© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Πολιτιστικός Όμιλος Λιτοχώρου: Ιστορία, παράδοση, Τέχνη και γλέντια

Κωδικός Ιστορίας
9927
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Γραμματή Βουλγαροπούλου (Γ.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
21/09/2020
Ερευνητής/τρια
Μαριάννα Ναβροζίδου (Μ.Ν.)

[00:00:00] 

Μ.Ν.:

Καλησπέρα σας.

Γ.Β.:

Καλησπέρα και σε σένα.

Μ.Ν.:

Θα ήθελα να μου πείτε το όνομά σας.

Γ.Β.:

Είμαι η Γραμματή Βουλγαροπούλου. Έχω γεννηθεί στην Θεσσαλονίκη, αλλά είμαι θρέμμα του Λιτοχώρου, ζω εδώ δηλαδή. Εδώ ανδρώθηκα. Εδώ δούλεψα. Αυτή τη στιγμή δεν δουλεύω, είμαι συνταξιούχος. Δούλεψα είκοσι εννιά χρόνια στην Εθνική Τράπεζα, όχι από επιλογή. Η δικιά μου επιλογή θα ήταν άλλη, θα ήταν στην εκπαίδευση. Ήταν ένα όνειρο. Δεν πειράζει. Έτυχε η τράπεζα. Παντρεύτηκα μικρή. Έκανα τρία παιδιά. Είμαι και γιαγιά τώρα. Εντάξει, τίμησα, όμως, τη δουλειά μου και άφησα πολύ καλές εντυπώσεις, θεωρώ. Ήταν το δεύτερό μου σπίτι η δουλειά. Ζόρικη δουλειά, με πολλές ώρες, αλλά ο άνθρωπος έχει τεράστια αποθέματα δύναμης και νομίζω ότι μπορεί να τα βγάλει εις πέρας. Και όσον αφορά στο άλλο μου όνειρο, εγώ ήθελα να γίνω φιλόλογος. Τέλος πάντων, είχα χάσει για πολύ λίγο την Αγγλική Φιλολογία και μετά μου δόθηκε η ευκαιρία, μέσω του Ανοιχτού Πανεπιστημίου, σπούδασα δηλαδή στα 45 μου, σκέψου. Μία υπέροχη διαδρομή. Τελείωσα το Νεοελληνικό Πολιτισμό σχεδόν με «Άριστα». Καμία σχέση με τη δουλειά μου, αλλά το έκανα για τη δικιά μου την ψυχή. Πολύπλευρη η γνώση. Δηλαδή, δεν είναι σαν το συμβατικό πανεπιστήμιο. Πάρα πολύ απαιτητικό, με πολλές εργασίες, με εξετάσεις, πλαφόν στις εργασίες για να μπορέσεις να πάρεις μέρος στις εξετάσεις. Αλλά, δόξα τω Θεώ… Ήμουνα, δηλαδή, σε μία φάση που γυρνούσα απ’ τη δουλειά και ήμουν κατευθείαν μετά στον υπολογιστή για πέντε χρόνια. Οπότε, τα δύο μου τα παιδιά δίναν Πανελλαδικές και ήμασταν όλοι σε όλα τα δωμάτια άνθρωποι οι οποίοι διαβάζαν. Εντάξει, μου ‘δωσε αυτό και στη δουλειά μου μία ώθηση και μία οικονομική ωφέλεια, αλλά όχι για πολύ, γιατί 2009 με εθελούσια έξοδο έφυγα από την τράπεζα. Κι αφού έφυγα, επειδή πάντοτε ήμουνα μαθημένη να είμαι κόσμο, να δουλεύω με πολύ κόσμο, να μιλάω πολύ, να έχω κοινωνική συναναστροφή, τέλος πάντων, ασχολήθηκα με τα πολιτιστικά. Είναι τώρα η τρίτη διετία σαν πρόεδρος, που είμαι πρόεδρος στον Πολιτιστικό Όμιλο, αλλά ήταν άλλες δύο διετίες που ήμουνα ταμίας. Μου τρώει πολύ χρόνο, αλλά θεωρώ ότι είναι δημιουργικός αυτός ο χρόνος που αφιερώνω για τα κοινά και για τα πολιτιστικά. Μ’ αρέσει, δηλαδή το κάνω επειδή μου αρέσει. Δεν με αναγκάζει κανείς, εννοείται, γιατί αν σε αναγκάσει φεύγεις κιόλας. Τώρα θα δούμε. Αυτή η διετία ήταν λίγο ανενεργή λόγω της όλης κατάστασης. Θα δούμε. Οι επόμενες εκλογές είναι το Μάρτη που μας έρχεται. Θα δούμε πώς θα είναι τα πράγματα. Και μπορεί να ζητήσουμε από τα μέλη μας μια πίστωση χρόνου για άλλον ένα χρόνο επειδή δεν κάναμε τίποτα, όπως όλοι οι σύλλογοι, φυσικά. Αυτά για μένα ως εμένα. Έχω τρία παιδιά, είπαμε. Το ένα είναι παντρεμένο, είμαι και γιαγιά. Η μικρή μου σπουδάζει και η δεύτερή μου είναι δασκάλα και είναι στη Σάμο.

Μ.Ν.:

Ωραία. Να πω εγώ ότι είναι Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου. Είμαι με την κυρία Γραμματή. Εγώ ονομάζομαι Μαριάννα Ναβροζίδου, είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Κυρία Γραμματή, για τον Πολιτιστικό Όμιλο Λιτοχώρου θα ήθελα να μου πείτε λίγα λόγια. Πότε ιδρύθηκε;

Γ.Β.:

Ο Πολιτιστικός Όμιλος Λιτοχώρου είναι ένας ιστορικός σύλλογος, θα έλεγα, καθότι ιδρύθηκε το 1976 και διαγράφει μία συνεχή πολιτιστική πορεία. Δηλαδή, δεν υπήρξε καμία διακοπή, καμία αναρχία ως προς την εκλογή των Δ.Σ από την ίδρυσή του μέχρι και τώρα. Δηλαδή, είμαστε απ’ το 1976, έχουμε σαράντα χρόνια plus συνεχούς πολιτιστικής δράσης και παρουσίας. Ένας πολύ ζωντανός, ένα ζωντανό κύτταρο, θα έλεγα, της κοινωνίας του Λιτοχώρου. Ιδρύθηκε από τον τότε Δήμαρχο, τον Αθανάσιο Κοκκώνη, ο [00:05:00]οποίος ήθελε να δώσει μία διέξοδο στις γυναίκες. Είναι καθαρά γυναικείος σύλλογος, δηλαδή τα μέλη του… Αριθμεί περίπου πεντακόσια μέλη. Οι άνδρες είναι μόνο αρωγά μέλη. Βάσει καταστατικού δεν έχουν το δικαίωμα ούτε να συμμετάσχουν στις εκλογές. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να γίνει τροποποίηση του καταστατικού. Γίναν δύο προσπάθειες σε μία φάση Γενικής Συνέλευσης, αλλά οι γυναίκες ήταν τόσο αντίθετες. Έγινε ψηφοφορία, δηλαδή, και βγήκε το ποσοστό 80% να μην μπουν και 20% να μπουν οι άνδρες. Οπότε, σταμάτησε εκεί. Προσωπικά δεν είμαι αντίθετη. Θεωρώ ότι ο πολιτισμός είναι ένα ευρύ φάσμα, αλλά είναι θέμα και βούληση της πλειοψηφίας. Μου λένε ότι άμα μπούνε οι άνδρες, ξέρω ‘γώ, θα διαλύσουν το σύλλογο. Εγώ δεν το πιστεύω με τίποτα, αλλά αφού το θέλουν πορευόμαστε έτσι. Οπότε, μένουμε έτσι. Οι άνδρες… Έχω βοήθεια από τους άνδρες, δεν μπορώ να πω. Χορευτές… Σε κάθε εκδήλωση ό,τι και αν χρειαστώ είναι κοντά στο Σύλλογο, αλλά είναι ως αρωγά μέλη. Οι δράσεις του Πολιτιστικού Ομίλου είναι πολύπλευρες με την έννοια ότι ναι μεν τιμούμε, αγαπούμε, σεβόμαστε την παράδοση, τις ρίζες μας, προσπαθούμε όμως, όπως έχω ξαναπεί και σ’ άλλες συνεντεύξεις, να παντρεύουμε το χθες με το σήμερα έτσι ώστε να δίνουμε και έναυσμα στη νέα γενιά να πλαισιώνει τους παραδοσιακούς χορούς, τις εκδηλώσεις του συλλόγου, τα έθιμα τα οποία αναβιώνουμε. Δηλαδή, δεν μένουμε … Έχουμε χορευτικά τμήματα από νηπίων, προνηπίων, τέλος πάντων, μέχρι ενηλίκων —έχω τρεις χοροδιδασκάλους—, τμήματα ζωγραφικής ενηλίκων και παιδιών με αρκετούς μαθητές. Κάθε χρόνο κάνουμε την έκθεση των εικαστικών. Φέτος κάναμε μια πάρα πολύ ωραία έκθεση κάτω στο φαράγγι, στα γραφεία του Ορειβατικού. Πέρασε πολύς κόσμος. Όταν λίγο τα πράγματα ήταν κάπως πιο ελεύθερα είχα σκοπό να κάνω και έκθεση φωτογραφίας με το παλιό Λιτόχωρο, αλλά ήρθαν τα κρούσματα τα οποία αυξήθηκαν και αναγκαστικά μαζευτήκαμε. Έχουμε το παραδοσιακό τμήμα της χορωδίας, το οποίο ιδρύθηκε επί των ημερών μου —είναι η δεύτερη χρονιά ζωής— με τη δασκάλα, την κυρία Φωτοπούλου, η οποία είναι εξαιρετική η Μαρίκα. Κάναμε διάφορες εμφανίσεις και με τη χορωδία. Φέτος τίποτα. Ούτε με τα χορευτικά ούτε με τις… Μόνο η έκθεση των εικαστικών που έγινε. Από εκεί και πέρα, όταν λέω πολύπλευρες δράσεις… Έχουμε πολλές παρουσιάσεις βιβλίων, ποιητικές βραδιές, ομιλίες γενικότερου ενδιαφέροντος. Ας πούμε, είχαμε φέρει το Μενέλαο τον Κυριακάκη, αν τον ξέρεις, που είναι για τον προγεννητικό έλεγχο. Είχα φέρει τους γιατρούς από το Κέντρο Υγείας και κάναν παρουσίαση για τα εμβόλια. Η Έφη η Μπάσδρα είχε έρθει, είχε μιλήσει για την αριστεία. Θέλω να σου πω ότι δεν μένουμε αμιγώς στην παράδοση και έξω απ’ τα προβλήματα τα σημερινά, τα καθημερινά.

Γ.Β.:

Αναβιώνουμε πολλά, πολλά, αρκετά έθιμα, ξεκινώντας από την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς, στην αλλαγή του χρόνου. Μετά, μόλις άλλαζε ο χρόνος, βγαίναν άντρες, και μεγάλοι και παιδιά, με μεγάλες κουδούνες και περνάγαν από σπίτια όπου ξέραν ότι ήταν μαζεμένες παρέες και κάναν την αλλαγή του χρόνου και λέγανε κάποια παραδοσιακά κάλαντα. Αυτά τα αναβίωσα εγώ. Δηλαδή, είχα μια ομάδα χορευτών με το δάσκαλό μου, μικρούς-μεγάλους χορευτές, και ξεκίνησαν. Στην αρχή πήγανε στους παπάδες, στον Δήμαρχο και πιάσαμε τα επαγγέλματα ενδεικτικά, ξέρω ‘γώ: σε έναν γεωργό, σ’ έναν κτηνοτρόφο, σ’ έναν ναυτικό, σ’ έναν οικοδόμο. Και άρεσε πάρα πολύ και το συνεχίζω αυτό. Μετά από… Άλλα έθιμα. Δεν ξέρω αν σου μίλησε και η Πόπη για το έθιμο των Θεοφανίων. Σου είπε για τα Σίχνα; Θες να σου το [00:10:00]ξαναπώ;

Μ.Ν.:

Πείτε το λίγο περιληπτικά, αν θέλετε.

Γ.Β.:

Περιληπτικά, εντάξει. Είναι βυζαντινό το έθιμο. Τα Σίχνα είναι μεγάλα... Έχει έναν ιστό όπως είναι της σημαίας και πάνω έχουνε υφάσματα διάφορα, όμορφα και πλούσια, τα οποία τα έχουν φέρει οι ναυτικοί, τα δωρίζουν, ξέρω ‘γώ, κάποιες οικογένειες, και την ημέρα των Θεοφανίων συναντιούνται και οι τρεις οι εκκλησίες —γιατί τώρα πλέον έχουμε τρεις ενορίες— κατεβαίνοντας προς το φαράγγι, λέγοντας το «Κύριε ελέησον», τέλος πάντων. Κατεβαίνουν στο φαράγγι, ρίχνουν το σταυρό και ό,τι καιρό και να κάνει, μα ό,τι καιρό και να κάνει —μπορεί να έχει και -30— θα πέσουν μέσα τα παιδιά, στη γούρνα, στη στέρνα να βρούνε το σταυρό. Και μετά, με το δίσκο και το σταυρό, αυτός που θα βρει το σταυρό θα γυρίσει σε όλο το χωριό και ο καθένας δίνει έτσι για το καλό ό,τι θέλει, ένα φιλοδώρημα. Άλλο έθιμο είναι το έθιμο της αποκριάς, το κάψιμο των κέδρων και διάφορα άλλα. Ας πούμε, τις παραμονές της αποκριάς μαζευόμασταν στα σπίτια —εγώ το θυμάμαι αυτό— και κάναμε την χάσκα με την γιαγιά.

Μ.Ν.:

Μπορείτε να μας το περιγράψετε;

Γ.Β.:

Βεβαίως. Η γιαγιά είχε τον πλάστη της πίτας, όπου είχε κρεμασμένο ένα σχοινάκι, και πάνω στο σχοινάκι έβαζε το χαλβά —αλλά, το χαλβά, κατάλαβες, το στρόγγυλο, τον άσπρο, το σκληρό. Έβαλε αυτή την πίτα και μας έκανε τη χάσκα. Καθόμασταν εμείς μ’ ανοιχτό το στόμα και έκανε η γιαγιά με τον πλάστη και προσπαθούσαμε εμείς να το πιάσουμε. Και όποιος το έπιανε πρώτος, τέλος πάντων, θεωρούνταν ο τυχερός και έπαιρνε το κέρασμα από τη γιαγιά. Αυτό θεωρώ ότι έχει εκλείψει τώρα δυστυχώς. Το κάψιμο των κέδρων ανά γειτονιά, που κι αυτό φθίνει δυστυχώς —καλά, φέτος δεν έγινε και λόγω της πανδημίας. Έχουν τα παιδιά τέτοιο αγώνα. Μαζεύονται, δηλαδή, τα παιδιά ανά γειτονιά, έχουν ένα καλυβάκι και μαζεύονται τα βράδια και φυλάν τα κέδρα. Μαζεύουν τα κέδρα και το θέμα είναι η κάθε γειτονιά να μπορέσει να κλέψει απ’ την άλλη κέδρα, να μην τους πάρει είδηση και να βγουν την άλλη μέρα να πουν ότι «Εγώ, ξέρω ‘γώ, έκλεψα απ’ τους Αγιορείτες πέντε, δέκα, είκοσι κέδρα». Αυτά καίγονται την ημέρα της Αποκριάς. Χορεύουν μετά γύρω-γύρω. Κάποιες γειτονιές ψήνανε σαρδέλα, όλες οι γειτονιές είχανε κρασί. Αυτά λίγο πάνε με φθίνουσα πορεία. Θα δούμε αν μπορέσουμε να τα κρατήσουμε, γιατί είναι όμορφα έθιμα και προσελκύουν και πολύ κόσμο απ’ έξω. Δηλαδή, το τριήμερο της Αποκριάς, και με τα κούλουμα που γίνονται εδώ —γιατί προσφέρουμε την παραδοσιακή φασολάδα, όπως όλοι. Αυτό δεν είναι κάτι δικό μας—, καλά, έρχεται κόσμος στο Λιτόχωρο πάρα πολύς. Δεν το συζητώ. Αυτά για την αποκριά. Μετά, άλλο που έχουμε το έθιμο της Σταυροπροσκυνήσεως. Αυτό είναι πριν την Κυριακή των Βαΐων, το οποίο το αναβιώνει κάθε χρόνο ο Πολιτιστικός. Μαζεύουν τα παιδιά από το βουνό, από κάποιες συγκεκριμένες περιοχές. Είναι κάποια μικρά λουλουδάκια, εδώ στο Λιτόχωρο τα λέμε «γίτσια». Είναι κάτι μικρά, άσπρα λουλουδάκια όμορφα, σαν καμπανούλες κάπως, σαν μαργαρίτες. Τα μαζεύουν, λοιπόν, αυτά, τα βάζουν απάνω στο δίσκο με έναν σταυρό και την ημέρα την Κυριακή που ψάλλεται το ανάλογο απολυτίκιο, είναι έξω από την εκκλησία, κάθονται με τους δίσκους και πάλι ψάλλουν «τον Σταυρό τον Τίμιο προσκυνοῦμεν Σοί Χριστέ», που το λέμε εμείς εδώ στο Λιτόχωρο. Αυτό το αναβιώνουμε κάθε χρόνο, εκτός από φέτος. Και μετά τους αφήνω γυρνοβολάν στην πλατεία, στα μαγαζιά, ξενοδοχεία. Παίρνουν τον κεντρικό τον δρόμο έτσι. Και το έχω [00:15:00]σαν έθιμο εδώ, ό,τι μαζεύουν τα μοιράζω στα παιδιά αυτά. Και εντάξει, με κάποιους τρόπους προσπαθείς να δώσεις και το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Συμμετέχουν τα παιδιά, τους αρέσει. Τους αρέσει πάρα πολύ. Και στον κόσμο αρέσει. Είναι ωραίο. Και επειδή είναι ημέρα Κυριακή και έχει κόσμο το Λιτόχωρο, έχει και πολύ ξένο κόσμο και τους βλέπουνε αρκετοί, πάρα πολλοί. Το Πάσχα ιδιαίτερη μέρα για μας είναι η Μεγάλη Παρασκευή. Νομίζω ότι η Μεγάλη Παρασκευή στο Λιτόχωρο είναι ίσως από τις πιο κατανυκτικές στην Ελλάδα. Εντάξει, έχω πάει και παντού, Κέρκυρα και αυτά, έχουν και εκείνοι τα έθιμά τους, αλλά αυτή η γραφικότητα που έχει η συνάντηση πάνω στο παζάρι, στην κεντρική την αγορά, οι τρεις οι επιτάφιοι με τις τρεις τις χορωδίες, τους παπάδες που ψάλλουν εκ περιτροπής και που η μία χορωδία ανταγωνίζεται ευγενώς την άλλη να είναι καλύτερη, είναι το κάτι άλλο. Τη Μεγάλη Παρασκευή στο Λιτόχωρο έχει κοσμοσυρροή και γενικότερα το Πάσχα. Και πάλι, στους επιταφίους από δίπλα πάντοτε είχα τις μυροφόρες, εκτός από φέτος, βέβαια, έτσι; Δίπλα κοπελίτσες ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές. Πάντοτε στην Ανάσταση μού ζητάει ο παπάς... Γίνεται η συνάντηση των επιταφίων στην κεντρική αγορά, όπου ο κόσμος εκτείνεται… Δεν μπορείς να φανταστείς… Δεν πέφτει καρφίτσα. Και μετά χωρίζει ο κάθε επιτάφιος, πάει στην εκκλησία. Κάθονται απ’ έξω και στους ώμους τον έχουνε κρατημένο στρατιώτες και περνάει όλο το εκκλησίασμα από κάτω και μετά συνεχίζει στην εκκλησία. Κι έχω τις μυροφόρες εκεί, τα κορίτσια. Κανά δυο τρεις φορές μού λιποθύμησαν κιόλας, γιατί σου μιλάω για απίστευτο κόσμο, απίστευτο, πάρα πολύ. Είναι ιδιαίτερη, δηλαδή, η Μεγάλη Παρασκευή σ’ εμάς. Εντάξει, όλες οι ημέρες όπως σε όλους. Το Πάσχα δεν έχουμε κάτι άλλο ιδιαίτερο. Όχι. Ξέχασα να σου πω τώρα —αυτό δεν ξέρω πώς θα το βάλεις εσύ— την Πρωτοχρονιά, που κάνουμε την παραδοσιακή την κρεατόπιτα εμείς. Δεν γίνεται παντού ή τουλάχιστον δεν γίνεται με τον τρόπο που την κάνουμε εμείς. Οι γυναίκες εδώ την κάνουν στο σινί, άμα ξέρεις, το πολύ μεγάλο το ταψί, με φύλλο δικό τους παραδοσιακό, χωριάτικο, όπου βάζουμε μέσα το κέρμα και όποιος το βρει θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς. Τώρα, ποιος τυχερός βρήκε το 2020… Ας προχωρήσουμε λίγο προς το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι οι δράσεις του συλλόγου είναι πάρα μα πάρα πολλές, σε σημείο που ο κόσμος να λέει: «Πάλι εκδήλωση έχουν αυτοί;» Τόσο πολύ. Ξεκινάμε. Δηλαδή, έχουμε τις Γιορτές Ολύμπου. Οι Γιορτές Ολύμπου γινότανε, από όσο ξέρω εγώ, μέχρι που να αναλάβω εγώ κάθε δύο χρόνια. Μόλις ανέλαβα εγώ πώς έγινε και γίνονται κάθε χρόνο; Δεν ξέρω. Γίνονται, λοιπόν, κάθε χρόνο και η μία, η κεντρική εκδήλωση συνήθως ήταν συνάντηση χορευτικών, χορευτικά από όλη την Ελλάδα. Από ένα ορισμένο σημείο και μετά, επειδή αυτό ήταν το status, λέω: «Ας τ’ αλλάξω λίγο». Θεωρούσα ότι κούραζε και όντως κούραζε το να κάθεσαι στο θεατράκι τρεις ώρες και να βλέπεις το ένα χορευτικό μετά το άλλο. Ήταν κουραστικό. Και το έκανα πλέον θεματικό, δηλαδή το έκανα μουσικοθεατρική και χορευτική. Την πρώτη χρονιά είχα κάνει Το Καφέ Αμάν και είχα φέρει το Μπάμπη Τσέρτο. Είχε γίνει μία εξαιρετική εκδήλωση. Και συνήθως κάθε χρόνο συνεργαζόμαστε με την πολυτονική ορχήστρα της Κατερίνης, οπότε η ορχήστρα τραγουδάει και εμβόλιμα βάζω θεατρικά σκετσάκια και χορευτικά. Νομίζω ότι αυτό είναι πιο ξεκούραστο, πιο ευχάριστο. Το άλλο έθιμο το οποίο πάντοτε αναβιώνουμε και το οποίο ξεκίνησε πάλι επί των ημερών μου και συνεχίζεται και τους είπα ότι όσο είμαι θα γίνεται —μετά… Δεν μπορεί να είμαι επίτιμος [00:20:00]πρόεδρος εσαεί. Τέλος πάντων— είναι το πανηγύρι του Αϊ-Λια, το οποίο το περιμένουν πώς και πώς. Για εμένα είναι πολύ μεγάλη χαρά και τιμή που προσελκύει νεολαία. Είναι η μέρα που αδειάζει το φαράγγι. Έχεις πάει στο φαράγγι; Σφύζει από ζωή και νεολαία. Λοιπόν, το είπαν: «Ο Πολιτιστικός κατάφερε να αδειάσει το φαράγγι». Έρχονται τα παιδιά, γλεντούν. Αυτό το έθιμο ήταν από παλιά με τη μεγάλη ναυτική παράδοση που έχουμε. Ο Αϊ-Λιας και ως προστάτης των ναυτικών, το κάνανε οι ναυτικοί. Δηλαδή, εγώ είμαι κόρη ναυτικού, το θυμάμαι ότι την παραμονή πηγαίναμε πάνω στον Αϊ-Λια, σε ένα ξωκλήσι πολύ γραφικό. Κατεβαίναμε μετά σε ένα άλλο ξωκλήσι, τους Αγίους Αποστόλους, μέσα στα δέντρα, ένα εξαιρετικά γραφικό ξωκλήσι, όπου εκεί είχαμε τα καρπούζια στις βρύσες και στις φτέρες και οι μανάδες μας κάνανε το νταβά, κρέας συνήθως με κριθαράκι ή κρέας με μελιτζάνες. Τρώγαμε εκεί και μετά γυρίζαμε στο χοροστάσι —είναι στο πάνω χωριό αυτό— και εκεί συνεχιζόταν το γλέντι μέχρι το πρωί. Εγώ δεν το αναβίωσα, δηλαδή, σε όλο του το μεγαλείο, εγώ αναβίωσα το γλέντι. Είπαμε, στην αρχή σκεφτήκαμε να ξεκινήσουμε να κάνουμε την εκκλησία, να πάμε με τα άλογα. Ήταν too much, ας πούμε. Οπότε, ξεκινήσαμε. Και το πανηγύρι αυτό να σου πω ότι μαζεύει δυόμιση τρεις χιλιάδες κόσμο σε έναν χώρο που δεν είναι και πολύ μεγάλος. Μην φανταστείς. Αλλά, είναι εξαιρετικά γραφικός, με ένα πανάρχαιο πλατάνι στη μέση, και στήνονται στην ουρά, ψήνουν σουβλάκια. Αλλά, κυρίως έχουμε ορχήστρα και γλεντάει ο κόσμος και περνάει καλά. Φέτος τους λείψανε όλα αυτά, όλα. Τώρα, καλοκαίρι μετά… το πανηγύρι του Αϊ-Λια, συναυλίες. Φέτος, ας πούμε, είχα κλείσει, θα ερχόταν ο Μουζουράκης. Τίποτα δεν έγινε από όλα αυτά. Ντάξει, μετά παρακολουθούμε θεατρικές παραστάσεις πολύ. Έχω θεατρόφιλο κοινό. Και ξέχασα να σου πω ότι μέχρι πριν από δύο χρόνια είχα και θεατρική ομάδα από μία πολύ αξιόλογη δασκάλα. Κάπου λίγο στράβωσε το θέμα με το οικονομικό και απεχώρησε, οπότε δεν την ξαναέκανα. Είπα και εγώ να μην της πάω κόντρα, γιατί όλη η ομάδα έτσι όπως ήταν εδώ, ξέρεις, πήγανε… οπότε εγώ πού να βρω μετά μαθητές; Πήγανε με τη Ματίνα. Είχαμε κάνει δύο πάρα πολύ ωραίες παραστάσεις. Είχα και τμήμα πλεκτού. Τώρα μου ζητάνε και τμήμα ραπτικής. Αυτά… θεατρικές παραστάσεις. Καλά, εκδρομές δεν το συζητώ. Άπειρες και καλές. Όλα αυτά μέχρι τώρα, μέχρι το Μάρτη, δηλαδή 9 Μαρτίου σταμάτησε ο χρόνος του συλλόγου. Ευελπιστούμε να συνεχίσουμε.

Μ.Ν.:

Περιγράψτε μου κι εδώ το χώρο που βρισκόμαστε τώρα.

Γ.Β.:

Ναι. Ο χώρος εδώ είναι του Δήμου. Οι αίθουσες όλες είναι του Δήμου. Στεγάζονται τα γραφεία τα δικά μας, του Πολιτιστικού Ομίλου. Απέναντι είναι της Φιλόπτωχου, είναι του Olympus Marathon, είναι της χορωδίας. Αυτά μας τα είχαν κάνει παραχώρηση ο τότε Δήμαρχος, νομίζω, ο Θανάσης ο Τσιφοδήμος μάς τα είχε κάνει. Και ευτυχώς για εμάς, γιατί άκουγα διαφόρους συλλόγους οι οποίοι λέγαν ότι «Έχουμε πρόβλημα. Δεν έχουμε έσοδα αλλά έχουμε έξοδα», γιατί αρκετοί σύλλογοι, όπως ξέρεις, νοικιάζουν. Εμείς δεν νοικιάζουμε, δεν πληρώνουμε φως, δεν πληρώνουμε θέρμανση, έτσι; Δεν πληρώνουμε καθαρίστρια. Οπότε, εμείς δεν είχαμε έσοδα, αλλά δεν είχαμε και έξοδα. Αυτά για τους χώρους. Δηλαδή, όσο θα είμαστε, όσο θα είναι ο Πολιτιστικός στη ζωή τα γραφεία του θα είναι εδώ. Τώρα, αν τα χρειαστούν για κάτι άλλο, πιστεύω ότι κάπου αλλού θα μας στεγάσουν. Αυτά.

Μ.Ν.:

Υπάρχει κάποια τοπική φορεσιά του Λιτοχώρου;

Γ.Β.:

Βεβαίως. Τη βλέπεις πίσω σου. Η φορεσιά που βλέπεις πίσω σου είναι εκατόν δέκα ετών. Την έκανε δωρεά —εάν πιάσεις το [00:25:00]ύφασμά της, είναι μετάξι— μία κυρία η οποία διατέλεσε μέλος του Δ.Σ. Και εκείνη είναι η λιτοχωρίτικη φορεσιά.

Μ.Ν.:

Μπορείτε να μας την περιγράψετε; Θα τη φωτογραφίσω μάλλον…

Γ.Β.:

Τώρα για αυτό καλύτερα τη Λένα έπρεπε να ρωτήσεις. Σου λέω, το κομμάτι των φορεσιών το έχω αλλά όχι τόσο. Απλά ξέρω ότι τη στόλιζαν. Με ποια έννοια; Με την έννοια ότι οι Λιτοχωρίτες ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο και οι φορεσιές μας… Δεν τη λες αμιγώς λιτοχωρίτικη, γιατί είχαμε επιρροές από Μικρά Ασία, έχουμε επιρροές… Είχαμε πολλές ανταλλαγές με τη Χαλκιδική και κατά καιρούς προσθέτανε. Τώρα, την παραδοσιακή τη λιτοχωρίτικη… Έχουμε αυτήν την καθημερινή που φορούσαν οι πιο μεγάλες σε ηλικία, που ήταν ένα μαύρο τσόχινο ύφασμα με το ανάλογο μαντήλι μαύρο και την ποδιά πάνω. Αυτά θα μπορούσες ιδιαίτερα να τα φωτογραφίσεις. Η Λένα είναι έξω. Αν θες, μπορώ να την πω, να βγάλεις μόνο. Εδώ στο σύλλογο έχω την καθημερινή, έχω τη νυφιάτικη, αυτή που φορούσε η νύφη και τη λίγο πιο καλή. Τρεις νομίζω. Και έχω και παιδικές. Δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, δηλαδή πώς βλέπεις στα νησιά που έχουν κορδέλες, που η κάθε κορδέλα συμβολίζει κάτι; Είχαν, όμως, καλά υφάσματα, την ποδιά και το μαντήλι και αυτό το περιδέραιο που βλέπεις. Αυτή η φορεσιά είναι Λιτοχώρου εκατόν δέκα ετών.

Μ.Ν.:

Γενικότερα έχετε στην ιματιοθήκη αρκετές φορεσιές.

Γ.Β.:

Στην ιματιοθήκη ναι. Το κάθε συμβούλιο πάντοτε προσπαθεί. Θεωρώ ότι περιουσία του κάθε συλλόγου είναι οι φορεσιές. Εκτός από το έμψυχο υλικό —έτσι;—, η περιουσία μας είναι οι φορεσιές. Έχουμε, όπως θα σου είπε και η υπεύθυνη, διακόσιες εξήντα φορεσιές σχεδόν από όλη την Ελλάδα. Μου λείπει η Κρήτη, λίγο στα νησιά… όχι πολλές, έχουμε μόνο δέκα. Αλλά, έχουμε από Θράκη, Ανατολική Ρωμυλία, Φλώρινα —όχι Μέτσοβο—, Κόνιτσα. Υπέροχες φορεσιές. Μακεδονία, Λιτοχώρου, Παύλου Μελά, τσολιαδίστικες μικρές, μεγάλες. Υπάρχει μία μεγάλη γκάμα στις φορεσιές. Κι όπως σου λέω, το κάθε συμβούλιο κοιτάει να εμπλουτίσει την ιματιοθήκη. Είναι η μόνη χρονιά που δεν μπορέσαμε να κάνουμε. Πέρυσι είχαμε κάνει της Φλώρινας τις φορεσιές. Φέτος δεν μπορέσαμε, γιατί no money, no honey, όπως ξέρεις. Θα δούμε αργότερα τι θα γίνει. Μ’ αρέσουν πάρα πολύ οι φορεσιές της Κρήτης, αλλά είναι πολύ ακριβές φορεσιές για να γίνουν. Θα δούμε, όμως. Αυτά για τις φορεσιές. Συντήρηση θέλουν, φροντίδα θέλουν πολλή. Να είναι καλά η υπεύθυνη. Η συγκεκριμένη είναι το αστέρι, θα έλεγα. Ίσως είναι λίγο για να τη χαρακτηρίσει. Τις έχει όλες με τη λεβάντα μέσα, μοσχοβολούν. Αυτά για τις φορεσιές.

Μ.Ν.:

Μου είπατε πριν ότι είστε κόρη ναυτικού. Πώς είναι να είσαι κόρη ναυτικού;

Γ.Β.:

Κόρη καραβοκύρη, ναι. Είχα μια μάνα —είχα γιατί δεν ζει πλέον— η οποία ήταν και μάνα και πατέρας. Ένα σκυλί —πώς το λένε;— στη δουλειά και παντού. Είναι δύσκολα. Από διάφορες απόψεις είναι δύσκολα. Καταρχήν, η απουσία είναι ζόρικη. Δηλαδή, τύχανε γιορτές, έτυχαν Χριστούγεννα. Βέβαια συνήθως, ο πατέρας μου φρόντιζε να είναι στην θάλασσα μέχρι τον Οκτώβριο και μετά ερχόταν, καθόταν τουλάχιστον... Τα είχε κανονισμένα τα οικονομικά η μάνα έτσι ώστε να ‘ρθεί και να μη μας λείψει τίποτα [00:30:00]για έξι μήνες, για τέσσερις μήνες. Συνήθως Χριστούγεννα κάναμε μαζί, αλλά έτυχαν και Χριστούγεννα που κάναμε μόνοι μας. Και τότε δεν ήταν, ξες… η επικοινωνία. Τότε μιλούσαμε με το «έτοιμος-έτοιμη». Δηλαδή, εκτός ότι μας ακούγαν όλοι, όταν έπαιρνε ο πατέρας τηλέφωνο έλεγε στη μάνα μου: «Έλα, Τούλα, με ακούς; Έτοιμος». Δηλαδή, αυτό το «έτοιμος» με τρέλαινε. Η μάνα μου γέννησε, ας πούμε, και του στέλναν τηλεγράφημα: «Τούλα ἔτεκεν άρρεν». Στα δύο, σε εμένα δηλαδή και στον αδερφό μου, δεν ήταν ο πατέρας μου παρών. Μόνο στο μικρό μου τον αδερφό έτυχε, και τότε έτυχε. Είναι δύσκολα, είναι δύσκολα. Και ξες, οι ναυτικοί… Και ο πατέρας μου και σαν καπετάνιος που ήτανε ήταν οργανωτικός, πολύ της τάξης, πολύ της ηθικής. Και όταν ερχόταν στο σπίτι εμείς έπρεπε να είμαστε… γιατί θυμάμαι που του λέγαμε: «Μήπως έχεις την εντύπωση ότι μιλάς στο λοστρόμο σου;». Μας ήθελε συγκεκριμένη ώρα στο φαγητό, να πλένουμε τα χέρια πριν. Σου λέω, ήταν της τάξης και της αυτής, όπως ήταν μαθημένος στο καράβι. Αλλά, και εκείνος τον λάτρευαν. Το προσωπικό του όπου κι αν πέρασε… Ήταν πολύ σωστός. Αλλά, αυτά τα ‘βγαζε και λίγο, την αυστηρότητά του την έβγαζε και λίγο στο σπίτι, και ώρες-ώρες μάς ήταν λίγο απόμακρος πέρα απ’ το αυστηρός, μας ήταν λίγο απόμακρος. Αλλά, ντάξει, ήταν ένας άνθρωπος κιμπάρης. Έχω χάσει και τους δυο μου γονείς. Να ‘ναι καλά εκεί που είναι. Είναι δύσκολα κι εκείνα τα χρόνια ήταν πιο δύσκολα χρόνια. Τώρα βλέπω ότι τα σημερινά ζευγάρια εύκολα σμίγουν, εύκολα χωρίζουν, κορίτσι μου, δίχως καθόλου υπομονή. Δηλαδή, εγώ έζησα σε άλλα χρόνια. Έβλεπα τη μάνα μου —ντάξει, ώρες-ώρες με εξόργιζε, για να σου πω, γιατί η μαμά μου ζούσε και με γιαγιά. Ζούσαμε και με τη γιαγιά. Αλλά, εντάξει, έτσι ήταν ο τρόπος ζωής, ο τρόπος που είχανε μάθει, γιατί και η μάνα μου ήταν από ναυτική οικογένεια και ο πατέρας μου από ναυτική οικογένεια. Οπότε, έτσι είχε μάθει η γυναίκα. Εμείς εννοείται ότι αντιδρούσαμε, αλλά σε γενικές γραμμές ήμασταν λίγο στρατιωτάκια. Όμορφα χρόνια παιδικά έζησα και με τους γονείς μου και με τα αδέρφια μου, αλλά δύσκολα, αλλά δύσκολα. Δηλαδή, μια γυναίκα να προσπαθεί να είναι στο σπίτι, στον άντρα της, στα παιδιά της, σε όλα, στο οικονομικό, παντού. Και σου λέω, έκανε κουμάντο. Όταν έβγαινε ο πατέρας μου είχε κρατήσει τόσα ώστε να μείνει ο μπαμπάς μου. Και όταν ο καιρός ήταν λίγο κακός και έλεγε «Να μπορούσα να μείνω», «Μπορείς» του ‘λεγε. Ήταν να μείνει τρεις μήνες, έμενε πέντε. Αυτά. Δεν ξέρω αν θέλεις κάτι άλλο.

Μ.Ν.:

Εσείς θα θέλατε να μου πείτε κάτι άλλο, να συμπληρώσετε κάτι;

Γ.Β.:

Κοίταξε, το Λιτόχωρο είναι ένας τόπος ευλογημένος. Πλούσιο κεφαλοχώρι ανέκαθεν. Βοήθησε πάρα πολύ η ναυτιλία και οι ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι, γιατί αυτή η όλη επικοινωνία και η ανταλλαγή απόψεων και ιδεών, ξέρεις, λίγο ανοίγει, τουλάχιστον αυτούς που ταξίδευαν. Εντάξει, κι αυτοί που ταξίδευαν έφερναν κάποια καινούργια πράγματα και πάντοτε είχαν, ρε παιδί μου, έναν άλλον αέρα. Οι περισσότεροι, βέβαια, εκτός από το ότι ήταν καραβοκύρηδες, είχαν και δικά τους καράβια. Ο παππούς μου, ας πούμε, είχε δικό του καράβι. Οι περισσότεροι ή είχαν μετοχές σε καράβια ή είχαν δικά τους καράβια. Το Λιτόχωρο έχει ένα από τα πέντε καλύτερα ναυτικά μουσεία της Ελλάδος. Δεν ξέρω αν το έχεις επισκεφτεί. Θα άξιζε τον κόπο. Αν θέλεις, και με τον πρόεδρο του μουσείου μπορώ να σε φέρω σε επαφή και να το δεις και για να σου πει και πέντε πράγματα παραπάνω για τα καράβια. Δηλαδή, τα καράβια, ας πούμε, τότε τα λέγαν «καβαρδίνες». Και οι Λιτοχωρίτες έχουμε ένα προσωνύμιο. Μας κοροϊδεύουν αυτοί που μας ζηλεύουν —να μην πω ποιοι. Από εδώ μεριά είναι —, μας λένε [00:35:00]καμπαρντίνες από το «καβαρδίνα», επειδή πάντοτε ήταν ντυμένοι και περιποιημένοι με τα παλτό τους, φορούσαν καμπαρντίνες. Τους Λιτοχωρίτες, επειδή μας θεωρούν και λίγο αφ’ υψηλού, μας λένε καμπαρντίνες. Από εκεί βγήκε, από το καβαρδίνα, που ήταν το καράβι.

Γ.Β.:

Το Λιτόχωρο έβγαλε πάρα πολλούς και αξιόλογους επιστήμονες σε πολλούς τομείς. Και γιατρούς και εκπαιδευτικούς. Έχει πολύ πνευματικούς ανθρώπους. Αν θες, με αρκετούς μπορώ να σε φέρω σε επαφή, γιατί είναι πάρα πολύ αξιόλογοι άνθρωποι. Ας πούμε, ο κ. Σωτήρης ο Μασταγκάς έχει γράψει… Δεν ξέρω αν τον έχεις ακουστά, είναι απόστρατος στρατιωτικός. Έχει γράψει τα χρονικά του Λιτοχώρου. Τώρα είναι στο... Έχει ένα απίστευτο αρχείο φωτογραφιών και υλικού από ό,τι μπορείς να φανταστείς. Από ημερολόγιο… παμπάλαια. Όλα τα ημερολόγια όλων των συλλόγων από όλα τα χρόνια. Έχει ένα απίστευτο αρχείο. Είναι πολυγραφότατος. Είχαμε κι άλλους, οι οποίοι έχουνε «φύγει», που έχουνε γράψει για την τοπική ιστορία, για την επανάσταση του Ολύμπου, για τα τραγούδια. Ο πεθερός του νυν Δημάρχου, ο κύριος Σπύρος ο Ντάβανος, είχε κάνει μια θαυμάσια καταγραφή για τα μοιρολόγια —τα οποία φέτος ήθελα να αναβιώσω, αλλά… που μου έλαχε πάλι— και τα τραγούδια του Λιτοχώρου. Το Λιτόχωρο εκτός από ναυτική έχει και πλούσια μουσική παράδοση. Έχει πολύ ωραίες φωνές, πάρα πολύ ωραίες φωνές, γι’ αυτό και σε όλα τα γλέντια γινόταν τρικούβερτο το γλέντι. Από σπίτι σε σπίτι και φωνή. Οι χορωδίες μας, ας πούμε. Έχουν πολύ ωραίες. Έχει δύο χορωδίες το Λιτόχωρο. Έχει τη δημοτική και η μία είναι του Ιωάννη Σακελλαρίδη και η άλλη είναι του Θεόφραστου, που την έχει ο Χρήστος ο Σάλτας. Έχει δύο χορωδίες και μία το δικό μου το παραδοσιακό. Και έχουν και παιδική, νομίζω. Δηλαδή, πλούσια ναυτική, πλούσια μουσική παράδοση. Την αγαπούσαν τη μουσική. Το αγαπούσαν το γλέντι, κάναν πολλά. Αυτά. Αν θέλεις να σε φέρω σε επαφή με κάποιους ανθρώπους που αξίζει για μένα τον κόπο, όπως ο Σωτήρης ο Μασταγκάς, όπως είναι ο κύριος Νίκος ο Ντάβανος, ο οποίος επίσης είναι πολυγραφότατος. Ο κύριος Νίκος ο Ντάβανος έγραψε το βιβλίο, τη Ντοπιολαλιά. Ξέρεις, εμείς στο Λιτόχωρο, οι παλιότεροι κυρίως, είχαν την τάση να κόβουν τις συλλαβές. Εκτός του ότι έχουμε… όχι ιδιωματισμούς αλλά έχουμε λέξεις που αν σου τις πω θα μου πεις: «Τι λες τώρα;».

Μ.Ν.:

Κάποια παραδείγματα; Αν θέλετε πείτε μου.

Γ.Β.:

«Μπουλντούκα». Τι σημαίνει;

Μ.Ν.:

Δεν ξέρω.

Γ.Β.:

Όπως πέφτει η βροχή και ο δρόμος έχει μια γούρνα και πέφτει το νερό μέσα, αυτό το πράγμα εμείς το λέμε «μπουλντούκα». Θα πρέπει να βρω το βιβλίο του κυρίου Νίκου. Το βιβλίο του λέγεται «Ντοπιολαλιά». Και αυτό το κόψιμο, ξέρεις, των τελευταίων συλλαβών γίνονταν επειδή ο καιρός ήταν πάρα πολύ κρύος, λόγω του καιρού, λόγω του κλίματος, ας πούμε. Μια πολύ μεγάλη λέξη, ας πούμε… Δεν θα πούμε «στην κατάψυξη», θα πούμε «ζν κατάψυξ». Αν θέλω να μιλήσω λιτοχωρίτικα, δεν θα με καταλάβεις ποτέ. Αυτό κάνω με τον αδερφό μου όταν είμαι Θεσσαλονίκη και λέει η παρέα: «Τώρα, παιδιά, δεν θέλουν να καταλάβουν τι λέμε για αυτό άρχισαν τα λιτοχωρίτικα». Αλλά, είναι τόσο πλούσια. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ παραστατικά. Το βιβλίο του θα το βρω και θα στο δώσω έστω να το διαβάσεις. Είναι η «Ντοπιολαλιά». Έτσι λέγεται. Πάρα πολύ ωραίο. Και είχε γράψει και άλλη μια σειρά, μια τριλογία, την οποία του την είχα κάνει παρουσίαση εγώ εδώ στο θεατράκι. Μια πολύ ωραία εκδήλωση. Καλά, κι άλλα πράγματα θα είναι τώρα, αλλά ντάξει... Καλό θα είναι, σου λέω, δηλαδή... Εγώ θα ήθελα να μιλούσες με το Σωτήρη το Μασταγκά.

Μ.Ν.:

Έχω το τηλέφωνό του.

Γ.Β.:

Να τον πάρεις τηλέφωνο. Εγώ αν τον βρω θα του πω, ας πούμε, ότι μίλησα για το σύλλογο και γενικότερα, τέλος πάντων. Εκείνος θα μπορούσε να σου πει πιο εξειδικευμένα πράγματα, ρε παιδί μου. Είναι πολύ της λεπτομέρειας. Έχει απίστευτο αρχείο, [00:40:00]απίστευτο αρχείο. Θα σου δώσω ένα βιβλίο το οποίο εξέδωσε ο Σύλλογος, που είναι Η Λιτοχωρίτικη Φορεσιά, που έχει μέσα… Περιγράφει και ήθη και έθιμα και περιγράφει τα κομμάτια της φορεσιάς. Θα σου το χαρίσω για να θυμάσαι, έτσι, το πέρασμα απ’ τον Πολιτιστικό Όμιλο. Ήταν η πρώτη προσπάθεια έγγραφης ας πούμε, καταγραφής. Ξεκινήσαμε με τη φορεσιά. Βγήκε αρκετά ακριβούτσικο, αλλά βγήκε πάρα πολύ καλό, γιατί διαλέξαμε και καλό χαρτί, και «περπατάει» πάρα πολύ. Σκέψου ότι ακόμα μέχρι τώρα ο Δήμος όταν θέλει να κάνει ένα δώρο με παίρνει τηλέφωνο: «Γραμματή, το βιβλίο της φορεσιάς». Και μας έχει βγάλει ασπροπρόσωπους. Δεν μιλάω και για έξω, για αποστολές, για ανταλλαγές δώρων. Κι είναι πολύ ωραίο. Το έχει γράψει η μια μου η δασκάλα, η χοροδιδάσκαλος, με έναν που παίζει λαούτο, που είναι κι οι δύο πάρα πολύ στην παράδοση. Το γράψανε μαζί. Ψάξανε. Κάνανε έρευνα επιτόπια, πήγανε σε σπίτια, σε παλιούς, όσο είναι ακόμα. Γι’ αυτό εγώ τώρα τι κάνω; Μπαίνουμε σε σπίτια παλιά, όσοι τουλάχιστον ζουν, γιατί δεν είναι πάρα πολλοί οι παλιοί που ζουν και που μπορούν να σου πουν πέντε πράγματα τα οποία να στέκονται. Ξέρεις πόσος κόσμος υπάρχει ο οποίος έχει απίστευτο αρχείο φωτογραφιών, απίστευτο όμως, τις οποίες μαζεύω, συλλέγω; Τις έχουμε σε ηλεκτρονική μορφή και είχαμε σκοπό να τις τυπώσουμε, τέλος πάντων, και να κάναμε πάλι την έκθεση φωτογραφίας στο φαράγγι και στην πορεία να κάναμε ένα λεύκωμα φωτογραφικό, στο οποίο θα είχαμε και πέντε αράδες για το τι είναι απεικονίζει η καθεμία, τι είναι, τι δεν είναι. Αυτό συνεχίζω. Εγώ τη συλλογή συνεχίζω και την κάνω και βλέπεις έναν, ας πούμε, στο δρόμο και σου ‘ρχεται αναλαμπή. Λες : «Έχεις;». Μου ‘φερε τις προάλλες ένα πακετάκι παμπάλαιο και σκουριασμένο. Μου λέει: «Όπως το είχε η γιαγιά μου έτσι θα σας το φέρω». Και το είχε στη βαρθαλαμή. Ξέρεις τι είναι η βαρθαλαμή;

Μ.Ν.:

Ναφθαλίνη;

Γ.Β.:

Όχι.

Μ.Ν.:

Όχι; Τι είναι;

Γ.Β.:

Η βαρθαλαμή, λοιπόν, είναι… «Το βρήκα», μου λέει, «στη βαρθαλαμή». Είχε και η γιαγιά μου. Είναι το μπαούλο. Το μπαούλο στην άκρη, μέσα, στον εσωτερικό του χώρο έχει έναν μικρό ιδιαίτερο χώρο που εκεί βάζαν τα πορτοφόλια τους, τα χρήματά τους, κάποια πολύτιμα αντικείμενα. Ένας ορθογώνιος χώρος στο εσωτερικό, πάνω στο τοίχωμα δηλαδή. Μη φανταστείς πολύ πλατύς, τόσος. Αυτή ήταν η βαρθαλαμή. Και από πάνω είχε ένα σαν σκέπασμα, ρε παιδί μου. Εγώ όταν ζητούσα απ’ τη γιαγιά μου, «Γιαγιά, θα μου δώσεις λίγα χρήματα, για να πάω στο σχολείο;», «Περίμενε να πάω στη βαρθαλαμή» μου ‘λεγε. Μου λέει: «Θ’ ανοίξω τη βαρθαλαμή». Και μου ‘φερε φωτογραφίες οι οποίες ήταν απ’ το 1900-τόσο με αφιερώσεις πίσω, βέβαια φθαρμένες. Τώρα, δεν ξέρω κατά πόσο επιδέχονται και τι επεξεργασίας επιδέχονται αυτές. Αλλά, θέλω να σου πω ότι… Κι άλλο υλικό υπάρχει στα σπίτια. Γι’ αυτό εγώ ήθελα να κάνω το λαογραφικό, που θα έβγαινα παγανιά παντού και θα άνοιγα τα ντουλάπια τους και τα συρτάρια τους, αλλά αποφασίσαν να κάνουν ιστορικό. Ο προηγούμενος δήμαρχος άκουγε «λαογραφικό» και πάθαινε κάτι. Και το περάσανε, η επιχορήγηση που πήραν —αυτό μου ‘λεγε η Ζωζώ τώρα—, σαν ιστορικό. Όχι ότι δεν έχουμε, και στο κομμάτι της ιστορίας έχουμε πολλά πράγματα που μπορούμε να βάλουμε. Αλλά, νομίζω ότι αν ήταν και τα δύο, ένας συνδυασμός, όχι αμιγώς λαογραφικό… ΟΚ. Είναι και βαρετό το να έρχεσαι να βλέπεις τώρα την τσικρίκα και τη λανάρα. Αλλά, να είχε και έναν χώρο. Θα το παλέψω εγώ. Θα το κάνω, ναι.

Μ.Ν.:

Η τσικρίκα και η λανάρα που είπατε τι είναι;

Γ.Β.:

Η τσικρίκα και η λανάρα… Κάτσε τώρα, αν έχει εδώ κάποια φωτογραφία. Ήτανε… Με τη λανάρα έξυναν το μαλλί. Τώρα πρέπει να σου το δείξω. Ήταν ένα ξύλινο αντικείμενο, σκέψου [00:45:00]σαν ένα πεντάγωνο. Τόσο ήταν. Και βάζανε το μαλλί γύρω-γύρω και το λανάριζαν. Τώρα, τι είναι το λανσάρισμα, πολλά-πολλά πράγματα και εγώ δεν ξέρω. Η τσικρίκα και αυτή παλιό. Έχω μέσα τσικρίκα. Και αυτό τέτοιο για το μαλλί ήτανε πριν τον αργαλειό. Αυτό τώρα… τι είναι αυτό; Αυτή η φορεσιά είναι Θράκης, αλλά ο πίνακας ήτανε της μαμάς μιας χορεύτριας και μου την έκανε δώρο. Αυτό τώρα τι είναι; Δεν ξέρω αυτό πώς το λένε, αλλά μπορώ να μάθω άμα θες. Τσικρίκα έχω μέσα στο αρχείο.

Μ.Ν.:

Εδώ;

Γ.Β.:

Εδώ είναι αργαλειός, το στημόνι. Εδώ είναι… Μεταφορά προίκας είναι εδώ; Ναι. Να το έθιμο των Σίχνων. Είναι αυτό. Πολλούς μουσικούς το Λιτόχωρο. Αυτό που δεν σου είπα για τους επιτάφιους είναι ότι παλιά —το έκανε και η μητέρα μου αυτό. Δεν έχω εδώ τέτοιο— τα λουλούδια του επιταφίου ήταν χειροποίητα, τα κάναν δηλαδή κάποιες γυναίκες που πλαισίωναν. Άλλη έκανε τα σχέδια, άλλη έκανε το μίσχο, άλλη έκανε τα φύλλα, άλλη έκανε μέσα το… πώς το λένε το κίτρινο; Η καθεμία, τέλος πάντων, είχε τη δουλειά της. Και είχαν έναν τέτοιο ανταγωνισμό η κάθε ενορία να βγάλει τον καλύτερο επιτάφιο. Τώρα οι επιτάφιοι έχουν βιομηχανοποιημένα. Παλιά ήταν όλα χειροποίητα. Έπαιρναν το ύφασμα, είχαν τα ρυζόχαρτα, κόβανε, κάνανε τα σχέδια μόνες τους. Η μάνα μου ήταν πρωτεργάτης. Κάναν τα σχέδια μόνοι τους. Συναρμολογούσαν και έπειτα πηγαίνανε και λουλούδι-λουλούδι το βάζαν… Μιλάμε τη μάνα μου τη χάναμε για κάνα τρίμηνο πριν το Πάσχα. Και αυτό το κάνανε κάθε δύο χρόνια, τρία χρόνια. Δηλαδή, όταν βλέπαν ότι τα λουλουδάκια καπνίστηκαν, λίγο χάλασαν, άντε πάλι. Και κάναν παρέες, γυναικοπαρέες. Πήγαινα κι εγώ κάποια φορά και περνούσα υπέροχα.

Μ.Ν.:

Ήταν υφασμάτινα, δηλαδή.

Γ.Β.:

Ναι. Ήταν υφασμάτινα, ναι. Τώρα παίρνουν έτοιμα και απλά οι γυναίκες στολίζουν το σκελετό, ας πούμε. Παλιά τα κάναν από μόνες τους και είχαν τρομερό ανταγωνισμό ποιος επιτάφιος θα είναι ο πιο ωραίος. Όχι ο ένας είναι πιο λεπτός, ο άλλος είναι πιο χοντροκομμένος. Είχαν… Αυτές τις ασχολίες είχανε τότε. Για αυτούς ήταν κάτι αξιόλογο αυτό, και ήταν όντως αξιόλογο, εδώ που τα λέμε, έτσι δεν είναι;

Μ.Ν.:

Όντως, ναι.

Γ.Β.:

Θα θυμηθώ εγώ και άλλα πράγματα. Λοιπόν, δεν έχω κάτι άλλο.

Μ.Ν.:

Ήταν πολύ ενδιαφέροντα όλα αυτά που μας είπατε. Ευχαριστούμε πολύ που μοιραστήκατε την ιστορία σας μαζί μας.

Γ.Β.:

Τιμή μας. Να προβάλλετε την ιστορία του κάθε τόπου. Είπαμε ότι η Ιστορία και η παράδοση είναι οι ρίζες μας. Αλλοίμονο αν ξεκοπούμε από αυτές. Αλλοίμονο. Τις σεβόμαστε, τις τιμούμε γιατί δίχως αυτές νομίζω ότι δεν θα ‘χουμε νόημα. Και όπως είπαμε, το παντρεύουμε και λίγο με το σήμερα, για να προσελκύσουμε τη νέα γενιά.

Μ.Ν.:

Πολύ ωραία. Ευχαριστούμε πολύ.