Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Δημιουργώντας ένα ροκ συγκρότημα τη δεκαετία του '80 στην Ελευσίνα (Β' ΜΕΡΟΣ)
Ενότητα 1
Τα παδικά χρόνια σε Βίλια και Μάνδρα
00:00:00 - 00:14:00
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είμαι η Μυρτώ Ανδρώνη, Ερευνήτρια στο Istorima. Ο μήνας σήμερα έχει 6 Ιουνίου του 2022. Βρίσκομαι σε ένα διαμέρισμα στην Ελευσίνα, με τον …ια. Οπότε, όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Αλλά, πάντα υπήρχε η αγωνία, μη τυχόν και δεν ρωτούσε αυτόν που είχε προετοιμάσει. Και τι θα γινότανε;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Οι αναμνήσεις από τις μουσικές ακροάσεις
00:14:00 - 00:22:29
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τώρα, να ξανακατέβουμε στην Μάνδρα, γιατί εκεί ήταν και η πρώτη επαφή και με τους δίσκους. Αλλά, στη Μάνδρα είχε ένα δισκοπωλείο, όπου, όπως…απάνω. Αλλά παρόλα αυτά τις έχουμε κρατήσει τις κασέτες, γιατί ακριβώς έχουνε αποτυπώσει αυτή την πλευρά της πραγματικότητας, της στιγμής.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Αναμνήσεις από την πάμπ, η σχέση με την Ντίσκο
00:22:29 - 00:28:46
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία. Είπες πριν, ότι είχατε έναν πειρατικό σταθμό. Πώς το φτιάξατε; Αυτό, ο Χρήστος ήξερε. Βασικά δεν ήταν και πολύ δύσκολο, έτσι; Είχε…ελειώνουνε αυτά κάποια στιγμή- έτσι πήρε και ένα κομμάτι της νεότητας μαζί, η παμπ. Μας μείνανε οι φωτογραφίες κι οι αναμνήσεις, και αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Η κομματική χρηματοδότηση και ο δήμος Ελευσίνας
00:28:46 - 00:34:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είχες αναφερθεί στον πολιτικό ρόλο που έπαιξαν τα… Βασικά, συγγνώμη. Στο πώς τα κόμματα, είχανε λόγο, ουσιαστικά, στην μουσική. Ναι. Όχι …διά, φαινότανε ως διαπλοκή αυτό και ως τέτοιο… Κάτι που δεν υποστήριζε την δικιά μας δράση, όπως θέλαμε. Αυτά, δεν θυμάμαι κάτι άλλο τώρα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ένα τραγούδι από τη Γλυκιά Συμμορία
00:34:51 - 00:40:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Συγγνώμη. Ωραία, οι πολιτικές νεολαίες, οι κομματικές νεολαίες για την ακρίβεια, θυμάσαι πώς σας προσέγγισαν; Πριν από τις συναυ λίες; Κ… Όχι, τώρα… Είχα καιρό να τα θυμηθώ αυτά. Και ευχαριστώ το Istorima, που μου έδωσε αυτή τη δυνατότητα. Παρακαλούμε. Τέλεια. Τελειώσαμε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Είμαι η Μυρτώ Ανδρώνη, Ερευνήτρια στο Istorima. Ο μήνας σήμερα έχει 6 Ιουνίου του 2022. Βρίσκομαι σε ένα διαμέρισμα στην Ελευσίνα, με τον Δημήτρη Ανδρώνη, και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Λοιπόν, είχες αναφερθεί τις προάλλες, ότι ζούσες στα Βίλια. Θα ήθελα να μου πεις, πώς ήταν να ζει κανείς ως γιός ιερέα στο χωριό;
Κοίτα, αυτό θα το έχεις ακούσει, ότι στο χωριό κύρος είχανε τρία επαγγέλματα. Ήτανε ο αστυνόμος, ο παπάς και ο δήμαρχος, ξέρω γω, αντίστοιχα. Οπότε εγώ τώρα, ήμουνα ο γιός του ιερέα του χωριού. Ο πατέρας μου βέβαια ήτανε πολύ κοντά στα παιδιά, δεν ήτανε ο ιερέας που ξέρουμε. Ήτανε πολύ, έτσι, ανοιχτός άνθρωπος για την εποχή του. Φαντάσου δηλαδή, ότι τον σχολίαζε το χωριό, γιατί έκανε βόλτα, μας έκανε βόλτα εμάς μωρά στο χωριό με το καροτσάκι. Κάτι που κάνανε μόνο οι γυναίκες. Για φαντάσου, τώρα, στα Βίλια, τώρα, οι κάτοικοι να βλέπουν έναν ιερέα να κάνει κάτι που κάναν μόνο οι γυναίκες. Ουάου, αυτό ήτανε κορυφαίο. Οπότε, εγώ μαζί με τον γιό του αστυνόμου και τον γιό ενός δικηγόρου, ήμασταν τρείς, οι οποίοι ας πούμε κατά κάποιον τρόπο, οι γονείς μας ήτανε πιο μορφωμένοι με αυτή την έννοια. Δηλαδή, ήτανε πιο… Άρα είχαμε και ένα βάρος, να είμαστε καλοί στο σχολείο. Ας πούμε δεν μπορεί τώρα, ο γιός του ιερέα να μην πηγαίνει καλά στα μαθήματα, στην μικροκοινωνία των Βιλίων. Αλλά, αυτό το θυμάμαι, με την έννοια ότι εγώ ήθελα να κάνω και τις τσαχπινιές μου -πώς να πω; ξέρω γω- τις ζαβολιές μου. Αλλά, ήταν αθώα πράγματα, όμως. Θυμάμαι τώρα έκτη δημοτικού, πέμπτη-έκτη; -βέβαια είχαμε αρχίσει και καπνίζαμε, και τότε υπήρχαν τα τσιγάρα χύμα, πήγαινες αγόραζες δύο τσιγάρα, ένα- Κάποια στιγμή, αποφασίσαμε, η παρέα -ήμασταν τρεις- και λέμε «Θα πάμε να πάρουμε πακέτο». Αλλά ήταν τόσο μεγάλο αυτό που θα κάναμε, για την ηλικία μας και για το χωριό, που αγοράσαμε το πακέτο και πήγαμε σχεδόν τέσσερα χιλιόμετρα έξω από το χωριό, και το θάψαμε. Νομίζοντας ότι θα έρθει η αστυνομία να μας πιάσει, αφού πήραμε… Το ίδιο συνέβαινε -ας πούμε, μικρά τώρα σου λέω πέμπτη-έκτη δημοτικού, τώρα, έκτη δημοτικού έφυγα εγώ από τα Βίλια- είχαμε τις κοπέλες μας. Αλλά οι κοπέλες δεν το ξέρανε. Ας πούμε, εγώ ήθελα την Ελένη, και ο Κώστας, ο φίλος μου, ήθελε την Γαρυφαλιά. Τις είχαμε αλλάξει κιόλας, αλλά, αυτές δεν το είχανε μάθει ποτέ, δεν τους είχαμε πει ότι «Μας αρέσετε», και τα λοιπά. Πάντα το υπονοούσαμε αυτό. Δηλαδή, μπορεί να παίρναμε το ποδήλατο, ας πούμε, και να πηγαίναμε έξω από το σπίτι της Ελένης ή της Γαρυφαλιάς. Και μπορεί να τύχαινε τώρα, να έκανε αυτή την κουρτίνα έτσι, να έβλεπε έξω. Εμείς θεωρούσαμε ότι έβλεπε εμάς. Μας περίμενε. Δεν το είχαμε πει ποτέ ανοιχτά. Όπως σου είπα, όταν κατεβήκαμε στην Μάνδρα, έπαθα σοκ όταν μου είπανε «Να τα φτιάξουμε», δεν υπήρχε αυτή η έκφραση, δεν την ξέραμε. Τέλος πάντων, ήτανε απλά, απλά χρόνια, ωραία, αγνά. Τώρα, κατεβαίνοντας στην Μάνδρα, εκεί άρχισα να καταλαβαίνω… Εκεί άρχισε η σχέση μου με την μουσική, όπως σου είπα. Δηλαδή, την μουσική στα Βίλια την ακούγαμε από ένα κασετόφωνο, που είχε ο πατέρας μου από την Γερμανία φερμένο. Όπως σου είπα ήτανε μετανάστης ο μπαμπάς. Άρα κασέτες, άντε και… Στην Μάνδρα ανακαλύψαμε το ραδιόφωνο. Κυρίως, την εκπομπή του Πετρίδη. Δεν υπήρχαν και πολλά ραδιόφωνα εξάλλου. Αλλά το ωραίο ήτανε, επειδή ακριβώς υπήρχε αυτή η τάση, να ασχοληθώ με την μουσική, στη Μάνδρα γνώρισα και ένα παλικάρι, ο Χρήστος ο Κανάκης. Αυτός είχε και ένα ατύχημα. Του είχε κοπεί το χέρι, και ήταν νομίζω η πρώτη συγκόλληση του χεριού στην Ελλάδα, αν δεν κάνω λάθος. Και μας φαινόταν πολύ π[00:05:00]αράξενο, γιατί το χέρι ήτανε… Φαινόταν δηλαδή αυτό. Καλό παιδί ο Χρήστος, λίγο μεγαλύτερος. Και τι είχαμε κάνει; Είχαμε κάνει πειρατικό σταθμό. Πειρατικοί σταθμοί τότε, όπως καταλαβαίνεις, ήταν πολύ της μόδας, γιατί ο καθένας έκανε το κοινό του. Οπότε είχαμε 45άρια δισκάκια και κάναμε παράνομες εκπομπές. Μέχρι που, υπάρχει και ένα περιστατικό, που κάποιος μας κάρφωσε -δεν ξέρω τι έγινε- και μας κυνήγαγε η αστυνομία, και φύγαμε απ’ τις σκεπές. Πηδώντας από σκεπή σε σκεπή και γλυτώσαμε. Δεν θυμάμαι, πώς τον λέγαμε τον σταθμό, αλλά ήτανε, ξέρεις, στην λογική… Ο καθένας είχε ένα ψευδώνυμο. Ας πούμε, ο Γιάννης ο Kawasaki, με την μηχανή του αντίστοιχα. Και έπαιρνε τηλέφωνο, μπορεί να έπαιρνε τηλέφωνο η «Λίτσα η Ωραία» και αφιέρωνε ένα τραγούδι στον Γιάννη τον Kawasaki, ή αντίστοιχα ο Γιάννης στη Λίτσα. Λοιπόν, γινότανε παιχνίδι, είχε τον χαβαλέ του αυτό, είχε πλάκα. Λέω όμως, παρόλα αυτά, η Μάνδρα ήτανε μία συντηρητική κοινωνία, και αυτό φάνηκε εκ των υστέρων, όταν ήρθα και στην Ελευσίνα. Γιατί, ας πούμε; Μου έκανε εντύπωση… Κατ’ αρχήν απαγορευόταν η διέλευση των κοριτσιών απ’ την πλατεία. Στην πλατεία ήταν αδύνατον να περάσει κορίτσι. Μόνο του ειδικά; Σίγουρα ήτανε πόρνη. Αν πέρναγε μόνο του κορίτσι, σχολιαρόπαιδο, μιλάω τώρα δηλαδή… Και ήμουν μπροστά σε ένα περιστατικό, όπου πέρασαν δύο κορίτσια, και κάποιοι θαμώνες εκεί σε μία καφετέρια -γιατί ήταν γεμάτη καφετέριες, στην πλατεία, η Μάνδρα- πέταξαν φραγκοδίφραγκα στις κοπέλες. Δηλαδή, αηδία σκέτο. Τέλος πάντων. Και θυμάμαι κι άλλο… Να, ένα-ένα μου έρχονται. Περνώντας με το λεωφορείο -το λεωφορείο πέρναγε μπροστά απ’ την πλατεία- θυμάμαι, που ήμουνα με μία συμμαθήτρια, είχαμε πάρει το λεωφορείο, και μόλις ανέβηκε να διασχίσει την πλατεία το λεωφορείο, η κοπέλα βυθίστηκε, για να μην την δούνε στο λεωφορείο. Δεν θυμάμαι τώρα, τι ώρα ήτανε; Αργά το απόγευμα. Και μου έκανε εντύπωση, δηλαδή, την έψαχνα. Και αυτή είχε βυθιστεί για να μην την δει κάποιος γνωστός του πατέρα της. Λοιπόν, εντάξει τώρα, αυτή ήταν η Μάνδρα. Και όπως σου είχα πει, με την φιλαρμονική. Όταν ξεκίνησα με την φιλαρμονική -και τώρα θυμήθηκα ένα ωραίο που συνέβη- γιατί όπως σου είπα, ξεκίνησα τον Σεπτέμβριο. Τώρα να ήτανε ‘81; Εκεί. Και επειδή υπήρχε έλλειψη, από μουσικούς, ο Σπύρος ο Μπρετάνος, που ήταν ο μαέστρος της φιλαρμονικής, ήθελε διακαώς να βγάλουμε υπηρεσία. Η πρώτη υπηρεσία ήτανε η 28η Οκτωβρίου. Και έπαιξα 2η τρομπέτα. 2η τρομπέτα, δηλαδή έπαιξα χαμηλότερες νότες απ’ ότι παίζει η ψηλότερη. Ας πούμε, όποιος έπαιζε πρώτη τρομπέτα είχε μεγαλύτερο κύρος, ήξερε περισσότερο. Εγώ τώρα, ως αρχάριος και τα λοιπά… Παρόλα αυτά για μένα ήτανε πολύ σημαντικό, ότι έστω και έτσι, μέσα σε δύο μήνες με είχε βγάλει υπηρεσία. Και είχαν πάρει τόσο πολύ τα μυαλά μου αέρα, που νόμιζα ότι έπαιζα τρομπέτα! Στις γιορτές των Χριστουγέννων υπήρχε ένα έθιμο, έβγαιναν κάποια μέλη της φιλαρμονικής και πηγαίναμε -πήγαιναν, μάλλον, γιατί για μένα ήταν η πρώτη φορά, τότε- σε διάφορα εργοστάσια, δηλαδή σε μεγάλα σημεία και παίζαμε τα κάλαντα. Τώρα, μαζευόμασταν, ήταν καμιά δέκα-δεκαπέντε όργανα, άτομα. Και μου ανακοινώνουνε -εγώ τώρα μιλάμε, πόσο; Τρεις-τέσσερις μήνες μάθαινα τρομπέτα- και μου ανακοινώνει κάποιος εκεί, και μου λέει «Να σου πω, σε υπολογίζουνε για το σχήμα, των καλάντων, στα κάλαντα». Πέταξα απ’ την χαρά μου, μιλάμε! Λέω τώρα, «Αυτό σημαίνει ότι είμαι καλός». Και πραγματικά, πηγαίνω το πρωί, ήτανε 05:00 ώρα το πρωί, να ξεκινήσουμε. Είχαμε και ένα φορτηγάκι, γιατί έπρεπε να μεταφέρουν και τα όργανα, τα βαριά, την γκρανκάσα, τα μπούρα, τα μεγάλα, τα εμφώνια. Όλα τα πνευστά που έχει η φιλαρμονική. Και πάω, και αφού έχουν όλοι… Δεν μου είπε κάποιος να πάρω όργαν[00:10:00]ο. Και λέω «Παιδιά, εγώ τι θα; Δεν θα έχω το…». Και βλέπω έναν τύπο, ερχότανε, και μου δίνει ένα κουτί. Και μου λέει «Εσύ θα είσαι το κουτί». Το κουτί τι ήτανε; Για να μαζεύαμε τα χρήματα. «Εντάξει -λέω- έστω και έτσι». Ας ξεκινήσουμε απ’ το πρώτο σκαλοπάτι, δεν πειράζει, παραπήραν τα μυαλά μου αέρα δηλαδή. Λοιπόν, ήταν ωραία εμπειρία όμως, γιατί κάναμε ένα tour στις βιομηχανίες της περιοχής. Ήταν συγκινητικά και γι’ αυτούς, δηλαδή έτσι το θυμάμαι. Και για τους εργαζόμενους που πήγαινε η φιλαρμονική, έστω μία ομάδα της φιλαρμονικής, και έπαιζε τα κάλαντα. Και μετά μοιραζόμασταν τα χρήματα, βέβαια, μεταξύ μας. Οπότε, κάπως εκεί, ισορρόπησα, η πίκρα μου που δεν έπαιξα τρομπέτα. Τα επόμενα χρόνια βέβαια, είχα ενταχθεί κανονικά στο σχήμα, έπαιζα τρομπέτα. Τι άλλο; Είχαμε αναφέρει, επίσης, γιατί εγώ την πρόλαβα την Χούντα, ας πούμε ήμουνα πρώτη δημοτικού. Δηλαδή όταν έπεσε η χούντα, εγώ ήμουνα στην πρώτη δημοτικού. Είχαμε προλάβει και το σχολείο το Σάββατο το πρωί, τις ποδιές μας, κανονικά. Και όπως καταλαβαίνεις, όταν έπεσε η Χούντα, δεν σήμαινε ότι άλλαξαν τα πράγματα αμέσως, έτσι; Δηλαδή, απ’ την στιγμή που ήταν ποτισμένος όλος ο δημόσιος οργανισμός με αυτή τη νοοτροπία, αυτό άλλαξε τα επόμενα δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Άρχισε να αλλάζει, κυρίως με το ΠΑΣΟΚ, που ήρθε το ‘81. Το αναφέρω αυτό, γιατί, χωρίς να ξέρω τότε -εγώ ήμουνα μικρό παιδί δηλαδή, όπως σου είπα, μέχρι έντεκα-δώδεκα χρονών ήμουνα στα Βίλια, απάνω- αλλά, τα πανηγύρια που στήνανε στις επετείους και τα λοιπά, ήτανε τόσο κακής αισθητικής, που εγώ τότε βέβαια -τώρα που το σκέφτομαι εκ των υστέρων- τότε δεν ήξερα γιατί δεν μου αρέσει, ήξερα ότι δεν μ’ άρεσε αυτό που έβλεπα. Αλλά το αποδεχόμουνα γιατί έτσι θεωρούσα ότι είναι. Εκ των υστέρων, βέβαια κατάλαβα ότι ήταν αυτή η έλλειψη αισθητικής, γενικότερα, και της κακοποίησης της παράδοσης. Ενώ υποτίθεται η Χούντα ήταν υπέρ της παράδοσης, αλλά μιας παράδοσης έτσι όπως την ήθελε η ίδια να την πλασάρει. Λοιπόν, γι’ αυτό και όλα αυτά τα πανηγύρια που στήνονταν στο χωριό με άφηναν παγερά αδιάφορο και αισθητικά, τουλάχιστον. Θυμάμαι όμως, την αγωνία του δασκάλου. Είχαμε έναν δάσκαλο, ο οποίος μας είχε κάνει και καλλιγραφία. Κάναμε και καλλιγραφία τότε. Και μάλιστα, ο τρόπος που βαθμολογούσε ήταν αντίστοιχος. Δηλαδή είχε μία διαβάθμιση… Βαθμολογούσε ας πούμε «10. Καλά 10. Πολύ καλά 10. Πολύ ωραία 10. Πάρα πολύ ωραία 10. Πάρα πολύ ωραία 10 -με τρία θαυμαστικά, με δύο θαυμαστικά». Είχε μία διαβάθμιση δικιά του. Πέρα απ’ τα συμβατικά, δηλαδή του υπουργείου. Καλλιγράφος, και πραγματικά καλλιγραφία μάθαμε από αυτόν. Και θυμάμαι την αγωνία του όταν ερχόταν ο επιθεωρητής -κι αυτή η υποκρισία του συστήματος, δηλαδή, γι’ αυτό λέω την Χούντα- όπου ο επιθεωρητής, υποτίθεται θα εξέταζε κάποιο παιδί από εμάς, για να δει αν ο δάσκαλος έκανε την δουλειά του. Ο δάσκαλος βέβαια απ’ την προηγούμενη, μας είχε δασκαλέψει, και ιδιαίτερα τους καλούς μαθητές, τι να πούμε. Οπότε και αυτός προσπαθούσε να κατευθύνει τον επιθεωρητή. Δηλαδή, μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια, με λίγα λόγια. Οπότε, όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Αλλά, πάντα υπήρχε η αγωνία, μη τυχόν και δεν ρωτούσε αυτόν που είχε προετοιμάσει. Και τι θα γινότανε;
Τώρα, να ξανακατέβουμε στην Μάνδρα, γιατί εκεί ήταν και η πρώτη επαφή και με τους δίσκους. Αλλά, στη Μάνδρα είχε ένα δισκοπωλείο, όπου, όπως καταλαβαίνεις, όποιος ήθελε να ακούσει μουσική, έπρεπε να πάει να παραγγείλει τα τραγούδια που είχε ακούσει από φίλους ή από το ραδιόφωνο, και να του κάνουν μία κασέτα. Βέβαια είχα έναν Μανδραναίο φίλο, ο οποίος ναι μεν ήταν ανοιχτός στα νέα ακούσματα, που τότε για εμάς ήταν η ροκ και τα λοιπά. Αλλά θυμάμαι ας πούμε, είχαμε πάει έτσι, περιχαρείς, να κάνουμε ο καθένας την κασέτα του -και κασέτα τώρα, και 90 λεπτών, μεγάλης διάρκειας δηλαδή- και ενώ έχω δώσει εγώ την λίστα σ’ αυτόν που έχει το δισκοπωλείο -γιατί μας έλεγε αυτός, «Ελάτε μετά από δύο μέρες να την πάρετ[00:15:00]ε, τρεις»- βλέπω την λίστα την δικιά του. Απ’ την μία πλευρά ήθελε να του βάλει -τότε είχε βγει το «The Game» των Queen. Το γνωστό άλμπουμ των Queen, το «Another one bites the Dust», και ποια άλλα κομμάτια; Το «The Game» το ομώνυμο, είχε κάνει μεγάλο θόρυβο, το δισκάκι- και απ’ την μία πλευρά ήθελε να του γράψει το «The Game», και απ’ την άλλη τον καινούριο δίσκο του Ζαγοραίου. Αυτό ήτανε σχεδόν λόγος να χαλάσουμε την φιλία μας. Πώς είναι δυνατόν, στην ίδια κασέτα να συνυπάρξουν οι Queen και ο Ζαγοραίος; Τέλος πάντων. Ήταν ιεροσυλία δηλαδή να αναμειχθούν αυτά τα πράγματα. Αδύνατον, αδιανόητο. Εντάξει, τώρα τα σκέφτομαι βέβαια με αγάπη. Τότε όμως, ήτανε διαφορετικά. Φυσικά, όπως καταλαβαίνεις, αγοράζαμε δίσκους, αλλά δεν είχαμε πικάπ να τους παίξουμε. Γιατί το πικάπ έκανε πιο ακριβά. Και φυσικά, δεν υπήρχαν λεφτά… Που να ζητήσεις τώρα λεφτά; Ενώ ο δίσκος ας πούμε, εντάξει, κάπως μαζεύαμε λίγο χαρτζιλίκι, παίρναμε έναν δίσκο. Βέβαια πολλές φορές, επειδή ακριβώς η επιθυμία ήταν παραπάνω απ’ την πραγματικότητα, που ζούσαμε, την οικονομική, κλέβαμε και κάνα δισκάκι. Κυρίως αυτό γινόταν και στα πάρτι. Δηλαδή, αυτό τώρα που θα σου πω, συνέβη αργότερα στην Ελευσίνα, αφού έφυγα από την Μάνδρα. Γιατί, πηγαίναμε, κάναμε τα πάρτι. Τα πάρτι, κυρίως είμασταν οι διοργανωτές, δηλαδή, κουβαλάγαμε τα ηχεία, τους δίσκους, τους ενισχυτές, όλα. Φτιάχναμε δικά μας ηχεία, παίρναμε τα twitter-άκια, τα midrace, τα woofer. Ή κάποιος που ήξερε κάποιον ξυλουργό, έφτιαχνε την κάσα του ηχείου και τα λοιπά. Και πάντα τα δοκιμάζαμε, να είχε τα σωστά μπάσα, τα prima, μας ενδιέφεραν αυτά. Και ερχόμαστε μετά από ένα πάρτι και έρχεται, και λέω σε έναν «Ρε ‘συ κοίτα τι δισκάκι βρήκα». «Ρε μαλάκα -μου λέει- αυτός είναι δικός μου». Αυτός τον είχε πάρει, αλλά δεν είμασταν πάντα μπροστά όταν αγόραζε ο ένας και ο άλλος δίσκους, οπότε, δεν ήξερα εγώ ότι ο φίλος τον είχε αγοράσει. Εγώ τον είχα κλέψει! Άντε τώρα, τρέχα γύρευε! Λοιπόν, παρόλα αυτά, είχαμε αποκτήσει μία δισκοθήκη, πριν πάρουμε το στερεοφωνικό. Και τα στερεοφωνικά τότε μάλιστα ήτανε και ενσωματωμένα, τα πουλάγανε έτσι πολύ… Γιατί βόλευε. Φυσικά όπως καταλαβαίνεις, το στερεοφωνικό όταν ήρθε στην Ελλάδα, πήγαινε πακέτο με το σύνθετο. Δηλαδή στο σπίτι, όπου υπήρχε η σαλοτραπεζαρία, που ήτανε κυρίως η έκθεση του σπιτιού, εκεί έμπαινε και το στέρεο. Λέγαμε «Πήρε στέρεο ο άλλος», το στερεοφωνικό. Που συνήθως ήταν ενσωματωμένα. Αυτά ήταν και τα πιο «μάπα» δηλαδή, αργότερα το καταλάβαμε. Εμάς μας ενδιέφερε να πάρουμε ξεχωριστά κομμάτια. Δηλαδή ένα κομμάτι να είναι ο ενισχυτής, άλλο κομμάτι να είναι το ραδιόφωνο, άλλο κομμάτι να είναι το πικάπ, άλλο το deck, το κασετόφωνο. Και τα περισσότερα ήτανε… Φαντάσου γυρνάγανε και με τα αυτοκίνητα πολλοί πωλητές και τα πουλάγανε αυτά. Ενσωματωμένο τι σημαίνει; Δηλαδή, σε ένα έπιπλο όλο το σύστημα. Αλλά τώρα, εμείς θέλαμε το κάτι παραπάνω. Τέλος πάντων, τα καταφέραμε κάποια στιγμή, και με θυσίες και με κόπο, πήραμε τα στερεοφωνικά μας. Βέβαια πάντα είχαμε τα ατυχήματα, γιατί είχαμε πάρει τον ενισχυτή που να βγάζει 2x75 watt, 2x80; 2x100 ο άλλος; Για να έχουμε ένταση στα πάρτι. Καιγότανε καμιά φορά ο ενισχυτής και άντε τώρα, να βρεις εκεί άκρη. Παρόλα αυτά, κάποια στιγμή είχαμε όλη τη σειρά. Θυμάμαι το πικαπάκι που είχαμε πάρει, της Technics, ήτανε όνειρο για κάθε νέο που ήθελε στοιχειωδώς να έχει ένα σύστημα. Ένα σύστημα εννοώ πιο αξιόπιστο από του μέσου όρου, με αυτή την έννοια. Και φυσικά, όταν κατεβήκαμε Ελευσίνα -ήταν πιο κοντά η Αθήνα- οπότε αν δεν μας έφταναν τα χρήματα για να[00:20:00] αγοράσουμε δίσκους, πηγαίναμε πολλές φορές και στην Ομόνοια. Άκου εδώ τώρα να γελάσεις. Γιατί, οι εταιρίες τότε τύπωναν και δίσκο και κασέτα. Γιατί κάποιος δεν είχε πικάπ, ρε παιδί μου, έπαιρνε τον δίσκο σε κασέτα. Υπήρχαν οι πειρατές στην Ομόνοια, χαμός γινότανε, που κάνανε αντιγραφές των κασετών. Η πλάκα είναι ότι εξακολουθούσαν και γράφανε και λέγανε «Led Zeppelin, νούμερο 2, εταιρείας». Αλλά το γράφανε χειρόγραφα, με ένα αυτοκόλλητο απάνω, αλλά αυτό ήτανε και πιο φθηνό, οπότε το παίρναμε και αυτό. Μέχρι που, όταν είχαμε το δικό μας κασετόφωνο -δεν το συζητώ- άπειρες ώρες, μέρες, μήνες για να φτιάξουμε την δικιά μας λίστα, με κασέτες. Η κασέτα ήταν ό,τι πολυτιμότερο, γιατί μπορούσες να φτιάξεις μία λίστα -είναι κάτι αντίστοιχο που κάνει ένας DJ σήμερα, ουσιαστικά- γιατί, έβαζες τα τραγούδια σύμφωνα με αυτό που αισθανόσουνα εσύ, για κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Και μπορεί να την έκανες δώρο, την κασέτα, στην κοπελιά σου, σε έναν φίλο σου. Συγγνώμη. Και το λέω αυτό, γιατί εκείνη την ώρα δεν το συνειδητοποιούσαμε, αλλά έτσι κι αλλιώς, αν δεν είχαμε κασέτα, έπρεπε ή να αφήσουμε τον δίσκο όλο να παίζει ή να βάλουμε την βελόνα σε όποιο κομμάτι… Sorry.
Να το σταματήσω για λίγο; Να το ξαναξεκινήσουμε σε λίγο. Ωραία. Όχι;
Όχι, όχι.
okay.
Λοιπόν, και το λέω γιατί; Τώρα, βλέποντας τις κασέτες που είχα φτιάξει, δηλαδή είχαμε φτιάξει… Ας πούμε είχα φτιάξει μία κασέτα «For the Army», όταν με είχανε καλέσει για φαντάρο, εγώ είχα φτιάξει μία λίστα που θεωρούσα εγώ ότι θα ήθελα να ακούω εκεί. Τι έπαθα τώρα; Κάτι. Αλλά το ενδιαφέρον ποιο είναι; Ότι βλέποντας τις κασέτες τώρα, έχουν αποτυπώσει και την ψυχολογία μας τότε. Την αίσθηση εκείνης της στιγμής, της περιόδου. Και γι’ αυτό, οι κασέτες μετά εντάξει, βέβαια, με τα MP3s και τους υπολογιστές περάσαν όλα απάνω. Αλλά παρόλα αυτά τις έχουμε κρατήσει τις κασέτες, γιατί ακριβώς έχουνε αποτυπώσει αυτή την πλευρά της πραγματικότητας, της στιγμής.
Ωραία. Είπες πριν, ότι είχατε έναν πειρατικό σταθμό. Πώς το φτιάξατε;
Αυτό, ο Χρήστος ήξερε. Βασικά δεν ήταν και πολύ δύσκολο, έτσι; Είχε έναν ενισχυτή με λυχνίες και μία κεραία, στα μεσαία τώρα, όχι FM. Δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Εγώ δεν ήξερα προσωπικά να το κάνω, αλλά αφού ήξερε ο Χρήστος και μετά καθόμασταν μαζί και κάναμε πρόγραμμα. Το παίζαμε ραδιοφωνικοί παραγωγοί, τώρα δηλαδή, της γειτονιάς, γιατί είχε μία εμβέλεια, άντε, όσο η πόλη, ίσως και παραπάνω, αλλά ανάλογα.
Επίσης, εσείς σπίτι είχατε στέρεο; Όλο αυτό το ηχοσύστημα, δηλαδή, που μου περιέγραψες.
Ναι. Ξεχωριστά κομμάτια, όπως σου είπα. Εμείς δεν παίρναμε… Ήτανε δηλαδή, το ενσωματωμένο ας πούμε -αυτό που σου είπα- το έπαιρνε ο απλός κόσμος. Εμείς τώρα ήμασταν ειδικοί, θέλαμε κάτι πιο εξελιγμένο. Μάλιστα ένας φίλος -στην Μάνδρα έγινε αυτό- είδα για πρώτη φορά CD. Ήτανε, ξέρω γω; Δηλαδή αισθάνθηκα, όπως αισθάνθηκε η ανθρωπότητα όταν έφτασε ο άνθρωπος στο φεγγάρι. Όταν έβλεπα δηλαδή ότι άνοιγε -και χώρια τα led-άκια που είχε- είχε πάρει έναν ενισχυτή -ο Johnny, ένα παλικάρι- είχε και ξενικό όνομα. Φαντάσου. Άρα, δεν ήταν όποιος κ’ όποιος. Κατάλαβες; Και είχε φέρει τώρα CD player… Μιλάμε τώρα 1984, ’83; ’83, ‘84, εκεί. Και να δούμε CD player; Ήτανε δηλαδή, εξωγήινο πράγμα. Λοιπόν, εμείς σιγά σιγά πήραμε, αποκτήσαμε το δικό μας στερεοφωνικό, κομμάτι-κομμάτι, όπως σου εξήγησα. Τώρα, είχαμε πει ας πούμε, γιατί επικρατούσε αυτός ο διαχωρισμός και σε σχέση με τα μαγαζιά αλλά και τα είδη της μουσικής, αλλά τότε δεν είχε αναπτυχθεί τόσο πολύ και δεν είχαν ανανε[00:25:00]μειχθεί τα είδη, τόσο πολύ. Δεν υπήρχε αυτός ο πλουραλισμός που υπάρχει σήμερα στην μουσική, άρα τα πράγματα ήταν πολύ ξεχωρισμένα. Ο ροκάς ήταν αδιανόητο να ακούσει ελληνική μουσική -δεν το συζητάω αυτό-, δηλαδή υπήρχε ένας κώδικας -προφορικός- που τηρούνταν όμως, στην πράξη. Αν κάποιος -και δεν υπονοώ βέβαια ότι δεν μπορούσε να το κάνει. Έτσι; Δεν θα ήμασταν εμείς οι θεοί που θα του λέγαμε τι να κάνει… Αλλά, αν υπήρχε κάποιος στην παρέα, που άκουγε και ελληνικά, δεν ήταν στην παρέα απλά. Δεν τον υπολογίζαμε δηλαδή για την επόμενη συνάντηση. Καλά δεν συζητάω, αν πήγαινες σε ντισκοτέκ; Η ντισκοτέκ για εμάς ήτανε, το τίποτα. Η προσβολή της μουσικής. Υπήρχε μία ντισκοτέκ εδώ στην Ελευσίνα, η Jumbo. Και βέβαια, σχεδόν είχαμε δίκιο. Γιατί αργότερα, με τα χρόνια, είδαμε ότι η ντισκοτέκ, πώς κατέληγε το πρόγραμμα; Με τα γνωστά σκυλάδικα στο τέλος. Δεν υπήρχε περίπτωση ένα ροκ κλαμπ, ένα «παμπάκι» -που πηγαίναμε εμείς στην παμπ, όπως σου είπα- το τελευταίο τραγούδι πριν κλείσει το μαγαζί να είναι ελληνικό και δη σκυλάδικο. Θα είχε χάσει όλη την πελατεία. Η παμπ που σου είπα, που ήτανε σχετικά κεντρικό σημείο στην Ελευσίνα, είχε και ένα ωραίο παταράκι, ημι-παταράκι, που εκεί κάναμε και τις πρώτες μας εξερευνήσεις όσον αφορά το αλκοόλ, τα ποτά. Και επειδή ήμασταν και πιτσιρικάδες δεν πίναμε αλκοόλ καθαρό. Δηλαδή, πίναμε κονιάκ με πορτοκάλι, βότκα με πορτοκάλι -διάφορους συνδυασμούς που ήταν οι χειρότεροι βέβαια-, ούζο με πορτοκάλι. Αλλά ήταν και φθηνά αυτά. Γι’ αυτό και μας εξυπηρετούσε αυτό, πώς να πω; Να τώρα θυμάμαι ας πούμε, υπήρχε και το -γιατί δεν υπήρχανε τώρα freddo, espresso, όλα αυτά, cappuccino και τα λοιπά. Πρωί-πρωί πήγαινες και θα μπορούσες να πιεις κουταλάκι. Έτσι το ζητάγαμε. Τι ήταν το κουταλάκι; 2 κουταλιές καφέ, όση ζάχαρη ήθελες και ανακάτευες με το νερό και το έπινες. Αυτό ήτανε. «Το κουταλάκι» το λέγαμε. Βαρύ πράγμα δηλαδή όπως καταλαβαίνεις. Ούτε καν δηλαδή… Και δεν υπήρχε ακόμα… Οι μηχανές του φραπέ ήτανε σε μαγαζιά πολύ γκλάμουρ, δηλαδή τον φραπέ το χτυπάγαμε στο χέρι, τις περισσότερες φορές. Μετά απέκτησαν μηχανή, μίξερ -πώς το λένε;- για τον φραπέ. Παρόλα αυτά, ένα μεγάλο κομμάτι… Δηλαδή, κοπάνες στο σχολείο, που κάναμε, πολλές κοπάνες ήτανε στην παμπ. Ήτανε ένα μεγάλο μέρος, δηλαδή, και πραγματικά όταν έκλεισε κάποια στιγμή -γιατί όλα τελειώνουνε αυτά κάποια στιγμή- έτσι πήρε και ένα κομμάτι της νεότητας μαζί, η παμπ. Μας μείνανε οι φωτογραφίες κι οι αναμνήσεις, και αυτά.
Είχες αναφερθεί στον πολιτικό ρόλο που έπαιξαν τα… Βασικά, συγγνώμη. Στο πώς τα κόμματα, είχανε λόγο, ουσιαστικά, στην μουσική.
Ναι. Όχι λόγο. Αυτοί θέλανε ψήφους, θέλανε να έχουνε διάχυση του μηνύματός τους. Θυμίζω ότι είναι η εποχή της αλλαγής. Βρισκόμαστε, δηλαδή… Ουσιαστικά η Γλυκιά Συμμορία φτιάχτηκε τον πρώτο χρόνο του ΠΑΣΟΚ. Τότε, εμείς δεν -όπως και όλοι οι άνθρωποι υποθέτω- το ΠΑΣΟΚ δεν ακουγόταν, όπως ακούγεται σήμερα. Σήμερα είναι σχεδόν συνώνυμο με βρισιά, γιατί χρεοκόπησε η χώρα, όπως έχουμε βιώσει όλοι. Και ακόμα υπάρχουν οι συνέπειες αυτής της κακής διαχείρισης. Τότε όμως, ήταν πραγματικά μία άλλη πρόταση, που ήταν αναγκαία βέβαια. Άρα σε αυτή τη λογική[00:30:00], και τα κόμματα θέλοντας να έχουνε πρόσβαση στην νεολαία, τι κάνανε; Πλησίαζαν νέους που είχανε φτιάξει γκρουπάκια, συγκροτηματάκια… Πρέπει να πω, κυρίως τα ροκ συγκροτηματάκια, που ήτανε τότε περισσότερο της μόδας, τα πλησίαζαν, αλλά χωρίς να σημαίνει… Δεν τους έλεγχαν το πρόγραμμα. Εμάς, ας πούμε, όταν ερχόταν το ΚΚΕ Εσωτερικού τότε, ή το ΠΑΣΟΚ, ερχόταν κάποιος, ο οποίος πολύ πιθανόν να ήταν και φίλος κάποιου -τώρα μικροκοινωνία η Ελευσίνα- ή να ήξερε κάποιον που του είπε για εμάς και είχε μεσολαβήσει, και έλεγε «Παιδιά, θα σας βάλουμε την μικροφωνική. Θα έρθετε να παίξετε;». Εμάς δεν μας ενδιέφερε, αυτοί μπορεί να μοιράζανε τον προγραμματικό τους λόγο. Δεν ασχολούμασταν. Αλλά δεν ενοχλούσε ο ένας τον άλλον. Εμείς κάναμε, αυτό που δεν μπορούσαμε να κάνουμε –είχαμε την χρηματοδότηση δηλαδή, να παίξουμε–, τουλάχιστον έτσι νομίζαμε τότε, είχε ένα νόημα. Παρόλα αυτά, ήτανε επιθυμία μας τότε, το θέλαμε αυτό, να παίζουμε. Και αυτοί κάνανε την δουλειά τους, έχοντας πρόσβαση στο κοινό το δικό μας τώρα. Λέγοντας κοινό, τώρα τους φίλους μας, εντάξει, εννοώ. Θυμήθηκα ένα άλλο περιστατικό. Τότε δήμαρχος, ήταν ο Μιχάλης ο Λεβέντης -όπως νομίζω το είχα αναφέρει-, ένας πολύ καλός δήμαρχος, δηλαδή προϊόντος του χρόνου, έχει αναγνωριστεί ως πολύ θετική η παρουσία του στην πόλη και στα πράγματα. Εμείς τι θέλαμε; Και φυσικά, με λίγο τα μυαλά πάνω από το κεφάλι -όπως έπρεπε- αφού ήμασταν και νέοι και πιστεύαμε ότι είμαστε και καλοί, και ότι είχαμε μέλλον και όλα αυτά. Θέλαμε στήριξη. Τι ζητάγαμε εμείς; Ζητάγαμε μηχανήματα, καταρχήν, που δεν μπορούσαμε να πάρουμε εμείς, ήταν αδύνατον. Κκαι χώρο για πρόβες. Άρα πλησιάζοντας τους ιθύνοντες, τους αξιωματούχους της πόλης, τον αντιδήμαρχο, αντίστοιχα, ή τον πρόεδρο του πολιτιστικού, εκεί. Αυτοί τώρα, για να έχουν καλή σχέση μας υπόσχονταν πράγματα. Δηλαδή μας λέγανε «Θα το κάνουμε παιδιά, θα το φτιάξουμε… Θα σας φτιάξουμε μία αίθουσα, θα την μονώσουμε κιόλας -ξέρω γω-, για να μην ενοχλείτε». Καταλαβαίνεις ότι πέρναγε ο καιρός και δεν γινόταν τίποτα απ’ όλα αυτά. Οπότε, ήταν τέτοια η επιθυμία μας, που είχαμε φτάσει στο εξής σημείο. Είχε έρθει ο Βασίλης ο Παπακωνσταντίνου, είχε κάνει μία συναυλία, στο πλαίσιο των Αισχυλείων -τα Αισχύλεια είναι ένα φεστιβάλ, που επίσης το εδραίωσε ο Μιχάλης Λεβέντης το 1975 στην Ελευσίνα, μέχρι και σήμερα υπάρχει, εννοώ- λοιπόν, και στα πλαίσια των Αισχυλείων είχε έρθει ο Βασίλης ο Παπακωνσταντίνου. Είχαμε ψάξει τότε, είχαμε φάει τα λυσσακά μας, να βρούμε πόσα λεφτά είχανε δώσει στον Παπακωνσταντίνου, για αυτή τη συναυλία; Και είχαμε υπολογίσει πόσα λεφτά χρειαζόμασταν εμείς, για να γίνει μόνωση, να έχουμε μηχανήματα. Και όπως καταλαβαίνεις, η διαφορά ήταν τεράστια. Εμείς όμως θεωρούσαμε ότι, αντί ο Δήμος να πληρώνει γνωστούς καλλιτέχνες, όπως ο Βασίλης -τον οποίον τον λατρεύαμε, βέβαια, δεν το συζητάω- αλλά έλα που ήταν κόντρα στα συμφέροντά μας τότε. Οπότε είχαμε γράψει -δεν την δώσαμε την επιστολή αυτή ποτέ βέβαια- αλλά είχαμε καταφερθεί εναντίον του δημάρχου λέγοντάς του ότι «Δεν μπορεί να λες ότι υποστηρίζεις την ντόπια παραγωγή εδώ, τα συγκροτήματα των νέων της Ελευσίνας και να φέρνεις τον Παπακωνσταντίνου με τόσα χρήματα». Ευτυχώς που δεν το δώσαμε, θα είχαμε γίνει ρεζίλι. Γιατί, έτερον-εκάτερον… Το καθένα δεν έχει σχέση. Αλλά τότε για εμάς όμως, για φαντάσου δηλαδή σε 16χρονα, 18χρονα παιδιά, φαινότανε ως διαπλοκή αυτό και ως τέτοιο… Κάτι που δεν υποστήριζε την δικιά μας δράση, όπως θέλαμε. Αυτά, δεν θυμάμαι κάτι άλλο τώρα.
Συγγνώμη. Ωραία, οι πολιτικές νεολαίες, οι κομματικές νεολαίες για την ακρίβεια, θυμάσαι πώς σας προσέγγισαν; Πριν από τις συναυ[00:35:00]λίες;
Κοίτα, όπως σου είπα, μέσω κάποιου γνωστού, του γνωστού και τα λοιπά, όχι άμεσα. Αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι υπήρχε μεγάλη κινητικότητα απ’ τις πολιτικές νεολαίες τότε. Έτσι; Και λογικό. Γιατί μόλις -ας πούμε, τι ήτανε;- είχαν συμπληρωθεί δέκα χρόνια από την πτώση της Χούντας, μη ξεχνάς. Μη το κοιτάμε τώρα, που έχουν περάσει πολλά περισσότερα χρόνια. Τότε ακόμα άχνιζε το πράγμα. Λοιπόν, άρα υπήρχε πολύ έντονη πολιτικοποίηση και κομματικοποίηση μάλλον, καλύτερα, των νέων. Βέβαια, εμείς ποτέ δεν ασχοληθήκαμε ενεργά με κάποιο κομματικό σχηματισμό, όλα τα μέλη της μπάντας της Γλυκιάς Συμμορίας. Εμάς μας ενδιέφερε η μουσική. Δηλαδή αυτό που κάναμε τα τραγούδια μας, οι στίχοι, το να τα παίζουμε στους φίλους μας. Αυτό, δεν είχαμε κάποια άλλη σχέση δηλαδή, έτσι... Αυτά.
Θυμάσαι κάτι από τις πρόβες σας;
Οι πρόβες ήτανε πολύ ωραίες, μερικές φορές. Στριμωγμένες χρονικά άλλες φορές, γιατί υπήρχε το σχολείο, υπήρχαν κι άλλες δραστηριότητες. Ή μπορεί κάποιος να μην είχαμε… Δεν υπήρχαν τα κινητά, συνεννοούμασταν το προηγούμενο βράδυ, ή 1-2 μέρες πριν. Μπορεί κάποιος να αργούσε, να… Αλλά τις πρόβες, κάποια περίοδο τις κάναμε και στο πολιτιστικό -όπως νομίζω, δεν θυμάμαι, πρέπει να το είπαμε αυτό- αλλά και στο μαγαζί του Μιχάλη του Μαθιουδάκη, στο πατάρι, που είπαμε. Ναι, κυρίως εκεί.
Θα ήθελες να μου πεις ένα από τα αγαπημένα σου τραγούδια, που είχατε γράψει;
Υπάρχει ένα, το είχα ανεβάσει και στο διαδίκτυο. «Στον δρόμο του γυρισμού» λέγεται, του Τάσου. Και έχει έναν στίχο, που λέει κάποια στιγμή: «Λες ψέματα δεν θα ξαναπετάξεις σε στέκι άλλο μακρινό δεν θα σε ξαναβρώ ψυχή μου στου ηθοποιού το όλο σκηνικό». Δεν σημαίνει κάτι συγκεκριμένα. Αλλά, πάντα μου άρεσε αυτό το ακαθόριστο, και τα λοιπά. Το είχαμε τραγουδήσει στο σπίτι του, το είχαμε κάνει ηχογράφηση. Με drum machine μάλιστα, για να το έχουμε. Είναι κι άλλα βέβαια, τώρα πρέπει να τα βρω ένα-ένα, να πάω πίσω. Ίσως είναι ευκαιρία αυτή η συνέντευξη εδώ, να αναμοχλεύσω λίγο το παρελθόν.
Κάτι τελευταίο, είχες αναφερθεί κιόλας ότι είχατε στείλει κάτι τραγούδια σε ένα στούντιο…
Ναι.
Θυμάσαι, κάτι περισσότερο;
Κοίτα ήτανε, νομίζω ήτανε… Δεν θυμάμαι, μπορεί να ήτανε… Ή ήτανε η Julieta Karrori, νομίζω ήταν αυτή, ή η Κάτια Καλλιτσουνάκη, να ήτανε; Και να τις μπερδεύω; Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ήταν όμως μία πρωτοβουλία, να διασωθούν -υποτίθεται- μπάντες νεανικές και τα λοιπά. Είχαμε δώσει κασέτα. Δεν υπήρξε κάποια συνέχεια μετά. Παρόλα αυτά, θυμάμαι ήταν πολύ ωραία η περίοδος που ζήσαμε μέχρι να την πάμε την κασέτα. Δηλαδή η προσδοκία που είχαμε, ότι κάτι μπορεί να σημαίνει αυτό, σε κάπου μπορεί να μας οδηγήσει. Δεν μας οδήγησε πουθενά, αλλά έτσι, ήτανε ωραίο όλο αυτό. Δηλαδή η σκέψη, να το προετοιμάσουμε, να δώσουμε το demo, που λέμε. Και νομίζω -δεν το παρακολούθησα μετά- αλλά νομίζω δεν έγινε. Δεν έγινε γενικότερα. Θα είχε ενδιαφέρον δηλαδή, κάποιος να το κάνει αυτό. Πραγματικά. Γιατί εντάξει, όπως καταλαβαίνεις, δεν ήτανε… Όπως εμείς, σε κάθε πόλη μεγάλη, θα υπήρχαν αντίστοιχες προσπάθειες, από νέους, από παιδιά. Έτσι ελάσσο[00:40:00]νος σημασίας, δηλαδή τοπικού χαρακτήρα. Οπότε είχε ενδιαφέρον, πραγματικά να διασωθούν αυτά.
Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο;
Όχι, τώρα… Είχα καιρό να τα θυμηθώ αυτά. Και ευχαριστώ το Istorima, που μου έδωσε αυτή τη δυνατότητα.
Παρακαλούμε. Τέλεια. Τελειώσαμε.
Φωτογραφίες
«Η Παρένθεση» - Τοπική ε ...
Το εξώφυλλο από την τοπική εφημερίδα της Ε ...
Αφίσα συναυλίας
Μία αφίσα για την συναυλία της Γλυκιάς Συμ ...
Μια πρόχειρη επιστολή πρ ...
Μία επιστολή που δεν στάλθηκε ποτέ στα χέρ ...
Μια πρόχειρη επιστολή πρ ...
Μία επιστολή που δεν στάλθηκε ποτέ στα χέρ ...
Αφίσα για συναυλία
Μία αφίσα για την συναυλία της Γλυκιάς Συμ ...
Αφιέρωμα του συγκροτήματ ...
Ένα κολαζ φτιαχμένο από τα μέλη της Γλυκιά ...
Αφιέρωμα προς το χαμό το ...
Γραμμένο από τα μέλη της Γλυκιάς Συμμορίας ...
Απόκομμα εφημερίδα για τ ...
Απόκομμα της εφημερίδας «Δημοτικά Νέα» του ...
Μια πρόχειρη επιστολή πρ ...
Μία επιστολή που δεν στάλθηκε ποτέ στα χέρ ...
Η είδηση για το χαμό του ...
Απόκομμα της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος» ...
Αφίσα συναυλίας
Μία αφίσα για την συναυλία της Γλυκιάς Συμ ...
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Δημήτρης Ανδρώνης είναι πρώην μέλος του τοπικού συγκροτήματος «Γλυκιά Συμμορία» και αφηγείται τις αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια στα Βίλια και στην Μάνδρα Αττικής, συνδεόμενες με την μουσική παιδεία που έλαβε. Μέσα από στιγμές και γεγονότα, εξιστορεί τη δική του πλευρά της ιστορίας, από τη Χούντα μέχρι και τη δεκαετία του '80, όπου μετακόμισε στην Ελευσίνα μόνιμα.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Ανδρώνης
Ερευνητές/τριες
Μυρτώ Ανδρώνη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/06/2022
Διάρκεια
40'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο Δημήτρης Ανδρώνης είναι πρώην μέλος του τοπικού συγκροτήματος «Γλυκιά Συμμορία» και αφηγείται τις αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια στα Βίλια και στην Μάνδρα Αττικής, συνδεόμενες με την μουσική παιδεία που έλαβε. Μέσα από στιγμές και γεγονότα, εξιστορεί τη δική του πλευρά της ιστορίας, από τη Χούντα μέχρι και τη δεκαετία του '80, όπου μετακόμισε στην Ελευσίνα μόνιμα.
Αφηγητές/τριες
Δημήτριος Ανδρώνης
Ερευνητές/τριες
Μυρτώ Ανδρώνη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
05/06/2022
Διάρκεια
40'