© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Ασ' το το χεράκι σου»: Αφήγηση ενός τροχαίου ατυχήματος

Κωδικός Ιστορίας
9894
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αφροδίτη Σόβολου (Α.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/07/2020
Ερευνητής/τρια
Νικόλας Δροσόπουλος (Ν.Δ.)

[00:00:00]

Ν.Δ.:

Καλησπέρα είμαι ο ερευνητής από το Istorima Δροσόπουλος Νικόλας, είμαστε Παρασκευή 10 Ιουλίου, στο Σχολείον της Ειρήνης Παππά, με την Αφροδίτη Σόβολου. Γεια σου Αφροδίτη.

Α.Σ.:

Γεια σου Νικόλα.

Ν.Δ.:

Πες μας μερικά λόγια για σένα.

Α.Σ.:

Εγώ είμαι η Αφροδίτη Σόβολου και βρίσκομαι αυτή τη στιγμή στη σχολή, σε λίγη ώρα έχουμε την προβολή της ταινίας, που έχουμε κάνει με το έτος, το 3ο, των τελειόφοιτων με τον Αλέξανδρο τον Βούλγαρη-The boy, με τίτλο "Το γυμναστήριο" και είμαστε λίγη ώρα πριν την προβολή της ταινίας στο κοινό.

Ν.Δ.:

Έχεις άγχος γι'αυτό;

Α.Σ.:

Πάρα πολύ, γιατί το γυρίζουμε και δεν έχουμε καμία εικόνα του εαυτού μας, δεν έχουμε καμία αίσθηση του τι είναι αυτό που έχουμε κάνει και τώρα θα την έχουμε. Θα την αποκτήσουμε.

Ν.Δ.:

Άρα θα δεις τον εαυτό σου πρώτη φορά στην οθόνη.

Α.Σ.:

Ναι.

Ν.Δ.:

Πες μας, είσαι από την Αθήνα;

Α.Σ.:

Δεν είμαι από την Αθήνα, εγώ κατάγομαι από Λακωνία, Μολάους Λακωνίας. Τα τελευταία χρόνια, πριν τελειώσω το σχολείο με την οικογένειά μου, μετακομίσαμε στην Μονεμβάσια, και πλέον το σπίτι είναι εκεί όταν κατεβαίνω. Έφυγα στα 18, πήγα στα Χανιά, όπου πέρασα στο Πολυτεχνείο Κρήτης στο τμήμα μηχανικών περιβάλλοντος. Πέρασα έξι χρόνια στον παράδεισο. Στις Χανάρες μου τις όμορφες. Έφτιαξα εκεί τους φίλους μου, τη ζωή μου… Εκεί μεγάλωσα. Πήγα με μια βαλίτσα, με άφησαν και έφυγαν. Και εκεί ενηλικιώθηκα. Ότι καλό και ότι στραβό μου συνέβαινε, εγώ εκεί το πέρασα. Και πέρασα από το στάδιο του: βάζω νερό στην κατσαρόλα και κυνηγάω τις φακές, γιατί δεν έχω βάλει καλή δοσολογία για να φάω- μέχρι του: ελέγχω πλήρως τη ζωή μου και τα κάνω όλα μόνη μου. Και πέρασα πριν 3 χρόνια στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, πάλι με μια βαλίτσα έφυγα, αφήνοντας πίσω το σπίτι και τη δική μου οικογένεια, ήρθα στην Αθήνα και έχει πάει τρένο με τη σχολή, η οποία τώρα ολοκληρώνεται και ανοίγει ένα καινούργιο κεφάλαιο τελείως άγνωστο. Τουλάχιστον έχω μάθει τις γραμμές του μετρό. Τουλάχιστον.

Ν.Δ.:

Η Αφροδίτη σήμερα θα μας μιλήσει για ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, που είχε πριν κάποια χρόνια. Μπορείς να ξεκινήσεις.

Α.Σ.:

Ωραία, ήταν Δεκέμβριος του 2012. Εγώ είχα φύγει από τα Χανιά να πάω στη Μονεμβάσια στους δικούς μου για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Ενάμιση μήνα πριν είχα χωρίσει με έναν μεγάλο έρωτα. Τον πρώτο μου μεγάλο έρωτα και ολοκληρωμένο έρωτα. Και το παιδί αυτό καταγόταν από το ίδιο μέρος και ήξερα ότι θα τον συναντήσω. Φτάνω 24 Δεκέμβρη, 25 τον συναντάω τυχαία, γιατί είναι και μικρό το μέρος, 26 ξαναβρισκόμαστε και ξαναγίνεται η ζημιά. Βέβαια επειδή μας έτρωγαν πολλά, ναι μεν εμείς τα είχαμε ξαναβρεί, αλλά δεν ήτανε καλά. Ήτανε θολά τα νερά. Εγώ λόγω του χωρισμού εκείνου ενάμιση μήνα πριν, είχα ξεκινήσει το τσιγάρο. Τότε ξεκίνησα το τσιγάρο. Ελπίζω ο πατέρας μου να μην το μάθει ποτέ αυτό. Ήταν βράδυ 28 Δεκέμβρη αργά. Η αδερφή μου επίσης ήταν σε μια περίεργη σχέση, στα τελειώματα τότε της δικής της σχέσης. Ότι είχε πάρει το δίπλωμα οδήγησης, της είχε δώσει ο μπαμπάς ένα μικρό αυτοκινητάκι που είχε. Ένα τετραθέσιο Jimmy Suzuki πολύ μικρό, για να αρχίσει να παίρνει θάρρος με το αμάξι και τα σχετικά. Είμαι εγώ στο σπίτι, ακούω μουσική, καπνίζω στο τζάκι δίπλα, για να παίρνει τον καπνό, να μην μυρίσει η μάνα καπνίστρια και το καταλάβει ότι καπνίζω. Είναι περίπου 03:00 η ώρα το βράδυ. Ξημερώματα 29ης Δεκεμβρίου. Και ανοίγει την πόρτα η αδερφή μου. Με την αδερφή μου, που δεν ανταλλάσσουμε και παρά πολλά δεν είμαστε, δεν ήμασταν μάλλον κολλητές αδερφές. Με το που ανοίγει την πόρτα και με βλέπει να έχω μπει μέσα στο τζάκι, να καπνίζω, να [00:05:00]ακούω μουσική και δίπλα ένα ποτήρι κρασί, όπως είναι στην πόρτα μου λέει: «Πάμε μια βόλτα στη θάλασσα;» και μου κουνάει τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Και της λέω: «Φύγαμε!». Μαζεύω τσάντα, παίρνω καπνό, παίρνω και ένα μικρό μπουκαλάκι κρασί που είχα και ξεκινάμε. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και ξεκινάμε. Θα πηγαίναμε στην παραλία τα «Αμπελάκια».

Α.Σ.:

Για τα Αμπελάκια ξεκινήσαμε στα θυμαράκια παραλίγο να καταλήξουμε. Η αδερφή μου δεν έτρεχε. Πηγαίναμε στην παραλία, η οποία για να φτάσεις εκεί στον δρόμο που παίρνουμε από το σπίτι, πρέπει να στρίψεις αριστερά σε κάποιο σημείο, άρα η αδερφή μου ξαναέκοψε ταχύτητα. Ότι είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Εγώ άρχισα να στρίβω τσιγάρο, για να 'μαι έτοιμη όταν θα φτάσω στην παραλία να το ανάψω, γιατί χαρμάνιαζα τότε, είχα νταλκάδες τρομερούς και το χρειαζόμουν. Και δεν έτρεχε, πήγαινε με 30, και που έκοψε δηλαδή, πήγαινε με 20. Ψιχάλιζε και την ώρα που έχω κάτω το κεφάλι μου και στρίβω τσιγάρο καταλαβαίνω μία μετακίνηση στο σώμα. Σηκώνω το κεφάλι, είναι το σημείο που πρέπει να περάσουμε από μια γέφυρα, μικρή. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω ότι το αυτοκίνητο πηγαίνει δεξιά-αριστερά. Όλα αυτά σε κλάσματα δευτερολέπτων. Μια που το αντιλαμβάνομαι, μία που φεύγει το αμάξι δεξιά πάνω στα κιγκλιδώματα τα σάπια, της δεκαετίας του 1820. Και εκείνη τη στιγμή, κλάσμα δευτερολέπτων, παγώνω. Αυτό που σου λέω. Μου κόπηκε η λαλιά, δε μπορώ να μιλήσω, ήταν αυτό το πράγμα. Ένας κόμπος τρομερός στο στομάχι, ένα «Ααχ». Και το μόνο που κατάφερα να αρθρώσω ήταν το «Δώρα!», που ήταν η αδερφή μου, και η αδερφή μου να πει «Αφροδίτη!». Σπάμε τα κιγκλιδώματα, τώρα όλα αυτά σε κλάσματα δευτερολέπτων, όσο και να τα ανοίγω, σπάμε τα κιγκλιδώματα, σκοτάδι ολούθε. Είμαστε στον αέρα, ξέρω ότι από κάτω είναι μια γέφυρα τουλάχιστον πέντε μέτρων, και λέω: «Πεθάναμε!». Πεθάναμε όμως. Αυτό ήταν σε ένα δευτερόλεπτο, εγώ σε ένα δευτερόλεπτο πρόλαβα να σκεφτώ, ότι στο επόμενο ένα δευτερόλεπτο, εγώ θα πεθάνω. Και σκέφτηκα ένα τελευταίο, πάμε για την πρόσκρουση. Κλείνω τα μάτια, μαγκώνω, κοκκαλωμένη, παγωμένη, και ότι πάμε για την πρόσκρουση τώρα. Χτυπάει το αμάξι, ξαναχτυπάει το αμάξι, εγώ έχω ένα κενό μνήμης σε αυτό το διάστημα του χτυπήματος, γιατί χτύπησα και το κεφάλι μου, και δεν θυμάμαι τα πρώτα δευτερόλεπτα, όταν συνειδητοποίησα ότι, δεν πεθάναμε με την πρόσκρουση. Προσπαθούσα να καταλάβω πως είναι το αμάξι, το αμάξι είχε πέσει με τη μούρη, και μετά έπεσε από την πλευρά του συνοδηγού που ήμουνα εγώ. Και στεκόταν, στηριζόταν στο έδαφος από την πλευρά του συνοδηγού. Λέω: «Δεν πέθανα!» αλλά αρχίζω να μυρίζω καπνό, και λέω: «Αυτό είναι, θα καούμε τώρα σαν τα ποντίκια, όπως είμαστε εδώ, χωρίς κανένα άνοιγμα χωρίς τίποτα, θα πάρουμε φωτιά θα ανατιναχτούμε, θα καούμε, δεν υπάρχει, γλιτώσαμε την πρόσκρουση, θα καούμε, δεν υπάρχει». Και λέω: «Δώρα θα καούμε, Δώρα καιγόμαστε!» χωρίς να βλέπω φωτιά μόνο από τη μυρωδιά. Και μου λέει: «Όχι μην ανησυχείς έχουν σκάσει οι αερόσακοι». Και μύριζε το αέριο από τους αερόσακους. Το αμάξι δεν είχε σβήσει η μηχανή του και ακούγαμε τη μηχανή. Εγώ προσπαθούσα να καταλάβω πως είναι το αμάξι, άρα που έχω τα πόδια μου; Άρα που έχω ακουμπήσει την τσάντα μου; Που μέσα έχω το κινητό μου, το οποίο εντελώς τυχαία είχα πάρει για να ακουμε μουσική, γιατί η Δώρα δε μπορούσε να βρει το δικό της. Σωθήκαμε γιατί φορούσαμε ζώνες, διαφορετικά με την πρόσκρουση, με την μούρη που έπεσε το αμάξι, θα είχαμε διαλυθεί, θα είχαμε βγει έξω. Και η Δώρα επειδή ακριβώς ήταν στη θέση του οδηγού και το αμάξι είχε τουμπάρει από την πλευρά του συνοδηγού, [00:10:00]ήταν στον αέρα, την κρατούσε μόνο η ζώνη. Και βάζω το αριστερό μου χέρι και την στηρίζω, γιατί με το βάρος της έπεφτε. Και με το αριστερό μου κρατάω την αδερφή μου, η οποία έχει πάθει κρίση πανικού ως οδηγός, που ένιωθε ότι αυτή είχε την ευθύνη των όσων είχαν συμβεί. Που δεν την είχε, γιατί απλά έκανε νερά το τιμόνι που γλιστρούσε ο δρόμος, λόγω των λάστιχων που δεν είχε προλάβει να αλλάξει ο πατέρας μου. Και αρχίζει μέσα στην κρίση πανικού που έχει πάθει, να κλαίει, να οδύρεται, να της κόβεται η ανάσα και να λέει, όχι αν είμαστε καλά, «Τι θα πω στο μπαμπά, κατέστρεψα το αμάξι!». Άλλα πράγματα. Εγώ να της λέω: «Δώρα, αυτά είναι σιδερικά και δε μας νοιάζουν.» και η Δώρα να σκέφτεται τα τριτοτέταρτα πράγματα. Εγώ εκείνη τη στιγμή είχα κρατήσει πάρα πολύ την ψυχραιμία μου, επειδή ακριβώς η αδερφή μου την είχε χάσει. Εγώ ανέλαβα το ρόλο του ψύχραιμου ανθρώπου που θα μας έβγαζε από εκεί. Προσπαθώ να καταλάβω πόσο έχει τουμπάρει το αμάξι, άρα που είναι η τσάντα μου. Ψάχνω στην τσάντα μου, μέσα στα σκοτάδια με γυαλιά και καταλαβαίνω υγρό στα χέρια μου που ήταν αίματα, που είχα κοπεί, το κινητό μου, βρίσκω το κινητό μου και πρέπει να πάρω τη μάνα μου τηλέφωνο, να της πω ότι έχουμε τουμπάρει στη γεφυρούλα που πάει προς τα Αμπελάκια. Παίρνω τη μάνα μου περίπου 03:30 ώρα το βράδυ, και της λέω... Το σηκώνει, της λέω με πολύ ήρεμο τρόπο και πολύ μαλακή και γλυκιά φωνή: «Μαμά, θέλω να σου πω κάτι και θέλω να κρατήσεις την ψυχραιμία σου, αυτή τη στιγμή που σου μιλάω εγώ και η Δώρα είμαστε τουμπαρισμένες μέσα στο αμάξι στην τάδε γέφυρα, που οδηγεί στην παραλία Αμπελάκια, ξύπνα τον Δημήτρη! -ο πατριός μου ο Δημήτρης, ο οποίος είναι γιατρός στο νοσοκομείο των Μολάων- να έρθει να μας πάρει και να ενημερώσει το νοσοκομείο ότι πάμε εκεί φεύγοντας, τρέχοντας, και να έρθετε να μας πάρετε».

Α.Σ.:

Η μάνα μου δεν το άκουσε καλά και με το που της το λέω δεύτερη φορά κράτα την ψυχραιμία σου το και το. Η μάνα μου βάζει μια κραυγή, ο αδερφός μου ήταν μικρός και ξύπνησε. Βάζει μια κραυγή, προσπαθεί να καταλάβει ποια παραλία, εγώ της λέω, γιατί νόμιζε μια άλλη παραλία, συνειδητοποιεί ποια παραλία είναι. Το κλείνουμε και έρχεται με τον πατριό μου. Αυτή την ώρα που έρχεται με τον πατριό μου, εγώ καταλαβαίνω ότι το αμάξι είναι ακόμα ανοιχτό. Άρα μπορεί η Δώρα να πατήσει το κουμπάκι στο δικό της το παράθυρό, γιατί το δικό μου έβλεπε το έδαφος, να πηδήξουμε από το αμάξι βγαίνοντας από το δικό της το παράθυρο. Πατάει το κουμπί, ανοίγει το παράθυρο και φοβόμαστε, είμαστε στο: «Πως κλείνουμε τη μηχανή, θα ανατιναχτούμε; Δε θα ανατιναχτούμε;». Και είναι μια απόφαση. Παίρνουμε την απόφαση μαζί να γυρίσουμε το κλειδί. Γυρνάμε το κλειδί, σβήνει η μηχανή δεν ανατιναζόμαστε δεν ανατιναζόμαστε λέμε: «Τη γλιτώσαμε κι από δω». Και βγαίνω πρώτη. Βοηθάω την αδερφή μου να βγει δεύτερη, βρίσκω κάτι αναχώματα, εγώ είχα φύγει με παντόφλες. Εν τέλει πήγα ξυπόλητη στο νοσοκομείο. Πατάω μέσα στις πέτρες, βρίσκω κάτι αναχώματα, γιατί εκεί όταν βρέχει περνάει ρυάκι. Και ότι είχε ξεκινήσει να βρέχει. Βρίσκω κάτι αναχώματα, ανεβαίνουμε πάνω στο κεντρικό δρομάκι. Έρχεται η αδερφή μου, εγώ πονάω οικτρά, γιατί με το χτύπημα, με την πρόσκρουση και με την ζώνη χτύπησα το στομάχι μου και το κεφάλι μου πάρα πολύ. Και πονάω τόσο φοβερά που δεν μπορώ να πάρω ανάσα. Αλλά δεν το λέω στην αδερφή μου, γιατί είχε πάθει κρίση πανικού. Και λέω ωραία τη γλιτώσαμε από την πρόσκρουση. Τη γλιτώσαμε που δεν καήκαμε, τη γλιτώσαμε που δεν ανατινάχτηκαμε, έχω πάθει εσωτερική αιμορραγία δεν υπάρχει περίπτωση. Λίγες μέρες πριν είχε πεθάνει μια κοπέλα από... τέλος πάντων, μακρινή συγγένεια. Επειδή είχε χτυπήσει με το αυτοκίνητο της σε ένα δέντρο και είχε πεθάνει από εσωτερική αιμορραγία. Και λέω, δεν υπάρχει περίπτωση, μου έσκασε εμένα αυτό το περιστατικό. Και λέω δεν υπάρχει περίπτωση με τέτοιο οικτρό πόνο που δεν μπορώ να πάρω ανάσα και το κρύβω για να μην λαχταρήσω την αδερφή μου, έχω πάθει εσωτερική αιμορραγία. Άρα αρχίζω να μετράω αντίστροφα. Έρχεται[00:15:00] η μητέρα μου, μας παίρνει, μπαίνουμε μέσα στο αυτοκίνητο. Και η Δώρα πονούσε πάρα πολύ, η Δώρα είχε χτυπήσει στο στήθος της από το τιμόνι, εκεί πονούσε περισσότερο. Εγώ στο στομάχι. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, η Δώρα λέει: «Πονάω, πονάω, πονάω, κατέστρεψα το αμάξι, Αφροδίτη πως είσαι; Πώς είσαι Αφροδίτη; Είσαι καλά; Εγώ φταίω.». Της λέω «Μία χαρά δεν έχω τίποτα». Και σε όλο αυτό το διάστημα, δε μπορώ να πάρω ανάσα. Μέχρι να φτάσουμε στο νοσοκομείο, γλιστράμε και με το αυτοκίνητο του πατριού μου. Και λέω, δεν το ξαναζώ εγώ αυτό το πράγμα. Γλιστράμε λίγο και με το αυτοκίνητο του πατριού μου, συναντάμε στο δρόμο το ασθενοφόρο. Κάνει αναστροφή το ασθενοφόρο, μας παίρνει από πίσω. Φτάνουμε στο νοσοκομείο των Μολάων και αρχίζει μια σειρά από εξετάσεων για να δούμε που έχουμε εσωτερική αιμορραγία. Και μπαίνουμε με τη σειρά η αδερφή μου και 'γω. Με το που φτάνουμε στο νοσοκομείο εγώ νιώθω, γιατί αυτό πρέπει να πω και στους γιατρούς, να πω ότι πονάω, γιατί τόση ώρα το κρυβω. Και λέω: «Όχι είμαι μια χαρά», σα να μην έγινε τίποτα. Και με το που ανοίγει η πόρτα του αυτοκινήτου και πατάω στα επείγοντα βγάζω ένα βογγητο τρομερό και γυρνάει η αδερφή μου, τα χάνει και λέω: «Πονάω στο στομάχι τρομερά, δε μπορώ να αναπνεύσω πολλή ώρα.». Με βάζουν πρώτη μέσα και αρχίζουμε και κάνουμε ακτινογραφίες, υπερήχους, μας πήραν αίμα και περιμένουμε στα επείγοντα. Και έρχονται οι γιατροί... Λέω ένα στην αδερφή μου όλα καλά μια χαρά. Βέβαια νοσοκομείο Μολάων, επαρχιακό νοσοκομείο, τα μηχανήματα παμπάλαια, καμία ακρίβεια. Και από τις εξετάσεις αίματος βλέπουν ότι έχω χαμηλό αιματοκρίτη που έτσι κι αλλιώς έχω χαμηλό αιματοκρίτη. Και λένε: «Ωραία, να σου ξαναπάρουμε αίμα» . Μου ξαναπαίρνουν αίμα, μικρότερος ο αιματοκρίτης. Ενώ στον υπέρηχο και στην ακτινογραφία δεν είχε φανεί τίποτα στις εξετάσεις αίματος, φαινόταν ότι ο αιματοκρίτης μου πέφτει. Ψάχνουν τα αρχεία μου στο νοσοκομείο, βλέπουν κάτι αρχεία της γιαγιάς μου της Αφροδίτης που είχε πεθάνει κιόλας και δεν τα 'χαν διαγράψει και ποτέ. Πατάνε «Σόβολου Αφροδίτη» και βρίσκουν της γιαγιάς μου που έχει χοληστερίνη, τριγλυκερίδια και χίλια δυο άλλα συναφή. Έναν αιματοκρίτη στον πάτο… Και λένε: «Ντάξει της πέφτει ο αιματοκρίτης, κάπου έχει εσωτερική αιμορραγία και με τα μηχανήματα εδώ δε μπορούμε να τη βρούμε, πρέπει να πάει Σπάρτη να κάνει αξονική». Εγώ στο ενδιάμεσο έχω στείλει στο αμόρε που τα 'χαμε ξαναβρεί να του πω... Να τον αποχαιρετήσω, με όλο το drama Queen που ζούσα εκείνη τη στιγμή, γνωρίζοντας ότι δεν είναι και ο μεγαλύτερος μου έρωτας αλλά αυτόν είχα, αυτόν αποχαιρετούσα. Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο, επίσης, των Μολάων, εγώ επειδή ήξερα ότι θα πεθάνω, είπα ωραία, τώρα θα τα αποκαλύψω όλα στη μάνα μου και γυρνάω και της κάνω: «Μαμά, καπνίζω». Γιατί τα τσιγάρα, είχαν μείνει στο αυτοκίνητο, μαζί με την τσάντα μου και αυτός που θα πήγαινε να μαζέψει το αυτοκίνητο, δηλαδή ο πατέρας μου, θα έβρισκε μέσα τα τσιγάρα. Μπαίνω στο ασθενοφόρο για να πάω Σπάρτη και πρέπει να πιω ένα υγρό για την αξονική, το οποίο δεν πινόταν. Και εγώ επειδή έχουν περάσει πάρα πολλές ώρες, δεν είχα κουνηθεί από το κρεβάτι και από το φορείο, αρχίζει μία σουρεαλ κατάσταση, που είμαι εγώ στο δρόμο, δεν μπορώ να κουνηθώ, να τους χτυπήσω μπροστά στον οδηγό, να τους πω ότι κατουριέμαι, και πρέπει να κατουρήσω εγώ τώρα, δεν μπορώ, είμαι έτοιμη να σκάσω. Δηλαδή θα πεθάνω που θα πεθάνω, τουλάχιστον ας πάω κατουρημένη και όχι ακατούρητη. Να σταματάει το ασθενοφόρο, βρήκα κάτι εκεί χτυπούσα την πόρτα,το τέτοιο, το ταμπλό. Σταματάνε, με βλέπουν, έρχονται με βλέπουν, τους λέω: «Θέλω να κατουρήσω και αυτό εδώ που μου έχετε δώσει δεν πίνεται, πιείτε το εσείς, εγώ δεν μπαίνω να κάνω αξονική αλλιώς». Τέλος πάντων, να κατουράω, μου δίνουν μια πάπια, κατουράω εγώ σε μια πάπια, και λέω: «Το τελευταίο μου κατούρημα στη γη είναι σε μια πάπια». Φτάνουμε Σπάρτη μου κάνουν αξονική, όλα καλά. Εκείνο το βράδυ γυρίσαμε μετά, νοσηλευτήκαμε στο νοσοκομείο, και η αδερφή μου είχε χαλαρώσει πάρα πολύ. Αλλά όταν αυτή είχε πάθει κρίση πανικού και εγώ ήμουν ψύχραιμη, μετά γύρισε τούμπα και ήταν η Δώρα ψύχραιμη[00:20:00] και εγώ ήμουν με έναν μόνιμο νευρικό κλονισμό, γιατί μου είχε ξεσπάσει σαν μετατραυματικό στρες, το οποίο μετά για έναν χρόνο τουλάχιστον προσπαθούσα να ξεπεράσω με τη βοήθεια ψυχιάτρου στα Χανιά. Και σκεφτόμουν συνέχεια ότι πέρασα από 3 στάδια θανάτου, χωρίς να ξέρω ποιο είναι το χειρότερο. Αυτό που όταν πέσαμε είπα στο επόμενο δευτερόλεπτο θα πεθάνω; Σ'αυτό που μύριζα τον καπνό που ο χειρότερος φόβος μου είναι ότι θα κάνω και ένιωθα ότι θα καώ; Ή ότι βγήκα από αυτά τα σιδερικά και δεν ήξερα πόσες ώρες ακόμη μου μένουν; Με ποιους ανθρώπους θέλω να μιλήσω; Ερωτεύτηκα ποτέ; Πρόλαβα να ερωτευτώ; Αγάπησα; Έκανα φίλους; Διεκδίκησα αυτά που ήθελα; Στο σημείο αυτό θα πω, ότι εγώ από τα 15 μου ήξερα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Όταν πέσαμε και άνοιξα τα μάτια μου... Όταν πέφταμε μέσα στο όλο στιγμιαίο ότι θα πεθάνω στο επόμενο δευτερόλεπτο, ωραία τώρα πάμε για την πρόσκρουση έκανα και μια τρίτη σκέψη: «Όχι ρε γαμώτο, δε θα γίνω ηθοποιός». Και όταν άνοιξα τα μάτια μου τραγούδησα δύο τραγούδια. Είναι αυτό που λέμε: «Αυτό το τραγούδι θα ήθελα να ακούσω λίγο πριν πεθάνω». Και επειδή ήξερα, ένιωθα ότι θα πεθάνω και δε μπορούσα να το ακούσω άρχισα να το τραγουδάω. Αυτό το τραγούδι είναι ένα του Μάνου Χατζιδάκη από το άλμπουμ "Το χαμόγελο της Τζοκόντα", το τελευταίο, το "Χορός με τη σκιά μου". Και άρχισα να το μουρμουρίζω. Κι όταν είχε πάθει η Δώρα κρίση πανικού μέσα στο αμάξι, σε κάποια φάση γύρισα και της τραγούδησα, όταν την κρατούσα, «Άστο το χεράκι σου το μικρό σου χέρι». Και η Δώρα δεν το θυμάται ότι της το τραγούδησα ποτέ, αλλά έκλαιγε και 'γω της τραγουδούσα ένα τραγούδι, που το έχω συνδυάσει με την αδερφή μου. Όταν γυρίσαμε στο νοσοκομείο των Μολάων, μέσα στην όλη παράκρουση των γεγονότων, κι αφού πλέον παίρναμε βαθιές αναπνοές, ότι γλιτώσαμε από πολύ σίγουρους θανάτους, έρχεται ο πατέρας μου, ο οποίος έχει έναν τρόπο να μην αντιμετωπίζει τα πράγματα σοβαρά, αλλά πάντα με χιούμορ, και μας λέει: «Κορίτσια, είχατε άγιο, και ξέρετε γιατί; Γιατί σήμερα είναι των νηπίων». Κάποιων νηπίων, 30; 40; Τριακοσίων; Θα σε γελάσω Νικόλα για τον αριθμό. «Κι είναι των νηπίων και σωθήκατε γι'αυτό, επειδή είναι των νηπίων». Εμένα όλα αυτά μου ακούγονταν τρέλα και «Έλα ρε πατέρα εδώ δηλαδή είδαμε το χάρο με τα μάτια μας ποιών Νηπίων και τα σχετικά». «Όχι ήταν των Νηπίων και σωθήκατε επειδή ήταν των Νηπίων». Και μέχρι τώρα 2020 τον αφήνω να πιστεύει, ότι έχουμε σωθεί λόγω των Νηπίων, κάθε 29 πηγαίνει εκκλησία, 29 Δεκέμβρη ο πατέρας μου. Και έχει κάνει παραγγελία μια εικόνα γι'αυτών των Νηπίων. Και πώς τα φέρνει η μοίρα, ο φίλος μου που τα 'χαμε βρει τότε, έμενε πολύ κοντά στο σημείο που πάθαμε το ατύχημα και πήγε ο αδερφός του και επειδή έχουν ένα βενζινάδικο και πήγε και του είπε... Σταμάτησαν εκεί όταν πήγαιναν να πάρουν το αυτοκίνητο, δεν είχε δει ποτέ το μήνυμα μου που του 'χα στείλει, το αποχαιρετιστήριο. Ξημερώματα τον ξύπνησε ο αδερφός του, γιατί είχαν σταματήσει στο βενζινάδικο να ρωτήσουν που είναι το τάδε σημείο, πάμε γιατί έπεσε ένα αμάξι: «Ποιοι ήταν μέσα, τα κορίτσια του Σόβολου». Και χτυπάει καμπανάκι στον αδερφό του και πάει και ξυπνάει το τότε αγόρι μου και του λέει: «Ρε, χτύπησε η Αφροδίτη». Και το παιδί αυτό είχε μείνει: «Μα, πότε χτύπησε τι ατύχημα, πριν λίγη ώρα ήμασταν μαζί.», γιατί 2 ώρες πριν το ατύχημα ήμασταν μαζί. Και έτσι μέσα [00:25:00]σε όλα, τι να πω, δεν ξέρω τι να πω. Μετά από αυτό το ατύχημα εγώ σκεφτόμουν ότι ωραία, δεν ξέρεις πότε μπορεί να σου προκύψει το οτιδήποτε, δεν χρειάζεται να αρρωστήσεις, δε χρειάζεται να έρθουν τα 100 σου, χρειάζεται μια ατυχής στιγμή, ούτε καν να πιεις και να τρέχεις, πήγαινε με 30, ούτε καν. Μόνο το ότι έβρεχε. Μόνο ότι τα κιγκλιδώματα ήταν σάπια. Μόνο αυτό. Μια στιγμή, και δεν είσαι τίποτα. Και όνειρα, άνθρωποι, προσδοκίες, επιθυμίες, κι όλα, όλα μένουν στο μηδέν. Στην άρση. Πριν πατήσει μέτρο. Μένουν στην άρση. Και χαίρομαι πάρα πολύ που εν τέλει πέρασα από όλα αυτά τα ενδεχόμενα στάδια θανάτου και σήμερα είμαι εδώ στη σχολή και περιμένω να πάω να δω την ταινία που κάναμε με τα παιδιά, στο μάθημα του κινηματογράφου.

Ν.Δ.:

Δηλαδή νιώθεις τυχερή που έζησες αυτή την εμπειρία;

Α.Σ.:

Εν τέλει ναι. Δυστυχώς οι άνθρωποι είμαστε αχάριστα όντα, αν δε προκύψει μια δυσκολία, μία αναποδιά, δεν συνειδητοποιούμε το ποσό μεγάλο είναι το ότι όντως ζούμε. Το ότι όντως το έχουμε όλο αυτό. Το θεωρούμε δεδομένο και δεν είναι. Γιατί μπορεί απλά να βρέξει. Και μπορεί απλά να λάστιχα να γλιστρήσουν, και αυτό δεν είναι δεδομένο. Επομένως, από τότε εγώ έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου. «Δε θα κάνεις πίσω σε τίποτα που γουστάρεις, γιατί δε θέλω να πας στο θάνατο με απωθημένα, όπως και εκείνο το βράδυ να τραγουδάς το αγαπημένο σου τραγούδι και να σκέφτεσαι, αχ δεν θα γίνω τελικά ηθοποιός, πέρασα στο Πολυτεχνείο και πήγα στα Χανιά». 

Ν.Δ.:

Η σχέση σου με την αδερφή σου άλλαξε μετά από αυτό;

Α.Σ.:

Ναι, ήρθαμε πιο κοντά, βέβαια τη Δώρα πάντα έτσι λίγο, είχε το feeling, ότι: «Εγώ έφταιγα γι'αυτό». Βέβαια το ξεπέρασε πολύ πιο εύκολα. Σε μένα έσκασε πιο άσχημα μετά, αλλά ήμασταν μαζί. Και οι δυο περάσαμε από τα ίδια ενδεχόμενα θανάτου και θα ‘τανε για όποια θα σε μείνει πίσω στη ζωή σε περίπτωση, που είχε πάει κάτι άσχημα, θα ήτανε δυσβάσταχτο. Γιατί δεν ήταν ότι έφυγε μόνη της και πήγε και το έπαθε ή το έπαθα μόνη μου. Το πάθαμε μαζί. Και αν κάτι συνέβαινε στη μία, θα ήταν 10 φορές πιο σκληρό από το να είχε γίνει ατομικά. Αυτά…

Ν.Δ.:

Σ'ευχαριστώ πάρα πολύ Αφροδίτη για την κουβέντα.

Α.Σ.:

Εγώ ευχαριστώ.

Ν.Δ.:

Εύχομαι να πας πολύ καλά στις εξετάσεις σου, και καλή τύχη και καλό καλοκαίρι.

Α.Σ.:

Καλή τύχη, αυτό. Καλό καλοκαίρι.