© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ελατοχώρι, 27 Ιανουαρίου 1944: μνήμες απ' την εκτέλεση των αμάχων και τη μετέπειτα επιβίωση

Κωδικός Ιστορίας
9951
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αθανάσιος Κόκκαλης (Α.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
18/10/2020
Ερευνητής/τρια
Πέτρος Κώρης (Π.Κ.)

[00:00:00]

Π.Κ.:

Είναι 18 Οκτωβρίου, είμαστε στο Ελατοχώρι Πιερίας, εγώ είμαι ο Πέτρος ο Κώρης, ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε τη συνέντευξή μας. Γεια σας.

Α.Κ.:

Καλημέρα.

Π.Κ.:

Πείτε μου λίγο το όνομά σας.

Α.Κ.:

Κόκκαλης Αθανάσιος του Βασιλείου.

Π.Κ.:

Πού γεννηθήκατε κύριε Θανάση;

Α.Κ.:

Στο Ελατοχώρι, Πιερίας.

Π.Κ.:

Πότε;

Α.Κ.:

1936, τον 5ο μήνα, 16/5.

Π.Κ.:

Έχετε οικογένεια τώρα;

Α.Κ.:

Έχω, έχω τη γυναίκα μου και 2 παιδιά.

Π.Κ.:

Τα παιδιά σας δουλεύουνε; Είναι μεγάλα σε ηλικία;

Α.Κ.:

Ο μεγάλος είναι 54 ετών, είναι δάσκαλος, εδρεύει στα Γιαννιτσά. Μένει εκεί δηλαδή πάντα. Ο άλλος είναι αγρότης, έμεινε εδώ τον έχω δίπλα από το σπίτι μου.

Π.Κ.:

Εσείς τί δουλειά κάνατε;

Α.Κ.:

Εγώ αγρότης. Από- ξεκίνησα αγρότης, αλλά μετά από αγρότης έκανα όλες τις άλλες δουλειές. Κι οικοδόμος και υλοτόμος έκανα, τα πάντα δηλαδή ό,τι γινόταν, περνούσε απ' το χέρι μου διότι δεν μπορούσα να ζήσω διαφορετικά. Όλες τις δουλειές όταν λέμε και δασεργάτης έκανα. Πολλά πράγματα, ό,τι δουλειά υπήρχε την έκανα. Αλλά συνήθως εργάτης και τσοπάνος που λεν. Το 1949, επειδή το 1947 ξεκινήσαμε από 'δω φύγαμε, μας μετέθεσαν, μας πήγαν στη Ρητίνη. Λόγω εμφυλίου. Στην Ρητίνη που πήγαμε, εμείς η οικογένειά μας καθίσαμε ‘47, μπήκε το ‘48, όμως κατά τα τέλη του ‘48 φύγαμε στην Κατερίνη. Στην Κατερίνη που πήγαμε ήταν κάποιες κρατικές παράγκες, εκεί μας βάλανε και μέναμε. Όμως η οικογένειά μας, επειδή δεν μπορούσε να ζήσει, μεροκάματο δεν υπήρχε, ψωμί δεν είχαμε, τίποτα δεν είχαμε με- ο πατέρας μου -αυτό λέγεται, εμείς το λέγαμε τότε στίχ... Με στοίχιση- μ' έστειλε στον Κούκο, ήρθε κάποιος κι ήρθε και ζητούσε ένα παιδί για να είχε κάμποσα καμιά 30 γουρούνια κάτι είχε, κι ήθελε ένα παιδί να τα βοσκάει. Ενώ ο πατέρα μου τώρα τη στιγμή που δεν είχε ψωμί, λέει να πάω. Κι εγώ πήγα. Γι’ αυτό και δεν πήγα και σχολείο δεν, ήτανε ο καιρός που έπρεπε να πάνω σχολείο, όχι μόνο του ‘47 και το ‘48, από νωρίτερα όμως, αφού κάηκε το σχολείο δεν μπόρεσα, να πάω εγώ, δεν μπόρεσα να πάω και στην Κατερίνη. Και πήγα στον Κούκο τώρα εκεί πέρα εγώ, για να πάρουμε ψωμί. Τώρα πέρα από 'κει ήρθαμε πάλι το ‘50 -‘49 ήμαν στον Κούκο εγώ- το ‘50 επαναπατριστήκαμε εδώ. Απ' το ‘47 ήρθαμε το ‘50 και ξεκινήσαμε πάλι, πάλι αγρότες μεν, αλλά τέτοια ζώα για να κάνουμε, να οργώσουμε δεν είχαμε, οπότε πάλι κάνα μεροκαματάκι- εγώ πάλι ο πατέρας μου πάλι αυτά ήταν πιο εύκολα, κάτι γουρούνια. Αγόρασε κάτι αυτά, αυτά πουλιούνται μεταξύ στο χωριό, τα 'παιρνε κάποιος για να έχει για τα Χριστούγεννα που λέμε, να το ταΐζει και να έχει. Βοσκούσα μερικά, συνέχεια αυτά. Τώρα μετά από 'κεί, αφού το 1959- ‘55- τα πουλήσαμε αυτά κι εγώ μετά δεν μπορούσα να καθίσω, ήθελα να δουλέψω δεν... Κι έφυγα από 'δω και πήγα στον Αρωνά. Εκεί πέρα τότε δουλεύαμε τσαπί, σκάβαμε με το τσαπί, ανοίγαμε χωράφια δεν υπήρχαν τότε τσάπες πώς είναι τώρα, ή μπουλντόζες, ή αυτά, οι περισσότεροι πηγαίναμε, μας έβανε κάποιος που είχε λίγα λεφτά, είχε κι ένα χωράφι, ήταν δάσος. Κόβαμε το δάσος εκεί πέρα, το ξεπατώναμε από ρίζα αυτά, όλα τα βγάζαμε έξω κι αφήναμε ένα χωράφι για καλλιεργήσιμο. Κι αυτό το επάγγελμα το δούλεψα.

Α.Κ.:

Μετά από ένα διάστημα εμείς δεν μπορούσαμε να βάλουμε και καπνό, γιατί δεν είχαμε ζευγάρι που λεν, ζώα για να καλλιεργήσουμε και πέρασε μία προθεσμία και μετά που ήρθαμε σε... Μεγαλώσαμε λίγο και μπορούσαμε, δεν μας έδιναν και άδεια για να βάλουμε, δεν... Απαγορευόταν. Κάποιος όμως που είχε οι γονείς του άδεια δίνανε και στον γιο 4 στρέμματα, ενώ εγώ δεν είχε ούτε ο πατέρας μου, ούτε εμένα με δίναν. Και το 1962 παρουσιάστηκε κάποιος περονόσπορος. Ο περονόσπορος ήρθε από έξω αυτό, τώρα απο την Ιταλία, από πού ήρθε. Αυτό παρουσιάστηκε στα καπνά. Όσοι όμως βάζαν καπνά, βάζαν όσα ήθελαν, επιτρέπονταν. Αυτούς που δεν τους έδιναν, δεν τους έδιναν καθόλου. Υπήρχε και διεύθυνση- η αυτή, ο Οργανισμός Καπνού. Κρατικός Οργανισμός Καπνού, που έλεγχε τα πράγματα αυτά. Για μια στιγμή όμως του ‘62 παρουσιάστηκε στα φυτώρια -γιατί αυτά τα φυτώρια τα βάνεις από το Μάρτιο μήνα μέχρι το Μαΐο, γίνονται- τότε τα φυτεύαμε με το χέρι. Φυτευτήρι λέγαμε ένα, ξύλα έτσι αυτά, το βάζαμε εκεί πέρα, βάζαμε το φυτό μ' ένα ποτιστήρι με νερό από πίσω το ποτίζαμε, δηλαδή κουραστικές δουλειές. Όμως τότε που σας λέω το ‘62 παρουσιάζεται κι ο περονόσπορος. Ο περονόσπορος, άρχισε ο Οργανισμός Καπνού, το αντελήφθηκε κι έπρεπε τώρα να το προλάβει. Και φέραν μία παρτίδα μηχανάκια, ατομικά, που ραντίζαν κι ένα φάρμακο -αυτά τα έφεραν απ' την Ιταλία τα φάρμακα- για να προλάβουν τον περονόσπορο, ενώ όμως αυτό έχει προχωρήσει αρκετά, δεν μπορούσαν να το προλάβουν αυτό το πράγμα. Μετά από- συγκεκριμένα το ‘63, εγώ ήμουνα στον Αρωνά σ' ένα αφεντικό, την ώρα που είχε φυτέψει 10 στρέμματα καπνού, ο Οργανισμός Καπνού έβαλε κάποια άτομα με τ' ατομικά μηχανάκια αυτά, στην πλάτη δηλαδή, έβαζαν κάποιο φαρμάκο, για να καταστρέψουν τα φυτώρια να μη φυτέψουν γιατί ο κόσμος δεν σταματούσε, τα φύτευε, ενώ ο περονόσπορος, όπως ήταν το φυτώριο γύρω στα 15-20 εκατοστά, στο φύλλο από κάτω παρουσίαζε μία μούχλα που λένε. Εκείνο ήταν ο περονόσπορος κι εκείνο προχωρούσε κι αφού προχωρούσε στέγνωνε μετά, δεν γινόταν τον καπνό. Κι εγώ του λέω τώρα αυτό γιατί ήμαν στο αφεντικό που ήμαν, έρχεται κάποιο παιδί εκεί πέρα και λέει στο αφεντικό μου: «Μπάρμπα-Σάββα, αφήστε τα φυτά και φύγετε. Τα φυτά καταστρέφονται αυτήν την ώρα γιατί έχουν περονόσπορο». Τότε μας έδειξε ποιος είναι ο περονόσπορος, τα ράντισε το παιδί και μετά από καμιά ώρα -το φάρμακο ποιό ήταν;- ήταν το αλάτι, μέσα στο μηχανάκι αυτό έπαιρνε 10 κιλά νερό έριξε και ποσόν αλάτι πόσο, κι αφού τα ράντισε κάηκαν, το αλάτι κάνει πολλές ζημιές τέτοιες. Μπορεί να στεγνώσει και δέντρα ολόκληρα. Και από 'κει εκείνη τη χρονιά επέτρεψαν και σε μας να πάρουμε άδειες, να βάλουμε καπνό. Τότε άρχισα να βάλουμε δικά μας καπνά κι αρχισαμε 'μεις ύστερα τη δική μας καλλιέργεια εδώ στο χωριό, αλλά το καπνό είναι κουραστικό πάρα πολύ. Μέχρι τώρα έχει κάμποσα, θα έχει τώρα 10 χρόνια που αυτές τις άδειες τώρα, τις πήρε το κράτος πάλι από 'δω, τα δώσε κάπου αλλού τα καπνά αυτά, τελείωσαν από την Ελλάδα. Ό[00:10:00]μως είπε στους παραγωγούς: «για 4 χρόνια»- ή για 3 θα σας γελάσω, σου λέει, παρουσιάστηκαν ποσοστώσεις μετά, χωρίσανε σε ποσοστώσεις, στους άλλους είχε 8 τόνους, μάζευε από άλλους, άλλος έχει 2, ο άλλος είχε 5. Εγώ έτυχε εκείνη τη χρονιά να βγάλω και το παιδί άδεια, είχα και εγώ κι είχαμε 4 τόνους κι έμεινε το παιδί με 4 τόνους ποσόστωση. Όταν την πήραν, τον είπαν ότι: «Καπνό βάνε όσο μπορείς», γι' αρκετά χρόνια τώρα ήταν αυτά, «θα πληρώνεσαι και για την ποσόστωση αυτήν» και πήραν κάποια λεφτά, έτσι... Τα 'δωσε το κράτος για να μπορέσει ο κάθε αγρότης ν' αλλάξει επάγγελμα, διότι εδώ έπαυε το καπνό, να βάλει κάτι άλλο, να βάλει δέντρα αν μπορούσε. Ναι αλλά εδώ σαν χωριό, αγράμματοι που λέμε περισσότερο, δεν το σκέφτηκαν από τότε που έκανε αυτά του κράτος να πει ότι: «εγώ» το παιδί το δικό μου, «εγώ θα βάλω καρυδιές», γιατί τα χωράφια αυτά εγώ τα 'χα αγοράσει, το ‘70 πήγα στη Γερμανία, κάθισα 2,5 χρόνια, ήρθα, πήρα κάποια χωράφια, ξεχρεώθηκα και λίγο, ενώ τότε το παιδί στα χωράφια αυτά τα δικά μου εδώ μπορούσε να... Κι εμάς τότε ένα διάστημα τους μεγάλους, μας έβγαλαν σε... Μας έκαναν πριμοδότηση, μας έδιναν κάποια λεφτά, να δώσουμε τα χωράφια στα παιδιά. Μας έδιναν από 50 μέχρι 100.000, ήταν τα χιλιάρικα τότε. Εγώ τώρα έτυχε να έχω δικό μου παιδί, τα 'δωκα στο δικό μου το παιδί. Ναι, αλλά εδώ λίγο μας... Δεν μας είπαν την αλήθεια, μας είπαν ότι, τα λεφτά αυτά θα μας πριμοδοτούν για 15 χρόνια, ενώ τι κάναν; Δεν είπαν ότι, εγώ που θα έβγαινα μετά από 2 χρόνια ή από 1 στην αγροτική σύνταξη, θα με τα κόβαν, εδώ μας είπαν ψέματα. Εγώ δίνω τώρα τα χωράφια, αλλά ήμαν γύρω στα 62, 63. Στα 65, 2 χρόνια με δώσαν τα λεφτά, μετά με τά κοψαν. Οπότε με είπαν ψέματα. Ναι, αλλά εγώ τα χωράφια τα 'χα δώσει. Εκείνο δεν το επέστρεφαν. Δηλαδή έπαιξε μία ψευτική, θα το πω έτσι χωριάτικα που του λέμε. Τέλος πάντων αυτά τα περάσαμε. Όμως μετά αφού πήραν, πούλησαν τις άδειες που τις έδωκαν αλλού, ο χώρος ο δικός μας εδώ στα χωριά, δεν είναι τα χωράφια έτσι όπως είναι κάποιοι κάμποι που βλέπουμε τώρα, που βλέπω εγώ στην τηλεόραση που κάθομαι, έκαναν οργανώσεις, έκαναν... Πώς να το πω τώρα; Συγκεντρώθηκαν κι έχουν κάμπο μεγάλο, από 'δω στην Κουφάλα που λέμε κάτω, πήραν μηχανήματα, πήραν να φυτεύουν και να τα βγάζoυν με μηχανήματα, εδώ δεν συμφέρει, ούτε ένα τρακτέρ εδώ δεν συμφέρει να έχεις. Γιατί ένα σημείο τότε απαγόρευαν και τα τρακτέρια εδώ. Εγώ τώρα έχω ένα ‘82άρι τρακτέρ, τότε, σου λέει «δεν συμφέρει αυτό το τρακτέρ για να το κρατάς, τί το θέλεις;Γιατί εσύ έχεις 10 στρέμματα χωράφι, το τρακτέρ θέλει στρέμματα πολλά για να δουλέψει». Τελοσπάντων αυτά έχουν μία ιστορία που πέρασαν. Κι έτσι έμεινε τώρα το παιδί. Το παιδί όμως, όπως είπα, το δωσαν λεφτά για 4 χρόνια για 5 χρόνια τώρα, το έδιναν την ποσόστωση την ίδια με τα λεφτά που πληρώνονταν. Πήρε αρκετά λεφτά και το παιδί. Άλλοι όμως που είχαν ποσοστώσεις 10 τόνους, και παραπάνω, έπαιρναν περισσότερα λεφτά. Εδώ ύστερα ο κόσμος χάλασε λίγο. Μπορώ να σου πω ότι τεμπέλιασε, δεν πήγαινε ούτε στη δουλειά τους. Όπως παρουσιάζονταν τα ροδάκινα, παρουσιάζονταν άλλα πράγματα, και δεν πήγαιναν ούτε να μαζέψουν. Σου λέει: «έχω λεφτά». Έτρωγαν τα έτοιμα τα λεφτά. Έπιαναν τις καφετέριες, στα καφενεία, όπου ήθελαν, τα τρώγαν τα λεφτά. Τί εξαναγκάστηκαν να κάνουν; Κάνανε συμβάσεις με την Αλβανία, έφερναν Αλβανούς, από άλλα κράτη, να υπάρχει εργατικό προσωπικό, για να μαζεύουν τις παραγωγές. Δεν μπορούσαν να τ' αφήσουν να πάνε χαμένα. Κι έτσι τα παιδιά καλοέμαθαν, δεν τόλμησαν οι περισσότεροι, άλλο μία μερίδα τώρα τι έκαναν, μπορεί να έκαναν, αλλά οι περισσότεροι κι ειδικά εδώ στα χωριά, που δεν είχαν και χωράφια, δεν παρήγαγαν τα χωράφια αυτά, είναι πετρώδεις, πολύ σπάνια χωράφια να είναι καλό χωράφι να κάνει απόδοση. Αφού και καπνό με πολλή κούραση, με λιπάσματα πολλά, με σκαψίματα, με το ένα, με το άλλο, να μαζέψεις. Και περάσαμε ετσι αυτά τα χρόνια, ειδικά εγώ και το παιδί μου. Αλλά τώρα που σου λέω, αφού φύγανε αυτές οι εποχές, τελείωσαν και τα καπνά, αυτοί τώρα μερικοί που βάζουν καπνά, από τότε τους είπαν ότι: «από 'δω και πέρα καταργήθηκε ο Οργανισμός Καπνού, ο κρατικός οργανισμός», και λέει «από 'δω πέρα δεν σας προστατεύει κανένας», γιατί τότε προτού καταργηθεί ο Οργανισμός, αν κάποιος έμπορας δεν στο έπαιρνε το καπνό -λέω ότι όλα τα καπνά δεν μπορούσαν να βγουν άλφα ή ξέρω 'γω ήταν και... Ή άλλως δεν ήξερε να το καλλιεργήσει και το μάζευε άγουρο, είχε πολλά το καπνό, είχε πολλά- ενώ τελευταία αφού τους είπαν ότι αυτά τελειώνουν, «θα βάνετε καπνά όσα μπορείτε, αλλά θα βρείτε κάποιον έμπορα που θα σας το αγοράζει το καπνό, εμείς παύουμε να σας βοηθάμε». Κι έτσι είναι τώρα μερικοί παραγωγοί εδώ πέρα, βάνουν τον καπνό, έχουν έναν έμπορα που ο έμπορας τους είπε, ενώ πριν ήταν, το έπαιρνες το καπνό, το περνούσες σ' ένα σπάγκο, ας πούμε, το έφτιανες ράμμα 2 μέτρα, στα πανιά να το κρεμάσεις, να το ηλιάσεις, να τ' αυτώσεις, τώρα όμως ο έμπορας και τώρα θα το περάσεις, θα το ηλιάσεις, όταν όμως θα το δέσεις τότε είχαμε κάσες με ξύλο, σανίδι τα μαζεύαμε μέσα και κάναν το δέμα το κάναν -ένα διάστημα ήταν οι οκάδες παλιά, κοντότερα ήρθαν τα κιλά- το 'κάναν και 50 κιλά, που δεν έκανε, απαγορευόταν κι αν το έβρεχες λίγο βαρι,ά σάπιζε, τι να το κάνεις εκείνο, έπρεπε να το πετάξεις. Ενώ τώρα τι τους κάνει ο έμπορος αυτός. Αφού θα το ηλιάσεις και θα 'ρθει η ώρα, αφού το μάζευες τότε, το αποθήκευες στην αποθήκη σου, περνούσε ο Μάρτιος, πενρούσε ο... Έρχοταν τώρα, τώρα είναι ο φθινόπωρος αρχινάς να δένεις, τώρα τα περισσότερα τα καπνά τα πουλήσαν τώρα, ενώ τότε δεν το πουλούσες, το μάζευες στην αποθήκη σου. Είχες 100 δέματα; Έπρεπε να τα προσέχεις να μην τα χάσεις, να μη σου σαπίσουν να μην πολλά. Τελικά όμως, από τώρα που καταργήθηκαν όλα εκείνα, ο έμπορας ο καινούριος τώρα που το παίρνει σου λέει: «Θα σε δίνω εγώ ένα κουτί» -δηλαδή κουτιά για δέματα- «πάνω όμως από 17 κιλά δεν θα υπάρχει δέμα, να είναι λίγο όχι 50 και 40 κιλά να μην κουνιέται, να μην μπορείς να το σηκώσεις. Εκεί όμως που θα το κόβεις, θα το βάνεις μες στο κουτί τον σπάγκο αυτόν θα τον βγάζεις, δεν θα υπάρχει σκοινί μέσα. Τυχόν σκάρτα καπνά θα τα πετάς». Κι έτσι τους έχουν τώρα, είναι πολύ... Εκτός όμως αυτό, το καπνό έπρεπε- εγώ τώρα το ‘56, ‘57 πήγα σ' ένα χωριό στον Άη-Γιάννη, δεν... Επειδή δεν βάζαμε καπνό και δούλευα σε καπνά. Η ώρα 2 έπρεπε να σηκωθώ, χτυπούσε το ρολόι να σηκωθούμε, ν' ανάψουμε Λουξ. Έζεφα το κάρο, τα μουλάρια, έπαιρνα το προσωπικό το εργατικό και πηγαίναμε στο χωράφι. Εκεί τώρα άναβάμε το Λουξ στο χωράφι, το κρεμούσαμε πάνω σε κάποια βέργα σε κάτι αυτό, για να μας φέγγει να σπάζουμε καπνό. Από η ώρα 2 μέχρι τις 9 το πρωί. Το Λουξ βέβαια, αφού έπιανε η μέρα το σβούσαμε. Το καπνό τότε το σπάζαμε και το βάναμε στις ρίζες από τα καπνά που ήταν απάνω. Αν[00:20:00] κινούσε κάνας αέρας και το μάζευε... Δεν υπήρχαν τότε νερά για πότισμα, δεν υπήρχαν τ' αρδευτικά αυτά, ούτε οι σουλήνες, ούτε οι μηχανές που αντλούν νερά τώρα και ποτίζουν. Μετά με το πέρασμα του χρόνου έγιναν όλ' αυτά. Κι εκεί κάθισα εγώ 2 χρονιές, αυτή η δουλειά. Σηκώναμαν η ώρα 2, έπαιρνα την παρέα, πήγαινάμε στο χωράφι, αρχινούσαμε να σπάζουμε. Μαζεύαμε όπως σου είπα, μόλις άρχινούσε να φέγγει, εγώ έστρωνα λινάτσες. Ήταν 2 επί 2 λινάτσες, είχες ανάλογα 10, 5, 8 είχες λινάτσες αυτές. Έστρωνα τη λινάτσα, μάζευα το καπνό, το μάζευα στη λινάτσα, το έδενα, το φορτώνομουν από 'κεί, το πήγαινα στο κάρο. Μέχρι ώρα 9 γιατί μέχρι, αφού έφεγγε κι έβγαίνε ο ήλιος το νερό, το καπνό ήθελε μαραίνονταν, άμα μαραθεί δεν μπορούσες να σπάσεις, νερό να ποτίσουμε δεν υπήρχε τότε, όπως σας είπα κι ήταν πάρα πολύ κουραστικό. Ενώ μετά ύστερα που αρχίσανε τα.. Οι σωλήνες, αρχίνησαν οι μηχανές, αρχίσαν τα ποτίσματα, ήταν διαφορετικά.

Π.Κ.:

Να σας πάω εγώ λίγο πίσω στο χρόνο-

Α.Κ.:

Ναι.

Π.Κ.:

Και να μου πείτε αυτά που συζητήσαμε, που θέλατε να μου πείτε για το Ελατοχώρι και τους σφαγιασθέντες από τους Γερμανούς;

Α.Κ.:

Ναι. Να ξεκινήσουμε αυτά.

Π.Κ.:

Βεβαίως.

Α.Κ.:

Λοιπόν. Το... Θα σας πω πώς ξεκίνησε το προηγούμενο. Επειδή ο στρατός ο γερμανικός κυκλοφόρησε ότι κάποιοι φαντάροι σκοτώθηκαν. Και, εγώ στο χωριό μας εδώ -ίσως αυτό ήταν το '43- λίγο κοντά για τα Χριστούγεννα, απ' το σπίτι μου όπως περπατούσα τότε οι δρόμοι ήταν στενοί, κι ήταν καλντερίμια που λέμε, πέτρες στρωμένες. Και πήγαινα σ' ένα, σε μία θεια μου, απ' τη μάνα μου αδερφή. Μπροστά μου όμως ήταν δύο κύριοι και διάβαζαν μία εφημερίδα -γι' αυτό σου λέω είχα πολύ θυμητικό και από τότε εκείνα... Τώρα δεν θυμάμαι όσο θυμόμουν τότε- έλεγαν ότι: «στο Μεσόκαμπο σκοτώθηκαν κάποιοι Γερμανοί. Εάν εντός της προθεσμίας δεν παρουσιαστούν, θα πληρώσουν την αναλογία», πόσο θα έβαναν αυτό. Tώρα, εγώ τ' άκουγα αυτά αλλά, τους κυρίους τώρα δεν τους ήξερα ποιοί ήταν είπαμε τώρα 7 χρόνια τον άλλο τον μήνα από τα Χριστούγεννα, απ' το ‘44 πήρα τα 8 εγώ. Εκείνα με μείναν. Έλα τώρα το Μεσόκαμπο, κι ακόμα και τώρα δεν ξέρω ποιος είναι Mεσόκαμπος. Όμως η κατάληξη αυτή, όπως φτάνουν η 27 Ιανουαρίου του ‘44, ένα πρωΐ έφτασαν στο χωριό μας οι Γερμανοί. Άρχισαν να καίνε τα σπίτια, να μαζεύουν το γυναικόπαιδο. Εγώ τώρα στο σπίτι μας, είχαμ' ένα μικρό σπιτάκι με ξύλα με, με βέργες που λεν. Σηκώνεται η μάνα μου, εγώ κι ένας αδερφός μου ήμασταν, ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί, συνήθως οι άντρες τότε όλο κρύβονταν, όλο αυτό. Φορτώνεται κάποια... Γιατί έλεγαν ότι: «εμπρός, φεύγουμε, στην πλατεία να συγκεντρωθούν». Αφού έφυγε η μάνα μου εκεί πέρα μαζεύει μερικά στρώματα, κάποιο ψωμί ξέρω 'γω, βάνει ένα σκοινί και τα μαζεύει, τα φορτώνεται στην πλάτη κι εμάς από τα χέρια, τα 2 τα παιδιά, εγώ είχα 8, ο αδερφός μου ο άλλος ο Νίκος -πέθανε τον Ιανουάριο τώρα στη Γαλλία ήταν- είχε 5 χρόνια, μας πήρε από 'κει και πήγαμε στην πλατεία. Αυτοί όμως, αφού πραγματοποίησαν, έκαψαν τις εντολές δηλαδή, έκαψαν το χωριό, από 'κει μας κάνουν προς τα κάτω και μας έβγαλαν, όπως σας είπα, στο... Στη γέφυρα εδώ, στην Κουφάλα πιο πάνω, είναι ένα υψωματάκι και μας αφήνουν εκεί πέρα. Εκεί δεν μας άφησαν μόνους, κάποιοι μας συγκέντρωναν να μην... Τώρα όποιος μπορούσε και καταλάβαινε ότι δεν τον προσέχουν από 'κεί να γλίτωσαν, έφυγαν πολλοί, μέσα τα κλαδιά, μέσα στα ρέματα κρύφτηκαν. Ναι αλλά, αυτοί τώρα που ήταν λίγο μεγαλύτεροι, ίσως ήταν και παιδιά, 40άρηδες, 30άρηδες αυτοί οι άνθρωποι φύγαν όλοι, δεν υπήρχε κανένας εδώ μέσα στο γυναικόπαιδο. Όμως εγώ τώρα η μάνα μου και η μάνα από τη μάνα μου, η γιαγιά και τα δύο τα παιδιά, που να, ποιος να πάρει πρωτοβουλία να φύγουν κάπου; Μένουμε. Εκεί μέσα τώρα στο ύψωμα αυτό ήταν μία πεδιάδα έτσι, ένα αλώνι είναι που λέμε εμείς, γύρω στα 10 μέτρα κι από το χωριό πάνω κατέβαινε τα νερά πως, τα τρεχάμενα, κατέβαιναν δίπλα εκεί. Προς το χωριό μέσα, στο παλιό το χωριό αυτό τώρα γιατί είμαι σε νέο τώρα, έρχονταν το λίγο το νερό αυτό και κατέβαινε στο ποτάμι. Όμως από 'κει πέρα ήταν σαν χωράφια, ήταν καλός ο χώρος και πιο πέρα, πιο πάνω ο μύλος του χωριού, που αλέθαμε τα καλαμπόκια, τα σιτάρια, έκανάμε το αλεύρι. Εδώ τώρα εμείς που μας σταμάτησαν, σ' αυτόν τον χώρο, ήταν 3 Γερμανοί, αρχηγοί ήταν αυτή τώρα, με τις χλένες έτσι που τους βλέπω εγώ, οι άλλοι τώρα δεν ήταν εκεί να φαίνονται, μπορεί να ήταν ακόμα στο χωριό, να καίγανε, κάτι κάναν. Ή εκεί από γύρω φύλαγαν το γυναικόπαιδο. Εγώ τώρα δεν φοβήθηκα όμως, δεν φοβόμουνα, να λαχταρίσω έτσι ότι κάτι θα πάθω, αρχινούσα να περνώ από ανάμεσα απ' αυτούς, απ' τα πόδια τους, γύρα από 'δω, γύρα από 'κει και τότε -είπαμε το γκίμι- το γκίμι έχει μία ονομασία τώρα ή από πού είναι αυτό τουρκικό, δικό μας, εκεί περνάμε νερό όλα τα χωριά το ξέρουν αυτό. Πάναμε στη βρύση, γεμιζάμε αυτό ήταν το νερό, άλλος έχει από δύο τα έφερνε, διότι αλλά δεν υπήρχαν, πως είναι σήμερα οι παγωνιέρες και τέτοια πράγματα δεν υπήρχαν τότε. Εμένα μ' έδωσαν ένα γκιμάκι να πάω να τους φέρω νερό και πήγα στη βρύση του μύλου, είναι μία βρύση και τώρα είναι βρύση, τώρα την έκαναν πιο καλή να πούμε, με πλάκα, αυτό τώρα, αλλά είναι τρεχάμενο καλό. Επέστρεψα εκεί. Όμως αυτοί, εφόσον κάψανε το χωριό και τελείωσε, αυτοί δεν ήταν... Αυτοί περίμεναν και το εκτελεστικό απόσπασμα που θα έφτιανε το κακό αυτό που θα μας σκότωνε. Το εκτελεστικό αυτό θα ερχόταν απ' τον Μοσχοπόταμο. Αυτοί μπήκαν στο Μοσχοπόταμο, εκεί βρήκαν τσίπουρα, ήπιαν, φάγαν, ξέρω 'γω. Όταν θυμήθηκαν μπορεί να είχε πάει η ώρα 5, τ' απόγευμα. Όταν ξεκίνησαν για να έρθουν, ήρθαν απ' τον Άγιο Νικόλα, λέμε εμείς εδώ, είναι μία περιοχή Άγιος Νικόλαος. Είναι ένα εξωκκλήσι με δέντρα, έχει μία εκκλησούλα κι ήρθαν απ' αυτόν τον δρόμο προς τα πάνω. Μετά απ' τον Άγιο Νικόλα προς τα πάνω που ερχόταν, στα 150 μέτρα ήταν ο παππούς μου, ο πατέρας απ' τον πατέρα μου. Είχε μία καλύβα. Συνήθως τότε οι παππούδες μέναν εκεί, γιατί θα είχαν και κάποια ζώα. Αυτοί που πέρασαν από 'κει, τον παππού, τον έριξαν μέσα και τον άναψαν και τον έκαψαν, κάηκε μέσα. Ήρθαν στο χωριό. Όταν ήρθαν εδώ, κατέβηκαν εδώ χαμηλά. Είναι ένα χωράφι, άμα θέλετε ν' ανοίξουμε να δεις από 'κει, να το δεις που είναι δεν φαίνεται κιόλας- αλλά κατέβηκαν εδώ κι εμείς τώρα είμαστε απέναντι από 'κει. Αυτοί κατέβηκαν εδώ για να δούν τώρα πώς θα μας χτυπήσουν, για να εκτελέσουν την αποστολή. Δεν τους επέτρεπε ο χώρος φαίνετα,ι γιατί ήταν και βαθούλωμα και μπορεί να σκέφτηκαν και πολλά πράγματα, μην επιτεθούν τίποτα αντάρτες ξέρω 'γω, ή κάποιοι άλλοι. Εκείνη την ώρα, αμέσως όταν παρουσιάστηκαν αυτοί και δεν βόλευε, διατ[00:30:00]άζουν κάποιοι από 'κει: «Προχωράμε» -το γυναικόπαιδο- «προχωράμε προς το ποτάμι». Δεν ήταν η γέφυρα που είναι σήμερα τώρα αυτή, λίγο πιο κάτω στα 6, 7 μέτρα ήταν μία ξύλινη γέφυρα, με παλιά ξύλα χοντρά κι αυτά. Περνούσαμε από 'κει. Όπως ανηφορίζει τώρα πώς βγαίνουμε από την γέφυρα, λίγο παραπάνω, προτού βγούμε απάνω που έχει ένα δρομο πηγαίνει προς τη Ρητίνη κι ένας πηγαίνει προς τα χωράφια, λίγο πιο κάτω μπροστά ήταν ένας παπάς, παπα-Αντώνης, Αντώνη τον έλεγαν, λεγόταν παπα-Αντώνης. Αυτός συνόδευε τώρα το γυναικόπαιδο το δικό μας, τους πολίτες δηλαδή. Όλοι οι άλλοι αυτοί δεν φαινόταν να τους βλέπουμε ότι εδώ οι Γερμανοί κι εκεί είναι άλλοι. Όπως ήταν ο παπάς, ο παπα-Αντώνης μπροστά λέει: «Σταματήστε, σταματήστε οι μπροστινοί». Εμείς, η παρέα μας απ' την οικογένεια δεν ήμασταν πολύ μακρύτερα απ' τα δέκα τα μέτρα απ' τον πάπα, συνήθως ήμασταν σ' αυτό τη στάση μπροστά θέλω να σου πω, ούτε πιο μέσα ούτε πιο πίσω. Ναι, αλλά πιο πίσω μες στο ποτάμι κι ακόμα από πάνω που έρχονταν ήταν γυναικόπαιδο, ένα χωριό τώρα με τόσα άτομα. Για μία στιγμή εκεί που σταματούσαν, λέει πάλι: «Προχωράτε», ο παπάς. Προχωράμε προς τα 'κεί, προς την Ρητίνη. Εκεί που είναι τώρα το Ηρώο που σκοτώθηκαν, που μας χτυπήσανε η τοποθεσία αυτή λέγεται Παλαιοπαναγιά. Μόλις έφτασάμε εκεί, εμείς τώρα άρχισε ο κόσμος: «σταματήστε», να φωνάζουν «σταματήστε». Η οικογένεια η δική μας προχώρησε όπως είναι η πλάκα, τα θύματα γύρω στα 60-70 μέτρα πιο κάτω, δεξιά ήταν στενός ο δρόμος, δεν είναι όπως είναι τώρα φαρδύς κι είχε ένα άνοιγμα, είχε ένα ύψωμα καστανιές από 'δω κι εμείς καθίσαμε με τη σειρά, η γιαγιά απ' την μάνα, η μάνα μου, η μάνα της κι η μάνα μου, εγώ κι ο αδερφός μου που τριγυρνούσε. Μετά τώρα αφού μαζεύτηκε όλος ο κόσμος εκεί πέρα, άρχισαν κάποια... Αυτοί όμως από δω, ως να πάμε εμείς εκεί πέρα, ανέβηκαν, όπως είπα, από 'δω πέρασαν το ποτάμι, ανέβηκαν ψηλά στο ύψωμα αυτό που λέγεται Τζερνόχωβα. Πίσω απ' αυτά τα πεύκα που σας έδειξα, γύρω στα 50 μέτρα, συνεχίζουν χωράφια από 'κεί προς τα κάτω. Αυτοί όμως διάλεξαν το ύψωμα από 'δω, φυλάγονταν πιο καλά, αλλά έβλεπαν και πιο καλά εκεί πέρα που μας χτυπούσαν. Αρχίνησαν κάποια όπλα, να πυροβολούν. Εκείνη την ώρα που άρχισαν να πυροβολούν, όπως καθόμασταν εμείς τώρα εδώ πέρα, φεύγει ο αδερφός μου, φοβήθηκε φαίνεται, εγώ όμως δεν ταράζομαι, ούτε με συγκινούσε κάτι, αν πυροβολούν αυτό. Δεν ξέρω, δεν λαχταρούσα έτσι να φοβηθώ. Όμως εκείνη την ώρα με βουτάει η μάνα μου έτσι από το χέρι, «σήκω να φύγουμε, έφυγε ο Νίκος, φεύγει για το χωριό, να πάμε να τον φτάσουμε». Που σηκώθηκα εγώ τώρα και με κρατάει απ' το χέρι η μάνα μου, αυτό το πόδι εδώ που το σήκωσα να ρίξω το βήμα-

Π.Κ.:

Το δεξί το πόδι.

Α.Κ.:

Το δεξί το πόδι, τότε εγώ δεν τον άκουσα να τον καταλάβω τον όλμο που έπεσε, έπεσε όμως όλμος. Εκείνη την ώρα που εγώ είμαι έτοιμος να κατεβάσω το πόδι, γι' αυτό εδώ είμαι όρθιος και το πόδι μαζωμένο εδώ πάνω, αφού έπεσε ο όλμος κι έσκασαν τα βλήμματα, με χτύπησε ένα βλήμμα στο δεξιό πόδι, μες στον γόνα και το έκανε τρύπα, εδώ. Εγώ δεν κατάλαβα γιατί ζεστό δεν καταλαβαίνεται, ούτε η μάνα που με κρατούσε από το χέρι, με τραβούσε για να περπατήσω, ενώ εγώ μόλις έριξα το πόδι έπεσα κάτω. Με λέει: «Περπάτει θα σε αφήσω», είχε και λίγο λάσπη από βροχή. Κάποτε αφού με είδε δεν μπορώ να περπατήσω, μ' έριξε στην πλάτη της και προχωρήσαμε προς τα εδώ για το χωριό, πως είναι το ινδιάνικο αυτό τώρα το σημερινό, έχει ένα ρέμα, πάει προς το βουνό μέσα. Μόλις έφτασάμε εδώ στον δρόμο, προλάβαμε τον αδερφό μου εκεί πέρα που τον πήραμε και τότε, τότε μπήκαμε μες στο ρέμα, κρυφτήκαμε δηλαδή εμείς. Αφού πήγαμε γύρω στα 50 μέτρα προς τα πάνω, εκεί μέσα στο ρέμα αυτό ήταν πάλι ο παπα-Αντώνης αυτός. Εκεί μέσα ο παπάς, φαίνεται, απ' την ώρα που μπήκαν, ήταν μεγάλος, το στρίψε λίγο εκεί κλαδιά ξέρω 'γώ, μπήκε μέσα στο ρέμα ήταν και κάτι γυναίκες ακόμα 4-5 εκεί, μαζί. Από 'κει μέσα τώρα με τα όπλα που πέσανε, είπαμε, σκορπίσαμε μέσα στα ρέματα, μες τα κλαδιά, σκόρπισαν πουλύ, πόσοι... Ναι αλλά οι άλλοι που είχαν οικογένειες, είχαν μικρά παιδιά δεν μπορούσαν να φύγουν, ν' αφήσουν τα παιδιά. Από 'δω μεριά από τις πλάκες... Από την πλάκα που είναι τα ονόματα γραμμένα, οι σκοτωμένοι, είχε πέτρες πουλλές που... Σκάβαν τον δρόμο τότε και μάζευαν τις πέτρες στην μπάντα, εκεί ο κόσμος φαίνεται τότε μαζεύτηκε ξάμπως να καθίσει απάνω, να μην κάθεται μες στα χώματα, στα νερά κι αφού ήταν εκεί έπεσαν άλλοι δύο όλμοι είπαν, είπαν γιατί έριξαν 3 όλμοι εκεί πέρα. Εκεί μέσα στις πέτρες, οι πέτρες σκότωσαν περισσότερο κόσμο, δεν πιστεύω εγώ τα βλήμματα αυτά να έκαναν αυτό, τελοσπάντων αυτό που έγινε. Εμείς τώρα μένουμε στο ρέμα εκεί τώρα στο ρέμα εγώ το πόδι αυτό το δεξιό, τρέχει το αίμα. Ναι, αλλά η μάνα μου ούτε φαντάστηκε -δεν μπορώ να πω ότι δεν φαντάστηκε- έβλεπε, μπορεί να πονούσε, να πει «να το σφίξω λίγο να μην τρέχει το αίμα», κάποιος από 'κείνη την παρέα εκεί πέρα, είχε ένα μαντιλάκι, λίγο μεγαλότσικο και μ' έσφιξε το πόδι εδώ το δεξί αυτό, δυνατά και μ' έκοψε το αίμα, να μην τρέχει, αλλιώς άμα τ' άφηνα εκεί, ως το πρωΐ εγώ τελείωνα. Δηλαδή θα έφευγε όλο το αίμα, δεν θα έμενε πάνω μου. Ναι, αλλά μετά από λίγο άρχισε να σουρουπώνει. Αφού σουρούπωσε, περάσαν τώρα όλοι αυτοί από πίσω, να μαζέψουν, να ιδουν και τι κάναν βέβαια εκεί πέρα, να μαζέψουν τους, τους γερούς, να τους παν προς στην Κατερίνη, όχι να μείνουν στην Ρητίνη, τους πήραν για Κατερίνη. Και μερικοί τραυματίαι που ήταν, άλλος λίγο εδώ από κάνα βλήμμα, άλλος ξέρω 'γω, κάπως έτσι. Ο πιο πολύ ήμουνα εγώ. Αφού πέρασαν αυτοί, από το ρεύμα τώρα που είμαστε μέσα, από ένας-ένας οι γυναίκες έφυγαν όλοι και οι γυναίκες κι ο παπάς εξαφανίστηκαν. Μπαίνουμε τώρα τα 2 τα παιδιά, η γιαγιά μας έμεινε μες στο γυναικόπαιδο την ώρα που φεύγαμε την χάσαμε αυτήν, κι έμενε η μάνα μου, εγώ κι ο αδερφός μου. Αφού πήρε να σκοτεινιάζει τώρα αυτοί οι Γερμαναράδες φύγαν, έμειναν οι σκοτωμένοι. Κάποια στιγμή η μάνα μου από 'κει, όπως είναι το ρέμα απέναντι προς το βουνό είχε ένα δρομάκι που ανέβαινε, είναι κάτι χωραφάκια πάλι εκεί από πάνω το λεν', Σπάιζερ το λεν' εκεί. Στο υψωματάκι που βγήκαμε από το ρέμα στα 20 τα μέτρα ήταν μία καστανιά. Η καστανιά αυτή παλιά καστανιά μεγάλη, είχε ένα χώρος από κάτω, δεν είχε χαμόκλαδα, είχε κλαριά ένα 'δω, ένα εκεί πέρα, ένα αυτό κι η μάνα μου αφού εκεί βρήκε το κατάλληλο χώρος, λίγο υψωματάκι, φοβόταν κιόλας, νέα γυναίκα γύρω στα 33, 30 αυτού μέσα ήταν. Ξεφορτώνεται από πάνω τα ρούχα που είχε τα στρώματα, στρώνει κάτω βάζει εμένα εκεί πάνω, αλλά εκείνη την ώρα που έστρωνε φοβόταν, έβλεπα ότι κοιτούσε από δω, κοιτούσε από εκεί, σε λέει «να 'ρθεί κάτι εδώ», μιλάμε αυτή φοβόνταν, εγώ δεν καταλαβα... Ούτε... Ήμουνα ίδια πάντα. Εκείνη την ώρα όσο να με αφήσει εμένα κάτω εκεί, κατεβαίνει μία γυναίκα από άλλο ένα βουνό από παν', φορτωμένη κι εκείνη τα στρώματα της, τα πράγματα, ό,τι είχε αλλά βιαστικά και περνάει και λέει: «Αγγελίνα εδώ θα κοιμηθείς;», την λέει τη μάνα μου. «Ε, πού να πάω;» λέει. «Ε, θα πάμε εδώ κάτω είναι η καλύβα του Μπουστανίτη, Αρετή Μπουστανίτη εδώ έχουν καλύβα να πάμε εκεί». «Περίμενέ με» την λέει η μάνα μου. «Ε, άντε θα με φτάσεις». Πού να τη φτάσει εκείνη έτοιμη, αυτή εδώ τώρα να παραμερίσει ε[00:40:00]μένα πιο πέρα, να μαζέψει αυτά εκεί πέρα, να τα βάλει στο σκοινί, να τα φορτωθεί, να ρίξει εμένα στην πλάτη, να με πάρει, να πάρει τοναδερφό μου, ως να κατέβουμε, άφανη αυτή, ούτε είδαμε που πήγε. Εμείς τώρα προχωράμε. Ναι, αλλά εκεί ήταν πολλοί οι φόβοι και νύχτα, και μία γυναίκα με 2 μωρά, και να πηγαίνει τώρα και να μην ξέρει πού πηγαίνει. Μπορεί να έλεγε ότι να κάτι εδώ με βρήκε κάτι, με σκότωσαν, ξέρω 'γω. Προχωράμε τώρα και καθώς προχωρούσαμε, εδώ όπως ανεβαίνουμε είναι μια πέτρα μεγάλη το λένε στο "χοντρό το τρόχαλο" αυτό έχει μία ονομασία αυτή η πέτρα. Δεν την έσπασε κανένας να την πετάξει αυτήν. Προχωράμε προς τα πέρα και βγήκαμε τώρα στην Τζερνόχωβα, αλλά κάτω από 'κει που μας πυροβολούσαν αυτοί από πάνω, γύρω στα 400 με 500 μέτρα ήταν μία καλύβα από ένα Σέντα. Κι εκεί στην καλύβα που πήγαμε ήτανε η κόρη του εκεί πέρα, κάποια Ιφεγένεια του Σέντα, την έλεγάμε απ' τον Λεωνίδα τον Σέντα η κόρη. Είχε φωτιά όπως είναι ο χώρος αυτό το δωμάτιο είχε την φωτιά εκεί πέρα από μέσα, κόβανε ξύλα δέντρα τότε, έβαναν φωτιά, από δίπλα από αριστερά- γιατί από αριστερά πώς πήγαμε εμείς, μπήκαμε όπως είναι η πόρτα αυτή αριστερά, μπήκαμε μέσα. Όταν έστρεψάμε πάλι αριστερά ήτανε η φωτιά από αριστερά, είχαν ένα κρεβάτι με ξύλα, δρυς, στρογγυλά γύρω στα 2 τα μέτρα, κι είχαν ένα λίγο φαρδύτερο απο ένα ντιβάνι. Το είχαν το κρεβάτι αυτό εκεί πέρα κι είχαν φτέρη -είναι ένα χόρτο που λέγεται φτέρη, αν έχεις υπόψιν εδώ υπάρχουν φτέρες πολλές εμείς που τα ξέρουμε- το είχαν στρωμένο. Εκεί πάνω έριξαν εμένα. Τώρα η Ιφιγένεια η κόρη αυτή ήταν εκεί μόνη της. Κάθεται κι η μάνα μου κι ο αδερφός μου κι άρχισαν να μιλάνε τώρα και σαν να έλεγε αυτή η Ιφιγένεια ότι εκεί μέσα που μ' έδεσαν το πόδι εμένα ότι ήταν κι αυτή, αλλά αυτή μετά που σούρουπωσε λίγο, ήξερε την καλύβα της, έφυγε και πήγε κι άναψε φωτιά εκεί. Εκείνη την ώρα που καθόμασταν εκεί ήρθε κάποιος, ένας αδελφός απ' την μάνα μου. Αφού ήρθε εκεί πέρα, αυτός είχε μαζέψει δαδιά -το δαδί είναι από ένα... Βγαίνει από τα πεύκα, έχει πολύ ρετσίνι που το λέμε εμείς τώρα και το κόβουμε κομματάκια τέτοια, το σκίζουμε ψιλά και το στεγνώνουμε, τ' αφήνουμε- και το κάπνιζε ο θείος μου αυτός, το κάπνιζε εκεί στα ξύλα αυτά για να βγάλει τη ρετσίνα να στεγνώσει, να βάλει πολλά όταν θα πήγαινε, με κάποιον άλλον θα πήγαινε μέσα αυτού στα θύματα μήπως είναι κανένας τραυματίας, και δεν μπορεί να σηκωθεί, μήπως είναι κανένας και δεν... Οπωσδήποτε και θα φωνάζει. Κι όπως όταν πήγε εκεί πέρα, βρήκαν ένα κορίτσι από τον Γιάννη τον Ντρούγκα, Δρούγκας Γιάννης λεγόταν, το κορίτσι αυτό ήταν 5 χρόνων. Η μάνα του ήταν σκοτωμένη, αυτό ήταν ψηλά στη μάνα του κι είχε τη δεξιά τη φτέρνα κομμένη. Τώρα ίσως από τον όλμο που έπεσε, έκοψε ένα κομμάτι. Κι αυτό μωρό όμως, 5 χρόνων. Αυτό το μωρό το βρήκαν και το πήραν, το συμμαζέψαν. Πέρα από 'κει τώρα δεν θυμάμαι άλλο αν επέστρεψε ο θείος μου αυτός εκεί πέρα ξανά. Έφεξε τώρα το πρωί 28 του μηνός.

Α.Κ.:

Κατεβήκαμε εμείς από 'κει γύρω στο χιλιόμετρο θα σας πω τώρα προς το... Προς το Παλιεκκλήσι, ήταν ο πατέρας απ' τη μάνα μου εκεί, είχε τα ζώα, είχε καλύβα δηλαδή κι είχε τα ζώα. Εκεί όμως βρήκαμε και τη γιαγιά, γιατί η γιαγιά αφού σκορπίσαμε από 'κείνη την ώρα εκεί κι έφυγε το δρόμου ήξερε... Δεν... Πήγε στον παππού της κάτω εκεί, έμεινε κι αυτή εκεί. Πήγαμε κι εμείς 28, μένουμε 29, μένουμε 30, μένουμε 31 Ιανουαρίου, 1 Φεβρουαρίου με βάζει σ' ένα γομαράκι ο πατέρας μου απάνω, και με πήγε στην Ρητίνη. Στην Ρητίνη ήταν ένας νοσοκόμος, ονόματι και Παρσονάτσιος λεγόταν, αυτός εκεί πέρα είχε μια βέργα τώρα 'δώ και με το μαχαίρι το καθάρισε λίγο εδώ, έβαλε ένα βαμβάκι και με το πέρασε εμένα εδώ που με το χτύπησε ο όλμος μες στο δεξιό μου πόδι, το έβγαλε από εκείνη τη μεριά, εδώ. Είδε ο άνθρωπος ότι αυτό δεν γίνεται τίποτα, έβαλε και κάτι ιώδιο εκεί λίγο να μη μολυνθει κάτι αυτό, το βγάζει αυτό εκεί πέρα και του λέει τον πατέρα μου: «Βασίλη, το παιδί θέλει νοσοκομείο, θέλει γιατρό δεν γίνεται τίποτα εδώ». Την άλλη, την... Ναι, τώρα, την άλλη μέρα τις 2 του Φεβρουάριο με βάζει πάλι στο γομάρι αυτό ο πατέρας μου από 'δω και κατεβαίνω στην Κατερίνη, στην πλατεία. Όπως τώρα τελευταία ήταν ο Μαυροειδής εκεί που πουλούσαν εισιτήρια κι αυτά, λίγο πιο κάτω, προτού βγούμε έξω από την πλατεία, στο διάμεσο εκεί δεξιά, ήταν κάποια μαγαζιά πρέπει να ήταν αυτά αλλά όχι τα σημερινά τα μαγαζιά, στρωτά μαγαζιά, χαμηλά κι ήταν ένας χώρος, μπορεί να ήταν και 8 μέτρα προς τα πέρα, άνοιγμα και 5-6 στο μάκρος ήταν 7-8 και 5-6 κατά 'κεί. Είχε ένα διάδρομο στη μέση. Αυτοί οι άνθρωποι τώρα που βρέθηκαν εκεί, φορτωμένοι τα πράγματά τους από άλλες μέρες, αυτοί ήταν ξαπλωμένοι κάτω, δεξιά κι αριστερά. Εμένα τώρα με πέρασαν από την μέση και κατά την μέση εδώ στη δεξιά μεριά με 'ρίξαν κι εμένα εκεί κάτω. Εγώ τώρα εκεί δεν βλέπω ούτε μάνα μου, ούτε πατέρα, μου κανένας. Με συνόδευε έμαθα ο Βαγγέλης ο Βάσος, ούτε αυτόν τον είδα εκεί πέρα, με συνόδευε όμως, γιατί ήταν κι η μάνα του χτυπημένη. Που το βράδυ τώρα αυτοί, αυτός ο κόσμος που ήταν όλοι εκεί πέρα τώρα, περίμεναν να τους τακτοποιήσουν κάπου, να τους βάλουν κάπου να κοιμηθούν. Ενώ εγώ, που ήμαν για νοσοκομείο, η ώρα 12 στο σταθμό Κατερίνης θα περνούσε ένα ελληνικό τρένο. Κι έπρεπε... Εκεί έπρεπε να με φορτώσουν, για να πάμε στο Δημοτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, Δημοτικό λεγόταν τότε, Νοσοκομείο, ο Άγιος Δημήτριος που είναι σήμερα. Eκεί που ήρθε η ώρα τώρα εμένα να με φορτώσουν, θυμάμαι, μ' έκανε, μ' έκανε και με κάνει ακόμα η περιέργεια πώς ήτανε, δεν ήταν βαγόνι, ήταν μία πλατφόρμα. Από 'δω τις καρέκλες μέχρι παραπέρα εκεί, ανοιγμένη από πάνω ένα ύψος από εδώ δίπλα να μην μπορείς να πέσεις κάτω-

Π.Κ.:

3 επί 3 δηλαδή.

Α.Κ.:

Η πλατφόρμα μπορεί να είχε 3 μέτρα ή 2,5. Το άνοιγμα της πάνω από 2, από 2,5 αυτό, δεν ήταν, έτσι. Πάνω εκεί όμως, όπως είπα, λέμε εμείς τσαμπούνες από φασόλια, τα φασόλια όταν τα φυτέψεις, όχι αυτά τα στρωτά, τα χαμηλά, είναι άλλα που σκαλώνουν σε βέργες, τα βάζουμε βέργες. Αυτά μεγαλώνουν μέχρι παν εκεί και γυρίζουν εκεί στη βέργα κι αυτό. Όταν έρθει ο καιρός να ωριμάσουν, και πέφτουν τα φύλλα, μένουν μόνο τα φασόλια. Εκείνα τα φασόλια τα μαζεύουμε και μένουν οι τσαμπούνες που τις λέμε. Για να βγάλουμε τώρα τις βέργες απ' το χωράφι, πρέπει να βγάλουμε και τις τσαμπούνες αυτές. Αυτές τις τσαμπούνες όποιος τις είχε και τις είχε η πλατφόρμα αυτή ψηλά. Από πού τις έφεραν και τις έριξαν ψηλά στην πλατφόρμα κι αυτό έρχομαι να πω εγώ τώρα, μήπως αυτή την πλατφόρμα την γάντζωσαν από 'κεί και την κουβαλούσαν κι αυτή εκεί να... Τι να πω; Αλλά δεν μπορούσε να πάει η πλατφόρμα, η αγροτική, τώρα στις γραμμές απάνω. Πάλι πρέπει να ήταν από 'κει φτιάχτο αυτό. Αλλά μιλάμε για ένα ανοιχτό πράγμα. Εκεί πάνω είχαν έναν Κώτσο Τζόλη, από τον Τζόλη τον Μήτρο, παιδί, Κώστας λεγόταν. Αυτός τραυματίστηκε και αυτός. Όμως αυτόν τον είχαν εκεί που τον έριξαν πάνω στις τσαμπ[00:50:00]ούνες αυτές, δεν ήταν πάνω στις λαμαρίνες, τον είχαμε και με κάποια προκόβα λέμε εμείς, υφαντά τέτοια, βελέντζα, χοντρά πράγματα, τον είχαν καλά τυλιγμένο και δεν κρύωνε καθόλου. Είχε και κρύο. Εμένα μ' έριξαν εκεί πέρα. Ποιος με έριξε, πώς αυτό, βρέθηκα εκεί. Για μία στιγμή που με έριξαν εκεί, εγώ τώρα πέφτω έτσι όπως είμαι τώρα πάνω σε αυτόν και μ' άρεσε που έπεσα, γιατί εγώ ήμαν γυμνός, δεν είχα, κάνα πουκαμισάκι, κάνα αυτό, ξυπόλυτος και κρύο αφού είχα πάθει και... Πώς το λένε πνεύμονα... πνευμονία τα λένε, πώς τα λένε αυτά, αλλά με πέρασε ευτυχώς, απ' το κρύο, απ' το βράδυ αυτό ως να έρθει ώρα να πάω στο νοσοκομείο. Εκεί που ήμουνα πάνω σ' αυτό μετά από λίγο αυτός, αφού ζεσταίνοταν κι ήρθε και κάποιο βάρος, αρχινούσε, με χτυπούσε κλωτσιές με τα πόδια, μ' έρχινε κάτω απ' τα πόδια του. Εγώ έπεφτα κάτω εκεί, καθόμουν εκεί έτσι. Κανόνιζα τώρα τι ώρα περίπου να ξανακοιμήθηκε και τραβιόταν, πήγαινα κι έπεφτα πάλι εκεί πάνω. Δηλαδή πλάκα και να γελάς και να κλαις που είναι. Κάποτε το πρωΐ έφθασάμε στο νοσοκομείο. Εκεί τώρα στο νοσοκομείο παρουσιαστήκαμε επάνω, σ' ένα δωμάτιο, εκεί δίπλα στο δεξιό χώρος ήταν το κορίτσι αυτό, η Βασιλική αυτή του Γιάννη του Δρούγκα, αυτόν που σου λέω που είχε τη φτέρνα κομμένη. Αυτό το κορίτσι τώρα εκεί πρέπει να πήγε ίσως και μερικές μέρες πρωτύτερα, γιατί εκεί στην Θεσσαλονίκη ήταν μία θεία της, απ' τον πατέρα της αδερφή παντρεμένη, και πήγε εκεί και το πήγαν στο νοσοκομείο το κορίτσι, το είχανε εκεί, όταν πήγα εγώ 2 Φεβρουαρίου. Αυτή μπορεί να πάει 28 Ιανουαρίου, 29, δεν πάει τόσες μέρες μετά. Εντάξει καθόμαστε τώρα εκεί.

Α.Κ.:

Τώρα ήρθε η ώρα εμένα, μ' έκαναν κάποιες έτσι, πρόσεχαν λίγο το πόδι μου πώς είναι πώς αλλιώς, να... Και με κατέβασαν κάποια μέρα, ενώ προτού με κατεβάσουν, ερχόταν τη νύχτα κάθε βράδυ τ' αεροπλάνα για να βομβαρδίσουν. Οι ξένοι τώρα, οι Γερμανοί. Μόλις οι σειρήνες αρχινούσαν να φωνάζουν, σβούσαν τα φώτα κι εξαφανίζονταν όλοι, να μην υπάρχει φως στη Θεσσαλονίκη, ούτε σε νοσοκομείο, ούτε σε σπίτια πουθενά. Εξαφανίζονταν, που κρύβονταν νοσοκόμες κι αυτοί όποιοι ήταν, εντάξει. Τώρα εγώ έμεναα εκεί στο κρεβατάκι με το κορίτσι απ' την άλλη μεριά. Ε, κάποια ώρα πάλι επέστρεφαν, «έφυγαν;  -Έφυγαν.» δεν έκαναν τίποτε, το γλιτώσαμε απόψε δηλαδή. Μετά από μερικά βράδια, μέρες, με κατέβασαν στο ισόγειο. Ήταν ένα ντιβάνι εκεί πέρα, με ξαπλώνουν πάνω στο ντιβάνι, με δένουν δυνατά εδώ, με κάτι ζωστήρες τα χέρια, μία από 'δω, και μία από εδώ και μία στη μέση. Εγώ τώρα φαίνεται ζωηρός και κουνιόμουνα, ενώ το πόδι ήταν μαζωμένο, έπρεπε να με το τεζάρουν αυτοί. Ενώ εκεί τώρα που με κάναν όλ' αυτά, ήρθαν και μ' έβαλαν μία μάσκα. Δεν υπήρχαν τα μέσα τα σημερινά να σε υπνωτίσουν κι αυτά. Μόλις με βάλανε μία μάσκα, είχα πάει τώρα 30 μέτρα τώρα στο ύψος, σε κάτι αστέρια, αλλά δεν κοιμόμουν όμως, τιναζόμουν πρέπει να τιναζόμουνα, και αμέσως την έβγαλαν και ο -πρέπει να ήταν ο διευθυντής- Κούφας λεγόταν το επίθετό του, κι ακούω φωνάζει: «Πες τη νοσοκόμα να βάλει λίγο οινόπνευμα παραπάνω, ένα μικρό παιδί έχουμε εδώ πέρα». Το πήρε, έβαλε ό,τι έβαλε, εγώ όταν με ξαναήφεραν και με βάλαν την μάσκα αυτή βρίσκομαι τώρα εγώ σ' ένα πολύ ύψος, μέσα σε κάτι αστέρια, ν' αγωνίζομαι κει πέρα, αλλά πρέπει εκεί να ηρέμησα τώρα, με υπνώτισαν ας πούμε. Εκείνοι την ώρα αυτοί πήραν την απόφαση να μου κόψουν το πόδι, το δεξιό αυτό εδώ πέρα, πάνω από το τραύμα που είχε. Όμως εκεί κάποια γυναίκα, για καλή μου τύχη που την έστειλε εκεί πέρα ο Θεός, άκουσε και λέει: «Θα κόψετε το πόδι του παιδιού, που δεν είναι ούτε η μάνα του ούτε ο πατέρας του εδώ πέρα; Πώς θα το κόψετε έτσι το πόδι;». Κι εκείνο ήταν η τύχη μου που με γλίτωσαν κι έζησα περπατώντας μετα, έστω και κουρασμένα από το τραυματισμένο το πόδι, αλλά είχα το πόδι όπου να πήγαινα μπορούσα να περπατήσω. Περισσότερο βέβαια το άλλο γι’ αυτό και με πονάει τώρα, γιατί όλο το βάρος πάντα εκείνη η μεριά το κρατούσε, τώρα έφτασε κι εξαντλήθηκε κι εκείνο κι αυτό εδώ πέρα. Με βάλαν όμως γύψο τώρα, από κάτω από τα δάχτυλα, μ' άφησαν μπροστά μόνο τα 5 τα δάχτυλα να φαίνονται, καλύφθουν όλο το πόδι αυτό προς τα πάνω, από 'δω πάνω αφήνουν εδώ πάνω στο γόνατος που είναι οι ουλές, είναι 3 ουλές, που μ' εγχείρησαν, να βρουν κάποιο βλήμμα πιστεύω, κόβουν από 'δω κόβουν κι από την άλλη μεριά κι έχουν και μία εδώ πάνω, αυτή φαίνεται όλο αυτό το καπάκι θα πω εγώ τώρα, μπορεί να το άνοιξαν να μην είναι κάτι μέσα. Και καλά κάνανε γιατί άμα έμνεσκε... Τελος πάντων με παιρνάν τον γύψο αυτό, το αφήνουν το περιθώριο αυτό εδώ πέρα, το γύψο όμως από 'δω δεν τον άφησαν εδώ, τον πέρασαν πίσω μου απάνω, μέχρι την μέση εδώ, που πίσω από τη μέση εδώ τώρα από το δεξιό το μέρος, έχω κάποιες μ κάποια στίγματα έτσι φαίνεται το δέρμα πως είχε, είχε τρυπήσει σχεδόν. Μετά από 2 μέρες όμως αυτό τώρα εδώ, μέσα ο γύψος αυτός, εμένα άρχισε να με φαγουρίζει, άρχισε να, να μην μπορ... Να τ' αντέχω γιατί δεν είχε από κίνηση, ένα κακό πράγμα και μου φαινόταν τώρα να έχω μια βέργα και να το περάσω μέσα να το, να το μαδήσω αλλά με τι; Δηλαδή περάσαμε πολλά που λέμε. Όταν όμως με πήραν από 'κει που κάτω, για να μην ανεβάσουν πάλι απάνω, φαίνεται, δεν με βάλαν σε κάτι να με πάρουν 2, μπορεί να με πήρε 1 στην αγκαλιά, και αυτό το πόδι εδώ φαίνεται με τ' άφησε πιο πίσω κι αυτό από το βάρος από 'κει έσπασε λίγο, από κάτω ήταν πολύ λεπτός ο γύψος, κι έσπασε και μ' έμεινε, δεν τεζάρισε να είναι ίσιο, έμεινε στραβό κάπως, όλα τα χρόνια δεν είναι ίσιο, όπως το άπλωνα δεν ισιάζει κι ακόμη και τώρα. Με πήγαν ψηλά τώρα εκεί πέρα κι από 'κει τώρα εγώ κάνω 3,5 μήνες για να φύγω.

Α.Κ.:

Είπαμε Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος, κατά τις 15 του Μάη πρέπει να έφυγα από 'κει. Όταν φύγαμε από 'κει μ' έφερε ο πατέρας μου πάλι εδώ στον παππού τον Τσαρτσαρή, στον πεθερό του, στην καλύβα αυτήν. Εδώ μ' άφησαν κι ο αδερφός μου εδώ, που τον είχαν αυτό τον καιρό τον άλλο, αφού εκεί πέρα στο νοσοκομείο εγώ δεν είδα κανέναν να ‘ρθει, γιατί δεν υπήρχε ούτε δραχμή υπήρχε να κυκλοφορήσουν, ούτε ψωμί να φάνε δεν είχαν, εμένα αυτή η θεία απ' το κορίτσι αυτό, Τέρπενα λεγόταν γιατί ο σύζυγός της φαίνεται λεγόταν Τέρπης, το επίθετό της, έφερνε το κορίτσι αυτό κάτι να φάει, ό,τι έφερνε εκεί, έφερνε και σε μένα. Τώρα μας δίνουν κι από 'κει, αλλά εντάξει. Αλλά αλλιώς γονείδες κανέναν. Όταν με πήραν, ποιός με πήρε, πού και παρουσιάστηκαμε εδώ, τότε τους είδα, μετά από 3,5 μήνες. Και ξεκινάμε τώρα από 'κει, κάθισάμε εδώ, εγώ τώρα να το βάλω το πόδι αυτό να πατήσει, δεν μπορούσα, δεν το έβανα. Τί κάνω τώρα εγώ; Κόβω μία βέργα μεγάλη, γύρω στα 2,5 τα μέτρα, αυτά που σας είπα από φασόλια πάλι, την καθάρισα καλά και πιανόμουνα έτσι εδώ και την έριχνα κάτι εκεί πέρα και πηδούσα. Πηδούσα με το ένα το πόδι και μπορεί να περνούσα 2 και 2, 4, 5 μέτρα να έφτανα εκεί. Και μπορούσα να πάω και 200 μέτρα, έτσι όμως, αυτό ακολουθούσε το πόδι, δεν το έβανα. Εδώ η πλάκα ήταν εδώ τώρα.[01:00:00] Μία μέρα ήρθε μία ξαδέρφη μου, να με δει εκεί στην καλύβα του παππού, αυτή όμως είχε άλλα χωράφια ήταν, σε άλλα χωράφια, που ήταν γύρω παραπάνω από 500 μέτρα μακριά. Αφού ήρθε και κάθισε εκεί πέρα με λέει: «Δεν έρχεσαι πέρα εκεί στην καλύβα να μας ιδείς και μας εκεί;». Αυτή είχε κάτι πονηρό σχέδιο στο νου της. Εγώ δεν το αντιλήφθηκα αυτό. «Εάν μπορέσω, θα 'ρθώ». Την άλλη μέρα εγώ με τη βέργα αυτήν πηδώντας προχώρησα. Ενώ όμως καταμεσής του δρόμου είχε ποταμό. Ο πόταμός τώρα ήταν, είχε νερό γύρω στους 20 πόντους, είχε όμως και πέτρες μέσα που περνούσα, είχε κι ένα άνοιγμα 6-7 μέτρα στο άνοιγμα. Εγώ τώρα με τη βέρα αυτήν κατόρθωσα, έβαλα την βέργα, πηδούσα. «Εδώ» λέω, «στο ποτάμι άμα δεν πέσω αλλά και να πέσω θα πατήσω μέσα, 20 πόντους δεν με πνίγει». Πατώ πάνω στις πέτρες, δεν γλίστρησα, πατώ από την άλλη, βγήκα πέρα. Μετά που πήγα, μετά που πήγα στο χωράφι τους, στην καλύβα τους κάθομαι. Καθίσαμε αρκετές ώρες. Τη βεργα αυτήν εγώ τώρα που ήταν ο βοηθός μου που περπατούσα, κάπου την άφησα έτσι όπως έχω αυτό από δίπλα έτσι πεταγμένη. Αυτή η ξαδέρφη μου βρήκε κάποιο τρόπο από 'κει, την πήρε και την έκρυψε. Κάποτε η πέρασε η ώρα: «ε, λέω τώρα κουράστηκα θα φύγω. «Ε, κάθεσαι, εντάξει», λέει αυτή. Σηκώνομαι τώρα εγώ λέω: «Αφροδίτη, πού είναι η βέργα». «Α, δεν ξέρω, είχες βέργα;». Εδώ είναι το μυστήριο. Τώρα τι να την πω, εντάξει, λέω τώρα: «Με τί θα πάω εγώ τώρα, πώς θα πάω;», «Δεν είχες», με λέει. Ε κάπου εκεί βρήκα ένα κοντό, όπως είναι αυτό εδώ πέρα τώρα, αλλά όχι αυτό είναι σταθερό εκείνο ήταν κάποιο, ήταν και σάπιο δεν ήταν και γερό. Και ξεκίνησα από 'κει και άρχισα να τον βάνω να πατάει λίγο και σιγά-σιγά και με τ' άλλο περισσότερο και λίγο μ' αυτό κι από 'κει που με το πέταξε εκείνο μου έκανε καλό, δεν το ξαναπήραν από εδώ γιατί είχα μείνει έτσι, μου έγινε να πηδώ μ' ένα πόδι και με τη βέργα κι αυτό εδώ ν' ακολουθάει. Άρχισα ύστερα να δουλεύει και αυτό σιγά-σιγά κι άρχισα να περπατάω.

Α.Κ.:

Ερχόμαστε τώρα στο ‘45, στο ‘45 εμείς τώρα φύγαμε από τον παππού του Τσαρτσαρίκη την καλύβα, πήγαμε στα δικά μας τα χωράφια εδώ. Ναι, αλλά εδώ στα χωράφια τα δικά μας δεν υπήρχε κάτι, χωράφι απλώς. Ούτε καλύβα,ούτε ψωμί, ούτε σκέπασμα για να σκεπαστούμε, ούτε ρούχα να φορέσουμε. Αρχινούσε καμιά βροχή, τρέχαμε, μπαίναμε σε καμιά καλύβα, είχε κάποιος, γιατί τότε κάρφωναν σανίδια και τα βάζανε σε πλαγιαρό χώρους, όταν μαζεύουν τ' άχυρα, να τα σπρώχνουν να πηγαίνουν μέσα, να έχουν για τα ζώα. Και εμείς τώρα εκεί πηγαίναμε και ζαρώναμε όταν έβρεχε. Δηλαδή περάσαμε, το ‘45 ήταν αυτό τώρα. Το ‘46 επίσης ακόμα, έφτιαξάμε, έφτιαξε ο πατέρας μου ύστερα μία καλύβα στο δικό μας το χωράφι εκεί λίγο. Εκεί τώρα μία ωραία μέρα παρουσιάζονται τ' αεροπλάνα. Τ' αεροπλάνα, τα κρατικά τ' αεροπλάνα εδώ απ' την κυβέρνηση. Διότι εδώ το χωριό μας είχε αντάρτες, γιατί οι αντάρτες αυτοί ήταν κι από το... Μετά από τότε που όλοι μαζί θα διώχναν τον Γερμανό, ξέρεις, ότι οι αντάρτες μετά ξεχώρισαν, ήθελαν ν' αναλάβουν την κυβέρνηση αυτοί και κατά πληροφορία πως ακούστηκε ότι στην Αθήνα τώρα μέσα στο-

Π.Κ.:

Συγγνώμη, συνεχίστε τώρα, μπορείτε να συνεχίσετε.

Α.Κ.:

Εδώ τώρα λένε: «Μη φοράτε κόκκινα, γιατί τ' αεροπλάνα που έρχονται θα σας σκοτώσουν», ειδοποιεί η κυβέρνηση, ενώ το χωριό μας τώρα εδώ πέρα, ήταν ο χώρος ίσως κι έγινε ένα αρχηγείο εδώ, στο παλιό το χωριό. Ίσως γιατί τα βουνά, τα ρέματα, τους εξυπηρετούσαν κι αν ξεκινούσε από κάτω κάτι να 'ρθεί εδώ πέρα, αυτοί προλαβαίναν, κρυβόταν στα βουνά εδώ, εκεί. Δεν φαντάζονταν ότι κάποτε θα γίνει αυτό που έγινε να φύγουν το ‘49 - ‘50 έξω. Ναι, έλα εδώ όμως τώρα που μετά που φύγαν τότε οι Γερμανοί, έμεναν οι αντάρτες ήθελαν ν' αναλάβουν την κυβέρνηση, πιάστηκαν, ξεχώρισαν όπως είπαμε, εδώ βγήκαν καπεταναίοι, ήθελαν ανθρώπους να τους ακολουθάνε κοντά, οι οργανώσεις τώρα ήταν- δεν τους ξέρω εγώ τώρα εκτός έναν, αυτόν πώς τον ήλεγαν με τις σφαίρες, τις πολλές, με κάτι γένια, βλέπεις τώρα που δεν το θυμάμαι, τον θυμούμαν πολύ αυτόν, ένα παλικάρι ήταν, αλλά δεν έπαυε να είναι στους αντάρτες εκεί αρχηγός- ήθελαν αρχηγοί, ενώ εδώ εμείς είχαμε του τόπου αρχηγοί, απ' το χωριό μας. Τότε όμως μες στο διάστημα αυτό που μαζεύτηκε αυτό κι έκαναν, εδώ έκαναν, δίκαζαν λαϊκό δικαστήριο τώρα. Οι πολίτες απ' το χωριό μας, είχε βγει δικαστής, με την παρέα του και φωνάζαν τον κόσμο τώρα -έχουμε μία βρύση, την λέμε στην Τρανή τη Βρύση εκεί πέρα στο παλιό, είχε πολλά αυτά εκεί πέρα, μία ήταν η βρύση αυτή είχε κι άλλα, αλλά αυτή ήταν- εκεί συγκεντρωνόταν και... Όμως πάντοτε δεν. μέσα αυτού δεν παύει να μην υπάρχει η ψευτιά. Έβαζαν ορισμένους ανθρώπους να λένε: «ο Θανάσης ο Κόκκαλης έχει κάτι», τον κατηγορούσαν για κάποιο συγκεκριμένο που εγώ ανέβαινα και θα λεγα: «Έγώ δεν ξέρω τι θα πει αυτό», «Όχι το πήρες». Δίκαζαν. Το δικαστήριο όμως αυτό περισσότερο τί ήταν; Να εξαναγκάσουν τον κόσμο για να τους ακολουθήσει, γιατί ο κόσμος μέχρι τότε δεν κυκλοφορούσε, δεν ήξερε το ‘43, το ‘44, το ‘43, το ‘42 πολύ σπάνια αν πήγαινε κανένας στην πόλη, οι άλλοι ήταν εδώ, άλλος είχε λίγα κατσίκια, άλλος είχε λίγα βόδια, στα καλύβια που λέμε ζούσαν. Κοιτούσε τη δουλειά του. Ναι, αλλά αυτοί εδώ οι αρχηγοί που βγήκαν ήθελαν να είναι όλοι κοντά τους, να τους φυλάγουν, να δυναμώσουν και μ' αυτό άρχισε ο κόσμος να ξεχωρνάει. Δεξιός κι αριστερός, μετά. Τότε όμως -αυτό τώρα είναι δικό μου που θα πω- επειδή λέγανε ότι στα βουνά, για να διώξουν τους Γερμανούς, έριχναν χρήμα η Αγγλία, οι Αμερικάνοι, σε χρηματοκιβώτια τα 'ριχναν αυτά, να τα παίρνουν οι αντάρτες, αυτοί που ήταν έξω έριχναν και ρούχα, να ντύνονται και να έχουν και χρήμα να μπορέσουν να... Ναι, αλλά μετά αφού έγινε, χώρισαν, έφυγαν οι Γερμανοί, έμειναν, εγώ λέω τώρα πάλι αυτοί οι αρχηγοί που τόλμησαν εδώ σου λέει: «τώρα υπάρχει χρήμα, στα βουνά, έριξαν κιβώτια τ' αεροπλάνα», τα 'παιρναν από κάπου. Εδώ έπεφτε η μεγάλη πολιτική, σου λέει τώρα αυτοί που το θεωρούσαν λίγο παλικάρια κι είχαν και οικογένεια, αδέρφια μεγάλα, που 4-5, αυτοί σου λέει «εμας δε μας κουνάει κανένας, εμείς είμαστε εδώ τώρα». Μπορεί να πήραν κι αυτά τα λεφτά, τί μπορεί; Πήραν λεφτά, όπως κάποιος Κωστόπουλος Αντώνης εδώ, τον έβαλαν μία μέρα είχε δύο μουλάρια, μέσα σε τσουβάλια φόρτωσαν τα χρηματοκιβώτια αυτά. Χρηματοκιβώτιο στη μια τη μεριά, χρηματοκιβώτιο στην άλλη, 4 χρηματοκιβώτια. Αυτός[01:10:00] δεν ήξερε τι κουβαλάει και τον είπαν ότι θα τα πας στο βουνό, στη Φτέρη, κάποιο άτομο θα σε περιμένει. Ναι, αλλά αυτός που τα πήγε εκεί πέρα, μόλις έφτασε εκεί κι ήταν κάποιος κύριος και τον είπε: «Είσαι ο Κωστόπουλος;» μπορεί να ήταν ενημερωμένος, «κατέβασε τα, ξεφόρτωσε τα εδώ και φύγε». Ναι, αλλά εκείνος ο άνθρωπος τα λεφτά, αυτά είναι λεφτά, τα ήξερε. Τα πήρε τα έκρυψε κάπου. Αφού πήγαν άλλοι να τα παραλάβουν δεν βρήκαν, μπορεί να είπαν ότι δεν έφερε ο Κωστόπουλος, λέω εγώ. Ναι, αλλά ο Κωστόπουλος όταν γύρισε εδώ πέρα, «τα λεφτά!», έφαγε ξύλο πολύ, μιλάμε για ξύλο. Τελος πάντων αυτά τέτοια λεφτά πάρθηκαν πολλά. Κι ίσως κι ακόμα, που δεν είναι δυνατόν, άλλα κάποια που έκρυψαν μόνοι τους λεφτά- γιατί συνήθως τα λεφτά τα κρύβαν να μην τα ξέρει άλλος- ό,τι να γίνει να πηγαίνουν κάποτε και να τα πάρουν, αν εκείνος σκοτώθηκε κάπου και μένουν αυτά είναι ακόμα κι ακόμα ψάζουν μερικοί, που πιστεύουν ότι υπάρχουν και υπάρχουν σε όλες, σε πολλές μεριές. Τότε, μετά από... Ξεκίνησαν απ' αυτούς τους λόγους τώρα έρχονται τα αεροπλάνα για να... Ήταν ένα σπίτι, Γιαννακαύκο το λέγαμε εμείς, Γκουτζουλέι το λέγαν αυτοί, σ' ένα ύψωμα πάνω, ένα πέτρινο σπίτι μεγάλο, αυτοί το κάναν αρχηγείο εκείνο το σπίτι. Ήταν σ' ένα ειδικό χώρος ψηλά από πού να ήταν τόσο κοντά ρέμα από 'δω, δάσος από 'δω, άλλο ποταμάκι από 'κεί, με το λίγο που ακούγαν τρέχαν και κρυβόταν, χανόταν μέσα στα ρέματα, μέσα στα κλαδιά, δεν τους έπιαναν. Ναι, αλλά τότε ξεκίνησαν τα αεροπλάνα. Σας είπα ότι πρώτα ερχόταν ένας Γαλατάς το έλεγαν, ήταν ένα κιτρινοκόκκινο κι όπως κάθεσαι τώρα αμέριμνα, το έβλεπες μπροστά σου, παρουσιαζόταν έτσι. Σ' έβλεπε αλλά δεν πυροβολούσε, δεν έκανε τίποτα. Αφού εντόπιζε κάτι έβλεπε από απέναντι -γιατί στο χωριό το παλιό σ' ένα ύψωμα πάλι σε κάτι πέτρες, είχαν ένα ειδικό μυδράλιο που του έλεγαν αυτοί, να ρίξουν τ' αεροπλάνο- αλλά έτυχε και μία μέρα ήμουν κι εγώ εκεί πέρα που ήρθαν, γιατί εγώ τότε ήταν του ‘46, είχα 10 χρόνια εγώ, τότε εξυπηρετιούνταν με προσωπική εργασία. Δεν υπήρχαν, τα τηλέφωνα τα είχαν κομμένα, δεν είχαν τηλέφωνα. Κι όταν έδιναν ένα σημείωμα και συνήθως τα έδιναν ποιούς; Σ' αυτούς που τους ακολουθούσαν, τον έγραφε ένα σημείωμα και του λέει: «Θα το πάρεις αυτό και θα πας στο Καταφύγι», πού είναι το Καταφύγι τώρα; Πάνω. Το έπαιρνες εσύ, αλλά εσύ τώρα φοβούσαν να μην το βρέξεις, να μην το χάσεις να μην το ανοίξεις γιατί άμα τ' άνοιγες την άλλη μέρα δεν είχες ζωή. Και έτρεχε ο κόσμος. Ο πατέρας μου με λέει εμένα τώρα: «Πάρε το γομαράκι αυτό και πήγαινε στο μύλο, ο μυλωνάς θα σε φορτώσει αλεύρι και θα το πας στου Γιαννακαύκου το σπίτι», εκεί το μάζευαν αυτό. Ο στρατός τώρα, οι αντάρτες. Όταν όμως φώναζαν γυναίκες να ζυμώσουν, φώναζαν την μάνα μου, που ο πατέρας μου δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει, εμείς τα παιδιά ήμασταν μικροί, εγώ είχα 10 χρόνια ο μεγαλύτερος, άλλος είχε 5 που λένε, έβγαινε ο κλητήρας, είχαμε έναν κλητήρα εδώ πέρα, είχε ένα τηλεβόα κι έβγαινε στα χωράφια και φώναζε, -θυμάμαι τώρα την μάνα μου που ήρθε από έξω που 600 μέτρα τόσο ήταν- και φώναζε: «Αγγελίνα, αύριο από απόψε να κάνεις προζύμι και να του πάρεις το πρωί να πας στο χωριό, θα πας στου Παπανικόλα το σπίτι» -ο Παπανικόλας φαίνεται είχε φύγει από 'δω, δεν θα ήταν- «θα πας εκεί, θα ζυμώσεις, θα πας στου Γιαννακαύκου του σπίτι. Θα σου δώσουν αλεύρι για να κάνεις ψωμί». Έκανε η μάνα μου, δεν ρωτούσαν αν είχε αλεύρι για να κάνει προζύμι, αυτός φώναξε μια φορά. Τώρα η μάνα μου αν δεν είχε ας πήγαινε σε κάποια Καλύβα στην γειτονιά, σε κανέναν, να ζητήσει, να πει : «Δώσ’ τε με λίγο να κάνω προζύμι, για να πάω να ζυμώσω». Κι αυτό γινόταν, γιατί εμείς δεν είχαμε. Ήρθε τώρα η μάνα μου εδώ πέρα, πήγε πήρε τ' αλεύρι, ήρθε εδώ το αλεύρι ζυγισμένο, ήξεραν πόσο ψωμιά βγάζει. Πήγε ζύμωσε, τ' άφησε για να γίνει τώρα, να φουσκώσει που λέν,το έβαναν μέσα σε κάτι, πινακωτά έλεγαν, ήταν κάτι ξύλα ή με σανίδια το είχαν φτιαγμένο κι είχαν κουτιά-κουτιά κι έβαναν 3 στο ένα, 3 στο άλλο ή 4 και 4, 8 αν ήταν έτσι. Και μετά το σκέπασε και πήγε στο δάσος απάν, έμασε ψηλά φορτώθηκε κι ήρθε ,έκαψε το φούρνο. Το έψησε, το έβγαλε, το άφησε να κρυώσει, το έβαλε στο τσουβάλι, το πήρε, το πήγε και τα πίτουρα σ' ένα άλλο κάτι εκεί, και μόλις πήγαιναν εκεί πέρα, άνοιγαν ένα χώρος, όπως τα έλεγε η μάνα μου τώρα, έβγαζαν το ψωμί από μέσα: «α, ωραίο ψωμί» και δεν έσπαζαν ένα κομμάτι να πουν αυτή η γυναίκα που έχει από τη χαραή εδώ πέρα το πρωΐ και μέχρι αυτή την ώρα έφαγε κάτι; Είχε να φάει; Να δώσουν ένα κομμάτι ψωμί ρε παιδί μου, τίποτα. Το πετάζαν εκεί πέρα, το τρώγανε. Και τ' αεροπλάνα αυτά τώρα, αυτό το σπίτι και το αρχηγείο αυτό το είχαν, είχαν καταθέσεις ότι όντως εκεί πέρα γίνονται, χτυπάνε ανθρώπους, κακοποιούν ξέρω 'γω. Αυτά όμως, αφού ερχόταν πρώτα ο Γαλατάς που το έλεγαν, ερευνούσε, το εντόπιζε τώρα το σπίτι, μπορεί να έλεγε, τι έλεγε, εκείνο δεν προλάβαινε να φύγει, αφού εμφανίζονταν, αμέσως παρουσιάζονταν 2 πολεμικά. Τα πολεμικά τώρα ξέρεις πως πηγαίνουν. Ίσια πάνω στο γυμνό, στον Κόλιαβο που λέμε εμείς, τώρα έχουμε χώρους απάνω, τα υψώματα τα μεγάλα δεν υπάρχει, είναι κάποιο χαμηλά-χαμηλά έχουν πεύκα διάφορα δέντρα, όμως αυτό είναι σκέτο χορτάρι κι έχει κάτι κέδρα χαμό... Χαμόκλαδα, έτσι κοντά εδώ, ένα εκεί, ένα εκεί, βοσκούσαν τότε με τα καλά τα χρόνια, οι Σαρακατσάνοι που ήλεγαν τα πρόβατα, τα 'βγαζαν και τα βοσκούσαν εκεί πέρα. Αυτά τα αεροπλάνα όπως έρχονταν τώρα από 'δω, με την στροφή που πέρναν δεν προλάβαιναν να εντοπίσουν το σπίτι αυτό. Ίσως και ήταν λίγος, σιμά ο χώρος με τ' αυτό που, -γιατί το αεροπλάνο όταν ρίχνει τη σφαίρα ο κάλυκας θα πέσει κάτω, η σφαίρα θα πάει στο ποτάμι- οπότε ξέφευγε από 'κει κι ήταν πάρα κάτω ένα σπίτι άλλο κι αυτό το σπίτι το άλλο είχε κεραμίδια πάνω κι αφού το χτυπήσαν 2-3 φορές το είδαν ότι άναψε, το βάλαν στόχο μετά εκεί και του τρέλαναν, το ξετάφωσαν που λένε. Κι αυτό ήταν από δεξιό άνθρωπο που ήταν στην Κατερίνη, δεν ήταν από τους αντάρτες που κι αυτό, το κάψανε εκείνο. Από 'δώ μεριά πάλι στην Τρανή τη βρυση που λέμε, ήταν ένα ρέμα, ήταν καζάνι, έβραζαν τσιπούρα. Τότε οι παλιοί εδώ είχαν δαμάσκηνα, τζερνίκια, κάτι αυτά που γένονται το τσίπουρο, τα μάζευαν και βράζαν. Εκείνο εκεί πέρα το έριξαν 2 βόμβες. Το ξετάφωσαν, το πνίξαν, τερμάτισε εκείνο. Κι ακόμα μία παρά πέρα γύρω στα 70 μέτρα απ' αυτό που ήθελαν να... Δεν μπόρεσαν να ρίξουν εκεί, έπεσε μέσα στο δρόμο και φεύγανε έτσι αυτά τα αεροπλάνα. Αυτό τώρα γινόταν το ‘46. Έρχεται τώρα, αφού μέσα αυτού τώρα αυτοί, πήγαιναν στα χωριά, σε οικογένειες που ήταν δεξιοί θα πω. Είχαν κοπάδι γίδια, τα παίρναν, είχαν κοπάδι βόδια, γελάδια τι να πω, γουρούνια; Τα παίρναν. Είχαν σιτάρι, το φορτώναν σε μουλάρι, τα κουβαλούσαν όλα εδώ. Απ' το χωριό και πέρα, από έξω από το χωριό, το χώρος εκείνο προς τα βουνά, το είχανε απαγορευτικό, μό[01:20:00]νο τα κοπάδια ήταν, δεν πήγε κανένας. Εκεί τώρα απ' αυτά, αυτά ζούσαν αυτοί τώρα σφάζαν, τρώγαν. Έπρεπε ο Δημοκρατικός Στρατός να ζήσει απ' αυτά, τί θα έτρωγε άλλο τίποτε; Αλλά πήραν κι από το χωριό μας από μέσα, έναν μπάρμπα δικό μου, έναν ξάδερφο από τον πατέρα μου, είχε 200 πρόβατα, είχε καμιά 70 γουρούνια, γελάδια δεν ξέρω πόσα, παντώς τα πήραν αυτά. Γιατί δεν... Τα παιδιά ήταν μεγάλα, δεν ακολουθούσαν τα παιδιά να πηγαίνουν κοντά. Κοιτούσαν τη δουλειά τους, άλλος είχε, βοσκούσε τα γελάδια, άλλος είχε τα πρόβατα, άλλος είχε τα γουρούνια και με αυτά ζούσαν. Ενώ σε λέει: «Αυτοί να 'ρθουν κοντά εδώ». Τα πήραν. Τα παιδιά έφυγαν μετά ο μεγαλύτερος πήγε στην χωροφυλακή, ο άλλος πήγε στο στρατό και ο μικρότερος έμεινε κι αυτός στα χωριά εδώ εκεί, να ζήσουν μετά πώς να ζήσουν. Αυτή ήταν η κατάσταση τότε εδώ πέρα. 

Α.Κ.:

Όμως το ‘47, 22 Φεβρουαρίου, σκότωσαν 13 άτομα, εδώ. Τα 10 ήταν απ' το χωριό μας και 3 ήταν απ' το Μοσχοπόταμο.

Π.Κ.:

Οι αντάρτες;

Α.Κ.:

Ναι. Με αίτημα; Με τίποτα. Εγώ τώρα δεν θα πω για τους άλλους γιατί ό,τι και αν έλεγαν, έβαλαν έναν από το χωριό μας εδώ για να πει ψέματα ότι ο Θανάσης ο Κόκκαλης έχει εκείνο το πράγμα, ο άλλος έχει εκείνο, εκείνο. Κι έβγαιναν κι έλεγαν: «Ορίστε, τι λέει ο μάρτυρας» λαϊκό δικαστήριο μιλάμε, τους δίκαζαν. Ναι, αλλά ήταν ψέματα. Τέλος. Ο μπάρμπας μου αυτός ήταν στα χωράφια, εδώ στο Παλιεκκλήσι που λέμε. Είχε 3 παιδιά μικρά κι η γυναίκα του εκεί είχε κάνει μία καλύβα, ζούσαν όλοι στα καλύβια ζούσανε, ήρθε απόσπασμα τώρα απ' την Κατερίνη να κάνει, να βγει απάνω εδώ για κάποια... Να κυνηγήσει κάποιους. Ναι, αλλά οι φαντάροι τώρα ξένοι αυτοί, που να ξέρουν από πού να πηγαίνουν. Δρόμοι δεν υπήρχαν, κάτι δρομάκια. Νερά λάσπες. Τα παπούτσια γιομάτο. Αυτοί τώρα φορτωμένοι, ατομική σκηνή, κασμά, φτυάρι, όπλο, μιλάμε φορτωμένοι τώρα να κινήσεις από την Κατερίνη και να περπατάς, όχι να τρέχεις αλλά δεν παύει να είσαι φορτωμένος και δρόμος. Είναι 6, 7 χιλιόμετρα από την Κατερίνη μέχρι εδώ πάνω. Τί 6, 7; Είναι 6, 7 ώρες γιατί εγώ πήγαινα και λαθραία που φόρτωνάμε μετά από το ‘50. 6, 7 ώρες να περπατάς, τα χιλιόμετρα είναι 28, 30 να 'ρθούν. Αφού έφτασαν στο χωράφι από τον θείο μου τώρα εκεί πέρα, αυτός βγήκε όξω στο χωράφι, τον είδαν. «Έλα εδώ». Μιλούσα μ' ένα κοντόερο εγώ και μου έλεγε: «Έπρεπε να κρυφτεί». Πού να κρυφτεί αφού αυτός έχει το όπλο. Άμα τον έβλεπε, έφευγε θα τον πυροβολούσε. Εκείνος δεν τον ήθελε για κακό, εκείνος τον ήθελε να τον πάρει μαζί του, να τον δείξει κάποιο δρόμο που ήθελε να πηγαίνουν. Ήθελε να πηγαίνουν στα Ριζώματα. Τον πήγαν αυτόν προς τα πάνω βρήκαν άλλοι 2 ακόμα το χωριό μας εδώ και τους έκαναν 3, τους πήρανε. Εδώ πάνω τώρα, που προτού περάσουν για τα Ριζώματα, είναι κάτι πέτρες, ένα χωράφι τελειώνει και χαμηλά το λένε στην "Κουρτσά τον λάκκο, Κουρτσόλακκας". Εκεί μέσα είναι ένα βαθούλωμα, μπαίνεις από δω στην κατηφόρα, δάσος από 'κει στο βάθος, ρέματα. Μπαίνεις μες στο ποτάμι, ποτάμι μεγάλο, προχωράς, ανεβαίνεις προς τα πάνω για να βγεις ψηλά για να πιάσεις άλλο ένα βουνό, να βγεις στα ριζώματα. Ευτυχώς αυτοί δεν είχαν προλάβει να μπουν κάτω, κάποιοι αντάρτες από 'κεί γύρω τους πυροβόλησαν, από κάπου ακούστηκε όπλο. Μόλις άκουσαν όπλο αυτοί σταμάτησαν. Και καλά που σταμάτησαν. Αφού σταμάτησαν είχε πάρει και να νυχτώνει μετά από λίγο, σου λέει «δεν μπορούμε τώρα να μπούμε μέσα εδώ, να μπλέξουμε αν είναι και δύναμη μεγάλη δεν θα τους φανούμε για τίποτα, θα μας πιάσουν». Δίπλα στο βουνό εκεί γύρισαν δίπλα, "Περδίκι τη Ράχη" το λένε ένα ύψωμα εκεί πέρα, κι εκεί ξεφόρτωσαν τώρα, είχαν στο ζώο τα καζάνια που βράζουν φαγητό, έβαλαν να βράσουν φαγητό. Όμως τότε ο οπλισμός μας, τί ήταν; Το βαρύ πυροβολικό το 'φερναν μ' ένα κάρο, μ' ένα άλογο παράδειγμα, αυτού που είναι τα χοιροστάσια αν τα ξέρεις τώρα. Από τη Βρύα στο ύψωμα είναι κάτι χοιροστάσια αυτού, αν τα εντόπισες. Αυτά δεν ήταν, αυτά ήταν ισιώματα και κλαδιά αλλά ισιώματα. Έφεραν το βαρύ πυροβολικό, τραβιόταν με τ' άλογο και το έφεραν αυτού. Από αυτού πήραν τηλέφωνο αυτοί ότι «απέναντι από μας στα 500 μέτρα υπάρχει, υπάρχει φυλάκιο αντάρτες». Οπλίζει τώρα αυτός από 'κει να ρίξει αυτό, δεν τα κατάφερε εκεί και ρίχνει μές στο καζάνι στο στρατό, ευτυχώς δεν ήταν άντρες εκεί γύρω, το διέλυσε κι έμειναν και νηστικοί το βράδυ. Το ωραίο πιο ήταν τώρα από 'κεί; Μετά. Έρχόταν κάποιος εδώ πέρα απ' τους αντάρτες αυτούς, απ' τους δικούς μας εδώ. Να ιδούμε εγώ πως είμαι. Εγώ δεν έπαθα, είμαι αυτός που είμαι. Λέω: «Ωραία τα λες, εσένα γιατί τον μπάρμπα μου τον σκότωσέτε;». «Γιατί εκεί πέρα», λέει, «τον άκουσαν να λέει: "Δώστε με όπλα να τους σκοτώσω όλους"», «Κι εσείς πού ήσασταν» λέω, «για να σας σκοτώσει ο μπάρμπας μου αυτού και θα έπαιρνε τόσα όπλα για να σας σκοτώσει;». Τελοσπάντων, αυτά. Τώρα όμως αυτοί ο στρατός απ' αυτού την άλλη μέρα, κατόρθωσε, πέρασε με τον τρόπο αυτόν, μέρα ήταν, έφυγε απ' αυτού που μέσα, φαίνεται, δεν ήταν στράτος έτσι αντάρτες πολλοί να φυλάγουν, να τους κυκλώσουν, πήγαν στα Ριζώματα. Όταν πήγαν, πήγαν στα Ριζώματα, πήγαν Πολυδένδρι είναι κι άλλο χωριό δίπλα. Όταν γύρισαν ήρθαν πάλι από 'δω, ψηλα. Όμως ψηλά μόλις βγήκαν προς τα εδώ προτού ρθούν στα δικά μας τα σύνορα, σ' αυτό το ύψωμα, το λένε, στα "Παλιάμπελα", έχει μία ονομασία εκεί. Ο υπεύθυνος απ' το στρατό τώρα βγάζει ένα χάρτη 'κει πέρα και κοιτάει, τώρα σου λέει, «να πέσουμε, να πάμε εδώ μες Κορτσόλακκα εδώ χαμηλά; Αν αυτοί συγκεντρώθηκαν και μας περιμένουν, δεν βγαίνουμε κανένας». Φωνάζουνε 'κεί πέρα, λέει: «Ρε παιδιά, ποιοί είστε από 'δω;», βγήκαν ορισμένοι. Λέει: «Εδώ υπάρχει κανένας άλλος δρόμος από που να φύγουμε μην πάμε εδώ χαμηλά;», «Υπάρχει». Έδειξαν αριστερά όπως ήταν, σε 500 μέτρα κάτω Αι-Λιάδες που λέμε μία ονομασία αυτού, είναι τα Ριζώματα ο χώρος αυτός, έρχεται ο δρόμος. Κατέβηκαν εκεί και μερικοί που κατέβηκαν, προχώρησαν προς τα δω και δεν προχώρησαν να 'ρθούν χαμηλά στο Πλισκό, που το λεν, άλλο ένα ποτάμι, στο ίδιο το ποτάμι αλλά είναι κάτω, να κατεβούν εκεί, διότι δεν είχε καμία αυτή, ανέβαιναν πάλι στο χωριό εδώ, κατέβηκαν πιο αριστερά, στα λιβάδια ένα αυτό, μεσοπόταμα κάτω, πιο έξω από 'κει πάνω -ο Αι-Νικόλας αυτός που λέω εγώ τώρα είναι η εκκλησία εκεί δέντρα- απείχε 500 μέτρα από 'κει. Τροχαδόν από 'κει κάτι δικοί μας εδώ ελεύθεροι σκοπευτές, κάποιος Ντακούλας ήταν ελεύθερος σκοπευτής, 1ος αυτός και μερικοί ακόμα, τροχαδόν να πιάσουν τον Αι-Νικόλα. Αν προλάβαιναν οι αντάρτες και πιάναν το ίδιο έκανε, γιατί τους είχαν πάλι μέσα χαμηλά, δεν τους άφηναν, θα τους σκότωναν πάλι, αλλά αφού προλάβανε εκείνοι. Με τ' αυτό που ήρθαν απάν εκεί, στήνουν ένα πολυβόλο όπως είναι η εκκλησία μπροστά, στα δέντρα μπροστά εδώ, όπως πάμε αριστερά ένα ύψωμα, άλλο ένα εκεί, και δεξιά πιο κάτω, εκεί ήταν ακόμα ένα. Αρχινάν να ρίχνουν αυτοί που και τώρα. Όμως ο[01:30:00]ι αντάρτες από 'δω- αυτόματα λένε αυτά με τις κοντές τις σφαίρες, κάτι κοντά γι' αυτό, αυτόματο όπλο δηλαδή με κάτι σφαιρούλες. Εγώ τώρα μ' ένα ξάδερφό μου βρίσκομαι εδώ απάν, σε κάτι χωράφια, που πιο πάνω από μας ήταν αντάρτες. Δεν ξέραμ' εμείς πως ήταν αντάρτες. Εκεί που καθόμασταν είχε και λίγο χιόνι καταή και καθόμασταν. Αυτός ήταν πιο μεγάλος από μένα ο ξάδερφός μου, λέει: «Τώρα» λέει, «έχουν και όλμο, έβαλε, όπλισαν όλμο» -ο όλμος όταν τον όπλιζαν έκανε ένα χτύπο εκεί πέρα- εγώ πού να ξέρω τώρα αυτό το πράγμα. «Τώρα», λέει, «από εκεί αμα το κανονίσουν και το ρίξουν εδώ σε εμας μας πετυχαίνουν καλά». Εκεί τρόμαξα λίγο εγώ απ' αυτό. «Εσύ τώρα», με λέει εμένα, «πού θα πας; Εγώ από 'δω θα φύγω, ρέμα το ρέμα και θα πάνω, έχω κάποιο μπάρμπα εκεί πέρα και θα πάνω εκεί», λέει,«εσύ πού θα πας;». Εκεί τώρα φοβήθηκα εγώ, λέω «τώρα εγώ πού θα πάω μετά από 'δω;», νύχτωνε μετά από λίγο. Σταματάω πάλι. Ακούμε από δίπλα από πάν, «Αέρα!», «πάου!πάου!» εκεί πέρα και τρέχουν. Όχι όμως μπροστά από μας, από πιο πέρα. Κάνω προς τα κάτω, αυτοί τώρα με το κάτω που κάναν δεν πλησίασαν κάτι εκεί, κάτω είναι ο Άγιος Νικόλαος που έπιασε ο στρατός εδώ πάνω, άλλοι μία κατεβαίνουν είναι η Παναγιά, στην Παναγιά το λέμε. Αυτοί έπιασαν εδώ. Όμως από δίπλα, με τ' αυτόματα αυτά που σου είπα εγώ είχαν πιάσει 3 αυτόματα, είχαν πλησιάσει τον Άι-Νικόλα κάτω, γύρω στα 400 με 500 μέτρα, στην αράδα όμως εδώ, βαρούσαν αυτά από 'κει. Τώρα σοβαρεύτηκε ο ξάδερφος αυτός και μου λέει: «Τώρα» με λέει, «νύχτωσε. Τώρα εδώ γίνεται μάχη» με λέει. Ήμασταν σ' ένα χωράφι, να φύγουμε. Το χωράφι αυτό ήταν γύρω στα 100 μέτρα και μετά συνεχίζει ο δρόμος, που θα μπαίναμε στον δρόμο, αυτός θα προχωρούσε στο αριστερό να πάνε πίσω είχαν καλύβα αλλού κι εγώ θα κινούσα από 'κει, θα πήγαινα στην Παναγιά στον Άγιο εκεί και πάλι κι εγώ μέσα κάτι χωράφια να πάω στην καλύβα μας. Όταν εφτασάμε εκεί, με λέει τώρα από 'δω: «Θα μιλάς, θα χωρίσουμε, θα μιλάς μόνος σου θα σφυράς ξέρω 'γω, να μη σε δει κανένας και σε χτυπήσει». Είχε νυχτώσει. Κι εγώ από δω το ίδιο, έφυγε αυτός απάνω, μόλις βγήκε σ' ένα ύψωμα, βάνει το πολυβόλο από πέρα. Αρχινάει να φωνάζει αυτός: «Ε, τί κάνετε; Είμαι ο Κόκκαλης ο Κώστας» αυτοί ήταν στην καλύβα του Κώστα του Κόκκαλη, είχαν την ενέδρα. Εντάξει τον άφησαν, πήγε αυτός. Εγώ από 'δω τώρα αφού προχωρώ, όπως έφτασα, είχε ακόμα 20 μέτρα για να φτάσω στο εκκλησάκι στον Άγιο εκεί, όπως πήγαινα εδώ, έστριβα, δεν πήρα τον δρόμο ευθεία να πάνω από 'κει, τον κεντρικό, πήρα ένα δρομάκι να βγω μες τα χωράφια, να πάμε στην καλύβα. Τότε με πέρασε μια σφαίρα από 'δω.

Π.Κ.:

Απ' τ' αριστερό σας μάτι δίπλα;

Α.Κ.:

Από 'δω, απ' αριστερά. Ήρθε αδέσποτη αυτή, αυτή ήρθε από κάτω, από τον Άη-Νικόλα ήρθε αυτή η σφαίρα. Μόλις πέρασε από 'δω, «βζζζζ!»ακούω εδώ πέρα. Δηλαδή να έτσι λίγο, έτσι άμα ήμαν, εδώ, τελείωνα. Στο μέτωπο. Εκεί, λέω τώρα τί κάνω; Πιο αριστερά στα 50 μέτρα ήταν μία καλύβα, ήταν ένας παππούς είχε 4, 5 εγγόνια εκεί απ' το παιδί του. Το μεγαλύτερο το εγγόνι ήτανε κορίτσι, ήτανε ίσα μ' εμένα. Τότε το ‘47 ήταν αυτό, το ‘46 είχαμε από 10 χρόνια εμείς τα μεγαλύτερα, τ' άλλα ήταν όλα μικρότερα. Γύρισα κα εγώ πήγα εκεί, πήγα στην καλύβα, καθόμαστε, σκοτείνιασε. Μετά από λίγο, από κάτω εκεί που ήταν ο στρατός απ' τον Άγιο Νικόλα, αυτοί κρατούσαν τώρα, με τα πολυβόλα, ρίχναν. Ο στρατός όμως από πιο χαμηλά απ' το δρόμο με κάτι ζώα και όπως ήταν ο στρατός, είχε φύγει Μοσχοπόταμο. Όταν έφτασε στο Μοσχοπόταμο πιο εδώ ακόμα δεν είχε φτάσει, τότε αυτοί από 'δώ άρχισαν να φεύγουν, βεβαιώθηκαν ότι ήταν πια εξασφαλισμένοι, δεν μπορούσε να τους χτυπήσει κανένας. Έφευγαν κι αυτοί. Κι ίσως εκείνη την ώρα που φεύγαν, η σφαίρα αυτή η αδέσποτη ήρθε από 'κει σε μένα εδώ. Εδώ τώρα που μένω εγώ, αφού λάσκαρε η δουλειά γύρω απ' την καλύβα αυτήν που πήγα εγώ, απ' έξω ήταν αντάρτες, χτυπούσαν τα χέρια: «Νικήσαμε, νικήσαμε!». Εμείς τώρα τί να πούμε; είμαστε μέσα. Όξω ήταν ο γιος από τον παππού αυτόν που πήγα εγώ στην καλύβα, με τη γυναίκα του ήταν κάπου κρυμμένοι στα κλαδιά να μη γένει τίποτα εκεί, να μην είναι όλοι μαζί, είχαν φύγει οι άνθρωποι. Τέλος αφού άκουγαν: «Νικήσαμε, νικήσαμε» σου λέει τώρα ηρέμησε η δουλειά. Ήρθαν μες στην καλύβα με λέει: «Εδώ είσαι;», με λέει, «εσύ;», «Ναι». «Πώς έτυχε εδώ;», «Έτσι-έτσι βρέθηκα εδώ». «Τώρα», με λέει, «από δω» -εγώ είχα από 'κει να σηκωθώ μετά, μες στη νύχτα να φύγω στα χωράφια μέσα και θα πήγαινα 500 μέτρα στο χωράφι άμα είσαι ήταν η καλύβα- με λέει: «Δεν θα φύγεις τώρα από 'δω θα καθίσεις εδώ γιατί άμα μπεις μες στα χωράφια και ιδεί κάποιος ένα μαύρο να περπατάς θα ρίξουν και σε σκοτώσουν. Γιατί να σε σκοτώσουν; Κάτσε εδώ». Κι έμεινει εκεί το βράδυ και περάσαμε δηλαδή πράγματα πάρα πολλά, δύσκολα χρόνια που λέμε. Μετά τώρα του... Που σας είπα το ‘47 που σκοτώσαν... Ναι, τώρα ο μπάρμπας μου αυτός από 'κει, που είχε έρθει στον Άι-Νικόλα πήγαν στην Κατερίνη. Όταν πήγαν στην Κατερίνη αυτοί περίμεναν τώρα πότε θα έρθει. Γιατί είναι οικογένεια, την είχε μες στο χωράφι. 3... 2 κορίτσια κι ένα παιδί, μικρά. Τον είπαν άλλοι δικοί μας που ήταν εκεί: «Θανάση» τον έλεγαν, Τσαρτσαρής Θανάσης, «Θανάση, πού θα πας τώρα στο χωριό; Άμα πας εκεί θα σε σκοτώσουν», «Τί έκανα», λέει, «και θα με σκοτώσουν; Έκανα κάτι; Εγώ» λέει, «πέρασε ο στρατός, με ζήτηξε, με βρήκε εκεί στο χωράφι, με ζήτηξε να πάω κοντά, μπορούσα να μην πάω; Ακολούθησα όπως κι άλλοι». «Εγώ» έλεγαν οι άλλοι, «λέω να μην πας γιατί θα σε σκοτώσουν». «Μα», λέει, «τί έκανα έχω έχω 3 μικρά μες στο χωράφι!» και να ήξερε ο μπάρμπας μου αυτός ότι θα τον σκότωναν, να τ' άφηνε τα μικρά, γιατί ο πεθερός του ήταν ο πάπας, ο παπα-Νικόλας, που μπορούσε τα παιδιά αυτά να τα πάρει και να τα να τα δώσει λίγο ψωμί να φάνε, αυτός να τα προσέξει κι ας έμενε αυτός εκεί πέρα. Ναι, αλλά αυτός σου λέει: «Εγώ δεν έχω τίποτα». Ο κόσμος τώρα δεν είχε πονηριά, τότε ήταν λίγο αθώος. Κατά τ' άλλα ήρθε. Ώσου να 'ρθεί δεν πρόλαβε να μπει μέσα -τότε φορούσαμε τσαρούχια- ξέρεις τί είναι τα τσαρούχια; Από δέρμα από ζώα. Έγδερναν το ζώο, συνήθως από κάνα βόδι, από κάνα αυτό, έκοβαν εκεί, του φτιάναν τσαρούχια, σχοινί, τα δέναν. Ώσο να μπει μέσα αυτοί ήταν από γύρου, δεν τον άφησαν να τα βγάλει, τον πήραν, τον ήφεραν εδώ. Έγινε τάχα λαϊκό δικαστήριο, τι έγινε, μέσα στους 13 κι αυτός. Τους σκότωναν. Τώρα πώς; Τους σκότωναν με έναν βασανισμό.

Π.Κ.:

Εσείς ήσασταν παρών; Ήσασταν εκεί όταν τον σκότωσαν;

Α.Κ.:

Εγώ όχι. Αφού τους σκότωσαν, τους σκότωσαν ομαδικά. Βλέπω τώρα την άλλη μέρα να κλαίει η μάνα μου. Σκότωσαν τον αδερφό της, εμείς είμαστε στην καλύβα. Εγώ τώρα απ' έξω, κλαίω εγώ από 'κει, η μάνα μου από μέσα έκλαιγε, σκότωσαν τον αδερφό της. Όμως για κακή τύχη γι' αυτούς τώρα, απ' τους 10 τους Ελατοχωρίτες, 1, αφού τους σκότωναν εδώ τους έβαναν σ' ένα ζώο πάνω, τους πήγαιναν εκεί πέρα, στην Τσούκα το λέμε, έχουν ένα εκκλησάκι τώρα εκεί πέρα και γράφουν το ονόματα. 22 Φεβρουαρίου του 1947. Στο ζώο που τους είχε, το ύψωμα αυτό ήταν ένα ύψωμα κι όπως τον έριχνε κάτω, έπεφτε σε κάτι, έπεφτε κατευθείαν κάτω γύρω στα 30 μέτρα με 40, και κάτω ήταν κάτι γούρνες, [01:40:00]όπως κατεδαφίζεται ο χώρος, ξεφτάει το λέμε 'μείς, χάνεται, είχε γούρνες, έπεφταν εκεί. Ο τελευταίος τώρα ήταν αυτός, ένας που πρόδωσε τη δουλειά. Αν δεν έβγαινε να προδώσει αυτός, δεν μπορούσε να πιστέψει ο κόσμος ότι τους σκοτώσαν, γιατί τους έλεγαν: «Πού είναι;» παράδειγμα ο κόσμος, «Αυτοί είναι στην ελευθέρα Ελλάδα, τρώνε με χρυσά κουτάλια. Μακάρι να μπορούμε να πάμε όλοι να ζήσουμε εκεί πέρα». Ναι, αλλά αυτός εκεί τώρα αφού ίσως και να ήταν κι ο τελευταίος, κάποια στιγμή όπως γύρισε από δίπλα ήταν ένας ξάδερφός του. Τον πιάνει τον ξάδερφό του και τον κουνάει -έλεγαν, έλεγε αυτός τώρα ο ίδιος που σηκώθηκε- τον κουνάει και λέει: «Βαγγέλη, σήκω να φύγουμε, έφυγαν». Σηκώνεται αυτός ο Βαγγέλης μόλις γύρισε έκανε ένα «α» έτσι και τελείωσε. Αυτός τώρα σηκώθηκε, αυτοί ήταν και γυμνοί, δεν ήταν με ρούχα. Σηκώθηκε από 'κει, τώρα πώς τα κατάφερε απ' αυτό από μέσα, από πίσω αυτού, μέσ' αυτού που στα ρέματα αυτά, μέσα στην κουφάλα αυτού, στα δρομάκια, σε άλλα μονοπάτια πήγαινε, πώς πέρασε, γιατί τα βράδια είχαν και σκοπιές αυτού, αν περάσει κανένας να φύγει. Τα κατάφερε, έφυγε. Όμως ως τον Πέλεκα στην Κατερίνη, που είναι η γέφυρα -η γέφυρα αυτή είναι καινούργια τώρα, δεν ήταν αυτή, ήταν μία μικρή πρώτα μετά από 5-6 χρόνια θα έχει, που έγινε αυτή- από δίπλα όμως περνούσαν μέσα στο ποτάμι. Αυτός ως εκεί στο ποτάμι έπεσε δεν είχε άλλη αντοχή. Όπως ανεβαίνουμε τώρα για την Κατερίνη μέσα, εδώ μπροστά είναι ένας κύκλος. Από το δεξιό το λεν στην Ασβεσταριά, εκείνα τα χρόνια τώρα έφτιαχναν ασβέστη εκεί. Κι εκεί ήταν φυλάκιο. Ερχόταν κάποιος να 'ρθεί έξω από το ποτάμι προς το έξω εδώ, είχε σιτάρια να πάει να τα ιδει κι έπρεπε να πάρει άδεια από το φυλάκιο να περάσει να πάει. Τον έδωσαν άδεια να πάει. Αυτός όμως όταν πήγε στο ποτάμι βρήκε τον σκοτωμένο αυτόν υποτίθεται. Αυτός ήταν πεθαμένος, σκοτωμένος ήταν. Είχε χαθεί εκεί πέρα αν δεν τον παίρναν, αλλά τον πρόλαβαν. Γύρισε αμέσως ειδοποίησε, παν, τον πήραν τον πάνε στο νοσοκομείο. Τον κοίταξαν εκεί 2 μέρες, 3 το πολύ, κάλεσαν ανθρώπους από τα χωριά να γνωρίσουν ποιος είναι. Πήγαμε κι από το χωριό μου. Κι είπαν ότι αυτός είναι ο Νίκος ο Δρούγκας. Τον ρωτάνε τον Νικό τον Δρούγκα: «Τί έγινε στο χωριό;», αυτός δεν ήξερε, αυτός νόμιζε ότι όπως έκανε αυτός, τους σκότωσαν όλους, το χωριό τους σκότωσαν όλους, δεν υπάρχει, όλους. Απαγόρεψαν πάλι για να μιλάει, τον πήγα Θεσσαλονίκη, τον πήγανε εδώ, τον έκαναν καλά και μετά κάποτε ανέφερε τα ονόματα αυτά όλα, ο Θανάσης ο Τσαρτσαρής ο μπάρμπας μου, ο άλλος, ο άλλος, ο άλλος, είπε ονομαστικά τα ονόματα. Την άλλη μέρα αυτοί τους πήραν, έφυγε ο ένας από εδώ από τους 13, έμεινα οι 12. 6 τους πήγανε εδώ στου Θύμιου που του λέμε, στο ποτάμι μέσα σε μία μπάρα από 'δω μεριά είχε μία εκεί πέρα και τους βάλανε εκεί. Κι άλλους 6 τους πήγανε στο βουνό πάνω, σ' ένα ρέμα και τους έριξαν εκεί.

Π.Κ.:

Εσείς πώς τα ξέρετε όλα αυτά; 

Α.Κ.:

Αφού ήμαν το ‘47 εγώ ήμαν 11 χρόνια. Το χωριό λίγο, μπάρμπας μου, για τους υπόλοιπους τώρα έλεγε ο καθένας «σκότωσαν τον Δρούγκα τον Θανάση, σκότωσαν τον Δρούγκα τον Κώτσο σκότωσαν...» κάτι τέτοια ονόματα. Αυτά τα ονόματα εγώ που τα άκουσα τότε μ' έμειναν. Όταν φύγαμε τώρα εμείς από 'δω το ‘47, τον Αύγουστο μας σηκώσαν από δω και μας πήγαν στην Ρητίνη. Στην Ρητίνη που μας πήγαν, μας βάλανε εκεί σ' ένα, είχαν δώσει κάτι γελάδια από 'κει, μας βάλανε να κοιμόμασταν εκεί, πρέπει να ξεχειμωνιάσαμε εκεί. Απ' τον Αύγουστο πέρασε ο φθινόπωρος, ο χειμώνας και την άλλη χρονιά φύγαμε από 'κει πήγαμε κάτω, έξω ποτέ από την Ρητίνη, στην Βίγλα το λέγανε πάλι εκεί σ' ένα σπίτι. Εκεί ήταν λίγο πιο καλό, ήμασταν μέσα, καλά. Ήρθε ‘48. Κατά τέλη του ‘48 εγώ, ο πατέρας μου εδώ τί να κάνει; Είχαμε κι εκεί, είχαμε κάτι γουρούνια από 'δω όταν φύγαμε, το κοπάδι αυτό το πήραμε από δω. Ναι, αλλά εκεί που ήμασταν, τί να το κάνουμε τώρα; Τα πούλησε, από 'δω από 'κει, τα έδωκε τι τα κανε. Έφυγε όμως ο πατέρας μου από 'κει, πήγε στην Κατερίνη. Έφυγε κι η μάνα μου και μείναμε εγώ κι ο αδερφός μου. Τώρα εγώ συγκοινωνία τότε τίποτα. Ένα ανατρεπόμενο έρχονταν, λάσπες οι δρόμοι χάλια, βαθουλώματα. Έρχονταν και σαν να ήταν συγκοινωνία. Και μας είχε πει, έστειλε σε μας: «Να πάτε στον Μπαρά» -ήταν ο αστυνόμος ο Μπαράς- «να πάτε στον Μπαρά να σας δώσει άδεια να 'ρθείτε στην Κατερίνη». Εγώ πήγα εκεί και μ' αγρίεψε ο αστυνόμος, με λέει: «Πού είναι ο πατέρας σου; Να του πεις να 'ρθει εδώ, γιατί να φύγετε;». Τελος πάντων εγώ τώρα είχα 11 χρόνια. Στεναχωρήθηκα, πρέπει ν' άρχισα να κλαίω εκεί. Ήταν κάποιος δικός μας εκεί και λέει: «Έλα, θα σε δώσει, θα σε δώσει άδεια ο καπετάνιος». Μ' έδωσε, την άλλη μέρα μ' έδωσε άδεια, ανεβήκαμε στο ανατρεπόμενο αυτό και πήγαμε στην Κατερίνη. Στην Κατερίνη εκεί που είναι τώρα τα μνήματα κάτω, στην Αγία Αικατερίνη, πιο 'δω γιατί τώρα εκεί έκαναν διάφ... Πρώτα ήταν ο ποταμός σου, ο Κουράδας με το συμπάθιο που τον λένε, τώρα έκαναν, δεν γνωρίζει εκεί, λίγο πιο πάνω ήταν παράγκες, τις είχε το κράτος για να βάλει ανταρτόπληκτοι αυτοί, εμάς κι ήμασταν εκεί. Εμείς τώρα, θυμάμαι, μ' είχαν γράψει για το σχολείο, δεν μ' άφησαν να πάω σχολείο, ψωμί δεν υπήρχε. Ήρθε ένας απ' τον Κούκο -είναι η Σεβαστή και μετά είναι ο Κούκος απάνω- εκείνος είχε μύλο, ήταν μυλωνάς κι είχε γουρούνια κι ήθελε ένα παιδί τώρα να τα βοσκάει. Έρχεται σ' εμένα εκεί πέρα, λέει τον πατέρα μου: «Να δώσεις το παιδί» -άλλος τον έστειλε- «Να με βοσκάει τα γουρούνια εκεί πέρα», «Να το πάμε στο σχολείο», «Θα το γράψω εγώ εκεί», είναι δυνατόν τώρα να το πρωί να πωλνάς γουρούνια να πας να τα βοσκίσεις και να είσαι και σχολείο; Γίνεται αυτό πράγμα; Πες εγώ όμως το έπαιρνα απόφαση, λέω ψωμί, δεν υπάρχει γράμματα δεν μαθαίνεται, το πολύ-πολύ να με πάρει κι ένα βιβλίο να διαβάζω, τί θα μάθω εγώ να με πάρει; Που δεν με πήραν, αφού η δουλειά ήταν, σηκώνονταν το πρωί να πάρω να απολίκω από το κομμάτι στα γουρούνια να πάω να τα βοσκήσω. Πήγα εκεί πέρα. Εκεί στον Κούκο τώρα πάλι, είχε μία πλατειούλα εδώ. Ήταν 2 αδέρφια μεγάλοι κι ήταν μια συκιά και γύρω τη συκιά την είχαν φραγμένη με ξύλα έτσι, με παλούκια που λέμε και πλεγμένα ήταν 3 άτομα σκοτωμένα εκεί μέσα, παραχωμένα. Εγώ τώρα εκεί αυτά τα παιδιά ήταν στη γειτονιά στο άλλο το σπίτι έμενα εγώ και ήταν και ο κουρέας μου, με κούρευε κιόλας αυτό το παιδί και πήγαινα και με έλεγε: «Ανέβα να φας σύκα». Ανέβαινα όμως αλλά δεν πατούσα μέσα γιατί δεν φραγμένα, πατούσα και ανέβαινάμε κι έλεγε: «Εσύ από πού είσαι;», «Από το Ελατοχώρι», «Μήπως ξέρεις αυτά τα άτομα, από πού είναι;», «Πού να ξέρω», λέω εγώ. Ενώ εκεί στον Κούκο είχαν κάνει μία μάχη κι όπως με έλεγαν αυτά τα παιδιά πάλι μόνο από ένα σπίτι δεν σκοτώθ[01:50:00]ηκε άτομο εδώ πέρα, λέει, απ' όλα τα άλλα τα σπίτια, -δεν ξέρω πόσα σπίτια έχει ο Κούκος τώρα- δεν ήταν και μεγάλο χωριό, αλλά από 1 από 2 είχαν σκοτωθεί. Τελος πάντων εγώ κάθισα πόσο κάθισα εκεί πέρα κι αυτό ήταν το ‘49. Το ‘49 όμως τώρα τί δημιουργήθηκε, πως έφυγα εγώ. Τώρα το πήρα το σιτάρι, δεν το πήρα; Έφευγα περπατούντα από εκεί εγώ καμιά Κυριακή, κάνα αυτό να πάνω ή στις 15 να κατέβω στην Κατερίνη να ιδώ τα αδερφάκια μου που είχα, είχα κι άλλον αδερφό ύστερα εδώ, ήταν το ‘47 ένας αδερφός μου και μία αδερφή ήταν το ‘45. Κι αυτός ο αδερφός που ήταν -εγώ ήμαν το ‘36- και εκείνος ήταν το ‘39. Ήμασταν 4 τώρα, αλλά το ‘47, ‘49 ήταν μικρός αυτός που ήμουν εγώ εκεί τώρα, και πήγαινα. Κινούσα από 'κει τα ρέματα προς τα κάτω, πήγαινα στην Κατερίνη εκεί, έφευγα πάλι, σχολείο μηδέν, αγράμματος. Τότε όμως ήταν πολλοί οι αγράμματοι, δεν ήμουνν μόνο εγώ και μπορούσες κι έβρισκες και τους ανθρώπους και μπορούσες να μιλήσεις, να συνεννοηθείς, τώρα δεν μπορείς να μιλήσεις, με τους εγγράμματους που είναι τώρα. Δεν σε δίνουν σημασία, δεν σε αυτόνουν. Δηλαδή εγώ σ' ένα σημείο εμείς που περάσαμε, μπροστά ως στα ‘60 ως τα ‘50 μέσα εκεί, είχαμε τις παρέες μας, ήμασταν όλοι το ίδιο. Πέρα από 'κει ύστερα που αρχίνισαν να μορφώνονται κι αρχίνισαν αυτά εμείς παραμερίσαμε, μας παραμέρισαν ύστερα τους αγράμματους που λέμε. Κι αυτό έγινε εκεί πέρα που...

Π.Κ.:

Το τέλος του εμφυλίου σας βρήκε στην Κατερίνη;

Α.Κ.:

Το ‘49 ανέλαβε έλεγαν κάποιος Αλέξανδρος Παπάγος, στρατιωτικός πρέπει να ήταν αυτός. Νωρίτερα διαφωνούσαν, αυτός ήθελε για ν' αναλάβει, για να βγάλει τους κομμουνισταί έξω, ήθελε εν λευκώ. Αυτοί εν λευκώ δεν τον δίναν. Εκείνος δεν δεχόταν. Σε λέει: «Ή με δίνετε εν λευκώ να κάνω εγώ αυτό που θέλω ή δεν αναλαμβάνω». Αυτά τα λεγαν τώρα κάποιοι άλλοι εκεί, στο αφεντικό που ήμουνα κι ήταν τώρα το, το ‘49 τώρα εγώ είμαι στον Κούκο, έρχομαι στην Κατερίνη. Το ‘49 ανέλαβε και με τις επιχειρήσεις που έκανε τους έβγαλε έξω. Αφού τους έβγαλε, το ‘50 εμάς, μας επαναπατριστήκαμε, μας έφεραν στο χωριό εδώ. Μας έφεραν συγκεκριμένα έξω εκεί, πως μπαίνουμε από, ερχόμαστε, τα πρώτα σπίτια που είναι τ' αριστερά εκεί ήταν όλο άνοιγμα αυτό, και μας φέρανε εκεί πέρα, φέραν κι ένα φορτηγό σκηνές, για να μας δώσουν, να πάρουμε ο καθένας, οι πατεράδες μας να πάρουν, σε οικόπεδο που είχαμε να τις στήσουμε, να κοιμηθούμε. Κι όχι μόνο ένα βράδυ, κοιμηθήκαμε χρόνια, 2-3 χρόνια οι περισσότεροι εμείς, η φτώχεια. Άλλοι που μπορούσαν σε μία χρονιά ή σε λιγότερο τα πέταξαν. Εμείς τα κρατήσαμε, έπρεπε να κοιμάμαστε. Το ‘50. Μετά, το ‘50 τώρα, άρχισε ο κόσμος εδώ πάλι. Στα χωράφια να ξεκινήσει, όπως είπαμε, με τις καλλιέργειες, άλλος λίγο καλαμπόκι, άλλος λίγο σιτάρι, ψωμί δεν υπήρχε. Εμείς πάλι που, εμείς ήμασταν μικρή οικογένεια, εγώ τώρα είχα είχα πιάσει 13 το, στο ‘49 ήμαν στα 13, στο ‘50 στα 14. Εμένα μ' έβαλε ο παππούς, παλι ο Τσαρτσαρής, απ' τη μάνα μου ο πατέρας, είχε κάτι κατσίκες και κάτι γουρούνια, με έβαλε εκεί πέρα να τα βοσκάω, με πλήρωνε κι έπαιρναν και τρώγαν η οικογένεια. Τώρα εγώ μετά από κει, μεγάλωσα, έφυγα από τον παππού, άρχισα να δουλεύω στα δάση, όπου υπήρχε δουλειά.

Π.Κ.:

Όπως μας είπατε.

Α.Κ.:

Ναι, όπως σας είπα. Και μετά το ‘54, το ‘55, μέχρι τότε είχαμε και κάτι δικά μας γουρούνια εκεί, τα πουλήσαμε εκείνα εμείς, πήγαμε ύστερα στον Αρωνά με κάποιες παρέες από 'δω απ' το χωριό μας, ξαδέρφια πάλι κι είχαμε κάτι τσαπιά, τα πήγαινάμε στο σιδερά εδώ, τα έφτιαχνε και πήγαινάμε κι αυτοί που είχαν στον Αρωνά μέσα, έπαιρναν κάτι κλήροι εκεί πέρα, κάτι χωράφια, αλλά επειδή τα χωράφια, μετρούσε αέρα η μηχανή από πάνω, όμως σε ρέμα, είχε πλάι προς τα κάτω, εκείνο δεν το μετρούσε κι αφού ήταν από 'κεί, το δικαιούνταν αυτός τώρα, υποτίθεται, και δεν στο έπαιρνε και κάποιος άλλος και επιτρέπονταν και έβαλε εμάς απ' το χωριό μας εδώ, πήγαμε πολλοί εκεί πέρα και τσαπίζαμε, 2 στρέμματα, 3 στρέμματα χωράφι ν' ανοίξουμε, με το τσαπί τώρα. 700 δραχμές το στρέμμα, το στρέμμα είναι 33-32 κάπως έτσι έρχεται, πιάνει στρέμμα, να σκάβεις τώρα, να βγάλεις τις ρίζες, να το αυτόνει και να τ' αφήνεις στο χώμα να κάνεις χουράφι. Το 'κανα κι αυτό και μετά ύστερα από το ‘55, ‘56 εκείνο τώρα ήταν φθινοπωρινό, χειμωνιάτικος καιρός. Μετά με κράτησε στα καπνά εμένα αυτός εκεί να δουλέψω στα κάπνα κι αρχίνισάμε αυτήν τη δουλειά. Έφευγα όμως από 'κεί πάλι, έρχομαν εδώ, εδώ πήγα εκεί στο Ξηρολάκκη που λεν, είναι πίσω σε μια παλιόχωρα, μες στο Γυμνό απάνω στα Ρητηνιώτικα, είχε ο Σφήκας -δασάρχης ήταν αυτός- είχε πάρει το δάσος και το υλοτομούσε κι έβανε μέσα εργάτες. Εγώ έφυγα από τα καπνά, γιατί δεν μπορούσα με τα καπνά, δεν με σύμφερνε να παίρνω 30 φράγκα, δραχμές δηλαδή και τώρα με την πελέκα και μ' αυτό θα έπιανα 70, θα έπιανα 80. Έκανα κι αυτές τις δουλειές εκεί. Έφευγα από 'κεί, έρχομαν εδώ ήταν τίποτα άλλο να δουλέψω σε κάνα δρόμο να σκάψουν που λένε αυτά. Έτσι τα περάσαμε τα περισσότερα τα χρόνια.

Π.Κ.:

Κατάλαβα, κατάλαβα.

Α.Κ.:

Ναι.

Π.Κ.:

Θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ, γι 'αυτά που μου είπατε.

Α.Κ.:

Κι εγώ ευχαριστώ πολύ που ήρθες, μ' έκανες παρέα, γιατί έχω ανάγκη εγώ από παρέα, έχω χρόνια εγώ εδώ μέσα. Εγώ- τώρα αυτά να μην τα γράφει άμα θέλεις να τα κλείσεις.

Π.Κ.:

Δώστε μου τότε 1 λεπτό να κάνω το κλείσιμο και σας ευχαριστούμε πάρα πολύ.

Α.Κ.:

Ναι κι εγώ ευχαριστώ.

Π.Κ.:

Κι εύχομαι καλή συνέχεια κι ό,τι επιθυμείτε, ό,τι θέλετε.

Α.Κ.:

Κι εσείς να είστε καλά, να επιτύχετε στο έργο σας και να είστε πάντα δυνατός να μην περάσετε τέτοια χρόνια, υγεία το παν, να μην περάσετε τέτοια που πέρασάμε. Εσείς δεν περνάτε γιατί εσείς ξέρετε γράμματα τώρα, αλλά βλέπω κάτι καταστάσεις τώρα αυτού, τώρα αυτά με τους πολέμους δηλαδή εννοώ, τώρα που γίνονται αλλού κι εδώ εμείς έχουμε με τους Τούρκους έχουμε, βλέπεις, καθημερινά τι γίνεται. Βλέπεις, εγώ εδώ που παρακολουθώ, προχτέ κράτησαν στον αέρα 20 λεπτά τον Δένδια με τ' αεροπλάνο. Ναι, αλλά αυτοί το παν φιρί-φιρί μήπως η Ελλάδα κάνει το λάθος και χτυπήσει. Αυτοί είναι έτοιμοι να μας πιάσουν ύστερα. Και δεν μ' αρέσουν αυτά τα πράγματα, γιατί περάσαμε από τέτοια που λέμε αυτά όλα τα χρόνια κι είμαι έτσι αγανακτισμένος. Εσείς που δεν τα περάσατε και να μην τα περάσετε, εύχομαι να μην τα περάσετε, θα είναι ευτύχημα δηλαδή, πώς να σας πω.

Π.Κ.:

Κι εμείς  το ευχόμαστε. Και πάλι σας ευχαριστούμε πολύ.

Α.Κ.:

Να ‘στε καλά.