© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
Παιδικές αναμνήσεις από τη Σκόπελο στην Κατοχή, τα έθιμα και τα παραδοσιακά φαγητά
Κωδικός Ιστορίας
9981
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κυρατσούλα Αμυγδαλάκη (Κ.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
04/11/2020
Ερευνητής/τρια
Ρηγίνα - Τριανταφυλλιά Μπουνταλά (Ρ.Μ.)
[00:00:00]
Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;
Kαλησπέρα, κορίτσι μου, τι κάνετε; Πολύ ευχαρίστως! Ονομάζομαι Κυρατσούλα, Λούλα με φωνάζουν στη Σκόπελο, από μικρό παιδί με ξέρουνε, γεννήθηκα εδώ στη Σκόπελο το 1938 και είμαι 82 χρονών σήμερα. Τι θέλετε να σας πω;
Ποιο είναι το επώνυμό σας;
Αμυγδαλάκη.
Είναι Τετάρτη 4 Νοεμβρίου του 2020, είμαι με την Κυρατσούλα (Λούλα) Αμυγδαλάκη, βρισκόμαστε στη Σκόπελο, εγώ ονομάζομαι Ρηγίνα Μπουνταλά, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε.
Ναι!
Κυρία Λούλα, θα θέλατε να μας πείτε κάποια πράγματα για τη ζωή σας;
Η ζωή μου είναι μία μεγάλη ιστορία, έχω ζήσει πάρα πολύ δύσκολα χρόνια, γιατί η εποχή που γεννήθηκα το 1938 ήμασταν τέσσερα παιδιά μέσα σε κατοχή, σε πόλεμο, φτώχειες, ξυπόλητα, δυστυχία μεγάλη. Δεν υπήρχαν ανέσεις, δεν είχαμε ούτε φως ούτε φωτιά, με ξύλα, κουβαλούσαμε από το βουνό ξύλα, κλαδιά και ανάβαμε φωτιά να ζεσταθούμε. Όταν αρχίσαμε να πηγαίνουμε στο σχολείο, οι δάσκαλοι μας είχανε να πηγαίνουμε από ένα ξύλο στο χέρι το πρωί στο σχολείο, η επιστάτρια έφτιαχνε με τη σκόνη γάλα και μας έδινε. Δύσκολα χρόνια βέβαια, με αυτά ζούσαμε. Και όταν από 12 χρονών που τελείωσα το Δημοτικό μού έδειξε μία μανταρίστρα να μαντάρω κάλτσες νάιλον που φορούσαν. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δυσεύρετες οι κάλτσες οι νάιλον, δεν υπήρχαν λεφτά για να αγοράσουν, μόνο αυτοί που ήταν ξενιτεμένοι στο εξωτερικό στέλνανε μέσα στο γράμμα από ένα ζευγάρι νάιλον και χαρά! Οι ναυτικοί που ταξίδευαν στο εξωτερικό στη θάλασσα, όταν ξεμπαρκάριζαν, μας έφερναν κάλτσες, και επειδή ήτανε πανάκριβες να τις αγοράσουμε τις μαντάριζαν. Γι' αυτό και εγώ από μικρό με έβαλε η μαμά μου να μάθω να μαντάρω τις κάλτσες. Σχεδόν είχα όλη τη Σκόπελο και έπαιρνα χαρτζιλίκι καλό και έφτιαχνα την προίκα μου, σιγά σιγά αγόραζα τα πάντα και βοηθούσα και τη μάνα μου. Οι κάλτσες οι νάιλον ήτανε... τους πόντους που... 50 λεπτά τότες έπαιρνα τον πόντο. Έπειτα μεγαλώνοντας, μέχρι που παντρεύτηκα 30 χρονών, έκανα αυτή τη δουλειά, τις κάλτσες, αλλά τα καλοκαίρια όμως, που δεν φορούσαν κάλτσες, μας έπαιρνε... (Να αρχίσω να πω πώς πέρασα τα παιδικά μου χρόνια; Και ύστερα να αφήσω. Άσ' το.) Μας έπαιρναν οι γονείς μας και πηγαίναμε στα εξοχικά καλύβια. Υπήρχαν αυτά τα ωραιότερα δαμάσκηνα σκοπελίτικα, τα οποία, τα ξινά, τα μαζεύαμε, τα τινάζαμε και τα ζεματούσαμε μέσα σε μεγάλα καζάνια, και με τις κόφες απλώναμε τα σπάρτα και τα ξαπλώναμε στον ήλιο δύο μέρες τρεις να ξεραθούν, τα μαζεύαμε και τα πουλούσαμε. Τα δε αρζάν, τα γλυκά, τα δίναμε στους φούρνους και τα ψήνανε. Είχα δουλέψει κι εγώ σε φούρνο που ψήναμε τα δαμάσκηνα, θέλει πολλή διαδικασία, πολλές φορές περνάει από φούρνο και από μασάζ για να γίνουνε. Τώρα στη σημερινή εποχή η αλήθεια είναι αυτή, τα αφήσανε και σχεδόν πάνε να ερημωθούν και να εξαφανιστούν και οι δαμασκηνιές! Μετά εκεί... τι ωραία ξένοιαστα χρόνια! Τα βράδια, θυμάμαι, μέναμε στο φεγγάρι και λέγαμε ιστορίες, αινίγματα, παραμύθια, περνούσαμε υπέροχα! Τα παιχνίδια μας ήτανε να μαζεύουμε τζιτζίροι, σαλιγκάρια, να κάνουμε απ΄ τα δέντρα κούνιες να κουνιόμαστε, κουκλίτσες με τα πανιά, τα αγόρια μπάλες με το... με τα πανιά. Η μητέρα μου, θυμάμαι, έκοβε... Αχ ξεχνάω! Έκοβε η μητέρα μου από παλιά ρουχαλάκια που μας μένανε κουρέλια, και τα 'κανε, τα 'ραβε, τα τύλιγε κουβάρια και έφτιαχνε στον αργαλειό υπέροχες πολύχρωμες κουρελάδες! Ήτανε δηλαδή... Η γιαγιά μου έπλεκε τις κάλτσες του παππού μου τις μάλλινες και εγώ έβλεπα και ζήλευα. «Πώς τα κάνει; Έλα να μου δείξεις και εμένα!» Μου δείχνανε και έφτιαχνα εγώ ζωναράκια μικρά και έπλεκα. Θυμάμαι χρόνια αξέχαστα και αλησμόνητα! Είχε... η θεία μου η Κατίνα είχε το καβουρδιστήρι και άναβε στη φωτιά και έβαζε τον καφέ και τον έφερνε μέχρι να ροδοκοκκινίσει ο καφές να τον να... και αφού τον καφέ τον άδειαζε μετά να κρυώσει, τον έβαζε στο μύλο και τον αλέθαμε. Και δεν θα ξεχάσω μετά από, όπως μοσχοβολούσε όλη η ατμόσφαιρα από τον φρεσκοψημένο καφέ, φτιάχναμε μετά τον καφέ και πίναμε. Δεν θα ξεχάσω τα ροφήματα της γιαγιάς μου, με τέτοια ευχαρίστηση ρουφούσε το φλιτζάνι, τον καφέ απ’ το φλιτζάνι, και ήτανε στιγμές αξέχαστες και αλησμόνητες! Δεν νομίζω να ζουν η σημερινή εποχή τα παιδιά τέτοια δύσκολα μεν, κουραστικά, φτωχικά, αλλά ξένοιαστα και υπέροχα. Τραγούδια, φωνές, γλέντια τα βράδια! Συγκεντρωνόμαστε από το ένα καλύβι στο άλλο και λέγαμε διάφορες ιστορίες, διάφορα… Θυμάμαι από μικρό, από 12 χρονών με έπαιρνε... Εντάξει είναι;
Ναι.
Από 12 χρονών ήταν οι ταρσανάδες. Ο ταρσανάς ήταν εδώ που είναι σήμερα το Ηρώων, εκεί φτιάχνανε ο Τζουβελέκης και ο Τζανετής έφτιαχνε καράβια και τα ρίχνανε. Και πήγαινα εγώ μικρό, γιατί καίγαμε φωτιά με ξύλα και για να προσανάψουμε πήγαινα και μάζευα τα πελεκούδια, έτσι τα λέγανε, αυτά που καθαρίζανε τα ξύλα, με το καλάθι και τα έφερνα στο σπίτι για να ανάψουμε τη φωτιά. Θυμάμαι τη μάνα μου που έκανε τις ραντιστές. Οι ραντιστές ήτανε... έβαζε σε μία λεκανίτσα αλεύρι με το νερό που έριχνε, τις έτριβε και έφτιαχνε φαγητό για να φάμε. Με το λαδάκι, το αλάτι όλο και ρίχναμε και τυράκι από πάνω μυζήθρα φρέσκια τότε, τα πάντα! Ήτανε, τι να σας πω, πάρα πολύ δηλαδή ευτυχισμένα χρόνια και ξένοιαστα! Είχε η μαμά μου και κοτούλες μέσα στο σπίτι. Μέσα στο σπίτι, στα ξύλα, είχαμε κοτούλες και βγαίναν έξω το πρωί, γεννούσαν αυγουλάκι να φάμε! Στα καλύβια που πηγαίναμε δεν είχαμε ψωμί όπως αγοράζουν στη σημερινή εποχή, εκείνα τα δικά μου τα χρόνια είχαμε φούρνο που ανάβαμε και ψήναμε. Για αυτό έπρεπε, χρειαζόταν μεγάλη διαδικασία για να γίνει το ψωμί. Έπρεπε από το βράδυ να το αναπιάσουμε με το προζύμι που κρατούσαμε από το προηγούμενο ζυμάρι, το αναπιάναμε και το πρωί ζυμώναμε τα ψωμιά. Και όχι ψωμί τέτοιο που αγοράζουμε, 1/2 κιλό και 1, καρβέλια 2 κιλά, 3 το κάθε, και κόβαμε ζεστό μόλις το ξεφουρνίζαμε, μοσχοβολούσε. Πηγαίναμε από το δάσος και φέρναμε κλαδιά και ανάβαμε το φούρνο, μέχρι να κοκκινίσει ο φούρνος και ήταν έτοιμος για φούρνισμα, με το τουλουπάνι τον καθαρίζαμε και με το φτυάρι φουρνούσαμε, αφού γίνονταν, φουρνίζαμε τα ψωμιά. Όταν τα ξεφουρνίζαμε τι μοσχοβολιά! Κόβαμε στα χέρια μας από ένα κομμάτι, με μία χούφτα ελιές και το ευχαριστιόμασταν, δεν υπήρχε καλύτερο βασιλικό φαγητό από αυτό που σας λέω! Μόνο ήτανε κουραστικά, γιατί δεν είχαμε νερό στο σπίτι, έπρεπε να κουβαλήσουμε από μία πηγή με τις στάμνες στον ώμο, και εγώ από μικρό από 12-13 χρονών κοριτσάκι, καταλαβαίνετε. Μέχρι που παντρεύτηκα, 30 χρονών, αυτά τα καλοκαίρια ήταν αυτή η ζωή που κάναμε. Τι να... Τι άλλο να σας πω; Πέστε μου.
Πριν αναφερθήκατε για τα παιδικά χρόνια στη Σκόπελο, ότι υπήρχε και ο πόλεμος. Πώς ήταν τα παιδικά σας χρόνια στην περίοδο του πολέμου και πώς ήταν το νησί τότε;
Ήτανε νεκρωμένο! Δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε τηλέφωνο, ούτε τίποτα! Και, θυμάμαι, επειδή φοβόντουσαν οι γονείς μας –ήταν οι Γερμανοί στη Σκόπελο και οι Ιταλοί, φοβότανε οι γονείς μου, και οι Τούρκοι– μας πηγαίνανε στα εξοχικά μας. Και μια φορά θυμάμαι –δεν θα το ξεχάσω, είχαμε πάρει μεγάλη τρομάρα– πολύ μικρά η μαμά μου μας κατέβασε στο υπόγειο και μας σκέπασε με μία σκάφη! Γιατί άκουσε «κράκου, κράκου» τα άρβυλα στο δρόμο, και ήρθαν μας χτυπούσαν την πόρτα μεσάνυχτα, ενώ υπήρχε το καντηλάκι αναμμένο εκεί, είχε φως, αλλά εμείς, η μαμά μας μας είχε πει να μη μιλήσουμε, τσιμουδιά! Και αυτοί λέγανε έξω: «Χάι, χο, χάι, χάι, χο...» μιλούσανε. Τρόμο εμείς! Ήτανε ξένοι, ήτανε Τούρκοι, Γερμανοί ήτανε, φοβηθήκαμε. Και ευτυχώς μετά από ώρα φύγανε. Και το πρωί, δεν θα το ξεχάσω αυτή την τρομάρα που είχαμε πάρει. Ή, όταν άστραφτε και μπουμπούνιζε, παίρναμε τις κουβέρτες και πηγαίναμε στο γειτονικό κα[00:10:00]λύβι που είχε παρέα, γιατί φοβόμασταν, μικρά παιδιά εμείς, τέτοια... Σας λέω, ο πόλεμος ήτανε, σας λέω, πολύ φτωχός. Θυμάμαι, η θεία μου είχανε γίδια, ήτανε τσοπάνης, τσέλιγκας ο άντρας της, ο Γιάννης ο Βλαχάκης, και αυτός έφερνε γάλα και έφτιαχνε τραχανά η θεία μου. Και όταν τον κατέβαζε, δεν θα ξεχάσω, αυτό ήταν γαλακτομπούρεκο για μας εκείνη την εποχή, γιατί δεν υπήρχε γαλακτομπούρεκα τότες, και βάζαμε στα πιάτα τραχανά και τρώγαμε. Μετά τον απλώναμε απάνω στη λιάστρα να ξεραθεί να τον έχουμε για το χειμώνα τον τραχανά. Πολλά δηλαδή, ήτανε πολλά χρόνια ξένοιαστα! Το τυρί, το ένα, να φτιάξουμε... Τι άλλο να πω; Πες μου τώρα!
Πώς ήταν η συμπεριφορά των Γερμανών ως προς το νησί εκείνα τα χρόνια, στον πόλεμο;
Ήτανε καλή, ήταν καλή! Δεν είχαν πειράξει κανέναν στο νησί. Η αλήθεια αυτή, παρ' όλο που φοβόμασταν εμείς πολύ, αλλά ήτανε πολύ... δηλαδή στο νησί μας δεν είχε πειράξει κανέναν. Στην πολιτεία, από ό,τι μου έλεγε ο άντρας μου, στον Βόλο, ήταν πολύ δύσκολα. Σταματούσανε, έπαιρνε ο πεθερός μου, έπαιρνε τον άντρα μου από το ένα χέρι και την άλλη την κόρη του από το άλλο χέρι για να πάει να ψωνίσει και, όταν τον σταματούσανε να τον πάρουνε οι Γερμανοί και αυτοί, έλεγε κλαίγανε τα παιδιά μικρά και τον λυπόταν και τον αφήνανε και δεν τον παίρνανε! Δύσκολα χρόνια! Η αλήθεια αυτή, τα ψώνια μας ήταν ανταλλαγή προϊόντων, δηλαδή εμείς είχαμε τις ελιές μαζεύαμε κάναμε λάδι, το δίναμε σε αυτόν που δεν είχε ελιές το λάδι και έχει σιτάρια και αυτό, και μας έδινε σιτάρι. Θυμάμαι, είχαμε χερόμυλο στο καλύβι, χερόμυλο είναι δύο πλάκες στρόγγυλες, βαριές, η μία πάνω στην άλλη, και κόβαμε το σιτάρι σε αλεύρι και με αυτό ζυμώναμε. Φτιάχναμε φρέσκο... τυρόπιτες, πίτες φρέσκες με το τυράκι, με την ελιά. Η ζωή μας δηλαδή ήταν απλή και φτωχική. Δεν υπήρχαν ψυγεία, δεν υπήρχανε κρέατα, αν είχαμε καμία κοτούλα να τη σφάξουμε να φάμε. Όλο το δεκαπενταύγουστο δεν τρώγαμε κρέας, ούτε μας δίναν οι γονείς μας. Το μόνο πράγμα που μαζεύαμε, κάνανε τα αδέρφια μου εμένα, τα μεγαλύτερα, φτιάχνανε παγίδες, τις στήνανε απάνω στη συκιά και πιάνανε πουλάκια μικρά, πένφες τις λέγανε. Η μαμά μου τις μαδούσε, δεν είχαμε ψυγείο, τις έβαζε μέσα στο αλάτι, είχε σε ένα... μία... αυτό... πώς λένε μωρέ αυτές; Τώρα εμείς τα λέμε... όχι καζάνια, μία με πήλινη...
Γάστρα;
Γάστρα! Είχε πήλινη γλάστρα και είχε αλάτι χοντρό. Και τις έβαζε μέσα στο αλάτι, τις σκέπαζε σαν να τις πάστωνε. Και το δεκαπενταύγουστο τις έφτιαχνε η μαμά μου πιλαφάκι ωραιότατο! Τρώγαμε γύρω γύρω βασιλικά. Ήταν δηλαδή φτωχικά. Αυτά ήταν όλα τα φαγητά μας, δεν είχαμε, εκτός κανένα ψαράκι. Μετά άλλος πουλούσε... Φτώχεια! Η μαμά μου είχε, επειδή ήταν ο παππούς μου παπάς και είχε σπουδάσει στη Ρωσία και ήταν ιδιαίτερος γραμματέας στο Πατριαρχείο, ήξερε, μιλούσε πέντε γλώσσες! Εμένα μου άρεσε να διαβάζω τα γράμματά του, να τα γράφω και εγώ. Να, θα σας δείξω και ένα τετράδιο που έχω που είχα γραμμένα απ’ την Ε΄ δημοτικού διάφορα ποιηματάκια που γράφαμε τα κορίτσια, να δείτε τον γραφικό χαρακτήρα του παππού μου, έμοιαζε, παρομοίαζε με εμένα και επειδή ήτανε παπάς και είχε... Τι με ρώτησες τώρα; Το ξέχασα!
Δεν πειράζει, συνεχίστε αυτό που λέτε είναι ενδιαφέρον.
Ο παππούς μου... Τα θυμάμαι. Παιχνίδια δηλαδή φτωχικά και ξένοιαστα! Α, και επειδή της είχε, οικονομικά ήταν ανεξάρτητος και της είχε μεγάλη προίκα, ασημένια κουτάλια... Ερχόταν ο Δεσπότης από τη Χαλκίδα –γιατί ανήκαμε στην Εύβοια οι Βόρειες Σποράδες– και ερχόταν ο Δεσπότης στο σπίτι μας και ο παππούς μου είχε τα σερβίτσια με χρυσά, ποτήρια, τα πάντα! Και η μαμά μου στην Κατοχή όλα τα πούλησε. Τα έδινε, είχε 4 παιδιά μικρά και τα έδινε σε εκείνη που είχε γάλα και είχανε, τσοπάνοι στη γειτονιά μας, έδινε το βραχιόλι της να μας δώσει 1 κιλό γάλα, έδινε τα κουταλάκια να μας δώσουν 1 κιλό αλεύρι, έδινε... Έτσι η ζωή δηλαδή, με αυτά ζούσαμε, ξυπόλητα. Δύσκολα χρόνια! Πηγαίναμε ξυπόλητα και πονούσαν τα ποδαράκια μας στα… στο κτήμα με αγκάθια στα πόδια μας, με όλα, για να πουλήσουμε τα δαμάσκηνα, να πάρουμε, να... τα έφερνα στη Σκόπελο, τα πουλούσα και αγόραζα τρόφιμα μετά, μακαρόνια, πατάτες, το λαδάκι, οτιδήποτε. Και το έπαιρνα το καλάθι και το πήγαινα στον Πύργο, 1,5 ώρα μακριά, με τα πόδια, ανηφόρα! Και ήτανε όλα τα κτήματα, έπαιρνε η μάνα μου το... εγώ έπαιρνα το κατσούνι και η μάνα μου έπαιρνε το δρεπάνι και κόβαμε όλα τα αγκάθια και ήταν όλα πεντακάθαρα τα κτήματα! Όλα τα κτήματα ήταν πεντακάθαρα, ενώ τώρα βλέπεις που πηγαίνει το αυτοκίνητο και το μηχανάκι και τα κτήματα έχουν καβαλήσει τα αγκάθια πάνω στα δέντρα. Δεν προφταίνουν με τον τουρισμό που μπήκε, δεν προφταίνουνε.
Τα παιδιά εκείνα τα χρόνια λέγαμε ιστορίες, αινίγματα, για τον άγιο Ρηγίνο, τον βίο του με το θηρίο, τα πάντα, εκκλησιαστικά ψέλναμε, τραγουδούσαμε. Τώρα τα παιδιά βρίσκονται με ένα ηλεκτρονικό computer, τι έχουνε, και είναι αποβλακωμένα και δεν μιλάνε. «Μη μιλάς, γιαγιά, μη μιλάς!» Εκείνα τα χρόνια η γιαγιά μου με έπαιρνε στην αγκαλιά της και μου έλεγε: «Τι παραμυθάκι θέλεις να σου πω, αγάπη μου;» και μου έλεγε, παρ' όλο που δεν είχανε παραμύθια να διαβάζουνε, μου έλεγε ιστορίες από αγίους, πώς αγίασαν, ο άγιος Δημήτριος, ο άγιος Γεώργιος, τα πάντα, όλα! Αυτή ήταν η ιστορία μας, ήτανε δηλαδή μέσα από τη ζωή, διδακτική. Τι άλλο να σας πω;
Από αυτές τις ιστορίες ποια σας έχει μείνει μέχρι σήμερα που θυμάστε;
Σχεδόν όλες μου έχουνε με έχουν χαραχτεί μέσα στην καρδιά μου όλες, δεν μπορώ να ξεχωρίσω, δηλαδή δύσκολες, ξένοιαστες, και χαρούμενες, ευτυχισμένες!
Θα θέλατε να μοιραστείτε μία από αυτές μαζί μας;
Ποια να σας πω τώρα, ποια ιστορία;
Την αγαπημένη σας!
Εγώ, η πιο αγαπημένη μου ήτανε, επειδή μαντάριζα τις κάλτσες, την Κυριακή την φυλούσαμε. Τη σεβόμουνα, δεν κάναμε, δεν δούλευα εκείνη την ημέρα. Και, θυμάμαι, ερχόντουσαν οι ξαδέρφες μου, οι φίλες μου, οι γειτόνισσές μου, επειδή τα μεγαλώσαμε, ο αδερφός μου ταξίδευε, ήταν καπετάνιος ο Τριαντάφυλλος, και μου είχε φέρει ένα μαγνητόφωνο και είχαμε, τραγουδούσαμε και μαγνητοφωνούσαμε τα τραγούδια. Μαθαίναμε χορούς, λέγαμε, ξεκινούσαμε και λέγαμε «η μία θα πάρει ένα τραγούδι, η άλλη άλλο τραγούδι» και όποια μπερδευόμασταν, κρατήσει ποιο στο τέλος είναι κερδισμένη. Τέτοια ξέγνοιαστα παιχνίδια, δηλαδή δεν κάναμε, δεν βγαίναμε. Σχεδιάζαμε. Τι να σχεδιάσουμε, κούκλες, ζωγραφίζαμε, είχαμε ιστορίες, τα πάντα, αυτά! Αυτά δεν θα τα ξεχάσω ποτέ! Τα αποκριάτικα τραγούδια, συγκεντρωνόμασταν στα γειτονικά σπίτια και λέγαμε τραγούδια, χορεύαμε, ήταν πατώματα τότες και με τον χορό ακουγόταν όλη η γειτονιά ο χορός που κάνανε! Τόσο πολύ! Σας λέω.
Ποια ήταν τα έθιμα της αποκριάς στη Σκόπελο;
Τα έθιμα της αποκριάς, όπως συνηθίζονται και μέχρι σήμερα, αλλά τότες ήτανε με πιο έντονα, γίνονταν δηλαδή πολλοί κουδουνάδες, με προβιές ντυνόντουσαν τα αγόρια, κάναν αυτή την τράντα, που μέχρι σήμερα την έχουν κρατήσει. Την τράντα την σκοπελίτικη, με τις φορεσιές τις καλές, τις φουστανέλες και με διάφορα φουστάνια και τέτοια, που γινόντουσαν τη μία Κυριακή, Καλές την άλλη! Μικρό, θυμάμαι εγώ, ο ξάδερφός μου είχε γίνει, ο Στέλιος, είχε γίνει κουδουνάς και ήρθε κοντά μου και μου έλεγε: «Θα σε πάρω!». Και εγώ κλάματα! Φοβόμουν μη με πάρει!
Σας λέω, νερά δεν είχαμε μέσα στα σπίτια μας, κουβαλούσαμε από την γειτονιά από τη βρύση, ζυμώναμε, τα πάντα. Τι, αυτά ήταν τα χρόνια μας! Αλλά από 12 χρονών η μάνα μου ήταν άρρωστη και εγώ είχα αναλάβει όλα, τα αδέρφια μου, τον πατέρα μου, να πλένω, να ζυμώνω, να και να κάνω τις κάλτσες για να... Ξενυχτούσα, θυμάμαι, με τη λάμπα, όταν πλησίαζαν γιορτές, είχανε κάποιο γάμο, κάποια βάφτιση ή γιορτή, έπρεπε να παραδώσω τις κάλτσες και ήμουν η μοναδική μέσα σε όλη τη Σκόπελο! Και αναγκαζόμουν να ξενυχτάω για να τις εξυπηρετήσω τις πελάτισσές[00:20:00] μου όλες, αυτό! Τι άλλο να σου πω;
Πώς ήτανε εκείνα τα χρόνια το να δουλεύει μία γυναίκα όπως εσείς, με τις κάλτσες;
Κοίτα, οι δουλειές ήταν, όλα τα κορίτσια δουλεύανε, άλλα ήτανε μοδιστρούλες, άλλες κάνανε κάλτσες, άλλες πλέκανε, άλλες κεντούσανε είτε χρυσά είτε αυτά. Οι πιο παλιές ακόμα, μου έλεγε η γιαγιά μου, φτιάχνανε αυτά τα χρυσά τα κεντήματα που κάναν τη στόφα, τη σκοπελίτικη φορεσιά την ωραιότατη με τα κεντήματα, αυτά. Τα κορίτσια δεν βγαίνανε έξω, τα κορίτσια ήτανε από σπίτι σε σπίτι και μέσα στο σπίτι τους. Οι δουλειές τους ήταν αυτό, θα έβλεπες η μία... βλέπαμε τη γιαγιά που έπλεκε, που έγνεθε, που μάζευε τον νήμα τη κούκλα. Πιάναμε εμείς μικρά, κρατούσαμε το νήμα, την κούκλα, για να τη μαζέψει, να την ξετυλίξει, να τη μαζέψει, κάναμε τέτοιες αυτό... ράβαμε τα κουρέλια, ράβαμε κόβαμε με το ψαλίδι περνούσε δηλαδή δεν την καταλαβαίναμε, παρακαλούσαμε να περάσει και άλλη ώρα! Κεντούσαμε τις παντόφλες για τον γαμπρό, τα πασούμια για τη νύφη, τα πασουμάκια τα κάναμε τότε, τα πηγαίνανε με το δίσκο στον γαμπρό, τα πασουμάκια, τα αυτό, τα δώρα της πεθεράς. Μετά ήτανε, ζούσαμε δηλαδή τα πανηγύρια, πηγαίναμε στα εξοχικά μοναστήρια, γινόντουσαν πανηγυράκια, οι γάμοι. Για να γίνει ένας γάμος εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν όπως γίνεται τώρα, που πηγαίνουμε στην εκκλησία, ή γίνονται αρραβώνες και μετά γίνεται ο γάμος στην εκκλησία, λέμε: «Να ζήσετε» και παίρνουμε την μπομπονιέρα και φεύγουμε, είτε κάνουν κάποιο γλέντι το βράδυ οι συγγενείς με το ζευγάρι. Εκείνα τα χρόνια ήταν προετοιμασία μέρες. Κάνανε αναπιάσματα, σιδερώνανε τα προικιά της νύφης να τα πλύνουνε, καλούσανε να... Εσύ, δεν ξέρω αν φτάσατε εσείς τα αναπιάσματα. Είχαν αλεύρι και βάζανε ένα αγοράκι πρώτα να ζυμώσει για να κάνουνε τους τρεις λειτουργιές που πηγαίνανε στις τρεις εκκλησίες, στο ζευγάρι με τα ονόματα, να ξεφωνίσει το ζευγάρι που πρόκειται να παντρευτεί. Μετά τους αρραβώνες να κάνουμε πιο μπροστά από την Τετάρτη, να κόψουμε στον μύλο τα αμύγδαλα, να φτιάξουμε τα ωραιότατα σκοπελίτικα χαμαλιά, που κερνούσαμε στους αρραβώνες και στο γάμο, τα δέναμε στη ζελατίνα μέσα με κορδέλα άσπρη. Δηλαδή περνούσαν οι μέρες χωρίς να τις καταλάβουμε, γιατί, για να φτιάξεις αυτά όλα, προετοιμασίες, δεν ήτανε για 1 μέρα, 3-4 μέρες φτιάχναμε, να φτιάξουμε τα χαμαλιά. Γιατί έπρεπε να καλέσουμε σχεδόν όλο το νησί. Δεν ερχόντουσαν 5-10 άτομα και 50, γιατί όλοι ήμασταν ενωμένοι σαν μία οικογένεια. Γειτόνοι, συγγενείς, κουμπάροι, όλο το νησί το καλούσαμε, και έπρεπε να φτιάξουμε 500-1000 χαμαλιά και να τα δέσουμε και όλα. Μετά στον γάμο, οι γάμοι γίναν και πολλοί γινόντουσαν μέσα στα σπίτια λόγω οικονομικού, φτώχειας, και πολλοί γινόντουσαν και στην εκκλησία. Με τον παπά βέβαια στο σπίτι γινότανε! Ο παππούς μου έκανε, ο παπάς, ο παπά Τριαντάφυλλος έκανε πολλές... πολλοί γάμοι μέσα στο σπίτι. Και η μαμά μου, θυμάμαι, μέσα στο σπίτι παντρεύτηκε και τα παιδιά της μέσα εκεί στο σπίτι τα βάφτισε. Για να μην τα βγάζουν έξω, δεν ξέρω. Γιατί υπήρχε μία επιδημία, μία αρρώστια, η οποία σαν γρίπη, πώς είναι ο σημερινός κορωνοϊός, η οποία, άμα βγαίναν τα παιδιά έξω ή αυτά και ανταμώνανε με κόσμο, εκείνη την εποχή υπήρχαν λοιμώξεις λόγω της φτώχειας, που ήταν η Κατοχή, η ανέχεια, ήταν χαμηλά δηλαδή η τροφή μας, πολύ χαμηλές, δεν υπήρχανε και ήταν αδύνατα τα παιδιά, σκελετωμένα σχεδόν και τα βαφτίζανε μέσα στο σπίτι, δεν καλούσανε κόσμο. Στον γάμο μετά γινότανε το γλέντι, γινόντουσαν, και τα ξαδέρφια μου τα έφτασα και εγώ πήγαινα, θείες μου, γινότανε το βράδυ το γλέντι μέσα στο σπίτι. Έσφαζε την κατσίκα που είχε ο πεθερός, η μάνα, οτιδήποτε! Φτιάχνανε οι γείτονες, οι συγγενείς κεφτεδάκια, τυρόπιτες, χορτόπιτες, που μάζευαν από τα χόρτα, τα φτιάχνανε και μετά τα σερβίρανε το βράδυ με κρασί, που είχαν δικό τους κρασί, γιατί είχαμε αμπέλια πολλά και είχαμε κρασιά, κρασί, ξενυχτούσαμε μέχρι το πρωί, η νύφη, ο γαμπρός και οι συγγενείς. Άφθονα, περίσσευαν και φαγητά, υπήρχε αφθονία και αγάπη. Τώρα γίνεται ο γάμος και φεύγουνε, πάνε ή ταξίδι ή θα πάνε οικογενειακώς στο εστιατόριο και πληρώνουν τόσα λεφτά για να κάνουνε ο γαμπρός να κάνει το γλέντι στο κέντρο. Ενώ τότες μέσα στο σπίτι προσφέρανε οικογενειακή βοήθεια όλοι και περνούσαν πάρα πολύ, γιατί ήξεραν ότι το πρωί δεν θα πάνε να πληρώσουν τα 500 ευρώ ή τα 1000 στο κέντρο, γιατί ξέραμε ότι περίσσευαν και φαγητά από αυτά που είχαμε, τα κεφτεδάκια και όλα, τις τυρόπιτες και αυτά που γλεντούσανε. Τι άλλο να σας πω; Τις απόκριες, θυμάμαι, η μάνα μου τηγάνιζε μπακαλιάρο με σκορδαλιά και έπαιρνε και το μπουκάλι το κρασί και πήγαινε στην αδερφή της, στην ανιψιά της, με το μπουκάλι το κρασί του αυτό. Η άλλη έφτιαχνε ρυζόγαλο και πήγαινε το ρυζόγαλο, την πιατέλα, η άλλη έφτιαχνε ψάρια, γιατί τις απόκριες ανάλογα, η πρώτη αποκριά ήταν με το κρέας, κάναμε λοιπόν κρέας στιφάδο ή οτιδήποτε, και την άλλη Κυριακή φτιάχνανε τα ψάρια που ήταν καθαριά Δευτέρα, αλλά την καθαριά Δευτέρα ό,τι είχαμε τα πετούσαμε την Κυριακή. Η καθαρή Δευτέρα ήτανε τελείωσε! Τα όστρακα και αυτά πάλι χωρίς έξοδα πολλά, γιατί πηγαίνανε οι άντρες, τα παιδιά μας, όλοι βγάζαν αχινοί, υπήρχαν αφθονία αχινοί! Τώρα με τους τουρίστες και με αυτά, θέλεις έχουν μολυνθεί τα νερά, θέλεις τι, βγάζανε αχινοί, πεταλίδες, κλιτσικνάρια, πίννες, τι θέλεις;
Και περνούσαν ευχάριστα. Από το καλοκαίρι που είχαν οι μπαχτσέδες αγγούρια και τέτοια φτιάχναμε τουρσί, και είχαμε δηλαδή και τις ελιές και το τουρσί, τζιτζίραφα, τέτοιες αγκινάρες, τουρσί, τα πάντα. Δηλαδή υπήρχε αφθονία στο τραπέζι, πλούσιο στρωμένο τραπέζι χωρίς να ξοδευόμαστε. Και τη σημερινή εποχή δεν είναι ευχαριστημένα τα παιδιά, γιατί εμείς δεν γνωρίζαμε τι θα πει σουβλάκι, τι θα πει πίτσα, τι θα πει παγωτό, τι θα πει. Και ούτε κατέβαιναν τα κορίτσια, όχι μονάχα τα κορίτσια αλλά και τα αγόρια, από μικρά δουλεύανε. Δεν βγαίναμε έξω, τα κορίτσια ήτανε μέσα, με προξενιό θα παντρευτούν και δουλειά, κέντημα, να μην τους δουν τα αγόρια, γιατί αν τους έβλεπε ένα αγόρι και μιλούσανε, το συκοφαντούσαν αμέσως το κορίτσι! Και ήταν αναγκασμένα τα κορίτσια όλα να είναι μέσα, δεν βγαίνανε έξω. Θα του ζητούσαν από προξενιό να έρθει ο γαμπρός στο σπίτι να την πάρει, αυτό ήταν. Η ζωή μας δηλαδή ήταν αυτή. Τώρα τους γνωρίζουνε, χωρίζουνε. Και τον είχαμε τον άντρα στο κεφάλι μας στεφάνι. Δεν τον αλλάζαμε με τίποτα! Όσο και κακός να ήταν ή σκληρός ή τεμπέλης ή προκομμένος, εμείς οι γυναίκες τον μπαλώναμε την κάλτσα, την ξαναμπαλώναμε, ένα παντελόνι. Θυμάμαι, είχε η μάνα μου ένα σεντόνι στο καλύβι μας και έλεγε, λέγανε τα αδέρφια μου: «Αυτός είναι ο νομός Θεσσαλονίκης!» Παρομοίαζαν, αν ήτανε μακρύ το μπλε το μπάλωμα που έβαζε, λέγαμε «είναι η θάλασσα εδώ», αν ήταν κόκκινο το μπάλωμα, λέγαμε «αυτή είναι η Θεσσαλία», αν ήτανε πράσινη, «αυτό είναι το βουνό αυτό» και γελούσαμε. Δηλαδή περνούσαμε μέσα στο καλύβι! Τι έκανε ο αδερφός μου, μας έβαζε, έκανε τον αρκούδο, έκανε το θηρίο, το λιοντάρι «ουουου» και μας κυνηγούσε. Εμείς τρέχαμε, φοβόμασταν. Τα παιχνίδια αυτά ήτανε. Μας έβαζε καβάλα και περπατούσε και εμείς «μπεεε!» λέγαμε «Μπεεε!» γύρω γύρω από το καλύβι, ύστερα βάζαμε εμείς αυτόν, ήταν δηλαδή, επάνω στα δέντρα σκαρφαλώναμε, δηλαδή δεν καταλάβαμε με τη μέρα, γιατί είχαμε πολλές ασχολίες! Από μικρά τα καλοκαίρια, θυμάμαι, ο αδερφός μου ο Γιώργος τα Χριστούγεννα, το Πάσχα πήγαινε στον Αλέξανδρο τον Αλεξάνδρου που είχε ψιλικατζίδικο –σχολείο, Δ΄ δημοτικού, που έκλειναν τα σχολεία– και του έβαζε σε μία κάσα μπροστά, ήταν μεγαλύτερη από το μπόι του η κάσα, του έβαζε μέσα διάφορα πασχαλινά, και έβγαινε στον δρόμο και έλεγε: «Πάρτε κεράκια, λαμπάδες και μπογιές για τα αυγά!» το καημένο. Το καλοκαίρι τού είχε κατσαρόλες, μπρίκια, πιάτα πλαστικά, όχι πλαστικά, υπήρχαν τα αλουμινένια τότες, οι γαβάθες οι πήλινες, τα πιάτα τα πήλινα, σουρωτήρια. Και πήγαινε και παρακαλούσε στους συγγενείς και έλεγε: «Πάρτε, θεία, πάρτε ένα μπρίκι, πάρτε ένα σουρωτήρι! Γιατί πώς θα πάω; Δεν έκανα τζίρο σήμερα», το καημένο. Κουραστική ζωή! Έχω βγει φωτογραφίες. Τα αδέρφια μου, τα καλοκαίρια όλα, ο αδερφός μου ο Τάκης δούλευε και στον Τζουβελέκη και στον Τζανετή, στα καρνάγια, ήτανε καραβομαραγκός. Και τώρα τελευταία έχει φτιάξει και βάρκα δική τ[00:30:00]ου. Ο άντρας μου, μετά που παντρεύτηκα, ήτανε ναυτικός, ταξίδευε, ερχόταν τα καλοκαίρια πήγαινε, είχε μία βαρκούλα μαζί με τον πατέρα μου, πηγαίνανε για καλαμάρια, ρίχνανε δίχτυα, πιάνανε ψαράκια. Δηλαδή είχαμε αφθονία από τροφή, γιατί δεν μένανε οι άντρες μέσα στα σπίτια, στο κτήμα, στη θάλασσα, εκεί. Γιατί λέγανε ότι στην Κατοχή δεν πείνασε κανένα σπίτι σε νησί. Γιατί είχαμε και τα ψάρια και τα όστρακα και όλα και το λάδι και τα σιτάρια και τις κότες και την κατσίκα και το γάλα μας. Μπορεί να ήταν λίγο, αλλά πάντως υπήρχε, με ανταλλαγή προϊόντων, με το ένα, με το άλλο, o ένας έδινε αυγά, ο άλλος έδινε κάστανα, καρύδια. Θυμάμαι, μικρά πηγαίναμε να τραγουδήσουμε και είχαμε ένα καλαθάκι, δεν μας δίνανε λεφτά. Καμιά φορά καμιά δεκάρα, καμιά πεντάρα, δεν είχανε ο κόσμος, γιατί όλα τα παιδάκια βγαίνανε να τραγουδήσουμε. Και να είχανε λεφτά, δεν φτάνανε. Και έβλεπες λοιπόν, η μία μάς έβαζε πορτοκαλάκια μέσα στο καλάθι, η άλλη μάς έβαζε καρύδια, η άλλη μάς έβαζε λεμόνια, η άλλη μάς έβαλε αμύγδαλα και τα φέρναμε στο σπίτι και υπήρχαν αφθονία, μέσα στο σπίτι μας γέμιζε και είχαμε να τρώμε φαγητά και φρούτα. Το Πάσχα, θυμάμαι, μας δίνανε των Βαΐων, που λέγαμε «Σήμερα μαύρος ουρανός» τη μεγάλη Παρασκευή, μας δίνανε αυγά, κόκκινα! Κόκκινα 20-30 αυγά! Σου λέει, φτώχεια μεγάλη, και ήταν όμως χαρούμενοι, γιατί πηγαίναμε, μα κυδώνια μάς δίνανε, τι ήθελες; Τα θυμάμαι, ήταν παλιά αξέχαστα χρόνια. Και, θυμάμαι, μας έλεγε η γιαγιά μου η παπαδιά στον Πύργο που είμαστε κάτω από την καρυδιά: «Παιδιά μου, αυτά που σήμερα εσείς τα βλέπετε και χαίρεστε και είναι ξένοιαστα χρόνια, θα έρθει καιρός που όλα αυτά θα γίνουν ρουμάνια και θα τα αναζητάτε όσο ζείτε εσείς. Μετά τα παιδιά δεν θα τα γνωρίζουν, δεν θα τα έχουνε ζήσει!» Δεν τα ξέρουνε, δεν έχουνε ζήσει, γιατί και εμείς δεν τα πήραμε από μικρά να πάμε. Και αυτό δεν φταίμε εμείς, φταίει ο τουρισμός. Ακούς και λένε: «Να μαζέψω τις ελιές, να πληρώσω μία Αλβανέζα να δώσω 30 ευρώ για να βγάλω 5 κιλά λάδι, δεν πάω να το αγοράσω; Με 30 ευρώ θα αγοράσω έναν τενεκέ λάδι». Με αυτό το σκοπό παράτησαν τα κτήματα, γιατί και τα δαμάσκηνα θα τα άφηναν, αν δεν υπήρχε ο τουρισμός να ζητάει δαμάσκηνο. Κι όσοι κρατάνε. Είναι μερικοί όπως είναι ο... οι Προβιαδαίοι, είναι ο άλλος ο... πώς τον λένε, που έχει τον «Πλάτανο», τα σουβλάκια;
Ο Γρυπιώτης;
Ο Γρυπιώτης. Ο Γρυπιώτης, οι Προβιαδαίοι, αυτοί! Είναι τρία-τέσσερα που έχουν φούρνο, τρεις-τέσσερις, οι άλλοι δεν έχουνε, οι άλλοι τα αφήσανε, και τους φούρνους... Και ο αδερφός μου ο Τάκης ο Αμυγδαλάκης έχει και αυτός φούρνο στον Αλικιά και ψήνει δαμάσκηνα και τα πουλάει. Έχει... είναι αγρότισσα η νύφη μου, πουλάει ρίγανη, φασκόμηλο, διάφορα βότανα θεραπευτικά που έχει, τα δαμάσκηνα, ελιές στα βάζα πουλάει, είναι αγρότισσα. Και ο αδερφός μου έχει φούρνο και τον κρατάει ακόμα στη Σκόπελο. Εμένα, επειδή ήταν ναυτικός ο άντρας μου, δεν είχα ακολουθήσει.
Τώρα πια είμαι 82 χρονών, τι μπορώ να προσφέρω; Απλώς τώρα θέλω μια ηρεμία, μια αγάπη, μια ζεστασιά και ένα πιατάκι φαΐ. Τα παιδάκια μου και τα εγγόνια μου να είναι καλά παρακαλάω, τίποτα άλλο. Έχω δύο λεβεντόπαιδα εγγόνια, δυο παιδιά είχα και δυο εγγόνια έχω, δεν έχω άλλα. Αυτά, κορίτσι μου, τι να σας πω; Ήταν ευχάριστη, ξένοιαστη η ζωή μου, δεν θα τα ξεχάσω αυτά τα χρόνια. Σηκωνόμασταν από τη νύχτα. Από τη νύχτα, 03:00 η ώρα, 04:00, για να μη βγει ο ήλιος και μας... γιατί τον Αύγουστο ήτανε, ερχότανε στιγμές που είχε πολύ, δεν ξέραμε τι θερμοκρασία είχε, αλλά έβραζε, άπνοια όταν είχε νοτιά και είχε πολύ λίβα, ζέστη. Θυμάμαι, εγώ έβγαινα από το πίσω μέρος του καλυβιού που ήτανε, δεν υπήρχε ήλιος αντίθετα, και είχα το κέντημα. Μετά δηλαδή που έκανα το πρωί, όταν έβγαινε ο ήλιος, δεν κοιμόμασταν πολύ το μεσημέρι, είχαμε το κέντημα μετά, το πλέξιμο, το κέντημα, τραγουδούσαμε, με την ξαδέρφη μου τη Μάχη την Βλαχάκη και έπαιρνα κεντήματα από κείνη, την Κυρατσούλα! Δηλαδή ήτανε ανταμώναμε τα παιδιά όλα ήμασταν... (Τελείωσε η κασέτα;) Τι άλλο να σας πω, ματάκια μου; Ήτανε μία ζωή τρισευτυχισμένη, δύσκολη. Εγώ πέρασα πολύ δύσκολα, γιατί η μάνα μου ήταν άρρωστη την είχα… είχαμε πάει όταν ήμουνα 13 χρονών, 12 στα 13, στην αρχή το ’51, ’50-’51 είχαμε πάει στη Χαλκίδα. Δούλευε ο πατέρας μου εκεί στο δάσος, έκοβε ξύλα, και μας είχε πάει και εμάς εκεί. Μέναμε σε ένα δωμάτιο. Μια φορά, θυμάμαι, χιόνιζε και είχε φέρει κάρβουνα ο πατέρας μου τσουβάλι και εγώ δεν ήξερα και το δωμάτιο που μέναμε είχε μόνο μία πόρτα και είχα τη φουφού. Την άναψα έξω, αλλά βάλαμε να μαγειρέψουμε και επειδή δεν είχε βράσει τότες το κουνουπίδι, το νερό, έριξα κάρβουνα μαύρα μέσα στο σπίτι και ξαναέριξα. «Ρίξε κι άλλα δυο» μου λέει η μάνα μου «για τη νύχτα, να έχουμε ζέστη». Και ήτανε κλειστά. Κοιμόμασταν κάτω, σε ένα... μία στρώση όλα, και τα τέσσερα τα παιδιά και η μάνα μας σε ένα κρεβάτι. Και μία βραδιά, θυμάμαι, είχαμε άγιο και γλιτώσαμε! Ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος μάς γλίτωσε που πήγαμε, γιατί μία βραδιά σηκώθηκε, μου έλεγε η μάνα μου: «Δεν μπορώ, Λούλα, σήκω να μου κάνεις, να μου δώσεις ένα χάπι! Δεν μπορώ, δεν μπορώ». Πιο ψηλά στο κρεβάτι και φαίνεται την έπιασε πιο πολύ το αυτό, ο άνθρακας από τα κάρβουνα. Και σηκώθηκα, μόλις πήγα να σηκωθώ έκανα εμετό και έπεσα κάτω εγώ. Φώναζε η μάνα μου: «Το κορίτσι! Σήκω, Φυλάκη, Τάκη, Γιώργο!» Κανένας δεν έπαιρνε, αναίσθητοι! Ο μικρότερος ο Γιώργος σηκώθηκε αρκούδια και πήγε και έκανε να την πόρτα. Αντί να πάει να ανοίξει την πόρτα την εξώπορτα τη δική μας, χτυπούσε δίπλα, υπήρχε η σπιτονοικοκυρά μας και είχε πόρτα. Και κατά σύμπτωση, είχαμε άγιο, 02:00 η ώρα ήταν, 03:00 μεσάνυχτα, είχε γυρίσει από γιορτή η σπιτονοικοκυρά μας και άκουσε και λέει: «Τι συμβαίνει; Τι έχετε» λέει « Γιώργο; Τι;» Λέει: «Άνοιξέ μας, δεν μπορεί η μαμά μου, δεν μπορεί η αδερφή μου, άνοιξέ μας, άνοιξέ μας!» Κατάλαβε, σπάσαν την πόρτα και μπήκαν μέσα και μας βρήκανε, κατάλαβαν, βγάλαν τη φουφού έξω και μας βγάλανε έξω. Και μόνο θυμάμαι που ξύπνησα και έτρεμα από το κρύο, έβρεχε και συνήλθα. Ήταν… Πώς γλιτώσαμε, θα μας… Το πρωί, αν δεν ερχόντουσαν η σπιτονοικοκυρά μας εκείνο το βράδυ, το πρωί θα ήμασταν όλα νέκρα. Θα λέγανε οι εφημερίδες: «Μία μάνα με τέσσερα παιδιά από κάρβουνα βρέθηκαν νεκρά μέσα στο δωμάτιο». Ήμασταν τυχεροί και γλιτώσαμε, δόξα τω Θεώ! Αυτά. Και, θυμάμαι, έπλενα στα χέρια τη σκάφη, νερό δεν υπήρχε στον Καράμπαμπα που μέναμε, στη Χαλκίδα, 12 χρονών κοριτσάκι, ερχόταν ένα βυτίο απάνω στην πλατεία και έφερνε, γέμιζε, από 12 τενεκέδες έπρεπε να πάει, τα έπαιρνα τους τενεκέδες, πιο ψηλοί ήτανε οι ντενεκέδες παρά εγώ, γιατί ήμουνα και κοντούλα τότες, 12 χρονών, και άδειαζα μέσα στο βαρέλι και έπαιρνα και τη στάμνα το νερό, για να πίνουμε, από αυτό το νερό να ζυμώσω, να πλύνω, να κάνω φαγητό. Και να πηγαίνω στο Αλιβέρι απάνω, στο νοσοκομείο στη Χαλκίδα, που είχα 3 μήνες τη μάνα μου άρρωστη εκεί, κατάκοιτη, και από την έφερα στο σπίτι δουλειά δεν έκανε, εγώ! Είχα αναλάβει δηλαδή και όχι από μικρό, που πηγαίναμε και κουβαλούσαμε νερό και δαμάσκηνα και κλάρες να ανάψουμε το φούρνο, αλλά και από πολύ μικρό είχα αναλάβει νοικοκυριό, ήταν σαν να ήμουνα παντρεμένη και είχα την πεθερά μου και η πεθερά μου είχε άλλα τρία αγόρια και τον πατέρα μου, τέσσερα. Έφερνε ο πατέρας μου μαύρα μέσα στο τσουβάλι ρούχα, και τα χεράκια μου τρέχανε αίματα να πλένω και να ζυμώνω. Σου λέω, και πηγαίναμε –και φτώχεια, γιατί ένα μεροκάματο, νοίκι, που έπαιρνε ο πατέρας μου, τέσσερα παιδιά, η μάνα μου πέντε, αυτός να ζήσει και νοίκι– πήγαινα στη λαϊκή απάνω που... στο τέλος, περίμενα να τελειώσουνε οι μανάβισσες και ό,τι αφήνανε που ήτανε χαλασμένο λίγο το μάζευα και ερχόμουνα, το φορτωνόμουνα και ερχόμουνα πάνω στον Καράμπαμπα να τα ξεφορτώσω, να τα πλύνω για να φάμε. Σας λέω, δύσκολη ζωή. Μας έστελνε από την Σκόπελο, θυμάμαι, η νονά μου η Κατίνα –ήταν και νονά μου η αδερφή της μάνας μου, με είχε βαφτίσει– ερχότανε και μας έστελνε με το καλάθι σύκα, σταφύλια, δαμάσκηνα από τη Σκόπελο, η καημένη, στη Χαλκίδα. Όταν ερχόταν κανένα καραβάκι, μας τα έφερνε, χαρά! Σας λέω, η γιαγιά μου... δεν θα ξεχαστούν αυτά τα χρόνια, δύσκολα, έκλαιγα, πολλές φορές έκλαιγα, αλλά όμως χαιρόμουνα, γιατί πρόσφερα, νόμιζα ότι πρόσφερα βοήθεια στη μάνα μου, στο σπίτι μου, οικονομικά που μαντάριζα και με τη ζωή μου. Η μάνα μου, ακόμα και μακαρόνια να έβραζε και χόρτα, έπρεπε να κατέβω, να αφήσω τις κάλτσες, να τα ρίξω, να τα μαγειρέψω, να φάμε! Σας λέω, ερχότανε μία από τη γειτονιά μας και έλεγε: «Θεια Λαλάκη, [00:40:00]κάθε βράδυ μακαρόνια βράζεις;» Ήταν το βραδινό φαγητό, γιατί είχε κολίτιδα στα έντερά της και ήταν ωραία βάλσαμο. Έβαζε και μυζήθρα και μας άρεσε, τα τρώγαμε, ήταν πολύ ωραία.
Μετά από όλες αυτές τις δουλειές είχατε χρόνο να πάτε σχολείο;
Σχολείο μέχρι το δημοτικό πηγαίναμε, σας λέω, δηλαδή αυτά εγώ, να σκεφτείτε, ζύμωνα, σκέπαζα τα ψωμιά, σηκωνόμουν 05:00 η ώρα και όταν έπαιρνα τη σάκα και το ξύλο και πήγαινα σχολείο. Αλλά όλα τα παιδιά τα έβρισκα μέσα, μου έλεγε δάσκαλος ο κυρ Σάκκας: «Αμυγδαλάκη, άργησες και σήμερα». «Κύριε» έλεγα εγώ «ζύμωσα» δειλά δειλά. «Κύριε, έπλενα, κύριε...» όλο αυτό. «Πάλι, Αμυγδαλάκη, άργησες». Δεν είχα χρόνο δηλαδή μέχρι το δημοτικό, μετά από το δημοτικό δεν πήγαινα σχολείο, μετά ήταν όλες οι ώρες δικές μου και νύχτες και μέρες. Μου έλεγε η μάνα μου, οι μοδίστρες εκείνα τα χρόνια, οι μοδίστρες όταν είχαν δουλειά και ήταν γιορτή, ξενυχτούσαμε. Και εγώ έπρεπε να ξενυχτώ για να τις φτιάχνω τις κάλτσες. Και τι δίνανε; Πολλές δεν μου δίνανε και λεφτά, μου δίνανε λάδι, μου δίνανε, ξέρω 'γω, ό,τι είχανε, σαπούνι, τα πάντα. Χρειαζούμενα πράγματα.
Κατάλαβα. Ποια ήταν τα σχολεία τότε στο νησί;
Σχολεία είχαμε δύο, το δημοτικό που ήτανε… το κάτω, το λέγαμε, το δημοτικό που ήταν απέναντι από την εκκλησία τη Φανερωμένη, και, θυμάμαι, το Ψυχοσάββατο, όταν γινότανε και κάνανε το σιτάρι, βγαίναμε όλα τα παιδιά και πηγαίναμε και ζητούσαμε σιτάρι. Και τώρα φτιάχνουνε σιτάρι και από την εκκλησία τα παίρνουν τα πιάτα στο σπίτι. Δεν υπάρχει κανένα παιδάκι να του δώσεις μία κουταλιά σιτάρι να συγχωρέσει. Κι εμείς ζητούσαμε και δεν μας δίνανε. Τα λυπόντουσαν, γιατί πολλά παιδιά. Και οι τάξεις δεν ήτανε Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, ήταν τρεις τάξεις, Α΄-Β΄ μαζί, Γ΄-Δ΄ μαζί, Ε΄-ΣΤ΄ μαζί. Τη μία χρονιά κάναμε της Ε΄ μαθήματα, την άλλη χρονιά κάναμε της ΣΤ΄ μαθήματα. Αυτό γινότανε, αλλά είχαμε πρωί, πηγαίναμε, τις πρωινές ώρες ήταν τα δύσκολα τα μαθήματα, είχαμε και πρωί και απόγευμα σχολείο, το απόγευμα ήτανε τα δευτερεύοντα μαθήματα, το απόγευμα κάναμε θρησκευτικά, γυμναστική, χειροτεχνία. Και το πρωί ήτανε καθαρή, τα μαθηματικά, νέα, γράφαμε καλλιγραφικά, αντιγραφή, ορθογραφία. Ένα λάθος να κάναμε, 100 φορές αν ήταν δυνατόν να τις γράψουμε, για να μην το ξεχάσουμε, μας βάζανε τιμωρία με ένα πόδι στη γωνία, με ένα αυτό. Οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί, έτσι και κάναμε τώρα εδώ στη σημερινή εποχή αυτά που γίνονται και τα ατίθασα πράγματα, εκείνα τα χρόνια λίγο να φωνάζαμε στην τάξη, έμπαινε ο δάσκαλος με τον χάρακα! Δεν θα ξεχάσω μια φορά και είχε κρύο πολύ και: «Απλώστε όλοι τα χέρια σας επάνω στο θρανίο». Και καπ και κούπ με τον χάρακα στα χέρια μας! Τα χουχουλίζαμε από το κρύο και από τον πόνο, τα χουχουλίζαμε! Δεν μπορούσα να κάνω, ήμασταν συνεπείς, στη γυμναστική, γυμναστικές επιδείξεις, τα κάναμε... Όπως τώρα, κλείνουν τα σχολεία και πιάνουν και έχουν τους κουβάδες με το νερό και μπουγελώματα, σκίζουν τα βιβλία. Τότες τα βιβλία τα φυλούσαμε και τα είχαμε... άσε που μέχρι την Γ΄-Δ΄ δεν είχαμε βιβλίο. Ο δάσκαλος μας έβαζε ερωτήσεις από το κάθε μάθημα που μας έλεγε, μας έβαζε ερωτήσεις και, μόλις πηγαίναμε στο σπίτι, δεν κοιτάζαμε να φάμε, τρέχαμε αμέσως απάνω στο σπίτι να γράψουμε, να απαντήσουμε τις ερωτήσεις, για να μην τυχόν ασχοληθούμε με κάτι άλλο και το ξεχάσουμε. Το γράφαμε, μας βάζανε να ζωγραφίζουμε τον χάρτη όλο της Ελλάδας, κάθε γεωγραφία ποιο νόμο είχαμε, τη Στερεά Ελλάδα ήμασταν, την Πελοπόννησο; Ζωγραφίζαμε όλη την Πελοπόννησο. Με τα… νομούς, με τις πολιτείες, με τον πληθυσμό, τους ποταμούς, τα πάντα όλα τα γράφαμε και με χρωματισμοί, με όλα. Και είχαμε ξαπλωμένα κάτω τους χάρτες με διαφανείς, με λαδόκολλα ψιλή βγάζαμε τον νομό και μετά το πατούσαμε απάνω στην εικονογραφία και το ζωγραφίζαμε. Σας λέω, υπήρχε δηλαδή, δεν είχαμε χρόνο να μείνουμε, γιατί έπρεπε να γράψουμε την καλλιγραφία, την αντιγραφή, έπρεπε να μάθουμε την ορθογραφία, έπρεπε να μάθουμε το μάθημα με τις ερωτήσεις μετά αυτό. Και ύστερα τα αγόρια πηγαίνανε να παίξουνε και λίγο μπάλα, λίγο... και ανάλογα, τα παιχνίδια τους ήταν ανάλογα την εποχή. Πώς ξέρανε; Ένα μυστήριο πράγμα! Ερχόταν του Αγίου Βασιλείου, είχανε το στριφτό με τις... με τα δεκάρες! Τρυπούσανε και κέρδιζαν, χάνανε, είχαμε τις σβούρες, τον μπρίκο, τις αμάδες, το σαλίγκαρο εμείς οι γυναίκες, το σκοινάκι, αμπάριζα, πόλεμο, τέτοια παιχνίδια. Τώρα βλέπεις κανένα παιδί να παίξει στη γειτονιά αμπάριζα και σκοινάκι και μπρίκο και σβούρες; Τελείωσε, αυτά πάνε σιγά σιγά να εξαφανιστούνε. Εμείς αυτά ήταν τα παιχνίδια μας. Δηλαδή κάναμε τις δουλειές και μετά παίζαμε αυτά. Λέγαμε αινίγματα, παροιμίες, σπαζοκεφαλιές. Τώρα τα βρίσκουν βέβαια και έτοιμα, τώρα τα βρίσκουν έτοιμα μέσα από το κινητό, μέσα από το κομπιούτερ, τα βρίσκουν ό,τι θέλουνε έτοιμα. Τότε παρακαλούσα, δεν μας έφτανε η μέρα, δηλαδή η μέρα δεν έφτανε. Νύχτα. Ανάβαμε τη λάμπα για να πλέξουμε, να κάνουμε. Το κέντημα έλεγα, έβαζα στοίχημα, έλεγα: «Αυτό τώρα το τριαντάφυλλο να το τελειώσω απόψε, ό,τι ώρα με πάει». Και έπρεπε να το τελειώσω. Βλέπετε τα κεντήματα που έχω, όλα αυτά είναι της νύχτας. Γιατί την ημέρα έκανα κάλτσες και ό,τι κεντούσα, και ξένα από τη γειτονιά μου. Μαντάριζα, έκανα ρούχα, αυτά και ξένα από τη γειτονιά μου έφτιαχνα, κεντήματα, προίκες και τέτοια. Εκτός τα δικά μου κεντούσα και ξένα, για να επιβιώσουμε τις δύσκολες εποχές, τα δύσκολα χρόνια Και αυτά τα δύσκολα χρόνια ήτανε μέχρι που παντρεύτηκα, μέχρι το ’70. Γιατί το ’64 είχαν γίνει οι σεισμοί, και εκεί δυσκολίες αντιμετωπίσαμε με τους σεισμούς, έπεσε το σπίτι μας, πήραμε ένα δάνειο, το φτιάξαμε, οτιδήποτε. Σπούδαζε η μάνα μου, ο αδερφός μου, τον ένα τον είχε στείλει, δεν είχαμε λύκειο, είχαμε μόνο τρεις τάξεις του γυμνασίου, τις άλλες τρεις έπρεπε να τις βγάλει στον Βόλο και το πήγε στον Βόλο. Ήθελε να… επειδή είχε το όνομα του παππού μου, Τριαντάφυλλος, να τον… να γίνει παπάς. Αλλά αυτός διάλεξε τη θάλασσα, έγινε καπετάνιος, δεν έγινε παπάς. Και στείλαμε το ένα, δεν είχανε δυνατότητα, τα άλλα τα έβαλε σε δουλειά, τα έβαλε, να δουλέψουν να… Και δεν... Τα εκμεταλλεύονταν τότες εκείνα τα χρόνια τα παιδιά. Τώρα δεν πάει παιδί, να σου κάνουν δουλειά τώρα, να χάνεσαι, παιδί; Τότε ντρεπόμασταν να πούμε όχι. Μόλις μας έλεγε ένας γείτονας, ένας συγγενής «κάνε μας αυτό», δεν λέγαμε όχι. Πηγαίναμε τρεχάλα να το κάνουμε, εξυπηρέτηση, οτιδήποτε. «Έλα να μας βοηθήσεις να μαζέψουμε ελιές», πηγαίναμε, χωρίς καμία αμοιβή, οτιδήποτε. Τώρα τα παρακαλάς, τους δίνεις και λεφτά και δεν πάνε. Τόσο δηλαδή τα παιδιά έχουνε μάθει, γιατί θα πει ότι υπάρχουν λεφτά και έχουν όλες τις ανέσεις και δεν έχουν... Τότες εμείς, μόλις μας δίνανε μια δεκάρα, αμέσως τρέχαμε να τη δώσουμε στα χέρια της μάνας μου. Γιατί βλέπαμε ότι υπέφερε, ήτανε… οικονομικά. Και δεν είχαμε. Με τη λάμπα, πετρέλαιο, με τη λάμπα, ανάβαμε τα ξυλάκια μας, δεν είχαμε ούτε τηλέφωνο ούτε φως ούτε τίποτα! Σας λέω, περνούσε η ώρα χωρίς να την καταλάβουμε! Τι άλλο; Εκτός το δημοτικό που είπα, που πήγαινα εγώ, το κάτω, υπήρχε και το άλλο το δημοτικό, το επάνω, που πηγαίνανε... εμείς στο κάτω πηγαίναμε από τη μέση και κάτω της Σκοπέλου τα παιδιά, και από τη μέση και πάνω του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Παντελεήμονα, της Παναγίας πηγαίνανε στο πάνω το σχολείο. Αυτά! Τα οποία ήτανε ακρόπολις! Ήταν πολύ ωραίο το σχολείο, με κολώνες, σκαλιά και τέτοια, ήτανε ένα μουσείο της Σκοπέλου. Αλλά επί Δήμαρχου Χανά, με τους σεισμούς, έπιασε και το γκρέμισε. Ενώ έπρεπε, αυτό ήταν ξύλινο, έπρεπε να το αναστηλώσουν και να φτιάχνανε το δημοτικό σχολείο πίσω, αλλού, σε άλλο μέρος. Αυτό έπρεπε να μείνει να είναι σαν μουσείο. Και τελικά στη θέση αυτουνού φτιάξανε το δημοτικό που υπάρχει σήμερα, που είναι καινούργιο, ενώ αυτό... Είχες δει φωτογραφίες με το δημοτικό σχολείο, πώς ήτανε με τις κολώνες;
Ναι. Πάρα πολύ εντυπωσιακό!
Έχουμε και ένα παλιό κτίριο ακόμα, θα χαλαστεί και αυτό με τα χρόνια, που είναι το Ειρηνοδικείο. Το Ειρηνοδικείο με τα σκαλιά που ανεβαίνεις είναι ξύλινο, που γίνονται τα δικαστήρια. Τώρα και αυτά τα δικαστήρια ήρθαν εδώ χαμηλά στην παραλία, οπότε και εκείνο με χρόνια θα ανακαινιστεί, γιατί δεν μπορεί να μείνει έτσι παλιό. Η αλήθεια είναι αυτή, από τον σεισμό και εδώ εμείς δεν έχουμε παλιά κτίρια, όπως τώρα στη Σάμο που είχε παλιά κτίρια και πέσανε. Εμείς σχεδόν είναι ανακαινισμένα σχεδόν όλα, λίγα είναι τα ακατοίκητα, τα παλιά.
Πώς ήταν τότε τα σπίτια της Σκοπέλου, εκείνα τα χρόνια;
Εκείνα τα χρόνια τα σπίτια ήταν ενωμένα, το ένα κολλημένο… μεσοτοιχία, δηλαδή το [00:50:00]ένα κολλημένο πάνω στο άλλο. Αν έπαιρνε φωτιά το ένα, έπρεπε να πάρει όλη η σειρά του δρόμου φωτιά. Και είχανε και καπνοδόχους, ανάβαμε φωτιά με ξύλα και ήταν επικίνδυνο. Πολλά παίρνανε φωτιά, αλλά ήταν ενωμένα, δηλαδή το ένα χέρι, άμα άνοιγες τα χέρια σου, ακουμπούσε το ένα σπίτι στο άλλο μέσα στην παλιά τη Σκόπελο. Και το σπίτι μου μάλιστα, της γιαγιάς μου το σπίτι, ήτανε στην Παλιόπορτα, που λέγανε, γιατί η παλιά Σκόπελο, του παππού μου τα χρόνια, ήταν από τον Χριστό στο κάστρο και κατέβαινε μέχρι το... στην Παναγία του Πύργου κι εκείνα αυτά, τα εκκλησάκια. Και μέσα εκεί υπάρχουν τριάντα τρία εκκλησάκια, όλα. Γιατί ήταν η παλιά η Σκόπελο. Και οι ναυτικοί όλοι που ταξιδεύανε, πηγαίνανε στην Κωνσταντινούπολη, στην Αγιά Σοφιά τότες, που φέρνανε στην... πώς τη λένε, στην Καβάλα, Ξάνθη, όλα, οπουδήποτε που πωλούσαν κρασιά, σιτάρια και φέρνανε γυαλικά, τα πάντα... Τι έλεγα; Το ξέχασα τώρα.
Λέγατε για τα εκκλησάκια στην παλιά χώρα της Σκοπέλου.
Και συναντούσαν φουρτούνες –δύσκολα χρόνια– και τάζανε οι άλλοι: «Παναγίτσα μου, όταν θα έρθω να γλιτώσω να σε φτιάξω». Και σε κάθε 5-10 σπίτια υπήρχε και ένα εκκλησάκι, μπορώ να σου πω, και δίπλα από το εκκλησάκι και άλλο εκκλησάκι και άλλο. Σχεδόν όλοι οι άγιοι, οι κύριοι άγιοι, είναι όλοι φτιαγμένοι εκεί, στην παλιά Σκόπελο. Και υπήρχε πόρτα και, θυμάμαι, έλεγε, μας έλεγε, του παππού μου ο πατέρας ήταν παπάς, ο παπα-Γιάννης. Και ήταν παπάς στον Άγιο Παντελεήμονα εκείνος, ο παππούς μου ήτανε στον Χριστό. Και, θυμάμαι, τότες, επί τουρκοκρατίας, ερχόντουσαν τα τούρκικα καράβια για να βομβαρδίσουν τις Βόρειες Σποράδες. Όπως κατεβαίνανε, ήμασταν εμείς, Αλόννησο, Εύβοια, Σκόπελο, αυτά. Και εκείνη την… αφού είδαν την αρμάδα που ερχόντουσαν, τους φώναξε όλους ο προπάππους μου δηλαδή, που ήταν παπάς, και συγκεντρώθηκαν, ήταν η Μητρόπολη ο Χριστός μέσα, να προσευχηθούν όλοι μέσα στην εκκλησία. Και εκείνη την ώρα ήρθε και ένας ψαράς, ακούς, ένας ψαράς, εκείνη την ώρα ήρθε και ένας τσοπάνης: «Έλα» λέει, του είπανε «Γιάννη, άργησες» λέει «δεν βλέπεις τι γίνεται; Δεν άκουσες» λέει «τις καμπάνες» λέει «που χτυπάνε από το μεσημέρι να συγκεντρωθούμε μέσα;» λέει. «Έρχονται οι Τούρκοι να βομβαρδίσουν και ήρθαμε να κάνουμε παράκληση μέσα στην εκκλησία να παρακαλέσουμε να γλυτώσουμε». Και λέει: «Τι άργησα; Γιατί;» λέει. «Κλείσανε οι πόρτες» λέει. «Πίσω έρχεται και ο παπα-Γιάννης» λέει «έρχεται πίσω μου, ερχότανε και ο παπα-Γιάννης, μην κλείνετε». «Ποιος παπα-Γιάννης;» λέει. «Αυτός είναι» λέει «από τις 05:00 μέσα στον Χριστό και κάνει παράκληση» λέει «με τον κόσμο». «Όχι» λέει «αφού από πίσω μου ερχόταν, μπροστά εγώ και πίσω ο παπάς». Και όταν πήγαν μέσα –το λέω και ανατριχιάζω τώρα– και όταν –το λέω και ανατριχιάζω– και όταν μπήκανε μέσα στην εκκλησία του Χριστού και είδε πράγματι τον παπα-Γιάννη μέσα στην εκκλησία, τότες… του παππού μου του παπα-Γιάννη, δηλαδή ο προσπαππούς, όχι ο ίδιος ο παπα-Γιάννης.
Ναι.
Γιατί ήταν από εφτά γενεές παπάδες, πηγαίνανε. Και ύστερα εμάς, τα χρόνια τα δικά μας, γίνανε μόνο ψαλτάδες, δεν έγινε κανένας πάπας. Σβήσαν. Και τότες καταλάβανε, αφού δεν είδανε κανέναν παπά να έρθει και ο παπάς ήτανε μέσα στην εκκλησία και έκανε λιτανεία, καταλάβανε όλοι από δω που ερχότανε προς, από τον Άγιο Ρηγίνο, καταλάβανε ότι ήταν ο άγιος Ρηγίνος! Κι εκείνη την ώρα έπιασε μια κακοκαιρία, ένας ανεμοστρόβιλος, μια θύελλα και τα παρέσυρε βορειοδυτικώς και τα παρέσυρε τα καράβια, δεν μπορούσανε να κρατηθούνε, ρίξανε μια βόμβα και αυτή έπεσε πίσω από την Παναγίτσα του Πύργου, στη θάλασσα. Δεν ήρθε μέσα στη Σκόπελο να πέσει το κάστρο. Και τα παρέσυρε και τα πήγε και κάψανε τα Ψαρά τότες, πήγανε κάτω στα Ψαρά και γλιτώσαμε η Σκόπελο. Ο άγιος Ρηγίνος μάς έχει γλιτώσει από πολλά, πολλά μας έχει γλιτώσει. Από σεισμούς, τόσοι σεισμοί, δεν έπαθε κανένας τίποτα. Και αυτά τα σπίτια που δεν πέσανε, δηλαδή μέσα στη Σκόπελο, γιατί η Σκόπελο είναι πετρώδης, δεν είναι εδώ τώρα που έχουμε χτίσει εμείς, προς το Στάφυλο και όλα χώμα, εκεί είναι πέτρα, είναι πεταλίτης, και τα σπίτια δεν έπαθε, μόνο ρωγμές και πέσανε κανένας καμία σκεπή, κανένα αυτό, λίγα πράγματα. Ούτε γρατζουνιά είχε πάθει κανένας ούτε τίποτα. Και κατοχές αντέξανε και φτώχειες και πείνες, και όμως ο άγιος. Τον τιμούσαμε, με τα πόδια πηγαίναμε, με τα πόδια, με λάσπες, χωρίς να είναι ο δρόμος φτιαγμένος, το σχολείο, συγκεντρωνόμασταν το πρωί όλα τα παιδιά και πηγαίναμε από την εκκλησία με την εικόνα και τα άγια λείψανα πηγαίναμε στο μοναστήρι απάνω στον Άγιο Ρηγίνο για να γίνει λιτανεία εκεί, η λειτουργία του Αγίου Ρηγίνου. Με τα πόδια και μας συγκέντρωναν. Αλλά και οι δάσκαλοι μας είχαν όμως, λέγανε: «Την Κυριακή εκκλησιασμός», όλα τα παιδιά έπρεπε να πάμε στην εκκλησία, να πάμε στο σχολείο, να πάμε στην εκκλησία. Μετά τα καταργήσανε και τα άφησαν να πηγαίνουν μόνα τους. Μόνα τους δεν ξυπνάει κανένα παιδί. Και οι ίδιοι οι γονείς λένε: «Την Κυριακή να ξεκουραστεί το καημένο. Έχει τόσα, τόσες δυσκολίες και τόσα ερεθίσματα να κάνει, δεν προφταίνει. Άσ’ το να ξεκουραστεί». Και δεν το ξυπνάνε, ενώ άμα ξέρανε ότι πρέπει, θα μπει απουσία, να πάνε στο σχολείο με τη γραμμή στην εκκλησία, θα πηγαίνανε και σήμερα σιγά σιγά. Για αυτό τα παιδιά στη σημερινή εποχή έχουν καταντήσει, έχουνε δηλαδή ξεφύγει από την αγάπη, από την ενότητα, από τη συγγένεια, δεν... Κοιτάζει πώς να επιβιώσει μόνος του χωρίς να υπάρχει αλληλοβοήθεια. Τότες, άμα ένας ήταν αδύνατος, δεν είχε κάτι, τον βοηθούσανε. Τώρα δεν δίνουν σημασία. Τώρα ο θάνατός σου η ζωή μου.
Τα παιδιά, δεν βλέπεις, ήρθε και ο κορονοϊός, εγώ δεν ξέρω τι γίνεται με αυτό, αλλά πάντως καλό κάνει. Εγώ νομίζω –ας το πω κιόλας και δεν πειράζει, ας γραφτεί και ας με κατακρίνουν– εγώ νομίζω ότι έχουμε μπει –γιατί το έλεγε ο παππούς μου, ότι «θα έρθει ο 3ος Παγκόσμιος πόλεμος, που θα γίνει, θα είναι, παιδιά μου, οικονομικός»– και εγώ νομίζω ότι είναι οικονομικό το πρόβλημα, έχουμε μπει στις αρχές του 3ου Παγκόσμιου πολέμου, οι οποίοι δεν θέλουνε, δεν μπορούνε να μας... Υπάρχει ανεργία, υπάρχει φτώχεια, υπάρχει αυτά, δεν μπορούνε. Και σου λέει «είναι ο κορονοϊός», που υπήρχαν γρίπες και ασιατικές και τότες και με το... η γρίπη των χοίρων, οι κότες ψοφούσανε, οι τρελές αγελάδες και το ’να και τέτοια και δεν υπήρχε το κλείσιμο. Χολέρα, πεθαίνανε 10 άτομα μέσα σε ένα σπίτι, φυματίωση, AIDS, υπήρχαν τόσες αρρώστιες. Και όμως δεν υπήρχε να μας κλείσουνε μέσα καραντίνα και λοιπά. Άρα λοιπόν θέλουν να μας προστατέψουνε, εγώ νομίζω, από το οικονομικό το θέμα. Γιατί, όταν αυτή τη στιγμή δεν μπαίνουμε στην καραντίνα, το Πάσχα θα πηγαίνανε εκδρομή, δηλαδή δεν περιμένανε να πάνε στο χωριό να γλεντήσουν με τη γιαγιά και με τον παππού, θα πηγαίνανε στο εξωτερικό και τα λεφτά θα τα αφήνανε έξω, θα πηγαίνανε εδώ, θα πηγαίνανε εκεί, στα γλέντια, στα κέντρα, στα τέτοια να ξεφαντώνανε. Σου λέει, καθίστε μέσα, δεν θα ανοίξουνε κέντρα, δεν θα ανοίξουν αυτό, γιατί οικονομία. Γιατί δεν θα πας εσύ, θα πάρεις στο σπίτι μία γαλοπούλα, θα πάρεις το κρέας σου με την οικογένεια σου να φας, ενώ άμα πας στο κέντρο, θα πληρώσεις τόσα λεφτά και θα γυρίσεις την άλλη μέρα να μην έχεις φαγητό μέσα στο σπίτι σου να είσαι φτωχός. Και νομίζω ότι αυτό πρέπει να είναι. Και θα το δείτε, εγώ μπορεί να… δεν ξέρω πόσα χρόνια ακόμα θα ζήσω, μπορεί να με θυμηθείτε, θα λέτε: «Καλά έλεγε η κυρία Λούλα η Αμυγδαλάκη, πως είναι ο 3ος Παγκόσμιος πόλεμος, θα είναι οικονομικός», ότι θα είναι οικονομικός το ξέρουμε όλοι, οικονομικός, ότι έχουμε μπει. Να το. Γιατί για να μην ξοδεύουμε πολλά λεφτά, αυτό νομίζω. Ξέρεις πόσα λεφτά γλιτώνουμε το Πάσχα που δεν πήγαμε πουθενά, τώρα τα Χριστούγεννα ή το καρναβάλι της Πάτρας; Ξέρεις ότι όλη η Ελλάδα πήγαινε κάτω, τι γινότανε οι καφετέριες, στα σουβλατζίδικα, τα εστιατόρια, τα πάντα, τα κέντρα, όλα; Και μετά μεθούσανε και αισχρολογούσανε, δεν ξέρανε τι λέγανε, δεν ξέρουν τι κάνουνε. Σου λέει, όχι, θα το κλείσουμε το καρναβάλι να κερδίσει και ο Δήμαρχος, γιατί και ο δήμος όταν κλείνεται ένα καρναβάλι είναι πολλά έξοδα. Και ο δήμος αυτά τα κερδίζει να κάνει ένα έργο στον τόπο, να κάνει κάτι. Άμα θέλεις εσένα, μπορείς με την οικογένεια σου να περάσεις ευχάριστα Χριστούγεννα, να ανάψεις το τζάκι σου, να φτιάξεις τα γλυκά σου, να ψήσεις τη γαλοπούλα σου, τις μπριζόλες σου. Τι ωραία χρόνια ήταν! Γιατί;
Τώρα που είπατε για Χριστούγεννα και για έθιμα, θα ήθελα να σας ρωτήσω, που εμείς οι νεότεροι δεν τα ξέρουμε, ποια ήταν τα έθιμα της Σκοπέλου τα Χριστούγεννα και το Πάσχα;
Να σου πω. Το Πάσχα ήτανε χαρούμενα, γιατί βάφαμε αυγά, σφάζαμε κοτούλες, δεν είχαμε αφθονία από κρέατα και τέτοια. Η καθεμία έσφαζε την κοτούλα, αν είχε καμία ένα κατσικάκι το έσφ[01:00:00]αζε τα Χριστούγεννα, έδινε και λίγο στη μάνα της, στην αδερφή της, στην κουμπάρα της. Πηγαίναμε κόκορα, το Πάσχα πηγαίναμε κόκορα με κορδέλα κόκκινη και τα αυγά μέσα στο καλάθι με το κρασί το μπουκάλι στον κουμπάρο και το τσουρέκι, εκείνος έφερνε τα παπουτσάκια στο βαφτισιμιό, είχαμε ανταλλαγή, τέτοια δηλαδή εθίματα. Θα έφερνε τα παπουτσάκια, ανάλογα τι ήθελε, ρουχαλάκια αν είχε, και εμείς δίναμε αυτά το Πάσχα. Πηγαίναμε στα εξοχικά κτήματα, μετά είχαμε τότε τα ραδιόφωνα, τα μαγνητόφωνα… όχι μαγνητόφωνα, αυτό με το μεγάλο δίσκο…
Πικάπ;
Το πικάπ αλλά...
Γραμμόφωνο;
Τα γραμμόφωνα. Είχαμε τα γραμμόφωνα τότες και τα παίρναμε στην εξοχή και βάζαμε τα τραγούδια και χορεύαμε, παίζαμε, δηλαδή σκοινιά, δέναμε, μας κουνούσανε με σκοινί στο δέντρο και λέγαμε το «Χριστός Ανέστη», δηλαδή ήτανε χαρμόσυνες μέρες, γιατί ψελνόταν παντού το «Χριστός Ανέστη», υπήρχε ευλάβεια. Δηλαδή γιορτάζαμε πράγματι Πάσχα, το εννοούσαμε, ότι είχε αναστηθεί ο Χριστός. Ψέλναμε τον Χριστό, ψέλναμε τα πολλά τροπάρια, τα πάντα, ή την μεγάλη εβδομάδα όλη μέρα μέσα στην εκκλησία, τα πάθη του Χριστού. Λουλούδια, δεν είχαμε ανθοπωλεία και λουλούδια πηγαίναμε, κοριτσάκια εμείς μικρά, πηγαίναμε και μαζεύαμε μαργαρίτες από τον αγρό, μαργαρίτες και στολίζαμε τον επιτάφιο. Και το βράδυ τον βγάζαμε περιφορά, ήτανε δηλαδή αυτά. Εμείς τα παιδιά τα κάναμε σε σκαμνιά, τα ξέρετε τα σκαμνιά, τα χαμηλά, τα γυρίζαμε ανάποδα και, όπως έχει τέσσερα πόδια, δέναμε σχοινί και δέναμε λουλουδάκια και βάζαμε και κεράκια, ακουμπούσαμε και γυρίζαμε στη Σκόπελο. Πολλά παιδιά το κάναμε και κάναμε επιτάφιοι. Τα αγόρια, του Λαζάρου, κάνανε με πανιά, με τέτοια, σακάκια και παντελόνια, γεμίζανε άχυρα και μέσα στα άχυρα βάζανε και κανόνια. Πού να πας κοντά; Φοβόσουν. Και πηγαίναν κάτω στο λιμάνι, στήναν, πρώτα τον γυρίζανε στο νησί όλο και λέγανε: «Σήκω, Λάζαρε, και μην πολιό κοιμάσαι, τα Βάγια φτάσανε και εσύ ακόμα κοιμάσαι! Σήκω Λάζαρε καλέ, φίλε και αγαπητέ». Όλη τη Σκόπελο τη γυρνούσαν και πίσω τα παιδιά, γιατί αυτά ήταν τα παιχνίδια. Τα παιδιά ήταν η ουρά, από τον Άγιο Παντελεήμονα έφτανε στο πηγαδάκι και στην παραλία. Όλα τα παιδιά ακολουθούσαν τον Λάζαρο μπροστά. Ήταν πραγματικά μεγάλος, άνθρωπος με το κεφάλι, τα χέρια όλα, πώς τα φτιάχνανε. Και αφού τελειώνανε και πήγαινε να νυχτώσει, για να νυχτώσει να φανεί η φωτιά, το φέρνανε κάτω στην παραλία, εκεί που ήταν τα καράβια πρώτα το λιμάνι το παλιό, και τον στήνανε, είχανε στημένο κοντάρι και τον δένανε εκεί και του βάζανε, ρίχνανε πετρέλαιο, τον περίχυναν με πετρέλαιο και του βάζανε φωτιά! Και αφού άναβε η φωτιά, μετά σκάζανε και τα κανόνια, μπαπ μπουπ. Τον λέγανε και πάλι λέγανε: «Έσκασε ο Ιούδας, έσκασε αυτό». Σου λέω, ήτανε δηλαδή, είχαμε πολλά παιχνίδια, τα οποία ήτανε φυσικά, κάναμε τώρα τον Λάζαρο και γυρίζαμε όλη τη Σκόπελο. Κάναμε τον επιτάφιο στα σκαμνάκια και γυρίζαμε και ψέλναμε τα κεριά, κάναμε δηλαδή αυτά. Τη νύχτα το κρυφτό, το σχοινάκι, όλα αυτά. Υπήρχε και καλύτερα παιχνίδια από αυτά το Πάσχα, το Πάσχα κάναμε αυτά. Όλοι την Ανάσταση στην εκκλησία, να φορέσουμε τα καλά μας τα ρούχα, να πάμε, χαρά με τις λαμπάδες! Είχαμε και δεύτερη Ανάσταση, τώρα γίνεται αλλά δεν γίνεται, την δεύτερη Ανάσταση την έκανε ο παπάς από τον Χριστό, ας πούμε, ερχόταν στον βράχο, από την Παναγία πήγαινε στον Μύλο, από το αυτό, πηγαίνανε δηλαδή έξω από την ενορία σε πλατείες και φορούσαν τα καλά τα ρούχα τότες οι νύφες, στολισμένες στη δεύτερη Ανάσταση. Γιατί στην πρώτη Ανάσταση ήτανε νύχτα και υπήρχε συνωστισμός και δεν... φοβόντουσαν για φωτιά, μη μας βάλουνε τις νύφες στολισμένες και γιατί ήτανε και τα φουστάνια. Ήταν ακριβά ρούχα και βαριά και φοβόντουσαν μην πάρει φωτιά. Θυμάμαι μια φορά, ήμουνα εγώ μικρό, και έψελνε, τέτοιος σεβασμός, δεν κόβανε την ψαλμωδία, ούτε ο παπάς ούτε ο ψάλτης. Μια χρονιά έψελνε ο ψάλτης, ήταν ο Πούλιος ο Ματσάτσος, πολύ μικρά, 7-8 χρονών ήμουνα εγώ, και, θυμάμαι, μία έβαλε, καθότανε δίπλα της και πήρε φωτιά, ήτανε γούνα και πήρε το μανίκι της φωτιά! Και ο ψάλτης που την είδε, να μη διακόψει, έλεγε: «Η ζωή εν τάφω, το μανίκι σου» και έδειχνε με το χέρι του «καίγεται. Κατετ...» έλεγε συνέχεια, να μη φανεί ότι κόψει την ψαλμωδία και πει «καίγεσαι», έλεγε «το μανίκι σου καίγεται», ψέλνοντας δηλαδή. (Είναι καλά στημένο αυτό; Δεν το βλέπω.)
Ναι, μια χαρά.
Εντάξει. Και τα Χριστούγεννα, γιατί λένε Χριστούγεννα στο χωριό, Πάσχα... Χριστούγεννα στην πόλη, Πάσχα στο χωριό. Το Πάσχα βγαίναμε στα εξοχικά, στα καλύβια μας και με το γραμμόφωνο και με τέτοια, σπάζαμε αυγά, σπάζαμε στα νερά στην πηγή, ήτανε δηλαδή, υπήρχε αφθονία αλλά δική μας! Δεν ξοδεύαμε, γιατί είχαμε τα αυγουλάκια μας, είχαμε τα τσουρέκια μας που φτιάχναμε με το αλεύρι που είχαμε. Τα Χριστούγεννα πάλι έφερνε από το δάσος, φέρναμε κανένα κλαδί από πεύκο, έλατα δεν είχε το νησί μας, είχε κανένα κυπαρίσσι, είναι πιο φουντωτό το κυπαρίσσι και μέσα στη γλάστρα, θυμάμαι, εκεί στις σκάλες έστηνα το αυτό και στόλιζα αυτά τα λίγα παιχνιδάκια που είχα, κουκλίτσες, έβαζα στα κουτιά από τα σπίρτα χρυσό απέξω και τα τύλιγα και τα κρεμούσα, κάτι τέτοιο. Φωτάκια δεν είχαμε πριν, στα παιδικά μου χρόνια. Μετά που άνοιξε ένα μαγαζί ο Παπαλιώσας και έφερνε φωτάκια, τότες παίρναμε και βάζαμε και φωτάκια στα τέτοια.
Δεν είχαμε, γιατί δεν κάναμε ετοιμασίες για πολλά φαγητά, γιατί δεν υπήρχε ψυγείο, και κάναμε το φαγητό που θα φάμε σήμερα, άντε να περίσσευε να το φάμε και αύριο. Αλλά το φαγητό στις ελιές που πηγαίναμε όλο το χειμώνα που μαζεύαμε, δεν τινάζαμε εκείνα τα χρόνια, αν ρωτήσεις τη γιαγιά σου, δεν ξέρω. Εκείνα τα χρόνια δεν τινάζαμε τις ελιές όπως τις τινάζουμε μέχρι τα Χριστούγεννα στα πανιά και ρίχνουν όλα τα μάτια. Αυτό το μάτι την άλλη χρονιά θα κάνει καρπό. Τώρα, λένε, δεν έχει καρπό, δεν καρπίζουν κάθε χρόνο. Μα πώς να καρπίσουν; Αφού τα μάτια που θα βγάλουν καρπό τα σπάζετε. Πότε θα κάνει η ελιά καινούρια μάτια για να βγάλει ελιά; Μετά από 3-4 χρόνια. Για αυτό μετά από 3-4 χρόνια καρπίζουν οι ελιές και αυτά. Εμείς εκείνα τα χρόνια μαζεύαμε το πρώτο χέρι τον Σεπτέμβριο, τις πρώτες που ήτανε, και βγάζαμε το πρώτο λαδάκι. Κάνανε στις καλιάγριες, ήτανε με τσουπιά τότε.
Ναι.
Δεν ήτανε μηχανήματα οι καλιάγριες. Ψήναμε, κάναμε τηγανίτες, ζούπες με το λάδι, τις βουτούσαμε και από πάνω ριγανίτσα και αλατάκι. Τι υπέροχα χρόνια! Ποιο τρώει τώρα καψαλισμένο ζούπα μέσα στο λάδι βουτηγμένο με ριγανίτσα από πάνω; Θρεπτικό φαγητό και ωραίο και υγιεινό και καλό.
Τι ήταν αυτό το φαγητό που λέτε «ζούπα»;
Η ζούπα ήτανε το παξιμάδι, η φέτα το ψωμί ήταν μεγάλη, το ψωμί ήταν καρβέλι και ήταν μεγάλη η φέτα. Τη βάζανε στη φωτιά και ξεροψηνόταν και από τις δυο πλευρές και μετά το βουτούσαν μέσα στο λάδι και ρίχνανε… Αυτό το ξεροψημένο ψωμί το λέγανε ζούπα. Τα ξεροψημένα δεν τα λέγανε παξιμάδι, ζούπα.
Κατάλαβα.
«Μαμά, να κάνουμε μία ζούπα» λέγαμε. Ναι. Ψήναμε κάστανα και, για να έχουμε για τον χειμώνα, τον Σεπτέμβριο, που ήτανε Οκτώβριο τα κάστανα, μετά ανοίγαμε λάκκο και χώναμε και τα γερά τα κάστανα, τα χώναμε μέσα στη γη και τα είχαμε για τον χειμώνα. Πηγαίναμε και τα ξεθάβαμε και τον χειμώνα τα είχαμε και τα ψήναμε στη φωτιά. Σύκα… Ή τα σύκα, πώς να ξεχαστούνε; Πηγαίναμε και μαζεύαμε σύκα από τις ελιές, τρώγαμε τι τρώγαμε, το πρωινό μας ήτανε σύκα, δαμάσκηνα, βατόμουρα, κούμαρα από το δάσος που πηγαίναμε, αυτά ήταν το πρωινό μας. Δεν ξέραμε τι θα πει γάλα και τέτοια, εκτός κανένα καφεδάκι άμα κάναμε το απόγευμα η γιαγιά και καβούρδιζε και τέτοια. Και, θυμάμαι, λιάζαμε τα πασταλισμένα τα σύκα, τα λιάζαμε στη λιάστρα, ήτανε με σπάρτα ψηλό χτισμένο και τα λιάζαμε και μετά κάναμε, έκανε η μάνα μου πετιμέζι. Τι ωραίο! Και βάζαμε απάνω στο… ραντιστές και κουρκούτη, στις κρέμες που κάναμε, τη λέγαμε κουρκούτη τότες εκείνα τα χρόνια. Θυμάμαι, η μάνα μου μάζευε σταφύλι από την κληματαριά από το αμπέλι και έκανε μούστο και φτιάχναμε μουσταλευριά, αλλά εμείς τα παιδιά σπάζαμε καρύδια και τα περνούσαμε σε σκοινί και κάναμε σουτζούκια, τα λέγαμε σουτζούκια, και τα βουτούσαμε μέσα στη μουσταλευριά, τα βγά[01:10:00]ζαμε και αυτά σε λίγο στεγνώνανε και τα ξαναβουτούσαμε και τα ξεραίναμε και τα είχαμε για το χειμώνα. Το κόβαμε, ήταν το καρύδι μέσα και από έξω ήτανε ο μούστος ξερός, σαν να ήτανε σοκολάτα μάς φαινόντουσαν εκείνα τα χρόνια. Έβαζε και η μάνα μου σε ταψί στρώση μούστο, και ελαφρύ, όχι πολύ αλεύρι, και τον κόβαμε μετά κομμάτια και τα κάναμε σαν μουστοκούλουρο, δηλαδή γινότανε με τον μούστο, κομμάτια σαν λουκούμια. Πολύ ωραία, σου λέω, υπήρχανε πολλά, πού να προφτάσουμε χρόνο, πότε; Να μαζεύουμε τα σύκα, να τα γυρίζουμε από τη λιάστρα όταν έβρεχε, να τα μαζεύουμε, να τα φέρουμε μέσα στο καλύβι, να τα βγαίνουμε, να τα ξαναξαπλώνουμε. Μετά στο τέλος, αφού τελείωνε η σοδειά, τα ζεματούσαμε μέσα σε σακουλάκι στο θερμό και βράζανε και ύστερα τα βάζαμε σε φτήνα, πήλινο δοχείο μεγάλο, τα έβαζες αφού στεγνώνανε στον ήλιο, τα απλώναμε στα σπάρτα, μετά τα έβαζε η μάνα μου μέσα σε αυτό το πήλινο δοχείο, το λέγανε φτήνα, στρώση και έβαζε βάγια, βάγια στρωμένη και τα πατούσε, ξανά βάγια και σύκα και βάγια, μέχρι το γέμιζε απάνω. Και αυτά από την πίεση που είχανε στρώση δεν παίρνανε αέρα και τον χειμώνα κάνανε ζάχαρη, ζαχαρώνανε και ψήναμε, όπως είχαμε το μαγκάλι με τα κάρβουνα, τα βάζαμε πάνω και τα ψήναμε και μαλακώνανε και ήτανε, ξέρεις τι γλυκά; Δηλαδή είχαμε φρούτα άφθονα αλλά δικά μας, φυσικά. Μαζεύαμε τα σταφύλια και, στο καλύβι που είχε παγωνιά και δεν είχε τίποτα, βουνό, στρώναμε, είχαμε τελάρο και έβαζε η μάνα μου απευθείας από το αμπέλι, έβαζε τα σταφύλια απάνω, τα ξάπλωνε. Στο δίχτυ ξάπλωνε μήλα, κυδώνια και δεν παθαίνανε όλο τον χειμώνα τίποτα. Πηγαίναμε απάνω και τα βρίσκαμε, πώς πάει να γίνει η σταφίδα, δεν σαπίζανε, ούτε μυγίτσες ούτε τίποτα, και τα τρώγαμε. Είχαμε δηλαδή τα κάστανα, δηλαδή φρούτα ήτανε τα κάστανα, τα κυδώνια, τα μήλα, τα δαμάσκηνα, μέχρι σούφρα μαζεύαμε και τρώγαμε, οτιδήποτε. Ύστερα δαμάσκηνα είχαμε πολλά είδη, ήτανε τα ουγλάκια, ήτανε τα... οι μπαρβάσες, τα λουκουμάκια τα λέγαμε, πολύ γλυκά, τα αρζάν, μετά βγαίνανε τα κόκκινα τα ξινά, όταν λέει κόκκινα, ήτανε γλυκά, πολύ ωραία, μας αρέσανε και τα τρώγαμε. Αυτά ήτανε. Βλέπαμε, μικρά, πού μαύριζε επάνω στο σταφύλι, δεν μαυρίζει όλο μαζεμένο, όσες ρώγες μαυρίζανε πηγαίναμε και το τσιμπολογούσαμε και τρώγαμε. Τα πάντα, δηλαδή ξένοιαστα. Αλλά το πρωινό μας ήταν η συκιά απάνω, να μαζέψουμε τα σύκα να φάμε και κατεβαίνουμε, όχι να μαζέψουμε, ξέρω ’γω, μαζεύαμε τα γινωμένα να τα τρώμε. Αυτά.
Ποια ήταν τα παραδοσιακά φαγητά της Σκοπέλου;
Τα παραδοσιακά φαγητά, η μάνα μας συχνά έκανε πατάτες με κυδώνι και δαμάσκηνα μέσα, με κρεμμυδάκι, δηλαδή έκανε τις πατάτες γιαχνί, όπως λέμε, και έριχνε και κυδώνι μαζί μισές πατάτες, μπορώ να σου πω, επειδή… οικονομικό, οι περισσότεροι κυδώνια, γιατί ήτανε από την κυδωνιά. Και έβαζε και δαμάσκηνα μέσα με ρίγανη, βάγια, πάντα η ρίγανη και η βάγια μέσα στα φαγητά πήγαινε, αυτά. Κι αν είχε, ξέρω ’γω, λίγο κρέας ή αυτό, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν είχαν τα κρεοπωλεία ψυγεία και ο κρεοπώλης γυρνούσε στα σπίτια και έλεγε, ήτανε γιορτή, ήτανε Παναγίας, έλεγε: «Πόσο θέλεις κρέας;» για να κανονίσουνε πόσο κρέας συγκεντρώνονταν να σφάξουνε, πόσα να σφάξουνε να μην τους μείνει και μυρίσει. Και έλεγε μία: «Θέλω 5 κιλά», η άλλη 3, η άλλη 2, η άλλη ένα μπούτι, και τα έγραφε ο κρεοπώλης και έλεγε λοιπόν τόσα κιλά, πήγαινε στο σφαγείο και, σου λέει, στον κάθε έμπορα που είχε το ζώο πόσα κιλά είναι, το ζυγίζανε, ήταν 30 κιλά, βγάζανε και τη φύρα, έμενε 25, εγώ θέλω 50, άρα θα σφάξουμε δυο-τρία, για να μη μείνει. Κι έτσι κάνανε. Και αυτό και το ψάρι που κάνανε στιφάδο πάλι, τα ψαράκια που υπήρχαν αφθονία, γιατί υπήρχαν πολλοί ψαράδες που πηγαίνανε εκείνα τα χρόνια. Και τα ψάρια τα φτιάχνανε πλακί με δαμάσκηνα μέσα, κρεμμυδάκι, σκόρδο, πολύ ωραία! Οι αγκινάρες που ήτανε πάλι δικές μας, γιατί είχαμε αγκιναριές, αγκινάρες με πατάτες και δαμάσκηνα μέσα. Το δαμάσκηνο το προτιμούσαμε, γιατί ήταν δικό μας και ήταν γλυκό και πήγαινε μέσα στο ψάρι, μέσα στα κυδώνια, επειδή ήταν υπόξινα τα κυδώνια, πήγαινε παντού. Αυτά ήτανε. Αλλά πιο πολύ εμείς ζήσαμε φτωχικά. Τα μικρά μου χρόνια δηλαδή, μέχρι 20 χρονών, θυμάμαι τις ραντιστές και την μπανάνα, πανάδα. Ξέρεις ποια είναι η πανάδα;
Θα θέλατε να μας πείτε τι είναι και οι ραντιστές και η πανάδα; Γιατί δεν θα τα ξέρουν όλοι.
Η πανάδα είναι τα ξερά τα ψωμιά που μένανε, τα πιάναμε, ρίχναμε μέσα με νερό και φούσκωναν και τα βράζαμε. Ρίχναμε λάδι και… λαδάκι, αλατάκι και βράζανε, φούσκωναν και, αφού τα βγάζαμε στο πιάτο, ρίχναμε και μυζήθρα που είχαμε από τα ζώα που παίρναμε, και μυζήθρα, και τα τρώγαμε με το κουταλάκι. Το ψωμί το ξερό δεν το πετούσαμε, το βράζαμε, ρίχναμε λαδάκι, ξέρεις τι νόστιμο γινότανε; Ειλικρινά. Οι ραντιστές είναι, σ’ το είπα, νομίζω, στην αρχή, οι ραντιστές, έβαζε σε μια γαβαθίτσα, σε ένα πιάτο, αλεύρι και με το νερό που έριχνε έτσι με το χέρι, το έτριβε μετά και γινόταν, πώς γίνεται το μανεστράκι το τέτοιο; Και μετά έβαζε νερό, έπαιρνε βράση και έριχνε το αυτό, το τριμμένο το ζυμαράκι. Δεν διαλυόταν, ήταν σαν ζυμαράκι μέσα, ζεματιόταν και έβραζε και ρίχναμε, έριχνε λαδάκι, αλατάκι πάλι συγκεκριμένα και βγάζαμε στο πιάτο, πολύ ωραίες! Σαν να κάναμε, ας πούμε, πώς κάνεις την κρέμα, αλλά χωρίς γάλα, βάζανε μυζήθρα από πάνω, είτε σκέτο με κανέλα. Θυμάμαι δηλαδή πολλά τέτοια, να, το πετιμέζι, τα σύκα μας, το ένα, το άλλο, τα σταφύλια μας, τις… Δεν είχαμε αυτά τα σημερινή εποχή, τις πίτσες και τις κρέπες και τα σουβλάκια και τον γύρο και αυτά. Εμείς ο γύρος ήτανε αυτά, οι μουσταλευριές, τα σύκα, το ένα. Τι άλλο θέλεις;
Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να πείτε ή να μοιραστείτε μαζί μας, κάποια άλλη ιστορία;
Τι ιστορία;
Ό,τι θα θέλατε εσείς να μοιραστείτε μαζί μας. Τι μάθατε από όλα αυτά που έχετε βιώσει στη ζωή σας;
Μάθαμε ότι στα δύσκολα τα χρόνια εκείνα υπήρχε η αγάπη, υπήρχε αλληλοσεβασμός, βοήθεια ο ένας προς τον πλησίον του, δεν κακολογούσαμε, δεν συκοφαντούσαμε, ήμασταν πολύ ενωμένοι. Για αυτό θα παρακαλέσω πάρα πολύ τη σημερινή νεολαία να μην χαθεί αυτή, μπορεί να έχουν όλες τις ανέσεις σήμερα, αλλά να μη χάσουν όμως τη στοργή και την αγάπη, να είναι ενωμένοι, να συμπαραστέκονται στους ανήμπορους, να βοηθούν τους ηλικιωμένους, να ακούνε τους ανωτέρους, να μην υπάρχει αυτή η διχόνοια και που δεν υπάρχει σεβασμός στον ανώτερο, γιατί στον παππού μου, θυμάμαι, έλεγε ο παππούς μου ότι: «Πότε θα μας χαλάσεις, Θεέ μου; Όταν σηκωθεί ο μικρός εναντίον στο μεγαλύτερο». Πρέπει να σεβόμαστε τον ανώτερό μας. Εκείνα τα χρόνια σεβόμαστε τους δασκάλους, τους ιερείς, τους ανώτερους όλους, τους αστυνομικούς, δεν τους φοβόμασταν. Τους σεβόμασταν και τους αγαπούσαμε. Τώρα δεν σέβονται κανέναν, δεν αγαπούν, για αυτό θα παρακαλέσω τα παιδιά να σέβονται τους ανώτερούς τους, να τους αγαπούνε, να υπακούνε σε αυτά που τους λένε οι καθηγητές, οι δάσκαλοι όλοι, γιατί είναι για το καλό τους, για ένα καλύτερη κοινωνία! Να μη χαθεί η κοινωνία, γίνουμε όλοι Ταλιμπάν και Τουρκαλάδες, να έχουμε την ένωση αυτή, την αγάπη που είχαμε εκείνα τα χρόνια να την έχουν και σήμερα. Αυτά τα χρόνια εμένα που βίωσα και βίωσαν όλοι οι συνομήλικοί μου και οι παλιοί ήτανε αγνά, αγαθά, αθώα, απονήρευτα, ήρεμα, ξένοιαστα. Δεν υπήρχε, δηλαδή κοιτούσαμε πού να τραγουδήσουμε, ποιος να έρθει στο σπίτι μας, πού να πάμε στις γιορτές, στις επισκέψεις. Δεν παίρναμε γλυκά, πηγαίναμε από το ένα σπίτι στο άλλο να ευχηθούμε τα καλορίζικα, τα χρόνια πολλά. Τώρα λέει: «Γιατί να πάμε; Ήρθε αυτός; Γιατί να πάω εγώ;» Τότες βλέπαμε παπά και τρέχαμε να φιλήσουμε το χέρι του, βλέπαμε ανήμπορη γιαγιά, να τη βοηθήσουμε, μας λέγανε για δουλειά, τρέχαμε. Τώρα δεν πηγαίνει κανένα παιδί, λυπάμαι που το λέω! Πηγαίναμε στο λεωφορείο κι άμα βλέπαμε μία έγκυος, μία γιαγιά, σηκωνόμαστε. Τώρα «γιατί να σηκωθούμε;» δεν σηκώνονται, δεν συγκινούνται. Γιατί όμως; Γιατί να ξεφύγει η νεολαία; Δεν ξέρεις ότι σιγά σιγά, όσο πάμε, Σόδομα και Γόμορρα θα γίνουμε; Δεν [01:20:00]υπάρχουν, ακούμε χωρισμοί και σκοτωμοί και αυτοκτονίες, πάει να χαλάσει, να καταστραφούμε. Αυτός ο κορωνοϊός να ζήσει να γεράσει που ήρθε, μήπως και υπάρχει και ενωθούνε λίγο οι οικογένειες και δεσμευτούμε, γιατί υπήρχε... έπαιρναν τα λεφτά και πηγαίνανε εκδρομές, πηγαίνανε, δεν ήτανε με τη γιαγιά και τον παππού να χαρούνε και αυτοί και οι γονείς και οι γιαγιάδες, να χαρούν και τα παιδιά, να προσφέρουν χαρά στους γέροντες. Τώρα φεύγουνε και αφήνουν τους γέροντες μόνους τους. Αυτός λοιπόν, αυτή τώρα η κρίση, εγώ την λέω κρίση, θα φέρει πιο κοντά, νομίζω, τους ανθρώπους και θέλω να τους φέρει. Θα χαρώ να ζήσω, να γίνω γριούλα, να χαρώ ότι πράγματι ήρθε στον ίσιο δρόμο ο νέος, γιατί πήγαινε να ξεφύγει. Δεν σεβόντουσαν τα σχολεία, να καταστρέφουν τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα τέτοια. Που φοβόμασταν τον δάσκαλο και τον σεβόμασταν, τρέμαμε! Να μπει ο δάσκαλος, σηκωνόμασταν όρθιοι. Όχι ότι τον φοβόμαστε, από φόβο, τον σεβόμασταν. Τώρα δεν σέβονται κανέναν. Ακούς παιδιά που βρίζουν τους ανώτερούς τους. Γιατί, κύριέ μου; Γιατί; Δεν είναι όλα τα δάχτυλα ίσια. Λένε ο τάδες, η τάδε, ο υπουργός, ο βουλευτής, ο ένας, ο άλλος, τι είναι, ποιος είναι, δεν έχει σημασία. Ο Δήμαρχος κυβερνάει το νησί μας, δεν έχει σημασία. Οφείλουμε να τον σεβαστούμε. Οτιδήποτε, να τον εκτιμήσουμε. Όχι, υπάρχει ασέβεια πρέπει να γυρίσουμε κοντά στην… να γυρίσουν τα παιδιά σε πιο... έτσι... πώς να το εκφράσω; Να έρθουνε σε πιο ήρεμες καταστάσεις, πιο… να βιώσουν πιο ωραία τα χρόνια, να πάρουν παράδειγμα δηλαδή από τους παλιούς, να βρεθούν κοντά με τους παλιούς, να τους διηγηθούν τα δύσκολα χρόνια που περάσανε και πόσο ευχαριστημένοι είναι. Και τώρα έχουν όλες τις ανέσεις και είναι δυστυχισμένα τα παιδιά, δεν είναι ευχαριστημένοι. «Θα πάρω εκείνο, θέλω αυτοκίνητο, θέλω μηχανάκι, θέλω εκείνο». Τότες πηγαίναμε με τα πόδια στα κτήματα και δεν λέγαμε όχι. Και τώρα με το μηχανάκι λένε: «Δεν πάω, όχι, δεν πάω. Γιατί να πάω; Τι θα μου δώσει;» Να σου δώσει να καλλιεργήσεις τη γη, να τη φροντίσεις. Η γη είναι ένας θησαυρός, είναι πηγή ευτυχίας, η γη θα μας δώσει. Μεθαύριο, άμα θα έρθει ένας πόλεμος, πού θα στραφούμε; Στη γη. Η γη θα μας ζήσει, θα μας θρέψει. Δεν θα μας θρέψουν το εξωτερικό που πάμε να παραθερίσουμε και να κάνουμε… Αυτά, παιδιά μου. Σας παρακαλώ πολύ να έχετε επικοινωνία με τους μεγαλύτερους, να χαράξετε έναν σωστό, ήρεμο δρόμο. Και οι σπουδές είναι τώρα, υπάρχουν πολλά ερεθίσματα, μαθαίνουμε πολλά, δεν έχετε εγκυκλοπαίδειες, τώρα πατάτε ένα κουμπί μαθαίνετε και την ορθογραφία και όλα. Μπορώ να σας στείλω και ένα από την Ε΄ δημοτικού έναν μία φωτοτυπία να δείτε τι γράμματα κάναμε εκείνα τα χρόνια στο σχολείο, πόσο συνεπείς ήμασταν και πόσο. Εκεί. Προσπαθούσαμε να κάνουμε τα καλύτερα γράμματα, τα καλύτερα. Δόξα τω Θεώ! Δεν έχω τίποτα άλλο να σας πω τελειώνοντας, να ζήσετε ευτυχισμένα και ήρεμα καλά χρόνια!
Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ και σας ευχαριστούμε για τον χρόνο σας και για όσα μοιραστήκατε μαζί μας.
Όχι, είχα πολλά. Η ζωή μου είναι μία… ένα ολόκληρο βιβλίο, αλλά τα είπα εν ολίγοις, λίγο, μια καθημερινότητα, μια περίληψη όλα αυτά.
Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.
Ξεχνιούνται τα χρόνια; Ξεχνιούνται να βλέπεις στον αργαλειό μπαπ μπουπ, να χτυπάει; Και να βγαίνει το ύφασμα από κάτω; Ξεχνιούνται τα πλεξίματα, τα κεντήματα, τα καβουρδίσματα; Τα πάντα όλα. Ή τα εγγλέ που φτιάχναμε, τα εγγλέ που ήτανε τότε στη μόδα, τα σκοπελίτικα τα εγγλέ, που ήταν μοδίστρες. Τότε κοίταζε η καθεμία να ράψει, να κεντήσει, να πλέξει, να μανταρίσει ή να κάνει οτιδήποτε. Τώρα ποιος; Δεν πλέκει, τις πετάνε τις κάλτσες και αγοράζουν καινούργιες, γιατί υπάρχει αφθονία και από είδη και από χρήμα. Και για αυτό δεν τα σέβονται. Τότες φοβόμασταν μη σκιστεί, να τη βάλουμε προσεκτικά, τώρα σκίζεται και την πετάμε να πάρουμε καινούργια, δεν είναι έτσι. Γιατί, να σκεφτείτε ότι θα έρθουνε δύσκολοι καιροί και δεν θα έχουμε μετά, θα μας λείψουν αυτά που έχουμε και δεν θα μπορούμε. Η νέα γενιά δεν θα μπορέσει να ζήσει σε δυσκολίες. Εμείς ζήσαμε, γιατί τα είχαμε τα βιώματα από τους γονείς μας, ήταν φτωχοί και μεγαλώσαμε μέσα στη φτώχεια. Περάσανε πολέμους, κατοχές, και μάθαμε και εμείς αυτή τη ζωή. Τώρα τα νέα τα παιδιά δύσκολα θα μπορούν να προσαρμοστούνε σε δυσκολίες. Λοιπόν, σε ευχαριστώ και εγώ, συγγνώμη που σας κούρασα, είπα πολλά, γιατί τα είχα μέσα μου. Και πολλά θα μπορέσω να θυμηθώ, αλλά ήταν έκτακτη η συνάντησή μας και δεν ήμουνα να τα σκεφτώ, να σκεφτώ περισσότερα πράγματα, μέσα σε μία ώρα και αυτά που σκέφτηκα ήταν πάρα πολλά.
Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για όλα!
Παρακαλώ! Ευχαριστώ και εγώ!