«Ο Παύλος»: η ευτυχία των παιδιών κι ο αναβιωτής της «τράτας»
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία: Παιδικά χρόνια στη Σκύρο, μετακόμιση στην Αθήνα
00:00:00 - 00:01:37
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ονομάζομαι Τσακαμής Παύλος του Γεωργίου. Εγώ ονομάζομαι Γιώργος Γεωργούδης και βρίσκομαι σήμερα με τον Παύλο Τσακαμή, 11 Δεκεμβρίου του 2…πες ώρες μετά το σχολείο, έπαιζα μπάλα και ασχολούμουν με το ποδόσφαιρο. Και ξαναγύρισες στη Σκύρο πόσο χρονών; Γύρισα είκοσι δύο χρονών.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Στρατιωτική θητεία
00:01:37 - 00:03:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μετά το στρατιωτικό, ε; Μετά το στρατιωτικό. Στρατιωτικό πού έκανες; Έκανα στη… παρουσιάστηκα στην Τρίπολη. Μετά έφυγα, πήγα ΚΕΒΟΠ στο Χα…τε οχτώ άτομα τα οποία δουλεύαμε, ο ένας ήταν μάγειρας, ο άλλος καθάριζε, ο άλλος σκούπιζε. Το φυλάκιο ήταν με οχτώ άτομα, ήταν πολύ ωραία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Παιδικά παιχνίδια, τα μπάνια και οι γειτονιές στη Σκύρο
00:03:51 - 00:10:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Άρα, λοιπόν, μέχρι τα δεκαπέντε ήσουνα Σκύρο, σωστά; Ναι. Τα παιδιά χρόνια τότε στο νησί, δεκαετία του ’60, σωστά; Ναι. Σωστά. Πώς ήταν …ανε έτσι, ομάδες-ομάδες σχεδόν, κατεβαίναν απόγευμα. Κατά το πλείστον απόγευμα μάς πηγαίνανε. Επειδή δουλεύανε, ε; Ναι δουλεύανε και ναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Η ζωή και η εργασία μετά από την επιστροφή στη Σκύρο
00:10:42 - 00:13:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία, και γυρνάς μετά στα είκοσι δύο στη Σκύρο. Και τι κάνεις τότε εδώ πέρα; Στη Σκύρο ήρθα εδώ πέρα, ό,τι απολύθηκα σχεδόν, γιατί βρήκα τ… πούμε. Κατάλαβα. Και τελικά πήγες στη ΔΕΗ; Όχι, πήγα στο μουσείο. Απ’ το ’80 διορίστηκα στο μουσείο και πήρα σύνταξη πια απ’ το μουσείο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 5
Η ποδοσφαιρική ομάδα Α.Ο. Σκύρου
00:13:30 - 00:20:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από το ’74 που έχεις γυρίσει στη Σκύρο, μετά, γιατί ανέφερες πριν ότι έπαιζες ποδόσφαιρο, και απ’ όσο γνωρίζω και εδώ πέρα στην ομάδα του πο… βγήκαμε στις Πετριές και ό,τι προλάβαμε το λεωφορείο και προλάβαμε τον αγώνα, ακριβώς όταν θα άρχιζε ας πούμε. Αλλιώς μηδενιζόμαστε με -3.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 6
Το μαγαζί «ο Παύλος» και η σχέση του με τα παιδιά
00:20:49 - 00:26:27
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ναι. Είπες για το μαγαζάκι- Ναι- Το μαγαζί που το διατηρείς με τη γυναίκα σου, σωστά;- Ναι, στη γυναίκα μου, ναι. Έφυγα από κει, το γωνια…πες- Στο άλλο μαγαζί, τριάντα έξι χρόνια, συν απ’ το ‘74 που ήρθα, ανάλαβα του πατέρα μου. Ο πατέρας μου το ‘χε άλλα σαράντα χρόνια. Ναι.-
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 7
Οι απόκριες, το δρώμενο της "τράτας" και η αναβίωσή της
00:26:27 - 01:07:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πολλά χρόνια… Ωραία, να πιάσουμε λίγο τις Απόκριες- Ναι- Και την «τράτα». Μου ‘πες ότι από παιδί ντυνόσασταν με τα ντενεκαδιά,- Ναι, με…ώ τον Παύλο Τσακαμή- Παρακαλώ. Για την κουβέντα και τη συνέντευξη που μας δίνει και σου εύχομαι κάθε καλό. Να ‘σαι καλά κι εγώ ευχαριστώ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
[00:00:00]Ονομάζομαι Τσακαμής Παύλος του Γεωργίου.
Εγώ ονομάζομαι Γιώργος Γεωργούδης και βρίσκομαι σήμερα με τον Παύλο Τσακαμή, 11 Δεκεμβρίου του 2021. Παύλο, μίλησέ μου, πότε γεννήθηκες σε παρακαλώ.
Το 1953.
Μεγάλωσες στη Σκύρο;
Μεγάλωσα στη Σκύρο. Έφυγα ένα χρονικό διάστημα, γιατί δεν είχε εδώ λύκειο και πήγα Αθήνα. Έβγαλα μια τεχνική σχολή και μετά που πήγα φαντάρος. Μετά γύρισα εδώ από το ’74, 1974 είμαι στη Σκύρο.
Σχολείο που πήγες μετά;
Πήγα στον Ήφαιστο, στη Νέα Ιωνία.-
Αθήνα.-
Από εδώ. Αθήνα, Αθήνα.
Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινες Αθήνα;
Πρώτη φορά.
Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Από μια άποψη χάρηκα, γιατί δεν είχε εδώ πέρα τίποτα άλλο να κάνουμε. Τελειώσαμε την τρίτη γυμνασίου, δεν υπήρχε λύκειο, πρέπει να πάμε στην Αθήνα. Ήταν ήδη ο αδερφός μου, η αδερφή μου εκεί. Εντάξει, λίγο στεναχωρέθηκα που ‘φυγα απ’ τη Σκύρο, αλλά εντάξει το ξεπέρασα. Βρήκα φίλους μετά, έβγαλα τη σχολή, τελείωσα και μετά πήγα φαντάρος και μετά γύρισα εδώ πέρα.
Στην Αθήνα, πέρα από το σχολείο, πώς ήτανε τα πράγματα;
Ε, ασχολούμουν με τον αθλητισμό. Μ’ άρεσε η μπάλα, έπαιζα μπάλα, και είχα γραφτεί σε μια ομάδα μικρή της Νέας Ιωνίας, γιατί στη Νέα Ιωνία μέναμε της Αθήνας. Και περνούσα έτσι την ώρα μου, δηλαδή τις υπόλοιπες ώρες μετά το σχολείο, έπαιζα μπάλα και ασχολούμουν με το ποδόσφαιρο.
Και ξαναγύρισες στη Σκύρο πόσο χρονών;
Γύρισα είκοσι δύο χρονών.
Μετά το στρατιωτικό, ε;
Μετά το στρατιωτικό.
Στρατιωτικό πού έκανες;
Έκανα στη… παρουσιάστηκα στην Τρίπολη. Μετά έφυγα, πήγα ΚΕΒΟΠ στο Χαλάνδρι, στο Χαϊδάρι μάλλον, και μετά πήγα Κομοτηνή, Θεσσαλονίκη και από τη Νέα Σάντα μάλλον, Νέα Σάντα Θεσσαλονίκης, και απ’ τη Νέα Σάντα Θεσσαλονίκης πήγα Κομοτηνή στα σύνορα.
Δύο χρόνια;
Με έπιασε η επιστράτευση τότε με τη Χούντα κι αυτά όλα και μετά που ήρθε κι ο Καραμανλής μετά απολύθηκα, είκοσι οχτώ μήνες έκανα.
Επιστράτευση με την Κύπρο;
Όχι, με το πραξικόπημα. Τότε ήτανε Χούντα όταν παρουσιάστηκα εγώ, 1973 παρουσιάστηκα. Επί Χούντα παρουσιάστηκα. Και ανέλαβε -όταν την πρώτη άδεια που πήρα εγώ από την Τρίπολη, σε σαράντα μέρες τότε παίρναμε την πρώτη άδεια- ανέλαβε ο Γκιζίκης. Έπεσε ο Παπαδόπουλος και ανέλαβε ο Γκιζίκης. Μετά απ’ τον Γκιζίκη, ήρθε ο Καραμανλής.
Εκείνο το διάστημα πώς το… τι θυμάσαι από εκείνες τις μέρες;
Πολύ δύσκολα στην Τρίπολη. Στην Τρίπολη πολύ δύσκολα, γιατί παρουσιάστηκα Οκτώβρη, αρχές Οκτωβρίου, και θέλανε να κάνουν παρέλαση 28 εμείς οι νέοι. Και μας είχαν βγάλει πολύ καψόνι δηλαδή, για να κάνουμε σωστή παρέλαση. Είχαν πάρα πολύ καψόνι, δηλαδή, πολλή δουλειά και συνέχεια ασκήσεις κάναμε. Συνέχεια, κάθε μέρα παρέλαση κι ασκήσεις για να παρελάσουμε. Αλλά τελικά δεν παρελάσαμε εμείς, παρελάσανε οι πιο παλιοί.
Όταν έπεσε η Χούντα, ήσουν ακόμη φαντάρος;
Ήμουνα φαντάρος, όταν -ήμουνα στην Κομοτηνή- όταν ήρθε ο Καραμανλής, όταν φέρανε τον Καραμανλή απ’ το Παρίσι.
Άλλαξαν τότε τα πράγματα;
Αλλάξανε πολύ! Και με τους… εμείς ήμουνα ακριβώς στα σύνορα με τους Βούλγαρους. Δηλαδή, όταν ήρθε ο Καραμανλής, είχαμε επαφές, ερχότανε οι Βούλγαροι και κάναμε επαφές. Μιλάγαμε, δηλαδή, με τους Βούλγαρους.
Και το στράτευμα αυτό κάθε αυτό, μέσα οι ανώτεροι ξέρω ‘γω, αλλάξανε κάπως ή πώς ήτανε;-
Ναι, μπορεί. Εγώ ήμουν τυχερός, επειδή έμεινα σε έναν λόχο και μετά πήγα στο φυλάκιο. Ήτανε, είμαστε πολύ λίγα άτομα, στο φυλάκιο είμαστε οχτώ άτομα και περνάγαμε πολύ καλά. Δηλαδή, είμαστε οχτώ άτομα τα οποία δουλεύαμε, ο ένας ήταν μάγειρας, ο άλλος καθάριζε, ο άλλος σκούπιζε. Το φυλάκιο ήταν με οχτώ άτομα, ήταν πολύ ωραία.
Άρα, λοιπόν, μέχρι τα δεκαπέντε ήσουνα Σκύρο, σωστά;
Ναι.
Τα παιδιά χρόνια τότε στο νησί, δεκαετία του ’60, σωστά;
Ναι.
Σωστά. Πώς ήταν τότε η Σκύρος;
Είχαμε πολλά παιχνίδια. Παίζαμε πάρα πολύ. Δηλαδή, εκτός απ’ το ποδόσφαιρο, εμείς είχαμε εποχές που κάναμε τα παιχνίδια μας. Δηλαδή, εμείς αετό δεν πετάγαμε Καθαρά Δευτέρα. Αετό πετάγαμε από την εποχή ότι τελειώναν τα Χριστούγεννα μέχρι όταν ακουγότανε «το πρώτο κουδούνι», δηλαδή για τον «γέρο». Μετά που αρχίζαν οι «γέροι» σταματάγαμε ‘μεις. Δηλαδή, όταν κλείνανε τα σχολεία τα Χριστούγεννα, παίζαμε δεκάρες. Παίζαμε δεκάρες λεφτά.
Πώς παίζεται αυτό;
Αυτό ήτανε μια γραμμή στη μια άκρη και μια στην άλλη και ρίχναμε το πιο μεγάλο το σίδερο, δηλαδή τάλιρο ή δεκάρικο, τι είχαμε πιο μεγάλο, ή εικοσάρικο. Όποιος πήγαινε κοντά στη γραμμή, πατούσε, δηλαδή, έδινε δέκα, είκοσι δεκάρες ή δέκα δεκάρες και τα χτύπαγε. Λέγαμε: «Κορώνα - γράμματα», πατάγαμε [00:05:00]εμείς με το πόδι το άλλο το σιδερένιο κι αν ήτανε κορώνα, παίρναμε όσα ήτανε κορώνα. Όταν ήτανε όλα λεφτά και ήτανε κορώνα το δικό μας κάτω απ’ το πόδι, δεν παίρναμε τίποτα. Ήταν οι άλλοι σειρά του, ποιος ήτανε πιο κοντά; Ο άλλος σειρά. Κι έτσι κερδίζαμε, έτσι παίζαμε. Όταν φεύν’ τα Χριστούγεννα, αρχίζαμε και φτιάχναμε αετούς. Από τα Χριστούγεννα μέχρι τις Απόκριες, είχαμε αετούς. Και μετά ό,τι αρχίζανε «τα κουδούνια» και οι «γέροι», εμείς επειδή δεν είχαμε τέτοια πράγματα, κάναμε ντενεκέδες από «ΝΟΥΝΟΥ», από γάλατα, από τέτοια πράγματα. Bάζαμε μέσα πέτρες, τα βάζαμε, βάζαμε ανάποδα το παντελόνι μας, να μην λερωθεί, γιατί η μάνα μας και γι’ αυτό, γιατί βγάζανε σκουριά, βάζαμε κουκούλα, ένα τσουβάλι το κάναμε σαν κουκούλα και το βάζαμε, και βάζαμε πίσω σαν ζωνάρι, βάζαμε το από τα κρεμμύδια, την αράδα αυτή χωρίς κρεμμύδια. Βάζαμε έτσι και μπροστά ένα πανί και κάναμε τους «γέρους». Απάνω στις γειτονιές κάναμε τους «γέρους» εμείς.-
Αυτοσχέδια.
Γιατί δεν μπορούσαμε… Ναι, αυτοσχέδια, γιατί δεν μπορούσαμε να κατεβούμε στην Αγορά. Ήμασταν μικρά παιδιά, δεν μας αφήνανε και παίζαμε στις γειτονιές αυτά τα πράγματα. Κάναμε τους γέρους.-
Η γειτονιά σου ποια ήτανε;
Ο Μπόριος, κάτω απ’ το Κάστρο, Μπόριος.
Αυτό που λες τώρα με τις γειτονιές, ότι δεν έπρεπε να κατεβείτε, δεν σας αφήνανε. Δεν σας αφήνανε, επειδή ήσασταν παιδιά;
Παιδιά, ναι και ήτανε κάτω όλοι οι πιο μεγάλοι. Ούτε στα καφενεία πηγαίναμε ούτε στην Αγορά. Είχαμε αυστηρά πράγματα εμείς! Εδώ όταν πηγαίναμε γυμνάσιο, σε έβλεπε ο καθηγητής μετά απ’ τις 19:30 η ώρα, το πρωί ήσουν σίγουρα στο μάθημα, στο μάθημα του θα σε σήκωνε. Σε ρώταγε: «Γιατί κυκλοφορούσες 19:30 η ώρα, 20:00, εκεί;» και έπρεπε να δικαιολογηθείς ή έπρεπε να πεις ότι πήγαινες στον γιατρό ή πήγαινες στη θεία σου. Η οποία όμως, ο καθηγητής, την έβρισκε τη θεία σου και ρώταγε, αν πραγματικά 07:30 η ώρα ήσουνα εκεί ας πούμε.
Υπήρχε δηλαδή…
Πολύ αυστηρά.
Αυστηρότητα.
Αυστηρότητα. Και απ’ τους δασκάλους και απ’ τους καθηγητές.
Από τα παιδικά χρόνια έτσι άλλο τι σου έχει μείνει από τη Σκύρο;
«Το φεγγάρι», που παίζαμε «το φεγγάρι», που ήτανε, για μένα, ένα στρατιωτικό παιχνίδι το οποίο -στρατιωτικό πράγμα ήτανε- το οποίο εμείς το παίζαμε σαν παιδιά. «Το φεγγάρι» ήταν δύο ομάδες, από δύο ομάδες αποτελούτανε, τέσσερα-πέντε άτομα και άλλα τέσσερα-πέντε άτομα. Βάζανε και φώναζε «φεγγάρι» και έτρεχε ο πιο γρήγορος απ’ την παρέα. Αυτή η ομάδα η μία, ήταν μια απόσταση κάπου δεκαπέντε-είκοσι μέτρα. Συνεννοούταν η μια ομάδα πού θα πάει να κρυφτεί και φεύγανε τα τέσσερα άτομα. Ο ένας ο πιο γρήγορος έμενε εκεί και φώναζε «φεγγάρι» κι έτρεχε να πάει να ‘ρθεί στο σημείο που έχουν κανονίσει τα άλλα τέσσερα παιδιά, τα πέντε άτομα. Μετά οι άλλοι κυνηγούσανε να δούνε από πού θα πάει, από ποιο στενό θα πάει, να δει η άλλη ομάδα, να βρει η άλλη ομάδα εμάς. Οπότε, αντίθετο θα γινόταν ας πούμε. Σταματούσες σε ένα σημείο γιατί δεν μπορούσες, πολλά στενά εκεί απάνω, ειδικά στο κάστρο, κι άρχιζε, λέει: «Φωνάξτε!», για να… Και η άλλη ομάδα σκορπούσε δεξιά - αριστερά να ακούσει κι εμείς έπρεπε να φωνάξουμε «φεγγάρι!». Όταν μ’ αυτό τον τρόπο ακούγανε πού ήτανε και μας ερχόταν και μας βρίσκανε. Καμιά φορά όμως τι γινότανε; Eμείς πηγαίναμε, αν κρυβόσουνα πρώτος ας πούμε, έβλεπες από πού φύσαγε ο αέρας, πήγαινες και φώναζες «φεγγάρι» από την πλευρά που πήγαινε ο αέρας. Κι έτρεχε ο άλλος ας πούμε. Τους άκουγες που πηγαίνανε κάτω ας πούμε, γιατί κρυβόμασταν πάνω σε ταράτσες, σε σπίτια μέσα που δεν κατοικούσανε, σε τέτοια πράγματα, και έτρεχε ο άλλος ας πούμε. Πολλές φορές, εμείς μέναμε… Μια φορά είχα κρυφτεί απάνω απ’ τη δεξαμενή, κει στον Άη Γιώργη-
Στον Άη Γιώργη ναι-
Από πάνω. Και φώναζα από κάτω «φεγγάρι» κι άκουγες και τρέχαν από κάτω χωρίς να ξέρουν που είμαστε ας πούμε.-
Αντιπερισπασμό.
Ναι, πολύ. Ήταν, δηλαδή, στρατιωτικό παιχνίδι, αλλά εμείς το παίζαμε έτσι ας πούμε. Αυτό ήταν πολύ καλό παιχνίδι. Παίζαμε κατά το πλείστον βράδυ όμως, ε; Μετά απ’ τις 20:30 η ώρα στις γειτονιές. Όχι σε άλλη γειτονιά, ξένη γειτονιά ας πούμε.
Γενικότερα, οι άνθρωποι εκείνης της περιόδου; Σε σχέση με τους τωρινούς, με την εποχή μας τώρα;
Ήτανε πιο αγαπημένοι, πιο αγαπημένοι. Και να σου πω ένα παράδειγμα. 15:00 η ώρα, 16:00 η ώρα, μας παίρναν η γειτονιά ποιος θα πήγαινε για μπάνιο, μία ή δύο μανάδες, άλλη γειτονιά πάλι μας πήρε. Πηγαίναμε για μπάνιο, κατά το πλείστον η περιοχή του Μπόριου είχε του «Παπά το Χούμα», την περιοχή. Γιατί σχεδόν είχαν περιοχές-περιοχές που πηγαίνανε για μπάνιο. Εμείς πηγαίναμε στου «Παπά το Χούμα». Μας έπαιρνε μία θεία, η γειτόνισσα, κι έλεγε: «Πάμε για μπάνιο». Κατεβαίναμε για μπάνιο, όλοι μια χαρά. Μέσα στο… για μπάνιο, μετά από 15:00 η ώρα, 16:00, βγαίναμε 17:00 η ώρα, άρχιζε κι έπεφτε ο ήλιος. Μας είχε η μάνα μας ντομάτα, ελίτσες, τυράκι, ψωμάκι και τρώγαμε στην παραλία. Μετά φεύγαμε. Αν δεν ήσουν εντάξει, καλό παιδί δηλαδή, η θεία η τάδε που πήρε, η γειτόνισσα που μας πήρε κάτω, ήταν η σειρά της να μας πάει κάτω, μας έλεγε: «Aπ ο Παύλος, ο Γιάννης δεν ήταν καλό παιδί». Την άλλη μέρα δεν πηγαίναμε για [00:10:00]μπάνιο, για τιμωρία. Κι έτσι, έπρεπε να ‘μαστε εντάξει, ό,τι μας λέγανε στην παραλία, να το ακούμε, για να μπορούμε να πάμε και τη δεύτερη μέρα για μπάνιο ας πούμε.
Κι αυτό που είπες ότι για μπάνιο πηγαίνανε σε συγκεκριμένες περιοχές η κάθε γειτονιά;
Ναι, δηλαδή ο Μαχαιράς κατέβαινε από δω, από το νεκροταφείο, και κατέβαινε κάτω κι αυτός στου «παππά το χούμα». Κι εμείς στου «Παπά το Χούμα» κατεβαίναμε. Οι άλλοι ας πούμε κατά το… και λίγο κατεβαίναμε και στην Πετρούλα. Η υπόλοιπη περιοχή κατεβαίναν στα μαγαζιά, στου Στέφανου και παρά κει. Οι άλλοι κατεβαίνανε έτσι, ομάδες-ομάδες σχεδόν, κατεβαίναν απόγευμα. Κατά το πλείστον απόγευμα μάς πηγαίνανε.
Επειδή δουλεύανε, ε;
Ναι δουλεύανε και ναι.
Ωραία, και γυρνάς μετά στα είκοσι δύο στη Σκύρο. Και τι κάνεις τότε εδώ πέρα;
Στη Σκύρο ήρθα εδώ πέρα, ό,τι απολύθηκα σχεδόν, γιατί βρήκα τον πατέρα μου άρρωστο και ήρθα και κράτησα ένα μαγαζάκι που ‘χε πολύ μικρό, «το Ευρύχωρο». Εκεί είχε ο πατέρας μου το μικρό μαγαζάκι. Είχε τσιγάρα, είχε ψιλικά, είχε μπισκότα κι αυτά όλα, κι έκατσα εκεί πέρα για ένα χρονικό διάστημα. Το ’74 κάνει μία προκήρυξη η ΔΕΗ, για δω, και δίνω εξετάσεις και πέρασα στη ΔΕΗ. Αλλά ο Καραμανλής είχε κάνει τότε μια σύμβαση με τους Λίβυους, στη σχολή που θα πηγαίναμε ταχύρρυθμο της ΔΕΗ, ήταν έξι μήνες. Αυτή τη σχολή, όμως, την είχε κάνει, είχε κάνει σύμβαση ο Καραμανλής με τους Λίβυους κι ανέβαζε Λίβυους, τους σπούδαζε εδώ πέρα σε αυτό το τμήμα και τους πήγαινε πάλι κάτω. Αυτό ήτανε κάπου δύο χρόνια, τρία, και μπορεί και τέσσερα, δεν ξέρω. Και δεν μπορούσε να μας πάρει εμάς, είμαστε εκατόν πενήντα άτομα σε όλη την Ελλάδα. Εδώ στη Σκύρο ήτανε δύο άτομα να μπουν στη ΔΕΗ, εγώ κι ένας άλλος, ας πούμε. Δεν μας έπαιρνε καθόλου. Και το ’82, το ’79, μου λέει ο μπάρμπα Αχιλλέας, καλή του ώρα, μου λέει: «Έλα πάνω, έχει μια σύμβαση το Μουσείο». Λέω: «Έχω μπει στη ΔΕΗ, πάρε κάποιο άλλο παιδί», γιατί τότε μπαίνανε κι απ’ τις πόρτες κι απ’ τα παράθυρα. Ήταν άλλη εποχή, μπαίναν έτσι. Και λέω: «Πάρε ένα άλλο παιδί, γιατί εγώ αφού έχω μπει στη ΔΕΗ, άσε να μην στερήσω κάποιον άλλον». Λοιπόν, λέει: «Eίναι με σύμβαση, έλα πάνω και όποτε σου πει η ΔΕΗ, φεύγεις». Και πάω το ’79 στο μουσείο, το Αρχαιολογικό, και το ’80 διορίζομαι στο μουσείο. Και το ’82 με καλεί η ΔΕΗ να πάω στη ΔΕΗ, το ’82.
Όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή, δεν δούλευες στη ΔΕΗ ουσιαστικά;
Όχι, δεν δούλευα. Είχα το μαγαζάκι και το ’79 πήγα στο μουσείο. ’74 ήρθα, ’79 πάω στο μουσείο και το ’80 διορίζομαι στο μουσείο.
Δηλαδή, η ΔΕΗ τι σε είχε; Stand by; Σε αναμονή;
Με είχε η ΔΕΗ σε αναμονή, για να τελειώσει η σύμβαση με τους Λίβυους, για να μπω. Και όπως πήγε, άνοιξε ύστερα, μετά το ’82 μου στέλνει χαρτί η ΔΕΗ, αν θέλω να πάω, να απαντήσω «ναι» ή «όχι». Στη σειρά, δηλαδή, που ήταν εκατόν πενήντα άτομα, όλα είχαν βολευτεί τότε. Δηλαδή δύο άτομα βρήκε, ο Τάκης ο Μαυρίκος, ο Μαυρίκος ο Σωκράτης, δηλαδή του Σωκράτη, βρήκε δυο απ’ τη σειρά μου, δύο άτομα μόνο. Τα υπόλοιπα εκατόν σαράντα οχτώ είχανε φτιαχτεί, γιατί εντάξει, δεν μπορεί να περιμέναν απ’ το ’74 μέχρι το ’82 ας πούμε.
Κατάλαβα. Και τελικά πήγες στη ΔΕΗ;
Όχι, πήγα στο μουσείο. Απ’ το ’80 διορίστηκα στο μουσείο και πήρα σύνταξη πια απ’ το μουσείο.
Από το ’74 που έχεις γυρίσει στη Σκύρο, μετά, γιατί ανέφερες πριν ότι έπαιζες ποδόσφαιρο, και απ’ όσο γνωρίζω και εδώ πέρα στην ομάδα του ποδοσφαίρου έπαιζες, στην Α.Ο. Σκύρου.
Ναι, στον Α.Ο. Σκύρου τον φτιάξαμε εγώ, ο Μωραΐτης ο Ασημενός ο Γιώργος, ο συγχωρεμένος τώρα ο Σταμάτης ο Καραπατσόλης, ο Φεργάδης δηλαδή, και ο Τάκος ο Μαυρογιώργης. Του Μαυρογιώργη, δεν τον ξέρεις. Ήτανε και στο Ταχυδρομείο αυτός ο Τάκος ο Μαυρογιώργης. Αυτή η τριάδα σχεδόν ξεκινήσαμε και λέγαμε να φτιάξουμε ομάδα. Επειδή τότε ο Γιώργης ο Μωραΐτης ήτανε Πανιώνιος, μας επηρέασε και κάναμε και τις στολές όπως του Πανιώνιου. Βάλαμε μπλε, άσπρο και λίγο βυσσινί, ας πούμε. Το σήμα μας ήτανε το άλογο και ξεκινήσαμε το ’74, που ‘ρθα εδώ πέρα απ’ το ’74, να φτιάξουμε την ομάδα. Την φτιάξαμε την ομάδα, χωρίς όμως να ‘μαστε σε ενώσεις καθόλου, παίζαμε φιλικά. Παίζαμε με την Αεροπορία, παίζαμε με τα Ραντάρ, γιατί ήτανε και το αεροδρόμιο και τα Ραντάρ εδώ. Ήτανε, επίσης, εδώ οι εταιρίες που φτιάχνανε το αεροδρόμιο, παίζαμε με την ΕΔΟΚ ΕΤΕ, τέτοιες εταιρίες, κάναμε φιλικά συνέχεια τέτοια πράγματα. Και το 1974 μάς αναγνωρίσαν σαν ομάδα στην ΕΠΣΕ Ευβοίας, το ’74, το ’77.
’77.-
[00:15:00]’74 ξεκινήσαμε, ’77 μάς αναγνωρίσαν σαν ομάδα.
Πώς ήτανε Παύλο τότε η ποδοσφαιρική ομάδα εδώ πέρα; Aπό τα ταξίδια; Τι κάνατε; Πού παίζατε;
Παίζαμε εδώ πέρα στο μικρό γηπεδάκι, τώρα που έχει 5x5, παίζαμε οχτώ-οχτώ, δεν μας χωρούσε έντεκα-έντεκα. Και πιο μικρά τα γκολπόστ, γιατί δεν μπορούσαμε να τα κάνουμε 7.20 που είναι, τα κάναμε πιο μικρά. Μετά φτιάξαμε γήπεδο, εξαναγκαστικά. Πριν φτιάξουμε το γήπεδο, πηγαίναμε και σαν έδρα είχαμε το γήπεδο της Κύμης. Και φεύγαμε από δω και πηγαίναμε στην Κύμη και παίζαμε, δηλαδή εκτός έδρας συνέχεια.
Ναι.
Και μετά από το αυτό, φτιάξαμε ένα γήπεδο στο Φέρε-Κάμπο, στον Άγιο Δημήτριο από κάτω. Παίξαμε κι εκεί μπάλα και μετά φτιάξαμε το γήπεδο αυτό το υπάρχον σήμερα κάτω στον Κάμπο, το οποίο, εντάξει, πήγαμε πρώτα και συμφωνήσαμε με τον παππά απάνω να του δίνουμε σιτάρι και κριθάρι, όσο ήταν τα στρέμματα αυτά, που δεν τα δώσαμε ποτέ. Και ύστερα σιγά σιγά σιγά, μας το παραχώρησε η Μονή Μεγίστης Λαύρας, μας το παραχώρησε δωρεάν στον αθλητικό όμιλο.
Πόσα χρόνια ήσουνα στην ομάδα;
Ήμουν από το ’74, που την ιδρύσαμε, και τελείωσα το ’82. Το ’82, ναι, σταμάτησα περίπου. Είχα τα χαρτιά, έγινα γραμματέας, μετά πρόεδρος και και… Και σταμάτησα το ’82. Μετά το ’82 ασχολήθηκα με τη διοίκηση δηλαδή.
Από αυτά τα χρόνια τι, έτσι, θυμάσαι; Από τα ταξίδια;-
Θυμάμαι καταρχήν ότι μία φορά φύγαμε από τη Δευτέρα, Τρίτη, νομίζω και έπρεπε να κάνουμε τρεις-τέσσερις αγώνες και γυρίσαμε την Κυριακή. Μια βδομάδα στη Χαλκίδα. Είχαμε έδρα τη Χαλκίδα, είχαμε «το Κεντρικό» ένα ξενοδοχείο που κοιμόμαστε. Εντάξει, ήτανε μια εποχή η οποία ήτανε απάνω στην τρέλα μας, ας το πούμε. Ακόμα είμαστε όλοι λεύθερα παιδιά, είμαστε νέα παιδιά και ευχαριστιόμαστε πάρα πολύ. Πηγαίναμε, όμως, σαν ομάδα. Πραγματικά ούτε ΠΑΕ δεν υπήρχε έτσι. Δηλαδή, πηγαίναμε με τις φόρμες μας, με τα παπούτσια μας, με έτσι, κοιμόμαστε νωρίς, τρώγαμε όλοι σε ένα εστιατόριο, ελαφριά τροφή για τη μπάλα. Γυρνάγαμε, λέγαμε πώς παίξαμε, χωρίς να ‘χουμε… Είχαμε τυπικά έναν προπονητή, τον Γιάννη τον Τσακαμή, που ‘τανε δήμαρχος μετά, και μας καθοδηγούσε, ας πούμε, σ’ αυτά τα, τους αγώνες ας πούμε. Αλλά τα λέγαμε, τα συζητάγαμε, δηλαδή είμαστε σαν σωστή ΠΑΕ ας πούμε.
Εκεί με τ’ άλλα χωριά κόντρες και τέτοια;
Όχι τόσο πολύ. Μόνο είχαμε πιο πολύ με την Κάρυστο που έγινε ένα επεισόδιο ας πούμε, γιατί είχαμε πάει στην Κάρυστο, μας χτυπάγανε στον αγωνιστικό χώρο μέσα. Και μετά που ‘ρθε εδώ πέρα έγινε ένας μεγάλος καβγάς, είχαν αστυνομίες, είχαμε πάρα πολλά πράγματα, είχαν πολύ… έπεσε πολύ ξύλο. Το φύλλο αγώνος το υπογράψανε στην αστυνομία. Τελικά είχαμε εκεί ακόμα και δικαστήρια με την Κάρυστο.
Ναι ε;
Είχαμε δικαστήρια γιατί γινήκανε πάρα πολλά έκτροπα δηλαδή και τέλος πάντων, αθωωθήκαμε δηλαδή. Πήγαμε στα δικαστήρια και αθωωθήκαμε γι’ αυτόν τον αγώνα. Από τότε εντάξει, ηρεμήσανε όλα τα πνεύματα, φύγανε κι όλοι οι παλιοί. Μπήκαν οι καινούργιοι, ήτανε διαφορετικά ας πούμε.-
Αυτό τώρα-
Ο αθλητικός όμιλος είναι ένα κομμάτι απ’ τη ζωή μου, γιατί ξέρεις, όταν το δημιουργείς, το φτιάχνεις και… Έφυγα όμως με πικρία, με πικρία απ’ τον αθλητικό όμιλο, γιατί ήμουνα τότε πρόεδρος και έλαβα μια επιστολή ότι κατηγορούσανε όλο το συμβούλιο. Και ο ένας είχε σκοτεινά συμφέροντα, εγώ είχα σκοτεινά συμφέροντα, ο άλλος ο νεροκουβαλητής, ο άλλος δεν προσφέρει τίποτα, και μας είχαν υποσχεθεί ότι να φύγουμε και στην ομάδα θα μπαίνανε τότε τρακόσιες χιλιάδες. Τρακόσιες χιλιάδες ήτανε τότε σχεδόν δύο αγωνιστικές. Και λέμε αν τα βάλει στο βιβλιάριο τρακόσιες χιλιάδες αυτός που το λέει, πολύ ευχαρίστως να φύγουμε. Δεν μπήκανε, δεν φύγαμε. Φύγαμε μεν εμείς μετά, γιατί μας κατηγορούσαν τόσο πολύ, κι από τότε να σας πω ότι δεν έχω πάει ούτε στο γήπεδο.
Ναι ε;
Ναι.
Ναι, αλλά όλη αυτή η κατηγόρια, ξέρω ‘γω, γιατί; Για συμφέροντα;
Για συμφέροντα, ο καθένας το δικό του δηλαδή. Ο καθένας το συμφέρον δηλαδή… Να σκεφτείς ότι κάνανε κουμάντο οι ποδοσφαιριστές στο διοικητικό συμβούλιο. Γιατί; Γιατί το διοικητικό συμβούλιο τους είχε ανάγκη. Γιατί ήθελε να πάει πέρα η ομάδα και παρακαλούσαμε τον διοικητή της αεροπορίας να μας δώσει δύο φαντάρους που παίζανε μπάλα, τον πατέρα σου που εσένα σε είχε στην οικοδομή και δεν σ’ άφηνε, τον καθένα, κι έτσι πηγαίναμε πολλές φορές έντεκα-έντεκα. Μόνο έντεκα να [00:20:00]παίξουμε. Πολλές φορές μέχρι εννιά και δέκα, εννιά, παρακάτω δεν μπορούσαν να ‘ναι. Εννιά ή δέκα πηγαίναμε. Ή με μια αλλαγή ή με δυο. Κι έτσι, αυτό ήτανε… κάναν κουμάντο οι ποδοσφαιριστές. Δηλαδή, κάνανε κλίκα: «Aν δεν παίξει ο Παύλος, δεν θα παίξω εγώ». Αποβραδίς σου λέγανε «ναι» και το πρωί δεν ερχότανε.
Οπότε είχατε δυσκολίες-
Ναι, είχαμε δυσκολίες πάρα πολλές. Πολλές φορές πηγαίναμε, επειδή δεν είχε το καράβι, πηγαίναμε με τρεχαντήρι.
Ναι ε;
Ναι. Πήγαμε πολλές φορές. Μια φορά φτάσαμε κοντά στις Πετριές και δεν είχε πυξίδα ο άνθρωπος και με ομίχλη φτάσαμε κοντά στις Πετριές. Και μας είπανε το πιο κοντινό είναι οι Πετριές, όχι η Κύμη, και βγήκαμε στις Πετριές και ό,τι προλάβαμε το λεωφορείο και προλάβαμε τον αγώνα, ακριβώς όταν θα άρχιζε ας πούμε. Αλλιώς μηδενιζόμαστε με -3.
Ναι. Είπες για το μαγαζάκι-
Ναι-
Το μαγαζί που το διατηρείς με τη γυναίκα σου, σωστά;-
Ναι, στη γυναίκα μου, ναι. Έφυγα από κει, το γωνιακό το μικρούλι, κι επειδή εγώ δεν μ’ άρεσε δηλαδή. Δεν μ’ άρεσε ολόκληρο παλικάρι τώρα, να κάθεσαι σε μια τρύπα. Λέω: «Κάτι πρέπει να γίνει ή πρέπει να κάνω κάτι» και νοίκιασα κοντά αυτό, απέναντι απ’ του Πανταζή. Το μισό είχα ενοικιάσει και μεταφέρομαι το 1976 εκεί. Το 1976 πάω στο άλλο, στο πιο μεγάλο μαγαζί. Έβαλα πιο πολλά πράγμα, άρχισε μια κίνηση πιο μεγάλη ας πούμε. Το ’80 παντρεύομαι και παίρνω και το δίπλα μαγαζί που ήταν πάλι του ίδιου ιδιοκτήτη, αλλά το ‘χε κάποιος, είχε κομμωτήριο. Έφυγε το κομμωτήριο και το μεγαλώνω. Και σ’ αυτό το μαγαζί έκατσα τριάντα έξι χρόνια, με τη γυναίκα μου μαζί, από το ‘80 που παντρεύτηκα.
Όλα αυτά τα χρόνια, απ’ το μαγαζί, που ακόμα υπάρχει το μαγαζί σας-
Ναι, ναι, ναι.-
Και είναι και σημείο κατατεθέν…
Ναι, «ο Παύλος».
«Ο Παύλος». Τι έχεις να θυμάσαι από το μαγαζί ρε Παύλο;
Πιο πολύ το μαγαζί αυτό ήτανε παιχνιδάδικο και είχα πολύ με τα πιτσιρίκια. Πριν ανοίξουν τα κυλικεία κι όλα αυτά, τα παιδιά, να μην σας πω, ότι με περιμέναν απέξω να πάρουν ένα γαριδάκι, ένα πατατάκι, για να πάνε στο σχολείο. Επειδή και σχεδόν ήμουνα ο μοναδικός ο Παύλος στο νησί, ήτανε και άλλα δύο άτομα τα οποία δεν ήτανε εδώ στη Σκύρο, και ήμουνα ο Παύλος ο μοναδικός, τα πιτσιρίκια… κι ήταν κι εύκολο το όνομά μου «Παύλος». Το μαθαίναν εύκολα. Και από τότε είχε βγει και το σλόγκαν: «Πρώτα τα παιδιά μαθαίνουν Παύλο να μιλάνε, να λένε, και μετά μάνα και πατέρα» ας πούμε. Πρώτα τον Παύλο. Κι ένας φίλος μου, ο Γιάννης ο Μπουρμάς, έλεγε… έλεγα ‘γω ότι: «Ο Παύλος είμαι, η ευτυχία των παιδιών». Και μου απαντούσε: «Και η δυστυχία των γονιών». Όλα τα πιτσιρίκια ερχότανε, με ξέρανε με το μικρό του. Ποτέ δεν μ’ είχε πει κανένας: «Θείε» ή «μπάρμπα Παύλο» που λέγαν εδώ στη Σκύρο, μπάρμπα Παύλο ποτέ. Και ο κουνιάδος μου ακόμα το λέει: «Ανεβαίνω στην Αγορά και μου λένε όλοι “μπάρμπα Κωστή” και τον γαμπρό μου τον λένε ακόμα “Παύλο”. Δεν τον λένε “μπάρμπα”».
Οπότε με τα παιδάκια…
Ναι, ασχολήθηκα πολύ. Τα αγαπούσα και τα αγαπάω, δεν έχω, δεν είχα τσακωθεί με κανέναν. Εντάξει, κάτι μικρό προβλήματα που υπάρχουν, ξέρεις, τα παιδιά σε ηλικία από εφτά-οχτώ χρονών, από πέντε-έξι μάλλον, μέχρι δέκα-έντεκα επηρεάζονται στο να κλέψουν χωρίς να το ξέρουν ότι κλέβουν-
Nαι-
Ή τους παροτρύνουνε και το άλλο ας πούμε, λέει: «Άντε πάρ’ το, κλέψ’ το». Λοιπόν, είχα τέτοια κρούσματα, εντάξει όμως, όλα μέλι γάλα. Δηλαδή ποτέ δεν είπα, ξέρεις, να τιμωρήσω το παιδί ή τον γονιά ή οτιδήποτε. Εντάξει, μου κλέψαν πολλές φορές, δηλαδή μου κάνανε μια φορά μου ‘χαν στήσει και σχεδόν ενέδρα και μου κλέβανε ας πούμε και τα ‘πιασε ο δάσκαλος στο μοίρασμα.-
Nαι-
Μαλώσαν στο σχολείο: «Γιατί δεν μου ‘δωσες τη γόμα, δεν μου ‘δωσες το μολύβι;». Εντάξει, είχα εμπιστοσύνη σε παιδιά τα οποία είχανε την οικονομική ευχέρεια και το άφηνα μέσα να κοιτάξει. Ήξερα τον πατέρα και τη μάνα του που ‘τανε εντάξει. Δεν πρόκειται λέω αυτό το παιδί μου να μου κλέψει, αλλά το ‘χαν βάλει άλλοι. Και μου έκλεβε πράγματα, πλήρωνε ένα, τ’ άλλα τα ‘βαζε μέσα στην τσέπη, εντάξει. Μετά τα μοιράζανε κι έτσι ο δάσκαλος το κατάλαβε, τους έπιασε εκεί στη μοιρασιά που μαλώνανε και τέτοια πράγματα και μου το είπε ότι: «Έτσι κι έτσι, αυτή η ομάδα σε κλέβει». Tρία-τέσσερα άτομα ήτανε που ο ένας ήταν στην πόρτα μου, κουβέντιαζε, ο άλλος, το παιδί αυτό που του ‘χα εγώ εμπιστοσύνη, το άφηνα μέσα: «Eντάξει, δεν πρόκειται να μου κλέψει αυτό το παιδί». Γιατί τότε ένα παιχνίδι έκανε είκοσι [00:25:00]χιλιάδες και του το ‘γραφα στο χαρτάκι, σ’ ένα λεπτό μου το ‘φερνε, τις είκοσι χιλιάδες. Ήτανε μοναχοπαίδι, μου το ‘φερνε και δεν είχα πρόβλημα, δηλαδή ότι θα μου κλέψει. Δεν το φανταζόμουνα ότι θα κλέψει αυτό το παιδί, αλλά το ‘χαν βάλει οι άλλοι. Κι έγινε κι αυτό το συμβάν.
Μου ‘λεγες, επίσης, για ένα παιδάκι που ‘χε γράψει μία έκθεση…
Ναι στο σχολείο, στο δημοτικό, έβαλε η δασκάλα στην έκθεση: «Τι θέλετε να γίνετε όταν μεγαλώσετε;». Κι έγραψε: «Εγώ θέλω να γίνω Παύλος».
Αυτό το μαγαζί, όπως είπα και πριν, υπάρχει ακόμα-
Ναι-
Είναι σήμα κατατεθέν, σημείο κατατεθέν και το όνομα και όλα αυτά, και φαντάζομαι όσο μπορείτε, θα το συνεχίζετε, έτσι;
Ναι. Όσο μπορώ θα το συνεχίζω, αλλά τώρα είμαι και σε μια ηλικία, εντάξει, που και η γυναίκα μου κοντεύει να πάρει σύνταξη. Αν ακολουθήσουν τα παιδιά, που δεν τα βλέπω τα παιδιά μου, εντάξει θα προσπαθήσω να το δώσω σε κάποιον συγγενή μου, σε κάτι, για να συνεχίζει. Γιατί είναι ένα μαγαζί το οποίο εντάξει και βγάζει και καλό είναι και καλό όνομα έχει και τα πάντα ας πούμε.
Είναι το ’74,-
Nαι, ναι-
Τριάντα εφτά χρόνια, πολλά χρόνια.
Τριάντα έξι χρόνια έχω το… Όχι, είναι παραπάνω.
’74. Όχι 74; Πόσο μου ‘πες;
Ναι, απ’ το ’74 ήρθα εδώ πέρα. 1974.
Α, όχι, ναι, ναι, ναι. Τριάντα έξι μόνο μου ‘πες-
Στο άλλο μαγαζί, τριάντα έξι χρόνια, συν απ’ το ‘74 που ήρθα, ανάλαβα του πατέρα μου. Ο πατέρας μου το ‘χε άλλα σαράντα χρόνια. Ναι.-
Πολλά χρόνια… Ωραία, να πιάσουμε λίγο τις Απόκριες-
Ναι-
Και την «τράτα». Μου ‘πες ότι από παιδί ντυνόσασταν με τα ντενεκαδιά,-
Ναι, με τα ντενεκαδιά-
Άρα, λοιπόν, από παιδί ήσουνα μέσα στα-
Ναι. Εγώ τα φόρεσα τα κουδούνια τα κανονικά, που φοράει ένας γέρος, σε ηλικία τρίτη γυμνασίου, τρίτη γυμνασίου. Κι αυτά μου τα ‘δωσε άλλος, δεν είχα εγώ τίποτα. Ντύθηκα με άλλα ρούχα που τα είχε. Ντυθήκαμε δηλαδή… Τότε δεν ντυνόσουνα πιτσιρικάς, έστω από τρίτη γυμνασίου και μετά μπορούσες να φορέσεις τη στολή του γέρου. Πιο μικρός δεν…
Επειδή δεν υπήρχανε πολλές φορεσιές;
Και πολλές φορεσιές, αλλά δεν στα δίνανε, για να μην τα κόψεις, για να μην τα λερώσεις, να μην τα αυτό. Ντυνόμαστε σκέτα τα κουδούνια, έτσι όπως είμαστε, με τα ρούχα μας, μας τα βάζανε και τρέχαμε στην Αγορά και τέτοιο. Χωρίς καπότο, χωρίς τη στολή, τίποτα, μόνο τα κουδούνια.
Η σκουριά μετά στα ρούχα;-
Η σκουριά… Γι’ αυτό μας τα βάζανε, για να φύγει η σκουριά. Γι’ αυτό μας τα βάζανε οι πιο μεγάλοι, για να φύγει η σκουριά απ’ αυτά, για να τα φορέσουνε αυτοί να μην λερώσουμε τη στολή τους.
Κι άμα πηγαίνατε σπίτι εσείς μετά;
Βάναμε πάντοτε, φοράγαμε πάντοτε ανάποδα τα παντελόνια. Ναι, οι τσέπες ήταν απέξω. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι τσέπες ήταν απέξω. Γι’ αυτό το λόγο, γιατί να μην το καταλάβει η μάνα μας, οπότε εντάξει.
Και με «τα κουδούνια» συνέχισες, συνεχίζεις ακόμα;
Ναι, συνέχισα. Μετά μ’ αρέσανε, πήρα εγώ τη στολή, έχω δικιά μου στολή τώρα και ντύθηκα μέχρι… Τα φορούσα από τριάντα χρονών που έκανα τη στολή, σχεδόν, μέχρι τα εξήντα ένα μου. Μέχρι εξήντα ένα τα ‘βαλα.
Κάθε χρόνο ε;
Κάθε χρόνο.
Μέσα στην Αποκριά υπάρχει και η «τράτα», που εσύ ασχολείσαι, το βασικό στέλεχος, απ’ τα βασικά στελέχη.
Ναι.
Θα ήθελα σε παρακαλώ να μου πεις τι είναι η «τράτα»; Πότε πρωτοξεκίνησε στο νησί η «τράτα»; Γενικότερα την ιστορία της «τράτας».
Ναι. Η «τράτα», εγώ όταν ήρθα το ’74, εδώ πέρα, δεν ήταν… Έβγαινε η «τράτα», έβγαινε κατά το πλείστον «η τράτα» την Καθαρά Δευτέρα. Επειδή οι «γέροι» τελειώνανε την Κυριακή, την Καθαρά Δευτέρα υπήρχε, υπήρχαν τοπικές ενδυμασίες και βγαίνανε οι άνθρωποι έξω ντυμένοι και έβγαινε κατά το πλείστον απόγευμα η «τράτα». Η «τράτα» αυτή ήτανε οι ψαράδες την διοργανώνανε και ξεκίνησε απ’ το Μώλος, από κει κάτω. Ανεβαίνανε, η «τράτα» ήτανε μια βάρκα η οποία της βάζανε από κάτω ρόδες ή κάτι, και την τραβούσανε. Δεν είχανε ούτε αυτοκίνητο να την τραβάει μπροστά, ούτε τίποτα, ούτε τρακτέρ που έχουμε τώρα κτλ., την τραβούσαν με κάβο. Ο κάβος ήτανε… Οι άνθρωποι αυτοί ήτανε μουτζουρωμένοι με φούμο, τότε που υπήρχε το φούμο, και μαύροι στο πρόσωπο και φοράγανε οτιδήποτε παλιό, βράκα κατά το πλείστον και ξυπόλητοι κάτω, όπως είναι οι ψαράδες ας πούμε. Και ανεβαίνανε στην Αγορά και ξεκινάγανε, ανεβαίνανε. Την «τράτα» τη σηκώνανε, γιατί κατά το πλείστον ήτανε μικρή η βάρκα, όχι πολύ μεγάλη. Εκεί που είχε σκαλοπάτια την πιάνανε και την σηκώνανε με τις ρόδες που είχανε φτιάξει και κάνανε τρία… περνάγαν μέσα από το κέντρο της Αγοράς και κάνανε τρία σημεία που σταματάγανε και λέγαν [00:30:00]τα ποιήματα. Κατά το πλείστον τα ποιήματα τα ‘λεγε κάποιος που τα ‘χε γράψει ο ίδιος. Ο Παπαγρηγόρης ήταν πιο παλιός ας πούμε παραδείγματος χάρη και τα ‘λεγε ο ίδιος και τα ήξερε απέξω, χωρίς να τα διαβάζει, χωρίς χαρτί, χωρίς τίποτα. Είχαν και ένα γάιδαρο κατά το πλείστον και ανέβαινε πά’ στο γάιδαρο και τα ‘λεγε για να φαίνεται. Κάνανε μια στάση εδώ στου Μαργέτη, μια στάση στης Μαρίτσας εκεί και μετά στην πλατεία. Αυτή «η τράτα» τη γνώρισα όταν ήρθα εδώ πέρα ας πούμε. Από το ’74-’76 σταμάτησε ένα φεγγάρι γιατί έγινε ένα επεισόδιο με τους «γέρους», γιατί βγήκε… Επειδή μάλλον, ήθελαν να αλλάξουνε την ημερομηνία και μάλλον την ημέρα που έβγαινε η «τράτα», επειδή την Καθαρά Δευτέρα δεν έβλεπε πολύς κόσμος την «τράτα» και τα ποιήματα, επειδή κατά το πλείστον έφευγε το βαπόρι, επειδή ντυνότανε με τοπικές ενδυμασίες, χορεύανε στην πλατεία και δεν ακούγαν τα ποιήματα κι αυτά όλα και είπανε να την κάνουνε Κυριακή, Κυριακή απόγευμα και μετά να βγαίνουνε «οι γέροι». «Οι γέροι» βγαίνανε, όμως, μαζί με την «τράτα» και γίναν επεισόδια. Έπεσε πολύ -πήγε να πέσει μάλλον- ξύλο και τελικά αποφασίσανε να μην την ξανακάνουν αυτοί οι μεγάλοι που ξεκινήσανε την «τράτα» από το Μώλος. Τη σταματήσανε από το ’75 νομίζω, ’76, μέχρι το ’86 που ανέλαβα εγώ. Αυτό το διάστημα ανέβαινε ένα σαν «τράτα» ας το πούμε, η Λιναριά. Οι Λιναριώτες, οι ψαράδες απ’ τη Λιναριά. Ανεβαίναν μ’ αυτοκίνητα ήτανε πιο… και λέγανε κι αυτοί, σατιρίζανε αυτά που σατιρίζει «η τράτα» κατά το πλείστον. Δεν είπαμε ότι σατιρίζει η «τράτα» τα γεγονότα της Σκύρου, κατηγορεί τον δήμαρχο, σατιρίζει τον δήμαρχο κι αυτά όλα. Δεν τον κατηγορεί, γιατί σατιρίζει. Και επίσης, σατιρίζει γενικά τι γίνεται στον κόσμο. Αυτό έγινε μέχρι το ’86. Απ’ το ’86 που ανέλαβα εγώ σαν αρχηγός, ας το πούμε, ξεκίνησε και τη φτιάχνουμε κάπως πιο οργανωμένα. Δηλαδή, κάνουμε συγκεντρώσεις, μαζευόμαστε, λέμε τα ποιήματα, κόβουμε μερικά ποιήματα, προσθέτουμε ποιήματα, σατιρίζουμε τα πάντα, όλα. Ό,τι γίνεται στη Σκύρο το σατιρίζουμε, από δήμαρχο μέχρι και ό,τι γίνεται στον κόσμο και είναι, έχει γίνει κάπου ένα γεγονός. Τώρα βγαίνουμε, δηλαδή, σαν ομάδα, δηλαδή σωστή ομάδα με σωστά βράκες κι αυτά, πάλι ξυπόλητοι, με γαλότσες, κάνουμε δηλαδή τους ναυτικούς. Αυτό νομίζω ότι ξεκίνησε, η «τράτα» ξεκίνησε και έγινε, γιατί «οι γέροι» κατά το πλείστον ήτανε για τους τσοπαναραίους, για τους κτηνοτρόφους. Οι ψαράδες δεν είχανε κάτι να κάνουν τις Απόκριες, δεν είχανε. Και αποφασίσαν και κάνανε αυτό. Εγώ έτσι το βλέπω δηλαδή κι έτσι πιστεύω δηλαδή, γιατί δεν ήτανε… δηλαδή μόνο «οι γέροι» που ήτανε μόνο γιατί οι κτηνοτρόφοι γινότανε. Και παλιά δεν γινότανε «γέρος», δηλαδή εκτός από που ‘τανε κτηνοτρόφος κι οτιδήποτε ή γεωργός. Αν ήθελες να γίνεις «γέρος», τότε παρακαλούσες κάποιον απ’ αυτούς, για να γίνεις «γέρος» και τέτοια πράγματα. Κι έτσι καμιά φορά είχες κάναν φίλο που είχε όλη τη στολή, σε έντυνε και γινόσουν. Εγώ πιστεύω ότι επειδή δεν είχε, οι ψαράδες γενικά δεν είχανε κάτι να δείξουν στον κόσμο, γινήκανε, έγινε «η τράτα», δημιουργήσαν την «τράτα» ας πούμε.
Η πρώτη-πρώτη-πρώτη-πρώτη «τράτα» που έγινε, πότε ήτανε; Γνωρίζεις;
Όχι, αλλά πιστεύω ότι 1952, από κει ξεκίνησε.
Ωραία. Κι έρχεται το ’80… Πες μου.
Ναι, σατιρίζανε όμως και τότε και δεν παρεξηγιότανε. Ανεβαίνανε από το Μώλος και σατιρίζανε όλα τα μαγαζιά. Σατιρίζαν τον καταστηματάρχη, σατιρίζαν αν ήτανε τσιγκούνης, αν ήτανε κουβαρντάς, αν έπινε κρασί, αν… Τα πάντα τα σατιρίζανε μπροστά του, δηλαδή περνάγανε και του τα λέγανε. Δεν παρεξηγιότανε καθόλου, ούτε… Και μάλιστα έχει βγει και το σλόγκαν ότι αν κάνεις κάτι, μια βλακεία, θα το γράψουμε, θα το πούμε στην «τράτα». Έτσι έχει μείνει αυτό το πράγμα ας πούμε.
Τώρα παρεξηγείται, δηλαδή, ο κόσμος πιο εύκολα;
Όταν είναι λίγο αλήθεια, ναι, όταν είναι πραγματικά αλήθεια. Εμείς είπαμε κάποτε τρία πράγματα που ‘τανε αλήθεια, ήτανε αλήθεια, θέλαν να μας κάνουν μήνυση αλλά εντάξει δεν.. αυτά τα λένε έτσι πιστεύω. Αλλά εντάξει, λίγο αποφεύγουμε κι εμείς ονόματα, για να μην παρεξηγιόνται ας πούμε, για να μην παρεξηγιόνται.
Αυτό έχει και σχέση με αυτό που μου ‘πες πριν, ότι παλιά οι άνθρωποι ήτανε πιο απλοί, πιο αγαπημένοι;
Πιο απλοί και πιο αγαπημένοι.
Παίζει κι αυτό ρόλο;
Ναι! Δηλαδή, περνάγανε απ’ το μαγαζί και σε έλεγε ότι είσαι τσιγκούνης και ήσουν τσιγκούνης, δεν υπήρχε περίπτωση ούτε να σε βρίσει, ούτε να σου μιλήσει, ούτε τίποτα. Να πω άλλο ένα [00:35:00]παράδειγμα. Δηλαδή υπήρχανε τα χωριά, το Τραχύ και το Καλικρί. Κάθε Σαββατοκύριακο ερχότανε με τους γαϊδάρους να ψωνίσουν. Τότε πήγαινε, λέει: «Θα πάω στο ξαδερφάκι μου να πιώ ένα κρασί». Πήγαινε και στον άλλο γείτονα, τον άλλο που ‘χε το κρασάκι, έπινε κι από κει, αλλά έπρεπε να περάσει και απ’ τον συγγενή του. Έπρεπε οπωσδήποτε να πει «καλημέρα» και να περάσει απ’ τον συγγενή του. Και εγώ έφτασα σε ηλικία, το 1974 που ήρθα εδώ πέρα, που λέγανε: «Kουμπάρε, κουμπάρε!». Δεν έλεγε το όνομά του, η κουμπαριά. Μέχρι την κουμπαριά τη σεβότανε δηλαδή. Και έλεγε αυτό το πράγμα, δεν του ‘λεγε: «Γιώργο» ή «Γιάννη». Του ‘λεγε: «Κουμπάρε, έλα να πιείς ένα κρασάκι». Και ο πατέρας μου, που ‘χε τέσσερα καφενεία στη γειτονιά -ένα, δύο τρία, τέσσερα ναι- έπαιρνε καφέ με τη σειρά. Σήμερα είναι αυτός, σήμερα… Είχανε μία τέτοια αγάπη ας πούμε. Και επίσης, τα μαγαζιά τότε είχαν ένα σήμα κατατεθέν όταν ήτανε… έλειπε ο καταστηματάρχης, βάζανε μία καρέκλα μπροστά. Αυτό ήταν σήμα κατατεθέν, δεν ήτανε μέσα. Και να πέρναγες δεν του ‘λεγες ούτε καλημέρα, γιατί πραγματικά είχε την καρέκλα κι έλεγες: «Δεν είναι μέσα, δεν του λέω ούτε καλημέρα». Ήτανε σήμα κατατεθέν, δεν έμπαινες πια μέσα, όταν είχε την καρέκλα. Άρα, λείπει, δεν πάω καθόλου μέσα, ας πούμε, στο μαγαζί. Ήταν σήμα κατατεθέν.
Κατάλαβα. Ωραία. Και το ’86, λοιπόν, εσύ αποφασίζεις, δεν ξέρω μόνος σου ή με παρέα, να ξανά…
Ναι, να το διοργανώσουμε. Ήταν και με βοήθησε και ο Νίκος ο Αυγουστής ο οποίος ήτανε απ’ τους παλιούς και ξεκινήσαμε να φτιάξουμε την «τράτα». Κάναμε συγκεντρώσεις μετά ακριβώς απ’ τα Χριστούγεννα, μετά απ’ τα Χριστούγεννα συγκεντρωνόμαστε. Αποτελείται από τέσσερα-πέντε-έξι, καμιά φορά και δέκα, μαζευόμαστε βασικούς της «τράτας» και αρχίζουμε να γράφουμε τα ποιήματα, να λέμε πώς θα βγούμε, τι θα κάνουμε, πώς θα ανεβούμε στην πλατεία και τι θα σατιρίσουμε και τι θα ‘ναι το θέμα μας, γιατί πρέπει να ‘χεις ένα θέμα. Κάποτε κάναμε, που μ’ άρεσε πολύ, κάναμε ότι όταν έγινε το μετρό της Αθήνας, ότι είχε μετρό κι η Σκύρος. Είχαμε πάρει ένα τρακτέρ, το ‘χαμε φτιάξει, το ‘χαμε ντύσει κι όλα αυτά και από πίσω είχαμε κάδους σκουπιδιών, ότι ήταν τα βαγόνια. Και είχαμε μέσα και τα ‘χαμε καθαρίσει, ήτανε άνθρωποι μέσα ας πούμε κι είχαμε και το φαγητό μέσα που τρώγαμε ας πούμε. Ο κόσμος, όμως, δεν ήξερε ότι εμείς το ‘χαμε καθαρίσει τους κουβάδες με ζεστό νερό κι αυτά όλα και νομίζανε ότι ήτανε όλα βρώμικα, ας πούμε, που τρώγαμε μέσα από κει. Ήτανε το… Άλλη εποχή, έχουμε πολλά θέματα δηλαδή, μια φορά κάναμε τους Βέλγους που ‘χανε έρθει. Κάναμε την «τράτα» την είχαμε κάνει αεροπλάνο, ότι ήρθαν οι Βέλγοι εδώ. Κάθε εποχή αλλάζουμε το θέμα μας, γιατί… Κάναμε άλλη μια φορά, τη βάρκα την κάναμε υποβρύχιο, που γέρνανε τα υποβρύχια. Είναι πάρα πολλά, απ’ το ’86 δεν θυμάμαι τόσα πολλά. Έχω ολόκληρο ντοσιέ που έχω κρατήσει τα ποιήματα και τα θέματα που κάναμε ας πούμε. Κάναμε την Παπαρίζου, που πήραμε το τέτοιο, κάναμε πολλά πράγματα. Και κάθε φορά σατιρίζαμε κάτι που έχει γίνει ή στη Σκύρο, ένα γεγονός σοβαρό και τέτοιο, ή κάτι που ‘χει γίνει στην Ελλάδα ας πούμε, γενικά ας πούμε.
Εσένα πιο πολύ ποια «τράτα» σου ‘χει μείνει, έτσι, που την έχετε κάνει θέμα;
Πολύ μ’ άρεσε το μετρό.
Το μετρό ε;
Ναι, γιατί είχαμε κάνει σχέδια, είχαμε φτιάξει μηχανικούς. Στρώσανε κάτω τα σχέδια στην πλατεία οι μηχανικοί να ανεβούμε εμείς, ας πούμε, το μετρό. Και το άλλο που ήτανε, όταν κάνανε οι αγρότες μπλόκο, που κάναμε κι εδώ, κάναμε μπλόκο, δεν μας άφηνε μια ομάδα να ανεβούμε στην πλατεία, κάναν τους αγρότες. Κι εκεί είχαν πολύ ωραία… Γιατί ψήναν οι αγρότες και τέτοια πράγματα και μας κυνηγάγαν με τα ταψιά και με τα τηγάνια να μην μας αφήσουν να περάσουμε στην πλατεία απάνω, για να πούμε τα ποιήματα ας πούμε.
Εσύ γιατί ήθελες να την ξαναξεκινήσετε, γιατί ήθελες να αναμειχθείς μες σε αυτό;
Εγώ μ’ αρέσει πολύ η Αποκριά. Γιατί πιο παλιά και τα παιδιά ντυνόμαστε το βράδυ και πηγαίναμε στις γειτονιές, στα σπίτια, μας μαθαίναν οι πατεράδες, οι μανάδες ποιήματα και πηγαίναμε και ντυνόμαστε να μην μας γνωρίσει ο γείτονας και χτυπάγαμε την πόρτα το βράδυ και του λέγαμε το ποίημα, το στιχάκι αυτό που ήτανε ναι. Και γυρνάγαμε τις γειτονιές. Πολλοί δεν μας αναγνωρίζανε, πολλοί μας αναγνωρίζανε ποιοι ήταν, ας πούμε, απ’ τη φωνή περισσότερο δηλαδή. Και γινόταν αυτό το πράγμα, «οι γινομένοι» που λέμε, «οι γινομένοι», γινόμαστε... Αυτό μ’ άρεσε. Μ’ αρέσει αυτό το πράγμα στις Απόκριες, γιατί ξεδίνει ο [00:40:00]κόσμος, ξεδίνουμε δηλαδή. Πίνουμε λίγο κρασί, φτιάχνεις το κεφάλι σου, δημιουργείς μια ατμόσφαιρα πολύ χαρούμενη και είναι πολύ καλή. Δηλαδή, η εποχή αυτή είναι βλέπω τον κόσμο έξω καρδιά. Δηλαδή, τότε πραγματικά γίνονται οι Σκυριανοί ένα. Ο ένας να βοηθήσει τον άλλον, να σε ντύσει, να σε κάνει, δεν παρεξηγιέται τότε κανένας, πίνει, κερνάει, βγαίνει έξω. Είναι κάτι διαφορετικό. Δηλαδή, εγώ πιστεύω ότι οι πιο πολλοί ζούμε, για να ‘ρθούν οι Απόκριες. Οι πιο νέοι, ας πούμε, ζούνε γι’ αυτό το πράγμα, να ‘ρθούν οι Απόκριες.
Οπότε, γι’ αυτό ξεκίνησες το ’86;
Ναι, μ’ αρέσει η οργάνωση, μ’ αρέσει αυτό. Και μ’ αρέσουν πάρα πολύ τα τυπικά που κάνουμε, δηλαδή, στην «τράτα», που ακούνε, που έτσι, που ‘ναι όλοι μια ομάδα. Είμαστε πολύ καλή ομάδα και μ’ αρέσει δηλαδή αυτό που κάνουμε. Δηλαδή αυτό πραγματικά μ’ αρέσει ας πούμε για την «τράτα».
Επίσης, να πούμε, όποιος θέλει μπορεί να συμμετέχει στην «τράτα»;
Ναι. Κατά το πλείστον τελευταία τη χαλάσαμε λίγο, γιατί ήρθανε μικρά παιδιά. Τα μικρά παιδιά στην «τράτα» δεν μπορούνε να πιούνε, δεν είναι δηλαδή… έρχονται παιδιά του δημοτικού κι αυτά όλα και δεν μπορούμε να τα βάλουμε μέσα. Γιατί ο άλλος, ο πιο μεγάλος πίνει, συμπεριφέρεται διαφορετικά κι εμείς θέλουμε να αποφύγουμε αυτά τα πράγματα, γιατί τελευταία μας έρχονται και κορίτσια. Καλό είναι νέοι να ‘ρχονται, αλλά θέλουμε αγόρια πιο πολύ. Ο άλλος κάνει αυτά που πρέπει να κάνει, τα καλαμπούρια του, τα αστεία του, τα όλα, τα πάντα και δεν μπορεί να συμμετέχει. Είναι, δηλαδή, σαν ξένο σώμα, τα νέα παιδιά δηλαδή, τα μικρά παιδιά ας πούμε. Θέλουμε να είναι, είναι καλό να ‘ρχονται, γιατί κι εμείς αρχίζουμε και μεγαλώνουμε κι αυτό συζητάμε κάθε φορά σε μια συγκέντρωση να ‘ρχονται. Αλλά θέλουμε νέα παιδιά πάνω από είκοσι δύο-είκοσι πέντε, αγόρια, για να μπορούμε να το συνεχίσουνε. Όπως άλλη μια φορά, κάναμε έναν γάμο. Αυτό ήτανε πολύ, είχε επιτυχία. Είχαμε κάνει την πρώτη φορά, δεν θυμάμαι ποιο έτος ήτανε, την πρώτη χρονιά είχαμε κάνει τους ναυαγούς που δεν παίρνανε ούτε οι Τούρκοι ούτε η Ελλάδα τους έπαιρνε. Kαι ήτανε στη μέση το βαπόρι αυτό, δεν τους έπαιρνε ούτε η Τουρκία ούτε η Ελλάδα και κάναμε αυτούς. Τη δεύτερη χρονιά, όμως, κι εκείνη τη χρονιά, ας πούμε, ένας ναύτης αφού καθόμαστε εκεί πέρα, έπρεπε να πλένει, γιατί τα ρούχα τι; Λοιπόν, είχε βάλει μέσα σε ένα δοχείο νερό, πν’άτσι, να το πλύνει και είχε ρίξει… Λοιπόν, έδειχνε στον κόσμο το άσπρο πράγμα, το ‘βαζε μέσα έβγαινε μπλε, γιατί είχε ρίξει μέσα λουλάκι ας πούμε, το μπλε χρώμα, κι έβγαινε μπλε. Tο άπλωνε απάνω στη βάρκα. Και τη δεύτερη χρονιά, εν συνεχεία, λέγαμε αφού κάτσαμε τόσο καιρό, γνωριστήκανε μέσα γυναίκα και άντρας και κάναμε γάμο, παντρευτήκανε. Να κάνουμε γάμο. Κι είχαμε τον γάμο και είχαμε κουμπάρους και παππάδες και αυτά όλα. Ήταν καλή κι αυτή «η τράτα» ας πούμε.
Τώρα λες το ’86 και το ’87; Για το ’86-’87;
Τα έτη δεν θυμάμαι τώρα. Απ’ το ’86 κάναμε συνέχεια ναι.
Α, επειδή είπες την πρώτη χρονιά, νόμιζα ότι εννοούσες τότε.-
Όχι, όχι. Την πρώτη χρονιά την κάναμε κάθε αυτού «τράτα», δεν κάναμε τίποτα. Μόνο «τράτα» και σατιρίζαμε τα γεγονότα που γινήκανε στη Σκύρο και στην Ελλάδα.
Από τότε, τον βασικό κορμό που ξεκινήσατε, συνεχίζει να υπάρχει;
Ναι, συνεχίζει να υπάρχει κι αυτό είναι ευχάριστο. Συνεχίζει. Κι έρχονται, θέλουνε να ‘ρθούν τα παιδιά, αλλά η δουλειά τους λίγο, οι ώρες που κάνουμε συγκεντρώσεις, αυτά ίσως δεν μπορούνε και εντάξει… Πιο πολύ όμως η ομάδα είναι… ακόμα αντέχει και είναι οι βασικοί, ο πυρήνας είναι ο βασικός πυρήνας και πάει καλά.
Και η μέρα που γίνεται πια η «τράτα»;
Είναι Κυριακή απόγευμα. 15:00 η ώρα σχεδόν βγαίνουμε στην πλατεία και τελειώνουμε το αργότερο με τους χορούς και μ’ αυτά όλα, γύρω στις 16:30 με 17:00 η ώρα, για να ‘χει χρόνο και «οι γέροι» να γίνουν μετά, να γίνει το καρναβάλι κανονικά. Να μην χαλάσουμε, δηλαδή, τους «γέρους» και να χαλάσουμε το καρναβάλι. Και συμφωνήσαμε τώρα 15:00 να βγαίνουμε και 16:30 να φεύγουμε.
Και δεν υπάρχει πια κάποια διαμάχη, κόντρα, ανάμεσα σε-
Όχι, όχι, όχι. Τώρα πια όχι, όλα είναι. Δηλαδή, να μην σου πω ότι έρχονται τώρα, αυτοί που θα γίνουν «γέροι» στις 17:00 η ώρα, μας παρακολουθούνε 15:00 η ώρα, φεύγουν πάνε γίνονται και βγαίνουν, ας πούμε, 18:00 η ώρα.
Ο κόσμος πώς βλέπεις ότι την αντιμετωπίζει την «τράτα»;
[00:45:00]Την «τράτα» τη θέλει, τη θέλει πάρα πολύ την «τράτα». Μία εποχή που λέγαμε ότι δεν θα βγούμε, σχεδόν απορήσανε, γιατί δεν θα βγαίναμε ας πούμε. Και τελικά έχουμε βγει και με βροχή, έχουμε βγει κι αυτό, γιατί τη θέλει ο κόσμος, γιατί θέλει να ακούσει πολύ κατά του δημάρχου, ας πούμε οτιδήποτε δήμαρχος είναι. Κι όλα καλά να τα ‘χει κάνει, πρέπει να του βρούμε ‘μείς το κακό, για να του πούμε, για να γελάσει ο κόσμος και να το ακούσει. Γιατί το θέλει; Θέλει, ακόμα, να ακούσει αυτά που λένε, τα λέμε μες στα ποιήματα και δεν τα ξέρουνε και ρωτάνε. Ο άλλος λέει: «Τι έγινε;». Λένε: «Ο τάδε είχε κάνει αυτό το πράγμα» ας πούμε. Δηλαδή, να πω κάτι, ο δήμαρχος τότε, ο Τσακαμής, η Βάγια είχε μάθει, η γυναίκα του είχε μάθει οδήγηση και είχε γίνει ο κόμβος εκεί κάτω στο στρογγυλό στον Μπάσαλε. Η πρώτη που ‘πεσε ήταν η γυναίκα του, καβάλησε τον κόμβο. Οπότε, τη σατιρίσαμε αυτή ας πούμε. Και θέλουν δηλαδή, όσο και τέλειος να ‘ναι ο δήμαρχος, πρέπει να βρούμε τα κατά, για να του πούμε για τον δήμαρχο ας πούμε. Αυτό χαίρεται ο… Και τα άλλα όλα που ‘χουν γίνει γεγονότα στην Ελλάδα και τα ‘χει πει η τηλεόραση, για πολύ καιρό μάλλον στην τηλεόραση συνέχεια, το αναφέρουμε κι εμείς αλλά με σάτιρα κιόλας ας πούμε.
Ε ναι, δεν πάτε ποτέ κακοπροαίρετα.
Όχι, ποτέ, ποτέ. Κι αποφεύγουμε ονόματα δηλαδή ντόπιων εδώ πέρα. Μία φορά μάς έφυγε, στα τόσα χρόνια, που ‘παμε ονόματα. Ήταν αλήθεια δηλαδή, αλλά παρεξηγηθήκανε.
Παύλο, όλα αυτά τα… «Η τράτα», όλα αυτά γίνεται με δικά σας έξοδα, έτσι, δεν είναι κάτι;
Ναι, από το ’86 μέχρι και τώρα, ας πούμε, τα πιο βασικά τα βάζουμε εμείς, τα βασικά. Τώρα αρχίσανε και μας κάνουν δωρεές, δηλαδή μας χαρίζουν το κρασί, γιατί επειδή μαζευόμαστε πολλά άτομα, μαζευόμαστε γύρω στα τριάντα με σαράντα άτομα. Πριν ξεκινήσουμε την Κυριακή, μαζευόμαστε κατά το πλείστον γύρω στις 12:00 η ώρα το πρωί. Ώσπου να ντυθούμε, να βαφτούμε, πρέπει να πιούμε, για να ανεβούμε απάνω. Έτσι δεν ανεβαίνεις χωρίς να ζαλίσεις το κεφάλι σου, δεν μπορείς να ανέβεις. Οπότε, πρέπει… αρχίζουμε και πίνουμε. Μέσον όρο που πίνουμε για να ανέβουμε απάνω και να ξανακατεβούμε κάτω, αυτά όλα τα άτομα, είναι γύρω στα εβδομήντα με ογδόντα κιλά κρασί.
Ω ρε μπράβο…
Ναι. Αυτά όλα, κατά τη διαδρομή πίνουμε, έχουμε που μας κερνάνε κιόλας, έχουμε το κατρούτσο, ένα μικρό κατρούτσο το οποίο κρεμάμε στο λαιμό, μας κερνάνε στον δρόμο όσο ν’ ανεβούμε. Οπότε ερχόμαστε σχεδόν κεφάτοι εδώ απάνω. Όσο να τα πούμε τα ποιήματα, σχεδόν κερνάμε, τρώμε εδώ, μαγειρεύουμε, παλιά μαγειρεύανε σούπα, ψαρόσουπα, την κακαβιά τότε. Τότε την κάνανε και λίγο στην πλατεία, δηλαδή βάζανε φωτιά. Αυτά, όμως, τα αποφεύγουμε εμείς για να μην… Την ετοιμάζουμε κάτω και την ανεβάζουμε απάνω. Κατά το πλείστον τρώμε φαγητό απάνω στην πλατεία, χορεύουμε και κερνάμε και τον κόσμο. Και το κρασί δεν είναι μόνο που το πίνουμε ‘μείς, κερνάμε και κόσμο ας πούμε. Τώρα τελευταία μας δίνουν το κρασί, από μια άποψη ρίχνουμε και τα μούτρα μας, κολλάμε σε κάποιον ο οποίος ξέρουμε ότι έχει κάνα φράγκο, λέμε: «Δώσε κάνα διακόσια ευρώ». Δεν πάνε πολλά τα έξοδα, το μέσον όρο, αναλόγως τι θέμα θα κάνουμε, άντε να πάει ένα πεντακοσάρικο, τα έξοδα. Δηλαδή, στον Φλωρούση που θέλουμε να πάρουμε φελιζόλ κι αυτά, ό,τι ζητάμε, μας τα κάνει δώρο. Πάμε στον άλλον για να κάνουμε κάτι, μας τα κάνει δώρο. Ευτυχώς αυτοί έχουν, ας το πούμε, χορηγούς και μας δίνουν, πάρα πολλοί χορηγοί τώρα κι έτσι το έξοδό μας δεν είναι πάρα πολύ μεγάλο.
Στο μέλλον πώς το βλέπεις το πράγμα με την «τράτα»; Θα υπάρχει;
Θέλω να πιστεύω ότι θα υπάρχει. Θέλω, όμως, επειδή βλέπω τόσα χρόνια που τη διοργανώνω, τρία-τέσσερα άτομα θα μπορούνε να τη συνεχίσουν έτσι οργανωμένα. Γιατί παλιά έτσι ξεκίνησε και τσακωθήκαμε, δηλαδή στη πρώτη «τράτα» που ξεκίνησα το ’86, γιατί δεν ερχόταν στις συγκεντρώσεις. Όταν δεν έρχεσαι στην συγκέντρωση, που δεν ξέρεις το θέμα και δεν… Τι να πω! Ότι σε κάθε συγκέντρωση πίνουμε μία πεντάρα και παραπάνω κρασί; Γιατί συζητάμε, αλλάζουμε θέματα, ποιος θα πει το αυτό, τι θα κάνει ο άλλος. Και ζεσταίνεσαι, ανεβαίνει ας πούμε… μέσα σου, να γίνεις καλύτερα, να κάνουμε καλύτερα πράγματα και κάθε φορά έρχεσαι πιο κοντά στην «τράτα». Όταν, όμως, δεν έρθεις στις συγκεντρώσεις, έρχεσαι σαν “κρύο σώμα” κι έτσι δεν [00:50:00]μπορείς να προσφέρεις κάτι. Δηλαδή, σου λένε: «Κράτα τον κάβο», κρατάς τον κάβο. Ο άλλος, όμως, που ‘χει ‘ρθει στη συγκέντρωση και τέτοια πράγματα, μπορεί να κρατά τον κάβο, αλλά κάνει και αστεία. Λέει κανένα αστείο, πειράζει τον άλλον. Εσύ, όμως, που δεν έχεις ‘ρθεί στην συγκέντρωση, δεν έχεις πιάσει το θέμα που θα κάνουμε, δεν καταλαβαίνεις πολλά πράγματα.
Οπότε, στο μέλλον το βλέπεις να υπάρχει, έτσι;
Ναι, ναι, ναι. Το βλέπω, αλλά θα προτείνω τώρα, ας πούμε, γιατί κι εγώ μεγάλωσα, εντάξει. Όσο αντέχω θα τους βοηθάω, αλλά θα προτείνω κάνα-δυο που πρέπει να ‘ναι σαν αρχηγοί. Γιατί κάποιος πρέπει να κάνει τον αρχηγό, κάποιος πρέπει να ‘ναι. Εγώ τους έχω πει πολλές φορές, γιατί όταν παρεξηγηθήκαμε την πρώτη φορά, είπα: «Ρε παιδιά, μήπως φταίω εγώ; Να παραιτηθώ! Μεν να ‘ρχομαι στην «τράτα», γιατί τη θέλω, μ’ αρέσει, αλλά εντάξει, δεν κάνω τον αρχηγό». Δεν είπανε, «όχι» λέει «σε θέλουμε» ας πούμε. Τους φωνάζω πολλές φορές, τους φωνάζω πάρα πολύ. Δηλαδή πώς να σου πω; Στο τέλος μου λένε: «Καλά κάνεις και φωνάζεις», αλλά στην αρχή νευριάζουνε. Και μια φορά, ένας, ο Νίκος ο Αντωνόπουλος, πια φώναζα-φώναζα, μου λέει: «Καλά ρε Παύλο, πού θα πάμε; Στο Ηρώδειο;». Ναι, γιατί τους φωνάζω, θέλω να… Ξέρεις, μ’ αρέσει η τάξη και λέω: «Eσύ θα κάνεις αυτό». Aν δεν το κάνεις στην πλατεία, αν δεν του το πω, όταν είναι ζαλισμένος, δεν θα το κάνει. Του το λέω συνέχεια πριν ξεκινήσουμε ότι: «Εσύ θα κάνεις αυτό», «Εσύ θα κάνεις το άλλο» ας πούμε. Και το άλλο που κάναμε, τελευταία ας πούμε που κάναμε τις εκλογές και αυτά όλα που ‘χανε πολλοί υποψήφιοι εδώ πέρα, ήταν τέσσερις-πέντε υποψήφιοι, κάναμε τους υποψήφιους. Βάλαμε άτομα που κάνανε τους υποψήφιους στις εκλογές. Κάνουμε τέτοια θέματα. Αλλά βλέπω ότι συνεχίζει γιατί έρχονται νέα παιδιά κι ευτυχώς ακολουθούνε. Το παν είναι να ‘ρχονται στις συγκεντρώσεις, αυτό είναι το “ζουμί”. Αν έρθουνε στις συγκεντρώσεις έστω μία ωρίτσα, να ακούσουν το θέμα, να δούνε ποιος θα ντυθεί έτσι, ποιος θα ντυθεί αλλιώς, πώς έτσι…
Οπότε, αυτά τα τριάντα εφτά χρόνια, απ’ το ’86, τι σου μένει έτσι στις θύμησες, στις μνήμες αυτές;
Στο τέλος είναι ότι, όταν ακούς, όταν τελειώνει «η τράτα», λένε: «Μπράβο σας!». Aυτό είναι μεγάλο πράγμα ας πούμε. Μπράβο, γιατί μερικοί που ξέρουνε την αγωνία μας και να βγούμε, να βγούμε σωστά, να προσφέρουμε στον κόσμο, να ευχαριστηθεί ο κόσμος, να γελάσει ο κόσμος, είναι μεγάλο πράγμα. Εμείς, πολλές φορές, σκεφτόμαστε να γελάσει ο κόσμος, να γελάσει ο κόσμος. Είχαμε κάνει τη Μέρκελ, είχαμε κάνει τον Γιωργάκη, είχαμε δηλαδή… Αλλά θέλουμε να γελάσει ο κόσμος, να γελάει. Για αυτό, θέλουμε «η τράτα», δηλαδή, βγαίνει αυτό για να γελάσει, για να διασκεδάσει τον κόσμο. Δεν βγαίνει να κατηγορήσει, βγαίνει να διασκεδάσει τον κόσμο. Με τα ποιήματα και μ’ αυτά όλα, τα σατιρίζει και γελάει ο κόσμος. Αυτό θέλουμε, δηλαδή, αυτή είναι η επιτυχία που όταν μας πούνε: «Mπράβο, είχε πολύ ωραία “ τράτα ”!», «Μπράβο, ήτανε ωραία, ήτανε πολύ ωραίο». Δηλαδή από… και μπράβο πέντε άτομα που φτιάξανε, κάνανε αυτό το πράγμα ή και πέντε που ‘χανε ένα ρόλο, γιατί μερικοί παίρνουν ένα ρόλο ας πούμε. Είχαμε κάνει τον τραπεζικό, τον Δημήτρη, Ριχάρδο. Είχε επιτυχία ας πούμε. Δηλαδή, αυτά είναι που έτσι γελάει κι ο κόσμος ας πούμε.
Δηλαδή, έχουν υπάρξει και «Τράτες», που και για σας, πρώτα απ’ όλα, δεν ήτανε επιτυχημένες να το πω;
Ναι, ναι, αυτό έχει πολύ… Ειδικά στην αρχή που ξεκινήσαμε, δεν μπορούσαμε να βρούμε ποιητή να τα πει καλά, σωστά. Γιατί ο ποιητής, κακά τα ψέματα, αν δεν έχει θάρρος και δεν ζαλίσει το κεφάλι του, δεν τα λέει, ντρέπεται. Έχει ένα κόσμο από κάτω, δεν είναι και συνηθισμένος, δεν είναι πολιτικός να πει: «Ξέρεις δεν μ’ ενδιαφέρει, τα λέω» ας πούμε, ντρέπεται. Πρέπει, ας το πούμε, να ζαλιστεί. Στην αρχή ξεκινήσαμε, είχαμε… αλλάζαμε πολλά πρόσωπα να τα πούνε, άλλος μεθούσε δεν τα ‘λεγε στο τέλος καλά, δεν τα ‘ξερε, γιατί τα ποιήματα πρέπει να τα διαβάσει καλά, να τα μάθει σχεδόν απέξω, χωρίς να ζαλιστεί. Δηλαδή, να πάει να τα πάρει τέσσερις-πέντε μέρες πιο μπροστά, δέκα, γιατί είναι γύρω στα διακόσια-διακόσια πενήντα ποιήματα, στιχάκια. Οπότε πρέπει να τα διαβάσει καλά, να τα μάθει σχεδόν τα πιο πολλά απέξω, για να κάνει και χειρονομίες, για να μπορεί να μιλήσει. Γιατί για να μην το διαβάζει συνέχεια από βιβλίο κανονικά έτσι σαν να ‘ναι μάθημα. Πρέπει να κάνει και κινήσεις, να κάνει, να βρίζει, να κάνει χειρονομίες δηλαδή. Είναι μεγάλο, δύσκολο πράγμα. Εκεί, στην αρχή, είχαμε χάσει πολλές «τράτες» έτσι. Καλά ποιήματα, ωραία, αλλά δεν είχαμε καλό ποιητή. Τελικά βρήκαμε τον Ανέστη, τα ‘λεγε πάρα πολύ καλά! Ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, ύστερα από τέσσερις-πέντε «Τράτες», δεν ήθελε να [00:55:00]μας τα πει. Βρήκαμε κάποιον, τον Παυλή. Τα λέει καλά, μιλάει σκυριανά, γιατί τα μιλάμε σκυριανά. Θάρρος θέλει! Εγώ, τόσα χρόνια που τη διοργανώνω, δεν έχω πει τίποτα, δεν έχω ανεβεί στην «τράτα». Ανέβηκα τότε που ήταν οι εκλογές και λέγαμε ότι κατεβαίνουμε κι εμείς στις εκλογές σαν «τράτα». Είχαμε βάλει τα ονόματά μας και είχαμε ψηφοδέλτιο και κατεβαίναμε στην «τράτα». Εγώ ήμουνα ο υποψήφιος δήμαρχος και ανέβηκα στην «τράτα» να πω το πρόγραμμά μας ας πούμε. Και ανέβηκα για πρώτη φορά στην «τράτα» απ’ το ’86 που τη διοργανώνω, δεν ανέβηκα. Αλλά τα ‘πα και καλά, γιατί εντάξει, αυτό δεν το λέω εγώ, το είπε ο κόσμος που μετά, την άλλη μέρα και το ίδιο βράδυ δηλαδή, μου ‘πε: «Mπράβο, τα ‘πες καλά». Είχα κάνει τότε το λεγόμενο που είχε γίνει ένα επεισόδιο στη Βουλή που ‘λεγε: «Φρουρά, φρουρά!». Eίχα φρουρά ας πούμε και φώναξα τη φρουρά να με ανεβάσει στη βάρκα και πάλι «φρουρά» να με κατεβάσει από πάνω και είχα πει ένα στιχάκι, το οποίο μάλιστα το ‘γραψε ο Σταμάτης ο Παρτουρής, είναι πολύ ωραία, ο Σταμάτης. Απλώς όμως, όλη τη βδομάδα που μου ‘χανε αναθέσει αυτό τον ρόλο και μου ‘πανε ότι: «Εσύ πρέπει να τα πεις», γιατί πάντοτε τ’ αποφεύγω εγώ, δεν είμαι το να φαίνομαι, και λέω εντάξει. Και κακώς λένε: «H τράτα του Παύλου». Απλώς επειδή είμαι αρχηγός ας πούμε. Δεν είναι η τράτα δικιά μου, όλου του κόσμου είναι, της Σκύρου, αλλά εντάξει κάποιος κάνει κουμάντο και λένε εμένα. Τέλος πάντων. Ανέβηκα και είχα πει, όμως, στον εαυτό μου ότι πρέπει να πετύχω, γιατί εγώ πάντοτε, επειδή είμαι αρχηγός, πάντοτε δεν έχω μεθύσει ποτέ. Μια φορά μέθυσα στη ζωή μου, δηλαδή που δεν θυμόμουνα μετά τίποτα. Ανέβηκα στην πλατεία και δεν θυμόμουνα ύστερα τίποτα. Πώς πήγα σπίτι δεν θυμάμαι ας πούμε. Κρατάω το κρασί, γιατί κοιτάζω όλους τους άλλους που ‘ναι μεθυσμένους να τους προσέξω, να, να, έτσι… να κατεβούμε και καλά, να φύγουμε, να ανεβούμε και να κατεβούμε πάλι κάτω. Και είχα πει στον εαυτό μου ότι πρέπει να πετύχω, πρέπει ν’ ανέβω να πετύχω. Δεν μπορώ να αδειάσω την «τράτα» έτσι, να μην γίνει καλή, αυτό το κομμάτι να μην γίνει καλό και πραγματικά πέτυχα ας πούμε σ’ αυτό. Τα είπα και καλά και γέλασε ο κόσμος. Και ότι ανέβηκα είδα αυτόν τον κόσμο, λέω: «Πω! Τι κόσμος θα μας ψηφήσει! Πω, πω, πω! Βγήκα!», βγήκαμε ας πούμε. Κι έτσι, ήτανε… Είχα πει, όμως, στον εαυτό μου ότι πρέπει “να κάνω τον Καραγκιόζη”, τελείωσε. Πρέπει δηλαδή, γιατί δεν είχα πιεί, γιατί άμα πιείς εντάξει, κάνεις λίγο, ζαλίζεις το κεφάλι σου και λες και παραπάνω σαχλαμάρες ας πούμε. Αλλά εντάξει, ας πούμε, ναι, τα πήγα καλά.
Παίζεις ένα ρόλο εκείνη τη στιγμή.
Ναι, παίζεις ένα ρόλο.
Και δεν είναι εύκολο από κάτω να έχει από πεντακόσιους μέχρι χίλιους πεντακόσιους ανθρώπους να σε κοιτάνε.-
Ναι, αυτό είναι το πράγμα, αυτό είναι ας πούμε.
Γιατί να πούμε ότι έχει πάρα πολύ κόσμο από κάτω.
Ναι, πάρα πολύς κόσμος υπάρχει! Είχε ‘ρθεί και τότε με το… ο Τσίπρας, δεν θυμάμαι και…
Ο Τσίπρας, και το ‘χω σημειώσει για να στο πω.-
Ο Τσίπρας είχε ‘ρθεί και ο ποιητής είπε: «Αλέξη, Αλέξη ο κώλος σου να φέξει» ας πούμε.-
Ναι…
Που ήτανε και το άκουγε κιόλας ας πούμε.-
Αυτό, αυτό.
Το άκουγε ,ναι, ναι. Μετά τα παιδιά του λέγανε: «Μπαμπά να σου πούμε ένα ποίημα;» «Τι;» «Αλέξη, Αλέξη ο κώλος σου να φέξει».
Ίσως είναι η πρώτη φορά που πολιτικός έκατσε στα πενήντα μέτρα να ακούσει να του κάνουνε σάτιρα-
Ναι, ναι.-
Χωρίς να υπάρχει κανένα ευτράπελο.
Όχι. Κοίτα, σατιρίζεις αυτά τα γεγονότα που ‘χουν γίνει, δεν είναι… Ναι, αλλά χωρίς παρεξήγηση, ναι.-
Ναι, αλλά εντάξει, ήξερε ότι θα ακούσει αυτά που θα ακούσει-
Αλλά αυτό ήταν έξτρα, κι εμείς δεν το ξέραμε. Αυτό που του ‘πε ο ποιητής δεν ξέρω πώς του ‘ρθε και το είπε. Γι’ αυτό, λέμε ότι αυτοσχεδιάζει ο ποιητής. Γι’ αυτό, πρέπει να τα ξέρει τα πιο πολλά απέξω, για να κάνει χειρονομίες, να φασκελώνει τον δήμαρχο. Πολλά πράγματα του λέει του δημάρχου. Αν είν’ τσιγκούνης του λέει: «Κέρνα, δεν κερνάς;», τέτοια πράγματα πολλά. Κι έτσι, πρέπει να κάνει χειρονομίες. Ή ψάχνει κάποιον στο πλήθος να τον βρει, αν κρύβεται ο δήμαρχος, επειδή θα τ’ ακούσει.
Οπότε, τι είναι για σένα «η τράτα» Παύλο;
Να πω κάτι. Ζω, δηλαδή, και δουλεύω, ζω… Περισσότερο μ’ αρέσει αυτό που προσφέρω, μ’ αρέσει αυτό που κάνω. Δηλαδή, μ’ αρέσει. Δηλαδή, έχω πάρει, να μην σου πω ότι έφυγα μια φορά απ’ το μουσείο και πήγα στα σκουπίδια να μαζέψω πράγματα που ήθελα για την «τράτα». Έκατσα εκεί περίπου, σχεδόν όλο το μεσημέρι, να βρω αυτό που ‘θελα για να το πάμε στην «τράτα». Δηλαδή, πράγματα τα οποία ξεκινώντας το θέμα που θα ανεβάσουμε στην [01:00:00]πλατεία και στην «τράτα» όλη, ξεκινάμε να μαζεύουμε πράγματα και αυτό μου αρέσει που κάνω ας πούμε. Τη στολή που πήρα, για να ντυθώ δήμαρχος, ας πούμε, σακάκι και αυτά τα καπέλα τα ψηλά που ‘ναι έτσι ας πούμε, σαν λόρδος ας πούμε, τ’ αγόρασα. Δηλαδή, μ’ αρέσει αυτό που κάνω και να μην σου πω ότι κι εγώ ζω γι’ αυτό το πράγμα εδώ στη Σκύρο ας πούμε, να σατιρίσω, να ‘ρθούν οι Απόκριες, να γίνουν οι Απόκριες ας πούμε. Είναι… Αν δεν το ζήσεις, αν δεν περάσεις καθόλου, αν δεν έρθεις σε συγκεντρώσεις, δεν μπορείς να το νιώσεις. Στη συγκέντρωση μια φορά, τόσο πολύ, Γιώργο, που να μην πω ότι κόντευα να κατουρηθώ για το γέλιο, τόσο πολύ. Είχα κοκκινίσει απ’ το γέλιο, γιατί είχαμε τόσο πολύ καλαμπούρι μέσα στη συγκέντρωση που… Και αποφασίζαμε και κάνουμε κι άλλα, δηλαδή την Παρασκευή πριν βγει «η τράτα», ετοιμάζουμε κάτι για τη Σκύρο, κάτι καλό ας πούμε, οτιδήποτε, η ομάδα αυτή της «τράτας». Καμιά φορά πετυχαίνει, καμιά φορά δεν πετυχαίνει. Τώρα με τον κορονοϊό δεν έχουμε βγει πολλές φορές, δηλαδή για Παρασκευή. Μια φορά πέτυχε, ας πούμε, κάναμε… Πώς το λένε; Τώρα μου ‘χει ξεφύγει.
Δεν λες «τα μπαλέτα»;
«Τα μπαλέτα», ναι. Κάναμε «τα μπαλέτα», ναι. Αυτό είχε μεγάλη επιτυχία ας πούμε. Αγοράσαμε το ύφασμα τελευταία στιγμή, μας τα ράψανε, κάναμε «τα μπαλέτα» ας πούμε. Ε, τώρα σκεφτόμαστε αν είμαστε καλά και μας επιτρέψουνε, να κάνουμε και κάτι, ένα άλλο πολύ ωραίο, την Παρασκευή.
Όπου «τα μπαλέτα» μου λες λίγο τι είναι να το γράψουμε κι αυτό; Tι είχε γίνει;
Το μπαλέτο είχαμε αποφασίσει να κάνουμε «τα μπαλέτα» τα Μπολσόι, πώς λέγονται αυτά τα;
Μπολσόι.
Μπολσόι. Και μου βάλανε το «Πολ-σόι», το δικό μου το σόι δηλαδή και βάλαμε αφίσες ότι θα ‘ρθούνε «τα μπαλέτα» στη Σκύρο. Και ντυθήκαμε μπαλαρίνες όλοι, άντρες όλοι, με καλσόν άσπρο κι αυτά όλα, και βγήκαμε. Ξεκινήσαμε από πάνω από την Αγορά, από πάνω απ’ τις τυρόπιτες τον Μήτσο. Χορέψαμε εκεί τα τραγούδια μας και είχαμε τον μαύρο κύκνο, ας πούμε, τον τραπεζικό τον Μήτσο και ύστερα χορέψαμε και στην πλατεία κάτω. Αυτό είναι, παλιά γινότανε «γινομένοι» που λέγανε. Βγαίνανε πάρα πολλοί και στην Αγορά. Ντυνότανε και βγαίνανε στην Αγορά, στα καφενεία. Ή αν οι παρέες ήτανε στα καφενεία και πίνανε κρασί κι ερχόταν στο κέφι, έφευγε η μισή παρέα. Πήγαινε, ντυνότανε στο σπίτι και γυρνάγανε. Έτσι ήτανε παλιά. Εγώ θυμάμαι μια φορά είχανε ντυθεί δύο και είχανε πάρει το ένα κοντάρι, χοντρό, στο σπίτι που βάζανε το κεντρικό ξύλο το μεγάλο, το κορφάρι, το σηκώναν μες στην Αγορά και το πηγαίναν μέσα στο μαγαζί. Δεν χωρούσε στο μαγαζί, βγαίναν πίσω, όπισθεν πάλι. Κάνανε τέτοια πράγματα, ντυνότανε. Ο άλλος είχε πάρει μια ομπρέλα θαλάσσης τεράστια, γυαλιά τεράστια ηλίου, κι έκανε ότι πήγαινε στην παραλία ας πούμε και τη γυρνούσε την ομπρέλα. Τέτοια γινότανε πάντοτε στην Αγορά κατά τη διάρκεια της Αποκριάς.
Φέτος που η «τράτα», η Αποκριά έχει κοντά και τον Άγιο Βαλεντίνο που ξέρω κι αυτό το…
Είχαμε κάνει τότε μια φορά με τον Άγιο Βαλεντίνο, είχαμε βάλει απάνω στην «τράτα» δέντρο. Είχαμε Χριστούγεννα και Βαλεντίνο δηλαδή και ήταν, πέσανε μαζί, και οι Απόκριες. Και λέει, έχει και το ποίημα ότι εμείς αντί για στολίδια, κρεμάσαμε κουδούνια στο δέντρο, γιατί ήταν κοντά Χριστούγεννα και Απόκριες.
Και φέτος είναι κοντά, γι’ αυτό.
Ναι.
Πλησιάζοντας τώρα προς το τέλος, έχετε ζήσει δηλαδή μοναδικές στιγμές με την «τράτα».
Πάρα πολλές καλές. Καλές στιγμές.
Έχετε ζήσει και δύσκολες;
Δύσκολες στο κομμάτι στην αρχή, που είμαστε μία «τράτα» και χωρίσαν. Χωρίσαν, γινήκανε δύο. Εκεί στεναχωρέθηκα πάρα πολύ, γιατί εκεί ήτανε και το πρόβλημά μου, λέω: «Μήπως φταίω εγώ; Μήπως επειδή κάνω κουμάντο;». Χωρίς να ‘μαι… Γινήκαμε δύο «τράτες», έβγαινε η μία το Σάββατο και η άλλη την Κυριακή. Ύστερα το γυρίσανε να μην λέγονται δύο «τράτες», το γυρίσανε «γαϊδαρομάζεμα» οι άλλοι του Σαββάτου. Βγήκανε αυτοί κάνα-δύο-τρεις φορές, είπαν τα δικά τους ποιήματα. Μετά το σταματήσαν αυτοί και βγαίνει πια η «τράτα» ας πούμε. Βγαίνανε το κάθε Σάββατο αυτοί. Σάββατο, δηλαδή, πριν βγούμε εμείς, [01:05:00]βγαίναμε Κυριακή αυτοί βγαίνανε Σάββατο. Αυτό με στεναχωρεί, γιατί δεν μπορείς να πεις δύο «τράτες». Καλό ήταν που βγαίνανε Σάββατο και λέγανε «γαϊδαρομάζεμα» κι εντάξει, λέγαν τα δικά τους, τα ίδια σχεδόν λέγαμε, γιατί τα ίδια γεγονότα σατιρίζαμε. Άντε λίγο καλύτερα αυτοί, λίγο καλύτεροι εμείς. Υπήρχε τότε και μια σύγκριση, υπήρχε και μια κόντρα ποιος θα τα πει καλύτερα κι ο κόσμος έκρινε ποιος ήταν καλύτερος ποιος ήταν χειρότερος. Αυτοί στην αρχή δεν πηγαίνανε καλά, δεν είχανε καλό ποιητή. Εκεί παίζει τον ρόλο, στον ποιητή, να τα λέει καλά. Βρήκανε ύστερα έναν καλό ποιητή, μια χρονιά βγήκανε κι είπανε ότι ήταν πολύ καλή η «τράτα» του Σαββάτου και μετά σταματήσανε. Μεγαλώσαν κι αυτοί, σπάσανε, ήρθανε μερικοί σε εμάς και τώρα βγαίνουμε εμείς ας πούμε. Αυτό ήτανε, έτσι, με στεναχώρησε τότε ας πούμε, γιατί δεν ήξερες την αιτία γιατί χωρίσαμε. Η αιτία πιστεύω ήτανε δεν ερχόνταν στις συγκεντρώσεις. Και ο μπάρμπα Νίκος ο Αυγουστής μου ‘χε πει ότι: «Όσοι δεν έρχονται στη συγκέντρωση, να μην τους πάρεις την τελευταία Κυριακή». Δηλαδή, ερχότανε, 15:00 η ώρα βγαίναμε και ερχότανε 14:00 η ώρα να ντυθούνε. Λέει: «Aυτούς να τους αποκλείσεις, να τους πεις να φύγουν». Δεν γίνεται, γιατί οι υπόλοιποι που κάνουμε τις συγκεντρώσεις, δουλεύουμε. O ένας: «Tι μπορεί να κάνεις;», «Κάνε αυτό εσύ». «Εγώ τι μπορώ να κάνω;», «Κάνε εσύ αυτό». «Τι θα φέρεις;» «Αυτό». «Τι θα φέρεις εσύ;» «Το άλλο». Και δεν ερχόταν, ερχότανε δηλαδή να ντυθούν και να βγουν στην πλατεία απάνω. Κι από εκεί λίγο ίσως παρεξηγηθήκανε και χωρίσαμε.
Ο μπάρμπα Νίκος ο Αυγουστής που λες, ήταν;
Απ’ τους πρώτους-πρώτους που τη φτιάχνανε, ήτανε ακόμα παιδάκι όταν έγινε η πρώτη «τράτα», παιδάκι.
Το ’50 που ‘παμε;
Ναι, ναι, ναι. Ήταν παιδάκι. Και θυμάται ακόμα τα ποιήματα γιατί ήταν παιδάκι, τα ξέρει απέξω. Τώρα, άμα του κάνεις μια συνέντευξη και του πεις θα τα πει καμιά δεκαριά απέξω ποιήματα. Γιατί ήτανε παιδί μικρό και τα κράτησε στο μυαλό του.
Ωραία. Γύρω απ’ αυτή την κουβέντα που κάναμε και τα πράγματα που μου ‘χεις πει, είναι κάτι που δεν έχω, που δεν μιλήσαμε, που δεν αναφερθήκαμε γύρω απ’ την «τράτα» και θα άξιζε να το αναφέρουμε;
Όχι. Η «τράτα» τώρα… Εγώ θέλω να πιστεύω ότι θα συνεχίσει, αλλά επειδή λίγο όλοι πιο πολύ, ο πυρήνας δηλαδή αρχίζει και μεγαλώνει, θέλουμε να ‘ρθούνε νέοι να συνεχίσουμε. Αυτό είναι το… Έρχονται νέοι, δεν έρχονται όμως να δουλέψουν, δηλαδή, στις συγκεντρώσεις, να μπούνε λίγο στο πνεύμα και να μπορούν να το συνεχίσουνε.
Κατάλαβα.
Πιστεύω ότι δεν θα χαθεί όμως. Δεν θα χαθεί, όχι, δεν θα χαθεί. Θα πάρει τον δρόμο του. Θα πάρει τον δρόμο του.
Ωραία. Κυριακή, λοιπόν, σήμερα 11 Δεκεμβρίου του 2021 και ευχαριστώ τον Παύλο Τσακαμή-
Παρακαλώ.
Για την κουβέντα και τη συνέντευξη που μας δίνει και σου εύχομαι κάθε καλό.
Να ‘σαι καλά κι εγώ ευχαριστώ.
Φωτογραφίες

Αφίσα δρώμενου «τράτα» σ ...

Σατιρικά στιχάκια για τη ...

Σατιρικά στιχάκια για τη ...

Σατιρικά στιχάκια για τη ...

Σατιρικά στιχάκια για τη ...
Θέμα του δρώμενου «τράτα» το 2000 ήταν το ...

Σατιρικά στιχάκια για τη ...
Θέμα του δρώμενου «τράτα» το 2000 ήταν το ...

Σατιρικά στιχάκια για τη ...
Η «τράτα» του 2018 συμπεριέλαβε στα σατιρι ...

Σατιρικά στιχάκια για τη ...
Θέμα του δρώμενου «τράτα» το 2020 ήταν η « ...

Παύλος Τσακαμής
Πορτραίτο του αφηγητή

Παύλος Τσακαμής
Πορτραίτο του αφηγητή
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Παύλος Τσακαμής κατάγεται από τη Σκύρο και μας μιλά αρχικά για τα παιδικά παιχνίδια της εποχής στις γειτονιές του νησιού. Αναγκάστηκε για λίγο να αφήσει τον τόπο καταγωγής του, ώστε να συνεχίσει το λύκειο στην Αθήνα, και αφού πήρε το απολυτήριό του και ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, επιστρέφει πίσω στη Σκύρο. Τότε αρχικά αναλαμβάνει το μαγαζί που είχε ο πατέρας του, το οποίο διατηρεί εδώ και 48 χρόνια με τη γυναίκα του. Πρόκειται για ένα μαγαζί που έχει «χαρίσει» χαμόγελα σε πολλά παιδιά, μιας και όπως λέει και ο ίδιος: «Ο Παύλος είμαι, η ευτυχία των παιδιών». Παράλληλα, ασχολείται και με το ποδόσφαιρο ιδρύοντας τον Α.Ο. Σκύρου και μας μιλά για τις εμπειρίες του στον αθλητισμό. Το μεγάλο του πάθος όμως είναι οι Απόκριες και τα έθιμά της, όπως «τα κουδούνια» και οι «γέροι». Το αγαπημένο του έθιμο είναι το σατιρικό δρώμενο της «τράτας», το οποίο αποφάσισε να αναβιώσει στο νησί απ’ το 1986 «χαρίζοντας» γέλιο σε πλήθος κόσμου κάθε χρόνο, που αγωνιά να έρθει η Αποκριά, για να διασκεδάσει με αυτόν τον τρόπο.
Αφηγητές/τριες
Παύλος Τσακαμής
Ερευνητές/τριες
Γιώργος Γεωργούδης
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/12/2021
Διάρκεια
68'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Παύλος Τσακαμής κατάγεται από τη Σκύρο και μας μιλά αρχικά για τα παιδικά παιχνίδια της εποχής στις γειτονιές του νησιού. Αναγκάστηκε για λίγο να αφήσει τον τόπο καταγωγής του, ώστε να συνεχίσει το λύκειο στην Αθήνα, και αφού πήρε το απολυτήριό του και ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, επιστρέφει πίσω στη Σκύρο. Τότε αρχικά αναλαμβάνει το μαγαζί που είχε ο πατέρας του, το οποίο διατηρεί εδώ και 48 χρόνια με τη γυναίκα του. Πρόκειται για ένα μαγαζί που έχει «χαρίσει» χαμόγελα σε πολλά παιδιά, μιας και όπως λέει και ο ίδιος: «Ο Παύλος είμαι, η ευτυχία των παιδιών». Παράλληλα, ασχολείται και με το ποδόσφαιρο ιδρύοντας τον Α.Ο. Σκύρου και μας μιλά για τις εμπειρίες του στον αθλητισμό. Το μεγάλο του πάθος όμως είναι οι Απόκριες και τα έθιμά της, όπως «τα κουδούνια» και οι «γέροι». Το αγαπημένο του έθιμο είναι το σατιρικό δρώμενο της «τράτας», το οποίο αποφάσισε να αναβιώσει στο νησί απ’ το 1986 «χαρίζοντας» γέλιο σε πλήθος κόσμου κάθε χρόνο, που αγωνιά να έρθει η Αποκριά, για να διασκεδάσει με αυτόν τον τρόπο.
Αφηγητές/τριες
Παύλος Τσακαμής
Ερευνητές/τριες
Γιώργος Γεωργούδης
Σχετικοί Σύνδεσμοι
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/12/2021
Διάρκεια
68'