Πώς διασκέδαζαν παλιά στη Σαλαμίνα;
Ενότητα 1
Η ψυχαγωγία τη δεκαετία του '70
00:00:00 - 00:14:50
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Κυριάκος Παλλάς, είμαι ερευνητής του Istorima και πιο συγκεκριμένα από τον Νομό Αττικής και τη Σαλαμίνα. Σήμερα…λλά τα λεφτά ήταν λίγα, οπότε το γέλιο ουσιαστικά τους έδινε ζωή. Ήταν ένας τρόπος να ξεσπάσουν δηλαδή. Να ξεσπάσουν και να ψυχαγωγηθούν.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 2
Το φλερτ της εποχής και τα πάρτυ
00:14:50 - 00:27:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να σας ρωτήσω μέχρι αυτό το σημείο. Εσείς αυτή την Κυριακή, να φανταστώ ότι πρέπει να την περιμένατε πολύ, δηλαδή και όλοι. Ναι και εγώ.…ε με τα πόδια στην πόλη, πηγαίναμε με κάνα ταξί άμα ήταν λίγο πιο πέρα. Και μηχανάκια υπήρχαν. Άρα μία άλλη μορφή ψυχαγωγίας ήταν τα πάρτι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 3
Οι νέοι τρόποι ψυχαγωγίας
00:27:15 - 00:36:11
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να σας ρωτήσω, τα πάρτι στη Σαλαμίνα, πότε έφυγαν; Καλά μπορεί και πιο γενικά, απλά επειδή εδώ πέρα ουσιαστικά μεγαλώσατε- Θα έβαζα μία κό… μορφή επίδειξης, ότι είμαι και εγώ εδώ, είμαι νέος, ψάχνω για φίλες, κάνω καλές παρέες, η παρέα μου είναι καλή. Να πάμε και λίγο στο χορό.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 4
Από το σινεμά στα μπουζούκια και από την ταβέρνα στην καφετέρια
00:36:11 - 00:44:10
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Αυτό ήταν που θα σας ρώταγα τώρα βασικά, πριν δηλαδή. Πότε έφυγε το πάρτι και αυτό το μαζευόμαστε σε σπίτι και διασκεδάζουμε και-; Το πάρτ… μαρτινάκι, οι φίλες, τα φλερτάκια ήτανε πιο κοντά, ξέρω ‘γω. Εντάξει αυτό ήταν. Ψυχαγωγία σου είπα, τα παιδιά είχανε και τα σφαιριστήρια.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 5
Η θέση των κοριτσιών και των γυναικών
00:44:10 - 00:50:39
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Τα κορίτσια δεν είχαν πολλές ευκαιρίες για ψυχαγωγία γιατί υπήρχαν δύο λόγοι. Ο ένας λόγος ήταν ότι δεν εργάζονταν τότε πολλά κορίτσια έξω α…νωνικά από ότι ο άντρας, για αυτό σου είπα οι άντρες είχανε και την μπάλα, είχανε και το σφαιριστήριο. Μετά οι άντρες πήγαιναν στο μεθύσι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 6
Οι συναυλίες και οι ντίσκο
00:50:39 - 01:00:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Μία άλλη μορφή ψυχαγωγίας σε εισαγωγικά, ήταν ο Τασαράπης, ο Κατσίκας και άλλα τέτοια, ταβέρνες, που πηγαίνανε πολλοί νέοι και οι μεγάλοι αλ…ρας, δεν τον συμπαθώ, δεν το λέω με κακία, απλώς δεν ήταν στα γούστα μου, αλλά ήταν συναυλίες, πολύ κόσμο παρέες και τα λοιπά. Μου αρέσανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
Ενότητα 7
Οι διαφορές με τη σημερινή εποχή
01:00:33 - 01:11:59
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εσείς τώρα άμα μπορούσατε να ξαναγυρίσετε, γιατί σίγουρα θα σας έχει λείψει αυτή η διασκέδαση και αυτή η ένταση, θα αλλάζετε κάτι από όλη α… είναι βιωματικά, δεν σε πήγα σε τίποτα βιβλιογραφικό αλλά σε ό,τι ήταν υπαρκτό και βιωματικό δικό μου, αυτά. Να ‘στε καλά, ευχαριστώ πολύ!
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΘέματα
Τοποθεσίες
[00:00:00]
Καλησπέρα σας, ονομάζομαι Κυριάκος Παλλάς, είμαι ερευνητής του Istorima και πιο συγκεκριμένα από τον Νομό Αττικής και τη Σαλαμίνα. Σήμερα έχουμε 13 Οκτώβρη και ο αφηγητής μας είναι ο κύριος Ηλίας Δρίβας, ο οποίος θα μας μιλήσει για τη μεταβολή της ψυχαγωγίας των νέων της Σαλαμίνας τον τελευταίο μισό αιώνα. Γεια σας, κύριε Ηλία.
Καλησπέρα, Κυριάκο. Το θέμα μας αυτό, κάνοντας μία μικρή διερεύνηση, θεώρησα ότι είναι σημαντικό από την άποψη της μεταβολής των πραγμάτων σε πραγματικό χρόνο τον τελευταίο μισό αιώνα, γιατί και η ψυχαγωγία έχει σχέση με την εποχή και με την τεχνολογία. Αν πάρουμε ότι γύρω στο ‘70, οι βασικές συνθήκες ήταν ότι δεν υπήρχε πολλή επικοινωνία μέσα από ίντερνετ, τηλέφωνα, κινητά, τηλεόραση. Η βασική επικοινωνία ήταν διά ζώσης, δηλαδή έπρεπε να πα’ να τον βρεις τον άλλον, να πας σπίτι του, να τον ειδοποιήσεις και τα λοιπά, και μία μορφή έτσι επικοινωνίας για να μάθουμε τα νέα ήταν το ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο είχε την ιδιαιτερότητα και την έχει ακόμη, ότι δεν σε απασχολεί ούτε στο μυαλό ούτε στα χέρια. Δηλαδή ένας που διαβάζει, ένας φοιτητής, μπορεί να έχει βάλει ένα σταθμό και να ακούει τραγουδάκια, αλλά μπορεί να διαβάζει. Ή κάποιος που κάνει μία χειρωνακτική εργασία, είναι σαν τη μουσική μέσα σε μία καφετέρια που δεν απασχολεί ας πούμε τη διαδικασία σερβιρίσματος, παραγγελιών, συζήτηση, τραπέζια. Απλώς υπάρχει. Αυτό υπήρχε, δηλαδή κάνα τηλέφωνο στα έκτακτα, πολύ έκτακτα, και τα τηλέφωνα ήταν ελάχιστα. Είχανε κυρίως οι δημόσιοι χώροι: ο δήμος, η αστυνομία, μερικά καφενεία, η δημαρχία, το ‘πα, και λίγοι πολίτες. Άρα η επικοινωνία κατά βάσιν ήταν διά ζώσης. Μορφές ψυχαγωγίας, μαζικές για την εποχή, ιδιαίτερα τις Κυριακές αν ξεκινήσουμε από κει, ήταν μία μέρα που απελευθέρωνε όλο το λαό και ιδιαίτερα τις γυναίκες και τις κοπέλες που δεν είχανε και πολλές ευκαιρίες να βγαίνουν από το σπίτι. Τα χρόνια αυτά οι γυναίκες εργάζονταν λίγες, έξω από το σπίτι. Λίγες δασκάλες, κάποιες εργάτριες, λίγες υπάλληλοι. Οι πολλές γυναίκες ήταν στα σπίτια και παρήγαγαν, έφερναν εισόδημα δηλαδή μες στο σπίτι, με… Οι ράφτρες, μοδίστρες, κεντήματα, αργαλειούς, που φτιάχνανε υφαντά και τα λοιπά. Άρα η κίνηση ανήκε πιο πολύ στους άντρες. Βγαίναν έξω, πήγαιναν στις δουλειές, πηγαίναν στα καφενεία, πηγαίναν στην μπάλα. Επομένως για τις γυναίκες ήταν σχετικά, η μεγάλη διασκέδαση ήταν την Κυριακή που είχαν την ελευθερία όλοι, επειδή δεν υπήρχαν εργασία. Ήταν πρώτα από όλα ο σινεμάς, κινηματογράφος, όχι ο σινεμάς, ο κινηματογράφος. Την Κυριακή έβγαιναν όλες οι κοπέλες. Σχεδόν δεν έμενε κανένας στο σπίτι. Γιατί ήταν η ευκαιρία της κοπέλας να βγει, να δείξει ότι μεγάλωσε, ότι είναι όμορφη, ότι έχει βάλει δύο ρουχαλάκια, ξέρω γω, να γνωρίσει κανέναν από την ευρύτερη περιοχή της πόλης και ο στόχος ήταν όλα αυτά να γίνουν στο σινεμά ή στη βόλτα της παραλίας. Είχαμε μία πολύ μεγάλη βόλτα στην παραλία γιατί δεν είχε άλλους χώρους επικοινωνίας. Αλλού το λέγανε νυφοπάζαρο, έτσι το βάφτισαν, εδώ δεν το λέγαμε ποτέ έτσι, λέγαμε απλά βόλτα στην παραλία. Στο σινεμά τι γινόταν τώρα. Επειδή μέσα σε λίγες ώρες εμφανίζονταν ας πούμε 200-300-500 νέα κορίτσια, αντίστοιχα εμφανιζόταν και αντίστοιχοι νεαροί δηλαδή, 500 ίσως όχι, γιατί μιλάω για όλη την πόλη, αλλά για κάθε σινεμά, 50 με 100 νέοι άνθρωποι, έφηβοι ή μετά την εφηβεία, ήτανε απόλυτα βέβαιο. Γιατί εκεί κάνανε γνωριμίες. Πρώτα με τα μάτια, βλέπανε την ομορφιά, το παράστημα, ποιος είναι, ρωτάγανε. Ήταν δηλαδή μία μορφή ψυχαγωγίας και γνωριμίας. Ήτανε μια κοινωνικότητα. Ήταν η πρώτη μεγάλη κοινωνικότητα, η οποία μετά το σινεμά συνεχιζόταν στη βόλτα της παραλίας, που θα πήγαιναν όλοι [00:05:00]σχεδόν εκτός από τους ηλικιωμένους που τράβαγαν για το σπίτι. Οι πιο νέοι θα κάναν τη βόλτα με λίγο πασατέμπο στο χέρι, καλαμπούρι-καλαμπούρι. Οι οικογένειες διαχωρίζονταν και πήγαιναν στα καφενεία, σαν ουζερί αλλά δεν ήταν ουζερί, ήταν καφενεία που απλώς πρόσφεραν κάτι να πιούνε, μία μπύρα, ένα ούζο, με ωραίους μεζέδες. Οι οικογένειες δηλαδή πήγαιναν στα καφενεία που λειτουργούσαν ως ουζερί τα σαββατοκύριακα. Ενώ οι πιο νέοι προτιμούσαν τη βόλτα και μπορεί και να ξέφευγαν λίγο στα όρια της βόλτας για ένα φλερτάκι πιο πέρα στον Άγιο Νικόλα. Συγκεκριμένα μιλάω στην περιοχή, παραλία. Η παραλία, η βόλτα ήταν από τα σημερινά αγάλματα ας πούμε και πιο δω, δηλαδή εκεί που είναι τώρα τα μαγαζιά όπου κατεβαίνει η οδός Αγίου Μηνά και βρίσκει την παραλία, μέχρι τον Άγιο Νικόλαο που είναι τα φυσικά όρια της βόλτας, που ήταν τότε και τα μαγαζιά τα πολλά. Έτσι λοιπόν πέρα από τα όρια της βόλτας είχε λιγότερο φως, όποτε ευνοούσε, ας πούμε, να βγούνε, να ξεφύγουν παρεούλες, δυο-τρεις κοπέλες, δυο-τρεις άντρες, ξέρω γω, αγόρια να μιλήσουνε ας πούμε για κάποια θέματα και υποτυπωδώς να γίνει μία γνωριμία που υπόβοσκε πάντα ένα φλερτ. Επιλέγανε συντρόφους, συζητάγανε, κάνανε τις γνωριμίες τους και τα λοιπά. Μία μορφή δηλαδή ψυχαγωγίας, μαζικής ψυχαγωγίας ήταν ο σινεμάς. Ο σινεμάς, ο κινηματογράφος, τέλος πάντων. Μετά την εφηβεία, και από την εφηβεία για τα αγόρια-. Μάλλον να σου περιγράψω την Κυριακή. Η Κυριακή ήταν μία επίσημη μέρα, ήταν μία γιορτή. Ήταν, πρώτα από όλα ήταν αργία. Ο κόσμος τότε πήγαινε σε βαριές δουλειές, πήγαινε στα καΐκια, στα ψαρέματα, στα κτήματα, και οι τεχνίτες δουλεύανε πολλές ώρες, πήγαινε στο ναύσταθμο, στα απέναντι στα ναυπηγεία, σε επισκευές των σιδερένιων πλοίων δηλαδή, και τα λοιπά. Η Κυριακή λοιπόν ήταν χαρά για όλους γιατί ήταν αργία, ήταν μία απέραντη αργία. Το πρωί ξεκίναγε από ένα μέρος του πληθυσμού που πήγαινε στην εκκλησία, όπου από κει ξεκίναγε και η έξοδος των κοριτσιών. Πήγαιναν στην εκκλησία με τις μαμάδες τους, να τις δει η απέναντι που έψαχνε νύφη για το παιδί της, ξέρω εγώ, ήταν η εκκλησία. Η εκκλησία δεν ήταν ψυχαγωγία, αλλά ήταν έξοδος. Μετά την εκκλησία οι γυναίκες μαζεύονταν στο σπίτι για να ετοιμάσουν το φαγητό της Κυριακής και οι άντρες πηγαίνανε στο καφενείο γιατί ήταν η μόνη μέρα ίσως που όλος ο πληθυσμός έβαζε τα καλά του. Δηλαδή, τότε ήτανε το ντύσιμο λίγο πιο αυστηρό. Τα καλά εννοούσαμε ένα σακάκι, ένα παντελόνι. Τώρα η γραβάτα ήταν ένα αξεσουάρ επιπλέον. Αλλά οι άντρες ήτανε λεπτοί με κουστούμια και οι γυναίκες και αυτές λεπτές με τα αντίστοιχα ρούχα της εποχής, μία φούστα δηλαδή, και μία μπλουζίτσα ή ένα ταγιέρ το πολύ επίσημο. Οι άντρες λοιπόν την Κυριακή πηγαίνανε στα καφενεία, να τους δούνε, να πουν τα νέα, να βρούνε καμιά δουλειά ας πούμε για την άλλη εβδομάδα, αυτοί που ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες. Το μεσημέρι συγκεντρώνονταν όλοι στο σπίτι. Το σπίτι όσο κι αν φαίνεται παράξενο, στο σπίτι την Κυριακή γινόταν μία μικρή γιορτή που μπορεί να ήταν και μικρή βεγγέρα. Με ποια έννοια; Γλένταγαν την ελευθερία και την αργία, δηλαδή τα μεσημέρια της Κυριακής σε όλα τα σπίτια είχε τραγούδια ή από ραδιόφωνο ή από κασετόφωνα ή από πικάπ. Όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένοι, όλες τις γενιές γιατί τότε ήταν πολύ πυρηνικές οικογένειες. Δηλαδή το κάθε σπίτι είχε και μία γιαγιά, είχε ένα παππού ή καμία θεία, κάνα θείο που δεν είχε παντρευτεί. Δηλαδή είχε τα παιδιά τα μικρά, είχε τους γονείς, είχε και τους ηλικιωμένους και όλοι αυτοί μαζεύονται γύρω από το τραπέζι, που συνήθως ήτανε κρέας για την Κυριακή, γιατί δεν τρώγαμε καθημερινά κρέας είτε γιατί δεν το ήθελαν είτε γιατί δεν μπορούσαν να τα αγοράσουν κάθε μέρα, είτε γιατί η ιδιαιτερότητα της Σαλαμίνας, το καθημερινό θα έλεγα ότι ήταν ψάρια. Ψάρια, φθηνό ψάρι υπήρχε κάθε μέρα, τα καΐκια ήταν πάρα πολλά, όλοι είχαν τη δυνατότητα να πάρουν λίγο γαύρο, σαρδέλα, γόπες και άλλα έτσι πιο φθηνά ψάρια, αλλά ήταν ψάρια, φρέσκα και τρώγανε. Άρα την Κυριακή το επίσημο φαγητό ήταν συνήθως κρέας, και μαζευόντουσαν όλη η οικογένεια στο τραπέζι και είχε τραγούδια. Οι άντρες έπιναν λίγο κρασί παραπάνω, πιάνανε και τα τραγούδια [00:10:00]και γινόταν ένα γλεντάκι. Α! Γιατί είπα βεγγέρα; Είπα βεγγέρα γιατί, έτσι σε στενές γειτονιές ή σε αυλές που μένανε πολλές οικογένειες, γιατί υπήρχε και αυτό, υπήρχαν αυλές μεγάλες που έμειναν 2, 3, 4 οικογένειες, διαφορετικές οικογένειες, με 1-2 δωμάτια, 3 η καθεμία αλλά γύρω-γύρω σε μία μεγάλη αυλή. Οπότε μπορεί ας πούμε την Κυριακή και κάποιοι πιο φίλοι, αφού ήταν μόνιμα δίπλα, μεγαλώσανε μαζί, έτρωγαν δύο οικογένειες μαζί και γινόταν σαν να ήταν μία γιορτούλα. Μετά άρχιζε πάλι ο διαχωρισμός. Τρεις η ώρα, τέσσερις, φεύγανε οι άντρες, μικροί μεγάλοι, και πηγαίνανε στο γήπεδο για να δούνε μπάλα. Εδώ στη Σαλαμίνα είχαμε τον Αία. Αίας Σαλαμίνας. Τώρα συνηθίζεται λίγο αυτή η πιο λαϊκή εκδοχή του ονόματος. Το λένε ο Αίαντας, του Αίαντα και τα λοιπά. Ενώ είναι από τη γενική, ο Αίας, του Αίαντος, τέλος πάντων είχαμε τον Αία. Εκεί πήγαινε, μπορώ να πω και όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης. Από 10 χρονών μέχρι 70-80, ξέρω ‘γω. Ήταν το μεγάλο πάθος, πήγαιναν όλοι στην μπάλα. Δεν είχε άλλες μορφές ψυχαγωγίας, το ραδιόφωνο το κάλυψε το μεσημέρι, το φαγητό του, όλα. Και οι γυναίκες ήταν ευκαιρία να δούνε συγγενείς, να βγουν στη γειτονιά, να κάνουνε λίγο, να πουν τα νέα. Δεν ήταν πάντα κουτσομπολιό οι συζητήσεις, ήταν τα νέα γενικότερα. Μέσα από όλα αυτά όμως ήταν πληροφορίες για την πόλη, έτσι μάθαιναν ποιος είναι ο τάδε, ποια είναι η άλλη, ποιοι είναι συγγενείς μας, μέχρι τα δεύτερα ξαδέρφια γνωρίζονταν όλοι. Και όταν βράδιαζε και είχε τελειώσει και το ποδόσφαιρο, δηλαδή εφτά η ώρα; Οκτώ η ώρα; Ας πούμε το χειμώνα. Άρχισαν να συσσωρεύονται ξανά στους κινηματογράφους όπου εκεί ξανασυναντιόνταν όλοι, άντρες και γυναίκες, όχι τόσο οι μεγάλοι άντρες, οι οποίοι προτιμούσαν το καφενείο ή πήγαιναν σπίτι τους. Αλλά από τις γυναίκες μπορώ να πω, εδώ ήταν. Να ήταν όλοι οι άντρες στο γήπεδο, ήταν όλες οι γυναίκες στο σινεμά, από 10, από 8 μέχρι 78 ας πούμε. Ήταν η μεγάλη μορφή της εξόδου και κοινωνικότητας, αλλά πιο πολύ ήταν η έννοια ψυχαγωγία. Μέσα από το σινεμά θέλανε να εκφράσουν συναισθήματα και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Γι’ αυτό της μόδας τότε και πιο εμπορικά σε εισιτήρια, ήταν μεν τα καλά έργα που έρχονταν απόξω αλλά και τα ελληνικά ήταν αυτά τα δακρύβρεχτα έργα που τώρα τα βλέπουν με ειρωνεία. Λέει Ξανθόπουλος και γελάνε, δηλαδή λαϊκούρα. Αλλά τότε τι συνέβαινε; Η Μάρθα Βούρτση, που τη λέγανε Μάρθα Κλάψε, ο Ξανθόπουλος και άλλα τέτοια ή κάποια δράματα με τον Νίκο Κούρκουλο, με νέους και πιο ωραίους ηθοποιούς και τα λοιπά, τράβαγαν τον κόσμο. Γιατί; Γιατί πήγαινε να γελάσει και να κλάψει. Δεν είχε άλλες ευκαιρίες έτσι μέσα στην καθημερινότητα. Και μάλιστα όταν ήταν έτσι κρύα τα έργα, δηλαδή δεν είχανε συναισθήματα πολλά, φεύγανε λίγο λυπημένοι. Και όταν ρώταγες καμία, ειδικά μέσων ηλικιών, κοπέλες και παντρεμένες ή ελεύθερες λέγανε: «Δεν μας άρεσε, γιατί δεν κλάψαμε». Αυτό ήταν σημαντικό σαν παρατήρηση, μπορεί να φαινότανε τότε ίσως λίγο απλό, αλλά δεν ήταν απλό, γιατί μέσα από έντονα έργα με έντονα συναισθήματα κλαίγανε πολύ ή γέλαγαν πολύ. Ας πούμε ο Βέγγος. Ο Βέγγος ήτανε μία εμβληματική μορφή για όλες τις ηλικίες, από 3 ετών, 4, 5, που μπορούσε να καταλάβει ένα αν το πούμε νήπιο, το αστείο. Από 5 μέχρι 85, στον Βέγγο γέλαγαν όλοι ακράτητα επί δύο ώρες ας πούμε. Και αυτό τους ξεθύμαινε, τους ανακούφιζε από το βάσανο της καθημερινότητας που ήτανε μικρά σπίτια, δεν είχαν θέρμανση, παρά κάτι μαγκάλια ή κάτι λίγο τζάκι, δηλαδή το χειμώνα ήταν παγωνιά. Τα λεφτά ελάχιστα, οι δουλειές, μπορεί να δούλευαν όλη μέρα και ήτανε ίσα-ίσα για να πληρώσουν τον μπακάλη ή να πάρουνε κάνα ρουχαλάκι, δεν υπήρχε για παραπάνω. Μπορεί να μην ήτανε τα έξοδα όπως τώρα, κινητά πληρώνεις, φώτα πληρώνεις, πολλά αυτοκίνητα, βενζίνες, αλλά τα λεφτά ήταν λίγα, οπότε το γέλιο ουσιαστικά τους έδινε ζωή.
Ήταν ένας τρόπος να ξεσπάσουν δηλαδή.
Να ξεσπάσουν και να ψυχαγωγηθούν.
[00:15:00]Να σας ρωτήσω μέχρι αυτό το σημείο. Εσείς αυτή την Κυριακή, να φανταστώ ότι πρέπει να την περιμένατε πολύ, δηλαδή και όλοι.
Ναι και εγώ.
Σαν νέος, πρέπει να…
Ναι, την περίμενες γιατί καταρχάς έβαζες πιο καλά ρούχα, δηλαδή ήσουν λίγο πιο περιποιημένος πρώτον. Δεύτερον θα γινόσουνα, θα σε βλέπανε πολύ περισσότερα μάτια και ειδικά κοπέλες. Άρα όλο το περιβάλλον είχε μία ένταση για τον νέο, μία ένταση που δεν ήταν ακριβώς το φλερτ, αλλά ήταν η γνωριμία. Δηλαδή θα έβλεπες πολλά κορίτσια που ήταν καλοντυμένες, πλυμένες με τα ρουχαλάκια τους, αλλά ήταν σιδερωμένα, καθαρά, τα ίδια αντίστοιχα ήταν-, δηλαδή είχες μία καλή φορεσιά, να το πούμε έτσι. Δεύτερον, είχες 5 ψιλά στην τσέπη, δηλαδή είχες λεφτά να πας σινεμά και να φας ένα σουβλάκι. Και αυτό ήτανε κάτι σε εποχές που την καθημερινή δεν είχες τίποτα, παρά το πολύ-πολύ να αγοράσεις βόλους ή να πάρεις καραμέλες, αυτή ήταν ψυχαγωγία της καθημερινής. Ενώ την Κυριακή είχες κάτι παραπάνω, μπορείς να πας σινεμά και να φας και ένα σουβλάκι και ήσουνα καλοντυμένος. Και όταν λέω καλοντυμένος, βεβαίως την Κυριακή όλοι οι μεγάλοι ήταν ξυρισμένοι και όλοι οι άντρες γενικά είχανε πλύνει το κεφάλι τους. Δηλαδή το Σάββατο ήταν και μέρα λουσίματος, ξυρίσματος, προετοιμασίας. Ναι.
Να σας ρωτήσω τώρα. Επειδή θα… Καλά μπορεί να προτρέχω τώρα λίγο-
Όχι, όχι, πήγαινε με, μη σε νοιάζει.
Επειδή το έχετε αναφέρει πολλές φορές ήδη, έχετε κανένα φίλο, έτσι, ή μπορεί και εσείς να θέλετε, να μας περιγράψετε λίγο το φλερτ εκείνης της εποχής; Δηλαδή, καταλάβατε. Εντάξει άμα θέλετε βέβαια, αλλά…
Όχι να στο πω. Το φλερτ ήταν, το φλερτ ήταν δύσκολο. Και ξεκίναγε από ματιές μέχρι να φτάσει σε μία γνωριμία. Σίγουρα οι γνωριμίες, οι περισσότερες γνωριμίες για τα παιδιά που πηγαίναμε ας πούμε στα γυμνάσια ήτανε περισσότερη ευκαιρία, γιατί έβλεπες πολλές γενιές και πιο μεγάλες κοπέλες και πιο μικρές και της ηλικίας σου βέβαια. Αλλά υπήρχαν κι άλλοι τρόποι επικοινωνίας. Δεν υπήρχε κινητό. Υπήρχαν τα τηλέφωνα μετά το ‘70, του σπιτιού το τηλέφωνο, που συνήθως, ξέρω ‘γω, κάνα νυχτερινό τηλέφωνο που κοιμόντουσαν, οι μεγάλοι και μπούρου μπούρου. Αλλά στην καθημερινότητα δούλευε πάρα πολύ το γράμμα, το σημείωμα. Δηλαδή μέσα στο σχολείο τα σημειώματα πήγαιναν κι ερχόντουσαν. Ξέρω ‘γω, μεταξύ της Μαίρης και του Τάκη είχε σημειώματα. Γιατί ήταν ένας τρόπος επικοινωνίας που δεν σε βλέπαν οι άλλοι. Το έδινες μέσω τρίτου και έφτανε εκεί που έπρεπε χωρίς να το έχει δει άλλος. Κατάλαβες; Και υπήρχε… Δηλαδή αυτό που τώρα θα λέγαμε έτσι μία ιδιαιτερότητα στο κινητό με sms ή μέσα από το Facebook στα στεγανά και τα λοιπά, τότε γινότανε με σημειώματα. Αλλά το φλερτ πάντα ξεκίναγε από το βλέμμα. Δηλαδή το βλέμμα έπαιζε το 80% του φλερτ, το σοβαρό βλέμμα, το γελαστό. Δηλαδή και ένας νέος άντρας γινόταν λίγο αντράκι στο βλέμμα και στην παρουσία. Φαίνεται λίγο αστείο αλλά πολλά νέα παιδιά μέχρι τα 15-16-17, όταν ήθελαν να εντυπωσιάσουν κάποια κοπέλα φούσκωναν το στήθος ή έκαναν σώμα όπως λέμε, ας πούμε, τεντωνόντουσαν να δείξουν παράστημα, ότι είναι άντρας, ας πούμε. Τώρα αυτά μπορεί να φαίνονται αστεία αλλά εντυπωσίαζαν με την έννοια ότι είχε ένα καλό παράστημα, είχε υγεία, είχε διαύγεια, πως να στο πω-
Είχε αύρα.
Από κει και πέρα βέβαια λειτουργούσε και η εξυπνάδα, πως το χειριζόταν ο καθένας, λειτουργούσε και η γενική συμπεριφορά, δηλαδή αν ο άλλος ήταν έξυπνος, κοινωνικός… Υπήρχαν και τα πάρτι έτσι; Κάτσε γιατί δεν περάσαμε... Είναι μία άλλη μορφή ψυχαγωγίας των νέων, αφού κλείσαμε με τους σινεμάδες και μετά το ολοκληρώνω λέγοντας ότι συνεχιζόταν η επαφή στην παραλία πάλι με βλέμματα, με συζητήσεις και τέτοια.
Συνεχίστε.
Ναι, είχαμε πει ότι μετά το σινεμά ολοκληρωνόταν η διαδικασία στην παραλία…
Και θα ξεκινάγατε τώρα για τη-
Κοινό αγαθό, πρόσεξε με. Η παραλία ήταν κοινό αγαθό και δωρεάν, άντε κάνας πασατέμπος. Μετά αν καθόντουσαν κάπου οι νέοι, δεν καθόντουσαν τόσο, καθόντουσαν οι οικογένειες, οι πιο μεγάλοι. Αυτή ήταν μία μορφή ψυχαγωγίας. Η άλλη είπαμε για το φλερτ, έτσι. Το φλερτ είπα ότι ήταν και θέμα διαχείρισης και θέμα εξυπνάδας και θέμα παράστημα και θέμα... Ένα πράγμα που παίζει πολύ μεγάλο ρόλο που τώρα μπορεί πάλι να σου λέει, δεν [00:20:00]μπορούμε να κρίνουμε με τα σημερινά το τότε, αλλά θα κρίνουμε το τότε, τότε. Δεν είχε τρεχούμενο νερό μέχρι το ‘71 οπότε το νερό ήταν περιορισμένο, άρα έπρεπε να κάνουμε σωστή χρήση. Σωστή χρήση είναι τουλάχιστον τις μέρες που εμφανιζόμαστε δημόσια ήταν όλοι πλυμένοι, λουσμένοι, ντυμένοι, έτσι; Έπαιζε ρόλο. Δηλαδή και στην καθημερινότητα και στο φλερτ έπαιζε ρόλο. Στον άλλον μπορεί να είχε φτωχικά ρούχα αλλά να ήταν περιποιημένα, σιδερωμένα και καθαρά, είχε σημασία. Ήταν άλλοι που είτε είχαν έλλειψη είτε βαριόντουσαν είτε ξέρω εγώ, δεν πληρούσαν αυτούς τους όρους. Άρα αυτό ήταν ένα μείον στις γνωριμίες. Δηλαδή στις γνωριμίες, δεν μιλάμε τώρα ποιος θα κάνει ρεκόρ, αλλά αν σε ενδιέφερε προσωπικά μία κοπέλα και υπήρχε έρωτας ή χτιζόταν σιγά-σιγά, ο έρωτας δεν ήταν ένα κουμπί που το πατάς, ούτε τότε ούτε τώρα, χτίζεται. Μπορεί να υπάρχουν γνωριμίες της μια νύχτας, αλλά αυτό δεν είναι έρωτας. Δηλαδή ο έρωτας και τώρα έχει μία άλλη διάσταση. Η αγάπη ας πούμε, το ταίρι και τα λοιπά. Τότε είχε απλώς μεγαλύτερη διάρκεια, να γνωριστείς, να ελέγξει ο ένας τον άλλον με τα μάτια, το παράστημα, το γέλιο, την εξυπνάδα, την επικοινωνία, την κοινωνικότητα όλα αυτά τι δίνανε; Τι δίνανε; Δίνανε ένα μέτρο ότι και να παντρευτώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο ή και να κάνω ένα δεσμό, έχει μία ικανότητα. Τι ικανότητα; Να φέρει μεροκάματο, να με βγάλει έξω, να είμαστε ένα ωραίο ζευγάρι. Δηλαδή μπορεί να υπήρχε η έλλειψη των χρημάτων και η φτώχεια, να σ' το πω έτσι, αλλά δεν έπαυε πάντα, σε όλες τις εποχές, όσο ζουν οι άνθρωποι, το παράστημα και το χαμόγελο και η ωραία παρουσία ενός ζευγαριού, πάντα μέτραγε. Ιδιαίτερες τώρα ψυχαγωγίες. Με το φλερτ μέχρι εκεί. Τι άλλο να πω για το φλερτ; Ρώτησέ με εσύ.
Ξεκινήσατε να λέτε πριν την μικρή διακοπή αυτή ότι προχωρήσαμε με τη διασκέδαση και πήγαμε στα πάρτι.
Ναι, ναι, απλώς για το φλερτ σου είπα για το ξεκίνημα, έτσι; Από κει και πέρα υπήρχε και κοινωνικότητα, ήταν τα πάρτι. Βέβαια ήταν τα πάρτι. Τα πάρτι πάντα γίνονταν σε όλες τις εποχές, δεν μπορώ να κρίνω, αυτές που έζησα εγώ. Το λέγαμε πάρτι, γινόντουσαν πάρτι. Τα πάρτι τι ήτανε; Ξεκάθαρα ήταν συγκέντρωση νέων, περιόδου από 14 έως 19, ας πούμε, περιόδου γυμνασίου-λυκείου, τα άτομα στα πάρτι. Άμα ήτανε κανένας πιο μεγάλος, λέγανε ο γέρος. Δηλαδή μπορεί να ήταν 22 και τον λέγανε «ο μεγάλος» και «τι δουλειά έχει εδώ» και τα λοιπά, κατάλαβες, ήταν πιο μεγάλος. Η συγκέντρωση γινόταν σε κάποια σπίτια, μπορούσε να ήταν και συχνά, δηλαδή μες στο χειμώνα μπορεί να γινόντουσαν και 10 φορές συναντήσεις κάποιων κύκλων που γνωρίζονταν από το σχολείο κυρίως, και όχι τόσο από τους χώρους εργασίας. Προσπαθώ, τόση ώρα μιλάω αργά, γιατί θέλω να εντοπίσω ακριβώς τι ήταν το στοιχείο της επικοινωνίας στο πάρτι. Το πρώτο στοιχείο ήταν η μουσική. Μουσική της δεκαετίας του ‘70 σημαίνει ροκ. Έτσι εμείς προτιμούσαμε δηλαδή στα πάρτι. Ήτανε μπλουζ, όχι τα μπλουζ, τα νέγρικα μπλουζ, μπλουζ, αυτό που λέγαμε εμείς σιγανά τραγούδια που χορεύανε σε ζευγάρια. Io di notte, ιταλικά τραγούδια κυρίως, Al Bano και τέτοια. Και από Ελλάδα ήταν ο Πασχάλης, ας είναι ακόμη, ήταν τότε η εποχή του. Πολλά συγκροτήματα, οι Poll και διάφορα αλλά έτσι soft τραγούδια του χορού. Μπλουζ λέγαμε, ας πούμε, κυρίως τον αργό χορό που ήταν αγόρι-κορίτσι, ας πούμε έτσι. Δεν είχε κάποιο άλλο ρυθμό να πεις ότι ήθελε επιτήδευση ή προπόνηση, όπως είναι το τανγκό. Ήταν απλά ένα ζευγάρι, πιανόταν λίγο αγκαλιά και χόρευες ένα αργό ρυθμό και τα λοιπά. Μαζί με τον αργό χορό υπήρχαν βέβαια και πιο γρήγοροι χοροί που ήταν της μόδας, που χορεύαμε shake. Shake δηλαδή κινούμενοι, αυτό εννοώ shake. «Με μαύρη κάλτσα και μπότα στενή για τη Λόλα». [00:25:00]Δηλαδή είχαμε τους αργούς χορούς που ήταν ζευγάρια και τους γρήγορους που ήταν shake για όλους. Άρα τα πάρτι ήταν ένας άλλος χώρος γνωριμίας, που το δεύτερο κυρίαρχο στοιχείο, -το πρώτο ήταν η μουσική-, το δεύτερο κυρίαρχο ήτανε το ποτό. Επικρατούσε μόνο ένα ποτό. Τίποτα άλλο. Βερμούτ. Ένα γλυκό κρασί, το ξέρεις το βερμούτ, εντάξει, σαν Martini, αλλά το κόκκινο βερμούτ. Κόκκινο πάντα. Το πολύ-το πολύ Martini γιατί ήταν λίγο πιο ακριβό το Martini ας πούμε ή το Bianco, ξέρω ‘γω. Ας πούμε το βερμούτ ήταν ένα γλυκό κρασί. Πιο πολύ πήγαινε προς το γλυκό Martini, κόκκινο. Αυτό το ποτό των πάρτι για δεκαετίες. Δεν είχε άλλα σκληρά ποτά, δηλαδή ούζα και τέτοια, αυτά ήταν των μεγάλων, του καφενείου, ήταν μπανάλ για τους νέους. Στο βερμούτ μέθαγες, αλλά μέθαγες όταν είχες πιει πολύ. Δηλαδή με 2-3 ποτήρια δεν μέθαγες, έκανες λίγο κεφάλι. Αλλά αυτό ζέσταινε την παρέα, ήταν πιο πολύς ο χορός, πιο πολλά τα μπλεξίματα και εκεί μέσα, πώς να στο πω, εκκολαπτόντουσαν διάφορα φλερτ ή και έρωτες ας πούμε. Γνωριζόντουσαν πιο καλά, γέλαγαν, μιλάγανε, η απόσταση μηδενιζότανε. Δηλαδή άμα δεν είχες πλύνει τα δόντια δεν είχες, ας πούμε, δυνατότητα να φλερτάρεις, κατάλαβες πώς το λέω. Έπρεπε να ήσουνα, και με την τσέπη άδεια, έπρεπε να ήσουνα ωραίος, πλυμένος, τα δοντάκια σου, τα μαλλιά σου πώς να στο πω, μετράγαν όλα. Τώρα μπορεί να είναι καθημερινότητα όλα αυτά, τότε μετράγανε. Μετράγανε γιατί σου είπα, δεν έλεγε πάμε να πιούμε δύο ποτά στο Μούλκι με το καινούργιο κάρο, ας πούμε. Έπρεπε ό,τι γίνει, να κλείσει εκεί γιατί μετά θα πηγαίναν σπίτι με τα πόδια ή με το λεωφορείο που εντάξει θα είχε σταματήσει και τα λοιπά. Αυτοκίνητα πάντα υπήρχαν αλλά ελάχιστα, δηλαδή 5-5 ή ταξί, πιο πολύ ταξί, λίγες μηχανές, πολύ ποδήλατο και πολύ ταξί για να καταλάβεις. Τώρα στο πάρτι εντάξει, δεν πηγαίναμε με το ποδήλατο, πηγαίναμε με τα πόδια στην πόλη, πηγαίναμε με κάνα ταξί άμα ήταν λίγο πιο πέρα. Και μηχανάκια υπήρχαν. Άρα μία άλλη μορφή ψυχαγωγίας ήταν τα πάρτι.
Να σας ρωτήσω, τα πάρτι στη Σαλαμίνα, πότε έφυγαν; Καλά μπορεί και πιο γενικά, απλά επειδή εδώ πέρα ουσιαστικά μεγαλώσατε-
Θα έβαζα μία κόκκινη γραμμή που άλλαξαν όλα λίγο απότομα, όχι σε ένα μήνα ή σε ένα χρόνο, αλλά σε μία περίοδο. Αυτή η περίοδος λεγόταν τηλεόραση. Όταν ήρθε η έγχρωμη τηλεόραση και δούλευαν τα κανάλια, πολλά κανάλια και όλο το εικοσιτετράωρο, σταμάτησε ο κινηματογράφος, μαχαίρι. Άρχισαν να κόβουν τα πάρτι. Παράλληλα είχε έρθει το τηλέφωνο και πολύ αυτοκίνητο. Αν θες να μιλήσουμε για τις ιδιαιτερότητες της Σαλαμίνας, οι ιδιαιτερότητες της Σαλαμίνας είναι κάτι που κάνουμε μία πολύ προσεκτική προσέγγιση τώρα. Ήταν μία πολιτεία που ήταν αυτάρκης από τροφή και από μισθούς, αλλά με πολλή δουλειά και κυρίως αγροτικές δουλειές, το μεγάλο μέρος και το άλλο μέρος, δηλαδή αγροτικές, λέω και αλιεία, έτσι. Είχε 1.200 γραμμένους αλιεργάτες και ιδιοκτήτες σκαφών. Τώρα 1.200 σε μία πόλη που ήταν 4.000 και 5.000 είναι, αν πάρεις δηλαδή ότι αυτοί οι 1.200 είχανε και αντίστοιχα οικογένειες, παιδιά και γυναίκες, ήταν η μισή πόλη, μη σου πω και παραπάνω. Και ένα άλλο μέρος ήταν οι εργατοτεχνίτες μετάλλου, δηλαδή Ναύσταθμος και κυρίως ναυπηγεία. Εντάξει πάντοτε υπήρχανε και υπάλληλοι στον Πειραιά και στα καράβια, αλλά λέω τα πολύ μεγάλα έτσι και βασικά.
Ε…
Δεν έχω τελειώσει αν θες. Εδώ έγινε μία κοινωνική ανατροπή. Δηλαδή τι; Μέχρι τη δεκαετία του ‘60 η κοινωνική ιεραρχία είχε σχεδόν τακτοποιηθεί όπως και σε άλλα μέρη. Ξέραμε ποιοι ήταν οι αστοί, ξέραμε ποιοι ήτανε πιο πλούσιοι, ποιοι ήτανε επιχειρηματίες και ποιοι ανήκαν στις εργατικές τάξεις, να το πω έτσι. Τι συνέβη και στη Σαλαμίνα; Με κάποιους τρόπους για να γίνουν εξοχικές κατοικίες και για να κάνει ο κόσμος της Αθήνας μπάνιο και τα λοιπά, γίνανε κάποιες υποχωρήσεις από το κράτος και μαζί με κάποιες πατέντες, συμβολαιογραφικές, άρχισε ξαφνικά να πουλιέται όλο το νησί σε πολύ μικρά κομμάτια, ενώ μπορούσαν να πούνε ανά ένα στρέμμα η ανά μισό στρέμμα, κατέβηκαν στα 200 μέτρα. Δηλαδή ένας που είχε ένα κτήμα και ίσα που επιβίωνε η οικογένεια με 20 στρέμματα, το πούλαγε και [00:30:00]αυτομάτως έχτιζε διώροφο, πάντρευε το κορίτσι, έπαιρνε και αυτοκίνητο. Τώρα τι θα έκανε από δουλειά, ήταν άλλο θέμα. Και συνέβη και το εξής. Αυτοί που είχαν πολλά και ενώ είχανε μόνο τα απαραίτητα για τη ζωή, ξαφνικά βρέθηκαν να είναι πλούσιοι. Άρχισαν να φτιάχνουν φεριμπότ, άρχισαν να αγοράζουν ταξί και άρχισαν να αγοράζουν και διαμερίσματα στην Αθήνα. Έτσι λοιπόν αυτός που ήτανε ένας μικροαστός, να το πω έτσι, με τις συνηθισμένες τρέχουσες έννοιες, ξαφνικά βρέθηκε να είναι πλούσιος. Αφού έγινε πλούσιος διεκδίκησε μετά και θέσεις στο Δήμο. Μπορεί να μην έγινε Δήμαρχος με τη μία αλλά ήταν στα δημοτικά συμβούλια, ήταν στην κοινωνική ζωή, έκανε νταλαβέρια, φόραγε κοστούμια. Αυτό έφερε μία ανατροπή στις κοινωνικές τάξεις. Δηλαδή κάποιοι που δεν είχαν χρήματα έγιναν πλούσιοι και κάποιοι που με πολύ αγώνα είχαν στήσει μία ζωή, να βρεθούν να έχουν μεν μία δουλίτσα αλλά να είναι άφραγκοι. Αυτή είναι μία ιδιαιτερότητα που μπορεί να έγινε και σε άλλα μέρη, αλλά στη Σαλαμίνα ήταν πολύ έντονη, πολύ έντονη. Δηλαδή αν κοιτάξεις γύρω σου, και τότε ίσως έχεις ακούσει την έννοια λαθραία ή αυθαίρετα, έβλεπες ξαφνικά να φυτρώνουν την ημέρα από 10 μέχρι 30 σπίτια, την ημέρα, σε περιοχές γνωστές. Υπήρχαν και μέρες που μπορεί να ξεφύτρωσαν και 100 σπίτια. Ίσως να φαίνεται τρελό αλλά γινότανε. Και αυτό που φαινόταν; Φαινόταν ότι νύχτα μέρα ήταν οι μπετονιέρες, μικρές μπετονιέρες που τις έσερναν τρακτέρ, όχι μπετονιέρες που λέμε τώρα, μπουγέλες και τέτοια, μικρά σαν οχήματα. Τις νύχτες πηγαινοερχόντουσαν στις διασταυρώσεις, αυτά, δηλαδή δουλεύανε τη νύχτα. Εν πάση περιπτώσει αυτό έφερε μία ανατροπή και στον τρόπο ψυχαγωγίας. Δηλαδή εκεί που έπρεπε να βρεθούμε και να γίνουνε και πάρτι πολλά και να πάμε και να τραγουδήσουμε στην παραλία, το καλοκαίρι, τα βράδια, ή να πάρουν καμία βάρκα, γιατί πολλά παιδιά δανείζονταν τις βάρκες, δεν τις κλέβανε και αυτοί που είχαν βάρκες δεν παρεξηγιόντουσταν. «Α, παιδιά είναι, κανενός γνωστού θα είναι, πήραν μια βάρκα, κάναν μια βόλτα στο λιμάνι». Λέγανε τραγουδάκια, ένα γνωστό που λέγανε: «Τι ωραία που είναι το βράδυ με μία βάρκα και ένα πανί, ένας νέος να κομπανιάρει και μία νέα να τραγουδεί». Κάτι τέτοια, ας πούμε. Αλλά και εκεί ήτανε φάση γνωριμίας και συζητήσεων και κάνα φιλάκι και κάνα τέτοια πράγματα. Όταν όμως ήρθαν τα λεφτά, η τηλεόραση και το τηλέφωνο ήρθε και το αυτοκίνητο. Μαζί με τα οικόπεδα απόκτησαν, σιγά-σιγά πλήθαιναν τα αυτοκίνητα και έτσι άρχισε να αλλάζει ο τρόπος ψυχαγωγίας. Δηλαδή εκεί που είπαμε καφενεία, ουζερί, μπάλα, σινεμά, ξαφνικά έγινε «πάμε όλοι στην Κόρινθο ή στην Γκάζα να φάμε αρνιά ψητά» και τέτοια πράγματα. Δηλαδή σαββατοκύριακο η οικογένεια πια δεν γλεντάνε στο σπίτι αλλά πήγαινε ας πούμε στη Ζάχουλη να φάει ψητό αρνί, ας πούμε. Όσον αφορά τους νέους, οι νέοι άρχισαν να είναι περισσότεροι αυτόνομοι. Άρχισαν να έχουνε μηχανάκια, πολλά μηχανάκια. Ξεκίνησαν από τους γονείς τους που είχανε Ζούνταπ, φλορέτες και Sachs, αυτά ήταν που κυριαρχούσαν, και η άλλη παρτίδα ήταν η βέσπα, ιταλική. Άρχισαν να έχουν μηχανάκια και των πατεράδων τους ή με τα λεφτά τους, με τη δουλειά τους, ξέρω εγώ, παίρνανε και αυτοί κάνα μηχανάκι αλλά είχαν κινητικότητα, είχανε άλλες ελευθερίες, έφυγαν από τη φάση πόδια-ποδήλατο και πήγαν στο μηχανάκι. Άλλες μορφές ψυχαγωγίας τώρα για τα αγόρια, ζυγώνουμε προς το ‘80 τώρα, είμαστε από ‘70 με ‘80, ήτανε το σφαιριστήρια. Πολύ ποδοσφαιράκι και πολύ μπιλιάρδο. Τα σφαιριστήρια ήτανε χώροι κοινωνικοποίησης των αγοριών. Δηλαδή μιλάγαν άλλη γλώσσα, δεν μιλάγανε τη γλώσσα που θα μίλαγαν στο πάρτι, πιο ευγενικά, πιο γλυκά. Ήταν και συναγωνισμοί μεταξύ ανδρών, ήταν τα νέα αντράκια δηλαδή: Ποιος μιλάει με τη φωνή λίγο πιο βαριά, έτσι. «Τι έγινε ρε Βαγγέλη ξέρω γω;». Ενώ στο σχολείο μίλαγε: «Μάλιστα κυρία», στο σφαιριστήριο ήταν: «Τι έγινε ρε Βαγγέλη;» δηλαδή… Πολύ ποδοσφαιράκι και με στοιχήματα. Στοιχήματα όχι πολλά, δηλαδή ποιος θα πληρώσει το επόμενο, ας πούμε, άντε καμιά πορτοκαλάδα στα 10 παιχνίδια, αλλά πολλή ένταση δηλαδή και πολλές ώρες, από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ συναγωνισμοί. Και εκεί βγαίνανε και κάποιοι που ήτανε πρωταθλητές, δηλαδή παίζανε πια μόνο επαγγελματικά, έπρεπε να είσαι πολύ καλός για [00:35:00]να τους νικήσεις, από την πολλή προπόνηση. Αλλά ήταν ένας τρόπος ψυχαγωγίας, πολύ ποδοσφαιράκι και μπιλιάρδο. Μετά ένας άλλος τρόπος ψυχαγωγίας, που για τα αγόρια δεν ήταν ακριβώς ψυχαγωγία, ήταν συναγωνισμοί. Υπάρχει ακόμη, αλλά τότε είχαν πολλούς νεκρούς. Τότε είχαμε νεκρούς πάνω στις κόντρες που φεύγανε από τους δρόμους και τράκαραν σε κάνα πεύκο, ενώ τώρα απλώς τους τρακάρουν άλλοι με αυτοκίνητο. Και τότε είχε πολλά θύματα με μηχανάκια. Δεν ήταν η ζωή βιαστική όμως, όλα ήταν πολύ πιο αργά. Τα παιδιά είχαν χρόνο να μιλήσουν πολύ μεταξύ τους, να κάνουν γνωριμίες, αλλά κάνανε και κάτι άλλο. Επειδή τα σπίτια είχαν αυλές, επισκεύαζαν μόνοι τους και τα ποδήλατα τους και τα μηχανάκια τους. Τα πλένανε, τα λουστράρανε, ξέρεις, βάζανε σημαιάκια, κάνανε… Από τη μία ήταν ψυχαγωγία και από την άλλη ήταν μία μορφή επίδειξης, ότι είμαι και εγώ εδώ, είμαι νέος, ψάχνω για φίλες, κάνω καλές παρέες, η παρέα μου είναι καλή. Να πάμε και λίγο στο χορό.
Αυτό ήταν που θα σας ρώταγα τώρα βασικά, πριν δηλαδή. Πότε έφυγε το πάρτι και αυτό το μαζευόμαστε σε σπίτι και διασκεδάζουμε και-;
Το πάρτι βασικά έφυγε όταν άρχισε να κινείται ο κόσμος περισσότερο έξω από τα σπίτια με την έννοια, επειδή βάλαμε μία κόκκινη γραμμή, ήταν τρία πράγματα. Ήταν όλοι τηλέφωνο, όλοι περισσότερα χρήματα και οι πιο πολλοί αυτοκίνητο. Αυτό ήτανε μία γραμμή που άλλαξε τη ζωή. Άρχισαν να πηγαίνουν αλλού, άρχισαν να κάνουν εκδρομές μεγάλες, να πηγαίνουν ταξίδια, να πηγαίνουν στη Χαλκίδα, στην Κόρινθο, στην Καλαμάτα, ταξίδευαν πια και ταξίδευε όλη η οικογένεια, έτσι; Δεν ήταν το αμάξι του νέου να πάει να πιει δυο ποτά, να γνωρίσει, να έχει δύο φίλους ή ξέρω ‘γω. Αυτό άλλαξε λίγο τους τρόπους ψυχαγωγίας. Ο κινηματογράφος σταμάτησε να είναι κάτι, που δεν στο είπα, ότι ήταν τόσο πολύς ο κόσμος που όταν έπαιζε κάποιο έργο καλό «Όσα Παίρνει Ο Άνεμος», «Η βασίλισσα Σίσσυ», καλά έργα ή η Βουγιουκλάκη, καλά έργα, καλά με την έννοια ότι μετά τον Εμφύλιο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τις εξορίες και όλα αυτά που υπήρχαν μέχρι το ’60, άρχισε ο κόσμος να γελάει. Και είχε βέβαια τα θηρία του γέλιου, σου είπα Βέγγο, Μανέλη, Σταυρίδη και όλους αυτούς, Παπαγιαννόπουλο, που τραντάζανε τα σινεμά. Αλλά με τη Βουγιουκλάκη που την είχανε τότε λίγο ριγμένη, ότι είναι ελαφρύ το θέαμα και αυτά, είχε και γέλιο και μία νεολαία απελευθερωμένη. Έδειχνε εκδρομές, έδειχνε φλερτ, έδειχνε καλαμπούρια, έδειχνε χορό, ήταν πιο ευχάριστη η ζωή μέσα από το έργο της Βουγιουκλάκη, δεν ήτανε κλάμα και πόνος, που ήταν ας πούμε Ξανθόπουλος, ήταν απόλυτο. Το σινεμά ελαττώθηκε, μετά την έγχρωμη τηλεόραση, αμάξι και χρήμα, δεν του κάνει αίσθηση να πάει μαζικά να δει σινεμά. Έπαιρνε το αμάξι και πήγαινε αλλού, πήγαινε στα μπουζούκια τώρα, εκεί που ήταν μέχρι ένα σινεμά, πήγαινε στα μπουζούκια. Υπήρχαν άνθρωποι και δεν είναι υπερβολές και θα σου πω και για μένα, γιατί εντάξει εγώ δεν ήμουν από αυτούς που χειριζόμουνα πολλά χρήματα αυτή την εποχή. Είχαν κλεισμένα τραπέζια, πρώτο τραπέζι πίστα κάθε Σάββατο, επί 5 χρόνια, μπορεί και 10. Σε μεγάλα ονόματα, Διονυσίου, Χριστοδουλόπουλο, Σκαφίδα. Δηλαδή πιο πολύ λαϊκά ξέρεις, όχι ότι θα πηγαίναμε… Τέλος πάντων. Εγώ με την παρέα μου προτιμούσαμε και πηγαίναμε έτσι λίγο, αν θες, μας έκφραζε περισσότερο το ρεμπέτικο. Οι νεόπλουτοι πηγαίνανε σε αυτό που λέμε μοντέρνα δημοτικά ας πούμε ή λαϊκά, λαϊκοδημοτικά. Εμείς πηγαίναμε πιο πολύ στο ρεμπέτικο, πηγαίναμε στον Τσιτσάνη. Μας άρεσε, ήταν το περιβάλλον πιο φιλικό, τα τραγούδια ήταν πιο γνωστά, γιατί ακούγαμε όλοι, σου είπα, μουσική, πάρα πολλή μουσική. Μπορώ να σου πω όλος ο πληθυσμός άκουγε όλη την ημέρα μουσική, γιατί το ράδιο το είχαν όλοι. Οι γυναίκες πλέναν που πλέναν τότε ακόμη στη σκάφη πριν τα πλυντήρια και είχανε μόνιμα το ραδιόφωνο ανοιχτό. Μπορεί να ακούγανε ιστορίες αγάπης, σήριαλ και τέτοια, αλλά οι [00:40:00]σταθμοί ήταν γεμάτοι και από τραγούδια, κάθε είδους τραγούδια. Δηλαδή από Χατζιδάκη, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο πήγαινε σε άλλο σταθμό. Τώρα ακούμε όλοι FM, ενώ τότε ακούγαμε και μεσαία και είχε και βραχέα, αλλά βραχέα ακούγανε οι ναυτικοί. Δεν, ήταν άλλο θέμα. Εδώ ακούγαμε κυρίως μεσαία και είχε πολλούς πειρατές, πειρατικούς σταθμούς. Ένας κόλλαγε και έβαζε συνέχεια Ζαγοραίο, Περπινιάδη, βαριά λαϊκά, Αγγελόπουλο. Άλλοι ας πούμε κολλάγανε στα ρεμπέτικα, άλλοι κολλάγανε στον Καζαντζίδη, εποχές μεσουρανούσε ο Καζαντζίδης και τα λοιπά. Δηλαδή άλλη μορφή διασκέδασης ήτανε ταβέρνες με μουσική, πολλές ταβέρνες, αλλά ήταν για οικογένειες, οι νέοι πηγαίναν τα αγόρια, όχι τόσο τα κορίτσια. Τα κορίτσια μετά το σινεμά άρχισαν να ξανοίγονται λίγο σε καφετέριες, μετά το ‘70 τόσο, μετά το ‘75 προς ‘80, έβλεπες δειλά-δειλά και παρέες κοριτσιών, καλοντυμένες, 3-4-5, είχαν αλλάξει τα μέτρα, πηγαίναν στις καφετέριες, καφετέριες ελάχιστες. Η Ριβιέρα κυριαρχούσε για πολλά χρόνια. Τα άλλα δεν ήταν ακριβώς καφέ. Ήταν η ΕΒΓΑ που ήταν ζαχαροπλαστείο, κλασικό ζαχαροπλαστείο, δηλαδή πάστες, αναψυκτικά, τέτοια, έβγαζε καμιά μπύρα για τους πιο θεριακλήδες και τα λοιπά. Δηλαδή τα κορίτσια ήτανε καφετέρια, ας το πούμε καφετέρια, και ζαχαροπλαστεία. Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι την επανάσταση στις καφετέριες ήταν Ο Βάγγος ο Λεμπέσης. Ο οποίος τι έκανε; Από τον Άγιο Νικόλα μέχρι το καρνάγιο είχε μόνο ταβέρνες, πολλές ταβέρνες, δεν είχε καφετέρια, καμία. Και ξεκίνησε την πρώτη καφετέρια ο Βάγγος, έκανε το λεγόμενο Ντιράμ, σημαίνει σκουριασμένο, κάτι τέτοιο. Και είχε πολύ μεγάλη επιτυχία, ήταν κάθε μέρα γεμάτος, πολύς κόσμος και ιδιαίτερα νεολαία, και νέα ζευγάρια και μέσης ηλικίας. Δηλαδή από 40 και κάτω να το πω έτσι που πηγαίνανε. Τους άρεσε το κλίμα. Γιατί τότε καπνίζαμε όλοι, έτσι; Δηλαδή τότε δεν είχε… Καπνίζαν όλοι, από πούρα, τσιγάρα, χαμός, ό,τι ήθελες! Ποτά, καφέ κατά βάσιν, αλλά έχει και σκληρά, πιο σκληρά. Δηλαδή έπινε ο άλλος ένα ουισκάκι ρε παιδί μου, όχι ότι πήγε να γίνει, ξέρω ‘γω, να πιει ένα μπουκάλι. Αλλά έφερε ένα άλλο κλίμα. Εκεί θα έλεγα ήταν η συνέχεια των πάρτι, που μου είπες ποτέ χάθηκαν. Δηλαδή η συνέχεια του πάρτι σαν εκδήλωση, ήρθε με τη μορφή της καφετέριας που μπορούσαν να βρεθούνε παρέες των δύο, των 10, των 5, των 8, μισή τάξη και να πιουν οι θεριακλήδες δύο ουισκάκια που λέγανε: «Να, ο Κυριάκος μέθυσε» ξέρω ‘γω. Οι άλλοι πίνανε καφέ, άλλοι πίνανε αναψυκτικό, είχε γλυκά, είχε… Δηλαδή είχε όλο το φάσμα του ποτού. Δεν πίνανε ούζα γιατί σου ‘πα, το ούζο εμβληματικά συνοδευόταν από χταπόδι και καφενείο. Δεν υπήρχε άλλη περίπτωση. Και το βερμούτ έγινε Martini, δηλαδή τώρα βρήκαμε και κάτι που και εγώ δεν το είχα συνειδητοποιήσει, ενώ το έβλεπα, το καταλαβαίνω τώρα που τα λέμε. Από το πάρτι πήγαμε στην καφετέρια, και με την επανάσταση που έκανε ο Βάγγος αυτή τη στιγμή από Άγιο Νικόλα μέχρι παιδική χαρά είναι μόνο καφετέριες και έχει μία ταβέρνα μόνο, η Αύρα που έγινε Ψίθυροι Γεύσεων εκεί, πως το λέει. Όλα τα άλλα είναι καφετέριες, έτσι δεν είναι; Ε, αυτό ξεκίνησε επί Βάγγου. Γιατί όμως; Γιατί ήρθε και η εποχή όμως, το ζήτησε ο κόσμος το ζήτησε με την έννοια τα κορίτσια βγαίναν έξω, πάρτι δεν πολυγινόντουσαν. Και έβρισκε το βερμούτ, ένα μαρτινάκι, οι φίλες, τα φλερτάκια ήτανε πιο κοντά, ξέρω ‘γω. Εντάξει αυτό ήταν. Ψυχαγωγία σου είπα, τα παιδιά είχανε και τα σφαιριστήρια.
Τα κορίτσια δεν είχαν πολλές ευκαιρίες για ψυχαγωγία γιατί υπήρχαν δύο λόγοι. Ο ένας λόγος ήταν ότι δεν εργάζονταν τότε πολλά κορίτσια έξω από το σπίτι, τώρα είναι όλες έξω, πάνε σε υπηρεσίες, πάνε στο Δήμο, στον Πειραιά, σε ναυτιλιακές, έχουν γραφεία, είναι πολιτικοί μηχανικοί, είναι δικηγόροι, γιατροί. Αυτή τη στιγμή πιο πολλοί γιατροί είναι κορίτσια στην Κούλουρη, ας πούμε, τότε δεν υπήρχανε. Αυτή που διατηρούσε το επίθετό της ήταν μόνο οι δασκάλες ή καμιά άμα ήταν δικηγόρος, ας πούμε. Δεν είχε δηλαδή μπει ακόμη στην παραγωγή η γυναίκα με αποτέλεσμα το μεγάλο πλήθος ήταν στα σπίτια και εργαζόνταν [00:45:00]στα σπίτια, δεν καθόταν στα σπίτια. Και ο ένας λόγος ήταν αυτός. Και ο άλλος, ήταν πιο συντηρητική κοινωνία. Δηλαδή ήταν η κοινωνία… Που μπορώ να σου κάνω μία διαφοροποίηση εδώ, ότι στην Ορθόδοξη θρησκεία που είχαμε εμείς, έτσι θρήσκευμα, ήτανε πιο λάσκα τα πράγματα. Δηλαδή και να βγούνε και να συζητήσουν, δεν υπήρχε παρεξήγηση και το διαζύγιο ήταν νορμάλ, έτσι; Και υπήρχε όμως μία συντήρηση. Αυτά είναι σε σχέση με τους Ιταλούς που συζούσαν όλοι με άλλη γυναίκα, με άλλον άντρα, με άλλους κάνανε παιδιά γιατί απαγορευόταν το διαζύγιο. Αλλά αυτοί που ήταν να χωρίσουν, δεν χωρίζανε. Άρα τι κάνανε; Συζούσανε με άλλους. Δεν είχε τέτοια προβλήματα εδώ. Ήταν να χωρίσει, χώριζε, ήτανε πιο καθαρό. Ήταν όμως συντηρητική κοινωνία και θα σ' το βάλω… Το ένα είπαμε ότι δεν είχανε μπει στην παραγωγή, άρα ήταν στα σπίτια. Και το δεύτερο ήταν η συντηρητική άποψη της εποχής. Ποια; Γυναίκα να φορέσει παντελόνι, μόνο στην εκδρομή, καμιά εκδρομή, αυτά που ήταν σαν κολάν, είχε λουράκι από κάτω για να το κρατάει χαμηλά, μόνο στην εκδρομή επειδή αναγκαστικά θα καθόταν, αντί να σηκώνουν τα φουστάνια και να βλέπεις και να βλέπουμε και να ξέρω εγώ, φοράγανε παντελόνι, κολάν ας πούμε, για να καταλαβαινόμαστε. Στην καθημερινότητα δεν υπήρχε περίπτωση. Όπως και τώρα όταν πάνε τα κορίτσια στην εκκλησία ή σε πάρτι, φοράνε μαύρα μίνι αλλά δεν φοράνε παντελόνια. Εσύ που έχεις ζήσει μέσα στα μπαρ, γιατί δεν φοράνε παντελόνια; Ενώ στην έξω ζωή φοράνε όλες. Δηλαδή στο σχολείο, να πάρουμε το σχολείο. Υπάρχει κορίτσι που δεν φοράει παντελόνι; Αγόρια-κορίτσια είναι όλοι με ένα τζιν. Η εποχή λοιπόν, η διάκριση που σου κάνω για να σου πω ποιο ήταν το δεύτερο μέτρο ήταν ότι δεν υπήρχε κορίτσι με παντελόνι, το θεωρούσανε πολύ προχωρημένο, ενώ μπορεί να είχε μίνι πολύ ψηλά μέχρι το τέτοιο που λέμε, αλλά όχι παντελόνι. Μετά ζητούμενο ήταν να είναι άβγαλτη κοπέλα για να παντρευτεί. Όχι ότι είχε αποκλεισμούς, δεν είμαστε ούτε Αφγανιστάν, ούτε Ιράκ, που την έχουν τη γυναίκα, την έχουν αλλιώς. Εδώ ήταν πάντα ισότιμη και πάντα υπολογίζαμε και τη γνώμη της και όλα. Αλλά ήταν πιο συντηρητικά τα πράγματα, δηλαδή παιζόντουσαν κι άλλοι παράγοντες που ήταν οικονομικοί. Δηλαδή να το πω λίγο πιο ωμά. Μία κοπέλα που έτυχε να έχει δυο-τρεις σχέσεις πριν παντρευτεί-. Όλες παντρευόντουσαν, έτσι; Να το πούμε έτσι, να μην το... Μπορεί να είχε για τους γονιούς τους απέναντι, τους συμπέθερους, μικρότερο κόστος σε προίκες. Ή το αγόρι ή κοπέλα. Μετά ήτανε και ο θεσμός της προίκας ο οποίος ήτανε νομοθετημένος. Με ποια έννοια; Με την έννοια ότι ο άντρας πήγαινε στη δουλειά, άρα συσσώρευε ένα κεφάλαιο στα 40 χρόνια δουλειάς, να φάνε, να αγοράσουν ένα σπίτι, το οποίο η γυναίκα που δεν έβγαινε έξω και δεν ήταν στην παραγωγή για να κάνει το αντίστοιχο έπρεπε να δώσει μπροστάντζα ένα σπίτι προκαταβολή. Αυτή ήταν η λεγόμενη προίκα. Δηλαδή η γυναίκα έβαζε το σπίτι και ο άντρας έβαζε την αξία του σπιτιού δουλεύοντας τα 40 χρόνια του επαγγελματικού βίου. Δηλαδή είχε μία ισορροπία, δεν ήταν έτσι σκληρά, έτσι ωμά. Απλώς σου είπα από τη μία η συντήρηση και από την άλλη ότι δεν είχανε μπει στην παραγωγή, οι γυναίκες είχαν λιγότερους τρόπους ψυχαγωγίας. Παρέες, σπίτια, εκδρομές. Μία μορφή έτσι εξόδου καλή, κοινωνική ήτανε και τα αγόρια στους προσκόπους, οι κοπέλες στους οδηγούς. Βγαίνανε τις Κυριακές, πηγαίνανε εκδρομές, περπατάγανε, μπαίναν στο πούλμαν και πηγαίνανε μία εκδρομή στην Αρχαία Ολυμπία. Αυτές ήταν οι μορφές, δηλαδή ανακεφαλαιώνοντας θα έλεγα σινεμά, βόλτα, σίγουρα η βόλτα, και από κει και πέρα ό,τι άλλο προσθέσαμε. Άλλη μία μορφή εξόδου για τα κορίτσια ήταν οι Οικοκυρικές Σχολές. Σαν και αυτά που λέμε τώρα επιμορφώσεις του Δήμου, Νομαρχίες… Δηλαδή πηγαίνανε και μαθαίνανε μοδιστρική, κεντητική, τέτοια πράγματα, αλλά αυτό δεν έπαυε να ήταν ψευτο-σχολές, όχι ψεύτικες, μικρές μορφές σεμιναρίων ας το πούμε αλλά δεν έπαυε να είναι μια έξοδος. Έπρεπε να ντυθεί, να πλυθεί και να πάει στο μάθημα της, να δει τις φίλες της και τα λοιπά. Τα σχολεία. Όλο το νησί είχε ένα γυμνάσιο εξατάξιο. Δηλαδή ένα γυμνάσιο σημερινό και ένα Λύκειο. Τώρα δεν πηγαίνανε πολλά παιδιά και ειδικά δεν [00:50:00]πηγαίνανε οι κοπέλες, τις κόβανε οι γονείς. Τελείωνε το δημοτικό ή πήγαινε το πολύ δύο τάξεις στο γυμνάσιο, πιο πολύ για να γνωριστεί ότι λέγεται τάδε και είναι από το Αμπελάκι και τη μάθαινε ευρύτερα. Μετά τις κόβανε από το σχολείο. Δηλαδή, ότι λέγανε η γυναίκα είναι για το σπίτι, δεν είναι για τις δουλειές. Έτσι η γυναίκα δηλαδή είχε λιγότερες ευκαιρίες να λειτουργεί κοινωνικά από ότι ο άντρας, για αυτό σου είπα οι άντρες είχανε και την μπάλα, είχανε και το σφαιριστήριο. Μετά οι άντρες πήγαιναν στο μεθύσι.
Μία άλλη μορφή ψυχαγωγίας σε εισαγωγικά, ήταν ο Τασαράπης, ο Κατσίκας και άλλα τέτοια, ταβέρνες, που πηγαίνανε πολλοί νέοι και οι μεγάλοι αλλά ήταν και για νέους, γιατί ήταν αλλά με πιο κλειστές ομάδες που ήταν μόνο ηλικιωμένοι. Ήταν σκέτα κρασοπουλιά, πίνανε σκέτο κρασί δηλαδή, ή παίρνανε μία ρέγκα και την κόβανε και πίνανε και από ένα κιλό-δύο κρασί ο καθένας. Δεν λέω για αυτά. Μιλάω για άλλα κέντρα που πήγαιναν έφηβοι και μετά την εφηβεία και χορεύανε πολύ ζεϊμπέκικο, χασάπικο αλλά πίνανε πολύ κρασί, και κρασί και ούζα και ήταν της μόδας τότε τα λεγόμενα ηδύποτα, τα λικέρ. Επειδή στη Σαλαμίνα είχε κάνα δυο ποτοποιεία, 3, ήτανε ο Ρασπίτσος, ήτανε ο Ραπατζίκος, φτιάχνανε ποτά, ο Παπασωτηρίου εδώ που το έδωσε μετά και έγινε πνευματικό κέντρο στον Άγιο Μηνά. Και φτιάχνανε πολλά λικέρ, δηλαδή μπανάνα, τριαντάφυλλο, πίπερμαν, τη μέντα δηλαδή και αυτά. Και στα μαγαζιά αυτά υπήρχαν και τέτοια. Αλλά αυτά σε κοπάναγαν στο κεφάλι γιατί είχαν πολλή ζάχαρη. Και έβλεπες πολλούς νέους, πες από 17 μέχρι 20, γιατί δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουνε, δεν ήταν Κυριακή, δεν πήγαιναν στο πάρτι είτε δεν ήταν παιδιά από τα καλούσαν στο πάρτι, και αυτοί ξέσπαγαν πίνοντας. Και είχε πολλούς μεθυσμένους που πηγαίνανε στο σπίτι, που λέγανε τον πηγαίνουμε με την πόρτα, ή τρεκλίζοντας ή ξέρεις τα βγάζανε και τα λοιπά. Δηλαδή ακόμη και αυτό ήταν για τους άντρες, νέους άντρες, ήτανε μία μορφή ψυχαγωγίας η μέθη. Τώρα δεν πάει ο άλλος να μεθύσει Τρίτη βράδυ, να γίνει στούπα ας πούμε. Πρώτα από όλα στοιχίζει πολύ. Γιατί τότε πίνανε κρασί ή πινάνε λικέρ, ενώ τώρα όπου να πάει, τι να πάρει; Να πάρει τρία ποτά, είναι πενηντάρικο ας πούμε. Είναι δύσκολο ή δεν έχει νόημα. Την άλλη μέρα δουλεύει, έχει τη δουλειά του, έχει τα προβλήματά του. Αυτά. Ρώτησε με και εσύ γιατί και εγώ φεύγω.
Ήθελα να σας πω ότι κάποια στιγμή πάμε στη ντίσκο, πάρτι.
Α, ναι δεν το πιάσαμε καθόλου. Ήταν η εποχή της ντίσκο αυτό, η περίοδος που μιλάω εγώ ήταν ντίσκο. Ντίσκο για όλους. Κάτι που το ξέχασα να σ' το πω, το αμέλησα. Αν είπαμε τώρα ότι σφαιριστήρια και ταβέρνες ήταν αγόρια, η ντίσκο ήταν για όλους. Δηλαδή θα έπαιρνες τις αδερφές σου ή τις ξαδέρφες ή φίλες ή δύο-τρεις παρέες ξέρω ‘γω, δύο-τρία ζευγάρια με την έννοια ότι γνώριζαν οι γονείς, πήγε ο Κυριάκος και της ζήτησε από τον κύριο Βαγγέλη ότι θα την πάει πίσω ζωντανή, έτσι. Και η ντίσκο, η πρώτη και μεγάλη ντίσκο ήτανε η Zodiac που είχανε φτιάξει στο Μούλκι, εκεί που είναι τώρα το λιοτρίβι. Και μετά τη δούλεψαν και οι Καλογιάννηδες αλλά σαν Zodiac ήταν άλλη. Δούλευε κάθε μέρα με λίγο κόσμο αλλά σαββατόβραδο ήτανε, παράλληλα με τα έργα Saturday Night Fever, ξέρω ‘γω, ήταν παράλληλα αυτά, πολύς χορός, ο μοντέρνος χορός. Στις ταβέρνες χορεύανε λαϊκούς χορούς, εκεί χορεύανε μοντέρνους χορούς, ντίσκο, shake δηλαδή, κούνημα. Πολλοί νέοι, εποχή καμπάνα για τους άντρες, καμπάνα, και για τα κορίτσια μίνι που δεν το έχεις δει ούτε τώρα, δηλαδή μίνι μέχρι τη μέση. Λέγανε για αστείο ότι: «Αυτή φοράει φουστάνι ή φοράει φαρδιά ζώνη;». Όσο κι αν σου φαίνεται, η δεκαετία του ‘70 ήταν μίνι, μίνι μέχρι θανάτου, μέχρι τον αφαλό μίνι, υπερβολικά το λέω αλλά ήταν πολύ κοντά τα φορέματα των γυναικών, πολύ κοντά. Τώρα απλώς έχει αντικατασταθεί με ένα αραχνούφαντό κολάν που κοιτάμε άλλα πράγματα, αλλά τότε μιλάμε για μίνι. Οι άντρες ήταν καμπάνα, φαβορίτες και πολύ στενά ρούχα. Πουκάμισο [00:55:00]δηλαδή έπρεπε άμα έπαιρνες ανάσα, να κόβεται το κουμπί αλλιώς δεν ήταν στη μόδα, κατάλαβες, τώρα ήταν τελείως τσίτα. Και οι κοπέλες βγαίνανε ντίσκο, ντίσκο. Είχε πολύ χορό και πήγαινε και μέχρι πρωίας Όχι 7:00 αλλά πήγαινε 3:00-4:00. Και με μηχανές. Και μεγάλες μηχανές. Είναι ένας, έχει πεθάνει τώρα, δε ζει, ο Χρήστος ο Μικρομάστορας, είχε φέρει την πρώτη μεγάλη. Πολλοί φέρνανε μηχανές, ανέβαιναν τα κυβικά από 50-125-500αρια-7μιση, αυτός έφερε το πρώτο Kawasaki 900. Τεράστια μηχανή, μεγάλη και όχι σαν μηχανή και σαν όχημα μεγάλο. Και όταν έφευγε από την ντίσκο πάντα έφευγε με 7 επιβάτες, συνήθως. Οι 7 ήταν συνήθως γιατί χωράγανε. 5-6 πίσω, αυτός και άλλος ένας μπροστά. Πολύ μεγάλη ισχύ ξέρω ‘γω και επιστρέφανε από το Μούλκι 6-7 άτομα σε μία μηχανή. Κατάλαβες πως στο ‘πα; Ήταν δηλαδή εποχή που ξεκίνησαν οι μεγάλες μηχανές, καμπάνα, φαβορίτα, μακριά μαλλιά. Υπάρχουν άνθρωποι που είναι τώρα τελείως καραφλοί και τότε είχαν βγάλει φωτογραφίες, εννοείται, με μαλλιά κάτω από τους ώμους, πολύ μακριά μαλλιά, ήταν η εποχή, μαλλιά μακριά, γένια ή φαβορίτα, καμπάνα, και πολύ στενά, στενά ρούχα. Δηλαδή αν έπαιρνες πολύ βαθιά ανάσα και δεν έφευγε ένα κουμπί, δεν ήσουνα στη μόδα.
Εσείς προτιμούσατε ντίσκο ή ταβέρνα, ρεμπέτικο και…;
Όλα, όλα. Εδώ στη Σαλαμίνα τα ακολουθούσαν όλα. Ίσως επηρεαζόντουσαν από τις οικογένειες, από τους μεζέδες, από γονείς, από οτιδήποτε. Όλα, δηλαδή και ντίσκο και λαϊκά μου αρέσανε, εμένα μου αρέσανε. Μ’ αρέσαν αλλά δεν ήμουνα… Ήταν άλλοι της ντίσκο που πήγαιναν μόνο ντίσκο, τακούνι ξέρεις, το ψηλό τακούνι το αυτό το γύφτικο το σπανιόλικο, τέλος πάντων. Ήτανε παιδιά που ήταν κάθε μέρα επί χρόνια. Δεν ήμουνα σε αυτή την παρτίδα, ήμουνα κάνα Σάββατο, δύο φορές-τρεις φορές το μήνα. Ήταν άλλοι, πήγαιναν κάθε μέρα, αλλά ήταν ωραίο περιβάλλον. Ήταν τα φωτιστικά, -πώς τα λέγαμε;- τα φωτορυθμικά, πολλά φώτα, πολύς κόσμος, μισοσκόταδο, φλερτάκια, καλαμπούρι, ποτά και σχετικά εντάξει, την έβγαζες τη βραδιά, με χαβαλέ, με χορό, με συζήτηση, νέοι άνθρωποι, ξέρεις ψάχνονται. Δεν ήτανε ένας στόχος, δηλαδή φλερτ, τίποτα, ήταν όλα μαζί και φλερτ και λόγια και φιγούρα και χορός και δύο-τρία ποτά και πώς να στο πω, όλα μαζί. Όλα μαζί. Και πολύ αντιπροσωπευτική αυτή η εποχή. Φαίνεται σαν καρικατούρα αλλά αποδόθηκε πολύ σε αυτή, ήταν τα πρώτα βίντεο που κυκλοφόρησαν τότε. Επειδή είχαν έγχρωμη τηλεόραση, κυκλοφόρησαν πολλά βίντεο της εποχής του… Μία παρέα που γύρναγε συνέχεια βίντεο μωρέ, πως τους λέγανε εκεί, οι ηθοποιοί της εποχής. Από Ψάλτη και κάτω. Ο Στηβ Ντούζος, η Σοφία Αλιμπέρτη, αυτή η γενιά. Αυτή η γενιά πρωταγωνίστησαν σε εκατοντάδες βίντεο που είχανε ακριβώς αυτή τη ζωή, δηλαδή ντίσκο, «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα», έχεις δει τέτοιους τίτλους, άρχισε ο χαβαλές μες στα σχολεία και πιο πολύ ζούσαν για τη βόλτα και για τη ντίσκο. Υπήρχαν και τέτοιες φάσεις. Εντάξει, άλλα παιδιά έπρεπε να δώσουν εξετάσεις, διαβάζανε και κάπως έτσι.
Συναυλίες είχατε;
Πολλές συναυλίες εδώ και λίγες μέσα. Όχι λίγες μέσα, μέσα μπορεί να γινόταν κάθε μέρα, αλλά πήγαιναν και μέσα. Από παλιότερα ξεκίνησαν από γνωστούς που μάγευαν την νεολαία τότε, δηλαδή Πουλόπουλος, Νταλάρας, Πάριος, πολύ μπουάτ. Πολύ μπουάτ, γύρω-γύρω από την Πλάκα εκεί μέσα. Πήγαιναν και από δω, δεκάδες, δηλαδή τα Σαββατοκύριακα έβλεπες δεκάδες παιδιά με αυτοκίνητα ή ακόμη και με συγκοινωνία και με ταξί, πήγαιναν μπουάτ. Συναυλίες εδώ είχε πολλές μπορώ να πω, κυρίως λαϊκή μουσική, λαϊκή, του σινεμά, Νταλάρας, Μαρκόπουλος και Θεοδωράκης είχε έρθει εδώ. Συναυλίες, ναι, γινόντουσαν θα έλεγα συχνά γιατί είχε και για αυτούς χρήματα. Τελευταία, συναυλίες μεγάλες ήταν με τον Χατζηγιάννη, θα έχεις προλάβει, πήγαινε το μισό νησί ας πούμε. Τέτοιου τύπου [01:00:00]συναυλίες γινόντουσαν, να γεμίζει το γήπεδο. Γιατί γινόντουσαν δύο φορές το καλοκαίρι, τρεις φορές το χρόνο, δεν είχε αίθουσες μεγάλες να γίνουνε χειμερινές συναυλίες. Είχε τους σινεμάδες, αλλά δεν ήταν γήπεδο, στο γήπεδο έπαιρνε πολύ κόσμο.
Εσάς ποια συναυλία σας είχε μείνει περισσότερο;
Εμένα μου είχε μείνει ας πούμε Μαρκόπουλος, μου είχε μείνει Θεοδωράκης, μου είχε μείνει ένας Νταλάρας, δεν τον συμπαθώ, δεν το λέω με κακία, απλώς δεν ήταν στα γούστα μου, αλλά ήταν συναυλίες, πολύ κόσμο παρέες και τα λοιπά. Μου αρέσανε.
Εσείς τώρα άμα μπορούσατε να ξαναγυρίσετε, γιατί σίγουρα θα σας έχει λείψει αυτή η διασκέδαση και αυτή η ένταση, θα αλλάζετε κάτι από όλη αυτή τη διασκέδαση, θα προτιμούσατε κάτι άλλο;
Κοίταξε, πιστεύω ότι κάθε εποχή έχει τα δικά της. Αυτό που βλέπω εγώ ότι χάνει η τωρινή εποχή είναι η επικοινωνία η ζωντανή. Δηλαδή τότε για να πάμε καφετέρια, ντίσκο, σφαιριστήρια, βόλτα, σινεμά, έπρεπε να είμαστε παρέα. Τώρα βλέπω οι παρέες φτιάχνονται αλλά πιο λίγο, είναι πιο πολύ κινητό, πιο πολύ σου ‘πα μου πες, πάρε φωτογραφίες, στείλε viber. Δεν βλέπω τόση ας πούμε συνοχή στις παρέες, συνάφεια, δεν πολυβρίσκονται. Μπορεί να είναι φίλοι ή να βρίσκονται να πάνε κάπου αλλά δεν… Τότε υπήρχε περισσότερη... Η επαφή ήταν καθημερινή να στο πω έτσι. Ο κόσμος βλεπότανε, μίλαγε, συγκρινότανε και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα… Πάντα υπήρχαν τα συναισθήματα και οι χαρακτήρες, έτσι; Αλλά όταν είσαι συνέχεια μες στον κόσμο, βλέπεις ότι ο άλλος είναι λίγο πιο έξυπνος, άλλος είναι πιο καλός στην μπάλα, άλλος είναι πιο καλός ας πούμε τον καβγά, άλλος είναι στο φλερτ, άλλος είναι στα γράμματα, συγκρίνεις. Αν δεν βρίσκεσαι και ζεις μέσα από ένα κομπιούτερ, γίνεσαι εγωιστής και νομίζεις ότι όλοι οι άλλοι είναι υποδεέστεροι, χάνεις το κοινωνικό μέτρο. Όχι δεν θα άλλαζα κάτι, απλώς γίνεται κουραστική αυτή η ένταση και η οργάνωση. Δηλαδή με συγχωρείς τώρα, πας τουαλέτα και χτυπάει το κινητό και σου λέει: «Τρέχα γιατί τρακάρισε ο φίλος σου». Και εσύ έχεις πάει στην τουαλέτα. Με συγχωρείς δηλαδή, κατάλαβες, το λέω… Τότε θα σε βρίσκαν όταν έπρεπε. Τηλέφωνο πριν τις 5:00 και μετά τις 11:00 δεν υπήρχε. Σε καμία περίπτωση. Ξέραν ότι ξεκουράζεσαι, ξέραν ότι δεν θέλεις κανέναν και όποιον ήθελες θα τον έβρισκες την άλλη μέρα. Αυτή είναι μία έτσι έντονη διαφοροποίηση. Και η άλλη είναι ότι ο κόσμος δεν γελάει όπως γέλαγε, τότε γελάγαμε με όλα. Αυτές οι πλάκες που λέγαμε. Παραδείγματος χάρη, συνενογιόντουσαν στο καφενείο, πήγαινε ένα να πιει καφέ και την ώρα που πήγε να πιει τον καφέ, κάναν όλοι οι άλλοι «Φφφφ». Αυτός τα ‘χανε, σου λέει: «Ρε πούστηδες, τι κάνετε τώρα, με δουλεύετε;». Ή έτυχε την πρώτη φορά. Δεύτερη φορά λέει τσάι. Μόλις πήγε να πιει το τσάι, κάνουν όλοι «Φφφφ». Την τρίτη φορά, συνεννοημένοι, νευρίασε αυτός, σου λέει τώρα «Με κοροϊδεύετε». Την τρίτη φορά σηκώνει να πιεί το τσάι και όλοι αδιάφοροι. Το σήκωσε μία, το σήκωσε δύο, λέει «Άστο διάολο» και σηκώθηκε και έφυγε. Δηλαδή ότι δεν συνεχίστηκε η πλάκα αλλά η πλάκα έγινε, κατάλαβες. Δηλαδή είχε τέτοια και είχε συχνά τέτοια.
Υπήρχε αγνότητα και...
Αγνότητα; Γινόντουσαν πολλές πλάκες. Ξέρω ‘γω πήγε κάποιος με κόπους και βάσανα, είχε μία στην αυλή του, είχε φτιάξει ένα ωραίο καρπούζι, που στη Σαλαμίνα δεν γίνονται τα καρπούζια γενικά. Εντάξει του ‘χε ρίξει χώμα, είχε πάει στο γεωπόνο, είχε κάνει ένα καρπούζι ωραίο και έχει πάει στο καφενείο και το καρπούζι, το καρπούζι, του την στήσανε εκεί η παρέα και τον κοντράρανε μία μέρα. «Τι καρπούζι; Μπούρδες μας λες τώρα; Καρπούζι;» «Ρε σας λέω έχω καρπούζι, βάζεις στοίχημα ότι έχω ένα καρπούζι μεγάλο;» Λέει: «Να βάλουμε». «Τι να βάλουμε στοίχημα;» «Να βάλουμε ένα κέρασμα στο καφενείο, ας πούμε 30 ευρώ». Λέει «Εντάξει». Και πάνε εκεί, τι του ‘χανε κάνει; Είχανε πάρει το καρπούζι, δεν το κόψανε, το είχανε κρύψει στα φύλλα και του ‘χανε βάλει ένα πεπόνι μεγάλο. Και πήγανε εκεί και του λένε «Δεν ντρέπεσαι λίγο; Μας κορόιδεψες, σήκωσες το καφενείο, 10 άνθρωποι να μας κοροϊδέψεις, να μας δείξεις το πεπόνι». Και τρελάθηκε αυτός. Δηλαδή εκεί που το είχε να πει το καρπούζι, να κερδίσω και στοιχήματα και βρέθηκε με πεπόνια. Κατάλαβες. Και γελάγανε, δηλαδή βρίσκανε τρόπους να γελάνε να στο πω έτσι. Δηλαδή πιστεύω ότι ο κόσμος τώρα γελάει λιγότερο, γελάει λιγότερο γιατί δεν έχει χρόνο, είναι πηγμένος, έχει συνέχεια προγράμματα, έχει συνέχεια... Τρέχει, τρέχει, τρέχει, τρέχει, όλη μέρα είναι με πρόγραμμα. Τότε κάποια στιγμή τελείωνε αυτό που λέμε εργασία και ψαχνόταν για επικοινωνία ή [01:05:00]για χαβαλέ, για χορό, για κάνα πάρτι. Και στα κενά, τα μεγάλα κενά που δεν πέρναγε, ας πούμε, ο δύσκολος χειμώνας, να στο πω έτσι, έκανε πλάκες, έκανε πλάκες από μικρές μέχρι χοντρές.
Έχετε εσείς κάποια έτσι ωραία στιγμή να μας πείτε από την δικιά σας νεανική-εφηβική ζωή; Κάτι που να σας άλλαξε σαν άνθρωπο ίσως;
Δεν ξέρω. Ξέρεις τα γεγονότα που σε αλλάζουν είναι πολλά, είναι σε διάρκεια. Αλλά αυτό που μου άρεσε ήταν ότι υπήρχε μία ελευθερία και στα παιδιά. Δηλαδή είχε επικινδυνότητα στους δρόμους, με την έννοια ότι μπορεί να μην είχε αυτοκίνητα, είχε κάρα με άλογα και τέτοια, αλλά ήταν λίγα. Τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα, ήταν μόνο οι γιατροί είχανε, και τα ταξί, αρκετά ταξί. Ε, βέβαια τα λεωφορεία και τα φορτηγά, έτσι; Δεν ήταν οι γειτονιές γεμάτες αυτοκίνητα. Και τα παιδιά μεγάλωναν στους δρόμους. Και όχι μόνο μεγάλωναν στους δρόμους αλλά επειδή ήτανε, μέχρι δεύτερα ξαδέρφια ήτανε απόλυτα συγγενείς σου. Άλλοι έμεναν στο Μπόσκο, άλλοι έμεναν στα Αλώνια άλλη εμένα στο Βουρκάρι. Οπότε αναγκαστικά επειδή σε στέλναν οι μεγάλοι να πας γλυκά, να πας στη θεία λουκουμάδες, ξέρω εγώ κάτι, υπήρχε μία επικοινωνία που γνώριζες όλο σου το σόι μες στην πόλη. Και τα παιδιά παίζανε, παίζανε συμμορίες, κάνανε βόλτες με ποδήλατα, κάνανε μπάνιο όλη μέρα. Δηλαδή ένα στοιχείο που νοστάλγησα και για τα σημερινά παιδιά που είναι παιδιά, ότι δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι, ενώ εμείς ήμασταν όλη τη μέρα έξω από το σπίτι. Σε σημείο ειδικά το βράδυ μας κυνηγάγανε, μας ψάχνανε οι μανάδες με βίτσες. Βγαίναν στην παραλία και φωνάζανε «Ηλία» ξέρω ‘γω να την ακούσεις ή στον Άγιο Νικόλα ήμασταν ή στα αγάλματα. Αλλά ακούγαμε, ο καθένας άκουγε τη φωνή της μάνας του: «Ρε Βαγγέλη κακούργο, πού είσαι;» φώναζε, έβγαινε στην παραλία και φώναζε να την ακούσεις στον Άγιο Νικόλα τώρα. Εντάξει στα όρια εννοείται, έτσι; Αλλά είχαν ελευθερία τα παιδιά. Ξέρανε τις γειτονιές, ξέρανε τους συγγενείς, ξέρανε τις κρυψώνες. Να σου πω δηλαδή το βράδυ, ειδικά φθινόπωρο, τέτοιους καιρούς που είναι ακόμη γλυκός ο καιρός ή την άνοιξη, τα παιδιά χανόντουσαν σε μεγάλες αυλές, παίζανε κρυφτό, κυνηγητό, διάφορα παιχνίδια έτσι που χανόσουνα λίγο. Ε, και εκεί πέρα και τσιλιμπουρδίζανε και παίζανε και κοροϊδεύανε, κάνανε και κάνα μάτι, δηλαδή ήταν... Κινιόνταν μες στην πόλη, κινιόνταν, ξέρανε που θα κλέψουν λουλούδια να πάνε στην αγαπημένη τους την πρωτομαγιά, που ξέρω ‘γω εντάξει, δεν μιλάμε για να κάνουν κακό, αλλά είχανε μία ελευθερία στους δρόμους, στην κίνηση, στις αυλές, είχαν μία ελευθερία. Τώρα δεν την έχουνε. Και κάτι άλλο πιο προχωρημένο, χωρίς παρεξήγηση, είναι ότι τα παιδιά συνειδητοποιούσαν το φύλο τους, το φύλο με «υ», την ταυτότητα του αρσενικού-θηλυκού εννοώ φύλο, όχι τον φίλο τους, πιο νωρίς. Δηλαδή τα κορίτσια είχανε φουστάνι και ξέρανε ότι είναι κορίτσια μετά τα 12, και τα αγόρια μετά τα 12 ξέραν ότι είναι αγόρια. Γιατί; Γιατί το κράτος είχε σαν υποχρεωτική εκπαίδευση το δημοτικό, άρα από τα 13 πήγαινε στη δουλειά, πήγαινες στην οικοδομή, πήγαινες στον ναύσταθμο, πήγαινες επίσημα στη δουλειά, δεν ήταν δηλαδή παιδιά που τα εκμεταλλεύονταν, είχανε μπει στην παραγωγή. Άρα είχανε μπει και στα χούγια, από το ντύσιμο, τα παντελόνια, η μπάλα, οι συζητήσεις ήταν πιο βαριές, κάνα τσιγάρο κρυφό, ξέρεις. Όλοι και σχεδόν όλοι καπνίζανε στα 15. Μην κοιτάς τώρα που λόγω υγείας το έχουμε κόψει, που λένε. Καπνίζανε γιατί θέλαν να μεγαλώσουν, θέλαν να γίνουν άντρες, πως να στο πω. Και τα κορίτσια αντίστοιχα θέλαν να γίνουν νοικοκυρές, δηλαδή εκεί πηγαίνανε, να μάθουν τα γλυκά, το φαγητό. Έτσι, τι γίνεται τώρα; Τώρα μέχρι τα 18 χοντρικά έχουν τις ίδιες παραστάσεις, είναι μπροστά σε ένα laptop, πηγαίνουν σχολείο, πηγαίνουν φροντιστήριο όλη μέρα, έχουν κοινά ενδιαφέροντα και ξεχωρίζουν μεν, αλλά σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, ενώ τότε ξεχώριζαν πιο μικροί και πιο σίγουρα, αυτά.
Νομίζω ήταν ωραία η συζήτηση.
Ναι, ένα ωραίο ταξίδι έκανα και εγώ, δεν ξέρω αν…
Μας πήγατε ωραία. Εγώ προσωπικά είμαι καλυμμένος. Δεν ξέρω αν θέλετε να συμπληρώσετε κάτι άλλο σχετικά με ψυχαγωγία.
Όχι, νομίζω τα πολλά τα είπα. Τώρα ξέχασα και κάτι;
Κι εγώ-
[01:10:00]Εντάξει είπα και που τους πηγαίνανε ας πούμε στους προσκόπους και οδηγούς, σου είπα για το σινεμά, σου είπα για εκδρομές. Εντάξει ελευθερία υπήρχε, ήταν μαλακιά και η θρησκεία, και μην ξεχνάς είχαμε Δημοκρατία. Τώρα, ας γκρινιάζουμε, λέμε «Ναι, και κακός κυβερνήτης και να φύγει και να τον…» Ναι, αλλά δεν είχαμε συγκεντρωτικά καθεστώτα όπως ας πούμε είναι η Ανατολή. Δηλαδή Σαντάμ, όποιος μιλήσει του ‘κοβε το κεφάλι. Ή όλοι στα σπίτια έπρεπε να μην έχουν εικόνες, να έχουν την εικόνα του Ενβέρ Χότζα, αυτά γινόντουσαν και στην Αλβανία πριν φύγουνε. Εδώ έχει πιο ελεύθερες κοινωνίες, συντηρητικές μεν, αλλά είχανε μία ελευθερία. Δηλαδή αν ζήλευα κάτι από αυτήν την εποχή, δεν θα ζήλευα τόσο την ποιότητα, δεν θα έλεγα ούτε αθωότητα, ούτε τόσο ποιότητα, αλλά ότι ο άνθρωπος είχε χρόνο, οι μεγάλοι είχαν χρόνο να γελάσουν, να μιλήσουν, να πάνε βόλτα, και οι μικροί είχαν ελευθερία να γυρνάνε όλη μέρα στους δρόμους. Αυτό δηλαδή, μία μορφή ελευθερίας, πως να στο πω.
Λοιπόν ευχαριστώ πολύ!
Να είσαι καλά και μακάρι να είναι γόνιμο αυτό για σένα, παραγωγικό και για μένα ήταν ένα ωραίο ταξίδι γιατί είπα και εγώ αυτά που έζησα. Τα ‘χω ζήσει αυτά, είναι βιωματικά, δεν σε πήγα σε τίποτα βιβλιογραφικό αλλά σε ό,τι ήταν υπαρκτό και βιωματικό δικό μου, αυτά.
Να ‘στε καλά, ευχαριστώ πολύ!
Περίληψη
Σε αυτή την συνέντευξη ο κύριος Ηλίας Δρίβας μας ταξιδεύει στην εποχή των 70s και μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής, όσον αφορά την ψυχαγωγία, το φλερτ και την καθημερινότητα στη Σαλαμίνα της εποχής.
Αφηγητές/τριες
Ηλίας Δρίβας
Ερευνητές/τριες
Κυριάκος Πάλλας
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/10/2020
Διάρκεια
71'
Περίληψη
Σε αυτή την συνέντευξη ο κύριος Ηλίας Δρίβας μας ταξιδεύει στην εποχή των 70s και μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής, όσον αφορά την ψυχαγωγία, το φλερτ και την καθημερινότητα στη Σαλαμίνα της εποχής.
Αφηγητές/τριες
Ηλίας Δρίβας
Ερευνητές/τριες
Κυριάκος Πάλλας
Ημερομηνία Συνέντευξης
13/10/2020
Διάρκεια
71'