«Οι Ιταλοί βγήκανε στη Σητεία»: Αναμνήσεις και γεγονότα από την Ιταλική κατοχή στη Μυρσίνη Λασιθίου
Ενότητα 1
Σύντομο βιογραφικό- Ο ερχομός των Ιταλών στην Μυρσίνη
00:00:00 - 00:14:01
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλημέρα. Θα μου πείτε το όνομά σας; Χριστόφορος Μακράκης. Είναι Τετάρτη 2 Ιουνίου του 2021, είμαι με τον κύριο Μα…νανε τσι δουλειές τους. Φορτώνανε, λοιπόν, από δω ένα μουλάρι, εβάνανε κανίστρες απάνω, εβάνανε τρόφιμα διάφορα και τα πηαίναν στο Μόχλο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η πείνα των Ιταλών
00:14:01 - 00:19:06
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Άκου να δεις τι κάνανε οι πονηροί! Από δω που ξέφευγε, τον παλιό δρόμο να κατηφορίσει, ήταν ένα μουλάρι απού το καμαρώναμε, εμείς δηλαδή τα …ά, τελικά, οι Ιταλοί καταρρεύσανε και οι Γερμανοί τσι μαζέψανε και τσι βάλανε σε δυο, απού ήτανε εδώ πέρα στην περιφέρεια, δύο καΐκια μέσα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Ο τορπιλισμός ενός καϊκιού με αιχμάλωτους
00:19:06 - 00:23:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εγώ είχα πάει τα ζώα πάνω εκεί σ’ ένα βουνό και παρακολουθούσα. Εδώ, έξω στη θάλασσα ήτανε ένα μεγάλο καΐκι, πολύ μεγάλο καΐκι, γεμάτο Ιταλο…ύμενη φορά; Πώς- Ναι! Ο Vittorio de Sica ήταν εδώ, και είπαμε και για το θέατρο, είπαμε για το θέατρο προχθές; Ναι! Αυτό πείτε μου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Θεατρικές παραστάσεις των Ιταλών
00:23:57 - 00:25:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είχανε κάνει το θέατρο εδώ. Το θέατρο το είχενε κάνει ένας, που τον λέγανε Galo, ο οποίος ήταν σκηνοθέτης, του θεάτρου άνθρωπος, πολύ ωραίο…ύμε, πάρα πολύ ωραίος. Τέλος πάντων, αυτά ήτανε. Μετά ήρθανε, που λες οι Γερμανοί και δεν ήρθαν εδώ, πήγαν στην Τουρλωτή, το άλλο χωριό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Καταναγκαστικές εργασίες
00:25:07 - 00:30:22
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτοί πάλι, οι Γερμανοί, ηθέλανε να κρατούν πάλι τον κόσμο και βάνανε πάλι εγγαρεία. Τι κάνανε λοιπόν; Εκεί στην Τουρλωτή, στο ίσωμα από πάν…ι αυτός επήε και, ο κακομοίρης και κατασκοτώθηκε, τέλος πάντων. Αυτά ήτονε των Γερμανώ που λες, άλλα πράγματα… Μπορείτε να μου πείτε;-
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Τα σαράντα αυγά
00:30:22 - 00:31:14
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Συγγνώμη δα, άλλη μια φορά να δεις πάλι. Εννοείται. Άλλη μια φορά ήρθανε εδώ οι Γερμανοί κι ήρθανε στης μάνας μας, άκου δα να δεις.… γερμανική μπουκιά». Το λέει ακόμα, το θυμάται, καμιά φορά λέει: «Το αυγό είναι μια γερμανική μπουκιά», δηλαδή μια μπουκιά κάνανε το αυγό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Ο μεθυσμένος Ιταλός
00:31:14 - 00:32:41
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Άλλη φορά πάλι, ήρθανε ένας, που πήε τώρα και εμέθυσε ο Γερμανός και πέφτει στη βρύση λίγο παραπέρα — τότε δεν υπήρχε η γέφυρα να πηγαίνει α…νε ολόκληρο… Εφύγανε μετά οι Γερμανοί, ξαναβρήκαμε τα παλιά μας. Αλλά ήτονε δύσκολα τα χρόνια, διότι ώσπου να ξαναρχίσομε να, τέλος πάντων.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Οι ασχολίες της οικογένειας και το χωριό
00:32:41 - 00:35:26
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εγώ, δόξα σοι ο Θεός, επειδή είχαμε πολλή περιουσία, ούτε πεινάσαμε ούτε κακοπεράσαμε. Από ρούχα… Εσπέρναμε λινάρι. Ο πατέρας μου ήσπερνε — … Στο σκολειό είχαμε… Εγώ όντεν επήγαινα στο σκολειό, δεν ξέρω αν μπορείς να το κάνεις έτσι, να το βάλεις σε αυτά που λέγαμε τώρα ιστορία.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Εκμάθηση ιταλικών
00:35:26 - 00:36:23
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλετε να μου πείτε πρώτα, πώς μάθατε Ιταλικά; Πώς τα ’μαθα; Ναι, πώς μάθατε τα Ιταλικά. Κοίταξε να δεις πώς έμαθα τα Ιταλικά, μπ…υ την Ιταλική. Βέβαια, δεν είναι ότι κατέω τα πάντα, αλλά μπορούσα να συνεννοηθώ άνετα με τσι Ιταλούς. Λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο τα ’μαθα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Το όνειρο του Αφηγητή να σπουδάσει
00:36:23 - 00:43:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, θέλω να σου πω δα, απού λες, όλα που λες, θυμάμαι δα τα πιο μικρά μου χρόνια, ήμουνε 3-4 χρονών, πόσο δα να ’μουνα; Με κρατεί η μάνα…εγώ το πρώτο θύμα. Κλείσανε τα σκολειά, κλείσανε τα Γυμνάσια κι έτσι έμεινα αγρότης. Αλλά, δόξα σοι ο θεός, δεν μετάνιωσα, δεν με νοιάζει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 11
Η αλληλεγγύη ξεπληρώνεται
00:43:11 - 00:50:08
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εγώ τον εαυτό μου τονε καλλιέργησα, δηλαδή δεν άφηκα και να πω: «Δεν βαριέσαι, άσ’ τα». Και τα γράμματα εδιάβαζα και εφημερίδες και περιοδικ…ρώσει απάνω και ξαπάνω και έτσι έγινε πραγματικά. Φύγανε μετά οι Ιταλοί, ήρθανε άλλοι, συνέχισε μέχρι που φύγανε καλά-καλά. Αυτά που λες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 12
Το εμβατήριο
00:50:08 - 00:56:40
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλετε να μου πείτε και για τα εμβατήρια; Τα εμβατήρια; Ναι, που λέγανε οι Ιταλοί εδώ. Αυτοί ελέγανε εμβατήριο, εμβατήριο: « La mam… μου; Θέλετε να το γράψουμε ή να το κλείσω το μικρόφωνο; Εγώ θέλω τώρα να μη δημοσιευτεί ας πούμε. Ωραία! Περιμένετε να το κλείσω.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Καλησπέρα.
Καλημέρα.
Θα μου πείτε το όνομά σας;
Χριστόφορος Μακράκης.
Είναι Τετάρτη 2 Ιουνίου του 2021, είμαι με τον κύριο Μακράκη Χριστόφορο, βρισκόμαστε στη Μυρσίνη Λασιθίου, εγώ ονομάζομαι Γιάννος Νικόλαος και είμαι ερευνητής στο Istorima. Θα μας πείτε πού γεννηθήκατε και λίγα πράγματα για σας;
Εγεννήθηκα εδώ, στη Μυρσίνη.
Και τι δουλειά κάνατε;
Είμαι… Βλέπεις επάνω μία φωτογραφία;
Ναι.
Είμαστε 6 αδέρφια από 97-87 και ζούμε όλοι, πράγμα σπάνιο να το δεις. Εγώ είμαι ο τρίτος στη σειρά, στη μέση. Εδώ που λες γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα, εδώ πήγα στο σχολειό, προσπάθησα να σπουδάξω, μα δεν τα κατάφερα, διότι ο πόλεμος σκότωσε το όνειρό μου, σας το είχα πει θαρρώ και την άλλη φορά και έτσι αναγκάστηκα να μείνω εδώ και να γίνω γεωργός. Επήγα στο στρατό.... Δεν πήγα στο στρατό αλλά πήγα στην αστυνομία και έκαμα 3 χρόνια αστυνομικός στη Θεσσαλονίκη, Αστυνομική Διεύθυνση Θεσσαλονίκης. Εκεί έζησα και την ιστορία που είπαμε την άλλη φορά. Αυτά. Ασχολήθηκα με το… Παντρεύτηκα, έκανα 2 παιδιά, η κόρη μου είναι καθηγήτρια, ο γιος μου εσπούδαξε ηλεκτρολογία, αλλά τώρα είναι υπάλληλος σε μια υπηρεσία στον Αϊ-Νικόλα που λέγεται ΚΕ.Δ.Δ.Υ. Εκεί πάνε τα παιδιά που δεν παίρνουν τα γράμματα και περνούνε από επιτροπές και μετά δίδουνε στσι δασκάλους ύστερα χαρτί πώς να τα μεταχειρίζονται, τέλος πάντων, είναι ωραία δουλειά. Αύριο τώρα έρχεται, κάνει μια μέρα με το, πώς το λένε το μηχάνημα που ’χουνε και κάνει όλη την μέρα μάθημα εδώ και το Σάββατο δα ύστερα, Κυριακή ασχολείται με τη γεωργία. Μα αυτά, τα χωράφια δεν μπορεί να λείπεις, να πηγαίνεις μια φορά τη βδομάδα, γιατί είναι κι αυτά, αν δεν τα ταΐσεις με το κανονικό ντως, αν δεν τα ποτίσεις με το κανονικό ντως και θα πεινάσουν και θα διψάσουν, γιατί είναι κι αυτά σαν και τσ’ ανθρώπους και τα φυτά. Αν δεν πας στον κήπο μια μέρα να τονε ποτίσεις, την άλλη μέρα θα ’ναι ξερός, πρέπει να τονε ποτίσεις την κανονική μέρα και να του δώσεις να φάει και λίπασμα, κοπρά, όλα αυτά. Τώρα εγώ κάθομαι, δεν μπορώ μπλιό να κάνω σπουδαία πράματα, πηγαίνω σε ένα κομματάκι από ’δω πέρα, αυτή είναι δηλαδή η ζωή μου εμένα. Τώρα πού θα φτάξει; Από εκειά και πέρα ο Θεός ξέρει. Λοιπόν. Άμα θες τώρα να σου πω.
Ναι! Να μου πείτε για τους Ιταλούς, αν θυμάστε τις πρώτες στιγμές που τους είδατε να ’ρχονται στο χωριό και πώς νιώσατε;
Κοίταξε να δεις 28 του Μάη, ήρθαν οι Ιταλοί στη Στεία-
Το 1941;
Ναι, εμείς είχαμε, εκείνη την μέρα εζυμώναμε σ’ ένα φούρνο παραπέρα από δω απ’ το χωριό, ήταν ένας φούρνος εκεί μοναχικός όξω και επειδή ήτονε κοντά τα χωράφια, επήαινα τα κλαδιά και είχαμε ζυμώσει. Βγαίνοντας το απόγεμα από το φούρνο, φωνάζουνε: «Οι Ιταλοί βγήκανε στη Σητεία» και φωνάζανε. Λέει ο πατέρας μου: «Κακορίζικα κοπέλια, να για(γ)είρω να πάρω μια ολιά ψωμί, γιατί θα φύγουμε από το χωριό». Και γυρίζει στο φούρνο και παίρνει μέσα από το φούρνο την ώρα που παξιμάδιαζε, τρία κομματάκια ψωμί και το βάνει στο σακί και φεύγομε από δω και πάμε… Ήτανε παραπάνω προς το βουνό ένα σπίτι, το οποίο, μαγατζέδες τα λέγαμε εμείς τότε, τα οποία ήταν στα αμπέλια και εκεί πηγαίνανε, όταν ετρυγούσαμε και νεπατούσαμε τα σταφύλια — πίναμε και κρασί εκειά πάνω — ήταν γύρου-γύρου πιθάρια γεμάτο και το γεμίζαμε κρασί για να μην τα κουβαλούμε εδώ. Εμείναμε σ’ αυτό το αυτό ένα, δυο, τρεις μέρες. Την επαύριο που θα περνούσαν οι Ιταλοί, λέει ο πατέρας μου: «Να πάω θέλω ο κακορίζικος στο χωριό, γιατί θα πάνε οι Ιταλοί και θα σπουν τα σπίτια και θα πάω να μην μασε ρημάξουνε». Πραγματικά αυτό το πράγμα κάνανε. Αυτοί περάσανε, ήτονε πεινασμένοι και όπου βρίσκανε μαγαζί και όπου βρίσκανε σπούσανε να μπούνε μέσα, να βρούνε να φάνε, τέλος πάντων. Ήρθε ο πατέρας μου, κάθισε εδώ, το σπίτι μας από πάνω από τη βρύση. Κάθισε εκεί, ήτονε το σπίτι ανοιχτό, αν εθέλαν κι οι Ιταλοί να μπουν μέσα να μπαίνανε, ας εμπαίνανε μέσα, τι θέλαν να πάρουνε. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, δεν μασε σπάσανε, όπως σπάσανε πολλά άλλα σπίτια. Τέλος πάντω, μετά λέει ο πατέρας μου: «Να κατεβείτε κάτω, φύγανε οι Ιταλοί πήγανε στον Αϊ-Νικόλα». Με τα πόδια πηγαίνανε, γιατί δεν υπήρχε δρόμος να επικοινωνεί από δω μέχρι τον Αϊ-Νικόλα. Επήαινε ο δρόμος μέχρι τη Λάστρο και από την άλλη μεριά ερχότανε μέχρι το Σχινοσέλι, εκεί πέρα που είναι μία εκκλησία. Όπως έρχεσαι, είναι μία εκκλησία το λεν’: «Στο Σχινοσέλι» και είχε ένα κομμάτι άσαστο δρόμο, δηλαδή μπορεί να ’τονε 500 μέτρα ή 200, δεν ξέρω τι, αλλά δεν επερνούσε [00:05:00]αυτοκίνητο. Πώς θα πηγαίνανε, λοιπόν, οι Ιταλοί παέ στον Αϊ-Νικόλα; Δεν βαστούσανε και στο καΐκια μέσα που ’ρθανε αυτοκίνητα. Και να επέρνανε απ’ τη Σητεία θα πηγαίναν μέχρι εκεί παραπέρα, σταματούσανε. Ντα δεν είχε και στη Σητεία, γιατί τα ’χανε επιτάξει στο πόλεμο. Επεράσαν με τα πόδια, σιγά-σιγά, τι κάνανε λοιπόν; Άμα ’θελα δουνε ένα γαϊδουράκι στα χωράφια, πηγαίνανε και το παίρνανε ή ένα μουλάρι, πηγαίναν και τα παίρνανε και φορτώνανε τα πράγματά τους, ξέρω γω τι. Καμιά φορά εβγαίναν κι απάνω και σιγά-σιγά-σιγά επηγαίνανε. Ο παππούς μου, ζούσε τότε ο συγχωρεμένος και είχε βγει απάνω στο βουνό και έβλεπε το άλλο χωριό, τα Μουλιανά και μασε φώναζε από κει και ήταν αναμεταδότης: «Εδά φτάνουνε στα Μουλιανά και πήρανε του τάδε τον γάιδαρο, μόνο να πα να χώσετε τσι γαϊδάρους, να πάτε να χώσετε…». Επήγαμε, λοιπόν, εμείς, που είχαμε τα γαϊδουράκια, τότε δεν είχε αυτοκίνητα και πήγαμε και τα βάλαμε σε κάτι πρίνους μέσα, τα χώσαμε. Βέβαια εκειά πάνω, δεν ερχότανε σε μας, γιατί είμαστε λίγο αλάργο αλλά εν πάση περίπτωσει, όσοι δεν το προλάβανε τους επήρανε, περνώντας, όλα τα γαϊδουράκια. Επήγαν ύστερα, σαν απόπεράσανε, πήγανε και τα γυρεύανε. Άλλοι τα βρήκαν, άλλοι δεν τα βρήκανε, γιατί τα παρετήσανε κάπου στη Παχειά Άμμο πιο πέρα ακόμα. Όπου ετέλειωσε ο αμαξωτός, εκειά τα παρατήσανε τα γαϊδουράκια. Και πήγανε δα ύστερα ήρθε το αυτοκίνητο, και τσι πήρε, απ’ τον Αϊ-Νικόλα και πήγανε στον Άγιο Νικόλαο. Μετά από καιρό, ήρθε εδώ στο χωριό μας ένας λόχος. Ο λόχος αυτός ήτονε αναγνωριστικός, ήθελε να δει τον τόπο. Σε κανένα άλλο χωριό δεν πήγαν οι Ιταλοί μόνο εδώ, γιατί εδώ είχαμε το νερό. Στην Τουρλωτή δεν είχε νερό, στη Σφάκα δεν είχε, δεν είναι όπως τώρα που ’χουμε νερό όλοι. Αν δεν είχες πηγή, εμείς είχαμε την πηγή κι έτρεχε, ενώ στην Τουρλωτή για να πάρει το νερό κάνανε 200-300 μέτρα να πα να γυρεύουνε νερό. Το ίδιο στη Σφάκα, το ίδιο στα Μουλιανά. Ήρθανε λοιπόν εδώ. Επιτάξανε το σκολειό, τα καφενεία, πολλά σπίτια και εμένανε οι αξιωματικοί, εμένανε οι λοχίοι, οι δεκανείς ξέρω γω, οι στρατιώτες όλοι στο σκολειό. Εδώ από πάνω απού μας ήταν οι λοχίοι. Εκεί εμαγειρεύγανε, εκεί ήτονε όξω ένας — γιατί ήτονε καλοκαίρι — σ’ ένα αυτό και μαζευόνταν και τρώγανε όλοι απ’ όξω εκειά κι εγλεντίζανε και κάνανε και δείχνανε. Εκεί πάνω, λίγο παραπάνω από δω είναι κάτι ελιές δικές μας, έφερανε λοιπόν και βάλανε βενζίνες. Εσκάψανε και κάμανε ένα λάκκο και γεμίσανε, γεμάτο τον τόπο βενζίνες, βαρέλια βενζίνες και μετά τα σκεπάσανε από πάνω με το χώμα. Και εστεκότανε τώρα εκεί οι σκοποί και ερχότανε από άλλα, που ’χανε αυτοκίνητα — ύστερα φέρανε αυτοί ένα-δυο αυτοκίνητα — και παίρνανε βενζίνα. Λοιπόν, είχαμε κάτι παράξενο, το οποίο το θυμάμαι τώρα και λέω… Η εκκλησία μας είναι Αϊ-Γιώργη. Ερχότανε, λοιπόν, από κει και λέγανε ότι — γιατί αυτοί ήταν εφ’ όπλου λόγχη, όποιος περνούσε και δεν εσταματούσε είχανε δικαιώμα να τον σκοτώσουνε, γιατί φοβόντουσαν μην πα να κάνουνε στσι βενζίνες σαμποτάζ και να τσι κάψουνε. Λοιπόν, είχε γύρου-γύρου σκοπούς. Λέει ο σκοπός, λέει: «Επερνούσε ένας με το άλογο τρεχάτος και του φωνάζανε “αλτ-αλτ” και δε σταματούσε και περνούσε και πήγαινε στο χωριό μέσα». Λέω: «Μεθυσμένος ήτανε και το λέει;». Εν τω μεταξύ, κι άλλος πάλι Ιταλός το ’πε το ίδιο. Ήτανε σκοπός και ακούει από κάτω από το δρόμο, απού ναι ο αμαξωτός, απ’ την κάτω μεριά ήταν αγροτικός δρόμος και ερχότανε από κάτω ένας καβαλάρης στο άλογο και έτρεχε, εκάλπαζε το άλογο, «αλτ-αλτ-αλτ» τίποτα. Τέλος πάντων, εμείς είπαμε ότι ήτανε ο Αϊ-Γιώργης. Κι αυτοί ήτανε, πώς να το κάνουμε, θρήσκοι! Ήτανε θρήσκοι οι αθρώποι. Άλλος πάλι, που καθότανε στο σκολειό, άλλη περίπτωση. Απ’ όξω στην εκκλησία μας, από δω, ήταν ένα μνήμα, το οποίο το βλέπαμε εμείς παιδιά στο σχολείο, δε δίναμε σημασία. Εκεί, λοιπόν, είχανε θάψει ένα παπά, ένα παπά του χωριού μας, τον είχανε θάψει εκεί στο μνήμα ή μάλλον είχαν βάλει κι άλλον δεν ξέρω, τέλος πάντων. Λοιπόν, εξέραμε ότι ήταν το μνήμα του παπά, το σεβόμαστε και δεν επερνούσαμε. Μόνο είχανε γύρου-γύρου πέτρες έτσι και ήτονε και ένα κυπαρίσσι μπροστά. Το σεβόμασταν, δεν επηγαίναμε ποτέ να πατήσουμε πάνω στο μνήμα. Ο σκοπός, λοιπόν, που ήταν στην πόρτα του σκολειού, λέει, έβλεπε λέει τη νύχτα και ερχότανε ένας παπάς από εκείνη τη μεριά. Δεν τον είδανε να βγαίνει απ’ το μνήμα, γιατί δεν ανέδιαζε το μνήμα, ήτονε έτσι λίγο. Ερχόταν ένας παπάς και πήγαινε σιγά-σιγά, σιγά-σιγά και άνοιγε την εκκλησιά και έμπαινε μέσα. Του φωνάζανε: «Αλτ-αλτ-αλτ», τίποτα αυτός. Το συζητούσανε μεταξύ ντως και λέει ένας: «Άμα μπω εγώ σκοπός να δεις». Μπαίνει σκοπός, θωρεί τον παπά που ερχότανε, [00:10:00]μια σκιά ήταν, ας πούμε ο παπάς, αλλά ήτονε νύχτα, ούτε φώτα είχε όπως είναι εδά, ήτονε πίσσα σκοτίδι. Έβλεπε μόνο τον άνθρωπο με τα ράσα που πήγαινε, «αλτ-αλτ-αλτ», πράμα. Ο παπάς δεν σταματούσε, αρχινάει αυτός μπάμ-μπάμ με το πολυβόλο, πάει… Την επαύριο, έρχεται ένα αυτοκίνητο, φασαρία, πράγματα, τι συμβαίνει; Εμείς τσι γνωρίζαμε, μας λέει: «Ετρελάθηκε ο τάδες», «Γιάντα, μωρέ, ετρελάθηκε;». «Ήρθανε και τονε πήρανε τη νύχτα, δεμένο διότι τρελάθηκε», «Γιάντα μωρέ τρελάθηκε;» και μασε λέει, ύστερα, ένας στρατιώτης την ιστορία ότι: «δεν το πίστευε που λέγαμε ότι ο παπάς έφευγε από το μνήμα και πήγαινε στην εκκλησία. Ενόμιζε πως ήτονε αληθινός. Εμεί -λέει- είχαμε καταλάβει ότι ήτανε, ας πούμε, μια σκιά. Αυτός ενόμισε ότι τονε κοροϊδεύαμε και μόλις είδε, ήβαλε μπαμ-μπαμ και σαν διαπίστωσε ότι δεν ήτονε τίποτα, ετρελάθηκε απ’ το κακό του». Τονε πήραν από δω τον κακομοίρη, δεν τον ξανάδαμε μπλιό, τονε πήρανε τρελός. Έχει κι άλλα περιστατικά. Οι Ιταλοί εδώ επεινούσανε, διότι τα αγγλικά υποβρύχια ελέγχανε τη Μεσόγειο. Τι κάνανε λοιπόν; Δεν αφήνανε να τως εφέρουνε τρόφιμα και αναγκαζότανε από δω να πηγαίνουνε να παίρνουν απ’ τα χωράφια τα δικά μας, να κόβουν χορταρικά και τέτοια, αλλά πού να φάει ένας λόχος; Πηγαίνανε μια μέρα απ’ αυτό το χωράφι, την άλλη πηγαίνανε απ’ τ’ αλλουνού το χωράφι, την άλλη απ’ τ’αλλουνού ξέρω γω. Εμαζέψανε μια μέρα τα ζώα κι επήρανε ένα αρσενικό βόδι μεγάλο, πολύ μεγάλο, το επιτάξανε και μετά και άλλο ένα, δυο, τρία πήρανε, ούτε τα ’δαμε. Τα σφάξανε, πού τα πήγανε και τα σφάξανε; Πήρανε, ασφαλώς, κι ο δικός μας λόχος, γιατί άλλος λόχος ήταν εδώ, άλλος λόχος ήταν στην Παχειάν Άμμο, άλλος λόχος ήταν… Τέλος πάντων, δεν τα φάγαν όλοι εδώ. Λοιπόν, μια μέρα είχανε στο Μόχλο — ξέρεις που είναι το Μόχλος κει; Το Μόχλος ήτανε, ας πούμε, ένα λιμάνι. Διότι όλα τα προϊόντα απ’ το χωριό μας που δεν μπορούσανε να φύγουνε, που δεν είχε αυτοκίνητα τότε, επηγαίναν στο Μόχλο με τα γαϊδουράκια. Λάδια, χαρούπια, μέλια, ιστορίες, ό,τι πράματα είχε, κρασά, πηγαίνανε στο Μόχλο και ερχότανε καράβια κάθε μέρα και φορτώνανε. Δηλαδή πριν τον πόλεμο, άμα ’θελα κοιτάζομε από δω στο Μόχλο, είχε 3-4 καράβια και περιμένανε στη σειρά να φορτώσουνε για να φύγουνε. Γιατί ήτονε απ’ τα έξω Μουλιανά μέχρι εδώ, 4-5 χωριά, είχανε πολλά προϊόντα. Εμείς εβγάναμε, ας πούμε, 2-3 τόνους λάδι, το χωριό μας έβγαζε 200-300 τόνους λάδι. Βάλε στα άλλα χωριά, όλα έπρεπε να φύγουνε στο εξωτερικό, στην Αθήνα, ας πούμε, στην Ελλάδα. Εκεί επήγαν, λοιπόν, οι Ιταλοί ένα φυλάκιο το λέγανε. Επήγανε πολλοί Ιταλοί, κάμποσοι κεια πέρα, αλλά δεν είχε πάλι νερό. Και τως επηγαίνανε από δω, απ’ τη βρύση — είχανε μουλάρια αυτοί, οι Ιταλοί, είχαν κάμποσα μουλάρια. Εκεί πάνω είχε μια φάμπρικα και τα ’χανε δεμένα τα μουλάρια 5,6,10 στη γραμμή. Με τα μουλάρια κειανά επηγαίνανε πέρα-πόδε, κάνανε τσι δουλειές τους. Φορτώνανε, λοιπόν, από δω ένα μουλάρι, εβάνανε κανίστρες απάνω, εβάνανε τρόφιμα διάφορα και τα πηαίναν στο Μόχλο.
Άκου να δεις τι κάνανε οι πονηροί! Από δω που ξέφευγε, τον παλιό δρόμο να κατηφορίσει, ήταν ένα μουλάρι απού το καμαρώναμε, εμείς δηλαδή τα παιδιά το καμαρώναμε, ένα κόκκινο μουλάρι, Παναγία μου ομορφιά! Το φέρνανε στη βρύση και το πλύνανε και το σαπουνίζανε και το κάνανε και ήτανε μα να το ζηλεύεις! Το φορτώνουνε και τονε περνούσανε εκεί στο αυτό, το σπρώξανε οι Ιταλοί και πήγε από κάτω και κατρακυλεί, τάκα-τάκα, καμιά διακοσαρά μέτρα, πόσα εκατρακύλησε και δεν εσκοτώθηκε βέβαια, αλλά τραυματίστηκε. Μπορεί και να μην έπαθε πράμα αλλά αυτοί πήγανε και το σκοτώσανε, γιατί είπανε ότι: «Για να μην τυραννάται…» μπαμ-μπαμ και το σκοτώσανε. Αυτοί το κάμανε για να το φάνε. Όι γιατί δεν τωσε…Το κάμανε για να το φάνε! Το τι έγινε! Το τι γλέντι κάμανε αυτές τις μέρες! Εδώ από πάνω τρώγανε οι αξιωματικοί και φέρανε τώρα το συκώτι, [00:15:00]εφέρανε εκλεκτούς μεζέδες και τους δώκανε των αξιωματικώ κι αυτοί φάγανε το μουλάρι. Είχαμε… Άκου… Ετρώγανε τσι γάτες, κόντεψε να μη μείνει γάτα στο χωριό. Είχαμε ένα φούρνο παραπάνω εκειά στο χωριό, στην άκρη στο χωριό ένα φούρνο. Τον είχανε επιτάξει, λοιπόν, και κάνανε το ψωμί ντως. Τι κάνανε; Εβάνανε λίγο ψωμάκι και πήαινε ο γάτης και το ’τρωγε σιγά-σιγά, γιατί είχανε ψωμί, ο γάτης επήαινε μέσα στο σπίτι, τραβούσαν με το σχοινάκι την πόρτα και πιάνανε τον γάτη και τονε σκοτώνανε και τονε βάνανε στο φούρνο. Εμείς είχαμε κρασί και έλεγε: «Να μασε φέρεις -λέει- στο φούρνο, ένα μπουράκιο», μπουράκιο λέγανε το παγούρι, «ένα μπουράκιο vino». Του πήγαινα εγώ το κρασί. Πάω, λέει: «Κάτσε να φάμε». Ανοίγουν το φούρνο και βγάνουνε ένα τεψί κι ήτονε μέσα ένας γάτης έτσι, λέω: «Παναγία μου, Παναγία μου, Παναγία μου». Αυτοί όμως το διασκέδασανε, ήπιανε και το κρασί, ήφαγαν και τον κάτη. Εγώ έφυγα, βέβαια, γιατί ήταν να κάνω εμετό, γιατί ήξερα ότι ήτονε γάτες, κατάλαβες; Διότι δεν αφήνανε γάτη. Λοιπόν υπάρχει ένα αυτό που ‘λέγε: «Vicentini mangia gatti, Veronesi tutti matti, Padovani gran dottori, Veneziani gran signori». Αυτοί το λέγανε μεταξύ τους, δηλαδή οι Vincentini από την Βιτσένσια ετρώγανε τσι κάτες και τσι λέγανε: «Vicentini mangia gatti» δηλαδή γατοφάγοι κι αυτοί ήτανε οι φουρνάρηδες από την Βιτσέντσια, οι Vicentini και τρώγανε τσι κάτες. Οι Βερονέζοι τώρα ήταν όλοι τρελοί, απ’ τη Βερόνα «tutti matti», όλοι τρελοί. «Padovani gran dottori», μεγάλοι γιατροί και «Veneziani», απ’ τη Βενετία, «gran signori», έτσι το λέγανε τώρα οι Ιταλοί. Είχανε κι άλλες παροιμιές αλλά δεν τσι θυμάμαι εδά, τραγούδια λέγανε και τα θυμάμαι που τα τραγουδούσανε κι εμείς τα τραγουδούσαμε μαζί και όλα αυτά. Τα εμβατήριά ντως που’τονε ψεύτικα κι εμείς θαρρούσαμε πως ήτανε… Απού λέγανε: La mamma di Rosina era gelosa και το τραγουδoύσανε κι επί τόπου μπαμ-μπαμ-μπαμ, εμείς θαρρούσαμε πως ήταν κανένα θούρειο κι αυτό ήτανε… Τέλος πάντων. Αλλά ερχότανε στα σπίτια, εθέλανε να φάνε, τωσε εδίναμε ό,τι μπορούσαμε, μα δεν είχαμε κι εμείς. Γιατί δεν ήτανε… Ούτε μαγαζί υπήρχε στη Μυρσίνη, δηλαδή αυτά που τρώγαμε τα βγάναμε απ’ τα χωράφια μας. Ούτε είχαμε ένα μαγαζί να αγοράσομε, τίποτα. Ευτυχώς απού ’χαμε, σου είχα πει και την άλλη φορά θαρρώ, ένα γνωστό απού μας τον ήστειλε ο αυτό και είχε αποθήκη. Και επειδή ερχότανε στο σπίτι μας και του λέγε η μάνα μου: «Kάτσε να φάμε» και καθότανε κι ήτρωε εκεί το βράδυ, ήλεγε: «Να πα φέρω ένα…» κι ήφερνε μια κονσέρβα, τα βολεύαμε εκειά σιγά-σιγά. Οι Ιταλοί, που λες μετά, εκάνανε, μας εβάνανε εγγαρεία. Η εγγαρεία μας ήτονε εδά, για να μην φεύγουνε οι ανθρώποι και να πιάνουνε στα βουνά και να κάνουνε αντάρτικα, εβάνανε και λέγανε του πατέρα μου ας πούμε: «Δευτέρα και Παρασκευή θα να ’σαι στην εγγαρεία». Η αγγαρεία ήτανε… Είχαμε ένα θείο και θέλανε αυτοί να παίρνουν εγγαρεία να τωσε παίρνουν από δω, ας πούμε, να τους πηγαίνουν στον Αϊ-Νικόλα. Και τωσε λέει, ήταν έξυπνος αυτός: «Ρε παιδιά, δεν είναι ανάγκη να πάρετε τσ’ ανθρώπους από παέ να τσι πάτε στον Αϊ-Νικόλα. Θα κόβομε τσι στροφές -όπως ήταν οι δρόμοι από πάνω, ήταν στενός ο δρόμος- θα κόβομε τσι στροφές, να τσι πάμε παραμέσα, να’ναι ορατότητα». Λέει: «Καλά το λες» και πηγαίναμε τώρα και εδουλεύαμε και κόβαμε με τον κασμά, με το φτυάρι τσι στροφές μόνο και μόνο για να κρατούνε τον κόσμο εδώ. Αλλά, τελικά, οι Ιταλοί καταρρεύσανε και οι Γερμανοί τσι μαζέψανε και τσι βάλανε σε δυο, απού ήτανε εδώ πέρα στην περιφέρεια, δύο καΐκια μέσα.
Εγώ είχα πάει τα ζώα πάνω εκεί σ’ ένα βουνό και παρακολουθούσα. Εδώ, έξω στη θάλασσα ήτανε ένα μεγάλο καΐκι, πολύ μεγάλο καΐκι, γεμάτο Ιταλούς. Φωνάζανε, τραγουδούσανε ξέρω γω κι αυτά. Λοιπόν, μια στιγμή βλέπω εγώ τσ’ Ιταλούς, από κει πάνω απού ’μουνε και πέφτουν όλοι στη θάλασσα μέσα και φωνάζανε: «Αjuto-ajuto», πάει να πει βοήθεια στα ιταλικά, «Αjuto-ajuto», «βοήθεια» και φεύγουν και βγαίνουν έξω, στα χωράφια, πιάσανε τα χωράφια. Τι έγινε λοιπόν; Είχανε γεμίσει 2 καΐκια: το ένα καΐκι ήτονε εδώ, το άλλο ήτονε πιο πέρα, το οποίο βέβαια δεν το έβλεπα εγώ, το βλέπαν όμως αυτοί, οι ίδιοι το ένα τ’ άλλο. Τι κάμανε, λοιπόν, οι Ιταλοί; Καταλάβανε ότι οι Γερμανοί θα τσι σκοτώνανε και πλησιάσανε το καΐκι και το διπλάρανε γύρω-γύρω και αρχινίσανε να βγαίνουνε έξω, για να [00:20:00]πάνε, να φύγουνε από το καράβι. Μόλις είδανε, λοιπόν, οι Γερμανοί ότι κάνουνε αυτό το πράγμα, πάνε μ’ ένα υποβρύχιο, μπάμ μια τορπίλη και σηκώθηκε το καΐκι στον ουρανό και πέσαν οι αθρώποι μέσα και πνιγήκανε. Άλλοι, όσοι επρολάβανε να φύγουν, φύγανε. Στο Μόχλο, λοιπόν, οι άλλοι βγήκαν έξω, αλλά ύστερα πήγανε το καΐκι σιγά-σιγά σιγά στο Μόχλο, στο νησί και βάλανε το καΐκι, στο… Το αράξανε εκεί, σε μια στιγμή, εγώ κοίταζα και ήτονε μπονάτσα και βλέπω από πάνω κι έρχεται ένα, μέσα από τη θάλασσα έτσι, ένα πράγμα και ήτονε κατάλαβα υποβρύχιο, διότι εφαινότανε μόνο από πάνω το — πώς το λένε — που έχουνε αυτοί. Γύριζε γύρω-γύρω, ωπ και μια στιγμή αφήνει μία τορπίλη κι η τορπίλη δεν επήε στο καΐκι, μόνο βγήκε όξω και πήγε στο Μόχλο και χτύπησε στο γύρο, δεν επήε σε σπίτια, μόνο χτύπησε στο γύρο και έγινε το σώσε, μπάμ και βγήκαν οι πέτρες κι όλα αυτά στην κορφή. Λέω: «Παναγία μου, ίντα ’ναι τούτο το πράμα;». Δεν το σταμάτησε, όμως. Σε λίγο μιαν άλλη τορπίλη ωπ και το χτυπάει το καΐκι. Και βγήκε, ρε παιδί μου, το καΐκι πάνω, κομμάτια, κομμάτια, κομμάτια κι ήπεφτε κάτω στη θάλασσα και γίνηκε απαπά. Οι Ιταλοί, λοιπόν, επιάσανε τα χωράφια εδώ, όπου ’χανε σπίτι πηγαίνανε και μένανε, δεν ξέρω κι εγώ τι. Εθέλανε να τους περιθάλψουμε εμείς, αλλά ο κόσμος εφοβούντουνε Γερμανούς. Και περάσανε μια φορά… Επήρανε και τον αδερφό μου τον Γιάννη, που ήταν μεγαλύτερος, σε εγγαρεία και πιάνανε απού την Ιεράπετρα και ερχόντανε προς τα δω και ψάχνανε να βρούνε Ιταλούς, πού ήταν Ιταλοί. Εβρήκανε τσι κακομοίρηδες δυο-τρεις και τσι πήρανε και μου ’πε ο αδερφός μου, ότι κατά τη Στεία κοντά, τσι βάλανε στη γραμμή και τσι γαζώσανε και τσι σκοτώσανε όλους. Αυτή ήταν, δηλαδή, οι Ιταλοί, των Ιταλώ όλη η ιστορία. Τώρα εμείς είχαμε γνωστούς Ιταλούς και με συστάσεις και όλα αυτά, ποτέ δεν μας είπανε αν επήγανε στην Ιταλία. Το πιθανότερο ότι δεν επήγανε ποτέ αυτοί, γιατί τσι σκοτώσανε. Λίγοι μπορεί να γλιτώσανε, αλλά οι φίλοι μας, ας πούμε, που εκάτεχα Akili Nelo, ο Ancona ξέρω γω, o Dromo, όλα αυτά. Περιμέναμε ότι: «Λες να τη γλίτωσε αυτός;». Μετά, σαν εσάξανε τα πράγματα, εμπόριε να μασε γράψει ένα γράμμα, γιατί και τα ιταλικά ξέραμε εμείς και τα ελληνικά ήξερε αυτός. Είχαμε άλλο που τον ελέγανε Prati και ο Pratis ήταν από άλλο τόπο, απ’ τη Νεάπολη. Εξέραμε τη σύστασή ντου, κάνεις. Ο μόνος που μπορεί να γλίτωσε, που ήτανε ο — πως τον είπα προχτές; — ο σκηνοθέτης, ο Vittorio de Sica, ο οποίος… Βέβαια εμείς δεν το ξέραμε και πως ήτανε ο Vittorio, ήμασταν παιδιά εμείς, αλλά ήρθαν οι Ιταλοί εδώ και είπανε ότι στη βιογραφία του έγραφε, όπως σας το ’πα και προχτές, ότι: «Υπηρέτησε σε ένα χωριό στην Κρήτη, που το λένε Μυρσίνη» και από τότε θυμηθήκαμε τα ωραία ντου, τ’ αστεία του όλα αυτά και ήταν αυτός. Αυτός, βέβαια, εγλίτωσε, πώς γλίτωσε αυτός; Δεν ξέρουμε. Μπορεί να γλιτώσανε και άλλοι. Αλλά οι φίλοι, οι δικοί μας οι γνωστοί, γιατί ήμαστε παιδιά και μας αγαπούσαν αυτοί κι εμείς, γιατί μας μαθαίνανε ιταλικά, αυτό, παίζαμε μαζί, σαν να ’τανε κι αυτοί παιδιά, εδώ στη βρύση, παντού, κατάλαβες; Και φύγανε, χαθήκαν οι κακομοίρηδες κι ούτε κανείς δεν ήδωκε σημεία ζωής, τίποτα. Αυτή ήτονε δηλαδή των Ιταλώ η ιστορία, μετά ήρθαν εδώ οι Γερμανοί.
Θα κάνω μία παρένθεση, θα μου πείτε την ιστορία με τον Vittorio de Sica, που μου είχατε πει την προηγούμενη φορά; Πώς-
Ναι! Ο Vittorio de Sica ήταν εδώ, και είπαμε και για το θέατρο, είπαμε για το θέατρο προχθές;
Ναι! Αυτό πείτε μου.
Είχανε κάνει το θέατρο εδώ. Το θέατρο το είχενε κάνει ένας, που τον λέγανε Galo, ο οποίος ήταν σκηνοθέτης, του θεάτρου άνθρωπος, πολύ ωραίος, λοχαγός ήτανε. Ο Vittorio de Sica ήτονε στρατιώτης. Και θυμάμαι εδά ότι ήτανε πάρα πολύ ωραίο, πετυχεμένο το έργο, έπαιξε δραματικό, έπαιξε αστείο, φόρεσε τση μάνας μου ρούχα κι ήκανε τη δασκάλα, όλα αυτά τα πράγματα. Εμείς τον λέγαμε Vittorio αλλά δεν ξέραμε τώρα τι ήταν, γιατί ήμαστε σου λέω κι αυτός στρατιώτης ήτονε, 20 χρονών κοπέλι και εμείς ήμαστε 15 ξέρω γω, δε θυμάμαι εδά. Ύστερα εμάθαμε, εκ των υστέρων δηλαδή, μετά από πολλά-πολλά χρόνια, ότι υπηρέτησε εδώ πέρα. Αλλά για αυτόνε τι να ξέρω; Αυτά απού είδαμε εδώ, απού μας εδιασκέδαζε κάθε μέρα. Γιατί κάθε μέρα θα μας έκανε και ένα ωραίο αστείο: τη μια σήκωνε το πόδι του, την άλλη έκανε στραβάδιες και ήτανε θαύμα, ας πούμε, [00:25:00]πάρα πολύ ωραίος. Τέλος πάντων, αυτά ήτανε. Μετά ήρθανε, που λες οι Γερμανοί και δεν ήρθαν εδώ, πήγαν στην Τουρλωτή, το άλλο χωριό.
Αυτοί πάλι, οι Γερμανοί, ηθέλανε να κρατούν πάλι τον κόσμο και βάνανε πάλι εγγαρεία. Τι κάνανε λοιπόν; Εκεί στην Τουρλωτή, στο ίσωμα από πάνω ήτονε χωράφι ανοιχτό. Στον δρόμο, σε όλο τον δρόμο, είχανε σπάσει χαλίκι για να κάνουνε οδόστρωμα και ήτανε σ’ όλο το δρόμο σειρά έτοιμο, για να κάνουνε αυτό από πάνω. Έβαλαν, λοιπόν, αυτοί αυτοκίνητα, κουβαλιούσαν αυτό το χαλίκι, εγέμισε όλος ο τόπος, τόσο μέχρι κει πάνω χαλίκι και για να μην έχει ούτε χόρτα, τίποτα και εκεί είχανε τώρα το βασίλειο ντως αυτοί. Τα είχανε, βέβαια και στο χωριό αλλά εκεί τι κάνανε λοιπόν; Εχτίζανε ένα σπίτι μεγάλο, πηγαίναμε και εγώ πήγαινα στην αγγαρεία, ο πατέρας μου δεν ήθελε να πάει και πήγαινα εγώ στην αγγαρεία, παρόλο που ήμουνα μικρός και μάλιστα μια μέρα ένας μας είπε, λέει: «Θα σας φέρομε και μπιμπερό», λέει αυτός, αφού ήμασταν βέβαια μικρά παιδιά αλλά, εν πάση περιπτώσει, πηγαίναμε. Μάλιστα μια μέρα ένας — γιατί μπορεί να υπάρχουν, να είναι βάρβαροι, αλλά μέσα σ’ αυτούς μπορεί να υπάρχει κι ένας άνθρωπος καλός — πάμε, λοιπόν, να μαζώνομε, να φορτώνουμε χαλίκι, με τα φτυάρια να το βάνομε απάνω και να το ξεφορτώνομε και μου λέει: «Έλα μέσα». Κάθομαι μέσα στο κουβούκλιο του φορτηγού και μου λέει: «Δεν θα πας εσύ», «Μα ξέρω γω». «Είσαι μικρός -μου λέει ο Γερμανός- είσαι μικρό θα κάτσει μέσα». Όλη μέρα εκάθουμου μες στ’ αυτοκίνητο κι οι άλλοι, ήτονε μεγαλύτεροι από μένα, εφόρτωνανε χαλίκι, ξεφόρτωνανε χαλίκι όλη μέρα, απ’ το πρωί ως το βράδυ. Γιατί δεν κάναμε μια εγγαρεία μονορούφι, μόνο πηγαίναμε το πρωί, κάναμε το μεσημέρι λίγη διακοπή και κάναμε πάλι το απόγευμα, το βράδυ, κατάλαβες; Μέχρι τέτοια ώρα, κι αργά μέχρι να βραδιάσει, όχι να νυχτώσει, φεύγαμε κι ερχόμασταν, με τα πόδια βέβαια. Κι έτσι, αυτοί κάνανε, εχτίζανε και χαλούσανε το ίδιο σπίτι. Να το χτίσουμε κι απώι να το χαλάσουμε κι απώι να το ξαναχτίσουνε, μόνο και μόνο για να απασχολούνε τον κόσμο, να μην μπορεί να βγει στο βουνό. Αλλά εδώ πέρα δεν είχαμε εμείς, στην περιφέρεια μας, αντάρτικο γιατί δεν είχαμε εδώ ψηλά βουνά να βγούνε απάνω, πού θα πηγαίνανε; Όπως είναι, ας πούμε, σε άλλο τόπο και βγαίνανε, στον Ψηλορείτη κι όλα αυτά και κάνανε αντάρτικα. Εδώ πέρα… Είχε κι από δω απ’ τη Στεία — πώς τους λένε — αρχηγούς που κάνανε, αλλά πήγαν εκειά πέρα, εδώ δεν είχαμε τέτοιο πράγμα. Τέλος πάντων, φύγανε δα ύστερα κι οι Γερμανοί μετά από καιρό. Οι Γερμανοί ερχόταν εδώ πέρα στο χωριό, επαίρνανε, άμα θέλανε κάτι, το παίρνανε και δεν λογαριάζανε. Μια φορά ήρθενε ένας, βρήκανε κρασί, ένα βαρέλι κρασί — δεν ξέρω ανέ στο ’πα προχτές — στην Ψείρα εκειέ στο νησί, στο Μόχλο είχαμε όλες τσι βάρκες. Το χωριό μας είχε 15 βάρκες, ψαρόβαρκες, Οι Ιταλοί, λοιπόν, είπανε: «Όλες οι βάρκες να πάνε στο Μόχλο». Κι άμα θέλαμε να πηγαίνομε στο ψάρι, πηγαίναμε, ας πούμε, στο Μόχλο, επαίρναμε μια βάρκα. Τι κάνανε λοιπόν; Πηγαίνανε δυο νομάτοι και ψαρεύανε και πήγαινε κι ένας Ιταλός μέσα στη βάρκα. Κι άμα ’θελα αυτό το ψάρι, έπαιρνε κι αυτός την πάρτη του, το κάνανε τριμερίδιο κι ήπαιρνε ένα, χωρίς να δουλέψει, ήπαιρνε ένα τρίτο, ας πούμε, και το τρώγανε εκειά κάτω. Τέλος πάντων. Εβρήκανε, λοιπόν, μια φορά ένα βαρέλι κρασί. Κάποιο καράβι ναυάγησε κάπου κι ήτονε ένα μεγάλο βαρέλι, ξύλινο και τρέχει και τρέχει και το παίρνουνε το βγάνουνε, κρασί — ένα ωραίο — πήγανε στο Μόχλο. Αυτοί, λοιπόν, εμεθύσανε, απού γινήκανε, δεν ξέρεις πώς. Έρχεται λοιπόν, ο Γερμανός — Γερμανοί ήτανε τότε, γιατί οι Ιταλοί, είχανε φύγει — και τονε στέλνουν να πάρει νερό από δω. Έρχεται και σταματάει από κάτω εδώ στη βρύση και τον βλέπομε ότι ήτανε… Τι διάολο ξέρω γω… Λέει του πατέρα μου, που’μασταν εμείς ’πο πάνω, λέει: «Θέλω κρασί», λέει, ο πατέρας μου: «Δεν έχω κρασί καθόλου». Ο πατέρας μου φοβήθηκε, λέει: «Κρασί να του δώσω, ντα αυτός δεν μπορεί να σταθεί απάνω του». Τέλος πάντων, δεν του δώκαμε κρασί. Εβάλαν το νερό, γεμίσανε να φύγουνε. Εμείς λοιπόν τα παιδιά, μια παρέα 5-6 παιδιά, λέμε: «Πάμε να του κλουθούμε, να δούμε πολυ θα γκρεμιστεί», διότι ήμαστε σίγουροι ότι, δεν θα το πηγαίνανε το νερό εκειά που το θέλανε — επηαίνανε προς στην Τουρλωτή, στην Τουρλωτή θα πήαινε το νερό. Είχανε απάνω και δύο Ιταλούς… Ορισμένοι Ιταλοί είπανε: «Ζητώ η Γερμανία» και τσι κρατήσανε ζωντανούς. Άλλοι που δεν εθέλανε σκοτωθήκανε. Είχε πάνω δυο Ιταλούς που είχανε βάλει το νερό, το τακτοποιήσανε παέ. Κλουθούμε, τρέχομε, τρέχομε, τρέχομε και ότι είναι στην πέρα μπάντα, στην Τουρλωτή, φεύγει το αυτοκίνητο απ’ τον δρόμο μέσα, κατεβαίνει κάτω-κάτω, κάτω-κάτω, κάτω και πάει στον ποταμό. Γκρεμίστηκε κι επήε στην κάτω μερά στο ποταμό και διέλυσε. Πιάσανε, τέλος πάντων, τα βαρέλια το νερό [00:30:00]πιάσανε τον τόπο και τ’ αυτοκίνητο διαλύθηκε. Οι Ιταλοί, όμως, μόλις είδανε τα σκούρα, κατεβήκανε, πηδήξανε — δυο Ιταλοί ήτανε. Είδανε, λοιπόν, ότι αυτό θα πέσει, κι επαίξανε μία και πέσανε από το αυτοκίνητο και γλιτώσανε και αυτός επήε και, ο κακομοίρης και κατασκοτώθηκε, τέλος πάντων. Αυτά ήτονε των Γερμανώ που λες, άλλα πράγματα…
Μπορείτε να μου πείτε;-
Συγγνώμη δα, άλλη μια φορά να δεις πάλι.
Εννοείται.
Άλλη μια φορά ήρθανε εδώ οι Γερμανοί κι ήρθανε στης μάνας μας, άκου δα να δεις. Πού διάολο βρήκανε αυγά; Σαράντα αυγά και έρχονται στο σπίτι ντάκα-ντάκα και λέει τση μάνας μου: «Να μασε μαγειρέψεις τ’ αυγά;». Ίντα να πει η μάνα μου: «Να σας τα μαγειρέψω». Είχαμε ένα τηγάνι μεγάλο, γιατί ήμασταν πολλά άτομα στο σπίτι, τάκα-τάκα-τάκα το γέμιζε αυγά, γιατί τα θέλανε μάτια κι άμα ’θελα τα βάλεις κοντά-κοντά, δεν άπλωνε. Και ήτον ετσά μαζεμένο το αυγό. Τα ’βανε στο τραπέζι απάνω, ήπιανε με το πιρούνι, ένα αυγό μια μπουκιά. Ο αδερφός μου ο Γιάννης, που είναι ακόμα ζωντανός, ο πρώτος είναι από κει, λέει: «Tο αυγό είναι μία γερμανική μπουκιά». Το λέει ακόμα, το θυμάται, καμιά φορά λέει: «Το αυγό είναι μια γερμανική μπουκιά», δηλαδή μια μπουκιά κάνανε το αυγό.
Άλλη φορά πάλι, ήρθανε ένας, που πήε τώρα και εμέθυσε ο Γερμανός και πέφτει στη βρύση λίγο παραπέρα — τότε δεν υπήρχε η γέφυρα να πηγαίνει από κει, μόνο ήτανε δρόμος από πάνω — πέφτει στο σπίτι μας από κάτω. Πηγαίνουμε και τονε βλέπουμε φαρδύ-πλατύ. Μια στιγμή έρχονται δυο-τρεις χωριανοί, λένε: «Nα τονε σκοτώσομε». Και μπαίνω μέσα, παρόλο που ’μουνε…: «Για όνομα του Θεού, τρελοί είσαστε μωρέ; Αν τονε σκοτώσετε, θα κάψει το χωριό. Εάν -λέω- να τονε σκοτώσετε εσείς αντί σας σκοτώσει εσάς. Αλλά αν πουν ότι σκότωσανε στη Μυρσίνη ένα Γερμανό, θα κάψουνε το χωριό. Λοιπό, σωπαινε». Και άλλοι πάλι «καλά, έχει δίκιο» και διώξαμε τώρα τσι λεβέντες, τσι άντρες που θέλαν να τονε σκοτώσουνε. Τι να κάνουμε; Ετραβήξαμε τον Γερμανό με τα χέρια σιγά-σιγά-σιγά και τονε βάλαμε μες στο σπίτι το δικό μας, εκειά που ήμασταν εμείς και κοιμόμασταν, οι γονέοι μου και τα έξε παιδιά. Και τονε βάλαμε μέσα, εκειά κατάχαμα τον αφήκαμε κι αφήκαμε και την πόρτα ανοιχτή. Το πρωί που σηκωθήκαμε, είχε φύγει αυτός. Τη νύχτα φαίνεται ξύπνησε, είδε την πόρτα και ήφυε. Εάν τονε σκοτώνανε, θα καίγαν το χωριό. Γιατί οι Γερμανοί αυτοί για ένα αυτό κάνανε ολόκληρο… Εφύγανε μετά οι Γερμανοί, ξαναβρήκαμε τα παλιά μας. Αλλά ήτονε δύσκολα τα χρόνια, διότι ώσπου να ξαναρχίσομε να, τέλος πάντων.
Εγώ, δόξα σοι ο Θεός, επειδή είχαμε πολλή περιουσία, ούτε πεινάσαμε ούτε κακοπεράσαμε. Από ρούχα… Εσπέρναμε λινάρι. Ο πατέρας μου ήσπερνε — είχαμε χωράφια πολλά — κι ήσπερνε λινάρι. Το λινάρι, λοιπό, το βάναμε, άμα είναι να το κόψουμε, ξεραίνουντονε, το βάναμε στο νερό και το μουσκεύαμε και μετά το φέρναμε στο σπίτι και το χτυπούσαμε και έβγαινε η ίνα κι η μάνα μου το ’κανε κλωστή και με αυτό εκάναμε ρούχα. Είχαμε 3-4 πρόβατα και τα κουρεύγαμε και κάναμε… Πάλι η μάνα μου ήτονε νοικοκυρά σ’ αυτό το σημείο, να το κάνει κλωστή, να πλέξει πουλόβερ, να κάνομε — πώς τα λένε στσι κοπελιές τσι δικές μας, απού ’χαμε, την αδερφή μου αυτό — προυκιά! Πατητές, χιράμια, πράγματα, μάλλινα… Πωπωπω! Γι’ αυτό τα ’χαμε πιο πολύ. Είχαμε 4-5 πρόβατα και τα κουρεύαμε, είχαμε το γάλα, είχαμε τα αρνάκια, τα κατσικάκια όλα αυτά. Δηλαδή είχαμε και δεν επεινάσαμε. Μια μέρα δεν είχαμε ψωμί και πιο πολύ εδιασκεδάσαμε κεινιά την ημέρα παρά που στενοχωρηθήκαμε, γιατί το πήγαμε στο αστείο και γελούσαμε και λέει η μάνα μου, λέει: «Καλλιά ’χα να μην έχουμε ποτέ, να γελάτε κάθε μέρα». Δεν είχαμε ψωμί να φάμε, αλλά ήταν μια μέρα όλη κι όλη. Μετά που φύγαν δα ύστερα οι Ιταλοί, μετά σιγά-σιγά πήραμε την απάνω μπάντα, μεγαλώσαμε κιι εμείς μια ολιά από κεια κι ύστερα δα, αρχινίσαμε τσι γκόμενες, γιατί μεγαλώσαμε μια ολιά. Είχαμε… το χωριό μας ήτονε τότε στον κολοφώνα της δόξης του. Το μικρό μας χωριουδάκι εδώ είχε 420 άτομα και ήτονε τα 100 άτομα, ήτονε νέοι άνθρωποι. Γιατί δεν είχε τότε Γυμνάσια ούτε πανεπιστήμια να πηγαίνουνε, θέλανε δε θέλανε ήταν ο πόλεμος, πού να πας; Θέλαν και δεν θέλαν κάτσανε όλοι εδώ. Όι μόνο κάτσανε εδώ αλλά ήρθανε και από τσι Πολιτείες. Εκτός, δηλαδή, οι κάτοικοι οι μόνιμοι του χωριού, ήρθανε κι από την Αθήνα, ήρθανε από τη Στεία, απ’ τον Αϊ-Νικόλα στο χωριό, γιατί πώς θα ζούσανε εκειά πέρα αυτοί; Αλλά είχανε εδώ πέρα συγγένεια, [00:35:00]χωράφια, αυτό και είχανε μαζευτεί, δηλαδή εδώ στο χωριό, ας πούμε, 500 άτομα. Και καταλαβαίνεις πόσο ήταν όμορφα τοτεσάς. Ήτανε σου λέω το χωριό μας… Στο σκολειό ήμασταν 68 άτομα, στο σκολειό μας απού ’τον μονοθέσιο. Τέλος πάντων. Δεν ξέρω αν σου ’χω πει για το σκολειό που ήρθε μίι δασκάλα, σου το είχα πει προχθές; Όι.
Όχι.
Στο σκολειό είχαμε… Εγώ όντεν επήγαινα στο σκολειό, δεν ξέρω αν μπορείς να το κάνεις έτσι, να το βάλεις σε αυτά που λέγαμε τώρα ιστορία.
Θέλετε να μου πείτε πρώτα, πώς μάθατε Ιταλικά;
Πώς τα ’μαθα;
Ναι, πώς μάθατε τα Ιταλικά.
Κοίταξε να δεις πώς έμαθα τα Ιταλικά, μπορεί να έχει σχέση με αυτό που θα σου πω εδά με το σκολειό. Στο σκολειό ήμουνε άριστος μαθητής, αλλά θα το πω με τη σειρά του. Επειδή ήμουν καλός μαθητής, ό,τι μάθαινα δεν το ξεχνούσα. Οι Ιταλοί, λοιπόν, ερχότανε και ζητούσανε κάτι απ’ το σπίτι. Και τι θέλανε; Το τάδε. Άμα τ’ άκουγα τη λέξη δεν την ξεχνούσα, την έμεινε. Την άλλη, την άλλη, την άλλη. Μετά έμαθα γραμματική και έμαθα, πως το λένε, πώς κλίνουν τα ονόματα, τα ρήματα, όλα αυτά τα ιταλικά όλα και εσπούδασα μοναχός μου την Ιταλική. Βέβαια, δεν είναι ότι κατέω τα πάντα, αλλά μπορούσα να συνεννοηθώ άνετα με τσι Ιταλούς. Λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο τα ’μαθα.
Λοιπόν, θέλω να σου πω δα, απού λες, όλα που λες, θυμάμαι δα τα πιο μικρά μου χρόνια, ήμουνε 3-4 χρονών, πόσο δα να ’μουνα; Με κρατεί η μάνα μου… Το σκολειό μας εδώ, δεν είχε σκολειό και το χτίσανε κατά το ’30; ’31 κι απόει το χτίσαν το σχολειό μας. Πρώτα εκάμαν, λέει, σκολειό ίντα άλλα κάνουνε στα καφενεία μέσα, γιατί σου λέω ήτανε και πολέμοι κι όλα αυτά, ήταν η κατάσταση τέτοια και δεν είχε. Το χτίσανε, λοιπόν, το σχολειό. Ο αδερφός μου ο Γιάννης επήγαινε στο σχολειό. Εγώ δεν επήγαινα ακόμα ούτε η αδερφή μου. Πρώτος επήαινε αυτός. Με τραβά τώρα η μάνα μου κι ο πατέρας μου απ’ το χεράκι και πάμε στην εκκλησία. Μετά απ’ την εκκλησία επήγαμε στο σκολειό. Στο σκολειό, λοιπόν, είχανε μέσα φωτογραφίες — θαρρώ σα να σου τα ’πα προχτές, — εκοίταζε η μάνα μου τσι φωτογραφίες κι ο πατέρας μου γύρου-γύρου ήρωες του ’21, μάχη τση Κρήτης κι όλα αυτά και σιγά-σιγά-σιγά πήγαμε στην έδρα του δασκάλου. Ήτον η έδρα μια ολιά πάνω σηκωμένη και πάνω είχε το τραπέζι και την καρέκλα. Λέει ο πατέρας μου: «Λες, Μαριγώ, να δούμε κιανένα κοπέλι μας εκεί πάνω να κάθεται;». Αυτό τώρα ο πατέρας μου, σου λέει: «Να κάνομε θέλει κανένα δάσκαλο;». Εγώ ήμουνα μικρός, αλλά δεν μπορούσα να πω: «Πατέρα εγώ θα κάτσω», διότι θα γελούσανε μια ώρα. Έτσι, είπα λοιπόν μέσα μου, χωρίς να πω σε κανέναν: «Εγώ θα κάτσω εκειά». Τέλος πάντων, περάσανε τα χρόνια σιγά-σιγά, επήα στο σχολειό. Προσπαθούσα να είμαι επιμελής κι όλα αυτά. Στην Πρώτη τάξη προβιβάστηκα με το 10, στη Δεύτερη με το 10, στην Τρίτη με το 10, σ’ όλες τσι τάξεις. Όταν… Ο δάσκαλός μας ήταν απ’ την Λάστρο, απ’ άλλο χωριό. Αυτός ήταν καλός δάσκαλος, αλλά σκληρός άνθρωπος. Κρατούσε, είχε απάνω στο αυτό βέργα, ξέρεις ξύλινη από ροδιές και τέτοια. Ήταν λιανή, τόση ετσέ και την είχε πάνω δυο-τρεις. Άμα δεν ήξερε το παιδί το μάθημα, το μαύριζε στο ξύλο. Καλά δεν ξέρει το παιδί, δεν του κόβει το μυαλό του, γιατί πρέπει να το σκοτώσεις κι από πάνω; Ή άμα ’θελα κάνει μια αταξάδα, πωπωπω! Τέλος πάντων. Όταν επήγα στη Δευτέρα, Τρίτη τάξη είδα ότι δεν ήθελα εγώ να γίνω δάσκαλος, διότι ήλεγα: «Αν το καθήκον του δασκάλου είναι να δέρνει τα παιδιά», εγώ δεν το ’θελα και το απέρριψα. Ήθελα πάνω, να πάω πιο πάνω, τ’ όνειρό μου ήτονε πιο ψηλά. Τώρα, απ’ το πιο ψηλά ήμουνα ακόμα να καταλάβω ότι ήτονε η επιστήμη πιο πάνω. Επήγα μέχρι την Πέμπτη τάξη. Στην Πέμπτη τάξη λέω: «Θα πα να δώσω στο Γυμνάσιο». Τότε το Γυμνάσιο έπρεπε… Μπορούσες να δώσεις απ’ την Πέμπτη τάξη και να πας στη Δευτέρα, αν ήγραφες καλά. Λοιπόν, εγώ… Μόλις ήκλεινε το σχολειό, επηγαίναμε, είχαμε ένα αλώνι κάτω στη θάλασσα και μαζεύαμε και ’λωνεύαμε 2 μήνες. Σαν και τώρα, τον Ιούνιος και Ιούλιος τον ήκανα ’γω όλο στ’ αλώνι, δεν ερχόμουν καθόλου εδώ. Εκειά κάτω ήμαστε, εκειά μεγαλώναμε, εκειά πηγαίναμε στη θάλασσα, εκειά τρώγαμε. Δυο μήνες. Αλλά ήτανε σκληρή ζωή, διότι το μεσημέρι ’λωνεύαμε, καταμεσήμερο, με την κάψα κι εμείς γυρίζαμε στο αλώνι μέσα. Παιδιά τώρα εμείς με το καπέλο ’χαμε ξέρω γω τι, αλλά τι να κάνεις; Τι να κάναμε; Λοιπόν, λέω του πατέρα μου μια μέρα: «Πατέρα δεν είναι αυτή ζωή, τούτηνε. Να μ’ αφήσεις να πάω να γενώ επιστήμονας» και μου λέει: «Πώς θα πας;». Λέω: «Θα πάω [00:40:00]να δώσω εξετάσεις», «Πότε θα πα δώσεις εξετάσεις;», λέω: «Μετά 2 μέρες». Μου λέει: «Μετά 2 μέρες; Αφού δεν εδιάβασες», του λέω: «Μη σε νοιάζει εσένα, εγώ θα πάω και δεν θα ντραπείς». Ίντα να πει εδά ο πατέρας μου; «Πήγαινε». Φεύγω απ’ το αλώνι κι ήρθα εδώ πάνω, καταλαβαίνεις το χάλι μου τώρα! Πάω κάνω ένα μπάνιο, ίντα μπάνιο, ντα είχαμε και μπάνιο; Εκειά στη βρύση πήγα και πλύθηκα καλά-καλά, ήβαλα άλλα ρούχα να πάω στο ράφτη. Είχαμε ένα ράφτη πέρα και του λέω: «Να μου κάμει θες ένα παντελονάκι απόψε;», «μωρέ, απόψε;». Του λέω: «Θέλω να πα δώσω εξετάσεις στο Γυμνάσιο και δεν έχω περιθώριο. Άμα θες μου το κάνεις, άμα δεν θες πάλι, θα πάω με το παλιό», «Θα σου το κάνω, μωρέ», σε μια ολιά ώρα μου φέρνει ένα παντελονάκι. Βάνω το παντελόνι, «με’γεια το παντελόνι», τέλος πάντων. Την επαύριο πάω στη Στεία. Πάω σ’ ένα συγγενικό σπίτι και μένω και μετά — το Γυμνάσιο ήτανε λίγο παραπάνω. Πάω, λοιπόν, στο Γυμνάσιο να δώσω εξετάσεις, κάνουνε τα προφορικά. Προφορικά ήτονε τώρα ιστορία, θρησκευτικά ξέρεις, τουτανά τα πράγματα, και τα περνώ. Πέρασα κάμποσους καθηγητάς, μου κάνανε ερωτήσεις, εντάξει. Μου λέει ένας: «Ποιο άγιο αγαπάς απ’ όλους;», λέω: «Όλους τσ’ αγαπώ, αλλά ο Άγιος Δημήτριος είναι στο αλώνι μας δίπλα κι είμαστε κάθε μέρα μαζί και είναι σαν να ’μαστε», λέω… «Πε μου την ιστορία του». Λέω εδά την ιστορία του Αγίου Δημητρίου, τα τροπάριά του, όλα αυτά. Περνώ. Την επαύριο λέει γραφτά. Γραφτά; Γραφτά. Λέει ο καθηγητής: «Εγώ θα γράφω στον πίνακα το πρόβλημα και θα το γράφετε εσείς». Γράφει λοιπόν ένα πρόβλημα στον πίνακα κι απόει φεύγει ετσέ: «Γράψετέ το δα τώρα». Το γράφω. Εγώ, όμως, τα προβλήματα δεν τα ’λυνα… Μόνο τα ’λυνα με το μυαλό μου. Δηλαδή, ένα πρόβλημα δεν χρειαζόταν να κάμω σπουδαία πράγματα. Λύνω το πρόβλημα. Γράφει το άλλο, πάει στην μπάντα, το γράφομε, το λύνω αμέσως. Άλλον ένα, τρία. «Τα 2 θα λύσετε και περάσατε», πάει στην μπάντα, γράφει το πρόβλημα, το λύνω. Κάθεται μετά και λέει: «Παιδιά, ο καθένας απού θα τελειώνει και θα λύνει ένα πρόβλημα, θα να ’ρχεται να φέρνει την κόλλα του και θα φεύγει. Ένας-ένας θα φεύγει, όποτε τελειώσετε, όποτε τα γράψετε. Κάθεται στην έδρα και σηκώνω εγώ απάνω και του πάω την κόλλα. «Γιάντα παιδί μου; Δεν κατέεις να τα λύσεις;», του κάνω ετσέ. «Έλα Παναγία μου -λέει αυτός- τρελάθηκες, πώς το ’λυσες;» τέλος πάντων. Η υπόθεση είναι ότι, όταν ήρθα εδώ, είχαμε μια δασκάλα απ’ το Ηράκλειο και τση ’στειλε ένα χαρτί ο Γυμνασιάρχης και την συνεχάρει για το μαθητή τζη — γιατί ήμασταν, κάπου 350-400 άτομα που δώκαμε εξετάσεις και είχα βγει πρώτος. Χαρές εδά του πατέρα μου κι ολονώ, ξέρω γω… Εβρήκε κι ένα σπίτι στη Σητεία, να πάω ’γω οικότροφος, γιατί είχε πολύ μεγάλη οικογένεια, δεν εμπόρειε να με κουβαλεί εμένα ο πατέρας μου εκειά πέρα και πήγα σ’ ένα σπίτι οικότροφος. Όλα εντάξει, ξέρω ’γω. Έρχεται ο πόλεμος του ’40 κι ήμουν εγώ το πρώτο θύμα. Κλείσανε τα σκολειά, κλείσανε τα Γυμνάσια κι έτσι έμεινα αγρότης. Αλλά, δόξα σοι ο θεός, δεν μετάνιωσα, δεν με νοιάζει.
Εγώ τον εαυτό μου τονε καλλιέργησα, δηλαδή δεν άφηκα και να πω: «Δεν βαριέσαι, άσ’ τα». Και τα γράμματα εδιάβαζα και εφημερίδες και περιοδικά και σταυρόλεξα και έχω διαβάσει του κόσμου τα βιβλία και ακόμα διαβάζω. Από πάνω διάβαζα ένα σήμερο και είναι πάρα πολύ ωραίο. Είχαμε ένα δάσκαλο, τον λέγανε Γαρεφαλάκη, δάσκαλος ήτανε σε άλλα σχολειά και έχει βγάλει ωραία βιβλία και τα ’πηρακαι και τα διαβάζω εδά, τα ’χω διαβάσει. Αυτή είναι που λες η ιστορία. Μετά, τι να κάνω; Μεγάλωσα, παντρεύτηκα, ήκανα παιδιά, ήκανα οικογένεια και τώρα περιμένω. Είναι η αντίστροφη μέτρηση, τώρα. Τώρα μετρούμε 10, 9, 8, 7 κι όπου πάμε, ό,τι θέλει ο θεός θα κάμει. Εχάρηκα που σου τα ’πα τούτα δω.
Την προηγούμενη φορά μου είχατε πει για μία ιστορία, για έναν Ιταλό που του είχε πέσει το φαγητό του, αν θυμάμαι καλά;
Το;
Για έναν Ιταλό που του ’χε πέσει το φαγητό.
Αυτός ο Ιταλός ήτανε στο σπίτι μας. Είχαμε ένα σπίτι αγορασμένο και το ’χανε η κοινότητα γραφείο κι από κάτω συνεταιρισμός. Μόλις ήρθανε τώρα οι Ιταλοί, κατασχέσανε το σπίτι — ίντα το σπίτι, το τηλέφωνο πήρανε και έκατσε ένας τηλεφωνητής, κάθονταν δίπλα. Λοιπόν, επειδή ήταν τώρα στο δικό μας σπίτι και τονε γνώρισα κάπως. Και βλέπω μια μέρα — περνούσα την ώρα που περνάνε το φαί — τονε εβλέπω που λες, πιάνει την καραβάνα, την καβέτα — καβέτα τη λέγανε την καραβάνα — γεμάτη και αρχινάει έτσι σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, σιγά και ήχυνε από μέσα νερό-νερό, εγώ κοίταζα τώρα να δω, τι θα… Σαν ετέλειωσε το νερό, κάνει έτσι την καραβάνα και πέφτει στο χέρι ντου απάνω [00:45:00]φύλλα από λάχανα και λίγο ρύζι. Τα πετά κάτω. Εγώ, αν και εχθροί που ήτανε για μας τότε, εστενοχωρήθηκα και λέω: «Αυτός ο άνθρωπος λες να ’ρθε με την όρεξή ντου εδώ πέρα, λες να το ’θελε να ’ρθεί; Άλλοι τονε φέρανε. Επιστράτευση του κάνανε του κακομοίρη και ήρθε εδώ πέρα και πεινά». Και λέω της μάνας μου: «Mαμά, ίντα μαγείρεψες σήμερο;», λέει: «Μαυρομάτικα φασολάκια». «Θα μου δώσεις την πάρτη μου, εγώ δεν θα φάω», «Γιάντα παιδί μου;». «Θα μου δώσει την πάρτη μου - για να μην πω εδά τση μάνας μου ότι θα στερήσω το φαΐ των αλλωνών - θα μου δώσεις την πάρτη μου και θα πάω εκεί από πάνω στον Ιταλό, απού είναι στο σπίτι μας, γιατί τον είδα τον κακομοίρη και μπουμπούρισε την καραβάνα και πέταξε το φαΐ και δεν είχε να φάει». Ίντα να πει η μάνα μου, λέει: «Εντάξει». Βάνει σ’ ένα πιάτο, ένα τσίγκινο πιάτο θυμάμαι και το κράτουνα έτσι και πάω πάνω κι ανεβαίνω τώρα εκειά που ήτανε ο Ιταλός και του το πάω, αυτός: «No-no». Και του λέω: «Εγώ σε είδα -του κάνω- σε είδα που έριξες κάτω», αφήνω το φαΐ φεύγω. Σε λίγο το απόγευμα ήρθε και μας ήφερε τώρα το λεκανιδάκι. Ευχαριστίες και πράματα, «Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είμαι από την Ανκόνα, με λένε Seconto Brenia». Λέει η μάνα μου: «Να φέρεις τα ρούχα να σου τα πλύνω», φέρνει τα ρούχα του, τα πλύνει. Επιάσαμε, ας πούμε, μια φιλία, που λέει ο λόγος, εγνωριστήκαμε. Αυτός ήθελε κι αυτός να μάθει τα Ελληνικά, αλλά με τη μάνα μου ήθελα κάτσει εδά; Με τα παιδιά, εμάς ερώτα: «Πώς το λένε αυτό, πώς το λένε το άλλο;» και έτσι σιγά-σιγά, πώς το λένε Ιταλικά, πώς το λένε Ελληνικά και μαθαίναμε, ό,τι μάθαινα εγώ δεν το ξεχνούσα και τ’ αδέρφια μου κι αυτοί ξέρουνε πολλά, ναι. Μετά έφυγε αυτός, έφυγε ο λόχος και ήρθε ένας άλλος λόχος, seconda compagnia, λέγανε: «Commando reggimento prima battaglione seconda compagnia» και έρχεται μία στιγμή απ’ την από κάτω πόρτα — γιατί είχε το σπίτι μας μία πόρτα από κει, μια από την άλλη μεριά — ένας Ιταλός και ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα και τονe βλέπω τώρα εγώ κι ήμοιαζε μ’ έναν απ’ την Τουρλωτή, τονε λέγανε Μενέλαο, λέω: «Μαμά ο Μενέλαος του Αδαμάκη». «Πώς σε λένε;» λέει: «Μενέλαο», λέω: «Μπράβο, καλά που το κατάλαβα», γελάσαμε εδά μια ολιά. Μου λέει: «Μου ’πε ο Seconto Brenia να ’ρθω εδώ. Είμαστε πατριώτες και φίλοι και μου ’πε να ’ρθω να σασε γνωρίσω». Εντάξει, εδώκαμε την γνωριμία, νέο παιδί, αρχινήσανε πάλι τα ιταλικά και τα ελληνικά, γιατί ήξερε αυτός πιο πολλά ελληνικά πάρα άλλους. Λέει η μάνα μου το βράδυ — αυτός ήτανε αποθηκάριος στα τρόφιμα των Ιταλώ — λέει η μάνα μου: «Κάτσε να φάμε». Είχε κάτι χόρτα ψημένα, κάτι πατάτες τηγανιτές, σου ’πα μου ’πες, καθίζει αυτός και λέει: «Θα πάω στο αποστηκάκι», αποθηκάκι λέει αυτός, «στο αποστηκάκι», γιατί αυτοί δεν έχουνε θήτα, οι Ιταλοί, «και θα γυρίσω γρήγορα-γρήγορα». Και πάει και φέρνει μία κονσέρβα και την ανοίγομε και ο πατέρας μου εδά εβάλαν και κρασάκι κι ήπιανε ξέρω γω τι. Αυτό ήτανε, πιάσαμε μία φιλία… Και κάθε φορά που ήθελε να κάτσει να φάμε, ήθελε να πα να φέρει τη κονσερβούλα του. Μία μέρα λέει: «Δεν έχομε λάδι να μαγειρέψομε», στο καζάνι εδά. Λέει ο πατέρας μου: «Έλα να σασε δώσω εγώ», εμείς είχαμε τότε, δεν πουλιότανε το λάδι και είχαμε 2-3 τόνους λάδι στο σπίτι μέσα, τι να το κάνομε; Λέει ο πατέρας μου: «Έλα να σασε δώσω όσο θέλετε». Φέρνουνε, που λες, ένα αγγειό και ήβανε 3-4 οκάδες, οκάδες ήτον τότες. Το παίρνουν και φεύγουν, πάει κι αυτό, τέλειωσε. Σε 1- 2 μέρες έρχεται ο λοχίας, ο οποίος ήταν σιτιστής, τον λέγανε Brenia; Όι, ξεχνώ τώρα το επίθετό του, το όνομά του και το επίθετο. Fillia, θαρρώ πως τονε λέγανε. «Να σε πληρώσω το λάδι». Λέει ο πατέρας μου: «Δεν θέλω εγώ τίποτα. Δεν θέλω εγώ τίποτα», «Όι, να το πληρώσω», λέει: «Δεν θέλω τίποτα». Λέει, λοιπόν, ο άλλος της μάνας μου: «Δω’ μου ένα ντουρβαδάκι, ένα σακάκι» και του δίνει η μάνα μου μία μαξιλαροθήκη, από μαξιλάρια. Και γυρίζει σε λίγο — γιατί ήφυγε ύστερα ο επιλοχίας — και φέρνει γεμάτο φασόλες, φασόλια, λέω: «Κοίταξε να δεις -που ήμουνε και μικρός και λέω, κοίταξε να δεις, σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή- ένα πιατάκι έδωκα εγώ σε έναν άνθρωπο και ο θεός μας ήφερε 10 οκάδες». Τότε το κατάλαβα ότι, αν κάνεις κάτι με την καρδιά σου, με όλη σου την καρδιά, χωρίς να αποβλέπεις σε τίποτα, ο Θεός θα στο ξεπληρώσει απάνω και ξαπάνω και έτσι έγινε πραγματικά. Φύγανε [00:50:00]μετά οι Ιταλοί, ήρθανε άλλοι, συνέχισε μέχρι που φύγανε καλά-καλά. Αυτά που λες.
Θέλετε να μου πείτε και για τα εμβατήρια;
Τα εμβατήρια;
Ναι, που λέγανε οι Ιταλοί εδώ.
Αυτοί ελέγανε εμβατήριο, εμβατήριο: «La mamma di Rosina era gelosa», που πάει να πει: «ήτανε -λέει- ζηλιάρα ή μάλλον τεμπέλα. «La mamma di Rosina era gelosa, bim, bοm, bam. Nemmeno a prender l'acqua con gli occhi bianchi e neri, nemmeno a prender l'acqua non mandava», ούτε να πάει να φέρει νερό δεν επήγαινε και λέει: «Un giorno la Rosina andò al mulino, bim, bom, bam, trovato un mulinaio con gli occhi bianchi e neri», «occhi bianchi e neri», πάει να πει: «άσπρα-μαύρα μάτια». «Trovato il mulinaio e dormiva», εβρήκε, λέει, τον μυλωνά και εκοιμούντονε και του λέει: «Algα, o mulinaio, per que giorno, bim, bom, bam, venuta la Rosina con gli occhi bianchi e neri, venuta la Rosina macinare». Εκεί ξεχνώ τώρα ένα στίχο, ότι ο μυλωνάς επήε να βάλει χέρι στη Rosina και του λέει: «Stai fermo, molinaio, con le mani, bim, bom, bam -λέει- κάτσε ήσυχα με τα χέρια σου, γιατί έχω», «perqu’ έχω sei fratelli con gli occhi bianchi e neri, perqu’ έχω sei fratelli, t’ ammazzeranno», «γιατί έχω -λέει- έξι αδέρφια και θα τσι βάλω να σε σφάξουνε». Και λέει αυτός: «Non ho paura di sei nemmen di sette ,bim, bom, bam, perqu’ έχω una pistola con sei bande d'oro, pert’ έχω una pistola, disparare», «γιατί έχω -λέει- ένα πιστόλι με έξε σφαίρες, χρυσές σφαίρες και θα τσι σκοτώσω». Εκεί τελείωνε, ας πούμε το εμβατήριο. Ενώ θαρρούσες πως ήτανε κανένα αυτό και αυτό ήτανε… Την πρώτη φόρα, θαρρούσα πως ήτανε μεγάλο και τρανό. Σαν έμαθα εδά ύστερα τα Ιταλικά, αυτό ήτανε, ας πούμε, κάποιο αστείο. Είχανε πολλά τέτοια πράματα και αυτοί. Γενικά, δεν ήτανε κακοί άνθρωποι. Είχε έναν από την Κάτω Ιταλία, υπάρχει ένας τόπος και είχε 18 χωριά τόσα, ελληνόφωνα. Σε ποιο τόπο είναι τώρα, δεν μπορώ να θυμηθώ. Θα το ξέρεις κι εσύ ότι υπάρχει ένας τόπος και μιλιούνε Ελληνικά. Από κει ήτονε ένας και τονε λέγανε Κωνσταντή. Αυτός ο Κωνσταντής ήτον ο διερμηνέας. Το τι γινόταν τώρα παέ στο χωριό, όπου ’θελα πάνε έτρεχε ο Κωνσταντής να κάνει το διερμηνέα. Ύστερα εμάθαμε εμείς, δεν τον είχαμε ανάγκη. Παναγία μου, Παναγία μου. Ήτανε οι Ιταλοί που ’ρθανε από τη… Πες, μωρέ, αυτοί οι άνθρωποι! Είχανε πάει στην Ανατολή, στη Μέση Ανατολή κάτω και από κεια ήρθανε, ύστερα, εδώ και συνεχίσανε 7-8 χρόνια στρατιώτης, τι στο διάολο κάνανε; Τέλος πάντω, πολλά πράγματα μου θύμισες απόψε και μπορεί να ξέχασα και μερικά. Όσο πάει κιάνεις, άμα πας στα χρόνια που είμαι εγώ, ξεχνάς! Αλλά τα πιο πολλά, το ένα βοηθάει και θυμάσαι το άλλο. Τέλος πάντω, αυτά είναι τώρα. Τα άλλα δα τα νεανικά και τα γλέντια και τούτανα τα πράγματα, αυτά δεν πολέγουνται γιατί ’ναι… Τα χρόνια μας ήταν όμορφα, σαν νέοι ανθρώποι επεράσαμε πολύ ωραία στο χωριό μας. Δεν είχαμε ούτε να μαλώσομε ποτέ με κανένα, ήμαστε πολύ αγαπημένοι και ερχόντανε από παντού στο χωριό μας να γλεντήσουνε. Δηλαδή, από τον Αϊ-Νικόλα, από τη Σητεία, από την Ιεράπετρα, ερχόνταν εδώ: «Πάμε στη Μυρσίνη να γλεντήσομε». Γιατί ήμαστε όλοι αγαπημένοι. Είχαμε βιολάτορα, που ήταν άλλο πράμα, πρώτος! Δυο αδέρφια, Αριστοτέλης και Κωστής και παίζανε βιολιά. Και εγώ κρατούσα πάλι ακοπανιαμέντο, όλοι σχεδόν κρατούσαμε ακοπανιαμέντα και αλλάζαμε και έτσι ερχότανε, σου λέω, από όλα… Ήτονε το χωριό μας, είχε μία φήμη σε αυτό το σημείο και περνούσαμε πάρα πολύ ωραία, τα νιάτα μας τα περάσαμε όμορφα. Το κακό είναι ότι απόμεινα εγώ και φύγανε όλοι οι σογκαιρίτες μου. Σιγά-σιγά παντρεύτηκανε, κάνανε οικογένεια, πήγαν αλλού. Μια κοπανιά πόθανε ένας, πόθανε ο άλλος κι έχω μείνει εγώ και βασανίζομαι εδά, δεν πειράζει. Δεν τσι ζήλεψα, όμως ποτέ. Δεν είμαι ζηλιάρης εκεί, σ’ αυτό το σημείο δεν είμαι ζηλιάρης. Όμως, τσ’ αγαπούσα, γιατί σου λέω, ένα, δύο παιδιά, τρία λεγούμασταν αδέρφια: ένας [00:55:00]Θαλασσινός, ένας Γιαλεσάκης κι εγώ. Ήμαστε… Δεν τον ήλεγα: «Χαρίλαε» ή «Γιώργη». «Αδέρφι -του ’λεγα-αδέρφι». Δηλαδή τόσο πολύ ήμαστε αγαπημένοι, που ήμαστε σαν τα αδέρφια και τον ήλεγα: «Αδέρφι». Άμα τον φώναζα, του ’λεγα: «Αδέρφι» κι ήξερε ποιος είμαι. Σ’ αυτό το σημείο, δηλαδή, ήμαστε στο χωριό μας όλοι αγαπημένοι και έτσι μας αγαπούσαν και οι άλλοι, που ερχόταν οι φίλοι μας από… Θυμάμαι, από τον Αϊ-Νικόλα, που λες, να ’ρχονται εδώ πέρα. Από τη Σητεία, απ’ τη Γεράπετρο, όχι πολλοί απ’ τη Γεράπετρο αλλά από τον Αϊ-Νικόλα και από τη Σητεία είχαμε πολλούς φίλους. Α, τα ευλογημένα χρόνια, εφύγανε κι εφύγανε και όλοι οι φίλοι που είχα τότε, έχουνε φύγει σχεδόν όλοι, ελάχιστοι… Αν πω τώρα να πάω στη Σητεία να βρω κάποιο, ποιο; Κανέναν! Έμεινα εγώ. Αν είχα καμιά αμαρτία, δεν ξέρω. Μπορεί και να ’χα, για να μείνω να τυραννιέμαι, μπορεί να ’χα μια αμαρτία και άμα θες σου τη λέω κιόλα...
Ευχαριστούμε πολύ για όσα μας είπατε για τους Ιταλούς.
Θες να σου πω ακόμα να γράψεις ακόμα εκείνο που θα σου πω, την αμαρτία μου;
Θέλετε να το γράψουμε ή να το κλείσω το μικρόφωνο;
Εγώ θέλω τώρα να μη δημοσιευτεί ας πούμε.
Ωραία! Περιμένετε να το κλείσω.
Φωτογραφίες

Γλέντι
Γλέντι στο χωριό της Μυρσίνης, κάτω δεξιά ...

Χριστόφορος Μακράκης
Ο Αφηγητής Χριστόφορος Μακράκης.
Περίληψη
Μάιος του 1941. Οι Ιταλικές δυνάμεις εισβάλουν στην Ανατολική Κρήτη. Ένας από τους λόχους εγκαθίσταται στο χωριό του αφηγητή, την Μυρσίνη. Έφηβος τότε ο αφηγητής θυμάται τις σχέσεις με τους Ιταλούς στρατιώτες, την μεταξύ τους αλληλεγγύη, την εκατέρωθεν εκμάθηση της γλώσσας καθώς και την ανταλλαγή και άλλων πολιτισμικών στοιχείων.
Αφηγητές/τριες
Χριστόφορος Μακράκης
Ερευνητές/τριες
Νικόλαος Γιάννος
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/06/2021
Διάρκεια
56'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σχόλια Ερευνητή:
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Τσι: Τους
Τονε: Τον
Κοπρά: Κοπριά
Μπλιό: Πια
Φτάξει: Φτάσει
Εκειά: Εκεί
Για(γ)είρω: Επιστρέφω
Ολιά: Λίγο
Νεπατούσαμε: Πατούσαμε
Επαύριο: Αύριο, την επόμενη μέρα
Άσαστο: Άφτιαχτο
Αλάργο: Μακριά
Λοχίοι: Λοχίες
Σκοτίδι: Σκοτάδι
Κανίστρες: Δοχεία
Γάτης: Γάτος
Στραβάδιες: Αταξίες
Κλουθούμε: Ακολουθούμε
Σχοκειό: Σχολείο
Κατέω: Κατέχω, γνωρίζω
Λωνεύαμε: Αλωνίζαμε
Γιάντα: Γιατί
Κατέεις: Γνωρίζεις
Χώνω: Κρύβω
Μπλιο= Πια
Απόει= Μετά, έπειτα
Μπουμπουρίζω= Γυρνώ ανάποδα
Σοκαιρίτης= Συνομήλικος
Κοπιανιά (βλ. Μια κοπανιά)= Στιγμή (βλ. Κάποια στιγμή)
Πληροφορίες του ερευνητή:
1. Ο αφηγητής δεν ήταν αστυνομικός στο επάγγελμα αλλά μόνο κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας και, συγκεκριμένα, στην αγορανομία.
2. Το επεισόδιο με τον τορπιλισμό του καϊκιού που περιγράφει στο 00.21.52-00.25.06 πιθανώς αναφέρεται στο εξής: https://www.karpathianrevolution.gr/italiani-soldati-karpathos/?fbclid=IwAR1pPFDjrqY4S4GuL-JgyxDBPismHP9AF72d2KIw5Rraj79H2Y9VCrTE3IQ.
Περίληψη
Μάιος του 1941. Οι Ιταλικές δυνάμεις εισβάλουν στην Ανατολική Κρήτη. Ένας από τους λόχους εγκαθίσταται στο χωριό του αφηγητή, την Μυρσίνη. Έφηβος τότε ο αφηγητής θυμάται τις σχέσεις με τους Ιταλούς στρατιώτες, την μεταξύ τους αλληλεγγύη, την εκατέρωθεν εκμάθηση της γλώσσας καθώς και την ανταλλαγή και άλλων πολιτισμικών στοιχείων.
Αφηγητές/τριες
Χριστόφορος Μακράκης
Ερευνητές/τριες
Νικόλαος Γιάννος
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/06/2021
Διάρκεια
56'
Σημειώσεις Συνέντευξης
Σχόλια Ερευνητή:
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Τσι: Τους
Τονε: Τον
Κοπρά: Κοπριά
Μπλιό: Πια
Φτάξει: Φτάσει
Εκειά: Εκεί
Για(γ)είρω: Επιστρέφω
Ολιά: Λίγο
Νεπατούσαμε: Πατούσαμε
Επαύριο: Αύριο, την επόμενη μέρα
Άσαστο: Άφτιαχτο
Αλάργο: Μακριά
Λοχίοι: Λοχίες
Σκοτίδι: Σκοτάδι
Κανίστρες: Δοχεία
Γάτης: Γάτος
Στραβάδιες: Αταξίες
Κλουθούμε: Ακολουθούμε
Σχοκειό: Σχολείο
Κατέω: Κατέχω, γνωρίζω
Λωνεύαμε: Αλωνίζαμε
Γιάντα: Γιατί
Κατέεις: Γνωρίζεις
Χώνω: Κρύβω
Μπλιο= Πια
Απόει= Μετά, έπειτα
Μπουμπουρίζω= Γυρνώ ανάποδα
Σοκαιρίτης= Συνομήλικος
Κοπιανιά (βλ. Μια κοπανιά)= Στιγμή (βλ. Κάποια στιγμή)
Πληροφορίες του ερευνητή:
1. Ο αφηγητής δεν ήταν αστυνομικός στο επάγγελμα αλλά μόνο κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας και, συγκεκριμένα, στην αγορανομία.
2. Το επεισόδιο με τον τορπιλισμό του καϊκιού που περιγράφει στο 00.21.52-00.25.06 πιθανώς αναφέρεται στο εξής: https://www.karpathianrevolution.gr/italiani-soldati-karpathos/?fbclid=IwAR1pPFDjrqY4S4GuL-JgyxDBPismHP9AF72d2KIw5Rraj79H2Y9VCrTE3IQ.