κυριότερο! Μια φορά, εκεί είχαν παγώσει όλοι, που ήτανε στην, είχα κάνει και τουρνέ στην Πολωνία κι αυτά και στην Ισπανία. Αλλά κι αυτό γιατί; Γιατί έχοντας, πηγαίνοντας μόνο ρόλους πρωταγωνιστή, είχα και ελεύθερο χρόνο, αλλά το κυριότερο ήμουν σε διαφορετικά μέρη και ταξίδια. Δηλαδή το όταν έφτασα σε ένα σημείο πλέον και λέω, μου λέει: «Στον Δον Κιχώτη ήσουνα», όχι ο Δον Κιχώτης ήταν άλλο πράγμα, ήταν φτιαγμένο για μένα, αλλά λέει: «Στους πολοβτσιανούς χορούς ήσουνα πιο δυναμικός απ' ότι στην, στην Ζιζέλ». Λέω: «Ώπα, ώπα! Ρε παιδιά, καταλάβατε ότι στα διαφορετικά μπαλέτα, αλλάζουμε μόνο κοστούμια;». «Τι;». «Μπράβο! Για δείτε! Σε κάθε μπαλέτο τι είναι; Ξεκινάει με tour ensemble. Μετά, tour à la seconde. Έκανε, έκανε τριάντα δύο fouetté, για τις κοπέλες. Έκανε τα tour à la seconde. Μετά, diagonale με tour en l' air, coupes, jetè. Κουρσάρος, Ζιζέλ». Και τώρα αυτό το βλέπεις πολύ καλά στο youtube. Είναι απίστευτο και μάλιστα σου λένε δέκα καλύτεροι που κάνουν την variation της Ζιζέλ. Τους βλέπεις. Το ίδιο πράγμα! Δέκα Δον Κιχώτη, τον Δον Κιχώτη τον σπανιόλικο. Πάλι τα ίδια! Τour ensemble, tour à la second, coupes, jetè, en tournant, διαγώνια με το... Η διαφορά είναι ότι στην Ζιζέλ εγώ έκανα τα διπλά tour en l' air, ενώ στον Δον Κιχώτη άλλαζα μόνο τα χέρια. Ήταν απίστευτο! Και επειδή όμως, όταν είδα ότι δεν έχει μέλλον εκεί, είχα την τύχη να βρω έναν χορογράφο που δημιούργησε έργα πάνω μου. Και είδα ότι ήτανε αρκετά περιορισμένο. Το λογικό θα ήτανε να πάω προς τον μοντέρνο χορό, αλλά όταν είδα ότι οποιαδήποτε κίνηση γυμναστικής ή να κυλιέσαι στο πάτωμα, το ονομάσανε χορό, είπα: «Φτάνει!» και πάμε για την... Επειδή, όμως, δεν μπορούσα, είχα ζητήσει πολιτικό άσυλο, δεν μπορούσα να γυρίσω εδώ. Δεν είχα ένα μέρος να μείνω. Και σε μια παράσταση που είχα κάνει στην Νίκαια, είδα ένα σκαφάκι που κάποιος καθότανε ήρεμα το βράδυ και διάβαζε και κοίταξα μέσα και λέω: «Κρεβατάκια, κουζίνα, το τέλειο σπίτι!». Λέω: «Αυτό χρειάζομαι! Και τι ωραία, θα ταξιδεύω κιόλας. Και χωρίς έξοδα και χωρίς να περνάω από σύνορα και από χώρες που παράξενες. Όπου υπάρχει θάλασσα, θα μπορώ να πηγαίνω». Αλλά όταν το πήρα αυτό, επειδή easy come, easy go, δεν είχα αρκετά χρήματα να αγοράσω. Και πάλι τυχαία, κατεβαίνοντας σε ένα μέρος, γυρνώντας να δω την θάλασσα, σε έναν σταθμό που περίμενα το τρένο, βλέπω ένα περιοδικό που δεν το ξέρει ούτε η μάνα του για σκαφάκια. Για ποιο λόγο το λέω. Προχώρησα, πήγα, ήπια καφέ, ήταν να μπω στο τρένο και γιατί το πήρα, δεν ξέρω! Μες στο τρένο το ανοίγω, και τι να δω; Καλά, ένα σκάφος φτιαγμένο από ιδιώτη! Τακ, τακ, τακ, τακ, όλα, τι κάνεις! Αυτό είναι! Πήγα, αγόρασα σχέδια. Πήγα, άρχισα, έκανα ηλεκτροκόλληση. Έφτιαξα το σκάφος μου! Ναι! Και έτσι, άρχισα να ταξιδεύω μετά. Ήτανε, μου είχαν ζητήσει να πάω στην Όπερα της Βενετίας, αλλά έγινε η Μεταπολίτευση. Ήρθα εδώ. Με το που ήρθα και με είδαν εκείνη την εποχή: «Χωρίς μηχανή ήρθε απ' την Γαλλία! Είσαι καλός ιστιοπλόος. Ζητάμε για τα ενοικιαζόμενα σκάφη, καπετάνιο». Έκανα τον καπετάνιο. Μετά, έγραψα κάτι άρθρα σε ένα περιοδικό. Όταν τα είδαν αυτοί, ήρθαν και μου προτείνανε κι έγινα αρχισυντάκτης κι έκανα το περιοδικό το yachting στην Ελλάδα. Και εκεί μετά έφτασε πάλι να είναι ο μοναχικός αγώνας του Ατλαντικού που είχαν πάει ακόμα και Ελβετοί. Και λέω: «Μήπως είναι η ώρα να πάει κι η ελληνική σημαία;». Κι έκανα ένα σωρό πράγματα στο τέλος και πήγα στον αγώνα. Όταν γύρισα, εντάξει, ωκεανοπόρος, έκανα σχολή, έγινα, δίδαξα ιστιοπλοΐα. Και βέβαια, η διδαχή μου ήταν μόνο τα λάθη μου. Μάθαινα στους μαθητές μου τα λάθη μου. Λέω: «Για το πώς θα περάσετε καλά και πώς λέγεται αυτό, το πώς θα περάσεις καλά, για εσάς. Το πώς λέγεται, το βιβλίο! Από μένα θα πάρετε πώς αντιδράς όταν είσαι νυσταγμένος, με... Βρεγμένος, κρυωμένος, γιατί τότε είναι που θα πάθεις το ατύχημα». Έκανα αυτό και, επειδή έκανα αυτά, μετά, το '86, μου αναθέσαν το αρχαίο πλοίο, το Κυρήνεια. Του έφτιαξα εγώ το πανί και τα λοιπά και το ταξίδεψα μέχρι την Κύπρο. Μάλιστα, ήμασταν, πριν φύγουμε ήμασταν στον Ναυτικό Όμιλο κι ήταν η Μελίνα δίπλα μου. Χάρη στην Μελίνα Μερκούρη έγινε αυτό το καράβι, βέβαια. Και στον Χάρη Τσάλα που ήταν ο εμπνευστής του. Και ήταν οι επιστήμονες και οι ακαδημαϊκοί οι οποίοι λέγανε: «Αυτό το καράβι πηγαίνει με τον αέρα από πίσω -όχι πρίμα- με ενάμισι μίλι και τα λοιπά και τα λοιπά». Λέω στης Μελίνας: «Να σ' ακούσω τώρα ή όχι;». «Σκάσε», μου λέει, «περίμενε». Εντάξει! Λοιπόν, τελειώνουν και φυσικά εκεί, κάμερες απ' την Ιαπωνία, από την, από όλον τον κόσμο. Πρώτη φορά, αρχαίο πλοίο που ταξίδευε! Και τι; Στο χιλιοστό αντίγραφο, γιατί βρέθηκε ολόκληρο! Η τριήρη που κάνανε ήτανε, είναι φαντασίας. Είναι μονάχα απ' το γλυπτό που δείχνει τους κωπηλάτες. Όλο το άλλο υποθέτουν. Ενώ ακόμη και η βάση του καταρτιού που ήταν για να μπορεί να πέσει πίσω, υπάρχει στο Κυρήνεια. Άρα, ό, τι ήταν το Κυρήνεια το κάναν. Και γυρίσαν οι κάμερες και μου λένε: «Τι, ο καπετάνιος τι έχει να πει;». Λέω: «Κοιτάξτε, έχουνε δίκιο οι κύριοι! Γιατί το μόνο γραπτό που έχουμε, είναι πόσο έκανε ο Τηλέμαχος να πάει απ' την Ιθάκη στην Πύλο να ρωτήσει για τον μπαμπά!». Μας βγαίνει ο μούτσος; Λέω πού να ξέρουν τι είχα κάνει! Λέω: «Κοιτάξτε, είναι λογικό, γιατί έφυγε σκαστός, δεν είχε κωπηλάτες, το καλοκαίρι στο Ιόνιο να βρεις αέρα, με τίποτα. Άρα, ενάμισι μίλι και πολύ καλά είναι! Μόνο εγώ με το Κυρήνεια έπιασα εφτά μίλια και πήγε και κόντρα στον αέρα». Χλωμιάζουνε όλοι! Στην επιστροφή, εδώ, να το, το Κυρήνεια! Βλέπεις τι νερά αφήνει πίσω του πηγαίνει με δώδεκα μίλια. Κατάλαβες τώρα γιατί όταν έχουν υπολογίσει όλα τα ταξίδια με ενάμισι μίλι και μόνο με τον αέρα πίσω να αποδεικνύεται πήγε μέχρι δώδεκα, επτά σταθερά και κόντρα.
Γιατί-
Δεν... Γιατί, γιατί ανατρέπονται τα πάντα! Είναι σαν τις πυραμίδες! Ακόμη λένε τις σέρνανε οι, είναι δυνατόν ο κορμός και πάνω σε άμμο να αντέξει σαράντα τόνους; Καλά, τρελαθήκαμε; Ή αυτό που το 'πα και στον εγγονό μου και το είπε στην πρώτη δημοτικού και έμεινε έτσι η δασκάλα. Την εποχή που λένε ότι τάχα μου ήταν, που δεν ήταν τάφοι, ο Τέσλα έστειλε, έστειλε ηλεκτρισμό μ' αυτό. Οι πυραμίδες ήταν με ηλεκτρισμό. Και ναι! Δηλαδή και έχεις [01:10:00]μπλοκ χιλιάδες, κομμένα, που φύλλο χαρτιού δεν περνά ανάμεσα τους. Έτσι; Αλλά είναι η εποχή του χαλκού. Θα σου δώσω εγώ χάλκινο καλέμι και σφυράκι και κάνε μου τόσο στην πέτρα. Θα κάνει πιτ! Πώς εξηγείται: «Οι φαραώ τότε κάναν αυτές;». Ρε παιδιά, και τις μεταφέρανε από τέτοιο σημείο, σαράντα; Και ένα ωραίος που είπε, λέει: «Α, έτσι ε; Ήταν ράμπα με άμμο και την σέρνανε. Πολύ ωραία! Μόνο για να γίνει αυτή η πυραμίδα, η άμμος που χρειαζότανε για να πάνε εκεί, θα έπρεπε γύρω γύρω να είχαμε είκοσι πελώρια βουνά άμμου. Πού πήγε αυτή η άμμος;». Και μετά, είδανε με τον φωτοηλεκτρισμό και είναι χίλιων εφτακοσίων ετών. Προηγούμενες, άτλαντες, πιο πίσω, πιο πίσω, τώρα παραδέχτηκε η ΝΑΣΑ ότι πριν από εμάς υπήρχαν dozens πολιτισμοί. Δωδεκάδες! Κι εμείς θυμόμαστε μόνο την Ατλαντίδα! Δηλαδή είναι... Ζούμε με πολλά ψέματα. Ζούμε με πολλά ψέματα! Έτσι που λες! Έκανα το Κυρήνεια. Μετά από το Κυρήνεια έγινε και για τα πεντακόσια χρόνια του Κολόμβου. Μην τον λέμε Κολόμβο! Είναι αποδεδειγμένο ότι ήτανε Χριστόφορος Δισύπατος Παλαιολόγος. Και η υπογραφή του το αναφέρει και πάρα πολλά. Και λέω για τα πεντακόσια χρόνια της ανακάλυψης. Λέω: «Θα πάω!». Και εκείνη την εποχή ήταν το θέμα της Μακεδονίας. Το οποίο, όχι από εθνικιστικά. Αλλά. λέω, εάν δεχτούνε οι Σλάβοι να πούνε Μακεδονία, θα δεχτούνε και άλλα πράγματα από αυτούς που θα τους αναγνωρίσουν. Λέω... Και μάλιστα, όταν τερμάτισα τον αγώνα, και σε μια δεξίωση που κάναν όλοι οι Μακεδόνες της Αμερικής και τα λοιπά και τα λοιπά με είπε, λέω: «Κοιτάξτε, εγώ τον αγώνα τον έκανα για τους Σκοπιανούς. Ναι, για να, μπας και καταλάβουν τι πάνε να κάνουν, γιατί εάν επιμένουν σ' αυτό το όνομα, θα πρέπει να δεχτούν κι άλλα, για να τους το χαρίσουν». Κι έγινε αυτό που έγινε. Επομένως, έκανα και τον αγώνα. Και ήρθα τρίτος και ήταν και πρώτη φορά που καπετάνιος Έλληνας πήρε βαθμούς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα κυβερνητών ωκεανών αγώνων. Το γράφω εδώ στην μπλούζα. Ναι. Και μετά, μετά από εκεί-
Πώς ήταν αυτή η εμπειρία σας;
Ποια από όλες; Γιατί η μεγάλη εμπειρία ήταν το πρώτο ταξίδι στον Ατλαντικό που ήμουνα μόνος μου. Από Αγγλία, Αμερική. Και είχα ένα ατύχημα. Είχα μετά, βγαίνοντας σε μια θήλα έσπασε το ρεζερβουάρ του νερού και αναγκάστηκα να πετάξω το γλυκό νερό και ευτυχώς είχα λίγο και αναγκάστηκα πήγα στις Αζόρες και συνέχισα. Τουλάχιστον έκανα-. Αλλά αυτές οι τριάντα μέρες ήταν η απόλυτη κάθαρση! Όταν, δηλαδή, δεν χρειάστηκε σαν τον συνονόματο, τον Άγιο Αντώνιο, να πάω στην έρημο. Ήταν η υδάτινη έρημος, γιατί δεν έβλεπες τίποτα γύρω. Και μετά, την πρώτη μέρα και απ' την κούραση και απ' την αϋπνία, γιατί υπάρχει φόβος μη κανέναν βαπόρι έρθει και σε χτυπήσει και σε βουλιάξει, άρχισα να βλέπω και hallucinations -πώς- ψευδαισθήσεις, να έχω ψευδαισθήσεις. Να βλέπω κόσμο! Κάποιος να είναι μέσα στο σκάφος. Κάτσε ρε, αφού είμαι μόνος μου. Και όταν έρχεται ένα κύμα και λες αυτό είναι το τελευταίο ξαπλώνει το σκάφος, περνάει, ξαναβγαίνει. «Α, δεν ήταν το τελευταίο μου!». Έρχεται το επόμενο. «Τώρα μάλλον!». Εκεί, όταν περνάς αυτό το πράγμα πολλές φορές, κάτι συμβαίνει μέσα. Για μένα αυτός ο αγώνας, ο μοναχικός, ήτανε η κάθαρση. Δηλαδή, είδα πλέον την ζωή με διαφορετικά μάτια. Κατ' αρχάς είναι το απόλυτο, η απόλυτη μοναξιά. Γύρω, γύρω τίποτα! Σαν την έρημο που πήγε, ο Χριστός όμως πήγε εκεί για να, για να μυστηριεύσει κάτι, αλλά άλλο αυτό. Αυτό είναι άλλο θέμα. Μυστηρίευα εκεί, μου γινόταν μια, μια, ξέρω 'γω, άλλαζε το, το συναίσθημα. Το ότι δεν μπορούσα, όχι, νόμιζα ότι πλέον είχε χαθεί όλος ο κόσμος και δεν υπήρχε στο σύμπαν άλλος από μένα. Ναι, ναι! Ένα συναίσθημα που μετά, όταν τερμάτισα, είπα: «Θα έπρεπε όλους αυτούς που πάνε να γίνουν ηγέτες του κόσμου, να τους βάλουν να περάσουν μια φορά έναν ωκεανό μόνοι τους». Θα 'ρθούνε άλλοι άνθρωποι. Εκεί ήτανε μία, η λέξη είναι κάθαρση. Φύγανε όλα τα προβλήματα τα μεταφυσικά. Και είδα τον κόσμο μ' άλλα μάτια. Όπως, όταν πρωτοαντίκρισα, όταν μου φέραν με την κόρη μου. Είναι απίστευτο! Ξαφνικά ένα πλασματάκι και αισθάνθηκα στα μάτια μου να αλλάζει ο κόσμος! Δεν κατάλαβα. Προσπάθησα να το κατανοήσω. Δεν βρήκα λύση. Το μόνο που ξέρω είναι ότι από τότε έβλεπα τον κόσμο διαφορετικά. Το ένστικτο αυτό, δεν με ενδιαφέρει, αλλά ήταν και πολύ όμορφο!
Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε κατά την διάρκεια αυτού του, από την Αγγλία δηλαδή μέχρι να φτάσετε στην Αμερική;
Οι δυσκολίες ήταν πριν! Αλλά ας το αφήσουμε αυτό! Γιατί θα αποκαλυφθούν πράγματα τα οποία... Τέλος πάντων! Είχα πολλές δυσκολίες. Και το γράφω, θα το, όταν θα έχεις χρόνο και όταν βγει το δεύτερο βιβλίο, όχι, αυτό είναι στο τρίτο βιβλίο. Μην βιάζεσαι! Έχουμε! Το είχα πει ότι έκανα αυτόν τον αγώνα μετά από πολλές δυσκολίες από ανθρώπους και καταστάσεις. Ειδικά να σου πω και κάτι άλλο. Όταν, ήταν να πάω, ετοιμάζαμε το Κυρήνεια για το ταξίδι στην Κύπρο, είχε έρθει κι ένας δημοσιογράφος Βούλγαρος και μου συστήνεται: «Γεια σου! Είμαι από την Βουλγαρία, απ' την Βάρνα!». «Α, -λέω- ο [01:22:00]». Λέει: «Πού τον ξέρεις;». Λέω: «Ήταν στον ίδιο αγώνα με εμένα», λέω. «Έκανες τον Ατλαντικό όλο μόνος σου -μου λέει- εδώ θα πρέπει να είσαι εθνικός ήρωας!». «Δεν καταλάβατε -λέω- αντίθετα». «Α, τότε θα λες ό,τι λέμε κι εμείς στην Βουλγαρία. Θα λες ότι στην κόλαση, κάθε χώρα έχει και το καζάνι της. Λοιπόν, και γύρω γύρω διάολοι με τις τρίαινες. Όποιος πάει να βγει, μέσα. Στο ελληνικό δεν υπάρχουν διάολοι. Γιατί όποιος πάει να βγει οι άλλοι: "Εδώ ρε! Μαζί μας! Δε θα βγεις!"». Ισότητα. Όχι να πάμε να βρούμε μια ισότητα πιο πάνω. Ισότητα προς τα κάτω. Ήτανε πάρα πολύ όμορφη εμπειρία. Και να φανταστείς ότι και στο Κυρήνεια είχα πάρει και δύο άτομα που δεν είχαν δει θάλασσα μέσα στο πιο δύσκολο καράβι του κόσμου. Τίποτα, όλα ήτανε πλεκτά, ήτανε. Σε μια βδομάδα ήτανε ναύτες. Και να λέω θα πρέπει να κάνουμε ανάλυση αίματος, γιατί πρέπει να είναι πολύ αλμυρό το ελληνικό αίμα. Μετά από τόσες χιλιετίες έχει μπει αρκετό αλάτι μέσα. Αυτό με την ιστιοπλοΐα!
Στον Ατλαντικό -ας πούμε- οι τριάντα μέρες, πώς ήταν μία μέρα σας; Ποια ήταν, πώς πέρναγε η μέρα;
Κατ' αρχάς δεν ήταν να περάσει, γιατί η μέρα ήταν δύσκολη. Γιατί η νύχτα ήταν λευκή. Δεν κοιμόμουνα την νύχτα. Γιατί τα μικρά [01:20:00]φωτάκια που έχεις, δεν φαίνονται από κανένα άλλο πλοίο. Και αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Δεύτερον, προσπαθούσα, όταν είχε το φεγγαρόφωτο και τα λοιπά, κοίταζα συνέχεια γύρω γύρω γιατί δύο βουλιάξαν επειδή χτυπήσαν πάνω σε κορμούς δέντρων που πέφτουν από καράβια ή κοντέινερς. Τα κοντέινερς, πλέον είσαι με την θάλασσα και αν χτυπήσεις στην γωνιά, την σιδερένια, βουλιάζεις. Ήταν κι αυτό το πρόβλημα. Οπότε νύχτα, καθόλου. Μόλις έφεγγε και τουλάχιστον έφεγγε, βλέπουν τα πανιά από μακριά. Αν θέλουνε! Γιατί πολλοί μόνο με το ραντάρ. Είχα, βέβαια, ανακλαστήρες για ραντάρ. Χρειάζεται είκοσι λεπτά για ένα καράβι που δεν το βλέπεις απ' τον ορίζοντα, μέχρι να έρθει να σε χτυπήσει. Οπότε είχα δύο ξυπνητήρια. Τα έβαζα στον σκούφο. Κοιμόμουνα είκοσι λεπτά. Πεταγόμουνα επάνω. Κοίταζα! Ήτανε καλά; Έφτιαχνα τα πανιά μου, το τιμόνι και τα λοιπά. Είκοσι λεπτά ύπνο. Πάλι! Το αστείο ήταν ότι, αφού τερμάτισα, κάθε είκοσι λεπτά χωρίς ξυπνητήρι πεταγόμουν επάνω και μέσα απ' την κούραση εκεί, μάλιστα, όταν φτάσαμε, μας φιλοξενήσανε, πεταγόμουνα επάνω, πέρναγα μέσα απ' το δωμάτιο, έστριβα, πήγαινα, άνοιγα τα παράθυρα. Άνοιγα τα παντζούρια να δω μην έρχεται κανέναν καράβι. Και λέω: «Μα τι κάνω! Αφού είμαι στην στεριά!». Τα έκλεινα. Κοιμόμουνα. Σε είκοσι λεπτά! Έκανα μια βδομάδα να συνηθίσω! Να μην πετάγομαι κάθε είκοσι λεπτά. Αλλά από εκεί κι ύστερα είναι εκτός, ευτυχώς δεν αλλάζει τόσο εύκολα ο καιρός. Δηλαδή μπορούσε να περάσει και μια μέρα ολόκληρη να μην αλλάξω, να χρειαστεί να αλλάξω πανιά, να πάω μπροστά. Και αυτό ήταν το άσχημο. Γιατί, τώρα έχουν αυτά που τυλίγουν. Εκείνη την εποχή είχαμε πανιά που έπρεπε να τα αλλάξεις στην πλώρη. Οπότε, έπρεπε να δεθώ, να πάω στην πλώρη. Και πολλές φορές, η πλώρη βουτούσε μέσα στο παγωμένο νερό. Και μόλις έβγαινε, πέρναγα άλλο ένα σκυλάκι απ' αυτά που είχαν τα πανιά και έπαιρνα αναπνοή και... Και γυρνούσα πίσω, έβγαζα τα πολύ βρεγμένα ρούχα και έβαζα μόνο τα μουσκεμένα που ήταν πιο στεγνά. Μέχρι την επόμενη φορά, που έβγαζα τα μουσκεμένα για να βάλω τα πολύ βρεγμένα για να βγω έξω, να αλλάξω πανιά. Αλλά όσο, ενδιάμεσα, είναι απίστευτα. Είναι μια συνεχής γιόγκα. Δεν μπορείς να μιλήσεις σε κανέναν! Γυρνάς μέσα. Και μπορεί γι' αυτό που έλεγε και ο Συμεών ο Ερημίτης, ότι: «Μετά από δεκαετίες στην έρημο, ξαφνικά είδα σαν μπροστά μου μια λευκή, φωτεινή στήλη. Κι άκουσα μια φωνή να μου λέει: "Είναι αυτό που υπήρχε πάντα μέσα σου"». Ο Θεός! Λοιπόν, δεν ξέρω αν, τόσο φωτεινή δεν είδα. Αλλά αισθάνθηκα ότι κάτι έγινε εκεί. Είναι, μακάρι, μακάρι να μπορούσανε ο καθένας. Ή αυτό, όμως, που κάνουν όλοι οι βουδιστές. Στην ζωή τους για έναν χρόνο, εκεί στα, όταν εδώ πάμε φαντάροι, πηγαίνουν σε μοναστήρι. Έναν χρόνο γίνονται μοναχοί. Και βέβαια, βγαίνουν -ελέησον- μ' ένα μπολάκι ρύζι. Οπότε, όταν ξέρεις ότι έχεις μόνο αυτό, δεν σκέφτεσαι ούτε για το καινούριο κινητό, για την Aston Martin, ή την Ferrari τι έκανε. Όλα αυτά τα οποία τραβάνε το μυαλό, που είναι τέτοια δύναμη το μυαλό, αν μπορείς να το κάνεις, να το συγκεντρώσεις. Αλλά γίνονται όλα αυτά τα προβλήματα. Φτάνω στο σημείο ότι ένα πνευματικότατο θέμα, η γιόγκα, να έχει καταντήσει γυμναστική. Βάλε το πόδι εδώ, το πόδι εκεί, εκεί. Αλλά αυτά είναι και η πρόκληση. Δηλαδή όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, να μπορούμε, όπως πάμε στον μανάβη και βλέπουμε μισό σάπια, πολύ σάπια ντομάτα, καλή. Παίρνουμε την καλή. Έτσι, έτσι είναι όλη η ζωή είναι. Και, δεν ξέρω, εγώ είμαι, είμαι πολύ ευγνώμων που βρέθηκα σε μέρος που έδινε πολλές διεξόδους. Βουνό, θάλασσα. Να έχεις μυστικιστές Μπεκτασήδες. Να έχεις, να περνάς απ' την συναγωγή την εγκαταλελειμμένη. Να είσαι παπαδάκι στο καβάκι κι απέναντι να είναι ερειπωμένοι οι καθολικοί. Και πέρα απ' την αυτή να είναι και η μασονική στοά. Δηλαδή, οπότε ψάχνεσαι! Αυτό είναι και ο πολυπολιτισμός! Μην ξεχνάμε, και το Παρίσι εάν είχε αυτή την άνθηση ήτανε γιατί εκείνη την εποχή είχανε μαζευτεί οι άνθρωποι ξεχωριστοί από όλες, από όλα τα έθνη και εθνότητες. Δηλαδή, Σοπέν Πολωνός, Στραβίνσκι Ρώσος. Δηλαδή, Πικάσο Ισπανός. Και όλοι αυτοί δημιουργήσανε γιατί ακριβώς ερχόταν από διαφορετικές κουλτούρες και προσφέρανε. Δες, τι, πόσο παράδοση! Παράδοση! Αυτό, μπουκλάκια εδώ και καπέλο και παπούτσια πάντα πέντε νούμερα πιο μεγάλα. Γιατί, δεν ξέρω! Αλλά είναι απίστευτο! Το, η στενομυαλοσύνη είναι το χειρότερο που μπορεί να πάθει κανείς. Και, βέβαια, να είσαι έτοιμος να δεχτείς ό,τι δεχτήκανε οι ήρωες απ' την αρχαιότητα και ο Μιλτιάδης και ο, δηλαδή μην φτάσουμε και στον Σωκράτη με το κώνειο, την φυλάκιση του Κολοκοτρώνη. Εντάξει! Αλλά όλα αυτά είναι, είναι κάθαρση! Εγώ νομίζω όταν ο άλλος είχε, έσωσε την δύση και αναγκάζεται να πάει στην αυλή του και να τον δεχτεί ποιος, αυτός που τον νίκησε. Και ο Θεμιστοκλής και ο Μιλτιάδης φύγανε απέναντι. Δηλαδή, χρειάζονται-. Εγώ νομίζω ότι τίποτε που να μην το χρειαζόμαστε δεν έρχεται. Αυτό όσον αφορά την θάλασσα, τον χορό.
Για την θάλασσα-
Ναι! Ναι! Ναι!
Είπατε ότι ήτανε τριάντα μέρες-
Ναι!
Ποιον μήνα;
Ιούνιο! Ήτανε Ιούνιο, γιατί υπολογίζουνε όχι οι σούπερ, αυτούς που είναι με κάτι καταπληκτικά σκάφη, υπολογίζουν έναν μήνα. Γιατί μετά από τέλη Ιουλίου μπορεί, αρχίζουν οι τυφώνες και ανεβαίνουνε και μπορούν να 'ρθούνε μέχρι την διαδρομή. Οπότε εκεί είναι πάρα, εκεί μάλλον δεν επιβιώνει κανείς. Γι' αυτό ήταν Ιούνιο. Απ' την μια μεριά... Αλλά ειδικά αυτός ο αγώνας, αυτό ήτανε το, που είπε κάποιος Γάλλος: «Μόνο Εγγλέζοι θα τον σκεφτόταν». Γιατί; Είσαι μόνος σου! Ο αέρας είναι αντίθετος. Το ρεύμα είναι αντίθετο. Πλησιάζοντας στην Αμερική το ρεύμα του Ραντόρφ φέρνει παγόβουνα που μπορεί να τρακάρεις, όπως ο... Και κοντά στην Αμερική άπνοιες και ομίχλες, να σε τρακάρουνε. Δηλαδή... Το μόνο που μένει -λέει- ήταν να είναι κι ένας μαστιγωτής να σε βαράει, αλλά τότε δεν θα ήταν μοναχικός αγώνας. Αλλιώς -λέει- θα βάζαν κι έναν τέτοιο να σε μαστιγώνει. Δεν πειράζει, με μαστιγώνει καμιά φορά το πανί που χτυπούσε. Η [01:30:00]σκότα που ερχότανε.
Μπορούσατε να έχετε κάποια επικοινωνία;
Όχι! Όχι γιατί τα τηλέφωνα που είχαμε εκείνη την εποχή είχαν μια εμβέλεια είκοσι, είκοσι πέντε μίλια. Δηλαδή έπρεπε να δεις κάποιον και να του μιλήσεις. Έπειτα, όταν φύγανε, ο καθένας τράβηξε διαφορετική διαδρομή νομίζοντας, πιστεύοντας ή ότι θα φτάσει πιο καλά ή να αποφύγει το πολύ άσχημο. Και περισσότερο αυτός δεν είναι αγώνας ποιος θα νικήσει. Είναι αγώνας προσωπικός να περάσεις τον ωκεανό. Ξέρεις, είναι ένα, όπως ο άλλος ανέβηκε στο Έβερεστ. Εκεί είναι περισσότερο το όλο θέμα. Δυστυχώς, έτσι που έγιναν τώρα ακόμα και αυτοί οι αγώνες, με σκάφη που κοστίζουν έξι εκατομμύρια, εφτά εκατομμύρια, ναι, να πηγαίνουν όσο πιο γρήγορα γίνεται. Να μην βλέπουν μπροστά τους. Ρίσκο φοβερό! Όταν παθαίνουνε κάτι, να τρέχει και με εκατομμύρια δολάρια έξοδα να τους μαζεύουν. Αλλά γυρνάν πίσω: «Κέρδισα αυτόν τον αγώνα!». Τέλος πάντων, δεν είναι το μόνο στραβό που συμβαίνει στη γη μας. Ας ελπίσουμε σε άλλους πλανήτες είναι καλύτερα τα πράγματα. Ή σε άλλη διάσταση.
Πότε έγινε; Πότε περάσατε εσείς τον Ατλαντικό; Ποια χρονολογία;
1980 ήτανε. '80 και μετά μου είχαν πει τιμής ένεκεν θα μου φέρουν το σκάφος πίσω, αλλά δεν υπάρχουν συχνά γραμμές από κει. Περίμενα δυο χρόνια, οπότε λέω: «Τώρα τον ξέρεις τον δρόμο». Πήγα και το έφερα πίσω. Οπότε ήταν η δεύτερη φορά που πέρασα τον Ατλαντικό. Και με το Μακεδονία ήταν η τρίτη.
Από την Αμερική δηλαδή το φέρατε πίσω-
Ναι, εδώ στην...Και μ' αυτό συνέχισα και έκανα μαθήματα. Κι ήμουνα ο πρώτος Έλληνας που είχα σπόνσορα, τον Παπαστράτο. Το σκάφος λεγόταν Old Navy Lights. Ναι. Έκανα μια πρωτιά. Και αυτό γιατί και εκεί είναι πώς γνώρισα τον Παπαστράτο και, και, και, και τύχαινε ότι ο Παπαστράτος τότε πακετάριζε τα Gauloises τα γαλλικά. Και η Gauloises είχε σκάφη σ' αυτούς τους αγώνες. Δηλαδή όλα δουλέψανε για μένα. Και μάλιστα ένας πνευματικός που πήγα μια φορά, γιατί μ' άρεσε, μου λέει: «Προσευχή, προσευχή και να ζητάμε απ' το...». Λέω: «Ναι, εγώ προσεύχομαι. Αλλά μόνο όταν είμαι ευτυχισμένος. Δεν ζητάω». Όλοι προσεύχονται, «Βοήθησε με, κάνε μου κι αυτά», λέω, αυτό δεν, είναι σαν να αμφιβάλλεις ότι ο Θεός, όποιος Θεός, τώρα θα πάμε στο μοίρα ή το κισμέτ ή και τα λοιπά. Αλλά είναι τόσα, τόσα τα πράγματα αν τα ζεις και φύγεις απ' την καρέκλα σου, που θα δεις δεν είναι δυνατόν να είναι τυχαία! Ή υπάρχει ένα θείο σχέδιο, οπότε εκεί το δέχεσαι. Ή, απ' την άλλη μεριά, είναι τόσο αδύνατες οι συμπτώσεις που θα συνεχίσεις να, ή να το πιστεύεις ή να αφεθείς. Εγώ προσεύχομαι, προσεύχομαι γιατί αυτό με κάνει να εξωτερικεύομαι προς ένα πνευματικό πεδίο. Αλλά κι όταν μου είπανε: «Ζήτα! Γιατί λένε στις Γραφές ζήτα και θα σου δοθεί!». Λέω: «Συγγνώμη, αλλά απ' ό,τι κοιτάω πολλές φορές έφτασα στο σημείο και λέω "Θεέ μου, τι έχω κάνει και είσαι τόσο καλός μαζί μου". Δεν έχω να ζητήσω τίποτα άλλο. Δεν!». Κάποτε, με το Κυρήνεια και με τα λοιπά είχα φτάσει να έχω πενήντα μαθητές τον μήνα. Και τα έσοδα, επειδή ήταν επαγγελματικό σκάφος, άρα ήμουνα εφοπλιστής, είναι αφορολόγητα, όπως σε όλους τους εφοπλίστηδες. Δηλαδή, έβγαζα σαράντα χιλιάδες ευρώ τον μήνα. Και τα όνειρα. Έκανα δεύτερο σκάφος, τρίτο σκάφος. Να αγοράσουμε το διαμέρισμα. Και ένας μαθητής μου λέει: «Αυτά τα χρήματα...». Γιατί και δεν μπορούσα να τα κρύψω. Όποιος πέρναγε, έβλεπε: Βασιλειάδης βγαίνει με πέντε σκάφη, επί δέκα μαθητές, πενήντα. Τόσα βγάζει! Δεν... Οπότε ένας μαθητής μου λέει: «Δάσκαλε, αυτά τα άλλα πρέπει να τα επενδύσεις!». «Τι να επενδύσω! Ξέρω 'γω τέτοια πράγματα;». «Χάνονται αλλιώς!». «Κάτσε, εδώ πέρα!». Και περνάω μια νύχτα χωρίς να κοιμηθώ και λέω: «'Ωπα! Κάτσε! Πριν δεν κοιμόμουνα επειδή δεν είχα χρήματα. Τώρα δεν κοιμάμαι επειδή έχω; Κάτι δεν πάει καλά!». Το χειρότερο, όμως, μπαμ ήταν όταν υποπτευόμουνα, γιατί λέω τώρα θα αρχίσουν να ζητάνε γνωστοί και φίλοι θα αρχίσουν να ζητάνε... Κι όταν ήρθε ένας -όχι φίλος- γνωστός και μου λέει: «Έχω ανάγκη!». Είπα αυτό που μου είπε ένας οικονομολόγος: «Θα λες τα έχω με προθεσμία. Δεν μπορώ να πάρω τίποτα! Στην τράπεζα τα λεφτά είναι με προθεσμία». Το είπα! Γλύτωσα! Πάω στο σπίτι. Λέω: «Τι έκανες! Πριν σου ζητούσαν δανεικά, δανειζόσουνα για να δώσεις. Και τώρα έχεις κι είπες όχι;». Την άλλη μέρα πήγα στον όμιλο, είπα: «Στοπ, παιδιά! Τέρμα! Ένα σκάφος, να βγάλω όσο για να μεγαλώσω την κόρη μου και -είπα- φτάνει!». Και γλύτωσα! Πιστεύω ότι για να κρατήσεις χαρακτήρα βγάζοντας πολλά χρήματα, είναι πολύ δύσκολο. Ή εγώ είμαι αδύναμος. Αλλά το κατάλαβα και λέω καταστρέφω τον εαυτό μου! Είπα ψέματα. Δεν βοηθάω συνάνθρωπό μου. Πού είμαι; Τελείωσε! Κι έτσι, μια χαρά, όπως και τώρα. Αυτή την στιγμή μου λένε: «Τι έγινε;». Και επί δύο. Ούτε τότε, επειδή τα σκάφη δεν ήταν υποχρεωτικό να έχουν ΤΕΒΕ και τα λοιπά μια, μια σύνταξη αυτή την στιγμή πεντακόσια είκοσι ευρώ. Κάθε μήνα που περισσεύουν και εκατόν πενήντα. Έχω βάλει ηλιακά. Το μόνο που με ενδιαφέρει και είμαι ευτυχισμένος, γράφω τα βιβλία μου και τα ρυζάκια και τις πίτες που έμαθα στην Ινδία, με διατηρούνε. Και όλοι οι φίλοι είναι έτσι. «Βρε συ!», μου λένε. «Παιδιά, διατηρώ μία δίαιτα με θρησκευτική ακρίβεια». «Ποια;». «Τρώω μόνο όποτε έχω!». Οπότε, άστα! Έτσι που λες. Και πέρασα και απ' αυτόν τον ύφαλο των χρημάτων.
Στον χορό τώρα.
Ναι!
Στα χρόνια... Σαν αγόρι και εκείνη την εποχή.
Εδώ ήταν, όχι, δεν ξέρω. Και αυτό φαίνεται από μακριά, εάν, ποτέ δεν, ποτέ δεν είχα πρόβλημα. Και, φαντάσου, όταν ξεκίνησα χορό ήμουνα στην τρίτη λυκείου. Και η εκτίμηση που μου είχαν, όχι ότι ήμουν καλός μαθητής, χάλια ήμουνα, γιατί το μυαλό μου ήταν αλλού. Το δεχτήκαν όλοι μου οι συμμαθητές. Ναι! Και, επίσης, δεχτήκαν ότι κάθε τόσο μπορεί να έχαναν το έδαφος κάτω απ' τα πόδια τους. Όποιον έβρισκα τον σήκωσα για να συνηθίσω στα παρτεναρίσματα. Και καθόταν αυτοί. Ναι! Πρέπει... Ωπ! Και πριν από λίγο πάλι πήγα σε έναν φίλο μου που τώρα μεγάλωσε, πολιτικός μηχανικός, μου λέει: «Θα με κάνεις μπαλαρίνα, ρε μπαγάσα! Με σήκωνες συνέχεια». Μια χαρά, μια χαρά. Γιατί [01:40:00]φαίνεται από μακριά, δεν ξέρω, πόσο πιστεύεις σε κάτι. Εάν πιστεύεις, αυτό βγαίνει και κάνει κάποιο, οποιονδήποτε χαζοχαρούμενο να σταματήσει. Αν όχι... Βέβαια, φεύγοντας από 'δω στην Γαλλία και όταν έφτιαχνα, κατασκεύαζα το σκάφος μου σε μια πόλη για να βοηθήσω, είχε μια ένωση, σπίτι κουλτούρας, πώς, ναι, ξέρω 'γω και θέλαν και σκεφτήκαν αφού με είχαν εκεί πέρα, να κάνουν μαθήματα. Προσφέρθηκα δωρεάν να τους κάνω μαθήματα. Και αμέσως είχα τρία αγόρια των εφτά χρονών, έξι χρονών. Ναι! Αγοράκια! Αλλά στην Γαλλία είναι, και γενικά στο εξωτερικό, τώρα παγκόσμια! Κι όταν βλέπω τι γίνεται κάτι, καλά, οι Κουβανοί είχαν πάντα παράδοση, αλλά βλέπω απ' την Λατινική Αμερική και αυτή την στιγμή οι καλύτεροι, στο Covent Garden είναι Κουβανός ή κάτι τέτοιο. Αλλά, δεν ξέρω, μουσειακό το μπαλέτο. Αλλά και τότε που δεν υπήρχε, δεν είχε, πιθανόν μια φορά ίσως η γαλλική τηλεόραση να είχε κινηματογραφήσει και να το έπαιξε μια φορά στην Ζιζέλ. Δεν το έβλεπες. Τώρα, δηλαδή ανοίγεις την τηλεόραση και έχεις τους καλύτερους χορευτές. Οπότε, ποια, ποιο το, η ανάγκη να πας στο θέατρο για να δεις; Και πιθανόν όχι τόσο καλούς. Τότε, ναι! Αφού ερχόντουσαν και λέγαν: «Τι ωραία βραδιά!». Ναι, αλλά γιατί περιμέναν οι Γάλλοι να δούνε Ζιζέλ, που πιθανόν και στην Ρουέν όσοι πήγαν δυο τρεις φορές στην Όπερα του Παρισιού να την είδανε, στην Τουρ, στο Στρασβούργο. Εκεί είχε μια κάποια αξία. Λίγο πολύ αυτή την στιγμή θα μου πεις, εκεί είναι διαφορετικό. Γιατί είναι η ποιότητα του ήχου να ακούσεις, ας πούμε. Και όπως τώρα, youtube, τι θες; Το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ; Απ' τον Άμπαντο, απ' τον Μπερνστάιν, ό,τι θες! Εντάξει, ακόμη ίσως αξίζει τον κόπο να πας να το ακούσεις στο Μέγαρο δηλαδή, που δεν έχω πατήσει ποτέ, να το ακούσεις απ' τη Συμφωνική Ορχήστρα. Ναι, τι να κάνουμε; Αλλά πάλι η ποιότητα σού γαργαλάει το είναι σου. Δηλαδή ο ήχος, το ντο είναι ντο. Μπορεί να μην είναι σε ένταση, ξέρω 'γω, αλλά να βλέπεις και δεν θα ξεχάσω τον Λεωνίδα Ντε Πιάν, εδώ δάσκαλος μου στην Μάνου. Που γυρνάει: «Είδες έκανε πέντε πιρουέτες!». «Τι λες ρε! Ο ανεμιστήρας κάνει δυο χιλιάδες! Αυτό είναι ο χορός;». Και μία λέει: «Κοίτα, κοίτα πού πάει το πόδι της!». «Καμπαρετζούδες το πάνε πιο ψηλά!». Αυτά τα δύο, το πρώτο ο ανεμιστήρας κάνει πιο πολλές στροφές και η καμπαρετζού, οι χορεύτριες του καν καν το πάνε πιο ψηλά. Όχι τώρα που έγινε και αυτό ξεκίνησε απ' την Mademoiselle Non, την Sylvie Guillem, ξεκίνησε από γυμναστική και είχε τα πόδια εκεί. Και μετά παρουσιάστηκε στο μπαλέτο και όλοι μείνανε έκθαμβοι. Και τώρα να βλέπεις την άλλη να κάνει δύο πιρουετούλες και λέει: «Χειροκροτείστε με!». Και βλέπεις το κοριτσάκι το δώδεκα χρονών στην γυμναστική να σου κάνει τρία tour attitude με το πόδι στο κεφάλι. Κάτσε, ρε φίλε! Τι βλέπω τώρα! Λέει: «Ποιότητα!». Ποια ποιότητα; Αν είναι να μετράς...». Αυτό το είπε ένας άλλος χορευτής, πολύ καλό παιδί και φίλος μου, και μετά έγινε κι αυτός, τον έκανα καπετάνιο αυτόν. Αλλά συνεχίζει, αυτός ζει απ' το Καμινάρη, δεν ξέρω αν τον έχεις ακούσει, τέλος πάντων. Αυτοί ήταν επαγγελματίες, ήταν και με τον Λομέλ στην Θεσσαλονίκη. Και έφτασε στο σημείο, λέει: «Ναι, ρε συ! Γιατί ο κόσμος αφού πάει στα μπουζούκια», του κάναν πρόταση να κάνει χορογραφία σε, «θα το κάνω, γιατί να μην πάει η κουλτούρα εκεί;». Και σκέφτηκε έναν σαρακατσάνικο γάμο, παγανιστικό και τα λοιπά και τα λοιπά. Και το παρουσιάζει στον ιδιοκτήτη του μαγαζιού και τον κοιτάει, κοιτάει, αφού τελειώνει, πάει, λέει: «Πώς σας φάνηκε;». «Καλό, καλό! Καλό, ωραίο αυτό και τα σβουρλάκια. Αλλά, ρε παιδί μου, ο άλλος έρχεται εδώ να πιεί το ποτό του. Βάλε να σηκώσουν και το πόδι ψηλά». Δρόμο! Τα σβουρλάκια! Ή το πάμε στο άλλο άκρο. Στο άλλο άκρο, που ήρθε ο Μασίν κι αυτά τα γράφω στο δεύτερο βιβλίο εδώ πέρα, επειδή ο μπαμπάς του γνώριζε τον Θεοδωράκη, πήρε την μουσική του Ζορμπά και έρχεται. Και ήμουνα τότε, για έναν χρόνο ήρθε, μετά από, μένοντας έξι χρόνια αγύμναστος για να πάρω, επέμενε η Γρηγοριάδου η δασκάλα μου: «Θα πάρεις το δίπλωμα. Στο χρωστάει!». Διπλωματούχος καθηγητής ήμουνα. Και λέω: «Κάτσε, ρε, πέντε χρόνια δεν έκανα ούτε ένα plié». «Θα 'ρθεις να δώσεις εξετάσεις». Κι εγώ μια βδομάδα, σε μια βδομάδα τα tour en l' air μια χαρά. Αφού έρχεται ο Άγγελος ο Χατζής μου λέει: «Α, γυμναζόσουνα όλον αυτόν τον καιρό!». «Ναι!», του λέω. Και μου ζητούσαν και πήγα, και ήταν η μόνη φορά που άξιζε τον κόπο που ήταν η βραδιά με τα έργα Θεοδωράκη. Ήρθε ο Κετέν, ξένος βέβαια, αυτός μου έδωσε ρόλο σολίστ. Οι άλλοι... Και ο Μασίν, έπιασε, λέει: «Παιδιά, χωρίς εδώ...». Παπίδης, ο Μπαλτατζής, ο Νυχάκης και η Άννα η Βαμβακά. Του δείχνουν όλα τα βήματα. «Αυτό κρατάμε, αυτό κρατάμε». Η χορογραφία είναι του Μασίν. Και θησαύρισε, το έκανε γύρω στον κόσμο. Το μηδενικό! Αυτοί προχωράνε. Και αυτός έκανε ακριβώς ό,τι ο πατέρας του. Έκλεψε το Τρίκοχο Καπέλο που έγινε γνωστό, ο Λεοντίν Μασίν, από έναν Ισπανό. Η οικογένεια συνεχίζει παράδοση. Καλά είναι, μην φτάσουμε στο άλλο τώρα που κυλιέσαι, κλωτσάς. Είναι ένας που κάνει τα χεράκια του έτσι και είναι από τους μεγαλύτερους χορογράφους. Εντάξει! Μοντέρνος χορός. Ή ακόμα και η Πίνα Μπάους που... Απ' το πρωί μέχρι το βράδυ. Και όταν δεις την χορογραφία του Νιζίνσκι, ευτυχώς που την θυμόντουσαν, και είχα και την τύχη στο Μπαλέτο της Φλάνδρας να μου διδάξει τον Πετρούσκα αυτός που τον χόρευε εναλλάξ με τον Νιζίνσκι. Ήταν ογδόντα χρονών. Και όταν του είπα ότι είμαι Έλληνας, μου έμαθε το «Απόγευμα ενός Φαύνου». Και έλεγα κάποτε θα το χορέψω και είχα φτάσει μέχρι πριν τρία χρόνια, λέω. Γιατί αυτό είναι! Είναι η απόλυτη αφαίρεση. Μπορώ να το χορέψω και τώρα! Ναι, γιατί είναι, είναι μόνο κίνηση και δεν έχει τίποτα. Ο Νιζίνσκι που έκανε δεκαέξι πιρουέτες, δεν κάνει τίποτα. Έκανε άλματα, έκανε τριπλά tour en l' air και κάνει μονάχα ένα πηδηματάκι, το οποίο λάθος το έχει ο [Δ.Α.] και αυτοί. Αυτό ήταν όλο! Αλλά το όλο τι σου δίνει, τι σου δίνει! Και είχαν κάνει ολόκληρη ανάλυση και μάλιστα ήθελα να το προτείνω. Τώρα, που είπες, έκανα ανάλυση του τι ήθελε να πει ο Νιζίνσκι το οποίο, όμως, ο ίδιος δεν το... Εκτός αν το άφησε να κατεβεί. Και είχα σκεφτεί να το προτείνω ή στο Ίδρυμα Νιάρχου ή στο του Ωνάση να το κινηματογραφήσουμε. Με, αλλά στην φύση και με δυο, τρία πράγματα που πιστεύω ότι θα τα έκανε ο Νιζίνσκι, αν δεν ήταν μακριά η σκηνή. Δηλαδή, όταν περνάει το και δεν είχε βάλει μουσάκι, ξέρεις, του τράγου εδώ πέρα. Εγώ σκέφτηκα όταν περνάει το πέπλο τελευταία στιγμή έτσι, να φεύγει το μουσάκι. Και [01:50:00]στην τελευταία στιγμή να πέφτουν τα κέρατα. Δηλαδή η νύμφη του άφησε το πέπλο για να, από ζώο να προχωρήσει προς τον άνθρωπο. Αυτή είναι για μένα η πραγματική ιδέα του «Απογεύματος ενός Φαύνου». Αλλά δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα. Αυτά με τον χορό.
Με την... Δεν είπαμε τίποτα για την έρευνα στην Ινδία! Πάλι επειδή έχασα ένα τρένο, επειδή έχασα ένα τρένο, στο επόμενο που είχα αριθμημένη θέση μέσα εκεί, κωφάλαλοι. Με καλέσαν σε έναν γάμο, στον οποίο γάμο ο αδερφός του μου είπε ότι υπάρχει ένα οροπέδιο που ήταν απομονωμένοι με άλλα ήθη και έθιμα και πιστεύουν ότι κατάγονται απ' τον Αλέξανδρο. Πρόσεξε! Όχι, όμως, Αφγανιστάν, Πακιστάν. Νότια Ινδία! Και κάνω μια έρευνα που δείχνει ότι πρέπει να είχαν πάει στην Νότια Ινδία, Μινωίτες απ' το 2000 π.Χ.. Ναι! Και ποιο ήταν το κυριότερο; Ότι από το οροπέδιό τους πηγάζει το μοναδικό ιερό ποτάμι της Νότιας Ινδίας, που είναι η Νύμφη Καβειρώ. Κάβερι λέγεται. Δεν το ήξερα, γιατί ακόμη κι αυτοί χρησιμοποιούν το cauvery που το γράφανε οι Εγγλέζοι. Αλλά όταν πήγα εκεί και είδα τις θυσίες τα αυτά και, όταν μ' αγαπήσανε, με πήγανε σε ιεροτελεστίες απίστευτες. Και όταν άκουσα ξαφνικά Κάβερι, λέω: «Εδώ είμαστε!». Λέω: «Παιδιά, είναι πατριώτες μου απ' την Σαμοθράκη!». Δηλαδή έχει απ' τα Ελευσίνια, οι κολώνες, η Ιερή Κολώνα, όπως είναι στις Μυκήνες με τα δυο λιοντάρια, η κολώνα είναι το σύμβολο της θεότητας. Και εκεί ήταν που έκανα αυτή την έρευνα, οχτώ χρόνια κινηματογράφησα. Έφερα καταπληκτικό υλικό το οποίο, όμως, για να, δεν έχω τα χρήματα να γίνει επεξεργασία την στιγμή που καμία, κανένα κανάλι δεν θα το προβάλλει. Αφού έχουνε τώρα live show και είναι χρυσωρυχείο γιατί παίρνουν οι άλλοι να ψηφίσουν το ποιος τραγούδησε. Μια χαρά! Δεν πειράζει! Είναι η σκληρή δύση εκεί.
Τι ιεροτελεστίες είδατε;
Πρώτη, πρώτα είναι απίστευτα ακόμη, ακόμη και όταν θυσιάζουνε κόκορα όπως κι ο Σωκράτης ζήτησε να θυσιάσουν κόκορα, παίρνοντας το... Κάτι σημαίνει αυτό. Ίσως γιατί ανακοινώνει την έλευση του ήλιου. Τόσο όμορφα πράγματα που υπάρχουν μέσα! Θυσιάζουνε και μετά γυρνάνε την πλάτη τους.
Γιατί;
Σαν ότι δεν δέχονται ότι κάνανε αυτοί την θυσία. Δίνουν: «Για σένα το κάναμε! Εμείς είμαστε όργανα. Δεν συμμετέχουμε». Δηλαδή είναι τέτοια απίστευτα, απίστευτα. Βέβαια έχουν αναστενάρηδες που περπατάνε στα κάρβουνα. Και πάρα πολλά από τα έπη τους. Σου λέω και τα παρουσίασα σε τρία ιστορικά συνέδρια, με κάναν διά βίου μέλος. Με βραβεύσανε! Και με πληρώσανε κιόλας κι έδωσα διαλέξεις σε δύο πανεπιστήμια. Ο μούτσος! Όταν πιστέψεις σε κάτι, μια χαρά γίνονται όλα! Αυτά με, άρα έκανα, είναι τα πιο σημαντικά είναι ο χορός, η θάλασσα και η ιστορική έρευνα.
Πώς, εσείς πώς βρεθήκατε να ανακαλύψετε ουσιαστικά την σχέση την μινωική;
Μα, πρώτα πρώτα γιατί για τους Καβείρους, άλλος, ο Ράιαν, του Columbian University, όταν του έγραψα, με απήντησε και με λέει: «Professor Βασιλειάδης, αυτά που λέτε...». Μας πήρανε... Λοιπόν, πρώτα απ' όλα το όνομα Κάβειροι. Υπάρχουν πολλές εκδοχές. Αλλά το κυριότερο είναι το ότι ο Διόδωρος ο Σικελιώτης όταν πέρασε απ' την Σαμοθράκη του είπαν οι κάτοικοι ότι λατρεύουν τους Κάβειρους γιατί ήταν αυτοί που τους έσωσαν από τον κατακλυσμό, που έγινε όταν η Μαύρη Θάλασσα ήτανε λίμνη. Και όταν ανέβηκε η θάλασσα και έσπασε έγινε πλημμύρα. Έγινε μια πλημμύρα! Αλλά αναφέρουν όταν η Μαύρη Θάλασσα ήταν λίμνη. Αυτό, όμως, είχε γίνει δεκαέξι χιλιάδες χρόνια πριν. Πρόσεξε τώρα! Στον κόσμο μένει η θύμηση γεγονότος δεκαέξι χρόνια. Άρα οι Κάβειροι είναι δεκαέξι χιλιάδων ετών θεότητες. Κι όχι δύο χιλιάδες. Λοιπόν, όταν, γιατί κι αυτός είναι ο περίφημος κατακλυσμός που έχουν οι Εβραίοι, του Νώε. Αλλά τον έχουν πάρει απ' τους, είναι ο Γκιλγκαμές του, χίλια χρόνια πριν. Είναι, αναφέρεται στο έπος του Γκιλγκαμές που είναι στην Ακκάδια, στην Μεσοποταμία. Αυτό είχε, τι είχε γίνει! Όταν ανέβηκε η στάθμη, όταν έλιωσαν οι πάγοι κι ανέβηκε, όλο το βόρειο Αιγαίο ήταν στεριά. Τα νησιά Σαμοθράκη, Λήμνος, κι όλα αυτά ήτανε βουνά, γιατί ανέβηκε η θάλασσα εκατόν πενήντα μέτρα. Εάν αυτή την στιγμή ανέβει η θάλασσα εκατόν πενήντα μέτρα, έχει σβήσει Πειραιάς. Δηλαδή θα... Άρα, αυτό που τους είπα και τους λέω, τους είπα: «Η νύμφη η Καβειρώ που έχετε του ποταμού, βέβαια, όπως εδώ, γιατί υπήρχαν οι Καβειρήδες». Το Κάβειροι είναι, κατ' αρχάς είναι απ' το καίω. Θεότητες ηφαιστείων. Αλλά κατ' επέκταση τι; Θεότητες γονιμότητας. Γιατί τα ηφαίστεια, όπου υπάρχει ηφαιστειογενές είναι πάρα πολύ γόνιμο το έδαφος. Οπότε τώρα τι διασυνδέσεις υπάρχουν στο όλο θέμα και με το... Αυτό τους είπα, λέω: «Εσείς λατρεύετε μια θεότητα πριν. Όχι ινδουιστική! Αλλά και βεδική ακόμα πιο παλιά». Με κοίταγαν έτσι. Γιατί εμένα, στις Βέδες που είναι ο, ο -έλα ρε- ο, ναι, ο Μπράμα, ο Βρόμιος, της βροντής ο Δίας, ο -τέλος πάντων- οι θεότητες οι προ ινδουιστικές είναι πολύ μετά από τους Κάβειρους. Δηλαδή, το έλεγα πάντα. Λέω: «Το πιο -συγγνώμη για την έκφραση- το πιο πολυδιασμένο θηλυκό είναι η ιστορία, η ιστορία». Το τι έχει κάνει ο καθένας εκεί πάνω, είναι άλλο πράγμα! Και πώς έγινε αυτό; Είχα πάει στην Ινδία για να [02:00:00]φωτογραφήσω για το National Geographic γιατί έκανα άρθρα. Ναι, ξέχασα να σου πω, ότι εκτός απ' το yachting που έκανα, μετά, όταν σταμάτησα να κάνω μαθήματα, άρχισα να ταξιδεύω και πήγα βέβαια στην Ινδία να, ονειρεμένο μέρος τότε. Τώρα έχει γίνει όπως κι η Ελλάδα, χάλια. Και φωτογράφιζα. Κι εκεί ήτανε που το τυχαίο μέχρι να τους βρω αυτούς. Και αφότου τους βρήκα, τώρα ασχολούμαστε με την αρχαιολογία που ήταν το όνειρο μου από μικρός. Από τότε που βρήκα στο, ένα κομματάκι σπασμένο πίσω από το μοναστήρι των Ταξιαρχών στην Ξάνθη. Ερχόμαστε στην Ξάνθη πάλι. Πιτσιρικάς βρήκα ένα και νόμιζα ότι ήταν αρχαίο. Αλλά ήταν ωραίο ζωγραφισμένο. Κι εκεί μου γεννήθηκε, λέω, είχα και έμεινε στο μυαλό μου να γίνω αρχαιολόγος. Και, βέβαια, μετά από κάποια χρόνια λέω μπορεί να ήταν σπασμένο και από κανένα φλιτζάνι, που κάποιος είχε πάει για πικ νικ εκεί πέρα. Αλλά δεν έχει σημασία, εγώ όλον αυτόν τον καιρό ονειρευόμουν μια χαρά. Είναι το, είναι τι πιστεύεις. Τι πιστεύουν οι άλλοι δεν!
Αναφέρατε πριν ότι είχατε πάρει και πολιτικό άσυλο;
Ναι! Ναι, γιατί εκείνο που με τρόμαξε, αυτό είναι στο δεύτερο βιβλίο, όταν έγινε η Χούντα ύστερα από κανένα χρόνο θα έπρεπε να πάω στρατιώτης. Και λέω: «Εάν πάρω μια διαταγή να πυροβολήσω συμπατριώτη μου, τι θα κάνω; Μάλλον θα το γυρίσω. Ο μόνος τρόπος να αποφύγω, να φύγω και με το καλό, όταν θα γίνουν τα πράγματα, γυρνάω!». Ναι, το πρόβλημά μου ήταν ότι την στιγμή που έγινε η Δικτατορία ήξερα ότι σε ενάμισι, δύο χρόνια θα πήγαινα στρατιώτης κι έλεγα: «Τι θα κάνω, εάν μου δοθεί η εντολή να στρέψω το όπλο μου σε συμπατριώτη μου;». Αυτό που αρνήθηκε να κάνει κι ο πατέρας μου και τον καθαιρέσανε που ήταν και αξιωματικός τότε, στον Εμφύλιο.
Τι συνέβη;
Αυτά είναι εδώ μέσα! Κάπου, κάπου, κάπου δεν έχω κανένα, θα τα διαβάσεις όποτε θέλεις. Εκείνο που μπορεί να κάνεις, είναι πίσω, είναι τα, το ευρετήριο. Μπορεί να περάσεις εδώ πέρα και να δεις μερικά πράγματα, να διαλέξεις για να πάρεις κάποια ιδέα. Εδώ μιλάω και για τον πατέρα μου, γιατί ήταν μια ελληνική υπόθεση Ντρέιφους, με ψευδομάρτυρες, με, με, με, με. Κι εκεί αναφέρεται τι είχε γίνει στον Εμφύλιο και πώς, ένας φίλος μου μου λέει: «Αυτά είναι όλα γνωστά, ρε συ!». Λέω: «Γνωστά σ' εσένα και σε μένα που είμαστε εβδομήντα. Ο νέος που του τα έχουν καλύψει; Ευκαιρία!», λέω. Για κάποιους που -κι αυτό το γράφω μέσα- λέω: «Μην αγοράσετε αυτό το βιβλίο αν θέλετε, να το διαβάσεις εδώ πέρα, πάντως το -έλα ντε, τι να πω τώρα, γιατί πήγα σαράντα πράγματα- ότι και αναφέρει μόνο θαύματα είναι η, το πώς ο ίδιος πρέπει να ψάξεις να δεις και να κρίνεις». Και λέω: «Εδώ, σ' αυτό εδώ θα καταλάβει ο κόσμος γιατί έγινε ο Εμφύλιος και πώς όταν ελευθερωθήκαμε στην έπαρση της σημαίας ήταν ο διορισμένος Γεώργιος Παπανδρέου, τάχα μου γέρος της δημοκρατίας, διορισμένος απ' τους Εγγλέζους. Κι ήταν μπροστά ο στρατηγός, ο πρέσβης της Αγγλίας. Και ήδη στην Πελοπόννησο είχανε κατέβει εκατόν εβδομήντα χιλιάδες Εγγλέζοι». Και μάλιστα το χαριτολογώντας λέω: «Μ' αυτό τον τρόπο θα λέγαμε μία απόβαση. Αλλά αυτοί ήταν σύμμαχοι». Κι από τότε, έχουμε αυτούς τους διορισμένους. Ποιος έβαλε τον κυριότερο που είναι να επιβιώσουμε, έτσι, και αλλά επειδή ήτανε, ήτανε υπουργός, χωρίς να έχει ψηφιστεί ο Στουρνάρας. Αλλά μετά, όταν παράγινε τον βάλανε στην Τράπεζα Ελλάδος. Εντάξει! Έχουμε δημοκρατία. αλλά αυτός που κουμαντάρει την ζωή μας είναι διορισμένος. Ψάξε να δεις! Όπως τώρα που μου λένε για την Ουκρανία: «Ρε παιδιά, αφού είναι όλα, εδώ πέρα είχανε, είχε, το είχε πει ένας Αμερικανός ότι έχουμε σχέδια για όλον τον κόσμο για σε μάκρος σαράντα ετών. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι προγραμματισμένο πριν σαράντα χρόνια, ναι. Μια χαρά! Ναι, γιατί και λέει τώρα: «Μα τι γίνεται -λέει- μπήκανε!». Ρε παιδιά, δεν είπατε τίποτα όταν σκοτώνανε στην Σερβία, το Ν.Α.Τ.Ο.! Μπήκανε, σκοτώσανε στο Ιράκ, στην Συρία, στη Λιβύη. Τι γίνεται; Μπαίναν, μπαίναν μια χαρά; Τώρα αυτός; Που αυτόν πήγαιναν να τον πνίξουνε! Είδες είχαν βάλει όλο γύρω του Ν.Α.Τ.Ο.. Αν γινόταν εκεί απ' την θάλασσα αυτό που ήθελε, άλλη η Ουκρανία, γι' αυτό πήγε δυναμικά και είπε: «Όλα για όλα! Μπαίνω μέσα και αν τολμήσετε κάνετε κάτι!». Και κάνανε όλοι, σφυράνε κλέφτικα. Αλλά ο Κούλης έκανε συνέδριο! Είμαστε, είμαστε εγώ νομίζω ο μεγαλύτερος ο Αριστοφάνης. Και βέβαια, για μένα είναι ο μεγαλύτερος φιλόσοφος στον κόσμο, γιατί επανειλημμένα είπε ότι χρειαζόμαστε μητριαρχία! Εγώ, αν πεις πολιτικά, είμαι υπέρ της μητριαρχίας. Δηλαδή, αυτό είναι! Καμία μητέρα δεν θα άφηνε το παιδί της να πάει στον πόλεμο. Ενώ ο μπαμπάς: «Πάμε, ρε, να τους φάμε!». Εκεί είναι όλο το μυστικό. Κι όσο υπήρχε η μητριαρχία στην Νότια Ινδία ήταν ένας παράδεισος. Μπήκαν οι Εγγλέζοι, τα μαγειρέψανε και ήρθε η κατάρρευση. Έτσι που λες! Κι αυτά με την ιστορική έρευνα.
Θα ήθελα να μου πείτε -θα κάνουμε έναν κύκλο τώρα- τι ψάχνετε;
Πόσοι είμαστε; Είπαμε.. Αυτό είναι γεγονός! Είμαστε στο σκάφος, κάνουμε μάθημα, πώς αρχίσανε και λέγανε μαθήτριες, μαθητές ηλικίες. Ρωτάνε: «Εσύ, δάσκαλε;». Λέω: «Είμαι του '49.» Τότε ήμουνα τριάντα χρονών. Γυρνάει μια κοπέλα, μου λέει: «Δεν σου φαίνεται, δάσκαλε, καθόλου είσαι σαράντα εννιά χρονών». Της λέω: «Είπα το '49!». Οπότε για να το καλύψει, λέει: «Έχουμε το μυαλό του, έχουμε την ηλικία του μυαλού μας». Και γυρνάει μια άλλη μαθήτρια, η οποία μου είχε συμπάθεια και λέει: «Αν έχουμε το μυαλό της ηλικίας μας, ο δάσκαλος είναι αγέννητος». Ναι, ναι! Μετά απ' αυτό κι ο άλλος [Δ.Α.], άντε, να δω προκοπή! Έτσι που λες!
Θα ήθελα λοιπόν να μου πεις-
Μπράβο! Αισθάνομαι πιο άνετα!
Για τις κυριακάτικες βόλτες που ανέφερες πριν με τον-
Με τον πατέρα μου! Εκεί ήταν πάρα πολύ-
Για τις κυριακάτικες βόλτες!
Πού είναι; Α, ναι! Βόλτες με τον πατέρα μου! Γιατί; Γιατί δεν μου είχε πει μονάχα αυτό. Μου είπε, μου, ας πούμε, περάσαμε κι αυτό πρόσεξε να δεις τώρα! Κι εκεί αναφέρω και το γεγονός με το αίσχος που μου είπε η κοπέλα. Εδώ μέσα είναι. Περνάγαμε απ' το στάδιο. Και αναφέρω και οπότε πήγα κι άκουγα τους άλλους να σκοτώνονται μεταξύ τους και να βρίζονται μέχρι και το σπίτι τους για ένα αθλητικό γεγονός. Και πιτσιρικάς όταν ήμουν, περνάμε και μου λέει: «Εδώ τερματίζει κι ένας αγώνας που γίνεται απ' το Πόρτο Λάγος. Ένας αγώνας Πόρτο Λάγος, Ξάνθη». Μου λέει: «Βέβαια, ο καλύτερος αθλητής ήτανε ο ταχυδρόμος. Κι έχω το όνομα του. Επειδή αυτός μέχρι τα πομακοχώρια πήγαινε με τα [02:10:00]πόδια και πολλές φορές τρέχοντας. Έτσι; Στον αγώνα απ' το Πόρτο Λάγος, στην διαδρομή περίμενε τους άλλους κι όποιος κουραζόταν τον έπαιρνε και στον ώμο του και τον πήγαινε. Έφτασε πρώτος στο στάδιο και περίμενε απ' έξω. Περίμενε έναν ερασιτέχνη να μπει, να νικήσει γιατί θεωρούσε τον εαυτό του άδικα ευνοημένο, λόγω της ικανότητας του. Το ότι ασχολιόταν, ήταν γυμνασμένος. Πες μου, πες μου -πάλι το έκανα- πες μου, δηλαδή σύμφωνα μ' αυτή την νοοτροπία κι εγώ έκανα τους αγώνες. Λέω: «Αν είσαι ευνοημένος, δεν είναι νίκη!». Δηλαδή είναι ο πρωταθλητής Ελλάδος στο μποξ να πει ότι νίκησε ένα παιδάκι πέντε χρονών που του είχαν δέσει και το ένα χέρι. Πώς θα το δεις αυτό; Το 'ριξε κάτω, ρε, το παιδάκι! Λεβέντης! Λοιπόν, αν τα βλέπαμε έτσι, αν τα βλέπαμε έτσι όλα, όταν θα ήταν διαφορετικά. Ενώ, δυστυχώς υπήρξαν γονείς που λέγανε: «Δύναμη, ρε! Λεφτά, ρε!». Και το ωραίο μια φορά -πότε ήταν;- μετά το, ο Βαρδινογιάννης, ρε. Λεφτά, ρε! Ο Λάτσης! Δύναμη! Δύναμη! Μπράβο! Εδώ ο Λάτσης έριξε κάτω έξι εκατομμύρια στρατό. Τι λες, ρε; Έχει καμιά διακοσαριά αεροπλάνα, MIG, έχει πυραύλους. Έχει αυτά. Τι είναι αυτά; Για δύναμη! Τα έχει ο Καντάφι. Κράτησε δυο μέρες! Για πες μου! Αυτοί έχουν δύναμη; Τι είχε αυτός και τον ρίξανε σε δυο μέρες! Άρα, εάν πηγαίνουμε με αυτά τα πρότυπα να γίνουμε δυνατοί, ξέχνα! Η δύναμη; Ένας είχε δύναμη! Ο Γκάντι! Δεν υπακούω, παιδιά! Χτυπάτε την πρύμνη σας κάτω! Ναι! Είναι τόσο λογικά όλα! Να αποκτήσω, ρε! Έχει τέσσερα δισεκατομμύρια. Λέω: «Ποιο;». «Ο Λάτσης, ρε!». Μόνο στην Κεφαλλονιά εγώ έχω πέντε δισεκατομμύρια κουτσουλιές από γίδες. Λέω: «Κοίταξε, είναι το ίδιο». Ούτε αυτός μπορεί να τα φάει, ούτε να τα πιει! Αν το δεις είναι, η απομυθοποίηση αυτό νομίζω είναι το πρώτο που έχει να κάνει άλλος, εκτός απ' την κίνηση και το γιατί, είναι απομυθοποίησις! Που είναι τα δόγματα!
Τι σας έλεγε ο μπαμπάς σας, ο πατέρας σας;
Μας;
Τι σου έλεγε;
Μπράβο! Πάλι, τώρα το βρήκα αστείο. Για πες μου! Ναι, ναι!
Τι σου έλεγε ο μπαμπάς σου στις κυριακάτικες βόλτες, γιατί θέλω να είμαι σίγουρη ότι το καταγράψαμε, επειδή το αναφέραμε πριν, το ανέφερες.
Για τον, για τον δρομέα ή γενικά;
Γενικά, για τις κυριακάτικες βόλτες που-
Ήταν για τον δρομέα, ήτανε, καλά, θα το βρεις εδώ, κάτσε τώρα, γιατί θα σου πω τα μισά.
Εδώ πρέπει να είναι!
Ναι! Ξέρεις μετά τα τριάντα-
Μισό λεπτάκι!
Πολλά, πολλά λεπτά, μέχρι να το βρω. Εκατόν είκοσι τέσσερα, βόλτες με τον πατέρα. Δεν είναι πολύ! Οπότε, είναι πιο εμπεριστατωμένα εδώ πέρα. Μπορεί να μου ξεφεύγει και κάτι. Εκατόν είκοσι τέσσερα. Και ξέρεις γιατί! Και δεν, είναι χωρίς, όσο γίνεται, χωρίς κενά και με δεκάρια γραμματάκια.Γιατί αλλιώς θα ήταν εφτακόσιες είκοσι σελίδες. Οπότε λέω, ας κοροϊδέψουμε, μόνο εξακόσιες σελίδες. Να το, εκατόν... Ναι, γιατί αυτό είναι χαρακτηριστικό της, να! Βόλτες με τον πατέρα! Εκατόν είκοσι τέσσερα, ναι! Εντάξει, αυτό θα μπορείς να το διαβάσεις! Να, είναι μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι σελίδες. Γιατί έχει πράμα που τώρα θα μπορείς κάλλιστα να διαλέξεις αυτό που θες. Τώρα, αυτό θα το πάρω.
Εννοείται, ναι! Εμένα με έχεις καλύψει. Αν θέλεις να προσθέσεις εσύ κάτι άλλο σε σχέση με όλα όσα είπαμε που μπορεί να-
Καλά, δεν θα χαθούμε! Αν σκεφτείς κάτι-
Εννοείται! Προς το παρόν είναι αυτό!
Όσο για φωτογραφίες, θα στις στείλω ηλεκτρονικά. Γιατί μέσα σ' αυτό που γίνεται εκεί πέρα, άντε να βρω! Και θα μου πεις, αφού τα ακούσεις αυτά, τι θα ήθελες από το καθένα. Λοιπόν, εγώ δεν, αυτά είναι, τα σπουδαιότερα ήταν η παιδική ηλικία και το τι είδα γύρω μου. Το, η άλλη στην Αθήνα, χορός. Ταξίδια στην θάλασσα και η έρευνα η ιστορική. Τώρα, το τι θα κάνω μετά τα βιβλία, θα το σκεφτώ.
Ευχαριστώ πολύ για το μοίρασμα των εμπειριών και των εικόνων!
Μην το παίρνεις προσωπικά ότι το έκανα για σένα! Αφού αυτό το έκανα για καθένα που θα το διαβάσει. Για, συγγνώμη, για να μην αισθάνεσαι υπόχρεη!
Ευχαριστώ πολύ, ωστόσο, για τον χρόνο και για το άνοιγμα!
Μην ξεχνάς ότι, αυτό που σου έλεγα, ότι οι άνθρωποι που δεν μιλάνε πολύ, όταν βρίσκουν ευκαιρία, δεν τους σταματάς με τίποτα. Και δεν μ' αρέσει αυτό, αλλά πέφτω πάντα σ' αυτήν την, τώρα βέβαια για ιερό σκοπό. Λάτρευα πάντα τον Δημόκριτο πάντως, γιατί ήταν ο, όχι μονάχα ο επιστήμονας, ο φιλόσοφος που ήταν γνωστός για το γέλιο του. Σε οτιδήποτε, γελούσε. Ένα ήταν αυτό. Και το δεύτερο ήταν ότι, όταν είδε ότι ήταν καιρός να φεύγει, αποφάσισε να φύγει μόνος του, μην περιμένει τον κύριο με το δρεπάνι. Και ξεκίνησε κάτι πολύ απλό, απεργία πείνας, που σιγά σιγά μια χαρά φεύγει κάποιος. Αλλά επειδή ήταν τότε γιορτές, τον παρακαλέσανε να μην τους φέρει σ' αυτό το σημείο. Οπότε ζήτησε λίγο μέλι. Τρεφόταν, λένε, μόνο με την μυρωδιά, θα έπαιρνε και λίγο μελάκι. Και μόλις τέλειωσαν οι γιορτές, έφυγε. Αυτό είπα και στην κόρη μου. Ότι άμα δω, δεν θέλω να, τέλος πάντων, σ' αυτό το σημείο μπορεί, δεν κατηγορώ κανέναν, είναι κάτι προσωπικό πιστεύω, ότι αν γίνω βάρος και αυτό με βοηθάει η πίστη μου ότι δεν τελειώνει εδώ η ζωή, θα προσπαθήσω να εξαφανιστώ χωρίς να αφήσω ίχνη πίσω μου, για να μην έχει και την φασαρία με το, με τις διαδικασίες. Και, αλλά λέω, επειδή, επειδή, όμως, λέω μην τυχόν και συμβεί αυτό πριν φτάσω στα έσχατα και είναι, έγινε απρόοπτο, οπότε, θα αναγκαστεί να έχει κάποια έξοδα. Οπότε της έδωσα ένα ποσό στην περίπτωση, για να αντιμετωπίσει, όχι ότι το έχει ανάγκη, αλλά εγώ ήθελα να είμαι πιο καλά. Και θέλοντας να κάνει κάτι δουλειές, με πήρε τηλέφωνο και μου λέει: «Σου απαγορεύω να πεθάνεις, γιατί πήρα απ' τα χρήματα και δεν θα έχω. Οπότε μην τολμήσεις!». Οπότε προς το παρόν μέχρι να τελειώσει τις δουλειές με βλέπω εδώ ακόμη. Βέβαια! Ξέρεις τι ωραίο είναι όταν, να μην φοβάσαι! Κι από τότε που, δηλαδή και δεν ήταν δική μου εφεύρεση. Ήταν, εκεί που μου [02:20:00]έγινε πολύ πιο ζωντανό, ήταν όταν άκουσα την όπερα τον Ιπτάμενο Ολλανδό. Ο οποίος, η ιστορία του ποια είναι; Ότι δεν θα πεθάνει αν δεν βρει τον πραγματικό έρωτα. Και τυραννιέται στην ζωή. Και μένει εδώ, σ' αυτόν τον κόσμο, και μένει και μένει και μένει μέχρι που συναντάει τον πραγματικό έρωτα και φεύγει. Και μήπως αυτό είναι το νόημα; Ο πραγματικός έρωτας ξεκινάει αφού φύγουμε; Δεν ξέρω αν το είχες δει αυτό, γιατί καμιά φορά περνάει τα, εδώ θα είναι η αφιέρωση. Αυτό εδώ! Ξέρεις τι μου είπαν; «Καλά, ρε, είσαι αντιδραστικός!». Όλοι, όλοι λένε χάρηκα που βοήθησα τα παιδιά! Όχι, μάλλον, αφιερώνω στον γονιό μου! Εγώ, ρε παιδιά, αφού αυτό είναι η αλήθεια! Πραγματικά, όταν έφυγε η μητέρα της, αυτό μου είπε. Και με βοήθησε πάρα πολύ να ξεπεράσω αυτό το πράγμα. Και με, έτσι κι αλλιώς είναι συγκεκριμένος ο χρόνος που έχουμε να περάσουμε, πολύ μικρός εδώ. Αν είναι λίγο πριν, λίγο μετά, η σημασία είναι τι ζήσαμε! Λοιπόν, να ζεις εκατόν δέκα χρόνια και να είσαι τι έγινε στο survivor! Καλύτερα να ζεις λιγότερα και να έχεις κερδίσει. Ποιο είναι το πραγματικό κέρδος; Είναι το όλο! Λοιπόν, δώσε μου να σου γράψω!
Φωτογραφίες

Τα εμπόδια της γιαγιάς ω ...
Ο κύριος Βασιλειάδης, όταν ήταν έντεκα χρο ...

Το κύπελλο ή Απαλλαγή απ ...
Στον Κολυμβητικό Όμιλο Ξάνθης (ΚΟΞ), εφτά ...

Η απόλυτη αφαίρεση
Ο κύριος Βασιλειάδης ως χορευτής στο Μπαλέ ...

«Πλύνετε τα χέρια σας, π ...
Το εξώφυλλο του βιβλίου του κύριου Αντώνη ...

«Ο πραγματικός έρωτας ξε ...
Αφιερώνει το βιβλίο του στο παιδί του και ...

Οπισθόφυλλο ή Πρόλογος: ...
Τον πρόλογό του ο κύριος Βασιλειάδης αποφά ...

Αφοσίωση και Πίστη
Στην έκφρασή του μπορεί κανείς να διακρίνε ...
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο κύριος Βασιλειάδης γεννήθηκε στην Ξάνθη. Η πόλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ίδιο, αφού του έδωσε όλα εκείνα τα αντιφατικά ερεθίσματα που τον έπλασαν. Από την κολύμβηση μεταπήδησε στον χορό χωρίς να το πολυσκεφτεί. Χόρεψε στην Όπερα της Φλάνδρας, του Παρισιού, του Στρασβούργου. Έγινε πρώτος χορευτής, χόρεψε τα ρεπερτόρια που ήθελε και έκλεισε τον κύκλο. Ξεκίνησε άλλο ταξίδι ζωής και έγινε ιστιοπλόος. Η ζωή στο σκάφος τού φαινόταν απλή, αυτάρκης και ειδυλλιακή. Έκανε υπερατλαντικά ταξίδια, ταξίδεψε με το «Κυρήνεια», το αρχαίο πλοίο. Όλα αυτά τα ταξίδια στην θάλασσα τον ώθησαν να ανοιχτεί σε νέους ορίζοντες και νέες ανακαλύψεις για τον εαυτό του. Μέσα στην μοναξιά βρήκε την ηρεμία. Στη συνέχεια της περιπέτειας έκανε βουτιά στην ιστορική έρευνα. Βρέθηκε στην Νότια Ινδία, στο λημέρια των Καβείρων. Έμεινε κάποια χρόνια εκεί και κινηματογράφησε την έρευνά του, αφού ένα από τα μεγάλα του πάθη ήταν η αρχαιολογία. Σήμερα γεύεται τις συνταγές με την απλότητά τους, που διδάχτηκε στην Ινδία. Γράφει τα βιβλία της ζωής του και ελπίζει σε ένα ήρεμο τέλος. Αυτό που τον ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ανεξάντλητη πίστη και η αφοσίωση. Η πίστη ότι μπορεί να κάνει ό,τι βάλει ο νους του. Έκανε και συνεχίζει να κάνει ό,τι ζεσταίνει την ψυχή του, αφού δεν σταματά να αμφισβητεί, να ερευνά και να πιστεύει.
Αφηγητές/τριες
Αντώνιος Βασιλειάδης
Ερευνητές/τριες
Σάντυ Μακροπούλου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/02/2022
Διάρκεια
143'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο κύριος Βασιλειάδης γεννήθηκε στην Ξάνθη. Η πόλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ίδιο, αφού του έδωσε όλα εκείνα τα αντιφατικά ερεθίσματα που τον έπλασαν. Από την κολύμβηση μεταπήδησε στον χορό χωρίς να το πολυσκεφτεί. Χόρεψε στην Όπερα της Φλάνδρας, του Παρισιού, του Στρασβούργου. Έγινε πρώτος χορευτής, χόρεψε τα ρεπερτόρια που ήθελε και έκλεισε τον κύκλο. Ξεκίνησε άλλο ταξίδι ζωής και έγινε ιστιοπλόος. Η ζωή στο σκάφος τού φαινόταν απλή, αυτάρκης και ειδυλλιακή. Έκανε υπερατλαντικά ταξίδια, ταξίδεψε με το «Κυρήνεια», το αρχαίο πλοίο. Όλα αυτά τα ταξίδια στην θάλασσα τον ώθησαν να ανοιχτεί σε νέους ορίζοντες και νέες ανακαλύψεις για τον εαυτό του. Μέσα στην μοναξιά βρήκε την ηρεμία. Στη συνέχεια της περιπέτειας έκανε βουτιά στην ιστορική έρευνα. Βρέθηκε στην Νότια Ινδία, στο λημέρια των Καβείρων. Έμεινε κάποια χρόνια εκεί και κινηματογράφησε την έρευνά του, αφού ένα από τα μεγάλα του πάθη ήταν η αρχαιολογία. Σήμερα γεύεται τις συνταγές με την απλότητά τους, που διδάχτηκε στην Ινδία. Γράφει τα βιβλία της ζωής του και ελπίζει σε ένα ήρεμο τέλος. Αυτό που τον ακολούθησε όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ανεξάντλητη πίστη και η αφοσίωση. Η πίστη ότι μπορεί να κάνει ό,τι βάλει ο νους του. Έκανε και συνεχίζει να κάνει ό,τι ζεσταίνει την ψυχή του, αφού δεν σταματά να αμφισβητεί, να ερευνά και να πιστεύει.
Αφηγητές/τριες
Αντώνιος Βασιλειάδης
Ερευνητές/τριες
Σάντυ Μακροπούλου
Θέματα
Ιστορικά Γεγονότα
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/02/2022
Διάρκεια
143'