Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Από 'δώ και πέρα είσαι "Νίκος" πια» (Μέρος Β')
Ενότητα 1
Η συμμετοχή στην Εθνική Αλληλεγγύη και η σύλληψη
00:00:00 - 00:06:17
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έχουμε 25 Μαΐου 2022, εγώ είμαι ο Νεστορίδης Ιάσονας και είμαι με τον κύριο Πασχαλούδη Κωνσταντίνο στη Χαριλάου, στη Θεσσαλονίκη. Κύριε Κ…μενα σ' ένα σπίτι στην Άνω Πόλη. Ε, ήρθαν, με πιάσανε, είδα και την ίδια τη Μαριγούλα που τους οδήγησε εκεί και στη συνέχεια συνελήφθηκα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η κράτηση στο 11ο και στο 1ο Ατυνομικό Τμήμα
00:06:17 - 00:22:03
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Από εκεί και πέρα αρχίζει ένα δράμα, πραγματικά. Το δράμα είναι πως μέσα σ' ένα αυτοκίνητο από τα στρατιωτικά εκείνα που υπήρχαν, στο οποίο …υχε να περάσεις από εκεί να το δεις. Δε νομίζω. Εκεί ήταν το αστυνομικό τμήμα τότες. Άμα περνούσες από τη Βασιλίσσης Όλγας το έβλεπες.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Η δίκη, οι φυλακές του Επταπυργίου και η μεταγωγή στη Γυάρο
00:22:03 - 01:35:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, έτσι κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις. Εντωμεταξύ είχαμε παραπεμφθεί στο στρατοδικείο, όλοι βέβαια, είκοσι επτά τον αριθμό, και ορίστ…γνωμάτευση των γιατρών, ύστερα από δεκαπέντε μέρες, πώς είχαν χαρακτηρίσει, παρουσιάζω στα πνευμόνια κάτι και υπάρχει κίνδυνος φυματίωσης.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Μεταγωγή στις φυλακές Αβέρωφ, αίτηση αναθεώρησης, αποφυλάκιση και στρατιωτική θητεία
01:35:24 - 01:57:54
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Έρχεται, εγκρίνεται η μεταγωγή μου για τις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα. Οι φυλακές Αβέρωφ τώρα ήταν παράδεισος μπροστά με την-. Πήγα εκεί, πέρ… από την αναβολή που μου δώσαν από το Κ.Ε.Ν. Κορίνθου με την αριστερή καρδιοπάθεια. Τώρα ενοχλήσεις είχα πολλές. Και είχα και παρεμβάσεις.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Η Αμερικανική Γεωργική Σχολή και μετέπειτα ενοχλήσεις
01:57:54 - 02:08:51
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Λοιπόν, με ενοχλήσαν, αλλά εγώ, όπως γράφω και στο βιβλίο μου, επειδή παλιότερα οικογενειακώς μέναμε στην Αμερικανική Σχολή και ήμουν πολύ α…ου; Εκεί πέρα όχι. Η δουλειά μου στη σχολή, αφού επιχειρήσαν να κάνουν πολλά, πολλές φορές, μικροί και μεγάλοι, τους απέκλεισε από κάθε-
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Δραστηριότητες στις Φυλακές Αβέρωφ και στη Γυάρο κι επίλογος
02:08:51 - 02:32:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μάλιστα. Να σας κάνω και δυο ερωτήσεις που τις έχω κρατημένες από πριν. Ναι. Στην εξορία, στη Γυάρο και στο Γεντί Κουλέ... Ποια; Στ…Λοιπόν, τώρα είχα την τύχη να ζήσω περισσότερο. Ευχαριστώ πολύ, κύριε Κώστα. Τίποτα, τίποτα. Εγώ το θεωρώ καθήκον μου. Να 'στε καλά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]
Έχουμε 25 Μαΐου 2022, εγώ είμαι ο Νεστορίδης Ιάσονας και είμαι με τον κύριο Πασχαλούδη Κωνσταντίνο στη Χαριλάου, στη Θεσσαλονίκη. Κύριε Κώστα, καλησπέρα.
Χαίρετε.
Όποτε θέλετε, μπορούμε να ξεκινήσουμε.
Ναι, από τώρα.
Ωραία.
Ξεκινάμε. Το ‘46, στις 3 Δεκεμβρίου ήταν η μέρα που έγινε η σύλληψή μου. Δεν υπήρχε καμιά συγκεκριμένη κατηγορία και στο τέλος μας ονόμασαν στρατολόγους, διότι μαζί μ' εμένα είχαν συλληφθεί κι άλλοι. Είχε πλαισιωθεί μια ομάδα η οποία έπρεπε να παραπεμφθεί στο στρατοδικείο. Ο καιρός ήταν άγριος, τα στρατοδικεία τότε δίκαζαν κατά τον τρόπο που ήθελαν. Δεν υπήρχε περίπτωση αναμονής μετά από την καταδίκη. Οι εκτελέσεις γινόταν σε είκοσι τέσσερις ή το πολύ σαράντα οκτώ ώρες. Λοιπόν, βέβαια εγώ, εμείς την εποχή εκείνη, εγώ ήμουν δεύτερος γραμματέας νομαρχιακού συμβουλίου της Εθνικής Αλληλεγγύης. Σκοπός της Εθνικής Αλληλεγγύης ήταν να βοηθά, κατά κάποιον τρόπο, όσο ήταν δυνατό, τους κατατρεγμένους και τους ανθρώπους που τότε η κατάσταση της τρομοκρατίας στην ύπαιθρο, αλλά και μέσα στην πόλη ακόμα, διότι όλες οι οργανώσεις οι οποίες συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση είχαν τεθεί εκτός νόμου και όποια οργάνωση ξεκινούσε κάτι να κάνει πάντοτε είχε και τα θύματά της. Λοιπόν, η σύλληψή μου - έχω πει και σε προηγούμενη συζήτηση πώς ακριβώς είχε γίνει κι έτσι πώς βρέθηκα στο αστυνομικό τμήμα της Καλαμαριάς, διότι εκεί τότε η Εθνική Αλληλεγγύη, αλλά και γενικότερα οι οργανώσεις της Εθνικής Αντίστασης, είχαν δημιουργήσει ένα σημείο που ορισμένοι άνθρωποι οι οποίοι συμμετείχαν στη Εθνική Αντίσταση παλιότερα, ξαφνικά βρέθηκαν κατηγορούμενοι και πάντοτε να τιμωρούνται για πράξεις τις οποίες βρίσκονταν χωρίς να έχουν γίνει στην πραγματικότητα. Λοιπόν, εμείς εδώ, η οργάνωση της Αλληλεγγύης είχε δημιουργήσει εδώ, πάνω από το αεροδρόμιο σ' ένα σημείο, ένα σημείο που ορισμένοι από τους αυτούς που δεν μπορούσαν να μείνουν, γιατί κινδύνευαν να συλληφθούν και τότε η σύλληψη στην αστυνομία σήμαινε μαρτύριο, δυσκολία, φρόντιζε να τους καλύπτει. Να τους καλύπτει νομικά, βέβαια, όταν γινόταν το δικαστήριο, ιατρικά άμα δεν μπορούσαν, αλλά και ήταν σε αυτό τον τόπο να διαφυλαχθούν για να περάσουν την κρίσιμη κατάσταση εκείνη. Από μια ομάδα αυτή, η οποία στο τέλος έγινε γνωστή στην αστυνομία και έκανε επίθεση, οι οποίοι ήταν άοπλοι βέβαια, δεν είχαν όπλα, σκοτώθηκαν μερικοί, αλλά οι υπόλοιποι ζήσαν. Τώρα εγώ, από μέρους της Αλληλεγγύης είχα για τη διάσωση των ανθρώπων αυτών, γιατί δυστυχώς υπήρχε την εποχή εκείνη τρομοκρατία. Γιατί για κάθε άνθρωπο ο οποίος συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση, για κάθε άνθρωπο ο οποίος ήταν, μπορούσε να μιλάει και να ζητάει δημοκρατία και και και, ήταν εχθρός τους. Λοιπόν, σε αυτή την κατάσταση είχα αναλάβει να βοηθώ. Μετά από το χτύπημα αυτό που έγινε, γλύτωσαν ορισμένοι άνθρωποι οι οποίοι κατεβήκαν στη Θεσσαλονίκη. Αυτό έγινε αφορμή να εξελιχθεί η υπόθεση και να φτάσουμε και στη δική μου σύλληψη. Διότι ήμουν επικεφαλής της ομάδος που διαχειριζόταν από μέρους της Εθνικής Αλληλεγγύης τη διαφύλαξη των ατόμων αυτών. Λοιπόν, το καλωσόρισμα εφόσον συνελήφθηκα, με συλλάβανε μετά από την κατάδοση της Μαριγούλας, μιας κοπέλας την οποία χρησιμοποιούσα για αυτή τη δουλειά για να μπορούμε να μεταβιβάζουμε στους συνδέσμους τους ανθρώπους αυτούς που κι αυτοί-. Μάλιστα, από έναν σύνδεσμο συγκεκριμένα υποδείχθηκε σ' ένα ραντεβού που είχε μαζί του, συνελήφθη κι αυτή, κάτω από την πίεση και τα βασανιστήρια κατέδωσε και το δικό μου όνομα. Εγώ την εποχή εκείνη ήμουνα όχι παράνομος, αλλά για μέτρα προφύλαξης έμενα σ' ένα σπίτι στην Άνω Πόλη. Ε, ήρθαν, με πιάσανε, είδα και την ίδια τη Μαριγούλα που τους οδήγησε εκεί και στη συνέχεια συνελήφθηκα.
Από εκεί και πέρα αρχίζει ένα δράμα, πραγματικά. Το δράμα είναι πως μέσα σ' ένα αυτοκίνητο από τα στρατιωτικά εκείνα που υπήρχαν, στο οποίο ήταν οι χωροφύλακες που ήρθαν να με συλλάβουν και με συλλάβαν, συγκεκριμένα από έναν ενωματάρχης, ανθυπασπιστής, τι ήτανε, ώσπου να φτάσουμε από την Ακρόπολη που συνελήφθηκα μέχρι την Καλαμαριά, με το μαχαίρι μου έκοψε τα μαλλιά. Το πρώτο μου μαρτύριο είναι αυτό. Και χωριστά τα άλλα, τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη με χειροπέδες. Δεν μπορούσα να φέρω, αλλά και τι αντίσταση να φέρω όταν βρίσκομαι σε ένα περιβάλλον που είναι δέκα χωροφύλακες και εγώ είμαι κρατούμενος. Φτάσαμε στην Καλαμαριά. Εκεί αρχίζει το μαρτύριο. Όποιος την εποχή εκείνη, διότι τώρα είναι εντελώς διαφορετική η εποχή και διαφορετική η συμπεριφορά της αστυνομίας. Τότε η αστυνομία αποτελούσε το φόβητρο. Λοιπόν, όποιος εκείνη την εποχή δεν γνώρισε και δεν πέρασε από αστυνομικό τμήμα για τη λεγόμενη, όπως λεγόταν, προανάκριση, δεν είναι δυνατόν να ξέρει πώς και τι τυραννία υπήρχε και τι βασανισμός. Αυτό το πράγμα συνεχίστηκε έναν μήνα, γιατί στο τμήμα της Καλαμαριάς έμεινα έναν μήνα, δηλαδή από τις 3 Δεκεμβρίου, ολόκληρο τον Γενάρη.
Βασανισμός όταν λέτε;
Βασανισμός σημαίνει, αρχίζει από τη φάλαγγα. Όταν μιλάμε για φάλαγγα σημαίνει ότι δυο χωροφύλακες, βρίσκεσαι πεσμένος κάτω και τα πόδια είναι μες στην αορτή ενός όπλου και άλλοι δυο - τρεις χωροφύλακες να βαράν και να βασανίζουν τις πατούσες στα πόδια, το οποίο είναι ένας πόνος φριχτός και μαρτυρικός, ο οποίος διαρκεί έως ότου κουραστούνε οι ίδιοι ή υποχωρήσει αυτός που βασανίζεται και τους δώσει αυτό που θέλανε. Τι ζητούσαν από μένα; Απ' εμένα, όπως και προηγούμενα από τους άλλους που πιάσανε ζητώντας τον παραπάνω απ’ αυτούς φτάσανε σ' εμένα. Από μένα ζητούσαν ποιος είναι επικεφαλής από μένα. Τώρα εγώ και λίγο πεισματάρης και λίγο δεν ήταν δυνατόν, είτε και γιατί δεν ήθελα να μαρτυρήσω τους ανθρώπους αυτούς με τους οποίους δούλευα και ήμουν υπό την καθοδήγησή τους και μάλιστα καθοδηγητής ήταν κάποιος, ο γραμματέας των Αθηνών όπου εκείνες τις μέρες ήρθε και ανέλαβε τα καθήκοντα στη Θεσσαλονίκη. Λοιπόν, αυτό το πράγμα συνέχισε τις πρώτες μέρες κάθε μέρα και κάθε ώρα, συνέχεια. Επίσης, άλλο μα[00:10:00]ρτύριο ήταν τα αβγά, τα βραστά αβγά στη μασχάλη. Ένα μαρτυρικό πράγμα. Τρίτο πράμα ήταν το να σε βάλουν στη μέση και να γίνεις, να είναι τέσσερις - πέντε γύρω με τα μαστίγια και να χτυπάνε, ώσπου να μείνεις αναίσθητος. Εγώ ομολογουμένως πολλές φορές έπεσα σε αναισθησία. Αλλά με έναν κουβά νερό συνερχόμουνα και συνέχιζε το μαρτύριο. Αλλά, αφού ήξερα πως είτε έτσι είτε αλλιώς καλή τύχη δε θα είχα, είχα την επιμονή μου να λέω: «Δεν ξέρω και λοιπά, ήταν ένας Γιάννης τον οποίον εγώ έκλεινα ραντεβού, μου έκλεινε μάλλον αυτός ραντεβού και συναντιόμασταν». Αυτό το διαπιστώσαν, όμως, ότι έτσι ήταν γιατί το σήμα ερχόταν από την κοπέλα συνήθως για το ραντεβού το δικό μου, τέλος πάντων. Το μαρτύριο των αβγών στη μασχάλη είναι τρομερό. Γιατί όπως βράζουν στη φωτιά και στο βραστό νερό, μπαίνουν στη μασχάλη και σε κρατάν και τα χέρια εδώ. Και το χτύπημα το, εκείνη την ώρα τολμώ να πω φτάνεις στο σημείο να πεις, να μετανιώνεις που γεννήθηκες, τόσο βασανιστικά είναι τα μαρτύρια. Αλλά αυτό το πράμα δεν ήταν μόνο σ' εμένα, είχε περάσει και σε άλλους πιο μπροστά και γινόταν καθημερινά και σε πολλούς άλλους, αλλά... Συνεχίστηκε αυτή η δουλειά, πέρασε ένας μήνας κάτω από αυτές τις συνθήκες. Χαρακτηριστικό είναι το εξής πράγμα. Εντωμεταξύ, απ' τους δικούς μου δεν ήξερε κανείς ότι συνελήφθηκα κι ότι είμαι κρατούμενος. Ευτυχώς, διότι παντού υπάρχουν άνθρωποι, υπήρχε ένας ενωματάρχης ο οποίος ετοιμαζόταν για να πάρει σύνταξη και ο οποίος κατά κάποιον τρόπο δεν τα έβλεπε με καλό μάτι αυτά. Μια μέρα εκεί που μ' είχαν, έπιασε λίγο την κουβέντα μαζί μου, αστυνομικός ήταν, δεν μπορούσε να τον παρεξηγήσει κανείς. Μου λέει: «Θα πάω να πάρω κρασί από το χωριό σου», μου λέει. Χωριό μου ήταν η Πυλαία. «Άμα θέλεις τίποτα, να σε εξυπηρετήσω» και λοιπά. Εγώ φοβόμουνα, φοβήθηκα ότι ήταν βαλτός και δεν τον είπα τίποτε άλλο. Ένα πράμα τον είπα μονάχα, ότι: «Εκεί που θα πας να πάρεις κρασί, από πού παίρνεις κρασί;». «Παίρνω από τον Ζησάκη», λέει. Λέω: «Από εκεί που θα πας να πάρεις κρασί κάνε μια συζήτηση ότι είμαι εδώ». Κι αυτό έγινε αφορμή να ειδοποιηθούν κάπως οι δικοί μου. Εντωμεταξύ, ύστερα απ’ αυτό, μία θεία μου από το χωριό πήρε την απόφαση και την τόλμη να έρθει να με δει μαζί με τον γιο της.
Στην Καλαμαριά;
Στην Καλαμαριά, στο αστυνομικό τμήμα. Να μου φέρει κάτι, να φέρει ρούχα να αλλάξω και λοιπά. Όταν πήρε-. Εντωμεταξύ, όμως, αφού πήραν και μου φέραν τα καινούρια έδωσα πίσω τα παλιά για να τα πλύνει και να τα ξαναφέρει. Όταν τα πήρε και τα είδε αυτά ήταν μες στα αίματα από τα βασανιστήρια. Έφριξε. Αλλά δεν μπορούσε ούτε να πει, ούτε να κάνει τίποτα. Πηγαίνοντας το διέδωσε και έγινε ζήτημα και θέμα. Αλλά ποιος το υπολόγιζε αυτό το πράγμα. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο πέρασα έναν μήνα στο αστυνομικό τμήμα της Καλαμαριάς. Δηλαδή, τα χτυπήματα ήταν τόσα και κατά τέτοιο τρόπο, γιατί πολλές φορές δεν ήταν και οργανωμένα. Διότι το χτύπημα που είπαμε στις πατούσες ήταν οργανωμένο, δεν άφηνε σημάδια πολλά. Θα ‘σκαζε κάπου, θα έβγαζε λίγο αίμα, τελείωνε, δεν ήταν τίποτα. Αλλά υπήρχε και το άλλο, όπως το λέγαμε εμείς το ανοργάνωτο, το οποίο χτυπούσανε αδέσποτα. Τότε δεν έμενε ούτε μύτη και από τα αφτιά ακόμα έτρεξαν αίματα. Γιατί δεν χειριζόταν με ανθρωπισμό τίποτα, όλα γινόντουσαν με πείσμα, με μανία και, τέλος πάντων, αυτές ήταν οι εντολές τους, έτσι κάνανε. Ήθελαν να πετύχουν και να βρουν αυτό που θέλαν. Δυστυχώς για αυτούς δεν το πετύχαν. Εντωμεταξύ, ύστερα από έναν μήνα που έκατσα εκεί πέρα με φωνάζουν μια μέρα: «Ετοιμάσου, τα ρούχα σου να φύγεις». Εντωμεταξύ ρούχα δεν είχαμε τίποτα. Μια κουβερτούλα στο πάτωμα κάτω. Εντωμεταξύ υπήρχε και όλη η ομάδα, ας πούμε, των ανθρώπων. Δηλαδή, κατ' αρχήν υπήρχαν τρεις απ’ αυτούς οι οποίοι ήτανε πάνω στην ομάδα που χτυπήθηκε, που αυτοί γλύτωσαν. Τώρα γλύτωσαν κι άλλοι, αλλά φύγανε. Οι τρεις αυτοί που γίναν αφορμή για τις συλλήψεις ήταν ένας Ραψομανίκης, ένας, ο Λευτέρης ο Βεργόπουλος και μια κοπέλα, η Λέλα η Ευθυμιάδου. Διότι αυτούς πήγαμε να φροντίσουμε, να τους τακτοποιήσουμε κάπου αλλού και πάνω σε αυτό τους παρακολουθούσαν με σύνδεσμο, έναν Μιχάλη Σανίδα από τη Θέρμη, οι οποίοι, από εκεί ξεκίνησε η δουλειά, παρακολουθούσαν το μέρος και μόλις πήγε και ο Σανίδας κάναν μπλόκο και τους πιάσανε όλους αυτούς. Και, εντωμεταξύ, υπήρχαν κι άλλοι τους οποίους έβγαλε η Μαριγούλα ύστερα εφόσον συνεργάστηκε μαζί τους. «Τι γίνεται; Πού πάω;». Λέω: «Τι θα μου κάνουν τώρα εμένα;». Εντωμεταξύ, επειδή αυτοί δεν τα καταφέραν, παρόλη την πίεση, παρόλα τα βάσανα, παρόλες τις στεναχώριες, παρόλα αυτά, παρόλα, παρόλα, παρόλα, δεν πετύχαν τίποτα. Το 11ο, το τμήμα της Καλαμαριάς υπαγόταν κατά ένα μέρος στο 1ο. Το 1ο ήταν στο Ντεπώ. Με μεταφέραν στο αστυνομικό τμήμα του Ντεπώ. Όπως ήμουν εγώ, με τα σημάδια, με τα αυτά, με το άλλο. Άρχισαν κι εκεί τα ίδια. Στην αρχή με το γλυκό, με το καλό, όταν είδαν ότι δε βγαίνει τίποτε με αυτό, γιατί εγώ στάθηκα στο: «Δεν ξέρω, ήταν κάποιος που τον λέγαν συγκεκριμένα Γιάννη», που κι αυτό ψευδώνυμο ήταν, γιατί και το δικό μου το όνομα ήταν ψευδώνυμο, ήμουν «Νίκος». Λοιπόν, διοικητής στην Καλαμαριά ήταν κάποιος Σαμαρτζής, υπομοίραρχος. Διοικητής στο αστυνομικό τμήμα, στο 1ο Αστυνομικό Τμήμα ήταν κάποιος Παπατσώρης, ο μετέπειτα αρχηγός στην Εθνική Ασφάλεια, διοικητής Εθνικής Ασφάλειας, πήρε προαγωγή, λοιπόν, ο οποίος ήταν άξιος αξιωματικός και καλός, αλλά η εντολή ήταν μία. Βασανισμό μέχρι θανάτου για να βγει αυτό που θέλουμε. Έχοντας, όμως, το προηγούμενο της Καλαμαριάς δεν... Ε, πέρασα άλλον έναν μήνα εκεί πέρα κάτω από αυτές τις συνθήκες, από συνθήκες μαρτυρίου με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη και μέσα στο κρατητήριο κι εκεί. Για να θέλω να κατουρήσω έπρεπε να φωνάξω τον σκο[00:20:00]πό να μου βγάλει τις χειροπέδες και να με οδηγήσει ο ίδιος, αλλιώς... Αρχίσαμε εκεί φάλαγγα, τα νύχια πέσαν όλα.
Από τα πόδια ή από τα χέρια;
Από τα πόδια ό,τι πάθαν, πάθαν από το χτύπημα. Αυτά, τα νύχια από την πόρτα. Σφίξιμο στην πόρτα. Να σπαρταράς σαν το ψάρι. Τα νύχια μου είναι αλλαγμένα όλα. Λοιπόν και εκεί περνούσαν οι μέρες μαρτυρικές. Εγώ μια λέξη ήξερα: «Δεν ξέρω τίποτα. Ε, αυτή την εντολή είχα, να βοηθήσω, να κάνω και έκανα αυτά που έκανα. Αυτά που έκανα είναι γνωστά, σας τα έχουν πει άλλοι. Γιατί, πριν έρθετε να με πιάσετε, ήξερες ποιος είμαι, τι είμαι και επισταμένα ζητούσατε τον Νίκο. Ε, λοιπόν, τον Νίκο τον βρήκατε, αλλά ο Νίκος δεν ξέρει τίποτα. Έκανε τη δουλειά του, γιατί νόμιζε ότι κατά αυτόν τον τρόπο προσφέρει βοήθεια». Πάντως στο 1ο τις πρώτες μέρες μπορεί να ήταν βασανιστικό, οι τυραννίες να ήταν μαρτυρικές, διότι τα νύχια των χεριών πέσαν στο 1ο, δεν πέσαν στην Καλαμαριά.
Στο Ντεπώ.
Στο Ντεπώ. Στην οδό Γραβιάς ήταν το Αστυνομικό Τμήμα. Ένα παλιό σπίτι το οποίο ήταν χτισμένο κατά τρόπο τέτοιο, αν έτυχε να περάσεις από εκεί να το δεις.
Δε νομίζω.
Εκεί ήταν το αστυνομικό τμήμα τότες. Άμα περνούσες από τη Βασιλίσσης Όλγας το έβλεπες.
Λοιπόν, έτσι κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις. Εντωμεταξύ είχαμε παραπεμφθεί στο στρατοδικείο, όλοι βέβαια, είκοσι επτά τον αριθμό, και ορίστηκε η δίκη για τις 27 Ιανουαρίου.
Ποιου έτους;
Του ‘47.
Του ‘47.
‘46 τον Δεκέμβριο είναι που πιάστηκα εγώ. Το ΄47, 27 Ιανουαρίου. Βασιλικός επίτροπος ήταν ο Ταμβακάς, άνθρωπος που δεν ήξερε τίποτα άλλο να λέει παρά: «Θάνατο! Τρεις φορές σε θάνατο, δυο φορές σε θάνατο!». Λοιπόν, αλλά παρουσιάστηκαν ορισμένοι, χρησιμοποίησαν σαν μάρτυρες ορισμένους αστυνομικούς. Αυτό το πράγμα το στρατοδικείο, είπε, του χτυπήσαν δικηγόροι ότι δεν είναι νόμιμο, αυτός που έκανε την ανάκριση και βασάνισε τον κρατούμενο να έρχεται εδώ για μάρτυρας. Λοιπόν, το αναβάλαν για την 1η Φεβρουαρίου. Η δίκη στο στρατοδικείο κράτησε εννιά μέρες. Άρχισε την 1η Φεβρουαρίου και τελείωσε στις 9 Φεβρουαρίου. Το στρατοδικείο την εποχή εκείνη ήταν στην Ιταλική Σχολή, στον Βαρδάρη, ένα κόκκινο κτήριο που ήταν. Μετέπειτα ήταν η διοίκηση Εθνικής Ασφαλείας ήταν εκεί. Εκεί έγινε η δίκη μας. Και στο διάστημα που δικαζόμασταν εκεί φιλοξενούμασταν, δηλαδή το βράδυ, στο 6ο Αστυνομικό Τμήμα, εκεί, στη Βαλαωρίτου, κοντά δηλαδή, για να μην είμαστε μακριά. Το στρατοδικείο ήταν στρατοδικείο. Επικεφαλής ήταν ένας συνταγματάρχης, ο οποίος ήταν λογικότερος από όλους, παλιός αξιωματικός και άλλοι ήταν. Πάντως, από ταγματάρχη και πάνω ήταν όλοι τους, πέντε άνθρωποι μαζί με τον πρόεδρο που ήταν ο συνταγματάρχης. Λοιπόν, ανάκριση διαφορετική δεν υπήρχε. Με την προανάκριση παραπεμφθήκαμε στο στρατοδικείο. Εκεί κατά κάποιον τρόπο απολογηθήκαμε. Εγώ στην απολογία μου είπα τι πραγματικά είμαστε, τι κάναμε, δεν κάναμε τίποτα. Ένοπλο τμήμα, απλά με αυτό που λέτε. «Όχι», λέει, «αυτοί πηγαίναν για αντάρτες». Λέω: «Όχι, δεν πηγαίναν για αντάρτες. Εμείς, τουλάχιστον, δεν ξέραμε τι γινόταν από εκεί και πέρα. Αλλά μέχρι εκεί που πήγαιναν και ξέρω πού πήγαιναν, ήταν άοπλοι και λοιπά». «Σας ξέρουμε, σας ξέρουμε» ήταν η απάντηση του Ταμβακά, προχώρησε. Στην ένατη μέρα βγήκαν οι αποφάσεις. Ο βασιλικός επίτροπος ζήτησε την ποινή του θανάτου για επτά άτομα από μας. Πρώτον για τους τρεις οι οποίοι γλυτώσαν από πάνω και ήταν μαζί μας κρατούμενοι εκεί, για τον σύνδεσμο τέσσερις, για έναν ο οποίος έδωσε έναν που πήγε εκεί, τον Μαυρίδη, λοιπόν, πόσοι είπαμε, πέντε;
Πέντε είπαμε.
Και σαν αρχηγό εμένα. Πάντως επτά. Και έναν που είχαμε, έναν Ραψομανίκη, αυτός ήταν χωροφύλακας και δεν ξέρω τι έγινε, έπεσε στη χωροφυλακή και τον είχαν για κρατούμενο και αντί να πάει για κρατούμενος έφυγε για έξω. Λοιπόν. Από εκεί ζήτησε επτά σε θάνατο. Και άλλες ποινές. Άλλον ισόβια, άλλον είκοσι χρόνια, άλλον δέκα χρόνια και λοιπά, ανάλογα. Πάντως δεν έμεινε, ο μόνος ο οποίος αθωώθηκε ήταν η Μαριγούλα. Και φανερά, δηλαδή, διότι βοήθησε το έργο, δηλαδή μετάνιωσε ειλικρινά και βοήθησε το έργο της ασφάλειας για τη σύλληψη της ομάδας. Γιατί μας χαρακτηρίζαν ομάδα, παρόλο που εκεί μέσα βρισκόνταν και άνθρωποι τους οποίους ούτε ήξερα εγώ ούτε είχα ακούσει ποτέ.
Δεν ήτανε και οι είκοσι επτά της Εθνικής Αλληλεγγύης;
Όχι. Βάλαν, πρώτα απ’ όλα βάλαν τη Μαρίκα τη Δραγόνα ας πούμε, μια γυναίκα η οποία ήταν γραμματέας του κόμματος στο Ντεπώ, όχι στο Ντεπώ, στην Κηφισιά, έξω από το Ντεπώ, στην Κηφισιά, ήταν γραμματέας του κόμματος. Βάλαν από τους Σέδες, οι οποίοι βοηθούσαν σε τρόφιμα τέσσερις, μεταξύ των οποίων και έναν ηλικιωμένο που ήταν γραμματέας του Κ.Κ.Ε. στη Θέρμη. Μετά, βάλαν έναν φοιτητή, Κοντογιαννίδη τον οποίον δεν είχε καμιά σχέση με κανέναν από εμάς. Λοιπόν, αυτά. Την άλλη την ημέρα περιμέναμε να ακούσουμε την απόφαση, γιατί ύστερα από αυτό μιλήσαμε εμείς, απολογηθήκαμε, είπαμε πώς είναι τα πράματα. Σημειωτέον, κάτι που έσωσε την ομάδα μας ήταν το εξής πράγμα. Οι δικηγόροι που είχαμε, γιατί εγώ δεν είχα ούτε λεφτά, ούτε δικηγόρο να βάλω και ούτε να πληρώσω, δεν είχαμε. Τους δικηγόρους τους είχε βάλει η Αλληλεγγύη. Είχαμε νομική προστασία. Συγκεκριμένα, σ' εμένα έβαλε έναν Καρυωτάκη, έναν καλό δικηγόρο και πολύ δυνατό. Άλλους έβαλε αλλού, σε όλους δηλαδή, δεν άφησε κανέναν ακάλυπτο, που αυτοί ξεκινήσαν από μέσα, η Αλληλεγγύη. Την εποχή εκείνη εδώ στην Ελλάδα βρισκόταν μία επιτροπή. Μια επιτροπή που επικεφαλής ήταν ο Δόκτωρ Έβατ, τι ήταν, Πορτογάλος ήταν αυτός, μάλλον Πορτογάλος πρέπει να ήτανε. Ήταν πρόεδρος της Πορτογαλίας και ήταν πρόεδρος της επιτροπής που ήρθε με την επιτροπή αυτή για να διαπιστώσουν ότι οι καταγγελίες που κάναν οι οργανώσεις και οι άνθρωποι, αν είναι ειλικρινείς ή όχι. Οι δικηγόροι μας μας λένε ότι: «Έχετε υπόψη σας ότι θα σας παρουσιάσουμε και για μάρτυρες, τώρα που συνέπεσε στην επιτροπή αυτή να γίνεται το στρατοδικείο το δικό σας, να σας παρουσιάσουμε» και πήρε τα ονόματα των επτά, αρχίζοντας από εμένα σαν αρχηγός και όλα τα υπόλοιπα και τους επτά και τα ανακοίνωσε στην επιτροπή, ότι ζητούμε να εξεταστούμε για μάρτυρες. Τώρα ή αυτό συνετέλεσε ή κάποιος μέσα στο στρατοδικείο ήταν, σκέφτηκε πιο λογικά και λοιπά και είπε νέα παιδιά[00:30:00], τότε εγώ ήμουν είκοσι ένα χρονών και οι άλλοι, οι μισοί σχεδόν, ήταν της δικής μου ηλικίας. Τι μεσολάβησε, την άλλη την ημέρα προσήλθαν απλώς για να αναγγείλουν τις αποφάσεις. Εγώ καθόμουνα δίπλα με τη δημοσιογράφο της Μακεδονίας, μια εξαιρετική, κοπέλα ήταν, αλλά περασμένης ηλικίας. Δηλαδή, η κοπέλα αυτή μπορεί να ήταν τότε σαράντα πέντε - πενήντα χρονών, η οποία ήταν πολύ λογική. Και, μάλιστα, πολλές φορές μου έλεγε, με παρηγορούσε κατά κάποιον τρόπο, γιατί ήταν βέβαιο ότι πήγαινα για σκότωμα. Λοιπόν, ήρθε το στρατοδικείο, πήγαμε, μας βάλαν εκεί πέρα, καθίσαμε στις θέσεις μας, όπως ήμασταν και όπως μας είχαν ορίσει και σαν μετανιωμένοι φανήκαν. Η φρουρά ρωτάει τον διοικητή, τον πρόεδρο του στρατοδικείου: «Να βγάλουμε τους κρατουμένους έξω;». Γιατί πάντα, όταν επρόκειτο να γίνει η αγγελία της καταδίκης, τους κατηγορούμενους του βγάζαν έξω, να μην ακούσουν τις ποινές, γιατί ξέραν ότι πάντα ήταν θανατικές. «Όχι», λέει, «δεν θα τους βγάλουμε». Η κοπέλα που ήταν δίπλα μού δίνει μια στο πόδι που το θυμάμαι ακόμα, μια κλοτσιά δηλαδή και μου λέει με χαρά και με ευχαρίστηση, γιατί σου λέω ότι υπάρχουν και άνθρωποι: «Δεν έχουμε θανατική καταδίκη», λέει. Διάβασε, ανήγγειλε το στρατοδικείο στην απόφαση που παίρνει αναστέλλει τις θανατικές καταδίκες με προορισμό να μεταβληθούν στην ανώτερη υπάρχουσα ποινή, τα ισόβια. Μίλησε για όλες τις αυτές και έτσι αναθαρρήσαμε λιγάκι.
Πώς νιώσατε εκείνη την ώρα που μάθατε ότι τελικά-
Τίποτα. Εγώ τουλάχιστον το έπαιρνα σαν γλέντι. Έλεγα στη δημοσιογράφο: «Άμα θα γίνει η εκτέλεση, να ‘ρθεις απάνω. Θα είσαι η παρηγοριά μου», της έλεγα.
Δεν σας είχε τρομάξει δηλαδή ούτε η θανατική ποινή;
Βέβαια, η θανατική ποινή, δεν είναι μικρό πράμα να φύγεις απ’ τη ζωή. Και έτσι από την υπόθεσή μας δεν εκτελέστηκε κανείς. Αλλιώς, και οι επτά θα ήμασταν... Αλλά απ’ ό,τι μας είπαν οι δικηγόροι, συνετέλεσε και η επέμβαση της επιτροπής που υπήρχε, ότι είπε θα ήθελε να εξετάσει αυτούς που δικάζονται τώρα. Κι έτσι έμεινε. Από εκεί φεύγουμε, πάμε πάλι για το Αστυνομικό Τμήμα, αυτό το κοντινό της Βαλαωρίτου και από εκεί στο Μεταγωγών και πάμε για το Επταπύργιο. Στο Επταπύργιο, δηλαδή 9 η απόφαση, 10 η ώρα, όχι, στις 12, μετά από τρεις μέρες δηλαδή-
Τρεις μέρες στο μεταγωγών.
Μεταγωγών.
Στο Μεταγωγών πώς ήτανε, πριν πάμε στο Επταπύργιο;
Στο Μεταγωγών. Οι παλιοί οι φύλακες του Μεταγωγών δεν έκαναν πολλές πράξεις. Αλλά ήταν ενισχυμένοι με μια ομάδα από χωροφύλακες και αυτοί μπαίναν μέσα, βασανίζαν, χτυπούσαν, βρίζαν, δηλαδή. Αλλά και οι άνθρωποι μες στο Μεταγωγών ήταν πολλοί, οι κρατούμενοι. Μόλις να κάτσουμε μπορούσαμε. Ήταν βασανιστική η ζωή. Και πολλές φορές φωνάζαν και κανέναν και βγάζαν το άχτι τους. Τότε βραβείο έπαιρνε αυτός που βασάνιζε περισσότερο. Κι όλοι πηγαίναν να πάρουν. Γιατί και τους ίδιους τους απειλούσαν, ότι: «Αν δεν κάνετε αυτό που λέμε, θα πάτε στο μέτωπο», γιατί γινόταν οι μάχες έξω, την εποχή πια του ‘47 είχαν αρχίσει οι μάχες οι θανατικές. Είχε γίνει η Δημοκρατική Κυβέρνηση, είχαν γίνει όλα και γινόταν μάχες δυνατές. Πήγαμε στο Επταπύργιο. Στο Επταπύργιο για 'μας ήταν απολύτρωση, για 'μας, δηλαδή, που περάσαμε την εποχή εκείνη στα Αστυνομικά Τμήματα και μιλάω για τους ανθρώπους που είχαν λόγους, γιατί και οι είκοσι επτά δεν βασανίστηκαν, υπήρχαν άνθρωποι που δε φάγαν ούτε μπάτσο, απλούστατα ήθελαν να τους διώξουν από εκεί που ήταν γιατί τους εμποδίζαν. Λοιπόν, ύστερα από την τυραννία στην προανάκριση την αστυνομική στα Αστυνομικά Τμήματα, αφήνω το στρατοδικείο, γιατί τις μέρες που είχαμε το στρατοδικείο δεν είχαμε βασανισμό, γιατί έπρεπε να παρουσιαστούμε στο στρατοδικείο. Και δεν μπορούσαμε με πρησμένο πρόσωπο και με χτυπημένα να παρουσιαστούμε στο στρατοδικείο. Ήθελαν να δείξουν και λίγο-. Λοιπόν, το Επταπύργιο ήταν οργανωμένο, γιατί όλοι οι οποίοι κρατούνταν εκεί πέρα ήταν άνθρωποι της Αντίστασης, εμβέλεια, οργανωμένοι και στο φαγητό και στο επισκεπτήριο και σε όλα. Πήγαιναν καλά τα πράγματα. Μπορούσαν, δηλαδή, με το παραμικρό δημιουργούσαν, κάναν μία απεργία, δεν παίρναν το συσσίτιο, πατούσαν τις φωνές και λοιπά. Όλα αυτά στη φυλακή δεν ήθελαν να τα έχουν, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Λοιπόν, εκεί καθίσαμε, στο Επταπύργιο μέχρι τις 2 Ιουλίου. Το Επταπύργιο έχει τρεις Ακτίνες, οι οποίες είναι διώροφες. Η μία είναι το ένα - δύο, η άλλη είναι το τέσσερα - πέντε και η άλλη είναι το επτά - οκτώ. Ε, εκεί μας διένειμαν, μας χωρίσανε, κάτσαμε. Ο καιρός εκεί πέρασε κάπως ήσυχα.
Ποινικούς δεν είχε καθόλου;
Πολύ λίγους. Αλλά και οι ποινικοί μέσα στο σύνολο, διότι όταν ένας θάλαμος είχε ογδόντα ανθρώπους οι οποίοι ήταν της Αντίστασης, ο ποινικός δεν περνούσε. Τι να πει; Ίσα ίσα που υποτασσόταν και συμμορφωνόταν ανάλογα με την τακτική που ακολουθούσαν οι υπόλοιποι, έτσι, για να έχει καλή συμπεριφορά και να έχει τι, να έχει τους ανθρώπους σαν φίλους, όχι σαν εχθρούς. Μοναχά που οι δικοί μας μπαίναν, γιατί είχαμε ομαδάρχη τον οποίο εκλέγαμε και γενικά υπήρχε ομάδα διοίκησης της φυλακής από κρατουμένους που παρουσιαζόταν στη διεύθυνση και έλεγε: «Ότι αυτό δεν είναι καλό και αυτό πρέπει να γίνει».
Και περνούσανε τα αιτήματα;
Και περνούσε αρκετές φορές. Όταν δεν ήταν κάτι που χαλούσε την κρέμα τη δική τους, παραδείγματος χάριν. Στις 2 Ιουλίου, την παραμονή το βράδυ έγινε μία εξόρμηση να συλληφθούν άπαντες οι αριστεροί. Αυτούς που είχαν καταχωρημένους, δηλαδή, τα γραφεία ασφαλείας στο κάθε τμήμα τους και η εθνική ασφάλεια. Και σε μια βραδιά ακόμα, εκείνη τη βραδιά συλλάβαν δυόμιση με τρεις χιλιάδες. Αυτή ήταν η νύχτα τρόμου, ας πούμε, της Θεσσαλονίκης οι οποίοι πήγαν, τους στείλαν, αυτοί δεν περάσαν στρατοδικείο, όμως, ήταν εξορία. Πήγαν εξορία, γιατί δεν είχαν να δικαστούν για τίποτε. Λοιπόν, και ύστερα από αυτό πήραν απόφαση ολόκληρη τη φυλακή της Γυάρου, εκτός από τους ποινικούς, αν και ορισμένους ποινικούς τους πήραμε μαζί, έφυγε, φύγαμε για τη [00:40:00]Γυάρο.
Όλο το Γεντί Κουλέ.
Όλο το Γεντί Κουλέ. Επτακόσιοι κρατούμενοι περίπου, εξακόσιοι - επτακόσιοι, με τα καζάνια της φυλακής, με τους φύλακες της φυλακής, τους παιδοφύλακες που λέγαμε. Οι μόνοι που μείναν, έμειναν ένας αρχιφύλακας, Πανάγου, ένας υπαρχιφύλακας και δύο άλλοι φύλακες. Όλοι οι άλλοι φύλακες και τα καζάνια της φυλακής και τα πάντα τα πήραμε. Διότι η φυλακή θα ξαναγέμιζε.
Να κάνω μια ερώτηση;
Το μόνο... Ναι.
Πείτε.
Το μόνο πράγμα που δεν έφυγε ήταν ο διευθυντής, ο αρχιφύλακας και λοιπά, αυτοί. Και αρχιφύλακα για τη Γυάρο τοποθετήσαν τον Γλάστρα. Ο Γλάστρας ήταν αρχιφύλακας του Παύλου Μελά στην περίοδο της κατοχής με τους Γερμανούς. Όλες οι εκτελέσεις και αυτά που γίναν, τα ονόματα, οι καταστάσεις περάσαν από τα χέρια του. Τον είχαν εμπιστοσύνη. Όπως φάνηκε καλός με τους Γερμανούς, θα φανεί καλός και για εμάς. Και το πρωί όλοι, τα ρούχα σας και δρόμο.
Οι συνθήκες πώς ήταν στο Επταπύργιο; Το φαγητό, καθαριότητα, ξυριζόσασταν;
Το ξύρισμα όχι, γιατί τα ξυραφάκια τα απαγορεύαν. Υπήρχε κουρείο. Τώρα ποιος νονός ποιος κουμπάρος, επτακόσιοι άνθρωποι. Πάντως τα καταφέρναμε, κάτι κάναμε. Βέβαια, τότες εμείς νέοι, δεν είχαμε και πολλά γένια.
Το φαΐ;
Το φαΐ ήταν απαίσιο. Θα σου πω ένα άλλο χαρακτηριστικό, μια παρένθεση τώρα για να δεις ποια ήταν η κατάσταση στο Επταπύργιο. Πολλές φορές γινόταν αποχή από το φαγητό, για να γίνει καλύτερο. Αποχή, για να πετύχουμε περισσότερα επισκεπτήρια. Αποχή, για να γράφουμε περισσότερα γράμματα. Άλλα έτσι, άλλα έτσι, μισοβολευόταν. Αποχή, για να μην μας κλείνουν την ημέρα μέσα, να μην κλείνουν οι πόρτες των θαλάμων και να είμαστε μες στους θαλάμους. Και αυτό το πετύχαμε. Είχε κάθε Ακτίνα, είχε το προαύλιο, το οποίο μπορούσες να βγαίνεις εκεί πέρα, είχε βρύση έξω και λοιπά, όλα εντάξει. Λοιπόν, τι έγινε; Μια μέρα στο Επταπύργιο είχαμε την επίσκεψη, υπουργός Βορείου Ελλάδος τότε ήταν ο Ιασωνίδης, διότι στην κυβέρνηση ήταν οι Φιλελεύθεροι και επισκέφτηκε ύστερα από διαμαρτυρίες που κάναμε και λοιπά, από έγγραφα που φύγαν και παραστάσεις γονέων, γυναικών, πατεράδων και λοιπά και στον Ιασωνίδη αλλά και στην κυβέρνηση για καλύτερες συνθήκες ζωής, επισκέφτηκε τις φυλακές Επταπυργίου και επισκέφτηκε και τις τρεις Ακτίνες. Εγώ τότε ήμουν στην Ακτίνα επτά - οκτώ. Ήρθε εκεί σ' εμάς και λοιπά, είπε τα δικά του, τον ακούσαμε και, εντωμεταξύ η ομάδα που είχαμε από πάνω, η καθοδήγηση, έβαλε να παρουσιαστούν επιτροπές και να ζητήσουν τα συνηθισμένα που ζητούσαμε σαν κρατούμενοι. Λοιπόν, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, καλύτερο φαγητό, περισσότερα επισκεπτήρια, περισσότερα γράμματα. Μεταξύ των άλλων των επιτροπών που σχηματιστήκαν, οι επιτροπές ήταν τριμελείς συνήθως, όχι περισσότεροι, επικεφαλής μιας επιτροπής ήμουν εγώ. Αφού είπαν τώρα οι άλλοι τι είπαν και λοιπά, παρουσιάστηκα κι εγώ. Του λέω, έθεσα τα παράπονά μου, του είπα: «Η απομόνωση από τους δικούς μας και τα επισκεπτήρια που δεν είναι- να είναι ελεύθερα και καθημερινά. Σύρμα υπάρχει, ασφάλεια υπάρχει, δεν υπάρχει λόγος» και λοιπά. Αμέσως τινάχτηκε μια και γυρνάει και μου λέει: «Εσείς σφάζατε με τους τενεκέδες και τώρα ζητάτε και δικαιώματα εδώ πέρα; Και το ότι ζείτε είναι χάρη για εσάς» νευριασμένα και έτσι. «Με συγχωρείτε κύριε υπουργέ», του λέω, «αλλά εγώ νομίζω ότι είμαστε άνθρωποι και καλοί πατριώτες. Γιατί πολεμήσαμε για να φύγουν οι Γερμανοί από εδώ πέρα. Επομένως...». Δεν είπε τίποτα. Οι άλλοι γύρω του που ήταν με κυκλώσαν, μου λέγαν: «Τίποτα», τα μαζέψαν και φύγαν από τη δική μας Ακτίνα. Πήγαν στην άλλη Ακτίνα, πήγαν στην άλλη Ακτίνα. Εντωμεταξύ σ' εμένα δεν έγινε τίποτα. Δεν μπορούσαν, δεν τολμήσανε οι φύλακες εκεί πέρα να με πάρουν εμένα. Μετά από τρεις μέρες βγαίνει ο κράχτης επάνω και φωνάζει: «Πασχαλούδης Κωνσταντίνος! Να ‘ρθει στο αρχιφυλακείο. Έχει επισκεπτήριο». Δηλαδή με δόλιο τρόπο με πήρανε. Γιατί αν τολμούσαν να με πάρουν από μέσα από τον θάλαμο, έλεγαν, θα αντιστεκόνταν όλοι και οπότε δεν γινόταν. Με τον δόλιο τρόπο αυτόν με παίρνουν και με βάζουν και μου παρουσιάζει ο διευθυντής των φυλακών πια την κατηγορία, διότι μίλησα απρεπώς στον υπουργό, είκοσι μέρες πειθαρχείο. Πειθαρχείο ήταν τα κελιά των μελλοθανάτων.
Η απομόνωση που λένε;
Ναι, απομόνωση, όχι μόνο απομόνωση, εκεί ήταν τα κελιά των μελλοθανάτων. Είναι επτά-οκτώ τα κελιά που μπαίνουν ένας-ένας, κλειδώνει η πόρτα και έχει μια βούτα, έναν κουβά για να κατουράν και να τα κάνουν κι έναν-έναν το πρωί οι φύλακες τους βγάζουν, έχει έναν μικρό διάδρομο εκεί με μία βρύση, να πλυθούν στη βρύση και να πετάξουν, να πλύνουν τα δοχεία. Είκοσι μέρες πειθαρχείο. Στις είκοσι μέρες αυτές περάσαν μελλοθάνατοι τους οποίους...
Πολιτικοί όλοι.
Λοιπόν, περάσαν μελλοθάνατοι οι οποίοι εκτελεστήκαν. Τους παίρναν και τους εκτελούσαν. Πίσω από το Επταπύργιο εκτελούνταν οι θανατοποινίτες. Είπαν, πήγαν οι φύλακες και είπαν στους κρατούμενους εκεί πέρα, στον θαλαμάρχη στον θάλαμο που έμενα στα αυτά ότι: «Τα ρούχα του Πασχαλούδη». Με παίρνουν τα ρούχα, μου τα φέρνουν στο-. Το κελί είναι να, τόσο και στενόμακρο. Τα κελιά του Επταπυργίου είναι γνωστά. Εγώ πήγα και τα επισκέφτηκα πολλές φορές.
Μετά, εννοείτε;
Μετά. Αλλά και τότε που ήμουνα, ήμουνα εκεί. Είκοσι μέρες, όχι ήλιο δεν είδα, αλλά ούτε φως δεν είδα. Και μέσα στα κελιά δεν υπάρχει ούτε ηλεκτρικό. Στον διάδρομο μόνο υπάρχει για να βλέπουν. Είναι σιδερένια η πόρτα κι έχει ένα συρτάκι τόσο επί τόσο που το ανοίγει ο φύλακας για να βλέπει τι κάνεις, αν ζεις ή πέθανες. Ή αν κάνεις τίποτα άλλο. Ένας στο κάθε κελί, όχι παραπάνω.
Πώς βγαίνεις από εκεί μετά από είκοσι μέρες;
Μετά από είκοσι μέρες, όταν βγήκα, τα ρούχ[00:50:00]α που μου είχαν στείλει, μια κουρελού και λοιπά και λοιπά, το ξέραν τα παιδιά εκεί πέρα, όμως, ήταν όλα σάπια. Κι εγώ ήμουνα σε ελεεινή κατάσταση. Διότι μια φορά τη μέρα θα σου φέρουν μια καραβάνα για να φας, αυτό ήταν όλο. Δηλαδή, ειδικό συσσίτιο για τα κελιά. Κι έτσι την πλήρωσα ένα εικοσαήμερο εκεί. Όταν βγήκα και πήγα μέσα στον θάλαμο ξανά, ήμουνα εντελώς αγνώριστος. Ευτυχώς, όμως, εκτός από το φαΐ της φυλακής, τα παιδιά από τα επισκεπτήρια και λοιπά όλα, γιατί εκεί ζούσαμε κατά ομάδες. Κι υπήρχε ένας κανονισμός, τουλάχιστον για τους πολιτικά κρατούμενους. Αλλά μες στον θάλαμο τον δικό μας είχαμε δυο - τρεις ποινικούς. Δηλαδή μέσα στους ογδόντα ήτανε δυο τρεις ποινικοί, μάλλον δύο ήταν, ο τρίτος ήταν απάνω. Λοιπόν, οι οποίοι είχαν συμμορφωθεί τελείως και στο συσσίτιο και ό,τι-. Απεργία εμείς, απεργία κι αυτοί. Δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Λοιπόν, και μέσα σε κάνα μήνα συνήλθα κάπως.
Επισκεπτήρια εσείς είχατε από τη μητέρα σας, από τα αδέρφια σας;
Κοίταξε κάτι, η μητέρα η δική μου στην κατοχή έφυγε για το χωριό. Και μου είπε να πάω και δεν πήγα. Και δεν μετάνιωσα γι’ αυτό. Γιατί εδώ που ήμουνα, ήμουν μπλεγμένος με την Αντίσταση, πρώτον. Δεύτερον, μπορούσε, είχα φύγει από τη δουλειά, γιατί εκεί πήγαν οι Γερμανοί, το έχουμε πει στο προηγούμενο φορά, με δουλειές εδώ, στην κεραμοποιεία δούλεψα, αλλού δούλεψα, στην κοινότητα δούλεψα, ώσπου - λέμε τη λεπτομέρεια - πώς έφυγα από την κοινότητα ύστερα. Έφυγα από την κοινότητα γιατί διώξανε τον πρόεδρο, επειδή δεν τον θέλανε οι έξυπνοι κι ένας από αυτούς που έγινε πρόεδρος ήταν προσωπικά φίλος του, πως τον λέγαμε, του Γκοτζαμάνη.
Τα είχαμε πει.
Επισκεπτήριο, δυστυχώς, είχα σπάνια εγώ, λίγα επισκεπτήρια. Αλλά υπήρχε η ομαδική διατροφή. Υπήρχε ο κανονισμός μέσα στις φυλακές των κρατουμένων, τον οποίο η ομάδα καθόριζε και έλεγε: «Μονάχος δε θα φάει κανείς. Πεντάδες». Και κανόνιζε τον ρυθμό στις πεντάδες να είναι τουλάχιστον δύο που έχουν επισκεπτήριο τακτικό, τρεις και ό,τι παίρναν, ό,τι ερχόταν στο επισκεπτήριο έμπαινε στο φαγητό της ομάδος. Επίσης, υπήρχε ένας άλλος κανονισμός. Όσοι παίρναν επιταγές χρήματα, το 10% το δίνανε για έξοδα της ομάδος, για να μπορεί να ανταποκρίνεται. Γιατί έπρεπε να πληρώσει για να πάρει τον τύπο, να πληρώσει να κάνει εκείνο, να ενημερωθούμε, τέλος πάντων για το καλό της ομάδος. Για να βοηθήσει ορισμένους οι οποίοι δεν είχαν κανέναν να τους βοηθήσει και ρούχα και παπούτσια και ό,τι υπάρχει, ό,τι χρειαζόταν. Και εφόσον έπαιρνε το 10% η ομάδα, το υπόλοιπο ενενήντα που έμενε, το 45% ήταν υποχρεωμένοι να το διαθέσουμε στην παρέα των πέντε. Και γι' αυτόν που έπαιρνε την επιταγή έμενε μόνο το 45%.
Ήτανε δηλαδή σταθερές αυτές οι ομάδες των πέντε, δεν αλλάζανε;
Όχι! Όποιος ήθελε, έφερνε αντίρρηση, στην μπάντα. Και κανένας δεν προτιμούσε την μπάντα και την απομόνωση. Γιατί αν γινόταν απομόνωση, η απομόνωση θα ήταν 100%. Δεν είχε σήμερα λέω, αύριο ξελέω. Κι αυτό έκανε κάπως καλύτερη τη ζωή. Κάθε βράδυ, όταν έκλεινε η πόρτα και λοιπά, είχαμε ανακοίνωση δελτίου, ενημερωνόμασταν με τα νέα τα οποία έρχονταν από την ομάδα και σε συνέχεια ό,τι άλλο βολευότανε. Ήταν καλή η ζωή. Δηλαδή η φυλακή, όταν εμείς μπήκαμε στη φυλακή νιώσαμε ανάσταση. Αν εξαιρέσουμε το εικοσαήμερο αυτό το οποίο ήταν τρομερό. Να ανοίγει η πόρτα γκραν και να λες: «Τώρα θα ανοίξει και η δική μου, τι θα γίνει; Θα με περιποιηθούν; Θα με πάρουν για να με περιποιηθούν;». Και παίρνανε. Φωνές, κλάματα, κακό, καταλαβαίνεις τι γίνεται. Θρήνος και οδυρμός. Λοιπόν, ας μη μακρηγορούμε εδώ, γιατί αν πιάσουμε λεπτομέρειες, δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Το πρωί στο, πώς τα λέγαν τα πλοία αυτά που μεταφέραν; Αυτά που χρησιμοποιούσαν στον πόλεμο. Ξεχνάω το όνομά τους. Οκτακόσιοι κρατούμενοι από το Επταπύργιο, όλοι μέσα στο υπόγειο. Ευτυχώς στο υπόγειο μας βγάλαν τις χειροπέδες, γιατί με τις χειροπέδες μας πήγαν κάτω. Γιατί σε άλλους δεν τους βγάλαν και τις χειροπέδες. Κι όταν βούλιαξε το «Χειμάρρα», όταν βούλιαξε το «Χειμάρρα» έφερνε και ανθρώπους που πηγαίναν εξορία και δε γλύτωσε κανένας. Λοιπόν, προχωρήσαμε. Το πρωί, το απόγεμα, καλοκαίρι, μεγάλη η μέρα φτάσαμε στη Γυάρο.
Δεν περάσατε από Αθήνα πρώτα;
Όχι.
Κατευθείαν στη Γυάρο.
Κατευθείαν Γυάρο. Έφτασε το πλοίο, άνοιξε η μπουκαπόρτα για να βγούμε. Εντωμεταξύ το στρατόπεδο της Γυάρου δεν ήταν έτοιμο. Είχαν φέρει ένα τάγμα στρατιώτες από την-. Τότε τους αριστερούς του είχαν άοπλους και τους είχαν στην Κρήτη. Φέραν ένα τάγμα από εκεί για να φτιάσουν το στρατόπεδο. Περιφραγμένο, όπως ξεκινούσε από τη θάλασσα, έναν δρόμο που οδηγούσε κατευθείαν στα γραφεία. Κάτοικος δεν υπάρχει στη Γυάρο, μονάχα ένας που είχε καμιά εικοσαριά πρόβατα, ένας μπάρμπα - Γιάννης, ο οποίος έμεινε εκεί δηλαδή, δεν τον πειράξανε. Δρόμος, ένα σπιτάκι που είχε φτιαγμένο, όπως βρέθηκε, έγινε το διευθυντήριο και ο κοιτώνας για τους φύλακες και ανάμεσα, όπως έβγαινες από τη θάλασσα έπαιρνες τον δρόμο, δεξιά ήταν μία πτέρυγα, η μεγάλη και αριστερά ήταν άλλη μια πτέρυγα. Η μεγάλη πτέρυγα έπαιρνε μέχρι τρεισήμισι χιλιάδες, τέσσερις. Η μικρή είχε καμιά εφτακοσαριά. Ο Γλάστρας με ένα ζαχαροκάλαμο, που για να είναι βαριά και να χτυπάν είχαν χυμένο μολύβι μέσα, όπως ανακαλύφθηκε εκ των υστέρων, έμπαινες στη φάλαγγα κατ' άνδρα. Έμπαινες εκεί πέρα. Σου έλεγε: «Άνοιξε μια κουβέρτα». Ένα συνεργείο από φύλακες εδώ, ένα συνεργείο από φύλακες δίπλα. «Άνοιξε μια κουβέρτα». Άνοιγες μια κουβέρτα. Όλα τα πράγματα που είχες στη βαλίτσα και λοιπά, τα βγάζαν όλα, μες στην κουβέρτα. Εντωμεταξύ εκεί, με το καλωσόρισες, από το πλοίο που κατέβαινες, άρχιζε το ξυλοκόπημα. Έφτανες εκεί, αγριεμένο το προσωπικό και ο ίδιος ο Γλάστρας με τη μαγκούρα κι αυτός να κοπανάει και να φωνάζει, να τσιρίζει. Λοιπόν, αφού τα ελέγχαν τα πράγματα και δεν είχες τίποτα, τι θα ‘χες δηλαδή, από φυλακή αφού έρχεσαι. Λοιπόν: «Μάζεψέ τα», σου λέει. Όταν πήγαιν[01:00:00]ες να τα μαζέψεις έπεφτε ένα γερό μπερντάκι. Μετά υπήρχαν άλλοι φύλακες που σε παραλαμβάναν και σε πηγαίναν στις σκηνές που είχαν τελειώσει, που είχαν γίνει. Εντωμεταξύ οι στρατιώτες δουλεύανε ακόμα, κάναν την περίφραξη, κάναν τα αυτά.
Ήσασταν δηλαδή η πρώτη φουρνιά;
Ήμασταν οι πρώτοι που πήγαμε στη Γυάρο. Εμείς ανοίξαμε τη Γυάρο. Λοιπόν, αυτό το πράγμα κράτησε μέχρι αργά τη νύχτα. Λοιπόν, αφού στο τέλος βολευτήκαμε σε σκηνές, σε κάθε σκηνή βάζαν δώδεκα άτομα. Ήταν από τις σκηνές αυτές τις πλάγιες που έχουν από πάνω σαν μπερντέ. Καλές σκηνές, από τις καλύτερες που έχει ο στρατός. Αυτές, βέβαια, θα ήταν και μόνιμες. Έξι τα κεφάλια από τη μια μεριά, έξι τα κεφάλια απ’ την άλλη και τα πόδια είχαν μια τέτοια απόσταση του ενός από του άλλου. Πήγαμε εκεί πέρα. Εγκατασταθήκαμε εκεί πέρα, μας κοπάνησε κι έναν λόγο ο Γλάστρας, ότι: «Εδώ να τα ξεχάστε όλα, δεν περνάει τίποτα, δεν έχει ούτε όποιος κάνει απεργία και λοιπά πάει στρατοδικείο» και πολλά άλλα.
Και σας βάζουνε όλους από το Γεντί Κουλέ στον ίδιο όρμο;
Σ' έναν όρμο μπήκαμε, στον πρώτο όρμο. Διότι αυτός ήταν και έτοιμος, ο άλλος όρμος δεν ήταν έτοιμος ακόμα. Δουλέψαν και την άλλη μέρα στρατιώτες εκεί πέρα κι ύστερα το ίδιο αρματαγωγό που μας έφερε εμάς, πήρε τους στρατιώτες από εκεί και τους πήγε στη Μακρόνησο και κάναν τη Μακρόνησο. Λοιπόν, εκεί η πρώτη και η δεύτερη μέρα πέρασε κάπως, μας δώσαν- Εντωμεταξύ, είχαν ειδοποιήσει και ήρθε από τη Σύρο το καΐκι κι έφερε τα ψωμιά. Μας δώσαν σε όλους, στον καθένα ένα ψωμί για τρεις μέρες. Δηλαδή, ένα ψωμί μια οκά για τρεις μέρες. Αυτό έγινε την πρώτη μέρα. Ύστερα, το πρωί, μόλις ξημέρωσε, προσοχή μπροστά στις σκηνές. Καταμέτρηση, μη τυχόν και χάσουν κανέναν. Πού θα πάει; Αφού δεν υπήρχε πουθενά να πάει. Το νησάκι, η Γυάρος είναι ένα μικρό νησί χωρίς δάσος, χωρίς αυτό, ξέρω 'γώ. Λοιπόν, τελείωσε. Αγριάδα το πρωί, περνούσε καμιά φορά και ο Γλάστρας ο ίδιος και οι αρχιφύλακες που είχαμε το ίδιο. Οι δε φύλακες, λίγοι ήταν κανονικοί φύλακες φυλακών. Οι περισσότεροι ήταν απλοί στρατιώτες, οι οποίοι δηλώσαν, ήταν φανατικοί, δηλαδή, αυτοί, δηλώσαν ότι ήθελαν να γίνουν φύλακες για να μην πάνε στο μέτωπο. Και τους είχαν: «Άμα δεν βαράς, θα πας στο μέτωπο». Κανονικά. Εντωμεταξύ, γύρω από το στρατόπεδο υπάρχουν φυλάκια χωροφυλάκων οι οποίοι φυλάνε μην δραπετεύσει κανείς. Λοιπόν, έτσι άρχισε η δουλειά. Γινόταν η καταμέτρηση: «Γιατί δεν είσαι κουρεμένος;». Με το αυτό στο κεφάλι, στο σώμα. Λογαριασμό κανέναν. Απαγορευτικό δεν υπήρχε. Ο κάθε ένας, ο κάθε αλήτης ετοιμαζόταν. Και σκέψου τώρα αυτόν που φοβόταν να πάει στο μέτωπο και τον είχαν κάνει φύλακα εκεί πέρα, τι διαγωγή και τι φανατισμό έδειχνε ενάντια στους κρατουμένους για να μην πάει στο μέτωπο. Ε, λοιπόν, εντωμεταξύ άρχισαν να έρχονται κι άλλες αποστολές για να συμπληρωθούν. Δίπλα από αυτόν κάναν, αυτός ο όρμος ήταν ο πρώτος όρμος, έτσι λεγόταν. Όταν γέμισε αυτός, κάναν έναν δεύτερο όρμο, ο οποίος ήταν σε μια απόσταση πεντακόσια μέτρα πιο πέρα, πεντακόσια-εξακόσια, τώρα. Εκεί βάλαν αυτούς που ήθελαν να κάνουν δήλωση. Γιατί περνούσε αυτό: «Θα κάνεις δήλωση;». «Όχι». Έτρωγες κάμποσες: «Άι στο διάολο. Τέτοιοι φανατικοί είστε». Ορισμένοι, κάτι γεροντάκια, κάτι άνθρωποι που δεν είχαν κάνει τίποτα, γιατί δώσαν ένα κομμάτι ψωμί ή γιατί είπαν μια κουβέντα, είτε από προσωπικό μίσος του περιβάλλοντος. Έτσι πήγε. Αποτέλεσμα, γεμίσαν, κάναν δεύτερο. Μετέπειτα κάναν έναν τέταρτο. Ο τέταρτος όρμος, όμως, δεν είχε παραπάνω από χίλιους πεντακόσιους κρατουμένους.
Ενώ εσείς πόσοι ήσασταν στον πρώτο;
Συνολικά ήμασταν γύρω στις δεκαπέντε χιλιάδες. Άλλοι λέγαν δεκαέξι, άλλοι λέγαν δεκατέσσερις, άλλοι τους είχανε δεκαεπτά, αλλά βασικά γύρω στις δεκαπέντε χιλιάδες. Και συνέχισε. Η πρώτη μέρα και η δεύτερη πήγαν με ξηρά τροφή. Το ψωμί που ήρθε από την αυτή και μια χούφτα ελιές. Περιμέναμε να γίνει το συσσίτιο, να τελειώσει και η αριστερή πτέρυγα και η δεξιά πτέρυγα να τελειώσουν, τελείωσαν οι στρατιώτες, φύγαν. Τα υπόλοιπα τα μερεμέτια τα κάναν οι ίδιοι οι κρατούμενοι ύστερα. Εκεί κάναν και τα μαγειρεία. Όπως ανεβαίναμε η αριστερή πτέρυγα, εκεί ήταν και τα μαγειρεία. Τώρα, νερό δεν είχε. Χωρίς νερό ήμασταν. Επειδή, όμως, εμείς από δω φύγαμε οργανωμένοι με την ομάδα που υπήρχε και λοιπά, δεν ακούγαμε τι λέγαν στη φυλακή οι φύλακες, ακούγαμε τι έλεγε η ομάδα.
Την κρατήσατε δηλαδή την οργάνωση.
Ναι, όχι. Και η ομάδα έλεγε λογικά πράγματα, δηλαδή. Έλεγε: «Δεν έχουμε νερό». Παρουσιάστηκε μια επιτροπή και λέει: «Τι γίνεται τώρα; Θα πεθάνουμε από τη δίψα. Δεν μας αφήνετε να πάμε ούτε κοντά στη θάλασσα -γιατί υπάρχουν συρματοπλέγματα, δεν μπορούσαμε να πάμε στη θάλασσα- δώστε μας εργαλεία για να σκάψουμε, να κάνουμε πηγάδι». Στο τέλος συγκατατέθηκε και ο ίδιος ο Γλάστρας κι έδωσε εργαλεία. Και, καταλαβαίνεις τώρα, τα παιδιά τα δικά μας που ήταν άνθρωποι εργατικοί, που ήξεραν από αυτή τη δουλειά, σκάψιμο. Μόλις φτάσανε στα δεκαπέντε μέτρα, κοντά στη θάλασσα, ήρθε νερό. Δοκιμάσανε, γλυκό το νερό. Αρχίσαν καραβάνες να γεμίζουν νερό για να έχουμε να πίνουμε. Λοιπόν, εντωμεταξύ αυτό το γλυκό νερό, φτάσανε μέχρι δεκαπέντε με δεκαοκτώ μέτρα, γύρω στα είκοσι. Ύστερα από καμιά δεκαριά μέρες έγινε θάλασσα. Γιατί ήταν η θάλασσα κοντά, τράβηξε τη θάλασσα. Άλλο πηγάδι πιο πάνω, γιατί ήταν επικλινές το έδαφος, πιο πάνω. Είκοσι μέτρα, είκοσι δύο μέτρα. Καλό. Και εκείνο για λίγο καιρό καλό. Ύστερα ήταν ανακατεμένο. Και γλυκό και θαλασσι[01:10:00]νό. Στο διάστημα αυτό, ώσπου να πάμε στο πιο υψηλό σημείο που ήταν μέσα στο περιφραγμένο που ήταν, ώσπου να φτάσουμε εκεί πέρα κάναμε τι, φτάσαμε τα τριάντα -τριάντα πέντε μέτρα σκαψίματος. Ύστερα ήταν ένα νερό υφάλμυρο. Για να μαγειρέψουν παίρναν από αυτό το νερό, το γλυφό. Το τσάι το πρωινό κόπηκε γιατί κλέβανε τη ζάχαρη.
Την κλέβανε οι-
Την κλέψανε και διαπιστώθηκε στο τέλος.
Οι χωροφύλακες ή-
Όχι οι χωροφύλακες, οι φύλακες, η διεύθυνση. Αντί να πάρουν ζάχαρη παίρναν χρήματα από τον έμπορα. Το τσάι κόπηκε. Δηλαδή, ενάμιση χρόνο τσάι δεν υπήρχε. Το φαγητό ήταν με γλυφό νερό, για να μην πω εντελώς με θαλασσινό. Λοιπόν, το πρώτο φαγητό που μας δώσαν ήταν κουκιά. Τι γινόταν τα κουκιά; Γλυφό νερό, τα κουκιά όπως τα μαζεύουν με το τσουνί που έχουν από πάνω, με το σκουλήκι που έχει μέσα, όλα αυτά που έχουμε, κάνουμε τι; Το μαζεύανε, τα βάζαν στο καζάνι, τα βράζανε, εκείνα όλα ήταν, εκτός από το ότι ήταν μουχλιασμένα, αλλά είχαν και το σκουλήκι μέσα. Αποτέλεσμα; Βάζαν και σάλτσα μέσα στο νερό, δήθεν ότι βάζαν λάδι και το λάδι κλεμμένο. Και περνούσαν με την καραβάνα και παίρναμε και τρώγαμε το νερό με τη σάλτσα και τα κουκιά τα ξεχωρίζαμε και βγάζαμε το κοτσάνι που έχουν από πάνω και την πέτσα και τρώγαμε το μέσα μόνο. Αυτή η δουλειά πήγε έναν χρόνο.
Έναν χρόνο κουκιά τρώγατε;
Μεσημέρι - βράδυ.
Και αυτοί που δεν τρώνε κουκιά; Γιατί είναι κάποιοι... Είναι κόσμος, λέω, που δεν μπορεί να φάει κουκιά.
Α, εκεί δεν έχει. Μπορεί, δεν μπορεί, θα φάει. Άμα δεν μπορεί να φάει, να μη φάει. Εντωμεταξύ, συνέχεια με τα κουκιά, στο τέλος όμως, στη μέση του χρόνου κάναμε μια άλλη δουλειά. Παρουσιαστήκαμε και είπαμε: «Εντάξει, κουκιά, κουκιά». Εντωμεταξύ εμείς κάναμε διαμαρτυρίες στο υπουργείο, εδώ, εκεί, φεύγαν κρυφά, δηλαδή, αυτά, γιατί το ίδιο που ίσχυε στη φυλακή, το ίδιο ίσχυε και εκεί στη Γυάρο.
Δηλαδή;
Να τρώμε ομάδες, σε κάθε σκηνή, δώδεκα άνθρωποι, δυο ομάδες, από έξι. Με έναν ομαδάρχη και έναν σκηνάρχη, που συνήθως ήταν λίγο-πολύ στελέχη αυτοί. Λοιπόν-
Σκηνάρχη εσείς ποιον είχατε;
Σκηνάρχη είχαμε έναν Κρητικό. Στην αρχή είχαμε έναν Πελοποννήσιο από τους Γαργαλιάνους, τον Γεωργαντή, και μετέπειτα, όταν πήγαμε στον πέμπτο όρμο, γιατί έγινε επέκταση όρμων, γινόμασταν περισσότεροι, είχαμε έναν Κρητικό. Εκεί είχαμε έναν Λογαριαστάκη, ο οποίος όταν ύστερα βγήκε από τη φυλακή και πήγε στην πατρίδα του έγινε δήμαρχος του Ηρακλείου. Λοιπόν, κάθε πρωί καταμέτρηση, κάθε βράδυ καταμέτρηση, δυο φορές τη μέρα. Την ημέρα καθαριότητα. Αποχωρητήρια δεν είχε, σκάψαμε να κάνουμε αποχωρητήρια και τα λοιπά. Και τα βολεύαμε αυτά και περνούσαμε. Αλλά αργότερα τα πράγματα όσο πηγαίναν, σφίγγανε και αγριεύανε περισσότερο. Ζητήσαμε να γίνει καντίνα.
Τι να γίνει;
Καντίνα, καντίνα. Ύστερα από λίγο έγινε καντίνα. Έφερνε τρόφιμα σαν μπακάλικο και όποιος είχε οικονομική ευχέρεια ψώνιζε, για την ομάδα βέβαια, η ομάδα ήταν, δεν ψώνιζε αποκλειστικά για τον εαυτό του, δεν υπήρχαν άνθρωποι που να ήταν μοναχοί. Γιατί άμα αποφάσιζε κανείς να είναι μοναχός, θα ήταν σαν ψωριασμένο σκυλί. Μετέπειτα, στα υψώματα που είχε έξω από τη, γιατί ήταν βουνό, όλοι για μια πέτρα. Πέτρες είχαν, όλο πέτρα ήταν, τι; Δεν έγινε τίποτα. Πηγαίναμε, έβγαινε έξω, ερχόταν ο φύλακας και έλεγε στον αρχιφύλακα τώρα εκεί: «Θέλω πενήντα για την καθαριότητα». Ερχόταν ο άλλος: «Θέλω είκοσι για να δουλέψουμε, να κάνουμε, να ολοκληρώσουμε τα συρματοπλέγματα. Και οι υπόλοιποι», διηγείτο, «όλοι από μια πέτρα στην πλάτη και στην κορυφή του βουνού», γιατί γίνεται το φρούριο της χωροφυλακής και σε διάφορα υψώματα, ας πούμε, για να μην τυχόν και γίνει καμιά επίθεση. Λοιπόν, εκεί υπήρχαν και αντιρρήσεις, όπως καταλαβαίνεις, άρχιζε το κυνηγητό ύστερα. Ερχόταν στον φύλακα και του λέγανε: «Θα πάρεις εκατό για πέτρα». Έπρεπε να τους πάρει τους εκατό. Δεν πηγαίναμε εμείς. Ζητούσε ενίσχυση. Έρχονταν κι άλλοι δυο - τρεις φύλακες με τις μαγκούρες και άρχιζε το κυνηγητό. Και η ομάδα έλεγε: «Όχι πολλή αντίσταση, να μην τα αγριεύουμε τα πράγματα». Αλλά τώρα τι κάναμε εμείς; Ύστερα από αυτό, όμως, από ορισμένες επαφές που είχαμε, τους είπαμε: «Τι θέλετε; Πέτρα θέλετε;». Πάει επιτροπή, καθαρά. Όσο ο Γλάστρας δεν ήθελε να δει επιτροπή, τόσο επιτροπές τον πλακώσανε. Πάει επιτροπή. Πάει, θέλουμε την καντίνα; Την πήραμε την καντίνα, άνοιξε η καντίνα, βολευόμασταν κατά κάποιον τρόπο. «Τι θέλετε; Θέλετε να κουβαλήστε πέτρα; Πες μας πόσους ανθρώπους θέλετε, αλλά λογικά, χωρίς ξύλο και φασαρίες». Άρχισε να στρώνει κι αυτός, να καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να του περάσει αυτό κι όπως ήθελε. Άρχισε, ήταν λίγο υποχωρητικός. Ωστόσο το ξύλο το είχε, τη μαγκούρα, δεν έλειψε απ’ τα χέρια του. Φορτωνόσουν την πέτρα να ανέβεις το βουνό και υπήρχαν και τα στραβόξυλα οι φύλακες. Στην πλαγιά υπήρχαν πέτρες πολλές. Έβγαζες. Έβγαζες και ο άλλος ήθελε συνεργείο για να ετοιμάσει πέτρες για την άλλη μέρα. Το ίδιο, έπαιρνε ορισμένους που φροντίζανε και βγάζαν και ήταν έτοιμες οι πέτρες. Και έτσι η ζωή συνέχισε. Στις έξι μήνες επάνω, στο ζήτημα για τα κουκιά, διαμαρτυρόμασταν για τα κουκιά συνέχεια. Δεν τρώγεται. Και πράγματι δεν τρώγονταν, τα πετούσαμε. Αλλά τότε βγήκε το απόφθεγμα, το έβαλε καθήκον η ομάδα «Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα τη σκηνή σου, διάβαζε πολύ». Το σύνθημά μας αυτό ήταν. Και είδες ξαφνικά όλοι προσαρμοστήκαν προς την κατεύθυνση αυτή. Τώρα, για να μην ξεφεύγουμε από το θέμα του φαγητού, πήγαμε στον Γλάστρα και τον είπαμε: «Πόσα κουκιά δικαιούται κάθε μερίδα; Δεν το θέλουμε μαγειρεμένο με σάλτσα και λοιπά. Το θέλουμε στο καπάκι της καραβάνας, το θέλουμε στην καραβάνα. Δέκα κουκιά; Δεκαπέντε κουκιά; Είκοσι κουκιά; Έστω, στα χάλια που είναι. Θα μπαίνει στην καραβάνα, θα είναι στεγνό, θα είναι βρασμένο μονάχα. Το δε λάδι, δικαιούμεθα έξι δράμια λάδι σε κάθε φαγητό; Στο καπάκι της καραβάνας το λάδι χωριστά». Από ΄δω από ‘κει, τα στριμώξαμε. Ήρθαν και κάνα δυο άνθρωποι από το υπουργείο ύστερα από τα υπομνήματα που κάναμε και τις επιστολές και ο κόσμος ο έξω που είχε ξεσηκωθεί που είχε ανθρώπους εκεί πέρα [01:20:00]και είπε ότι: «Εφόσον είναι κάτι το οποίο δικαιούνται και το θέλουν έτσι, να το παίρνουν έτσι». Τώρα δεν ήταν καλής ποιότητας το λάδι; Λάδι ήταν. Και τους υπόλοιπους έξι μήνες τους περάσαμε με αυτό τον τρόπο. Τα κουκιά που παίρναμε στην καραβάνα τα ξεφλουδίζαμε, τα βάζαμε στο λάδι, στο καπάκι δηλαδή. Ξέρεις πως είναι τα καπάκια στις στρατιωτικές καραβάνες;
Πώς είναι;
Να, μπαίνει μέσα και βγαίνει και είναι βαθύ, είναι δύο δάχτυλα χείλος περιτριγυρισμένο . Λοιπόν, στο καπάκι της καραβάνας, το καθαρισμένο το βάζαμε μες στο λάδι. Το άλλο, το άλλο, τα καθαρίζαμε όλα, τα βάζαμε μες στο λαδάκι και λίγο αλατάκι και τρώγαμε και κάπως μια κάποια ικανοποίηση. Αλλά οι διαμαρτυρίες για τα κουκιά δε σταματήσαν, γινόντουσαν. Κάποτε ήρθε ένας υπάλληλος του υπουργείου, ο οποίος ήταν ειδικά για το τμήμα των κρατουμένων. Λοιπόν, φτάσαμε τι, στο σημείο να λέμε: «Καλά, τα μακαρόνια χαθήκαν; Τα ζυμαρικά χαθήκαν; Τα άλλα, ξέρω ‘γώ, τα κηπευτικά χαθήκαν;». Ήρθε, επιθεωρητής φυλακών ήταν. Φαίνεται ότι δεν ήταν μες στη συμμορία αυτός, όμως. Ενέκρινε την απόφασή μας ότι πρέπει να φάμε και λίγα ζυμαρικά. Διότι όλοι οι κρατούμενοι θα πάθαιναν ηπατίτιδα. Μας παίρνουν, ξαφνικά ακούμε: «Ήρθαν μακαρόνια». Εσύ είσαι που το λες; Τα μακαρόνια εκείνα ήταν σε ποια αποθήκη κι εγώ δεν ξέρω υγρή και πόσα χρόνια κάτσανε και είχαν γίνει... Και που τα βρήκαν; Φέραν τόσο πράμα που έφτανε για έναν χρόνο. Και άρχισαν τα μακαρόνια. Μεσημέρι μακαρόνια, βράδυ μακαρόνια, μεσημέρι μακαρόνια, βράδυ μακαρόνια. Ευτυχώς το ψωμί ερχόταν τακτικά. Εκτός όταν έπιανε καιρός. Γιατί, άμα έπιανε καιρός, το καΐκι δεν μπορούσε να ‘ρθει και ερχόταν μουχλιασμένο. Το βλέπαν το μουχλιασμένο οι, διότι τι έλεγε, παραδείγματος χάριν, πόσα ψωμιά θέλουμε; Είχαν ναυλώσει φούρνο ολόκληρο, ε; Είχε αναλάβει εργολαβικά φούρναρης.
Απ’ τη Σύρο;
Απ’ τη Σύρο. Θέλουμε τρεις χιλιάδες ψωμιά ή πέντε χιλιάδες ψωμιά. Συνήθως τρεις - τέσσερις ήτανε χιλιάδες, γιατί στην αρχή δεν ήμασταν και πολλοί. Λοιπόν, βγήκαν τρεις χιλιάδες ψωμιά. Όπως βγήκαν από το φούρνο βαλ’ τα στο αμπάρι. Ναι, αλλά έπιασε θάλασσα, το καΐκι δεν μπορεί να πάει. Τι έγινε; Περιμένουμε. Περάσαν άλλες τρεις μέρες, θέλουμε άλλες τρεις χιλιάδες ψωμιά. Άλλες τρεις χιλιάδες ψωμιά μέσα στο αμπάρι του καϊκιού. Γαλήνεψε κάπως η θάλασσα, έφυγε το καΐκι, πήγε. «Τι δικαιούσαι εσύ, Κώστα; Πόσες μέρες έχουμε; Τρεις και τρεις, έξι μέρες, δυο ψωμιά, παρ’ τα. Το καινούριο που μπήκε ήταν καλό, μπορούσες να το φας. Το άλλο, το μουχλιασμένο ήταν, το εξετάσανε οι γιατροί, είχαμε γιατρούς δικούς μας, κρατουμένους δηλαδή, πολλούς γιατρούς, το εξετάσανε και καταλήξαν στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν βλάπτει, το μούχλιασμα. Όπως είναι το ψωμί, το κόβαμε στη μέση και το βάζαμε στη σκηνή απάνω. Το έβλεπε ο ήλιος μια - δυο μέρες, γινόταν παξιμάδι. Έφευγε και η μούχλα. Εκείνο που πείραζε ήτανε τα ψωμιά που δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα μες στο αμπάρι που ήταν και δημιουργούσαν βάκιλο. Εκείνο άμα το ξεχώριζες, έβλεπες το ένα κομμάτι με το άλλο έβγαζε... Εκείνο ήθελε εντελώς στον ήλιο, τρεις μέρες. Εντωμεταξύ εκεί υπάρχουν τα μελτέμια το καλοκαίρι, η σκόνη. Γέμιζαν σκόνη. Συνέχιζε αυτό το πράγμα, τελείωνε. Πάντως και με αυτό βολευόμασταν. Παλεύαμε, τι να κάνουμε; Άμα έκανες και λίγο τον ζόρικο είχε και μπερντάκι γερό, όχι αστεία δηλαδή. Θα σου πω ένα περιστατικό προσωπικό που με συνέβη, πολλά τέτοια δηλαδή, αλλά σε μένα. Οι άνθρωποί μας μας γράφανε κάνα γράμμα. Τι να γράψουν; Έλεγαν, ξέρω ‘γώ: «Κοίταξε, εκεί που είσαι να είσαι υπάκουος, να είσαι καλός, να συμπεριφέρεσαι καλά, για να μπορέσεις να έρθεις όσο μπορεί πιο γρήγορα και πιο δυνατά». Ένα τέτοιο γράμμα, όταν ερχόταν, γινόταν λογοκρισία, τα ανοίγανε αυτοί τα γράμματα, ανοιχτά τα γράμματα τα παίρναμε εμείς. Τα ανοίγανε και τα κάναν λογοκρισία. Και είχαν μερικά τσανάκια, οι οποίοι από την αριστερά είχαν μεταπηδήσει στη δεξιά για να πετύχουν ορισμένα πράματα που τους είχαν και λογοκριτές, μεταξύ των οποίων και έναν Αβραάμ Παπαδόπουλο από τη Δράμα, ο οποίος ήταν καπετάνιος μεραρχίας του Ε.Λ.Α.Σ. Και ήρθε ύστερα στη Γυάρο και έγινε χαφιές. Αλλά απ’ τη Δράμα όταν ήρθε, ο ρόλος που είχε παίξει κι εκεί ήταν άσχημος και όταν τον φέραν στο Επταπύργιο ήρθαν και τα μαντάτα προηγούμενα, ότι προσέξτε αυτόν τον άνθρωπο, είναι χαφιές. Λοιπόν, αυτός μαζί με ορισμένους φύλακες και μάλιστα μ' έναν υποδιευθυντή που είχαμε εκεί πέρα, βοηθό του Γλάστρα, κάνανε ένα γραφείο, Γραφείο Αναπροσαρμογής. Και υπόσχονταν στους κρατούμενους εκεί πέρα, ότι: «Όσοι θέλετε να φύγετε, θέλετε να πάτε στα σπίτια σας και το ένα και το άλλο, ελάτε, μετανιώστε, κάντε δήλωση και εμείς θα φροντίσουμε για τα περαιτέρω για να πάτε καλά. Πρώτα από όλα προσωρινά να μην είστε στη Γυάρο, να μην αυτό, να μην βασανίζεστε» και λοιπά. Ένα τέτοιο γράμμα μ’ έγραψε η μάνα μου. Η μάνα μου είναι αγράμματη. Το έγραψε ο γραμματέας της κοινότητας, ο οποίος ήταν άνθρωπος δικός τους. Τι θα ‘γραψε αυτός; Ότι κοίταξε, Κώστα, η μητέρα σου είναι μόνη, στεναχωριέται και λοιπά. Κοίταξε, για να τελειώσεις να έρθεις πιο γρήγορα, να έχεις καλή διαγωγή, να συμπεριφέρεσαι καλά με το προσωπικό κτλ. Όσα γράμματα ήταν τέτοιου είδους τα εξετάζανε. Ακούω κάποια μέρα: «Πασχαλούδης Κωνσταντίνος. Στο αρχιφυλακείο». Πάω στο αρχιφυλακείο: «Όχι», λέει, «απάνω στο γραφείο σε θέλουν». Εντάξει, πάω στο γραφείο. Ο υποδιευθυντής εκεί: «Από πού είσαι;» μου λέει. Λέω: «Απ’ τη Θεσσαλονίκη». «Εκεί πάνω όλοι αυτονομισταί είστε». «Όχι», του λέω, «δεν είμαστε καθόλου αυτονομισταί. Είμαστε Έλληνες και υποστηρίζουμε τα σύνορα της Ελλάδας, τα πάντα». «Ξέρεις τι έχουμε; Έχουμε ένα γράμμα από τη μάνα σου, η οποία μας λέει, λέει σ' εσένα βέβαια αυτό κι αυτό κι αυτό» και μου το διάβασε. Λέω: «Πρώτα απ’ όλα αυτά δεν είναι γράμματα της μάνας μου, γιατί η μάνα μου είναι αγράμματη. Κάποιος επιτήδειος και φίλος δικός σας», λέω, «το 'γραψε». «Παλιοκομουνιστή, παλιορουφιάνε!». Παλιο - εκείνο, παλιο - τ’ άλλο. «Σου ΄πε κανείς», του λέω, «ότι είμαι κομμουνιστής εγώ;». «Τα λόγια σου αυτό λένε». «Δεν λένε τίποτα τα λόγια μου. Και η μάνα μου ποιος ξέρει κάτω από ποιες συνθήκες έγραψε το γράμμα;». Σηκώνεται ο ίδιος ο υποδιευθυντής με τη μαγκούρα και αρχίζει να με χτυπάει. Εντωμεταξ[01:30:00]ύ ήταν και τρεις - τέσσερις φύλακες εκεί, ε; Γιατί φοβούνταν μην αντιδράσει κανείς άσχημα. Λοιπόν και μ’ αρχίζουν. Και μ’ αρχίζουν και μ’ αρχίζουν και μ’ αρχίζουν. Δίπλα από το γραφείο επαναπροσαρμογής υπήρχε ένα πράγμα, μια καλύβα. Κι έξω απ’ την καλύβα υπήρχε μια συκιά. Αφού χορτάσαν από ξύλο και με πήραν και τα αίματα, λέει: «Δέστε τον στη συκιά». Το δέσιμο στη συκιά ήταν πονηρό. Τι γινόταν; Σε δένανε πατώντας στα νύχια. Και σε δένανε να μην μπορείς να πατήσεις το πόδι ολόκληρο κάτω. Αμάν, μαρτύριο. Με κράτησαν όλη τη νύχτα εκεί πέρα. Εντωμεταξύ, όταν με φωνάξανε ήταν μεσημέρι. Χωρίς φαγητό το μεσημέρι, χωρίς φαγητό το βράδυ, χωρίς φαγητό το πρωί, δεμένος στη συκιά στα νύχια. Όλη η νύχτα πέρασε έτσι. Εντωμεταξύ, από κάτω απ’ τη σκηνή διαμαρτύρονταν. Διαμαρτυρήθηκαν τα παιδιά από τη σκηνή, διαμαρτυρήθηκαν και οι επικεφαλής της ομάδος εκεί που ήταν, ας πούμε. Το πρωί με λύσανε. Με τραβήξαν και ένα μπερντεδάκι ακόμα για να με φοβερίσουν και ξανά πίσω στη σκηνή. Αλλά καταλαβαίνεις τι μαρτύριο ήταν αυτό το πράμα και πώς πέρασα. Αυτή ήταν η καλοπέραση. Εντωμεταξύ, εγώ είμαι λιγάκι φιλάσθενος. Κάπου κάπου είχα τις αμυγδαλές μου. Εντωμεταξύ, για τις αμυγδαλές ούτε συζήτηση εκεί. Καταφέραν και φέραν στη Γυάρο ένα ακτινογραφικό μηχάνημα. Αυτά τα έφερε το υπουργείο, δηλαδή, ύστερα από διαμαρτυρίες, προπαντός των γιατρών που ήταν από εκεί πέρα. Γιατί όταν οι γιατροί είναι ογδόντα - εκατό γιατροί και κάνουν ένα ομαδικό υπόμνημα, κρυφά από τη διοίκηση βέβαια, το οποίο το στέλνουν, είτε πληρώνουν κάποιον απ’ τους φύλακες του κύκλου εκεί και το προωθεί για να πάει σε κάποιο χέρι δικό μας, αριστερό κι από εκεί να πάει στο υπουργείο. Και το υπουργείο πρέπει να σκεφτεί και λίγο σοβαρά, διότι υπάρχουν και μυαλωμένοι άνθρωποι, δεν είναι όλοι άμυαλοι. Απαιτούσαν ένα ακτινογραφικό μηχάνημα «Και ακτινογράφο γιατρό δεν θέλουμε δικό σας να μας στείλετε. Έχουμε γιατρό». Πρώτα απ’ όλα τον Γαράκη. Τον Γαράκη, τον οποίο εγώ τον ήξερα από εδώ, γιατί τον είχαμε στο ακτινολογικό της Αλληλεγγύης. Λοιπόν, αρχίζουν και περνάν όλους τους κρατουμένους από-. Και σαν γιατροί που ήταν, ο Γαράκης κι ακόμα ένας ήταν βοηθός ακτινολόγου, αυτοί χειρίζονταν το μηχάνημα. Αλλά είχαν και τις γνωματεύσεις του γιατρού. Οι γιατροί όποιον βλέπαν πολύ αδύνατο, πολύ αυτό ή να κάνει λίγο πυρετό ή, ξέρω ‘γώ, τον προωθούσαν, γιατί όλοι δεν μπορούσαν να γίνουν, χιλιάδες. Προωθούνταν αυτοί πρώτα απ’ όλα και μετά οι υπόλοιποι με τη σειρά. Λοιπόν, εντωμεταξύ, τα παιδιά εκεί πέρα στον όρμο, τα παιδιά της ομάδος, σου λέει: «Ο Κώστας δεν πάει καλά. Ακτινογραφία». Και κάνει μια ακτινογράφηση ο Γαράκης την οποία υπογράφουν κι άλλοι, ποιοι γιατροί ασχολούνταν με αυτό και πάει κατευθείαν στο υπουργείο. Και ταυτόχρονα μου λένε εμένα: «Να κάνεις μια αίτηση μεταγωγής». «Γιατί ρε παιδιά;». «Ε, γι’ αυτό και γι’ αυτό, γιατί πρέπει να πας να συνέλθεις», λέει.
Τις αμυγδαλές.
«Εδώ δεν πας καλά». Εντωμεταξύ, εγώ δεν είχα κόσμο να μου στείλει χρήματα και το ένα και το άλλο και βολευόμουνα μεταξύ των άλλων, ας πούμε. Ε, κάπου κάπου με στέλναν για κανένα τσιγάρο, γιατί κάπνιζα κιόλας. Λοιπόν, κάνω αίτηση μεταγωγής, επισυνάπτεται με τη γνωμάτευση των γιατρών, ύστερα από δεκαπέντε μέρες, πώς είχαν χαρακτηρίσει, παρουσιάζω στα πνευμόνια κάτι και υπάρχει κίνδυνος φυματίωσης.
Ενότητα 4
Μεταγωγή στις φυλακές Αβέρωφ, αίτηση αναθεώρησης, αποφυλάκιση και στρατιωτική θητεία
01:35:24 - 01:57:54
Έρχεται, εγκρίνεται η μεταγωγή μου για τις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα. Οι φυλακές Αβέρωφ τώρα ήταν παράδεισος μπροστά με την-. Πήγα εκεί, πέρασα στη δίαιτα, με βάλαν στη δίαιτα του νοσοκομείου. Εντωμεταξύ βρήκα ανθρώπους δικούς μου εκεί πέρα και γνωστούς.
Της Αλληλεγγύης;
Ναι. Από το κίνημα. Πρώτα απ’ όλα βρήκα τον, πώς τον λέγαμε τον παλιό αρχηγό της αριστεράς, τον Λεωνίδα τον Κύρκο. Ο Λεωνίδας ο Κύρκος είχε κάνει καθοδηγητής εδώ σε μια περιοχή της Αλληλεγγύης.
Και τον ξέρατε προσωπικά;
Τον ήξερα και προσωπικά. Μόλις με είδε: «Νίκο! Τι γίνεται;». «Τι να γίνει», λέω, «αυτό κι αυτό». Εντωμεταξύ, είχα γίνει, είχα στραγγίσει. Βρήκα κόσμο διανοούμενοι. Βρήκα το Μήτσο το Σαχίνη, αυτός που ήταν βουλευτής του Κ.Κ.Ε., γνωστός, Σαλονικιός, Τουμπιώτης. Βρήκα πάρα πολλούς. Βρήκα τον Προβελέγγιο. Βρήκα έναν καθηγητή μαθηματικών ο οποίος ήταν συμμαθητής του Κύρκου. Και πολλούς άλλους, πολλά παιδιά που είχαν μεταχθεί από άλλη φυλακή και λοιπά. Φαγητό καλό. Κελιά βέβαια, μες στα κελιά τρεις ήμασταν σε κάθε κελί. Αγγαρεία δεν είχε. Φαγητό, με προσέξανε λίγο περισσότερο τα παιδιά εκεί πέρα, αλλά νταβράντισα. Εντωμεταξύ, βρήκα και μεγάλο περιθώριο να παρακολουθήσω μαθήματα. Ο πρώτος μου δάσκαλος ήταν ο Λεωνίδας. Αυτοί ήταν μια ομάδα, κάπου καμιά δεκαριά που είχαν φύγει από δω να πάνε στην Ιταλία και από την Ιταλία να πάνε στο βουνό ύστερα. Και τους πιάσανε και τους είχαν δικασμένους όλους σε ισόβια. Με ανέλαβε ένας από τα παιδιά αυτά και πολύ καλός φίλος του Λεωνίδα, ένας Διαμαντόπουλος και με περίλαβε. Ο Λεωνίδας μου έκανε Μαρξιστικά και ο Διαμαντόπουλος μου έκανε φυσική-χημεία. Και με δίδασκε, δηλαδή αυτό θα μου μείνει αλησμόνητο και με ωφέλησε πολύ, και μου έκανε την εισαγωγική φυσική για το πανεπιστήμιο. Εγώ, βέβαια, στη φυλακή που ήμασταν και στη Γυάρο είχα αναλάβει ορισμένα τμήματα, οι οποίοι ήταν αγράμματοι εντελώς στα μαθηματικά. Δηλαδή, επειδή στα μαθηματικά ήμουν εγώ αρκετά δυνατός, δίδασκα μαθηματικά σε ανθρώπους που δεν ήξεραν το ένα και ένα κάνει δύο. Πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και διαίρεση, μέχρι διαίρεση. Ύστερα, αφού έβγαλα τη σειρά αυτή και είχαμε καλά αποτελέσματα, δίδασκα πάλι την πρακτική αριθμητική, αλλά την πρακτική αριθμητική του Μπαρμπαστάθη συγκεκριμένα, η οποία διδάσκονταν στο γυμνάσιο, στην πρώτη, δευτέρα και τρίτη, μέχρι τρίτη. Με τα κλάσματα, με τις εσωτερικές, εξωτερικές αφαιρέσεις, με αυτά. Και επειδή τα αγαπούσα και τα ήθελα, προπαντός τα μαθηματικά τα αγαπούσα πάρα πολύ, συνέχισα. Μετά από αυτό πέρασα στον άλλο κλάδο. Υπήρχαν ορισμένοι καθηγητές που διδάσκανε στερεομετρία, άλγεβρα, στερεομετρία και λοιπά. Και ήμουν προχωρημένος σε αυτό. Αυτό το πράγμα το κουβεντιάσαμε με τ[01:40:00]ον Λεωνίδα εκεί πέρα και μου λέει: «Αυτόν, τον Διαμαντόπουλο», γιατί ο Διαμαντόπουλος ήταν τομεάρχης της Ε.Π.Ο.Ν. στη Φλώρινα. Όχι στη Φλώρινα, στην περιοχή της, στον νομό Φλωρίνης πάντως, σε μια περιοχή ήταν τομεάρχης, για να ενισχύσουν, γιατί υπήρχε αδυναμία εκεί πέρα, της Ε.Π.Ο.Ν.. Και στο συνέδριο της Ε.Π.Ο.Ν. τον γνώρισα εγώ, γιατί παλιότερα, πριν από την Αλληλεγγύη είχα κάνει και στην Ε.Π.Ο.Ν.. Από εκεί ξεκίνησα. Και πιο μπροστά από το Ε.Α.Μ. Ν. Και δεύτερο και πιο μπροστά ακόμα από την Πατριωτική Ένωση που είχε κάνει ο Δηλαβέρης εδώ στη Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό και ύστερα τον Δηλαβέρη τον κάναν γραμματέα του Ε.Α.Μ. Μακεδονίας. Γιατί ήξερε τη Μακεδονία ολόκληρη και είχε κάνει. Και όταν πήγα εκεί πέρα με ανέλαβε ο Διαμαντόπουλος. Ο μεν Λεωνίδας μου έκανε Μαρξιστική Θεωρία και ο Σαχίνης και από την άλλη μεριά ο Διαμαντόπουλος μου έκαμνε τη μεγάλη φυσική, βαρύτητα και λοιπά. Και κάναμε συγκεκριμένα το πρώτο κεφάλαιο της φυσικής, τη μηχανική. Από εκεί ξεκινήσαμε και τελειώσαμε. Εντωμεταξύ, δε μ’ αφήσαν εκεί, όμως, περισσότερο. Κάποια μέρα ακούω, εντωμεταξύ είχα δυναμώσει, δεν παρουσίαζα τίποτα το ιδιαίτερο και επειδή δεν καθόμουν και λίγο καλά, ας πούμε, όταν λέμε δεν καθόμουν καλά, φρόντιζα οργανωτικά ό,τι μπορούσε να γίνει και χρησιμοποιούμουν από την οργάνωση. Γιατί ό,τι ανέλαβα το είχα φέρει σε πέρας καλά μέχρι το τέλος. Πειθαρχική μεταγωγή από την-
Αβέρωφ.
Από την Αβέρωφ στο Επταπύργιο. Εγώ χάρηκα μόλις άκουσα Επταπύργιο, γιατί έρχομαι στον τόπο μου, ας πούμε. Έρχομαι εδώ-
Άρα στις φυλακές Αβέρωφ ποια περίοδο κάτσατε;
Γύρω στους έξι μήνες, επτά.
Έξι μήνες, επτά, ποιας χρονιάς;
Το 1947 ήταν που πήγαμε κάτω, το ‘48.
Το ‘48. Και μεταξύ Γυάρου, Αβέρωφ και Επταπυργίου περνούσατε και από το Μεταγωγών στην Αθήνα;
Από το Μεταγωγών; Μεταγωγών Αθηνών;
Αθήνα ή Πειραιά;
Ναι, ναι, Αθήνα. Πειραιά μάλλον. Μεταγωγή μέσω-. Από εκεί με χειροπέδες στο Επταπύργιο, με φέραν στο Επταπύργιο. Βρήκα παλιούς γνωστούς, από την πόλη, δηλαδή, που γνώριζα απ’ έξω, γιατί απ’ έξω γνώριζα πάρα πολύ κόσμο. Κάθισα στο Επταπύργιο, δεν κάθισα πολύ, όμως, δεν μ’ αφήσαν πολύ δηλαδή. Διότι με ήξεραν και ο αρχιφύλακας και άλλοι. Σου λέει, αυτός περισσότερη ζημιά θα μας κάνει, όχι καλό. Λοιπόν, μεταγωγή στη Γιούρα. Ξανά στη Γιούρα. Και μένω εκεί μέχρι που έρχεται στην κυβέρνηση ο, πώς τον λένε, ο Πλαστήρας που τότες έβαλε σκοπό να αδειάσει τις φυλακές. Ήταν η, πώς την είπε, ειρήνευσης, κάπως είχε μια ονομασία, το λέγαμε. Το μυαλό όσο περνάει και γερνάει ξεχνάει και ορισμένα πράγματα, προπαντός ονόματα. Και επέτρεψε οι δικαζόμενοι με τα μέτρα ειρηνεύσεως, καλά το είπα, μέτρα ειρηνεύσεως του Πλαστήρα, επέτρεψαν τα μέτρα ειρηνεύσεως αυτοί που περάσαν στρατοδικείο, διότι ο Παπανδρέου που έκανε τα μέτρα ειρηνεύσεως δεν ήθελε αυτοί οι οποίοι είχανε διαπράξει εγκλήματα, ας πούμε και λοιπά, να-. Ήθελε αυτοί που αδίκως και σε μια αναμπουμπούλα πάντα θα υπάρχουν και αδικίες και θα υπάρχουν. Διότι το έκτακτο στρατοδικείο δεν είχε αναθεώρηση. Όλα τα δικαστήρια έχουν και αναθεωρητικό. Τα έκτακτα στρατοδικεία δεν είχαν. Δικάστηκες σε θάνατο; Σε είκοσι τέσσερις ώρες, σαράντα οκτώ το πολύ, εκτελέστηκες, τελείωσε. Εκτός αν υπάρχουν άλλοι λόγοι. Αν η απόφασή σου δεν είναι και τα πέντε μέλη και είναι εκείνο το λεγόμενο τρία - δύο. Όσοι ήταν τρία - δύο δεν τους εκτελούσαν σε σαράντα οκτώ ώρες. Τους αφήναν να κάνουν, εκτός από την αίτηση χάριτος, αλλά και αναθεωρητικό. Ενέκρινε τα αναθεωρητικά, οι δικαζόμενοι από έκτακτα στρατοδικεία δικαιούνται αναθεώρησης. Έκανα αίτηση αναθεώρησης, το αναθεωρητικό, όμως, γινόταν στη Θεσσαλονίκη. Από τη Γιούρα έπρεπε να φύγω. Εντωμεταξύ, τα χρόνια περνάνε, για να εγκριθεί το αναθεωρητικό και να δικαστώ περάσαν πολλά χρόνια, αρκετά. Δηλαδή, όταν λέω αρκετά, δυο - τρία χρόνια. Μου ζητούν να πάρω ένα πιστοποιητικό, όχι πιστοποιητικό, να πληρώσω, να επιβαρυνθώ τον ναύλο, αν θέλω να παραστώ. Εγώ που να πληρώσω; Εντωμεταξύ, στέλνω ένα γράμμα σε μια θεια μου εδώ, σ’ αυτή που ήρθε και με είδε με τα αίματα και τη λέω: «Αυτό κι αυτό κι αυτό κι αυτό. Πρέπει να πληρώσω. Και εγώ επειδή δεν μπορώ να πληρώσω, δε θα παραστώ στη δίκη. Κι αυτό είναι σε βάρος μου. Γι' αυτό μπορώ να γλυτώσω άμα έχω ένα πιστοποιητικό απορίας». Εντωμεταξύ, είναι η περίοδος που στην Πυλαία έχει βγει πρόεδρος κάποιος Θωμάς Μπουτζούκας ο οποίος είναι αρκετά προοδευτικός και καλός και με ήξερε και εγώ τον ήξερα και πελάτης του ήμουν γιατί ήταν έμπορος, είναι πρόεδρος. Πάει η θεια μου, του λέει... Του δείχνει και το γράμμα και λοιπά. Κάθεται, εγκρίνει ένα πιστοποιητικό και λέει ότι: «Ο Πασχαλούδης Κωνσταντίνος τυγχάνει εντελώς ακτήμων και άπορος, χωρίς καμιά ιδιωτική περιουσία. Και ουδεμία περιουσία έχει». Στο φακελάκι, έρχεται το χαρτί, το υποβάλλω και με κουβαλάνε χωρίς να πληρώσω δεκάρα. Όλοι το κάναν αυτό δηλαδή.
Δεν υπήρχε κίνδυνος να χαθεί η ημερομηνία της δίκης μέχρι να πάει το γράμμα το δικό σας από τη Γυάρο στη Θεσσαλονίκη και να επιστρέψει;
Ναι, αυτό το πράγμα το έκανα εγώ από τη μέρα που έγινε η αίτηση.
Άρα είχατε μπροστά σας καιρό;
Βέβαια. Ύστερα από χρόνια. Πέρασε, να μην πω πολύ, ενάμισης χρόνος περίπου όταν ήρθε η ημερομηνία της εκδίκασης. Αλλά προηγούμενα είχα προετοιμαστεί προς την κατεύθυνση αυτή, γιατί το πρώτο πράγμα που μου είπαν από τη διεύθυνση εκεί της Γυάρου, ότι: «Θα πρέπει να καταβάλεις τα ναύλα». Έρχομαι, υποβάλλω το χαρτί, εγκρίνεται η μεταγωγή μου, μπαίνω στο καράβι κι έρχομαι στο Επταπύργιο. Στην ημερομηνία της δίκης δηλαδή, πριν από την ημερομηνία της δίκης, της αναθεώρησης. Ε, πάω στο αναθεωρητικό. Το αναθεωρητικό ήταν του αέρα, δηλαδή. Είχε διορίσει, σε κάθε αναθεωρητικό διόριζε πέντε αξιωματικούς δικούς του ο Παπανδρέου, που είχαν την εντολή να κάνουν ό,τι σκόντο μπορούσαν. Αλλά πρόεδρος του αναθεωρητικού ήταν ένας εφέτης, πολιτικός. Εκτός από τους στρατιωτικούς ήταν κι ένας εφέτης. Έρχομαι εδώ πέρα, γίνεται η αναθεώρηση, όπως εδώ βρήκα κι άλλους δικούς μου, οι οποίοι είχαν κάνει αίτηση γι’ αυτή τη δουλειά και ήρθαν για να παρευρεθούν, γιατί οι ημερομηνίες ήταν κοντά η μία με την άλλη. Κρατούμενος στο Επταπύργιο, πάω στο αναθεωρητικό. Με είδαν εκεί πέρα, είχαν τη δικογραφία απ’ το στρατοδικείο. «Γιατί;» μου λέει. Λέω: «Τι; Εμείς κάναμε, να[01:50:00] σώζουμε τον κόσμο από την τρομοκρατία που υπήρχε. Λίγοι άνθρωποι σκοτωθήκαν; Εδώ πέρα σκοτωθήκαν επιφανείς άνθρωποι από τις συμμορίες, δυστυχώς της δεξιάς, οι οποίοι τυραννούσαν τον κόσμο». Κουνήσαν το κεφάλι. «Τι να κάνουμε;». Μπούτσου - μπούτσου ο ένας, μπούτσου - μπούτσου ο άλλος, την άλλη την ημέρα μου δίνουν το χαρτί. Η ποινή μετριάζεται σε έξι χρόνια. Εντωμεταξύ, εγώ είχα κάνει τα πεντέμισι. «Η ποινή μετριάζεται σε έξι χρόνια με δικαίωμα αναστολής και υπό όρους. Ότι δε θα κατοικήσεις στο νομό Αττικής». Αυτό τον όρο τον βάζαν σε όλους γιατί δεν ήθελαν να συγκεντρωθεί, όλος ο κόσμος πήγαινε στην Αθήνα, γιατί έξω υπήρχε ακόμα κατάσταση όχι καλή, άγρια. Και φοβόνταν ο κόσμος και τραβούσε στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Λοιπόν...
Και στους Αθηναίους τον βάζαν αυτόν τον όρο;
Ναι, βάζαν όρο.
Και στους Αθηναίους τον βάζανε.
Στους Αθηναίους δεν μπορούσαν να τον βάλουν. Αφού κατοικούσαν στην Αθήνα. Βάζαν άλλους όρους. Έλεγαν ότι δε θα διαπράξει αδίκημα, για πόσο καιρό, για ένα χρόνο, για έξι μήνες, για περισσότερα χρόνια. Κάτι κάναν, κάτι βάζαν πάντως. Λοιπόν, αυτό ήταν το-. Κι έτσι ήρθα εδώ. Εντωμεταξύ, για τα έξι χρόνια μου είχαν μείνει τρεις μήνες, τέσσερις μήνες. Τα άλλα τα είχα υπηρετήσει. Στο Επταπύργιο, επειδή ήμουνα ελαφροποινίτης δεν μπορούσαν πια να με κρατήσουν. Τι να με κάνουν; Και με στείλαν στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Και τους τρεις μήνες τους έκανα εκεί.
Εκεί πώς ήτανε η φυλακή;
Α, καλά. Ήσυχη, τίποτα.
Ήτανε για πιο ελαφριά αδικήματα;
Όλα είναι ελαφριά αδικήματα. Άλλος ήταν για είκοσι μέρες φυλακή και ήταν εκεί. Άλλος είχε έναν μήνα φυλακή, ήταν εκεί. Και ολοκληρώθηκε. Μετέπειτα, αφού βγήκαμε από εκεί, αφού τελείωσε η ποινή, με φέραν ξανά στο Επταπύργιο. Απολυτήριο δεν δώσαν από εκεί, διότι έπρεπε να περάσω από τη γενική ασφάλεια. Αλλά την ίδια μέρα, αυτά γίνονταν αμέσως, μας πήγαν στη γενική ασφάλεια. Τότε η γενική ασφάλεια ήταν πίσω από την Αγιά Σοφιά, στο μέγαρο. Πήγαν εκεί πέρα, ήμασταν καμιά δεκαριά που αποφυλακιστήκαμε, δέκα - δώδεκα. Μας πήγαν εκεί πέρα, έναν-έναν εξετάσανε μήπως διώκεσαι για τίποτε άλλο και αν υπάρχει άλλη ποινή σ' εσένα από αυτή. Δεν υπήρχε τίποτα, καθαρά. Κι εκεί μας πήγαν περισσότερο να μας σπάσουν τα νεύρα. Διότι πήγαμε από τις 3 και έφυγα μέσα από τη γενική ασφάλεια στις 11 η ώρα. 11 η ώρα μου είπαν ότι είσαι ελεύθερος. Αλλά δεν έγινε τίποτα. Νομίζω πως τα ενδιαφέροντα τα είπαμε. Τώρα ενδιάμεσα υπάρχουν πολλά άλλα πράματα, αλλά είναι-. Άλλα αναφέρω στο βιβλίο, άλλα δεν αναφέρω κιόλας. Δεν υπάρχει τίποτα.
Να κάνω μια ερώτηση;
Ακούω.
Μετά, τη θητεία σας τη στρατιωτική την κάνατε μετά;
Όχι, δεν πήγα στρατιώτης.
Δεν πήγατε;
Επειδή είχε περάσει η ηλικία μου. Μάλλον πήγα στρατιώτης εγώ, παρουσιάστηκα. Και μάλιστα πήγα στο Κ.Ε.Ν. Κορίνθου. Κέντρο Επιλογής Νεοσυλλέκτων Κορίνθου. Γιατί πριν συλληφθώ, πριν συλληφθώ είχα περάσει περιοδεύων. Και ύστερα συνελήφθηκα, τελείωσε, ήμουνα φυλακή πια. Όταν βγήκα έπρεπε να παρουσιαστώ. Πήγα στο, παρουσιάστηκα στο Κ.Ε.Ν. Κορίνθου. Όταν πήρε την κανονική κλάση είπε και όσοι δεν-. Πήγα στο Κ.Ε.Ν. Κορίνθου, παρουσιάστηκα, αλλά ούτε με ντύσανε καθόλου, γιατί μαζί με αυτά πήγε και το χαρτάκι το άλλο, το οποίο συνήθως πήγαινε και σου λέγαν: «Ή Μακρόνησο ή κάνεις δήλωση». Λοιπόν, εμένα, επειδή τα χρόνια είχαν περάσει, δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό. Μπορούσαν όμως να κάνουν κάτι άλλο. Να μου δώσουν δύο χρόνια αναβολή λόγω αριστερής καρδιοπάθειας. Το ‘χω το χαρτί αυτό. Και δεν ντύθηκα καθόλου, δηλαδή. Κοιμήθηκα δυο βράδια εκεί με τα πολιτικά, όπως ήμουνα. Φαίνεται βλέπαν τα χαρτιά, κάτι κάναν αυτοί. Γιατί άλλοι που πήγαμε μαζί και παρουσιαστήκαμε, που ήταν καθαροί, οι νέοι ας πούμε, την ίδια ώρα, την ίδια μέρα περνούσαν κιόλα και ντύνονταν. Με φωνάζουν, με λένε: «Τι δουλειά κάνεις; Πως;» και λοιπά και το ένα και το άλλο. «Υπόγραψε ένα χαρτί εκεί πέρα», το απολυτήριο που μου δώσαν, αναβολή δύο ετών λόγω αριστερής καρδιακής βλάβης, αριστερής πλευράς. Ύστερα βγήκε ένας νόμος που μπορούσαν αυτοί που είναι παλαιοτέρων κλάσεων να εξαγοράσουν την ποινή. Και ήταν τριακόσια ευρώ τον μήνα, τριακόσιες δραχμές τον μήνα.
Και τότε η θητεία πόσους μήνες ήτανε;
Η θητεία ήταν είκοσι τέσσερις. Κι έπρεπε να- , αλλά ήταν, τμηματικά μπορούσε να πληρωθεί. Δηλαδή μπορούσε να πληρωθεί σε τριάντα μήνες, πόσο ήταν. Να πάω να μπλέξω στον στρατό εγώ τώρα; Εντωμεταξύ, είχα πιάσει και δουλειά, προσελήφθηκα στη σχολή κι από κει κάθε μήνα έσκαζα το τριακοσάρι, τριακόσιες δραχμές τον μήνα.
Και από εκεί και πέρα σας ξαναενόχλησαν ποτέ;
Όχι. Μου δώσαν απολυτήριο.
Όχι από τον στρατό. Γενικότερα, λόγω φρονημάτων, αν σας ενόχλησαν.
Πολλές φορές. Λοιπόν, Πασχαλούδης Κωνσταντίνος καταστάς έφεδρος εξ αγυμνάστων. Δηλαδή έγινα έφεδρος, εξυπηρέτησα τη θητεία μου, αλλά είμαι αγύμναστος. «Καταστάς έφεδρος εξ αγυμνάστων», με αυτή τη φράση, το έχω το απολυτήριο. Αυτό είναι μετά από την αναβολή που μου δώσαν από το Κ.Ε.Ν. Κορίνθου με την αριστερή καρδιοπάθεια. Τώρα ενοχλήσεις είχα πολλές. Και είχα και παρεμβάσεις.
Λοιπόν, με ενοχλήσαν, αλλά εγώ, όπως γράφω και στο βιβλίο μου, επειδή παλιότερα οικογενειακώς μέναμε στην Αμερικανική Σχολή και ήμουν πολύ αγαπητός από τον διευθυντή και όταν πέθανε ο πατέρας μου το ‘39 με πήρανε εμένα και δούλεψα και μου δώσαν τον μισθό του πατέρα μου, παρόλο που ήμουνα δεκατέσσερα χρονών παιδί. Τι δουλειά έκαμνα; Δεν υπήρχε. Λοιπόν, γι’ αυτό και τους ευχαριστώ στο βιβλίο. Δε θέλω να είμαι αγνώμων πουθενά. Ο διευθυντής με ήξερε, ο υποδιευθυντής τα ίδια, ο καινούριος διευθυντής που ήρθε με ήξεραν ποιος είμαι, τι είμαι και λοιπά. Γιατί στον διευθυντή εγώ τον καινούριο, ο οποίος ήταν υποδιευθυντής έως ότου φύγει ο παλιός διευθυντής, όταν εγκαταστάθηκε στη σχολή μού είχε γράψει ένας καθηγητής της σχολής, φίλος του πατέρα μου, στη Γυάρο που ήμουν, ότι: «Στη σχολή θα έχουμε καινούριο διευθυντή. Και είναι ένας από τους παρατηρητές που ήρθαν για τις εκλογές στις 31 Μαρτίου. Και είναι γιος αυτουνού που έκτισε τη Χ.Α.Ν. στη Θεσσαλονίκη, ο Lansdale. Ο οποίος ο Lansdale ήταν μέχρι το τέλος, ήταν πρόεδρος των παγκοσμίων συμβουλιών των εκκλησιών και των χριστιανικών οργανώσεων. Άνθρωπος με πολλά μέσα και με πολλές δυνατότητες. Αλλά την εποχή που χτίστηκε η Χ.Α.Ν., τον χρόνο, την είχε αναλάβει προσωπικά γιατί είχε αγαπήσει τη Θεσσαλονίκη. Είχε εγκατασταθεί εδώ στη Θεσσαλονίκη. Και τώρα με τους παρατηρητάς, ένας από τους τ[02:00:00]ριάντα τόσους παρατηρητές που είχαν έρθει ήταν και ο γιος του. Ο οποίος ήρθε ως παρατηρητής με το περιβραχιόνιο τότε, οι κουκουβάγιες που λέγαμε, λοιπόν, έτσι τους λέγαμε εμείς, αυτοί που ήρθαν παρατηρητές για τις εκλογές στις 31 Μαρτίου του ‘46. Σου λέει τίποτα; Όχι. Λοιπόν, 31 Μαρτίου και τις έκανε ο Σοφούλης σαν πρωθυπουργός. Και η αριστερά έκανε αποχή, δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Κακώς. Τέλος πάντων. Και εγκαταστάθηκε από το 1948, γιατί το ‘46 είχε έρθει με τους παρατηρητάς στην Ε.Μ.Α.Κ., ειδικό επιτελείο. Ύστερα έφυγε, πήγε στην Αμερική, γιατί αυτός ήταν εγκατεστημένος στην Αμερική. Λοιπόν, ύστερα παντρεύτηκε και μπήκε στο παγκόσμιο συμβούλιο εκκλησιών, στο παγκόσμιο συμβούλιο της σχολής, γιατί η σχολή έχει αμερικανικό συμβούλιο. Μπήκε μέσα στο αμερικανικό συμβούλιο κι είχε έρθει και ως παρατηρητής εδώ. Και φαίνεται ότι του άρεσε. Γι’ αυτό έφυγε να τελειώσει κάτι σπουδές που είχε να κάνει ως αρχιτέκτονας. Τις ολοκλήρωσε, πήρε το πτυχίο του και ήρθε εδώ με προορισμό να αναλάβει τη διεύθυνση. Και έκαμνε χρέη υποδιευθυντού, διότι διευθυντής ήταν ο Κάρολος Χάουζ. Ο Κάρολος Χάουζ, ο οποίος ήταν γιος του Ντόκτωρ Χάουζ που ίδρυσε τη σχολή, γιατί τη σχολή την ίδρυσε ο Ντόκτωρ Χάουζ, ο πατέρας του Χάουζ. Και ήταν μέχρι τελευταία, μέχρι το ‘50. Γέρασε, βγήκε στη σύνταξη και ανέλαβε ο-. Αυτός, όμως, όταν γύρισε, μου έγραψε ο καθηγητής ότι θα έχουμε καινούριο διευθυντή στη σχολή. Και ο καινούριος διευθυντής στη σχολή, η διεύθυνσή του είναι αυτή. Είναι παντρεμένος και γέννησε το πρώτο του παιδί. Και από τη Γυάρο τον έστειλα γράμμα εγώ που τον λέω: «Δε με γνωρίζεις, αλλά ο κύριος Χάουζ θα σε πληροφορήσει, αν τον ρωτήσετε». Και ύστερα, όταν πήγα, διότι τον Χάουζ τον είχαν πάρει οι Γερμανοί και τον ανταλλάξαν ύστερα με άλλους στην Αμερική και το ‘46 γύρισε ο Χάουζ κι ανέλαβε πάλι τη διεύθυνση της σχολής. Και εμένα, επειδή με ήξερε από μωρό παιδί, γιατί εκεί καθόμασταν, εκεί γεννήθηκα, εκεί όλα από πιτσιρίκος και φύγαμε από εκεί μόνο όταν έγινα επτά χρονών κι έπρεπε να πάω στο δημοτικό σχολείο και ήρθαμε στην Πυλαία. Επειδή τους ήξερα και η σχολή ανέκαθεν ακολουθούσε μια τακτική διαφορετική για όλον τον κόσμο και ιδιαίτερα για το προσωπικό, δεν ήθελε να πειράξουν το προσωπικό της και αναλάμβανε την ευθύνη. Δηλαδή, όταν μαθεύτηκε ότι προσελήφθηκα στη σχολή και δούλευα, έστω και σαν εργάτης, φτάσανε τα χαμπέρια. Και τον πιάσανε τον διευθυντή και του λένε: «Να, ξέρεις, αυτός είναι έτσι και τ’ άλλο». Τους λέει: «Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει. Εμένα μ’ ενδιαφέρει ότι είναι ένας άνθρωπος τον οποίον τον ξέρω και εγγυούμαι εγώ γι' αυτόν, όπως και για όλο μου το προσωπικό, μηδενός εξαιρουμένου. Αν πρόκειται κάποιο, θέλετε, σας χάλασε την τακτική και τη σειρά σας κι έγινα εγώ αιτία, να συλλάβετε εμένα». Αυτή ήταν η απάντησή του.
Άρα είχατε-
Ναι.
Την-
Την υποστήριξη του διευθυντού. Πρώτον αυτό. Και δεύτερο πράμα, στην περίοδο της επταετίας, όταν δικαζόταν ο Ζάννας, ο Παύλος ο Ζάννας, ο οποίος ήταν στην ίδια ομάδα με τον διοικητή της Αριστεράς που είχε φύγει από το Κ.Κ.Ε., πώς τον λέγαμε, ένας ψηλός που η σύζυγός του, η κόρη του, την είχε κάνει πρόεδρο της Βουλής. Πώς λεγόταν; Το κίνημα που είχαν κάνει ενάντια στη χούντα, στη μεν Αθήνα το κρατούσε αυτός. Ποια γυναίκα είχε κάνει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.;
Την Κωνσταντοπούλου;
Όχι την Κωνσταντοπούλου. Α, την Κωνσταντοπούλου.
Τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Κωνσταντοπούλου, ναι. Ο πατέρας της-
Ναι.
Είχε δημιουργήσει οργάνωση που αγωνιζόταν ενάντια στη χούντα. Και στη Θεσσαλονίκη την είχε αναλάβει ο γιος του Ζάννα. Ο γιος του, ο Παύλος ο Ζάννας. Ο Παύλος ο Ζάννας, ιδιαίτερα η οικογένεια Ζάννα, παλιοί φιλελεύθεροι πολύ και λοιπά, με τη σχολή είχαν δεσμούς στενούς. Και συνεχίζουν να τους έχουν. Και τώρα κάναν δωρεές, κάτι δωρεές έκανε η γυναίκα του Ζάννα, έκτισε ένα οικοτροφείο για τα κορίτσια ολόκληρο.
Στη Αμερικανική-
Στην Αμερικανική σχολή. Λοιπόν, αποτέλεσμα; Και ακολουθούσαν αυτή την τακτική. Και ο Χάουζ ο παλιός αυτό έλεγε: «Μη μου λέτε τίποτα, δε με νοιάζει τίποτα εμένα. Εγώ εγγυούμαι για όλο μου το προσωπικό». Αυτή ήταν η τακτική τους. Ζήτησε η αστυνομία να κάνει αστυνομικό τμήμα μες στη σχολή. Τους λέει: «Όχι. Άμα θέλετε να φυλάξτε τη σχολή, να πιάστε τα γύρω υψώματα, για να τη φυλάξτε». Γιατί μπήκαν αντάρτες στη σχολή και πήραν τους μαθητές. Αλλά στο τέλος ξεφύγανε όλοι. Και ήταν αυτή η τακτική του. Και είχε πολλούς αριστερούς μέσα. Αριστεροί οι οποίοι είχαν πάψει να είναι ενεργά μέλη δηλαδή, όχι. Είχε, παραδείγματος χάριν, τον Ανδρέου, που εγώ σαν ΕΠΟΝίτης, ήταν πρόεδρος της Ε.Π.Ο.Ν. Μακεδονίας στην κατοχή. Ύστερα που διαλύθηκαν αυτά και λοιπά, κούρνιασε στη σχολή. Είχε έναν Βλαδίμηρο, τον οποίο είχε ταμία, ο οποίος ήταν της Ε.Λ.Δ., δηλαδή του Τσιριμώκου, ας πούμε. Δηλαδή είχε πολλούς φιλοαριστερούς και λοιπά. Όχι ότι έκανα τίποτα δηλαδή. Όλοι ήταν νεκροί, κανένας δεν πείραζε τίποτα και κανέναν. Ήταν άνθρωποι οι οποίοι βρήκαν μια φωλιά και φωλιάσαν. Ο Ανδρέου ήταν καθηγητής, η γυναίκα του καθηγήτρια. Κι όμως, όσες φορές πήγαν της ασφάλειας, σπάσαν τα μούτρα τους, τους έδιωξε. «Άμα θέλετε να φυλάξτε τη σχολή, να φυλάξτε τα γύρω υψώματα. Όχι μες στη σχολή, δεν έχετε καμιά δουλειά. Εγώ εγγυούμαι προσωπικά για όλο μου το προσωπικό».
Και εσάς πότε σας ενόχλησαν;
Με ενόχλησαν πολλές φορές. Πρώτα απ’ όλα, στην αρχή δεν μου δίναν ταυτότητα. Όταν αποφυλακίστηκα και μετά, δεν μου δίναν ταυτότητα, δεν είχα ταυτότητα. Κι όμως, στο τέλος τη δώσανε υποχρεωτικά.
Με την, όταν είχε έρθει ο Τίτο στη Θεσσαλονίκη το θυμάστε;
Το θυμάμαι.
Εκεί πέρα σας είχαν ενοχλήσει καθόλου;
Εκεί πέρα όχι. Η δουλειά μου στη σχολή, αφού επιχειρήσαν να κάνουν πολλά, πολλές φορές, μικροί και μεγάλοι, τους απέκλεισε από κάθε-
Μάλιστα. Να σας κάνω και δυο ερωτήσεις που τις έχω κρατημένες από πριν.
Ναι.
Στην εξορία, στη Γυάρο και στο Γεντί Κουλέ...
Ποια;
Στη Γυάρο και στο Γεντί Κουλέ, τι διαβάζατε πέραν των συγγραμμάτων που είχατε για τα μαθήματα που κάνατε;
Δεν είχαμε να διαβάσουμε τίποτε άλλο. Συνήθως διαβάζαμε τα μαθήματα που κάναμε. Γιατί μαθηματικά έκανα κι εδώ και στο Επταπύργιο.
Στο Επταπύργιο.
Επίσης, εγώ τα λίγα αγγλικά που μιλάω, παραδείγματος χάριν, τα έμαθα στη Γυάρο. Γιατί βρέθηκε ένας καλός καθηγητής των αγγλικών, ο οποίος μας μάζεψε τρία παιδιά και μας έκανε αγγλικά.
Και άλλες δραστηριότητες κάνατε; Θέατρο, τέτοια πράγματα.
Δραστηριότητες στο Αβέρωφ κάναμε. Κι εκεί είναι άλλη ιστορία πάλι. Κάναμε διάφορα σ[02:10:00]κετς ας πούμε. «Σουαρέ ντε γκαλάς στο Αβέρωφ Παλάς». Δηλαδή το σουαρέ μας, τη γιορτή που θα κάνουμε, θα γίνει, σουαρέ ντε γκαλάς, η καλή μας γιορτή θα γίνει στο Αβέρωφ Παλάς. Και κάναμε. Βέβαια το παρακολουθούσαν και οι φύλακες.
Αλήθεια;
Βέβαια. Φανερά, κρυφά. Τα κρυφά, βέβαια, γίνονταν κρυφά. Τα φανερά γίνονταν φανερά. Και ακόμα ακόμα, εγώ θυμάμαι και ορισμένα πράγματα απ’ το-. Γιατί το παρουσιάζαμε, το έργο αυτό το παρουσιάσαμε σαν τραγουδιστά. Δηλαδή λέγαμε, κάποιος κατέβηκε απ’ το χωριό να δει τον ανιψιό του που ζει στην Αθήνα. Και έλεγε στο τραγούδι του: «Ανίψι μ’ για δεν κρένεις μαντάτα απ’ το χωριό; Αι, μαράζωσα εδώ κάτω καψερός στον κόσμο τον τρανό». Αυτό, ένα κομμάτι. Δηλαδή κατέβηκε απ’ το χωριό ο ανιψιός του, ήρθε να δει το θειό του που ήταν στην Αθήνα. Κι ο θειος παραπονιόταν. Και ο ανιψιός έλεγε: «Όλοι καλά είναι στο σπίτι, μόνο ψόφησε το σκυλί. Η θεια μας η Κοντύλω η καψερή έκανε ένα παιδί». Αυτά ήταν τα νέα που μετέφερε ο ανιψιός στον θειο. Και δηλαδή, εντωμεταξύ αυτό το πράγμα κρατούσε μιάμιση ώρα περίπου, ε;
Και παίζατε κι εσείς;
Μα, για εμάς γινόταν. Εμείς το κάναμε. Για μας γινόταν. Αλλά ήταν άσχετο, δεν είχε σχέση με την πολιτική.
Ναι. Μάλιστα.
Επίσης, ένα άλλο έργο το οποίο κάναμε ήταν η διαφορά της γλώσσας. Πώς ένας Κρητικός κι ένας Σαλονικιός στο τέλος, ενώ ήταν πρώτοι φίλοι, μαχαιρωθήκανε. Και πώς και γιατί. Γιατί είχαν συναλλαγές μαζί, εμπορικές, και ο Κρητικός ήρθε να κάνει τη-. Αυτός ήταν χασάπης εδώ της Θεσσαλονίκης, έστειλε το κοπάδι να το σφάξει εδώ πέρα και λοιπά και λοιπά, γιατί εδώ είχαν καλύτερη τιμή τα κρέατα και λοιπά. Και δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Γιατί εκεί που καθόταν, λέει ο Σαλονικιός στον Κρητικό: «Ω μωρέ σύντεκνε, θα μας βρέξει». Ο Κρητικός τον λέει: «Παλαλός είσαι, ρε; Πώς θα βρέξει;». «Θα βρέξει, άκουσέ με τι σου λέω». Γιατί είδε ο Σαλονικιός, ήξερε. Ήρθαν τα σύννεφα, θα έβρεχε. «Βρε παλαλέ», λέει ο Κρητικός στον Σαλονικιό, «αφού δεν μπουμπουνίζει, πώς θα βρέξει;». Δηλαδή δείχνει την άγνοια του ενός από τον άλλον. Επειδή στην Κρήτη έχουν ζέστη και τον χειμώνα, ο Σαλονικιός του λέει: «Αφού έχουμε χειμώνα, δεν μπουμπουνίζει εδώ». «Ρε παλαλός είσαι», του λέει, «παλαβός είσαι;». Και τσακωθήκαν και βρεθήκαν στα μαχαίρια και μαχαιρωθήκαν οι δυο φίλοι.
Μάλιστα.
Ή κάτι για λουλούδια ας πούμε στα Επτάνησα με την επτανησιώτικη προφορά. Ήταν αναλαμπές. Πάντοτε, όμως, με τρόπο που αυτά να μη γίνονται αφορμή να μπορούν οι άνθρωποι της εξουσίας να τα εκμεταλλεύονται και να λένε ότι, πόσο καλοπερνούν οι-
Κρατούμενοι.
Ένα τέτοιο πράγμα χαρακτηριστικό, στον τρίτο όρμο, τον χαρακτήριζαν «Όρμο των διανοουμένων». Δηλαδή συγκεντρώνονταν τα στελέχη ως επί το πλείστον για να μην επηρεάζουν τον υπόλοιπο κόσμο σε αυτό τον όρμο. Ο οποίος ήταν ένας όρμος ο οποίος είχε καμιά χιλιάδα ανθρώπους. Τώρα σχήμα λόγου. Κουβαλήσαν κι εμένα εκεί πέρα για να μην επηρεάζω τον κόσμο, ενώ υπήρχαν καθηγητές μέσα, πράματα, το ένα, το άλλο. Κι εμείς θέλαμε τις εθνικές γιορτές να τις γιορτάζουμε όσο μπορούμε καλύτερα και πανηγυρικά. Είχαμε δυο καλούς σκιτσογράφους. Ένας ήταν ο Μπαχαριάν, ο οποίος είναι και ζωγράφος δηλαδή. Επαγγελματίας ζωγράφος, αλλά από τα στελέχη της Αριστεράς. Και βοηθός του ήταν ο Σαχίνης ο Μήτσος, αυτός που, πέθανε τώρα, ήταν βουλευτής του Κ.Κ.Ε.. Ο Σαχίνης ο Μήτσος, ο Τουμπιώτης. Στον τρίτο όρμο αποφασίσαμε να γιορτάσουμε την 25η Μαρτίου. Καθίσαν αυτοί από ένα μήνα μπροστά και κάναν τα σκίτσα όλων των ηρώων, από βιβλία και λοιπά, από το ένα, από το άλλο. Κολοκοτρώνηδες, Καραϊσκάκηδες, ιδιαίτερα αυτοί που ήταν περισσότερο φιλολαϊκοί, ας πούμε. Και την ημέρα της 25ης Μαρτίου, αυτά τα πράγματα, είχαμε τραβήξει σχοινιά από ένα μέρος, όλοι οι διάδρομοι και κρεμάγαμε αυτά. Και το βάλαμε και στα τραγούδια. Η διεύθυνση, παρόλο που όλο και κάτι είχε αντιληφθεί, δεν πήρε μέτρα. Εκεί που γιορτάζαμε, έγιναν ομιλίες για την 25η Μαρτίου, για τους αγώνες και λοιπά των Ελλήνων, για την κατάσταση που υπάρχει και σήμερα. Λοιπόν, ενώ γινόταν όλα αυτά, μας ήρθε μια πληροφορία ότι από τον πρώτο όρμο, από τη διεύθυνση, στέλνεται ένας φωτογράφος για να φωτογραφίσει αυτή τη γιορτή για να την εκμεταλλευτούν πολιτικά. Εντωμεταξύ, μόλις πήραμε την είδηση αυτή, όλα, ό,τι ήταν καταστραφήκαν, τα πάντα. Και ήρθε πραγματικά ο φωτογράφος για να πάρει φωτογραφίες, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Δηλαδή φυλαγόμασταν από αυτήν την πλευρά όσο μπορούσαμε.
Μάλιστα. Να κάνω μια τελευταία ερώτηση;
Όχι τελευταία, όσες θες κάνε, δεν υπάρχει θέμα.
Μη σας κουράσω.
Όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Ήθελα να ρωτήσω ότι, δεδομένης της φυλακής που κάνατε και όλης της ταλαιπωρίας, μετανιώσατε ποτέ για τίποτα;
Όχι.
Όχι.
Γιατί εγώ νιώθω ότι αυτό το πράγμα με ωφέλησε. Αν δεν έμπαινα μέσα στη δουλειά αυτή και δεν είχα συναναστραφεί με τέτοιον κόσμο, θα ήμουν ένα απλό παιδί, άπορο, το οποίο ούτε θα έβγαζε... Και δεν θα... Ενώ, μπαίνοντας μέσα στο κίνημα και μπλέκοντας με ανθρώπους πολύ ανώτερης πάστας απ' εμένα και άνθρωποι οι οποίοι ήθελαν αυτό που ξέρουν, αυτό που έχουν να το μεταδώσουν, μπορεί να κινδύνεψα, μπορεί να ταλαιπωρήθηκα, μπορεί να αρρώστησα, μπορεί να έφαγα ξύλο περισσότερο από ό,τι μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους. Εδώ πέρα, στο βιβλίο, αναφέρω που με πετάξαν στα σκουπίδια.
Μου το είχατε πει αυτό.
Λοιπόν, παρόλα αυτά δεν λέω πως δεν έπρεπε να το κάνω. Αλλά, βέβαια, είχα και τη δίψα να μάθω. Διότι διάβασα βιβλία πολλά. Άλλα μεν διδακτικά, άλλα δε ιστορικά, προπαντός ιστορικά περισσότερο και προσωπογραφίες πάρα πολλά. Στη συνέχεια διάβασα, έφτασα να διαβάζω ατομική βόμβα και πυρηνική φυσική. Άσχετα αν είναι στη Γυάρο, αυτά που επιτρέπονταν να κυκλοφορήσουν, γιατί δεν είχε κι άλλα. Έφτασα στο σημείο να μάθω και να συνεννοούμαι στα αγγλικά. Ήταν από την Μυτιλήνη ένας δάσκαλος των αγγλικών, ο οποίος έκαμ[02:20:00]νε αγγλικά και τον γιο του Γλάστρα ύστερα. Γιατί ο γιος του Γλάστρα φαίνεται ότι ήτανε λίγο μπουμπούνας και στο τέλος τα κατάφερε και πήρε το πτυχίο του. Χρησιμοποιούσε τους καθηγητές που ήταν κρατουμένους, γι’ αυτό σου λέω ότι μαλάκωσε λίγο προς το τέλος. Μετά, δηλαδή η αγριάδα εκείνη η άγρια που είχε από την αρχή που χωρίς αιτία να σε κοπανάει, άρχισαν σιγά σιγά να απαλείφονται, να φεύγουν. Κι αυτό συνέβη με τους καθηγητές. Και αγγλικά τον έκαμνε ο ίδιος ο καθηγητής που έκαμνε κι εμάς μέσα. Λοιπόν. Μετέπειτα προχώρησα στα μαθηματικά αρκετά, σημαντικά. Θα μου πεις, τι σε ωφέλησαν; Εγώ νομίζω ότι με ωφέλησαν για έναν λόγο βασικό και όλους τους άλλους. Ο βασικός λόγος είναι ότι διάβασα δύο τόμοι με τριακόσιες σελίδες ο καθένας ηλεκτρολογία. Ήταν κάτι που μ' άρεσε πολύ. Μέσα. Μου τα στείλαν και τα έχω τα βιβλία ακόμα. Επίσης, και τα αγγλικά που έκανα τα έκανα με τα Essential English. Δυόμιση χιλιάδες λέξεις. Κι αυτά τα έχω. Τα κρατάω σαν κειμήλια. Και μια σειρά άλλα πράγματα. Και γνώρισα ανθρώπους οι οποίοι πραγματικά σε φυλάγαν, σ’ αγαπούσαν, σε εκτιμούσαν, στην καθοδήγηση. Δεν πιάνω τα διακόσια χωριά, πιάνω τα εκατό που είχαμε μέχρι την απελευθέρωση, όχι την επαρχία Λαγκαδά που παραιτηθήκαν όλοι κι εγώ ο τρελός μπήκα να τα ξαναφτιάξω. Λοιπόν, τι γινόταν; Γνώρισα πάρα πολύ κόσμο. Χαμηλού επιπέδου μέχρι ανωτέρου επιπέδου. Πήρα μέρος σε πολλά συνέδρια, πολλές συνδιασκέψεις. Το μυαλό άλλαξε και άλλαξε και μ' έκανε να σκέφτομαι πολύ αντικειμενικά σε πολλά πράγματα. Τώρα, αν δεν πέτυχα τίποτα, αν γι’ αυτό που αγωνίστηκα και πάλεψα δεν πέτυχα τίποτα, γιατί από στραβοκεφαλιές και από άλλα πράγματα, αυτό είναι άλλο πράγμα. Κακώς. Αλλά, ωστόσο, εμένα προσωπικά μου άλλαξε, με έκανε άλλον άνθρωπο. Έμπαινα στο Κ.Α.Π.Η. μέσα και όταν ήταν γεμάτο, όλοι σηκώνονταν να μου προσφέρουν θέση να καθίσω. Ποιον; Εκείνον που πέρασε το ‘41 μέχρι πριν να μπει στο κίνημα αυτό και πάλευε να εξασφαλίσει ένα τσιγάρο, ένα γλυκό, ένα κομμάτι ψωμί, πώς το λένε. Και που θεωρούνταν ένα παιδί πάμφτωχο με βγαλμένο το δημοτικό. Τίποτα. Και τώρα, μέχρι τελευταία και τώρα ακόμα, εδώ πέρα ο Δήμαρχος της Πυλαίας ήθελε να γράψει ένα βιβλίο. Ήρθε και βρήκε εμένα για γεγονότα και καταστάσεις, επειδή διάβασε τα βιβλία και σου λέει-. Και τον βοήθησα και το έγραψε. Με χίλια ευχαριστώ, σκλαβωμένος. Αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του μιλάν με θαυμασμό για το πρόσωπό μου. Είχα μια κυρά Βασιλική δασκάλα, που με είχε, Πυλαιώτισσα, από την πρώτη τάξη και όταν έλεγε, όταν έβλεπε, δεν υπήρχε άνθρωπο που να μην έλεγε ότι-. Έλεγε πάντα τα καλύτερα λόγια. Έλεγε: «Το παιδί αυτό έφτασε εδώ που έφτασε με την αξία του και τον αγώνα που έκανε». Κι είναι πραγματικά ότι κουράστηκα, βασανίστηκα. Αλλά διαμόρφωσα μια προσωπικότητα, έναν χαρακτήρα αλλιώτικο. Βέβαια, σ' αυτό το πράμα με βοήθησε και η σχολή, η σχολή με βοήθησε, γιατί από τη σχολή πήρα ορισμένα βασικά πράγματα από πιτσιρίκος που ήμουνα. Επειδή ήμουνα όλο με τους καθηγητές εκεί πέρα και λοιπά και όλοι λέγαν, θαύμαζα και θαυμάζοντας ορισμένα πράγματα κι έπαιρνα αυτό που ήταν. Βέβαια, είχα την κακή τύχη να πεθάνει ο πατέρας μου και να είμαι υποχρεωμένος να ζω την οικογένεια, πέντε αδέρφια, πέντε μαζί μ' εμένα, δηλαδή, μάλλον, πέντε. Ήτανε υποχρέωση. Αλλά γι’ αυτό λέω. Μετά μ’ άρεσε το περιβάλλον, οι σκέψεις των ανθρώπων και τα λοιπά. Τώρα πολλοί από αυτούς δεν ζουν, αλλά εγώ τουλάχιστον στη σκέψη μου τους μνημονεύω και τους εκτιμώ και τους σκέφτομαι. Να, όπως σου λέω τώρα, δεν θα μάθαινα αγγλικά αν δεν υπήρχε αυτός ο-. Δεν θα μάθαινα άλλα. Όταν πήγα και έδωσα εξετάσεις και πήρα το πτυχίο μου του υπομηχανικού από την επιτροπή εδώ, ήταν κι ένας νέος, αλλά όχι νεαρός, μεγαλύτερος απ' εμένα, εγώ τότε ήμουν πιτσιρίκος ακόμα. Πιτσιρίκος όταν λέω, μετά που βγήκα από τη φυλακή δηλαδή. Και πήγαμε, κάνει ορισμένες ερωτήσεις. Τις απάντησα τις ερωτήσεις. Με ρώτησε ορισμένες ερωτήσεις τα οποία δεν ήταν της τάξης ας πούμε του ηλεκτροτεχνίτη και λοιπά. Και μου λέει: «Τώρα» , λέει, «θα σε κάνω και μερικές ερωτήσεις. Τελείωσε, πέρασες, το πτυχίο το πήρες. Αλλά θα σε κάνω ορισμένες, γιατί μου έκανες εντύπωση, σε ορισμένα» και έκανε ορισμένες ερωτήσεις, τις οποίες εγώ είχα διαβάσει.
Στη Γυάρο.
Στο βιβλίο που είχα διαβάσει, στους δύο τόμους αυτούς που είχα διαβάσει, τους οποίους και έχω. Και του απάντησα. «Φτάνει, φτάνει», μου λέει, «προχωράς μπροστά, θα προσπεράσεις κι εμάς». Δηλαδή μου έδωσε ορισμένα εφόδια και μ’ έμαθε ποιος πρέπει να είναι ο τρόπος της ζωής μου. Το πώς πρέπει όπου μπορώ να βοηθήσω και όπου μπορώ να προσφέρω, έστω και τίποτα και το ελάχιστο, να γίνεται. Εδώ πέρα, μέσα στο Κ.Α.Π.Η., εκατό άνθρωποι και με κάναν κοινωνό ακόμα και στα ατομικά τους προβλήματα. Να ζητάνε τη γνώμη μου, «Τι θα κάνουμε γι’ αυτό, τι θα κάνουμε για εκείνο;». Αυτά όλα μου δημιουργούν μια ικανοποίηση και λέω δεν ήταν κακός ο δρόμος που ακολούθησα. Μπορεί να βασανίστηκα, μπορεί να τυραννίστηκα, αλλά αν δεν είχα αυτό μπορούσα να-. Γιατί στην κατοχή ήταν πολύ βρώμικα τα πράγματα. Το να πάρεις τον κακό τον δρόμο, τον έπαιρνες χωρίς τίποτα. Μπορούσα να είχα πάρει έναν άλλο δρόμο, χειρότερο, που να ντρεπόμουνα γι’ αυτό. Ή να μη ζούσα καθόλου. Λέω σε αυτά μπόρεσα και στάθηκα. Και πάντα διάλεγα το καλό, ποτέ το εύκολο. Αυτά, αγαπητέ μου Ιάσονα.
Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε Κώστα.
Δεν ξέρω αν έκανα καλά, αλλά αυτά που έκανα, έκανα. Ό,τι μπόρεσα, έκανα. Τώρα πάνε χρόνια. Όταν έχω τριάντα επτά χρόνια συνταξιούχος και όταν η σχολή με εκτιμά και έρχεται και με ρωτάει και γράφει τώρα ένα βιβλίο ιστορίας κι έρχονται άνθρωποι από εκεί πέρα που έχουν πάρει την εντολή να γράψουν το βιβλίο, έρχονται και κουβεντιάζουμε και ζητάν πληροφορίες για το ένα, για το άλλο, για το παραπέρα. Λοιπόν, τι να πω; Αυτό, όσο πάμε κι όσο πάμε.
Να είστε καλά.
Κι όσοι αρνήθηκαν. Εδώ πέρα ήρθαν για τους Ισραηλίτες. Ήρθαν από το Τελ Αβίβ επιτροπή και μου πήραν συνέντευξη.
Αλήθεια;
Βέβαια. Και μου στείλαν και συγχαρητήρια και μου στείλαν και το αυτό.
Την ηχογράφηση, το ηχητικό.
Ναι. Το ‘χω κασέτα. Επίση[02:30:00]ς, άλλοι για το κίνημα, κασέτα. Άλλοι για ένα κινηματογραφικό έργο. Δηλαδή, πώς το λένε, πράγματα τα οποία αν έμενα στον τόπο μου και αν δεν είχα τη συναναστροφή αυτή με τον κόσμο-. Αλλά, πάνω απ' όλα, είναι που είχα δίψα για μάθηση. Δεν με αύτωσε τίποτα. Ήθελα να μάθω, ήθελα να μάθω. Ρωτούσα και το μυαλό μου τα κρατούσε. Κρατάει πράματα το μυαλό μου, παρόλο που τώρα ξεφτάει, αλλά ακόμα κρατάει. Και πάντα αλήθειες. Επίσης, στα βιβλία που έγραψα και τα δυο, όλα είναι έκφραση απόλυτης ειλικρίνειας από μέρους μου. Είναι αυτό που νιώθω πραγματικά από μέσα μου κι είναι αυτό που πιστεύω. Και τα γεγονότα είναι ακριβώς όπως είναι. Βέβαια, λίγο κουραστικό αυτό, η ζωή ήταν κουραστική, στενάχωρη, αλλά τα ξεπέρασα κι έζησα. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα έφτανα σε αυτή την ηλικία. Έλεγα ένα πράγμα, ο πατέρας μου πέθανε σαράντα τέσσερα χρονών, σαράντα τρία, εγώ ας πάω σαράντα πέντε, άντε, ας πάω πενήντα. Γιατί η ζωή των εργαζομένων δυστυχώς είναι μικρή, δεν-. Λοιπόν, τώρα είχα την τύχη να ζήσω περισσότερο.
Ευχαριστώ πολύ, κύριε Κώστα.
Τίποτα, τίποτα. Εγώ το θεωρώ καθήκον μου.
Να 'στε καλά.
Φωτογραφίες

Κωνσταντίνος Πασχαλούδης
Ο αφηγητής.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Κωνσταντίνος Πασχαλούδης αφηγείται τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά τη σύλληψή του στις 3 Δεκεμβρίου του 1946. Μιλάει για τα βασανιστήρια που υπέστη στα αστυνομικά τμήματα, για το πώς γλύτωσε τη θανατική ποινή και για την κράτησή του στις φυλακές. Μετά από έξι χρόνια κράτησης στις φυλακές του Επταπυργίου, στη Γυάρο, στις φυλακές Αβέρωφ και στις φυλακές Πολυγύρου κατάφερε να αποφυλακιστεί.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Πασχαλούδης
Ερευνητές/τριες
Ιάσονας Νεστορίδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/05/2022
Διάρκεια
152'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο Κωνσταντίνος Πασχαλούδης αφηγείται τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά τη σύλληψή του στις 3 Δεκεμβρίου του 1946. Μιλάει για τα βασανιστήρια που υπέστη στα αστυνομικά τμήματα, για το πώς γλύτωσε τη θανατική ποινή και για την κράτησή του στις φυλακές. Μετά από έξι χρόνια κράτησης στις φυλακές του Επταπυργίου, στη Γυάρο, στις φυλακές Αβέρωφ και στις φυλακές Πολυγύρου κατάφερε να αποφυλακιστεί.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνος Πασχαλούδης
Ερευνητές/τριες
Ιάσονας Νεστορίδης
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
24/05/2022
Διάρκεια
152'