© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Αντίσταση στην Κοκκινιά

Κωδικός Ιστορίας
9939
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Παναγιώτα Ζυμπουλίδου (Π.Ζ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/10/2020
Ερευνητής/τρια
Άννα Αμπατζή (Ά.Α.)
Ά.Α.:

[00:00:00]Βρισκόμαστε στην Κοκκινιά. Η ημερομηνία είναι 11 Οκτωβρίου 2020, βρίσκομαι παρέα με τη Νανά Ζυμπουλίδου και ξεκινάμε τη συνέντευξη μας. Καλημέρα, θέλεις να μας μιλήσεις λίγο για εσένα;

Π.Ζ.:

Να αρχίσουμε την ιστορία από την ημέρα που κατάλαβα τον κόσμο. Ήμασταν, πριν τον πόλεμο, μία οικογένεια πάρα πολύ καλή∙ πέντε άτομα, τρία κορίτσια και οι γονείς μας. Οι γονείς μας, η καταγωγή ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Πάρα πολύ καλοί άνθρωποι. Μεγαλώναμε όπως πρέπει, φτωχοί ήμασταν. Ο πατέρας μου ήτανε τεχνίτης. Περνάγαμε καλά, ήταν άξιος άνθρωπος, τίμιος άνθρωπος, καλός. Όταν ήμουνα νήπιο, πρώτη τάξη, το ’40 κηρύχτηκε ο Αλβανικός πόλεμος. Το ’40 πια, δεν το λογαριάζει κανένας. Ήταν συμφορά για την Ελλάδα. Εμάς, ο πατέρας μας ήτανε νέος και πάρα πολύ άξιος και δουλευτής. Ήτανε και τεχνίτης καλός. Έκανε ό,τι μπορούσε και δεν χάσαμε κανένα μέλος της οικογένειας, από πείνα, από δυστυχία. Συνέχιζα να πηγαίνω σχολείο, και εγώ και η αδερφή μου η μεγάλη∙ το άλλο ήτανε μωρό, γιατί είχε γεννηθεί το ’38, η μικρή αδερφή. Αλλά, πριν το ’44, αν μιλάμε για την κατοχή, τί να δουν τα μάτια των παιδιών. Να πεθαίνει ο κόσμος μες τα χαντάκια. Άλλον βρίσκανε μπρούμυτα, άλλον ανάσκελα να βλέπει τον Θεό. Πείνα! Στη Νίκαια μέναμε. Δυστυχία! Ουρλιάζανε οι πεινασμένοι, «Έλεος, βοήθεια, δώστε μας». Τέλος πάντων, το σχολείο το συνεχίζαμε, μέχρι το ’43- ’44, Ε' δημοτικού. Εδώ στη Νίκαια να γίνονται οδομαχίες στη γειτονιά, να κυνηγάνε τον Γερμανό. Να σκοτώνουνε ένα Γερμανό, να μαζεύουνε 40 ανθρώπους να τους εκτελέσουνε. Να πηγαίνουνε νύχτα στα σπίτια, όπου καταλαβαίνανε ότι ήτανε κάποιος που αγωνιζότανε, να τον εκτελούνε με την οικογένειά του. Τα Ες Ες να γυρίζουνε τη νύχτα, να μας κλείνουνε από τις 20:00 το βράδυ μέσα. Να μην μπορούμε να κυκλοφορήσουμε, όλα τα χρόνια της κατοχής. Μετά, το ’43, Ε' δημοτικού κλείσαν τα σχολεία. Κλείσαν τα σχολεία, πια, και μείναμε στα σπίτια μέσα κλεισμένοι.

Π.Ζ.:

Το ’44 έγινε το μπλόκο στην Κοκκινιά. Ε, τότε ήταν που την αποτελειώσανε τη Νίκαια. Ένα Γερμανό σκοτώσανε εδώ στη γειτονιά, έναν Εγγλέζο τον κρεμάσανε στη μουριά, ήτανε και αυτός μέσα στα κόμματα, που λέγανε, στην Εθνική Αντίσταση. Μεγάλη δυστυχία. Σκοτώσανε του κόσμου τα παλικάρια, γύρω γύρω από τη γειτονιά μας. Φάγανε πολύ κόσμο. Θρήνος. Εμάς τον πατέρα μας, η μητέρα μου δεν τον άφησε να πάει στο Μπλόκο. Αν πήγαινε θα τον σκοτώνανε. Γιατί και αυτός αγωνιζότανε στην Αντίσταση. Σκοτώσανε τον φίλο του, σκοτώσανε τον άλλο φίλο του. Το μάθαμε, ακούστηκε. Και σκέφτηκε πως όταν πάει στο Μπλόκο, θα τον σκοτώνανε και αυτόν. Να κλαίμε, να γυρίζουμε να μάθουμε ποιος σκοτώθηκε, ποιος δεν σκοτώθηκε. Τα παιδιά, οι Γερμανοί να είναι κατεβασμένοι μέχρι τον δεύτερο δρόμο πριν τη Μάντρα. [00:05:00]Τη Μάντρα του Μπλόκου. Μαζεύανε και σκοτώνανε τους ανθρώπους. Μετά, μάθαμε έναν θείο μου τον είχανε πάρει στο Χαϊδάρι, τον άλλον τον πήρανε τον γαμπρό του στη Γερμανία. Δικοί μας άνθρωποι. Από κει και πέρα, η Κοκκινιά ήτανε μέσα σε ένα πένθος. Μέσα σε ένα θρήνο. Παιδιά, τώρα, εμείς. Τι να δεις; Τα σχολεία κλειστά, όλοι κλεινόμασταν από νωρίς. Το ’44 φύγανε οι Γερμανοί πια. Δηλαδή, μπορούσε να είχε γλυτώσει αυτό το κακό που είχε γίνει, το αιματοκύλισμα στη Νίκαια, αν είχανε λίγη τύχη.

Π.Ζ.:

Όταν, πια, ήρθε η Απελευθέρωση, πήγαμε κανονικά στα σχολεία τα παιδάκια όλα. Αλλά, δυστυχία. Ήταν τα Δεκεμβριανά, ήτανε άλλα πια ύστερα, από κει και πέρα. Μεγάλο κακό για την ηλικία τη δικιά μας. Μεγάλη δυστυχία. Από κει, άρχισε σιγά σιγά να καλυτερεύει η κατάσταση. Οι δουλειές, άλλοι δουλεύανε, άλλοι δεν δουλεύανε. Άλλοι κάνανε ό,τι μπορούσανε. Τέλος πάντων, μεγαλώσαμε από κει και πέρα. Φτιάξανε λίγο τα πράγματα. Αλλά αν μιλήσουμε, τι τράβηξε στην Κατοχή ο πατέρας μας, να πηγαίνει έξω στα χωριά να βρει λίγο σταράκι, να μας φέρει να φάμε. Αλλά, ήτανε άνθρωπος που ήξερε και ξένες γλώσσες ο μπαμπάς μας και έφευγε να κάνει αυτά τα ταξίδια. Τί διηγιότανε, τί γινότανε, τί είδανε τα μάτια του δεν λεγότανε, από τους Γερμανούς. Πώς γλύτωσε και από εκεί τη ζωή του.

Ά.Α.:

Θέλεις να μας μιλήσεις λίγο παραπάνω για τον πατέρα σου; Το όνομά του, από πού κατάγεται, από πού ήρθε. Πιστεύω έχει πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.

Π.Ζ.:

Τώρα θυμάμαι. Ήτανε από την Κωνσταντινούπολη ο παππούς. Ο Άνθιμος. Παππού τον λέω γιατί τον λέω τώρα και στα εγγόνια του. Ήτανε από την Κωνσταντινούπολη. Όταν φύγανε στον διωγμό, όλοι ήρθανε, η οικογένειά του στην Κοκκινιά. Στην Νίκαια. Αλλά εκείνος έφυγε και πήγε στη Γαλλία, ο παππούς ο Άνθιμος. Εκεί κάθισε 8 χρόνια. Εκεί έμαθε, αποτελείωσε αυτό που ξέρανε. Γιατί, είχανε σιδεράδικο. Ήταν μικρός στην ηλικία, με τον αδερφό του και δουλεύανε σιδεράδες στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, αποτελείωσε και έγινες καλός τεχνίτης. Ήρθε στην Ελλάδα μετά από 8 χρόνια από την προσφυγιά. Από το ’22, θα ήρθε κατά το ’30. Παντρεύτηκε τη μάνα μας. Και αυτά τα Γαλλικά που ήξερε και μετά τα Γερμανικά από εδώ και από εκεί που μάθανε, για να μπορούνε να κυκλοφορούνε, να οικονομάνε ψωμί για τα παιδιά. Θα πεθαίναμε. Τον βοηθήσανε πολλοί και βοήθησε και πολλούς ανθρώπους. Στα ταξίδια που κάνανε να φέρουνε λίγο σταράκι, λίγο καλαμπόκι για τα παιδιά. Δυο τρία αυγά. Φασόλια φέρνανε, φακή. Έπρεπε να πουλήσει λίγο, να πάρει εμπόριο, λίγο, κάτι υφάσματα που είχε η μάνα για σεντόνια και τέτοια. Κάτι από το σπίτι, κάτι από το παζάρι στο Μοναστηράκι. Να ξαναφύγει πάλι, να ξαναφέρει κάτι να φάμε. Βοήθησε πολλούς ανθρώπους. Μέχρι άνθρωπο πήρε από τους Γερμανούς, που θα τον εκτελούσανε. Γιατί, ήξερε αυτά τα λίγα γαλλικά. Τα πολλά γαλλικά, γιατί διάβαζε και εφημερίδα. Τέλος πάντων, ήτανε άνθρωπος ανεκτίμητος. Πολύ ανεκτίμητος άνθρωπος. Πολύ άνθρωπος. Και εδώ βοήθησε. Πολύ κόσμο. Αυτή η ξένη γλώσσα που ήξερε. Όταν ανατινάξ[00:10:00]ανε κάτι βαγόνια, δεν ξέρω τώρα, δεν θυμάμαι σε ποιο μέρος. Έβγαλε έναν άνθρωπο, που θα καιγότανε, από μέσα από το παράθυρο του βαγονιού. Τον γλύτωσε. Άλλον έναν που ήταν το ‘40 να τον σκοτώσουνε, «Αδελφέ μου, Άνθιμε» του λέει, «Δεν θα τα ξανά δω τα παιδιά μου». Και ένας Αυστριακός λέει: «Αδελφός σου είναι», γιατί ήξερε τα γαλλικά και έπιανε φιλίες. Αυτά τα θυμάμαι.

Π.Ζ.:

Από την Κατοχή, τη μεγάλη δυστυχία που περάσαμε και εμείς. Γιατί, αν έχεις μόνο λίγο ψωμάκι και ένα πιάτο φαγάκι και κάτι με το δελτίο που παίρναμε, δεν μεγαλώνουν παιδιά εύκολα. Λείπανε πολλά, από τα παιδάκια ειδικά. Τα παιδιά, η νέα γενιά, που τώρα μετράω. Χάριν των γονιών ζούμε εμείς τα τρία. Είμαι σε ηλικία 87 χρονών και μπαίνω στα 88, τον Νοέμβρη. Ε, ανάλογα την ηλικία μου καλά είμαι. Αλλά, δεν υπάρχει συμμαθήτριά μου, δεν υπάρχει γειτόνισσα της ηλικίας μου, που να ζει σε αυτήν την ηλικία. Χάρις τους γονείς μας. Ο Θεός ας τους έχει καλά. Θεός σχωρέστους. Και μετά στα Δεκεμβριανά, λοιπόν, πάλι ο κόσμος δυστύχησε. Πολύ δύσκολα. Και μετά από τον πόλεμο, ούτε δουλειές υπήρχανε, ούτε τίποτα. Τίποτα απολύτως. Με το ζόρι ο κόσμος τα έβγαζε πέρα. Για ένα μολύβι στο σχολείο, το έκλεβε από το ένα παιδί στο άλλο. Αν ξέχναγες στο διάλειμμα το τετράδιό σου, το χανες. Λείπανε από τα παιδιά. Τέλος πάντων, οι κοπέλες οι άλλες, και η μικρή και η μεγάλη, καταφέρανε να σπουδάσουνε. Να βγάλουνε δηλαδή το γυμνάσιο. Ε, εγώ έμεινα με το δημοτικό και με μία τεχνούλα μοδιστρικής. Και με βοήθησε πάρα πολύ. Και έτσι ζήσαμε. Δουλέψαμε. Και λεύτερη δούλευα. Και παντρεμένη δούλευα. Ήτανε καλή η τεχνούλα που ήξερα. Βοήθησε πολύ την οικογένεια, βοήθησε να φτιάξω κάτι για τα παιδιά. Να έχουνε ένα κεραμίδι. Και τη χάρη των παιδιών μου, που είναι τόσο καλά παιδιά και  με προσέχουνε. Και τα έχω κοντά μου. Είμαι καλά.

Ά.Α.:

Δεν θέλεις να μας μιλήσεις και για τη μαμά σου;

Π.Ζ.:

Η μάνα μας ήτανε-

Ά.Α.:

Το όνομά της;-

Π.Ζ.:

Ελισάβετ ήτανε. Μάνα Κωνσταντινοπολίτισσα. Μάνα αρχόντισσα. Ούτε και αν είχε φτώχια, δεν ήξερε κανέναν. Μία κυρία, μας είχε και μας έβγαζε έξω. Με τη διασκέδασή μας, από προπολεμικά. Μας έπαιρνε μαζί, σε κινηματογράφο πήγαινε. Στα θέατρα πήγαινε, μας έπαιρνε, τα βόλευε να βλέπουμε πολιτισμό. Να βλέπουμε, μας αγόραζε βιβλία, ενώ όλοι γύρω γύρω ήταν παιδάκια, που δεν πήγαν ούτε στο δημοτικό σχολείο. Βιβλία διαβάζαμε, μεγάλα βιβλία. Και καθόμασταν γύρω γύρω, μαγκάλι είχαμε. Ένα μεγάλο μαγκάλι, το άναβε και διάβαζε μία και ακούγαμε όλες. Μετά, έπαιρνε, εγώ δηλαδή που ήμουνα πιο μεγάλη, η άλλη ήτανε μικρή∙ διαβάζαμε βιβλία. Όχι μόνο του σχολείου, πολλά βιβλία. Ήταν καλή μάνα. Καλή μάνα. Αρχόντισσα μάνα. Κυρία, κυρία η μάνα μας. Δεν νομίζω να υπάρχει καλύτερη μάνα. Αν δεν μας κοίταζε και δεν, με την καθαριότητά μας και με το μαγείρεμά της εκείνο το ωραίο. Της Κατοχής δηλαδή, που δεν είχε ο κόσμος να φάει. Δεν θα ζούσαμε, τώρα, και εμείς. Και οι τρεις είμαστε καλά, οι τρεις αδερφές. Οι γονείς πεθάνανε πια.

Ά.Α.:

Κάτι τελευταίο, το σπίτι που μένεις τώρα είναι το σπίτι που μένατε και τότε στην Κατοχή; Το σπίτι που είμαστε τώρα.

Π.Ζ.:

Σε αυτό το σπίτι που μένω ήμασταν. Εδώ γεννηθήκαμε. Αλλά, τα κορίτσια φύγανε αλλού. Εγώ έμεινα. Σε αυτό εδώ το σπίτι. Που ήτανε αγορά, αλλά ήτανε προσφυγικά μερίδια. Προσφυγικά μερίδι[00:15:00]α είναι εδώ το σπίτι, αλλά η γιαγιά και ο παππούς το αγόρασε. Από πρόσφυγα.

Ά.Α.:

Είχατε χώρο υπόγειο για να κρύβεστε;

Π.Ζ.:

Είχαμε καταφύγιο, ναι. Οι αδερφές της γιαγιάς, οι γαμπροί, οι μπατζανάκηδες όλοι, οι τέσσερις, οι τρεις χτίσανε ένα καταφύγιο. Εδώ, πίσω από το σπίτι, που είναι μία αλάνα. Τώρα, είναι ωραίο, κήπος είναι. Έχουνε φυτέψει η Δημαρχεία. Είχαμε καταφύγιο και μέναμε όλοι μέσα όταν ήτανε οι σειρήνες. Και μετά στα Δεκεμβριανά, μέσα οικογένειες. Μπαίναμε μέσα. Ωραίο με χώμα από πάνω. Με τσουβάλια με χώμα για τα βλήματα. Κατεβαίναμε από το σπίτι με μία σκάλα και μέναμε.

Ά.Α.:

Μία ιστορία όταν ήσασταν στο καταφύγιο;

Π.Ζ.:

Όταν ήταν και καμία γειτόνισσα γύρω γύρω, έμπαινε και αυτή μέσα. Είχανε και άλλο ένα στην αλάνα καταφύγιο. Και όποια προλάβαινε έμπαινε, όπου έβρισκε. Γιατί, στην Κατοχή ρίχνανε βόμβες οι Ιταλοί και οι Γερμανοί. Μετά όταν μπήκανε οι Γερμανοί, δεν είχε πια τέτοια πράγματα. Αλλά στα Δεκεμβριανά, κάτι ακουγότανε με μυδράλιο. Πάλι, μέναμε μέσα. Καταφύγιο. Ένα κομματάκι ψωμί με ό,τι είχε, δεν μπόραγε να βγει να μαγειρέψει. Το καταφύγιο, ήταν που κοιμόμασταν και μέσα το βράδυ. Γιατί, ερχόντουσαν από τα άλλα τα σπίτια οι θείες με τα παιδιά. Και έπρεπε να προλάβουν να μπούνε, μην σκοτωθούνε στον δρόμο.

Ά.Α.:

Κάτι τελευταίο. Όταν είχε γίνει το Μπλόκο της Κοκκινιάς, ο παππούς ο Άνθιμος πού είχε καταφέρει να κρυφτεί;

Π.Ζ.:

Εδώ στο σπίτι ήτανε και έμπαινε στο καταφύγιο. Έριχνε σκεπάσματα η γιαγιά, να πει ότι λιάζει ρούχα να μην φαίνεται η πόρτα. Μετά τα τραβάγαμε. Ώσπου, έγινε τέσσερις η ώρα και πήρανε όμηρους όσους είχανε απομείνει. Τους πήγανε στο Χαϊδάρι. Πήρανε τον θείο Ηρακλή, πήρανε τον Ντίνο, τους συγγενείς. Μετά, τον στείλανε στη Γερμανία. Ευτυχώς ο άνθρωπος γύρισε. Μπόρεσε και γύρισε, από όταν μπήκαν οι Αμερικάνοι στη Γερμανία. Τους ελευθερώσανε. Αλλά οι πιο πολλοί, αυτοί που μαζέψανε πριν τις 17 Αυγούστου, για το Μπλόκο που μαζέψανε από την οδός Ιωνίας, αυτοί γίναν σαπούνι οι άνθρωποι. Τους βάλανε στα κρεματόρια. Αλλά αυτοί που μαζέψανε από το Μπλόκο, γλυτώσανε. Και ήρθανε. Δεν προλάβανε να τους βάλουν στους φούρνους. Και γυρίσανε. Μεγάλο κακό το Μπλόκο. Κάψανε σπίτια. Σπίτι πάρα σπίτι είχε νεκρό. Σπίτι παρά σπίτι είχε νεκρό. Μεγάλο κακό. Κάνανε μεγάλο κακό οι Γερμανοί. Αφού βασανίζανε με ξύλο, μετά τους πυροβολάγαν και τους σκοτώνανε.

Ά.Α.:

Να κλείσουμε με την ιστορία, που είχαν σκοτώσει ένα Γερμανό;

Π.Ζ.:

Ναι, πριν το Μπλόκο εσκοτώσανε, εδώ στην Ιωνίας έναν Γερμανό. Ποιος τον σκότωσε, τώρα, τυχαία. Και έτσι, μαζέψανε την πρώτη δόση από την Ιωνίας.

Ά.Α.:

Ναι, αλλά είχες αναφέρει ότι είχαν προσποιηθεί ότι είναι δικό τους παλικάρι, για να μην υπάρξουν τα αντίποινα-

Π.Ζ.:

Για να μην υπάρχουν αντίποινα, η κυρά Βασιλεία την λέγανε. Ήταν ρωμαλέα γυναίκα. Και τον παίρνει στον ώμο της τον Γερμανό και φώναζε ότι «Το παλικάρι μας, το σκοτώσανε», για να μην ακουστεί και μαζέψουνε 40. Αλλά, δυστυχώς, τα μαζέψανε. Ήρθαν και μαζέψανε 40, πριν το Μπλόκο. Από εδώ όλο. Χτυπάγανε τις πόρτες, τις σπάγανε, μπαίνανε μέσα, παίρνανε τον άνθρωπο. Ναι, τους ανθρώπους δηλαδή. Αυτοί που φύγανε στη Γερμανία τότες δεν γυρίσανε. Αλλά του Μπλόκου, προλάβανε φαίνεται και μπήκε η Αμερική στη Γερμανία, όπως βλέπω και εγώ στην τηλεόραση. Και αυτοί μείνανε ζωντανοί και τους απελευθέρωσαν οι Αμερικάνοι από εκεί και ήρθανε. Ρακένδυτοι οι άνθρωποι. Στο δρόμο, μες τις πατάτε[00:20:00]ς από τα χωράφια βγάζανε και τρώγανε, για να σωθούν ώσπου να έρθουνε. όπως ήρθε της Αθανασίας, ανιψιός της μάνας μας, από εκεί. Ο Ντίνος. Ο Λεωνίδας, ο ξάδερφός του, πολλοί. Πολλοί ήρθανε. Εδώ στην Ιωνίας, συμμαθήτρια την είχα και φιλενάδα και δεν ξέρω αν ζει, ο πατέρας της. Ήρθανε μερικοί. Εδώ στη γωνία, αγαθός ο άνθρωπος και τον πήρανε στη Γερμανία. Αγαθός, ας πούμε ήτανε λιγάκι, του ράφτη, του Αμασέα. Ήρθανε, αυτοί ήρθανε. Δύο, τρεις και δύο, πέντε μες την γειτονιά ήρθανε από την Γερμανία. Αυτοί ήταν οι τελευταίοι. Ναι. Αυτά ήτανε. Κάνανε αγώνα, εδώ. Όλοι στην Αντίσταση. Όλοι. Γιατί, και φαΐ βοήθαγε ο κόσμος να φάνε. Ανθρώπους που κάνανε Αντίσταση. Μην λέμε όλοι πως είναι αριστεροί και δεξιοί, όλοι κάνανε Αντίσταση. Όλοι. Κάνανε Αντίσταση. Ήταν αντί των Γερμανών, βοηθάγανε. Αλλά αν σκοτώνανε και έναν Γερμανό, πάλι χειρότερα. Σκοτώνανε 40. 40. Αυτά κορίτσι μου. Τί άλλο να πω. Μετά από κει και πέρα, σιγά σιγά φτιάχνανε. Ανοίξανε οι δουλίτσες σιγά σιγά. Βοηθήθηκε ο κόσμος, αλλά η φτώχια, φτώχια. Κατάλαβες. Τώρα ο κόσμος είναι καλά. Καλά είμαστε τώρα. Μόνο αν υπάρχουν δουλειές ο κόσμος θα βοηθηθεί. Αλλιώτικα, δεν βοηθιέται. Αυτά, τώρα είμαι, πολύ καλά τα χρόνια, είμαστε γέροι και όσο ζήσουμε.

Ά.Α.:

Ευχαριστούμε πολύ, που μοιράστηκες μαζί μας τις ιστορίες σου. Θέλεις να συμπληρώσεις κάτι άλλο;

Π.Ζ.:

Τώρα να βοηθήσει η Παναγία, παρακαλάμε. Να μην γίνει πόλεμος. Να μην γίνει πόλεμος. Να μην γίνει πόλεμος. Να μην δούμε άλλο αίμα. Να μην δει η Ελλάδα άλλο αίμα. Να μην μας πειράζουνε. Η Παναγία από την Πρίγκηπο, που ήτανε η γιαγιά και ο παππούς, καταγωγή. Η Παναγιά η Μπαλουκλιώτισσα να βοηθήσει. Εκείνα τα μέρη, όλα δικά μας ήτανε. Δικά μας. Αφήσανε περιουσίες. Και ο άλλος ο παππούς. Αυτός άφησε μεγάλη περιουσία και έφυγε. Μεγάλη περιουσία. Ήταν καλός νοικοκύρης. Έβγαζε καπνά, έβγαζε μαναβική. Και είχε ανθρώπους και δουλεύανε. Και τα στέλνανε με το καΐκι. Μέσα στην Πόλη. Στο κέντρο δηλαδή. Αυτά.

Ά.Α.:

Ευχαριστούμε πολύ.