© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

USS COLE: Η πρώτη επίθεση της Αλ Κάιντα κατά των Ηνωμένων Πολιτειών

Κωδικός Ιστορίας
10135
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Μεσσίνης (Δ.Μ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
07/09/2021
Ερευνητής/τρια
Κατερίνα Μανούση (Κ.Μ.)

[00:00:00] 

Κ.Μ.:

Θα θέλατε να μου πείτε το όνομά σας;

Δ.Μ.:

Ονομάζομαι Δημήτρης Μεσσίνης.

Κ.Μ.:

Είναι Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021. Είμαι με τον κύριο Δημήτρη Μεσσίνη και βρισκόμαστε στη Δράμα. Εγώ είμαι η Κατερίνα Μανούση, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κύριε Δημήτρη, θα θέλετε να μας πείτε λίγα πράγματα για σας;

Δ.Μ.:

Να τα κάνω λίγα δηλαδή, να τα μαζέψω, τέλος πάντων. Γεννήθηκα στη Δράμα 1961, όχι συγγνώμη, το 1949, πριν από 72 χρόνια. Και έμεινα στην πόλη αυτή μέχρι το 1961, ήταν η χρονιά που τελείωσα και το δημοτικό και ο πατέρας μου μας πήγε στη Γαλλία μετανάστες. Ήτανε μία πάρα πολύ δύσκολη εποχή, δηλαδή η οικονομική κρίση του ’60 δεν έχει καμία σχέση με αυτό που έζησαν τη δεκαετία του 2010 και εδώ στην Ελλάδα, δηλαδή όποιος δεν ξέρει, δεν την έχει ζήσει, δεν μπορεί να τη συγκρίνει. Ο πατέρας μου δεν ήταν άνεργος εδώ, δούλευε δώδεκα δεκατρείς ώρες τη μέρα, αλλά αντί για χρήματα μάζευε σελίδες στα τεφτέρια από χρέη. «Ράψε μου το κουστούμι, θα σε πληρώσω», κοστούμια φορούσαν όλοι, δεν πλήρωνε κανένας όμως. Ε ζορίστηκαν τα πράγματα, του ήρθε μια πρόταση από τη Γαλλία, του κάναν και μια πρόσκληση, πήγε. Μόνος του αρχικά, τα είδε, τα ζύγισε και μας είπε μία μέρα: «Μπείτε στο τρένο και ελάτε». Θυμάμαι, και το δημοτικό το τελείωσα λίγο πιο νωρίς, έδωσα εξετάσεις, ας πούμε, μόνος μου...

Κ.Μ.:

Γινόταν αυτό;

Δ.Μ.:

Για να πάρω το απολυτήριο. Γινόταν, όλα γίνονταν. Λοιπόν, μετά πήγαμε στη Γαλλία, εκεί ξαναπήγα σχολείο γαλλικό, μεγάλωσα, μπήκα και σε μία σχολή οικονομική στο πανεπιστήμιο. Δεν τέλειωσα ποτέ, γιατί ο πατέρας μου στα ενδιάμεσα αρρώστησε και τον βγάλανε αναγκαστικά σε αναπηρική σύνταξη, η οποία όμως ήτανε λίγη για να συντηρεί την οικογένεια, και σταμάτησα τις σπουδές και πήγα και δούλεψα σε μία τράπεζα. Δούλεψα εκεί πέντε χρόνια, πέντε, ε και λίγο παραπάνω, αλλά είχα έρθει εδώ και έκανα το  στρατιωτικό μου στα ενδιάμεσα. Λοιπόν, και έχοντας έρθει πιο μεγάλος, άρα στρατιώτης στη χώρα, τη γνώρισα διαφορετικά, μ’ άρεσε και κάποια στιγμή, έτσι, που με είχε πιάσει μία νοσταλγία, λέω στους  γονείς μου: «Εγώ θα φύγω». Λέει: «Πού θα πας;» «Θα φύγω» λέω «θα πάω στην Ελλάδα». «Δεν έχεις δουλειά». «Θα βρω, μην ανησυχείτε για μένα». Και θυμάμαι εκείνη τη μέρα που το ‘πα, ήταν 31 Ιουλίου το ’73, ήταν μέρα μισθοδοσίας κιόλας. Πήγα, πληρώθηκα, χαιρέτησα, λέω: «Εγώ φεύγω, παιδιά, και με το αυτοκίνητο το βράδυ 11:00 η ώρα είχα φτάσει στο Μιλάνο. Ήμασταν κοντά στα σύνορα της Ιταλίας, είχα περάσει το τούνελ του Λευκού Όρους και πήγαινα… είχα περάσει το Τορίνο, Μιλάνο, Τορίνο και πήγαινα… Μάλλον Τορίνο, Μιλάνο. Και έτσι ήρθα εδώ.

Δ.Μ.:

Έκανα έναν, ενάμιση μήνα διακοπές, ξόδεψα ό,τι λεφτά είχα και δεν είχα, και μετά βγήκα να ψάξω δουλειά. Βρήκα την αγγελία μία μέρα –δεν ήμουνα άνεργος αποκλειστικά– μια αγγελία από το εργοστάσιο λιπασμάτων Θεσσαλονίκης, στη Σίνδο, υπήρχε τότε, το οποίο είχε κατασκευάσει μία Γαλλική εταιρεία η ΠΙΣΙΝΕ και θέλανε μέσα στο τμήμα συντήρησης, επειδή όλοι οι τεχνικοί, οι μηχανικοί, οι μηχανολόγοι και τα λοιπά ήτανε Γάλλοι, οι προϊστάμενοι, θέλαν μεταφραστές, διερμηνείς και τα λοιπά και πήγα εκεί στο τμήμα συντήρησης ως διερμηνέας-μεταφραστής. Εκεί κάθισα πάλι άλλα πέντε χρόνια, όπου από μία συγκυρία… Όχι από μία συγκυρία. Καταρχήν τη φωτογραφία δεν τη γνώριζα τότε. Είχα έναν φίλο –είναι ακόμα φίλος μου– πολύ γνωστός ψυχίατρος, ο Κλεάνθης ο Γρίβας, στη Θεσσαλονίκη που είναι, μέναμε πόρτα-πόρτα, διώροφο έτσι. Είχαμε παιδιά ίδιας ηλικίας, μαζί τα βγάζαμε στο πάρκο, στις κούνιες και τα λοιπά. Αυτός ήταν ερασιτέχνης φωτογράφος, ψυχίατρος μεν αλλά ερασιτέχνης φωτογράφος, κι ήταν και συγγραφέας και δημοσιογραφούσε και έκαμνε... ένας πολυάσχολος και πάρα πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Οπότε μου λέει: «Άντε, άντε» λέει «πάρε κι εσύ μία μηχανή να…» και έτσι σιγά σιγά φωτογραφίζαμε, εμφανίζαμε μαζί στις τουαλέτες κάναμε σκοτεινούς θαλάμους, κάναμε διάφορα τρελά την εποχή εκείνη.

Κ.Μ.:

Περίπου ποια εποχή;

Δ.Μ.:

Αυτό, το ’77, όταν γεννήθηκε ο μεγάλος μου γιος. Και μία μέρα εκεί –εγώ στο εργοστάσιο συνέχιζα, βέβαια– και μια μέρα που πήγαινα στο εργοστάσιο βλέπω από μακριά, έτσι, επειδή έστριβες στην Esso Pappas και έμπαινες σε έναν δρόμο, ήταν από πίσω. Είχαμε εμείς κάτι καμινάδες 60 μέτρα ύψος τότε, για να μη ρυπαίνεται η περιοχή, πολύ ψηλές. Και βλέπω πάνω από τις καμινάδες να βγαίνει ο καπνός που έβγαινε και διαλυόταν ως συνήθως, αλλά επειδή είχε άπνοια και πολύ μεγάλη υγρασία, είχε κάτσει από πάνω σαν μανιτάρι, έτσι. «Α, ξέρεις, θα του κάνω μία φωτογραφία», σταματάω το αυτοκίνητο, το κάνω, πρωί ήταν κιόλας. Το απόγευμα που εμφανίζαμε όπως εμφανίζαμε κάθε μέρα, τη βλέπει ο Κλεάνθης, μου λέει: «Τι είναι αυτό;» Λέω: «Το εργοστάσιο πάνω. Ρύπανση». Λέει: «Ρε συ, μου τη δίνεις τη φωτογραφία;» Λέω: «Τι τη θες;» «Θα παραδώσω ένα άρθρο» λέει «στη Θεσσαλονίκη την εφημερίδα» –αρθρογραφούσε για τη ρύπανση του περιβάλλοντος– λέει «και είναι…» «Παρ’ τηνα» λέω. Τη δίνω, και δύο μέρες μετά, πηγαίνοντας στη δουλειά, βλέπω σε ένα περίπτερο να κρεμάει ο περιπτεράς τη Θεσσαλονίκη και να είναι η φωτογραφία μου πρώτη σελίδα. Τρελαίνομαι εγώ, λέω: «Εγώ το έκανα αυτό;» Ξέρεις, αρχίζει και διαφοροποιείται η σκέψη, το περί εφημερίδας, δημοσίευσης και τα λοιπά. Λέω, από τα χέρια, από τη μηχανή μου έφτασε εδώ και το βλέπει, λέω, τώρα όλος ο κόσμος, όπως το βλέπω και εγώ. Ήταν μία περίεργη... ένα περίεργο συναίσθημα ήταν. Διότι δεν είχε γίνει η φωτογραφία για αυτό τον σκοπό, είχε γίνει για μένα.

Δ.Μ.:

Και αυτό ήτανε άνοιξη, ας πούμε, θυμάμαι, άνοιξη προς καλοκαίρι, τον Ιούνιο πέφτουν και σεισμοί και εγώ είμαι ήδη με τη φωτογραφία, έχω δεθεί πιο πολύ. Μου γνώρισε και έναν φίλο του, έναν φωτορεπόρτερ εκεί, τον Μιχάλη τον Παππού, πήγαινα κι εκεί και εμφάνιζα, είχε μεγάλο θάλαμο εκεί και τα λοιπά. Και το βράδυ του σεισμού, που ήταν γύρω στις 11:00-11:10 αν θυμάμαι καλά, η οικογένεια έλειπε στο εξοχικό των γονιών μου, εγώ ήμουν εκεί και πήγα απέναντι από το σπίτι ακριβώς, είχε μία πλατειούλα μπροστά, στο Χαριλάου πάνω μιλάμε, και είχε τώρα καφενείο, έκανε κανένα σουβλάκι και τα λοιπά, τέτοιο πράγμα. Κάθομαι εκεί στο τραπέζι, λέω: «Φέρε μου δύο σουβλάκια να φάω, να πάω να κοιμηθώ», 11:00 η ώρα είχε πάει. Και εκεί που τρώω τα σουβλάκια, αρχίζει και χορεύει το τραπέζι, φεύγει το ποτήρι και βλέπω την πολυκατοικία μου που ήταν απέναντι να μου 'ρχεται μια πάνω, μια πίσω, μια πάνω, μια πίσω, γίνονταν... Ήταν η ώρα του σεισμού, ήταν 6,5 ρίχτερ, 6,7. Σταματά αυτό, πανικός εκεί στο οκτώ, κοιτάζομαι κι εγώ, δεν ανεβαίνω καν στο σπίτι μου, προσπαθώ να καταλάβω τι γίνεται. Είχαν προηγηθεί και προσεισμοί μερικές μέρες πριν. Δηλαδή ο κόσμος, δεν του ήρθε και ουρανοκατέβατο, αλλά ήταν πολύ έντονο. Και ανεβαίνω, είχα ένα μηχανάκι τότε. «Θα πάω και εγώ», πού δεν ήξερα… Και δημιουργείται ένα μποτιλιάρισμα στην πόλη απίστευτο. Ένα μποτιλιάρισμα που τα μηχανάκια δεν χωρούσαν να περάσουν. Είχαν μπλοκάρει όλα. Και όπως είμαι εκεί σε σταυροδρόμι μπλοκαρισμένος και είναι ένα αυτοκίνητο δίπλα με ανοιχτό παράθυρο και παίζει το ραδιόφωνο και βγαίνουν οι έκτακτες ειδήσεις: «Σεισμός Θεσσαλονίκη. Έπεσε πολυκατοικία στο κέντρο της πόλης» εκεί, στην πλατεία Ιπποδρομίου. Προσπαθώ να φύγω και τα λοιπά, τίποτα. Με πιάνει τώρα ένας δαίμονας, τον οποίο δεν τον είχα ζήσει ποτέ, να πάω να δω εκεί και να φωτογραφίσω κιόλας. Είχα μπλοκαριστεί στο μέσο της διαδρομής, ας πούμε, κέντρου με Χαριλάου. Αφήνω τη μηχανή εκεί όπως είναι και πάω με τα πόδια τώρα. Περπατάω, κατεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβαίνω, φτάνω κάποια στιγμή. Βλέπω εκεί πυροσβέστες, κόσμο, διασώστες προσπαθούν να βγάλουν, φωνές, κακό και αρχίζω και τραβάω τώρα ενστικτωδώς, κλακ, κλακ, κλακ και τραβάω φωτογραφίες και τραβάω... και ξαφνικά εμφανίζεται και ο Μιχάλης ο Παππούς, εκεί που πήγαινα και εμφάνιζα. Έρχεται και αυτός κάποια στιγμή και του λέω: «Πάρε και τα δικά μου». Θα πήγαινε να τα εμφανίσει να τα στείλει στις [00:10:00]εφημερίδες. Παίρνει και τα δικά μου, την άλλη μέρα, όχι στη Θεσσαλονίκη, στο περίπτερο δεν υπήρχε εφημερίδα που να μην έχει φωτογραφίες, και οι φωτογραφίες μου. Και εκεί μπαίνει το αλκοόλ στη φλέβα, που λέμε, αλκοολίκι αρχίζει.

Κ.Μ.:

Θυμάστε την πρώτη σας φωτογραφική;

Δ.Μ.:

Την πρώτη φωτογραφική τη δικιά μου; Ναι, μία Zenit E. Δηλαδή ήταν το... μου θυμίζει τα παλιά τουφέκια του... –ποιου πολέμου, ας πούμε;– της Αμερικάνικης Επανάστασης, που τα γεμίζαν από πάνω και, έλεγε, περιμέναν να γεμίσουν, μη ρίχνεις, τόσο αργό ήταν. Καλή μηχανή αλλά αργή πολύ, δηλαδή τελείως ακατάλληλη για το φωτορεπορτάζ, έτσι; Για άλλες δουλειές μπορεί να κάνει. Αυτήν είχα, τόσα λεφτά είχα, αυτήν είχα πάρει. Και αρχίζει από κει και πέρα μία… Πολλοί φωτογράφοι είχαν φύγει από την πόλη, είχα μείνει εγώ και ο Μιχάλης μόνο. Είχε φύγει όλη η πόλη, είχε αδειάσει, ήτανε μιλάμε για ghost town, έτσι; Περπατούσες το βράδυ και άκουγες τα βήματά σου στην Τσιμισκή, με μαλακά παπούτσια και άκουγες τα βήματά σου, τόσο… Θυμάμαι μάλιστα τον φίλο μου τον Δημήτρη τον Καΐση, τον Καϊσίδη συγγνώμη, ήταν απέναντι από το γραφείο του Παππού στην Τσιμισκή ήταν τα γραφεία της Ελευθεροτυπίας, τα γραφεία Θεσσαλονίκης, και έτσι για να ξεπεράσαμε αυτό το... Γιατί ήταν μία απίστευτη μοναξιά, έτσι; Το ghost town είναι περίεργο συναίσθημα. Θυμάμαι, έβγαζε τα ηχεία έξω και έβαζε κλασική μουσική και ακούγαμε Μπετόβεν τη νύχτα, φαντάσου τον δρόμο, τέτοια πράγματα γίναν. Και μετά από αυτό, με πιάνει το αλκοολίκι, πάω... βρίσκω μάλλον, γιατί δεν πήγα ούτε καν, στο σπίτι μου πήγα μετά από δέκα μέρες, έτσι; Και εκεί είδα ότι είχαν σκιστεί οι τοίχοι και ήταν μέσα όλα γκρεμισμένα.

Κ.Μ.:

Και πού μένατε;

Δ.Μ.:

Λοιπόν, αυτό θα σου πω. Εκεί βρίσκαμε, τρώγαμε κάτι με τον Μιχάλη και τα λοιπά, γιατί του Μιχάλη το σπίτι ήταν επάνω από το γραφείο του. Και έμενα... –την ξέρεις την πλατεία Ναυαρίνου, που είναι τα αρχαία μέσα;– έπαιρνα τον υπνόσακο κάθε βράδυ, κατέβαινα κάτω στα αρχαία και πίσω από αυτά τα τοιχάκια, τα μισά που έχει, σε μια γωνία κοιμόμουνα εκεί πέρα. Καμιά βδομάδα δέκα μέρες αυτό κράτησε. Και εκεί μπήκε πλέον το αλκοόλ στη φλέβα, τέτοιο που κοκκίνισαν τα πάντα. Και έτσι αρχίζει, δηλαδή περνάει λίγο η πρώτη μπόρα, συνεχίζω και φωτογραφίζω και εκεί αποφασίζω να αλλάξω επάγγελμα, έτσι μπαμ μπαμ, ξαφνικά. Και πάω και παραιτούμαι από τα λιπάσματα, ήταν δουλειά από τις πολύ καλές, έτσι; Και πολύ καλοπληρωμένη σε σχέση με την αγορά. Και μπαίνω εκεί, πάω στον Μιχάλη, δούλεψα δεν ξέρω πόσο, μετά φιλοδοξίες, τρέλα της εποχής. Ανοίγω δικό μου γραφείο, όχι, πάω ανεξάρτητος αλλά πάω σε έναν φίλο και συστεγάζομαι στο γραφείο του. Μετά κάθισα εκεί κάνα πεντάμηνο εξάμηνο, μέχρι να κάνω δικό μου γραφείο. Που και στο ρεπορτάζ χρειάζεται τηλέφωνο. Τώρα ο κόσμος, ο καθένας έχει ένα κινητό τηλέφωνο και μιλάει. Εκείνη την εποχή άνοιξα, νοίκιασα γραφείο, το επίπλωσα και τα λοιπά και πήγα στον ΟΤΕ να κάνω αίτηση για τηλέφωνο, για να μπορούν όποιος δημοσιογράφος θέλει να με βρει να πάμε, γιατί δεν υπήρχαν τότε μισθωτοί, όλοι ήμασταν freelancers, είχαμε τα γραφεία μας, και μου λένε από τον ΟΤΕ: «Α τηλέφωνο, ναι, σε δύο χρόνια» λέει «δυόμισι». Έτσι ήταν τα τηλέφωνα τότε. Και, τέλος πάντων, και άλλες λεπτομέρειες. Για αρκετό καιρό τα πρωινά πήγαινα σε έναν άλλο συνάδελφο και πίναμε καφέ στο γραφείο του μπας και πέσει κάνα τηλέφωνο. Και μπαίνω στον χορό έτσι, ας πούμε.

Κ.Μ.:

Ήταν εύκολο να μπείτε;

Δ.Μ.:

Να μπεις ναι, να παραμείνεις είναι δύσκολο. Αυτό το επάγγελμα προσπάθησαν να το κάνουν πάρα πολλοί, γιατί, ξέρεις, έχει αδρεναλίνη, έχει δέλεαρ για έναν νέο κτλ., αλλά πολύ λίγοι μένουν, δηλαδή μπαίνουν εκατό και μένουν δύο, πώς να σ' το πω, οι άλλοι σιγά σιγά μπαίνουνε και φεύγουν αθόρυβα. Αλλά πολλοί θέλουν να μπούνε, είναι πολύ δύσκολο, θέλει μία συνέπεια απίστευτη και, για να τηρηθεί αυτή η συνέπεια, σου λέω, στερείσαι άλλα πράγματα. Εγώ στερήθηκα τα παιδιά μου, ας πούμε, πολύ, κατάλαβες; Δεν μπορεί να λείπεις, ας πούμε, δέκα μήνες τον χρόνο από τη χώρα και να μην έχεις το βάρος αυτό στους ώμους. Αυτά για μένα.

Κ.Μ.:

Είναι θέμα αντοχής;

Δ.Μ.:

Είναι θέμα αντοχής μεν, να σου αρέσει δε. Αυτό το επάγγελμα, αν δεν το λατρέψεις, δεν μπορεί να το κάνεις. Δηλαδή, αν δεν το αγαπάς, είναι αυτό που έχω την τύχη να πω ότι ναι, το επάγγελμα που διάλεξα δεν το διάλεξα απλά για να βιοποριστώ, το αγάπησα. Μιλάμε για έναν έρωτα, έτσι; Διαρκείας, δεν έχει τέλος αυτός. Δεν έχει τέλος. Να, σύνταξη είμαι και δεν έχει τέλος. Αυτό είναι, τι να κάνουμε;

Κ.Μ.:

Πολύ ωραίο αυτό που λέτε.

Δ.Μ.:

Και που είμαι στη σύνταξη στεναχωριέμαι, δεν θα θελα να είμαι. Εγώ μπορώ να δουλέψω ακόμα, αλλά, βλέπεις, εμάς δεν μας αφήνουνε.

Κ.Μ.:

Αλλά οι δυσκολίες δεν σας σταμάτησαν ποτέ;

Δ.Μ.:

Οι;

Κ.Μ.:

Οι δυσκολίες του επαγγέλματος.

Δ.Μ.:

Ποτέ, ποτέ κι ακόμα, κάθε μέρα. Η ζωή είναι δύσκολη έτσι κι αλλιώς για όλους, και για αυτούς που έχουν και για αυτούς που δεν έχουν. Αυτοί που νομίζουν ότι έχουνε πολλά έχουν άλλες δυσκολίες, αυτοί που δεν έχουν, έχουν άλλες δυσκολίες. Ο καθένας αντιμετωπίζει κάθε μέρα, έχει και ένα φορτίο στην πλάτη και πρέπει να το κουβαλάει.

Κ.Μ.:

Από όλη αυτή την πορεία σας, που φαντάζομαι έχετε απίστευτες ιστορίες να μας διηγηθείτε, ποια θα θέλατε να μοιραστείτε σήμερα μαζί μας;

Δ.Μ.:

Θέλω να μοιραστώ μία, την οποίαν ήθελα να την κάνω και βιβλίο γιατί... –μικρό βιβλίο, δεν γίνεται μεγάλο βιβλίο– αλλά είμαι και τεμπέλης πολύ στο γράψιμο και λέω: «Αν κάποια μέρα κάποιος βρεθεί και κάτσει να του τα αφηγηθώ, ίσως». Είναι μία ιστορία που έγινε τον Οκτώβριο του 2000 και είναι ιστορικά τώρα τοποθετημένη σαν την πρώτη επίθεση, σοβαρή επίθεση, της Αλ Κάιντα κατά των Ηνωμένων Πολιτειών. Έγινε έντεκα μήνες πριν απ' τους Δίδυμους Πύργους, στο λιμάνι της Υεμένης, στο Άντεν. Είναι το μεγαλύτερο λιμάνι του Ινδικού Ωκεανού το Άντεν, παλιά αγγλική αποικία, όπου ένα αμερικανικό καταδρομικό πλοίο μπήκε στο λιμάνι για να... κατά καιρούς μπαίνουν τα πλοία στο λιμάνι, ελλιμενίζονται, ξεκουράζεται το πλήρωμα και ξαναβγαίνουν. Και την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι, έγινε επίθεση αυτοκτονίας με φουσκωτό σκάφος. Δηλαδή ήρθε, το πλεύρισε ένα φουσκωτό γεμάτο εκρηκτικά, ανατινάχτηκαν και άνοιξε μία πολύ μεγάλη τρύπα γύρω στα 3-5 μέτρα διάμετρο στο πλάι του και μέσα σκοτώθηκαν δεκαεπτά άτομα. Δεν θυμάμαι και πόσοι τραυματίστηκαν, πάρα πολλοί. Βέβαια, σκοτώθηκαν και οι βομβιστές, γιατί ήταν, πώς το λένε, επίθεση αυτοκτονίας. Και έγινε τελείως ξαφνικά και δεν το περίμενε και κανένας κιόλας. Εγώ εκείνες τις μέρες, λοιπόν, μόλις είχα μεταβεί στον Λίβανο να καλύψω με άλλους δύο συναδέλφους το Ασιατικό Κύπελλο Ποδοσφαίρου, από το οποίο θα προκρινόνταν οι ομάδες οι ασιατικές που θα πήγαιναν στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Πήγα, και ήθελα να πάω κιόλας, γιατί με ξεκούραζε, είχα μόλις γυρίσει από τα Βαλκάνια. Είχα κάνει δέκα χρόνια Βαλκάνια, είχα δει πολύ αίμα, δάκρυα και τα λοιπά και ήμουν κουρασμένος. Μόλις άκουσα για αυτό, λέω: «Πάω». Λοιπόν πηγαίνω, πάω στον Λίβανο, έχω και φίλους εκεί και τα λοιπά, συνάδελφους. Και έρχεται η μέρα του πρώτου αγώνα, του εναρκτήριου παιχνιδιού, που λένε, και ήτανε στην Τύρο. Το στάδιο αυτό ήταν ολοκαίνουργιο, το είχαν κάνει για αυτό το λόγο, και φαντάσου ότι ήτανε επάνω στην παραλία, δηλαδή έβγαινες από το στάδιο και πατούσες στην άμμο. Πήγα εκεί, μπήκαμε μέσα, διαπιστευτήρια και τα λοιπά, τα κάναμε όλα, αρχίζει το παιχνίδι, τραβάω το πρώτο ημίχρονο και βγαίνω στο ημίχρονο στο Κέντρο Τύπου που είχε μέσα, κάτω από τις κερκίδες, να εντιτάρω τις πρώτες φωτογραφίες να τις στείλω για να αρχίζει να προχωράει παραγωγή και μετά θα έστελνα στο τέλος τα υπόλοιπα. Και εκεί που είμαι και εντιτάρω, χτυπάει το τηλέφωνο και ήταν ο προϊστάμενός μου από το Λονδίνο, ο Michael Feldman, o συγχωρεμένος  –του οποίου, μια παρένθεση, έτυχα να πάρω... να [00:20:00]τον αντικαταστήσω τέσσερα χρόνια μετά, να πάρω εγώ τη θέση του– και μου λέει: «Πότε έχει πτήση για Άντεν;» Λέω: «Τι με ρωτάς τώρα; Εγώ είμαι στο στάδιο. Τι έγινε;» Δεν ξέρω εγώ τι έχει γίνει τώρα. Λέει: «Μάθε να δεις πότε είναι το πρώτο αεροπλάνο για Άντεν». Έχω δίπλα μου εκεί, καθόταν ο οδηγός που είχαμε, ο συγχωρεμένος ο Χουσεΐν, του λέω: «Για ψάξε να δεις». Εγώ συνέχισα να δουλεύω, να στέλνω να φύγει το υλικό κιόλας. Παίρνει κάτι τηλέφωνα εκεί στη Βηρυτό, μου λέει: «Η επόμενη πτήση είναι» λέει «σε τρεις μέρες και μέσω Ερυθραίας», γιατί δεν είχε απευθείας, γιατί είχαν δοκιμάσει από παντού και δεν υπήρχαν πτήσεις και ήρθαν και σε μένα, επειδή ήμουν εκεί και είχα και εξοπλισμό και τα λοιπά. Τον παίρνω τηλέφωνο του λέω: «Σε τρεις μέρες» του λέω «μέσω Ερυθραίας». «Δεν γίνεται» λέει. Λέω: «Τι θα πει δεν γίνεται;» Μου λέει: «Βρες τρόπο να πας στο Άντεν». Λέω: «Πότε;» Λέει: «Χθες». Μου είχαν βγάλει κι ένα παρατσούκλι στο πρακτορείο, που με φωνάζαν «ο άνθρωπος ορχήστρα», γιατί ήξερα... τα 'φτιαχνα όλα, τα βόλευα όλα, είχα πάντα plan b και τα λοιπά. Και αρχίζω και βάζω τώρα να δουλεύει αυτό ανάποδα, γιατί πρέπει να δουλέψει ανάποδα για να... αλλιώς δεν γίνεται, με την πεπατημένη την ξέραμε, τρεις μέρες, αυτό. Και αρχίζω τα τηλεφωνήματα, παίρνω έναν παραγωγό Λιβανέζο που 'χαμε, παραγωγό τηλεόρασης –γιατί είχαμε και τηλεοπτικό τμήμα κοντά στη Βηρυτό– και πολύ έξυπνος και πολύ μπασμένος. Λέω: «Ψάξε να βρούμε τρόπο να πάμε. Πώς δεν ξέρω! Πρέπει και το συνεργείο το δικό σου και εγώ και ένας δημοσιογράφος να φύγουμε». Δημοσιογράφος εντέλει αποφασίζουν ότι δεν θα είναι από μας και ας πάει μετά με την πτήση των τριών ημερών, αλλά το συνεργείο αυτό να φύγει, τρία άτομα. Και εγώ τα μαζεύω, δεν ξαναμπαίνω στο γήπεδο μέσα, τα μαζεύω. «Χουσεΐν» λέω «πάμε πίσω». Και πάμε για Τύρο και στον δρόμο τηλέφωνα συνέχεια. Κάποια στιγμή με ξαναπαίρνει ο αυτός και μου λέει: «Να σου πω» λέει «βρήκα ιδιωτικό, δεν είναι εδώ, είναι στη Σαουδική Αραβία», δεν θυμάμαι και σε ποια πόλη ήταν κιόλας, μου λέει: «Μπορεί να 'ρθει να μας πάρει. Μπορώ να είμαστε εκεί γύρω στις 10:00 το βράδυ» μου λέει «10:00 - 11:00 το βράδυ». Λέω: «Καλά, κλείσε» λέω «θα σου πω». Και του λέω: «Πόσο;» Μου λέει: «50.000 δολάρια». «Τι λε' ρε» του λέω, λέω: «Καλά, κλείσε». Παίρνω τηλέφωνο λοιπόν τον Feldman, εγώ δεν είχα, δεν ήξερα ακόμα τι ήταν, χοντρά τι είχε γίνει και πόσο σημαντικό ήταν, γιατί το δικό μου το πρακτορείο ήταν αμερικάνικο πρακτορείο. Και του λέω: «Βρήκαμε, Learjet». Λέει: «Πόσο;» «50.000 δολάρια». «Φύγετε» μου λέει. Λέω: «Καλά, δεν θα πάρεις έγκριση; Τόσα λεφτά είναι». «Φύγετε» λέει «όπως είστε». Κι εγώ τώρα είμαι στον δρόμο ακόμα, έτσι, πηγαίνω για Βηρυτό. Αρχίζει και αλλάζει όλο αυτό τώρα, να πάω στο ξενοδοχείο να πάρω τα πράγματά μου, να πακετάρω, να βρω, να κάνω, να σετάρω τα δορυφορικά.  Ξέρεις, είναι μία ολόκληρη διεργασία αυτές οι αποστολές. Και ταυτόχρονα λέω τώρα αυτόν τον παραγωγό, λέω: «Κοίταξε, αν βρούμε και κανένα που θέλει να πάει και να μειώσουμε το κόστος, δεν θα είναι κακό». Και όντως έρχεται από το Αμάν, Ιορδανία, η ανταποκρίτρια με την πρώτη πτήση για Λίβανο του BBC, φτάνει εκεί. Δεν ξέρω πώς ήρθε στον Λίβανο, γιατί ήρθε στον Λίβανο και ήταν και το συνεργείο του CNN στη Βηρυτό κανονικά, ένα από τα συνεργεία του CNN. Ε μαθαίνουν αυτοί ότι εμείς έχουμε αεροπλάνο, πληρώνουν για να 'ρθουν μαζί μας. Λέω, κατέβηκε το κόστος στο μισό, ξέρεις, αμέσως. Δεν ήταν ανταγωνιστές, κατάλαβες; Τότε το CNN ήταν πελάτης μας εκείνη την εποχή, μετά διαχωρίστηκαν τα πρακτορεία, τότε ήταν πελάτης μας. Πάμε λοιπόν, στις 9:00 - 9:30 η ώρα έχει έρθει το αεροπλάνο, πάμε στο αεροδρόμιο, μπαίνουμε μέσα, απογειωνόμαστε για Άντεν. Στον δρόμο έρχεται εκεί η κοπέλα, μου λέει: «Μπορεί να 'ρθει κάποιος;» λέει. «Το ζητάει ο πιλότος». Πάω εγώ μέσα, έτσι; Λίγο με ένα ύφος φοβισμένο, μου λέει: «Να σου πω, πρέπει να σας πάω στην πρωτεύουσα, δεν μπορώ στο Άντεν». Λέω: «Τι δεν μπορείς;» Λέει: «Δεν αφήνουν οι Αμερικάνοι». Λέω: «Ποιοι Αμερικάνοι; Δεν έχει ξεκινήσει ακόμη κανένας για εκεί» του λέω, και είχα δίκιο. Του λέω: «Ή θα πάμε εκεί ή θα σ' το ρίξω εδώ, όπως είμαστε. Μαζί θα πάμε όλοι κάτω. Δεν υπάρχει περίπτωση να μη φτάσει» του λέω «και με τόσα λεφτά που δώσαμε». Γιατί η πρωτεύουσα ήτανε 400-500 χλμ μακριά από το Άντεν, θέλαμε μια μέρα μέσα από τα βουνά για να κατέβουμε, κατάλαβες; Σε αυτά ο χρόνος είναι χρυσός. Πιεσμένος κτλ, λέω: «Προχώρα και, άμα δεν σε αφήνουν να προσγειωθείς, θα δούμε, θα σχεδιάσουμε τότε. Το πολύ πολύ τους λέμε ότι μείναμε από καύσιμα, να δεις πώς θα μας κατεβάσουν κάτω». Λοιπόν πάμε, προσγειωνόμαστε –ανοίγω μια παρένθεση, δεν έχουμε ούτε Visa στα διαβατήριά μας, δεν έχουμε Visa, έτσι φύγαμε– και προσγειωνόμαστε σε ένα αεροδρόμιο μικρό, έτσι, περίεργο, δεν ήταν και τίποτα. Νύχτα, τροχοδρομεί, φτάνει εκεί κοντά να βγούμε και κατεβαίνουμε να πάμε να πάρουμε από τη μπαγκαζιέρα κάτω τις βαλίτσες μας, τις μηχανές μας και τα λοιπά, τα μπαούλα τα τηλεοπτικά και τέτοια, και βλέπω εκείνη την ώρα ένα ελικοφόρο να τροχοδρομεί στο διάδρομο για να 'ρθει να σταματήσει. Και ρωτάω: «Τι είναι αυτό;» Και ήταν Αμερικανικό, US NAVY έγραφε, ήταν οι πρώτοι πεζοναύτες που ερχότανε από το Τζιμπουτί, που είναι λίγο πιο κάτω, από το νησί, για να ασφαλίσουν το καράβι, να κάνουν κλοιό ασφαλείας. Το καράβι ήταν μέσα στο λιμάνι έτσι, το είχανε αγκυροβολήσει.

Κ.Μ.:

Με πόση απόσταση από τα γεγονότα τώρα χρονική;

Δ.Μ.:

Την ίδια μέρα γίνονται όλα αυτά, το πρωί έγινε η επίθεση, αυτά γίνονται το βράδυ, το ίδιο βράδυ. Λέω, καλά, να φύγουμε γρήγορα, γιατί άμα μας πάρουν χαμπάρι και δεν ξεμπλέκουμε με τίποτα. Πώς πάμε εκεί, είχαμε και έναν συνεργάτη που μας περίμενε, ένας ανταποκριτής ήτανε, συνεργάτης που είχαμε στην Υεμένη. Μπούρου μπούρου, τι τους είπε στα αράβικα εκεί και ούτε visa ζήτησαν ούτε τίποτα. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητό του και φεύγουμε. Φεύγουμε, αλλά μπαίνουμε σε μία πόλη νύχτα, όπου το μόνο που περιπολούσαν, δεν κυκλοφορούσε κανένας, ήταν μόνο στρατιωτικά τζιπ με πολυβόλα πάνω και, έτσι, περίπολοι τη νύχτα. Μας πάει σε ένα ξενοδοχείο εκεί... πώς το λέγαν, δεν θυμάμαι τώρα... στο Movenpick και παίρνουμε δωμάτια και λέμε να βγούμε μπας και βρούμε πού είναι αυτό το καράβι, γιατί κανένας δεν μιλάει. Και όπου πηγαίναμε, νύχτα, βλέπαμε αυτό με πολυβόλα, κρυβόμασταν, ψάχναμε. Το λιμάνι του Άντεν, παρεμπιπτόντως, το οποίο είναι πελώριο, στο λιμάνι μέσα δεν μπορείς να δεις, έχει έναν τοίχο περιμετρικά γύρω στα 6 μέτρα, 8 ύψος. Δεν βλέπεις, μόνο... πρέπει να ανοίξει η πόρτα για να μπεις μέσα να δεις. Δεν φαίνεται απέξω τίποτα. Και γυρνάγαμε γύρω γύρω μπας και... και τα λοιπά. Νύχτα τώρα, τίποτα, περιμέναμε να ξημερώσει, ο καμεραμάν από τον Λίβανο που ήρθαμε ήταν Λιβανέζος, μίλαγε αραβικά. Προσπαθούσαμε να βρούμε μία άκρη στο ξημέρωμα. Κάποιος μας λέει: «Ξέρετε» λέει «ανεβείτε εκεί τον λόφο, θα το δείτε» και τα λοιπά. Πάμε βρίσκουμε τον λόφο, γιατί είχαμε έναν ταξιτζή ντόπιο εκεί πέρα, μας γύρναγε, βρίσκουμε τον λόφο από πάνω, φτάνουμε και ξαφνικά το βλέπουμε το καράβι μες στο λιμάνι, δηλαδή λίγο μακριά, αλλά το βλέπουμε. Στήνει τρίποδα αυτός, βγάζω μηχανή εγώ, το φωτογραφίζω γρήγορα και εκεί που μόλις πρόλαβε να κάνει ένα δυο πλάνα αυτός, βλέπουμε από κάτω και έρχεται ένα τζιπ από αυτά τα στρατιωτικά με το πολυβόλο πάνω. Και κοίταζαν έτσι. Λέει ο Λιβανέζος, λέει: «Παιδιά, τα μαζεύουμε». «Κάτσε να τελειώσω, να κάνω κάτι παραπάνω». «Τα μαζεύουμε» λέει «γιατί θα χάσουμε και αυτά που έχουμε». Είχε δίκιο, γιατί με το που τα μαζεύουμε και φεύγουμε και παίρνουμε την κατηφόρα να κατεβούμε, το τζιπ ανέβαινε. Κάποιος μάς είχε καρφώσει κανονικά. Διότι στην Υεμένη, επειδή φοράνε όλοι ντόπιες ενδυμασίες, δεν ξεχωρίζεις ποιος είναι ποιος, και οι Mουχαμπαράτ, να σ' το πω έτσι, η ονομασία της κρατικής ασφάλειας, είναι μες στον κόσμο, δεν τους καταλαβαίνεις. Και είναι γεμάτο, επειδή το καθεστώς ήτανε αυταρχικό –δεν ξέρω τώρα τι έχουν, τώρα έχουν και εμφύλιο πόλεμο– την εποχή εκείνη είχανε δικτάτορα, ήτανε παντού ασφαλίτες, παντού, [00:30:00]παντού, παντού. Μουχαμπαράτ, που λέγαμε. Και έτσι μας δώσαν, μας είδαν και μας δώσαν, κάποιος τηλεφώνησε και ήρθανε. Τους γλιτώσαμε, φύγαμε. Πάμε στο ξενοδοχείο, μπαίνω, νυσταγμένοι, κουρασμένοι όπως ήμασταν, εμφανίζω τα φιλμ και τα στέλνω. Όχι, μάλλον ψηφιακά ήτανε. Ήταν οι πρώτες ψηφιακές μηχανές, δεν εμφάνισα φιλμ, το 2000 ήταν ψηφιακές μηχανές. Κάνω το εντιτάρισμα, στέλνω τέσσερις πέντε φωτογραφίες που είχα, τις στέλνω στο Λονδίνο. Τους εξηγώ λίγο τι έγινε στο τηλέφωνο, είχαμε δορυφορικό, το 'βαζα εκεί στο μπαλκόνι έξω. Και λέω: «Θα πέσω να κοιμηθώ, παιδιά, είμαι πτώμα». Αυτό ήταν κατά τις 9:30 το πρωί, 10:00. Κατά τις 12:00 ακούω έναν σαματά, μπαμ μπουμ, ξυπνάω κι εγώ, βγαίνω έξω. Αμερικάνοι πεζοναύτες με τα όπλα και σκυλιά. Λέω: «Τι θέλετε;» Λέει: «Ασφάλεια». Να δουν αν έχουμε τίποτα βόμβες μέσα. Έρχονται, μπαίνουν, λέω: «Μπείτε μέσα». Μπαίνει το σκυλί, μυρίζει, μυρίζει, δεν βρίσκει τίποτα, φεύγει. Λέω: «Γεια». Με το που κλείνω την πόρτα λοιπόν, μετά από κανένα ενάμισι λεπτό, ξανά θόρυβο, όχι σε μένα όμως, στο απέναντι δωμάτιο. Απέναντι ήταν το CNN, το οποίο εκείνη την ώρα ήταν ο δημοσιογράφος στο μπαλκόνι και έκαμνε live μέσα από ένα δορυφορικό τηλέφωνο – θυμάσαι παλιά, που ήταν κάτι σπαστές εικόνες, που έρχονταν έτσι; Έκανε ζωντανή ανταπόκριση δηλαδή και είχε σαν background πλάνο του την πόλη. Ο καμεραμάν, που είχε... πρώην φωτογράφος και αυτός στο Associated Press που είχε πάει στο CNN καμεραμάν, έχει στήσει τον τρίποδα, έχει κάτω το βιντεόφωνο το λεγόμενο κρεμασμένο, και χτυπάν την πόρτα του. Χτυπάνε, δεν ανοίγει, γιατί ήταν ζωντανός εκείνη την ώρα. Πάει κάποια στιγμή, βγαίνω εγώ έξω και βλέπω καταρχήν έναν ξαπλωμένο αριστερά κάτω με το πολυβόλο να σημαδεύει την πόρτα και δύο με τους υποκόπανους να χτυπάνε την πόρτα να ανοίξει. Ήταν αυτοί που ήταν και σε μένα πιο νωρίς. Λέω: «Ρε παιδιά, ηρεμήστε, το CNN είναι απέναντι». Δεν τους ενδιέφερε καν. Μου λέει: «Πρέπει να φύγετε» λέει «οι τρεις όροφοι είναι ιδιοκτησία της Αμερικάνικης Κυβέρνησης και θα φύγετε». «Ορίστε;» του λέω. «Το ξενοδοχείο είναι ιδιοκτησία του κυρίου που είναι κάτω στο γραφείο». Είχανε φέρει την πρέσβειρά τους και θέλαν να πάρουν τους τρεις ορόφους και να βάλουν την πρέσβειρα και τα λοιπά και να γίνει τι θα γίνει. Και ξαφνικά βλέπω τον Άντελ, το θυμάμαι το όνομά του, Άντελ, τον καμεραμάν, να ανοίγει. Προσπαθούν να μπουν μέσα, αυτός τον βλέπει τον άλλον ζωντανό πίσω να δουλεύει και η κάμερα ανοιχτή και να κρατάει την πόρτα ο Άντελ, και να πηγαίνει η πόρτα μία μέσα μία έξω, μία μέσα μία έξω, για να μην μπούνε μέχρι να τελειώσει το ζωντανό. Λοιπόν, είχαμε τέτοιες καταστάσεις. Άρα, πλήρη απαγόρευση να πλησιάσει το καράβι οποιοσδήποτε. Λέω: «Τώρα τη βάψαμε. Τι κάνουμε, τι κάνουμε, τι κάνουμε;» Ειδοποιώ και τους άλλους και μαζευόμαστε κάτω να βρούμε μια λύση. Με το που κατεβαίνουμε κάτω, έρχεται και μας πλησιάζει ένας τύπος αδύνατος, ξερακιανός με κοστούμι ευρωπαϊκό όμως, και σταυρωτό μάλιστα. Και συστήνεται με κάτι σπαστά αγγλικά, λέει: «Είμαι από το Υπουργείο Τύπου της Κυβέρνησης και έχω οριστεί να 'μαι ο συνοδός σας», ο minder που λέμε. Ο minder είναι και καλός και κακός, μπορεί να σε πάει εκεί που θέλεις και μπορεί να μη σε πάει εκεί που θέλεις, γιατί έχει τέτοια εντολή. Κρατικός υπάλληλος, λογοκρισία κάνει ουσιαστικά. Μάλιστα. «Ωχ» λέω «μπλέξαμε τώρα, άντε να πας στο καράβι με minder κιόλας». Βρε από δω, βρε από κει, βρε από δω, βρε από κει, το είδα καλό, έτσι, καλός χαρακτήρας, μιλάγαμε, κάναμε, ράναμε. Κάποια στιγμή το βλέπω –δηλαδή το έχω δει εδώ και ώρα, αλλά μου γυρνάει μια σκέψη–, μασούσε, είχε μία μπάλα στο στόμα. Φαντάζεσαι να έχεις μια μπίλια και να τη μασάς; Και να είσαι και αδύνατος, αδύνατος, το δόντι σου να λείπει και φαίνεται, για φαντάσου. Είχε μία μπάλα τέτοια μέσα στο αυτό και τη μασούσε συνέχεια. Αυτό είναι «κατ», το «κατ» είναι ένα ναρκωτικό που χρησιμοποιούν εκεί. Πώς είναι η κοκαΐνη σε φύλλο; Έτσι, τέτοιο, είναι δικό τους αυτό. Και είναι νόμιμο εκεί, η παράδοση είναι και το μασούσε, αλλά αυτό είναι και ακριβό. Λέω, για να το δοκιμάσω να δούμε. «Κατ» λέω «μασάς;» Λέει: «Ναι». Του λέω: «Ακριβό είναι;» «Ε ναι, ακριβούτσικο, ακριβούτσικο». Και πώς μου έρχεται να πω, του δίνω 100 δολάρια, έτσι, λέω: «Αυτά για να πάρεις κάτι». Χάρηκε, τα έβαλε κρυφά στην τσέπη, χαρά από εκεί και πέρα, άλλαξε το προσωπείο του όλο. Έγινε φιλικός. Και το πάω σιγά σιγά, λέω: «Κοίταξε, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να βρεθούμε κοντά στο καράβι, να το φωτογραφήσουμε για να λήξει αυτή ιστορία και μετά θα φύγουμε. Εγώ δεν έχω σκοπό να κάνω... εγώ έχω... με περιμένει το Ασιατικό Κύπελλο». Άλλοι δημοσιογράφοι δεν έχουν έρθει στη χώρα, ξένοι. Δεν υπάρχουν πτήσεις είπαμε, δεν υπάρχει κανένας.

Κ.Μ.:

Είχε απαγορευτεί δηλαδή.

Δ.Μ.:

Όχι, έτυχε να 'ναι, ξέρεις, δεν είναι χώρες που πάει πολύς κόσμος. Έτυχε να 'ναι μέρες που δεν είχε πτήσεις, δηλαδή έχει μία κάθε τρεις μέρες, αλλά δεν υπήρχαν άλλοι. Στη Σαναά μπορεί να είχε παραπάνω, που είναι πρωτεύουσα, αλλά κάτω εκεί δεν είχε, στο Άντεν. Από το εξωτερικό λέμε. Λοιπόν τον ψήνω από εδώ, τον ψήνω από εκεί, μου λέει: «Καλά» λέει «πάμε». Μπαίνουμε στο ταξί αυτός και εγώ, τηλεόραση δεν ήρθε. Λέω: «Πάμε οι δυο μας». Πάμε, γυρνάμε γύρω γύρω από το λιμάνι, εκεί στο ντουβάρι, που σου λέω, έναν τοίχο πελώριο. Φτάνουμε σε μία πόρτα, σιδερένια πόρτα. «Ντουκ ντουκ ντουκ» χτυπάει αυτός, ανοίγει το πορτάκι, μιλάει εκεί τι λέει και τα λοιπά, ανοίγει η πόρτα, μπαίνει και το αυτοκίνητο μέσα. Να λιμάνι, κι έμοιαζε… Και με το που μπαίνουμε μέσα, πριν παρκάρει το αυτοκίνητο ταξιτζής, βλέπω απέναντι το USS Cole απέναντί μου, έτσι, φάτσα. Σαν να ποζάριζε σε στούντιο ήτανε. Καλύτερη θέση δεν μπορούσε να βρει. Ήταν στα δεξιά ακριβώς ένα... άκου τώρα, μια κατασκευή σαν καφενείο, εστιατόριο, όπως θες πες το. Ήτανε, το μέρος αυτό που πήγαμε ήτανε ιστιοπλοϊκός όμιλος, είχε κάτι μικρά ιστιοπλοϊκά εκεί έξω, τάχα βγαλμένα και τα λοιπά, φτωχά πράγματα, μη νομίζεις. Και δεξιά ήταν εκεί που τρώγαν αυτοί και είχε μπροστά ακριβώς ένα μπαλκονάκι στα όρια της θάλασσας. Θάλασσα εδώ, το κτίριο εδώ και εκεί έχει ένα μπαλκονάκι, έτσι, γύρω στο ενάμισι μέτρο φάρδος. Ένα τραπέζι κατά μήκος έτσι, όποιος ήθελε να φάει και να ρεμβάζει εκεί. Πάω στρώνομαι εκεί, ανοίγω, βάζω το δορυφορικό τηλέφωνο, laptop τώρα, τη μηχανή, όλα με ένα καλώδιο online συνδεδεμένα, τραβούσα εγώ και πηγαίνανε στο κομπιούτερ κατευθείαν. Πείνασα κιόλας, του λέω: «Πες του να φέρει και γαρίδες». Πήρα κι ένα πιάτο γαρίδες εκεί, να μια γαρίδα, να μια φωτογραφία. Και δούλευα, κράτησε κάνα... μισή ώρα, τρία τέταρτα. Όπως σου λέω, εκεί οι Μουχαμπαράτ ήταν παντού. Κάπου τρία τέταρτα, μία ώρα, δεν θυμάμαι, ακούω κάτι φωνές στα αριστερά και βλέπω τον δικό μου τον minder που λένε να λογοφέρνει με κάτι λιμενικούς με άσπρα ρούχα, οι οποίοι ήρθαν να με συλλάβουν, είχαν εντολή να με συλλάβουν και αυτός είχε μπει στη μέση: «Δεν μπορείτε να τους συλλάβετε, κρατικός αυτός είμαι, εγώ έχω την ευθύνη για αυτόν και εγώ αποφασίζω πού πάει και πού δεν πάει». Καβγάς έγινε, όχι αυτοί θέλαν να εκτελέσουν την εντολή, γιατί η ασφάλεια είπε: «Συλλάβετέ τον». Λοιπόν, και όσο εκείνοι μαλώνανε, εγώ τα μάζευα. Μαζεύω, τα πετάω μέσα στο ταξί, του λέω: «Μόλις είσαι έτοιμος –δεν ξέραν και αγγλικά για να μιλάνε– μόλις είσαι έτοιμος» του λέω «μπες μέσα και φύγαμε». Ανοίγει η πόρτα, φεύγα. Πάω στο ξενοδοχείο, αρχίζω εντιτάρω στέλνω, στέλνω, στέλνω, στέλνω τρελάθηκαν αυτοί εκεί στην Αμερική. Λέω, τελειώνω: «That’s all, δεν έχει τίποτα άλλο σήμερα, μετά έχει φυλακή» του λέω. Τσιμουδιά δεν είπανε, δέχτηκαν και τα λοιπά. Κατεβαίνω την άλλη μέρα, ξάπλωσα, ξεκουράστηκα. Πάω την άλλη μέρα, είναι κάτω αυτός, με περίμενε, λέω: «Πού θα πάμε σήμερα; Έχεις τίποτα άλλο;» Λέει: «Δυστυχώς δεν υπάρχει» λέει. «Με κάνανε ρόμπα στην υπηρεσία, γιατί σε πήγα εκεί. Εγώ έκανα πως δεν ήξερα ότι [00:40:00]απαγορεύεται για τους φωτογράφους, δεν μπορώ να πάω πουθενά». Του λέω: «Πού μπορώ να πάω να κλείσω θέση για το εισιτήριο επιστροφής; Δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω» λέω. Μιλάω και με το Λονδίνο, λέω: «Με έχουν μπλοκάρει. Αυτό είναι, δεν μπορώ να κουνηθώ. Φεύγω;» «Φεύγεις». Αυτοί είχαν, το υλικό που θέλαν το είχαν. Πήγαμε έκλεισα το εισιτήριο και το βράδυ έφυγα, δεν θυμάμαι, την ίδια μέρα έφυγα. Τρεις μέρες κράτησε η ιστορία αυτή. Και την επόμενη μέρα, την τρίτη μέρα, ήρθε το πρώτο αεροπλάνο, αυτό που θα ερχόμουνα εγώ, αν το 'παιρνα, και ήταν μέσα ο φωτογράφος του Reuters, αν θυμάμαι, ένα παιδί από το Κάιρο, ο οποίος κατάφερε –ένα πολύ έξυπνο παιδί– κατάφερε και έβγαλε μία φωτογραφία το πλοίο από πάνω, όταν προσγειωνόταν το αεροπλάνο. Ήταν πολύ κοντά, δηλαδή η διαδρομή προσγείωσης του αεροπλάνου ήταν πολύ κοντά στο λιμάνι και το είδε το πλοίο. Και αυτή ήταν η πρώτη ανταγωνιστική φωτογραφία που μου ήρθε, μετά από τρεις μέρες. Και μετά, το Ναυτικό έδωσε σε όλους. Αλλά ήταν ένα, αυτό που λέμε –δεν μου αρέσει βέβαια εμένα αυτός ο όρος– παγκόσμια αποκλειστικότητα και τα λοιπά, ήταν όμως!

Κ.Μ.:

Ήταν, ξεκάθαρα ήταν!

Δ.Μ.:

Και, όπως είπαμε, ήταν η πρώτη επίθεση κατά αμερικάνικου στόχου, και τέτοιου στόχου, της Αλ Κάιντα. Και μετά τα πράγματα πήρα τον ρουν τους, 11η  Σεπτεμβρίου, μετά Αφγανιστάν και πού καταλήξαμε τώρα, να τα παρατάν όλα και να φεύγουν. Αυτό.

Κ.Μ.:

Μάλιστα, φοβερή ιστορία, φανταστική ιστορία.

Δ.Μ.:

Είναι πραγματικά γεγονότα, έτσι έχουνε γίνει. Θυμάμαι ακόμα την εικόνα, δεν θα την ξεχάσω, δηλαδή είχα σοκαριστεί και γελούσα ταυτόχρονα, όταν άνοιξα την πόρτα και είδα το CNN να σπρώχνει την πόρτα και ο άλλος κάτω ξαπλωμένος με το πολυβόλο, λέω: «Αυτοί τρελάθηκαν τελείως εδώ πέρα, έχουν ξεφύγει». Και το CNN είναι αμερικάνικο μέσο, έτσι; Αλλά ο πεζοναύτης... – επειδή έχω και έναν ανιψιό που έχει γίνει πεζοναύτης και μου τα έχει πει ο ίδιος. Στους πεζοναύτες στην Αμερική η πρώτη εκπαίδευση ξέρεις ποια είναι; Αυτοί πάνε και κατατάσσονται εθελοντές, η πρώτη εκπαίδευση ξέρεις ποια είναι; Να σου αδειάσουν το μυαλό. Και η δεύτερη να σ' το γεμίσουν όπως θέλουν αυτοί. Είναι ακριβώς όπως σ' το λέω, το λέω λαϊκά και ωμά, μα αυτό ακριβώς γίνεται. Δεν μπορώ να σ' το πω επιστημονικά, δεν ξέρω τους όρους. Σου αδειάζουν το μυαλό, δεν είσαι αυτός που ήσουνα και σε κάνουν κάτι άλλο, το οποίο λέει συνέχεια: «Yes sir». Έτσι; Αυτό ακριβώς έγινε, του είπαν εκεί πέρα: «Θα πας να τους πετάξεις έξω», δεν πάει να είναι CNN, Associated, ούτε τον νοιάζει. Σου λέω, είχε στήσει το πολυβόλο με το δίποδα κάτω και ήτανε 5-6 μέτρα πίσω και έβλεπε την πόρτα μπροστά και ήταν οι άλλοι με τους υποκόπανους και βαράγανε. Δεν θα το ξεχάσω αυτό το πράγμα, δεν μπορώ δηλαδή, το βρήκα και σοβαρό και αστείο ταυτόχρονα, σαν εικόνα.

Κ.Μ.:

Αυτό ήθελα τώρα να ρωτήσω, γελάτε τώρα που το λέτε, αλλά...

Δ.Μ.:

Και τότε γέλασα. Ναι, γέλασα, δηλαδή κάποια στιγμή δεν μπόρεσα άλλο, λέω: «Σταματήστε, ρε παιδιά» λέω «θα ανοίξει. Σταματήστε».

Κ.Μ.:

Δεν φοβηθήκατε;

Δ.Μ.:

Δεν σκοτώνουν αυτοί, δηλαδή σου κάνει σε απειλή και τα λοιπά, δεν θα σκότωνε ποτέ πολίτη, ειδικά δημοσιογράφο, αλλά σε τσαμπουκαλεύουν, κατάλαβες; Τι να φοβηθώ; Τι να μου κάνει, να με βάλουν φυλακή; Θα με βάλουν δυο μέρες, θα φύγω. Θα μου πει, τι έπαθες δηλαδή.

Κ.Μ.:

Να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις;

Δ.Μ.:

Ό,τι θέλεις, παιδί μου

Κ.Μ.:

Λοιπόν, όταν είχατε μπει στο αεροπλάνο, στο jet για να φύγετε, δεν γνωρίζατε ακόμη την ιστορία.

Δ.Μ.:

Όχι, στα ενδιάμεσα από τα τηλεφωνήματα, δηλαδή όταν βρήκαμε το αεροπλάνο και μετά, μιλήσαμε, έμαθα όλο το story, τι έγινε και τα λοιπά, ήξερα τι πάω να κάνω. Γι' αυτό και του είπα του πιλότου: «Τι να πάμε στη Σαναά, εδώ θα πέσουμε» του λέω «στα βουνά μέσα. Εκεί δεν πάμε, ή εδώ που είμαστε ή στο Άντεν». Ήξερα πού πήγαινα και ήξερα ότι είχανε... γι' αυτό όταν είπανε οι Αμερικάνοι δεν αφήνουν, εγώ κατάλαβα τι έγινε. Άσχετα αν δεν ήτανε φιλοαμερικανική κυβέρνηση η κυβέρνηση του Yemen, ήταν δικτατορική μεν, αλλά για να τα έχει καλά με τις μεγάλες δυνάμεις, δεν τους είπε «φύγετε, δεν θα 'ρθειτε», είπε «ελάτε να κάνετε, φέρτε εδώ στρατό». Κάνανε μια ζώνη στρατιωτική αμερικάνικη μέσα σε μισή μέρα. Που κλείσαν το λιμάνι, πήραν τους τελευταίους ορόφους του ξενοδοχείου, δεν άφηναν κανέναν να ανέβει από κει και πάνω. Δεν έχει πολλά ξενοδοχεία το Άντεν, το Movenpick είναι ελβετικής αλυσίδας, Ελβετοί το έχουν.

Κ.Μ.:

Λοιπόν, θέλω πιο πολύ να με βάλετε μέσα στην ιστορία συναισθηματικά. Ξεκινάτε για μία τέτοια ανταπόκριση.

Δ.Μ.:

Συναισθηματικά;

Κ.Μ.:

Δηλαδή σε κράτη που ξέρετε ότι τα καθεστώτα είναι πιο συντηρητικά, μπορεί ανά πάσα στιγμή να υποστείτε έλεγχο, ενδεχομένως να σας προσάγουν κιόλας.

Δ.Μ.:

Ναι, ναι, ναι, αυτό είναι στο παιχνίδι μέσα.  

Κ.Μ.:

Δεν υπάρχει έτσι ένας ενδοιασμός, ένας φόβος ότι «μήπως να μην το κάνω, να μην πάω εγώ»;.

Δ.Μ.:

Όχι, όχι, θα πας να το κάνεις. Ο φόβος υπάρχει και είναι και ο μεγαλύτερος προστάτης όταν είσαι σε εμπόλεμη πλέον ζώνη. Εκεί ο φόβος, αν δεν τον έχεις, είσαι ήδη νεκρός. Ο φόβος είναι αυτός που καθορίζει την κόκκινη γραμμή σου. Για άλλους την καθορίζει εδώ, για άλλους πιο πέρα, για άλλους πιο εδώ. Αλλά αν δεν τον έχεις, είσαι ήδη τελειωμένος. Δηλαδή αν το πεις εγώ… Είχα έναν φίλο Γάλλο, έβλεπα και πρόσφατα τις φωτογραφίες του. Στο Σαράγιεβο όλοι ήταν η πρώτη φορά που άκουσα να φοράνε αλεξίσφαιρα οι δημοσιογράφοι, κράνη και τα λοιπά, τότε ξεκίνησαν αυτά. Δεν υπήρχαν παλιά τα υλικά αυτά, αυτός εκεί που μας φέραν πρώτη φορά θωρακισμένα αυτοκίνητα αυτός είχε το αυτοκίνητό του και είχε πάρει και ένα μαρκαδόρο από πίσω και έγραψε "I am immortal", «Είμαι αθάνατος». Και μία μέρα του έφυγε, ήρθε μία σφαίρα από πολυβόλο στο μπράτσο του και το χέρι το μισό πάει. Και έκτοτε, αργότερα έπεσε σε κατάθλιψη και αυτοκτόνησε κιόλας. Το "I am immortal" είναι "I am dead", σημαίνει αυτό για μένα. «Ο φόβος φυλάει τα έρμα», δεν λένε; Αν δεν τον έχεις, άλλαξε δουλειά. Δηλαδή, αν δεν έχεις τη συνείδηση να φοβηθείς, γιατί θέλει συνείδηση να φοβηθείς. Γιατί εσύ άμα θες να πας σπίτι σου και εγώ δεν βιάζομαι και τα λοιπά, από αδέσποτη θα φύγεις, όχι στοχευμένη, από αδέσποτη. Όποιος σου πει ότι δεν φοβάται πάντως, ψέματα σου λέει. Και για να την κλείσω τη λέξη του φόβου, ο φόβος δεν είναι ντροπή. Για... το λέω για τους άντρες.

Κ.Μ.:

Γιατί όταν είστε σε τόσο ανταγωνιστικά περιβάλλοντα και...

Δ.Μ.:

Πάρα πολύ ανταγωνιστικό είναι.

Κ.Μ.:

Για να κάνετε το αποκλειστικό μπορεί η φιλοδοξία να ξεπεράσει το μέτρο;

Δ.Μ.:

Εκεί είναι τα δικά σου τα μέτρα και λες εντάξει, σ' το χαρίζω, εγώ δεν πάω, γιατί νομίζω ότι δεν πρέπει να πάω. Γιατί το θέμα δεν είναι να πας… Η αποστολή σου είναι να πας κάπου, είτε εύκολη αποστολή είτε δύσκολη, και να φέρεις πίσω την είδηση. Αν είναι να γίνεις εσύ είδηση, έχεις αποτύχει. Έχεις αποφύγει πριν φύγεις. Το θέμα δεν είναι να σε φέρουν εσένα σε ένα φέρετρο, γιατί αυτό θα αποτελέσει και είδηση, έτσι; Αλλά δεν είναι αυτό. Η αποστολή σου είναι να φέρεις την είδηση, όχι να γίνεις η είδηση.

Κ.Μ.:

Και ωστόσο λοιπόν η οξυδέρκεια, η παρατηρητικότητα και η γρήγορη σκέψη...

Δ.Μ.:

Στο κόκκινο.

Κ.Μ.:

Είναι αυτή που βοηθάει.

Δ.Μ.:

Προστατεύει πάρα πολύ. Βοηθάει, μπορεί να σε πάει και να περάσει και τα όρια λίγο, θέλει λίγο... όλα θέλουν έλεγχο, όλα. Ο αυτοέλεγχος είναι κυρίαρχος και δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάς το τι γίνεται γύρω σου, ποιος είναι απέναντί σου και ποιος είναι δίπλα σου. Ποτέ. Άμα πεις: "I am the best", κάποια στιγμή δεν θα 'σαι. Και να είσαι ο καλύτερος, δεν θα το λες ούτε στον εαυτό σου. Αυτό είναι κανόνας, για τους λίγους που μένουν, έτσι; Υπάρχουν και σε μας από αυτούς που έχουν μείνει, υπάρχουν και φευγάτοι, μη νομίζεις. Αλλά εγώ σου λέω και μιλάω για μένα και σου λέω τις εμπειρίες μου. Κατάφερα να τελειώσω, να βγω στη σύνταξη, έχοντας κάνει, ελπίζω, καλή δουλειά, έτσι αναγνωρίστηκε και έχω έρθει... δεν έχω αποτελέσει είδηση. Δεν ήμουνα ποτέ είδηση. Αυτό μου φτάνει.

Κ.Μ.:

Νομίζω ότι η τύχη –η τύχη εντός εισαγωγικών– και κάποιες συγκυρίες συνέβαλαν πολύ στο να βρεθείτε στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή.

Δ.Μ.:

Κοίταξε, είχα διάφορα παρατσούκλια στη δουλειά μου, αυτό εδώ [00:50:00]δεν θα το πω όπως το λέμε στην Ελλάδα, γιατί θα θεωρηθεί λίγο... αλλά θεωρούμουν τυχερός. Δηλαδή με έχει βοηθήσει πολύ η τύχη. Να σου πω ένα άλλο περιστατικό; Θυμάσαι τη χρονιά, το 2000 τον Γενάρη, που γιορτάζαν όλοι το Millenium; Λοιπόν, όλοι οι φωτογράφοι του ΑΡ είχαμε εντολή εκείνο το βράδυ να δουλέψουμε και να φωτογραφίσουμε ο καθένας στη χώρα που είναι τα πυροτεχνήματα ταυτισμένα με ένα landmark. Εμείς είχαμε την Ακρόπολη, έτσι; Άλλοι είχανε την Πίζα, άλλοι... τέλος πάντων. Και μάλιστα μας είχανε πει ότι, αν δουλέψετε και την Πρωτοχρονιά, θα πάρετε και 100 ευρώ μπόνους. Μπόνους ξεμπόνους, εγώ θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς, αλλά ήταν δώρο, ας πούμε, της εταιρείας, γιατί το επέβαλε, έτσι; Το ζήτησε. Πλησιάζει η Πρωτοχρονιά, τρεις μέρες πριν ήτανε, τέσσερις, δεν θυμάμαι, πάλι ο Feldman τηλέφωνο από το Λονδίνο. Λέει: «Να σου πω»... Ξέχασα να σου πω, εγώ ήξερα πάρα πολύ καλά το Αφγανιστάν. Για έξι ολόκληρα χρόνια που ήταν υπό διακυβέρνηση Ταλιμπάν, από το ‘96 μέχρι το 2000, 2001 συγγνώμη, πήγαινα κάθε χρόνο αποστολή μαζί με δυο τρεις άλλους. Λέει: «Να σου πω» μου λέει «υπάρχει μια αεροπειρατεία στον Κανταχάρ ενός Airbus της Indian Airlines εδώ και μέρες –εγώ δεν το είχα προσέξει– και περνάνε οι μέρες. Είναι εκεί» μου λέει «ο BK –o BK είναι ένας φωτογράφος μας από το Πακιστάν– αλλά –ήταν και μάλιστα η εποχή που αλλάζαμε από τα φιλμ στα ψηφιακά– και» λέει «δεν έχει ψηφιακές μηχανές, έχει δορυφορικό μεν, αλλά ψηφιακές δεν έχει», δηλαδή άμα οτιδήποτε γίνει, θέλει ώρα να πάει, να εμφανίσει, να κάνει, να σκανάρει και τέτοια. «Εσύ και δορυφορικό έχεις δικό σου και καλύτερο απ' το δικό του» μου λέει «πιο μεγάλο έχεις και ψηφιακά, δεν πας μια βόλτα κατά κει;» Λέω: «Να πάω». Τώρα Δεκέμβρης, τέλη Δεκεμβρίου, έτσι; Κανταχάρ, 2.500 μέτρα υψόμετρο, -15 το βράδυ, σε ένα αεροδρόμιο που είναι, τι να σου πω, άμα το δεις σε μια άλλη χώρα, θα πεις αποθήκη σιτηρών είναι, τι είναι; Ένα κτιριάκι έτσι, μικρό, με μωσαϊκό κάτω, θυμάμαι. Λέω να πάω, κάνω μια ολόκληρη διαδρομή από Ντουμπάι, αλλάζω πτήση, πάω Καράτσι, αλλάζω πτήση, πάω Ισλαμαμπάντ, παίρνω αεροπλάνο των Ηνωμένων Εθνών και, μαζί με μία δημοσιογράφο που ήταν εκεί, τη φίλη μου την Kathy Gannon, προσγειωνόμαστε στο Κανταχάρ μεσημέρι 12:00 η ώρα. Ένα αεροπλάνο του ΟΗΕ. Πάω εκεί προς το κτίριο αυτό με τα πράγματά μου. Ήταν καμιά δεκαπενταριά συνάδελφοι εκεί, που ήταν εκεί δέκα μέρες, από την αρχή, μέσα στο κρύο. Είχαν στημένοι όλα τα  laptop τους έξω, μεγάλα τριπόδια, μεγάλους τηλεφακούς, γιατί ήταν πολύ μακριά το αεροπλάνο, δεν σε αφήναν να πλησιάσεις. Από πάνω είχε κι ένα υπόστεγο για τη βροχή, έτσι, βάλαν τις κεραίες από τα δορυφορικά. Πήγα και εγώ, πού είχε χώρο για μένα; Τελευταίο στη σειρά, δηλαδή στην ουρά, που λέμε. Παράλληλο ήταν, αλλά από το κτίριο προς τα έξω. Αρχίζω και εγώ, η Kathy πάει να βάλει τα δικά της, αρχίζω και εγώ και στήνω τώρα, βγάζω τριπόδια, φακούς καλώδια, μπαταρίες, πολύμπριζα, δορυφορικά, να τα 'χω όλα έτοιμα και να είμαι εκεί, όταν χρειαστεί να πάω να κάτσω στο καθισματάκι μου, το καρεκλάκι που είχα, και να αρχίσω να δουλεύω. Είναι οι άλλοι εκεί, σου λέω, δέκα μέρες και έχουν ξεπαγιάσει, έτσι; Δηλαδή τους είδα ταλαιπωρημένους πολύ. Εκεί που στήνω λοιπόν και έχω βάλει δορυφορικό και πάω να στήσω στο τέλος και τις μηχανές και βάζω τον μεγάλο τον 500άρη, βάζω διπλασιαστή, βάζω το τρίποδο, το σφίγγω γερά, γιατί δεν πρέπει να κουνηθεί, γιατί όσο πιο μεγάλος είναι ο φακός, το παραμικρό άγγιγμα είναι, έτσι, στην άκρη του φακού, είναι μεγάλο, δηλαδή και να μην το καταλάβεις, τόσο να το αγγίξεις, επειδή είναι μεγάλο το μήκος και είναι πάνω σε τριπόδι, δονείται, έτσι. Δηλαδή πολύ προσεκτικά. Εκεί που κοιτάζω μέσα να εστιάσω, να το έχω έτοιμο και το πλάνο εστιασμένο, βλέπω το ρύγχος του αεροπλάνου, έτσι, και βλέπω να κατεβαίνει μία ανεμόσκαλα σιδερένια, η οποία και δεν φτάνει μέχρι κάτω, φτάνει μέχρι αυτό το ύψος. Και... σιλουέτα τώρα, έτσι; Γιατί είναι μακριά και το φως πίσω πιο δυνατό, σαν σιλουέτα. Κατεβαίνει η σκάλα και βλέπω έναν τύπο να κατεβαίνει και να πηδάει στο έδαφος έχοντας στο χέρι του ένα πιστόλι. Ήταν αεροπειρατής. Κατεβαίνει αυτός, κοιτάζω εγώ, πατάω τώρα, ενστικτωδώς πλέον. Δεν ξέρω τι γίνεται. Οι άλλοι όλοι είναι μαζεμένοι στην άλλη άκρη προς το κτίριο και κάνουν μουχαμπέτι, ήταν μακριά, η απόσταση ήταν μακρινή. Φαντάσου τώρα, από δω μέχρι την πλατεία. Και τραβάω εγώ, κατεβαίνω, βλέπω έρχονται και άλλες σκιές, μιλάνε, κάνουνε, ράνουνε. Βλέπω έναν τύπο να 'ρχεται, έτσι, με έναν άλλον από πίσω του, κρατάει το πιστόλι στην πλάτη. Δεν ξέρω τώρα, τραβάω εγώ τώρα, πρέπει να το τραβήξεις αυτό. Δεν ρωτάς, πρώτα τραβάμε και μετά ρωτάμε, που λένε. Είναι ακριβώς η περίπτωση. Και μετά από λίγο, από τη σκάλα του αεροπλάνου που ήτανε δίπλα, την κανονική τη σκάλα, αρχίζει και κατεβαίνει κόσμος, κατέβαιναν, ήρθε ένα μικρό βανάκι, τους έβαλε μέσα και εξαφανίζεται. Όλο αυτό το έχω φωτογραφίσει το σκηνικό. Και φεύγει. Και μετά από τη σκάλα ανεβαίνει αυτός που τον είχαν έτσι. Και κάνω μια, τελειώνω και κάνω: «Ουφ!» Και με κοιτάει, μου λέει: «Τι έπαθες;» Λέω: «Οι όμηροι μόλις φύγανε. Να το βανάκι εκεί είναι, φεύγει». Έγινε ανταλλαγή. Για να απελευθερωθούν οι όμηροι, παραδόθηκε ένας αξιωματούχος των Ταλιμπάν στους αεροπειρατές. Έτσι έγινε και φύγαν οι όμηροι. Το βράδυ λοιπόν μείναμε εκεί, αυτό σταμάτησε δεν μπορούσαμε να πάμε. Μας ενημέρωσαν ότι έγινε ανταλλαγή και τα λοιπά, οι φωτογραφίες φύγανε. Και για να επανέλθω στο Millenium. Δεν θα το ξεχάσω, μες στο αεροδρόμιο λοιπόν είχαν έρθει και οι Ταλιμπάν εκεί και τα λοιπά και είχανε και μία... τώρα τι ήταν, τηλεόραση ήταν... είχαν μια μικρή οθονούλα, έπαιζε κάτι σαν βίντεο φαινόταν και τα λοιπά, και καπνίζανε ναργιλέδες και, ξέρεις, χαλαρά. Και τους γράφω: «Στέλνω μια φωτογραφία και "Το Millenium των Ταλιμπάν"». Ήταν μεσάνυχτα εκείνη την ώρα. Λοιπόν, ε για να γελάσουμε στην ιστορία, όλοι στο Associated πήραν τα 100 δολάρια εκτός από μένα, που δεν είχε πυροτεχνήματα. Τιμή μου και καμάρι μου! Αλλά η τύχη είναι μεγάλη ιστορία. Εκεί έχει μια φωτογραφία, θα σ' τη δείξω μετά, με άλλη τύχη πάλι. Με μια πειρατεία αλλιώτικη πάλι, βρέθηκα μπροστά.  Το 'χω αυτό, το 'χω.

Κ.Μ.:

Άρα λοιπόν...

Δ.Μ.:

Έχω βρεθεί σε πολλές περιπτώσεις τυχερός, είτε στη θέση που βρισκόμουν είτε στο χρόνο που πήγαινα και τα λοιπά. Φτάνεις εσύ και γίνεται το θέμα, πώς γίνεται αυτό το πράγμα; Περιμένουμε τώρα εμείς εδώ και πέντε μέρες; Τους έπιασε κατάθλιψη εκεί.

Κ.Μ.:

Αλλά το θέμα είναι ότι έχετε και την οξυδέρκεια, το βλέπετε το θέμα, το αντιλαμβάνεστε άμεσα.

Δ.Μ.:

Καλά, αυτό θέλει εμπειρία μεγάλη, δεν είναι... θέλει εμπειρία μεγάλη αυτό. Δεν ξεκίνησες και είπες «το 'χω». Αυτό είναι τριβή, εμπειρία, αλλά θέλει να έχεις και οξυδέρκεια, θέλει να έχεις και το μυαλό σου να είναι λίγο πιο ψαχουλιάρικο, θέλει διάφορα. Δεν είμαι μόνο εγώ, είναι και άλλοι έτσι. Αλλά αυτή η δουλειά δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορεί να πηγαίνεις: «Καλημέρα σας, κάνετε μία χειραψία;» Και τέτοια κάνουμε στη δουλειά μας, αλλά είναι μέρος, ένα μικρό μέρος της δουλειάς. Δεν μπορείς να τα στήνεις, η ζωή δεν είναι στημένη.

Κ.Μ.:

Άρα λοιπόν είχατε μία εμπειρία και από τη Μέση Ανατολή και από αεροπειρατείες και από διάφορα, όταν φτάσατε τελικά μέσα στο αεροπλάνο που σας πήγαινε στο Άντεν...

Δ.Μ.:

Διάφορα, ναι.

Κ.Μ.:

Οπότε είχατε αυτή την άνεση να απειλήσετε…

Δ.Μ.:

Δεν είναι άνεση, εκείνη την ώρα είσαι πολύ συγκεντρωμένος και σφιγμένος, για να μη σου ξεφύγει κάτι. Αλλά ναι, σε βοηθάει, η εμπειρία βοηθάει. Έτσι εγώ έφυγα μία φορά, δεν πήγα μακριά, εδώ στην Τουρκία πήγα, στο Ζονγκουλντάκ, είναι στη Μαύρη θάλασσα, και δεν πρόλαβα να πάρω ρούχα από το σπίτι μου και ήμουν κάθε μέρα, κάθε βράδυ τα έπλενα στη μπανιέρα και τα έβαζα στο καλοριφέρ επάνω να στεγνώσουν, να τα φορέσω το πρωί. Το αεροδρόμιο τότε ήταν από το σπίτι μου τρία λεπτά, στο Ελληνικό, το παλιό ανατολικό αεροδρόμιο ήταν από το σπίτι μου [01:00:00]–εγώ έμενα Γλυφάδα τότε– ήταν από το σπίτι μου τρία λεπτά και δεν πρόλαβα να πάω να πάρω ρούχα. Ήταν η εποχή, ας πούμε, το ‘90, που ταξιδεύαμε με διαβατήριο, έπρεπε να έχεις συνάλλαγμα από την Τράπεζα της Ελλάδος και σε παίρνουν η ώρα 10:00 το πρωί και σου λένε: «Έχει ανατιναχτεί ένα λατομείο και έχει πεντακόσιους εγκλωβισμένους μέσα –οι περισσότεροι πεθάναν κιόλας–, φύγε». «Πού;» «Εκεί». Και να βρεις και να έχεις πτήση μετά από δύο ώρες, και μέσα σε δύο ώρες να έχεις μαζέψει τον εξοπλισμό της εποχής, που ήταν γύρω στα 100 κιλά, γιατί τότε κουβαλούσαμε φιλμ, εμφανιστήρια, χημικά για να εμφανίσουμε, δηλαδή κουβαλούσαμε έναν σκοτεινό θάλαμο. Να τα μαζέψεις όλα αυτά, να έχεις πάει στην τράπεζα, να έχεις κάνει συνάλλαγμα στην Τράπεζα της Ελλάδος, όχι σε οποιαδήποτε, τότε έτσι ήτανε, και να είσαι και στο αεροδρόμιο, που είναι από το γραφείο σου, ας πούμε, 13 χλμ. και να τρέχεις να μπεις και να σε περιμένει το αεροπλάνο και να έχεις φύγει και να τρέχεις να πέφτεις στα γόνατα μέσα. Και να μη σε αφήνουν να βάλεις τα χημικά τα μπουκάλια στις αποσκευές και να τα κουβαλάς μαζί σου επάνω αγκαλιά. Έχω κάνει και τέτοια, τι να γίνει.

Κ.Μ.:

Άρα λοιπόν η ζωή ενός φωτορεπόρτερ πώς είναι;

Δ.Μ.:

Είναι ωραία.

Κ.Μ.:

Είναι πάντα σε ετοιμότητα;

Δ.Μ.:

Πάντα, πάντα, πάντα, πάντα, πάντα.

Κ.Μ.:

Με μια βαλίτσα…

Δ.Μ.:

Και το τηλέφωνο μέρα νύχτα ανοιχτό δίπλα στο κρεβάτι. Πάντα ανοιχτό. Πάντα. Πάντα. Η βαλίτσα ήταν εντάξει, η βαλίτσα ήταν το πιο εύκολο. Γιατί μετά, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, ελαττώθηκε το βάρος και ο όγκος του εξοπλισμού. Αλλά, σου λέω, μέχρι το… Φαντάσου το ’92, να καταλάβεις κάτι. Το ’92 ήταν, θυμάμαι, όταν είχα πάει εδώ στα Σκόπια πιο πάνω, που ήρθαν οι πρώτοι Αμερικάνοι στρατιώτες στα Βαλκάνια. Την πρώτη φορά που ερχόταν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και πήγαν εκεί, ανάμεσα στο Κόσοβο και στο Τέτοβο, όχι Τετοβο, Κοπάνοβο, κι έκαναν μια βάση, η οποία υπάρχει τώρα. Ήταν η πρώτη φορά, το ‘92 ήρθαν οι Αμερικάνοι και προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο των Σκοπίων. Το δορυφορικό τηλέφωνο τότε που υπήρχε στην αγορά, αυτό που χρησιμοποιούσαμε, το INMARSAT, ήταν μία βαλίτσα στο μήκος αυτού του τραπεζιού, ζύγιζε 50 κιλά, μόνο το τηλέφωνο.

Κ.Μ.:

Με αυτό το τηλέφωνο τι μπορούσατε; Πού μπορούσατε να το χρησιμοποιήσετε;

Δ.Μ.:

Να μιλήσουμε και να στείλουμε και data, γιατί έχει κάτι data ψηφιακά, αλλά ταχύτητα περίμενε να γεμίσω, μη ρίχνεις, τούκου τούκου τούκου, 4.800 mode, 9800 mode. Και τώρα στέλνουμε, δεν ξέρω, με ταχύτητες απίστευτες, πόσα γίγα. Που για να πάει μία φωτογραφία χαμηλής ανάλυσης ήθελε 18 λεπτά. Τώρα εκείνη η φωτογραφία για να πάει θέλει 2/10 του δευτερολέπτου, τώρα, ο ίδιος όγκος. Δηλαδή στέλναμε μία φωτογραφία ανάλυσης Facebook σημερινού, ας πούμε, τόσο, που είναι χαμηλή ανάλυση, έτσι;

Κ.Μ.:

Πώς σας φαίνεται σήμερα αυτή η ευκολία, το να βγάλεις φωτογραφία ανά πάσα ώρα και στιγμή;

Δ.Μ.:

Η ευκολία, ποια ευκολία; Στη δουλειά πάνω με την τεχνολογία;

Κ.Μ.:

Ναι, πώς…

Δ.Μ.:

Καλό μέχρι ένα σημείο, από ένα σημείο και μετά δεν γίνεται καλή χρήση. Δεν έχουν μάθει οι φωτοειδησεογράφοι πλέον να διαλέγουν και να επιλέγουνε. Επικρατεί η ποσότητα εις βάρος της ποιότητας. Εμείς τότε, επειδή, σου λέω, ήτανε... ήθελε 18 λεπτά μία φωτογραφία, ξέρεις ποιο ήταν το κόστος της μετάδοσης με δορυφορικό τα 18 λεπτά; Παίρνει 25 δολάρια το λεπτό. Για μέτρα 25 επί 18 πόσο κάνει; Πεντακόσια, εξακόσια δολάρια; Και τι σου έλεγε ο editor στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη; Του λες: «Έχω το θέμα εδώ...» "Send me the three best". «Μα έχω τέσσερις». "The three best". Kι εκεί μάθαινες τι είναι το best. Για να μην είσαι έξω από το story, γιατί μπορεί να διαλέξεις αυτές τις τρεις και να είσαι έξω από το story. Και εκείνος να διαλέξει δύο και να είναι in, κατάλαβες; Κι εκεί μάθαμε. Τώρα στέλνουν, επειδή υπάρχει η ευκολία της ταχύτητας, θαρρείς και θα πάνε να κάνουν καμία έκθεση φωτογραφίας σε γκαλερί. Δηλαδή πας σε ένα θεματάκι ασήμαντο και βλέπεις έρχονται πενήντα, εξήντα φωτογραφίες. Καταρχήν ο πελάτης δεν έχει χρόνο να τις δει και θα πάει στο πρακτορείο που στέλνει τις λιγότερες, για να τελειώσει και πιο γρήγορα τη δουλειά του. Δεν τους κόβει τόσο πολύ. Κι όμως τους το έχω πει, το έχω ξαναπεί, όχι λέει, «εμάς μας ζητάνε να έχουμε πολλά». Λέω: «Βάλτε τα» λέω «και μετά θα καταλάβετε γιατί χάνετε πελάτες». Στην πορεία, στην πορεία χάνεις τους πελάτες σου. Στην αρχή δείχνεις ότι έχεις πληθώρα εικόνων, αλλά στο τέλος ο άλλος δυσκολεύεται να δουλέψει. Γιατί σε μας, ας πούμε, στις εφημερίδες, ήμασταν τρία διεθνή πρακτορεία, έτσι; Και ανταγωνιστικά. Βάζαμε ο καθένας έξι με επτά χιλιάδες φωτογραφίες τη μέρα στο service μέσα. Παλιά, τώρα είναι περισσότερες, τότες... Και έπρεπε να διαλέξει ο Χ αρχισυντάκτης της Χ εφημερίδας ανά τον κόσμο ήθελε 2 φωτογραφίες. Θα πήγαινε να πάρει… Έπρεπε να δει από τους τρεις, έτσι; Φαντάσου, τρία επί έξι, δεκαοκτώ χιλιάδες φωτογραφίες έχει μπροστά του. Εδώ σήμερα 18.000 φωτογραφίες στέλνει ένα πρακτορείο ελληνικό στις ελληνικές εφημερίδες και τι ειδησεογραφία έχουμε; Τίποτα. Εκεί μιλάμε για 6.000 από όλο τον κόσμο, από όλη την υφήλιο, καθημερινά. Αυτό είναι. Η ποιότητα και η επιλογή είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Εγώ, και σήμερα αν μου πουν «πάνε να δουλέψεις σε ελληνικό μαγαζί», πάνω από πέντε φωτογραφίες το θέμα δεν στέλνω. Εκτός αν είναι πλέον η ανατίναξη... πώς θα σ' το πω... κάτι. Δηλαδή δεν υπάρχει λόγος, πρέπει να ξέρεις να πεις μια ιστορία με όσο λιγότερες φωτογραφίες μπορείς. Να την πεις, να την καταλάβει ο άλλος. Αυτό που λέμε "telling the story".

Κ.Μ.:

Πόσο εύκολο να πεις μια ιστορία με δύο φωτογραφίες;

Δ.Μ.:

Εύκολο είναι. Άμα ξέρεις να τη φωτογραφίσεις είναι εύκολο, αν δεν ξέρεις, δεν είναι.

Κ.Μ.:

Θα ήθελα να σας κάνω μια δυο ερωτησούλες τελευταίες και να σας αποδεσμεύσω.

Δ.Μ.:

Ό,τι θέλεις, παιδί μου. Δηλαδή εδώ, πόσες λέξεις θέλεις για να καταλάβεις αυτό; Την πλατεία Συντάγματος. Θες πολλά, χρειάζονται λέξεις;

Κ.Μ.:

Δε θες κάτι άλλο, μόνο που το βλέπεις. Φοβηθήκατε ποτέ ό,τι κινδυνεύετε σοβαρά;

Δ.Μ.:

Ναι, πολλές φορές δεν… Εντάξει, αυτό είναι αυτονόητο. Και φοβάσαι, παίρνεις τις προφυλάξεις σου, και εκεί αυτό που λέμε «και ο Θεός βοηθός», αλλά πρόνοια πρώτα από όλα. Να προστατεύσεις τον εαυτό σου. Δεν πρέπει να γίνεις είδηση. Άμα γίνεις είδηση, έχεις αποτύχει κι ας έχεις πάρει και πέντε Πούλιτζερ. Είμαι αυστηρός σε αυτό που λέω ε;

Κ.Μ.:

Φαντάζομαι και καλά κάνετε, γιατί όταν κινδυνεύει η ίδια η ζωή...

Δ.Μ.:

Έτσι είναι. Δηλαδή σε περιμένουν τα παιδιά σπίτι σου, δεν περιμένουν να δουν ένα φέρετρο και να λένε: «Πέθανε ο μπαμπάς ο διάσημος». Και τι έγινε; Ο διάσημος, πού πάει; Στα σκουπίδια.

Κ.Μ.:

Υπήρχε ποτέ κάποιο θέμα που διστάσατε να φωτογραφίσετε; Είτε επειδή ήταν συναισθηματικά…

Δ.Μ.:

Όχι, όχι να διστάσω. Θα σου πω δύο γεγονότα, και τα δύο γίναν στο Κόσοβο. Στο ένα ήμουνα στο Βελιγράδι. Ήμουν επικεφαλής της ομάδας και εγώ, που είμαι κατά της λογοκρισίας, έκοψα μία φωτογραφία, δεν την έστειλα, που μου τη φέρανε για να τη στείλω, συνεργάτης. Γιατί πρέπει να γνωρίζεις και τα ανθρώπινα όρια. Δηλαδή, ξέρεις, πάνω στο πάθος σου δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται, δεν νιώθεις το γύρω περιβάλλον όλο. Είχανε βομβαρδίσει οι Νατοϊκοί τότε κατά λάθος ένα κομβόι προσφύγων Αλβανών Κοσοβάρων, που έφευγε για την Αλβανία. Και το βομβαρδίσανε και σκοτώθηκαν αρκετοί. Δύο μέρες μετά –γιατί δεν μας αφήναν να πάμε– η αστυνομία η σερβική έκανε ένα κομβόι δημοσιογράφων, επέτρεψε να πάει από το Βελιγράδι εκεί. Γιατί τότε το Κόσοβο ήταν υπό κυριαρχία Σερβίας. Είχαν αρχίσει οι βομβαρδισμοί και δεν θέλαν ξένους δημοσιογράφους εκεί, μας είχαν διώξει. Μας είχαν απελάσει, εμένα με στείλανε στο αυτό και ξαναγύρισα από την Ουγγαρία και πήγα Βελιγράδι, βέβαια. Λοιπόν, και στείλανε από κει ανθρώπους, από το Βελιγράδι τους πήγαν –πώς το λένε;– φάλαγγα, συνοδεία. Πήγανε επιτόπου, φτάσανε, τράβηξαν φωτογραφίες και γυρίσαν. [01:10:00]Είχε εικόνες πολύ σκληρές, τις οποίες δημοσιεύσαμε, αλλά προσπαθούσαμε να είναι… Ξέρεις, πολλές φορές χρησιμοποιείς σιλουέτες για να μη φαίνονται λεπτομέρειες, δεν χρειάζεται λεπτομέρεια, τώρα να δεις έναν καμένο. Θες να το δεις; Άμα δεις τη σιλουέτα του μέσα από τα σίδερα ενός τρακτέρ είναι διαφορετικό. Λοιπόν, υπάρχει μία κρίση, ας πούμε, αισθητικής. Και μία από τις φωτογραφίες ήταν –δεν θα το ξεχάσω– ένα ανθρώπινο κεφάλι σκέτο, κομμένο, καμένο, κάρβουνο, μέσα σε ένα πράσινο λιβάδι. Και μου το φέρνουν αυτό και δεν το βάζω, δεν το χρησιμοποιώ. Εγώ δεν το χρησιμοποίησα όχι γιατί... γιατί στο μυαλό πρέπει να ξέρει ο άλλος ότι αυτό που τραβάς και το στέλνεις με έναν δορυφόρο πάει σε όλο τον κόσμο και πάει στις εφημερίδες, τις εφημερίδες τις αγοράζουν οι άνθρωποι και τις πάνε στο σπίτι τους. Και όταν μπαίνουν, ακουμπάνε την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι και είναι ένα παιδί μέσα στο σπίτι και μπορεί να την ανοίξει ή μπορεί να είναι και πρώτη σελίδα αυτό. Τι του 'κανες του παιδιού αυτού; Το κατέστρεψες. Το 'καψες. Δηλαδή θα φρικάρει άμα το δει. Είναι αυτό που λέμε αυτολογοκρισία αλλά με όρια όχι δημοσιογραφικά, κατάλαβες; Δηλαδή δεν κρύβουμε την είδηση, άλλα και αυτό έχει ένα όριο, προστατεύουμε. Και θυμάμαι ότι ήρθα σε μεγάλη διαμάχη με τους φίλους μου τους Σέρβους και τσαντίστηκα και παίρνω το Λονδίνο και λέω: «Εγώ φεύγω, κανονίστε μόνοι σας. Αυτή η φωτογραφία από δω δεν φεύγει όσο είμαι εδώ». Και με δικαιώσαν βέβαια στο Λονδίνο.

Δ.Μ.:

Και η άλλη είναι όταν προσπαθούν να σε εκμεταλλευτούν. Να εκμεταλλευτούν την παρουσία σου. Το δεύτερο story που έχω να σου πω είναι σε ένα χωριό του Κοσόβου, δεν το θυμάμαι το όνομα πλέον, ήταν χειμώνας και είμαι με έναν Ρουμάνο φίλο μου, ήτανε εικονολήπτης βίντεο για το Associated και ήμασταν μαζί στο ίδιο αυτοκίνητο, λοιπόν, στο θωρακισμένο. Είναι χειμώνας, έχει χιόνια και ψάχνουμε, βγαίνουμε στη γύρα μπας και βρούμε κάνα story για να καλύψουμε τη μέρα. Στους εμφύλιους δεν είναι πολεμικά μέτωπα να πας και... Θα γίνει μια εδώ μια στα 100 χλμ. πιο πέρα, και άμα είσαι, αν δεν είσαι.  Και είναι δύσκολη κάλυψη. Γυρνάγαμε έτσι και μπαίνουμε σε ένα χωριό, χωριό μεγαλούτσικο χωριό. Νέκρα έτσι, κρύο, νέκρα, χιόνι. Πηγαίνουμε έτσι, οδηγάμε σιγά σιγά μπας και δούμε τίποτα. Ξαφνικά λίγο πιο κάτω βλέπω μία κινητικότητα, έτσι, κόσμο. Πλησιάζουμε. Παρένθεση ανοίγω, το Land Rover το θωρακισμένο έχει απέξω TV, σήμα TV για να είναι στόχος, να μην είναι στόχος, ανάλογα πώς το βλέπεις. Δηλαδή ξέραν πότε έρχεται η τηλεόραση. Και όσο πλησιάζουμε, η κινητικότητα αυξάνεται. Είναι ένα χωριό που το έχει, είναι υπό την κατοχή του UCK, των ανταρτών. Πίσω, από πίσω μας είχε έναν λόφο, από πίσω ήταν οι Σέρβοι, σέρβικος στρατός. Λοιπόν, μπαίνουμε εκεί μέσα και αυξάνεται η κινητικότητα και όσο πλησιάζουμε βλέπουμε να γίνεται χαμός. Τρακτέρ με πλατφόρμες, ξέρεις, από πίσω ρυμούλκες άδειες, να ανεβαίνουν γυναικόπαιδα, να φωνάζουν, να κλαίνε και τα λοιπά. Χαμός, μια βαβούρα, εγώ τώρα ενστικτωδώς αρχίζεις και τραβάς. Δεν είπαμε ότι πρώτα τραβάς και μετά ρωτάς; Τραβά κι ο άλλος με το βίντεο, ο Ολύμπιο, τραβάμε, τραβάμε. Φεύγουν αυτά, εξαφανίζονται, μπαίνουν στη σειρά φάλαγγα, στρίβουν τον δρόμο και χάνονται μες στο βουνό. Λέω: «Δες τι μας έκατσε εκεί που δεν είχαμε τίποτα», χαρά! Γυρνάμε στην Πρίστινα πίσω. Εμένα με τρώει το διαόλι τώρα, ξέρεις, είναι καμιά φορά άμα σου μπει. Ο Ολύμπιο όλο χαρά, πήγε να εντιτάρει επάνω, εγώ –ήταν ακόμα φιλμ αυτά, ήταν το ’99, το 2000 είναι η χρονιά που περνάμε στο ψηφιακό– και βαριόμουν να τα εμφανίσω εγώ και πάω και τα δίνω απέναντι από το ξενοδοχείο, είχε ένα εμφανιστήριο φιλμ. Πηγαίναμε εκεί, του λέω: «Εμφάνισέ το». Εμφανίζει, το παίρνω, ανεβαίνω πάνω και όσο εμφανιζόταν αυτά, με τρώει ο διάβολος με τρώει. Ξαναέρχονται τα φιλμ, τα βάζω στη λούπα επάνω, ξανακοιτάζω. Και βλέπω εκεί στη γωνία, ήταν όλα γυναικόπαιδα πλην ενός άντρα, ο όποιος συνέχεια φώναζε και έδινε εντολές. Δεν καταλαβαίνω, αλβανικά δεν ξέρω, αλλά επαναλάμβανε – γιατί βάλαμε το βίντεο μετά του Ολύμπιου και πήγα στο δωμάτιό του και λέω: «Για βάλε το βίντεο να παίξει. Τι λέει αυτός εδώ;» Φωνάζουμε τον διερμηνέα που είχαμε εκεί όλη η επιχείρηση. Λέμε: «Τι λέει αυτός εδώ;» «Α μωρέ, τίποτα» λέει «τους φωνάζει» λέει… Αυτός ήταν Αλβανός, ο καθένας για την πατρίδα του μιλάει. Λέω: «Τι λέξη είναι αυτή;» μου λέει, τη γράφω σε ένα χαρτί, λέω: «Εντάξει, ευχαριστώ». Λέω: «Δεν μου τη γλυτώνετε εμένα, κάτι δεν μου αρέσει εδώ». Όσο πήγαινε και δεν μου άρεζε, ξέρεις, γιατί είδα και την αντίδραση του μεταφραστή στο πρόσωπο. Φεύγει αυτός, λέω: «Ολύμπιο, περίμενε» του λέω. Κατεβαίνω κάτω στη ρεσεψιόν, ήταν κι άλλα συνεργεία εκεί, BBC, CNN, ABC και τα λοιπά και πιάνω έναν μεταφραστή Αλβανό από άλλο συνεργείο, του λέω: «Αυτή η λέξη τι θα πει;» Λέει: «Κλάψτε». Τους έδινε εντολή να κλάψουν μπροστά στις κάμερες, ότι τους... Κατάλαβες, στηνόταν θέμα. Γίνονται αυτά, αυτά είναι, μετά όλοι προσπαθούν να σε εκμεταλλευτούν όταν είσαι εκεί. Ο καθένας για τη δικιά του… κατάλαβες. Ή θα σου απαγορεύσει ή θα σε εκμεταλλευτεί, κάτι θα προσπαθήσει να σου κάνει. Γι' αυτό πρέπει να είσαι συνέχεια την κεραία ανοιχτή. Εγώ, εμένα δεν μου άρεσε η γλώσσα του σώματος του ανθρώπου, δεν ήξερα τι είναι τα αλβανικά να καταλάβω. Η γλώσσα του σώματός του μόνο και ο τρόπος που τους μιλούσε δεν μου άρεσε. Και το πήγα, βρήκα μια άκρη τέλος πάντων. Μπορεί να μην έβρισκα και οι φωτογραφίες να πηγαίναν στο δίκτυο κανονικά. Ανεβαίνω πάνω με το ασανσέρ και του λέω, έχω πάρει και τα φιλμ στο χέρι, πάω στον Ολύμπιο στο δωμάτιο, δίπλα δίπλα ήμασταν, λέω: «Ολύμπιο» είχε και το καλάθι των αχρήστων δίπλα στο γραφείο, λέω: «Εκεί, και η κασέτα σου μαζί». Μου λέει: «Τι;» Λέω, έτσι κι έτσι. «Όχι ρε» λέει «και είχαμε... ήμασταν τόσο χαρούμενοι που βρήκαμε θέμα σήμερα». Λέω: «Στο καλάθι, αγόρι μου, στο καλάθι».

Κ.Μ.:

Απίστευτο τι μπορεί να γίνει εν μέσω πολέμου και να μην το καταλάβεις.

Δ.Μ.:

Ναι, ναι, και να μην το καταλάβεις, δηλαδή όχι να το στήσεις εσύ, να σε εκμεταλλευτούν, πώς το λένε; Σε εκμεταλλεύονται και καλά κάνουν αυτοί από τη μεριά τους. Σε έναν εμφύλιο, ας πούμε, ο καθένας κοιτάει την πάρτη του, έτσι; Καλύτερα μην υπήρχε ο εμφύλιος, αυτό είναι το θέμα. Το θέμα, από τη στιγμή που υπάρχει, πρέπει να προσέχεις πάρα πολύ να μη γίνεις αντικείμενο εκμετάλλευσης είτε της μιας πλευράς είτε της άλλης. Είναι πολύ δύσκολη προσπάθεια, δεν είναι εύκολο αυτό.

Κ.Μ.:

Θέλει και γνώση, φαντάζομαι…

Δ.Μ.:

Πιο εύκολο είναι το φοβάμαι δεν περνάω από αυτό εδώ.

Κ.Μ.:

Άρα αυτό θεωρείτε τη μεγαλύτερη δυσκολία...

Δ.Μ.:

Βέβαια, τι είναι;

Κ.Μ.:

Να διακρίνεις τα γεγονότα.

Δ.Μ.:

Ε ναι.

Κ.Μ.:

Ωραία, θα ήθελα να μου πείτε, έτσι, με μια δυο λέξεις τι είναι η φωτογραφία για σας, και να κλείσουμε όπως θέλετε εσείς.

Δ.Μ.:

Φωτογραφία για μένα… Τώρα ανοίγεις μία μεγάλη κουβέντα.

Κ.Μ.:

Αν θα μπορούσατε με μια λέξη…

Δ.Μ.:

Καταρχήν είμαι απ' αυτούς που λένε ότι η φωτογραφία δεν είναι τέχνη, όποιας μορφής φωτογραφίας. Δεν είναι τέχνη, αφού περνάει μέσα από μηχάνημα, είναι τέχνη; Δηλαδή, δεν μου λες, θεωρείς το ίδιο εμένα όταν κάνω κλικ σε έναν μηχανισμό γραναζιών και τα λοιπά και φωτοφράκτες για να παγώσει κάτι το οποίο είδε το μάτι μου ή θεωρείς τέχνη τον ζωγράφο, που θα πάρει, πώς τα λένε, τα σωληνάκια του με τις μπογιές του, θα ανακατέψει το χρώμα να το φέρει εκεί που θέλει, να το ζωγραφίσει όπως θέλει; Ποιο είναι τέχνη από τα δύο; Τώρα…

Κ.Μ.:

Ναι.

Δ.Μ.:

Αυτή είναι η άποψή μου, έτσι; Είναι μεγάλος διάλογος για τη φωτογραφία, οι μισοί λένε ναι, οι μισοί λένε όχι. Για μένα, σου λέω, εγώ δεν τη θεωρώ τέχνη. Τέχνη με τη μορφή της τέχνης, έτσι; Όπως την εννοώ εγώ. Αισθητική ναι, μπορείς να βάλεις άπειρη μέσα, αλλά δεν... από τη στιγμή που δεν το φτιάχνεις εσύ και κάποιο μηχάνημα το φτιάχνει, δεν μπορώ να το θεωρήσω τέχνη εγώ. Λοιπόν, φωτογραφία. Εγώ, το αντικείμενό μου, γιατί επιλογή μου ήτανε, είμαι ανθρωποκεντρικός. Οι φωτογραφίες μου είναι, όπως βλέπεις, όλες ανθρωποκεντρικές. Είδες πουθενά φωτογραφία χωρίς; Εκείνες δεν είναι δικές μου, μην τις κοιτάς εκείνες.

Κ.Μ.:

Όχι, όλες έχουν πρόσωπα.

Δ.Μ.:

Λοιπόν και θα πας και μέσα θα σου δείξω μετά κι άλλα. Είμαι ανθρωποκεντρικός, γιατί πιστεύω στην ψυχή του ανθρώπου σε όποια κατάσταση και αν βρίσκεται, και η ψυχή του ανθρώπου απεικονίζεται στο πρόσωπό του. Όλα τα άλλα είναι... άσ' τα. Δεν ξέρω αν σε ικανοποίησε η απάντηση.

Κ.Μ.:

Με ικανοποίησε πλήρως. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σας.

[01:20:00]

Δ.Μ.:

Να ‘σαι καλά, να 'σαι καλά.