© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

H ζωή στην Ιμπραημία, μια ελληνική συνοικία της Αλεξάνδρειας

Κωδικός Ιστορίας
9968
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παρασκευούλα Γαβριηλίδου (Π.Γ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
25/10/2020
Ερευνητής/τρια
Μαρία Κωνσταντινίδου (Μ.Κ.)

[00:00:00]

Μ.Κ.:

Καλησπέρα, θα μας πείτε τ’ όνομά σας;

Π.Γ.:

Παρασκευούλα Γαβριηλίδου.

Μ.Κ.:

Είναι Κυριακή 25 Οκτωβρίου του 2020, είμαι με την κυρία Παρασκευούλα Γαβριηλίδου και βρισκόμαστε στο Χαλάνδρι. Εγώ ονομάζομαι Μαρία Κωνσταντινίδου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Θα μας πείτε πότε και πού γεννηθήκατε;

Π.Γ.:

Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, 17 Νοεμβρίου του 1956.

Μ.Κ.:

Γεννηθήκατε στο σπίτι ή στο νοσοκομείο;

Π.Γ.:

Στη Maternité, όπως τη λέγαμε γαλλικά, στο μαιευτήριο. Στην Αλεξάνδρεια, ναι.

Μ.Κ.:

Πώς βρέθηκαν οι γονείς σας εκεί;

Π.Γ.:

Από την οικογένεια του πατέρα μου, οι γονείς του, ο παππούς μου και η γιαγιά μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε χωριό της Κύπρου, στους Αγίους Βαβατσινιάς και από εκεί έφυγαν και πήγαν στην Αλεξάνδρεια, για να βρουν την τύχη τους, γιατί ήταν δύσκολα τα πράγματα τότε. Και απ’ ό,τι έμαθα πολύ αργότερα, δεν φύγανε μαζί, αλλά συναντηθήκαν στην Αλεξάνδρεια και ερωτεύτηκαν και γεννήθηκε ο μπαμπάς μου. Η δε μαμά μου και απ' τη μία μεριά, απ' τη γιαγιά μου, πάλι από Κύπρο ήρθανε και ο άλλος ο παππούς από Λήμνο, το πιθανότερο. Απ’ τις ιστορίες που έχω ακούσει. Και πήγαινε Αλεξάνδρεια – Ραφήνα, που λέει και το τραγούδι… Είχε κάτι πλοία λέει ο θείος και πήγαινε και Αλεξάνδρεια και Λήμνο κι έτσι βρέθηκε να ζήσει τελικά στην Αλεξάνδρεια και να γεννηθεί η γιαγιά μου.

Μ.Κ.:

Οπότε τότε θεωρούνταν ότι η Αλεξάνδρεια είναι ένα μέρος που θα μπορέσεις να χτίσεις κάτι καινούργιο;

Π.Γ.:

Βέβαια ναι, όπως αργότερα, φεύγανε για τη Γερμανία για να δουλέψουν, να βρουν την τύχη τους. Η διαφορά ήταν όμως, ότι στην Αλεξάνδρεια οι Έλληνες πηγαίνανε ως, για να βρω τον όρο να μην παρεξηγηθώ, ήτανε μορφωμένοι, ενώ ο λαός εκεί ήταν αμόρφωτος. Οπότε πηγαίνανε και βρίσκανε τις δουλειές που είχανε το καλύτερο και μεγαλύτερο εισόδημα από τους ντόπιους.

Μ.Κ.:

Σε υψηλόβαθμες θέσεις, δηλαδή κυρίως;

Π.Γ.:

Ναι, σε θέσεις και γενικά ναι. Τις καλύτερες δουλειές, κάποιοι βέβαια κάνανε και πάρα πολλά χρήματα.

Μ.Κ.:

Τι επάγγελμα έκαναν οι γονείς σας;

Π.Γ.:

Ο πατέρας μου είχε γραφείο, αντιπροσωπεία με τρόφιμα, δηλαδή ήταν ο μεσάζων, δηλαδή με διάφορες εταιρίες από λουκούμια, μέχρι κονσέρβες, μέχρι διάφορα και έκανε τον διακινητή ανάμεσα στις βιομηχανίες και στα τότε μπακάλικα, δεν ήταν σούπερ μάρκετ τότε. Ναι.

Μ.Κ.:

Η μητέρα σας―

Π.Γ.:

Η μαμά μου δεν είχε δουλέψει. Είχε τελειώσει το Γαλλικό Σχολείο και θυμάμαι ότι, γιατί αυτό πρόλαβε, που πέθανε νέα, τελειώνοντας το Γαλλικό Σχολείο, έκανε κάποια εξειδίκευση και είχε ξεκινήσει να διδάσκει γαλλικά. Αλλά για λίγο διάστημα, δεν πρόλαβε πολύ.

Μ.Κ.:

Το Γαλλικό Σχολείο ήταν στην Αλεξάνδρεια;

Π.Γ.:

Ναι, ναι καλόγριες. Είχε πολλά ξένα σχολεία τότε εκεί, πάρα πολλά, γιατί είχανε το '56 με το Σουέζ και είχανε πάει πάρα πολλοί Ιταλοί, Γάλλοι… Και είχανε κάνει τα αντίστοιχα σχολεία και κυρίως η γενιά των γονιών μου πηγαίνανε σε ξένα σχολεία. Εμείς μετά, πηγαίναμε στα ελληνικά, η πλειοψηφία των Ελλήνων δηλαδή. Κι εγώ πήγα στο «Αβερώφειο Γυμνάσιο» εντάξει ήμουνα στο δημοτικό πρώτα το ελληνικό «Κοκκινάρειος Σχολή» όλα ήταν δωρεές, απ’ τα ονόματα, καταλαβαίνουμε… Ναι. 

Μ.Κ.:

Μπορείτε να μου περιγράψετε, έτσι, τη γειτονιά σας;

Π.Γ.:

Η γειτονιά μου στην Αλεξάνδρεια. «Σάρα Κανόπ» το είπα και αράπικα, είναι «Σάρα Κανόπ 64». Καταρχήν, η πολυκατοικία όλη ήταν οικογενειακή, γιατί ο παππούς μου, όπως είπα, πήγε από την Κύπρο εκεί, την έκτισε και κάθε, σχεδόν, όχι σχεδόν, κάθε ένα από τα παιδιά του είχε κι έναν όροφο, ας πούμε, κάπως έτσι ήταν. Οπότε γεννήθηκα και μεγάλωσα, μέχρι που φύγαμε, στο σπίτι μας εκεί. Ένιωθα πάρα πολύ όμορφα, πέρασα πάρα πολύ ωραία τα [00:05:00]παιδικά μου χρόνια και κυρίως θυμάμαι, ότι επειδή είμαι μοναχοπαίδι και όταν μου έλειπε η παρέα, κατέβαινα κάτω στην είσοδο της πολυκατοικίας κι έπαιζα και με τα παιδιά του θυρωρού, που ήτανε, εμείς «αραπάκια» τα λέγαμε, χωρίς να δίνουμε την κακή έννοια που δίνουν εδώ, όταν λένε τη λέξη «αράπης» γιατί είναι οι Αιγύπτιοι είναι Αραπάδες. Με την έννοια ότι, όπως λέμε στην Ελλάδα είναι οι Έλληνες, έτσι το λέγαμε, ενώ εδώ είναι παρεξηγήσιμος όρος. Και έπαιζα, λοιπόν, με τα παιδιά κάτω. Ατελείωτες ώρες, κουτσό, διάφορα παιχνίδια που παίζαμε. Και έκανα και τη δασκάλα εκεί. Έτσι κατάλαβα ότι ήθελα να γίνω δασκάλα, τους μάθαινα ελληνικά. Και παίζαμε εκεί, δηλαδή στην είσοδο της πολυκατοικίας είχε, έτσι, έναν χώρο, έναν διάδρομο, δεν βγαίναμε στον δρόμο, γιατί ήδη υπήρχαν αυτοκίνητα και δεν… ήταν επικίνδυνα. Αλλά αυτό, μου άρεσε πάρα πολύ, περνούσα όμορφα. Ναι.

Μ.Κ.:

Η γειτονιά ήταν κατά βάση πολυκατοικίες, δηλαδή; Η μονοκατοικίες;

Π.Γ.:

Ναι μόνο πολυκατοικίες, μόνο πολυκατοικίες. Η Αλεξάνδρεια ήτανε χτισμένη…, εγώ δηλαδή όταν γεννήθηκα ήταν ήδη χτισμένη με πολυκατοικίες, όπως είναι εδώ τα Πατήσια, η Κυψέλη, αντίστοιχα δηλαδή. Έτσι ήτανε χτισμένη.

Μ.Κ.:

Ήταν ήσυχη γειτονιά, όμως;

Π.Γ.:

Ήσυχο με τους Αιγύπτιους δεν το λες, σε καμία περίπτωση. Γιατί είναι λαός, που διακρίνεται για τη μουσική στο διαπασών. Άκουγες στο καφενείο, δηλαδή ήμουνα στο σπίτι και άκουγα τους ήχους από το καφενείο στη γωνία, το τσάι, το κουταλάκι που ανακάτευε το τσάι, τη ζάχαρη, που φωνάζανε: «Φέρε έναν καφέ εδώ». Τα παιδιά στα μπαλκόνια, κάτω, αυτοί που περνούσανε και πουλούσανε, διάφοροι πωλητές… Όχι, ήσυχη δεν τη λες, με τίποτα δεν τη λες ήσυχη, γιατί είναι έτσι και… Εντάξει, μπορούμε να το πούμε και ο πολιτισμός τους είναι αυτός έτσι, που εμείς θα λέγαμε ότι είναι απολίτιστοι, αλλά αυτωνών είναι ο πολιτισμός τους. Δεν υπήρχαν κοινή ησυχία και τέτοια πράγματα τώρα, αυτά ήτανε…

Μ.Κ.:

Δεν είχαν ώρες κοινής ησυχίας; 

Π.Γ.:

Εντάξει… αυτά είναι… Αφού οι γάμοι, όταν ήταν να γίνει ένας γάμος, κλείνανε τον δρόμο και ακόμα το κάνουν, κλείνουν το δρόμο με τεράστιες σαν σκηνές. Σκέψου να είναι πανιά τεράστια, που κλείνουν όλο τον δρόμο από παντού κι εκεί μέσα οργανώνεται ο γάμος, ας πούμε. Άμα έμενες σ’ αυτή την πολυκατοικία, μπροστά από την πολυκατοικία σου. Τι είχαν πρόβλημα αν μπορούσες εσύ να περάσεις με το αυτοκίνητό σου ή όχι; Δεν τους απασχολεί. Είναι μες στα έθιμά τους δηλαδή, το δεχόντουσαν όλοι. Δεν ήταν κάτι περίεργο.

Μ.Κ.:

Ο γάμος, δηλαδή, η τελετή ή και η προετοιμασία γινότανε εκεί;

Π.Γ.:

Τελετή.

Μ.Κ.:

Η τελετή.

Π.Γ.:

Ναι, ναι, εκεί την κάνουνε. Ναι δεν πηγαίνανε, δεν πάνε στο τζαμί―

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Για να κάνουνε την τελετή, όχι.

Μ.Κ.:

Θυμάστε εσείς κάποιον συγκεκριμένο γάμο, κάτι να―

Π.Γ.:

Όχι, αλλά θυμάμαι συνέχεια να συμβαίνει, δηλαδή.

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Θυμάμαι συνέχεια. «Κοίτα εκεί να, παντρεύεται η κόρη του τάδε, που μένει σ’ εκείνη την πολυκατοικία….» και έρχονται μια-δυο μέρες, να γίνει το στήσιμο όλο, σκελετοί, πράγματα και είναι κάτι πανιά, που είναι σαν αυτά που βλέπουμε και στα τζαμιά. Δηλαδή που έχουνε, είναι στην ύφανσή τους βλέπεις, ο Αλλάχ και διάφορα τέτοια, ας πούμε.

Μ.Κ.:

Και έμπαιναν και οι καλεσμένοι, όλοι εκεί;

Π.Γ.:

Ναι όλοι μέσα, τεράστιες πολυθρόνες πράγματα, αυτά ναι.  Εκεί μέσα, ναι, ναι. Ένας θρόνος τεράστιος για τη νύφη και τον γαμπρό, έτσι, πολύ εντυπωσιακά όλα αυτά.

Μ.Κ.:

Ναι. Είχατε―

Π.Γ.:

Ίσως οι Ρομά να κάνουν κάτι τέτοιο, δεν έχει τύχει, αλλά φαντάζομαι ότι κάτι αντίστοιχα πράγματα κάνουνε, ναι.

Μ.Κ.:

Είχατε παραστεί εσείς ποτέ σε κάποιον τέτοιο γάμο;

Π.Γ.:

Όχι, αλλά περνούσα σαν παιδάκι, και κοίταζα―

Μ.Κ.:

Ναι και κοιτάζατε―

Π.Γ.:

Ας πούμε, έτσι; Από περιέργεια να δω τι γίνεται, έτσι, ναι…

Μ.Κ.:

Εσάς το σπίτι σας εσωτερικά πώς ήτανε;  

Π.Γ.:

Τα σπίτια στην Αίγυπτο, γενικώς, το λέω γιατί ερχόμενη εδώ, ας πούμε, στα… Καλά είχα έρθει και πιο πριν στην Ελλάδα. Η πρώτη φορά που ήρθα ήμουν περίπου 10 χρονών. Όταν έλεγες το σπίτι σου είναι τριάρι, ενώ εδώ εννοούμε, όλους τους χώρους μαζί, στην Αλεξάνδρεια ήταν μόνο τα υπνοδωμάτια. Έλεγες τριάρι και εννοούσες 3 υπνοδωμάτια. Άλλο ήτανε το χολ, η τραπεζαρία, διάφοροι άλλοι χώροι. Ήτανε μεγάλα σπίτια, όπως, απ’ ό,τι έχω καταλάβει και εδώ ήταν έτσι τα παλιά σπίτια, κάτι μονοκατοικίες παλιές που βλέπουμε, είναι έτσι. Τεράστια σπίτια. Ψηλοτάβανα και λοιπά.

Μ.Κ.:

Ψηλοτάβανα, ναι…

Π.Γ.:

Έτσι, ναι, ναι. Ναι, έτσι ήταν όλα. Και εμάς έτσι ήταν το σπίτι μας. Είχε τουλάχιστον τρία υπνοδωμάτια και τους άλλους χώρους μετά, ναι.

Μ.Κ.:

Οπότε παρ[00:10:00]ότι ήταν πολυκατοικίες, γενικά τα διαμερίσματα όλα τα σπίτια ήταν μεγάλα;

Π.Γ.:

Ναι, ναι, μεγάλα, φωτεινά και λοιπά, ναι, ναι.

Μ.Κ.:

Οι δημόσιοι χώροι γενικά πώς ήτανε; Υπήρχαν πάρκα, πλατείες;

Π.Γ.:

Όχι. Πάρκα και πλατείες, όχι, δεν υπήρχανε. Στην Αλεξάνδρεια, ας πούμε, και τώρα ακόμη η Αλεξάνδρεια δεν έχει αλλάξει. Γιατί η Αλεξάνδρεια όταν χτίστηκε, που φαντάζομαι ότι εκεί γύρω στο '50 κάτι, που ξεκίνησε και χτίστηκε, χτίστηκε πια. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνουνε. Γι’ αυτό και όταν― τώρα πηδάω απ’ το ένα θέμα στο άλλο― αλλά όταν πήγα 20 χρόνια μετά που έφυγα. Έφυγα το '70 και πήγα το '90, είχε κτιστεί παραέξω, σαν να φανταστούμε, ας πούμε, ότι η Αθήνα, το κέντρο, μέχρι, ας πούμε, την Αγία Παρασκευή ήταν η Αθήνα και έχει χτιστεί τώρα μέχρι την Νέα Μάκρη τεράστιες πολυκατοικίες. Αλλά εκεί ήτανε άμμος, αμμουδιά δηλαδή, αμμόλοφοι το έδαφος. Εκεί που πηγαίναμε εμείς διακοπές. Δηλαδή που πηγαίναμε το καλοκαίρι, ας πούμε, το παράδειγμα που είπα, στη Νέα Μάκρη, νοικιάζαμε με τον χρόνο ένα σπιτάκι, το κάνανε πάρα πολλοί Έλληνες, κοντά στη θάλασσα. Και όταν πήγα το '90, είδα, δεν αναγνώρισα καθόλου το τοπίο, γιατί τότε ήτανε σπιτάκια διάσπαρτα. Πολλά ήταν και σαλέ, έτσι, ξύλινα και ανάμεσα χουρμαδιές τις λέγαμε εμείς, φοινικιές. Και άμμος, αμμόλοφοι και άμμος, τίποτα άλλο. Και αντίκρισα εννιαώροφες πολυκατοικίες πάνω στην άμμο, ασοβάτιστες. Σοκαριστική εικόνα.

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Ναι, έτσι είναι. Γιατί, καταρχήν όταν φύγαμε εμείς το '70 η Αλεξάνδρεια ήτανε― αν δεν κάνω λάθος― ήτανε…. τώρα πόσο είναι; 5 εκατομμύρια; Και όταν ξαναπήγα ήταν 15-20, ας πούμε.

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Οπότε κάπως έπρεπε να χωρέσουν. Αλλά κυρίως η Αλεξάνδρεια, από τότε που μεγάλωνα εγώ, ήταν ήδη χτισμένη πολυκατοικίες και δεν είχε προβλεφθεί ούτε πάρκα, ούτε παιδικές χαρές. Μόνο υπήρχαν και υπάρχουν, αυτά υπάρχουν και ακόμα, ένα- δύο χώροι, δηλαδή ένα-δύο τεράστιοι κήποι, τεράστιοι, το ένα ήταν το «Sporting» ούτε ξέρω πόσα στρέμματα, τεράστιος χώρος. Βέβαια ήταν ιδιωτικό club, όπου μέσα είχε τα πάντα. Από τένις, μπάσκετ, βόλεϊ, ιππασία, πισίνες, πράγματα… αλλά ήταν, πλήρωνες για να πας, δεν πήγαινε όποιος ήθελε. Και κάνα δύο άλλοι χώροι που ήταν τεράστιοι κήποι, αλλά σε συγκεκριμένα σημεία, ας πούμε, της Αλεξάνδρειας, δεν ήταν στις γειτονιές, δεν ήταν πρόσβαση. Και ο Ζωολογικός Κήπος που ήτανε αγαπημένο μου, τότε δεν είχαμε τους περιορισμούς τους οικολογικούς, που έχουμε τώρα. Τώρα αν το έβλεπα έτσι, δεν θα χαιρόμουνα τόσο πολύ, αλλά ήτανε η κυριακάτικη βόλτα που τρελαινόμουνα, σαν παιδάκι. Τεράστιος ζωολογικός κήπος και σε πάρα πολύ καλή κατάσταση. Που όταν πήγα βέβαια το '90 ήταν θλιβερό, όχι απλώς άσχημη κατάσταση, θλιβερό.

Μ.Κ.:

Στην Αλεξάνδρεια και αυτός ήτανε;

Π.Γ.:

Ναι, ναι, Αλεξάνδρεια, Αλεξάνδρεια.

Μ.Κ.:

Και ήτανε, ας πούμε είχε πολλά ζώα και―

Π.Γ.:

Είχε. Ναι―

Μ.Κ.:

Είχε πολλά ζώα; Ήτανε έτσι―

Π.Γ.:

Είχε ναι πάρα πολλά ζώα. Ιπποπόταμους, ελέφαντες, λιοντάρια, καμηλοπαρδάλεις, πιθήκους τα πάντα, τα πάντα, τα πάντα είχε. 

Μ.Κ.:

Οπότε ήταν εντυπωσιακό για τότε;

Π.Γ.:

Σαν παιδί τρελαινόμουνα, ενθουσιαζόμουνα να πηγαίνω εκεί, ναι. Και αυτό που είχαμε εμείς οι Έλληνες και ακόμα με νύχια και με δόντια κρατιέται, είναι η Ένωση, που είναι ένα τεράστιο οικοδομικό τετράγωνο, όπου εκεί είναι η Αθλητική Ένωση. Είναι ένα, φαντάσου ένας, έχει ένα κανονικό γήπεδο ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϊ, χώρους… Έναν χώρο που είναι κυλικείο, εστιατόριο, όπου πηγαίναμε με τους γονείς μας… Οι γονείς μας εκεί καθόντουσαν, πίνανε τους καφέδες τους, τα μεζεδάκια τους και αυτά κι εμείς παίζαμε τα παιδιά κάτω σ’ όλον αυτόν τον χώρο. Είχε χώρους για πινγκ-πονγκ, για διάφορα και σ’ αυτό το οικοδομικό τετράγωνο συμπεριλαμβάνονται και τα ελληνικά σχολεία. Παλιά ήτανε μόνο το γυμνάσιο, τώρα έχουν συρρικνωθεί― να το πω έτσι― γιατί πλέον το δημοτικό που πήγαινα, ας πούμε, που ήταν στη γειτονιά μου, «Πρατσίκειος – Κοκκινάρειος» τα δύο δημοτικά, τα έχουνε πάρει. Και έχουν συγκεντρωθεί όλοι σ’ αυτό [00:15:00]το οικοδομικό τετράγωνο και το δημοτικό σχολείο και το Προξενείο και που είναι και η Αθλητική Ένωση. Είναι ένας τεράστιος χώρος, εκεί πηγαίναμε και εντάξει, ήτανε για μας βόλτα και διέξοδος πολύ συχνά.

Μ.Κ.:

Οπότε δεν υπήρχε τόσο το παιχνίδι στη γειτονιά, όσο σε τέτοιους χώρους;

Π.Γ.:

Όχι, η γειτονιά ήτανε αυτό έτσι, με τα παιδάκια κάτω και μαζευόντουσαν στα σπίτια. Βέβαια οι Έλληνες που μέναμε κοντά, είχαμε πάρα πολλούς, φίλες η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, που μέναμε κοντά και βρισκόμασταν και παίζαμε τα παιδιά, ας πούμε, έτσι. Αλλά χώρος εξωτερικός στη γειτονιά να παίξουμε μεγάλος, όχι, δεν υπήρχε.

Μ.Κ.:

Οι σχέσεις σας με τους γείτονες ποια ήτανε τότε;

Π.Γ.:

Πολύ καλή. Γενικά, έτσι, μεγαλώνοντας που τ’ αναπολώ και τα σκέφτομαι, η σχέση των Αιγυπτίων με τους Έλληνες πολύ αγαπησιάρικη σχέση, που ίσως δεν ήταν έτσι με τους άλλους λαούς, που είχαν έρθει. Ιταλούς, Γερμανούς, ξέρω ‘γω, Άγγλους. Με τους Έλληνες, πάρα πολύ αγαπησιάρικη σχέση. Και εμείς, δηλαδή, είχαμε δεν ξέρω, ένιωθα ότι οι Έλληνες, δεν νιώθανε, δεν συμπεριφερόντουσαν υπεροπτικά, ίσως το κάνανε οι άλλοι αυτό. Και αυτό δημιουργούσε μία ζεστή και όμορφη σχέση μεταξύ και των γυναικών γειτόνων και των αντρών και γενικότερα, ας πούμε. Εντάξει στενή παρέα, όπως μπορεί να κάνει κάποιος εδώ με έναν γείτονά του, δεν κάναμε. Αλλά υπήρχε σχέση του γείτονα και της γειτόνισσας, ας πούμε. 

Μ.Κ.:

Οι σχέσεις με τους ντόπιους, δηλαδή ήτανε καλές, δεν ήτανε―

Π.Γ.:

Ναι, ναι, εγώ έτσι πιστεύω.

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Νομίζω και το, έχει αποδειχθεί αυτό, δηλαδή ότι ποτέ δεν έχουν καταφερθεί εναντίον των Ελλήνων οι Αιγύπτιοι και αν πάει ακόμα και τώρα κάποιος στην Αίγυπτο, βέβαια έχουν μείνει λίγοι. Εμένα μου είχε κάνει εντύπωση, όταν πήγαμε το 2010, με τον σύζυγό μου και περπατούσαμε στο κέντρο της Αλεξάνδρειας και βλέπαμε σε μία βιτρίνα κάτι παπούτσια. Γιατί πάντα είχανε πολύ καλά δέρματα, τώρα πια δεν ξέρω τι είναι, αλλά τέλος πάντων, βλέπαμε κάτι παπούτσια και του έλεγα: «Ποια σου αρέσουνε; Θες να τα δοκιμάσεις;» και ήτανε στην πόρτα του καταστήματος, ο πωλητής, ο οποίος μας άκουγε και γυρίζει και λέει: «Τι νούμερο φοράει κύριος;» Μίλησε στα ελληνικά. Αυτό δείχνει τη… είναι ένα παράδειγμα της πολύ καλής σχέσης που είχαμε μαζί τους. Μαθαίνανε τη γλώσσα μας, αυτοί οι άνθρωποι δηλαδή, που τώρα θα έχουν μείνει λίγο, που είναι λίγοι, που μπορεί να είναι γύρω στα 80 που προλάβανε, γιατί εντάξει μέχρι το '70, '80, υπήρχανε… 1970, 1980 υπήρχαν Έλληνες, αλλά όχι τόσοι πολλοί. Τώρα έχουνε μείνει ελάχιστοι. Συνεργαζόντουσαν, μπαίνανε στα σπίτια μας, στις δουλειές μας και μαθαίνανε τη γλώσσα και δεν χάνουν ευκαιρία, έτσι, να το δείξουνε, που δείχνει συμπάθεια αυτό το πράγμα… και καλή σχέση.

Μ.Κ.:

Ποια είναι η πιο έντονη παιδική σας ανάμνηση;

Π.Γ.:

Πιο έντονη; Τι να πω; Εγώ ξέρω να πω, ότι όταν φύγαμε απ’ την Αλεξάνδρεια, επειδή φύγαμε βίαια, εγώ επί, δεν ξέρω πόσους μήνες, έκλαιγα τα βράδια. Έκλαιγα που έφυγα. Δεν ξέρω τι να πω! Όλα ήτανε έντονα και όμορφα, όλα αυτά που έχω αναφέρει και πολλά, αυτά που κάναμε, ήταν πάρα πολύ όμορφα. Και τα σχολεία μας ήτανε, καμία σχέση όταν… Όταν ήρθα εδώ ήτανε το '70, που ήτανε δικτατορία στην Ελλάδα, είχαμε Χούντα. Στην Αλεξάνδρεια όταν ερχόταν ένα καινούριο παιδί στο σχολείο, στο γυμνάσιο τότε που ήμουνα, Β' γυμνασίου, στο «Αβερώφειο» ερχόταν η γυμνασιάρχης με το παιδί, έμπαινε στην τάξη, μας το σύστηνε, το αποδεχόμασταν, το καλωσορίζαμε… Όταν, λοιπόν, ήρθα και εγώ εδώ στην Αλεξάνδρεια και μάλιστα λόγω οικογενειακών καταστάσεων ήρθαμε στη μέση της σχολικής χρονιάς και πάμε στο σχολείο, το δημόσιο βέβαια σχολείο, περίμενα ότι θα με πάρει και μένα ο γυμνασιάρχης και θα με πάει στην τάξη να με παρουσιάσει. Και συμβαίνει το εξής∙ μου λέει ο γυμνασιάρχης: [00:20:00]«Ναι παιδί μου εσύ ήρθες. Λοιπόν έλα από το παράθυρο να σου δείξω. Αυτή εκεί είναι στον πρώτο όροφο, τρίτη πόρτα είναι η αίθουσα σου. Θα πας εκεί». Κατεβαίνω κι εγώ και πάω και στέκομαι στην πόρτα, δεν ξέρω τι να κάνω, δεν μπαίνω. Μέσα είχε τότε, ξέρω ‘γω πόσα παιδιά είχε; Δεν ξέρω, 50; 60; Στην τάξη; Καθόντουσαν σ’ ένα γραφείο τρεις-τρεις. Και βλέπω να έρχεται ένας καθηγητής, ο οποίος ο άνθρωπος εξαιρετικός αποδείχτηκε εκ των υστέρων, αλλά η εικόνα που μου έκανε εμένα σαν παιδί τότε, ο οποίος είχε κάποιο πρόβλημα κινητικό και ερχότανε κάπως περίεργα και με βλέπει στην πόρτα και μου λέει: «Τι κάνεις παιδάκι μου εσύ εκεί; Γιατί δεν κάθεσαι ακόμα στο θρανίο σου;» Λέω: «Κύριε ξέρετε είμαι καινούρια». «Α» μου λέει «εντάξει. Κάντε χώρο, κάντε χώρο να καθίσει». Και στριμωχτήκανε δυο-τρεις, για να κάτσω κι εγώ τέταρτη, ας πούμε, στο θρανίο. Οπότε καταλαβαίνεις, τώρα, γενικότερα… Εκεί ήμαστε 20 παιδιά στην τάξη ήδη τότε, 25. Αίθουσες μεγάλες, με τεράστια παράθυρα, μεγάλα, νεοκλασικό κτίριο, καταπληκτικό. Εκ των υστέρων το βλέπω και λέω: «Τι λες; Εκεί μέσα έμπαινα;» Όταν έμπαινα, δεν το συνειδητοποιούσα. Δηλαδή είναι κάπως σαν τα κτίρια του «Αρσακείου» και βάλε. Κάπως έτσι, για να πάρουμε μία…

Μ.Κ.:

Οπότε ήταν σοκαριστική η μετάβαση;

Π.Γ.:

Το σοκαριστικό, δεν λέει τίποτα.

Μ.Κ.:

Οπότε στο σχολείο, εκεί, κάνατε τα μαθήματα και στα ελληνικά και στα αραβικά ή ήταν στα ελληνικά στην Αλεξάνδρεια;

Π.Γ.:

Στα ελληνικά όλα, όλα ελληνικά. Ακριβώς το πρόγραμμα που ίσχυε και εδώ, το ίδιο. Με καθηγητές που ερχόντουσαν, διορισμένοι από το Υπουργείο Παιδείας εδώ. Όμως κάναμε υποχρεωτικά κάθε μέρα δύο ώρες τα αραβικά. Δύο ώρες, δύο ώρες εννοώ, διδασκαλικές ώρες, εκτός Παρασκευής, που είναι αργία για τους μουσουλμάνους. Οι μουσουλμάνοι έχουν την Παρασκευή. Οπότε Παρασκευή δεν ερχόντουσαν οι δάσκαλοι. Κάθε μέρα, εκτός Παρασκευής, δύο ώρες υποχρεωτικά. Και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο κάναμε.

Μ.Κ.:

Εσείς, ας πούμε, από κει, έχετε κάποια ιδιαίτερη σχολική ανάμνηση; Κάτι πολύ συγκεκριμένο…

Π.Γ.:

Μία αραβοδασκάλα! Που είχα στο δημοτικό, την οποία όλοι την θυμούνται, γιατί άμα δεν κάναμε, δεν λέγαμε κάτι όπως το ήθελε, έκανε αυτό που και εδώ το κάνανε κάποιοι δάσκαλοι, αλλά οι Έλληνες δάσκαλοι δεν μας τα κάνανε αυτά ποτέ. Δεν θυμάμαι δηλαδή κάποιο δάσκαλο, ούτε να μας έδερνε με βέργα, ούτε να μας χαστούκιζε ούτε… Καμιά τιμωρία μόνο βάζανε. Τα χέρια μπουνιά, για να το περιγράψω, και πάνω στα κοκαλάκια εδώ, μας βάραγε. Και είχε ξεσηκωθεί όλη η ελληνική κοινότητα, ας πούμε, απ’ αυτή την αραβοδασκάλα. Ναι.

Μ.Κ.:

Αυστηρή!

Π.Γ.:

Πολύ κακιά εμπειρία, ναι.

Μ.Κ.:

Και η αφορμή για μία τέτοια τιμωρία μπορεί να ήτανε το οτιδήποτε, ας πούμε, δεν την ευχαριστούσε;

Π.Γ.:

Ε, ναι, ναι, ναι, εντάξει ή «Γιατί μίλησες στον διπλανό» ή «Γιατί δεν έγραψες δύο φορές το κείμενο που σου είπα και το έγραψες μία…» Ξέρω ‘γω οτιδήποτε, δεν θυμάμαι τις αφορμές, αλλά σίγουρα, γιατί ήμουνα καλή μαθήτρια, δηλαδή για να το έχω υποστεί, κάτι τέτοιο. Ήμουνα και ζωηρό παιδάκι, άρα μπορεί και από ζωηράδα να ήτανε.

Μ.Κ.:

Είχατε και κυλικείο;

Π.Γ.:

Ναι είχαμε, βέβαια είχαμε κυλικείο. Είχαμε, είχαμε ναι.

Μ.Κ.:

Ήτανε ξεχωριστό δωμάτιο―

Π.Γ.:

Ήταν στην αυλή του δημοτικού σχολείου, που ήταν τεράστια βέβαια. Ήταν δύο δημοτικά σχολεία «Πρατσίκειος-Κοκκινάρειος» και τα νηπιαγωγεία. Και ήταν, ναι, στην αυλή ένα δωμάτιο, ένα σπιτάκι που πηγαίναμε και αγοράζαμε, ναι όπως κι εδώ. Από γλειφιτζούρια, τότε, μέχρι ό,τι θες.

Μ.Κ.:

Οπότε κολατσιό θα παίρνατε, ας πούμε, από εκεί ή ήταν σύνηθες να το προετοιμάσετε και απ' το σπίτι;

Π.Γ.:

Όσο μπορώ να θυμηθώ και τα δύο γινόντουσαν. Και από το σπίτι παίρναμε κι εκεί ψωνίζαμε. Ναι.

Μ.Κ.:

Και το σχολείο ξεκινούσε και τελείωνε όπως και εδώ την ίδια ώρα;

Π.Γ.:

Ναι, ναι, ναι.

Μ.Κ.:

Ήταν ίδιες οι ώρες διδασκαλίας;

Π.Γ.:

Ίδιες ώρες διδασκαλίας, ναι.

Μ.Κ.:

Ωραία. Τώρα να ρωτήσω, πώς περνούσατε τον ελεύθερό σας χρόνο;

Π.Γ.:

Τον ελεύθερο χρόνο, ναι. Τότε δεν είχαμε αυτά τα… αντίστοιχα της δικής μου ηλικίας δηλαδή ούτε και εδώ. Τα εξωσχολικά. Εγώ σαν μοναχοπαίδι, με θυμάμαι να βαριέμαι πολλές φορές τα απογεύματα. Γι’ αυτό και η διέξοδος ήταν να κατέβω και να παίζω. Τουλάχιστον είχαμε αυτό, έτσι; Το παιχνίδι ήτανε και οι [00:25:00]δραστηριότητες μέσα στο σπίτι, ας πούμε, έτσι; Παιχνίδια, επιτραπέζια, τέτοια πράγματα. Ναι.

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Το Σάββατο- Τι Σαββατοκύριακο; Δεν είχαμε τότε Σάββατο. Την Κυριακή μόνο ήτανε που είχαμε την έξοδο. Βόλτες και… και επισκέψεις μπορεί να πηγαίναμε ένα απόγευμα, σε σπίτια Ελλήνων φιλικά.

Μ.Κ.:

Οπότε οι τρόποι διασκέδασης και για τους ενηλίκους και γενικώς η οικογενειακή έξοδος ήταν κυρίως την Κυριακή;

Π.Γ.:

Ναι οι γονείς, βγαίνανε Σάββατο βράδυ βέβαια, το θυμάμαι αυτό. Βεβαίως. Βγαίνανε το Σάββατο το βράδυ, αλλά ναι, οικογενειακά την Κυριακή ναι.

Μ.Κ.:

Οι γονείς, ας πούμε, Σάββατο βράδυ που θα πήγαιναν; Τι επιλογές είχαν;

Π.Γ.:

Επιλογές, είχανε τους καλύτερους κινηματογράφους και τις ταινίες της πρώτης προβολής, δεν το συζητώ. Κινηματογράφοι που υπήρχαν τότε στην Αλεξάνδρεια ήταν τι να πω τώρα; Ούτε το Παλλάς δεν είναι έτσι τώρα. Το λέω γιατί το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Είναι, ήταν καταπληκτικές αίθουσες, φτιαγμένες από όλους τους ξένους, που λέω, με βελούδινες καρέκλες. Και εμείς πηγαίναμε τα Σάββατα, δηλαδή εντάξει, ως εκεί στα 12, γυμνασιοκόριτσο πια, πηγαίναμε. Μας πηγαίνανε οι γονείς μας, μας αφήναν στο σινεμά και ήταν απέξω να μας πάρουνε. Πηγαίναμε μεγάλες παρέες, μπράβο ναι, αυτό το θυμάμαι πολύ έντονα. Βέβαια ήταν όλα, δεν υπήρχαν υπότιτλοι. Αν υπήρχαν αραβικά, που δεν μας βοηθούσε και πολύ, όσο και να ξέραμε τη γλώσσα, ό,τι καταλαβαίναμε. Θυμάμαι το «Σπάρτακος» ας πούμε, ξέρω ‘γω. Ναι κάτι ταινίες εποχής, τέτοιες. Πηγαίναμε παρέα και πιο πολύ βέβαια διασκεδάζαμε μεταξύ μας, παρά παρακολουθούσαμε την ταινία. Σινεμά, πολύ σινεμά, πάρτι γινόντουσαν, πάρτι πάρα πολλά κάναμε μεταξύ μας, γενέθλια και τέτοια. Και, τα παιδικά γενέθλια πάρα πολύ έντονα, τα ζούσαμε όλοι. Κι εγώ, δηλαδή, έχω ατελείωτες αναμνήσεις από το τα παιδικά μου γενέθλια και φίλων. Και μεγαλώνοντας οι γονείς, επανέρχομαι ναι, πηγαίνανε κινηματογράφο πολύ και θέατρο. Ερχόντουσαν από την Ελλάδα πολλές φορές παραστάσεις, ερχόντουσαν θίασοι ελληνικοί και δίναν παραστάσεις. Και υπήρχαν και πάρα πολλά κέντρα διασκέδασης, εστιατόρια με μουσική, με χορό, υπήρχαν πάρα πολλά. Τα οποία πηγαίνανε κυρίως οι Ευρωπαίοι, βέβαια. Δηλαδή οι Αιγύπτιοι δεν πηγαίνανε σ’ αυτά. Ήτανε για τους Ευρωπαίους. Αλλά καταπληκτικές αίθουσες, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης δηλαδή, όπως θα υπήρχαν αντίστοιχα στο Παρίσι, στη Ρώμη και τέτοια… Τέτοιου τύπου δηλαδή ήτανε. Αυτά τα κατάλαβα αργότερα, γιατί όταν τα ζεις, δεν καταλαβαίνεις, ας πούμε, τι… Σου φαίνονται ότι έτσι είναι παντού οι χώροι διασκέδασης, τα σινεμά και τα θέατρα, ότι έτσι είναι παντού. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, κατάλαβα ότι δεν είναι έτσι παντού. Αλλά σιγά-σιγά πάλι, μεγαλώνοντας τα βλέπεις.

Μ.Κ.:

Μπορεί να γινόντουσαν και σχολικές εκδηλώσεις;

Π.Γ.:

Σχολικές εκδηλώσεις, γιορτάζαμε πάρα πολύ, δηλαδή το πάρα πολύ, πάει στο πολύ έντονα και με πολύ ζήλο και πάθος όλες τις Επετείους, 28η, 25η, τα Χριστούγεννα. Δηλαδή θυμάμαι, ότι τα ζούσαμε πάρα πολύ έντονα, γιατί υπήρχε και η νοσταλγία για την πατρίδα, για την Ελλάδα, πάρα πολύ έντονα. Και αυτό μας έκανε να ζούμε και παιδιά που ήμαστε, να ζούμε διαφορετικά απ’ ό,τι μπορεί εδώ να γιορτάζουν. Γιατί μετά κι επειδή δούλεψα και ως εκπαιδευτικός, το έβλεπα και το ζούσα. Αυτό το συναίσθημα που είχαμε τότε εμείς, δε νομίζω ότι μπορούν… ίσως τα παιδιά που ζουν εκτός Ελλάδος να το νιώθουνε. Πάρα πολύ έντονα. Και συμμετείχε όλη η ελληνική κοινότητα σε όλα αυτά. Τα Χριστούγεννα στο σχολείο γινόταν διαγωνισμός ποια τάξη θα στολίσει πιο ωραία. Ξημεροβραδιαζόμασταν τις παραμονές, για να στολίσουμε την τάξη μας, κάναμε καταπληκτικά πράγματα, για να διακριθούμε να πάρουμε το βραβείο στο στολισμό της τάξης μας. Ναι πολύ έντονα, πάρα πολύ έντονα και γινόντουσαν γενικώς και ρεβεγιόν καταπληκτικά, που πηγαίναμε οικογενειακά όλοι. Σε καταπληκτικές αίθουσες, όπως σου είπα και λοιπά. Ναι, τα ζούσαμε αυτά πάρα πολύ έντονα.

Μ.Κ.:

Και τα έθιμα του Πάσχα τηρούνταν;

Π.Γ.:

Και τα έθιμα του Πάσχα, βεβαίως. Κι εγώ [00:30:00]που ήμουνα και προσκοπίνα, οδηγός, ήταν και ο πατέρας μου και η μητέρα μου στον προσκοπισμό και ζούσαμε πολλά πράγματα πολύ έντονα και πολύ όμορφα. Έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις. Το Πάσχα συμμετείχα ενεργά στην εκκλησία, ως οδηγός στον επιτάφιο, να πάω να στολίσω τον επιτάφιο και διάφορα, ήταν πάρα πολύ έντονα. Ναι, το βίωνα πάρα πολύ. Τώρα, Ανάσταση, δεν το συζητώ, ήμαστε όλοι. Καταρχήν υπήρχαν πολλές εκκλησίες, ορθόδοξες χριστιανικές στην Αλεξάνδρεια, οι οποίες υπάρχουν και ακόμα. Και τις… μου έκανε φοβερή εντύπωση και το ‘10 η τελευταία εντύπωση, το 2010 που πήγα, ότι τις φυλάσσουν, έχουν αστυνομία και τις φυλάσσουν, για να μην τις πειράξει κανείς. Και δεν τις έχουνε πειράξει. Και δεν λειτουργούν όλες, αλλά οι περισσότερες. Βέβαια είναι και το Πατριαρχείο έτσι εκεί, ναι, στην Αλεξάνδρεια. Τα ζούσαμε, ακόμα και την Ανάσταση, δηλαδή, αυτό που ζούσαμε εκεί που δεν έβλεπες, δηλαδή να έπεφτε καρφίτσα, δεν θα έπεφτε κάτω, γιατί στην κάθε γειτονιά υπήρχαν πάρα πολλοί Έλληνες και αρκούσε δηλαδή της γειτονιάς οι Έλληνες να μαζευτούνε, για να γεμίσει. Τώρα δε γίνεται βέβαια αυτό, αλλά όσο μπορούν αυτοί που είναι…

Μ.Κ.:

Και την Κυριακή του Πάσχα, ας πούμε, μπορεί να σουβλίζανε;

Π.Γ.:

Κυριακή του Πάσχα κυρίως γιορτάζαμε στο σπίτι. Εκεί κάναμε το εξής έθιμο. Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, που το λέγαμε «Sham el-Nessim» που σημαίνει «Η πρώτη μέρα της Άνοιξης» τη γιορτάζουν και οι μουσουλμάνοι αυτή τη μέρα. Αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα, εκείνη τη μέρα ήταν αργία, η δεύτερη μέρα του Πάσχα και πηγαίναμε εκεί που λέω στα εξοχικά μας και ψήναμε αρνί στη σούβλα και μαζευόμασταν, ας πούμε, μεγάλες παρέες. Θυμάμαι τους γονείς μου, πολύ μεγάλες παρέες μαζευόμασταν εκεί στο σπίτι και ψήναμε και σουβλίζαμε τ’ αρνί. Δηλαδή γινόταν τη δεύτερη μέρα του Πάσχα.

Μ.Κ.:

Όχι δηλαδή την Κυριακή του Πάσχα―

Π.Γ.:

Όχι―

Μ.Κ.:

Σαν να λέμε τη Δευτέρα του Πάσχα―

Π.Γ.:

Το ψήναμε στον φούρνο.

Μ.Κ.:

Ας πούμε;

Π.Γ.:

Ναι. Την Κυριακή το τρώγαμε στο σπίτι στο φούρνο, οικογενειακά και όλοι μαζί. Το βράδυ της Ανάστασης, επίσης, όλα τα ήθη και τα έθιμα.

Μ.Κ.:

Και οι ντόπιοι πώς τη γιόρταζαν αυτή την ημέρα αντίστοιχα;

Π.Γ.:

Το Sham el-Nessim; Αυτοί, πρώτη μέρα της άνοιξης, όπως εμείς την Πρωτομαγιά. Ξεχύνονται στις εξοχές, βγαίνουνε βόλτες και τέτοια, ναι. Αυτό κάνουνε. Όπως εμείς την Πρωτομαγιά, αλλά εκείνοι τη δεύτερη μέρα του δικού μας Πάσχα τώρα. Το έχω διαβάσει πώς γίνεται, αλλά δε θυμάμαι να το πω σωστά. Ποιος είναι ο λόγος. 

Μ.Κ.:

Για τους προσκόπους που μου είπατε ήταν Έλληνες κυρίως εκεί στους προσκόπους;

Π.Γ.:

Ναι μόνο Έλληνες.

Μ.Κ.:

Μόνο Έλληνες.

Π.Γ.:

Ναι, ναι, ναι.

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Υπήρχε πολύ έντονα ο προσκοπισμός στην Αίγυπτο και ο πατέρας μου ειδικά, πολύ ενεργός και μετά εδώ στην Ελλάδα ήτανε και πρόεδρος των Αποδήμων Προσκόπων. Συνέχισε μέχρι τελευταία στιγμή, που έφυγε από τη ζωή ήτανε μέσα στον προσκοπισμό. Ναι.

Μ.Κ.:

Και εκεί τι κάνατε, ας πούμε, στο προσκοπείο και τα λοιπά;

Π.Γ.:

Ό,τι κάνουν και εδώ βέβαια. Όποιος έχει, ας πούμε, ξέρει την, τους στόχους του προσκοπισμού.

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Κάνανε κατασκηνώσεις…

Μ.Κ.:

Κατασκηνώσεις.

Π.Γ.:

Κάνανε, πηγαίναμε στην ομάδα κάθε Σάββατο, απόγευμα. Σάββατο απόγευμα πηγαίναμε στην ομάδα. Εγώ, ως εκπαιδευτικός, από τον προσκοπισμό πήρα πάρα πολλά πράγματα. Δηλαδή αυτό που αργότερα διάφοροι παιδαγωγοί είπανε να δουλεύουμε ομαδικά, συλλογικά και ομαδικά και να δίνουμε στα παιδιά τα θέματα και να τα δουλεύουνε αυτό στον προσκοπισμό γινότανε, το θυμάμαι εγώ ως παιδί, δηλαδή που ήμουνα. Και μαθαίναμε πράγματα, βρίσκαμε πράγματα, ψάχναμε πράγματα, την ομαδικότητα, τη συλλογικότητα, να δουλεύουμε μαζί, συντροφικότητα, ναι. Αυτά είναι η ουσία του προσκοπισμού.

Μ.Κ.:

Θυμάστε μήπως, έτσι, κάποια παραδοσιακή γιορτή που μπορεί να είχαν οι Αιγύπτιοι και να γιορτάζανε και να σας έκανε εντύπωση;

Π.Γ.:

Εντάξει αυτό που θυμάμαι σαν παιδάκι, που το «εκμεταλλευόμουνα» σε εισαγωγικά, ήτανε το Ραμαζάνι που έχουν εκείνοι, που είναι ο μήνας τους, που νηστεύουν. Αυτοί δεν τρώνε όλη μέρα και την ώρα που δύει ο ήλιος αρχίζουν και τρώνε. Οπότε χτυπούσε το κανόνι, ήταν γύρω στις 17:00 η ώρα, έχω εγώ μία εικόνα τώρα. Βέβαια, γιατί αλλάζει αυτό με τα φεγγάρια, γιατί δεν είναι πάντα ακριβώς τον ίδιο μήνα και θυμάμαι εγώ, να [00:35:00]χτυπάει το κανόνι, να ερημώνουν οι δρόμοι, τα πάντα, γιατί όλοι μπαίνανε σπίτια τους να φάνε. Έρημα, έρημα. Και εγώ το εκμεταλλευόμουνα, μ’ άρεσε, με διασκέδαζε και κατέβαινα στην οικογένεια κάτω, που σας λέω που έπαιζα με τα παιδιά και με τους και καθόμουνα κι έτρωγα κι εγώ μαζί τους. Ξανάτρωγα. Και μου ‘χει μείνει η εικόνα, γιατί εκείνοι έχουν ένα σοφρά, έτσι; Χαμηλό και κάθονται γύρω-γύρω, βάζανε ένα ταψί στη μέση με το φαγητό που μπορεί να ήταν φακή, ας πούμε, παίρνανε την πίτα την αιγυπτιακή, αυτή που έχουμε και τώρα εδώ στο σούπερ μάρκετ, την κάνανε, έτσι, σαν τριγωνάκι, σαν κουταλάκι, παίρναν τη φακή και το τρώγανε. Δεν είχανε μαχαιροπίρουνα. Εμένα με διασκέδαζε αφάνταστα αυτό. Να συμμετέχω σε αυτό. Είχα μία αγαπησιάρικη σχέση μ’ αυτή την οικογένεια. Πολύ. 

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Άλλες, ας πούμε, τα γενέθλια, μου είπατε, γενικώς τα παιδικά γιορτάζονταν πάρα πολύ, έτσι;

Π.Γ.:

Πάρα πολύ, πάρα πολύ.

Μ.Κ.:

Και οι ονομαστικές εορτές γιορτάζονταν;

Π.Γ.:

Ναι και οι ονομαστικές, βέβαια. Ναι και οι ονομαστικές. Αλλά εγώ ίσως, επειδή ήταν τα παιδικά μου χρόνια, θυμάμαι πιο έντονα τις παιδικές. Και οι ονομαστικές. Εντάξει, εμένα ήταν καλοκαίρι, με πηγαίνανε εκεί στην Αγία Παρασκευή, γιατί ήμουνα και ταμένη, εδώ που έχω αυτό ήτανε, κόντευα να χάσω το μάτι μου μικρή, γι’ αυτό με είχανε τάξει, αν και είχα και το όνομα βέβαια. Απ’ τη γιαγιά μου. Εντάξει, τη γιορτάζαμε, αλλά όχι τόσο εντυπωσιακά. Ίσως οι μνήμες μου είναι, επειδή σαν παιδί ήμουνα, μέχρι τα 13 που ήμουνα, πάρα πολύ ναι, βέβαια. Πολλά παιδιά, μπαλόνια, ένα τραπέζι τεράστιο, γλυκά, αλμυρά, τα ετοίμαζε η μαμά μου, ξέρω ‘γω, δύο μέρες πόσες. Η τούρτα, που την παραγγέλναμε από το ζαχαροπλαστείο το ελληνικό το «Délices» που και τώρα είναι, ακόμα είναι σε ελληνικά χέρια το «Délices». Την τούρτα όπως την ήθελα με το σπιτάκι πάνω. Τα έχω όλα στο μυαλό μου, ναι, καταπληκτικά. Ναι, πάρα πολύ ωραία. Ερχόντουσαν με δώρα, με αυτά, παιχνίδια…

Μ.Κ.:

Οπότε το ζαχαροπλαστείο υπάρχει εκεί ακόμα στην ίδια τοποθεσία; Και―

Π.Γ.:

Ναι, ναι και το έχουν Έλληνες ιδιοκτήτες. Ναι, ναι, ναι υπάρχει εκεί. Εκεί είναι το  «Délices».

Μ.Κ.:

Δοκιμάσατε γλυκό όταν ξαναπήγατε εκεί;

Π.Γ.:

Βέβαια! Εννοείται! Εννοείται! Και προσπαθούνε να κρατήσουν τις γεύσεις που είχανε.

Μ.Κ.:

Θυμίζει; Θυμίζουν οι γεύσεις όντως;

Π.Γ.:

Ναι, βέβαια, βέβαια. Το μιλφέιγ που τρώγαμε στην Αλεξάνδρεια ήταν το μιλφέιγ που υπάρχει μόνο στο Παρίσι. Δηλαδή το μιλφέιγ που κάνουν εδώ στην Ελλάδα, δεν έχει καμία σχέση με το μιλφέιγ, το γαλλικό μιλφέιγ. Είναι πολύ λεπτό, τώρα δηλαδή είναι τρία δάχτυλα, ας πούμε, το πολύ, πολύ λεπτό. Ενώ εδώ είναι τούβλα. Καμία σχέση. Όταν πήγα στο Παρίσι το αναζήτησα και το είχανε βέβαια εκεί, ήτανε ακριβώς αυτό που τρώγαμε και στην Αλεξάνδρεια και το «Délices» συνεχίζουν και το κάνουνε βέβαια, ναι.

Μ.Κ.:

Αυτό είναι πάλι με σφολιάτα και κρέμα, απλά είναι πιο λεπτό;

Π.Γ.:

Ναι, πολύ λεπτό, πολύ λεπτό ή με μαρμελάδα ή με κρέμα. Ανάλογα. Υπάρχει σε δύο τύπους. Αλλά είναι έτσι, Mille-feuille, δηλαδή χίλια φύλλα, έτσι, δεν μεταφράζεται;

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Αλλά πολύ λεπτό, καμία σχέση μ’ αυτό. Καμία.

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Κάποτε το έκανε και εδώ ο «Μικέ» αλλά νομίζω ότι δεν το κάνει πια, που είναι στην Πλατεία Μαβίλη. Το έκανε αυτό.

Μ.Κ.:

Να ρωτήσω τώρα, η μητέρα σας τι υποχρεώσεις είχε στο σπίτι καθημερινά; Τι αρμοδιότητες είχε;

Π.Γ.:

Η μητέρα μου, πολύ ωραίες. Αυτά που θα θέλαμε και εμείς εδώ. Δηλαδή, στην Αλεξάνδρεια, εγώ το λέω, όποτε μιλάω για την Αλεξάνδρεια, γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί που έχουνε μία… Να την πω έπαρση; Να την πω; Δεν ξέρω πώς να το πω… Δηλαδή λένε: «Εμείς στην Αλεξάνδρεια είχαμε και έτσι και πλούσιοι και αυτά να…» Στην Αλεξάνδρεια υπήρχαν κάποιοι που ήταν πολύ πλούσιοι, είχανε εργοστάσια, είχανε… όντως υπήρχανε. Αλλά υπήρχαν και πάρα πολλοί, που ήτανε μία μέση κατηγορία, όπως θα λέγαμε εδώ. Αλλά αυτή η μέση κατηγορία είχε ένα επίπεδο ζωής πολύ καλό. Πάρα πολύ καλό. Που σου επέτρεπε, δηλαδή ήτανε… δεν στοίχιζε, το να έχεις μία γυναίκα και να έρχεται κάθε μέρα να σου καθαρίζει το σπίτι. Δηλαδή αν εδώ στην Ελλάδα μπορούσες τώρα με 80 ευρώ τον μήνα; 100 ευρώ τον μήνα; Ίσως λέω και πολλά. Να έχεις έναν άνθρωπο, που έρχεται κάθε μέρα και σου φτιάχνει το σπίτι, έρχεται όλο το πρωί και φεύγει, νομίζω ότι σχεδόν όλοι ή πάρα πολλοί, να μη λέω όλοι, πάρα πολλοί θα μπορούσαν να το κάνουνε. Μπορεί, όντως τα 100 να είναι πολλά [00:40:00]που λέω, γιατί ήταν αυτός ο μισθός, που ήταν τότε εκεί. Και οι Έλληνες, όπως είπα είχανε καλές θέσεις, οπότε είχανε αρκετά χρήματα. Περνούσαν καλά. Οπότε σ’ αυτή την κατηγορία ήμαστε και εμείς. Και είχαμε… γελάμε… οι περισσότερες είχαν κάποιο όνομα. Τέλος πάντων, τη Φάτμα, τη Φατχαΐα, έτσι ήταν τα ονόματα. Θυμάμαι εγώ δυο-τρεις που ερχόντουσαν, γιατί τις κρατούσαμε, ήταν πάρα πολλά χρόνια μαζί μας και ήτανε μέλη της οικογένειας. Και αυτό, εκεί το στηρίζω και αυτό που λέω, ότι είχαμε αγαπησιάρικη σχέση. Γιατί γινόντουσαν μέλη της οικογένειας. Το ένιωθα κι εγώ, σαν παιδί το έβλεπα. Ότι τους φερόμαστε πολύ όμορφα, πολύ καλά, πολύ ωραία. Δεν τους φερόμασταν σαν να είναι δούλοι. Και υπήρχε αυτή… Οπότε θυμάμαι τη μαμά μου ασχολιόταν με το μαγείρεμα. Μαγείρεμα το έκανε εκείνη, κάποια, δεν ξέρω, τώρα δεν έδινα και σημασία, αλλά τα βασικά πράγματα, το καθάρισμα, το σφουγγάρισμα, τα τέτοια, τα έκανε η Φατχαΐα ή η Φάτμα ή όποια είχαμε εκείνη την περίοδο. Γι’ αυτό προσπαθούσαν να με πείσουν να στρώνω το κρεβάτι μου, να με μάθουνε εμένα, εντάξει.

Μ.Κ.:

Υπήρχαν και σύλλογοι κυριών, ας πούμε, για να περάσουν τον ελεύθερό τους χρόνο ή να έχουνε κάποιες φιλανθρωπικές δραστηριότητες; Τέτοια πράγματα; 

Π.Γ.:

Πρέπει να υπήρχανε. Εντάξει, δεν μπορώ να πω, πρέπει να υπήρχανε. Γιατί θυμάμαι, ας πούμε, ότι υπήρχε το γηροκομείο και θυμάμαι, ας πούμε, και τη γιαγιά μου, τη μητέρα της μαμάς μου, να πηγαίνει εκεί, τους οργανώνανε γιορτές και μ’ έπαιρνε μαζί της κι έχω μνήμες, που πηγαίναμε στο γηροκομείο και τους κάναμε διάφορες εκδηλώσεις για τους ηλικιωμένους που ήτανε εκεί… Τους πηγαίναμε γλυκά, τέτοια πράγματα, οπότε πρέπει να ήταν οργανωμένο αυτό για να γίνονται, ναι.

Μ.Κ.:

Οι γυναίκες εργάζονταν γενικώς;

Π.Γ.:

Προσπαθώ να θυμηθώ από τους… από τις φίλες της μαμάς μου, οι περισσότερες θα έλεγα όχι. Οι περισσότερες. Αλλά υπήρχανε κάποιες σαν δασκάλες, είχαμε αρκετές δασκάλες, καθηγήτριες είχαμε αρκετές, σε τέτοιες δουλειές. Πώς το λένε; Μοδίστρες υπήρχανε πολλές, γιατί τότε, όπως κι εδώ, δεν υπήρχαν τόσο τα έτοιμα. Υπήρχαν, αλλά όχι τόσο πολύ. Υπήρχαν πολλές μοδίστρες, σε τέτοια επαγγέλματα υπήρχανε, ναι. Αλλά οι περισσότεροι τώρα, αν σκεφτώ, έτσι, τις φίλες της μαμάς μου, δε θυμάμαι καμιά να εργαζότανε. Όχι.   

Μ.Κ.:

Αλλά μορφώνονταν οι γυναίκες γενικώς;

Π.Γ.:

Γενικώς, ναι. Γιατί και τα σχολεία όταν τελείωναν, ας πούμε, παίρνανε μία γενική καλή μόρφωση. Ναι, δεν σταματούσαν στο δημοτικό. Τελειώνανε το τότε Γυμνάσιο, το εξατάξιο, δηλαδή το κάνανε, ναι. Και ειδικά η γενιά των γονιών, που πηγαίναν στα ξένα σχολεία. Τελειώνοντας ξέρανε και ξένες γλώσσες, έτσι; Γι’ αυτό λένε: «Οι Έλληνες της Αιγύπτου ξέρουν ξένες γλώσσες». Γιατί πηγαίνανε σε ξένα σχολεία κυρίως. Εκεί τα μαθαίνανε. Εμείς που δεν πήγαμε, μάθαμε μετά, αλλιώς, εκτός σχολείων, ας πούμε, κάποια ξένη γλώσσα, όσοι μάθαμε. Δεν τη μάθαμε στο σχολείο. Κάναμε όπως κάναμε κι εδώ. Κάναμε αγγλικά, ιταλικά. Όπως και εδώ, που απ' αυτό δεν μαθαίνεις, παίρνεις μια γεύση.

Μ.Κ.:

Ναι. Θυμάστε κάποιο παραδοσιακό γυναικείο έθιμο που μπορεί να γινόταν;

Π.Γ.:

Των γυναικών εκεί;

Μ.Κ.:

Ναι. Ή κάποια γιορτή που μπορεί να οργάνωναν ετήσια;

Π.Γ.:

Οι γυναίκες μουσουλμάνες δεν είχανε πολλά-πολλά. Τίποτα δεν είχανε. Στο σπίτι τους ήτανε και άντε να βγούνε να πάνε στην αγορά, ας πούμε. Όχι. Βέβαια τότε δεν φορούσαν όλες, όπως τώρα, τα―

Μ.Κ.:

Την μπούργκα;

Π.Γ.:

Τις μπούργκες και αυτά. Αυτά ήρθανε μετά το '80 που ξεκίνησαν. Μέχρι τότε, οι νέες κοπέλες όλες κυκλοφορούσανε, τότε που είχε έρθει και το μίνι και η μόδα αυτή, μακιγιαρισμένες, με τα ρουχαλάκια τους τα μοντέρνα και αυτά. Μες στη μόδα, όλες. Μόνο κάποιες μεγαλύτερες φορούσαν όλη αυτή τη «μελάγια» τη λέγαμε. Αυτό το μαύρο το ένδυμα, αλλά δεν φορούσαν μπούργκα όμως. Το πρόσωπο ήταν έξω. Το κεφάλι και το σώμα καλυπτόταν, το πρόσωπο ήταν έξω. Αλλά εντάξει, δεν πολύ-κυκλοφορούσανε. Όχι.

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

[00:45:00]Τώρα δεν νομίζω να είχανε κάτι, άντε με τη γειτόνισσα, με το, δεν… Οικογένεια.

Μ.Κ.:

Αναφορικά τώρα έτσι με τη διατροφή, η μαμά σας τι μαγείρευε συνήθως για φαγητό;

Π.Γ.:

Όλα τα ελληνικά φαγητά. Όλα τα ελληνικά φαγητά. Ρολό, κιμά ρόλο με αυγά μέσα. Θυμάμαι ήταν το αγαπημένο μου, με πατάτες στο φούρνο. Κοτόπουλο ψητό στο φούρνο, παστίτσιο, όλα τα παραδοσιακά. Βέβαια εκεί, τότε στην Αίγυπτο, δεν είχαμε ελαιόλαδο, έτσι; Γιατί δεν υπάρχει. Ήτανε μεγάλο δώρο, αν μας έστελνε κάποιος από την Ελλάδα. Γιατί λέγαμε Ελλάδα. Από την Ελλάδα. «Θα πας στην Ελλάδα;» Δε λέγαμε Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Δε λέγαμε την πόλη, λέγαμε την πατρίδα. «Θα πας στην Ελλάδα;» Και ή μας φέρνανε ή παίρναμε μαζί μας, πόσο μπορούσες να φέρεις; Και το είχαμε πολύτιμο για τη σαλάτα. Η μαγειρική γινότανε με βούτυρο, το οποίο, γι’ αυτό μετά αρχίσανε οι χοληστερίνες. Με βούτυρο και κυρίως από αγελαδινό, γιατί έχει πολλές αγελάδες στην Αίγυπτο, με βούτυρο. Και θυμάμαι, έτσι, πως μου άρεσε πάρα πολύ τα μακαρόνια. Όταν έβραζε μακαρόνια η μαμά μου, έλιωνε το βούτυρο στο τηγανάκι και έριχνε μία πιρουνιά μακαρόνια να τηγανιστούνε, γιατί τότε ήταν έτοιμο το βούτυρο που έριχνε πάνω απ’ τα μακαρόνια και εγώ τρελαινόμουν να φάω αυτά τα τηγανητά μακαρονάκια. Πω! Πω! τώρα το σκέφτομαι και τρελαίνομαι, που δεν τα τρώω αυτά τα πράγματα. Έχω αλλάξει τις διατροφικές μου συνήθειες. Αλλά… Και γλυκά διάφορα, προφιτερόλ θυμάμαι να φτιάχνει, έτσι και στα παιδικά γενέθλια, πίτσες τότε που πρωτοξεκινούσε η μόδα. Τέτοια ναι.

Μ.Κ.:

Αραβικά φαγητά μπορεί να έκανε κάτι;

Π.Γ.:

Όχι, γιατί αραβικά φαγητά τρώγαμε έξω συνέχεια. Δηλαδή και στην Αθλητική Ένωση που λέω, που πηγαίναμε, όπου πηγαίναμε είχε μαγαζιά που πηγαίναμε και τρώγαμε φούλια και φαλάφελ και η μολοχία.  Μολοχία έφτιαχνε που είναι με χόρτο που γίνεται. Η σούπα που είναι με βραστό κοτόπουλο, μολοχία, ναι… Αυτό δεν πολυαρέσει σε όλους, αλλά είναι, το χόρτο λέγεται έτσι. Το κάνανε μ’ ένα εξάρτημα σαν δρεπάνι, έτσι δεν θυμάμαι, κάπως το λένε και το βράζουνε με ζουμί από κοτόπουλο και ρύζι. Εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ, βέβαια. Και τώρα εδώ, στον Σύνδεσμο των Αιγυπτιωτών, εκεί το βρίσκω και το τρώω με μεγάλη χαρά. Και φούλια και φαλάφελ, τα τρώγαμε συνέχεια. Τώρα να μία ανάμνηση. Γυρνώντας από το σχολείο, επειδή μπορεί να είχα κάποιο χαρτζιλίκι στη... δηλαδή αυτό που λέμε κάνα δύο δραχμές, γρόσια είχαμε εκεί. Αυτό που έκανα γυρνώντας από το σχολείο ήτανε δύο πράγματα: ή πήγαινα στο γαλακτοπωλείο που είχε πολλά στη γειτονιά και έπαιρνα ένα ποτήρι κρύο γάλα. Τρελαινόμουνα! Γιατί ήτανε, που το ‘βλεπες, το βράζανε μέσα το γάλα, κάνανε τα γιαούρτια, την κρέμα γάλακτος, έτσι. Εγώ ζητούσα ένα ποτήρι κρύο γάλα. Το πλήρωνα, ξέρω ‘γώ, ένα γρόσι, το έπινα, έφευγα, πήγαινα σπίτι ή είχε μικρά-μικρά, έτσι, ας το πούμε, υπαίθρια, πώς είναι τα λουκουματζίδικα; Που κάνουν λουκουμάδες στον δρόμο, ας πούμε εδώ; Που τηγανίζανε φαλάφελ. Πήγαινα λοιπόν, κάνανε ένα χωνί από εφημερίδα, από περιοδικό, έτσι τα φτιάχνανε τα χωνιά. Και σου έβαζε, ξέρω ‘γω, τέσσερις-πέντε φαλάφελ, καυτές, φρεσκοτηγανισμένες, μ’ ένα γρόσι και τα έτρωγα μέχρι να πάω σπίτι. Αυτές ήταν οι αταξίες που έκανα. Οι φαλάφελ, γιατί το γάλα δεν νομίζω να πείραζε κανέναν. Θα χαιρόντουσαν οι γονείς μου, αλλά οι φαλάφελ μπορεί να ήτανε λίγο αταξία!

Μ.Κ.:

Οπότε είχε αρκετά εστιατόρια με φαγητά και τα λοιπά και αραβικά που μπορούσατε να φάτε έξω;

Π.Γ.:

Ναι βέβαια. Ναι, ναι. Βέβαια, όπως είπα πριν δεν πηγαίναμε σε όλα, έτσι; Ήταν ορισμένα που ξέραμε ότι μπορούσαμε να φάμε. Που τηρούνται οι συνθήκες καθαριότητας και υγιεινής, ναι.

Μ.Κ.:

Η κουζίνα πώς ήταν τότε που μαγείρευε η μαμά σας;

Π.Γ.:

Τέτοιο, πώς το λένε, γκάζι, είχαμε τη φιάλη που την αλλάζαμε, με γκάζι ήτανε ναι.

Μ.Κ.:

Και από πού ψωνίζανε τα τρόφιμα;

Π.Γ.:

Είχε μπακάλικα, είχε μικρά μπακάλικα και μεγάλα μπακάλικα. Όπως έχει εδώ τα μίνι μάρκετ και τα μεγάλα. Υπήρχανε κάποια [00:50:00]μπακάλικα, που είχανε τα πάντα και πράγματα από το εξωτερικό και υπήρχαν και τα άλλα που ήταν πιο συνοικιακά, που είχανε λιγότερα πράγματα. Τα τρόφιμα.

Μ.Κ.:

Και υπήρχαν και πλανόδιοι πωλητές;

Π.Γ.:

Ναι υπήρχανε. Υπήρχανε. Ψάρια. Κάποια φρούτα εποχής, δηλαδή θυμάμαι όταν ήταν τα φραγκόσυκα, ας πούμε, περνούσαν το καρότσι, το ξύλινο από κάτω και φωνάζανε για τα φραγκόσυκα. Στα καθαρίζανε και στα ανεβάζανε και πάνω στο σπίτι. Εντάξει, καρπούζια εννοείται. Περνούσαν με τα καρπούζια από κάτω να πουλάνε. Ναι βέβαια, όλα. Αλλά υπήρχανε στις γειτονιές και τουλάχιστον στη δικιά μου τη γειτονιά, την Ιμπραημία, υπήρχε μια τεράστια, σαν να ήτανε μία λαϊκή, να είχε ένα τετράγωνο όμως, έτσι; Δεν ήταν ένας δρόμος. Ήταν ολόκληρο τετράγωνο, μία λαϊκή, σαν επί μονίμου βάσεως. Μια ανοιχτή αγορά. Επί μονίμου βάσεως, δηλαδή κάθε μέρα κυρίως εκεί πηγαίναμε για να ψωνίσουμε τα λαχανικά, τα φρούτα, ψάρια, είχε χασάπικο, μανάβικο, είχε και έναν που είχε μόνο χοιρινά. Γιατί πηγαίναμε μόνο οι Ευρωπαίοι. Γιατί δεν τρώνε το χοιρινό οι μουσουλμάνοι. Πηγαίναμε μόνο εμείς, αλλά ούτε τους πείραζε ούτε μας πείραζε κανένας. Δεχόντουσαν εκείνοι ότι εμείς το τρώμε κι εκείνοι δεν το τρώνε. Δηλαδή πολύ απλά, πραγματικά δεν μπαίνανε τέτοια πράγματα μεταξύ μας «Τρως εσύ, δεν τρώω εγώ». Πηγαίναμε και παίρναμε το χοιρινό που θέλαμε. Το θυμάμαι αυτό το μαγαζί, ένα γωνιακό.

Μ.Κ.:

Υπήρχε έτσι κάποιο, όπως αντίστοιχα μου αναφέρατε αυτό το ζαχαροπλαστείο, σε εστιατόριο; Που να σας έχει μείνει, έτσι, χαραγμένο στη μνήμη;

Π.Γ.:

Που πηγαίναμε να φάμε όταν ήμουνα μικρή δηλαδή, ε; Ναι. Κυρίως ήτανε στον Ναυτικό Όμιλο. Υπήρχε και Ναυτικός Όμιλος των Αιγυπτιωτών. Και υπάρχει. Και η Ένωση υπάρχει η Αθλητική και ο Ναυτικός Όμιλος. Και μάλιστα διάβαζα τώρα, ότι βραβεύτηκε σαν το καλύτερο εστιατόριο, τώρα σε όλη την Αίγυπτο; Δε θυμάμαι, πάντως βραβεύτηκε σαν… το διάβαζα τελευταίως. Το εστιατόριο που είναι στον Ναυτικό Όμιλο στην Αλεξάνδρεια. Πηγαίναμε πολύ συχνά εκεί και τρώγαμε και μ’ άρεσε πάρα πολύ σαν παιδάκι. Στην Ένωση εκεί. Ένα άλλο που δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του βέβαια. Θυμάμαι τι έτρωγα, που δεν θέλω να το θυμάμαι αυτό που έτρωγα, αλλά το έτρωγα. Να το πω;

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Περιστέρι ψητό.

Μ.Κ.:

Αλήθεια;

Π.Γ.:

Ναι, αλήθεια. Ήτανε συνηθισμένο και ίσως και τώρα, δεν ξέρω αν το σερβίρουν εκεί. Το έτρωγα και μου άρεσε πολύ σαν παιδί. Σαν να τρως ένα μικρό κοτοπουλάκι δηλαδή είναι. Αυτή την αίσθηση έχεις, αλλά το θυμάμαι ότι μου άρεσε που πηγαίναμε εκεί και το τρώγαμε.

Μ.Κ.:

Κάποιο άλλο έτσι φαγητό που να σας άρεσε―

Π.Γ.:

Αυτό, συγγνώμη―

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Ένα μέρος που θυμάμαι, σαν μικρή, που μου άρεσε πάρα πολύ, ήταν ένας κήπος ξενοδοχείου, το «Beau Rivage» όπου ήταν ένας παραμυθένιος κήπος με… είχε κόκκινο χώμα κάτω, κοκκινόχωμα, μπαμπού πολυθρόνες, τραπεζάκια, ομπρέλες για τον ήλιο από πάνω χρωματιστές και ανάμεσα ήτανε με τούβλο κόκκινο, μικρές λιμνούλες, που είχε χρυσόψαρα και πράσινα λουλούδια. Ένα μαγευτικό μέρος και πηγαίναμε πολλές φορές. Δηλαδή αυτό που έλεγα τις Κυριακές ή στον ζωολογικό κήπο ή στο «Beau Rivage» ή στον Ναυτικό Όμιλο, δηλαδή ήταν αυτές οι επιλογές που είχαμε. Εκεί πηγαίναμε για καφέ. Καφέ οι μεγάλοι, εγώ έπινα, έτρωγα κανένα παγωτό, καμιά σοκολάτα κάτι τέτοιο, έτσι. Το θυμάμαι σαν πολύ αγαπημένο μέρος.

Μ.Κ.:

Έτσι όταν αναπολείτε εσείς στην Αλεξάνδρεια τι νιώθετε; Ποια συναισθήματα σας έρχονται;

Π.Γ.:

Μέσα στα χρόνια το συναίσθημα έχει αλλάξει πολύ. Τα πρώτα χρόνια, όπως είπα, τους πρώτους μήνες έκλαιγα. Μετά για πάρα πολλά χρόνια ονειρευόμουνα στον ύπνο μου, ότι αυτή τη φορά έχω γυρίσει πίσω, [00:55:00]δεν είναι όνειρο, το έβλεπα στον ύπνο μου, ότι δεν είναι όνειρο είναι αλήθεια. Ότι γύρισα πίσω. Ήθελα, πάρα πολύ έντονη νοσταλγία να γυρίσω πίσω, πάρα πολύ. Την πρώτη φορά που πήγα, γιατί πήγα ανά εικοσαετία. Δηλαδή φύγαμε το '70, πήγα το '90 και το 2010. Την πρώτη φορά που πήγα το '20 ήμουνα φορτισμένη, συγκινημένη πάρα πολύ. Δηλαδή μόλις αντίκρισα το σπίτι μου, κατέρρευσα και τώρα συγκινούμαι που θυμάμαι το συναίσθημα. Και παντού όπου πήγαινα, στο σχολείο που πήγαινα… Ηρέμησα λίγο, δεν έβλεπα αυτά τα όνειρα μετά. Όταν ξαναπήγα το '10 ηρέμησα ακόμα πιο πολύ. Δηλαδή τώρα πολύ σπάνια θα ονειρευτώ ότι είμαι εκεί. Νιώθω μια νοσταλγία, θέλω πολύ να ξαναπάω, αλλά όχι τόσο πολύ όσο ένιωθα τα πρώτα 10 χρόνια, ας πούμε, που έφυγα. Λέω ότι ήτανε κάτι σαν ομοιοπαθητική. Ίσως επειδή ό,τι έζησα τα 13 χρόνια ήταν πάρα πολύ ωραία χρόνια και ήταν τα χρόνια που είχα τη μαμά μου, γιατί μετά την έχασα στα 15 μου, ίσως υποσυνείδητα ένιωθα ότι είναι εκεί και αν γυρίσω μπορεί να είναι και η μαμά μου εκεί. Συνειδητοποιώντας στα χρόνια ότι ούτε η μαμά μου είναι εκεί, ούτε τίποτα από αυτά που έζησα υπάρχει, όλα έχουν αλλάξει, το έχω αποδεχτεί και πια θα 'θελα να πάω αλλά, εντάξει, δε νιώθω αυτό το συναίσθημα το έντονο της νοσταλγίας και της συγκίνησης.

Μ.Κ.:

Ναι.

Π.Γ.:

Όμως την αγαπάω πάρα πολύ την Αλεξάνδρεια, δηλαδή καμιά φορά μου λένε: «Από πού είσαι;» Λέω τι να πω τώρα, έχω τρεις πατρίδες. Δεν ξέρω ποια να βάλω πρώτη. Την Αλεξάνδρεια ή την Κύπρο; Την Ελλάδα τη βάζω τρίτη. Αλλά την Κύπρο, γιατί γαλουχήθηκα απ’ τον πατέρα μου για την Κύπρο, με πάρα πολλή αγάπη. Έχω πάει πάρα πολλές φορές, έχω ζήσει και συνεχόμενα, ας πούμε, ξέρω ‘γω, έναν χειμώνα ολόκληρο, αλλά κι έχω πάει αρκετές φορές και την αγαπάω πάρα πολύ. Είναι και η Αλεξάνδρεια. Ίσως βάζω πρώτα την Αλεξάνδρεια, την Κύπρο, μετά την Ελλάδα, κάπως έτσι.

Μ.Κ.:

Θα αλλάζατε κάτι από τη ζωή σας, πιστεύετε; Θα είχατε κάνει κάτι διαφορετικά;

Π.Γ.:

Όχι. Δε νομίζω να άλλαζα τίποτα, όχι. Όχι. Να πω πάνω σ’ αυτό που είπα ως προς την Αλεξάνδρεια. Σκέφτομαι ότι έπρεπε να είχα πάει νωρίτερα και να είχα πάει περισσότερες φορές. Γιατί τα πρώτα χρόνια ήθελα να πάω, αλλά δίσταζα και να πάω. Δηλαδή ένιωθα ένα τέτοιο πράγμα. Ήταν εντάξει και οι καταστάσεις της ζωής μου, μεγάλωσα τα παιδιά μου, δούλευα, εντάξει. Δεν ήτανε εύκολο να πάω, αλλά είχα και έναν φόβο, ότι να πάω και πώς θα είναι και πώς θα νιώσω, αλλά αν πήγαινα θα είχα ηρεμήσει πιο γρήγορα. Αυτό ίσως να άλλαζα.

Μ.Κ.:

Ναι. Είναι κάτι άλλο, έτσι, που θυμάστε από κει; Που θα θέλατε να προσθέσετε; Κάποια άλλη ανάμνηση που σας έρχεται από κει;

Π.Γ.:

Τι να πω δεν ξέρω… Όλα αυτά που τα είπα…

Π.Γ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Συνοπτικά τα είπα, γιατί αν τα 'λεγα αναλυτικά… Ναι.

Μ.Κ.:

Ωραία. Ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σας.

Π.Γ.:

Παρακαλώ. Χαρά μου είναι να θυμάμαι τα όμορφα.

Μ.Κ.:

Ευχαριστώ και πάλι.