Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
Χνάρια δύο πάνινων παπουτσιών
Ενότητα 1
Βιογραφικά στοιχεία και σχολικά χρόνια
00:00:00 - 00:02:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Είναι Πέμπτη, 1η Οκτωβρίου 2020, είμαι η Ιόλη Αποστόλου στην Κόμνηνα με τον κύριο; Τσιαφίτσιας Αθανάσιος του Αποστόλου. Πότε γεννηθήκατ…στον ώμο με σχοινί και η τσάντα στους μικρούς μαθητές χτύπαγε στα πόδια! Χτύπαγε στα πόδια, ας πούμε. Η ζωή ήταν γεμάτη. Τι άλλο θα ‘θελες;
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Αγαπημένα παιδικά παιχνίδια και ζώα και σκηνικό με τον Φώτη τον συμμαθητή του
00:02:21 - 00:07:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι παιχνίδια παίζατε; Παίζαμε διάφορα. Συνήθως ποδόσφαιρο και τσιλίκα, η οποία παιζόταν -ας πούμε- με ένα ξύλο. Δύο φυλάγανε κάποιο μέρος …και δεν ξαναγύρισε σχολείο. Αυτό ήταν το τέλος του Φώτη από το Δημοτικό Γυμνάσιο. Αλλά παρόλα αυτά, το αποδεικτικό ο δάσκαλος του το έδωσε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Γυμνάσιο στα Τρίκαλα και το σπίτι που νοίκιαζαν εκεί
00:07:48 - 00:12:32
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Στο Γυμνάσιο τι γινότανε; Τελειώνοντας το Δημοτικό πήγα Γυμνάσιο. Πήγα στο Γυμνάσιο πήγα στα Τρίκαλα και είχα εγγραφεί στο 3ο, στο Οικονομι…κουκουβάγια σε εμάς. Το έμβλημα της σοφίας, της Αθηνάς, της σοφίας. Περνάγαμε όμορφα. Τώρα να σας πω και μερικές ιστορίες που κάναμε. Αμέ.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Πώς χειρίζονταν τις προμήθειες των γονιών τους
00:12:32 - 00:13:43
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τα αυγά που μας δίναν οι γονείς για να περάσουμε εμείς, για να περάσουμε, να φάμε κάτι, να περάσουν οι μέρες μέχρι να γίνει η καινούργια προ…ενη φορά που πήγαινες - ήξερε ποιος είναι - λοιπόν, μας ζητούσε τα λεφτά πίσω και παραλίγο να μας δείρει κιόλας. Ήταν πράγματα της εποχής.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 5
Ποταμός Ληθαίος
00:13:43 - 00:15:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να σας πω ένα άλλο γεγονός, που γίνεται μέσα στην τάξη τώρα. Κάναμε μάθημα με τον Γυμνασιάρχη. Τότε δεν υπήρχε Λύκειο, υπήρχε εξατάξιο Γυμνά… το ‘πιασε για «Ηλίθιος» και του λέει: «Ηλίθιος είσαι, βλάκα, και φαίνεσαι. ‘Ληθαίος’ λέγεται, όχι ‘Ηλίθιος’». Λοιπόν, αυτά με το Γυμνάσιο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 6
Το σινεμά
00:15:36 - 00:17:07
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Το σινεμά τι ταινίες έφερνε τότε; Το σινεμά έφερνε πολλά Western και ήταν αυτό που το κυνηγάγαμε όλοι μας, που το θέλαμε να το βρούμε, που…όντα, που εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε. Λοιπόν, θέλαμε μεν, αλλά δεν μπορούσαμε να δούμε. Ήταν απαγορευτικό. Αυτά όσον αφορά το Γυμνάσιο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 7
Η βάφτιση της ξαδέρφης του στην Ιερά Μονή Παναγίας Σπηλιάς
00:17:07 - 00:31:48
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να πούμε την ιστορία με τη βάφτιση; Ναι. Το Γενάρη του ‘68 γεννήθηκε μία ξαδερφούλα μου. Ο θείος μου και η θεία μου την απέκτησαν σε μεγάλη…ι φτάσαμε στην άκρη του γκρεμού και δεν πέσαμε κάτω. Που θα μπορούσε να γίνει και αυτό και αντί για ευχάριστα πράγματα να είχαμε δυσάρεστα.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 8
Οι Κυριακές, τα καφενεία και η θέση της γυναίκας
00:31:48 - 00:36:42
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τι άλλο θυμάστε από το χωριό; Τις Κυριακές τι γινότανε; Τις Κυριακές... Βέβαια, δεν υπήρχανε... Το μόνο πράγμα τότε στο χωριό ήταν το καφε…ξεως υπήρχε φιλία. Γιατί και πολλές φιλίες από τότε έχουν παραμείνει και το συζητάμε ακόμα και βρισκόμαστε, λοιπόν, και θυμόμαστε τα παλιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 9
Τα πάρτι
00:36:42 - 00:39:04
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Γλέντια γίνονταν; Γλέντια γινόντανε. Τότε άρχισαν να πρωτοεμφανίζονται τα πάρτι, αλλά πάρτι στο σπίτι. Σε σπίτι και σε γιορτή, όχι σε άλλε… μου είχαν φέρει 12 τούρτες, 12 τούρτες! Τι να τις κάνεις; Κι όμως ο κόσμος τις έφερε, έφαγε το σπίτι και έφαγε και η γειτονιά. Αυτά είναι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 10
Δύναμη για ζωή και επαγγέλματα
00:39:04 - 00:43:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Πώς σας διαμόρφωσαν αυτές οι ιστορίες; Μπορώ να πω ότι σου δίναν τα εφόδια να αντιμετωπίσεις οποιαδήποτε δυσκολία σου παρουσιάζεται στη μετ…πό 35 χρόνια, έχω συνταξιοδοτηθεί το ‘12, τον Αύγουστο του ‘12 και από τότε είμαι στους υπερήλικες. Είμαι στους μεγάλους, στην τρίτη γενιά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
Ενότητα 11
Ακραία καιρικά φαινόμενα
00:43:18 - 00:44:57
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Και τώρα που πέρασε ο Ιανός από την Καρδίτσα, πώς αισθάνεστε για τον τόπο σας; Μόνο που ακούς, όχι μόνο για την Καρδίτσα, αλλά μόνο όταν ακ…ο, για να βγάλει τον υπόλοιπο καιρό. Όταν η παραγωγή του πάθαινε ζημιά, ήταν πολύ -πολύ δύσκολο να βγάλει τον υπόλοιπο χρόνο. Πολύ δύσκολο!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 12
Τσούγκρισμα
00:44:57 - 00:45:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Δύο τελευταίες ερωτήσεις να σας κάνω. Σε τι θα τσουγκρίζουμε τώρα, αν πίναμε κάτι παρέα; Λοιπόν, σε ένα τσιπουράκι και θα λέγαμε να ‘ναι…υγειά μας, ρε παιδιά». Σας ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη και την ιστορία σας, κύριε Θανάση. Εγώ ευχαριστώ. Να ‘στε καλά! Γεια σας!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 13
Σχολικά αγωνίσματα και μαθήματα
00:45:59 - 00:50:55
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Με ρωτήσατε προηγουμένως τι θα ήθελα να γίνω. Σας είπα ότι ήθελα να γίνω γυμναστής και όντως, όταν τελείωσα το ‘72 το σχολείο, το εξατάξιο …ε κάτι άλλο; Δεν θυμάμαι κάτι άλλο αυτή τη στιγμή. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο αυτή τη στιγμή. Έγινε. Ευχαριστούμε πολύ και πάλι! Να 'σαι καλά!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Tags
[00:00:00]
Είναι Πέμπτη, 1η Οκτωβρίου 2020, είμαι η Ιόλη Αποστόλου στην Κόμνηνα με τον κύριο;
Τσιαφίτσιας Αθανάσιος του Αποστόλου.
Πότε γεννηθήκατε;
19/6 το 1954.
Πού;
Στο Αγναντερό Καρδίτσας. Ένα χωριό, το οποίο είναι από τα μεγαλύτερα χωριά της Καρδίτσας με κατοίκους πάνω από 2.000, που συνήθως η ασχολία τους ήτανε γεωργοί και η κτηνοτροφία.
Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια;
Τα παιδικά μας χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, αλλά γεμάτα όμως από δίψα για ζωή. Όταν ξεκινήσαμε, τα χρόνια ήταν δύσκολα για μικρούς και μεγάλους. Όταν πρωτοπήγα σχολείο, η πρώτη τάξη απαριθμούσε πάνω από 60 παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Στην τετάρτη Δημοτικού έγινε και δεύτερο Δημοτικό σχολείο. Σκεφτείτε ένα σχολείο με 300 παιδιά τι γινόταν στο διάλειμμα από φωνές! Το ίδιο ακριβώς θα έλεγα -ας πούμε-και όταν το πρωί πηγαίναμε για το σχολείο και το μεσημέρι που επιστρέφαμε στο σπίτι, όλοι οι δρόμοι γέμιζαν από παιδικές φωνές και παιδιά.
Πώς πηγαίνατε; Με τα πόδια;
Το χωριό μου είναι αραιοκατοικημένο και έχει μεγάλη έκταση και πηγαίναμε με τα πόδια. Το δικό μου σπίτι από το χωριό, από το σχολείο απείχε γύρω στα 1500 μέτρα και το σχολείο ήταν στη μέση, στην πλατεία, ήταν στο κέντρο του χωριού, ας πούμε. Τότε για τσάντες δεν είχαμε τις σημερινές τσάντες, είχαμε μια υφασμάτινη τσάντα που μας έκανε, που κάνανε όλες οι μανάδες στα παιδιά τους και μέσα είχαμε ένα τετράδιο και δύο βιβλία. Αυτό ήταν ο εφοδιασμός για όλο το σχολείο και μάλιστα τη δέναμε στον ώμο με σχοινί και η τσάντα στους μικρούς μαθητές χτύπαγε στα πόδια! Χτύπαγε στα πόδια, ας πούμε. Η ζωή ήταν γεμάτη. Τι άλλο θα ‘θελες;
Ενότητα 2
Αγαπημένα παιδικά παιχνίδια και ζώα και σκηνικό με τον Φώτη τον συμμαθητή του
00:02:21 - 00:07:48
Τι παιχνίδια παίζατε;
Παίζαμε διάφορα. Συνήθως ποδόσφαιρο και τσιλίκα, η οποία παιζόταν -ας πούμε- με ένα ξύλο. Δύο φυλάγανε κάποιο μέρος και ο τρίτος έριχνε, προσπαθούσε να βάλει το ξύλο αυτό μέσα στο κέντρο του παιχνιδιού. Δεν είχαμε πολλές... Παίζαμε κρυφτό. Τέτοια παιχνίδια ήτανε, απλά, ας πούμε. Αργότερα μεγαλώνοντας... Όταν τελειώναμε κάθε τάξη, το καλοκαίρι που τελειώναμε το σχολείο, τον Ιούνιο μήνα, συνήθως κάναμε τις γυμναστικές επιδείξεις, που ήταν πραγματικά γιορτή για τα παιδιά. Πέρα από τα διάφορα παιχνίδια που κάναμε, στις γυμναστικές επιδείξεις είχαμε και ποιήματα. Ήταν όντως μία από τις τρεις γιορτές που είχαν τα παιδιά στο σχολείο, 28 Οκτωβρίου, εθνική γιορτή, και 25 Μαρτίου, εθνικές γιορτές και γυμναστικές επιδείξεις. Στις γυμναστικές επιδείξεις τις κάναμε μ’ ένα αθλητικό φανελάκι και ένα σορτς μπλε και παπούτσια τα παλιά, κλασικά, τα πάνινα. Με τα οποία ρούχα τα παιδιά βγάζαμε για ντύσιμο, που είχαμε για ντύσιμο, όλο το καλοκαίρι. Αυτό φοράγαμε. Ένα φανελάκι, το σορτς το μπλε και τα παπούτσια τα πάνινα που είχαμε. Όταν τελείωναν τα σχολεία, όλα τα παιδιά βοηθούσαν στις δουλειές που είχε το κάθε σπίτι. Αλλά συνήθως τι κάναμε; Αυτό που κάναμε ήταν - και μπορούσαμε να κάνουμε- ήταν να φυλάσσουμε τα πρόβατα, να πηγαίναμε τα μεγάλα τα ζώα, είτε αγελάδες ήτανε είτε άλογα, να τα πάμε για βοσκή και να τα προσέχουμε. Αυτή ήταν συνήθως η βοήθεια που κάναμε. Οι δε γονείς μας, έλειπαν. Όλη μέρα συνήθως έλειπαν στους αγρούς, πηγαίναν για δουλειά. Φεύγαν το πρωί νωρίς και γυρνάγαν αργά το βράδυ πριν βραδιάσει.
Είχατε αγαπημένο ζώο εσείς;
Είχα τα άλογα. Ήταν δύο άλογα, τα οποία υπεραγαπούσα. Θα σας πω ότι το ένα από την πολλή αγάπη που μου είχε, μου έκανε κι ένα σημάδι, δάγκωμα στο κεφάλι.
Πώς έγινε αυτό;
Αυτό έγινε επειδή τα τάιζα, σε μια σκάφη τα είχα βάλει, τα είχα βάλει καρπό να φάνε. Καρπό τι ήτανε; Ήταν βρώμη, κριθάρι. Π[00:05:00]ήγα εκείνη τη στιγμή να μάσω το κριθάρι από την άκρη που ήτανε, φοβούμενος ότι δεν θα μπορέσουν να το φάνε -ας πούμε- και εκείνη τη στιγμή το ένα φοβήθηκε ότι θα πάρω την τροφή και με δάγκωσε στο κεφάλι. Λοιπόν, αυτά ήταν τα αγαπημένα μας παιχνίδια και αυτά που ζούσαμε περισσότερο.
Να σας πω, στις γυμναστικές επιδείξεις κάνατε κανένα παιχνίδι εκεί πέρα;
Στις γυμναστικές επιδείξεις κάναμε διάφορα παιχνίδια. Ένα που θυμάμαι ήταν ότι όλοι οι διαγωνιζόμενοι, όσοι ήμασταν, 6-7 παιδιά που μας είχαν αναθέσει οι δάσκαλοι, με ένα κουτάλι στο στόμα και πάνω σε αυτό ένα αυγό, να προσπαθήσουμε να το πάμε σε μία απόσταση γύρω στα 50 μέτρα. Ποιος θα βγει πρώτος. Τρέχοντας! Βέβαια, τα πιο πολλά αυγά και όλα καμιά φορά μπορώ να σας πω ότι σπάγανε στη διαδρομή. Δεν έμεινε τίποτα, δεν έφτανε κανένας στο τέλος.
Υπήρχε έπαθλο;
Έπαθλο υπήρχε, ένα μπράβο από τους δασκάλους και ένα χειροκρότημα από τους γονείς που ήταν στη γιορτή. Είχαμε και διάφορα ποιήματα, που κάναμε. Λοιπόν, σε κάποια στιγμή μεταξύ μας ένας συμμαθητής μου, Φώτης, ήταν μεγαλύτερος από εμάς τουλάχιστον δύο χρόνια, αλλά συνέχιζε ο πατέρας του να τον στέλνει σχολείο για να πάρει το αποδεικτικό. Ήμασταν στην τελευταία τάξη και η δασκάλα του έβαλε ένα ποίημα, ένα εύκολο ποίημα. Τι να βάλει στο Φώτη; Έβαλε το «Αρνάκι άσπρο και παχύ» ένα ποίημα που σχεδόν όλα τα παιδάκια ξέραμε απέξω. Λοιπόν, ήρθε η ώρα του Φώτη, βγαίνει ο Φώτης στην εξέδρα και χαιρετάει τον κόσμο και άρχισε να λέει το ποίημα. «Αρνάκι άσπρο και παχύ…» το ξέχασε ο Φώτης. «Αρνάκι άσπρο και παχύ» δεν το θυμόταν ο Φώτης παρακάτω. «Αρνάκι άσπρο και παχύ...» Πετάγεται η δασκάλα που ήταν δίπλα του να τον βοηθήσει και του λέει: «Της μάνας το καμάρι». Εκείνη τη στιγμή ο Φώτης νόμισε ότι του έβρισε τη μάνα και αυτός αυθόρμητα βρίζει τη δασκάλα: «Τη δικιά σου τη μάνα, γαμώ τη μάνα». Λοιπόν, και φεύγει τρέχοντας ανάμεσα στον κόσμο και δεν ξαναγύρισε σχολείο. Αυτό ήταν το τέλος του Φώτη από το Δημοτικό Γυμνάσιο. Αλλά παρόλα αυτά, το αποδεικτικό ο δάσκαλος του το έδωσε.
Στο Γυμνάσιο τι γινότανε;
Τελειώνοντας το Δημοτικό πήγα Γυμνάσιο. Πήγα στο Γυμνάσιο πήγα στα Τρίκαλα και είχα εγγραφεί στο 3ο, στο Οικονομικό, 3ο Οικονομικό Γυμνάσιο των Τρικάλων.
Πώς και πηγαίνατε στα Τρίκαλα;
Στα Τρίκαλα πήγαμε γιατί το χωριό μου είναι πιο κοντά στα Τρίκαλα και πιο προσβάσιμο. Από τα Τρίκαλα απέχει 9 χιλιόμετρα, ενώ από την Καρδίτσα απέχουμε, παρότι που ανήκουμε νομαρχιακά εκεί, απείχε 16 χιλιόμετρα. Οπότε τα Τρίκαλα ήταν πιο προσβάσιμα, ακόμα μπορούσες να πας και με τα πόδια πολλές φορές όταν χρειαζόταν ή να επιστρέψεις αντιστοίχως. Όταν πήγα Γυμνάσιο, εγώ και άλλοι δύο συμμαθητές μου, που συμπτωματικά είχαν και το ίδιο όνομα «Θανάσης» είχαμε νοικιάσει ένα δωμάτιο. Λοιπόν, κι εκεί είχαμε τακτοποιηθεί. Τι είχαμε μέσα; Το κρεβάτι, από ένα μονό κρεβάτι που είχε ο καθένας, ένα πετρογκάζ που είχαμε για να μαγειρεύουμε ελαφρά φαγητά, που δεν κάναμε, δεν μαγειρεύαμε δύσκολα φαγητά, αλλά θα μπορούσαμε να είχαμε να ζεστάνουμε ένα φαγητό, να τηγανίσουμε δύο αυγά, να τηγανίσουμε μερικές πατάτες. Αυτά τα εύκολα φαγητά. Κάθε Κυριακή βράδυ φεύγαμε. Παίρναμε το λεωφορείο και πηγαίναμε στα Τρίκαλα και καθόμασταν στα Τρίκαλα μέχρι το επόμενο, μέχρι το Σάββατο, όταν είχαμε μαθήματα. Τότε κάναμε μάθημα και το Σάββατο. Μαζί μας, την Κυριακή το βράδυ που φεύγαμε για τα Τρίκαλα, παίρναμε μαζί μας ένα καλάθι ή μια τσάντα, που είχε μέσα τρόφιμα για να περάσουμε Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη. Συνήθως αυτά είχανε -ας πούμε- ένα φαγητό, που μπορούσαν να ήταν μαγειρευτό, που ήταν μαγειρευτό, για να φάμε Δευτέρα μέχρι Τρίτη, αν θα γινότανε, και κάτι πρόχειρο που θα τρώγαμε Τρίτη βράδυ και Τετάρτη. Γιατί ψυγεία για συντήρηση[00:10:00] δεν υπήρχαν τότε. Κάθε Πέμπτη ένας από τους γονείς μας, από τους πατεράδες μας, θα μας έφερνε εφοδιασμό. Δηλαδή θα μας έφερνε πάλι αυτά που είχαν ετοιμάσει οι μανάδες μας για να φάμε την Πέμπτη, την Παρασκευή και το Σάββατο το μεσημέρι. Κάθε Σάββατο γυρνάγαμε στο χωριό. Σάββατο απόγευμα γυρνάγαμε στο χωριό. Παίρναμε το λεωφορείο και επιστρέφαμε στο χωριό.
Πώς νιώθατε χωρίς την παρουσία των γονιών σας μες στη βδομάδα;
Δεν το καταλαβαίναμε. Είχαμε τόση καλή, κάναμε τόση καλή παρέα και είχαμε τόση σύμπνοια και ταύτιση με όλα τα παιδιά, που δεν νιώθαμε την απουσία των γονιών μας. Δεν τη νιώθαμε την απουσία των γονιών μας. Να σας πω εδώ ότι το πόσο δύσκολα ήτανε... Αν από το χωριό μου είχαμε αποφοιτήσει 50 παιδιά από το Δημοτικό, στο Γυμνάσιο πήγαμε γύρω στα 10-15. Λοιπόν, όλα τα υπόλοιπα καθίσαν στο σπίτι και για να ασχοληθούν με άλλες εργασίες, να πάνε για δουλειά. Άλλος θα πήγαινε για τέχνη, άλλος θα πήγαινε… Τα κορίτσια πήγαν για μοδίστρες ή κομμώτριες. Από τα κορίτσια, που θα ήταν τα μισά περίπου, μόνο τέσσερα ήρθαν στο σχολείο, στο Γυμνάσιο, κι από αυτά τελείωσαν τα δύο, τα άλλα τα δύο κόπηκαν. Εντάξει, στη συνέχεια κόπηκαν. Λοιπόν, γι’ αυτό σου λέω ήταν πολύ δύσκολα. Σκέψου ότι δεν τελείωνε, δεν πήγαιναν Γυμνάσιο ούτε τα 3/5 από τους μαθητές που τελείωναν το Δημοτικό σχολείο, απ’ το Δημοτικό σχολείο. Τα Τρίκαλα είναι μία όμορφη πόλη, μπορώ να πω ότι είναι από τις ομορφότερες πόλεις της Ελλάδος και περνάγαμε αρκετά όμορφα. Να σας πω ότι όταν ήρθε η Χούντα, το ‘67 και το ‘68, θυμάμαι ότι εμείς στο σχολείο φορούσαμε πηλήκιο. Δεν ξέρω αν το έχετε δει! Ήταν κάτι ανάλογο με αυτά που φοράνε οι στρατιωτικοί, μόνο που μπροστά, εδώ είχε την κουκουβάγια σε εμάς. Το έμβλημα της σοφίας, της Αθηνάς, της σοφίας. Περνάγαμε όμορφα. Τώρα να σας πω και μερικές ιστορίες που κάναμε.
Αμέ.
Τα αυγά που μας δίναν οι γονείς για να περάσουμε εμείς, για να περάσουμε, να φάμε κάτι, να περάσουν οι μέρες μέχρι να γίνει η καινούργια προμήθεια. Πολλές φορές τα πουλάγαμε στα μπακάλικα της γειτονιάς, παίρναμε χαρτζιλίκι για να πάμε να πιούμε έναν καφέ έξω ή να πιούμε ή να πάμε σινεμά. Γιατί τότε ο σινεμάς για εμάς, ο κινηματογράφος, ήταν η μόνη μας ευχαρίστηση, που είχαμε, ας πούμε. Θα σας πω ακόμα ότι εδώ, μερικές φορές, πολλοί την πατάγαμε! Μας βράζαν οι μανάδες τα αυγά από το χωριό να είναι έτοιμα δήθεν, αλλά χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε και πηγαίναμε στο μπακάλικο και πουλάγαμε τα βρασμένα αυγά. Τα έπαιρνε ο μπακάλης και την άλλη, την επόμενη φορά που πήγαινες - ήξερε ποιος είναι - λοιπόν, μας ζητούσε τα λεφτά πίσω και παραλίγο να μας δείρει κιόλας. Ήταν πράγματα της εποχής.
Να σας πω ένα άλλο γεγονός, που γίνεται μέσα στην τάξη τώρα. Κάναμε μάθημα με τον Γυμνασιάρχη. Τότε δεν υπήρχε Λύκειο, υπήρχε εξατάξιο Γυμνάσιο, έτσι λεγότανε. Μέσα από τα Τρίκαλα περνάει ο ποταμός Ληθαίος. Ένα όμορφο ποτάμι, που όποιος δεν έχει πάει στα Τρίκαλα, το συνιστώ να τα επισκεφτεί, γιατί είναι πάρα πολύ όμορφα, ιδιαίτερα την άνοιξη, που είχε μέσα το ποταμάκι αυτό πάπιες, χήνες, ψάρια. Πολύ όμορφα! Δίπλα να υπάρχουν οι λεύκες, που να το σκεπάζουν όλο το ποτάμι και να δίνουν μία πραγματική όαση στην πόλη και εκεί που κάναμε μάθημα με τον Γυμνασιάρχη, λέει σε κάποια στιγμή σε κάποιον, ρώτησε σε κάποιον από εμάς: «Πώς λέγεται, παιδί μου, ο ποταμός που περνάει μέσα από την πόλη μας;» Εκείνος δεν το ήξερε. Ο συμμαθητής μου δεν το ήξερε. [00:15:00]Σκέπτεται, σκέπτεται, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Σε κάποια στιγμή, του λέει αυτός που καθόταν πίσω του, «Ληθαίος». Αυτός δεν το άκουσε καλά και πετάγεται και λέει: «Ηλίθιος, κύριε». «Ηλίθιος είσαι, βλάκα, και φαίνεσαι». Αντί να πει «Ληθαίος» το ‘πιασε για «Ηλίθιος» και του λέει: «Ηλίθιος είσαι, βλάκα, και φαίνεσαι. ‘Ληθαίος’ λέγεται, όχι ‘Ηλίθιος’». Λοιπόν, αυτά με το Γυμνάσιο.
Το σινεμά τι ταινίες έφερνε τότε;
Το σινεμά έφερνε πολλά Western και ήταν αυτό που το κυνηγάγαμε όλοι μας, που το θέλαμε να το βρούμε, που θέλαμε να δούμε, ας πούμε. Διάφορα με μούμιες, που σε λίγο αριθμό, βέβαια, αλλά κυκλοφορούσαν κάπου-κάπου και ιδιαίτερα όταν πηγαίναμε, γιατί απαγορευόταν κάτω από 15 χρονών, υπήρχαν και τα ακατάλληλα έργα, που τότε για εμάς... Αλλά προσπαθούσαμε με διάφορα τερτίπια και με διάφορα πράγματα να μπορέσουμε να ξεγελάσουμε τον θυρωρό, τον ελεγκτή στο αυτό, ότι ήμασταν μεγαλύτεροι ότι, ότι, ότι, για να μπορέσουμε να δούμε…
Πώς δηλαδή;
Κάναμε -ας πούμε- ότι ήμαστε μεγάλοι, σηκωνόμαστε στις φτέρνες να δείξουμε ότι είμαστε πιο ψηλοί, διάφορα πράγματα έτσι, για να κοροϊδέψουμε -ας πούμε- τον ελεγκτή που ήταν στην πόρτα, στην είσοδο του σινεμά, της αίθουσας. Βέβαια φέρναν και κάπου-κάπου και καμία τσόντα, που εμείς δεν μπορούσαμε να δούμε. Λοιπόν, θέλαμε μεν, αλλά δεν μπορούσαμε να δούμε. Ήταν απαγορευτικό. Αυτά όσον αφορά το Γυμνάσιο.
Να πούμε την ιστορία με τη βάφτιση;
Ναι. Το Γενάρη του ‘68 γεννήθηκε μία ξαδερφούλα μου. Ο θείος μου και η θεία μου την απέκτησαν σε μεγάλη ηλικία, παρότι προσπαθούσαν αρκετά χρόνια και ταλαιπωρήθηκαν πολύ. Τέλος πάντων, κατάφεραν στο τέλος να αποκτήσουν ένα κοριτσάκι, ένα υγιέστατο κοριτσάκι. Όταν γεννήθηκε το κοριτσάκι, μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία, έκαναν τάμα η βάπτισή τους να γίνει σε ένα μοναστήρι, στην Ιερά Μονή Παναγίας Σπηλιάς. Ένα μοναστήρι που απέχει από το χωριό μου, σήμερα δείχνει ότι απέχει γύρω στα 70 χιλιόμετρα. Τα χρόνια εκείνα όμως, στο τέλος της δεκαετίας του ‘60 ήταν πολύ πιο μακριά, γιατί δεν υπήρχαν ευθείς δρόμοι. Υπήρχαν οι δρόμοι, οι οποίοι είχαν γίνει όπως πήγαιναν τα ζώα τότες και όπως τους διευκόλυνε, ενώ σήμερα έχουν γίνει σε ευθεία γραμμή, έχουν γίνει επιχωματώσεις, έχουν γίνει γέφυρες και περνάνε και πάνε. Ο θείος μου και η θεία μου είχαν κάνει το τάμα ας πούμε, να γίνει η βάπτιση στην Ιερά Μονή της Παναγίας Σπηλιάς. Η Παναγία Σπηλιά γιορτάζει τον Δεκαπενταύγουστο, το Πάσχα του καλοκαιριού, όπως τα πιο πολλά μοναστήρια της Παναγίας γιορτάζουνε τον Δεκαπενταύγουστο. Έτσι πήραν την απόφαση και είχαμε πει ότι θα πάμε να γίνει η βάφτιση εκεί ας πούμε. Τότε δεν υπήρχε μέσο που θα πήγαινες για να πας στην Παναγία Σπηλιά. Το μόνο που θα πήγαινες ήταν πεζοπορία, με τα πόδια. Πολύς κόσμος πήγαινε στη γιορτή αυτή και όλοι πήγαιναν με τα πόδια. Ο δρόμος ήταν δύσβατος και με πολλές... Και τότε όλος ο κόσμος που πήγαινε, που ετοιμαζόταν να πάει στην Παναγιά πήγαινε κατά γκρουπ, δηλαδή διάφορες ομάδες από 15-20 άτομα συγκεντρωνόταν, που ήταν όλοι συγγενείς, φίλοι, γειτόνοι, και ξεκινάγανε να πάνε στην Παναγία Σπηλιά. Η διαδρομή ήταν δύσκολη. Το ‘68, 15 Αυγούστου ήταν ημέρα Πέμπτη. Εμείς φύγαμε από το χωριό, αφού είχαμε κάνει όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες. Ξεκινήσαμε Δευτέρα πρωί, αναχωρήσαμε για το μοναστήρι. Μαζί μας είχαμε πάρει και τέσσερα[00:20:00] γαϊδουράκια, τα οποία σε αυτά ο κόσμος, εμείς, φορτώναμε τα διάφορα πράγματα που είχαμε μαζί μας. Λίγα ρούχα και λίγα τρόφιμα για να περάσουμε τις μέρες αυτές. Αλλά ένας λόγος ιδιαίτερα που εμείς θέλαμε και γαϊδουράκι ήταν ότι πάντα αυτός που ανέβαινε στο γαϊδουράκι καβάλα, ήτανε για να έχει και το μωρό στα χέρια. Ήταν δύσκολο όλη την ημέρα κάποιος να κουβαλάει το μωρό, που βέβαια, το παίρνουμε και εμείς στα χέρια, πεζοί, όπως προχωράγαμε, αλλά συνήθως το είχε πάντα αυτός που ήταν στο γαϊδουράκι. Φύγαμε Δευτέρα πρωί. Αργά το απόγευμα περάσαμε το Μουζάκι και μετά το Μουζάκι στο πρώτο χωριό νυχτώσαμε. Εκεί σταματήσαμε για να διανυκτερεύσουμε, σταματήσαμε στην εκκλησία του χωριού και όλοι μας τακτοποιηθήκαμε, στρώσαμε καταγής ό,τι είχε ο καθένας φέρει μαζί του και ένα σκέπασμα για το βράδυ, γιατί άρχισε το μέρος να είναι ορεινό.
Τι στρώσατε, δηλαδή;
Είχαμε κουρελούδες. Συνήθως κουρελού είχαμε για να στρώσουμε από κάτω και ένα μάλλινο ρούχο για να σκεπαστούμε το βράδυ -ας πούμε- από πάνω. Εκεί που μείναμε ας πούμε, όταν έπεσε αργά το σκοτάδι, οι αλεπούδες άρχισαν να έρχονται γύρω-γύρω μας και τότε σκεφτήκαμε ότι φοβούμενοι μην μας πάρουν τις τσάντες και τα ταγάρια με τα τρόφιμα τα οποία είχαμε, λοιπόν έπρεπε κάποιος να είναι ξάγρυπνος για να μην επιτρέψει αυτό, να μας πάρουν τις τσάντες. Έτσι ξημέρωσε και το πρωί νωρίς μόλις ξημέρωσε, ετοιμαστήκαμε να πάμε για τον επόμενο δρόμο. Προχωρήσαμε μέσα από ρεματιές, μέσα από ξηροπόταμους, φτάσαμε τότε στο μοναστήρι την Τρίτη το απόγευμα αργά. Εκεί τακτοποιηθήκαμε. Άλλοι μέσα σε κοιλιά σε στεγασμένο χώρο και άλλοι, ιδιαίτερα οι νέοι, έμειναν έξω. Είχαμε στρώσει έξω να καθίσουμε, ενώ μέσα μένανε οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και μικρά παιδιά για προστασία, ας πούμε. Ο θείος με τη θεία μου βρήκανε ένα μέρος και μείνανε μέσα ανάμεσα σε κελί. Ξημερώνοντας την Τετάρτη, Τετάρτη το μεσημέρι, έγινε η βάπτιση και το όνομα της μικρής που δώσαμε ήτανε «Ευαγγελία» και καθίσαμε μέχρι το βράδυ που θα γινόταν ο Εσπερινός. Νωρίς το απόγευμα άρχισε ο Εσπερινός, ο οποίος και η Λειτουργία για την γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, που κράτησε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Ο καιρός δεν ήταν πολύ καλός και από νωρίς το σούρουπο άρχισε να αστράφτει και να βροντάει. Όλοι φοβόμασταν να μην μας πάρει η βροχή, πράγμα το οποίο δεν αποφύγαμε. Κατά τα μεσάνυχτα άρχισε να βρέχει και όχι μόνο άρχισε να βρέχει, αλλά άρχισε να βρέχει και καταρρακτωδώς. Πολύ έντονη η βροχή. Τότε άρχισαν τα δύσκολα, γιατί δεν είχαμε πού να στεγαστούμε. Όσοι ήταν μέσα, εντάξει. Όλοι οι άλλοι, που ήμασταν στην ύπαιθρο, δεν είχαμε πού αλλού να πάμε, δεν υπήρχε κάποιος στεγασμένος χώρος και έτσι αναγκαστικά καθόμασταν έξω στη βροχή. Όποιος είχε προνοήσει να έχει μαζί του κάποιο νάιλον, ήταν ευτυχής, γιατί το νάιλον σε προστατεύει από τη βροχή. Οι πιο πολλοί όμως, δεν το είχαμε και εκείνο που είχαμε, είχαμε μάλλινα σκεπάσματα. Και βάλαμε το μάλλινο το σκέπασμα τώρα να μας προστατεύσει από τη βροχή. Αυτό βρέχοντας έγινε ασήκωτο. Οπότε δεν χρειαζόταν καν να το έχουμε για προστασία. Τις πρωινές ώρες τελείωσε η Λειτουργία και μαζί με αυτό σταμάτησε και η βροχή. Κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας το βράδυ, σε κάποια στιγμή ακούγεται από τα μεγάφωνα η φωνή ενός μοναχού που λέει: «Προσοχή, προσοχή μην συγκεντρώνεστε στα άκρα του βουνού, γιατί υπάρχει φόβος για κατολίσθηση». Τότε ο κόσμος τρομοκρατήθηκε και άρχισε, όσοι μπορούσαν τουλάχιστον, να ανεβαίνουμε προς την κορυφή του βουνού, προς πιο σίγουρο μέρος. Αλλά όσοι δεν μπορούσαν όμως, όπως ήταν το μωρό, η οικογένεια που είχε το μωρό, όπως ήταν οι μ[00:25:00]εγάλοι σε ηλικία, αναγκαστικά καθίσαν μέσα σε στεγασμένο χώρο. Βέβαια, σε αυτό υπήρχε και το κακό προηγούμενο ότι απέναντι από τη Μονή ήτανε ένα χωριό, Στεφανιάδα, το οποίο τα προηγούμενα χρόνια πάλι με παρόμοια άγρια καιρικά φαινόμενα είχε πάθει κατολίσθηση και το μισό χωριό, τα μισά σπίτια είχαν εξαφανιστεί. Έτσι το πρωί όταν ξημέρωσε... Να σας θυμίσω ότι όπως σε όλα τα μοναστήρια έτσι και η Ιερά Μονή της Παναγίας Σπηλιάς ήταν χτισμένη στην άκρη του βράχου, για αυτό υπήρχε όλος αυτός ο φόβος να μην γίνει κάτι από αυτό που ανέφερε ο μοναχός.
Τι βλέπατε γύρω σας;
Γύρω έβλεπες είχε η Ποταμιά, που ήταν μία μεγάλη χαράδρα και απέναντι έβλεπες το χωριό αυτό. Όλα καταπράσινα, το μοναστήρι δε, είναι χτισμένο σε ύψος, σε υψόμετρο 1000 μέτρων. Είναι αρκετά ψηλά. Όλα καταπράσινα, ένα πολύ όμορφο μέρος, αλλά είναι μόνο για το καλοκαίρι. Βέβαια, τον χειμώνα είναι δύσκολο να το προσεγγίσεις. Σήμερα, ναι. Τα χρόνια εκείνα ήταν δύσκολο. Σήμερα πάνε και αυτοκίνητα, αλλά τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε περίπτωση να πας με αυτοκίνητο και το μόνο πράγμα που ήταν, ήταν να πας πεζός ή με το τραμ της εποχής εκείνης, που ήταν τα γαϊδουράκια και τα μουλάρια.
Τι μυρωδιές έχει η περιοχή εκείνη;
Εκείνη μπορεί να φανταστείς ό,τι σου δίνει η φύση απλόχερα. Από άγρια βότανα, από έλατο, από όλα, από όλα -ας πούμε- που σου δίνει ένα δάσος που τον καιρό εκείνο ήταν παρθένο. Δεν υπήρχε εκμετάλλευση, δεν υπήρχε άλλη μόλυνση να πάει στο μέρος εκείνο. Ήταν ό,τι πιο αγνό μπορούσες να φανταστείς, ας πούμε.
Και τι άκουγες;
Άκουγες μόνο πουλιά. Μόνο πουλιά και όπου έτρεχε το νεράκι, σε πολλές μεριές ήταν ό,τι το καλύτερο μπορούσες να φανταστείς. Διπλά, μπαίνοντας στο προαύλιο λίγο της εκκλησίας, εκεί στο μοναστήρι, είχε δύο πηγές που όχι μόνο χαιρόσουνα να πίνεις νερό, το ευχαριστιόσουνα να πίνεις νερό, αλλά μόνο που τις έβλεπες να τρέχει ήταν το κάτι διαφορετικό. Το κάτι το διαφορετικό.
Και πώς ήταν η επιστροφή από τη μονή;
Όταν τελείωσε η Λειτουργία όλοι αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση και θέλαμε όλοι να φύγουμε νωρίς, γιατί φοβούμενοι ότι μέσα από τις ρεματιές και από τους ξηροπόταμους που περάσαμε για να φτάσουμε, φοβούμενοι με τη βροχή αυτή το βράδυ μην πλημμυρίσουνε και κατεβάσουν νερό, που δεν θα μας επέτρεψαν να γυρίσουμε πίσω. Και έτσι όλος ο κόσμος άρχισε να φεύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, έτσι κάναμε και εμείς. Και στην επιστροφή που περνάγαμε, παρόλα αυτά, μερικά ποτάμια έγιναν χείμαρροι. Το νερό είχε φτάσει ήδη στο μισό μέτρο και παραπάνω και εκεί είχε το μεγάλο… είχε γούστο που περνάγανε και οι γυναίκες όλες για να μην βραχούν μαζεύαν τα ρούχα ψηλά και εμείς οι άντρες, τι άλλο να κάνουμε; Με τα παντελόνια περνάγαμε μέσα. Δεν υπήρχε άτομο το οποίο δεν είχε μουσκευτεί, δεν είχε βραχεί. Γιατί αναγκαστικά θα περνούσες μέσα από αυτό. Τυχερός ήταν κανένας που ήταν καβάλα στον γάιδαρο και αυτός τη γλίτωνε.
Το μωρό.
Το μωρό, το μωρό. Προχωρώντας, αφού όλα πήγαν καλά και περάσαμε αυτούς τους δύο επικίνδυνους ξεροπόταμους που είχε, αργά το βράδυ φτάσαμε, πριν βραδιάσει, φτάσαμε στο Μουζάκι. Εκεί σταματήσαμε πάλι στο σχολείο του Μουζακίου και εκεί για διανυκτέρευση τακτοποιηθήκαμε. Τι είχαμε να τακτοποιήσουμε; Μια κουρελού κάτω να στρώσουμε για να κοιμηθούμε σαν στρώμα και από πάνω ό,τι ήταν στεγνό. Το καλό ήταν και το ευχάριστο ήταν ότι ήταν καλοκαίρι, είχε ζέστη και όλα τα βρεγμένα, ιδιαίτερα τα ρούχα που φοράγαμε, στεγνώσανε μέχρι το βράδυ που κοιμηθήκαμε. Ξημερώνοντας την άλλη μέρα ετοιμαστήκαμε πάλι και αργά το απόγευμα φτάσαμε στο χωριό μας. Αυτή ήταν η διαδρομή που κάναμε, Παρασκευή απόγευμα φτάσαμε πάλι στη βάση μας.
Με τι συναίσθημα φτάσατε;
Ήταν κάτι το οποίο δεν ζ[00:30:00]εις εύκολα και για να σκεφτείς τότε ότι θα έκανες μια πεζοπορία, που σίγουρα ήταν πάνω από 80 χιλιόμετρα, σε δύο μέρες, βέβαια, με στάσεις στο δρόμο για να φάει το μωρό, να το αλλάξουνε, να ξεκουραστούμε και εμείς λίγο, ήτανε δύσκολα! Δηλαδή, κάναμε γύρω στα 30 με 40 χιλιόμετρα ημερησίως. Λοιπόν, δεν ήτανε λίγα. Λοιπόν, αλλά ήταν πολύ ωραία πράγματα. Παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια, πριν 50 χρόνια και ακόμα έχουν μείνει ανεξίτηλα στο μυαλό σου -ας πούμε- και τα θυμάσαι με ευχαρίστηση. Να σας πω, όμως, ότι όταν γυρνάγαμε, στην ηλικία μου ήταν τρία-τέσσερα αγόρια. Ήμασταν τρεις-τέσσερις φίλοι. Εμείς με τη ζωντάνια που είχαμε, πολλές φορές δεν ακολουθούσαμε το γκρουπ που πήγαινε, έστω από αυτόν τον δύσβατο δρόμο. Κόβαμε και δρόμο μέσα από τα δέντρα να βγούμε πιο μπροστά από το γκρουπ. Το είχαμε σαν παιχνίδι. Σε κάποια στιγμή –θυμάμαι- σε ένα μέρος, εκεί όπως τρέχαμε, ανεβήκαμε ψηλά και κατεβήκαμε, κατηφορίζουμε μετά, εκεί που φτάσαμε να βγούμε στο δρόμο ήταν απότομος γκρεμός γύρω στα 7-8 μέτρα. Τώρα το πωω σταματήσαμε εκείνη τη στιγμή στην άκρη του γκρεμού; Να πω ότι ήταν… ότι το συνειδητοποιήσαμε; Να πω ότι ήτανε να μην πάθουμε, να μην συμβεί κάτι το κακό; Σημασία ότι φτάσαμε στην άκρη του γκρεμού και δεν πέσαμε κάτω. Που θα μπορούσε να γίνει και αυτό και αντί για ευχάριστα πράγματα να είχαμε δυσάρεστα.
Τι άλλο θυμάστε από το χωριό; Τις Κυριακές τι γινότανε;
Τις Κυριακές... Βέβαια, δεν υπήρχανε... Το μόνο πράγμα τότε στο χωριό ήταν το καφενείο και όσο μεγαλώναμε λίγο αρχίσαμε σιγά-σιγά να ξεπορτίζουμε και να βγαίνουμε στο καφενείο. Να σας πω ότι όλα τότε, καφενεία και μπακάλικα, ήταν ένα. Δεν υπήρχε καθαρά σούπερ μάρκετ, υπήρχε ένα μπακάλικο που είχε τα απαραίτητα είδη για το χωριό, αλλά είχε και τα είδη του καφενείου. Οι γυναίκες ποτέ δεν πήγαιναν να ψωνίσουν μέσα από το καφενείο, να μπουν μέσα στο καφενείο. Το κάθε καφενείο, το κάθε μπακάλικο από το πίσω μέρος είχε ένα παραθυράκι που εκεί πήγαιναν και ψώνιζαν αυτοί που δεν μπαίναν μέσα στο καφενείο. Πηγαίναν οι γυναίκες και οι πιτσιρικάδες και οι μικροί, γιατί και αυτοί αναγκαστικά πηγαίναν από εκεί. Χτύπαγαν το παράθυρο, τους άνοιγε ο μπακάλης και τους έδωνε αυτό που ήθελαν να ψωνίσουμε, αυτό που ήθελαν να αγοράσουν. Στην ηλικία των 14-15 χρονών, κάθε Σάββατο εμείς γυρνάγαμε μετά το σχολείο, το Γυμνάσιο, γυρνάγαμε στο χωριό. Κάθε Κυριακή στο χωριό γινόταν βόλτα. Τι ήταν η βόλτα; Σε αυτό επιτρέπονταν να βγουν και τα κορίτσια έξω, να βγουν και οι γυναίκες έξω. Λοιπόν έτσι από τις 15:00 η ώρα το μεσημέρι, κάθε Κυριακή υπήρχε έξοδος στην πλατεία του χωριού και γινόταν βόλτα, πάνω-κάτω, ο καθένας με την παρέα του. Και εκεί τότε κι εμείς, πιτσιρικάδες, κάναμε τα πρώτα φλερτ που είχαμε. Έβλεπες τα κορίτσια, τα κορίτσια έβλεπαν τα αγόρια. Λοιπόν, και εντάξει, σχηματίζονταν κάτι από μακριά μεν, αλλά πάντα κάτι υπήρχε. Γιατί μην ξεχνάτε ότι όλα αυτά ξεκινούν… ο έρωτας ξεκινάει από τα μάτια. Λοιπόν, έτσι κάπως ξεκινάει, γιατί δεν υπήρχε επαφή. Τότε δεν ήταν εύκολο να μιλήσεις με τα κορίτσια. Είπα δε, ότι τα κορίτσια βγαίνανε μόνο την Κυριακή έξω. Τις άλλες μέρες δεν κυκλοφορούσαν. Μόνο την Κυριακή. Και να βλέπεις τώρα Ιούλιος και Αύγουστος, κατακαλόκαιρο με 40 βαθμούς Κελσίου και εμείς να κάνουμε βόλτα στην πλατεία του χωριού, έξω, στο ξέφωτο και αυτό κράταγε μέχρι που να βασιλέψει ο ήλιος. Όταν βασίλευε ο ήλιος, έπρεπε τα κορίτσια να γυρίσουν σπίτι και τα κορίτσια εξαφανίζονταν, πηγαίναν για τα σπίτια τους. Τότε και εμείς καταλήγαμε στα καφενεία ή σε καμία καφετέρια που άρχισε τότε να εμφανίζεται δειλά-δειλά. Άρχισαν να γίνονται οι καφετέριες και ξεκινάγαμε να πιούμε κάνα τσίπουρο, να πιούμε κάνα ουίσκι... Ήταν απαγορευμένα, βέβαια, τέτοια ποτά. Βερμούτ, έστω αυ[00:35:00]τό που υπήρχε. Εντάξει, καμιά μπύρα. Αυτό που μπορούσαμε να κάνουμε. Το χαρτζιλίκι στην τσέπη δεν υπήρχε εύκολα. Ήταν πολλές φορές που βγαίναμε στο καφενείο χωρίς να υπάρχει μία δραχμή στην τσέπη, αλλά το καλό τότε για εμάς ήταν που υπήρχε η φιλία. Η φιλία - πώς να στο πω; - λειτουργούσε στον μέγιστο βαθμό. Ο καθένας είχε τους φίλους του. Τρεις; Τέσσερεις; Πέντε μαζί; Πόσοι; Ήταν οι κολλητοί! Όταν δεν έχει ο ένας, αν είχε ο άλλος, είχαν όλοι και αυτό δεν θα... Πραγματικά είναι από τα συγκινητικά πράγματα, που τότε, που πολλές φορές έτυχε να μην έχω ούτε μια δραχμή στην τσέπη, αλλά είχαν οι φίλοι. Άλλες φορές όμως, που δεν είχαν οι φίλοι, είχα εγώ. Ένα πράγμα! Και θυμάμαι, τι παίρναμε; Μπορεί να παραγγέλναμε το πιο φθηνό που θα μπορούσαμε, μία μπύρα να την μοιράσουμε στα τρία, στα τέσσερα ή ένα μπουκάλι βερμούτ, το μικρό τότε, που έκανε 2,5 δραχμές, αλλά ήταν αριστοκρατικό ποτό. Γιατί για ουίσκι και για άλλα πράγματα, ήταν αδύνατο να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε οικονομικά. Ήταν από τα ωραία πράγματα και όταν λέμε «Φιλία» όντως υπήρχε φιλία με όλη τη σημασία της λέξεως. Με όλη τη σημασία της λέξεως υπήρχε φιλία. Γιατί και πολλές φιλίες από τότε έχουν παραμείνει και το συζητάμε ακόμα και βρισκόμαστε, λοιπόν, και θυμόμαστε τα παλιά.
Γλέντια γίνονταν;
Γλέντια γινόντανε. Τότε άρχισαν να πρωτοεμφανίζονται τα πάρτι, αλλά πάρτι στο σπίτι. Σε σπίτι και σε γιορτή, όχι σε άλλες... Όταν γιόρταζε, σε κάθε γιορτή, ο άλλος μπορούσε να κάνει πάρτι. Βέβαια, πρώτα γινόταν μόνο με αγόρια. Κορίτσια δεν κυκλοφορούσανε. Όπως σας είπα προηγουμένως, δεν κυκλοφορούσαν προηγουμένως. Γινόταν μόνο με αγόρια. Μετά άρχισαν σιγά-σιγά να έρχονται και τα κορίτσια, αλλά δεν θα πήγαινε το κορίτσι στο πάρτι αν δεν συνοδεύονταν ή από τον αδελφό ή από πρώτο ξάδερφο. Πάντως από κάποιον συγγενή και στενό συγγενή ή από αδελφό συνήθως ή από πρώτο ξάδερφο. Και εντάξει γινότανε έτσι ας πούμε. Με μουσική, υπήρχαν μόνο τα πικάπ της εποχής εκείνης και κάνα μαγνητόφωνο αν θα υπήρχε, αν θα υπήρχε, αλλά συνήθως υπήρχαν τα πικάπ.
Και τι ακούγατε;
Του παλιού τύπου. Συνήθως ακούγαμε λαϊκά εμείς, λαϊκά, ζεϊμπέκικα. Αυτή ήταν η μουσική που ακούγαμε, ξένη μουσική πιο αργά άρχισε να παίζει και να ακούγεται στην επαρχία. Να σας πω ακόμα τότε και όταν γινόταν τα πάρτι και ο καθένας καλούσε-ας πούμε- τους φίλους του και με ποιους είχε έτσι επαφή που ήθελε να πάνε στο πάρτι, συνηθίζανε να πάνε και δώρα. Έτσι τότε άρχισε ή να σου φέρουν, να πάνε γλυκά ή να πάνε ένα ποτό ή να πάνε ένα ζευγάρι κάλτσες ή ένα ζευγάρι γάντια, αλλά συνήθως ήτανε κάλτσες, γλυκά και ποτά. Να σας πω ότι στη γιορτή μου μία φορά, 18 Γενάρη, λοιπόν μου είχαν φέρει 12 τούρτες, 12 τούρτες! Τι να τις κάνεις; Κι όμως ο κόσμος τις έφερε, έφαγε το σπίτι και έφαγε και η γειτονιά. Αυτά είναι.
Πώς σας διαμόρφωσαν αυτές οι ιστορίες;
Μπορώ να πω ότι σου δίναν τα εφόδια να αντιμετωπίσεις οποιαδήποτε δυσκολία σου παρουσιάζεται στη μετέπειτα… στην πορεία, μεγαλώνοντας. Σου δίναν τόσο τα εφόδια, σου κάναν σκληρό, σου κάναν υπομονετικό. Λοιπόν, σου δίναν δύναμη να συνεχίσεις και να μην με το παραμικρό να φοβάσαι να προχωρήσεις. Δεν φοβόσουνα τη ζωή! Όλοι θέλαμε να μεγαλώσουμε και πρότυπά μας ήταν οι μεγαλύτεροι ή τα αδέλφια μας ή οι θείοι μας. Λοιπόν, σου έδινε τη δύναμη να προχωρήσεις, να αυτονομηθείς, να ξε[00:40:00]φύγεις, να κάνεις, να έχεις δικό σου εισόδημα, να πας να βρεις δουλειά, ό,τι και να ‘τανε, δεν υπήρχε ντροπή. Οτιδήποτε δουλειά έκανες. Ντροπή είναι, η δουλειά την κάνει άσχημη αυτός που την κάνει, άμα την κάνει άσχημα. Όλες οι δουλειές είναι, όλες οι εργασίες είναι ωραίες. Δεν υπάρχει δουλειά που είναι ντροπή. Τη ντροπιάζει αυτός που την κάνει πολλές φορές τη δουλειά.
Εσείς τι δουλειά θέλατε να κάνετε όταν ήσασταν μικρός;
Εγώ το όνειρό μου ήταν να γίνω γυμναστής. Επειδή με τη γυμναστική το είχα λίγο, ήμουν αρκετά καλός.
Ναι.
Αλλά παρόλα αυτά και άμα σας πω, όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, είχα λάβει σε μαθητικούς αγώνες και σε νομαρχιακούς ακόμα, και στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα, και παρόλο που είχα διακριθεί και ήθελα να ακολουθήσω το επάγγελμα αυτό, οι γονείς μου δεν τους άρεσε. Το είχαν σαν υποτιμητικό το επάγγελμα τότε του γυμναστή. Για αυτό που θα ‘τανε… θα ήταν ένας γιατρός, ένας φαρμακοποιός, ένας δικηγόρος, ένας καθηγητής, αλλά μία άλλη ειδικότητα, όχι σαν γυμναστής. Κι όταν είχα λάβει μέρος σε κάτι μαθητικούς αγώνες στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα και είχα διακριθεί, τότε οι γυμναστές των Τρικάλων μου είχαν πει ότι πρέπει να συνεχίσω. Αλλά μπορώ να σου πω ότι ήμαστε παιδιά από το χωριό, πολύ συνεσταλμένα, χωρίς θάρρος και θράσος για να αντιμετωπίσουμε μερικά πράγματα. Ντρεπόμασταν και δεν ασχολήθηκα. Αν τότε ο πατέρας μου με βοηθούσε πάνω σε αυτό... Σκεφτείτε ότι κάναμε μαθητικούς αγώνες, είτε τρέξιμο ήτανε ή άλματα ήτανε, δεν υπήρχαν άλλα παπούτσια από αυτά που είχαμε, από αυτά που παίρναμε στις γυμναστικές επιδείξεις. Όπως είπα, στις γυμναστικές επιδείξεις τη βγάζαμε, αγοράζαμε τότε ένα αθλητικό φανελάκι αμάνικο και ένα παντελόνι μπλε και ένα παντελονάκι σορτσάκι μπλε καθώς και ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια. Αυτό ήταν το ντύσιμο και η αθλητική μας περιβολή για ό,τι κάναμε πάνω στον αθλητισμό και μ’ αυτό βγάζαμε σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Και έτσι δεν το έκανα.
Εν τέλει με τι ασχοληθήκατε;
Δούλεψα σε διάφορες εργασίες και σε εργοστάσια στην Αθήνα και με την οικοδομή για ένα διάστημα και σε μια βιοτεχνία που είχα κάνει στην Αθήνα, που είχα δουλέψει αρκετά, 4 χρόνια, μέχρι που είχα προσληφθεί στο Ταχυδρομείο. Στα Ελληνικά Ταχυδρομεία. Στα οποία, μετά από 35 χρόνια, έχω συνταξιοδοτηθεί το ‘12, τον Αύγουστο του ‘12 και από τότε είμαι στους υπερήλικες. Είμαι στους μεγάλους, στην τρίτη γενιά.
Και τώρα που πέρασε ο Ιανός από την Καρδίτσα, πώς αισθάνεστε για τον τόπο σας;
Μόνο που ακούς, όχι μόνο για την Καρδίτσα, αλλά μόνο όταν ακούς αυτά τα ακραία καιρικά φαινόμενα ότι συμβαίνουν οπουδήποτε στην Ελλάδα, αλλά και στον κόσμο γενικότερα, δεν τα ακούς με ευχαρίστηση. Γιατί όσο και να αποζημιωθείς μετά, ό,τι και να κάνεις, για να φτάσεις πάλι στο σημείο που ήσουνα, απέχει πολύ. Ιδιαίτερα τώρα που μίλησα με γνωστούς μου, με συγγενείς μου που ήταν πάνω στην Καρδίτσα και όταν σου λέει ότι το 99% από τα [Δ.Α.: 00:44:01] ότι έχουν βγει ακατάλληλα και ότι ο κόσμος έπαθε 100% ζημιά, δεν είναι ό,τι το ευχάριστο. Παρόλο που δεν είμαι εκεί, παρόλα αυτά, υπάρχει στενοχώρια και πίκρα. Γιατί άμα σκεφτείς… θυμάμαι και εγώ στα παιδικά χρόνια που πολλές φορές... Γιατί, όπως σας είπα, το χωριό μας κυρίως ήτανε, οι κάτοικοι ασχολούνταν με γεωργία και κτηνοτροφία και όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, ιδιαίτερα με τη γεωργία, και πάθαινες ζημιά είτε από χαλαζόπτωση είτε από πλημμύρες ή οτιδήποτε άλλο, τα χρόνια ήταν δύσκολα. Γιατί ο κόσμος περίμενε την παραγωγή, να συλλέξει την παραγωγή, να πουλήσει τα ζωντανά που είχε, που ήτανε για το εμπόριο, για να βγάλει τον υπόλοιπο καιρό. Όταν η παραγωγή του πάθαινε ζημιά, ήταν πολύ -πολύ δύσκολο να βγάλει τον υπόλοιπο χρόνο. Πολύ δύσκολο!
[00:45:00]Δύο τελευταίες ερωτήσεις να σας κάνω. Σε τι θα τσουγκρίζουμε τώρα, αν πίναμε κάτι παρέα;
Λοιπόν, σε ένα τσιπουράκι και θα λέγαμε να ‘ναι όλος ο κόσμος καλά και ευτυχής και να ευχηθούμε ότι τα χρόνια αυτά, που για σας, τη νεολαία, είναι πολύ δύσκολα, πέσατε σε άσχημη εποχή, να ‘ρθουν καλύτερα χρόνια και να υπάρχει υγεία στον κόσμο, υγεία και αγάπη στον κόσμο.
Κι όταν τσουγκρίζατε παλιά με την παρέα σας, σε τι τσουγκρίζατε;
Τότε δεν λέγαμε τίποτα, το μόνο που λέγαμε ήταν: «Στην υγειά μας, να ‘μαστε πάντα καλά» και όλα τα άλλα στον δρόμο μπορείς να διορθώσεις, μπορείς να πετύχεις πολλά πράγματα. Μπορείς να τα πετύχεις, ας πούμε. Αλλά εκείνο που λέγαμε ήταν πάντα «Στην υγειά μας, ρε παιδιά».
Σας ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη και την ιστορία σας, κύριε Θανάση.
Εγώ ευχαριστώ. Να ‘στε καλά!
Γεια σας!
Με ρωτήσατε προηγουμένως τι θα ήθελα να γίνω. Σας είπα ότι ήθελα να γίνω γυμναστής και όντως, όταν τελείωσα το ‘72 το σχολείο, το εξατάξιο Γυμνάσιο, είχα κατέβει στην Αθήνα για να δώσω εξετάσεις στη Γυμναστική Ακαδημία. Είχα ξεκινήσει τα αγωνίσματα τότε –θυμάμαι- στον Άγιο Κοσμά, πήγαινα για προπόνηση. Σας είπα ότι όταν δεν ξέρεις να ασχοληθείς με τον αθλητισμό, ο αθλητισμός έχει πολλά κρυφά σημεία, τα οποία κάποιος πρέπει να σου τα πει και να μπεις στο πώς γίνεται η όλη διαδικασία, πώς μπορείς να πετύχεις κάτι καλύτερο. Εγώ νόμιζα ότι ήταν πάρα πολύ απλά τα πράγματα και θυμάμαι μία φορά όταν να κάνω τα αγωνίσματα, γιατί τότε συμμετείχαμε, δίναμε γραπτά και τα αγωνίσματα. Και η βαθμολογία ήταν εξίσου σημαντική. Όσο τα γραπτά και τα αγωνίσματα. Αγωνίσματα δίναμε τετρακοσάρι, 400 μέτρα, 100 μέτρα, ύψος, μήκος -όχι, δεν δίναμε εκατοστάρι, δίναμε 400- σφαίρα, μήκος και ύψος. Όταν ξεκίνησα να αγωνίζομαι χωρίς να ξέρω τα μυστικά, χωρίς να ξέρω το πώς πρέπει να προπονείσαι, εγώ νόμιζα ότι είναι πάρα πολύ απλά τα πράγματα και ξεκίνησα πολύ γρήγορα. Να σας πω ότι μετά από 4-5 μέρες είχαν πιαστεί τα πόδια μου σε τέτοιο σημείο που δεν μπορούσα να ανεβώ και να κατεβώ στο λεωφορείο. Όταν δεν ξέρεις μερικά πράγματα του πως εξελίσσονται. Τέλος πάντων, δίνω εξετάσεις στη Γυμναστική Ακαδημία, δεν είχα πάει και πολύ καλά στα γραπτά, αλλά περίμενα να αριστεύσω στα αγωνίσματα, όπως και έγινε. Θα σας πω ένα συμβάν. Όταν δίναμε μήκος, όπως σας είπα ήμουνα πάρα πολύ καλός σε ορισμένα αγωνίσματα, έκανα άλμα με τα παπούτσια τα πάνινα. Ένας γνωστός μου, που ήταν φοιτητής τότε στη Γυμναστική Ακαδημία, πάει στην επιτροπή και λέει στον υπεύθυνο της επιτροπής: «Πες του, του νεαρού αυτού, του υποψήφιου, ότι δεν μπορεί να πηδήξει -ας πούμε- να κάνει άλμα χωρίς καρφιά». Εγώ δεν είχα καρφιά, είχα τα παπούτσια τα πάνινα, αυτά που φοράγαμε όλοι, τα σπορτέξ τότε. Τύπου σπορτέξ. Και όταν έρχεται και μου το λέει, κάνω το πρώτο άλμα και είχα πάει πολύ καλά κι εκεί μετά του είπε αυτός ο φίλος μου ότι: «Κάντε το, πες του ότι δεν μπορεί να λάβει μέρος εάν δεν φορέσει καρφιά» ας πούμε. Εγώ εκείνη τη στιγμή τα ‘χασα και λέω: «Μα, κύριε, δεν έχω καρφιά, δεν μπορώ να τρέξω». Βέβαια, αυτός μου το είπε για πλάκα να με απαγορεύσει το αυτό, ας πούμε. Κι όμως είχα πάει πολύ καλά και στα αγωνίσματα, αλλά θυμάμαι ότι απέτυχα γιατί δεν είχα γράψει καλά Φυσική. Εκεί ήταν η μεγάλη μου αποτυχία και δεν ξαναπροσπάθησα μετά. Ενώ στα αγωνίσματα είχα πάει άριστα, δεν είχα γράψει καλά Φυσική και έτσι έμεινα απέξω.
Πώς αισθανθήκατε;
Στεναχωρήθηκα μεν, αλλά ήταν η παιδική ηλικία που δεν το παίρναμε πολύ σοβαρά, ότι ξέρεις; Πρέπει να διαβάσεις, πρέπει να αγωνιστείς, για να πετύχεις κάτι. Τα αφήναμ[00:50:00]ε όλα στο μετά. «Θα το κάνω, θα πάω για αγωνίσματα, θα διαβάσω, θα κάνω φροντιστήριο» ας πούμε. Είναι κάτι που όταν αναβάλλεις κάτι για μετά, μετά, μετά, στο τέλος δυσκολεύεσαι πάρα πολύ, ο χρόνος περνάει και δεν ξαναγυρίζει πίσω.
Θέλετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο;
Δεν θυμάμαι κάτι άλλο αυτή τη στιγμή. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο αυτή τη στιγμή.
Έγινε. Ευχαριστούμε πολύ και πάλι!
Να 'σαι καλά!
Φωτογραφίες

Θανάσης Τσιαφίτσιας
O αφηγητής, Θανάσης Τσιαφίτσιας

Θανάσης Τσιαφίτσιας
O αφηγητής, Θανάσης Τσιαφίτσιας

Θανάσης Τσιαφίτσιας
O αφηγητής, Θανάσης Τσιαφίτσιας

Θανάσης Τσιαφίτσιας
O αφηγητής, Θανάσης Τσιαφίτσιας
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο αφηγητής αναφέρεται στη ζωή του στο χωριό Αγναντερό, στον τόπο καταγωγής του. Θυμάται τα παιχνίδια, τις γυμναστικές επιδείξεις, τις προβολές στο σινεμά, ενώ αναφέρεται και στα ευτράπελα που προέκυψαν από μία ομαδική πεζοπορία που έκανε μεγάλο μέρος των κατοίκων του χωριού για να προσέλθει σε μία βάπτιση.
Αφηγητές/τριες
Αθανάσιος Τσιαφίτσιας
Ερευνητές/τριες
Ιόλη Αποστόλου
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/10/2020
Διάρκεια
50'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί έπειτα από νομικό έλεγχο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Ο αφηγητής αναφέρεται στη ζωή του στο χωριό Αγναντερό, στον τόπο καταγωγής του. Θυμάται τα παιχνίδια, τις γυμναστικές επιδείξεις, τις προβολές στο σινεμά, ενώ αναφέρεται και στα ευτράπελα που προέκυψαν από μία ομαδική πεζοπορία που έκανε μεγάλο μέρος των κατοίκων του χωριού για να προσέλθει σε μία βάπτιση.
Αφηγητές/τριες
Αθανάσιος Τσιαφίτσιας
Ερευνητές/τριες
Ιόλη Αποστόλου
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/10/2020
Διάρκεια
50'