Εργαζόμενος ετών 11
Ενότητα 1
Γνωριμία με τον Αφηγητή και τον τόπο καταγωγής του
00:00:00 - 00:02:02
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλημέρα. Είμαι η Αντιγόνη Βαγενά και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα είναι Τετάρτη 14 Απριλίου του 2021 και βρισκόμαστε στο σπίτι …λες πόλεις, όπως είναι και η Αθήνα, και πολλοί στο εξωτερικό. Αρχίζει, λοιπόν, ο πληθυσμός του χωριού μας απ’ το '60 και μετά να μειώνεται.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οικογένεια Αφηγητή και μετανάστευση πάτερα στη Γερμάνια
00:02:02 - 00:07:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Η οικογένειά μου: Ο παππούς μου είχε κάνει μόνο τρία παιδιά, ενώ ο κανόνας τότε στα χωριά ήταν τέσσερα, πέντε, οχτώ, δέκα, πολλά παιδιά. Δύο…ο, δηλαδή, και κανέναν άλλον. Ήταν, όμως, και η γιαγιά μου απ’ τη μάνα μου, η γιαγιά η Βαϊούλα, που κι αυτή μάς… όσο μπορούσε μας φρόντιζε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Φαγητό στο σπίτι και στο σχολείο
00:07:00 - 00:13:34
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πάμε τώρα στο φαγητό. Είπα πριν ότι, παρότι σαν οικογένεια δεν ήμασταν απ’ τους φτωχότερους του χωριού, εγώ είχα δυσκολίες μεγάλες στο φαγητ…μαγείρευαν οι μαγείρισσες. Γυρίζαμε στο σπίτι το μεσημέρι κι αν κάποιος πεινούσε τρώγαμε τον τραχανά, όπως είπα, που είχαμε βράσει τα πρωί.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Μετακόμιση στα Γιάννενα και εγκλιματισμός σε νέα γειτονιά
00:13:34 - 00:37:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Περνούσαν τα χρόνια. Έγινα εγώ 8 χρονών. Ο πατέρας μου έφυγε για τη Γερμανία. Με πιάναν εκεί οι ξαδέρφες του πατέρα μου και μου 'λεγαν: «Γιω… και εγκατάσταση και σε λίγο καιρό —δεν θυμάμαι ακριβώς πότε— είχαμε και το ρεύμα. Μας έφεραν και το νερό, άρα όλα λειτουργούσανε μια χαρά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Παιδική εργασία Αφηγητή
00:37:29 - 00:47:19
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Κι εγώ μεγάλωνα, αλλά όπως ήρθα απ’ το χωριό και είχα το σύνδρομο της δουλειάς που μας το 'χε κληρονομήσει η μητέρα μου, έπρεπε κι εγώ να δο…ούζα, ένα πουλοβεράκι καφέ πλεκτό, κι είχε και δυο κλωστάρια μπροστά, είχε δηλαδή δυο σχεδιάκια. Αυτή ήταν η δεύτερη δουλειά στα Γιάννενα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Ζωή στα Γιάννενα
00:47:19 - 00:53:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θέλω να γυρίσω λίγο στο σχολείο, τις πρώτες μέρες, στο Δημοτικό, για κάνα δυο περιστατικά. Είπα, βέβαια, για τον Μπουρούτα, που μου 'δωσε έν…ίνω». Δευτέρα, δύο τάξεις τα αγγλικά και stop. Άρα, θα πάω για δουλειά το καλοκαίρι. Δευτέρα Γυμνασίου ήμουν ελεύθερος να πάω για δουλειά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Παιδική εργασία Αφηγητή
00:53:36 - 01:05:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πού να πάω για δουλειά; Υπήρχε στη γειτονιά μας ένα, στη Βογιάννου, ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε τελάρα. Έπαιρναν κούτσουρα, λεύκα και οξιά κ…, να δώσω και Πανελλήνιες, όπως κι έγινε. Μπήκα στο Πανεπιστήμιο και και και και και και... Σιγά-σιγά πήρα το δρόμο μου. Ευχαριστούμε πολύ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Καλημέρα. Είμαι η Αντιγόνη Βαγενά και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Σήμερα είναι Τετάρτη 14 Απριλίου του 2021 και βρισκόμαστε στο σπίτι του αφηγητή μας.
Είμαι ο Γιώργος ο Μάντζιος. Είμαι συνταξιούχος εκπαιδευτικός, φυσικός. Γεννήθηκα στη Μυροδάφνη το 1955. Η Μυροδάφνη είναι ένα χωριό του δυτικού Ξηροβουνίου, ορεινό, άγονο, όπως και όλα τα χωριά της περιοχής μας. Ας γυρίσω τη ζωή μου πολλά χρόνια πριν και ας πάμε στη δεκαετία του '60, στις αρχές της δεκαετίας του '60. Οι άνθρωποι εκεί στο χωριό ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία και λιγότερο με τη γεωργία, και πριν, βέβαια, απ’ τη δεκαετία του '60. Αλλά, περνώντας τα χρόνια και οι άνθρωποι έγιναν περισσότεροι, τα ζώα κι αυτά γίνονταν περισσότερα, και κάποια στιγμή τα ζώα δεν έβρισκαν τροφή. Έτσι, όπως συνέβηκε και σε όλη την Ελλάδα —ή μάλλον στις πιο ορεινές περιοχές— οι άνθρωποι μετανάστευσαν, πολλοί στις μεγάλες πόλεις, όπως είναι και η Αθήνα, και πολλοί στο εξωτερικό. Αρχίζει, λοιπόν, ο πληθυσμός του χωριού μας απ’ το '60 και μετά να μειώνεται.
Η οικογένειά μου: Ο παππούς μου είχε κάνει μόνο τρία παιδιά, ενώ ο κανόνας τότε στα χωριά ήταν τέσσερα, πέντε, οχτώ, δέκα, πολλά παιδιά. Δύο κορίτσια, τα οποία παντρευτήκαν σε άλλα χωριά. Έτσι, έμεινε στο χωριό ο πατέρας μου. Ο κλήρος, λοιπόν, του παππού μου δεν μοιράστηκε σε πολλά κομμάτια. Έτσι, με δυσκολία βέβαια, αλλά το βγάζαμε το ψωμί στο σπίτι μας. Δηλαδή, ήμαστε μια οικογένεια όχι απ’ τους πλουσιότερους του χωριού αλλά ούτε κι απ’ τους φτωχότερους, να μπαίνει θέμα δηλαδή επιβίωσης. Είμαστε τρία αδέρφια στην οικογένεια. Εγώ είμαι και ήμουν ο μικρότερος. Η αδερφή μου η Ελένη δύο χρόνια μεγαλύτερή μου και η αδερφή μου η Χαρίκλεια έξι χρόνια μεγαλύτερή μου. Μέσα σ’ αυτούς που άρχισαν να ψάχνουν για δουλειά ήταν κι ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, δυνατός όμως και δουλευταράς, σε αντίθεση με τη μάνα μου, που ήταν μικροκαμωμένη αλλά πολύ δυναμική γυναίκα. Κι έτσι, το σπίτι οτιδήποτε χρειάζονταν τα ρύθμιζε η μητέρα μου. Βέβαια, η μητέρα μου ήταν και ορφανή από 8 χρονών και αναγκάστηκε να είναι και δυναμική για να μπορεί να επιβιώσει. Στο σπίτι, λοιπόν, κουμάντο έκανε η μάνα μου. Όταν εγώ γεννήθηκα το 1955 τρεις μέρες πριν έφευγε απ’ το χωριό μας το συνεργείο χτιστάδων —γιατί κι ο πατέρας μου χτίστης ήταν— για να πάνε στην Κεφαλονιά. Ήταν αμέσως μετά τους σεισμούς. Οι σεισμοί, αν δεν κάνω λάθος, έγιναν το '53 ή το ’52 —'53 μάλλον— και το συνεργείο ξεκίνησε να φύγει το '55. Έτσι, ο πατέρας μου όταν γεννήθηκα δεν ήταν στο σπίτι. Αλλά, ο πατέρας μου δεν ήταν στο σπίτι όχι μόνο όταν γεννήθηκα, αλλά σχεδόν δεν ήταν ποτέ, γιατί δούλεψαν σχεδόν τρία τέσσερα χρόνια στην Κεφαλονιά. Επέστρεψε στο σπίτι, κάθισε λίγες μέρες, αναγκάστηκε να ψάξει για δουλειά, πήγε στην Αθήνα, πήγε στην Κερατέα, βρήκε μια εταιρεία. Η εταιρεία μετά πήρε δουλειές στο Βόλο, πήγε στο Βόλο. Η εταιρεία πήγε στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα… Και φτάνουμε γύρω στο 1961, που κατά κάποιον τρόπο ο πατέρας μου επέστρεψε στο σπίτι γιατί είχε ανοίξει μια δουλειά με το δρόμο σήμερα που ενώνει τα Γιάννενα με την Πρέβεζα, στην περιοχή του Τερόβου. Κι έτσι. ο πατέρας μου ήταν στο σπίτι. Ήταν στην περιοχή μας, δεν ήταν όμως στο σπίτι. Γιατί; Ξύπναγε πρωί-πρωί 05:00 η ώρα για να κατέβει με τα πόδια να πάει για δουλειά. Το απόγευμα δεν έρχονταν στο σπίτι αλλά βοηθούσε στα ζώα. Έτσι, έρχονταν το βράδυ και τις περισσότερες φορές κι εμείς δεν τον βλέπαμε. Το 1961 ο πατέρας μετανάστευσε στη Γερμανία. Από κει και πέρα έρχονταν…
Μόνος του…
Μόνος του, ναι. Εμείς μείναμε πίσω. Από κει και πέρα, έρχονταν έναν μήνα κάθε χρόνο, παραμονή Χριστουγέννων, κι αν στην Κατάρα είχε χιόνια, έρχονταν ανήμερα των Χριστουγέννων, έναν μήνα και ξανάφευγε. Αυτό συνέβηκε από τα 8 μου χρόνια, η Γερμανία, μέχρι που εγώ ήμουν 21 χρονών. Έτσι, λοιπόν, με τον πατέρα μου, και όταν επέστρεψε δεν είχαμε και πάρα πολλά να πούμε: Πώς θα κάνουμε τη λάσπη, πώς θα κουβαλήσουμε τις πέτρες, τέτοια πράγματα. Λοιπόν, η μητέρα. Η μάνα ήταν πολύ δυναμική, αλλά ήταν άρρωστη με τη δουλειά. Έπρεπε να δουλεύει όλη μέρα. Πού ήταν οι δουλειές; Στα χωράφια και στα ζώα. Έφευγε απ’ το σπίτι κι αυτή το πρωί και μαζεύονταν, έρχονταν το βράδυ. Καμιά φορά δεν τη βλέπαμε κιόλας. Στο σπίτι ο παππούς μου το ίδιο, πήγαινε στα ζώα. Η μεγάλη μου η αδερφή μάθαινε μοδιστρική στο χωριό, σ’ ένα πρόγραμμα της Πρόνοιας που είχε έρθει τότε. Η μικρότερή μου αδερφή στο Δημοτικό κι εγώ στο Δημοτικό. Στο σπίτι ήταν μόνο η γιαγιά. Η γιαγιά ήταν μητριά του πατέρα μου, η οποία έκανε το νοικοκυριό. Εμείς αυτή είχαμε μόνο, δηλαδή, και κανέναν άλλον. Ήταν, όμως, και η γιαγιά μου απ’ τη μάνα μου, η γιαγιά η Βαϊούλα, που κι αυτή μάς… όσο μπορούσε μας φρόντιζε.
Πάμε τώρα στο φαγητό. Είπα πριν ότι, παρότι σαν οικογένεια δεν ήμασταν απ’ τους φτωχότερους του χωριού, εγώ είχα δυσκολίες μεγάλες στο φαγητό. Γιατί; Γιατί το σπίτι είχε τυρί, γάλα και όλα τα γαλακτοκομικά, γιατί είχαμε πρόβατα, γίδια και γελάδια, όμως εγώ δεν έτρωγα τυρί και δεν έτρωγα και γάλα παρά μόνο απ’ τις γίδες κι αυτό αν ήταν αραιωμένο. Άρα, λοιπόν, στο χωριό το φαγητό ήταν τυρί, γάλα. Για μένα αυτό ήταν λιγοστό, υπήρχε λοιπόν πρόβλημα με το φαγητό. Εκείνα τα χρόνια που ήμουν εγώ στο Δημοτικό είχε εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα που στα σχολεία δίνονταν συσσίτια. Είχαν μια γυναίκα απ’ το χωριό ή οι μανάδες μας με τη σειρά και μαγείρευαν στο σχολείο και τρώγαμε το μεσημέρι, το πρωί δεκατιανό, ας το πούμε… Ή μάλλον, πριν απ’ αυτό θα πω κάτι άλλο. Το πρωί ξεκινούσαμε για το σχολείο και βράζαν ένα τηγάνι… Μας ετοίμαζαν οι παππούδες ένα τηγάνι τραχανά μεγάλο, τρώγαμε το πρωί, αλλά περίσσευε και για το μεσημέρι. Όταν γυρίζαμε το μεσημέρι και δεν είχαμε φάει στο σχολείο ή Σαββατοκύριακα ή να θέλαμε κάτι να φάμε συνεχίζαμε να τρώγαμε απ’ τον τραχανά. Μάλιστα, είχε και ωραίο σχήμα απ’ την ανάποδη, γιατί ήταν σα ζελεδάκι. Καμιά φορά ήμασταν και λίγο τυχεροί, γιατί είχαμε αρκετές κότες —αλλά, εκείνα τα χρόνια, πριν απ’ τα 8 μου, απ’ τα 5 μου μέχρι τα 8, ήταν κι ο πατέρας στο σπίτι, ο οποίος δούλευε όλη μέρα. Έσπαγε όλη μέρα πέτρες, άρα αυτός έπρεπε να τρώει καλύτερα, και πιο πολλά αβγά, αλλά και πιο πολλά κοτοπουλάκια. Βέβαια, η μάνα μου είχε βρει μια φόρμουλα και το κάθε κοτοπουλάκι το έφτιαχνε, να μην πω, τουλάχιστον τέσσερα φαγητά. Το 'βραζε —το μισό το 'βραζε—, κράταγε ζουμί απ’ αυτό, έφτιαχνε σούπα και λίγο ζουμί απ’ αυτό το 'ψηνε με πατάτες και το 'παιρνε ο πατέρας στο σπίτι. Το άλλο μισό το ίδιο. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να βγάλουμε δυο μέρες. Λοιπόν, καμιά φορά ήμασταν και τυχεροί στο σπίτι. Μπορεί να τηγανίζαμε το μεσημέρι και κανένα αυγό. Όμως, πόσα θα ήταν τα αβγά; Ένα, δύο; Κι εκεί γίνονταν ο τσακωμός. Εγώ ήμουν γενικά ένα παιδί που… Ήσυχος, αλλά με πιάναν τα διαβόλια μου πολλές φορές και αν έβλεπα ότι με αδικούσαν στη μοιρασιά οι αδερφές μου θυμάμαι ότι πέταγα τα αβγά μέσα στη στάχτη και τα ανακάτευα κιόλας για να μην τα φάει κανένας. Έτσι, δεν τα [00:10:00]τρώγαμε τα αυγά. Άρα, λοιπόν, το σχολείο ήταν εκείνο που μας βόλευε πάρα πολύ, γιατί εκτός απ’ το πρωινό που είχαμε, τον τραχανά, πηγαίναμε στο σχολείο και στο πρώτο διάλειμμα ο δάσκαλος μάς ετοίμαζε το πρωινό. Ποιο ήταν το πρωινό; Το πρωινό ήταν τυρί που έρχονταν σε κάτι τενεκέδια. Θα ήτανε στρόγγυλα τα τενεκέδια. Μπορεί να ήταν και 3 και 4 και 5 κιλά το τυρί, σαν κονσέρβα. Ο δάσκαλος το έβγαζε, έκοβε… Αυτά γίνονταν κατά την ώρα του μαθήματος. Α, πρέπει να πω ότι μ’ αυτόν το δάσκαλο, παρότι ήμασταν είκοσι οχτώ με τριάντα παιδιά στο Δημοτικό, οι περισσότεροι μάθαμε γράμματα και πήγαμε μετά στο Γυμνάσιο της εποχής εκείνης, αλλά και αποκτήσαμε και πανεπιστημιακή μόρφωση. Άρα, ο δάσκαλος δούλευε. Αλλά, έπρεπε όμως να ετοιμάσει και το φαγητό του διαλείμματος. Ασχολούνταν, λοιπόν. στο μάθημα με το να βγάζει το τυρί. Έβγαζε το τυρί —ήταν μια στρόγγυλη φόρμα— και το 'κοβε με σπάγκο, γιατί το μαχαίρι θα κόλλαγε. Το 'κοβε με σπάγκο, κομματάκια, πόσα ήμασταν τα παιδιά. Αλλά το χειμώνα ο δάσκαλος είχε και χιονίστρες. Κι έβγαζε τα παπούτσια του κι έξυνε χιονίστρες κι έκοβε τυρί κι έξυνε χιονίστρες κι έκοβε τυρί. Αλλά, εμάς αυτό δεν μας πείραζε. Εμείς το τυρί θέλαμε. Έλα που εγώ, όμως, τυρί δεν έτρωγα. Κι εδώ ήταν τα δύσκολα. Και δεν έπρεπε να μάθει κανένας ότι εγώ δεν έτρωγα το τυρί, γιατί η τιμωρία ήταν… να φάω το τυρί. Ε, καθόμουν κι εγώ στο πεζούλι το διάλειμμα όπως οι άλλοι, έκοβα κομματάκια τυρί στρόγγυλα, τα έβαζα στο στόμα σα μπίλιες και τα κατάπινα χωρίς να τα μασάω. Κάποια στιγμή προσποιούμουν ότι έπρεπε να πάω στην τουαλέτα. Πήγαινα στην τουαλέτα και μπλντουμ το τυρί —τούρκικες οι τουαλέτες— μέσα και τέλειωνε η ιστορία. Μου λένε οι αδερφές μου: «Ρε συ, γιατί δεν το φέρνεις το τυρί στο σπίτι, που είναι τόσο ωραίο, και το πετάς;». «Πού να το βάλω», λέω, «το τυρί και να το φέρω στο σπίτι;». «Να το βάλουμε», λέει, «στο παλτό». Η μάνα μου μου είχε φτιάξει ένα παλτό απ’ τα πρόβατα και εσωτερικά η φόδρα ήταν από μια ρόμπα της γιαγιάς, φανέλα σκούρα, σκούρα, μαύρη με κουτάκια. Αυτή ήταν η φόδρα. Σκίσαμε λίγο, λοιπόν, τη φόδρα από μέσα κι έτσι εγώ δυο τρεις μπίλιες, τουαλέτα γιατί πρέπει να πάω τουαλέτα, το τυρί μέσα και το πήγαινα στο σπίτι. Το μεσημέρι έπρεπε να το βγάλω. Έλα, όμως, που αυτό ήταν γεμάτο με τρίχες απ’ το… γιατί το σακάκι ήταν μάλλινο. Αλλά, εντάξει, το ξετρίχιζαν οι αδερφές μου, το τηγάνιζαν κι ήταν πολύ ωραίο. Ε, κάπως έτσι ήταν το φαγητό στο σχολειό. Βέβαια, στο σχολειό πηγαίναμε και το απόγευμα εκείνα τα χρόνια. Και βέβαια, δικαιολογείται που ο δάσκαλος δεν είχε και πολύ χρόνο. Έπρεπε, λοιπόν, το πρωινό να το ετοιμάσει στο σχολείο. Τρώγαμε, λοιπόν, το γιόμα, πρωινό, το γιόμα, το τυρί και το γάλα στο σχολείο. Το μεσημέρι μαγείρευαν οι μαγείρισσες. Γυρίζαμε στο σπίτι το μεσημέρι κι αν κάποιος πεινούσε τρώγαμε τον τραχανά, όπως είπα, που είχαμε βράσει τα πρωί.
Περνούσαν τα χρόνια. Έγινα εγώ 8 χρονών. Ο πατέρας μου έφυγε για τη Γερμανία. Με πιάναν εκεί οι ξαδέρφες του πατέρα μου και μου 'λεγαν: «Γιωργάκη, στενοχωριέσαι….», γιατί εγώ ήμουν και ένα απ’ τα ελάχιστα αγόρια των Μαντζαίων, γιατί είχαν πάρα πολλά κορίτσια. Ίσως ήμουνα απ’ τα πρώτα αγόρια που γεννήθηκαν στην οικογένεια των Μαντζαίων και με πρόσεχαν ιδιαίτερα οι ξαδέρφες του πατέρα μου. «Γιωργάκη», λέει, «στενοχωρήθηκες εσύ τώρα που έφυγε ο μπαμπάς για τη Γερμανία;». Λέω: «Δεν στενοχωρήθηκα καθόλου. Θα τρώω κι εγώ από δω και πέρα κανένα αυγό!». Ναι, αυτό. Περνούσαν τα χρόνια. Η αδερφή μου έπρεπε να πάει στο Γυμνάσιο, πρώτη Γυμνασίου. Άρα, είμαστε στο καλοκαίρι του '65, λίγο πριν αρχίσουν τα σχολεία. Ε… Εγώ θα πήγαινα πέμπτη Δημοτικού. Η μάνα μου, όπως τα κανόνιζε όλα, έκανε κουμάντο να φύγουμε απ’ το χωριό, να 'ρθούμε στα Γιάννενα. Τι κάνει, λοιπόν; Ο πατέρας μου πήγε το '62, φθινόπωρο '62 —ναι, '62 Φθινόπωρο— στη Γερμανία. Γύρισε εδώ το '63 Χριστούγεννα. Βάζει τον πατέρα μου αγόρασαν ένα οικοπεδάκι στα Γιάννενα, εδώ που είμαστε και σήμερα. Το έδωσε σ’ έναν εργολάβο με τα λίγα λεφτά που του 'χαν περισσέψει και έχτισε ο εργολάβος το μισό σπίτι και ο πατέρας μου ξανάφυγε Γερμανία, γιατί είχε βάλει και γραμμάτια τα οποία έπρεπε να τα πληρώνει. Έτσι, είχαμε φτιάξει έναν τόπο για να μένουμε στα Γιάννενα. Ξεκινάει η διαδικασία, λοιπόν, η προετοιμασία για να φύγουμε για τα Γιάννενα. Τι έπρεπε να 'χουμε για τα Γιάννενα; Τα βασικά. Ποια ήταν τα βασικά; Κατσαρολικά, ένα γκάζι για να μαγειρεύουμε ή μια μασίνα και τα σκεπάσματα που θα σκεπαζόμασταν. Η μάνα μου αποφάσισε απ’ το χωριό να μην πάρει τίποτα παρά μόνο τα σκεπάσματα, τα τσόλια όπως λέγαμε, τα ξύλα για το χειμώνα και τις κότες. Αρχίσαμε, λοιπόν, να κόβουμε ξύλα τον Αύγουστο. Στα ξύλα —ήταν αρκετά μακριά απ’ το σπίτι μας στο χωριό— για καμιά βδομάδα περίπου πήγαινα εγώ με τη μάνα μου, κόβαμε τα ξύλα —πουρνάρια— με πριόνι, με τσεκούρι και με κασάρι. Δεν υπήρχαν τότε τα αλυσοπρίονα. Με τα χέρια μας. Μάλιστα, έχω κι ένα σημάδι στα χέρια από τότε αρκετά σοβαρό, αρκετά μεγάλο. Καμιά βδομάδα κόβαμε ξύλα και τα μεταφέραμε στο χωριό. Είχαμε ένα άλογο δικό μας και κάνα δυο αλογομούλαρα, γάιδαρο —δεν θυμάμαι κι ακριβώς— που παίρναμε απ’ τους συγγενείς μας. Μεταφέραμε τα ξύλα στο χωριό. Άρα, τα ξύλα ήταν έτοιμα, τα τσόλια, τα σκεπάσματά μας ήταν έτοιμα και οι κότες ήταν στο περίμενε. Κάποια μέρα —ήταν προς το τέλος του Αυγούστου, μπορεί και πρώτες μέρες Σεπτέμβρη το '65— η μάνα μου κανόνισε μ’ έναν θείο μου στα Γιάννενα να 'ρθει ένα φορτηγό να μας πάρει, ένα φορτηγάκι. Τότε δεν υπήρχαν τα τηλέφωνα για να γίνει συνεννόηση το πότε θα 'ρθούν να μας πάρουν. Έτσι, λοιπόν, εμείς έπρεπε να μπορούμε να πιάσουμε τις κότες. Πώς να γίνονταν; Να τρέχαμε για τις κότες και να μας περίμενε το φορτηγό; Δέσαμε τις κότες όλες με σκοινιά και περίμεναν οι κότες τρεις μέρες δεμένες γιατί το φορτηγό άργησε τρεις μέρες. Έπρεπε να 'μαστε και καθαροί, να μας λούσει, λοιπόν, η μάνα. Το λούσιμο γίνονταν κάθε Σάββατο και το μπάλωμα τότε κι αυτό. Η μάνα, δηλαδή, κάθε Σάββατο δεν πήγαινε για δουλειές γιατί έκανε αυτή τη δουλειά. Έκανε την καθαριότητα στο σπίτι, το λούσιμο το δικό μας και το μπάλωμα κλπ. Αλλά, η μάνα μου, όπως ήταν δυναμική και έπρεπε να τις κάνει τις δουλειές όποτε ήθελε εκείνη και όπως ήθελε εκείνη, στη διαδικασία του λουσίματος, εγώ που ήμουν τσίτσιδος και με 'λουζε σε μια λεκάνη, με πίεσε εδώ πίσω απ’ τα αυτιά. Εγώ τσατίστηκα, μου κακοφάνηκε και σηκώνομαι και φεύγω γυμνός όπως ήμουν. Βέβαια, δεν είχαμε και πολλούς γείτονες για να μας δουν. Και άρχισα να τρέχω γιατί φοβόμουν μη με κυνηγήσει η μάνα μου. Κόντεψα να φτάσω στο άλλο το χωριό. Καλοκαίρι, ασπράγκαθα, δεν λογάριασα τίποτα. Με είδε, όμως, μία γυναίκα στο χωριό, συνομήλικη της μάνας μου, η κυρα-Βγένω, η οποία όλα τα χρόνια όταν πήγαινα μου 'λεγε αργότερα: «Θυμάσαι, Γιωργάκη, τότε που 'χες φύγει απ’ τη μάνα σου μισοπλυμένος;». Λοιπόν, εν πάσει περιπτώσει, επέστρεψα κάποια στιγμή. Μαζευτήκαμε η οικογένεια, ήρθε το φορτηγό, φορτώσαμε. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά το φορτηγάκι ήταν ένα κόκκινο, ΟΜ έγραφε, Όμικρον Μι. Αυτή μάλλον ήταν η μάρκα του. Και κάτι που μου χτύπησε πάρα πολύ ήταν μια κίτρινη επιγραφή με γράμματα που ήταν γραμμένη στο τζάμι, στο παρμπρίζ. Έλεγε: «Ο Μίμης στο Τζάμι». Ο Μίμης ήταν ο οδηγός, αλλά πού είναι ο Μίμης στο τζάμι; Εγώ αυτό, δεν… Κάπως δεν μου κόλλαγε, δεν… Βέβαια, ας τρέξω λίγο εδώ για να τελειώσουμε την ιστορία με το Μίμη. Πέρασαν τα χρόνια και φαίνεται ο τόνος είχε σβηστεί απ’ το τζάμι. Και κατάλαβα όταν έγινα λίγο πιο μεγάλος ότι δεν ήταν «Ο Μίμης στο Τζάμι», ήταν «Ο Μίμης στο Τζαμί», ο οποίος έκανε πιάτσα στο τζαμί της Καλούτσιανης. Αυτό ήταν, δεν ήταν το τζάμι. Πάει καλά… Φορτώσαμε, λοιπόν, τα πράγματα. Η μάνα μου κάθισε πίσω στην καρότσα, καθίσαμε μπροστά εγώ και οι αδερφές μου. Ήρθαμε [00:20:00]στο σπίτι. Είδαμε ένα γιαπί. Ήταν, βέβαια, το σπίτι φτιαγμένο με κολόνες και πλάκα, αλλά ήταν το μισό φτιαγμένο, τα τρία δωμάτια απ’ το νότο, που ήμασταν κολλητά στο στρατόπεδο Βελισαρίου. Το όριο το δικό μας ήταν και το σύρμα του στρατοπέδου. Κατεβήκαμε… Ε, τούβλα ήταν εκεί, άμμος ήταν… Εγώ, σαν και χαρά —«Ήρθαμε στα Γιάννενα!» —, ένα πήδημα κάνω απ’ το σπίτι μας, απ’ το δάπεδο, πηδάω σ’ ένα χωραφάκι δίπλα. Μαμά… Βάζει κάτι φωνές η μάνα μου, ένας χαμός: «Πού πας εκεί πέρα; Τι κάνεις εκεί;». «Γιατί, ρε μάνα;». «Αυτό είναι ξένο». «Και ποιο, ρε μάνα, είναι το δικό μας;». «Από δώα μέχρι εκειά κι από εκειά μέχρι εκειά». Εγώ έμεινα κόκαλο και ίσως αυτά ήταν ένα απ’ τα μεγαλύτερα σοκ που έχω πάθει στη ζωή μου. Στο χωριό είχα τα πάντα, πήγαινα όπου ήθελα κι εδώ έπρεπε να περιοριστώ σ’ ένα οικόπεδο το οποίο ακριβώς ήταν 163 τετραγωνικά. Αυτό ήταν, λοιπόν, το σπίτι μας, αυτά ήταν τα Γιάννενα. Έτσι όπως τα θέλαμε τα Γιάννενα, αυτά ήταν τα 163 τετραγωνικά. Πάει καλά. Αρχίσαμε να οργανωνόμαστε. Στρώσαμε… Δεν υπήρχε ούτε κρεβάτι ούτε τίποτα, γιατί, είπαμε, απ’ το χωριό είχαμε πάρει μόνο τις κότες, τα τσόλια και τα ξύλα. Α, ξεφορτώσαμε τις κότες, ξεφορτώσαμε τα ξύλα, τα τσόλια… Να στρώσουμε τα τσόλια κάτω στα… να φτιάξουμε τα κρεβάτια μας. Δεν υπήρχαν κρεβάτια. Κάτω, στρωματσάδα. Είχε έρθει η μάνα μου λίγες μέρες πριν, είχε αγοράσει ένα πετρογκάζ, μια κατσαρόλα και κάνα δυο πιάτα. Το πετρογκάζ ήτανε πάνω σε δυο τούβλα και έβαλε κατσαρόλα, δηλαδή μπορούσε να λειτουργήσει το σπίτι. Τις κότες τις λύσαμε και οι κότες πήγαιναν στο στρατόπεδο, γιατί το σύρμα στο στρατόπεδο είχε τρύπες. Τις είχαν φτιάξει οι γείτονες, γιατί κι αυτοί είχαν κότες. Και μπαίναν, λοιπόν, οι κότες στο στρατόπεδο, βόσκαγαν. Και είχαμε, φτιάξαμε σιγά-σιγά… Α, το σπίτι είχε μια αποθήκη. Μάλλον αυτό είναι ενδιαφέρον. Πρέπει να το πω πιο καλά. Το σπίτι ήταν, το κτίριο ήταν 9x9, ήταν 81τετραγωνικά. Ήταν το μισό κτισμένο, το άλλο ήταν σαν αυλή. Απ’ την πίσω μεριά, σχεδόν κολλητά στο σπίτι, σε μια απόσταση 50 με 70 πόντους ήτανε μια αποθήκη που χτίστηκε κι αυτή τότε με τσιμεντότουβλα. Μέσα στην αποθήκη, λοιπόν, βάλαμε τις κότες προσωρινά μέχρι που αργότερα φτιάξαμε ένα κοτέτσι. Πήγαιναν, λοιπόν, οι κότες στο στρατόπεδο και επέστρεφαν. Να μείνω λίγο με τις κότες και θα γυρίσω πίσω. Κάποιος αξιωματικός που πέρναγε κι έμενε στα Σ.Ο.Α. της γειτονιάς είχε ένα κοριτσάκι, ένα μωρό, και μας είπε: «Θα μπορείτε να μου δίνετε ένα αβγό κάθε μέρα;». Του λέει η μάνα μου: «Γιατί όχι;». «Θα σας το πληρώνω» λέει, και πραγματικά το πλήρωνε, 50 λεπτά, μισή δραχμή το αβγό. Έτσι, λοιπόν, εμείς αρχίσαμε και εισπράτταμε κιόλας. Αυτά με τις κότες για την ώρα. Ναι, αλλά τουαλέτα στο σπίτι δεν υπήρχε, γιατί ήταν τα τρία δωμάτια μόνο στη σειρά, τρία υπνοδωμάτια. Δεν υπήρχε ούτε κουζίνα ούτε τουαλέτα. Το ένα απ’ τα δωμάτια το φτιάξαμε κουζίνα, τα άλλα δύο υπνοδωμάτια. Τουαλέτα τι γίνεται; Εγώ μου άρεσαν οι δουλειές απ’ όταν ήμουν μικρός. Μάλιστα, φεύγοντας ο πατέρας μου άφησε και τα εργαλεία στο σπίτι, το σφυρί, το μυστρί κι όλα αυτά, κι εγώ όλη μέρα πελέκαγα πέτρες. Έτσι, «Μάνα, μη στενοχωριέσαι» λέω. «Θα το φτιάξω εγώ την τουαλέτα αμέσως». Όπως ήταν, λοιπόν, το κενό ανάμεσα απ’ το σπίτι και την αποθήκη είχε μείνει ένα άνοιγμα 50-70 πόντους απ’ την ανατολική μεριά, απ’ τους γείτονες, και απ’ τη δυτική μεριά. Απ’ την ανατολική μεριά εγώ έχτισα τούβλα που υπήρχαν στην οικοδομή, άρα από κει καλυμμένοι. Σκάψαμε και μια τρύπα και μπροστά βάλαμε και μια κουρελού. Και αυτή ήταν η τουαλέτα μας για αρκετό διάστημα. Και όταν, ας πούμε ότι παραγίνονταν το κακό, ρίχναμε και λίγο χώμα ή λίγο ασβέστη. Νερό στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ρεύμα υπήρχε. Α, είπα ένα ψέμα εδώ. Πήραμε απ’ το χωριό μία λάμπα χωρίς λαμπόγυαλο. Την έλεγαν στο χωριό «η τσιμπλιάρα», γιατί το φιτίλι της ήταν όπως είναι απ’ τις λαμπάδες και τσίμπλιαζε αυτή. Ήταν με φωτιστικό πετρέλαιο. Και αγόρασε η μάνα μου και μια δεύτερη λάμπα, η οποία υπάρχει ακόμα σήμερα, με λαμπόγυαλο. Αυτή έφεγγε καλύτερα. Δεν είχαμε, λοιπόν, ρεύμα, αλλά αυτό δεν μας ενδιέφερε, γιατί και στο χωριό δεν είχαμε. Το ρεύμα στο χωριό ήρθε μόλις φύγαμε εμείς. Αμέσως μόλις φύγαμε ήρθε και το ρεύμα. Νερό τι γίνεται; Θα παίρναμε από κάποιον γείτονα, έτσι είπαμε. «Να πούμε στον κυρ-Μήτσο και την κυρα-Άννα που είναι δίπλα». Συμφωνήσαμε. Θα παίρνουμε με το γκιουμ νερό, αλλά όχι μεσημέρι και ποτέ βράδυ, γιατί όταν άνοιγε η βρύση αχοβολούσε το σπίτι, ουυυυυυ έκαναν, για να μην τους ενοχλούμε. Άρα, λοιπόν, παίρναμε νερό απόγευμα και πρωί με το γκιουμ, κι όταν τέλειωνε αυτό πηγαίναμε και ξαναπαίρναμε. Αυτό με το νερό συνεχίστηκε για πάνω από μία χρονιά, γιατί αργότερα —να τρέξω λίγο— στην προσπάθεια η μάνα να μας βάλουν νερό δεν είχε τη δυνατότητα ο Δήμος, γιατί δεν είχε διαθέσιμα ρολόγια, λέει, παροχές. Και πέρασε πολύς καιρός και έπρεπε να βάλουμε και βουλευτικό μέσον ή κάποιο μέσον. Και πήγε η μάνα μου τότε —για να κλείσω και το νερό— στον Παπούλια, ο οποίος είχε κι ένα μαγαζί στην αγορά με παπούτσια. Αυτός είχε πάρε-δώσε με το Δήμο και παρακάλεσε κι αυτός το Δήμο και μετά από κάνα χρόνο περίπου αποκτήσαμε και νερό. Ρεύμα ακόμα, γιατί δεν είχε γίνει και το σπίτι, δεν υπήρχε ηλεκτρική εγκατάσταση, δεν υπήρχε, δεν μπορούσε να γίνει ακόμα. Άρα, αφού βολευτήκαμε και με την τουαλέτα, όλα κυλούσαν καλά. Βγήκα κι εγώ στη γειτονιά να παίξω με τα πρώτα παιχνίδια. Τι να παίξουμε; Μπάλα στο οικόπεδο το ξένο που είχα πηδήσει γρηγορότερα. Δεν είχαν μπάλα. «Παιδιά», λέω, «έχω εγώ μια μπάλα απ’ το χωριό». Η μοναδική μπάλα που μου 'χε αγοράσει η μάνα μου σ’ όλη τη ζωή. Εκείνο το καλοκαίρι πριν φύγουμε, ίσως για να μου γλυκάνει και τον πόνο μου, μου πήρε μια μπάλα. Αλλά, δεν είχα κι άλλα παιδιά να παίζω. Την κλότσαγα τη μπάλα και πήγαινα απ’ τη μια μεριά στο σπίτι στην άλλη, πάνω απ’ τα κεραμίδια, πήγαινα και την έπαιρνα. Αλλά, στο χωριό είχε και μουρτζιές. Η μπάλα δεν άντεξε μια μέρα και τρύπησε. Προσπάθησα εγώ να την κολλήσω με τη φωτιά. Δεν κόλλαγε η μπάλα. Αυτή τη μπάλα την πήρα, λοιπόν, να παίξουμε στα Γιάννενα. Αφού παίξαμε, μου λέει ο Γιάννης —φυσικός κι αυτός, δυο χρόνια μεγαλύτερος από μένα— τότε: «Είναι δικιά μου η μπάλα». Έτσι, λοιπόν, η μοναδική μπάλα της ζωής μου την πήρε ο Γιάννης… Βέβαια, ένας ξάδερφός μου που είχε χρόνια στα Γιάννενα μού 'χε πει ότι «Γιώργο, θα προσέχεις και δεν θα φοβάσαι. Θα δέρνεις κιόλας, γιατί οι άλλοι εδώ δέρνουν κι άμα δεν δείρεις κι εσύ θα γίνεις θύμα». Στη γειτονιά, λοιπόν, μια μέρα που παίζαμε τα υπόλοιπα παιδιά, επειδή ήταν πολύ καιρό μαζί —έτσι κάναν τα παιδιά. Είχανε κλίκα. Άρα, εγώ ήμουν αυτός που περίσσευε και με πειράζανε κλπ. Εγώ μια μέρα επαναστάτησα κι άρχισα να χτυπάω στο σταυρό, που λέγαμε στο χωριό, όποιον… χωρίς να ξέρω ποιον χτύπαγα. Ναι, αλλά χτύπησα και τη Χριστίνα, τη συμμαθήτριά μου στο Δημοτικό, και της είχε γίνει μια μελανιά στο μάτι. Αυτό, βέβαια, εγώ στενοχωρήθηκα πάρα πολύ, γιατί δεν ήταν πρόθεσή μου να χτυπήσω τη Χριστίνα αλλά ούτε και κανέναν. Ένας τσακωμός που έγινε αργότερα λίγο, το επόμενο καλοκαίρι, δηλαδή κάπου στο '66, είχε κι εκείνος μια ανάλογη κατάληξη. Φτιάχναμε παγίδες στη γειτονιά. Ήταν χωματόδρομοι. Σκάβαμε και φτιάχναμε παγίδες, γιατί περνούσε ένας γεράκος με ποδήλατο, για να πέσει μέσα. Ο γεράκος, βέβαια, μας έβλεπε που σκάβαμε. Περνούσε κάθε μέρα, αλλά ποτέ δεν έπεσε μέσα. Φαίνεται είχε καταλάβει τι γίνεται κι έλεγε: «Ασ’ τα παιδιά να παίζουν και να κάνουν». Ναι, αλλά στο ποιος δουλεύει και ποιος δεν δουλεύει εμείς τσακωθήκαμε, «Όχι εσύ δουλεύεις περισσότερο, εσύ δεν δουλεύεις περισσότερο». Τσακώθηκα, λοιπόν, εγώ με το Χαριλάκη, παρότι ο Χαριλάκης και λίγο πιο μεγάλος από μένα ήταν και πιο δυνατός ήταν. Κι αυτός έφαγε μία ξώφαλτση και του μαύρισα το μάτι. Έγινε μια ιστορία με τους γονείς. Αξίζει τον κόπο με το Χαριλάκη να μείνω λίγο και να μεγαλώσω και αρκετά. Με το Χαριλάκη, παρότι αυτό ήταν το επεισόδιο και βλεπόμασταν στη γειτονιά, γιατί έρχονταν τακτικά —είχε ξαδέρφες—, περνούσαν τα χρόνια και δεν μιλάγαμε. Ούτε αργότερα, ούτε στο Γυμνάσιο αργότερα, ούτε στο Λύκειο —εξατάξιο Γυμνάσιο ήταν τότε— αλλά ούτε και στο Πανεπιστήμιο που τελειώσαμε. Δεν μιλάγαμε ποτέ. Πέρασαν τα χρόνια και βρεθήκαμε στο στρατό. Βρεθήκαμε στο ίδιο γραφείο και τότε μιλήσαμε. Δηλαδή, από μια ηλικία 11 περίπου χρονών που ήμουν [00:30:00]εγώ έγινα 23 για να μιλήσουμε με το Χαριλάκη. Σαν εκπαιδευτικός, λοιπόν, αργότερα, τα παιδιά τσακώνονταν καμιά φορά και τους είπα… Μια φορά είχαν τσακωθεί τέσσερις πολύ φίλες με το Facebook και ήρθαν στο σχολειό την άλλη μέρα κι έγινε χαμός. Και τους λέω: «Ρε παιδιά, τι θα κάνετε τώρα; Θα το κάνετε κι εσείς όπως το 'κανα εγώ με το Χαριλάκη και πέρασαν τόσα χρόνια;». Τους είπα την ιστορία, λοιπόν. Μετά από δυο μέρες ήρθαν και με βρήκαν. Μου 'παν: «Κύριε, εμείς αποφασίσαμε τώρα να μην το κάνουμε σαν το Χαριλάκη κι εμείς τα ξαναφτιάξαμε πάλι». Λοιπόν, να γυρίσω πίσω. Αυτοί ήταν κυρίως οι τσακωμοί στη γειτονιά. Μετά, εντάξει, μπήκα κι εγώ στις παρέες των παιδιών. Πηγαίναμε στο σχολείο, γυρνούσαμε μαζί. Αλλά, οι πρώτες μέρες στο σχολείο είχαν κι άλλα περιστατικά τσακωμού, δεν ήταν όμως η γειτονιά μας. Ήταν άλλα παιδιά. Χωρίς κανέναν λόγο οι πρώτες μέρες με έπιασε ο Μπουρούτας και μου τράβηξε έναν κατακέφαλο. Ο Μπουρούτας ήταν ο άντρας της Γωγώς που φτιάχνει τους χαλβάδες. Εγώ τσατίστηκα πάρα πολύ. Νευρίασα και πήγα στον διευθυντή. Διευθυντής ήταν ο κύριος Ζάγκλης τότε, ο οποίος ήταν πάρα πολύ σκληρός. Και τον στήνει τον Μπουρούτα στο διάδρομο και τον πλακώνει στα κατακέφαλα. Εγώ λυπήθηκα πάρα πολύ και στενοχωρήθηκα και μετάνιωσα, μετάνιωσα πάρα πολύ που το 'κανα αυτό, γιατί έφαγε πάρα πολύ ξύλο. Πέρασαν τα χρόνια. Εγώ είχα πει στη Γωγώ αυτό το περιστατικό, γιατί είχα και τα παιδιά της μαθητές αργότερα, αλλά στον ίδιο τον Μπουρούτα το είπα τα τελευταία δυο τρία χρόνια. Είμαστε τώρα στο 2021. Και μάλιστα, μου 'πε: «Ρε τι άνθρωπος ήταν!». Δεν του κακοφάνηκε που τον μαρτύρησα, του κακοφάνηκε το ξύλο. «Με πελέκησε» μου 'πε, «με πελέκησε στο ξύλο!». Λοιπόν, ε, είχαμε οργανώσει σιγά-σιγά και τη ζωή στο σπίτι. Ψωνίζαμε λίγο-πολύ απ’ τα μαγαζιά. Εκείνα τα χρόνια ψώνιζαν με το τεφτέρι και πολλές φορές η μητέρα μου με έστελνε και ψώνιζα με το τεφτέρι. Στη γειτονιά με κάποιον γείτονα είχαμε και δύο ατυχή περιστατικά. Και γιατί συνέβηκε αυτό; Η αδερφή μου η μεγάλη ήταν όταν φύγαμε απ’ το χωριό 16 χρονών κι ήταν πάρα πολύ όμορφη —και είναι κι ακόμα. Βέβαια, πέρασε και κάνας χρόνος δύο. Είχε γίνει 17-18 χρονών. Ήρθε ο γείτονάς μας να τη ζητήσει νύφη για το γιο του, το Χαρίλαο. Εξαιρετικό παιδί ο Χαρίλαος, ο οποίος παντρεύτηκε αργότερα κι έφτιαξε μια πολύ καλή οικογένεια με μια άλλη γυναίκα. Η μάνα μου του είπε ότι «Ξέρεις, εγώ το κορίτσι δεν το παντρεύω ακόμα. Ο Μήτσος είναι στη Γερμανία» —Μήτσος ήταν ο πατέρας μου— «και είναι και μικρή. Δεν είναι ακόμα για παντρειά». Βέβαια, η μάνα μου υποψιάζονταν ότι, επειδή ο Χαρίλαος ήταν στη Γερμανία, θα έφευγε και η αδερφή μου για Γερμανία κι ήταν κάτι το οποίο δεν το ήθελε. Ο μπαρμπα-Γιάννης, λοιπόν, πείσμωσε πάρα πολύ. Α, ναι, κάποια στιγμή, αφού είχαμε τον πρόχειρο καμπινέ, αποφασίσαμε να φτιάξουμε τουαλέτα. Πηγαίναμε γύρω στα 300 μέτρα μακριά με τη μάνα μου στην Τριάνα. Εδώ που είναι το σπίτι μας είναι ο Ακραίος. Είναι Ακραίος γιατί ήταν η άκρη της πόλης τότε, άλλο αν σήμερα μπορείς να το πεις και κέντρο. Και κουβαλάγαμε από μια μάντρα τσιμεντότουβλα. Η μάνα μου στην ποδιά ένα, εγώ στα χέρια, παρότι ήμουν 10 χρονών, 11 χρονών. Και είχαμε αρχίσει, θεμελιώσαμε, όπως ξέραμε πώς γίνεται, γιατί ο πατέρας μου, οι γονείς μας, οι χωριανοί πολλοί ήταν μαστόροι. Ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε. Κι αρχίσαμε να χτίζουμε με τσιμεντότουβλα. Έρχεται, λοιπόν, ο μπαρμπα-Γιάννης και μας λέει «Τι να σας βοηθήσω εγώ;» πριν ακόμα ζητήσει την αδερφή μου για νύφη. Μας βοήθησε πράγματι ο μπαρμπα-Γιάννης, γιατί ήταν χτίστης. Το χτίσαμε, το σκεπάσαμε κιόλας και βάλαμε και μια πόρτα ξύλινη και είχαμε πλέον τουαλέτα όπως είχαν κι άλλοι στη γειτονιά, γιατί και οι άλλοι οι πιο πολλοί εξωτερικές τουαλέτες είχαν εκείνα τα χρόνια. Ο μπαρμπα-Γιάννης, όμως, πείσμωσε που η μάνα μου δεν θέλησε να γίνουν συμπεθέροι και κάποια στιγμή κατήγγειλε τη μάνα μου ότι δούλεψε και δεν τον πλήρωσε, ενώ ποτέ δεν μας είπε ότι «Δώστε μου χρήματα γι’ αυτή τη δουλειά που θα κάνω». Έτσι, λοιπόν, μια κλήση μια μέρα ήρθε απ’ το δικαστήριο. Πήγε, λοιπόν, στο δικαστήριο, έδωσε στο μπαρμπα-Γιάννη το —ναι, δεν δέχτηκε ο μπάρμπα-Γιάννης να τον πληρώσει εδώ παρά μόνο στο δικαστήριο… Και έληξε αυτό. Όμως, ο μπαρμπα-Γιάννης τόσο πολύ θα πείσμωσε —δεν μπορώ να το καταλάβω. Έκανε και κάτι άλλο. Άνοιξε… Κι αυτουνού το σπίτι, το οικόπεδο, ήταν σύνορα με το στρατόπεδο. Άνοιξε, λοιπόν, μια τρύπα στο σύρμα του κι έριχνε λίγο καλαμπόκι και απ’ τη μέσα μεριά απ’ το σπίτι είχε στήσει μια πέτρα —«τσόπνα» το λέγαμε εμείς στο χωριό— με κάτι ξυλάκια, ώστε αν τα κουνήσει κάποιος να πέσει. Για σπουργίτια τα στήναν στο χωριό. Έστησε, λοιπόν, μια τσόπνα, έριξε καλαμπόκι και μας έπιασε μια κότα. Πάει, λοιπόν, και η κότα. Αυτά ήταν τα δυο επεισόδια με το μπαρμπα-Γιάννη. Δεν είχαμε κάτι άλλο. Με τις κότες να ασχοληθώ λίγο ακόμα. Ήρθε και το '67. Ζορίσαν λίγο τα πράγματα με τη Χούντα. Οι τρύπες στο στρατόπεδο που πήγαιναν και οι κότες έκλεισαν. Οι κότες δεν είχαν πλέον τόπο. Εμείς τις ανοίγαμε, οι στρατιώτες τις έκλειναν. Και μια μέρα ο αξιωματικός που έπαιρνε και το αυγό για το κοριτσάκι του έτυχε να είναι επικεφαλής μια ομάδας που με ένα αεροβόλο πιστόλι γύρναγαν τα σύρματα και πυροβολούσαν και τις κότες. Κανά δυο, λοιπόν, κότες έπεσαν θύματα—
Της Χούντας…
—αυτής της ιστορίας. Έγινε τότε. Βέβαια, τα πράγματα χαλάρωσαν αργότερα και ξαναμπήκαν οι κότες στο στρατόπεδο μέχρι πολύ αργά που γκρεμίσαμε το σπίτι και φτιάξαμε το καινούριο που έχουμε τώρα. Το σπίτι μας σιγά-σιγά, απ’ τα πρώτα Χριστούγεννα που ήρθε ο πατέρας —ή μάλλον όχι τη χρονιά, τρεις τέσσερις μήνες μετά που μείναμε μέσα, μετά τον Αύγουστο δηλαδή, αλλά την επόμενη χρονιά. Το '66 πρέπει να ήταν, τέλος '65 με '66—, έχτισε ο πατέρας μου και το υπόλοιπο σπίτι, τα άλλα τρία δωμάτια. Έφτιαξε και δυο τουαλέτες όπως είχαν στη Γερμανία, ένα μπάνιο και μια μικρότερη τουαλέτα, και το σοφάτισε κιόλας το σπίτι. Πήρε και λίγο άδεια παραπάνω. Δεν κάθισε έναν μήνα, λίγο πιο πάνω. Δηλαδή, το κτίριο πλέον έγινε. Βάλαμε και παράθυρα κλπ., πήρε κι έναν ηλεκτρολόγο, έβαλε και εγκατάσταση και σε λίγο καιρό —δεν θυμάμαι ακριβώς πότε— είχαμε και το ρεύμα. Μας έφεραν και το νερό, άρα όλα λειτουργούσανε μια χαρά.
Κι εγώ μεγάλωνα, αλλά όπως ήρθα απ’ το χωριό και είχα το σύνδρομο της δουλειάς που μας το 'χε κληρονομήσει η μητέρα μου, έπρεπε κι εγώ να δουλεύω. Η πρώτη δουλειά, λοιπόν, στα Γιάννενα. Θα αναφερθώ σ’ αυτή. Ένας γείτονάς μας, ο κυρ-Μενέλαος, έφτιαχνε ένα πανωσήκωμα στο σπίτι. Πανωσήκωμα τι έλεγαν; Τότε είχαν ένα ισόγειο και «Θα φτιάξουμε κι έναν ακόμα». Όμως, δεν άντεχαν τα σπίτια να ρίξουν κολώνες και πλάκα και χτίζανε τούβλα και βάζαν και στέγη ή ρίχνανε μια πλάκα πάνω στη στέγη, επάνω… ναι… επάνω στα τούβλα. Μας είπε ο κυρ-Μενέλαος εκεί που φέρναμε γύρο —δεν θυμάμαι και καλά, εμείς του είπαμε ή αυτός— να τον βοηθήσουμε να ανεβάσει τα τούβλα. Εγώ ήμουν 11 χρονών πλέον, γιατί ήταν το… όχι, ήταν την άνοιξη, άνοιξη προς καλοκαίρι του '66. 10.5. Εγώ κι άλλα δύο παιδιά, ο Πέτρος ο Κόκορης, που έχει σήμερα ένα απ’ τα μεγαλύτερα γραφεία κηδειών, κι ένα άλλο παιδί, ο Μπάκιας. Αυτά, μάλιστα, ήταν και μικρότερα από μένα μια χρονιά, οπότε αυτά ήταν 10, εγώ 11. Τα τρία μαζί ανεβάζαμε στον κυρ-Μενέλαο τα τούβλα. Κάποια στιγμή, τα ανεβάζαμε με περατζάδα. Τι ήταν η περατζάδα; Ήταν μια σκαλωσιά με μαδέρια, με κλίση. Και τα ανεβαίναμε όχι με σκάλα, αλλά σαν ένας διάδρομος ανηφορικός, μακρύς και ανηφορικός. Περπατάγαμε, δηλαδή, πάνω σε αυτά. Δεν αλλάζαμε σκαλοπάτια. Ο Κόκορης ο καημένος κάπου εκεί μπερδεύτηκε στην περατζάδα και πήγε να πέσει. Για καλό του, όμως, ήταν ένα καδρόνι που εξείχε απ’ τα μαδέρια, κι εδώ το πόδι του στο γόνατο απ’ την κάτω μεριά πιάστηκε εκεί στην άντζα, που λέμε, και δεν έπεσε από τη σκαλωσιά, κρέμονταν όμως σαν τσιροπούλι. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά αυτή τη σκηνή. Πάει καλά, τελειώσαμε όμως τη δουλειά. Ο κυρ-Μενέλαος μάς πλήρωσε πάρα πολύ καλά, μας έδωσε από ένα δεκάρικο. Ένα δεκάρικο εκείνη την εποχή, 10 δραχμές, ήτανε πολλά χρήματα. Να πάω τώρα στη δεύτερη δουλειά στα Γιάννενα. Πέρασε, λοιπόν, [00:40:00]η άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι του ’66. 11 χρονών εγώ. Με έστειλε η μάνα μου στον κυρ-Λία —είχε ένα μεγάλο μπακάλικο τότε στην εποχή μας, μπακάλικο και μανάβικο μαζί— με το τεφτέρι, να αγοράσω κάποια πράγματα. Εκεί που πήγα ξεφορτώναν ένα φορτηγό καρπούζια. Ο κυρ-Λίας μού λέει: «Θα βοηθήσεις, Γιωργάκη, να ξεφορτώσουμε τα καρπούζια;». Εγώ είπα: «Ναι. Γιατί δεν θα βοηθήσω;». Τον κυρ-Λία τον γνώριζα απ’ το χωριό, γιατί ο κυρ-Λίας τυροκομούσε στο χωριό, είχε τυροκομείο. Του δίναμε κι εμείς το γάλα, αλλά του δίναμε και το άλογο το δικό μας για να κουβαλάει το γάλα από τα άλλα χωριά. Συγκεκριμένα, απ’ την Αγία Τριάδα κουβάλαγε το γάλα με το άλογο το δικό μας, οι εργάτες που είχε τότε. Το κεφαλοτύρι που τυροκομούσε δεν είχε και πού να το βάλει στο χωριό, να το αλατίσει, και του 'πε ο παππούς μου —είχαμε υπόγειο εμείς στο χωριό: «Φέρ’ το, κυρ-Λία, στο υπόγειο». Κι έτσι, το τυρί υπήρχε στο υπόγειο και τα δωμάτια πάνω μύριζαν μπατζαριό όλα. Ήταν γνωστός, λοιπόν, ο κυρ-Λίας απ’ το χωριό, γι’ αυτό μου 'πε με το μικρό μου όνομα: «Γιωργάκη, θα βοηθήσεις;». «Θα βοηθήσω». Βοήθησα, λοιπόν, ξεφορτώσαμε τα καρπούζια. Πάμε τώρα στην αμοιβή. Η αμοιβή μας ήταν όλα… Ήταν κι άλλο ένα παιδί. Δεν θυμάμαι. Δεν ήταν παιδί της γειτονιάς. Μπορεί να ήταν και αυτουνού που είχε το φορτηγό. Δεν ξέρω. Πάντως, αυτό το παιδί εγώ δεν θυμάμαι ποιο ήταν. Μας πλήρωσε, όμως, ο κυρ-Λίας με τα σκασμένα καρπούζια. Τα καρπούζια που ξεφορτώσαμε ήταν πάρα πολλά. Ήρθα εγώ στο σπίτι. Χαρά, «Τα καρπούζια», πήρα και τη μάνα μου κι ένα σακί και τα κουβαλήσαμε στο σπίτι. Φάγαμε ένα δύο καρπούζια και τα υπόλοιπα πήγαν χαμένα. Ξίνισαν γιατί δεν είχαμε ψυγείο στο σπίτι. Πάει, λοιπόν, ο περισσότερος κόπος χαμένος. Ζήτησε, λοιπόν, ο κυρ-Λίας να πάω για δουλειά κι εγώ του είπα: «Να ρωτήσω και τη μάνα». Ρώτησα και τη μάνα και η μάνα μού είπε: «Πήγαινε άμα θέλεις». Η μάνα μου μου είπε «Πήγαινε, αν θέλεις, για δουλειά» αλλά και άλλες φορές αργότερα, γιατί φοβόταν στα Γιάννενα μην της ξεφύγω, μην αλητέψω ή μην πάω στη λίμνη και πνιγώ. Τότε γίνονταν περιστατικά με παιδιά, που μερικά πνίγονταν στη λίμνη γιατί πήγαιναν για μπάνιο. Στον κυρ-Λία θα μ’ είχε σίγουρο. Ξεκίνησα, λοιπόν, να δουλεύω από 11 χρονών στον κυρ-Λία. Πήγαινα απ’ το πρωί, ανοίγαμε το μαγαζί, έβγαζα τα τελάρα με τα φρούτα έξω. Το μεσημέρι τα ξανάβαζα πάλι μέσα. Το απόγευμα τα ξανάβγαζα πάλι και το βράδυ πάλι μέσα. Τα τελάρα αυτά δεν ήταν και ελαφριά. Ήταν τα διπλά, ξύλινα τελάρα, που ζύγιζαν τότε από 13 μέχρι 15 κιλά. Ε, περνούσε το καλοκαίρι ευχάριστα —ευχάριστα… Εμένα μ’ άρεσε η δουλειά. Ο κυρ-Λίας αρραβωνιάστηκε κιόλας εκείνο το καλοκαίρι. Η αρραβωνιαστικιά του ήταν έγκυος. Της άρεσε να τρώει, γιατί τότε στα Γιάννενα υπήρχαν οι υπαίθριες ψησταριές. Μια τέτοια υπαίθρια ψησταριά υπήρχε κι εκεί, στο Σταματάκη. Έψηναν κοκορέτσι. Τι έκανε, λοιπόν; Δεν έπρεπε να τρώει, απαγορεύονταν. Με έστελνε εμένα δίπλα, μου 'δινε 2 δραχμές, αγόραζα κοκορέτσι, έτρωγε η κυρα-Φρειδερίκη αλλά έτρωγα κι εγώ. Ο κυρ-Λίας δεν το ήξερε αυτό. Έχω και δύο δυσάρεστα περιστατικά από δω και θα τα αναφέρω, που μου κακοφάνηκαν. Κάποια στιγμή ο κυρ-Λίας, το καλοκαίρι, μου είπε «Γιωργάκη, το μεσημέρι που θα φύγεις πάρε αυτές τις ρώγες απ’ το τελάρο», όπως κόβονταν τα σταφύλια, ό,τι περίσσευε. Δεν πέρασε λίγος χρόνος, όμως, και ήρθαν κάποιες τσιγγάνες. Εκεί στη γειτονιά μας, στο Λασπότοπο που λέμε σήμερα, υπήρχαν καταυλισμοί τσιγγάνων εκείνο τον καιρό πάρα πολλοί και οι τσιγγάνες ήταν πελάτισσες του μαγαζιού. Τις γνωρίζαμε και ο κυρ-Λίας τις ήξερε και με τα μικρά ονόματα. Και τα σταφύλια που μου 'χε τάξει εμένα λίγο πριν, τον ρωτήσαν: «Κυρ-Λία, πόσο έχουν τα σταφύλια;». «2 δραχμές». Τόσο είχαν τα σταφύλια τότε. «Αλλά, έχω κι αυτά με 2 δραχμές», τα οποία ήταν περισσότερα. Και τα έδωσε τα σταφύλια. Έμεινα εγώ με τη χαρά στο στόμα. Και μια άλλη φορά μού 'χε κακοφανεί. Έρχονταν τότε απ’ τα χωριά οι χωριάτες με τα άλογα και τα γαϊδουράκια τους, που είχανε κρεμασμένες τις καλάθες, τις κοφίνες, και μέσα είχαν φασολάκια, ντομάτες, μελιτζάνες, την πραμάτεια τους απ’ τα χωριά, από το… Κυρίως ήτανε από την… Το χωριό μετά την Κατσικά, απ’ την Καστρίτσα. Κυρίως ήταν απ’ την Καστρίτσα αυτοί και απ’ την Κατσικά, όμως. Οι πιο πολλοί ήταν απ’ την Καστρίτσα. Κι εγώ πάντα ήμουν πρόθυμος στο μαγαζί. Άδειασα τα φασολάκια από μια καλάθα, από μια κοφίνα, από ένα κοφίνι στα τελάρα και έβαλα το κοφίνι στην πλάστιγγα και το είχα ζυγίσει για να πάρει ο κυρ-Λίας το απόβαρο, ώστε όταν σηκώσει τους λεβιέδες, τα κοκοράκια να… δηλαδή να είναι ζυγισμένη ακριβώς η καλάθα. Σηκώνει το λεβιέ ο κυρ-Λίας. Είναι 4 κιλά, τόσο, ήταν 4-κάτι, 4.200 ήταν το κοφίνι. Εντάξει. Πλήρωσε τον παραγωγό κι έφυγε. Εμένα με μάλωσε μετά. Γιατί; Γιατί ζύγισα εγώ την καλάθα και δεν άφησα να τη ζυγίσει αυτός, να τη βγάλει λίγο παραπάνω ώστε τα φασολάκια να είναι λιγότερα. Βέβαια, τα χρόνια αργότερα πέρασαν. Είχα μαθήτριες και τις κόρες του κυρ-Λία αλλά και τα εγγόνια του, κι αυτός χαίρονταν ιδιαίτερα που ο παλιός του υπάλληλος ήτανε και καθηγητής των παιδιών του και των εγγονών του. Τέλειωσε το καλοκαίρι, λοιπόν. Όχι, θα πω και κάτι ακόμα σε σχέση με το μαγαζί. Όλα τα παιδιά δούλευαν τότε και στην ηλικία μας. Δεν ήμουν το μοναδικό. Δίπλα από το μαγαζί μας είχε καφενείο ο κυρ-Γιάννης. Αυτού δούλευε ένας συμμαθητής μου, ο Αποστόλης, απ’ το Συρράκο στην καταγωγή, ο οποίος είχε πολλά χρόνια στα Γιάννενα. Και έξυπνο παιδί ήταν και μένα με δούλευε. Έρχονταν, λοιπόν, και μου 'λεγε: «Γιώργο, φέρε 2 κιλά ντομάτες», όπως γίνονταν μερικές φορές. Ζύγιζα εγώ 2 κιλά ντομάτες, τις πήγαινα στο μαγαζί, μου 'λεγε ο μαγαζάτορας, ο καφετζής: «Ποιος σου 'πε, ρε Γιώργο, να φέρεις ντομάτες;». «Α», λέω, «ο Αποστόλης». «Α, ρε Γιώργο. Σε κοροϊδεύει ο Αποστόλης». Ξαναγύρναγα πίσω εγώ. Έτσι, πολλά παιδιά δούλευαν σε δουλειές εκείνα τα χρόνια. Περνάει το καλοκαίρι. Ήμασταν έτοιμοι για το σχολειό. Εγώ αυτό που θυμάμαι απ’ αυτό το καλοκαίρι αργότερα —τα χρήματα τα έδινα στη μητέρα μου, στη μάνα μου. Θυμάμαι, όμως, ότι το φθινόπωρο πριν πάμε στο σχολείο μού αγόρασε και μια μπλούζα, ένα πουλοβεράκι καφέ πλεκτό, κι είχε και δυο κλωστάρια μπροστά, είχε δηλαδή δυο σχεδιάκια. Αυτή ήταν η δεύτερη δουλειά στα Γιάννενα.
Θέλω να γυρίσω λίγο στο σχολείο, τις πρώτες μέρες, στο Δημοτικό, για κάνα δυο περιστατικά. Είπα, βέβαια, για τον Μπουρούτα, που μου 'δωσε έναν κατακέφαλο. Θα πω και την πρώτη μέρα στο σχολείο, που είχα πάει με τη μάνα μου στο βιβλιοπωλείο. Αγόρασα κι εγώ ένα τετράδιο, αγόρασα όμως και καλαμαριά, μελανοδοχείο και πένα και πενόξυλο καινούριο για να γράφω στο σχολείο. Έτσι, μόλις πήγαμε στο σχολείο με το τετράδιο, έπρεπε και να γράψουμε. Όλοι… Εγώ έβγαλα το μελανοδοχείο επάνω και την πένα μου και όλοι οι άλλοι είχαν βγάλει το στυλό διαρκείας, μάρκας BIC. Μάλιστα, θυμάμαι κάτι στυλό που ήταν το μισό το πίσω μπλε και το μισό το μπροστά διαφανές. Εκεί, βέβαια, ήταν η πρώτη καζούρα που μου 'βαλαν τα παιδιά και όχι η τελευταία. Εγώ μιλούσα, όπως και τώρα ακόμα, χωριάτικα και κάποια στιγμή ήθελα να αναφερθώ στα σκουπίδια και είπα τα «σκούπρα». Κι αυτό μου το κολλήσαν τα παιδιά μου, τα παιδιά, και για πολύ καιρό το παρατσούκλι μου στο σχολείο ήταν «τα σκούπρα». Έτσι, λοιπόν, το μελανοδοχείο και τα σκούπρα. Να περάσουμε λίγο το χρόνο. Συνάμα στο σπίτι αρχίσαμε πάλι να 'μαστε μόνοι μας, εγώ με την μικρότερή μου αδερφή, γιατί η μεγαλύτερή μου αδερφή μάθαινε μοδίστρα κι έλειπε όλη μέρα στο μοδιστράδικο στη γειτονιά και η μάνα μου είχε αρχίσει να δουλεύει. Πρώτη δουλειά στα Γιάννενα ήταν τα κοτόπουλα τα οποία ήταν στο Λασπότοπο, σε μια πρωτόγονη κατάσταση τα σφαγεία εκείνης της εποχής. Σχεδόν στο λιβάδι σφάζαν τα κοτόπουλα και τα αίματα. Βέβαια, θυμάμαι ότι απ’ αυτή τη δουλειά τρώγαμε κιόλας στο σπίτι. Μας έφερνε η μάνα μου καρδούλες από τα κοτόπουλα, τις οποίες τις τρώγαμε τηγανητές και ήταν και πάρα πολύ ωραίες. Όλα. Όπως και οι άλλες γυναίκες που δούλευαν εκεί, και η μάνα μου έπαιρναν πολλές φορές και κεφάλια από κότες. Τους κόβαμε το ράμφος, τα ξεπουπουλιάζαμε και φτιάχναμε και σούπα κι ήταν και πάρα πολύ ωραία. Αργότερα η μάνα μου φέραμε και τον αργαλειό από το χωριό και [00:50:00]τον βάλαμε στην αποθήκη με τα τσιμεντότουβλα και άρχισε να δουλεύει και στον αργαλειό. Έπαιρνε… Της έφερναν στρωσίδια, βελέντζες, φλοκάτες και τα ύφαινε και πληρώνονταν και, βέβαια, έβγαινε και το μεροκάματο. Κι έτσι, λίγο-πολύ με τα χρήματα του πατέρα μου αποτελειώσαμε και το σπίτι σιγά-σιγά και άρχισαν και οι οικονομίες. Βέβαια, μέχρι να αρχίσουν οι οικονομίες… Είχα πει, είπα ότι ο πατέρας μου στα δεύτερα Χριστούγεννα που ήρθε τέλειωσε το σπίτι, τέλος '66, αρχές '67. Έτσι, όσα χρήματα είχε τα τελείωσε. Δεν είχε σχεδόν ούτε για τα εισιτήρια. Όχι, δεν είχε ούτε για τα εισιτήρια. Τι να κάνουμε τώρα; «Θα πάω, Ρήνα, στον κουμπάρο μου στα Λεσσιανά». Λεσσιανά είναι το σημερινό Αβγό. Πήγε, λοιπόν, στον κουμπάρο τον Αποστόλη, πήρε δανεικά χρήματα. Μας άφησε κι εμάς 8.40, 8 δραχμές και 40 λεπτά, με τα οποία εμείς μπορούσαμε να ζήσουμε κάποιες μέρες αγοράζοντας το ψωμί, γιατί αυτό ήταν η κύρια τροφή. Ο πατέρας μου έφυγε. Πήγε πραγματικά στη Γερμανία. Πήρε απ’ το φίλο του και συγκάτοικο, το Μιχάλη τον Κρητικό, χρήματα, μας τα έστειλε, μέχρι που άρχισε να δουλεύει κι αυτός, να πληρώνεται. Βέβαια, εμείς στα Γιάννενα δεν μείναμε με τα 8 και 40, γιατί πουλούσαμε τα αβγά. Κι έτσι, λοιπόν, τα 8 και 40 έγιναν 10, 12, κι εμείς δεν στενοχωρηθήκαμε καθόλου. Και ήρθαν και τα χρήματα και όλα μια χαρά. Η μάνα μου είχε και με το σχολείο λόξα, βέβαια. Όπως και τα ανίψια της προόδευαν, έπρεπε να προοδεύσουμε κι εμείς. Η αδερφή μου, ερχόμενη απ’ το χωριό, πήγε πρώτη Γυμνασίου, και όταν ήταν κι εγώ να πάω πρώτη Γυμνασίου, το καλοκαίρι του '67, η αδερφή μου θα πήγαινε τρίτη. Όπως έκαναν και τα ανίψια της, ο μπάρμπα-Γιάννης, μας έστελνε και η μάνα μου αγγλικά. Ίσως ήμασταν και απ’ τα λίγα παιδιά εκείνη την εποχή στην πρώτη Γυμνασίου, και εγώ και η αδερφή μου, που πήγαμε στα αγγλικά. Μάλιστα, η αδερφή μου ήταν και άριστη μαθήτρια και, έτσι, ο Στατηράς τότε της έκανε μια πολύ μεγάλη έκπτωση στα δίδακτρα. Ωραία τα αγγλικά. Ε, περνάει η πρώτη Γυμνασίου. Ήρθε το καλοκαίρι. Η μάνα μου με έστειλε καλοκαιρινό. Το καλοκαιρινό, όμως, ο ρυθμός ήταν έντονος. Εγώ το ρυθμό αυτόν δεν μπορούσα να τον παρακολουθήσω, γιατί το μυαλό μου το 'χα και στη δουλειά. Δούλεψα στην έκτη Δημοτικού —όχι, στην πέμπτη Δημοτικού δούλεψα, το καλοκαίρι, ναι, Πέμπτη Δημοτικού το καλοκαίρι στον κυρ-Λία. Την έκτη Δημοτικού δεν δούλεψα—, στην πρώτη Γυμνασίου—
Αγγλικά.
—αγγλικά. Εγώ έμεινα πάρα πολύ πίσω. Δεν μπορούσα να παρακολουθήσω. Στη δευτέρα Γυμνασίου δεν τα πολυδιάβαζα τα αγγλικά και της είπα: «Μάνα, εγώ δεν ξαναπηγαίνω». Δευτέρα, δύο τάξεις τα αγγλικά και stop. Άρα, θα πάω για δουλειά το καλοκαίρι. Δευτέρα Γυμνασίου ήμουν ελεύθερος να πάω για δουλειά.
Πού να πάω για δουλειά; Υπήρχε στη γειτονιά μας ένα, στη Βογιάννου, ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε τελάρα. Έπαιρναν κούτσουρα, λεύκα και οξιά και φεύγανε την ίδια μέρα τελάρα. Το εργοστάσιο ήταν μεγάλο, είχε πολλά μηχανήματα. Στο εργοστάσιο, λοιπόν, αυτό ήταν πάρα πολλά μηχανήματα. Έτσι, μπαίνοντας, λοιπόν, κάποιος για πρώτη φορά δεν καταλάβαινε πού βρίσκονταν απ' το θόρυβο, τη σκόνη και όλον το χαμό. Δούλευε πολύς κόσμος. Έβγαζε το εικοσιτετράωρο — δούλευαν τρεις βάρδιες— γύρω στις είκοσι πέντε χιλιάδες τελάρα, τα οποία φορτώνονταν στις νταλίκες και πήγαιναν στη Βέροια, Νάουσα, στην περιοχή, για ροδάκινα και τέτοια. Ήταν τα τελάρα μιας στρώσης. Εγώ, βέβαια, σιγά-σιγά την έμαθα και τη δουλειά. Την πρώτη μέρα που πήγα με έβαλαν στο πόστο με έναν άλλο Καλουτσινό, που γράφαμε τη φίρμα αυτουνού που τα παρήγγειλε στα τελάρα. Στο μηχάνημα είχα γίνει, δηλαδή, όλο μελάνες. Σιγά-σιγά με βάλανε κουβάλαγα καροτσάκι και έπαιρνα απ' τις κορδέλες ό,τι περίσσευε, δηλαδή τα άχρηστα, και είχαμε φτιάξει ένα θεόρατο σωρό από άκρες από ξύλα. Με βάζαν, όμως, σιγά-σιγά και σε άλλες μηχανές που φτιάχναν τα τελάρα. Κάτι που μου 'μεινε από κει ήταν ο φούρνος. Ήταν μερικά πηχάκια που κόβονταν. Έπρεπε να ψηθούν για να μη σκεβρώνουν από κει και πέρα. Τα φτιάχναν, λοιπόν, πακέτα και τα βάζαμε σε φούρνο μαζί με άλλα δύο παιδιά, τρία αγόρια. Αυτά μπορεί και να 'ταν και κάνα δυο χρόνια μεγαλύτερα. Μπαίναμε μέσα σ’ έναν μεγάλο φούρνο, στοιβάζαμε όλα τα δεματάκια με τα πηχάκια και όταν ψήνονταν και άρχιζαν να κρυώνουν λίγο έπρεπε να τα βγάλουμε. Εκεί, βέβαια, ήταν τα δύσκολα, γιατί ο φούρνος έψηνε. Γινόμασταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Βγαίναμε έξω. Μας άφηναν μετά χαλαρούς, δεν δουλεύαμε. Μας κερνούσαν και μια πορτοκαλάδα τα αφεντικά. Έτσι, μου 'χει μείνει, λοιπόν, αυτή η σκηνή με το φούρνο και την πορτοκαλάδα. Λογιστής ήταν κάποιος κύριος Φάφας, τον οποίο τον βρήκα αργότερα στο πανεπιστήμιο, που μας έδινε τα κουπόνια στο φοιτητικό εστιατόριο. Και με θυμήθηκε κι αυτός, χάρηκε πάρα πολύ που με συνάντησε από τα τελάρα στο πανεπιστήμιο. Ένα άλλο περιστατικό που μου 'χει μείνει κι αυτό απ' αυτή τη δουλειά ήταν ότι καθόμασταν για κολατσιό όλοι εκεί που παίρναμε απ' το σπίτι. Βέβαια, εμένα μου φέρνονταν άψογα όλοι οι εργάτες. Δεν έχω κανένα παράπονο. Και ευγενέστατοι, δεν με ενοχλούσαν, δεν με πείραζαν. Κάποιος κάποια στιγμή, εικοσιπεντάρης, τριαντάρης, ζήτησε ένα κατοστάρικο και δεν του έδινε κανένας. Και πήγα εγώ και του είπα: «Θα σου φέρω εγώ». Και την επόμενη μέρα που πήγα του πήγα ένα κατοστάρικο. Είπα στη μάνα: «Το και το. Θέλει ένας ένα κατοστάρικο». Και του το 'δωσα. Ο άνθρωπος αυτός μού το 'δωσε, βέβαια, το κατοστάρικο. Δεν κατάλαβα γιατί δεν του έδιναν οι άλλοι. Αυτό, λοιπόν, μου 'χε μείνει σαν περιστατικό. Εντάξει, δύσκολη δουλειά ήταν, όλο σκόνη. Γύριζα το βράδυ, τις πιο πολλές μέρες δεν πλενόμουν. Είχα δουλέψει και βραδινός. Γύρναγα στο σπίτι 02:00 η ώρα. Κοιμόμουν με τα πριονίδια, ίσως άμα πλενόμουν την επόμενη μέρα. Πέρασε κι αυτό το καλοκαίρι. Πήγα στην τρίτη Γυμνασίου. Ε, με το σχολειό δεν ήμουν και ιδιαίτερα μελετηρός. Ε, κοίταζα να μη με πιάνουν αδιάβαστο. Έγραφα καλά στις εξετάσεις γιατί μπορούσα και κάλυπτα και τα κενά μέσα σε δυο τρεις μέρες. Περνάει και η τρίτη Γυμνασίου. Πάμε στο καλοκαίρι, να ζητήσω δουλειά. Πήγα στη γειτονιά. Ήταν μια μάντρα που είχε ανοίξει τότε με μπετοσίδερα. Είναι σίδερα οικοδομής. Πήγα, ζήτησα δουλειά. Αφεντικά ήταν ο κυρ-Τάσος, ο Τάσος κι ο Σωκράτης, ο κυρ-Τάσος κι ο κυρ-Σωκράτης. Μου λένε: «Ωραία. Θα σε πάρουμε στη δουλειά. Το μεροκάματο είναι 80 δραχμές». Είμαστε... Πρέπει να 'ναι 70 καλοκαίρι. Δεν κάνω λάθος. Τρίτη Γυμνασίου είναι '70 καλοκαίρι, ναι, '70 καλοκαίρι, γιατί έχει να κάνει και... Τα μεγαλύτερα παιδιά έπαιρναν 85 δραχμές. Δεν ξέρω πόσο έπαιρναν οι πιο μεγάλοι άνθρωποι. Στο συνεργείο ήμασταν εφτά οχτώ άτομα. Ήταν οι περισσότεροι μελαχρινοί κι από τον ήλιο τον πολύ αλλά και απ’ την καταγωγή τους. Πολλοί ήταν απ’ την Ελεούσα και απ’ τα Ζευγάρια. Ήταν ο Παντελής, ήταν ο Μήτσος, ήταν ο Λευτεράκης, τα δυο αφεντικά, ο Τάσος και ο Σωκράτης, και ήταν και ο μαστρο-Σωτήρης, ο μεγαλύτερος —θα ήταν κοντά στα 60—, ο οποίος είχε δουλέψει και στα οχυρά του Ρούπελ όταν τα φτιάχνανε και του είχε χαρίσει ο Άγγλος ο στρατηγός ένα κλειδί εικοσιτεσσάρι για σίδερα, 2,5 περίπου πόντους, τα οποία δεν τα δουλεύαμε εμείς. Εμείς δουλεύαμε μέχρι εικοσάρια. Αλλά, μας έδειχνε ο κυρ-Μήτσος το κλειδί και χαίρονταν: «Αυτό μου το 'δωσε ο Άγγλος ο στρατηγός». Μ’ αφήνουν, λοιπόν, τα αφεντικά μου μια βδομάδα μόνο με το μαστρο-Σωτήρη, γιατί υπήρχε και μια δεύτερη μάντρα στο Μώλο κι αυτοί τότε δούλευαν δουλειές από κείνη τη μάντρα. Μου 'δειξαν τι να κάνω: να τεντώνω σίδερα, σίδερα οχτάρια και δεκάρια, δηλαδή ένα εκατοστό περίπου η διάμετρός τους, γιατί έρχονταν αυτά σε κουλούρα και τα ισιώναμε και μετά έρχονταν και τα κόβαμε. Μια μέρα, λοιπόν, αφού δούλευα καμιά βδομάδα, ήρθε όλο το συνεργείο και τη δουλειά μου όλης της βδομάδας, που 'χε γίνει σωρός το σίδερο, όπως νόμιζα εγώ, τον πλακώσαν και το έκοψαν μέσα σε μία δυο ώρες πλάκες για μια οικοδομή. [01:00:00]Και βέβαια, από κει και ύστερα, πάμε πάλι από την αρχή. Μαζί μου δούλευε κι ένας μικρός, ο Γιωργάκης απ’ την Ελεούσα, έναν χρόνο μικρότερός μου, ο Γιώργος ο Γκαβρέσης. Σιδεράς αυτός μια ζωή ολόκληρη αργότερα. Τεντώναμε τα σίδερα με τα χέρια. Είχαμε ένα χειροκίνητο μηχάνημα με καστάνια, όχι με ρεύμα και με πετρέλαιο, με τα χέρια... κρακ, κρακ, κρακ, κρακ, κρακ, κρακ, μέχρι που τέντωναν και δέναμε άλλο σίδερο. Τα σίδερα τα δέναμε διαγώνια στο οικόπεδο και τα τεντώναμε μέχρι που ισιώνανε. Δηλαδή, μπορεί να ήταν το κάθε σίδερο γύρω στα 20 μέτρα μακρύ. Ο Γιώργος τόσο μικρός ήταν —γι’ αυτό το λέω και το περιστατικό. Ήταν δυο χρόνια περίπου μικρότερος από μένα. Εγώ ήμουν 15, αυτός ήτανε 13— που κατούραγε τη μανιβέλα. Δηλαδή, τη μανιβέλα που πιάναμε για να τεντώνουμε, το μοχλό, τον κατούραγε. Ε, καλά. Κάθε Σάββατο πληρωνόμασταν. Τα αφεντικά κανόνιζαν να πληρωνόμαστε, να έχουμε κάποια δουλειά εξωτερική, δηλαδή να μη δουλεύουμε στη μάντρα αλλά να δένουμε τα σίδερα στην οικοδομή. Και πηγαίναμε στο γειτονικό καφενείο κάθε οικοδομής και μας πλήρωναν, κι αυτοί έπιναν από ένα ουζάκι εκείνη την εποχή και εμένα με κέρναγαν πορτοκαλάδα. Μας πλήρωναν μια χαρά το Σάββατο και την Κυριακή είχε ξεκούραση και πάλι από την αρχή. Η άλλη η μάντρα που ήτανε στο Μώλο, εκεί έκανε πολλή ζέστη. Είχαμε, όμως, απέναντι απ’ τη μάντρα, ήταν ένα μαγαζί τότε το οποίο προμήθευε όλη την περιοχή με παγωτά. Και του δίναμε τα παγούρια με το νερό και μας τα 'βαζε μέσα στο ψυγείο και πάγωναν. Πίναμε παγωμένο νερό, κλεινόταν κι ο λαιμός μας. Το παγούρι που πίναμε νερό ήταν ένα και πίναμε όλοι απ’ το ίδιο παγούρι, όλο το προσωπικό. Και επειδή μαύριζε πολύ απ’ έξω όπως ήταν μαύρα τα χέρια απ’ τα σίδερα, καμιά φορά το 'παιρνα εγώ στο σπίτι και το 'πλενα και το χρησιμοποιούσαμε πάλι στη συνέχεια. Στα σίδερα δούλεψα και την επόμενη χρονιά, το καλοκαίρι της πρώτης Λυκείου, και είχα και μια ατυχία. Τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού ράγισα το πόδι, κι έτσι τις πρώτες δεκαπέντε είκοσι μέρες δεν δούλεψα. Δούλεψα, όμως... Ράγισα το πόδι όχι στη δουλειά, στη μπάλα, μόλις είχε τελειώσει το σχολείο μια δυο μέρες μετά. Αλλά, έχασα τη δουλειά. Έχω να πω γι’ αυτά τα αφεντικά τις καλύτερες κουβέντες, για πολλούς ανθρώπους θα 'λεγα —ήταν άνθρωποι τίμιοι, ντόμπροι—, αλλά και για τα άλλα παιδιά που δούλευαν, όχι μόνο τα αφεντικά. Ο λόγος τους ήταν σπαθί. Δεν με ενοχλούσε κανένας, με προστάτευαν όσο μπορούσαν απ’ το βάρος, αλλά όσο να τα 'κανες τα σίδερα και βαριά ήταν αλλά και ζεμάταγαν το καλοκαίρι. Σταματούσαμε το μεσημέρι γύρω στη 13:30, γιατί δεν δουλεύονταν τα σίδερα 15:00 η ώρα και 16:00, και γυρνούσαμε πάλι γύρω στις 17:00 το απόγευμα. Ένα, μάλιστα, απ’ τα αφεντικά μου, ο κυρ-Τάσος, το δεξί του χέρι ήταν ανάπηρο από τέτανο που 'χε πάθει όταν ήταν μικρός και δεν είχε πάρα πολύ μεγάλη δύναμη. Έτσι, όταν ανεβάζαμε τα σίδερα στην οικοδομή, παρότι, είπα, με προστάτευαν όλοι και με βοηθούσαν, όταν ανεβάζαμε σίδερα και ήμασταν οι δυο με τον κυρ-Τάσο, όταν τα σίδερα, το ματσάκι έφτανε στην κορυφή, τα ανεβάζαμε με καρούλι, με τριχιά. Όχι με μηχανή, με τα χέρια. Όταν έφταναν στην κορυφή έπρεπε κάποιος να τα κρατήσει για να λύσει την τριχιά, για να τη ρίξει κάτω και να βοηθήσει κι ο Τάσος με το ένα χέρι για να ανεβάσουμε το ματσάκι. Εκεί, λοιπόν, σε εκείνο το σημείο, που ήταν και λίγο δύσκολο, μου 'λεγε ο κυρ-Τάσος: «Άρπαξ’ τα, Γιώργο, άρπαξ’ τα και μη φοβάσαι Χάρο». Οι μηχανικοί δεν έρχονταν στην οικοδομή κατά κανόνα ούτε τότε, όπως σχεδόν δεν πηγαίνουν ακόμα και σήμερα όταν ρίχνονται μπετά. Η μοναδική που έρχονταν στην οικοδομή εκείνα τα χρόνια ήταν μια αρχιτεκτόνισσα, η Αντωνίου, η οποία, μάλιστα, ήταν και πολύ αυστηρή στο σιδέρωμα. Στις οικοδομές της Αντωνίου δεν υπήρχε άρπα-κόλλα. Σε άλλες οικοδομές κάπου κάναμε και λίγο άρπα-κόλλα. Μας είχε βγάλει και μια φωτογραφία η Αντωνίου, την οποία την έχω ακόμα. Είναι η οικοδομή ακριβώς απέναντι απ’ τον Αϊ-Γιώργη, ακριβώς στην ανηφόρα, η αριστερή γωνία, ο τελευταίος όροφος. Και πρόλαβα και θεμελιώσαμε και τη διπλανή γωνία απέναντι απ’ τον Αϊ-Γιώργη, όπου λειτουργεί σήμερα ένας φούρνος. Και βέβαια, μετά πήγα στο σχολείο. Μέχρι εκεί τέλειωσαν και οι δουλειές του σχολείου. Αργότερα, δευτέρα Λυκείου και τρίτη Λυκείου, δεν δούλεψα, γιατί έπρεπε να διαβάσω, να δώσω και Πανελλήνιες, όπως κι έγινε. Μπήκα στο Πανεπιστήμιο και και και και και και... Σιγά-σιγά πήρα το δρόμο μου.
Ευχαριστούμε πολύ.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο αφηγητής μας ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια και μας ταξιδεύει σε μια εποχή που τον σημάδεψε και τον καθόρισε. Ξεκινώντας από το χωριό του, τη Μυροδάφνη Ξηροβουνίου, τον ξενιτεμένο πατέρα του και τη δυναμική μητέρα του, περιδιαβαίνει στο χρόνο και θυμάται. Η μετακόμιση στην πόλη, η αντιμετώπιση των συμμαθητών και το πείραγμα από τα γειτονόπουλα, το σοκ της αλλαγής από το χωριό στην πόλη αλλά και τα πρώτα επαγγέλματα που έκανε από την ηλικία των 11 κιόλας χρόνων. Μια σειρά από αναμνήσεις και περιστατικά από τη γειτονιά και την εργασία, που άφησαν κυρίως ευχάριστα και θετικά συναισθήματα στην ψυχή του, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες της εποχής.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Μάντζιος
Ερευνητές/τριες
Αντιγόνη Βαγενά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/04/2021
Διάρκεια
65'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο αφηγητής μας ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια και μας ταξιδεύει σε μια εποχή που τον σημάδεψε και τον καθόρισε. Ξεκινώντας από το χωριό του, τη Μυροδάφνη Ξηροβουνίου, τον ξενιτεμένο πατέρα του και τη δυναμική μητέρα του, περιδιαβαίνει στο χρόνο και θυμάται. Η μετακόμιση στην πόλη, η αντιμετώπιση των συμμαθητών και το πείραγμα από τα γειτονόπουλα, το σοκ της αλλαγής από το χωριό στην πόλη αλλά και τα πρώτα επαγγέλματα που έκανε από την ηλικία των 11 κιόλας χρόνων. Μια σειρά από αναμνήσεις και περιστατικά από τη γειτονιά και την εργασία, που άφησαν κυρίως ευχάριστα και θετικά συναισθήματα στην ψυχή του, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες της εποχής.
Αφηγητές/τριες
Γεώργιος Μάντζιος
Ερευνητές/τριες
Αντιγόνη Βαγενά
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/04/2021
Διάρκεια
65'