© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Το τρισέγγονο μιας νεράιδας αφηγείται θρύλους και έθιμα της Αμοργού και της Σχοινούσας

Κωδικός Ιστορίας
9962
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αντώνιος Ρούσσος (Α.Ρ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
23/10/2020
Ερευνητής/τρια
Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου (Ε.Π.)

[00:00:00]

Ε.Π.:

Θα μας πείτε το όνομά σας;

Α.Ρ.:

Ονομάζομαι Αντώνης Ρούσσος.

Ε.Π.:

Είμαστε στη Σχοινούσα, είναι 23 Οκτωβρίου του 2020, εγώ είμαι η Ευθυμία Παπαγιαννοπούλου, ερευνήτρια του Istorima και είμαστε με τον Αντώνη Ρούσσο. Σας ακούμε.

Α.Ρ.:

Μπορεί να είμαστε στη Σχοινούσα, αλλά οι ιστορίες που θα αφηγηθούμε είναι από την Αμοργό, ως επί τον πλείστον, και έχουνε πραγματική βάση. Από ποια ιστορία θες να ξεκινήσουμε; Μπορούμε να ξεκινήσουμε από ιστορίες που αφορούν την οικογένειά μου, μπορούμε να ξεκινήσουμε από το έθιμο του καπετάνιου, το οποίο εγώ το θεωρώ πολύ σημαντικό και ήδη έχει γίνει μια δουλειά επάνω σε αυτό, απλά για να υπάρχουνε κάποια παραπάνω ντοκουμέντα και να μπορεί να κατοχυρωθεί μια πιο αντικειμενική άποψη πάνω στο έθιμο, γιατί το έθιμο αυτό κρατάει αρκετές χιλιάδες χρόνια προφανώς, και εξακολουθούμε να το κάνουμε και παίζει ρόλο και στη ζωή της Σχοινούσας, όπως διαπιστώσαμε. Λοιπόν, τι πραγματεύεται το έθιμο αυτό; Το έθιμο του καπετάνιου είναι ένα έθιμο της τελευταίας Κυριακής της αποκριάς, ανήκει στις καρναβαλικές δραστηριότητες που έχουνε τα νησιά των Μικρών Κυκλάδων, το έθιμο, δεν υπάρχουνε κάποια συγκεκριμένα έθιμα πλέον, παλαιότερα υπήρχαν. Δηλαδή, όπως τα χοιροσφάγια της Νάξου, έτσι υπήρχαν αντίστοιχες δραστηριότητες και την Κρεατινή Κυριακή, αλλά έχει επικρατήσει το τριήμερο της Τυρινής Κυριακής, η παραμονή δηλαδή της Καθαρής Δευτέρας. Είναι ένα έθιμο το οποίο γνωρίζουμε την ύπαρξή του τουλάχιστον από το 1700-1800, προφανώς προϋπήρχε, απλά η προφορική μας παράδοση από τους παλαιότερους που ξέρουμε, ξέρουμε δηλαδή ότι ο αδερφός του παππού μου κι ο παππούς μου το κάνανε, το κάνουνε όπως το κάναν οι παππούδες τους, δηλαδή αρχές του 1800. Προφανώς αυτοί το βρήκαν από τους δικούς τους παππούδες, δηλαδή ξεκινάμε σίγουρα γύρω στο 1700 και μετά. Τι πραγματεύεται το έθιμο του καπετάνιου; Το έθιμο του καπετάνιου είναι ένα έθιμο το οποίο προωθείται ως ένα έθιμο για τους ανομολόγητους έρωτες. Είναι ένα έθιμο στο οποίο δίνεται η δυνατότητα στον πρωταγωνιστή να ομολογήσει τον έρωτά του δημόσια, μπροστά σ' ολόκληρο το χωριό και στην ουσία να λάβει την ευλογία και την εύνοια του χωριού, ώστε να μπορέσει αυτός ο έρωτας να ευδοκιμήσει και να γίνει οικογένεια. Τι πραγματεύεται το έθιμο, για να μπορέσουμε να φτάσουμε και στις ρίζες του εθίμου. Την Κυριακή της Τυρινής, μετά την πρωινή εκκλησία, όλοι οι άντρες μαζεύονται σ' ένα καφενείο στην πλατεία του χωριού. Αφού πιουν τον καφέ τους, ξεκινάν να πίνουνε, να βγάζουνε τα όργανα και τραγουδάνε ένα τραγούδι, το οποίο στη Γιάλη (Αιγιάλη) τουλάχιστον, τραγουδιέται μόνο εκείνη τη μέρα. Το τραγούδι αυτό είναι ο «αποκριανός». Βασικά είναι σκοπός, είναι ο αποκριανός σκοπός της Γιάλης. Υπάρχουν δύο αποκριανοί στην Αμοργό, της Γιάλης και της Χώρας, της Χώρας τραγουδιέται καθόλη τη διάρκεια του Τριωδίου και την Καθαρά Δευτέρα, ο αποκριανός της Γιάλης τραγουδιέται μόνο την Κυριακή της Τυρινής. Και λέμε ότι είναι σκοπός και δεν είναι τραγούδι, γιατί δεν υπάρχουν σταθεροί στίχοι, σταθεροί στίχοι είναι μόνο οι πρώτοι δύο, το «Περάσαν οι απόκριες, πάνε κι οι τυρινάδες κι ήρθε η γιαγιά η Σαρακοστή με τις εφτά βδομάδες , τούτες οι μέρες το 'χουνε, τούτες οι εβδομάδες, να τραγουδάνε τα παιδιά, να χαίρονται οι μανάδες». Ξεκινώντας λοιπόν αυτό το τραγούδι η παρέα αρχίζει κι αυτοσχεδιάζει στίχους για το έθιμο, για την παρέα, για τους φίλους που βρίσκονται στο τραπέζι, και σηκώνονται απ' το καφενείο και ξεκινάνε τραγουδώντας συνέχεια τον αποκριανό και προχωράνε και πηγαίνουνε μέχρι την Παναγία την Επανοχωριανή. Η Παναγία η Επανοχωριανή είναι μια πολύ σημαντική εκκλησία για την περιοχή της Γιάλης, είναι το μεγαλύτερο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου εκεί. Λέγεται Παναγία Επανοχωριανή, γιατί προφανώς υπήρχε οικισμός εκεί και ήταν το πάνω χωριό, ενώ ο Στρούμπος είναι το κάτω χωριό και αργότερα δημιουργήθηκε η Λαγκάδα. Να σημειωθεί ότι για τα παιδιά της Λαγκάδας είναι πολύ σημαντικό ότι ο καπετάνιος γίνεται σε σταθερή τοποθεσία, δηλαδή όλοι οι καπετάνιοι έχουνε γίνει στην Επανοχωριανή, δεν έχει γίνει κανένας καπετάνιος σε άλλο χώρο, ό,τι καιρός και να ‘ναι τα παιδιά θα φύγουν, θα πάνε στην Επανοχωριανή, θα κάνουν το έθιμό τους και θα γυρίσουν στο χωριό. Πάνε λοιπόν στην Επανοχωριανή, τραγουδώντας πάντα τον αποκριανό κι αυτοσχεδιάζοντας για το έθιμο, φτάνουν εκεί, συνήθως οι γηραιότεροι είναι ήδη εκεί, πάλι μόνο άντρες, τρώνε ψάρια τηγανητά, ψωμί, τυρί και πίνουνε γλυκό κρασί. Συνδιαλέγονται και συναναστρέφονται, πάντα όμως με κυρίαρχο θέμα τον καπετάνιο. Τραγουδάνε τον αποκριανό και κάποια στιγμή, τα όργανα σταματάνε για λίγο, ο αρχαιότερος, ο γηραιότερος κι ο πιο έμπειρος της παρέας, κατά κοινή ομολογία, ο άνθρωπος με τις πιο πολλές εμπειρίες κι έτσι και πιο του γλεντιού και πιο κοινωνικός, ο οποίος μέχρι πρόσφατα ήταν ο θείος μου ο Θεοφάνης ο Ρούσσος, πλέον είναι ο Νικόλαος Κωβαίος, κατά τον κόσμο γνωστός ως «καζανάκι», δύο άνθρωποι όπου και οι δύο χαρακτηρίζονται από τεράστια γνώση λαογραφική γενικότερα στην Αμοργό, χαρακτηρίζονται ως οι καλύτεροι γλεντζέδες στη νεότερη Αμοργιανή Ιστορία, απ' τους καλύτερους χορευτές, ειδικά ο Φάνης θεωρείται ο καλύτερος χορευτής του νησιού και οι πιο έτσι ερωτιάρηδες και παιχνιδιάρηδες ως αρσενικά. Ο Νικόλας, στην προκειμένη περίπτωση πρόσφατα λοιπόν, μαζεύει τους νέους, όλους τους νέους, τους ελεύθερους νέους, μπροστά στην είσοδο, στην πύλη της εκκλησίας, μπροστά στην αυλή της εκκλησίας. Αυτοσχεδιάζει μαζί με τον Βαγγέλη τον Βασάλο, αυτοσχεδιάζουνε δυο-τρία αυτοσχέδια στιχάκια της στιγμής, δηλαδή όπως το νιώσουν εκείνη τη στιγμή, ζητώντας την ευλογία και την εύνοια της Παναγίας, ώστε να διαλέξουνε σωστά και πετάνε ένα γιλέκο σε κάποιον νέο. Δεν πετάνε το γιλέκο και προσπαθούν οι νέοι να το πιάσουνε, αυτός διαλέγει σε ποιον νέο θα πάει το γιλέκο. Ο νέος λοιπόν που θα πάρει το γιλέκο, γίνεται ο καπετάνιος μας και είναι ο καπετάνιος του γλεντιού. Αλλάζουμε όλοι ρούχα, ντυνόμαστε με παραδοσιακά ρούχα, βράκες, φέσια, ζωνάρια, γιλέκα, διακοσμούμε τα ρούχα αυτά με μεταξωτές πολύχρωμες κορδέλες, και ο δε καπετάνιος φοράει φέσι βέβαια, γιλέκο και άσπρο πουκάμισο και φοράει και έναν γύρο- ο γύρος να σημειωθεί δεν είναι φουστανέλα, είναι σαν φούστα, αλλά είναι μακριά ίσια φούστα και θα εξηγήσουμε μετά γιατί φοράει γύρο-λοιπόν φοράει τον γύρο του, τον στολίζουμε, τον ντύνουμε εμείς. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια, επειδή κάποια γυναίκα, η Μαρία η Γαβαλά, έφτιαξε τη στολή του καπετάνιου, όταν το έθιμο επανήλθε ξανά στο προσκήνιο, γιατί για κάποια χρόνια είχε σταματήσει, όλοι οι άντρες, συναινετικά, δώσανε την άδεια η Μαρία να είναι η μοναδική γυναίκα, ντόπια γυναίκα, η οποία έρχεται στην Παναγιά και ντύνει πλέον μαζί με μας τον καπετάνιο, για να υπάρχει έτσι και το γυναικείο το μάτι, το πιο αρτίστικ. Λοιπόν, αφού ντυθούμε κι αλλάξουμε ρούχα, ο καπετάνιος μας ανεβαίνει επάνω στο άλογο, φτιάχνεται το λάβαρο του γλεντιού, το οποίο λάβαρο είναι ένα ξύλινο κοντάρι, το οποίο έχει στην κορυφή του ένα ψωμί, ένα τυρί και δυο φέτες μπακαλιάρο ξερό ή ένα ξερό χταπόδι. Το σηκώνει ο μπαϊραχτάρης, ο οποίος συνήθως [00:10:00]είναι και προσφιλές πρόσωπο του καπετάνιου, μπορεί να είναι ο καλύτερός του φίλος, μπορεί να είναι κάποιος από την παρέα του, αλλά πλέον τα τελευταία χρόνια οποιοσδήποτε και να ’ναι από το τσούρμο είναι σεβαστό, διότι στο έθιμο αυτό δεν υπάρχουνε προσωπικές διαφορές, εκείνη τη μέρα είμαστε όλοι οι άντρες μια παρέα. Και ξεκινάμε να επιστρέφουμε στη Λαγκάδα, τραγουδώντας πάντα τον αποκριανό. Οι στίχοι βέβαια αλλάζουνε -τι εννοώ- δηλαδή ο αυτοσχεδιασμός από 'κει που γινότανε για το έθιμο και για το χωριό μας και για την αποκριά και για τη Σαρακοστή που θα ακολουθήσει, πλέον επικεντρώνεται πιο πολύ στον καπετάνιο, ως πρόσωπο. Γίνονται και λίγο πιο περιπαικτικοί, διότι είναι αποκριά, το περιπαικτικό και το διονυσιακό στοιχείο είναι μέσα στο παιχνίδι. Επιστρέφουμε λοιπόν στη Λαγκάδα και στην τοποθεσία «Πορτάρα», όπου είναι η πάνω είσοδος του χωριού-δεν είναι η είσοδος από το λιμάνι, είναι η είσοδος από όπου έμπαινε το νερό, γι' αυτό και λέγεται Πορτάρα- μας περιμένουν όλες οι γυναίκες ντυμένες παραδοσιακά. Σταματάμε, τους τραγουδάμε, οι στίχοι αρχίζουν πια και γίνονται πιο αυτοσχεδιαστικοί ως προς το σύνολο, δηλαδή μιλάνε και για τα κορίτσια, για την ομορφιά τους, για το πώς περιμένουν με ανυπομονησία αυτή τη μέρα, κλπ., και φεύγουμε όλοι μαζί και μπαίνουμε στο χωριό, και γυρνάμε έναν ολόκληρο κύκλο όλο το χωριό, από τα βορεινά, κατεβαίνοντας στην κάτω γειτονιά και μετά ανεβαίνοντας προς τα πάνω, όπου όλα τα σπίτια ανοίγουνε, ο κόσμος βγαίνει, κερνάει τον καπετάνιο, το τσούρμο του, γενικά υπάρχει μια πολύ γιορτινή διάθεση, γίνεται ολόκληρος ο κύκλος του χωριού και καταλήγουμε μπαίνοντας πάλι στην πλατεία του χωριού. Όταν μπαίνουμε στην πλατεία του χωριού, αυτοσχεδιάζουμε τους τελευταίους στίχους και ο αποκριανός σταματά. Ο καπετάνιος φεύγει και τρέχει τρεις φορές με το άλογο του –είναι ο μοναδικός καβαλάρης- βασικά η πομπή έχει ως εξής: μπροστά είναι ο μπαϊραχτάρης, όπου και η ονομασία του είναι η κύρια αιτία παρερμηνείας του εθίμου, λοιπόν μπροστά είναι ο μπαϊραχτάρης, ο σημαιοφόρος του γλεντιού με το λάβαρο, με το ψωμί, το τυρί και το μπακαλιάρο, από πίσω είναι τα όργανα, από πίσω από τα όργανα είναι ο καβαλάρης, ο μοναδικός καβαλάρης, ο καπετάνιος, και το τσούρμο είναι γύρω-γύρω, γιατί αυτοσχεδιάζουνε, μπορεί να αυτοσχεδιάσει όποιος θέλει να τραγουδήσει, όποιος θέλει και να επαναλαμβάνει τα λόγια το τσούρμο, το τσούρμο επαναλαμβάνει τα λόγια του τραγουδιστή για να δώσει έμφαση στον σκοπό και στο έθιμο. Τρέχει λοιπόν ο καπετάνιος, αφού μπει στην πλατεία τρεις φορές πάνω- κάτω με το άλογο, σταματάει, ξεπεζεύει, τα όργανα μπαίνουν στη μέση της πλατείας και ο καπετάνιος με το τσούρμο του χορεύουνε τον «Κίτσο». Ο Κίτσος είναι παραδοσιακός αντρικός γιαλίτικος σκοπός, στην ουσία είναι το «Του Κίτσου η μάνα κάθονταν, στην άκρη στο ποτάμι» όπου στη Γιάλη θεωρείται παραδοσιακός γιαλίτικος σκοπός, δεν τραγουδιέται, χορεύεται μόνο και μόνο από άντρες, είναι –στο κομμάτι που θα πούμε για τους χορούς θα πούμε ακριβώς τι γίνεται- στη Χώρα τραγουδιέται και δεν χορεύεται. Και στον καπετάνιο είναι η μοναδική φορά όπου ο Κίτσος χορεύεται πάνω από δυο άτομα. Αφού χορέψουν λοιπόν όλοι οι άντρες τον «Κίτσο», ο καπετάνιος γυρνάει, οι γυναίκες έχουνε κάνει έναν κλοιό γύρω από τον χορό, ντυμένες, όμορφες, με τα παραδοσιακά τους, ο καπετάνιος παίρνει βόλτα όλες τις γυναίκες και πετάει το μαντήλι του στην καλή του, μ' αυτήν που είναι ερωτευμένος. Και την τραβάει στο χορό. Κι εκεί ξεκινάει το γλέντι. Παρένθεση, μεγάλη παρένθεση. Τα παλιά χρόνια, αυτό θεωρούταν επίσημος αρραβώνας. Και ήταν επίσημος αρραβώνας γιατί; Γιατί ο γηραιότερος και πιο έμπειρος που διάλεγε τον καπετάνιο, τα παλιότερα χρόνια δεν ήταν κάποιος οποιοσδήποτε, ήταν ο παπάς, ο οποίος παπάς πήγαινε μαζί με την παρέα στην Επανοχωριανή, έκανε δοξολογία, κι έβγαινε στην ωραία πύλη και πέταγε το ντερί του, το ντερί είναι το πανωφόρι του παπά. Γι' αυτό κι ο καπετάνιος φοράει γύρο, φοράει φούστα δηλαδή, γιατί στην ουσία ο καπετάνιος ήταν ντυμένος με παπαδίστικα. Κι επειδή ο παπάς ήξερε από την εξομολόγηση ποιό ζευγάρι είναι ερωτευμένο, και δεν μιλάμε να είναι κάποιος ερωτευμένος με κάποια και να μην υπάρχει ανταπόκριση, μιλάμε ότι ήξερε από την εξομολόγηση ακριβώς ποια ζευγάρια είναι ερωτευμένα, ενέκρινε τα ειδύλλια ή όχι, και έδινε την ευκαιρία στον καπετάνιο, στο παιδί, στο παλικάρι αυτό, να γίνει καπετάνιος, να τη σηκώσει στον χορό, να φανερώσει τον έρωτά του και βέβαια, από τη στιγμή που ήταν ευλογημένος από τον παπά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να φέρει κάποιος αντίρρηση. Και έτσι παντρεύτηκε και ο παππούς μου τη γιαγιά μου, διότι η γιαγιά μου ήτανε εγγονή Δημάρχου, κόρη δασκάλου και ο παππούς μου ήταν αγρότης. Ήξερε λοιπόν ο παπάς ότι είναι ερωτευμένα τα παιδιά, ενέκρινε το ειδύλλιο, ήξερε ότι ο παππούς μου είχε μια καλή γεωργική χρονιά, γιατί τα έξοδα τότε ήταν του καπετάνιου, τον σήκωσε, τον έκανε καπετάνιο, σήκωσε ο παππούς μου τη γιαγιά μου στον χορό, τέλος. Κι έτσι μετά «the rest is history» όπως λέγαμε παλιά στο χωριό. Λοιπόν, όλη αυτή η διαδικασία και όλο αυτό το έθιμο, επειδή ειδικά η σημερινή γενιά των 30-35 είναι παιδιά τα οποία πέσανε πάνω στην επαναφορά του εθίμου και ασχοληθήκανε πάρα πολύ με το έθιμο και ευτυχώς, διότι όλα τα παιδιά αυτά, πέρα από το ότι τηρούνε στο ακέραιο τις παραδόσεις όπως τις βρήκανε, το οποίο είναι πράγμα πάρα πολύ δύσκολο στις μέρες μας, το 2020, τους ξύπνησε και την περιέργεια του από πού προέρχεται όλο αυτό; Ξεκινήσαμε λοιπόν και κάναμε μία έρευνα, ρωτώντας τους παλαιότερους, αυτούς που ξέρανε, η συντριπτική πλειοψηφία -βασικά θα πω- η συντριπτική μειοψηφία μας είπε ότι το έθιμο είναι της Τουρκοκρατίας, και ότι εκείνη τη μέρα κατεβαίνανε οι κλέφτες κι οι αρματολοί, οι Αμοργιανοί, από τα βουνά και σφάζανε τους Τούρκους στρατιώτες. Αυτό ιστορικά δεν έχει καμία βάση και αποκλείεται να είναι πραγματικότητα, διότι πολύ απλά στην Αμοργό δεν υπήρχε τούρκικη κατοχή. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως μας είπε ότι το έθιμο αυτό συνδέεται με τη σφαγή της Αιμπηής. Η σφαγή της Αιμπηής ποιά είναι: ακριβώς από κάτω από την αυλή της Παναγίας της Επανοχωριανής υπάρχει ένα μεγάλο χωράφι στρογγυλό το οποίο λέγεται «Αιμπηή», το όνομά της δεν προέρχεται από το «αίμα» και «πηγή», το όνομα του χωραφιού προέρχεται από το «αίμα» και το «πήγνυμι», δηλαδή είναι εκεί που έπηξε το αίμα. Και ο θρύλος, μέχρι πρόσφατα θρύλος, έλεγε ότι κάποια στιγμή Αγαρινοί πειρατές-Αγαρινούς πειρατές στην Αμοργό λέμε όλους τους μουσουλμάνους πειρατές, όλους τους άραβες πειρατές- ανεβήκανε από τη Μεγάλη Βλυχάδα, παρακάμπτοντας τον πύργο του Αϊ Στράτιου, ανεβήκαν λοιπόν από τη Μεγάλη Βλυχάδα, απαρατήρητοι, την ημέρα της γιορτής της Παναγίας και σφάξανε όλο τον πληθυσμό του χωριού, στην αυλή της εκκλησίας, όπου το αίμα κύλησε την κατηφόρα, το «κατηφορίδι» όπως λέμε στο νησί κι έπηξε μέσα στην Αιμπηή. Η ιστορία αυτή ήτανε θρύλος μέχρι που κάποια στιγμή, σκάβοντας για να ρίξουνε τσιμέντα και να κάνουνε τσιμέντο την αυλή της εκκλησίας, βρήκαν από κάτω τα κόκκαλα των σφαγμένων, οπότε ο θρύλος έγινε παράδοση. Μας απασχολούσε όμως… εκεί κάποιοι προσθέτανε και μια ιστορία ότι μετά τη σφαγή ήρθε κάποιος καπετάνιος, με το τσούρμο του και κυνήγησε τους πειρατές και τους έσφαξε. Δεν μπορέσαν δηλαδή να διαφύγουνε, και μετά, οι επιζώντες τον περιφέρανε ως νικητή και λυτρωτή στο χωριό. Εγώ προσωπικά, [00:20:00]αυτή είναι η προσωπική μου άποψη, θεωρώ ότι δεν έχει γίνει αυτό, τη σφαγή δεν την αμφισβητώ, θεωρώ ότι δεν υπάρχει το λυτρωτικό του καπετάνιου, το οποίο βέβαια λαογραφικά κολλάει τέλεια με την ιστορία, απλά πιστεύω ότι λέγεται «καπετάνιος» γιατί ο αρχηγός του γλεντιού σ' ένα νησί μόνο «καπετάνιος» μπορεί να λέγεται, τίποτα άλλο. Πώς όμως μία σφαγή και μάλιστα τόσο βίαιη, μπορεί να συνδέεται μ' ένα έθιμο για τους ανομολόγητους έρωτες; Αυτό παρεξένεψε και τα παιδιά που είχανε ξεκινήσει την έρευνα, και εμένα προσωπικά και τους γηραιότερους, κι έτσι ξεκινήσαμε λίγο κι επεκτείναμε την έρευνά μας, όπου βρέθηκε κάποια στιγμή στα χέρια μας ένα βιβλίο- δεν θυμάμαι να σου πω ποιό, θα στο πει όμως ο πατέρας μου όταν με το καλό συναντηθείτε- στο οποίο περιγράφεται πώς παίζονταν οι αριστοφανικές κωμωδίες. Και μάλιστα, είναι μεταφρασμένο το βιβλίο σύμφωνα με τα γραμμένα του Αριστοφάνη, δηλαδή ο ίδιος ο Αριστοφάνης περιγράφει πώς πρέπει να παίζονται οι κωμωδίες του. Στο κομμάτι λοιπόν της εξόδου, της αριστοφανικής κωμωδίας, δηλαδή το τέλος της αριστοφανικής κωμωδίας, ο Αριστοφάνης λέει ότι ο χορός συνοδεύει τον πρωταγωνιστή σε μια τελευταία έξοδο, τραγουδώντας έναν αυτοσχέδιο ύμνο. Ο ύμνος αυτός αλλάζει σε κάθε κωμωδία και σε κάθε παίξιμο, μόνο σε μία κωμωδία τραγουδιέται ο ίδιος ύμνος. Σε όλες τις υπόλοιπες, κάθε φορά και σε κάθε παίξιμο, δηλαδή και σε κάθε διαφορετική παράσταση είναι αυτοσχεδιασμός. Όταν ο πρωταγωνιστής με το χορό φτάσουν στο κέντρο της σκηνής, ο πρωταγωνιστής βγαίνει μπροστά και σηκώνει μια γυναίκα από το πλήθος, από το ακροατήριο, η οποία είναι βουβό πρόσωπο, δεν παίρνει τη σημασία που της αναλογεί, εις γάμον-αρχαιοελληνικά- κοινωνία, η οποία συνήθως ήταν μια ανώνυμη εταίρα της Αθήνας. Εμείς λοιπόν τι κάνουμε; Συνοδεύουμε τον πρωταγωνιστή μας, τον καπετάνιο μας, σε μια έξοδο προς το χωριό, τραγουδώντας ένα αυτοσχέδιο τραγούδι, το οποίο κάθε χρονιά είναι διαφορετικό, γιατί αλλάζουν οι στίχοι, αυτοσχεδιάζουμε, και όταν φτάσουμε στο κέντρο της σκηνής, δηλαδή στην πλατεία του χωριού, ο καπετάνιος μας διαλέγει μια γυναίκα, η οποία είναι βουβό πρόσωπο-και δεν παίρνει τη σημασία που της αναλογεί, αλλιώς το έθιμο θα λεγόταν «καπετάνισσα»- εις γάμον κοινωνία ορθόδοξα πια, κάνουμε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και είναι λογικό να έχει το έθιμο σχέση με τον Αριστοφάνη, διότι ο Αριστοφάνης στη «Λυσιστράτη» αναφέρει δύο φορές την Αιγιάλη της Αμοργού. Καταρχάς να πούμε ότι στην Αιγιάλη, την αρχαία Αιγιάλη της Αμοργού, ο κυρίαρχος θεός ήταν ο Διόνυσος. Θεός του κρασιού, της γεωργίας, του γλεντιού, των οργίων και της κωμωδίας . Λοιπόν, ο Αριστοφάνης στη Λυσιστράτη, όταν οι γυναίκες κλειστήκανε στον Ιερό Βράχο, αναφέρει ότι ψιθυριζόταν στους δρόμους της Αθήνας, ότι οι γυναίκες μέσα στην Ακρόπολη κάνουν όργια όπως τα όργια της Αιγιάλης Αμοργού. Και όταν η Μυρίνη κατέβηκε απ' τον Ιερό Βράχο για να αποπλανήσει τον άντρα της, τον στρατηγό, και να υπογράψουν τελικά τη συνθήκη με τους Πελοποννήσιους, ο Αριστοφάνης περιγράφει ότι η Μυρίνη φοράει έναν αραχνοΰφαντο διαφανή πορφυρό χιτώνα από αμόργι, όπως τους χιτώνες που φορούσαν οι Γιαλίτισσες στα όργια της Αιγιάλης. Αν λοιπόν ο Αριστοφάνης ήξερε την Αιγιάλη Αμοργού, σίγουρα η Αιγιάλη Αμοργού ήξερε τον Αριστοφάνη. Και δεν είναι και το μοναδικό στοιχείο που έχουμε, όπου ο Αριστοφάνης είναι παρών σε όλα τα δρώμενα, και τα θρησκευτικά, τα οποία κάνουμε, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Επίσης, βρήκαμε ότι υπήρχε μια αρχαία διονυσιακή γιορτή, την τελευταία μέρα του χειμώνα, την αρχή της άνοιξης, δηλαδή την περίοδο της αποκριάς, η οποία λεγότανε «Θαρδίλια», και ήταν γιορτή και δέηση προς τη γονιμότητα. Στα Θαρδίλια λοιπόν, τι κάνανε; Κάνανε πομπή με ξύλινα στειλιάρια, πάνω στα οποία κρεμούσανε τα πράγματα τα οποία θέλανε να γονιμοποιηθούν και να ευδοκιμήσουν την επόμενη χρονιά. Άρα λοιπόν, το κοντάρι του μπαϊραχτάρη είναι ακριβώς αυτό, είναι δέηση στη γονιμότητα. Δέηση στη γονιμότητα της γης με το ψωμί, δέηση στη γονιμότητα της κτηνοτροφίας με το τυρί, στη γονιμότητα της θάλασσας με το ψάρι και το αποκορύφωμα της δέησης για γονιμότητα είναι η ένωση του ζευγαριού. Αυτά είναι τα στοιχεία που ξέρουμε για τον καπετάνιο. Εκεί λοιπόν, έπεσε μια σκέψη, μήπως όταν έγινε η σφαγή της Αιμπηής -αυτό είναι μια τελείως δικιά μας εικασία, και λέω δικιά μας γιατί προέκυψε στη συζήτηση που κάναμε με τα παιδιά, όταν πλέον είχαμε τα στοιχεία μπροστά μας- μήπως όταν έγινε η σφαγή της Αιμπηής, οι παπάδες χρησιμοποίησαν το ήδη προϋπάρχον έθιμο, ώστε να επαναφέρουν τους επιζήσαντες σε πιο… στην πραγματικότητα, πώς να το πω; Σε εγρήγορση και να ξαναφτιάξουν κοινωνία και το χωριό; Αυτή είναι μια εικασία τελείως δικιά μας. Είναι το σημαντικότερο έθιμο της Γιάλης, για μένα είναι το σημαντικότερο έθιμο σε ολόκληρη την Αμοργό, υπάρχουν κάποιες-για να είμαστε και τίμιοι και αληθείς σε αυτά που λέμε- υπάρχει τα τελευταία χρόνια κάποια διαμάχη μεταξύ των δύο χωριών της Αιγιάλης, γιατί πλέον και τα δύο χωριά κάνουνε καπετάνιο. Η αλήθεια είναι ότι ο καπετάνιος σαν έθιμο της Αιγιάλης έχει γίνει και στα τρία χωριά, αλλά πάρα πολύ πρόσφατα, συγκεκριμένα έχει γίνει μία φορά στον Ποταμό, τέσσερις φορές ξέρουμε ότι έχει γίνει στα Θολάρια, και όλες─ σε συνδυασμό με τη Λαγκάδα, στη Λαγκάδα γινότανε πάντα, σταμάτησε την περίοδο του πολέμου, και μετά υπάρχει ένα κενό λίγο πριν το ‘80, ’80 κάτι, μέχρι το ‘96, ‘94, δεν θυμάμαι ακριβώς, έχω το χαρτί, θα στο δείξω κάποια στιγμή, όπου ξαναεπανήλθε. Από την έρευνα που έχουμε κάνει στη Λαγκάδα ξέρουμε ότι έχουμε 68 επιβεβαιωμένους καπετάνιους, μέσα στο 1900 και πριν το 1996, γιατί μετά το 1996 τους ξέρουμε όλους. Από το ‘96 και πριν έχουμε 68 επιβεβαιωμένους καπετάνιους, κανονικά, ποιος ήτανε, και, και, και…. Και υπάρχουν και 48 φωτογραφίες με παλαιότερη του 1922.

Ε.Π.:

Ωραία θα ήταν να δούμε αυτή τη φωτογραφία κάποια στιγμή.

Α.Ρ.:

Ναι, αμέ, υπάρχουν φωτογραφίες. Να πούμε ότι όχι το '20, το ‘19 ανέβηκε ένα συνεργείο, μια εταιρεία παραγωγής από το Ηράκλειο της Κρήτης και το κινηματογραφήσαμε το έθιμο «prima vista» που λέγαμε παλιά, με συνεντεύξεις των ανθρώπων, θέλοντας να υπάρχει κι ένα οπτικό ντοκουμέντο έστω και σύγχρονο. Υπάρχουν και παλιότερα, υπάρχουν και από το ‘96 και απ' το ‘94, υπάρχουνε οπτικοακουστικά υλικά, αλλά έτσι ήταν η πρώτη φορά που έγινε μια πιο συγκροτημένη δουλειά και ως προς την ιστορία του εθίμου, όπου βέβαια, στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ λέγονται όλες οι απόψεις και είναι στην κρίση του θεατή τι απ’ όλα θέλει να πιστέψει. Αλλά για μένα προσωπικά, είναι… τι να πω; Τι να πεις όταν συμμετέχεις σ' ένα έθιμο το οποίο πιθανότατα υπάρχει μπρος από δυόμιση χιλιάδες χρόνια;

[00:30:00]

Ε.Π.:

Πώς αισθάνεσαι;

Α.Ρ.:

Δεν… εντάξει, είναι οι μέρες αυτές, είναι «τούτες οι μέρες το χουνε, τούτες οι εβδομάδες να τραγουδάνε τα παιδιά και δεν χαίρονται οι μανάδες» γιατί δεν μας βλέπουνε ποτέ! Ούτε οι μανάδες ούτε… δεν μας βλέπει κανένας, είμαστε εκεί τρεις μέρες , τρώμε, πίνουμε, χορεύουμε, δεν κάνουμε τίποτα άλλο. Και την ημέρα του καπετάνιου… Να πούμε το κομμάτι που αφορά τη Σχοινούσα, να πούμε ότι επειδή ο πληθυσμός της Ηρακλειάς και της Σχοινούσας είναι Αμοργιανοί και είναι Γιαλίτες, πάλι, συνεχίζοντας την έρευνα, μάθαμε ότι και στη Σχοινούσα γινότανε καπετάνιος και μάλιστα, μάθαμε για την ύπαρξη ενός εθίμου, όπου -πρόσεξε να δεις πώς το συνδυάζω εγώ-εμείς στη Λαγκάδα κάνουμε τον καπετάνιο και την επόμενη μέρα, την Καθαρή Δευτέρα, ξαναπάμε στην Επανοχωριανή. Και με τα παιδιά που το συζήταγα, μου λέγανε: «Μα, αφού εδώ πάμε, έτσι είναι το έθιμο, ξαναπάμε στην Επανοχωριανή». Εδώ λοιπόν στη Σχοινούσα μάθαμε ότι κάνουνε το μπαϊράκι, το τελετουργικό του καπετάνιου είναι ακριβώς το ίδιο. Βέβαια, δεν υπάρχει η τόση πληροφορία, το τελετουργικό είναι το ίδιο, η πληροφορία της προέλευσης στη Σχοινούσα δεν υπάρχει, πλην το ότι οι πρόγονοί μας ήταν Γιαλίτες κι επειδή το κάνουν στη Γιάλη, το κάνουμε κι εμείς εδώ. Υπάρχει όμως το «μπαϊράκι», το οποίο μπαϊράκι είναι στην ουσία το λάβαρο του καπετάνιου, στο οποίο την επόμενη μέρα το περιφέρουν στο χωριό, κρεμάνε οι νοικοκυρές τα καλούδια τους τα νηστήσιμα και πάνε στην πλατεία και γίνεται πάλι ένα γλέντι νηστήσιμο, πλέον, έχουμε μπει στη Σαρακοστή. Και πολύ πιθανόν η επιστροφή στην Παναγία την Καθαρή Δευτέρα, να γινότανε με το μπαϊράκι και στη Γιάλη, απλά να κόπηκε κάποια στιγμή κι απλά ξεχάστηκε. Ποιος ξέρει; Θα δούμε… Αυτά μέχρι στιγμής.

Ε.Π.:

Πολύ ωραία.

Α.Ρ.:

Άλλο. Τι θα θελες να ρωτήσεις;

Ε.Π.:

Τι να πούμε άλλο;

Α.Ρ.:

Τι θες να πούμε; Θες να πούμε τη νεράιδα; Θες να πούμε τις πειρατικές ιστορίες που γνωρίζω και να καταλήξουμε στη νεράιδα;

Ε.Π.:

Ναι αμέ.

Α.Ρ.:

Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε καταρχάς ότι σε όλες τις τουριστικές περιηγήσεις στην Αμοργό, ειδικότερα που αφορούν τη Χώρα και τη Λαγκάδα, αναφέρονται πειρατές. Και αυτό είναι λογικό, γιατί και τα δυο χωριά έχουνε κάστρα, και τα δυο χωριά ως παλαιότερα-γιατί έτσι αναγνωρίζεις και ποια είναι τα παλιά χωριά στην Αμοργό-δεν φαίνονται από τη θάλασσα, είναι κρυμμένα και όποιον και να ρωτήσεις, θα σου πουν ότι είναι κρυμμένα για τις πειρατικές επιδρομές. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι όλη η αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι δεν φοβόντουσαν μόνο τους πειρατές, βασικά φοβόντουσαν τους Αγαρινούς πειρατές, που είπαμε προηγουμένως, η αλήθεια είναι ότι ήταν και οι ίδιοι πειρατές. Και επειδή αυτά όλα είναι λογικά όταν κάτσεις κάτω και τα σκεφτείς, διότι η Αμοργός ήταν πάντα φτωχό μέρος, οπότε σ' ένα φτωχό μέρος όπου υπάρχει πρόβλημα επιβίωσης, είναι λογικό και οι κλοπές και η πειρατεία. Δηλαδή παράδειγμα, η Αμοργός είναι ένα από τα πρώτα μέρη στην Ελλάδα, στον ελλαδικό χώρο, που έχει ιστορίες με βρικολάκους. Η Αμοργός έχει τεράστια λαϊκή παράδοση με τις νεράιδες, λογικό, γιατί; Φτωχό μέρος… οι βρικόλακες ήτανε οι κλέφτες και οι νεράιδες ήταν τα παράνομα ζευγάρια, δηλαδή εξηγούνται όλα πολύ… βέβαια, λαογραφικά οι ιστορίες είναι φοβερές, γιατί -ας πούμε- στην Αμοργό είναι το μοναδικό μέρος στην Ελλάδα, γιατί πολλά μέρη στην Ελλάδα έχουνε βρικόλακες, στην Αμοργό περπατάνε και τη μέρα! Δηλαδή…

Ε.Π.:

Επανάσταση!

Α.Ρ.:

Κανονικά. Εξελιγμένα μοντέλα! Η Χώρα λοιπόν και η Λαγκάδα σε όλες τις περιγραφές περιγράφονται ως χωριά κάστρα, χωριά οχυρά, μάλλον, με κάστρα, η Χώρα τον Άγιο Γεώργιο και η Λαγκάδα την Αγία Τριάδα, και μάλιστα στην Αγία Τριάδα από κάτω υπάρχουνε και κόκκαλα, υπάρχουν και οστά, ακόμα και πειρατικά, έτσι; Όπου από εκεί πολεμάγανε, ο τρόπος αρχιτεκτονικής τους είναι διαφορετικός, αλλά ο σκοπός είναι ο ίδιος, άμυνα και οχύρωση, και υπάρχει και ο «Μερμελέχας». Ο Μερμελέχας, σύμφωνα με την προφορική λαϊκή παράδοση που εγώ γνωρίζω, ήταν περιβόητος, αιμοδιψής πειρατής του Αιγαίου, ο οποίος καταγόταν από τη Χώρα. Υπάρχει μια καταγεγραμμένη ιστορία, κάπου την είχα διαβάσει, είχε πέσει στα χέρια μου ένα αρχείο, όπου υπάρχει κάποια καταγεγραμμένη επίθεση, όπου Μανιάτες πειρατές πήγαν στη Σαντορίνη, κλέψανε πλοία για να μην αναγνωριστούν, προφανώς υπήρχε κάποια κόντρα, κι επιτέθηκαν στη Χώρα για να σκοτώσουν το Μερμελέχα. Ο Μερμελέχας αμύνθηκε, επέζησε και πέθανε μετά από μερικά χρόνια από φυσικά αίτια. Έτσι λέει η προφορική μας παράδοση. Αλλά επειδή ακριβώς ήτανε πολύ βίαιος, οι Αμοργιανοί συνεχίσαν και δίνανε το παρατσούκλι «Μερμελέχας» σε όλους τους ήσυχους, φιλήσυχους, έτσι ήρεμους, καλούς ανθρώπους-σαν ανθρωπάκια που λέμε εμείς σήμερα- γιατί ήταν ακριβώς το αντίθετο του Μερμελέχα. Και στην Αμοργό, να ξέρεις ότι τα παρατσούκλια είναι αυτό, ή το ακριβώς αυτό που λένε ή το ακριβώς αντίθετο.

Α.Ρ.:

Υπάρχει άλλη μια ιστορία, την οποία την έμαθα πρόσφατα, για κάποιον πειρατή. Ήτανε τακίμι, ήτανε δυο πειρατές-δυστυχώς δεν θυμάμαι, θα το βρούμε όμως και το όνομα του αλλουνού- πειρατές επίσης από τη Χώρα, ο Κατίκος ήταν ο ένας, τον άλλο δεν τον θυμάμαι, θα το μάθουμε όμως το όνομά του, όπου αυτό που μου άρεσε εμένα, γιατί έτυχε και συμπέσανε και χρονικά οι δύο ιστορίες που άκουσα, με συνάρπασε ότι υπήρχαν δύο διαφορετικές ιστορίες για τον θάνατο του ίδιου ανθρώπου. Ο θάνατος επήλθε στη φυλακή, από φυλάκιση, αλλά η μία ιστορία λέει ότι προσφέρθηκε ο Κατίκος να μεταφέρει με το καΐκι του, με το πλοίο του, κάποιους στην Αλεξάνδρεια- γιατί να σημειωθεί ότι η Αμοργός είχε σύνδεση με την Αλεξάνδρεια μέχρι και πολύ πρόσφατα στην ιστορία της, γιατί είχε πολύ Αμοργιανό πληθυσμό η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου- και μόλις βγήκαν από τα Κατάπολα και φύγανε προς τη Σαντορίνη, εκείνος τους έσφαξε, τους λήστεψε, βύθισε το καράβι και μπήκε στη βάρκα να γυρίσει πίσω, αλλά είχε δει από πάνω το συμβάν ένας βοσκός. Κι ώσπου να μπει αυτός να γυρίσει στα Κατάπολα, ο βοσκός είχε ήδη ειδοποιήσει την αστυνομία και τον συλλάβανε και πέθανε στη φυλακή. Η άλλη ιστορία που μ’αρέσει πιο καλά, προσωπικά εμένα, έχει πιο λαογραφικό ενδιαφέρον, είναι ότι ο Κατίκος μαζί με τον άλλον κουρσέψανε ένα καράβι το οποίο πέρναγε στα ανοιχτά της Χοζοβιώτισσας. Τους σφάξανε όλους εκτός από έναν, γέρο, τον οποίον τον δέσανε και τον πετάξανε στη θάλασσα και τον σέρνανε από πίσω από το καράβι. Όπως λοιπόν αυτός ανεβοκατέβαινε στα κύματα, του φωνάζαν αυτοί από πάνω «Κλούμπα γέρο, πλέψε γέρο! Κλούμπα γέρο, πλέψε γέρο!» Κάποια στιγμή, λοιπόν θεωρήσαν ότι είναι νεκρός, κόψαν το σκοινί και τον αφήσανε, και γυρίσανε. Αλλά ο άνθρωπος αυτός δεν πέθανε. Ένα καράβι που ερχόταν από πίσω, τονε βρήκε, ήτανε ζωντανός, τονε πήγε στη Σαντορίνη, τον συνεφέρανε και κατήγγειλε στην αστυνομία το συμβάν. Η αστυνομία λοιπόν, ακριβώς επειδή η πειρατεία συνέβη στα ανοιχτά της Αμοργού, το πρώτο νησί που επέλεξε να ερευνήσει ήταν η Αμοργός. Και φτάνουνε στην Αμοργό στα Κατάπολα και ανεβαίνουνε στη Χώρα, ημέρα γλεντιού, και όπως μπαίνουνε στην πλατεία της Χώρας, είναι δύο και χορεύουνε… Και όπως χορεύουνε και ο μπροστινός, ο ελεύθερος χορευτής, κάνει τα τσαλίμια, του φωνάζει ο από πίσω «κλούμπα γέρο, πλέψε γέρο, κλούμπα γέρο, πλέψε γέρο» και τους [00:40:00]αναγνωρίσαν από αυτό, τους συλλάβανε κι έτσι ο Κατίκος πέθανε στη φυλακή. Είναι πιο ρομαντική, όχι ρομαντική, είναι πιο ωραία ιστορία η δεύτερη. Επίσης, να πούμε όσον αφορά τη Γιάλη, τουλάχιστον η οικογένεια μου έχει δύο πειρατικές ιστορίες. Η μία πειρατική ιστορία αφορά τη λεηλασία του σπιτιού μας, «Το σπίτι του Δημάρχου» που λέμε, είναι το πατρικό του πατέρα μου, στη Λαγκάδα. Ο Ευστάθιος Γαβαλάς, προπάππους του πατέρα μου, ήτανε Δήμαρχος Αιγιάλης και Δονούσας για περίπου 40 χρόνια. Η γυναίκα του, η Δημάρχαινα, ήτανε μια φιλελεύθερη γυναίκα και ο φιλελευθερισμός της άγεται ως εξής: της άρεσε η θάλασσα, ήθελε να κάνει μπάνιο. Αλλά το 1800 δεν επιτρεπότανε οι γυναίκες να κάνουνε μπάνιο, αρχικώς δεν επιτρεπόταν να κάνουνε μπάνιο στη θάλασσα, θα κάνανε στην παραλία με τους άντρες; Οπότε στο άκρο της παραλίας της Αιγιάλης υπάρχει μια διαμπερής σπηλιά, που μπαίνεις και από στεριά και από θάλασσα, λέγεται «Φωκιότρυπα» και λέγεται «Φωκιότρυπα» γιατί ζούσανε φώκιες εκεί. Η Δημάρχαινα λοιπόν, πήγαινε στη Φωκιότρυπα και βούταγε κι επειδή δεν ήξερε και μπάνιο -είναι ρηχή η σπηλιά, πατάς κάτω- αλλά αυτή κρατιόταν από τα βράχια και προσπαθούσε να πλατσουρίσει και να… Μια μέρα λοιπόν, τυλίχτηκε στο πόδι της, μπλέχτηκε το πόδι της πάνω σ' ένα σκοινί. Τράβηξε το σκοινί επάνω και σήκωσε από τον βυθό της σπηλιάς ένα πουγκί πειρατικές χρυσές λίρες. Τις έφερε πάνω στο σπίτι στη Λαγκάδα και εκεί χάνονται τα ίχνη των λιρών και από την οικογενειακή μας παράδοση. Δηλαδή κανείς δεν ξέρει τι γίνανε οι λίρες αυτές. Μακάρι να ξέραμε, αλλά εν πάση περιπτώσει… Λοιπόν, ο Δήμαρχος, μετά από κάποιον καιρό, μερικές εβδομάδες, μέρες-εν πάση περιπτώσει εκεί κοντά- ήτανε καπνέμπορας, έφυγε λοιπόν να πάει στη Νάξο για να κλείσει τις συμφωνίες για τα καπνά. Το δεύτερο ή το τρίτο βράδυ της απουσίας του, το σπίτι δέχτηκε πειρατική επιδρομή από τρεις πειρατές, οι οποίοι─όταν πάμε στη Λαγκάδα θα σου δείξω και το… υπάρχει μια αποθήκη η οποία έχει πόρτα στο δρόμο και η αποθήκη αυτή ενωνόταν με το από πάνω δωμάτιο με μια «αγκλαβανή» που λέμε εμείς, με μία καταπακτή. Από εκεί λοιπόν ανεβήκαν οι πειρατές, βγήκαν στο διπλανό δωμάτιο απ' το δωμάτιο που κοιμόταν η Δημάρχαινα με την κόρη της τη δασκάλισσα, άκουσε εκείνη το σαλάβατω, βγήκε, τον είδε τον πρώτο, την ώρα που έβγαινε ο πρώτος από την καταπακτή. Άνοιξε λοιπόν τη μπαλκονόπορτα και πέταξε έξω στο δρόμο το μαγκάλι, για να κάνει θόρυβο, μήπως ακούσουνε κάποιοι γείτονες. Δεν άκουσε κανένας. Οι πειρατές πιάσαν τις γυναίκες, τους βάλαν τα μαχαίρια στο λαιμό, αλλά εκείνες δεν ομολογήσανε πού είναι οι λίρες. Κι επειδή προφανώς φοβηθήκανε ότι αν σκοτώνανε τη γυναίκα και την κόρη του Δημάρχου θα γινόταν ολόκληρη ιστορία, κλέψανε ό,τι πολυτιμότερο είχε το σπίτι. Και το πολυτιμότερο πράγμα που είχε εκείνη την περίοδο το σπίτι μέσα ήτανε τόπια με ύφασμα. Λοιπόν, γύρισε ο Δήμαρχος άρον-άρον, μόλις μαθεύτηκε, του μηνύσανε στη Νάξο, εν πάση περιπτώσει, δεν βρέθηκαν ποτέ οι ένοχοι. Μάλλον δεν βρέθηκαν οι ένοχοι, όχι ποτέ. Πέρασε ο χειμώνας και ήρθε η γιορτή της Αναλήψεως στον Ποταμό. Πήγε λοιπόν και ο Δήμαρχος με τη Δημάρχαινα και την κόρη του, πήγανε στην εκκλησία, στο προαύλιο λοιπόν της εκκλησίας ήτανε τρεις Ποταμιανοί ντυμένοι με ρούχα φτιαγμένα από τα υφάσματα που είχανε κλαπεί μες στον χειμώνα από το σπίτι του Δημάρχου. Ο Δήμαρχος δεν έδωσε ποτέ συνέχεια, για να μην δημιουργηθεί αυτό, από τη στιγμή που δεν είχανε πειραχτεί και οι γυναίκες.

Α.Ρ.:

Και η άλλη ιστορία που έχει να κάνει με την οικογένειά μου, αυτή είναι απ' τη μεριά του σογιού του παππού μου. Δηλαδή η ιστορία με την επίθεση είναι από τη μεριά της γιαγιάς μου, η άλλη ιστορία έχει να κάνει με τη μεριά του παππού μου. Ο προπάππους του παππού μου-όχι ψέματα- ο παππούς του παππού μου, πατέρας της μάνας του, ήτανε ο Γιώργος ο Καούστος, πειρατής. Ο οποίος Γιώργος Καούστος παράτησε την πειρατεία στην αρχή της καριέρας του, γιατί ερωτεύτηκε. Ερωτεύτηκε στη Λαγκάδα, παντρεύτηκε κι έκανε με τη γυναίκα του τέσσερα παιδιά. Στη γέννα του τέταρτου παιδιού –έκανε τρία αγόρια κι ένα κορίτσι- στη γέννα του κοριτσιού η γυναίκα του πέθανε. Κι έμεινε χήρος με τέσσερα παιδιά. Πριν χρονίσει η γυναίκα του, γυρνώντας από τη Μεγάλη Βλυχάδα στη Λαγκάδα, περνώντας στην τοποθεσία που είναι ακριβώς από κάτω από τον θόλο, είχε κάποια χωράφια εκεί πέρα, περνώντας, είχε πάει στα ζώα και πέρναγε από το χωράφι για να πάει στο χωράφι, βρήκε μέσα στο χωράφι του, λιπόθυμη, μια γυναίκα ντυμένη στα άσπρα. Την πήρε και την πήγε στο σπίτι και την περιέθαλψε. Η γυναίκα αυτή ήτανε νύφη, η οποία πήγαινε από τον Άγιο Κήρυκο της Ικαρίας στην Κάλυμνο, ήτανε δύο καΐκια, πήγαινε με το σόι της ολόκληρο, την οικογένειά της, στην Κάλυμνο να παντρευτεί. Και βυθιστήκαν τα καΐκια και ήταν η μοναδική που έζησε. Την είχε ξεβράσει στη Μεγάλη Βλυχάδα το κύμα και αυτή είχε καταφέρει κι είχε ανέβει το βουνό και απλά την εγκαταλείψαν οι δυνάμεις της μες στο χωράφι του προπάππου μου. Του προ-προπάππου μου. Αλλά ο Καούστος δεν μπορούσε να βγει να πει ότι «δεν έχει χρονίσει η γυναίκα μου κι έχω άλλη γυναίκα μες στο σπίτι» οπότε κάνανε μια συμφωνία. Της είπε ότι «Μείνε εδώ όσο θες, αλλά δεν θα μιλάς εκτός σπιτιού, δηλαδή μέσα στο σπίτι θα μιλάς κανονικά, αλλά έξω στον κόσμο τίποτα». Και στον μπακάλη που πήγαινε, πήγαινε με σημείωμα γραμμένο από τον Καούστο. Αυτός λοιπόν βγήκε στο καφενείο και είπε το εξής: ότι γύρναγε από τα ζώα, τον περικυκλώσανε οι νεράιδες κι αυτός κατάφερε, του τραγουδούσαν, τον περιπαίζανε, τον πειράζανε και το ένα το άλλο─ να σημειωθεί ότι στη λαϊκή παράδοση της Αμοργού οι νεράιδες είναι όλες γυναίκες, έχουνε μόνο έναν αδερφό, τον Αλεξανδρή, δεν είναι τυχαίο, τον Μέγα Αλέξανδρο δηλαδή, και κλέβουν τους άντρες, γιατί ψάχνουν συνέχεια το χαμένο αδερφό τους. Μιλάνε κανονικά, τραγουδάνε, χορεύουνε, χορεύουν εννοείται κοντά στις σπηλιές, όπως οι νύμφες, αλλά όταν τους κλέψεις το μαντήλι, τις «δένεις» και μουγκαίνονται. Το ίδιο λοιπόν ισχυρίστηκε κι ο Καούστος στο καφενείο, ότι κατάφερε και άρπαξε από μια το μαντήλι και την έδεσε. Προφανώς ήτανε πάρα πολύ πιστευτός, γιατί όλοι, και όχι μόνο στο χωριό, γιατί κυκλοφόρησε το νέο σ' ολόκληρη την Αμοργό, πιστέψανε λοιπόν ότι ο Καούστος πραγματικά είχε δέσει μία νεράιδα. Περάσαν κάποια χρόνια και κάνανε μαζί ένα παιδί. Μετά από ένα-δυο χρόνια, δηλαδή το παιδί πρέπει να ήταν ενός ή δυο χρονών, ένα βράδυ, ένα Καλύμνικο καΐκι άραξε στη Γιάλη με θαλασσοταραχή. Περνάγαν οι μέρες, ο καιρός δεν έπεφτε κι έτσι βγήκαν οι ναύτες στα χωριά να πουλήσουνε σφουγγάρια, βασικά να ανταλλάξουνε τα σφουγγάρια με αυγά, λάδια, για να μπορέσουνε να ζήσουνε. Πήγε λοιπόν ένας ναύτης και χτύπησε την πόρτα του Καούστου, άνοιξε αυτή κι είδε μπροστά της τον [00:50:00]άντρα της. Τον Καλύμνιο. Περιμένανε να νυχτώσει, γύρισε ο Καούστος από τα χωράφια, κάτσανε τα συζητήσανε κι εκείνη αποφάσισε να φύγει με τον άντρα της. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να πάει στην Κάλυμνο να παντρευτεί μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, ο Καούστος αποφάσισε να κρατήσει το παιδί. Την επόμενη μέρα, ή μάλλον μόλις έπεσε ο καιρός, φύγανε. Βγήκε λοιπόν ο Καούστος στο καφενείο και είπε το εξής: ότι είχαν ανάψει τον φούρνο για να φουρνίσουν ένα ψωμί, είχανε ζυμώσει, αλλά εκείνος δεν άντεχε πια μετά από τόσα χρόνια τη σιωπή της κι έκανε για πλάκα ότι πετάει το μωρό στον φούρνο κι εκείνη στρίγκλιξε και χάθηκε. Η ιστορία αυτή ήτανε πιστευτή, εγώ πρόλαβα ανθρώπους-όπως σου ’λεγα προηγουμένως, πρόλαβα άνθρωπο στη Λαγκάδα με το παρατσούκλι «Μερμελέχας»- πρόλαβα και ανθρώπους οι οποίοι πιστεύανε ότι η νεράιδα ήταν αληθινή. Η ιστορία αυτή είναι καταγεγραμμένη σε έναν τόμο που λέγεται «Τα Αμοργιανά», είναι μια έκδοση της ένωσης Αιγιαλιτών Αμοργού. Ο Καούστος εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια στα πέντε του παιδιά δύο μέρες πριν πεθάνει. Τα πέντε του παιδιά ήτανε ο Κώστας, ο Γιάννος, ο Θοδωρής, το Μαριώ και η γιαγιά μου, το Στασινώ, η προγιαγιά μου. Και αυτά τα πέντε παιδιά ήταν και ο λόγος που δεν έμεινε το επίθετο Καούστος, γιατί ο Κώστας έκανε μόνο κορίτσια, ο Γιάννος πέθανε άκληρος, ο Θοδωρής έκανε κόρη, και οι γυναίκες παντρευτήκανε. Κάτι έτσι που με συγκλόνισε, συγκλόνισε… Πριν δυο χρόνια, είμαστε μες στο καφενείο στα Θολάρια, κι επειδή ο Μιχαλιός που 'χει το καφενείο είναι εγγονός του Μαριού, δηλαδή είμαστε και οι δυο σόι από τον Καούστο, λέγαμε για το πού συνέβη το περιστατικό αυτό, αν συνέβη όντως στη Λαγκάδα ή αν συνέβη στα Θολάρια, και πετάχτηκε θαμώνας του καφενείου και επέμενε ότι η ιστορία είναι αλήθεια, γιατί του είχε πει η γιαγιά του ότι είδε τη νεράιδα να φεύγει μέσα απ' την καμινάδα, να εξαφανίζεται. Δηλαδή, φαντάσου πόσο δυνατός είναι αυτός ο θρύλος. Και ήτανε πολύ έτσι, σοκαριστικό για μένα. Ενδιαφέροντα σοκαριστικό, αυτό εννοώ.

Ε.Π.:

Δυνατός θρύλος και δυνατός αφηγητής.

Α.Ρ.:

Αυτά.

Ε.Π.:

Υπέροχα.

Α.Ρ.:

Άλλο.

Ε.Π.:

Να πούμε κάτι τελευταίο;

Α.Ρ.:

Ναι, τι θέλεις να πούμε;

Ε.Π.:

Πώς μπορεί να κλείσει κανείς μια συνέντευξη με τον δισέγγονο της νεράιδας;

Α.Ρ.:

Να πούμε μια ιστορία που θα ζητήσεις όμως κι από τον θείο μου τον Φάνη να στην ξαναδιηγηθεί, θα πούμε μια ιστορία που δεν αφορά την Αμοργό. Να πούμε για τον Πάρορα της Καλύμνου. Λοιπόν, για να δεις και πώς εξηγούνται, και θα σου πει και ο Φάνης όλες τις ιστορίες, θα του ζητήσεις να σου πει την ιστορία που νόμιζε ότι άκουσε τη νεράιδα, πενήντα χρόνια. Άλλη φοβερή ιστορία, και ήμουνα μπροστά στο όταν λύθηκε το μυστήριο. Δηλαδή ο άνθρωπος αυτός από τα δεκαπέντε του μέχρι τα εξηνταπέντε του ήτανε σίγουρος ότι είχε ακούσει νεράιδα. Και βέβαια χεσμένος επάνω του από τον φόβο του, έτσι; Δηλαδή το θυμόταν πάντα όταν μας έλεγε την ιστορία… Κι έτυχε και ήμουν μπροστά όταν λύθηκε το μυστήριο, που βέβαια η εξήγηση ήτανε… Α! Να πούμε έτσι κι άλλη μια ιστορία, έτσι, μικρούλα. Όλα, κάποια έχουνε μια πολύ λογική εξήγηση και πολύ προφανή, κάποια δεν έχουνε. Και ο «Πάρορας» αλλά και η «Ανάσα» ήταν από τις ιστορίες, ρε παιδί μου, που έτσι πιτσιρικάς όταν τις άκουγα από τον θείο μου και από τον πατέρα μου, έτσι, μ άρεσαν. Ο «Πάρορας». Την «Ανάσα» την έζησα. Και πώς την έζησα; Το 1996; '96. Ανεβαίνω με τον αδερφό μου με τη μηχανή του θείου μου από τον Γιαλό, εμείς τι κάναμε; Γυρνάγαμε, ρε παιδί μου, εντάξει για να μην στεναχωρούμε τη γιαγιά μας, βγαίναμε, 12 η ώρα γυρνάγαμε πάνω, παρκάραμε τη μηχανή απέναντι, την έβλεπε η γιαγιά μου, γιατί στεκότανε στη μπαλκονόπορτα και κοίταζε, την έβλεπε η γιαγιά μου τη μηχανή παρκαρισμένη, γυρνάγαμε στο σπίτι, λέει «Εντάξει, κοιμηθήκαν τα παιδιά», την κοπανάγαμε εμείς με τα πόδια και ξαναγυρνάγαμε με τα πόδια πάλι στο χωριό. Τέλος πάντων, ανεβαίνοντας λοιπόν νύχτα, ήτανε 12.30-01.00 η ώρα, χωματόδρομοι ακόμα, με τη μηχανή του θείου μου του Φάνη από τον Γιαλό, στο ανηφοράκι που κάνει στην Αγία Τριάδα κάνει «μπου-μπου-μπουπ» η μηχανή και σβήνει. Στη μηχανή αυτή όταν έσβηνε η μηχανή, σβήναν και τα φώτα. Σβήνουν λοιπόν και τα φώτα και μένουμε εγώ με τον αδερφό μου… Ακούω από πάνω από το βουνό ένα «χχχ» του λέω «Γιώργο τι είναι αυτό;» Μου λέει: «Δεν ξέρω». «χχχ». Του λέω: «Γιώργο, βάλε μπροστά να φύγουμε!» Αυτός προσπαθούσε να βάλει μπροστά, δεν έπαιρνε μπροστά, όσο προσπαθούσε λοιπόν ο αδερφός μου να βάλει μπροστά τη μηχανή, προσπαθούσα να εντοπίσω, καταρχάς προσπαθούσα να καταλάβω τι ήχος μπορεί να ’ναι αυτός. Για ζώο δεν μου ’κανε, άνθρωπος δεν ήτανε, πουλί δεν μου έκανε πάλι και προσπαθούσα να εντοπίσω από πού έρχεται και άλλαζε κατευθύνσεις. Όποτε εγώ έχω πάθει… Του λέω: «Γιώργο, βάλε μπροστά να φύγουμε». Μου λέει: «Ακούω, προσπαθώ». Τράβαγε μανιβελιές, τίποτα. Και παιδιά έσπρωξα τον αδερφό μου πάνω στη μηχανή στην ανηφόρα και πήρε μπροστά, από τον φόβο μου. Πήγαμε λοιπόν επάνω, πού να κοιμηθώ εγώ εκείνο το βράδυ, τέλος πάντων. Την επόμενη νύχτα, γυρνάει ο θείος μου ο Φάνης με την κοπέλα του τη Μαίρη τότε, και παρκάρουνε στην Αγία Τριάδα. Με το που κατεβαίνουν από το αμάξι και ησυχάζει-ξέρεις- κλείνει η μηχανή «χχχ». Λοιπόν και ξεκίνησε μια ολόκληρη ιστορία, γιατί δεν το ακούγαμε μόνο εμείς, το άκουγε όλο το χωριό. Η «Ανάσα» και η «Ανάσα» και η «Ανάσα», άλλοι λέγανε ότι είναι πουλί, άλλος έλεγε ότι είναι ο αέρας στις τρύπες των βράχων –βέβαια οι βράχοι παίξανε ρόλο στο ότι δεν μπορούσα εγώ να εντοπίσω από πού ερχότανε τελικά- άλλοι ότι ήτανε βρουκολάκοι, ότι είναι νεράιδες, ότι είναι, ότι είναι, ότι είναι… Τέλος πάντων, κάποια στιγμή, μια ωραία μέρα, χάθηκε η «Ανάσα». Και δεν ξανακούστηκε. Περνάνε δυο, τρεις, τέσσερις μέρες, τίποτα, ησυχία, πουθενά η «Ανάσα». Είναι λοιπόν ο θείος μου στο Μοσχουδάκη με τον συγχωρεμένο τον γεωπόνο, κάνει ο γεωπόνος «Αχ βρε Φάνη, να δεις τι έπαθα!» «Τι έπαθες;» του λέει. «Τι να πάθω βρε-του λέει-είχα έναν γάιδαρο και τον είχα δεμένο εκεί στην Αγία Τριάδα κι αυτός είχε άσθμα, αλλά ευτυχώς πριν μερικές μέρες ψόφησε, πήγε στον διάολο, ησυχάσαμε». Δηλαδή φαντάσου τώρα, αν αυτός ο άνθρωπος δεν το είχε πει στο καφενείο, θα πιστεύαμε ακόμα ότι… η «Ανάσα».

Α.Ρ.:

Έτσι πίστευαν στην Κάλυμνο για τον «Πάρορα», όπου ένας Αμοργιανός καπετάνιος είχε πάει, είχε καλάρει –έχω την εντύπωση ότι ήταν στην Κάλυμνο, αυτό θα στο επιβεβαιώσει ο θείος μου ο Φάνης- βγήκε λοιπόν σ' ένα χωριό εκεί παραθαλάσσιο, πάει στην ταβέρνα, κάθεται, τρώει, έπινε εκεί πέρα, του λέει κάποια στιγμή ο ταβερνιάρης, του λέει –τον καπετάνιο τον λέγανε «φαζακάκι», έτσι ήταν το παρατσούκλι του, «το φαζακάκι», ήταν και ψιλοκοντούλης και μικροκαμωμένος – του λέει ο καπετάνιος, λέει: «Κλείνουμε» στο σούρουπο. «Μα –λέει-εγώ έχω έρθει να κάτσω να νυχτώσει για να φύγω, να πάω να σηκώσω τα δίχτυα». Του λέει: «Κλείνουμε γιατί θα βγει ο Πάρορας». «Βρε έλα στα καλά σου, ποιος Πάρορας;» Του λέει: «Είναι ένα τέρας τεράστιο, που πετάει φλόγες απ' το στόμα και σπίθες και αυτό και διαλύει τα μαγαζιά». Του λέει το φαζακάκι «Πάρε αυτά-του δίνει λεφτά-και άσε με εδώ, και αν τυχόν γίνει τίποτα μέσα στη νύχτα, θα στείλεις μήνυμα στην Αμοργό, "Είμαι ο τάδε από εκεί" και ό,τι ζημιά γίνει, θα στην πληρώσουνε, αν δεν με βρεις εδώ το πρωί». Τέλος πάντων, με τα πολλά τον έπεισε. Φεύγει ο ταβερνιάρης, μένει το φαζακάκι μέσα μόνο του. Κάποια στιγμή, ακούει «γκακ, γκουκ, γκλαν, γκλουν» κουδούνια, αλυσίδες, κι ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένα πελώριο πράγμα –τότε μιλάμε για εποχή λύχνους και τέτοια, έτσι;- ένα πελώριο πράγμα μέσα στο αυτό και να φεύγουνε σπίθες απ' το στόμα και φωτιές και τέτοια «Ααααααααα!» του κάνει το φαζακάκι «Κατέβα κάτω» «ΑΑΑΑΑΑΑ» ο Πάρορας να ουρλιάζει, να φωνάζει να ακούγονται τα κουδούνια και τέτοια, του λέει το φαζακάκι «Κατέβα κάτω». «Ουαααααααα» πιο πολύ αυτό, βγάζει ένα πιστόλι, του λέει: «Κατέβα κάτω» «Μη, Μη, μη με σκοτώσεις!» Και κάνει έτσι, και ήταν ο φτωχός του χωριού σε ξυλοπόδαρα με προβιές και είχε μπροστά στο στόμα, μπροστά εδώ, μια φουφού και φύσαγε τα κάρβουνα κι έβγαιναν σπίθες, κι έβγαινε τη νύχτα και έκλεβε. Ιστορίες με δράκους…

Ε.Π.:

Καταπληκτικό!

Α.Ρ.:

«Μη, μη, μη με σκοτώσεις!» Αυτά. Μπορούμε να πούμε πολλά, μπορούμε να πούμε για χορούς, μπορούμε να πούμε για ό,τι θες, μπορούμε να τα πούμε και άλλη ώρα ξανά.

Ε.Π.:

Ναι. Μπορούμε να κλείσουμε την πρώτη μας ενότητα με τον Αντώνη Ρούσσο. Θέλεις να πεις κάτι τελευταίο;

Α.Ρ.:

Όχι, τι να πω; Θα τα λέμε.

Ε.Π.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ. Κλείνουμε λοιπόν, εκπομπή από Σχοινούσα τέλος.