Ηλικιακός περιορισμός
Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη μόνο για χρήστες άνω των 18 ετών.
«Ο καλός στρατιώτης είναι βλάκας»
Ενότητα 1
Πρώτες εντυπώσεις από τον στρατό στη Κόρινθο
00:00:00 - 00:10:49
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλό μεσημέρι. Καλό μεσημέρι. Θα μας πεις το όνομά σου; Βαγγέλης Ρούσσος, 72 χρονών, απόφοιτος Λυκείου, συνταξιούχος τραπεζικός. Είνα…ο εφήρμοζαν και άλλες διμοιρίες. Ήμαστε παράδειγμα δηλαδή προς μίμηση και τα 33 άτομα, διαφορετικού ύψους, διαφορετικού χαρακτήρος όλα αυτά.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 2
Η ζωγραφική στον στρατό
00:10:49 - 00:13:44
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εκεί λοιπόν που καθόμουνα απέξω εγώ, έτυχε σε ένα πρωινό εκπαίδευσης να ζωγραφίσω ένα όπλο στον πίνακα, ένα Μ1 που είχαμε τότε. Και ήμουνα κ…Μπορείς να το φτιάξεις αυτό;» του λέω: «Ναι». «Ωραία -μου λέει- τι χρειάζεσαι;» του λέω: «Καταρχάς επειδή έχει πολλά πρόσωπα, πολλά πινέλα».
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 3
Ο στρατός στον Φερέ Έβρου
00:13:44 - 00:34:24
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εν πάση περιπτώσει, από κει ξεκινά με το διοικητή μια σχέση συμπάθειας -μπορώ να πω-, γιατί και εγώ τον συμπαθούσα και αυτός με συμπαθούσε κ…0 τη νύχτα τον παίρνουν τηλέφωνο -από Κύπρο έτσι- τον παίρνουν τηλέφωνο. Όλα εντάξει και τα λοιπά. Δε θυμάμαι τώρα, μάλλον κόρη είχε κάνει.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 4
Η μεταγωγή στη Σύρο
00:34:24 - 00:41:30
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Του λέω: «Ισχύει αυτό που μου είπατε;» μου λέει «Ναι» του λέω: «Έχουνε βγει οι μεταθέσεις -ήτανε στο υπασπιστήριο αυτός- μήπως μπορείτε να μ…ι έρευνες ποιοι τα γράψανε, τι κάνανε. Όλα αυτά πήγαν σε κάποιο ανώτερο επίπεδο και δεν έμαθα ποτέ τι έγινε ή ποιους συλλάβανε ή τι κάνανε.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Ενότητα 5
Η κοινωνική ζωή της Σύρου στη Δικτατορία
00:41:30 - 00:52:36
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Εκεί λοιπόν αλλάζει ο διοικητής. Ο διοικητής που έρχεται είχε και ένα γιο, ο οποίος έριχνε ακόντιο. Εγώ επειδή είχα σχέση με τον αθλητισμό, …ξω, εκτός από κείνη την ταραχή με την εισβολή των Ρώσων στην Τσεχοσλοβακία, με το δημοψήφισμα το Σεπτέμβρη του '68 δεν έχω άλλες μνήμες στο…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΤοποθεσίες
Tags
Ενότητα 6
Φόβος, καψόνια και πολιτικοποίηση
00:52:36 - 01:00:33
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Θες να περιγράψεις το κλίμα στη μονάδα, όταν γίναν αυτά τα περιστατικά στα οποία αναφέρθηκες; Πώς αισθανθήκατε; Κοίταξε να δεις, υπήρχε φό…ικά με όσα ανέφερες πριν κλείσουμε; Τώρα αυτή τη στιγμή νομίζω ότι αυτά που ήθελα να πω τα είπα. Σε ευχαριστώ πολύ. Να ‘σαι καλά Σπύρο.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηTags
[00:00:00] Καλό μεσημέρι.
Καλό μεσημέρι.
Θα μας πεις το όνομά σου;
Βαγγέλης Ρούσσος, 72 χρονών, απόφοιτος Λυκείου, συνταξιούχος τραπεζικός.
Είναι Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020, είμαι με το Βαγγέλη Ρούσσο στην Ασίνη, εγώ ονομάζομαι Σπύρος Παπαγεωργάκης, είμαι ερευνητής στο Istorima και ξεκινάμε. Θέλεις να μας πεις πως βίωσες το καθεστώς της δικτατορίας;
Θα ανασύρω τα πιο ενδιαφέροντα ή και τα πιο έτσι, τα λιγότερο σημαντικά. Λοιπόν ξεκινάω το '67. Έχω τελειώσει το σχολείο, το '68 τον Ιούλιο πηγαίνω στρατιώτης. Όταν πάω να αποχαιρετήσω τον πατέρα μου, μου είπε κάτι πολύ χρήσιμο το οποίο άργησα να το καταλάβω «Πρόσεχε -μου είπε- ο καλός στρατιώτης είναι βλάκας». Ήταν πάντα έτσι, λάτρης του λακωνίζειν ο πατέρας μου. Πήγα λοιπόν στην Κόρινθο μαζί με κάποιον συμμαθητή μου απ’ το Ναύπλιον. Το πρώτο μας μέλημα βέβαια ήτανε να πιστοποιήσουμε την αρσενική μας καταβολή και κατευθυνθήκαμε στους οίκους ανοχής, όπου αφού επιβεβαιωθήκαμε εκεί και εγώ και ο άλλος, κατά τις 7:00 και -τότε δεν άλλαζε η ώρα- μπήκαμε στο στρατόπεδο. Εγώ είχα πάρα πολλά μαλλιά. Μπήκαμε λοιπόν μέσα ακριβώς όπως λένε, σαν ψάρια ας πούμε, αμίλητοι, ψάχνοντας και γυρίζοντας το βλέμμα και κάποιος μας οδήγησε στον κουρέα. Ο κουρέας ήτανε ένας Καλαματιανός, ο οποίος δεν ξέρω αν αυτό που είχε ήταν βλακεία ή χιούμορ. Στο τέλος όταν το καλοσκέφτηκα ήτανε χιούμορ. Οπότε με καθίζει, καθίζει τον Πέτρο στην καρέκλα, τον άλλονε, τον κουρεύει γουλί, όπως ήτανε… Καθίζει λοιπόν εμένα και μου κάνει 2 κάθετες γραμμές σχηματίζοντας την ελληνική σημαία στο κεφάλι μου με 4 τούφες μαλλιά. Βέβαια προσπάθησα να αντιδράσω μου είπε: «Νέος! Μη μιλάς καθόλου». Την ώρα λοιπόν που άρχιζα να το πολυπιστεύω ότι θα μείνω έτσι, μ’ έβαλε κάτω και μου αποτελείωσε το κεφάλι και πλέον κατευθύνθηκα προς το λόφο, στο λόχο για να καταταγώ. Ξεκίνησε μια θητεία στην Κόρινθο όπου το επίπεδο των επιλεγμένων νεοσυλλέκτων ήτανε υψηλό όσον αφορά τη μόρφωση, την κοινωνικότητα και όλα τα στοιχεία του πολιτισμού. Ήτανε μέσα μηχανικοί, δικηγόροι, απόφοιτοι λυκείου -όπως εγώ- άλλοι οι οποίοι είχανε κάνει μετεκπαίδευση στο εξωτερικό. Εν πάση περιπτώσει εγώ πήγα σ’ ένα λόχο ο οποίος είχε το χαρακτηριστικό του πολιτισμού γιατί ήτανε 3 ηθοποιοί -μεταξύ των οποίων το ένα όνομα το ‘χω συγκρατήσει ήταν ο Πάνος Τουλιάτος, μετέπειτα ζεν πρεμιέ- όπου είχαμε δραστηριότητα καλλιτεχνική και παρουσιάζαμε διάφορα πράγματα το βράδυ. Εκεί όμως, αυτό το πράμα ακούστηκε στο στρατόπεδο και στους υπόλοιπους 5 λόχους, όπου αρχίζαμε τα βράδια όταν κανονίζαμε τις παραστάσεις αυτές που βγαίναν αυθορμήτως να έχουμε και θεατές. Κάποια στιγμή λοιπόν εμφανίστηκε ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη, -καταγωγή μάλλον απ’ τας Σέρρας, όπως έλεγε κι ο ίδιος- ο οποίος έπαιζε τρομπέτα. Του είπαμε λοιπόν να παίξει το Silenzio -την εποχή εκείνη ήτανε σουξέ μεγάλο, ο τρομπετίστας που το ‘παιζε λεγόταν Al Hirt – πράγματι το παιδί δέχτηκε. [00:05:00]Διοικητής του τάγματός μας ήταν ένας Καίσαρης, μεγάλη φίρμα. Έπιασε μια ψιλοβροχή -πράγμα σπάνιο στην Κόρινθο-, αρκετά καταρρακτώδης την ώρα που αυτός πήγε κάτω από μια νεραντζιά και άρχισε να παίζει το Silenzio. Οπότε εκεί που ηρέμησε όλο το στρατόπεδο ανοίγει το παράθυρο ο ταγματάρχης και λέει: «Τι είναι αυτά; Που είναι ο αξιωματικός υπηρεσίας;». Εμφανίζεται λοιπόν ο αξιωματικός υπηρεσίας, ένας υπολοχαγός, χαιρετάει: «Τι είναι αυτό -του λέει- που παίζει;» λέει: «Το σιωπητήριο». «Ποιο σιωπητήριο ρε; -του λέει- αυτό; Δεν είναι σιωπητήριο αυτό. Φώναξε το σαλπιγκτή να παίξει το σιωπητήριο». Κοκάλωσε όλο το στρατόπεδο γύρω στα 1.200 άτομα και τελικά βγήκε ο σαλπιγκτής με τη σάλπιγγά του και μας έπαιξε το σιωπητήριο και πήγαμε και κοιμηθήκαμε απόλυτα ήσυχοι. Ο λόχος μας είχε ένανε δόκιμο, ο οποίος ήταν πολιτικός μηχανικός, ο οποίος μάλλον ήτανε από πλούσια οικογένεια, όχι απλώς ευκατάστατη, από πλούσια οικογένεια. Είχε μια μερσεντές την οποία στην αρχή την έβαζε στο στρατόπεδο, σε διάστημα λιγότερο από 3-4 μέρες του είπαν να την αφήνει απέξω. Εν πάση περιπτώσει είχε μπει σ’ ολονών το ρουθούνι που λέμε. Η συμπεριφορά του ήτανε ήρεμη. Δεν είχε εξάρσεις. Τα παραγγέλματά του σε εμάς ίσα που τ’ ακούγαμε. Ένα καλό παιδί -που θα λέγαμε τώρα-, όχι φανατίλα αξιωματικός, ούτε στρατόκαυλος, όπως λέμε. Λοιπόν αρχίσαμε να τον συμπαθούμε και οι 33 της διμοιρίας, οι οποίοι ήταν ένας κι ένας. Ανάμεσά μας υπήρχε κι ένας τύπος του οποίου το επίθετο ήταν Τεμπέλης, αλλά θα σας πω γι’ αυτόνε πιο μετά. Όλα αυτά γινόντουσαν παραμονές της εισβολής των Σοβιετικών στρατευμάτων στην Τσεχοσλοβακία, 1968 καλοκαίρι. Υπήρχε μια ένταση στο στρατόπεδο την οποία εμείς σα στρατιώτες δεν την εισπράτταμε, διότι δεν είχαμε νέα ας πούμε. Δεν επικοινωνούσαμε με κάποιον ούτε υπήρχανε η σημερινή τεχνολογία να μπορείς να. Υπήρχε -αν θυμάμαι καλά- στο κυλικείο ένα ραδιόφωνο. Για τηλεόραση δε θυμάμαι. Και σας αναφέρω αυτόν τον δόκιμο για να σας δείξω όταν οι άνθρωποι λειτουργούν ως ομάδα, πως μπορούνε να πετύχουνε ακατόρθωτα πράγματα. Η άλλη διμοιρία είχε ένα Κεφαλλονίτη φωνακλά ανθυπολοχαγό. Όπου ο κύριος Καίσαρης, ο διοικητής του τάγματος απαίτησε να κάνουμε ασκήσεις ακριβείας. Πράγματι λοιπόν μπήκαν οι άλλες 2 διμοιρίες του λόχου με παραγγέλματα ηχηρά ιδιαίτερα απ’ τον Κεφαλλονίτη. Οπότε εμείς τώρα έναυσμα για να μας ξεκινήσει την εγρήγορση δεν είχαμε γιατί ο ανθυπολοχαγός δεν είχε φωνή τέτοια. Οπότε συνεννοηθήκαμε να έχουμε την προσοχή μας εστραμμένη. Λοιπόν παραταχθήκαμε στα 20-30 μέτρα που ήτανε στην αρχή. Μας έδωσε παραγγέλματα ήμαστε… τέτοια ακρίβεια ας πούμε θαυμάζαμε και 'μεις τον εαυτό μας. Τον έχει πάει γύρω στα 70-80 μέτρα μακριά, όπου η φωνή του στ’ αυτιά μας έφτανε έτσι περίπου «Διμοιρία…». Χραπ! Εμείς. «Προσοχή!» χραπ. Στεκότανε στο μέσον της απόστασης αυτής γύρω στα 30-35 μέτρα, στεκότανε ο Καίσαρης -αυτός ο ταγματάρχης- και κοίταγε μια τον ανθυπολοχαγό και μια εμάς. Πως δηλαδή εμείς, με τέτοια χλιαρά παραγγέλματα εκτελούσαμε στη… Περνάγαν οι μέρες έπαθα στις 15 Αυγούστου του 68’ έπαθα ένα κωλικό, όπου είχα και την πρώτη ιατρική περίθαλψη, την εμπειρία της πρώτης ιατρικής περίθαλψης. Ήρθε εκεί ένας [00:10:00]γιατρός, μου είπε ότι έχω κρίση σκωληκοειδίτιδος. Δεν το πίστεψα. Τον έπεισα με, κατά κάποιο τρόπο ότι δεν ήταν αυτό σκωληκοειδίτιδα, ήταν νεφρά. Το ξεπεράσαμε κι αυτό, μπήκαμε στην κυρίως εκπαίδευση. Εκεί λοιπόν όπως είχαμε πάει -η διμοιρία είχε συμφωνήσει ότι όποιον διαλέγανε για αγγαρεία, δηλαδή λέγανε οι 2 μεσαίες τριάδες στα μαγειρεία. Δεν πηγαίναν οι 2 μεσαίες τριάδες, πηγαίνανε και οι 10 τριάδες, 33 άτομα. Οπότε τα κρεμμύδια, οι πατάτες ήτανε, μέχρι να πεις «Κίνδυνος» είχανε καθαριστεί. Αυτό ήταν ένα πράμα αξιοσημείωτο και άρχισαν και το εφήρμοζαν και άλλες διμοιρίες. Ήμαστε παράδειγμα δηλαδή προς μίμηση και τα 33 άτομα, διαφορετικού ύψους, διαφορετικού χαρακτήρος όλα αυτά.
Εκεί λοιπόν που καθόμουνα απέξω εγώ, έτυχε σε ένα πρωινό εκπαίδευσης να ζωγραφίσω ένα όπλο στον πίνακα, ένα Μ1 που είχαμε τότε. Και ήμουνα καλός σ’ αυτό. Οπότε έρχεται ένας αξιωματικός, μου λέει: «Εσύ δε ζωγραφίζεις;» λέω: «Ναι». Περιττό να αναφέρω ότι ακόμα συγκέντρωση συντάγματος δεν έχει γίνει. Δεν έχουμε κάνει τη συγκέντρωση συντάγματος, δηλαδή ήμαστε φαντάροι μέρες. Οπότε μου λέει: «Ο διοικητής ζητάει ζωγράφους», «Εντάξει» του λέω. «Ε πήγαινε -μου λέει- αφού…». Σηκώνομαι λοιπόν εγώ πάω. Εγώ το διοικητή δεν τον ήξερα φατσικώς. Ήξερα τον ταγματάρχη τον Καίσαρη και έναν άλλον ο οποίος ήτανε αντισυνταγματάρχης και ήτανε υποδιοικητής νομίζω. Όπως πήγαινα λοιπόν τρέχοντας, ένας κύριος με πολιτικά μου λέει: «Που πας εσύ;». Του λέω λοιπόν εγώ το γεγονός ότι ο διοικητής έχει ζητήσει ζωγράφους και μου λέει: «Εσύ τι είσαι;» του λέω: «Είμαι ζωγράφος εγώ». «Και τι φτιάχνεις;» μου λέει. «Τα πάντα» του λέω. «Εμένα μπορείς να με φτιάξεις;» λέω: «Ναι», λέει: «Πώς θα με φτιάξεις τώρα;». Τότε κάπνιζα Άρωμα σκέτο. Του λέω: «Θα βγάλω το χαρτί απ’ τα τσιγάρα, θα κάψω ένα σπίρτο και θα σε φτιάξω». Γυρίζει λοιπόν, λέει σε κάποιον άλλον εκεί: «Γράφτον αυτόν». Τότε λοιπόν μου σφυράει κάποιος, -ο οποίος δεν είδα πίσω μου- ότι μιλάω με το διοικητή. Καρφώνομαι λοιπόν κάτω. Φωνάζω από τα μέσα της, τα έσω μου: «ΥΕΑ Ρούσσος Ευάγγελος» και τα λοιπά. Μου κάνει έτσι το χέρι να ηρεμήσω. Από κει και μετά λοιπόν εγώ, είμαι στη λέσχη αξιωματικών μαζί με 9 άλλους και ζωγραφίζουμε. Πριν απ’ αυτό όμως, ο διοικητής άρχισε να μας δείχνει μια καρτ-ποστάλ. Που το καρτ-ποστάλ αυτό ήταν από ένα πίνακα του Βρυζάκη, τον Καψάλη να βάζει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του Μεσολογγίου. Το ‘δειχνε λοιπόν της καλών τεχνών, αρχιτεκτονικής και να: «Δε μπορώ να βγάλω χαρακτηριστικά» ο ένας, «Εγώ ξέρεις, ξέρετε κύριε διοικητά έχω σχέση περισσότερο με την γλυπτική». Οπότε φτάνει και σε μένα μου λέει: «Μπορείς να το φτιάξεις αυτό;» του λέω: «Ναι». «Ωραία -μου λέει- τι χρειάζεσαι;» του λέω: «Καταρχάς επειδή έχει πολλά πρόσωπα, πολλά πινέλα».
Εν πάση περιπτώσει, από κει ξεκινά με το διοικητή μια σχέση συμπάθειας -μπορώ να πω-, γιατί και εγώ τον συμπαθούσα και αυτός με συμπαθούσε και ερχότανε και παρακολουθούσε την πρόοδο του έργου, η οποία άρχισε να μου αρέσει και μένα όσο σχηματιζόντουσαν τα πρόσωπα του Καψάλη και τα λοιπά. Ο πίνακας αυτός υπάρχει στη λέσχη αξιωματικών Κορίνθου, φρουράς Κορίνθου. Από κει λοιπόν, έληξε για μένα η στρατιωτική εκπαίδευση. Πήγα σε 2 πορείες κατόπιν αιτήσεώς μου. Δηλαδή το ζήτησα και σιγά-σιγά ο διοικητής ερχότανε λοιπόν σε αιφνιδιαστικές επισκέψεις στη λέσχη αξιωματικών και έδιωχνε και έκανε, ο οποίος τη μια φορά έπαιζε τάβλι, ο άλλος την άλλη φορά -ας πούμε- αδιαφορούσε και τελικά έμεινα μόνος μου εκεί. [00:15:00]Τελείωσα λοιπόν από κει και πήρα απόσπαση για τα Φέραι. Ενδιάμεσα όμως, έγινε το δημοψήφισμα, όπου πραγματικά εκεί αντιληφθήκαμε ότι κάτι έτρεχε, διότι αυτούς που αποσπάσανε να πάνε στα σχολεία και τα λοιπά και αυτοί που μείνανε μέσα, οι αξιωματικοί που ήτανε μέσα ήτανε φανατικοί για την επανάσταση. Βρίζανε λοιπόν Αντρέα Παπαντρέου βρίζανε όλους τους πολιτικούς εκεί μέσα ελευθέρως. Εμείς που να βγάλουμε άχνα; Ξεκινήσαμε λοιπόν μετά από ένα ημερήσιο ταξίδι να πάμε στη, στον τόπο της απόσπασης που ήταν τα Φέραι ή Φέρες όπως λέει κι η γυναίκα μου. Στο τρένο μέσα λοιπόν -γιατί ταξιδεύαμε βράδυ- εμένα μου είχαν δώσει μια κονσέρβα αρακά με μοσχάρι. Μου είχανε προτίμηση γιατί και σε άλλες περιπτώσεις είχα τύχει πάλι αρακά με μοσχάρι. Δεν το έτρωγα, ούτε όταν ακόμη και το ζέσταινα. Λοιπόν οπότε έρχεται ένας τύπος -ο οποίος δεν ήτανε από το λόχο το δικό μας ήτανε από άλλο λόχο- «Ρε σειρά» μου λέει -α όχι συγγνώμη εγώ είχα κονσέρβα ψάρι, σαρδέλα- έρχεται λοιπόν αυτός και μου λέει: «Ρε σειρά έχω μοσχάρι με αρακά, να τα κάνουμε ανταλλαγή με τις σαρδέλες τις δικές σου;». «Εντάξει» του λέω. Ούτε το ένα θα το ‘τρωγα εγώ, ούτε το άλλο. Του δίνω λοιπόν τη… Οπότε πέρασε κανα μισάωρο κι ακούω: «Σειρά -όχι σε μένα, στους άλλους- σου βρίσκεται κανα λεμόνι;». Ο τύπος για να φάει την κονσέρβα ήθελε να βρει λεμόνι. Τελικά κάπου βρήκε. Φτάσαμε στις Φέρες. Το τι γινόταν απέξω, το πώς υπέφερε ο κόσμος. Όμως τώρα εν τη, στην αφήγησή μου γυρίζει πίσω το μυαλό μου και πάει Παρασκευή, έγινε 21 Απριλίου. Σάββατο ξεκινήσανε τα καΐκια να παίρνουνε τους αριστερούς, κουμμουνιστάς και τα λοιπά και να τους μεταφέρουνε -το οποίο μου διαφεύγει τώρα τ’ όνομα, δεν ήταν το ΧΙΟΣ, σ’ ένα οπλιταγωγό- και τους βάζανε μέσα για να τους πάνε στα, στους τόπους εξορίας. Αυτή την εικόνα συμπεριφοράς είχα συλλάβει εγώ και μ’ αυτή πήγα και φαντάρος. Δεν είχα αντιμετωπίσει ιδιαίτερα προβλήματα, αλλά καταλάβαινα ότι κάτι δε πάει καλά με μένα από κάποιες συμπεριφορές ενός αρχιλοχία. Αυτό ήταν εμβόλιμο διότι η αφήγησή μου αφορά αποκλειστικά τη στρατιωτική μου θητεία, οπότε θα συνεχίσω πάλι από κει. Στις Φέρες ήρθε κάποιος λοχαγός στο ΛΥΤ -που μου διαφεύγει τ’ όνομά του γιατί με ιδία θέληση αυτά σβήσαν απ’ τη μνήμη μου, γιατί ήξερα ότι δε θα τα χρειαζόμουνα, αλλά να τώρα που - μου λέει: «Εσύ δεν ήσουνα στην Κόρινθο που ζωγράφιζες;» του λέω: «Ναι». «Για έλα δω» μου λέει. Με πάει λοιπόν σε 2 δωμάτια στις Φέρες και μου λέει: «Αυτά θέλω να γίνουνε λέσχη αξιωματικών». Εγώ εντάξει μπορεί να είχα μια ικανότητα στο σχέδιο, στα χρώματα και τα λοιπά, αλλά δεν είχα ιδέα από διαμόρφωση χώρων. Ό,τι έπιανε το μάτι μου, και αυτό έκανα. Πέτυχα σ’ αυτό που έφτιαξα γιατί του έφτιαξα ένα σήμα της 21ης Απριλίου πολύ ενθουσιαστικό, με ταρταρούγα, με το φως πίσω να ανάβει και τα λοιπά, πολύχρωμο. Και πήγα βέβαια, περίμενα ότι θα πάρω άδεια. Οπότε μου λέει: «Τι άδεια; Δε δικαιούσαι τιμητική -μου λέει- δεν έχεις κλείσει 8 μήνες». Η πρώτη μου μεγάλη απογοήτευση εν τω στρατεύματι. Τοποθετήθηκα λοιπόν εκεί στο τρίτο γραφείο. Το [00:20:00]τρίτο γραφείο ασχολείτο με την εκπαίδευση κυρίως. Είχα ένα ταγματάρχη λοιπόν με καταγωγή απ’ την Κόρινθο ο οποίος παινευόταν πάρα πολύ στο τι μάγκας ήτανε, στο τι καλός αξιωματικός ήτανε. Εγώ είχα αρχίσει να εφαρμόζω τη συμβουλή του πατέρα μου: «Ο καλός στρατιώτης είναι βλάκας». Οπότε -δεν τον είχα πείσει όμως αλλά- κάποια στιγμή μου λέει: «Για πήγαινε φέρε λίγο νερό». Πάω λοιπόν εγώ και φέρνω λίγο νερό στο κράνος. Γέμισα το κράνος, το εξωτερικό, και του το πάω. Γυρίζει λοιπόν με κοιτάει: «Να πιώ ρε» μου λέει. Του λέω: «Δε μου ‘πατε. Μου ‘πατε λίγο νερό». «Καλά ρε Ρούσσο -μου λέει- είσαι τόσο μαλάκας;». Πάλι τον κοίταξα γω έτσι με μια συγκατάβαση, σα να παραδεχόμουν αυτό που έλεγε. Από κει και μετά λοιπόν, μας πιάσανε τα κρύα του χειμώνα. Εγώ ως γραφέας που ήμουνα πάντα αργούσα στο μπάνιο του Σαββάτου, όπου ο θερμοσίφωνας ήτανε με ξύλα. Το νερό ζεσταινόταν με ξύλα. Κάναν όλοι οι άλλοι μπάνιο κι όταν πήγα εγώ άνοιγα και τα 14 ντους και τρέχοντας πλενόμουνα, και ουρλιάζοντας βέβαια, γιατί όταν έπεφτε το νερό απάνω ήτανε σαν τρυπάνι. Τόσο παγωμένο. Αλλά μετά βέβαια ήμουνα φούρνος -ας πούμε-. Ήμουνα κατακόκκινος σαν ερυθρόδερμος. Εν πάση περιπτώσει δεν κρύωσα. Εκεί σε αυτό το χωριό τυχαίνει να μου πέσει και το ΠΡΟΠΟ. Ήτανε 11.000 και κάτι ψιλά δραχμές. Τώρα ο Ωνάσης με εμένα και όποιος άλλος πλούσιος στον κόσμο, όταν τα τσιγάρα κάναν 4 δραχμές το μεγάλο τα 20 Άσος Ξάνθης, ε τι να σου πω. Ήμουν απλοχέρης, κέρασα τη διμοιρία μου, το λόχο μου κέρασα και τους κολλητούς μου. Πηγαίναμε σε κανα ταβερνάκι. Αργήσανε πολύ να φαγωθούνε εκεί αυτά τα λεφτά. Μέχρι που οι δικοί μου ανησύχησαν και μου λέγανε: «Τι γίνεται από…δεν έχουμε ανάγκη από χαρτζιλίκι ας πούμε;». Πάλι δεν είχαμε ιδέα -εγώ δηλαδή να μιλήσω για μένα- τι γίνεται έξω από την ιστορία. Η δικτατορία συνέχιζε. Ήδη έχουμε μπει στο Νοέμβριο. Στα Φέραι αρχίζει ο χειμώνας εκεί. Δε συνέβη τίποτα αξιοσημείωτο. Όπου κάποια στιγμή λήγουνε τα Ελληνοτουρκικά. Φτιάχναμε κάτι οχυρωματικά έργα, αλλά στα σύνορα της Βουλγαρίας. Εκεί κάτι ψιλοέγινε με κάτι τύπους, οι οποίοι τραγουδάγανε Θεοδωράκη. Κάποιος πήγε και το είπε ότι αυτοί τραγουδάνε Θεοδωράκη, εξεμάνησαν οι αξιωματικοί, αρχίσανε οι ΕΔΕ. Αυτή η τρομοκράτηση έληξε, όπως ακριβώς άρχισε. Ξαφνικά. Δηλαδή έκριναν ότι δεν είχε γίνει κάτι σκόπιμα. Κάνουμε μετακόμιση τώρα ένα κομβόι. Μας μοιράσανε σακούλες με τρόφιμα. Ανοίγω μια παρενθεσούλα εδώ για να πω ότι εγώ το στρατό δεν τον είχα πάρει καθόλου σοβαρά. Είναι και ο τύπος μου λιγάκι, αλλά δεν τον είχα πάρει καθόλου μα καθόλου σοβαρά. Δηλαδή για συναγερμούς μιλάγανε τρέχαν οι άλλοι μαζεύανε. Εγώ τίποτα. Έβγαινα έξω. Μόλις έβγαινα έξω σφύραγε λήξη. Έπαιρνα την κουβέρτα όπως τα ‘χα διπλώσει την πέταγα στο κρεβάτι, την άνοιγα, ήταν όλα έτοιμα. Μπήκαμε στα φορτηγά με βήμα σημειωτόν από την Ελευθερούπολη, από τα Φέραι, τις Φέρες, Αλεξανδρούπολη να πάμε στο πραγματικό χώρο του στρατοπέδου που ήτανε πριν εκστρατεύσει και πάει στα τολ στις Φέρες. Όπου υπήρχαν κτηριακές εγκαταστάσεις και τα λοιπά. Πήγαμε λοιπόν εκεί. Εκεί μαθαίνω ότι -ήτανε και η έδρα του συντάγματός μας- μαθαίνω ότι ο κύριος Θόδωρος Μακρίδης -από κατηγορούμενος στον ΑΣΠΙΔΑ βρέθηκε κατήγορος μετά- ένας [00:25:00]έξυπνος άνθρωπος, ζήταγε γραφέα. Χωρίς να ρωτήσω κανένα λοιπόν παίρνω την πρωτοβουλία και πάω. Αφού με ρώτησε τι ξέρω να κάνω και τα λοιπά, του άρεσα, και ο τρόπος που παρουσιάστηκα μάλλον του άρεσε. Με έβαλε λοιπόν στο τρίτο γραφείο. Έγινε ένας ψιλοτσαμπουκάς από κάποιους εκεί οι οποίοι... -έχεις αντιπάθειες όπου και να ΄σαι- αλλά τελικά επικράτησε η γνώμη μου. Ο λόχος διοικήσεως -στον οποίον ανήκα- είχε έναν εξαιρετικό μάγειρα προερχόμενος απ’ το εμπορικό ναυτικό, ο οποίος είχε μια ιδιοτροπία -παράξενη για το στρατό- με την καθαριότητα. Μας είχε υποχρεώσει λοιπόν και δεν πλέναμε τα καζάνια με άμμο για να φύγει το λίπος και τα λοιπά. Τα καζάνια τα πλέναμε με απορρυπαντικό Roll -αν θυμάμαι καλά- τότε. Αυτός λοιπόν ο τύπος ήταν εξαιρετικός μάγειρας και το ευχαριστιόμαστε το φαΐ του. Σ’ όλη αυτή λοιπόν την ιστορία εγώ δεν είχα αισθανθεί ότι είμαι φαντάρος. Ο διοικητής, -ο συνταγματάρχης πλέον, ο διοικητής του Συντάγματος- με κοίταγε όποτε πήγαινα στο γραφείο γιατί η φόρμα μου δεν πλύθηκε ποτέ. Ναι η φόρμα μου δεν πλύθηκε ποτέ. Δηλαδή 24 μήνες στο στρατό η φόρμα μου δεν πλύθηκε ποτέ. Είχε μια γυαλάδα έτσι στους μηρούς, εκεί που ακουμπάς τα χέρια σου. Ήτανε λιγάκι φαρδουλή γιατί δεν ενδιαφέρθηκα εγώ να πάρω στα μέτρα μου. Ο διοικητής λοιπόν με κοίταζε με μια συμπάθεια και συμπόνοια και κάποια στιγμή με φώναξε και μου είπε: «Παιδί μου, πάρε 2,5 δραχμές να αγοράσεις ένα camel, να βάψεις τουλάχιστον τις αρβύλες σου». Εγώ το θεώρησα μεγάλη επιτυχία ως προς το να πείσω κάποιονε ότι εγώ δεν είμαι υψηλής διανοητικής επίδοσης. Οπότε τα πήρα, το αγόρασα το camel, γυάλισα τις αρβύλες μου και ικανοποιήθηκε και αυτός και εγώ. Εκεί λοιπόν παρουσιάστηκε η χειμερινή διαβίωση. «Κύριε ταγματάρχα -του λέω του Μακρίδη- επιθυμώ να πάω χειμερινή διαβίωση». «Είσαι κουτός -μου λέει- τελείως ε; Ξέρεις τι σημαίνει χειμερινή διαβίωση;». «Όχι -του λέω- αλλά εγώ όταν θα απολυθώ απ’ το στρατό δεν έχω να διηγηθώ -του λέω- τίποτα. Σε γραφεία μέσα είμαι». «Θες να πας; - μου λέει- Εντάξει να πας». 4 μέρες στο Παγγαίο. Ξεκινήσαμε λοιπόν με μια μέρα μουντή. Ανεβαίναμε το Παγγαίο. Συναντάμε το πρώτο χωριό. Έρημο. Δεν έμεναν το χειμώνα εκεί. Προχωράμε, ψιλόβροχο. Προχωράμε, χιονόνερο. Καταλήγω λοιπόν εγώ και οι γραφείς σε μια ομάδα με 9 μουλάρια, η οποία ονομάστηκε περισυλλογής. Ό,τι πετάγανε οι προπορευόμενες ομάδες, το μαζεύαμε εμείς στα δικά μας μουλάρια. Μέσα εκεί ήτανε και ένας φαντάρος, ο οποίος μ’ όλα τα άλλα που είχε στοιχεία -καλά στοιχεία- ήτανε και υλοτόμος. Ανεβαίναμε λοιπόν την πλαγιά σε ζικ-ζακ. Το χιόνι άρχισε και πάγωνε. Μου ‘λεγε: «Κάνε κουράγιο Ρούσσο. Θα φτάσουμε και θα τα κανονίσω όλα, μη... Στηρίξου σε μένα». Αριθμούσαμε από το λοχαγό και οι υπόλοιποι 9, τον επικεφαλής. Κάποια στιγμή εγώ όμως γλιστράω και κατεβαίνω κάτω καμιά δεκαριά μέτρα. Αλλά για να τ’ ανέβεις αυτά να φτάσεις στους άλλους ήτανε καμιά σαρανταριά, γιατί πήγαινε ζικ-ζακ η ιστορία. Είχα αγανακτήσει. Έβγαζα ατμούς από το λαιμό μου και ό,τι ήταν εκτεθειμένο από τη θερμοκρασία του σώματος… Έρχεται λοιπόν ο τύπος αυτός και μου λέει: «Ρούσσο η θερμοκρασία είναι κάτω απ’ το μηδέν». «Εντάξει -του λέω- και τι έγινε;». «Θ’ αρχίζει -μου λέει- να σε πιάσει νύστα, και άμα σε πιάσει η νύστα θα κοκκαλώσεις εδώ». «Εντάξει -του λέω- τι έγινε;». «Ρε μαλάκα -μου λέει- θα πεθάνεις». [00:30:00]«Ώπα» λέω. Τότε εμφανιστήκανε όλες οι δυνάμεις που είχανε κοιμηθεί. Σηκώνομαι απάνω. Φτάνουμε στο καταφύγιο. Βγάζει αυτός ένα τσεκούρι και αρχίζει να κόβει κάτι περίεργα δέντρα με ψηλό κορμό. Μάλλον κάτι σα σημύδες ήτανε, τα οποία με 2 τσεκουριές τα κατέβαζε κάτω. Έφτιαξε λοιπόν μια εστία με διάμετρο γύρω στα 3 μέτρα. Αλλά αυτά ήταν χλωρά, για να ανάψουνε θέλανε κάποιο…Μου λέει: «Έλα μαζί». Πάμε λοιπόν στους μαγείρους να πάρουμε το πετρέλαιο, ένα μπιτόνι με πετρέλαιο. Δε μας δίναν αυτοί. Το πήραμε τσαμπουκά εμείς. Πέσανε οι απειλές. Πάμε λοιπόν ανάβουμε την εστία. Πετάχτηκε η φωτιά γύρω στα 6 μέτρα επάνω. Ήταν ωραίο αυτό, αν μπορούσε κάποιος να έχει κινητό τηλέφωνο τότε να κινηματογραφήσει την εικόνα. Ήτανε πραγματικά το φως της… Ο άνθρωπος αυτός κοντά μου. Μου λέει: «Όταν θα πούνε -μου λέει- να μπει η επόμενη ομάδα στο καταφύγιο, εμείς δε θα μπούμε μέσα -μου λέει- θα πα να βουτήξουμε κανα τριάρι μπουκάλια κονιάκ και θα τους αφήσουμε αυτούς και εμείς θα πάμε να κοιμηθούμε». Πράγματι λοιπόν έτσι έγινε. Τους αφήσαμε τους άλλους να κοιμηθούνε. Βγήκαμε έξω. Πήγαμε σ’ ένα μέρος εκεί όπου το χιόνι ήτανε αρκετά παχύ. Σκάψαμε με τα φτυαράκια που είχαμε της εκστρατείας. Ρίξαμε κάτω ένα αντίσκηνο που είναι αδιάβροχο. Επάνω βάλαμε κάποιες κουβέρτες και ξυπνήσαμε την άλλη μέρα στις 11:00. Εγώ δε θυμάμαι να ΄χω ξυπνήσει ποτέ μετά τις 8:00, άντε μέχρι τις 9:00. 11:00 όμως, τόσο ωραία κοιμηθήκαμε. Πάμε λοιπόν εκεί, βλέπουμε μια ανακατεμένη κατάσταση. Ο διοικητής δεν είναι καλά -ένας Γεμενετζής- ο οποίος έλεγε: «Ούτε στο συμμοριτοπόλεμο τέτοια κατάσταση». Μου δίνουνε το χιτώνιό του -το οποίο ήτανε μούσκεμα- και μου λένε: «Στέγνωσε το». Εγώ όπως το κράταγα στη φωτιά, κάποια στιγμή ζεστάθηκε τόσο πολύ που άρπαξε και κάηκε. Και βέβαια του πήγα του διοικητή τις 2 κορόνες και τα 4 άστρα. Δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα, ίσα-ίσα υπήρχε κατανόηση. Γυρίσαμε λοιπόν πίσω. Είχα όμως αυτό το παιδί, το οποίο μου είπε: «Μη στεγνώσεις τις αρβύλες στη φωτιά. Ας σε ενοχλούνε που είναι υγρές. Μη τις στεγνώσεις στη φωτιά γιατί το πετσί έχει το χαρακτηριστικό, όταν το στεγνώνεις σκληραίνει και θέλει άλλες διαδικασίες μετά για να μαλακώσει». Κατέβηκα κάτω. Μου λέει ο Μακρίδης, ο διευθυντής μου: «Πώς τα πήγες;» του λέω: «Ωραία». «Είχες περιπέτεια;» μου λέει. «Μεγάλη -του λέω- είχαμε περιπέτεια, είχαμε χιόνι, βροχή. Αλλά -του λέω- το ωραιότερο απ’ όλα ήτανε που σηκωθήκαμε το πρωί μόλις ξυπνήσαμε και εμείς είχαμε ήλιο και οι αποκάτω -γιατί το Παγγαίο είναι αρκετά ψηλό βουνό, είχε ένα στεφάνι με σύννεφα- και οι αποκάτω είχανε συννεφιά και εμείς ήμαστε στην καλή χαρά». Κύλησε ο καιρός εκεί. Είμαι γραφέας υπηρεσίας. Έχουνε βγει οι μεταθέσεις. Αυτό τ’ όνομα το θυμάμαι διότι είναι ιδιότροπο, Τελπουράφης, Κύπριος, υπολοχαγός. Οπότε αφού λέγαμε διάφορα μου λέει: «Ρούσσο γεννάει η γυναίκα μου. Αν γεννήσει καλά -μου λέει- θα με πάρουν τηλέφωνο. Ζήτησέ μου ό,τι θες», «Εντάξει». Πράγματι κατά τις 12:30-1:00 τη νύχτα τον παίρνουν τηλέφωνο -από Κύπρο έτσι- τον παίρνουν τηλέφωνο. Όλα εντάξει και τα λοιπά. Δε θυμάμαι τώρα, μάλλον κόρη είχε κάνει.
Του λέω: «Ισχύει αυτό που μου είπατε;» μου λέει «Ναι» του λέω: «Έχουνε βγει οι μεταθέσεις -ήτανε στο υπασπιστήριο αυτός- μήπως μπορείτε να μου πείτε που πάω;». «Θα σου πω -μου λέει- πας στη Λήμνο». Πω ρε πούστη…στη Λήμνο. Του λέω: «Κύριε υπολοχαγέ, πιο κοντά ποιος πάει; Στην Αθήνα;». «Στην Αθήνα -μου λέει- πάει ο Γεράκης, ζητάνε δεκανέα εκεί. Και έχω -μου λέει- κι [00:35:00]έναν άλλον -του οποίου μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή το όνομα- ο οποίος πάει στη Σύρο». Του λέω: «Αυτός είναι απ’ τη Λευκάδα, τι Σύρο, τι Λήμνο…». Μου λέει: «Δίκιο έχεις». Κάνει κάτι γραμμές εκεί, αντικαθιστά κάποια ονόματα και τελικά πάω στη Σύρο. Στη Σύρο φτάνοντας με περίμενε μια έκπληξη, ο κύριος Κολοβός, ταγματάρχης του δευτέρου επιτελικού γραφείου. Μπαίνω μέσα. Μου λέει: «Έμαθα ότι είσαι καλός στη γραφομηχανή». «Ναι». Είναι γεγονός ότι σα γραφέας είχα εξελιχθεί στη γραφομηχανή. Μη φανταστείτε τυφλό και ιστορίες. Με τα 2 δάχτυλα έγραφα αλλά ήμουν αρκετά ταχύς. Μου λέει: «Από που είσαι;» του λέω: «Απ’ το Ναύπλιο». «Απ’ το Ναύπλιο -μου λέει- τον Τάκη το Μπελέζο». Ο Τάκης ο Μπελέζος ήταν στρατιωτικός, ομοιόβαθμος με αυτόνε και μακρινός συγγενής μου. Του είπα λοιπόν εγώ, ότι είναι μακρινός συγγενής μου. Μου λέει: «Τι χαρακτηριστικό είχε αυτός;» «Ήταν ποδοσφαιριστής -του λέω- έπαιζε μπάκ στον Παναυπλιακό», μου λέει: «Αριστερό ή δεξί;» «Ε τώρα -λέω- εντάξει». Ήταν πολύ έξυπνος αυτός ο ταγματάρχης, ο Κολοβός. Είναι κάτι που θυμάμαι από το στρατό και έχει και κάποια θλίψη, γιατί ο άνθρωπος είχε πολλά απωθημένα. Έβλεπε παντού φαντάσματα. Πίστευε από τη Σύρο θα ξεκινούσε η αντεπανάσταση και θα ρίχναν τον Παπαδόπουλο. Τραγικά πράματα δηλαδή. Εγκαθίσταμαι λοιπόν στο δεύτερο γραφείο με μια συμπεριφορά. Μου ‘λεγε: «Διπλό χτύπημα σε απόρρητα έγγραφα απαγορεύεται. Να το προσέξεις». «Εντάξει -του ΄λεγα εγώ- δεν…». Ερχόντουσαν λοιπόν διάφοροι, από την Αμοργό, απ’ όλες τις Κυκλάδες και του λέγανε ότι ο τάδε με τον τάδε συναντηθήκανε, μιλήσανε μια ώρα, ξέρω γω, μετά χωρίσανε. «Όλα αυτά -του ΄λεγε- αυτά να μου τα αναφέρεις γραπτώς». Εγώ δεν έβγαζα νόημα. Συναντηθήκαν, τι ήταν αυτοί; Μετά κατάλαβα ότι αυτοί όλοι ήτανε χαρακτηρισμένοι, αριστεροί, κομμουνιστές και τα λοιπά. Είχε και για μένα μια ανησυχία γιατί φεύγανε τα, δεν ερχόντουσαν τα χαρτιά μου. Κάποια στιγμή λοιπόν ήρθανε. Μου λέει: «Είσαι -μου λέει- ταλαιπωρήθηκες ε;» του λέω: «Δεν ξέρω εγώ απ’ αυτά κύριε ταγματάρχα». Εκεί λοιπόν δεν ήθελες πολύ να την ψωνίσεις, όπως ο άλλος που ήτανε στο γραφείο -του οποίου έχω ξεχάσει το όνομα- του οποίου του έλεγα ότι: «Θα βγεις έξω και δε θα διαχειρίζεσαι απόρρητα έγγραφα και θα σου τη βαρέσει. Λοιπόν εδώ κάνουμε τη θητεία μας». Είχα στο δεύτερο γραφείο κάπου ενάμιση μήνα. Πάντα με ένα βλέμμα και μια ψιλο-ειρωνεία υποψίας απευθυνότανε σε μένα. Εγώ δεν έδινα σημασία. Κάποια στιγμή λοιπόν μου λέει: «Δεν έχεις αναφέρει -μου λέει- τίποτα, κανένα περιστατικό από το στρατόπεδο». «Τι να αναφέρω -του λέω- κύριε διοικητά, κύριε ταγματάρχα, δεν έχει γίνει και τίποτα σημαντικό». «Πώς -μου λέει- όλοι είναι σύμφωνοι με το φαγητό;» του λέω: «Νομίζω ναι», λέει: «Δεν έχεις ακούσει να διαμαρτύρεται κανένας;» του λέω: «Εγώ». «Δηλαδή;» μου λέει: «Ε τα φαγητά -του λέω- εντάξει…». «Α -μου λέει- πήγαινε φέρε μου. Τι έχουμε σήμερα;» του λέω: «Μακαρόνια μπλουμ». Πάω λοιπόν. Ο μάγειρας ήτανε Ροδίτης. Επειδή η μέρα ήταν και λιγάκι παγωμένη, το λίπος όλο είχε κάνει καραμέλες επάνω από τα μακαρόνια. Ένα κίτρινο έτσι. «Έλα ρε» μου λέει. Του λέω: «Βάλε και γέμισέ το με τέτοιες μαλακίες» του λέω. Παίρνω λοιπόν την καραβάνα εγώ, την πάω. Ο λοχαγός, ο ταγματάρχης ήτανε τόσο καλός στρατιωτικός που το έφαγε όλο το φαγητό με όλο εκείνο το λίπος, με όλη εκείνη την αηδία και μου λέει: «Δεν έχει τίποτα το φαγητό». «Εντάξει -του λέω- τι να κάνουμε τώρα;» λέει: «Να κοιτάξεις να [00:40:00]μου φέρνεις αναφορά απ’ το στρατόπεδο». Εκεί λοιπόν κυκλοφορεί ότι στη Σύρο κάτι γίνεται και μας βγάζουνε νυχτερινές περιπόλους. Εμένα με ένα Μαραγκάκη, από την Κρήτη ένα ψηλό παιδί έτσι, μας βγάλανε μαζί. Τι κάναμε; Πρώτα-πρώτα πηγαίναμε στο σκυλάδικο. Πίναμε από ένα ποτό. Φεύγαμε από κει. Προχωράγαμε όλη την άνω Σύρο κατεβαίναμε και λοιπά, όπου πίναμε κάνα μπουκάλι γάλα, γυάλινο. Ένα λοιπόν από αυτά τα πρωινά, όπως γυρίζαμε στο στρατόπεδο, μου λέει ο Δημήτρης -το θυμάμαι το όνομα γιατί ήμαστε αρκετό καιρό νύχτα περιπολία- «Κοίτα -μου λέει- κάτω». Κάτω λοιπόν υπήρχανε γραμμένα με κατράμι, με λατινικούς χαρακτήρες: «Viva Democrazia». Μου λέει: «Τι κάνουμε;». «Τώρα -του λέω- ειδοποιούμε». Ειδοποιούμε, πλακώσανε οι λόχοι των νεοσυλλέκτων με τα σκαπανάκια και κάναν το δρόμο σαγρέ, σαγρέ κυριολεκτικά. Αρχίσανε πλέον οι έρευνες ποιοι τα γράψανε, τι κάνανε. Όλα αυτά πήγαν σε κάποιο ανώτερο επίπεδο και δεν έμαθα ποτέ τι έγινε ή ποιους συλλάβανε ή τι κάνανε.
Εκεί λοιπόν αλλάζει ο διοικητής. Ο διοικητής που έρχεται είχε και ένα γιο, ο οποίος έριχνε ακόντιο. Εγώ επειδή είχα σχέση με τον αθλητισμό, τον παρέλαβα λοιπόν με 20 μέτρα περίπου, 22 και τον πήγα στα 35. Το εκτίμησε πολύ ο διοικητής, και μου είπε να προπονώ και την ομάδα ποδοσφαίρου. Ήτανε μέρες δόξης λαμπρές. Άρχισα να αποκτώ μια διάσημη ιδιότητα στο νησί και ιδιαίτερα στο θηλυκό κόσμο, ο οποίος ήτανε παντού μετέχων. Και μου είχε κάνει εντύπωση στις γιορτές τις εθνικές -25η Μαρτίου ας πούμε- όταν είδα αγόρια και κορίτσια να χορεύουν μαζί. Εκεί που είχα μεγαλώσει εγώ στο Ναύπλιον, αυτά ήταν αδιανόητα πράματα. Κάποια στιγμή μας είδανε, μας καλέσανε σ’ ένα σύλλογο που είχαν εκεί πέρα, να παίξουνε σ’ ένα θέατρο αγόρια και κορίτσια μαζί. Μάλιστα ήτανε και η κόρη του δημάρχου εκεί, του διορισμένου. Μας καλούνε να πάμε στη Μύκονο να παίξουμε μπάλα. Στην ομάδα του ποδοσφαίρου υπήρχανε αρκετά παιδιά παίκτες από ομάδες πρώτης κατηγορίας των Αθηνών, Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό, Εθνικό τότε. Και βέβαια δεν υπήρχε καλός τερματοφύλακας αλλά με τέτοιους επιθετικούς και αμυντικούς μέσα δεν είχες ανάγκη καλό τερματοφύλακα. Ίσα να πιάνει τη μπάλα. Φεύγοντας λοιπόν ο διοικητής αυτός μας είπε: «Μέχρι 2 γκολ θα βάλετε. Όχι παραπάνω». Μπήκαμε λοιπόν εμείς στο γήπεδο -στα άνω Νερά νομίζω ήτανε- μπήκαμε λοιπόν στο γήπεδο και αρχίσανε να κοροϊδεύουνε, ιδιαίτερα οι γυναίκες. Οπότε αυτά τα, -πιτσιρίκια ήτανε, όπως και εγώ δηλαδή. Τι ήμουνα; 23 χρονών ήμουνα- που τους πονάει και που τους σφάζει. Έρχεται λοιπόν ο ανθυπασπιστής, ένας Βούλας, καλό παιδί: «Πώς θα πάμε ρε -μου λέει- τώρα στη Σύρο;». «Ε -του λέω- τι να κάνουμε τώρα; Έμπα μέσα και πες τους: "Σταματήστε"». Εν πάση περιπτώσει, σταματήσανε στα 7 αυτοί. Γυρίσαμε. Μας περίμενε ο διοικητής, αλλά είχε λογική γιατί εκ των υστέρων τι να ‘λεγε ας πούμε: «Γιατί ρίξατε 7;» τα ‘χαμε ρίξει. Κράτησε μια στάση που άρεσε σε όλους. Τώρα θα φτάσουμε και σ’ ένα άλλο σημείο. Ο παιδικός μου φίλος ο Χρήστος, έχω πάρει 48ωρη άδεια η οποία 48ωρη άδεια με τις μέρες των οδοιπορικών γινότανε μια βδομάδα. Έχω μείνει λοιπόν μια βδομάδα στο Ναύπλιο και γυρίζω στην Αθήνα και πάω απ’ το φίλο μου το Χρήστο να πούμε ένα γειά για να πάρω το πλοίο να πάω στο... Αυτό είναι και ένα δείγμα το πόσο σοβαρά είχα πάρει το στρατό. Και μου λέει λοιπόν ο σημερινός κουμπάρος μου: «Έλα [00:45:00]μωρέ -μου λέει- πού θα πας τώρα; Πας το πρωί». Το βρήκα λογικό. Δε σκέφτηκα καμία επίπτωση, ούτε τι ιδιότητα είχα ως φαντάρος και έπρεπε να… Σηκώθηκα λοιπόν το πρωί. Πήγα στο στρατόπεδο. Με περίμενε ο κύριος Δήμου ο αρχιλοχίας. Μου λέει: «Είσαι στη σέντρα» «Γιατί;» του λέω: «Γιατί -μου λέει- θα κηρυχθείς σε άγνοια. Έπρεπε να ήσουν από χθες εδώ». «Εντάξει» του λέω. Χαλαρός εγώ. Βγαίνω το πρωί ήτανε ο λοχαγός μου, ένα εξαιρετικό παιδί από την Πάτρα -αυτοί όλοι, τα ονόματα των οποίων έχω συγκρατήσει, ψιλο-απέπνεαν αντί-δικτατορία. Δεν ήτανε δηλαδή φανατίλες. Ούτε βρίζανε, ούτε κάνανε υπέρ και τα λοιπά. Ήτανε, εκτελούσανε. Το ίδιο και ο λοχαγός μου- βγαίνω λοιπόν στην αναφορά και λέω: «Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι έπρεπε να παρουσιαστώ χτες». Μου λέει λοιπόν ο διοικητής μου, Αλμπάνης Χριστόφορος, μου λέει: «Και γιατί άργησες;». «Ε -του λέω- γιατί…». Βρήκα μια δικαιολογία εκεί ασήμαντη, αστήρικτη. «Καλά -μου λέει- έλα απ’ το γραφείο». Του λέει λοιπόν ο αρχιλοχίας: «Κύριε διοικητά -του λέει- μα…» και γυρίζει ο λοχαγός μου ο Κυπριώτης και του λέει: «Αρχιλοχία όταν μιλάνε οι αξιωματικοί, οι οπλίτες...». Η προσβολή, την οποίαν εισέπραξα και γω, γιατί ήτανε ευρείας εκτάσεως, επειδή την άκουσα, διότι αν δεν την άκουγα, μπορεί και να μην το πίστευα. Αλλά μπροστά μου έγινε αυτό. Ο διοικητής λοιπόν ήταν πρώην μποξέρ. Είχε ένα χαρακτηριστικό να σου χτυπάει τους ώμους με μπουνιά. Με βάζει λοιπόν μέσα στο γραφείο και μου λέει: «Από σένα έχω άλλες απαιτήσεις. Δε θέλω να σε ξαναδώ στη σέντρα». Βέβαια τι θα ΄λεγα εγώ ότι: «Θα με ξαναδείτε»; Όχι. Και τη γλίτωσα. Έχουν συμβεί και άλλα πράματα ενδιάμεσα, τα οποία δεν ξέρω αν είναι άξια λόγου να αναφέρω. Όπως παραδείγματος χάρη το ψήσιμο του αρνιού του Πάσχα. Κάποιος σφύριξε, κάπου σφύριξε ότι εγώ ξέρω και ψήνω. Έρχεται λοιπόν ο κύριος αρχιλοχίας και μου λέει: «Ψήνεις αρνιά;» του λέω: «Ναι». «Ψήνεις αρνί». Σηκώνομαι λοιπόν το πρωί για να πάω στο, στην ψησταριά και βρίσκω 9 αρνιά κι 9 αρνιά, 18 αρνιά και διπλή βάρδια ανά 2 άτομα στο κάθε αρνί να γυρίζουνε, τις σούβλες. Βέβαια τα κατάφερα και οι επίσημοι το μεσημέρι αυτό που φάγανε ήταν και ψημένο και ωραίο. Τώρα να βγω έξω. Η Σύρος, ως μέρος πολιτισμένο, κάποια πράγματα τα είχε αφήσει πίσω της. Το συντηρητισμό -ας πούμε- του πρώτου ραντεβού. Οι γυναίκες είχανε έτσι μια σχετική ελευθερία και οι άντρες επίσης. Δηλαδή πήγαινες σινεμά κι έβλεπες ζευγάρια να φιλιούνται, πράγμα το οποίον... Μιλάμε τώρα για 1971, όχι, 1970. Λοιπόν σε αυτήν όλη την ιστορία, εγώ ήμουνα στο πλησίασμα καλός και στην επίδοση καλός. Ένα βράδυ λοιπόν που ο λοχαγός μου με ένα Volkswagen που είχε -σκαραβαίο, τα παλιά. τότε δεν ήταν παλιό, αλλά ήταν παλιό και τότε- με παίρνει λοιπόν και κατεβαίνουμε κάτω στο Φοίνικα, στο νησί. Οι αποστάσεις δεν ήταν μεγάλες. Τώρα είναι ασήμαντες γιατί έχουνε φτιάξει και τους δρόμους. Και μου λέει: «Ξέρεις -μου λέει- έχω ένα νταλκά», «Ποιόν;». «Τη θυμάσαι αυτή;». «Έ -του λέω- εντάξει. Τι να κάνουμε;», «Αυτό μου λέει σκέφτομαι και εγώ». Εγώ είχα τη συνήθεια πριν πάω στο στρατόπεδο να περνάω από ένα φούρνο και να παίρνω κάτι παξιμαδάκια για το πρωινό μου τσάι για να μπορέσω να το καταπίνω. Μπαίνοντας λοιπόν, βλέπω στο φούρνο [00:50:00]την κυρία αυτή και παίρνω το θάρρος να την πλησιάσω και να της πω ότι κάποιος ενδιαφέρεται. Η απάντησή της λοιπόν ήτανε άκρως θετική. Είχε καταλάβει για ποιος ενδιαφέρεται. Μου δίνει το τηλέφωνό της. Το συγκρατώ -δε θα μπορούσα να το ξεχάσω- και βγαίνοντας έξω άρχισα να κοντοστέκομαι, διότι θεώρησα ότι αυτό που έκανα ήταν τόσο κι άλλο τόσο. Διότι ούτε την ήξερα…Πάω στο διοικητή και άρχισα να κάνω παιχνίδι λέγοντάς του: «Τάξε μου» και τα λοιπά. Ο λοχαγός μου λοιπόν, για να με αποζημιώσει για όλη αυτή την κατάσταση, με βάζει στη συνοικία Τάλαντα νομίζω, που ήταν δίπλα στο στρατόπεδο και τροφοδοτείται με νερό από του στρατοπέδου το πηγάδι. Με βάζει σα νερουλά να κάνω διανομή στα σπίτια εκεί πέρα. Η δε αναλογία ήταν κάπου 85 ή 90 κυβικά για το στρατόπεδο και 10 κυβικά να τα μοιράζω εκεί πόσα ήταν 10-15 σπίτια, όπου σημειωτέον, τα περισσότερα ανήκαν σε Άγγλους. Εκεί λοιπόν πέρναγα τ’ απογεύματά μου με βουτήματα και τσάι πλέον από κει. Και κανόνιζα τη ροή του νερού βάση μιας κατάστασης που μου ‘χανε ΄δώσει ότι ο τάδε ξέρω γω 2 ώρες να γεμίσει το ντεπόζιτό του, ο άλλος 3, ο άλλος 1. Ο καιρός λοιπόν της απόλυσής μου ήρθε και έφυγα από το στρατόπεδο όχι από την πύλη, αλλά έκανε ο λόχος διοικήσεως μια παράταξη και έφυγα από τη μάντρα. Πήδηξα δηλαδή. Το δε χιτώνιο στο οποίο είχαν υπογράψει, η μητέρα μου επειδή εκτιμούσε πολύ τα, το ‘κανε σφουγγαρόπανο. Κι έτσι έχω αυτές τις αναμνήσεις. Όμως δεν έχω αναμνήσεις από το τι γινόταν έξω, εκτός από κείνη την ταραχή με την εισβολή των Ρώσων στην Τσεχοσλοβακία, με το δημοψήφισμα το Σεπτέμβρη του '68 δεν έχω άλλες μνήμες στο…
Θες να περιγράψεις το κλίμα στη μονάδα, όταν γίναν αυτά τα περιστατικά στα οποία αναφέρθηκες; Πώς αισθανθήκατε;
Κοίταξε να δεις, υπήρχε φόβος. Περισσότερος φόβος υπήρχε στα παιδιά που ήταν φοιτητές και είχανε πολιτική δραστηριότητα. Θυμάμαι ένας Παπαδόπουλος στην Κόρινθο, δικηγόρος, τράβηξε των Χριστών του τα πάθη. Δηλαδή μη φανταστείς ξύλο και τέτοια, αλλά το ψυχολογικό μέρος ήταν τέτοιο που έπρεπε να είναι πάντα εν εγρηγόρσει, πάντα περιποιημένος, να μην πετάει σκόνη το κρεβάτι του... Ναι. Υπήρχε φόβος.
Να σε ρωτήσω πως αισθάνθηκες όταν είδες το «Viva Democrazia» που περιέγραψες;
Αποσβολώθηκα. Και εγώ και ο άλλος, ο Μαγκάκης. Καταρχάς σκεφτήκαμε να την κοπανήσουμε, αλλά αφού είπαμε: «Από αυτό το δρόμο περνάνε, θα μας πούνε "Δεν το είδατε;"». Τώρα το πως ειδοποιήσαμε μέσα στο στρατόπεδο, αυτό δεν το θυμάμαι. Περάσαν άλλοι δύο και τους είπαμε: «Κοιτάξτε δω. Πέστε το να 'ρθούνε να τα εξαφανίσουνε. Μάλλον έτσι έγινε. Ούτε μας ανέκρινε κανένας εμάς. Δε μας είπαν τίποτα. Εμείς αυτό που είδαμε το αναφέραμε. Περιττό να μιλήσω ότι ιδιαίτερα η καθολική πλευρά της Σύρου, η άνω Σύρος, ήτανε μια, είχε μια μεταχείριση ανθρώπων τρίτης κατηγορίας, -ας πούμε- επειδή ήταν καθολικοί, επειδή είχανε κάποιες άλλες συνήθειες. Ναι. Είχε μια πολυπολιτισμική έτσι χροιά η Σύρος, αλλά βαθύτερα υπήρχε αυτό το «Είσαι Καθολικός».
Περιέγραψες μια διαφορά στα ήθη μεταξύ της Σύρου και του [00:55:00]Ναυπλίου.
Ναι.
Να ρωτήσω πως σου φάνηκε αυτό τότε; Θυμάσαι;
Με τρέλανε. Έπαιρνα τηλέφωνα κι έλεγα: «Μάγκες εδώ τ’ αγόρια και τα κορίτσια χορεύουνε μαζί. Πάνε ραντεβού». Υπήρχε ένα περιστατικό με μένα με κάποιο καθηγητή στην τρίτη Γυμνασίου, ο οποίος αφού έδιωξε την κοπέλα που μίλαγα, μετά σηκώθηκε και πήγε στον πατέρα μου για να του πει ότι μ’ έχουνε φάει οι γκόμενες και το φουστάνι. Εγώ εκείνη την εποχή αισθάνθηκα ντροπή, -αλλά μεγαλώνοντας σκεπτόμενος την αντίδραση του πατέρα μου, ο οποίος αρχικά ευχαριστήθηκε γιατί ο γιός του είχε πάρει σωστή πορεία- και μετά σκέφτηκα: «Τι πήγε να πει δηλαδή αυτός;» Αλλά εκείνο κει που με αγανάκτησε περισσότερο ήταν ο τρόπος που έδιωξε την κοπελιά: «Εσύ πήγαινε σπίτι σου…» Δεν είχε καμία σχέση το Ναύπλιο με την -πώς το λένε- με την Ερμούπολη. Καμία, πουθενά. Άλλος πολιτισμός και πιστεύω ακόμη και τώρα είναι άλλος πολιτισμός. Γιατί αυτή η συντήρηση υπάρχει.
Να σε ρωτήσω πώς βίωσες τα καψώνια εκείνη την περίοδο της θητείας σου;
Δεν είχα καψώνια. Το μόνο καψώνι ήταν αυτό με τα μαλλιά. Εγώ ζωγράφιζα. Μετά μπήκα και ζωγράφιζα. Ούτε βάπτισμα πυρός πέρασα. Μια πορεία νυχτερινή έκανα κι αυτή έπρεπε να απολογηθώ την άλλη μέρα, γιατί πήγα για να μην έχω μειωμένη απόδοση στον πίνακα που έφτιαχνα από το διοικητή. Δεν έκανα δηλαδή, η εκπαίδευσή μου όσον αφορά την τελειότητα ως στρατιώτης, την εκπαιδευτική, ε δεν ήτανε… Εντάξει ήμουνα καλός στη σκοποβολή. Ένα σημείο το οποίο υπέφερα είναι ότι, επειδή είμαι αριστερόχειρ, κατάφερα τις ασκήσεις επ’ ώμου, παρά πόδα να τις κάνω με το δεξί, αλλά στη σκοποβολή με τίποτα δε μπόρεσα να βάλω το όπλο στο δεξιό μου. Εκεί εντάξει, αλλά τελικά κέρδισα δεν… Καψώνια δηλαδή δεν έτυχα εγώ να κάνω καψώνι. Ένα άλλο περιστατικό που θέλω να πω όταν ήμουνα στην Ελευθερούπολη, είναι ότι ήρθε ένα σήμα ότι θα διανυκτερεύσει κάποιος τραυματιοφορέας με το αυτοκίνητό του στο στρατόπεδο το δικό μας. Εκεί λοιπόν υπήρχε ένας τύπος υποδεκανέας, ο οποίος το βράδυ θεωρούσε καλό να μας κάνει καψώνι. Και βέβαια αναγκαστικά κάναμε -ξέρω γω- κάτι επικύψεις, κάτι επιτόπια τροχάδην, κάτι μαλακίες δικές του. Το παιδί αυτό μπήκε μέσα κι ήτανε κατάκοπο και του είπε: «Λοιπόν γιατί δεν εκτελείς στρατιώτη;». Του είπε: «Κοίταξε, άσε με εμένα». Αυτός συνέχισε να του κολλάει. Οπότε κάποια στιγμή, το παιδί αυτό, ο τραυματιοφορέας αρχίζει να χειροδικεί με άγριο τρόπο. Μιλάμε με…Επενέβησαν λοιπόν οι υποστηρικτές του υποδεκανέα. Την άλλη μέρα ήρθε ένα σήμα από το ΚΙΧΝΕ της Δράμας -δεν έμαθα το περιεχόμενο- το οποίο ήταν αυστηρότατο και το παιδί σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του, δεν πήγε στο πρόγευμα που μας δίνανε, πήρε το αυτοκίνητο και σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στη Δράμα. Βέβαια ικανοποιηθήκαμε όλοι με το μπουνίδι που έφαγε ο τύπος, γιατί ήτανε κάτι που δε μπορούσαμε να κάνουμε εμείς, ενώ θέλαμε να το κάνουμε. Σχεδόν η δικτατορία '68-'70 -που έκανα εγώ στρατιώτης- πέρασε με ένα πέπλο φόβου. Τίποτα άλλο δεν αισθανθήκαμε εκτός απ’ αυτό. Ένα πέπλο φόβου. Εκεί εγώ ανακάλυψα ότι έχω κάποια καταβολή που είχε κάνει εντύπωση και πέρασα από τα διάφορα στάδια του αποχαρακτηρισμού. Εκεί κατάλαβα πλέον, άρχισα να πολιτικοποιούμαι κατά κάποιο τρόπο. Πριν δεν είχα, δεν είχα καν συμμετοχή πουθενά ας πούμε.
Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι άλλο σχετικά με όσα ανέφερες πριν κλείσουμε;
[01:00:00]Τώρα αυτή τη στιγμή νομίζω ότι αυτά που ήθελα να πω τα είπα.
Σε ευχαριστώ πολύ.
Να ‘σαι καλά Σπύρο.
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο αφηγητής αναφέρεται στις εμπειρίες του από την στρατιωτική του θητεία την εποχή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Ειδικότερα μας μεταφέρει το κλίμα και τις σχέσεις που ανέπτυξε με τους ανωτέρους του στις διάφορες μονάδες που υπηρέτησε. Αναφέρεται ειδικά στις διαφορετικές λογικές που επικρατούσαν ανα στρατόπεδο, ανάλογα τον διοικητή και μας δίνει και τη γενικότερη εικόνα της κοινωνίας της Σύρου στην εποχή που υπηρέτησε.
Αφηγητές/τριες
Βαγγέλης Ρούσσος
Ερευνητές/τριες
Σπύρος Παπαγεωργάκης
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/07/2020
Διάρκεια
60'
Περιεχόμενο διαθέσιμο για ενήλικους
Περίληψη
Ο αφηγητής αναφέρεται στις εμπειρίες του από την στρατιωτική του θητεία την εποχή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Ειδικότερα μας μεταφέρει το κλίμα και τις σχέσεις που ανέπτυξε με τους ανωτέρους του στις διάφορες μονάδες που υπηρέτησε. Αναφέρεται ειδικά στις διαφορετικές λογικές που επικρατούσαν ανα στρατόπεδο, ανάλογα τον διοικητή και μας δίνει και τη γενικότερη εικόνα της κοινωνίας της Σύρου στην εποχή που υπηρέτησε.
Αφηγητές/τριες
Βαγγέλης Ρούσσος
Ερευνητές/τριες
Σπύρος Παπαγεωργάκης
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/07/2020
Διάρκεια
60'