© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η πολυτάραχη σύγχρονη ελληνική ιστορία έτσι όπως την έζησε ένας αστυνομικός

Κωδικός Ιστορίας
9877
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Μηνάς Αναστασάκης (Μ.Α.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
17/06/2020
Ερευνητής/τρια
Βικτώρια Δελακοβία (Β.Δ.)

[00:00:00]

Β.Δ.:

Καλημέρα, βρισκόμαστε σήμερα, βρισκόμαστε σήμερα 17 Ιουνίου στο χωριό του Αγίου Νικολάου στη Λακωνία, η σημερινή μας συνέντευξη έχει ως πρωταγωνιστή τον κύριο Μηνά Αναστασάκη. Κύριε Μηνά καλημέρα,

Μ.Α.:

Καλημέρα.

Β.Δ.:

Καλημέρα. Μεγάλη μου χαρά που είμαι εδώ σήμερα και μιλάμε, θα ήθελα να ξεκινήσουμε ως εξής: Λέγεστε Μηνάς Αναστασάκης και είστε πόσο χρονών;

Μ.Α.:

87.

Β.Δ.:

Δηλαδή γεννηθήκατε;

Μ.Α.:

Το 1933.

Β.Δ.:

Το 1933, εδώ γεννηθήκατε;

Μ.Α.:

Εδώ.

Β.Δ.:

Στον Άγιο Νικόλαο δηλαδή.

Μ.Α.:

Ναι.

Β.Δ.:

Και ζήσατε εδώ τα παιδικά σας χρόνια;

Μ.Α.:

Ναι, μέχρι 14 ετών ήμουνα εδώ, μετά πήγα στη Σπάρτη, μετά επέστεψα από τη Σπάρτη, πήγα στρατιώτης σε ηλικία 20 χρονών, απελύθηκα επέστεψα πάλι εδώ και μετά έφυγα για την Αθήνα, 25 χρονών έφυγα για την Αθήνα.

Β.Δ.:

Άρα, δηλαδή από το 1933 μέχρι πόσο ήσασταν εδώ;

Μ.Α.:

Μέχρι το 1946.

Β.Δ.:

Μέχρι το 1946, και από το 1946;

Μ.Α.:

Στη Σπάρτη.

Β.Δ.:

Μέχρι πότε στη Σπάρτη;

Μ.Α.:

Το 1949.

Β.Δ.:

Το 1949. Και από το '50 πήγατε στην Αθήνα;

Μ.Α.:

Από το '50 εδώ.

Β.Δ.:

Από το '50 γυρίσατε πίσω;

Μ.Α.:

Εδώ έμεινα.

Β.Δ.:

Ζήσατε κάποιο διάστημα της ζωής σας στην Αθήνα.

Μ.Α.:

Όχι, όχι πήγα στρατιώτης στην αεροπορία υπηρέτησα τη θητεία μου. Απολύθηκα, ήρθα στο χωριό πάλι, έμεινα 4-5 χρόνια και σε ηλικία 25 ετών έφυγα για την Αθήνα, όπου και κατοικώ από τότε.

Β.Δ.:

Πολύ ωραία.

Μ.Α.:

Και έρχομαι το καλοκαίρι στο χωριό και κάθομαι όλο το καλοκαίρι κάθε χρόνο.

Β.Δ.:

Θέλω τώρα να επικεντρωθούμε λίγο στη πρώιμη φάση της παιδικής σας ηλικίας, δηλαδή από το 1933 μέχρι το 1946.

Μ.Α.:

Ναι.

Β.Δ.:

Ζούσατε εδώ στο χωριό.

Μ.Α.:

Ναι, ναι.

Β.Δ.:

Οι γονείς σας τι δουλειά έκαναν κύριε…

Μ.Α.:

Γεωργοί.

Β.Δ.:

Τα παιδικά χρόνια πώς τα θυμάστε;

Μ.Α.:

Κατοχή. Τα παιδικά, τα πρώτα παιδικά χρόνια ήταν ανέμελα, επήγαινα στον κήπο μου απέναντι, έπαιζα, έκανα σπιτάκια, έκανα αποστακτήρες ρακή μικρές, έπαιζα με τα παιδιά, πήγαινα στο σχολείο, μέχρι που ήρθε η μέρα της Κατοχής. Σημαδιακή ήμερα, η πρώτη μέρα η κήρυξη του πολέμου, του Ελληνο-ιταλικού πολέμου.

Β.Δ.:

Πώς το θυμάστε αυτό; Πού ήσασταν; Εσάς πού σας βρήκε αυτή η κήρυξη του πολέμου;

Μ.Α.:

Με πήρε η δασκάλα μου η οποία έμενε κοντά εδώ η Παναγιώτα Λαμπρινάκου από τη Λάγια της Μάνης, με πήρε από το χεράκι ήμουν παιδί και πήγαμε στο σχολείο πέρα, στην άκρη του χωριού. Ήταν θυμωμένη, νευριασμένη, κατακόκκινη, ήταν 28η Οκτωβρίου του 1940. Αν δεν κάνω λάθος την ημέρα, ήταν ημέρα Δευτέρα. Μας έβαλε στη γραμμή, κάναμε την προσευχή, και μας λέει έτσι με ένα νεύρο και πατριωτικό φιλότιμο: «Παιδιά μου το μάθατε εκυρήχθη ο πόλεμος, μας κήρυξε η Ιταλία τον πόλεμο, ο δάσκαλος σας πάει φαντάρος, έφυγε πρωί- πρωί. Εγώ θα μείνω με σας, με όλα τα παιδιά και δε θα κλείσω το σχολείο. Θα είμαι με σας, να μάθετε γράμματα να μην μείνετε ξύλα απελέκητα. Ζήτω η Ελλάδα! Θα νικήσουμε!». Χειροκροτήσαμε, τώρα μέσα στο σχολείο, πήγαμε στο σχολείο, κάναμε μάθημα. Άρχισε ο πόλεμος, η δασκάλα είχε 160 παιδιά, μόνη, μονοθέσιο, 160 παιδιά! Έκανε μάθημα πρωί – απόγευμα. Αφού κηρύχθει ο πόλεμος, δεν αρκούσε, δεν έφτανε στη δασκάλα αυτή να έχει τόσα παιδιά, να κάνει μάθημα μόνη της, πρωί – απόγευμα, αλλά συγκέντρωσε μερικές γυναίκες άλλες του χωριού, έκανε ένα εργαστήριο πλεκτικής στη μια αίθουσα του σχολείου. Ζήτησε από τους χωριανούς και τις χωριανές να ξεπλέκουν χιράμια, μάλλινα και με το νήμα που έβγαινε πλέκανε κάλτσες και φανέλες για τους στρατιώτες του πολέμου. Σε τέτοιο σημείο δούλευε η γυναίκα αυτή που τα χέρια της κουραστήκανε από το πλέξιμο -τη νύχτα, στο φως του λυχναριού- που έπαθε..παράλυσαν τα νεύρα της στα χέρια και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για ένα μήνα. Τη θεράπευε η γιατρίνα Σκορδούλη, που είχαμε εδώ. Έστελναν λοιπόν, δέματα στους φαντάρους με φανέλες και κάλτσες στο μέτωπο της Αλβανίας.

Β.Δ.:

Θέλω να μου πείτε την ώρα -ως παιδί- την ώρα που ακούσατε, η δασκάλα σας είπε ότι κηρύχτηκε ο πόλεμος…

Μ.Α.:

Ναι.

Β.Δ.:

Τι νιώσατε; Καταλάβατε;

Μ.Α.:

Ναι, ένα φόβο και μια αγωνία και μια περιέργεια. Τι είναι ο πόλεμος. Λοιπόν από τότε άρχισε η ζωή μας να γίνεται δύσκολη. Ήρθαν οι Ιταλοί, πήγανε στο Προφήτη Ηλία στη θάλασσα κοντά κάνανε ένα παρατηρητήριο για τη θάλασσα, μπήκαν οι Γερμανοί που πηγαίνανε στο χωριό Βελανίδια, εκεί κάνανε ένα έργο παρατηρητήριο, χτίζανε με αγγαρεία από όλη την περιοχή μας και ήρθαν οι Γερμανοί, έξω από εδώ περάσανε, πάνω στα άλογα 5 ήταν. Άκουσα λοιπόν, λοιπόν ακούσαμε τα πέταλα των αλόγων: «τρακ, τρακ, τρουκ, τρακ, τρουκ» και οι Γερμανοί ήτανε έτσι επιβλητικοί τους φοβόμαστε, εγώ ήμουν σε αυτό το σημείο στη βεράντα και σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα προς τα εκεί που ερχόντουσαν οι Γερμανοί και μετά έσκυψα κάτω μην με δούνε. Περνώντας από το διπλανό σπίτι μια γυναίκα λιποθύμησε, όπως λιποθυμούσαν τότε οι γυναίκες «ααα» έκανε και έμεινε, και έλεγαν οι Γερμανοί, πιθανόν να ήταν και κάποιος διερμηνέας: «Κλείστε πόρτες, παράθυρα, English boom», να μην έχουμε φώτα δηλαδή, βράδυ ήταν, να μην έχουμε φώτα και γίνουν βομβαρδισμοί από τους Εγγλέζους. Πήγανε στο χωριό, πήγανε στον πρόεδρο της κοινότητος, είπανε τα δικά τους. Και έμεναν αυτό στα Βελανίδια εκεί που κατασκεύαζαν ένα έργο, μεγάλο έργο, ένα οικοδομικό έργο που θα γινόταν παρατηρητήριο.

Β.Δ.:

Με συγχωρείτε, ένα λεπτό να ξαναμπούμε στην είσοδο των Γερμανών στο χωριό.

Μ.Α.:

Εδώ.

Β.Δ.:

Θέλω να σας ρωτήσω, θυμάστε το συναίσθημα που σας δημιούργησε;

Μ.Α.:

Ναι, ναι. Φόβος! Φόβος και περιέργεια. Ενώ είχα φόβο έσκυψα το κεφάλι μου έξω από τη βεράντα, να δω τους Γερμανούς, αλλά ο φόβος με έβαλε να βάλω το κεφάλι μου μέσα, να σκύψω, να είμαι στο στηθαίο μπροστά, να κρυφτώ.

Β.Δ.:

Ήτανε νύχτα.

Μ.Α.:

Ναι, βράδυ... Και εκείνο που μου έμεινε στο μυαλό μου είναι ο θόρυβος από τα πέταλα των αλόγων. Ήταν πέτρινος ο δρόμος κάτω καλντερίμι... «τρακ, τρουκ, τρακ, τρουκ,τρακ, τρουκ», οι Γερμανοί που μπαίνανε... Κανείς δεν ήταν στη γειτονία όλοι κρυμμένοι μέσα! Εγώ παιδί, κοίταζα μέχρι που πήγαν κάτω και πήγαν στη μέση του χωριού. Αυτή ήταν η αίσθηση ο φόβος και περιέργεια. Στο παιδί επειδή δεν έχει το φόβο τελείως ανεξέλεγκτο να πούμε και την περιέργεια, χωρίς φόβο ήταν αυτή... τα ανάμεικτα αυτά συναισθήματα... Φόβος!

Β.Δ.:

Την εικόνα μπορείτε να την περιγράψετε; Δηλαδή..

Μ.Α.:

Ήταν... γκρι ρούχα φορούσανε, γκρι, είχανε τα καπέλα τους τα γερμανικά και δίκοχα. Και μεγάλα καπέλα με γείσο μπροστά. Ήταν όρθιοι, πάνω στο άλογο ήτανε να το πούμε έτσι επιβλητικοί! Δεν ήταν σαν τους Ιταλούς που ήταν παιχνιδιάρηδες, ήταν σαν και εμάς. Ήταν μονοκόμματοι, ήταν οι Γερμανοί «τρακ τρακ» πάνω στο άλογο, υπερήφανους κατακτητές, παλικάρι, παλικαράδες της Ευρώπης.

Β.Δ.:

Εσάς σας φόβισαν περισσότερο οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί;

Μ.Α.:

Οι Γερμανοί! Οι Ιταλοί είχαν πλάκα. Άρχισε λοιπό η κατοχή, επήγαινα στον Προφήτη Ηλία κάτω στη θάλασσα έκαναν παρατηρητήριο 10-15 ήτανε, έμεναν στα κύματα και μες στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία της οποίας το ιερό μετέβαλλαν σε κρεβάτι, έβαλαν σανίδες, το ιερό, όχι το ιερό και την Αγία Τράπεζα, αυτήν καθαυτή. Ενώ ήταν παπικοί, καθολικοί και έπρεπε να σεβαστούν την κοντινή πίστη μεταξύ μας που είχαμε. Τη βεβήλωσαν την εκκλησία, ήρθαν εκεί, ήρχοντο στο χωριό, από τα χωράφια περνούσαν και ζητούσαν πεπόνια, κάνα καρπούζι κάνα κολοκύθι, καμιά ντομάτα. Κάνανε να πούμε και ζητούσαν και ολίγον βία... Δηλαδή εάν δε δώστε επόμενο είναι τι θα πάθετε... Εμείς είμαστε τα αφεντικά, οι κατακτηταί. Συμβάντα με [00:10:00]τους Ιταλούς. Ένας Ιταλός πήγε στο σπίτι το παρακάτω από εδώ το τρίτο από μένα σπίτι και ζήταγε κότες από την νοικοκυρά. Κότες, να φάνε οι Ιταλοί.

Β.Δ.:

Σε ποιο σπίτι;

Μ.Α.:

Εδώ παρακάτω... Ήταν του Παναγιώτη Αναστασάκη το σπίτι. Δεν καταλάβαινε η γυναίκα τι της ζητούσαν και βγάνει το όπλο, μπαμ! Και πυροβολεί μια κότα. Τη σκότωσε την κότα, την πήρε, με το όπλο. Άλλος Ιταλός στο πέρα χωριό, μαζί με δικούς μας εδώ, παιδιά μικρά, νεαρούς δηλαδή, νέους. πυροβόλησε μια τσιμινιέρα που βγαίνει καπνός, μια καπνοδόχο τσίγκινη, αλλά μαγείρευε η νοικοκυρά μέσα και με το που βαράει τη τσιμινιέρα, πέσανε οι καπνιές, στο φαγητό, στο τσουκάλι. Βγαίνει έξω και: «Δε ντρεπόσαστε;» φώναζε και στον Ιταλό και στον Έλληνα που τον συνόδευε. Εμείς φοβηθήκαμε τότε λέμε, θέλεις να την πιάσει ο Ιταλός να της κάνει κάτι; Λοιπόν της πυροβόλησε και έπεσε η καπνιά μέσα. Ο ίδιος Ιταλός σημάδευε επάνω στο βουνό μια πέτρα, μαζί με τους Έλληνες γιατί πάντοτε οι κατακτητές έχουν και φίλους ντόπιους, πάντα σε όλο τον κόσμο. Σημαδεύουν την πέτρα και βλέπουμε που η σφαίρα έβρισκε -εμείς παιδιά- πάνω στη πέτρα, μπράβο σημάδι! λέγαμε οι Ιταλοί… Αυτοί ήταν οι Ιταλοί. Όταν, να τελειώσω με τους Ιταλούς μια που το είπα, όταν συνθηκολόγησε ο Μπαντόλιο, ο στρατηγός Μπαντόλιο με τους Εγγλέζους, οι Ιταλοί παραδόθηκαν στους Εγγλέζους, και πρόδωσαν τους Γερμανούς, τότε τρέξανε οι δικοί μας από δω, από το χωριό και πήγανε στο φυλάκιο που είχαν οι Ιταλοί κάτω, το κυκλώσανε είχανε όμως 2 όπλα, αλλά πώς με 2 όπλα θα νικήσεις ένα φυλάκιο ολόκληρο; Ένας έξυπνος χωριανός μας λέει: «Βάλτε τις μαγκούρες σας στα βράχια, να φαίνονται ως κάννες όπλων να φαινόμαστε πολλοί!». Και πήγανε ήρθε ένας μεσολαβητής, πήγανε χωριανοί παρεδόθησαν οι Ιταλοί χάλασαν τα όπλα τους να μην τα πάρουν οι δικοί μας και τα δώσουν στους αντάρτες, και οι δικοί μας κάνανε πλιάτσικο στο φαρμακείο, ό,τι πράγματα είχανε και έφυγαν οι Ιταλοί και πήγαν στα Κύθηρα που ήταν η ανώτερη διοίκηση.

Β.Δ.:

Εσείς το θυμάστε;

Μ.Α.:

Ένας Ιταλός έμεινε, 1-2 Ιταλοί μείναν εδώ. Και έμεινε σε ένα σπίτι κοντά στο δικό μου εδώ πιο πέρα 50 μέτρα, ο οποίος έκανε το τσαγκάρη, Ιταλός, μετά τη συνθηκολόγηση. Και σιγά-σιγά άρχισαν να λείπουν οι γάτες από τη γειτονιά, έτρωγε τις γάτες. Τις έπιανε, τις έτρωγε, τις μαγείρευε σε τσουκάλι πήλινο και μια μέρα με φώναξε: «Έλα να δεις! Μαγειρεύω γάτα!». Και πώς τη μαγειρεύεις; Με νεράκι τη μαγείρευε τη γάτα και μετά την έσβηνε με κρασί, και έτρωγε τη γάτα ο Ιταλός! Δεν έμεινε γάτα στη γειτονιά! Μετά έφυγε κι αυτός. Αυτοί ήταν οι Ιταλοί δεν. Οι Ιταλοί, είχανε να πούμε, τους άρεσαν τα κορίτσια, οι Ιταλοί, παίζανε κιθάρα. Και μετά τον πόλεμο, μετά τη λήξη του παγκοσμίου πολέμου, και την επικράτηση των κομμουνιστών, της αριστεράς, μερικοί αριστεροί είπαν, όχι χωριανοί μου από άλλα μέρη, έξω από τη Νεάπολη: «Ποιοι είχαν σχέσεις με γυναίκες με Ιταλούς;». Γνωριμία, δε ξέρω σχέσεις εσωτερικότερες. Λέει κάποιος αυτή και η άλλη. Να τις κουρέψουμε τις γυναίκες αυτές! Με ψιλή μηχανή! Ένας όμως αριστερός προς τιμή του λέει: «Όχι» είπε στους συναδέλφους, στους συναγωνιστές: «Όχι δεν επιτρέπω εγώ να κουρέψετε καμία γυναίκα στο χωριό μας, καμία!» και κούρεψαν μια γυναίκα στη Νεάπολη, η οποία έκτοτε εντράπη τόσο πολύ, δεν το ξεχνάω αυτό, που δε ξαναπάτησε στην περιοχή μας.

Β.Δ.:

Εσείς ήσασταν μπροστά; Από την άποψη...

Μ.Α.:

Στο κούρεμα; Όχι.

Β.Δ.:

Ακούσατε το διάλογο;

Μ.Α.:

Το διάλογο... Γιατί εκείνος που γλίτωσε τις γυναίκες να μην κουρευτούν ήτανε, έμενε σε αυτό το σπίτι. Ήταν γείτονας μου. Και προς τιμήν του δεν άφησε καμία, άλλους ξένους αντάρτες από άλλα μέρη περιοχή Μονεμβασίας-Μολάων να κάνουν αυτό το κακό στην περιοχή μας. Κι έμεινε από τότε όχι σε πολλούς γνωστό, σε μένα, και σε μερικούς άλλους. Αυτά με τους Ιταλούς, τραγουδάγανε, παίζανε κιθάρα οι Ιταλοί, τους άκουγα δηλαδή και ήταν καλοζωισμένοι, θέλανε να ζήσουν τη ζωή τους, οι Γερμανοί ήταν τελείως απρόσιτοι. Αυτά με τους Ιταλούς. Οι Γερμανοί κάνανε αγγαρεία από όλη την περιοχή μας και έχτιζαν ένα μεγάλο κτήριο στα Βελανίδια, προς τη θάλασσα να γίνει παρατηρητήριο. Έπαιρναν αγγαρεία εσείς θα πάτε 5 από τον Άγιο Νικόλα σήμερα, 6 από το Λάχι αύριο, 5 από τη Νεάπολη, 7 από την Ελίκα, μέχρι και την Ελίκα έφταναν, και πήγαιναν όλοι με τα ζώα τους, κουβαλούσαν υλικά από την Παναγία το λιμάνι του Βελανιδίου τα πήγαιναν πάνω και οι μεν μαστόροι χτίζανε οι άλλοι κάνανε τη λάσπη. Δεν πρόφτασαν όμως να κάνουν παρατηρητήριο γιατί ήρθε η κατάπτωση τους. Μετά οι ντόπιοι και άλλοι κάνανε πλιάτσικο, κάνανε μέχρι και τα κουφώματα. Υπάρχει ακόμα αυτό το κτήριο και σώζεται, γιατί χτίστηκε με γερά υλικά. Οι Γερμανοί προς το τέλος της Κατοχής, οι αντάρτες εδώ οι τοπικοί, πήγαν στην Αγιά Μαρίνα στο λιμανάκι μας εδώ και είχε αράξει ένα καΐκι επιταγμένο από Γερμανούς, το οποίο μετέφερε τρόφιμα ή άλλα εφόδια κάπου και βγήκε ένας Γερμανός με τη βάρκα από το αραγμένο καΐκι ανοιχτά λίγο να πάρει νερό, το σημάδεψαν τότε οι αντάρτες και το σκότωσαν το παλικάρι. Πήγε κάποιος κοντά μετά αφού είδε και λέει: «Θέλεις γιατρό;». Όχι, δε χρειάζεται, πέθανε, ετάφη στην άμμο και μετά την απελευθέρωση ήρθαν οι γονείς του ή οι συγγενείς του από τη Γερμανία και πήραν τα οστά του.

Β.Δ.:

Απίστευτη ιστορία, εσείς γνωρίζετε ότι ήρθαν οι γονείς του; Πώς το ξέρουμε αυτό;

Μ.Α.:

Πληροφορίες. Ήρθαν οι γονείς του και τον πήραν στη θέση η Λυγιά, εκεί ετάφη. Στη θέση Λυγιά ετάφη και εκεί έφυγαν τα οστά του. Στη διάρκεια της Κατοχής λοιπόν ήμουν εδώ, καθόμουν θα ήταν η ώρα 11:00 το βράδυ και άνοιξα έφυγε μια γειτόνισσα που έκανε γειτονικό νυχτέρι με τη μάνα μου, άνοιξα την πόρτα και είδα φωτιά πάνω στα βουνά εκεί. Είχε πέσει ένα γερμανικό αεροπλάνο, ερχόταν από την Κρήτη και είχε προσκρούσει πάνω στο βουνό, τριθέσιο αεροπλάνο γερμανικό, ίσως βομβαρδιστικό, και προσέκρουσε πάνω στο βράχο και έπεσε και έπιασε φωτιά, το είδα με τα μάτια μου! Σκοτωθήκανε 3 Γερμανοί. Την άλλη μέρα πήγαν έστειλαν οι Ιταλοί αγγαρεία από το χωρίο μας, αυτό το μικρό, από τον Άγιο Νικόλα, και κατέβασαν τα πτώματά τους στον Άγιο Λια και από εκεί τα πήγαν στο Γύθειο. Χρόνια ολόκληρα πηγαίναμε τα παιδιά στη θέση που έπεσε το αεροπλάνο που από τότε έγινε και τοπωνύμιο και το είπανε «στο Αεροπλάνο», και μαζεύαμε υπολείμματα από ό,τι βρήκαμε. Το αεροπλάνο ήταν τύπου Messerschmitt, και εγώ πήρα ζελατίνες από το παρμπρίζ και τις καίγαμε παιδιά, φωτίζαμε τη νύχτα, άλλοι πήραν σύρματα, είχα πάρει και εγώ σύρματα, καλώδια έχω ακόμα, και έγινε ντόρος μεγάλος. Φύγανε οι Γερμανοί ελευθερωθήκαμε και άρχισε. Πριν φύγουν οι Γερμανοί, βεβαίως θέλησαν να αντισταθούν οι Έλληνες.

Β.Δ.:

Εδώ τοπικά; Στο χωριό;

Μ.Α.:

Σε όλη τη Λακωνία, αλλά και στο χωριό. Ήρθαν στρατολόγοι ειδικοί, να στρατολογήσουν ανθρώπους, άνδρες για το Ε.Α.Μ.

Β.Δ.:

Για πείτε μου τι εννοείτε, θέλησαν να αντισταθούν; Θυμάστε κάποιον, άνθρωπο κάποιο γεγονός;

Μ.Α.:

Βέβαια! Με τη στρατολόγηση, την ίδια, ήμουν παρών και στρατολογήθηκα και εγώ.

Β.Δ.:

Πείτε μου περισσότερα για αυτό.

Μ.Α.:

Σε αυτό το σπίτι εκεί που βλέπετε, της οικογένειας Πετράκη που είναι τώρα μισό ερείπιο, είδα από τη βεραντούλα μου, παιδί, το '42, ήμουν το '33, 7, ήμουν 9 χρονών. καταλάβαινα, είδα 2 καμπαρντίνες ήταν χειμώνας, άρχιζε ο χειμώνας και ήταν ξένοι... παιδιά... τα παιδιά είμαστε γεμάτα περιέργεια, λέω ποιοι είναι αυτοί που πάνε στο σπίτι του Πετράκη; Λέω στη μάνα πάω στη θεια Μάρθα, θεια Μάρθα ήταν η μάνα των Πετράκηδων. Πηγαίνω λοιπόν τους είχε στη σάλα η θεια Μάρθα, κουφή ήταν, 2 έτσι ψηλοί με καμπαρντίνες, με ρούχα κάπως καλά. Λοιπόν ήταν τα παιδιά της ο Γιώργος, η Καλλιόπη, ο Δημήτρης. 3 παιδιά, εκείνη η θεια Μάρθα και κανείς άλλος. Τους έβγαλε γλυκό να τους τρατάρει να πούμε.

Β.Δ.:

Αυτοί τι ήταν; Αυτοί οι 2;

Μ.Α.:

[00:20:00] Θα σας πω τι ήτανε, γιατί δε ήξερα ακόμα τι ήτανε. Δίνω όλη τη σειρά. Βγάζει λοιπόν γλυκό, σταφύλι ροζακί, τους τρατάρει. Ευχαριστώ πολύ δεν είχε... 2 καρέκλες είχε και 2 μπαούλα, σε ένα κρεβάτι καθόντουσαν όλοι. Σηκώνεται για μια στιγμή ο ένας μετά τις χαιρετούρες από αυτούς και λέει είδε το καθρέφτη πάνω της σάλας με ζυμαρόκολλα γραμμένο σε ένα χαρτί: «Δικαιοσύνη μάθετε οι κατοικούντες επί τη γης». Ωραίο τσιτάτο, ωραίο ρητό. «Ποιος το γράψε αυτό;» λέει ο μουσαφίρης, «Εγώ!» λέει ο Δημητράκης ήταν 17-18 χρονών. «Μπράβο του λέει και εγώ μαζί σου!». «Η Δικαιοσύνη να επικρατήσει στη γη αλλά για να επικρατήσει Δικαιοσύνη, πρέπει να διώξουμε πρώτα τους κατακτητές και μετά θα φέρουμε τη Δικαιοσύνη!». «Είσαι μαζί μας να το κάνουμε;» «Ναι!» του λέει ο Δημητράκης, «Ναι!» λέει και ο μεγάλος, ο Γιώργος, θα ήταν 23. «Ναι» λέει και η Καλλιόπη, «Ναι!» λέω και εγώ. Γράφτηκα λοιπόν στο Ε.Α.Μ., οι 3 και εγώ στα Αετόπουλα. Ήταν 3 οι κατηγορίες της αντίστασης, το Ε.Α.Μ., η Ε.Π.Ο.Ν. και τα Αετόπουλα. Το Ε.Α.Μ. για τους μεγάλους, η Ε.Π.Ο.Ν. για τη νεολαία και τα Αετόπουλα για τα μικρά. Γράφτηκα και εγώ... μπήκα στην αντίσταση, να πουμε, και έκανα θελήματα μετά.

Β.Δ.:

Πόσο χρονών μπήκατε στην αντίσταση;

Μ.Α.:

9. Τότε λοιπόν ξεδίπλωσαν ολόκληρο το πρόγραμμά τους, παιδιά λέει: «Έχουμε Γερμανούς και Ιταλούς στην Ελλάδα, εμείς το '21 διώξαμε τους Τούρκους, άλλες φορές πολεμήσαμε για εκείνους, υπέρ των συμφερόντων της Ελλάδας για την πατρίδα, την ελευθερία, τη Δικαιοσύνη, δημιουργείται μια κίνηση στην Ελλάδα το Ε.Α.Μ., Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Ελάτε μαζί μας!» Και γράφτηκαν στο Ε.Α.Μ., ήταν στην επιμελητεία του αντάρτη, ετούτοι εδώ οι Πετράκηδες. Επιμελητεία αντάρτη θα πει ξέρετε για τρόφιμα κλπ. Γράφτηκαν στο Ε.Α.Μ., αυτή ήταν η πρώτη στρατολόγηση στο χωριό μας, και από τις πρώτες στα Βάτικα.

Β.Δ.:

Εσείς τι κάνατε εκεί ως παιδάκι;

Μ.Α.:

Θέλω να πω και την άλλη ιστορία και πάλι για τη στρατολόγηση. Δεν ήταν όμως μόνο αυτοί που ήρθαν, ήρθε κι άλλος στρατολόγος στο χωρίο μας, ο Γεώργιος Βουνελάκης ή καπεταν θαλασσινός από τη Μονεμβασία. Ήρθε λοιπόν αυτός και στρατολόγησε και συστηματοποίησε αυτή τη στρατολογία, πιθανόν να έγραψε καταλόγους. Έχει σημασία πώς το γνώρισα το Βουνελάκη… και τώρα θα κάνουμε προεκτάσεις αλλά δεν τα θυμάται κανείς με τη σειρά τους. Ο Πετράκης, η οικογένεια Πετράκη, δεν πείραξαν άνθρωπο κατά τη διάρκεια της δράσεως του Ε.Α.Μ., η οποία ήταν υποτυπώδης στην περιοχή μας. Δεν είχαμε ένοπλα τμήματα μεγάλα... Είχαμε Ε.Λ.Α.Ν., ναυτικό της αντίστασης στο Ελαφονήσι, είχαμε κάτι ομαδούλες αλλά δεν είχαμε δράση μεγάλη εδώ. Δε βαρέσαμε Ιταλούς, Γερμανούς, δεν έγινε τίποτα. Ήρθε η απελευθέρωση το '46 και ξαφνικά δημιουργείται πριν όμως πούμε αυτό πρέπει να πούμε τι γινόταν κατά τη διάρκεια του Ε.Α.Μ. Κατά τη διάρκεια του Ε.Α.Μ. που γινόταν η αντίσταση στο Πάρνωνα και τον Ταΰγετο ήρχοντο υποβρύχια και τορπιλάκατοι όπως τους έλεγαν και πλοία λαϊκά, ψαράδικα τα οποία τα είχαν κάνει έτσι πολεμικά κατά ένα τρόπο. Ήρχοντο στο Καβομαλιά με αρχηγό το Λόντο το πλοίαρχο Λόντο ήταν Έλληνας αξιωματικός και έκανε αντίσταση και έκανε αντίσταση και αυτός. Εφοδίαζε τους αντιστασιακούς με όπλα και ασυρμάτους με μερικά καΐκια έρχεται εδώ στην περιοχή μας, και έβγαζαν λοιπόν ασυρμάτους, όπλα, και προωθούντο μέσω του Καβομαλιά στο Πάρνωνα. Αυτά ήταν Εγγλέζικη δουλειά. Τέλειωσε λοιπόν η απελευθέρωση, τέτοιους ασυρμάτους είχαμε στη Καστανιά, υπήρχε. Και μάλιστα ενδιαφερθεί τότε για την αντίσταση στην περιοχή μας και την Ελλάδα ως κέντρο μεταβάσεως από την Αφρική και τη θάλασσα στη στεριά της Ελλάδος, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ήταν γιος του Ελευθέριου Βενιζέλου ο Σοφοκλής και ενδιαφέρθηκε για αυτό το πράγμα λεπτομέρειες δεν ξέρω.

Β.Δ.:

Εσείς πώς γνωρίσατε το Βουνελάκη εκεί έχουμε μείνει..

Μ.Α.:

Πριν πούμε... είναι απαραίτητο να πούμε αυτό. Όταν λοιπόν έληξε το αντάρτικο, έρχονται οι δεξιοί, τέλος πάντων που ήταν ενάντιοι στο Ε.Α.Μ., ήταν δουλειά των Εγγλέζων, όσο καιρό ήταν οι Γερμανοί αυτοί έλεγαν να ενισχύσουμε τους αντάρτες κομμουνιστές, και τους ΕΑΜίτες για να διώξουν τους Γερμανούς, αλλά να μην πολύ-δυναμώσουν οι αντάρτες να ρίξουμε και από κάτω τους αντίθετους... αυτοί ήταν της δεξιάς. Μόλις ήρθε ο πόλεμος ήρθαν αντάρτες εδώ το '46, γλίδηδες όπλα, φυσικλίκια, γένια και εμείς τα παιδιά, τρέξαμε να δούμε ποιοι είναι αυτοί οι Χίτες να πούμε πώς είναι. Και πήγανε στο γραφείο του μακαριστού προέδρου 5-6-10 ήτανε... Πήγα και εγώ μαζί... Κοιτάγαμε τους Χίτες με τα όπλα.

Β.Δ.:

Πώς ήταν για πεστε μου.

Μ.Α.:

Λιγδεροί, μαύροι, από τη λίγδα πρέπει να ήταν μαύροι και άπλυτοι και χάλια να πούμε έτσι, σαν τους ληστές της παλιάς εποχής, κακή εικόνα.

Β.Δ.:

Πόσοι ήταν;

Μ.Α.:

7-8. Το τραγικό… Ακούω λοιπόν έναν από τους ξένους, τους ταγματασφαλίτες, Χίτες, αυτό όλο το συνονθύλευμα. Ρωτάει έναν χωριανό μας: «Δεν έχετε εδώ κανένα κομμουνιστή να δείρουμε;». Πετάγεται ένας της πλέμπας, δικός μας, και λέει: «Έχουμε! Οι Πετράκηδες». Μόλις ακούω εγώ ότι θα δείρουν τους Πετράκηδες, εδώ είναι το σπίτι, και εγώ τρέχω λοιπόν να φωνάξω στη μάνα του τη κουφή να κρυφτούν οι Πετράκηδες. Να μην τους δείρουνε. Ήταν κουφή αυτή δεν άκουγε. Πόσα να πω; Ο ένας από τους Πετράκηδες τον βρήκαν και πήγε στο σχολείο το δημοτικό και ο άλλος πήγε μετά στο δημοτικό σχολείο. Τους πιάνουν με ένα βούρδουλα από Σαλαχώρα και άρχιζαν να δέρνουν αυτοί, αυτούς τους 2 Πετράκηδες. Ξύλο! Κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα θρανία για να γλιτώσουν καμιά ξυλιά στην πλάτη! Μαύρισε η πλάτη! Ξύλο! Ξύλο! Ο Πετράκης ο μεγάλος, ο Γιώργος, ο ένας από τα 2 αδέρφια ήταν πιο σβέλτος και γλίτωνε μερικές. Ο μικρός ήταν πιο μικρός 17άρης, αυτός που έγραψε: «Δικαιοσύνη μάθετε...» και έτρωγε ξύλο. Φύγανε, τους αφήσανε επιτέλους και...

Β.Δ.:

Εσείς, συγνώμη αυτό το γεγονός, το-

Μ.Α.:

Το είδα.

Β.Δ.:

Να δέρνουν τα παιδιά;

Μ.Α.:

Ναι! Λοιπόν και πέφτει ο ένας ο Δημητράκης, πέφτει κάτω στο δρόμο 50 μέτρα μετά το σχολείο, πέφτει κάτω. Η θεία μου, η αδερφή της μάνας μου με μια άλλη γυναίκα, πήραν ένα σεντόνι και βάλανε το μισο-λιπόθυμο Δημητράκη, στο σεντόνι και το φέρανε στο σπίτι τους. Το φέραν στο σπίτι αυτό, από πίσω και εγώ κοντά. Να βογκάει «Ωχ!» δαρμένος άγρια όπου μελανός στο σώμα του. Το βάνουνε στο κρεβάτι, δε καταλάβαινε πολλά η μάνα του, γιατί το έδειραν το παιδί μου; Γιατί το κάνανε έτσι; Το θυμάμαι… πέθαινε. Σφάξανε μια προβατίνα, βγάλανε το δέρμα της ζεστό, γδύσανε το Δημητράκη, τον τυλίξανε στο δέρμα της προβατίνας. Αυτό ήταν -είναι ένα- που έχω κάνει και τη λαογραφική έρευνα -ένα τέλεσμα μαγικό- φυσικό, δηλαδή αφού σφάξαμε την προβατίνα τυλίγουμε το ζεστό δέρμα της νωπό, αυτόν τον άνθρωπο να πάρει τη δύναμη του πρόβατου και να αναζωογονηθεί. Αυτή ήταν η ρίζα της ενέργειας αυτής. Το παιδί συνήλθε μετά από βογκητά, δεν το χώνεψε αυτό πια και σηκώθηκε και έφυγε, να πάει αντάρτης γιατί άρχιζε ήδη ο εμφύλιος. Ο μόνος αντάρτης που πήγε από το χωρίο, αντάρτης στο βουνό! Και σκοτώθηκε! Εγώ επειδή το αγαπούσα το παιδί, ήμουνα στη Σπάρτη τότε και πήγαινα στο Γυμνάσιο και πήγαινα σε ένα μοναστήρι τα Σαββατοκύριακα, να βοηθάω τον ηγούμενο που ήταν από το χωρίο μας Μινώπετρος στο όνομα και με δική του προστασία να πηγαίνω στο Γυμνάσιο της Σπάρτης. Δούλευα και στη Σπάρτη στη καφετερία και στο μοναστήρι. Ήξερε πως ήμουν εγώ στο μοναστήρι ο Δημητράκης ο αντάρτης και πέρασε και με ζήτησε. Δεν ήμουν όμως εκεί. Δεν ήταν Κυριακή… Ήταν κουρελιασμένος, αντάρτης και έβγαλε ο ηγούμενος το παντελόνι [00:30:00]του είχε ένα παντελόνι, και του το έδωσε και το φόραγε. Και όταν πήγα την Κυριακή μου λέει βρε ήρθε ο Δημητράκης του Πετράκη και σε ζητούσε. «Αχ!» λέω «γιατί δε μου το...». Σκοτώθηκε. Εγώ από την αγάπη που του είχα του παλικαριού έψαξα μετά, μετά, τώρα δηλαδή πριν από 10 χρόνια να βρω που πέθανε αυτός ο άνθρωπος. Πού σκοτώθηκε. Επήγα στο αρχείο του ΚΚΕ, επήγα αντιστασιακούς παλιούς ρώτησα. Ναι λέει υπάρχει ένας Πετράκης, αλλά ήταν Κρητικός, ήταν αυτός. Αλλά για να το βρω αυτό πήγα στο Βουνελάκη, τον καπετάν Θαλλασσινό, στο Μαρούσι. Πάω λοιπόν ένας ψηλός πανύψηλος, μεγάλος. «Χαίρετε!», «Χαίρετε!». Πριν από 15-16-17 χρόνια έγινε αυτό: «Ψάχνω να βρω που σκοτώθηκε ένας Δημήτρης Πετράκης. Είχατε ακούσει;». «Όχι, δεν είχα ακούσει τίποτα...». «Εσύ πού ήσουν;» του λέω καπετάνιε. «Εγώ ήμουν αρχικά καπετάνιος στο Πάρνωνα, στρατιωτικός καπετάνιος γιατί υπήρχαν 2 καπεταναίοι στην αντίσταση. Ο πολιτικός και ο στρατιωτικός. Κουμάντο έκανε ο πολιτικός, αλλά ο στρατιωτικός έκανε στα στρατιωτικά. Εγώ παντρεύτηκα τη γυναίκα μου τη Βούλα Πιεράκου, η οποία ήταν υπεύθυνη στο Ε.Α.Μ. νέων στη Καλαμάτα και πήγαμε στη Καλαμάτα» και ξαφνικά μου λέει ρε παιδάκι μου, βλέπουμε να έρχονται 2 κοπέλες από το χωριό σου δαρμένες και πεινασμένες. Ήταν η Καλλιόπη η Πετράκη η αδερφή των παιδιών που σκοτώθηκε ο ένας -τη στρατολόγησαν ήμουν παρόν- η Καλλιόπη Πετράκη Διαμαντάκη μετά το επώνυμο και η Μαρία Μινωπέτρου. «Ήρθαν διωγμένες, κυνηγημένες γιατί τις κυνηγούσα οι Χύτες, να τις πνίξουν γιατί ήταν κι αυτές στο αντάρτικο, στη περιοχή μας. Τους φιλοξένησα, έφαγαν 10 πιάτα φαΐ η καθεμία, τις άλλαξα και κατάφερα και έβαλα τη μια, την Καλλιόπη, νοσοκόμα σε μια κλινική της αριστεράς που είχαμε στην Καλαμάτα». Η Μαρία η Μινωπέτρου είχε ένα συγγενή στην Καλαμάτα και πήγε εκεί. Αυτό είναι το τέλος της ιστορίας της οικογένειας Πετράκη, του Ε.Α.Μ. και του Εμφυλίου. Τραγικά, αυτά τα είδα με τα μάτια μου! Τώρα τι μου είπε ο ίδιος ο Πετράκης ο Γιώργος, έτυχε μου λέει. Ο Γιώργος ο Πετράκης μετά τους κάλεσε το κράτος στους εθνοφύλακες, να είναι στην εθνοφυλακή και τους επιστράτευσε στη Σπάρτη και πολεμούσε ο αδερφός του στο Γιωργίτσι ο ένας στο αντάρτικο και ο άλλος με τη δεξιά, πολεμούσαν απέναντι, μου το είπε ο Γιώργος ο πολεμιστής: «Ήταν αδερφός μου ήξερα σε ποια ομάδα είναι». «Και πού βάραγες;» «Στο βρόντο!» μου λέει, δε σημάδευε πουθενά. Αλλά έπρεπε και εγώ να βαρέσω. Αυτή ήταν με 2 λόγια η ιστορία της αντίστασης της οικογένειας Πετράκη.

Β.Δ.:

Είχαμε μείνει στο ότι είχατε πάει στο δημοτικό και συναντήσετε τους 7 αντάρτες.

Μ.Α.:

Όχι αντάρτες, Χίτες ήταν, της δεξιάς, όχι στο δημοτικό, στο σπίτι του προέδρου.

Μ.Α.:

Που ρώτησε ένας από αυτούς κάνα κομμουνιστή έχετε να δείρουμε;

Β.Δ.:

Οπότε από εκεί, έψαξαν και βρήκαν του Πετράκηδες.

Μ.Α.:

Ναι ναι. Τελειώνουν τώρα οι Πετράκηδες, η Γερμανοί, οι αντάρτες. Είχαμε και επεισόδια θλιβερά μια φορά παρουσιάστηκε μια κοπέλα, τη ίδια, μου το είπε η ίδια, η Ελένη, μια κοπέλα πάνω στο χωράφι και συνάντησε ένα με κουκούλα μπροστά, «Είμαστε αντάρτες» της λέει. Κατεβαίνει κάτω αυτή λέει στο χωρίο: «Αντάρτες, αντάρτες!». Την άλλη μέρα έρχονται οι Χίτες της δεξιάς και λένε: «Εμφανιστήκαν αντάρτες στην περιοχή σας! Για να σας προστατέψουμε από τους αντάρτες θέλουμε τόσο σαπούνι, τόσο αλεύρι. Εκβιαστές. Αυτά τα Εμφυλιοπολεμικά.

Β.Δ.:

Εσείς καθ’ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου πού βρισκόσασταν;

Μ.Α.:

Το '46 άρχισε ο Εμφύλιος το '47 πήγα Σπάρτη. Άλλο κεφάλαιο εκεί, θα το πούμε το κεφάλαιο της Σπάρτης. Λοιπόν να πούμε το κεφάλαιο της Σπάρτης. Πήγα στη Σπάρτη το 1947.

Β.Δ.:

Ήσασταν πόσο χρονών δηλαδή;

Μ.Α.:

14. Πήγα στη Σπάρτη το 1947 σε ένα ηγούμενο από το χωριό μου συγγενή μου, ο οποίος λέει: «Τι θες να γίνεις καλόγηρος ή να μάθεις γράμματα;» «Να μάθω γράμματα!» του λέω, όχι καλόγηρος. «Ε, θα σε βάλλω σε ένα μαγαζί στη Σπάρτη να δουλεύεις, θα μένεις στο σπίτι του αφεντικού και το απόγευμα θα πηγαίνεις στο γυμνάσιο, θέλεις;» «Θέλω!» του λέω εγώ. Πάω στη Σπάρτη λοιπόν, πήγαινα στο σχολείο από το πρωί μέχρι το μεσημέρι, από το μεσημέρι μέχρι τις 4 διάβαζα, και από τις 4 μέχρι τι; 11 τη νύχτα στο καφενείο. Εμφύλιος πόλεμος, είχε ένα κανόνι η Σπάρτη τότε, το είχα δει και το είχα ακούσει πυροβολούσε πάνω στο λόφο της Σπάρτης μπαίνοντας, κοντά στη πυροσβεστική. Κάθε τόσο άμα γινόταν καμιά μάχη εκεί γύρω-γύρω και ήταν φόβος εισβολής στη Σπάρτη, μπουμ το κανόνι, μέρα-νύχτα… «μπουμ-μπουμ» δυνατό οι Γερμανοί το έκαναν έτσι. Στη Σπάρτη ήταν φοβερή η κατάσταση ήταν ο Εμφύλιος σε όλη του την αγριότητα.

Β.Δ.:

Δηλαδή; Πείτε μας για αυτό.

Μ.Α.:

Όταν ήταν πρωί πήγαινα στο Γυμνάσιο, το Γυμνάσιο είναι όπως ερχόμαστε από τη Νεάπολη, στη Σπάρτη, μπαίνουμε στη Σπάρτη, δεξιά εκεί ήταν το Γυμνάσιο που πηγαίναμε. Γυμνάσιο αρρένων. Επήγαινα στη Σπάρτη και βλέπω 2 κεφάλια κομμένα πάνω, που είναι το μουσείο της Σπάρτης το αρχαιολογικό, έχει κάτι κολωνάκια, τούβλα ήταν μάλιστα. Και είχαν βάλει ένα κεφάλι στο ένα κολωνάκι και ένα κεφάλι το άλλο. Τρόμος και φόβος! Ήταν κεφάλι ανταρτών. Τα είχαν σκοτώσει οι δεξιοί αντάρτες για τρομοκράτηση του λαού της Σπάρτης γιατί ο λαός της Σπάρτης ήτανε. Είδα κομμένα κεφάλια! Τρόμος και φόβος! Στο γυμνάσιο που πήγαινα της Σπάρτης, 1947, '48-49, '49 έληξε ο εμφύλιος το '48 ήταν η κορυφή του, οπλοφορούσαν και της ογδόης του γυμνασίου παιδιά και μερικοί καθηγητές. Φόβος και τρόμος! Φόβος και τρόμος! Φόβος και τρόμος! Εφοβούντο περισσότερο τους Χίτες τους δεξιούς, αυτούς της αντίστασης τους ταγματασφαλίτες, ένα συνονθύλευμα ήταν αυτοί, οι δεξιοί. Πιο πολύ αυτούς φοβόντουσαν οι Σπαρτιάτες παρά τους αντάρτες. Ήταν 2, 3, 4 ονόματα, φοβερά στη Λακωνία αυτής της παρατάξεως, Παυλάκος Γιάννης, Μπογέας, και Γερακάρης. Ενώ στη περιοχή μας εδώ, της Μονεμβασίας ήταν Αρτινίος και Μαραβέλιας. Αυτοί ήταν της δεξιάς που αντιστέκονταν προ και κατά τη διάρκεια, και κυρίως μετά τον Εμφύλιο πόλεμο. Συμβάν συγκεκριμένο. Είμαι στο καφενείο και δουλεύω παίρνω σε ένα δίσκο κρεμαστό καφέδες να πάω στις παλιές φυλακές Σπάρτης. Ο ομιλών. Πάω λοιπόν και μόλις φτάνω στις παλιές φυλακές της Σπάρτης, πριν μπω μέσα ακούω πολυβόλα. Ήξερα από το Γυμνάσιο μας είχαν πει αν ακούσετε πολυβόλα να πέσετε μπρούμυτα. Πέφτω είχε μια γράνα, ένα χαντάκι, πέφτω μες στο χαντάκι πάνε οι καφέδες πάνε όλα. Πολυβόλα. Τι είχε συμβεί τότε; Είχαν δημιουργηθεί και νέες φυλακές πιο πάνω από τις παλιές της Σπάρτης και τότε, εκεί ήταν φυλακισμένοι συνήθως αριστεροί, αντάρτες, οι οικογένειες τους. Είχε συμβεί το εξής την προηγούμενη μέρα ή την ίδια μέρα, ίσως την ίδια μέρα. Οι αντάρτες, οι κομμουνισταί, οι κληρονόμοι του Ε.Α.Μ., είχαν στήσει μια ενέδρα και σκοτώσανε ένα χωροφύλακα, εκεί στη Σπάρτη. Θυμώνουνε οι χωροφύλακες της περιοχής και εισβάλλουν στη Σπάρτη και αρχίζουν να σκοτώνουν τους φυλακισμένους. Τα ακούει ο διοικητής της χωροφυλακής της Σπάρτης, τρέχει να σταματήσει το κακό, δεν ήταν σύμφωνος. Τον σκοτώνουν και αυτόν! Ήμουν εκεί! Άκουγα τους πυροβολισμούς! Τα αφεντικά μου τρελαθήκανε! Το σκότωσαν το παιδί, το ξένο παιδί! Ψάχνουν να με βρουν, ήρθαν στις παλιές φυλακές με βρήκαν με σηκώσανε από το χαντάκι και πήγαμε στο μαγαζί. Στις φυλακές είδα με τα μάτια μου στις παλιές φυλακές, στις οποίες πήγαινα γιαούρτι και καφέδες από το μαγαζί, ένα τραγικό συμβάν. Σε άθλια κατάσταση οι φυλακές το υπόγειο ήταν χώμα κάτω, ήταν φυλακές από το τέλος του προπερασμένου αιώνα χτισμένες, και είδα μια φυλακισμένη γυναίκα η οποία ήταν και τρελή και ήταν γδυτή, την κοίταζα από το παράθυρο. Της είχαν σκοτώσει τα παιδιά της, στον άντρα της στο χωριό και την κλέισανε και στη φυλακή και να φωνάζει: «Αααααα!» Δεν το άντεχα αυτό! Να βλέπω μια γυναίκα γυμνή στο σκοτάδι του υπογείου δηλαδή έξω από το παράθυρο από το δρόμο και τα κάγκελα έσκυβα. Φοβερά συμβάντα στη Σπάρτη. Στο μαγαζί που [00:40:00]δούλευα στο καφενείο, ένας από τους 2 ζαχαροπλάστες ήταν συμπαθών ή αντάρτης του εφεδρικού αντάρτικου και ξαφνικά, ενώ ήμουν μόνος στο υπόγειο είχαν φύγει εκείνοι και σκούπιζα, κάτι έκανα, το μαγαζί ήταν από πάνω, το υπόγειο ήταν το εργαστήριο. Βλέπω στην πόρτα, είχα κλείσει την πόρτα, που ήταν υπόγειο κάτω με σκάλες, μεγάλες, υπάρχει ακόμα και βλέπω μια ποδιά κρεμασμένη πίσω από την πόρτα, περίεργο. Την κούνησα και βλέπω ένα όπλο ένα μαρσίπ γερμανικό αυτόματο. Ήταν αντάρτης ο ένας από τους ζαχαροπλάστες! Εφεδρικός μες στην πόλη! Εγώ παιδί 15-14 χρονών πιάνω το αυτό, είχε σφαίρες μέσα πατάω σκανδάλη «Πρρρ!». Ευτυχώς δεν ήταν πάνω μου ούτε ήταν άνθρωπος παρά τρύπησε ένα τσουβάλι με ζάχαρη και έναν τενεκέ με βούτυρο. Εξαφάνισα εγώ το τσουβάλι και το βούτυρο το έβαλα σε άλλο τενεκέ, πέταξα. Ευτυχώς δεν πήρε χαμπάρι, ούτε το κρότο άκουσε κανείς. Τίποτα. Τη γλίτωσα!

Β.Δ.:

Εσείς ήσασταν εγγεγραμμένος στο Ε.Α.Μ.;

Μ.Α.:

Όχι στο Ε.Α.Μ., παιδί Αετόπουλο. Ε ήταν 3 το Ε.Α.Μ. οι σύντροφοι μεγάλοι, η Ε.Π.Ο.Ν. της νεολαίας και τα Αετόπουλα ήταν τόσα.

Β.Δ.:

Στα Αετόπουλα τι κάνατε;

Μ.Α.:

Ε, μπράβο σου! Έχεις μυαλό... Στα Αετόπουλα μας μάζευε ένας ΕΠΟΝίτης, ο Νίκος ο Τσίρος ο οποίος πήγε μετά στην Αυστραλία και δεν ξέρανε πόσο θα κρατήσει αυτή η ιστορία και θέλανε να μας προετοιμάσουν και εμάς, για ΕΠΟΝίτες, για ΕΑΜίτες και μας πήγαινε κάτω από ελιές στα χωράφια κοντά εδώ γύρω-γύρω για να συνηθίσουμε την ύπαιθρο και λέγαμε τραγούδια αντάρτικα: «Στα άρματα, στα άρματα, εμπρός στον αγώνα, για τη χιλιάκριβη τη λευτερία ή άλλα... Ταΰγετε πάνω βουνά τιμημένα». Τα τραγουδάγαμε αυτά. Και αγαπούσαμε και εμείς πολύ την ελευθερία, χωρίς να ξέρουμε τις πολικές προεκτάσεις αυτών των κινημάτων, τίποτα δε ξέραμε, μαύρα μεσάνυχτα! Κοιτάγαμε τα βουνά και λέγαμε πάμε στα βουνά, πάμε στα βουνά. Έξυπνη η στρατολόγηση που μας κάνανε, αλλά σταμάτησε εκεί δεν πήγαμε πουθενά... Συμβάντα του Εμφυλίου ένα είναι αστείο! Εδώ πάνω στο Γουλά στο ψηλό μέρος, ήταν ένας ο ψάλτης του χωριού Γεώργιος Περιβολάρης, ήταν και νοικοκύρης είχε τα τυριά του, τα ψάρια του έπαιρνε και θέλησαν οι αντάρτες να του πάρουν το γαϊδούρι του, κάτι να του κάνουν να δώσει κάτι αντιστάθηκε ο άνθρωπος και πήγαν να τον πιάσουνε. Βγαίνει λοιπόν ψηλά, πενταπλάσια από τη δική μου ψηλά στο χωρίο και βάζει τις φωνές: «Βοήθεια βασιλόφρονες, ήρθαν να με πιάσουν οι αντάρτες, βοήθεια βασιλόφρονες!» Τότε ήταν οι βασιλόφρονες και οι αριστεροί. Βεβαίως κανείς βασιλόφρονας δεν κουνήθηκε να πιάσει τον. Και έμεινε τότε σαν αστείο, βοήθεια βασιλόφρονες! Ένας Νικηταράς από τη Σπάρτη ίσως Βαρβιτσιώτης στο επώνυμο, είχε δημιουργήσει φιλοβασιλική κίνηση στο χωριό μας και είδα με τα μάτια μου συγγενής μου να έχει ταυτότητα φίλων του βασιλιά. Είχε κάνει κίνηση βασιλοφρόνων με ταυτότητες. Είχε αρχίσει ο Εμφύλιος ήταν η θλιβερή κατάσταση της Ελλάδος. Τα ζήσαμε αυτά. Ένα άλλο κεφάλαιο, είναι η φυγάδευση των Εγγλέζων στην περιοχή μας, με τα μάτια μου μαθαίναμε, τα παιδιά ξέρετε ακούνε σα το μαγνητόφωνό σου. Μάθαμε ότι ήρθαν Εγγλέζοι στα Λιαγά, τα Λιαγά είναι ψηλά στο χωριό. Πάμε να δούμε τους Εγγλέζους, πάμε λοιπόν, στο ακραίο σπίτι γιατί στα ακραία σπίτια βγαίνανε, ήταν κάτι ξανθοί, ταλαιπωρημένοι, και τους διναν οι δικοί μας κανένα αβγουλάκι, τους φιλοξενούσαν. Αλλά αυτοί όμως, ήθελαν να πάνε στην Κρήτη ήταν Νέο-Ζηλανδοί, Εγγλέζοι και Κρήτες μαζί που είχαν μείνει από το μέτωπο. Γέμισαν οι σπηλιές εδώ γύρω-γύρω τέτοιους. Είχαμε μια γιατρίνα στο χωρίο μας την Ειρήνη Σκορδούλη, επιστήμων, γιατρίνα κανονική το 31 είχε έρθει και τους περιέθαλπε, πήγαινε στις σπηλιές και τους γιάτρευε και οι χωριανοί μας πήγαιναν φαί με το φαναράκι και είχαν ένα σύνθημα. Ο ενδιαφερόμενος βέβαια με προφυλάξεις μην είναι τίποτα προβοκάτσια και πήγαιναν και δίνανε φαγητά. Αλλά θέλαν να φύγουνε! Ο αρχηγός των φυγαδεύσεων των Εγγλέζων και Κρητών ήταν ο παπά-Μανώλης στη Νεάπολη, ένας παππάς. Αυτό είχε ένα σύνδεσμο με το Λάμπη το Νυχά, χωριανό μας και συγγενή του. Έδιωξε τόσους πολλούς και με τέτοια επιτηδειότητα ο παππάς που μετά τον κάλεσαν στην Κρήτη και του έδωσαν παράσημο, μετά τον πόλεμο. Μια φορά, μερικοί Εγγλέζοι αδημονούσαν να φύγουν και ήταν ένα καΐκι αραγμένο στη θέση Λίμνη εδώ, στη παραθαλάσσια θέση, πήγανε το επιτάξανε και φύγανε. Πήγαν στην Κρήτη, φεύγανε τότε πάρα πολλοί χωριανοί μας και τότε το χωρίο, ολόκληρο το χωριό, κάπου το έχω μέσα εδώ στο αρχείο μου, ο ναύαρχος Alexander ή Cunningham, ήταν 2 του Αγγλικού στρατού, έστειλαν παράσημο στο χωρίο στα Εγγλέζικα: «Δια τις υπηρεσίας τα οποίας προσέφερε στο χωριό εις τους Συμμάχους, δίδομεν…». Το έχω αυτό κάπου. Τα μάζευα, πεταμένα. Αυτά με τις φυγαδεύσεις των Εγγλέζων. Η Σπάρτη το μοναστήρι της Σπάρτης, ήμουν εκεί, πήγαινα τα Σαββατοκύριακα στο μοναστήρι της Σπάρτης Άγιοι Σαράντα, υπάρχει ακόμα και σε ακμή. Ήμουν εκεί λοιπόν, έμενα τα βράδια. Είχαμε ένα καλόγηρο συμπαθούντα τους αντάρτες, στον Εμφύλιο μιλώ τώρα, ο ηγούμενος γέρος ο Μινώπετρος και 5-6 άλλοι καλόγεροι. Φτώχια άγρια. Είχαν κάψει το μοναστήρι οι Γερμανοί, το είδα καμένο, όχι όλο μια πτέρυγά του. Γιατί είχαν κάψει οι Γερμανοί το μοναστήρι, διότι, χαμηλά υπήρχε μια κρύπτη που κρύβανε πολύγραφο. Είχανε τυπογραφείο οι αντάρτες εκεί μέσα. Δίνανε τρόφιμα σε αντάρτες και με το ζόρι, ούτε ήταν κομμουνιστές οι άνθρωποι, ούτε αντιστασιακοί και το κάψανε οι Γερμανοί μαζί με τους δεξιούς. Μάλιστα κάνανε και πλιάτσικο, πήραν άγια λείψανα. Τι τα θέλανε; Και ένα χρυσό στυλό του θείου μου του ηγούμενου του Μινώπετρου. Αυτά έγιναν όταν δεν ήμουν εγώ εκεί. Πήγα μετά εγώ εκεί αντάρτες. Ακούγαμε λοιπόν γαβ-γαβ τα σκυλιά. «Αντάρτες Μηνά!» Μου έλεγε ο ηγούμενος: «Παιδάκι μου θα έρθουν οι αντάρτες!». «Ελπίζω να μην μας κάνουνε τίποτα!». Και πήγε να τηλεφωνήσει αλλά το τηλέφωνο ήταν κομμένο, το κόβανε οι αντάρτες. Μπαίναν μέσα 30 αντάρτες, 20 αντάρτες, φωνάζανε μόλις έμπαιναν «κρα-κρου» με τις αρβύλες στο πλακόστρωτο. «Ηγούμενε φασολάδα!», να φάνε ήρθαν οι άνθρωποι όχι για να κάνουν κακό. Ο ηγούμενος έδινε διαταγή στο μάγειρα, φασολάδα, πώς το λέγανε τον καλόγηρο, το μάγειρα, Σωφρόνιος! «Σωφρόνιε, φασολάδα με μπόλικο πελτέ!» για να χορτάσουν από το αλάτι. Έβανε ένα καζανάκι εκεί φασολάδα, καθόντουσαν αφήναν τα όπλα τους πάνω εκεί. Διαβάζανε το παράνομο Ριζοσπάστη, τα όπλα όλα. Είχα πάρει ένα Ριζοσπάστη, θα τον είχαν αφήσει, και το είχα κρύψει. Το είχα στο αρχείο μου, δε ξέρω τι έγινε. αντάρτες, μια φορά ήταν ένας αντάρτης, με τα αυτιά μου ήμουν παρόν λέει στον ηγούμενο: «Ε γέρο δεν έχεις, μόνο φασολάδα, εδώ έχετε και πρόβατα, παρά πέρα έχετε στάνη, κάνα τυρί δεν έχεις να φάμε;». «Έλα εδώ μωρέ Μηνά». «Πήγαινε εκεί», με τρόπο μου το πε. «Φέρε ένα κεφάλι τυρί!». Είχαν κρύψει το τυρί σε ένα υπόγειο μην πάνε να το φάνε... Εγώ από το φόβο μου, την ταραχή μου καιι την άγνοια μου, έπιασα έβγαλα από το λάδι το τυρί, πέσανε πάνω μου τα λάδια και πήγαινα σα λαδωμένος ποντικός. Πήγα στους αντάρτες το τυρί, και πιάσανε ένα μαχαίρι και το κόψανε και το φάγανε με τη όλη τους τη φλούδα. Δεν το καθαρίσανε. Τέτοια πείνα! Λέω πώς το τρώνε ρε παιδάκι μου με τα λάδια όπως ήτανε το φάγανε [00:50:00]μαζί με τη φασολάδα.

Β.Δ.:

Φοβόσασταν τους αντάρτες εσείς στο μοναστήρι;

Μ.Α.:

Ανάμεικτα αισθήματα. Μια μέρα μου λέει ο ηγούμενος. Την άλλη μέρα που ήρθαν οι αντάρτες, 30: «Μηνά, θα πάρεις αυτό το σημείωμα, θα το βάλεις στο στήθος, στον κόρφο σου και θα πας στη Σπάρτη, να το δώσεις στον αγρονόμο. Θα δώσεις αυτό το σημείωμα στον αγρονόμο. Σύμφωνοι;». «Από πού θα πας, όχι από το δρόμο από το ποτάμι». Ξεριά μου φαίνεται το λένε το ποτάμι και πάει κατευθείαν από το μοναστήρι στη Σπάρτη, κοντά στον Ευρώτα. Με τα πόδια, παιδί, πώς με στείλανε; Αλλά εγώ ήθελα να δω τι γράφει το σημείωμα. Και γράφει: «Κύριε, αγρονόμε εχθές το βράδυ μπήκανε 30 γιδοπρόβατα στον κήπο μας και δε μ΄ άφησαν τίποτα. Να κάνετε ανακρίσεις.». 30 αντάρτες δηλαδή, αλλά δε το έγραφε αντάρτες, γιδοπρόβατα ώστε αν μου πιάσει το σημείωμα να μη λέει αντάρτες να. Κατάλαβα περί τίνος πρόκειται, αλλά το βαλα πάλι και πήγα. «Χαίρετε κύριε αγρονόμε, ο ηγούμενος μου έδωσε αυτό». Το διαβάζει: «30 γιδοπρόβατα δεν άφησαν τίποτα στον κήπο μας». Παίρνει τηλέφωνο ο αγρονόμος μπροστά μου το στρατιωτικό διοικητή, Σπάρτης, Χρουσάκος λεγόταν. «30 αντάρτες ρήμαξαν το μοναστήρι στους Αγίου Σαράντα». Α λέω επιβεβαιώθηκε η υποψία μου και φοβήθηκα εννοείτε γιατί κουβάλαγα, και έφυγα. Μετά ήρθαν και άλλοι αντάρτες με στέλνει άλλο σημείωμα, τώρα να πάω κατευθείαν στο στρατιωτικό διοικητή. Πάω στο στρατιωτικό διοικητή, «Μπράβο,μπράβο» μου λέει μικρέ και μου βγάζει μια σοκολάτα, μια τόση πού τη βρήκε, Εγγλέζική και έφαγα τη σοκολάτα. Αυτά για το μοναστήρι. Μοναστήρι, συμπαθών, τους αντάρτες το τηλέφωνο που κόψανε.

Β.Δ.:

Θέλω να μου πείτε, μου έμεινε η ιστορία που είπατε για τα κεφάλια που ήτανε-

Μ.Α.:

Κομμένα, 2.

Β.Δ.:

Πώς τη θυμάστε αυτή την εικόνα, πώς βρεθήκατε εκεί;

Μ.Α.:

Πήγαινα στο Γυμνάσιο, στο κεντρικό δρόμο της Σπάρτης. Κατέβαινα από τη οδό Λυκούργου που έμενα, δεξιά Παλαιολόγου για το Γυμνάσιο στο αριστερό χέρι ήταν το μουσείο. Λοιπόν, τα μαθαίνεις κιόλας ότι εκεί, κεφάλια, το κεφάλι ήταν πώς είναι του σφαχτού, έτσι. Αίματα εδώ, πάνω στο αυτό όρθια με τις μούρες προς τη λεωφόρο Παλαιολόγου. Τρόμος και φόβος! Φόβος! Ακούγαμε Χίτες Παυλάκος Γιάννης και ανατριχιάζαμε. Πόσες ιστορίες έχω ακούσει για αυτούς; Ατέλειωτες, αλλά δεν το είδα, λέω αυτά που είδα. Η πείνα, είχαμε και πείνα τότε...

Β.Δ.:

Εσείς στο μοναστήρι πεινούσατε;

Μ.Α.:

Όχι στο μοναστήρι, μα δεν έμενα στο μοναστήρι, στη Σπάρτη έμενα. Το Σαββατοκύριακο πήγαινα πάνω. Να καταλάβετε ενσταντανέ, παίρνουμε γάλα το πρωί στο Γυμνάσιο, μας δίνει γάλα, γάλα με σοκολάτα. Πολυτέλεια! Και γλυκό με ζάχαρη! Και σταφιδόψωμο. Της UNRRA ήταν κάποια Αμερικάνικη υπηρεσία, και μας τα έδινε. Πηγαίναμε το κυπελάκι μας και μας έβαζε, αν ήταν δυνατό να φάμε και τη αλουμινένια κούπα! Λαχτάρα! Πείνα! Μια φορά πήγα εγώ δεύτερη μερίδα να πάρω και με πήρε είδηση ο γυμνασιάρχης ο διαβόητος γυμνασιάρχης της Σπάρτης Στρατής Σούπος. Φοβερός Χυτασφαλιτης και αυτός. Και πετάει -κράταγε ένα κλομπ αυτός στο χέρι- κλομπ αστυνομικό και μόλις με είδε που έπαιρνα και είχα πάρει τη δόση μου, πετάει το κλομπ. Με τι ευλυγισία που ήρθε πως είναι ένα όπλο στην Αυστραλία και γυρίζει πίσω. Μπερδεύεται στα πόδια μου και πέφτω κάτω, πέφτω κάτω το θυμάμαι αυτό. Αυτό σημάδεψε τη ζωή μου, και χτυπάω εδώ. Είδε τα αποτελέσματα της βλακώδους ενέργειας του και ήρθε και με σήκωσε. «Χτύπησες;» μου λέει. Τι να σου πω πάει το γάλα το δεύτερο. Πάει! Φόβος και τρόμος, θυμάμαι, δεν το ξεχνώ και από τότε μου αρέσει. Τι πίνουμε στο καφενείο Λίτσα εμείς οι 2; Σοκολάτα πίνουμε. Από τότε μου αρέσει η σοκολάτα.

Β.Δ.:

Ο διευθυντή του σχολείου ο ξακουστός δε σας λυπήθηκε που ήσασταν παιδί;

Μ.Α.:

Τίποτα, να σου πω να πάρουμε και τα πράγματα από του άλλου την προσέγγιση. Εγώ ήθελα δεύτερη μερίδα μπορεί και να μην έφτανε για όλους. Να πάρω 2 μερίδες και ο άλλος να μην πάρει; Ήταν μια παγαποντιά από μένα. Ήταν σκληρός. Έπρεπε με άλλο τρόπο.

Β.Δ.:

Σας πόνεσε και σωματικά και σας στενοχώρησε.

Μ.Α.:

Άστα παιδάκι μου, άστα! Μια που είπες σημάδεψε τη ζωή. Πήγαινε, ένας καλόγηρος έμενε στη Σπάρτη από το μοναστήρι και θέλοντας να στείλει τρόφιμα στο μοναστήρι, έμενε Σπάρτη πιο πολύ αυτός ήταν και παπάς στη μητρόπολη, είχαμε μια δεξαμενή λαδιού στη Σπάρτη το μοναστήρι, σε ένα οίκημα και μου έστελνε να βγάλω με τον κουβά, να το βάλω σε ένα μπιτόνι γερμανικό κανίστρα το λέγαμε τότε. Να το βάλω σε ένα καροτσάκι, να το πουλήσω, να δώσω τα λεφτά να το αγοράσω να το πάει στο μοναστήρι. Δεν είχα όμως καροτσάκι, δε μου έδωσε ο λαδέμπορος καροτσάκι και το έβαλα στην πλάτη, 100 κιλά. Το βάνω στην πλάτη, άδειο ήταν τελικά, αφήνω το καρότσι και παίρνω το μπιτόνι και πάω αλλά δεν το είχα κλείσει καλά το μπιτόνι, και έτρεχε λάδι σε ένα παλτό της κακιάς ώρας που μου είχαν πάρει, λάδι, λάδι. Το κατάλαβα. Παιδί ήμουν από το χωρίο σε ένα σπίτι ξένο έμενα εκεί, ποιος πονούσε παιδί; Και για να απορροφήσει τη βλακεία, νοικοκυρά γυναικά αντί να μου πει: «Βγάλτο να το σαπουνίσουμε», μου έριξε ασβέστη πάνω, στην πλάτη στο λάδι, μου έριξε στεγνό ασβέστη και το παλτό ξέβαψε από τον ασβέστη και είχε μια γραμμή στη μέση και πήγαινα στο Γυμνάσιο με μια γραμμή στη μέση.

Β.Δ.:

Στο Γυμνάσιο λοιπόν τα πράγματα πώς ήταν;

Μ.Α.:

Στο Γυμνάσιο.

Β.Δ.:

Στη Σπάρτη.

Μ.Α.:

Ναι, μαθαίναμε γράμματα, και ο θρησκευτικός και ο φιλόλογος και ο μαθηματικός, μαθαίναμε γράμματα, κάναμε ανάλυση του αρχαίου κειμένου, εκτεταμένη ανάλυση με γραμματικές παρατηρήσεις, συντακτικές παρατηρήσεις, τότε ήταν, «Δαρείου και Παρυσάτιδος γίγνονται παίδες», κάναμε, κάναμε, μαθαίναμε γράμματα... αλλά ήταν άθλιες οι συνθήκες τρόμου, φόβου. Φοβόμαστε ρε παιδί μου, Φοβόμαστε γιατί ακούγαμε μπήκαν οι αντάρτες στο Βρουλιά, γίνεται η μάχη του Βρουλιά, μάχη εδώ. Πολυβόλο από εδώ, κανόνι από εκεί. Κανόνια! Φόβος και Τρόμος! Ήτανε σινεμά, δίπλα στο καφενείο που δούλευα, στη οδό Λυκούργου ήταν κινηματογράφος, και ήταν σινεμά, ακούγαμε, μέσα από το σινεμά παρόλο το θόρυβο, «μπου-μπουμ» το κανόνι. Αμέσως έσβηνε το σινεμά έφευγε ο κόσμος. Θα γίνει εισβολή. Το σημάδι του κανονιού ήταν ότι θα γίνει εισβολή ανταρτών στη Σπάρτη. Και ένα ευτράπελο και θλιβερό ταυτοχρόνως. Τότε στη Σπάρτη, υπήρχε μια γυναίκα η οποία έκανε συντροφιά με άνδρες, μόνη της ελεύθερη, μην πω το όνομα της μπορεί να έχει παιδιά, και ερχόταν στο μαγαζί που δούλευα, αυτή πήγαινε με Ιταλούς. Όταν έφυγαν οι Ιταλοί πήγαινε με αξιωματικούς δικούς μας και ερχότανε σε ένα ιδιαίτερο καμαράκι που είχαμε εκεί, εγώ τους σερβίριζα, ωραία γυναίκα, ένα ωραίο πόδι, φορούσε μια... περίφημη. Όλοι την θέλαν οι Σπαρτιάτες, όχι μόνο οι αξιωματικοί, αλλά αυτή την είχανε κουρέψει οι αντάρτες, αλλά όταν την είδα εγώ δεν την είδα κουρεμένη είχαν φυτρώσει τα μαλλιά, περίφημη! Το όνομα [01:00:00]της, πασίγνωστη στη Σπάρτη, και ερχόταν εκεί και έμενε κοντά στις φυλακές, τις παλιές, τότε που άνοιξαν τις νέες φυλακές, που ρίξανε πολυβόλα. Και πήγαινα στη μάνα της γιαούρτι, και έδινε παραγγελιά: «Πήγαινε στη μαμά μου γιαούρτι!». Σπουδαία γυναίκα, δεν ήταν ας πούμε μια κοινή γυναίκα του χύδην λαού, ήταν τύπου Λαΐδας, τύπου Περικλή -ποια είχε γκόμενα ο Περικλής- κάπως έτσι. Ήταν περιοπής. Υπήρχε επίσης στη Σπάρτη που μου άρεσε αυτό και σημάδεψε τη ζωή μου μες στη θλίψη του Εμφυλίου πολέμου, ένας είχε καφενείο στη Σπάρτη, Κουβαράκος το επώνυμο και τον λεγανε «ο Ξενύχτης», γιατί αυτός ξενύχταγε και είχε πάντοτε ένα γαρύφαλλο ή τριαντάφυλλο στο πέτο. Ένας εύθυμος άνθρωπος και μόλις το βλέπαμε, άνοιγε η καρδιά μας, ο ξενύχτης, οι ράφτες εκεί στη Σπάρτη, οι φουρναραίοι, ένας Κουντούρης ήταν η Σπάρτη μια ήσυχη, η Σπάρτη μιας άλλης περιόδου, σκληρής περιόδου. Οι εφημερίδες τότε ήταν να διαβάζεις για να θεωρείσαι εθνικόφρων το «Εμπρός» «την Ακρόπολη» και «Εθνικό Κήρυκα», αυτές ήταν τότε οι εφημερίδες. Αν δε διάβαζες αυτές, ήταν επικίνδυνο. Τα δικά μου αφεντικά ήταν προσκείμενοι στη αριστερά προσκείμενοι, όχι. Αυτά, πικρά χρόνια. Τι άλλα συμβάντα είχαμε από τη Σπάρτη τότε; Ε ναι! Τότε λοιπόν, στη Σπάρτη, με τα μάτια μου, επειδή κάνανε οι αντάρτες της αριστεράς, κάνανε ενέδρες στο δρόμο Τρίπολη-Σπάρτη, γι αυτό όλα τα εμπορεύματα που ήρχοντο στη Λακωνία ήρχοντο με φάλαγγα δηλαδή, 10-15 φορτηγά αυτοκίνητα συνοδευόμενα από αστυνομία, μπροστά και πίσω, μόνο έτσι ήρχοντο τα εφόδια στη πόλη της Σπάρτης, εφόδια, να φάει ο κόσμος, υφάσματα, και όλοι έτρεμαν: «Χτυπήσανε τη φάλαγγα; Ήρθε η φάλαγγα;» γιατί ενδιαφερόμασταν να βρούμε τρόφιμα, χτύπησαν, χτύπησαν; Ωχ τι πάθαμε. Είναι σκοτωμένοι; Τι πήρανε; Τι αρπάξανε; Υπήρχε ένας φόβος. Το μοναστήρι, αντάρτες που έρχονταν στο μοναστήρι, το είπαμε αυτό, οι οποίοι με σημειωματάρια ειδοποιούσε τις αρχές της Σπάρτης ο ηγούμενος.

Β.Δ.:

Εσείς στη συνέχεια από τα Αετόπουλα, πήγατε στη πιο πάνω κλίμακα;

Μ.Α.:

Όχι, όχι, γιατί έληξε. Τα Αετόπουλα δεν ήταν στον Εμφύλιο ήταν στο Ε.Α.Μ.

Β.Δ.:

Στη συνέχεια δε συνεχίσατε, ναι, ναι

Μ.Α.:

Μα το Ε.Α.Μ. μετά πάει μόλις μπήκε το '46 άρχισε ο Εμφύλιος.

Β.Δ.:

Εννοώ, η πορεία σας..

Μ.Α.:

Δεν εντάχθηκα δηλαδή στην αριστερά πουθενά

Β.Δ.:

Η πορεία σας, αν θέλετε μου λέτε, ακολούθησε αυτό το δρόμο; Εννοώ πολιτικα;

Μ.Α.:

Όχι, όχι. Μετά αυτομορφώθηκα, μετά το Γυμνάσιο, διάβασα δεν έμεινα έτσι, «Δαρείου και Παρυσάτιδος», και διαπίστωσα ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι, ψυχοφθόρα και κουραστικά αφού η Ελλάδα δεν είναι ένα ανεξάρτητο κράτος είναι ένα προτεκτοράτο, του δυτικού κόσμου και ανάλογα ποιος είναι ο αρχηγός του προτεκτοράτου είναι και η πολιτική της Ελλάδας και δεν υπάρχει λόγος να σκοτωνόμαστε για πολιτικούς λόγους. Αυτό ήταν έγκλημα ο Εμφύλιος πόλεμος, άθλιο ήταν μια αθλιότητα. Τινάζανε γεφύρια, σφάζανε ανθρώπους, τρομοκρατούσαν ανθρώπους έχαναν τη δουλειά τους οι άνθρωποι.

Β.Δ.:

Ως παιδί ποια πλευρά σας τρόμαζε περισσότερο; Ποια πλευρά στον Εμφύλιο;

Μ.Α.:

Να σας πω εγώ από παιδί ήμουνα, είχα μια κλίση προς τον αδικούμενο, τασσόμουνα με τη πλευρά του αδικούμενου, του φτωχού, του καταφρονεμένου από κλίση, συμπαθούσα τους αντάρτες του Ε.Α.Μ., με τον απελευθερωτικό αγώνα, δεν ήταν αντάρτικος μόνο. Αλλά και στον εμφύλιο, τους αντάρτες, τους καταδιωγμένους γιατί, έγινε ιστορία. Ξέρω πώς έγινε ο εμφύλιος, είναι άλλο θέμα, δεν είναι δικό μας, φταίει η δεξιά που έγινε ο Εμφύλιος πόλεμος.

Β.Δ.:

Γιατί το λέτε αυτό; Γιατί το λέτε αυτό, το πιστευτέ; Γιατί;

Μ.Α.:

Γιατί, όταν έγινε μια συμφωνία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, του Στάλιν, του Ρούσβελτ και του Τσόρτσιλ, μετά το πόλεμο βεβαίως, μοιράστηκε η Ελλάδα, ανήκει στο δυτικό κόσμο και πολύ σωστά, ανήκει και παίρνουνε Πολωνία ένα μέρος στην ανατολή, μοίρασαν την Ευρώπη. Τότε η δεξιά φοβούμενη, ο Ε.Λ.Α.Σ. ήταν πανίσχυρος τότε και αφού ο Στάλιν συμφώνησε η Ελλάδα στη Δύση, κάνανε μια συμφωνία στη Γκαζερτα, στο Λίβανο και στη Βάρκιζα και όλη η αριστερά, η ηγεσία τότε παρέδωσε τον Ε.Λ.Α.Σ. τον πάνοπλο, στον Scobie, στο στρατηγό των Εγγλέζων, έγκλημα της αριστεράς, έγκλημα. Δεν αρκέστηκε σε αυτό η δεξιά που παρέλαβε τον Ε.Λ.Α.Σ., αλλά ήθελε να εκδικηθεί και τους ΕΑΜίτες, επειδή είχαν αριστερά χροιά είχε το Ε.Α.Μ., ήθελε να εκδικηθεί και τους ΕΑΜίτες που ήταν και άρχισε λοιπόν να δέρνει τους Πετράκηδες. Εδώ. Ξύλο εδώ, ξύλο εκεί. Παραδίνει τα όπλα στη Βάρκιζα, μερικοί δεν τα παρέδωσαν: «Δεν το ανεχόμαστε αυτό! Οι ταγματασφαλίτες μαζί με τους Γερμανούς του Ράλλη ο πατέρας, του πρωθυπουργού δηλαδή [Δ.Α] και άλλοι, να είναι υπουργοί και πρωθυπουργοί και εμείς που πολεμήσαμε στο Ε.Α.Μ., οι γνήσιοι να τρώμε ξύλο γιατί; Και παρέβησαν το νόμο της Βάρκιζας και πήγαν στο βουνό. Αν ήταν ηπιότερη η δεξιά στη Ελλάδα και δε συνέχιζε το μίσος κατά των ΕΑΜιτών, τους αγκάλιαζε κανονικά. «Ηρξα των χειρών αδίκων» όπως λέγαν και στα παλιά χρόνια η δεξιά και έγινε ο Εμφύλιος πόλεμος. Και έτσι εγώ τάχθηκα, ούτε εναντίον της αριστεράς, ούτε εναντίον της δεξιάς. Είμαι υπέρ της δικαιοσύνης, αν είναι δυνατόν να υπάρξει δικαιοσύνη στους ανθρώπους. Και δεν ακολούθησα πολιτικό, δρόμο δεξιά και αριστερά, ελεύθερος. Μπορώ και βλέπω τα πράγματα κατά το δυνατό, πώς το λέει, ανεπηρέαστος.

Β.Δ.:

Μετά το Γυμνάσιο τελειώσατε στη Σπάρτη;

Μ.Α.:

Όχι δεν τελείωσα στη Σπάρτη.

Β.Δ.:

Μετά πήγα δημόσιος υπάλληλος, και εν συνεχεία έβγαλα νυχτερινό, οι περιπέτειες του ανθρώπου είναι ατέλειωτες. Έφυγα από τη Σπάρτη και ήρθα εδώ, τέλειωσε η φοίτηση νου στα 3 χρόνια και δούλευα σε ένα καφέ στη Νεάπολη, ένας καθηγητής από τον Άγιο Νικόλα, φιλόλογος, θέλησε να κάνει φροντιστήρια ο άνθρωπος, να πάρει τα λεφτά του και έρχεται στο καφενείο και μου λέει: «Μηνά, ανοίγω φροντιστήριο έλα να συνεχίσεις το Γυμνάσιο, φροντιστήριο να πάμε στο Τσιρίγο να δώσουμε εξετάσεις». Τότε έγινε το φροντιστήριο στη Νεάπολη και όταν τέλειωνε τον Ιούνιο το φροντιστήριο πηγαίναμε με καΐκι στη... στα Κύθηρα και παίρναμε προβιβασμό στη τάξη την άλλη. Είχαμε αυτό ήταν νόμος. Έρχεται λοιπόν ο Μιχάλης και μου λέει: «Μηνά, έλα θα χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο» μου λέει μου έκανε εντύπωση αυτή η κουβέντα θα 'ρθώ. Πάω λοιπόν, πηγαίναμε στο Γυμνάσιο και μετά φροντιστήριο στα Κύθηρα και παίρναμε προβιβασμό. Πάω στη 4η τάξη, μετά κάνω διακοπή, πάω στο δημόσιο, σε νυχτερινό Γυμνάσιο στην Αθήνα, βγάζω το Γυμνάσιο. Έτσι σε 3 μεριές έβγαλα το σχολείο.

Β.Δ.:

Η εργασία σας ποια ήτανε;

Μ.Α.:

Δημόσιος υπάλληλος! Να τα αφήσουμε έτσι! Δημόσιος υπάλληλος!

Β.Δ.:

Ήσασταν ευχαριστημένος από τη δουλειά σας; Ήταν αυτό που θέλετε να κάνετε;

Μ.Α.:

Σκληρή δουλειά! Να πω τι δουλειά έκανα; Έχει σημασία στο γράψιμο μήπως θεωρηθεί.

Β.Δ.:

Μπορείτε να πείτε ό,τι θέλετε!

Μ.Α.:

Ναι.

Β.Δ.:

Αν θέλετε μπορείτε εάν δε θέλετε δε μπορείτε, ό,τι θέλετε μπορείτε να κάνετε!

Μ.Α.:

Γιατί έχουμε έναν ψόγο οι δημόσιοι υπάλληλοι αυτού του είδους, από τη κοινωνία, ενώ δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Αστυνομικός ήμουνα.

Β.Δ.:

Ήσασταν αστυνομικός;

Μ.Α.:

30 χρόνια. Ήταν το βιοποριστικό μου επάγγελμα. Να ζήσω. Αλλά οι ασχολίες μου ήταν άλλες.

Β.Δ.:

Καταρχάς σε ποιο τμήμα εργαζόσασταν; Σε ποια περιοχή;

Μ.Α.:

10 χρόνια εργάστηκα στο Κολωνάκι, και 20 χρόνια στην εγκληματολογική υπηρεσία.

Β.Δ.:

Ο λόγος που το λέτε ότι το επάγγελμα αυτό…

Μ.Α.:

Όπου πω ότι είμαι αστυνομικός απογοητεύονται. Τι δουλειά ήταν αυτή; Μπάτσος. Ενώ είναι άδικο, ξέρω γω έζησα από μέσα. Καμιά φορά, μερικοί αστυνομικοί έχουν υπερβάλλοντα ζήλο. Εκεί είναι το φταίξιμό τους αλλά ό,τι κάνει η αστυνομία -ό,τι κάνει- το κάνει [01:10:00]κατόπιν διαταγή της εκάστοτε κυβερνήσεως. Ξύλο δίνει, δακρυγόνα ρίχνει, συλλήψεις κάνει, φακέλους δημιουργεί, κατά διαταγή της εκάστοτε κυβερνήσεως. Πού ξέρω εγώ στο Κολωνάκι τον τάδε; Μου δίνανε χαρτί να πάω να κάνω εκείνο ή το άλλο. Αλλά ο κόσμος αντί να βαρέσει το γάιδαρο βαράει το σαμάρι. Οι μπάτσοι φταίνε. Δε φταίνε οι μπάτσοι. Ο πρωθυπουργός φταίει ο τάδε και ο ταδε την τάδε περίοδο. Αυτά δεν τα λένε όμως. Αυτά δε τα λεν όμως οι δημοσιογράφοι, κρύβουν τα αφεντικά τους, τους πολιτικούς και βαράνε τα φτωχόπαιδα σαν εμένα. Αυτή είναι η ιστορία. Για αυτό δεν ήθελα να πω τη δουλειά μου.

Β.Δ.:

Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, ίσα- ίσα.

Μ.Α.:

Δεν ήθελα να μάθει, ξέρω εγώ, απογοητεύεται κανείς. Σου λέει.

Β.Δ.:

Ίσα-ίσα μου δώσατε και μια δυνατότητα να συζητήσουμε σε σχέση με αυτό για εσάς, όχι γενικά.

Μ.Α.:

Ευχαρίστως, δεν έχω πρόβλημα.

Β.Δ.:

Υπηρετήσατε 20 χρόνια.

Μ.Α.:

30, πήρα σύνταξη μετά.

Β.Δ.:

Πείτε μου πώς ήταν εκεί τα πράγματα; Σε μια περίοδο αμέσως μετά.

Μ.Α.:

Τον Εμφύλιο... Χαίρομαι, κοπέλα μου, χαίρομαι αλήθεια για σένα. Που έχεις αντίληψη... Δεν είσαι μια κοπελίτσα που πήρες ένα πτυχίο. Έχεις αντίληψη των γεγονότων. Μπράβο, συγχαρητήρια. Λοιπόν αυτά για σένα. Λοιπόν, τέλειωσε ο Εμφύλιος πόλεμος και για να πας στη αστυνομία τότε, έπρεπε να έχεις πιστοποιητικό καλής διαγωγής και κοινωνικών φρονημάτων. Αν εγώ ήμουν κλεφταράκος δεν με παίρνανε τότε στη αστυνομία. Αν ήμουν κομμουνιστής δε με παίρνανε επίσης… Επήγα με χίλια βάσανα, με μέσο πήγα γιατί δεν είχα... Έπρεπε να έχεις μέσο για να πας τότε ήταν αργία. Το 58 πήγα εγώ και η μάνα σου ήταν αγέννητη. Πήγα στην αστυνομία το '58. Όμως δεν πήγα άοπλος με την έννοια ότι δεν πήγα ένα ζώο και μισό. Είχα αντίληψη των πραγμάτων και είχα διαβάσει χιλιάδες τόμους μέχρι τότε βιβλία... Είχα μια αντίληψη, δεν ήμουνα ζώο, ξύλο απελέκητο, είχα αντίληψη τι έβλεπα, τι έκανα ήξερα… Πώς ήταν η πολιτική κατάσταση η τάση. Τα ήξερα αυτά. Πήγα να πιάσω δουλειά δεν είχα τι να κάνω δηλαδή. Να πάω στην Αυστραλία δεν ήθελα, στα καράβια δεν ήθελα, πήγα στην αστυνομία. Έφυγα από εδώ όμως από το μεροκάματο. Κουβάλαγα το μπετό για να ρίξουμε τις πλάκες, στην πλάτη με τον τενεκέ. Ψέκαζα τις ελιές, εδούλευα στα λιοτριβειά, έσκαβα το δρόμο που κάναμε τότε Νεάπολη-Άγιο Νικόλα με το πικούνι. Σκληρή δουλειά! Τα χέρια μου ήταν ροζιασμένα! Μόλις πάω εκεί στη Σχολή τι ωραία... Πρωί-πρωί 6 ώρα αφύπνιση, γυμναστική το σώμα. Μετά τα κρεβάτια μας να στρώσουμε πρωί-πρωί μετά κολατσιό, βούτυρό, μαρμελάδα, μετά μελέτη στα θρανία. Καθόμασταν και οι καθηγητές μεγάλοι.

Β.Δ.:

Τι μελετούσατε;

Μ.Α.:

Νομικά, ποινικούς νόμους, ποινική δικονομία, αστυνομία, πρακτική. Πώς θα γίνεις αστυνομικός δεν πάνε έτσι… Λοιπόν άρχιζαν τα χέρια μου και καθαρίζανε από τις πέτσες από τα σκληρά. Οι άλλοι κάτι βουτυρομπεμπέδες φεύγανε… δεν τους άρεσε να σηκώνονται πρωί 6 ώρα. Εγώ, 5 είχα σηκωθεί. Γυμνασμένοι εμείς στα χωριά, αυτό το καλό έχουμε τώρα, ο πατέρας, ο θείος, όλοι είναι γυμνασμένοι. Μου άρεσε! Μου κάνει μια επιλογή και με πάνε στο Κολωνάκι. Με ποιο κριτήριο δεν ξέρω… Με πήρανε εκεί. Στο Κολωνάκι όμως, ακόμα ήταν τα Κυπριακά, είχαν συλλαλητήρια μεγάλα υπέρ της Κύπρου. Αναλαμβάνω μέρος στα συλλαλητήρια, να πέφτουν δακρυγόνα, λέω ρε παιδί μου τι πράγμα... Εγώ ποτέ δεν έδειξα ιδιαίτερο ζήλο! Έκανα τη δουλειά μου, ευσυνείδητα, αλλά ζήλο να κάνω το παλικάρι, να μπω πρώτος, να βαράω ανθρώπους, ποτέ! Το αντίθετο έκανα!

Β.Δ.:

Δηλαδή;

Μ.Α.:

Θα πω... Πάμε στο Κολωνάκι, ξαφνικά διαπιστώνω ότι βρίσκομαι στη καρδιά της αριστοκρατίας της Ελλάδας. Ήξερα όμως εγώ τη εικόνα της αριστοκρατίας. Πώς το ήξερα; Είχα διαβάσει τη Μαντάμ Σουσού, του Δημήτρη Ψαθά, δημοσιευμένη σε ένα περιοδικό, Θησαυρός, λαϊκό. Ήξερα πως είναι οι κυράδες. Ψηλομύτες, δερμάτινη τσάντα, μάλλινο το ρούχο, τα γαλλικά, τα ρο και αυτά, τα ήξερα, και πήγα εκεί και ήμουν προετοιμασμένος. Είδα σκυλιά με λουράκι με παλτό, ξεράθηκα στα γέλια δεν είχα ξαναδεί τέτοιο. Ήξερα αλλά, όχι ότι φοράει παλτό. Γέλασα και κρύφτηκα να μην με βλέπουνε. Είδα τις υπηρέτριες τους γαλατάδες που πήγαιναν στα σπίτια το πρωί είδα τις κυράδες που βγαίνανε αργά το βράδυ με ωραίες τσάντες κυρίες με τους γκόμενους. Ήταν τα ωραία σινεμά, το Παλάς, το Μαξιμ, το Έμπασις, στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ, ήταν το Ρεξ παρακάτω, το Ακροπόλ, όλα τα θέατρα. Η ακαδημία, ο πνευματικός κόσμος, οι διαλέξεις, εκεί όλα γίνονταν και ήμουν παρόν. Δεν ήμουνα χάπατο, ήξερα ποιο είναι ο Παπανδρέου που μιλάει, τι θα πει Ακαδημία Αθηνών, ποιος είναι ο Σπύρος Μελάς, τι έχει γράψει... Είχα μια παιδεία Α, επιπέδου, δηλαδή μικρό. Έκανα 10 χρόνια εκεί αλλά δε μου είχαν εμπιστοσύνη για τα φρονήματα μου, ήταν τότε δικτάτωρ ο Παπαδόπουλος, και πέρναγε ο Παπαδόπουλος, έβγαζε φρουρά μας ήθελε στους δρόμους και δε μου είχαν εμπιστοσύνη, γατί διάβαζα όλες τις εφημερίδες εγώ: Αυγή, Ακρόπολη, Καθημερινή, Νέα, Βήμα, Αθηναϊκή, ό,τι υπήρχε… Τις διάβαζα φανερά, ήμουν ανεξάρτητος! Αυτό δεν ήταν καλό έπρεπε να είμαι, για να προοδεύσω, δεξιός. Μου έκαναν μια μετάθεση σε ένα τμήμα στα Κάτω Πατήσια, κοντά στο σπίτι του Ρίτσου. Μετά γίνεται ένας διαγωνισμός για την εγκληματολογική υπηρεσία, φωτογραφίας. Ποιος ξέρει να φωτογραφία έστω και στοιχειωδώς να το δηλώσει, για να πάει στην εγκληματολογική υπηρεσία, φωτογράφος. Ήξερα εγώ από φωτογραφία, είχα διαβάσει και βιβλία. Πάω πρώτος μπαίνουνε μέσα, παίρνουν 5. Παω στην εγκληματολογική υπηρεσία, από το τέλος της δικτατορίας περίπου

Β.Δ.:

Το '74 μέχρι.

Μ.Α.:

Πιο πριν από το '74. Εκεί είδα όλα τα εγκλήματα της περιόδου 1970-1987, όλα, τα μεγάλα.

Β.Δ.:

Αυτό είναι ένα κεφάλαιο το οποίο θα το πιάσουμε αν θέλετε.

Μ.Α.:

Χωριστά να φύγουμε από αυτό, ναι.

Β.Δ.:

Αυτό που θέλω πρώτα είναι σε σχέση με το προηγούμενο κομμάτι που είπατε, για το τμήμα που δε σας εμπιστεύονταν.

Μ.Α.:

Δε μας εμπιστευόντουσαν γιατί ήταν ο Παπαδόπουλος.

Β.Δ.:

Σύμφωνοι, εκεί θέλω να μου πείτε, εκεί θέλω λίγο να σταθούμε, ο Παπαδόπουλος τι διαφορετικό έφερε, ήταν σκληρά τα πράγματα μέσα στην αστυνομία;

Μ.Α.:

Τον είδα από κοντά τον Παπαδόπουλο.

Β.Δ.:

Πείτε μου λοιπόν, είχατε σαφείς οδηγίες τι πρέπει να κάνετε; Πιο αυστηρα;

Μ.Α.:

Μεγαλύτερη δημοκρατικότητα σε εμάς δεν υπήρξε, παρά μόνο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Δε μας έλεγχαν τι εφημερίδες διαβάζουμε -εμένα- ενώ κατά τη διάρκεια του Καραμανλισμού φοβόμουν να διαβάσω αριστερή εφημερίδα. Εδώ σε θέλω μάστορα… Ο Παπαδόπουλος ήταν ένας δικτάτορας, παραβίασε το πολίτευμα... Ποιο πολίτευμα; Δεν υπήρχε καν δημοκρατία, προ του Παπαδόπουλου. Υπήρχε τυπική δημοκρατία. Δηλαδή όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου πήρε πάνω από 50% δεν τον άφηνε ο βασιλιάς να βάλει υπουργό εθνικής άμυνας, όποιον ήθελε. Του λέει: «Κοίταξε με στα μάτια». Του έγραψε ένα γράμμα ο Κωνσταντίνος. Ο πρωθυπουργός ο εκλεγμένος να κοιτάξει στα μάτια ένα παλιόπαιδο; Δε κατέλυσε δημοκρατία, ο Παπαδόπουλος, κατέλυσε ένα φαύλο καθεστώς μη δημοκρατίας, και ήρθε λοιπόν το κακό σπυρί και φύτρωσε πάνω σε ένα άρρωστο σώμα. Έβγαλε καντήλα η Ελλάδα πάνω στο άρρωστο σώμα της.

Β.Δ.:

Σύμφωνοι, εσείς μέσα στη δουλειά σας, εσείς πώς το είδατε;

Μ.Α.:

Δε μας είπε τίποτε, ούτε να δέρνετε, ούτε να κάνετε φακέλους, ούτε να τιμωρείτε τους αριστερούς. Προ του Παπαδόπουλου βρήκα εγώ στο τμήμα βιβλίο με ονόματα καταστημάτων της περιοχής, να πηγαίνουμε εκεί. Αλλά επειδή -μη φανταστείς ότι είμαι και τίποτα χουντικός- επειδή όμως ο Παπαδόπουλος έκοψε την κουτάλα από τους πολιτικούς, μαζί τη βάναυση παραβίαση του Συντάγματος που έκανε, αυτό είναι γεγονός. Έκοψε και την κουτάλα από τους πολιτικούς και λύσσαξαν.

Β.Δ.:

Όποτε εσείς διαφοροποιήσεις στο επάγγελμά σας δεν…

Μ.Α.:

Καμία! Τα ίδια που έκανα και πρώτα. Το μόνο που δε μου άρεσε είναι ορισμένες κινήσεις που έκανε χουντικές, που πηγαίναμε στο καφενείο Βυζάντιο της πλατείας Κολωνακίου, μια φορά συγκεκριμένη είδα δηλαδή της Ε.Σ.Α. άνδρες και κάποιος κάτι [01:20:00]είπε εκεί το χαστουκίσανε. Βλάκες με τα κέρατα ήταν αυτοί της Ε.Σ.Α, χαστουκίζεις έναν άνθρωπο. Εκεί γνώρισα κόσμο, έκανα φρουρά στο σπίτι του Καραμανλή, στο σπίτι του Καννελλόπουλου, στα σπίτια όλων των πολικών. Του Καραμανλή γνώρισα τη γυναίκα του, έδωσα σε έναν Μαλούχο, δημοσιογράφο που έκανε τη βιογραφία του Καραμανλή έδωσα συνέντευξη, τι τύπος ήταν ο Καραμανλής. Αυτά ήταν μέσα στο Κολωνάκι, μετά έφυγα πήγα στην εγκληματολογική υπηρεσία.

Β.Δ.:

Από το Κολωνάκι τι κρατάτε; Δηλαδή, μου είπατε υπηρετήσατε σε σπίτια πολιτικών... σε αστυνομίες... Τι κρατάτε;

Μ.Α.:

Ότι σε όλες τις εποχές υπάρχει η διαταξική διαστρωμάτωση. Όταν εγώ πήγαινα στο Κολωνάκι από την Πετρούπολη, τότε επιστρέφανε από τα κέντρα οι Κολωνακιώτες. Εγώ ξενύχτης, πήγαινα σε μια λαϊκή συνοικία σε άθλια λεωφορεία στην Ομόνοια, άλλος κόσμος... Οι Κολωνακιώτες με τα αυτοκίνητα, οι κυράδες με τα ρούχα τα... Άλλη τάξη… Οι βιομήχανοι, η πλουτοκρατία, εκεί έμενε ο Παπαστράτος, εκεί έμενε ο Κατσάμπας, βιομήχανοι παλιοί της εποχής, ο Γουλανδρής, εκεί έμεναν όλοι… Εγώ είχα μια συνήθεια τότε κοίταζα να δω τη νύχτα που έκανα βάρδια, κοίταζα τα κουδούνια τη νύχτα, 1,2,3,5, να δω ποιος μένει στο σπίτι, και έβλεπα: ο τάδε, ο τάδε. Από Βατικιώτες είχα δει τους Δερτιλήδες, ήταν υπουργός, το έχεις ακούσει. Τα σπίτια τους, οι Μιχαλέτοι από τον Άγιο Νικόλα στο Κολωνάκι, η Βουγιουκλάκη, όλοι οι θεατρίνοι, ηθοποιοί μεγάλοι στο Κολωνάκι. Ο Χόρν, όλοι, τους γνώρισα αυτούς από κοντά γιατί ήμουνα, ήξερα με ποιους μιλάω. Το Χατζιδάκι τον είχα πάει σπίτι του τον Χατζιδάκι νύχτα. Ένα ενδιαφέρον συμβάν αυτό με το Χατζιδάκι.

Β.Δ.:

Για πείτε μου λοιπόν.

Μ.Α.:

Ό,τι θες σβήνεις!

Β.Δ.:

Δεν θέλω να σβήσω τίποτα. Πείτε μου…

Μ.Α.:

Ο Χατζιδάκις σύχναζε στην πλατεία Κολωνακίου και έπινε τον καφέ στο καφενείο του Μπόκολα και στο Βυζάντιο, και στον Ελληνικόν και στη Γλυκόβρυση, σε αυτά. Επειδή ήταν καλός μουσικός τον χαιρέταγα εγώ. «Καλησπέρα» Μέσα σε 2 χρόνια γνωριστήκαμε πια! «Κάτσε ρε να πιείς καφέ» μου λέει. Ένα βράδυ του λέω: «κ. Μάνο έχετε αρχίσει συμφωνικά έργα να κάνετε κάνα τραγουδάκι από τα λαϊκά που είχατε πρώτα, τα παρατήσατε». «Τι ώρα σχολάς;» μου λέει -θα ήταν 12 τη νύχτα- «2» του λέω. «Σε περιμένω εδώ να έρθεις να με πάρεις να πάμε κάπου, κάτι να ακούσεις». Αλλά εγώ με τη στολή, νύχτα 2:00 η ώρα ποιός να μας δει, πάω στο καφενείο του Μπόκολα, τον παίρνω αλά μπρατσέρα, κατεβαίνουμε Κανάρη, Βουκουρεστίου, δεξιά Πανεπιστημίου, φτάνουμε Ιπποκράτους. Αριστερά ήταν το στούντιο ηχογραφήσεως και το λέγανε ΕΡΑ δε ξέρω τι σημαίνουν τα αρχικά. Κατεβαίνω κάτω είχε τηλεφωνήσει στον ηχολήπτη, μπαίνουμε στην πόρτα, και μου λέει: «Θα κάτσεις σε αυτό το σκαμπό και ούτε θα βήξεις, θα ηχογραφήσω για πρώτη φορά τη μελωδία ενός μεγάλου τραγουδιού, που θα σπάσει σουξέ». Έκατσα στην γωνία εγώ, κάθισε στο πιάνο, ήταν ο ηχολήπτης εκεί πίσω από το τζάμι, του γνέφει. Αρχίζει το σκοπό. Τα παιδιά του Πειραιά! Αυτό του λέω πότε θα γίνει τραγούδι, πότε θα ενορχηστρωθεί; «Θα περάσει καιρός» μου λέει «κάνα 2-3 μήνες και θα το ακούσεις στο τζουκ μποξ, θα βάλεις δίφραγκο και θα το ακούσεις». Εγώ τότε τα είχα με την κυρία από εδώ έμενα στον Πειραιά, κατέβαινα στον ηλεκτρικό, απέναντι στον ηλεκτρικό υπήρχε ένα τζουκ μποξ. Πήγαινα εκεί και ρωταγα: «Έχει έρθει ένα τραγούδι τα παιδιά του Πειραιά;». «Όχι» μου λέει, «ήρθε!» μου λέει. Κάθομαι λοιπόν, βάζω το δίφραγκο, με όλα τα όργανα μέσα, ήταν τα παιδιά του Πειραιά, το άκουσα πρώτη φορά στο στούντιο ΕΡΑ της οδού Ιπποκράτους, αριστερά κατεβαίνοντας σε μια στοά μέσα. Με το Χατζιδάκι, μετά όπως τελειώσαμε με αυτό, τον παίρνω αγκαζέ, με πήρε αγκαζέ με στολή τώρα εγώ, αδερφή αυτός, ήθελε να κάνει. Ξέρεις ήταν αδερφή.

Β.Δ.:

Συνεχίστε ναι…

Μ.Α.:

Θεός χωρέστον. Λοιπόν ήθελε να κάνει και τη φιγούρα του, να έχω ένα τεκνό να πούμε, την εξουσία. Και πήγαινε μόστρα, πηγαίναμε Πανεπιστημίου, αριστερά Βασιλίσσης Σοφίας, δεξιά Ηρώδου Αττικού, αριστερά Βασιλέως Γεωργίου, Ρηγίλλης. Έμεινε στην οδό Ρηγίλλης, ψηλά. Ήταν 3 η ώρα 4. «Ένα φωτάκι ψηλά, μένει η μάνα μου, δεν κοιμάται αν δε με δει, εάν δεν πάω σπίτι». «Καληνύχτα Μάνο σε ευχαριστώ πολύ για τη τιμή που μου έκανες». «Εντάξει, καλό παιδί είσαι από τους καλού αστυνομικούς εσύ». Τον ρωτούσα: «Γιατί φοράς μαύρα μπλουζάκια εδώ;» μου λέει: «Η μάνα μου είναι μεγάλη, να μου πλένει άσπρα πουκάμισα; Βάζω το μαύρο, σηκώνει και λίγο λέρα, είμαι και παχύς με αδυνατίζει κιόλας». Αυτά! Τέτοια ατέλειωτα με ενσταντανέ από υψηλό κόσμο. Για να καταλάβεις και με τη Χούντα μην παρεξηγηθώ ότι ήμουν χουντικός, καθόλου... Αντίθετα! Αφού δε μου είχαν εμπιστοσύνη. Αλλά να μην ακούμε μια φοβερή προπαγάνδα εις βάρος της Χούντας. Κακή ήταν, παραβίασε το Σύνταγμα, ναι! Πήγανε στη φυλακή, ναι σωστό! Αλλά ποια δημοκρατία παραβίασαν; Του γέρου Παπανδρέου; Που δεν τον άφησαν να βάλει υπουργό εθνικής αμύνης που το βάλανε και τσακωνόταν με το γιο του τον Ανδρέα, που το λέγανε κομμουνιστή, που το λέγανε συνοδοιπόρο του Παπανδρέου; Έθαψε την αριστερά αυτός.

Β.Δ.:

Είπατε προηγουμένως ότι φοβόσασταν να διαβάσετε εφημερίδες την περίοδο.

Μ.Α.:

Της Καραμανλικής.

Β.Δ.:

Γιατί;

Μ.Α.:

Γιατί, χαρακτηριζόσουν για την παράταξη στην οποία ανήκες. Αν διάβαζες το Βήμα εθεωρούσουν συνοδοιπόρος, των Κομμουνιστών. Ότι ήσουν συμπαθών. Αυγή με τίποτα! Κρυφά! Αν ήθελες να διαβάσεις Αυγή, να δεις την άλλη άποψη, την έβαζες στη μασχάλη από κάτω, την έβαζες σπίτι, την άνοιγες. Διάβαζα, όλες, δεν μπορούσα να μην διαβάσω. Να μην διαβάσω τη Καθημερινή; Το Βήμα; Τις επιφυλλίδες που έγραφαν όλοι οι ιστορικοί; Να μη διαβάσω τον Κριαρά, το Φτέρη, τόσους ανθρώπους.

Β.Δ.:

Άρα λοιπόν για να περάσουμε μετά και στην εγκληματολογική που ήσασταν Από το Κολωνάκι, κρατάμε τη συνάντηση με το Χατζιδάκι. Τι άλλο σας έμεινε; Ωραία, η κοινωνία η υψηλή, πέρα από αυτό; Πήγατε μου είπατε σε διαδηλώσεις ως αστυνομικός εννοώ. Τι είναι αυτό που σας έμεινε;

Μ.Α.:

Η διαφορά μεταξύ των τάξεων ήταν κολοσσιαία! Όταν έφευγα από το Κολωνάκι και πήγαινα στην Ομόνοια να πάω στην Πετρούπολη, στην πλατεία Βάθης, ήταν ένας άλλος κόσμος! Τα ρούχα δεν ήταν μάλλινα, ήταν τσελγκόν, τα παπούτσια δεν ήταν δερμάτινα ήταν, δόντια δεν είχε ο λαός, του Κολωνακίου όχι μόνο είχε δόντια αλλά γυαλίζανε, τα είχαν γυαλίσει και από πάνω. Γλώσσες, το μαλλί σε κομμωτήρια ωραία του Ζορζ το κομμωτήριο το περίφημο, άλλος κόσμος, τότε! Ταξικός κόσμος! Αυτό μου κάνει κατάπληξη. Εγώ όταν παντρεύτηκα, πήγαμε στη Πετρούπολη με τη γυναίκα μου και πάμε σινεμά. Πάνινες καρέκλες, καλό ωραίο με λουλούδια εκεί, αλλά μάσαγε ο κόσμος πασατέμπο και έφτυνε στην πλάτη του άλλου. Ενώ εγώ ήρθα από το Μαξίμ, το Έμπαση, το Παλλάς, που ήταν βελούδο το κάθισμα και ήμουν δίπλα στην Ελένη Βλάχου. Τεράστιες οι διαφορές! Τώρα άλλαξαν τα πράγματα. Αυτοκίνητο στην Πετρούπολη δεν έβρισκα, χωματόδρομοι, Μερσεντες, Μαζεράτι στο Κολωνάκι, γεμάτοι. Τώρα και στην Πετρούπολη δε μπορείς να περάσεις από αυτοκίνητα…

Β.Δ.:

Εσείς γιατί επιλέγατε να ζείτε στην Πετρούπολη και όχι στο Κολωνάκι;

Μ.Α.:

Εκεί πήρε προίκα ένα σπιτάκι η γυναίκα μου.

Β.Δ.:

Οπότε, διαλέξατε εκεί..

Μ.Α.:

Ήθελα, δεν ήθελα... Στην αρχή δεν ήθελα με τίποτα! Στην αρχή δε μου άρεσε καθόλου. Χωματόδρομοι! Ενώ εκεί, ήταν οικονομικά δυνατοί! Θα σου πω και κάτι, κάναμε τότε φρουρά σε σπίτια των υπουργών, και της καραμανλικής περιόδου, και της παπανδρεϊκής περιόδου και της χουντικής περιόδου. Φρουρά στα σπίτια τους. Δε ν ήταν τότε τρομοκρατία να φοβούνται. Ένας δύο πηγαίναμε με ένα μικρό πιστολάκι, δεν υπήρχε κίνδυνος ο τωρινός που πάνε με καλασνικοφ. Γίνεται η Χούντα, να σου πω και αυτό γιατί έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Μόλις έγινε η χούντα το πρωί της 21ης Απριλίου κοιμόμουν εγώ στο σπίτι ήμουνα βραδινός... Έρχεται η γυναίκα μου με ξυπνάει και [01:30:00]μου λέει: «Κάτι εμβατήρια ακούω, κάτι έγινε». Πετάγομαι πάνω, η Χούντα! Έπρεπε να πάω στην υπηρεσία μου, δεν μπορούσα! Ήταν ο στρατός είχε πιάσει και δε μπορούσα να περάσω. Πάω στο τμήμα της Πετρούπολης, είμαι εδώ παρών, στην υπηρεσία δεν μπορώ να πάω. Λέει: «Κανείς δεν μπορεί να πάει στην Αθήνα, κάτσε!». Κάθομαι, φτάνει 11:00 η ώρα, με χίλια βάσανα πάω στο τμήμα στο Κολωνάκι. Μόλις πάω στο τμήμα: «Γρήγορα, άργησες πού ήσουν Αναστασάκη;» Λέω πώς να έρθω, δε μπορούσα δε με αφήνανε: «Γρήγορα, είσαι κάτω στο κρατητήριο υπηρεσία! Αλλά πρόσεξε είναι υψηλό πρόσωπο! Να μην έρθει σε επαφή με κανένα και να μη φύγει!». Κατεβαίνω στο κρατητήριο, κρατητήριο όχι τίποτα δεμένοι. Στο εστιατόριο του τμήματος, εκεί δίπλα μου μαζί οι άνθρωποι στις καρέκλες, όχι κλεισμένοι πουθενά. Ήταν ο Ηλίας Ηλιού, πρόεδρος της Ε.Δ.Α. με τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο, οι 2 τους. Και ήμουν φρουρός τους. Εγώ είχα παρτίδες με τον Ηλίου, τον ήξερα. Θα σας πω τι παρτίδες είχαμε.

Β.Δ.:

Πώς το ξέρατε;

Μ.Α.:

Ε θας σας πω. Ήταν αρχηγός κόμματος, ευφυής και καλός ρήτορας στη βουλή. Αυτά τα παρακολουθούσα. Έμενε στην περιοχή μας στο Κολωνάκι, δίπλα στην οδό Κανάρη σε ένα δρόμο. Αφού ήταν γύρω-γύρω το χαιρέταγα, αρχηγός κόμματος ήταν. Γεια σου παιδί μου! Χαιρετούρες, χαιρετούρες. Πολλές φορές ερχόμουν με πολιτικά στις εκδηλώσεις που ήταν και ο ίδιος, δημόσιες εκδηλώσεις. Και μια μέρα πήρα το θράσος να τον ρωτήσω: «Κύριε πρόεδρε συγγνώμη, εσείς είστε αρχηγός των προλεταρίων, γιατί δε μένετε στη Νίκαια και στη Καισαριανή παρά μένετε στο Κολωνάκι;». Έξυπνος και με χιούμορ! Κάνει το χέρι και αυτός έτσι: «Μένω εδώ για να τους κατασκοπεύω τη μπουρζουαζία». Έκτακτο αυτό! Τον χαιρέταγα, με χαιρέταγε. Αυτός προφυλασσόταν, εγώ το χαιρέταγα φανερά. Εκείνος δε γύριζε να με κοιτάξει, μου έκανε μια κλίση, γιατί, για να με προφυλάξει. Σου λέει θα τον γράψουν τον άνθρωπο ότι είναι κομμουνιστής, θα χάσει τη δουλειά του. Όταν πήγα και τον είδα λέω κύριε Ηλιού τι κάνετε; Κάπως με θυμήθηκε. «Καλά, δε βλέπεις τι κάνω; Η Χούντα θα μας στείλει αύριο στην εξορία». Έκατσαν εκεί οι δύο τους, εγώ εδώ, το ανσασέρ εδώ πρώτος όροφός, υπόγειο, ημιυπόγειο. Ξαφνικά μίλαγαν στα γαλλικά αυτοί. Ο Δεσποτόπουλος και ο Ηλιού μιλάγανε στα γαλλικά. Λέω: «Κύριε πρόεδρε θέλω να κάνω μια παρατήρηση. Επιτρέπεται;». «Λέγε παιδί μου». «Εγώ δεν ξέρω ούτε κορακίστικα, εσείς οι αρχηγοί των προλεταρίων μιλάτε τα γαλλικά, άρα πρέπει να είστε ευκατάστατης οικογενείας για να μάθατε το '40 γαλλικά». «Ναι!» μου λέει «Εγώ είμαι από τη Μυτιλήνη, νοικοκύρης, αλλά μην νομίζεις ότι η πλουτοκρατία δεν είναι αμέτοχη αριστερών αγώνων. Και οι πλούσιοι έχουν αγωνιστεί για τη λαϊκή τάξη». Μου λύθηκε η απορία. Μετά από μισή ώρα ακούμε κλάματα και παράπονα. Πετάγεται ο Ηλιού και λέει στο Δεσποτόπουλο: «Είναι η γυναίκα μου που έχει φέρει τα φάρμακα, γιατί δεν πήρα το πρωί από το σπίτι και δεν την αφήνουν να κατέβει κάτω. «Θα πάω εγώ να τα φέρω» του λέω. Ανεβαίνω πάνω -πώς την έλεγαν- Ελευθερία τη γυναίκα του, και λέω ποια είναι η κυρία Ελευθερία λέει: «Εγώ!» Λέω είναι κάτω ο πρόεδρος. «Τα φάρμακα του, δεν πήρε τα φάρμακα του, έχει ζάχαρο!» «Φέρε τα μου εμένα». Τα κατεβάζω κάτω τα πάω στον Ηλιού έφυγε αυτή, αφού με ευχαρίστησε. Να δεις πώς τα φέρνει η ζωή τώρα. Πέρασαν τα χρόνια, υπήρχε μια δανειστική βιβλιοθήκη του Ε.Λ.Ι.Α.

Β.Δ.:

Ακόμα υπάρχει.

Μ.Α.:

Υπάρχει, εκεί ήταν ένας Χαριτάτος ιδρυτής, εγώ πήγαινα και δανειζόμουν βιβλία από εκεί με στολή για να μου δίνουν, γιατί δεν τα πολύ-έδιναν έξω άμα δε σε εμπιστευόντουσαν. Μου έδινε ό,τι ήθελα και έβγαζα φωτοτυπίες εγώ. Πάω μια μέρα, «Καλώς τον!» μου λέει ήταν δίπλα στο Χαριτάτο το διοικητή τη σχολής, ένας άλλος και λέει στον άλλο, -αφού είχε το θάρρος μαζί μου- «Πρώτη φορά μπάτσο βλέπω να δανείζεται βιβλία, αυτός ο άνθρωπος με έχει ταράξει και μου ζητάει σπάνια βιβλία». «Α μην σου φαίνεται παράξενο», λέει ο άλλος «δε ξέρεις που θα βρεις αίσθηση δικαιοσύνης στους δεξιούς ή τους αριστερούς! Ταμπέλες μη βάζουμε! Μια φορά» λέει εκείνος, μου έρχεται να βάλω τα κλάματα «μια φορά ο πατέρας μου ήταν κρατούμενος, στο τμήμα του Κολωνακίου και ένας αστυφύλακας πήγε στη μάνα μου και πήρε τα φάρμακα!». Ήταν γιος του Ηλία Ηλιού, ο ιστορικός, Φίλιππος Ηλιου. «Ήμουν εγώ αυτός!». «Τι λες;» σηκώθηκε πάνω ο Ηλιού με αγκάλιασε. Ο Φίλλιπος Ηλιού ήταν ιστορικός έχει πεθάνει θεός 'χωρέστον.

Β.Δ.:

Ήταν γιος του.

Μ.Α.:

Ο γιος του Ηλία Ηλιού, ο Φίλλιπος, ιστορικός, γνωστός, διακεκριμένος.

Β.Δ.:

Απίστευτο!

Μ.Α.:

Απίστευτό, να τι έμεινε στο Κολωνάκι. Αυτά μου μείναμε. Αυτές οι αναμνήσεις. Αμ το άλλο επί Χούντας, έγινε συλλαλητήριο στο Πολυτεχνείο, ήμουν εκεί. Με είχαν βάλει σε μια κλούβα -ξέρεις τι θα πει κλούβα- συλλαμβάνανε μερικούς και τους έφερναν στην κλούβα. Εγώ τους φιλούσα στη κλούβα να μη μας φύγουν. Και ξαφνικά βλέπω μαζί με το μπουλούκι ένα γειτονόπουλο μου. Του λέω: «Κοίταξε θα το σκάσεις και εγώ θα κάνω πως σε κυνηγώ και θα φωνάζω πιάστε τον αλλά δε θα σε πιάσω θα φύγεις!» Εντάξει λέω, έσπρωχνα: «Περάστε μέσα, περάστε μέσα!» αμολάει ο... Τη θυμάσαι τη μάνα του; Το σκάει που λες, φεύγει πάει σπίτι του, κρύφτηκε στο σπίτι του, το είπε στη μάνα του, ο Μηνάς με γλίτωσε. Η μάνα του πάει στη γυναίκα μου και λέει: «Στα πόδια σου πέφτω, γλίτωσε το παιδί μου φύγε». [Δ.Α] Τέτοια επί χούντας, χουντικοί και μπάτσοι.

Β.Δ.:

Γιατί γλίτωσε το παιδί της;

Μ.Α.:

Γιατί δε ξέρω πού θα πήγαινε.

Β.Δ.:

Αυτό! Πού θα τον πηγαίναν;

Μ.Α.:

Ξέρω εγώ; Πολυτεχνείο παιδί μου! Πρώτη-πρώτη μέρα!

Β.Δ.:

Εκεί για πείτε μου, τι θυμάστε λοιπόν από εκείνη τη περίοδο;

Μ.Α.:

Μια φτιαχτή δουλειά ήτανε, ενώ ξεκίνησε το Πολυτεχνείο.

Β.Δ.:

Εσείς πού ήσασταν;

Μ.Α.:

Στο Πολυτεχνείο! Ενώ ξεκίνησε το Πολυτεχνείο από αγνές διαθέσεις νεολαίας: Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, τι ωραίο σύνθημα. Ο Παπαδόπουλος, ο Ιωαννίδης ήθελε να ρίξει το Παπαδόπουλο. Θα πω την έναρξη. Πηγαίνοντας στην υπηρεσία μου πέρναγα από το Πολυτεχνείο τις 3 μέρες. Ούτε κόσμος μέσα, ούτε αστυνομία κανείς. Πάω στον αρχηγό της αστυνομίας τον είχα πρώην διοικητή, το Νίκο το Δασκαλόπουλο, φίλος του Παπαδόπουλου. «Κύριε αρχηγέ» του λέω «θα έχετε μεγάλο πρόβλημα στο Πολυτεχνείο». Μπαίνουν, μένουν μέσα ανεξέλεγκτα, πώς θα τους βγάλετε; «Άντε ρε Μηνά!» μου λέει, «κάνε δουλειά σου!» Έφυγα. Ο Ιωαννίδης ήθελε να ρίξει το Παπαδόπουλο και ήθελαν να βρει μια γενναία αφορμή, και διευκόλυναν οι άνδρες του Ιωαννίδη την είσοδο των ανθρώπων στο Πολυτεχνείο και όλη την εξέγερση, εκμεταλλευόμενοι όπως πάντα τους αγνούς φοιτητές. Νόμιζαν όλοι αυτοί οι αγνοί φοιτητές ότι αυτή όλη η ελευθερία, τους άφησε ο Παπαδόπουλος ελεύθερους. Ο Ιωαννίδης ήταν από πίσω και έγινε το Πολυτεχνείο, κανένας δε σκοτώθηκε στο Πολυτεχνείο μέσα! Κανένας! Έξω σκοτωθήκανε την άλλη μέρα κυρίως, γιατί μπήκαν τα τανκ του Ιωαννίδη είχαν την κάννη πάνω και ρίχνανε κάτι σφαίρες τόσες… όσο το δάχτυλό μου. Σκοτώθηκε ένας στα Λιόσια, ένας ήταν ταχυδακτυλουργός -τον ήξερα είχε έρθει και στη Νεάπολη- και του μπαίνει μια σφαίρα στο κεφάλι, παρε τον κάτω.

Β.Δ.:

Εσείς εκείνη την ημέρα πού ήσασταν;

Μ.Α.:

Την ίδια μέρα;

Β.Δ.:

Την ίδια!

Μ.Α.:

Δεν πήγα στο Πολυτεχνείο, την άλλη μέρα πήγα. Την ίδια μέρα ήμουν στην υπηρεσία μου σε επιφυλακή άκουγα από το ραδιόφωνο τη βουλευτίνα τη Δαμανάκη: «Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ Πολυτεχνείο!» Ήμουν στο ακουστικό. Όλη η αστυνομία ακούγαμε και θέλαμε κατά βάθος να πέσει η χούντα τότε οι αστυνομικοί.

Β.Δ.:

Εσείς θέλατε;

Μ.Α.:

Ε βέβαια!

Β.Δ.:

Και την επόμενη μέρα πού πήγατε;

Μ.Α.:

Και την επόμενη μέρα πήγαμε να φωτογραφίσουμε. Πήγα να φωτογραφίσω εγώ, στο Πολυτεχνείο, μέσα. Σπασμένα δεν υπήρχε τίποτα, μπουκάλια, μπύρες, χάλια, τα είχαν καταστρέψει όλα! Τίποτα μέσα στο Πολυτεχνείο! Και οι μεν αντιστασιακοί, και οι δε που μπουκάρανε μετά μέσα οι αστυνομικοί! Δεν υπήρχε τίποτα! Τρολέδες πεσμένοι κάτω, καμένα πράγματα. Δε σκοτώθηκε μέσα κανένας, κανένας! Είναι μύθος! Και εκείνο το [01:40:00]μεταλλικό κεφάλι, δεν είναι θύματος, ενός καλλιτέχνη, γλύπτης ήτανε. Όλοι οι αγώνες χρειάζονται ήρωες και ινδάλματα για να γίνουν. Εμείς είχαμε πολλά ψεύτικα ινδάλματα! Εκείνος που σκοτώθηκε ήταν ο Πέτρουλας. Έχεις ακούσει τον Πέτρουλα; Σκοτώθηκε από καπνογόνο ο άνθρωπος. Δεν τον σκότωσε κανένας αστυνομικός! Έπεσε το καπνογόνο και φαπ, έφαγε τη μούρη του σκοτώθηκε. Καταλήγω, όλοι και οι δεξιοί και οι αριστεροί θέλουν ήρωες ινδάλματα. Θέλουν να έχουν ένα μπροστάρη, να έχουν ηγεσία. Στο Πολυτεχνείο σκοτώθηκαν γύρω-γύρω 5-6 αλλά μέσα, και το τανκ όταν έριξε τη σημαία, την έχεις δει το ντοκιμαντέρ, τραυματίστηκε μια κοπέλα γιατί ήταν δίπλα, στην πόρτα και την τραυμάτιζε. Ένας μύθος το Πολυτεχνείο μύθος!

Β.Δ.:

Εσείς φωτογραφίζατε.

Μ.Α.:

Όλο το Πολυτεχνείο, μέσα!

Β.Δ.:

Τις έχετε αυτές τι φωτογραφίες;

Μ.Α.:

Όχι, δυστυχώς δεν κράτησα γιατί ήταν βιαστικό το ήθελε η υπηρεσία και δεν κράτησα. Κάτι έχω μου φαίνεται, δε θυμάμαι. Στην Αθήνα. Επομένως, η εντύπωση που έμεινε από την αστυνομία είναι όχι, μη βάνετε ετικέτες τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται! Θα σας πω συμβάντα. Είμαι παρών σε γεγονότα διάφορα, τώρα ή τα λέμε.

Β.Δ.:

Μπορούμε να πούμε ό,τι θέλετε.

Μ.Α.:

Μα δε θυμάμαι λεπτομέρειες να είμαι σοβαρός. Έβγαιναν εφημερίδες, αλλιώς έγινε -που ήμουν παρών- και αλλιώς το δημοσίευαν οι εφημερίδες, σύμφωνα με την πολιτική γραμμή. Βρόμα και δυσωδία οι πολιτικοί. Όχι όλοι! Και όχι η πολιτική με "η". Μερικοί πολιτικοί. Βρόμα! Απαίσια! Πού βρίσκεις δημοκρατικές εκδηλώσεις; Θα το πω δεν ξέρω τι χρήση θα κάνεις. Μιλάω εκ βαθέων, είμαι στο σπίτι του Καραμανλή, φρουρά του γέρου. Είναι Πρωτοχρονιά, περνάει 12:00, ανοίγει την πόρτα στο ισόγειο μια κυρία με άσπρα μαλλιά έτσι ήταν περίπου, και μας λέει -2 είμαστε φρουροί- στο ισόγειο, στο θυρωρείο: «Σας κατέβασαν από πάνω τίποτα; Κάνα γλυκό;» Λέμε όχι. Μπαίνει μέσα, βγαίνει έξω με ένα δίσκο, 3 κονιάκ -ένα δικό της- και 3 μελομακάρονα. Τα κουμπάει πάνω. «Εις υγεία παιδιά, καλή χρονιά!». Ποια ήταν αυτή; Αλησμόνητο. Ήταν η Μαρία Σβώλου η σύζυγος του πρωθυπουργού των βουνών, αριστερή κομμουνίστρια Μαρία Σβώλου, ακούτε; Έμενε εκεί! Συγκάτοικος, πολυκατοικία, στο ισόγειο, μπαίνοντας φάτσα δεξιά στο ασανσέρ. Μόλις έφυγε λέμε. Με ρωτάει εμένα: «Από πού είσαι;» λέω από τη Σπάρτη. Είπα τη πρωτεύουσα το νομού, πού να της πω τον Άγιο Νικόλα, «Αχ η Αύρα μου!» Η Αύρα Θεοδωροπούλου. Ήτανε από τις πρώτες φεμινίστριες, η Αύρα Θεοδωροπούλου από τη Σπάρτη, η Σβώλου και κάτι άλλες, ήταν από τις πρώτες φεμινίστριες στην Ελλάδα προ του πολέμου και ήταν φίλες! «Εσύ του λέει από πού είσαι» «Από τη Κέρκυρα», Α! Ωραία η Κέρκυρα, φιλοφρόνημα! Μετά κουβέντιασε με το συνάδελφο λίγο. Κοίταξε τώρα εμείς είμαστε φρουρά του αρχηγού της δεξιάς, και μελομακάρονο φάγαμε από την κομμουνίστρια του αντάρτη του Σβώλου ρε Κερκυραίε». «Χεσ' τους!» μου λέει, συγνώμη για τη φράση. Όλοι την ίδια μούρη έχουνε. «Δε ξέρεις που θα βρεις». Μου είπε αυτός τη κουβέντα: «Μη βάνεις ετικέτες στη ζωή σου, δε ξέρεις που θα βρεις τη δικαιοσύνη και την ανθρωπιά, δεν το ξέρεις». Το είδα με τα μάτια μου δίνω ομολογία ενώπιον του θεού. Γίνεται Χούντα λοιπόν. «Αναστασάκη θα πας φρουρά στο σπίτι του υπουργού εμπορικής Ναυτιλίας στην οδό Κανάρη», «Μαλιστα!». Πάμε λοιπόν δεύτερη βραδιά, πρώτη, ορκιστήκαμε ή την άλλη μέρα; Θα σε γελάσω, 2 πήγαμε. Κατά τη 1:00 τα μεσάνυχτα ακούσαμε στη σκάλα τη μαρμάρινη βήματα, όχι έξω στο, στο ισόγειο, μέσα στο θυρωρείο. Κατεβαίνει τσα-τσακ. Ποιος είναι λέω; Βλέπω τον υπουργό με ένα δίσκο με καφέδες: «Παιδιά σας έφερα καφέ» -ακόμα ήταν Ναύαρχος εν αποστρατεία- «δεν έχω καμαρότους ακόμα, θα έχω από αύριο, και να μην είστε χωρίς καφέ!». «Ευχαριστούμε κύριε Υπουργέ», Χούντα αυτός... μας δίνει τους καφέδες. Πάει αυτό. Ο ίδιος έφευγε στις 8:00 το πρωί, πήγαινε στο υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και γύριζε το μεσημέρι. Μια μέρα όμως ξαναήρθε στις 10 και μας πιάνει να κολατσίζουμε. Τι κολατσιό κάναμε, σαλαμάκι, τυρί μια ντομάτα. «Τι κάνετε εδώ ρε παιδιά;» λέμε: «Κολατσίζουμε». «Ρε χωρίς κρασί κολατσίζετε;». Λέμε κρασί. Ανεβαίνει πάνω, λέει στο καμαρότο του: «Θα κατεβάζεις κάθε 2 ημέρες 1 μπουκάλι κρασί στα παιδιά, στο θυρωρείο!». Και το τρίτο ο αδερφός της έδινε εξετάσει τότε ήταν μηχανικός το πρώτο του πτυχίο, είχε μια αδυναμία στα εγγλέζικα, που ήταν εμπορικής Ναυτιλίας, χούντα τώρα, 21 Απριλίου του '67. «Κύριε υπουργέ να σας παρακαλέσω κάτι. Έχω ένα κουνιάδο, ο οποίος έφτιαξε ένα σπιτάκι με τον κόπο του, ναυτικός και δίνει για πρώτος μηχανικός, μην το κόψετε από τα εγγλέζικα» «Πώς τον λένε;» μου λέει «Δως μου χαρτί!» Σακελάριος Τσουγκράνης. Έρχεται σε 5 μέρες και μου λέει: «Εντάξει η δουλειά» και μετά, είχε φύγει αυτός τον είχε διώξει η χούντα, θα σου πω πώς έγινε. «Ρε Σακελλάριε, πήγα μια κούτα τσιγάρα». «Γιατί τα έφερες έχω ένα σωρό τσιγάρα» ο κουνιάδος μου. Παει αυτό. Ο υπουργός αυτός, ορισμένα δε λέγονται που θα πούμε και ό,τι θέλεις σβήσε. Ελπίζω να μην με εκμεταλλευτείς.

Β.Δ.:

Δε σβήνουμε τίποτα!

Μ.Α.:

Καλά εντάξει. Αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να τα δώσεις όλα. Μια μέρα βλέπω απέναντι από το σπίτι του υπουργού, στην κολώνα από πίσω ήταν ένας και παρακολουθούσε την πόρτα μας. Υπουργός, εμπορικής Ναυτιλίας, αυτόν φύλαγα εγώ, και είχα αποφασίσει να τον φυλάω, την άλλη μέρα το ίδιο, κρυφά έτσι, πάω: «Ταυτότητα!». Μου λέει: «Είμαι μιας μυστικής υπηρεσίας» μου είπε. «Και τι κάνεις εδώ;». Μου λέει: «Παρακολουθώ στην πολυκατοικία κάτι» λέω: «Τον υπουργό μου; Πες μου την αλήθεια», «Όχι άλλον». Αλλά εγώ πονηρεύτηκα, όταν ήρθε ο υπουργός του λέω: «Υπουργέ ένα άτομο, παρακολουθεί το κτήριο, την πολυκατοικία». Με κοιτάει καλά: «Ευχαριστώ πολύ!» μου λέει. Σε 2 μέρες έγινε η ανατροπή του Ιωαννίδη, να ανατρέψουν το κίνημα τον Παπαδόπουλο. Κάτσε ποιον να ανατρέψουνε; Όχι, το κίνημα του βασιλιά. Είχε λάβει μέρος ο χουντικός υπουργός, ο Ναυαρχός, με το μέρος του βασιλιά. Τον είχε βάλει ο ίδιος ο Παπαδόπουλος και τον παρακολουθούσανε και με ευχαρίστησε. Την άλλη μέρα που έγινε το κίνημα του βασιλιά, τον έδιωξε η Χούντα, αμέσως, ήταν με το κίνημα του βασιλιά. Ώστε την ανθρωπιά και τη καλοσύνη δε τη βρίσκεις σε ετικέτες. Άλλο, είμαι φρουρά στο σπίτι του υπουργού ή υφυπουργού συγκοινωνιών Λιζάρδου, Λιζάρδος στο επώνυμο στην οδό Πλουτάρχου και Ξενοκράτους. 2 πάλι είμαστε. Αυτός ο άνθρωπος είχε γυναίκα απέναντι από το Τσιρίγο, πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή και μας έφερνε αντίδωρο, αγιασμό και άρτο. Του λέω: «Πρώτη φορά, κάνω φρουρά τόσα χρόνια, και μας φέρνουν αγιασμό από την εκκλησία. Κύριε υπουργέ» θα το πω, δεν μπορώ να μην το πω. Αυτός μου το είπε: «Μην βάζεις ετικέτες στους ανθρώπους. Ξέρεις ποια είναι η ιστορία η δική μου;» λέω: «Ποια;». «Εμένα ο Παπαδόπουλος με επιστράτευσε δεν ήθελα εγώ να γίνω υπουργός. Γιατί με επιστράτευσε; Γιατί στα Δεκεμβριανά άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού μου οι αντάρτες και σκότωσαν το παιδί μου μπροστά στα μάτια μου!» Τα ήξερε αυτά ο Παπαδόπουλος και πήρε όλους αυτούς που ήταν αντίθετοι, και τον έκανε υπουργό. «Θα φύγω» μου λέει «και δεν περνάω και καλά». Σε 3 μέρες, όχι 5, αργότερα, στο ίδιο σπίτι φιλοξενούσε το κουνιάδο του, γεροντοπαλίκαρο, το στρατηγό Τσιγγούνη που ήταν πρώην στρατιωτικός διοικητής Πελοποννήσου στον Εμφύλιο και αρχηγός του επιτελείου μετά, τον φιλοξενούσε ο υπουργός, ήταν αδερφός της γυναίκας του. Έρχεται σε έξαλλη κατάσταση ο στρατηγός, δεν τον ήξερα, πατριώτης. Λέω: «Τι έγινε σας βλέπω στενοχωρημένο». «Άστα» μου λέει «έχω τον καλύτερο γαμπρό του κόσμου και τον [01:50:00]χαστούκισε ένας υπουργός της χούντας». Γιατί; Ένα γουρούνι της Χούντας, σε κάποια διαφωνία ήρθαν. Έξαλλος. «Τα κωλόπαιδα» -λέει- «να τους έβαζα τιμωρία τότε που τα είχα δεκανείς αυτούς όλους». Κάτι ήρθε σε διαφωνία με το Παπαδόπουλο με κάποιον με όλους αυτούς και τον χαστούκισαν το Λιζάρδο, εκλεκτός άνθρωπος. Καταλήγω, βιώματα, εκείνο που μου έμεινε στα 87 μου χρόνια είναι, μη βάζετε ετικέτες στους ανθρώπους. Μη βάζετε ετικέτες! Οι άθλιοι οι κομματικοί βάζουν ετικέτες τα πρόβατά μου, τα πρόβατά σου. Όχι, δεν είμαι πρόβατο! Όχι θα σε κρίνω κύριε υπουργέ, κύριε πολιτικέ, που έστησαν και άγαλμα. Και δεν ξέρω αν το άξιζες το άγαλμα. Κατάλαβες; Αν παιδί μου η ιστορία γραφόταν όπως έπρεπε, πολλά αγάλματα θα είχαν καταπέσει, μετά. Και θα πω κάτι για το Νιάρχο θέλεις;

Β.Δ.:

Ό,τι θέλετε.

Μ.Α.:

Μαρτυρία. Είμαι σκοπός στο γ' αστυνομικό τμήμα το 1960 τόσο, Βαλαωρίτου 17. Στη διπλανή πολυκατοικία ήταν οδός Βαλαωρίτου 15 κολλητά. Στη Βαλαωρίτου 15 ήταν και το προξενείο της Αυστραλίας. Ιδιοκτησία, όλου του κτηρίου ήταν η κυρία Κουμάνταρου. Ένα βράδυ, είχε ένα σκυλάκι, ωραίο, μαύρο κανίς και το έβγαζε έξω στη 1:00 η ώρα τη νύχτα. Ήμουν σκοπός εγώ στην πόρτα τότε, πριν πάω στην εγκληματολογική υπηρεσία, και πέρασε η γυναίκα «Καλησπέρα» μου λέει. Εντωμεταξύ το σκυλάκι είχε κατουρήσει σε ένα δεντράκι που είχαμε εκεί. Και μου λέει: «Μας συγχωρείτε το σκυλάκι μου έκανε τα τσίσα του». Λέω: «Δεν είναι δικό μου το δέντρο, κανενός δεν είναι… δε βαριέστε». Το σκυλάκι την τράβαγε να μπει μέσα αυτή ήθελε κουβέντα, νύχτα ήτανε, η γυναίκα είχε αϋπνίες καμιά 70αρα πρέπει να ήταν τότε. «Από πού είσαι» μου λέει «λεβέντη μου;» ήμουν και καλό παιδί να πούμε. «Από τη Λακωνία» της λέω. «Από τη Λακωνία; Την έχω γυρίσει με το γαϊδουράκι» «Με το γαϊδουράκι; Πότε και πώς;». «Ο άνδρας μου ήταν βουλευτής και πηγαίναμε βουλευτική περιοδεία και τότε δεν είχαμε τα αυτοκίνητα, είχαμε γαϊδούρι». «Ποιος ήταν ο άνδρας σου;». «Ο Κουμάνταρος ο Νίκος». «Και εσύ ήσουν η γυναίκα του τι λες» της λέω. «Ο Κουμάνταρος, αναφέρει και ο Μαρκεζίνης τον άνδρα σου». «Ναι, ναι ο Σπύρος». Στην ιστορία, λοιπόν «Για πείτε μου» της λέω. «Είχαμε εμείς 2-3 καράβια, είχαμε τους μύλους στον Πειραιά, Μύλοι Κουμάνταρου, αλευρόμυλοι Κουμάνταορου. Κουβαλάγαμε όλο το σταρι από τον Καναδά και τη Ρωσία τα αλέθαμε και τα πουλάγαμε και είχαμε καράβια. Είχε μια αδερφή ο άντρας μου από το Βασαρά. Είχε ένα γιο έξυπνο παιδί, ωραίο παιδί, και λέω εγώ στον άντρα μου δεν παίρνεις τον ανιψιό σου στην εταιρία να δουλέψει; Είχε βγάλει κάτι σχολεία. Το πήραμε, το βάλαμε στα καράβια να τα διαχειριστεί». Ήταν ο Νιάρχος αυτός. «Εγώ πήρα το Νιάρχο, είπα στον άντρα μου, το θείο του, πήραμε το Νιάρχο του άρεσε η Ναυτιλία, έξυπνο παλικάρι και έγινε αυτός που έγινε». Η κόρη της ήταν η Γουλανδρή που έχουν το μουσείο. Τι έχουνε αυτοί. Ευγενέστατη με συμπάθησε, μόνη ήταν δεν είχε παρέα, είχε παρέα, κύκλο. Και μου άρεσε να μου λέει για το τμήμα. Το τμήμα ήταν ερείπιο το δικό μας. Ήταν ενός πολιτικού του Πρωτοπαππαδάκη το δικό μας κτήριο το γ΄ αστυνομικό τμήμα. Βρόμα και δυσωδία, ποντίκια. Και μου λέει έχω βάλει φράγματα στην ταράτσα, αλλά τα ποντίκια σας με φαγανε! Η βρόμα με έφαγε. Ερείπιο, παλιό κτήριο, είχε κάτι πλύστρες εκεί πέρα χάλια. «Τι να κάνω και σε ποιον να πω;» -μου λέει- πήγα στο Πρωθυπουργό, το είχε νοικιάσει ένα ερείπιο ο Πρωτοπαππαδάκης. Γνωριστήκαμε. «Δίπλα είμαι, εάν χρειαστείς κάτι, χτύπα μου το κουδούνι». Δε χρειάστηκα τίποτα. Μετά έφυγε από εκεί γιατί γέρασε και πήγε και έμεινε στην οδό Ηρώδου Αττικού που ήταν η κόρη της Γουλανδρή, την έχασα έκτοτε. Έμαθα από πρώτο χέρι ποια βοήθησε το Νιάρχο να γίνει ο Νιάρχος που έγινε.

Β.Δ.:

Θέλω να σας ρωτήσω είπατε προηγουμένως εν τη ρύμη του λόγου σας ότι βοηθούσατε. Το αντίθετο, δεν έχω πιάσει να δείρω κάποιον, αλλά βοήθησα. Τι εννοούσατε; Πέρα από το περιστατικό.

Μ.Α.:

Με το παλικάρι που άφησα. Να ανατρέξω στο μυαλό μου, βοήθεια συγκεκριμένη. Θα αλλάξω τη λέξη. Δε θα πω βοηθούσα, δεν πίεσα κανένα ήμουν φίλος. Θα το πω αλλιώς. Ένας Τάσος Μπουρνας, είναι ιστορικός και είμαστε φίλοι στο τμήμα στο Κολωνάκι. Ήμουν προσιτός και ανθρώπινος, έκανα τη δουλειά μου αλλά δεν είχα αυτό τον υπερβάλλοντα. Θα σου πω το βάθος του πράγματος. Μετά την απελευθέρωση στην αστυνομία πήγαν τα παιδιά των ταγματασφαλιτών και είχαν μίσος προσωπικό με τους άλλους, είχαν προβλήματα σπίτι τους, τους είχαν κάψει τα σπίτια, μερικοί, αντάρτες. Εγώ δεν είχα τέτοιο βίωμα. Είχα το αντίθετο, είχα φίλους αριστερούς και δεν... Ήθελα να υπερασπιστώ να κάνω καλά τη δουλειά μου, το νόμο, χωρίς να είμαι τυπολάτρης, ήμουνα μέσα στα πλαίσια. Αλλά όχι να κάνω και ζημιά. Να σου πω ένα καλό τώρα. Μου δίνουν ένα χαρτί να πάω να συλλάβω το Βασίλη Μπουρνέλη, είχε το θέατρο Ακροπόλ. Ο Χατζηχρήστος, η Σπεράτζα Βράνά, όλοι οι θεατρίνοι οι παλιοί εκεί μέσα. Πάω, -αυτό πρώτη φορά το λέω- ρωτάω αυτόν που έβγαζε το εισιτήριο: «Είναι μέσα ο κ. Μπουρνέλης;», «Μέσα είναι». Πάω μέσα, «Χαίρεται κ. Μπυρνέλη,» «Χαίρεται», στο γραφείο του, δεν ήταν ώρα παράστασης αλλά ήταν ώρα… -τη λένε αυτή στη θεατρική γλώσσα- η μεγάλη πρόβα προ της παραστάσεως, πριν της ενάρξεως των θεατρικών παραστάσεων. Του λέω: «κ.Μπουρνέλη έχω ένα χαρτί να σας πάω στο τμήμα», έξυπνος ο Μπουρνέλης: «Αφού δε με βρήκες εδώ τι χαρτί έχεις;» «Μα εδώ δεν είσαι;». «Ναι, θα γράψεις στο χαρτί ο αναζητηθείς δεν ανευρέθη δε θα πας μέσα οφέλη προς το δημόσιο είναι... Δεν έχω σκοτώσει κανένα» «Δεν μπορώ» του λέω «θα χάσω τη δουλειά μου!». «Θα σε πάρω εγώ άμα σε απολύσουν στο Θέατρο», να βγάνω εισιτήρια. Δε μου πήγαινε στη συνείδησή μου. Έξυπνος! Πατάει ένα κουμπί: «Φωνάξτε μου τη Σπεράτζα!» Σπεράτζα Βρανά, μια θεατρίνα, μια παχουλούτσική. Έρχεται η θεατρίνα, της κλείνει το μάτι, κατάλαβε αυτή, κωλοπετσωμένη και κάθεται αυτή, είχε μια πολυθρόνα, εδώ στο μπράτσο κάθεται έτσι αλλά φόραγε ένα φουστάνι με χάντρες και φάνηκε γυμνό το πόδι από εδώ μέχρι κάτω, και μου πασάρει το μπούτι. Εγώ νέος ήμουνα. 25 χρονών παιδί, ε κοίταξα. Βρίσκει τρόπο ο Μπουρνέλης και έφυγε την κοπάνησε. Πάντως μετά δεν έψαξα να τον βρω γιατί το άφησα, ήμουν και εγώ φταίχτης. Μετά με αναζήτησε ο Μπουρνέλης αλλά πώς με αναζήτησε. Ρώτησε από πού είμαι από τη Σπάρτη. Με αναζήτησε και με κάλεσε και μου λέει: «Κοίτα να σου πω, μου έκανες μια ευκολία, δεν έγινα ρεζίλι στον κόσμο, για αυτό όταν έχω πρόβα τζενεράλε το λέγανε, όταν έχω παράσταση, ανεβάζω ένα θέατρο, θα έρχεσαι να σου δίνω προσκλήσεις χωρίς, τελείως δωρεάν δηλαδή όσες θέλεις». Χρόνια ολόκληρα πήγαινα και έβλεπα όλες τις παραστάσεις, πρεμιέρες του Μπουρνέλη στο Ακροπόλ και έδινα σε όσους ήθελα. Υποχρεώθηκε ο άνθρωπος! Δε χάλασε ο κόσμος δεν έκλεψε ο άνθρωπος δεν ήταν εγκληματίας, δεν έκλεψε, δεν ήταν παιδεραστής, κάτι χρώσταγε ο άνθρωπος, πόσοι χρωστάνε. Τέτοιες έκανα διευκολύνσεις. Επί Χούντας τι έπαθα, πριν πάω φρουρά σε υπουργό ήμουνα στη πλατεία Κολωνακίου περιπολία και ήρθε ένας και μου κόλλησε να μου πιάσει κουβέντα, όπως και τώρα μιλάμε. Μου πιάνει κουβέντα και λέγαμε καλλιτέχνης θα ήταν αυτός, για τα θεατρικά. Για μια στιγμή μπάμ! Ακούω, να [02:00:00]μια βόμβα δίπλα, είδες πάνω στους στύλους κάτι κιβώτια για τα σκουπίδια. Βόμβα! Με το που ακούει τον κρότο το βάνει στα πόδια αυτός. Το βάνει στα πόδια, είχαν πεταχτεί μπανάνες, σκουπίδια, έρχεται κόσμος, πάει να μας βαρέσει. Τι είχε συμβεί; Τι μου κάνανε, τι πλάκα. Το BBC είχε προαναγγείλει την έκρηξη βόμβας στην πλατεία Κολωνακίου, πριν γίνει, γιατί είχαν συνεννοηθεί. Έπρεπε να γίνει όμως επειδή το είχαν αναγγείλει και βάλανε τσιλιαδόρο να με πλευρίσει εμένα, να με αποτραβήξει από εκεί να μη δω που θα βάλαν τη βόμβα μέσα. Οι συνεργάτες, αυτοί, οι αντιστασιακοί, με παρασύρανε. Εγώ τώρα τι να κάνω. Φεύγοντας αυτός -είχε δένδρο χαμηλά στην πλατεία, ακόμα ίσως έχει- και πιάστηκε η περούκα του. Και έμεινε η περούκα κρεμασμένη, και συνέλαβα την περούκα. Αυτό το έγραψα σε ένα άρθρο στο λακωνικό Τύπο. «Περούκας Σύλληψη» και την πήγα στο τμήμα. Την άφησε αυτός. Πήγαινε το παράρτημα έψαχνε τα περουκάδικα να δει ποιος την αγόρασε για να τον πιάσουνε. Αυτά.

Β.Δ.:

Ένα άλλο που θέλω να σας ρωτήσω είναι για την προσωπική σας ζωή, αν θέλετε βέβαια το συζητάμε... Εννοώ παντρευτήκατε, πόσο χρονών;

Μ.Α.:

Τη Λίτσα. Παντρεύτηκα.

Β.Δ.:

Μου είπατε πριν ότι παντρευτήκατε... μια φορά έχετε παντρευτεί;

Μ.Α.:

Μία

Β.Δ.:

Α, μία

Μ.Α.:

Μια όχι δύο.

Β.Δ.:

Δεν ξέρω αν κατάλαβα καλά…

Μ.Α.:

Μια, την αγαπημένη μου σύντροφο.

Β.Δ.:

Πώς γνωριστήκατε;

Μ.Α.:

Εγώ ήμουν μπερμπάντης λίγο. Και ένας γείτονας μου αστυνομικός, ένας συνάδελφος μου αστυνομικός από το χωριό, Πισσάνος στο όνομα, επήγαινα στον Πειραιά, τον έβλεπα επίσκεψη στο σπίτι δηλαδή δεν υπηρέτησα μαζί. Δίπλα έμενε η γυναίκα μου, κοριτσάκι με τη μαμά της, τον αδερφό της και την αδερφή της. Εγώ μπάνισα αλλά δεν έδωσα σημασία, λοιπόν. Μαθαίνω ότι θα ερχόταν το καλοκαίρι ο συνάδερφός με τη γυναίκα του, χωριανός και θα φέρνανε τη ζωντοχήρα, την αδερφή της είχε χωρίσει. Θα τη φέρνανε κάτω... Εγώ θα ερχόμουνα με άδεια. Βάζω πονηρό στο μυαλό μου, θα μου έρθει η ζωντοχήρα στο χωριό, θα πάμε καμιά βόλτα. Όταν ερχόταν ο Πισσάνος με το καράβι περίμενα από κάτω δω, να δω τη ζωντοχήρα για να την πιάσω φιλενάδα! Αλλά αντί να μου στείλουν τη ζωντοχήρα πήραν τη γυναίκα μου, επίτηδες. Σου λέει μπορεί να βρει και κανένα γαμπρό η άλλη η δύσκολη. Βλέπω άλλη φάτσα, λέω: «Η Πόπη πού είναι;» -αδερφή της- λέει: «Ήρθα εγώ» Φέραμε την αδερφή της δεν την ήξερα... Εγώ νέο παιδί με το που ήρθαν στο σπίτι, πάω μέσα να τους χαιρετήσω. «Καλώς ήρθατε κλπ, δε μου δίνετε τη Λίτσα να πάμε μια βόλτα;» Έτοιμη για γαμπρό και η κυρά από εδώ, τη παίρνω πάμε στο χωράφι μου μια βολτίτσα. Ωραία, τρυφερά! Λοιπόν πήγαμε, γνωριστήκαμε, 2 μέρες 3. Φεύγω εγώ τελείωσε η άδεια... Τσιμπήθηκα όμως και κατέβαινα στη μάνα της στο Πειραιά να μάθω τι κάνει ο Πισσάνος, ενώ εγώ ήθελα να μάθω τι κάνει η κόρη της. Τι κάνει, πότε θα έρθει ο Πισσάνος… Όταν ήρθε ο Πισσάνος την πρώτη βραδιά, πάω εγώ να δω τον Πισσάνο με την κοπέλα. Νύχτα, κοιμόντουσαν σε μια ταράτσα εκείνοι όλοι. Έξυπνοι ετούτη κατεβαίνει και μου δίνει το τηλέφωνο αμέσως. Παίρνω το τηλέφωνο και άρχισε η ζωή μας. Πόσα τα είχαμε χρόνια μαζί πριν παντρευτούμε; 4; Φοβόμουνα το γάμο αγάπη μου, όπως ο διάολος το λιβάνι.

Β.Δ.:

Γιατί;

Μ.Α.:

Δεν ξέρω, ψυχολογικά, φοβόμουν ότι τελειώνει η ζωή σου. Ευτυχώς για μένα -γιατί μπορεί να ήμουν λεύτερος ακόμα- με ήθελε και με κυνηγούσε, δηλαδή ερχόταν με έβλεπε με ένα λουλουδάκι, δε με άφησε σε χλωρό κλαρί δε με άφησε να πάω αλλού να φύγω. Δασκαλεμένη! Και με πήρε από το χέρι, που λέει ο λόγος, και με πήγε στην εκκλησία. Να ναι καλά! Και κάναμε 2 γιους. Μπορεί να ήμουν ελεύθερος, φοβόμουν το γάμο, ξέρετε μην το πάθει άνθρωπος είναι φόβος. Είναι φοβία. Ότι θα παντρευτώ ήταν σα να πηγαίνω στη φυλακή σαν να χάνω την ελευθερία μου, ενώ δεν ήταν τίποτα. Κάνεις το νυφικό, πας στην εκκλησία, παντρεύεσαι, πήρα και ένα σπιτάκι προίκα. Πριν παντρευτούμε παίρνω ένα ψυγείο και εγώ νόμιζα πως θα είναι κατοχή. Γεμίζω τρόφιμα, κρέατα. Παίρνουμε το κρεβάτι, τη σάλα και ξεκινήσαμε τη ζωή μας.

Β.Δ.:

Εγώ θέλω να ρωτήσω όταν πήγατε στην εγκληματολογική.

Μ.Α.:

Υπηρεσία.

Β.Δ.:

Είδατε μου είπατε τα μεγαλύτερα εγκλήματα της περιόδου, '70-'87. 17 χρόνια, τα μεγαλύτερα.

Β.Δ.:

Τα είδατε τι σημαίνει;

Μ.Α.:

Έλαβα μέρος στην εξιχνίαση.

Β.Δ.:

Πείτε μου 1 ή 2 που σας έχουν μείνει. Αυτό και αυτό το γεγονός δεν θα το ξεχάσω ή όσα θέλετε απλά...

Μ.Α.:

Δεν ξέρω αν θα πρέπει να πω όνομα του δράστη, ζει ακόμα αυτός. Πιάσανε ένα μεγάλο ληστή. Λήστευε, δεν έκανε φόνους αυτός, λήστευε. Φοβερός! Άφησε όνομα! Και τον φέρανε να περάσει από την υπηρεσία μας, να πάρει αποτυπώματα, να φωτογραφηθεί, για να γίνει αρχείο. Πέρασε από τα χέρια μου. Τον βάνω πάνω στην καρέκλα, ειδική καρέκλα για φωτογράφηση. Γύριζε, ανφάς, προφίλ. Τα χέρια δεμένα πίσω. Αυτοί που τον φέρανε, η συνοδεία ήταν έξω ακριβώς. Εγώ και αυτός είμαστε μέσα. Εδώ ήταν η πόρτα, μου λέει: «Σε παρακαλώ ένα τσιγάρο να ανάψω, έχω να καπνίσω 5 μέρες». «Ναι» του λέω. Βγάζω το τσιγάρο, το βάζω στο στόμα του, το ανάβω. Τράβηξε όσες ρουφηξιές μπορούσε μέχρι να κάνω εγώ τη δουλειά... Ε καθυστέρησα λίγο… Και μόλις ήρθαν οι άλλοι μέσα, δεν θα το ξεχάσω αυτό ποτέ το βλέμμα! Γυρίζει και με κοιτάει με ένα βλέμμα απέραντης ευγνωμοσύνης, σαν το Χριστό! Και δε μου είπε τίποτα... Ταλαιπωρημένος από τις αστυνομίες, ληστής, μέγας και τρανός! Το σπουδαιότερο όλων, ένα. Πάω, εμείς τι κάναμε, πηγαίναμε σε όλους τους θανάτους που συνέβαιναν στην Αθήνα. Αν ήταν φυσικός θάνατος φεύγαμε, αν ήταν όμως ύποπτο για έγκλημα το ψάχναμε περαιτέρω. Αυτή ήταν η δουλειά μας. Φαίνεται αν είναι έγκλημα ή φόνος φαίνεται, συνήθως φαίνεται όχι όμως πάντα εύκολα, συνήθως φαίνεται ή αν πεθάνει στο κρεβάτι του ήσυχός ο άλλος φαίνεται, η αναστάτωση αίματα, σπασμένα. Λοιπόν τη σκληρότητα της άρχουσας τάξης. Πάω σε ένα σπίτι είχε αυτοκτονήσει ένας νέος 20 χρονών, είχε βάλει το όπλο εδώ. Έσπασε το κρανίο και τα μυαλά χτυπήσανε στο ταβάνι και πέφτανε «πλιτς, πλιτς». Πρώτος πήγαινα και μετά ερχόντουσαν και οι άλλοι. Περίμενα εγώ, μου είπαν αυτοκτονία -όταν έφευγα με το αυτοκίνητο με τον ασύρματο- θα κλαίει κάποιος. Η μάνα και ο πατέρας ήτα σε άλλο δωμάτιο στεγνό. Λέω ρε παιδί μου αν γινόταν στο χωρίο μου αυτό θα τραβάγαν τα μαλλιά τους. Πού θα λέγανε. Ετούτοι οι αριστοκράτες δεν κλαίνε, κακή εντύπωση. Πάω σε ένα άλλο σπίτι ήταν μια κοπέλα σαν τα κρύα νερά, πεσμένη κάτω με το εσώρουχό... με σουτιέν, χωρίς δε ξέρω. Πεθαμένη από ναρκωτικά. Εδώ είχε μαχαριές. Κάνουν μαχαιριες για να φύγει το αίμα άμα έχουν πάρει υπερβολική δόση, για να φύγει η ηρωίνη. Ήταν μαχαιριές παλιές αυτές, σημάδια εδώ, πεθαμένη, μια ωραία κοπέλα μελαχρινή. Η μάνα της από πάνω. Άκλαυτη, ούτε ένα δάκρυ, ήρθε λίγο εκεί και έφυγε. Η μάνα της, η σκληρότητα, κατάπληξη, η σκληρότητα. Τρίτο σκληρό. Ένας αδερφός παραφυλάξε σε μια μουριά σε ένα προάστιο. Ήρθε ο αδερφός ο άλλος κατεβαίνει, 18 μαχαιριές τον σφάζει για περιουσιακά, οικοπεδικα. Λέω τι σκληρότητα είναι αυτή ρε παιδί μου. Κατάπληξη, η απελπισία! Γέροι, μεγάλοι και [02:10:00]νέοι πάει στον έκτο όροφο να δώσει μια βουτιά κάτω. Είχε το κρανίο σπάσει, μια λίμνη αίματος, μασέλα εδώ, η άλλη εκεί. Γυναίκες, κρεμασμένη με σκοινιά. Η σκληρότητα και η απελπισία, η αθλιότητα της ανθρώπινης ψυχής.

Β.Δ.:

Το πιο συχνό έγκλημα που συναντούσατε; Ο πιο συχνός τύπος εγκλήματος;

Μ.Α.:

Εμείς πηγαίναμε σε όλους τους θανάτους, οι αυτοκτονίες. Οι κρεμασμένοι, πεσμένοι από ψηλά. 17 Νοέμβρη, πήγαμε σε πολλές εκρήξεις, απίστευτο.

Β.Δ.:

Δηλαδή;

Μ.Α.:

Βάζανε βόμβες και μετρούσαμε τα σπασμένα, τζάμια, παράθυρα, κάγκελα, πόρτες, Λακκούβες κάτω από βόμβες, φόνους διάφορους.

Β.Δ.:

Όπως; Για πείτε μου ένα φόνο;

Μ.Α.:

Δε θυμάμαι, πολλούς. Όχι εγώ είχα τύχει σε κάνα 2 φόνους, αλλά είχα τύχει σε εκρήξεις. Πήγα μετά που σπάζανε τζάμια, πόρτες, παράθυρα. Τέτοια διάφορα της 17 Νοεμβρη πολλά. Όπλα σε ταράτσες πάνω, διάφορα άστα. Τι μου έμεινε; Η σκληρότητα. Α ναι! Η διάθεση ευγνωμοσύνης που έβρισκες. Ευαισθησίες μια γυναίκα που ήταν σύζυγος μεγάλου, κινηματογραφικού οίκου στη Ελλάδα, είχε έναν αδερφό, δούλευε, και του είχε νοικιάσει ένα σπίτι να μένει. Ο αδερφός αυτός ήταν ιδιόρρυθμος, πέθανε. Πήγα εγώ, διακεκριμένη οικογένεια αυτή του σινεμά. Όταν πεθάνει κάποιος και δεν είναι κληρονόμος σφραγίζουν το σπίτι, να αναζητηθούν οι κληρονόμοι και μετά να ανοιχτεί το σπίτι, για να μην αρπάξει ο καθένας ό,τι θέλει. Ήξερα πως θα συμβεί αυτό. Δεν είχε παιδιά αυτός ο άνθρωπος λέω η κα τάδε... αν θέλετε για να μην βρωμίσει το σπίτι σβήστε το ψυγείο, αδειάστε το από τρόφιμα, πετάχτε τα βγάλε την πρίζα γιατί θα βρωμίσει, μπορεί να κρατήσει 1 μήνα. Γυρίζει με κοιτάει με ένα βλέμμα: «Ευχαριστώ παρα πολύ μου για αυτό που μου είπες!». «Αυτό δεν ήταν μέσα στα καθήκοντά σου, εσύ να κάνεις τη δουλειά σου, αυτό το ψυγείο δεν είναι. Ευχαριστώ πάρα πολύ που είσαι καλό παιδί». Να πω και κάτι άλλο επίσης, ένα-ένα τα θυμάμαι. Εκεί στο Κολωνάκι ήταν στη Σόλωνος και στη Πανεπιστημίου ψηλά προς τη Μεγάλη Βρετάνια και γύρω-γύρω ήταν διάφορες γυναίκες του δρόμου, οι οποίες αναζητούσαν πελάτη. Εγώ δεν τις καταφρονούσα. Μία γυναίκα, η Ελενάρα όπως τη λέγανε, ήταν συμπαθητική και τη χαιρετούσα. Μια μέρα, 2:00 η ώρα τη νύχτα ήρθε στο τμήμα, ένας είπε στον αξιωματικό Μηνά τον λένε. Πού να είναι άραγε; Κοιμάται τώρα. Έλα λέω αύριο θα είναι τέτοια ώρα εδώ. Έφυγε η γυναίκα, ξανάρθε την άλλη μέρα και τη παράλλη, ξέρω εγώ. Τη συνάντησα και της λέω: «Δεν έχω βλέψεις σε σένα στο σώμα σου, απλώς κάνεις μια δουλειά μες στη νύχτα κρύο, κλπ. Σε χαιρέτησα αυθόρμητα, μην παρεξηγηθώ». Και μου λέει: «Όχι, ξέρω!». Από τότε και έπειτα ερχόταν στο τμήμα. Ήθελε να... Αυτή ένιωθε βάρος ότι έκανε αυτή τη δουλειά και ήθελε μια αναγνώριση. Τρόπον τινά ήθελε μια αναγνώριση από την κοινωνία, να μην είναι το καταφρονεμένο άτομο. Και μετά ήρθε σε μένα και μετά ερχόταν στο τμήμα, όχι για πονηρίες. Και έφερνε καφέ. Έφερνε ένα πακετάκι καφέ, το φλιτζάνι της, να μην πίνει από τα φλιτζάνι μας, μπορεί να είχε καμιά αρρώστια. Διακριτική και καθόταν και έπινε καφέ και τη λέγαμε Νία, όχι Ελενάρα η Ελενάρα ήταν τρελούτσικη, η περίφημη Νία. Ένα βράδυ καθόταν κάτω από το τηλεφωνητή και έπινε καφέ βέβαια, κατά τις 2:00 σχόλαγε. Ένα βράδυ ήρθε ένας τύπος των Αθηνών παλιός, ένας τύπος που μεγαλοπιανόταν ότι ήταν υπουργός. Τα είχε χάσει, φορούσε ένα ψηλό καπέλο και επίσημο ένδυμα. Ωραίος, παπιγιόν, κανονικά. Και σταματάει 1 αυτοκίνητο παλιό μαύρο επίσημο ήταν. Βγαίνω εγώ μες στη πόρτα. Βλέπω εγώ και χαιρετάω νόμιζα ότι ήταν επίσημο πρόσωπο, πώς στο διάολο μέσα στη νύχτα. Μπαίνει μέσα, μικρός ήμουνα δεν ήξερα, όχι δεν ήξερα το πρόσωπο, υποχρεωμένος ήμουνα. Μπαίνει μέσα, σηκώνεται ο αξιωματικός χαιρετάει, γιατί μόλις μπήκε μέσα αυτός ο επίσημος λέει: «Υπουργός παιδείας να ειδοποιηθεί ο Νομάρχης!». Με το που λέει υπουργός παιδείας να ειδοποιηθεί ο Νομάρχης και χαιρετάει τον αξιωματικό, ακούμε τα γέλια η Νία: «χαχααχα, ο κύριος Δελαπατρίδης» ήταν ένας τύπος των Αθηνών. Μόλις άκουσε το όνομά του κατέρρευσε. «Κύριε Δελαπατρίδη τι κάνετε;». Έρχεται η Νία, βλέπει ο αξιωματικός υπηρεσίας και λέει: «Ποιος κοροϊδεύει τον υπουργό;» Σάλος, ήταν ένας τύπος των Αθηνών. Αυτή ήταν η Νία. Αυτά τα πρόσωπα τα καταφρονεμένα έχουν μέσα τους ένα στοιχείο αξιοπρέπειας το οποίο δεν έχει κατεδαφιστεί τελείως. Υπάρχει το κατεδαφισμένο μέρος της προσωπικότητας που είναι πουτάνα, αλλά υπάρχει και ένα ακατεδάφιστο. Στη θρησκευτική γλώσσα που ξέρω ότι, λέμε επειδή ο άνθρωπος είναι κατασκευασμένος κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού, δε χάνεται το ανθρώπινο αυτό στοιχείο της δημιουργίας μέσα του. Και είναι σα μια λάμπα μαυρισμένη που είναι μαυρισμένη με μπογιά μαύρη, άμα τη ξύσεις. Γιαυτό και οι σκληρότεροι άνθρωπο έχουν ένα κουμπί, μπορείς να σε συμπαθήσουνε, τέτοια πολλά. Δεν θα πω όνομα. Ένας τραγουδιστής δε θα πω όνομα, διάσημος, μεγάλος, τώρα έχει στη παρακμή του φτάσει. Έμενε στη Καισαριανή ήταν κουλουράς, πούλαγε κουλούρια. Η βασίλισσα Φρειδερίκη δεν ήθελε να βλέπει μικροπωλητές, για να δίνει στην Αθήνα μια εικόνα σικ πόλεως, ξέρω γω Παρισιού, η ψηλομύτα. Και έβαλε τον αρχηγό της αστυνομίας, διατάσει εμένα, να κυνηγάμε τους μικροπωλητές. Κουλουράδες, ανθοπώλες, τους κυνηγούσαμε τι να κάνουμε. Στην πλατεία στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, ακριβώς και αυτός μέσα στη μέση με ένα νταβλά με κουλούρια, πάω εγώ έπιασα το θύμα «Έλα εδώ» του λέω, «πάμε μέσα στο τμήμα». Είχε μια μπάσα φωνή. Πάμε στο τμήμα, και μου λέει: «Μαθαίνω μουσικός, και δεν έχω... η μάνα μου δε με αφήνεις μωρέ». Το σκέφτηκα, Άσε είπα και τον άφηνα εγώ και πουλούσε κουλούρια, ήταν μεγάλος διακεκριμένος. Αυτά κορίτσι μου η ζωή έχει, πολλά, πολλά και μην βάνεις, σου εύχομαι από καρδίας ταμπέλες στους ανθρώπους. Αυτός είναι οπωσδήποτε κάλος, αυτός είναι κομμουνιστής, αυτός είναι ο χουντικός, αυτός είναι φασίστας είναι της Χρυσής Αυγής, αυτός είναι δημοκράτης, μη βάζεις ποτέ. Θα πέσεις έξω. 

Β.Δ.:

Η σχέση σας με τη θρησκεία ποια ήταν;

Μ.Α.:

Δεν θα τα πούμε όλα! Έτυχε να μπλέξω με αιρετικούς και θέλανε να με κάνουν αιρετικό και εμένα. Αιρετικούς

Β.Δ.:

Δηλαδή, εννοείτε άλλο θρήσκευμα...

Μ.Α.:

Είχα εδραίες πεποιθήσεις ότι η εκκλησία μας έχει πολύ γερές βάσεις και ότι είναι η κατά παράδοση εκκλησία, από την εποχή του Χριστού με διάφορα που έχει βάλει μέσα, λέω δε μπορεί να έχουν δίκιο αυτοί. Πιάνω να διαβάζω για αυτούς τι έχουν γράψει οι αντίθετοι, τόμους, δεν έβρισκα άκρη. Κάλεσα ένα ξένο να κουβεντιάσει διάλογο με τους δασκάλους τους. Έρχεται ένας δικός μας παππάς και ένας εξαίρετος θεολόγος. Κάνουν διάλογο με τους αιρετικούς, δε βγάζεις συμπέρασμα. Ο παπάς καθηγητής πανεπιστημίου στη Γερμανία, καλός, με είδε που είχα [02:20:00]ενδιαφέρον. Μου λέει: «Έλα εδώ ανοίγω ένα φροντιστήριο εγώ, ορθοδόξου πίστεως θα έρθεις, στο φροντιστήριο στο σεμινάριο; Θα κρατήσει χρόνια. Έλα, σε παρακαλώ. Ανοίγει γραφείο η Σύνοδος να αντιμετωπίσει τους αιρετικούς». Όχι με χωροφύλακες, με διάλογο, με επιχειρήματα, αρχίζω και παρακολουθώ το σεμινάριο και γίνομαι στενός συνεργάτης του προσώπου αυτού, πήρα επαίνους από τη Σύνοδο για αυτή τη δραστηριότητα. Αλλά όχι ως αστυνομικός.

Β.Δ.:

Ως πολίτης.

Μ.Α.:

Ως πολίτης, ως λαϊκός. Είμαι χριστιανός ορθόδοξος, χωρίς παρωπίδες, χωρίς να έχω με άλλους τίποτα, «Αυτός είναι έτσι, είναι έτσι...», ούτε καν με τους άπιστους. Γιατί ξέρω ότι τα προβλήματα της ζωής και του κόσμου έχουν προσεγγίσεις. Εγώ προσεγγίζω έτσι το ψυγείο το βλέπω από αυτή τη γωνία, εσείς αλλιώς, ο άλλος από πάνω... Δε θα σφαγώ εγώ με σένα που έχεις άλλη προσέγγιση.

Β.Δ.:

Άρα ήταν καθοριστική για εσάς η θρησκεία..

Μ.Α.:

Ποιο; Ναι, πιστεύω, αλλά δεν είμαι τυφλός, όργανο ενός παπά, δεσπότη. Ούτε καν όλα τα εξωτερικά τυπικά της θρησκείας, να γονατίσω, να πέφτω κάτω. Θα λιβανίσω μου αρέσει το λιβάνι στο σπίτι, είναι και ωραία η ευωδία του, θα πάω στην εκκλησία μου, θα κοινωνήσω, αλλά δεν είμαι extreme άνθρωπος, το ίδιο και ο γιος μου ο μικρός, ο οποίος έχει σπουδάσει στο ανοιχτό πανεπιστήμιο Πατρών ευρωπαϊκό πολιτισμό και τώρα κάνει μεταπτυχιακός τη διοίκηση πολιτισμικών μονάδων, ο μικρός μου ο γιος.

Β.Δ.:

Κι με το λαογραφικό και το... τέτοιο πώς ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε;

Μ.Α.:

Αχ θεέ μου τι με ρωτάει τώρα… ρε πού σε βρήκα εσένα. Είσαι μανούλα. Μπράβο σου να σε προσλάβει το Ίδρυμα Νιάρχου, καλό θα κάνει. Καλό θα πάθει το Ίδρυμα. Λοιπόν, πήγα στο Κολωνάκι στην αστυνομία, η πρώτη περιπολία που έκανα. Η πρώτη, βγαίναμε 20 από την πόρτα, πηγαίναμε παραπέρα σα στη βρύση και διασκορπιζόμαστε ο καθένας που θα πήγαινε. Τα πρώτα 10 βήματα που κάνω πέφτω σε ένα μαγαζί με αντίκες και βλέπω στη βιτρίνα ένα σαμάρι γαϊδάρου. Θεέ μου από το χωρίο έφυγα στο χωρίο ήρθα πάλι; Τι δουλειά έχουν τα σαμάρια στο Κολωνάκι. Κάνω πλάκα, μπαίνω μέσα στο μαγαζί, καλημέρα σας! «Καλημέρα σας!». «Δε μου λέτε σας παρακαλώ έχετε στο Κολωνάκι γαϊδούρια;» Πήρε ο νόημα: «Μα τα μεγαλύτερα γαϊδούρια εδώ κάθονται».«Ποιοι τα φέρνουν τα σαμάρια;». «Οι Γύφτοι αφήνουν τα σαμάρια, οι τσιγγάνοι, διάφοροι έμποροι τα δίνουν αυτοί, τα φτιάχνουμε εμείς, και τα παίρνουν οι κυράδες στην Εκάλη, στη Πεντέλη, τα βάνουνε στα εξοχικά δίπλα στο τζάκι». Μπράβο λέω στο χωρίο έχω 2 σαμαριές στο κατώι. Πάω παραπάνω την άλλη μέρα βλέπω φανάρια, βλέπω κλειδιά και κλειδαριές. Τα βλέπεις; Βλέπω κασέλες. Βλέπω όλα τα πράγματα που είχα στο κατώι μου, να πουλιούνται ακριβά και να είναι στο Κολωνάκι. Α, λέω. Και γράφω στη μάνα μου: «Μη δώσεις στους Τσιγγάνους, πουλήσεις από εκείνα τα παλιά που έχουμε στο κατώι! Τα θέλω!». Έτοιμη να τα πουλήσει ήταν μέχρι και τις εικόνες ήθελαν να πάρουν οι Τσιγγάνοι, τέλος πάντων. Μου ξυπνάει η νοσταλγία για το χωριό που άφησα, μέσω τω πραγμάτων που έβλεπα στις βιτρίνες. Αρχίζει να ξυπνάει. Τι είδα. Τι μαγαζιά στο Κολωνάκι. Αρχίζει να ξυπνάει το αίσθημα, η λαογραφία όχι με τα πράγματα, αλλά με τα κείμενα. Αλλά πώς θα μάθω δεν ήξερα. Εκεί κατοικούσε ο Γεώργιος Α' Μέγας ήταν ένας καθηγητής λαογραφίας μεγάλος στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Με το Νικόλαο Πολίτη συνιδρυτές της λαογραφίας στην Ελλάδα. Πάω τον βρίσκω! «Χαίρεται κ. καθηγητά, είμαι αστυνομικός το και το με τα σαμάρια μου ξυπνάει το κέφι, η νοσταλγία, πώς θα κάνω λαογραφικά;» Πώς θα κάνω τη συλλογή; «Κάτσε κάτω» μου λέει «παιδί μου, μπράβο σου, συγχαρητήρια που ήρθες σε μένα. Τρέξε στο χωρίο σου, τώρα που λέει ο λόγος, και μην ψάξεις, να βρεις γραμμένα να διασώσεις την προφορική παράδοση που χάνεται. Θα διασώσεις την προφορική παράδοση που χάνεται, να πάρεις ένα μαγνητόφωνο και θα αρχίσεις να γράφεις». «Τι να γράφω;». «Πάρε οδηγίες». Μου δίνει ένα βιβλίο οδηγίες. Η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος, τα λαϊκά έθιμα, οι δεισιδαιμονίες οι προλήψεις, τα τραγούδια, τα μοιρολόγια, οι παροιμίες όλη η κατά παράδοση ζωή ενός τόπου. Έρχομαι με άδεια στο χωρίο κα αρχίζω. Βγάλανε και τραγούδι: «Πρόβαλε και ο Μηνάς με το παντελονάκι». Έχω ένα μαγνητόφωνο, μεγαλο μαγνητόφωνο ογκώδες. Έχω 100 τετράδια λαογραφικής ύλης, έχω γράψει 2.000 άρθρα σε τοπικές εφημερίδες και στην Σπαρτιάτικη, λαογραφίας και ιστοριοδιφίας, ανέκδοτες πήγες ιστορίας, προφορικά και γραπτά, έχω σπάνιες συλλογές του 1850 πρωτότυπες, έχω απίστευτα στοιχεία για τη Λακωνία. Έρχομαι στο χωρίο και γράφω. Θεια Μαρουλιώ, Θεια Ελένη και λέγε... και λέγε... Σκόνταψα σε 2 λαογραφικές καταγραφές. Τα μάγια και τα μοιρολόγια. Δεν τα λέει ο άλλος εύκολα. Ούτε τα μάγια μην τον περάσουν μάγο-μάγισσα, ούτε τα μοιρολόγια γιατί τα μοιρολόγια είναι εν βρασμώ ψυχής, δεν λέγονται έτσι, εν ψυχρώ. Έκανα την εξής πονηρία που στη συστήνω και σένα. Είχα 2 μαγνητόφωνα. Το ένα το βάζω στο τραπέζι, τα μεγαλύτερα που ήταν με κασέτα και έλεγα: «Θεία να λέμε εκείνο, εκείνο... μοιρολόγια... κάνα μοιρολόι δε θυμάσαι;». «Ωχ άρρωστε, δε μπορώ το μοιρολόι πού πού έξω από το σπίτι, μοιρολόγια θα πούμε». «Επιδεικτικά, το έσβηνα το...». Τα μάγια... «Μάγια απαπα! Βγάλε το σκατό που παίζει μπροστά, πάρτο και βλέπομε...». Επιδεικτικά έσβηνε το play το χρώμα, είχα στην τσέπη το άλλο το ψηφιακό το μικρό. «Τώρα να πούμε!» λέει «που έχεις κλείσει το διάολο να μη γραφτεί η φωνή μου». Και τα έγραφε. Έχω γράψει μοιρολόγια και μάγια. Δεν έχω βγάλει βιβλίο γιατί ο άνθρωπος νομίζει πως θα ζήσει για πάντα, το μόνο που έχω κάνει είναι να μαζέψω γλωσσικό υλικό 700 λέξεις ιδιωματικές και το έδωσα στην Γλωσσική εταιρία, υπο την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών και πήρα το πρώτο βραβείο το '75 για το περιεχόμενο της προσφοράς. Κάπου έχω και ολόκληρο. Τότε πήρα λεφτά μου δώκανε λεφτά και πήρα ένα μαγνητόφωνο τα μικρότερα που είχαν βγει. Αυτά! Μου κάνει κέφι πολύ η λαογραφία είναι απίστευτος πλούτος. Είναι όλη η ζωή του ανθρώπου, που βγαίνει από τη γη και ανεβαίνει προς τον ουρανό. Αυτά που λέμε προλήψεις, δεισιδαιμονίες, έχουν περιεχόμενο.

Β.Δ.:

Από όλα όσα ακούσατε, από όλες τις ιστορίες διαχρονικά όχι μόνο λαογραφικές τι σας έμεινε στο μυαλό; Ποια ιστορία; Ποια ιστορία ήταν αυτή που..

Μ.Α.:

Ναι, θα σας πω. Προ του 1800 διήγηση είναι αυτό αλλά είναι ιστορία, Προ του 1800 γεννήθηκε ένα εξώγαμο εκεί, μόλις γεννήθηκε το εξώγαμο το πήραν την αδερφή του και την κόρη τους, γιατί είχε και αδερφό και τη βάλανε σε μια καλύβα που είχαν τα γαϊδουριά. Βγάζουν τα γαϊδούρια και βάζουν το μωρό και την αδερφή μέσα τους αφήσανε, χειμώνας πιάνει βροχή το καλύβι ήταν με χώμα, χώμα σκέτο, βροχή, μαλάκωσε το χώμα, πέφτει το χώμα με όλη τη στέγη στο μωρό και στη γυναίκα. Λέγεται ότι μέχρι το 1920 κάθε φορά που άστραφτε, βρόνταγε και έβρεχε, ακουγόταν κλάμα μωρού και αναστεναγμός μάνας... κατάπληξη μου έκανε πρώτον. Το ίδιο πράγμα και στη Νεάπολη [02:30:00]μια οικογένεια, έμεινε έγκυος η κοπέλα και παίρνει ο αδελφός ένα όπλο και σκοτώνει την κοπέλα και το αγέννητο. Αυτά τα 2.

Β.Δ.:

Αυτές ήταν ιστορίες που σας έχουν διηγηθεί,... σωστά;

Μ.Α.:

Ναι, δε το έχω ζήσει. Εκείνα που έχω ζήσει εγώ τραγικά είναι ηλεκτροπληξία 2 παιδιά. Το ένα 12, το άλλο 9.

Β.Δ.:

Πού ήσασταν;

Μ.Α.:

Στην αστυνομία, πήγα επιλήφθηκα δηλαδή. Νεκρά. Πήγε το ένα στην πρίζα κάτι σκάλιζε, παει να τραβήξει το άλλο το παιδί, παρτα κάτω και τα 2. Εκπληκτικό! Και από τότε δεν ήθελα να δω μικρά παιδιά, νεκρά. Δε μπορούσα να δεχθώ το θάνατο μικρών παιδιών. Και άλλο που δεν μου έκανε κατάπληξη αλλά είχε πλάκα και ενδιαφέρον. Ο Γιαμαρελλος ήταν ιατροδικαστής, η κόρη του τώρα είναι καθηγήτρια, της λοιμωξιολογίας και είναι χριστιανή όπως ακούω. Με το Γιαμαρρελο πήγαμε σε ένα σπίτι είχε πεθάνει μια γυναίκα, ήταν με τη μούρη κάτω, τη μύτη εδώ, είχε στραβώσει η μύτη είχε πέσει στο πάτωμα. Όταν πηγαίναμε εμείς έπρεπε να δώσουμε στην ανάκριση την εικόνα του πτώματος, πώς βρήκαμε το πτώμα, έτσι δεν είναι; Φωτογραφίζαμε όταν μπαίναμε από την πόρτα όλο το σπίτι, να φαίνεται και το πτώμα κάπου, ότι αυτό το πτώμα είναι σε αυτό το χώρο. Δεύτερη φωτογραφία όλο το σώμα, πόδια κεφάλι ότι αυτό είναι το πτώμα. Τρίτη φωτογραφία αν ήταν μπρούμυτα να το γυρίσουμε ανάσκελα, το πρόσωπο. Ότι δηλαδή σε αυτό το χώρο που είναι αυτό το πτώμα είναι αυτό το πρόσωπο. Και φωτογραφίζει το πρόσωπο. Ο Γιαμαρέλλος ήταν βιαστικός, ήταν απόκριες κάπου θα έτρωγε. «Άστη μην την τουμπάρεις τώρα, πεθαμένη είναι, άστη». «Όχι θα την τουμπάρω, γιατρέ». Τη γυρίζω έτσι και μόλις τη γυρίζω έτσι μπρούμυτα, κάνει «χχχ» ζωντανή ήταν η γυναίκα. Πω ζωντανή! Γιατρέ λέω! Είχε έρθει το γραφείο κηδειών να τη πάρει... Γρήγορα στο γραφείο κηδειών, να τη πάει στο πρώτο βοηθειών. Και τηλεφωνεί ο γιατρός, είδε ότι είχε πάρει φάρμακα. «Κάνε της πλύση στομάχου έχει δηλητηριαστεί». Μετά από κάνα μήνα μου φωνάζουν από κάτω στο τμήμα «Σε ζητάνε! Μια γυναίκα». «Χαίρεται!» Ήταν ντυμένη καλοπεριποιημένη, δεν ήταν πεθαμένη, έτσι, αναμαλλιασμένη «Χαίρετε» λέω. Μου λέει: «Ήρθα να σας πω ένα ευχαριστώ.» λέω εγώ: «Ευχαριστώ γιατί;» «Με ζωντανέψατε!» το είχα ξεχάσει είσαστε που έχετε πρόβλημα». Είχε πεθάνει ο άντρας της και είχε πάρει δηλητήριο... «Ευχαριστώ πάρα πολύ!». Έχω και τρίτο που θα πω που με σκαλίζεις. Πάει αυτό. Στη οδό Λομβάρδου, πίσω από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, μεσαιωνικό σπίτι, αναβαίνω πάνω πεθαμένη η γυναίκα, αλλά ήταν σκοτάδι πίσσα, νύχτα και όπως περπάταγα να βρω κανένα διακόπτη σκοντάφτω κάπου. «Ωχ!» ακούω μια φωνή. Αυτή ήταν πεθαμένη τάχα. Βρίσκω το φως ανάβω, φωνάζω ένα συνάδερφο, του λέω: «Είναι ζωντανή δεν είναι πεθαμένη». Ανεβαίνει πάνω. Τώρα πώς να τη ξυπνήσουμε; Η καρδιά της. Αρχίζω τη σκουντώ σιγά –σιγα: «Ποίος είναι;». «Ε! θεια» Με τσίμπλες 4 μέρες επί τόπου, εκεί κάτω. Είχε πέσει σε κώμα ουρικό κώμα από... ήταν αναίσθητη... έχω φωτογραφία δε θυμάμαι. Τη σηκώνω αναμαλλιασμένη με τον άλλο. Τραβάω και μια φωτογραφία 5 μέρες κάτω βρώμαγε κατρουλιο. Τι είχε συμβεί αυτή είχε ένα γιατρό ανιψιό, κληρονόμο, μεγάλος γιατρός... Ανησύχησε πήγε, είχε κλειδί μπήκε, την είδε πεθαμένη ότι είναι, δεν τη έψαξε ο γιατρός και πάει στο τμήμα και κάνει: «Πέθανε η θεία μου, ειδοποιήστε να παει η σήμανση», πάλι εμείς είμαστε. Παίρνω το διοικητή τηλέφωνο: «Κύριε διοικητά» του τμήματος της περιοχής που ανήκε, «η γυναίκα είναι ζωντανή», ο γιατρός ήταν ακόμα εκεί: «Έλα εδώ ρε παλιάνθρωπε» του λέει, «γιατί είπες ότι είναι πεθαμένη η θειά σου; Ήθελες να τη σουφρώσεις». Η γυναίκα ήταν ζωντανή. Και το τελευταίο, είμαι στη εγκληματολογική υπηρεσία πάλι και κάτσε να θυμηθώ, ναι... όταν φέρνανε για τα δικαστήρια τους ανθρώπους ήταν μια αίθουσα εδώ και εκεί ήταν το στούντιο. Είτε καθόντουσαν εδώ σε πάγκους και τους φέρναν. Μια στιγμή βγήκα εγώ και κοίταξα εκεί που καθοντουσαν και βλέπω ένα που βούτηξε στα σκουπίδια και έκανε σα χαρτί, σα φύλλα, τυρόπιτα. Ω λέω πείνα. Κατεβαίνω κάτω είχαμε ένα μίνι μα, το λέγαμε... Παίρνω σάντουιτς, κόκα κόλες, και τους τενεκέδες φάγανε. Δε θα πω την εθνικότητα, από πού ήταν. Αυτοί είχαν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα από κάπου και ήταν για να πάρουμε στοιχεία και να κάνουμε αρχείο. Μετά από 3 χρόνια, με φωνάζει ο διοικητής της υπηρεσίας μου λέει: «Σε θέλει ο αρχηγός, τι συμβαίνει;» του λέω: «Δεν ξέρω». Πάω, «Κάτσε κάτω» -μου λέει- «παιδί μου, κοίταξε εδώ οι Times του Λονδίνου, ψάξανε και βρήκανε, 2 διακεκριμένα πρόσωπα από μια χώρα ξένη, ζήτησαν άσυλο και ήταν πεινασμένοι, και περάσανε και τους έδωσες τυρόπιτες και τέτοια διάφορα, και γράψανε άρθρο στους Times για την ελληνική αστυνομία. Να σου δώσουμε μια ηθική αμοιβή ρε παιδί μου, μας τιμάς, μια μεγάλη εφημερίδα του εξωτερικού» λέω: «Εγώ θυμάμαι κάτι αλλά… τους λυπήθηκα, πεινάγαν οι άνθρωποι». Δεν το λησμονήσανε, ο ένας ήταν δημοσιογράφος από τους 2 ο άλλος όχι. Πήγαν στο Λονδίνο, διακεκριμένοι, πρόσωπα από μια ξένη χώρα και θυμηθήκαν αυτό το συμβάν, για αυτό κόρη μου, είπα μια ρήση να τη θυμάσαι. Μην βάνεις ταμπέλες! Δε ξέρει που θα βρεις σε χωροφύλακα, σε παππά, σε ληστή, σε πλούσιο, γιατί έχουμε και τέτοιους έχουν ανθρωπιά και οι πλούσιοι. Είχαμε ένα Σαραντίτη στη Νεάπολη το Λάμπη, φίλος μου, πλούσιος, αρρώσταινε κάποιος, βατικιώτης, δεν είχε να πάει... εγώ στο Λονδίνο θα σε πάω. Δηλαδή να μην βάνουν ταμπέλες τα βρωμοκόμματα και οι ιδεολογίες, σεβαστές οι ιδεολογίες, ιδεολογήματα δε λέω. Αλλά όχι ταμπέλες. Η καρδιά του ανθρώπου είναι το κέντρο της ζωή του πού θα βρεις τη καρδιά να πάλει από αγάπη κατανόηση και αντοχή, γιατί κα αυτά πρέπει να τα έχουμε, δε μπορούμε να λιθοβολούμε τις πουτάνες, ούτε τους κλέφτες. Ο Χριστός τι είπε αν το έχεις ακούσει, υπήρχε ο ιουδαϊκός νόμος να λιθοβολούνε τις κοινές γυναίκες και πήγαν μια γυναίκα στο Χριστό να τον φέρον σε δύσκολη θέση ο νόμος λέει ότι πρέπει να λιθοβολήσει είναι κοινή γυναίκα. Τι να κάνει, τι να πει ο Χριστός τώρα; Λιθοβολήστε τη, μη τη λιθοβολείτε. θα παρέβαινε τον νόμο... λιθοβολείστε τη, θα παρέβαινε την αγάπη και τους λέει ο αναμάρτητος, πρώτος βαλέτω το λίθο... Αυτό το μάθημα, το τελικό μάθημα, όχι ταμπέλες.

Β.Δ.:

Θα αλλάζατε κάτι, αν γυρίζατε το χρόνο πίσω κύριε Μηνά από ό,τι έχετε ζήσει, από το επάγγελμα που κάνατε δε μιλώ φυσικά για την οικογένεια. Θα αλλάζατε κάτι;

Μ.Α.:

Επάγγελμα όχι, μου άρεσε. Ήταν καλή δουλειά θα σου πω γιατί ήταν καλή δουλειά, αν είσαι τραπεζικός υπάλληλος κάθισε μπροστά σε ένα γκισέ ή μετά σε ένα γραφείο και όλη τη ζωή χαρτιά και λογαριασμούς. Αν είσαι καπετάνιος καλό είναι αλλά είσαι μακριά από την οικογένειά σου φεύγεις «πλάτσα-πλούτσα», αν είσαι έμπορος πρέπει να νερώνεις το κρασί, δύσκολο να είσαι συνεπής. Γιατρός, σκληρό επάγγελμα, να χειρουργείς ένα ζωντανό άνθρωπο, το πεθαμένο τον έβλεπα. Ξέρεις τι έχουν δει τα μάτια μας και τα αυτιά μας τι κόσμο έχουν συναντήσει; Αλλά πρέπει να έχεις -πώς θα την αποκτήσεις τώρα- μια παιδεία για να βλέπεις τα πράγματα. Υπήρχαν συνάδερφοι, τυφλοί, που δε βλέπανε τι γίνεται, Θυμάται άραγε, δεν επαινώ τον εαυτό μου, αλλά η αντίληψη το αναγνωρίζω, να σου βγάλει η Μαρία Σβώλου ένα γλυκό στο σπίτι του Καραμανλή και να μην το καταγράψεις; [02:40:00]Να μη δεις ποια είναι η Μαρία Σβώλου, να μη διαβάσεις στο λεξικό ποια είναι αυτή; Να μην κάνεις σκέψεις, να μην κάνεις; Αυτά!

Β.Δ.:

Τέλεια, σας ευχαριστώ..