© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Εγώ θέλω να πάω στο νησί πάνω, στα Ίμια»: Από τον Β' Π.Π. έως την Κρίση των Ιμίων

Κωδικός Ιστορίας
9986
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αντώνιος Βεζυρόπουλος (Α.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
14/11/2020
Ερευνητής/τρια
Ιωάννης Αντωνόπουλος (Ι.Α.)
Ι.Α.:

[00:00:00]Καλησπέρα σας! Θα μας πείτε το όνομά σας;

Α.Β.:

Θα το πω! Αντώνης Βεζυρόπουλος του Κωνσταντίνου.

Ι.Α.:

Εγώ είμαι ο Γιάννης Αντωνόπουλος, ερευνητής για το Istorima, και βρισκόμαστε σήμερα 14 Νοεμβρίου του 2020 στην Κάλυμνο, με τον κύριο Αντώνη Βεζυρόπουλο. Κύριε Βεζυρόπουλε, όλη σας τη ζωή εσείς είστε γέννημα θρέμμα της Καλύμνου, σωστά;

Α.Β.:

Γέννημα θρέμμα Ψέριμο με Κάλυμνο, είναι το ίδιο πράγμα. Στην Ψέριμο μέναμε χειμώνα-καλοκαίρι, αλλά ερχόμαστε και στην Κάλυμνο, γιατί οι Ψεριμιώτες έχουν και ένα σπίτι στην Κάλυμνο, για γιατρούς, για τέτοια, για… ―πώς τα λένε;― κατάλαβες. Διότι υποχρεωμένοι να... Πρώτα έπρεπε να σκάψουμε γιατί είμαστε… εγώ πνίγηκε ο πατέρας μου. Ήμουνα εφτά χρονών και αναγκάστηκα, πήγα τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείο, έμαθα Ιταλικά. Και έτσι η μάνα μου είχε τρία παιδιά. Αφού είχε τρία παιδιά, δεν μπορούσε τώρα… πού να βρει! Η μάνα της, η γιαγιά μου, είχε πεθάνει πιο μπροστά από τον πατέρα μου. Πού να με αφήσει; Η αδερφή μου ήτανε δύο χρονών. Πού ήθελε να βρει; Και έτσι, μ' άφηνε με την αδερφή μου και την έβλεπα εγώ και πήγαινε στο εργοστάσιο, στα κεραμίδια, κουβαλούσανε κλαδιά τότε, στου Μαμουζέλου εκεί χάμω στην Ψέριμο και βγάλαμε το ψωμί μας να ζήσουμε. Κατάλαβες; Και με πήρε και δέκα χρονών, με πήρε από το σχολείο. Ήταν Ιταλικά, αλλά ήθελα, μου ‘παιρνε φυστίκια, μου ‘παιρνε το ένα, το άλλο, να πουλώ, να βγάζουμε το ψωμί μας. 

Ι.Α.:

Αναγκαστήκατε, δηλαδή, από δέκα χρονών―

Α.Β.:

Από δέκα χρονών που με έβαλε εκεί να τη βοηθάω τη γυναίκα. Δεν μπορούσε η μάνα μου να τα βγάλει πέρα με τα κλαδιά, με το μεροκάματο. Και έτσι από δέκα χρονών που άρχισα τον αγώνα. Kατάλαβες; Λοιπόν, μετά που...  

Ι.Α.:

Πώς εξελίχθηκε η ζωή σας μετά; Δηλαδή, αρχικά ξεκινήσατε πουλώντας φυστίκια―

Α.Β.:

Ναι, για δες, σπέρναμε στην Ψέριμο, για αυτό είμαστε και στην Ψέριμο πάνω. Στην Ψέριμο οι Ιταλοί, τη Δωδεκάνησο όλη, όχι μόνο οι Ιταλοί, που είχανε οι Ιταλοί τη νοικιάζανε, τη γδέρνανε. Μας ενοικιάζανε την Ψέριμο όλη και σκάβαμε εμείς, να βγάλουμε κριθάρι, σιτάρι, τρόφιμα, για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Με αυτά ζούσαμε εμείς πρώτα. Είδα μεροκάματα, είμαστε πολύ πληθυσμένοι, τετρακόσια άτομα είμαστε στην Ψέριμο πάνω, καταλαβαίνεις; Δώδεκα βάρκες χταποδάδες μόνο και σφουγγαράδες είχε εκτός δύο κομπρεσέρια. Έτρωγε ο ένας τον άλλο εκεί χάμω. Ήτανε φτώχια με το τσουβάλι. Αλλά τι θέλαμε να κάνουμε; Μόνο πως ήταν καλή η ζωή τότες εκεί, δεν έχει η ατμόσφαιρα η τωρινή με εκείνη, κατάλαβες;

Α.Β.:

Αφού ήρθαμε σε νόμιμη ηλικία, βγήκα, ήμουνα -πόσο ήμουνα;- δεκαέξι χρονών και με πήγε, ήτανε ο Αντώνης ο... στη δημαρχία ένας δήμαρχος, αυτό. Τον παρακάλεσε η μάνα μου και βγάλανε ένα πιστοποιητικό. Βάλανε δύο χρόνια παραπάνω για να μπορέσει να μου δώσει, να μου βγάλουνε φυλλάδιο, για να μπορέσω να πάω στα σφουγγάρια και εγώ, κατάλαβες; Και βάλανε υπογραφή η μάνα μου και ο θείος μου, της μάνας μου ο αδερφός, και μου βγάλανε οι Ιταλοί φυλλάδιο εδώ. Εγώ έβγαλα εδώ φυλλάδιο στην Κάλυμνο, κατάλαβες; Mετά ήρθα στη Ρόδο. Το φυλλάδιό μου ήτανε 49 νούμερο. Για φαντάσου τώρα τι φυλλάδιο ήτανε, μέχρι τα βαπόρια. Λοιπόν, δούλευα μες στις βάρκες ύστερα, από δω, από κει, σκάβαμε, πολλά και διάφορα. Λοιπόν, τώρα… τι ήθελα να πω τώρα...

Ι.Α.:

Πιο πολύ όταν ξεκινήσατε να δουλεύετε σαν... αφού πήρατε το δίπλωμα για να μπορείτε να δουλέψετε στη θάλασσα, με τι ασχοληθήκατε περισσότερο, με τα σφουγγάρια;

Α.Β.:

Ναι, με σφουγγάρια. Πήγα με τον Σακελλάρη τον Κουτσουράη. Ο Σακελλάρης ο Κουτσουράης… ήμουνα ο πιο μικρός, ήμουνα βέβαια. Του σήκωνα τα κοντάρια, την καμάκα στη βάρκα από πάνω, είχε δύο σφουγγαράδες πιο μεγάλους μέσα που βουτούσανε, όταν ήτανε βαθιά. Όταν ήτανε ρηχά, τέσσερις-πέντε μέτρα, τα έδινα εγώ, τα έβαλε ο καπετάνιος το αυτό, πήγαινα και έβγαλα τα σφουγγάρια εγώ, κατάλαβες; Tη βάρκα.

Α.Β.:

Λοιπόν, ερχόμαστε από την Πάτμο κάτω, ήρθαμε στην Ψέριμο, για να δουλέψουμε σφουγγάρια με καμάκα στα Φύκια εκεί, αυτό ήταν στη Ψέριμο, μου λέει ο καπετάνιος: «Πήγαινε να πας να δεις [00:05:00]τη μάνα σου τώρα που είμαστε εδώ, που ήρθαμε εδώ. Μόνο να σηκωθείς πρωί, να ‘ρθείς, να ασπρίσουμε τα σφουγγάρια και να πάμε πέρα στη δουλειά μας». Δεν είχε τότε μηχανές οι βάρκες, ήτανε μόνο πανί και κουπί. Λοιπόν, αφού ήρθε η ώρα εκείνη, πήγα έξω στη μάνα μου, αυτό. Σηκωθήκαμε 05:00 η ώρα το πρωί, για να με φέρει στα Κρεββάτια. Ένα από αυτό. Αφού πήγαμε κάτω στα Κρεββάτια, ασπρίσαμε τα σφουγγάρια, ύστερα ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Μόλις βγήκαμε έξω καμία διακοσαριά μέτρα από το Κρεββάτι το λιμάνι, βλέπουμε τρία αεροπλάνα και περνούσανε χαμηλά-χαμηλά από τα Κρεββάτια. Λοιπόν, δεν είδαμε αυτό. Εκεί που πήγε λιγάκι ρίχνουν το ένα αεροπλάνο κάτω. Πέφτει κάτω στη θάλασσα. Βγαίνουμε έξω, είδαμε ίσα με τριάντα βαπόρια εκεί. Εφύγανε ήταν το σμπάργκο που κάμανε οι Γερμανοί κατευθείαν. Γερμανία-Ψέριμο, το πρώτο νησί που πιάσανε, κάναν κατοχή, ήταν η Κως. Ήρθανε κοντά στην Ψέριμο. Την Ψέριμο την είχε η Κως και τα έχει γραμμένα ακόμη μέσα θα είναι τα βιβλία, κατάλαβες. Αλλά η Κάλυμνος είχε δεκαοχτώ χιλιάδες τότε πληθυσμό και η Κως είχε δώδεκα και αναγκάστηκε να… τα δικαστήρια έπρεπε να τα πάρει η Κάλυμνος. Στην Κάλυμνο ήταν, αλλά επειδής είναι η απόσταση της μικρή σε έκταση τα πήρε η Κως και δώσανε την Ψέριμο στην Κάλυμνο. Εν πάσει περιπτώσει, πήγαμε πάνω, πήγανε τα δυο αεροπλάνα έξω προς τα βαπόρια. Θα ‘χε ίσα με τριάντα βαπόρια το μπουγάζι όλο αυτό μέχρι κάτω ήτανε. Βγήκαμε στο ύψωμα και βλέπαμε τώρα όλη τη σκηνή. Πάνε και βουλιάζουνε δύο βαπόρια τα αεροπλάνα τα δύο και γύριζε και έριξαν και το άλλο κάτω τ’ αεροπλάνο και έμεινε ένα και πάει σε βαπόρι που έκανε σμπάργκο έξω. Έβγαλε τον πληθυσμό έξω, πάει και κολλάει μία και αυτουνού και το βουλιάζει και αυτό στην Αλυκή απέξω της Κως, κατάλαβες; Και σηκώθηκε και έφυγε, σωθήκανε τα υλικά. Ποιος ξέρει; Τα έδωσε προς την Τουρκία κι έφυγε.

Α.Β.:

Λοιπόν, εμείς τότες πήγαμε, ήρθαμε στην Κάλυμνο με το ζόρι μέσα. Έρχομαι εδώ, ήτανε Ιταλοί μόνο, οι Άγγλοι, γιατί είχε και Άγγλους πάνω και στην Ψέριμο είχε εννιά Εγγλέζους πάνω και τους φυλάξαμε και τους πήραμε στην Τουρκία. Ερχόμαστε, μας φωνάζουν στη Ναυτική σχολή κάτω, εκεί, οι Ιταλοί και μας λένε: «Τι χαμπάρια; Πώς τους είδατε;» δηλαδή γιατί λέμε «Ζήτω οι Άγγλοι» και αυτοί είναι Γερμανοί. Kατάλαβες; Ε, δεν μας φερθήκανε άσχημα οι ανθρώποι. Eίχαν το από αυτό… είχε κάποιο γνωστικό εκεί χάμω τους σταμάτησε ο Ξυπολυτάς. Λέει: «Αυτοί είναι Εγγλέζοι», γιατί είχε και Εγγλέζους εκεί πάνω και την κοπάνησε από την πίσω πόρτα και φύγανε. Ήτανε στου Κάππα το σπίτι μένανε, του Γιώργου του Κάππα. Εκεί ήταν αυτοί. Αφού φύγανε, εμείς πήγαμε μέσα, έτσι και έτσι. Ε, πήγαμε τώρα εμείς να φύγουμε, μου λέει ο καπετάνιος: «Πάρ’ τα ρούχα σου και πήγαινε τώρα στην Ψέριμο, γιατί τώρα είναι πόλεμος τώρα εδώ χάμω. Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά». Και πήγα τότε. Αφού είχε ο θείος μου βάρκα και αυτός, μπήκα μέσα στη βάρκα για να φύγουμε. Εκεί δεν μας αφήσανε οι Ιταλοί, ήθελαν να τους πάρουμε πέρα κάτι... Λέω: «Εμείς πάμε για την Ψέριμο» αλλά βλέπαμε δυο τορπιλά και έρχονταν μέσα και κάνανε σήματα αγγελιοφόροι αυτοί, Γερμανοί. Έρχονται απέξω από το λιμάνι, ήμουνα μέσα στη βάρκα έτσι και βλέπαμε τώρα τι θα κάμουν αυτοί. Κατάλαβες; Φωνάζουν από το μεγάφωνο: «Θα πολεμήσετε, γιατί θα σας… θα παραδοθείτε», και είπαν αυτοί οι Ιταλοί ότι θα παραδοθούμε, δεν θα πολεμήσουμε την Κάλυμνο. Και κάμανε σήμα αυτοί και ήρθε μια τορπιλάκατος, με τορπίλα εκεί ένα βαπόρι και έβγαλε καμιά εξακοσαριά Ιταλούς έξω. Ήμουν τώρα στην τέντα από κάτω και τους έβλεπα όλους, κατάλαβες; Βγάλανε έξω... Το πρωί δεν μπορούσαμε να φύγουμε εμείς έτσι. Έπρεπε να πάμε στο λιμεναρχείο κατευθείαν να ρωτήσουμε. Του είπαμε έτσι και έτσι: «Εμείς είμαστε στην Ψέριμο, οι γυναίκες μας, τα παιδιά μας όλα και επειδή ήρθατε τώρα, πρέπει να… ». Δεν μας αφήσαν οι Ιταλοί να φύγουμε και ήθελαν να τους πάρουμε, για να δραπετ[00:10:00]εύσουν, να τους πάμε στην Ψέριμο, στην Τουρκία και εμείς δεν θέλαμε και για αυτό παραμείναμε. Γελούσαν οι Γερμανοί, μας χτυπούσαν στην πλάτη: «Καλά κάνατε -λέει- και δεν τους πήρατε». Ε, φύγαμε, «Μπορείτε -λέει- να πάτε τώρα στην Ψέριμο». Αφού πήγαμε εκεί χάμω, ψαρεύαμε καμπόσο διάστημα, μπήκαμε στην κατασκοπία. Είχε καμιά είκοσι-πενταριά κατασκόπους, γιατί τότες η Ψέριμος είχε μόνο ένα τηλέφωνο και αυτό το γύριζες έτσι και ειδοποιούσε, για όλη την Ψέριμο ήτανε. Ένα ήτανε και ειδοποιούσε μέσα με πρόσκληση εκεί χάμω και ερχότανε. Αφού μπήκαμε εκεί χάμω στην κατασκοπία, ήταν ο θείος μου. Φωνάξαν του θείου μου, για να αναλάβει να πηγαίνει πέρα στην Τουρκία, κατάλαβες;  Ήτανε δύο εδώ χάμω, ήταν ο Γιώργος ο Σαμάρκος και εδώ στην τράπεζα παραδώ ήτανε ένας που έχει ένα μαγαζί και ήτανε φωτοτυπίες είχε τότε, έβγαζε φωτοτυπίες εκεί χάμω. Ήταν και αυτοί, αυτοί ήταν ασυρματιστές και ένας απ’ τη Χίο είχαμε, τρεις ασυρματιστές και καμιά είκοσι-πενταριά κατασκόπους έξω. Βγάλανε, γιατί δεν υπήρχαν τα μέσα τότες ούτε τηλέφωνα ούτε τίποτα, ούτε... Βγάλανε φωτογραφίες, τις βάλανε σε φακέλους μεγάλους, τις σφραγίζανε με βουλοκέρι και εμείς τις πηγαίναμε στην Τουρκία. Εμείς είμαστε ελεύθεροι τώρα στην Τουρκία, γιατί πηγαίναμε για αυτωνών από την Κω, από τον Κερμεντέ από πάνω, μας υποχρεώσανε να τους πηγαίνουμε και αυτωνών. Είχε Τούρκους από τον Κερμεντέ και μας βγάζανε και τους πηγαίναμε. Και έτσι είμαστε στην κατασκοπία δύο χρόνια, αλλά μας γνωρίσανε οι Γερμανοί. Τους έκοψε, δεν είχανε τώρα να φάνε, μας δίναν υλικό να τους σκοτώνουμε ψάρια να τρώνε. Κατάλαβες; Ντενεκέδες. Έδιναν και στους Λέριους, γιατί βαστούσαμε τρία νησιά: Λέρο, Κάλυμνο και Κω. Είχαμε δύο βάρκες: η μια βάρκα την Κω κι εμείς πηγαίναμε τη Λέρο, που ήτανε η βάση ας πούμε. «Εμείς -τους λένε- σας δίνουμε ψάρια, μας φέρνετε δέκα-είκοσι κιλά ψάρια. Των αλλωνών τους δίνουμε τα ίδια υλικά και μας φέρνουνε εκατόν πενήντα-διακόσια κιλά ψάρια». Εμείς πηγαίναμε για τον στρατό, να φάει ο στρατός. Πού να πάνε να αγοράσουνε! Κοντά σε αυτό πιάναμε και φιλία και βοηθούσαμε την κατασκοπία πέρα όσο πιο καλά μέσα, γιατί μας είχανε και χαρτί, πράσινο χαρτί και είχε πάνω τον Χίτλερ αυτό. «Όποιος μας βιάζει και θέλει αυτά που θέλει να κάνει εκείνος, δείξ’ του το χαρτί και όταν δεν το χαιρετήσει το χαρτί, τότε πάρ’ τον αριθμό του να τον ξηλώσω κατευθείαν». Τέτοια ισχύ είχε το χαρτί αυτό. Αφού έγινε τώρα όλη αυτή η διαδικασία, μπαίνει μέσα μια ημέρα πάνω στον Ξηρόκαμπο και λέει: «Θα περιμένετε 16:00 η ώρα, να πάρετε ένα αξιωματικό στην Ψέριμο». Περιμέναμε εμείς, αντί να ‘ρθεί ο αξιωματικός, έρχεται ο «Προπς», ο κομαντάντε της Δωδεκανήσου. Καταλαβαίνεις; Eμπιστοσύνη! Έρχεται εκεί χάμου, πέφτει, όπως είμαστε αραγμένοι, έρχεται το αμάξι δίπλα στη βάρκα. Είχε προπέλα μεγάλη που έμπαινε και μέσα στη θάλασσα. Ήρθε εδώ αμάξι από την Κάλυμνο και πήγε στο Μαστιχάρι. Στεγανά είναι αυτά, για τις λίμνες μέσα και τα πάντα όλα, από τη στεριά τα έδινε στις λίμνες και πάνε πέρα. Είχε η Γερμανία πολύ χρήμα, οχυρωμένη πάρα πολύ. Μας λέει, μπαίνει μέσα, λέει: «Πάμε στην Ψέριμο, θα έρθω και εγώ μαζί σας». Μέσα στη βάρκα τώρα, κάναμε δύο ώρες―τρεις να πάμε στην Ψέριμο με τα κουπιά. Μπονάτσα γαλήνη! Μάλιστα περάσαμε από την Παλιόνησο και θέλαν να ―έχει Ιερολοχίτες έξω εμάς εδώ στην Παλιόνησο―, ήθελε να μας πειράξει και λέει [00:15:00]ο θείος μου ο Μακαρούνας, ―ο Μακαρούνας είναι θείος μου, έχει θεία μου παρμένη― του λέει: «Πρόσεχε γιατί είναι της κατασκοπίας η βάρκα αυτή, να μην έχει τίποτα κανένας και σαν να το ήξερε ο άνθρωπος». Εμείς πήγαμε, ήρεμα τον πήγαμε, μας εμπιστεύτηκε με τη βάρκα να τον πάμε στην Ψέριμο. Λοιπόν, αφού τον πήγαμε, βρήκαμε και κάτι άλλους δύο ψαράδες που έριχναν δυναμίτες. Πάμε στην Κω. Στο Μαστιχάρι έξω έχει κάτι μέρη, κάτι πάγκους ωραίους, ειδοποιεί έξω αυτός τις βάσεις να μην ρίξουνε ούτε σφαίρα μέσα στον αγέρα, γιατί θα είναι μέσα και αυτός ο «Προπς» για να βλέπει πώς τα πιάνουμε τα ψάρια λέει. Κατάλαβες; Nα δούμε πού τα πιάνουμε, γιατί μας λέγανε ότι τα πιάνουμε από την Τουρκία και τα πάμε, οι Λέριοι. Και ήθελε να δει πραγματικά, ήθελε να μας ψαρέψει να δούμε πού τα πιάνουμε. Σύμπτωση να πιάσουμε εμείς όχι αυτά, δύο τόνους χτυπήσαμε και οι τρεις βάρκες. Ήρθε και η τορπιλάκατος στην Ψέριμο, πήγαμε, πήρε καμιά διακοσαριά κιλά. Για να τον πάρουνε, ήρθε δύο υδροπλάνα και με τορπιλάκατος. Πέσανε όλοι στη θάλασσα για να βαράρουμε που δεν μπορούσε να αράξει κοντά, για φαντάσου.

Α.Β.:

Λοιπόν, τελείωσε ο πόλεμος, αρχίσαμε πάλι. Τελείωσε ο πόλεμος το '44, τελείωσε ήταν Μάιος πήγαμε στα σφουγγάρια με του θείου μου τη βάρκα εκεί χάμου. Ε, όταν γυρίσαμε, πιάσαμε τα σφουγγάρια. Εκεί, αφού δουλεύαμε, πήγαμε τέσσερις-πέντε φορές, έχω πάει στη Μπιγάζα κάτω. Μπιγάζα, Ντένα, Τρίπολη, Κύπρο κάτω, κατάλαβες; Εδούλευα με έναν καπετάνιο Σακαλέρο έξι χρόνια μαζί του, στα καΐκια μέσα. Αφού τελείωσε αυτά, περάσανε καμπόσα χρόνια. Πήρα τη βάρκα μοναχός μου, γιατί πήραμε πρώτα με τον ξάδερφό μου, έβαλε ένα χιλιάρικο εκείνος κι ένα εγώ, για να αγοράσουμε τη βάρκα, μια βάρκα από αυτήν, να πηγαίνουμε μαζί στο ψάρεμα. Αλλά αυτός φοβότανε την Τουρκία πέρα. Πέρναγα στην Τουρκία μέσα, σου λέει: «Θα μας πιάσουνε, θα μπούμε φυλακή, έτσι αλλιώς». Εγώ ήθελα λεφτά τότε, λέω: «Να πάρουμε κανένα φράγκο παραπάνω», γιατί ψάρια είχε θησαυρός. Αυτά τα δύο χρόνια που δουλεύαμε και πηγαίναμε στους Γερμανούς πάνω στη Λέρο εκεί χάμω, έπιανες όσα ήθελες, σκότωνες με δυναμίτες βέβαια. Ύστερα, αρχίσαν το παραστατικό. Αφού βγήκα, πήρα καΐκι, πήγα στα καράβια, όχι πρώτα πήγα στη φυλακή και μετά που είχα τη βάρκα ακόμα τότες. Αφού είχα τη βάρκα, πήγαινα στο ψάρεμα μέσα. Μόλις πήγα εκεί στα Ίμια και ήταν από κοντά η θάλασσα, κατάλαβες; Ήταν κοντά με τα νησάκια εκεί.

Α.Β.:

Ε, πήγα στο Καραβόψαρο εκεί χάμω, να ρίξω τα παραγάδια και με ‘λαχε να πιάσουνε, να με γραπώσουν τότες οι Τούρκοι. Αφού με πιάσαν οι Τούρκοι, μια καταδίωξη με πήρε στο Κιμουκσλί για να μου πάρει καταθέσεις. Είχαν έναν Τουρκο-κρητικός ήτανε, δεν ξέρω, φούρναρης ήτανε. Τον ήξερα και από τον πόλεμο από μέσα. Του καμάω το μάτι να μην μαρτυρήσει ότι ξέρω τούρκικα, μου λέει: «Εντάξει». Και πήρα εγώ από αυτά τα έγγραφα αυτά, υπόγραψα, γιατί έδωσε τα αίματα κρεμόντουσαν του πεθερού μου, τα δικά μας, που θέλει να μας καθαρίσει ο καπετάνιος της καταδίωξης.

Ι.Α.:

Σας είχε χτυπήσει όταν―

Α.Β.:

Ε;

Ι.Α.:

Σας είχε χτυπήσει όταν σας συνέλαβε;

Α.Β.:

Ναι, ναι όταν μας συνέλαβε, μας χτύπησε. Mου λέει: «Τα πράγματα που πιάσαμε έξω είναι δικά σας». «Βρε δεν έχουμε εμείς», μετά μας χτύπησε. «Ήρθαμε για ψάρεμα», λέει: «Όχι, θα υπογράψετε αυτό, γιατί θα σας καθαρίσουμε, δεν μπορείτε να πάτε». Φοβηθήκαμε και υπόγραψα εγώ. Υπόγραψα ότι ναι, ήτανε [00:20:00]δικά μας, για να γλιτώσουμε από τα χέρια αυτουνού και όταν μας πήγανε μέσα στο μπουντρούμι, σε δεκαπέντε μέρες στο μπουντρούμι είμαστε, μια εβδομάδα, μας πήρανε Σταμούλα. Μας πήγανε στις βαρεές φυλακές. Ε, με ρωτήσανε τότες οι προϊστάμενοι του δικαστηρίου. Είχε εννιά στη γραμμή ψυχολόγους, δικηγόρους είχε, διάφορους εκεί χάμω. Αφού μου λέει: «Ξέρεις τούρκικα;», του λέω «Όχι, δεν ξέρω τούρκικα», φέρνουν ένα διερμηνέα, πέρασε η φυλακή. Μόλις τελείωσε η φυλακή και άκουσα την ποινή εγώ… Τα τούρκικα τα ήξερα και από τον πόλεμο εγώ, τα ήξερα καλά και να γράφω ακόμη. Τον άκουσα, γιατί, αν τους έλεγα εγώ ότι ναι ξέρω τούρκικα, θα διαπιστώνανε ότι αφού ξέρεις Τούρκικα είναι και δικά σου τα πράγματα και για αυτό δεν είπα, ότι δεν ξέρω τούρκικα. Αλλά όταν άκουσα την ποινή που μου δώσανε, αναγκάστηκα να μιλήσω. Τους είπα ότι άκουσα [τούρκικα] ,αυτό, δέκα χρόνια φυλακή και δέκα χρόνια εξορία στη Μαύρη θάλασσα. Τότες αναγκάστηκα να μιλήσω τη γλώσσα. Μου λέει: «Σε ρωτήσαμε αν ξέρεις τούρκικα και μας είπες όχι, αλλά βλέπουμε ότι τα μιλάς πολύ καλά τα τούρκικα. Πού τα έμαθες;». Του λέω: [τούρκικα], εγώ υπηρέτησα στον στρατό σας δύο χρόνια. «Και γιατί δεν μιλάς;». Ξέρω να μιλήσω στο κοινό έξω. Με τους δικαστές ήθελα να τα βγάλω εγώ πέρα; Δεν πηγαίναμε στο σχολείο μαζί, για να ξέρω τα ίδια γράμματα και έτσι μ’ ακούσανε και το ψυχολογήσανε. Καλά αυτός είχε, ένας λαθραίος που κάνει λαθραία, θα έχει και στη βάρκα του μέσα λαθραία. Πώς θα γίνει, μόνο να πάρει είναι; Μου σπάσανε τη βάρκα, δεν μου βρήκανε ούτε ένα σπιρτόξυλο λαθραίο. «Λαθραία ήρθε;». «Ναι ήρθα, έκαμα το από αυτό, έρχομαι στα νερά [τούρκικα]-του λέω-, εγώ ήρθα στα τουρκικά νερά να ψαρέψω, όχι να κάνω και λαθραία». Και έτσι, μου το πήγανε στα δύο χρόνια, κατάλαβες ήταν η δουλειά. Αφού με βάλανε πια φυλακή, έκαμα δύο χρόνια, μπήκα το '56 και βγήκα το '58 έξω απ' τη φυλακή.

Ι.Α.:

Πώς ήταν η εμπειρία η έστω και δύο χρόνια; Παρόλο που γλιτώσατε τα πολλά, πώς ήταν η εμπειρία αυτή, δύο χρόνια μέσα σε μια τούρκικη φυλακή; Ήταν εύκολα, δύσκολα; Πέρασε γρήγορα;

Α.Β.:

Η φυλακή μέσα... Λοιπόν, είχε μέσα πεντακόσιους φυλακομένους, από πέντε χρόνια και άνω, γιατί δεν σηκώνει να έχεις μικρούς μέσα. Αλλά μου δώσανε δύο χρόνια εκεί χάμω, ήταν ακόμη αρχές, δυο-τρεις μήνες έκαμα μέσα, εκεί στη φυλακή. Μετά ήθελα κάτι λεφτά, ήθελα κάτι από τον Μουτούρμπεη, τον διευθυντή, γιατί στα παίρνουν όλα μέσα, δεν σου αφήνουν τίποτα πάνω σου. Και πάω και βλέπω στο γραφείο του φάκελα ελληνικά. Είχα τρεις μήνες να πάρω ένα γράμμα, να μιλήσω με τα παιδιά μου. Τον παρακάλεσα, του λέω: «Κύριε Μουτούρμπεη, να διαβάσω τουλάχιστον, εδώ θα τα διαβάσω». Ήθελε να τα δώσει να τα διαβάσουν πρώτα Τούρκοι να δούμε τι γράφουν μέσα, λογοκρισία. Του λέω: «Εδώ, όχι έξω!», δεν μ’ άφησε και αναγκάστηκα έκανα έφεση δικαστηρίου, όχι έφεση, ειδοποίησα τον εισαγγελέα κάτω, τον πρόεδρο του μπουντρουμιού, αν με δέχεται να πάω κάτω. Και ειδοποίησε πάνω ότι δέχεται να μας πάρουν κάτω στο μπουντρούμι. Έκαμα τη φυλακή κάτω στο μπουντρούμι, εδώ, στην Αλικαρνασσό. Εδώ πηγαινοέρχονταν τα καΐκια, μάς φέρναν ρούχα, λεφτά όταν θέλαμε. Κατάλαβες;

Ι.Α.:

Όσο καιρό λείπατε, η οικογένειά σας δεν ήξερε τίποτα; Δεν είχε επικοινωνία;

Α.Β.:

Ποιο;

Ι.Α.:

Η οικογένειά σας είχε μάθει ότι εσείς είχατε φυλακιστεί;

Α.Β.:

[00:25:00]Είχαν, είχαν μάθει, γιατί εγώ πάντοτε, αφού πήγαινα εκεί, βαστούσα πάνω μου δύο λίρες χρυσές. Nα έχω πάντοτε μαζί μου, αν με πιάσουν καλή ώρα, να ειδοποιήσω τη γυναίκα μου ότι είμαι ζωντανός, γιατί αυτή ήτανε και από τους δυναμίτες φοβότανε και από τον πνιγμό πιο πολύ, γιατί όλο νύχτες ταξίδευα φορτωμένος, ερχόμουνα έξω. Δούλευες μια μέρα, φόρτωνες, ψάρια είχε να σκοτώσεις όσα ήθελες.

Α.Β.:

Λοιπόν, αφού τελείωσε αυτό, πήγα και στα καράβια, ήρθα εδώ, έκατσα ένα μήνα μετά. Ήταν ο γαμπρός μου μέσα στο καράβι, ήτανε θερμαστής και πιάνει τον πρώτο μηχανικό, του λέει: «Μαστρομήτσο, ο κουνιάδος μου είναι φυλακή τώρα στην Τουρκία δύο χρόνια, του τα πήραν όλα, του τα κατασχέσαν όλα, τα πάντα, έχει ανάγκη. Μπορούμε να τόνε φέρουμε μέσα;». Και παρακαλέσαν τον καπετάνιο και μόλις βγήκα, με ειδοποιήσαν εμένα και πήγα στο καράβι μέσα. Έκατσα ένα μήνα εδώ με τη γυναίκα, λέω: «Τώρα και εσύ θα την πληρώσεις και εγώ. Πέσαμε στον λάκκο, τώρα θα κάνουμε υπομονή -λέω- ακόμη κάνα-δύο χρόνια, ενάμιση χρόνο, να πάω, να λασκάρουμε. Να μην βλέπει ο ένας μας τον άλλο μας». Εν πάση περιπτώσει, έτσι έκαμα. Έκατσα κοντά ενάμιση χρόνο μέσα στο βαπόρι, ξεχρεωθήκαμε, πήραμε τα πάνω μας λιγάκι. Ε, ήρθα κάτω, πήρα ένα καΐκι σαβουρατζίδικο, για να είμαι μόνο κοντά στη γυναίκα μου και εκείνη κοντά σε μένα. Δεν χαρήκαμε ο ένας τον άλλο, κατάλαβες; Για να έχω, το ψωμί μου να βγάλω εκεί χάμω. Τρία χρόνια το βάστηξα το καΐκι έτσι. Μετά ύστερα ήταν η Χούντα μέσα μας απαγόρεψε να βγάλουμε άμμο απέξω, να μην χαλάμε τις παραλίες. Εγώ είχα πάρει από τα καράβια, είχα δει πού είναι χούφτες αυτές που σκάβουνε και φουντάριζα εγώ και έπαιρνα άμμο και έβαζα μέσα στο καΐκι. Δεν πήγαινα εγώ απέξω από την παραλία. Πρώτα επήγαινα πρώτα, αλλά αφού μας απαγορέψανε τότες, αναγκάστηκα έδωσα ―πόσο;― σαράντα πέντε χιλιάρικα, δραχμές ήταν τότε, δεν ήτανε... και έκαμα τα εργαλεία αυτά. Πήρα μηχανή με από αυτό και πήγαινα και φόρτωνα. Ευτυχώς ήρθε μια εταιρία από την Αθήνα, γιατί δεν είχε τηλέφωνα η Κάλυμνος, να βάλει τηλέφωνο σε όλη την Κάλυμνο, κατάλαβες; Kαι έβγαλε σε δημοπρασία, ήθελε άμμο αυτός. Ε, οι άλλοι δεν μπορούσαν με τον νόμο τώρα να βρούνε τόσο, θέλεις δύο-τρία κυβικά άμμο την ημέρα. Πού να τον βρει και τι... Αυτοί βάλαν αυλάκια ανοίγανε και βάλαν τα καλώδια μέσα και βάλαν άμμο και με τούβλα χτίζανε από πάνω. Εγώ είχα το εργαλείο, έβγαζα, δύο θέλαν αυτοί, τέσσερα τους έβγαζα εγώ, έβγαζα και παρακαταθήκη. Του λέω: «Πάρτε παρακαταθήκη, βάλτε τη σε ένα μέρος, γιατί είναι εργαλεία. Χάλασε το εργαλείο, δεν μπορώ να σου βγάλω ύστερα, τι γίνεται; Πιο καλά να έχεις». Όπως πήρε, πήραν, έβγαλε δεκαπέντε κυβικά έξω, πήγαινε το μπουλντοζάκι τους, παίρναν άμμο από εκεί και έβαζε. Εν πάση περιπτώσει, βγάλαμε τα σπασμένα μας λιγάκι. Και ύστερα πια ήρθα, το έβγαλα αφού ήταν η Χούντα, έπιασα τα καράβια δεν μπορούσα άλλο. Πούλησα τα εργαλεία, τα πήρε ο Πατανάς τότες που κουβαλούσε τον ασβέστη και το καΐκι και το βίτσα και έτσι συνέχισα τα καράβια. Και εκεί βρήκαμε και πήραμε τα σπίτια και δουλέψαμε.

Ι.Α.:

Πάλι μακριά από τη γυναίκα―

Α.Β.:

Ε;

Ι.Α.:

Πάλι μακριά από τη γυναίκα―

Α.Β.:

Ε, πάλι. Πήγαινα και ερχόμουνα. Τότες πήγαινα και ερχόμουνα, κατάλαβες; Γιατί δεν μπορούσα, τα παιδιά μεγαλώσανε. Εγώ έχω το δίπλωμα...

Ι.Α.:

Τι δίπλωμα είναι αυτό;

Α.Β.:

Το κυβερνητικό και εγώ... τέλος πάντων. Ήθελα λεφτά, βρήκα ένα-δύο βαπόρια καλά που είχαν λεφτά μέσα πολύ και έτσι μπήκα λοστρόμος και κονομούσα άλλο μισό-μισό. Από δέκα χιλιάδες που έπαιρνα, έπαιρνα δεκαπέντε ύστερα μέσα. Λέω να βγάλω τα σπασμένα της φυλακής που… γιατί μου λέγανε ο καπετάνιος: «Αφού κάθεσαι, ξεκουράσου», «Βρε ξεκουράστηκα -λέω- στη [00:30:00]φυλακή δυο χρόνια. Αυτά τα σπασμένα πρέπει να τα συμπληρώσουμε τώρα, αυτά που χάσαμε».

Ι.Α.:

Τότε οι Τούρκοι σας είχανε πάρει και τη βάρκα σας ε; Σας είχανε πάρει το καΐκι;

Α.Β.:

Βέβαια! Δύο μου πήρανε.

Ι.Α.:

Δύο!

Α.Β.:

Δύο!

Ι.Α.:

Άρα, δουλεύαμε μετά για να ξεχρεώσουμε αυτά―

Α.Β.:

Ε, βέβαια τι θα γίνουμε τώρα. Τώρα τα έδινα μέσα στα όλα για να πάρουμε πιο περισσότερο, για να βγάλουμε τα σπασμένα. Κατάλαβες;

Ι.Α.:

Και πόσο καιρό μείνατε στα καράβια;

Α.Β.:

Μμ;

Ι.Α.:

Στα καράβια πόσο καιρό μείνατε; Mέχρι ποια ηλικία μείνατε στα καράβια;

Α.Β.:

Πόσο; Τα καΐκια πρώτα που είχα, τα καράβια έκαμα δεκαπέντε χρόνια, αλλά με τα σφουγγαράδικα που πήγαινα ― γιατί πιάνονται και αυτή υπηρεσία― και έτσι έπιασα είκοσι εφτά χρόνια υπηρεσία και βγήκα πενήντα χρονών στη σύνταξη, από πενήντα χρονών. Αφού βγήκα στη σύνταξη, ήμουνα πενήντα χρονών, είχα τρία παιδιά τώρα. Εγώ μπορούσα να πάω στην Αμερική. Έπρεπε να πάω εγώ τώρα στην Αμερική, για να κάνω χαρτιά των παιδιών να τα φέρω στην Αμερική πάνω. Και έτσι αφού πήρα το εφάπαξ, πήρα ένα εκατομμύριο εφάπαξ, έδωσα τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες του... που είναι στο Βαθύ το καρνάγιο ο Μικές ο Καστρινός. Του λέω: «Πάρε αυτά τα λεφτά, στην πληρώνω τη βάρκα, να την έχω έτοιμη σε ένα χρόνο, να μου την έχεις έτοιμη σε ένα χρόνο. Εγώ θα φύγω τώρα να πάω στην Αμερική, για να πάρω τα παιδιά πάνω. Mόλις τα πάρω, -λέω- εγώ θα έρχομαι κάτω κατευθείαν, δεν σηκώνει πια άλλο!». Και έτσι έκαμα. Αφού έφερε τη βάρκα κάτω, πήρα τα παιδιά πάνω, ο μικρός έμεινε πάνω, οι άλλοι ήρθαν κάτω πάλι. Δεν τους άρεσε, γιατί φοβηθήκανε στις γέφυρες, κρεμαστήκανε... ο μεγάλος και πήρε μία αποζημίωση, του δώσαν δέκα χιλιάρικα τότες, εφοβήθηκε από τις σκαλωσιές. Τα παράτησε και εκείνος, πήγε άνοιξε την καφετέρια εκεί έξω, κατάλαβες; Ο μικρός, ο Γιάννης αυτός έφαγε ψητό πολύ, αλλά εφοβήθηκε, γιατί πάνε στις μεγάλες γέφυρες αυτός. Εν πάση περιπτώσει, εγώ ήρθα τώρα, πήρα τη βάρκα αυτή που έκαμα στο Βαθύ, ψάρευα τώρα εδώ χάμω, έπαιρνα και το μηνιάτικο μου, περισσεύανε.

Α.Β.:

Εν τω μεταξύ, τότες ήταν ο γαμπρός μου και οι συμπεθέροι μου, οι Μπιζιαναίοι, είχαν τα ζώα τους πάνω στη Γαΐδουρόνησο. Μου λένε, πηγαίναν τώρα ο γαμπρός μου, πηγαίναν στα σφουγγάρια, δεν είχαν ακόμη ψαράδικα τέτοια. Στη Λαμπεντούσα πηγαίναν, στην Ιταλία. Μου λέει: «Αφού θα παραμένεις εσύ εδώ, σου δίνουμε ένα πενηντάρικο τον μήνα, να πας να βγάλεις νερό στα κατσίκια έξω». Ε, αφού ψαρεύω που ψαρεύω εδώ χάμω. Πήγα στα Ίμια πάνω, είδα χόρτο μπόλικο. Πάω στην Ψέριμο, αγοράζω τριάντα κατσικάκια μικρά, των πέντε φραγκών ήταν, καπαμάκια. Τα έριξα πάνω, είκοσι στο ένα και δέκα στο άλλο νησί και αυτά των πέντε για να πιάνανε είκοσι φράγκα που λέει ο λόγος. Τα άφηνα να μεγαλώνουν, τα έσφαζα το Πάσχα και βαστούσαν εκεί χάμω. Και μ’ έλαχε τώρα η μπόρα, να έχω τα ζώα πάνω εκεί χάμω το '96.

Ι.Α.:

Όταν έγινε...

Α.Β.:

Ε;

Ι.Α.:

Όταν έγινε όλο αυτό-

Α.Β.:

Όταν έγινε όλο το επεισόδιο με την Τσιλέρ τότε την κουφάλα αυτή και τα είχα πάνω τα ζώα. Και έλαχε το επεισόδιο, που λάχαμε όλοι πάνω καυγάδες. Αυτά είναι τα παραμύθια μας.

Ι.Α.:

Τι είχε γίνει εκεί;

Α.Β.:

Μμμμ;

Ι.Α.:

Όταν μιλάμε για το επεισόδιο που έγινε στα Ίμια, τι ακριβώς έγινε;

Α.Β.:

Τι έγινε; Τι να γίνει... Ήθελε να πάρουν τα Ίμια, ήταν λέει τούρκικα. Εγώ τα κατσίκια τα είχα δεκαπέντε χρόνια. Δηλαδή, ήρθα το 1984, βγήκα στη σύνταξη. Πήγα πάνω κάνα δύο χρόνια, πήγα πάνω και να πάρω τη βάρκα. Από τότε που είχα πάρει τα ζώα πάνω. Δεν τα έβγαζα εγώ όλα, γιατί γινήκανε θηλυκά και γεννούσαν και πάνω, έκαναν μέχρι τρία κατσίκια πάνω. Ήθελα να τα πάρω εγώ, δεν με αφήναν οι δικοί μας. Λέει: «Ξέρεις τίποτα;», [00:35:00]τώρα ευκαιρία είναι τώρα να... Λέω... πάνω δεν μπορούσες να τα κρατήσεις τόσα ζώα, τόση τροφή. Κρατάνε για δυο-τρεις μήνες. Αλλά τα σκατζάριζα, επήγαινα… έχει άλλα ένα-δυο νησάκια εκεί χάμω, είναι η Πίτα και το Πρασονήσι, τα σκατζάριζα και άφηνα και έβγαινε χόρτο πάνω. Εγώ τους κουβαλούσα μόνο νερό, αλλά όταν ήρθε αυτή η δουλειά, μου είπαν και αυτοί πώς να πάω να τα ταΐζω πάνω τα ζώα. Και έτσι, βρέθηκε ο δήμαρχος ο… Πώς τον λένε αυτόν τον δήμαρχο, τον...

Ι.Α.:

Ο Διακομιχάλης.

Α.Β.:

Διακομιχάλης, λέει: «Θα σου δίνουμε εμείς κάτι να τους παίρνεις για φαΐ εκεί χάμω. Πληρώνετε και εσείς, να πληρώνω και εγώ τα καύσιμα μου, για να τα κρατάω εκεί χάμω, να μην τα περάσει το διάστημα αυτό». Εγώ τα κράτησα είκοσι χρόνια πάνω μετά. Και μετά από αυτό, έγινε το 1996, στο 2000 τα πήρα από πάνω, που βγήκε ο Ρούσσος και δεν μου έδινε δύο χρόνια ούτε ένα ευρώ. Του λέω: «Θα κάθομαι να σκυλοπνίγομαι εδώ; Nα χαλάω εγώ τη σύνταξή μου, που λέει ο λόγος να έχω. Τι κέρδος έχω; Ούτε το γάλα τους θέλω, ούτε παίρνω τίποτα! Να πουλήσω πέντε εριφάκια;» Τα άλλα τα μοίραζα στα παιδιά, κατάλαβες;

Ι.Α.:

Όταν έγινε το 1996 η όλη διαμάχη με τα Ίμια, εσάς σας ενόχλησαν οι Τούρκοι; Eσάς προσωπικά;

Α.Β.:

Κάθε μέρα! Κάθε μέρα με ενοχλούσαν, πριν γίνει το επεισόδιο, αλλά εγώ τα είχα πάνω τα ζώα που τσακώθηκα, γιατί ήταν και βλακεία του αρχικαπετάνιου τότες που ήταν το Ναυτικό. Έβγαλε στο ένα νησί δέκα φαντάρους και στο άλλο, το μεγάλο, δεν έβγαλε κανένα. Βρήκανε ευκαιρία, μπήκανε μέσα οι Τούρκοι από το βαπόρι το άλλο, το κάμανε δικό τους. Έπρεπε να ξαναπάω εγώ πάνω πάλι, να βγω έξω, για να ξαναγίνουν πάλι ελληνικά. Απαγορεύονταν να βγουν τα βαπόρια μας να ζυγώσουν κοντά, κατάλαβες; Κάθονταν ένα μίλι μακριά και ο Τούρκος να κάθεται στα δέκα μέτρα.

Ι.Α.:

Εσάς, δηλαδή, σας είπαν και Έλληνες: «Μην πηγαίνετε πάνω στα νησιά»;

Α.Β.:

Βεβαίως. «Όχι -λέει- αυτά είναι δικά μας». Όχι, δεν είναι δικά μας. Εμείς τα πήραμε από τους Ιταλούς, αφού έχει ακόμη σημάδια πάνω, Ιταλοί που τα αγόρασε. Εμείς τα πήραμε με πόλεμο. Οι Ιταλοί δεν μας έκαναν πόλεμο; Έχασαν τον πόλεμο, έχασαν και τη Δωδεκάνησο όλη. Ξεχωριστά ήθελαν να βρουν τα νησάκια αυτοί; Λοιπόν, αφού βγήκαν πάνω, καθόμουν εκεί στην Ψέριμο, έβλεπα την τηλεόραση και άναψα. Σηκώνομαι το πρωί από εκεί, έρχομαι στην Κάλυμνο μέσα, πάω στο λιμεναρχείο. Του λέω του λιμενάρχη: «Εγώ θέλω να πάω στο νησί πάνω, στα Ίμια». Μου λέει: «Ξέρεις τι λες τώρα; Αφού είναι οι Τούρκοι πάνω, πώς θα πας εσύ;». «Τι σε νοιάζει εσένα; Eγώ θα πάω να βγω έξω». Λέει: «Περίμενε», τηλεφωνάει στους μεγάλους, αυτά που θέλαν αυτοί, στον καπετάνιο που έπεσαν το αεροπλάνο κάτω. Μου λέει: «Εμείς θα είμαστε παρών. Όταν κάτσει το αεροπλάνο πάνω, θα το ρίξουμε κατευθείαν κάτω». «Εγώ αν δεν φοβόμουνα -λέω-, θα πήγαινα, δεν θα σας ρωτούσα καθόλου». Γιατί εγώ αποφάσισα, λέω: «Να φάω μια ριπή, την έφαγα, πάει στο διάολο». Πάω εκεί χάμω, μου λέει: «Περίμενε ένα λεπτό, ―πήγα στη Χαλή μπροστά― να έρθει η καταδίωξη». Ήρθε η καταδίωξη ανοιχτά της Κρήτης. Αυτή ήταν γρήγορη και μεγάλη, είχε δώδεκα άτομα μέσα. Αυτή φοβούνταν οι Τούρκοι. Με συνόδευσε, μου λέει: «Μέχρι εδώ μπορώ, από δω και μέσα απαγορεύεται να μπω εγώ». Θα πάω εγώ μοναχός μου. Αυτοί μόλις είδανε, ήρθαν από δύο καταδιώξεις να με βουλιάξουνε, για να μην βγω έξω, αλλά τέτοιο είναι το νιονιό τους, με τόση ταχύτητα θέλανε να γυρίσουν. Βρε αφού έχεις τόση ταχύτητα θα κάνεις, το τόσο να φυλάγεται, δεν μπορώ να περάσω. Κάνανε κύκλο έτσι να μου κόψουν, τα έδωσα εγώ από τη [00:40:00]μέση τους πάω και βγαίνω έξω στο νησί. Φουντάρισα, μόλις φουντάρισα και έδεσα έξω, φουλάρει η καταδίωξη αυτή που με συνόδευε και ήρθε και έκατσε από μπροστά να μην μου τη σπάσουνε τη βάρκα. Μπήκε και των αλλωνών, ήρθαν όλα τα βαπόρια πάνω. Τι θέλανε να κάνουνε, δεν μπορούσαν πια. Κάθονταν, τα φυλάγανε εκεί κάτω και τα ζώα τα είχα εγώ πάνω.

Ι.Α.:

Ουσιαστικά, έτσι όπως το καταλαβαίνω εγώ, με την κίνησή σας αυτή, καταφέρατε τα ελληνικά πλοία να κάνουν αυτό που έπρεπε να είχαν κάνει ούτως ή άλλως.

Α.Β.:

Να κάνουν... ναι, από πριν.

Ι.Α.:

Εσείς τόσα χρόνια που περάσατε πάνω και αυτά που... γιατί είναι προσφορά αυτό το πράγμα που κάνατε εκεί, νιώσατε να έχετε στήριξη, πέρα από τον κύριο τον δήμαρχο που μας αναφέρατε, τον κύριο Διακομιχάλη-

Α.Β.:

Ναι.

Ι.Α.:

Υπήρχε στήριξη γενικά;

Α.Β.:

Ε, μου ‘δινε ένα χιλιάρικο τότες τον χρόνο. Ένα χιλιάρικο, χίλιες δραχμές τον χρόνο. Δραχμές ήταν τότε δεν ήταν... Να μου βάλει τα καύσιμά μου, κατάλαβες; Kαι γύριζα εγώ σαν το κουτούκι, μέσα στα περβόλια, στα χωράφια, να μαζεύω χόρτα και να πηγαίνω να τους ρίχνω πάνω. Για αυτό εγώ λέω: «Όχι, δεν θα τους αφήσω να περάσουνε. Θα τα αφήσω πάνω -λέω- και εγώ, δικά μας είναι τα νησιά. Τόσα χρόνια είναι δικά μου, δικό μου σπίτι».

Ι.Α.:

Μας είπατε ότι βγάλατε όλα τα κατσίκια το 2000.

Α.Β.:

Ναι.

Ι.Α.:

Όταν κάποια στιγμή σταμάτησαν να σας βοηθούν εντελώς.

Α.Β.:

Αφού δεν ήθελε να δώσει τίποτα, άφησα τρία πάνω, για να πάει ο Ρούσσος, δεν ήθελε να δώσει ούτε φράγκο. Δύο χρόνια ήταν στη δημαρχία τίποτα. Αναγκάστηκα να τα πάρω. Τι θα κάθομαι εγώ, για σένα; Θα τα πάρω να πάω να χουζουρέψω. Όταν τα πήρα από πάνω, ήρθαν δημοσιογράφοι. Δεν θα τους πω σωστά; Ψευτιές θα πάω να λέω; Τους λέω: «Είναι αυτός, δεν μου έδωσε τα λεφτά, τα πήρα, γιατί έχω ακόμη τις εφημερίδες, τα πάντα». Και είπε ότι για έξι χιλιάδες πουληθήκαν τα Ίμια από πάνω, και μου ‘δωσε τα λεφτά τότες.

Ι.Α.:

Η αποχώρησή σας από τα νησιά αυτά ουσιαστικά ήταν και σαν να δεχόμαστε κατά κάποιον τρόπο, ότι αυτά τα νησιά, τα Ίμια, είναι σε μια περίεργη κατάσταση. Με το να μην έχουμε εμείς πάνω ούτε κάποιον άνθρωπο ούτε κάποιο ζώο―

Α.Β.:

Ναι, δεν είχε, ναι.

Ι.Α.:

Πιστεύετε ότι επιτρέψαμε παραπάνω διεκδικήσεις με αυτό τον τρόπο;

Α.Β.:

Παραπάνω όχι. Γιατί είχανε πάνω οι Ιταλοί σημάδι, χτισμένα πάνω. Κατάλαβες; Πηγαίνανε όλοι οι τσοπάνηδες από την Ψέριμο, αλλά ο τελευταίος ήταν ο ξάδερφός μου, πέθανε αυτός. Δεν είχε σκάφος φοβότανε και αυτούς.

Ι.Α.:

Νιώσατε κάποια στιγμή να κουράζεστε από όλο αυτό;

Α.Β.:

Μμμ;

Ι.Α.:

Νιώσατε κάποια στιγμή να κουράζεστε, να νιώθετε λίγο μόνος;

Α.Β.:

Από κούραση μην συζητάς, κούραση. Εβδομήντα δύο χρονών και κουβαλούσα ακόμη νερά έξω. Έπαιρνα δυο χάπια παυσίπονα από την Ψέριμο, μέχρι να πάω, για να μπορώ να βγάλω τα νερά, να βγάλεις σαράντα δοχεία νερό έξω και εκτός τα... Και να θέλεις δύο φορές την εβδομάδα τέτοιο, πήγαινα, κουβαλούσα και τα έβγαζα.

Ι.Α.:

Τώρα που έχετε φτάσει σε αυτή την ηλικία και τα βλέπετε όλα από κάποια απόσταση, μετανιώνετε για κάτι στη ζωή σας;

Α.Β.:

Μετανιώνω; Εγώ να είχα τα ποδάρια μου, φέρε μου τα ποδάρια μου, να πάω να βγω να κόψω το καλαδούρι τους που έχουν βάλει οι Τούρκοι. Έχουν βάλει μία σημαδούρα κόκκινη εκεί και απαγορεύεται τώρα και φοβούνται οι άλλοι να πάνε. Ρε πήγαινε βάλε ένα δυναμίτη να πάνε από εκεί που ήρθανε, κόντρα θέλει ο ένας για να φύγει. Βρήκε τώρα ο Τσίπρας την αυτή, τον άλλο τον κόπανο και… άντε γιατί παραμιλάμε.

Ι.Α.:

Πώς νιώθετε που είχατε μία πολλή γεμάτη ζωή;

Α.Β.:

Μμμ;

Ι.Α.:

Είχατε μία πολλή γεμάτη ζωή, έτσι δεν είναι;

Α.Β.:

Δεν το περίμενα.

Ι.Α.:

Δεν το περιμένατε ε;

Α.Β.:

Ούτε που το περίμενα έτσι, να ζήσω ακόμη πέντε χρόνια. Δεν το περίμενα έτσι. Κατάλαβες; Ενενήντα τεσσάρων χρονών.

[00:45:00]

Ι.Α.:

Είστε μια χαρά όμως.―

Α.Β.:

Δε το περίμενα, θα φτιαχνόμουνα. Ζωή.... να έχω τα ποδάρια μου σου λέω, θέλω ακόμη να πάω να δουλέψω. Από τέτοια και από αυτά αισθάνομαι πολύ καλά.

Ι.Α.:

Έχετε… φαίνεστε άνθρωπος ο οποίος έχετε διάθεση. Κύριε Βεζυρόπουλε, ήταν μεγάλη μας ευχαρίστηση, που τα μοιραστήκατε όλα αυτά μαζί μας. Μακάρι να είχαμε τις―και να έχουν όλοι― τις δυνάμεις σας. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για όσα μοιραστήκατε μαζί μας.

Α.Β.:

Παρακαλώ. Αυτό είχα και προτίμησα να πάω λοστρόμος, για να πάω να βγάλω πιο πολλά λεφτά.

Ι.Α.:

Αυτό είναι το δίπλωμά σας. Είναι δίπλωμα κυβερνήτη, έτσι;

Α.Β.:

Ναι, στα βαπόρια.

Ι.Α.:

Αλλά παρόλο που είχατε αυτό, ο λοστρόμος έπαιρνε πιο πολλά λεφτά;

Α.Β.:

Όχι.

Ι.Α.:

Απλά τα συνδυάσατε.

Α.Β.:

Πιο λίγα, επειδή έπαιρνα ώρες εγώ. Έπαιρνα δέκα χιλιάδες εγώ και προτίμησα να πάρω οχτώ και όχι δέκα.

Ι.Α.:

Γιατί;

Α.Β.:

Να δώσω τις δέκα και έπαιρνα δεκαπέντε.

Ι.Α.:

Α, κατάλαβα.

Α.Β.:

Γιατί έχω ώρες, έπαιρνα τετρακόσιες ώρες εγώ και εδώ έπαιρνα ενενήντα μόνο. Οπότε έπεφτε κάτω το μηνιάτικο. Κατάλαβες;

Ι.Α.:

Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ κύριε Βεζυρόπουλε. Να ‘στε καλά-

Α.Β.:

Παρακαλώ, παρακαλώ.