© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Γερμανική Κατοχή, Δεκεμβριανά και Εμφύλιος στο κέντρο της Αθήνας

Κωδικός Ιστορίας
9832
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Δούκας (Δ.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/11/2019
Ερευνητής/τρια
Δημήτρης-Μαργαρίτης Μόσχος (Δ.Μ.)

[00:00:00] 

Δ.Δ.:

Ονομάζομαι Δημήτριος Δούκας, είμαι Αθηναίος, καταγωγή από πατέρα Σπαρτιάτης και από μητέρα Χίος, πολιτικός μηχανικός και διάφορες άλλες σπουδές.

Δ.Μ.:

Ωραία. Θέλετε να μας μιλήσετε αρχικά για την ιστορία του πατέρα σας και για τις αναμνήσεις που έχετε ως παιδί, εν γένει, από την περίοδο της Κατοχής και του πολέμου.

Δ.Δ.:

Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία, όταν ήμουν 3 ετών, για καλοκαίρι είχαμε πάει στην πατρίδα της μητέρας μου τη Χίο, για το καλοκαίρι. Απ' ό,τι μου είπανε μετά, διότι εγώ δεν μπορούσα να κρίνω τότε, όταν έγινε ο τορπιλισμός της Έλλης, διετάχθησαν οι Έλληνες που ήταν στα νησιά και δεν ήταν κάτοικοι, αλλά ήταν παραθεριστές, να επιστρέψουν ταχέως στα σπίτια τους. Και θυμάμαι τη σκηνή, που με τράβαγε κάποιος θείος να με πάει στο πλοίο γρήγορα, γιατί έπρεπε να επιβιβαστούμε γρήγορα, και, όταν ανοίχτηκαν τα πλοία, είδα γύρω γύρω άλλα πλοία. Μάλιστα, τα δύο ήταν πολεμικά από ό,τι καταλάβαινα. Από ό,τι μου εξήγησαν αργότερα, μαζί... στείλανε πλοία επιβατικά για τα νησιά και μαζευτήκανε όλα, της Σάμου, της Μυτιλήνης και της Χίου, και τα συνόδευαν δύο πολεμικά και πήγαμε Πειραιά. Αυτή είναι η πρώτη εικόνα αναμνήσεως. Η δεύτερη, ο πατέρας μου ήδη είχε φύγει ως έφεδρος, από επιστράτευση του... σιγά σιγά που μάζευες τους, αυτούς που θα επιστρατεύονταν σε περίπτωση ανάγκης, τους μάζευε από το '39 και τους ετοίμαζε. Κι έτσι δεν τον είδα να φεύγει. Θυμάμαι την... τις σειρήνες που ακούστηκαν την 28η και τον πανικό που είχε δημιουργηθεί, και που βρεθήκαμε σε κάποιο υπόγειο και καθόμαστε, χωρίς να καταλαβαίνω βέβαια γιατί όλα αυτά, αλλά ταυτόχρονα θυμάμαι στην Αχαρνών που έμενα, τα τραμ να είναι σημαιστολισμένα, να γράφουν απέξω όπως μου 'πανε «Αθήνα-Ρώμη» και ο κόσμος να τραγουδάει, να φιλιέται, να φωνάζει να... λες και πηγαίνει... εγώ κατάλαβα ότι γινόταν κάποιο πανηγύρι, κάποια εορτή. Αυτή είναι μία από τις πρώτες εικόνες. Η δεύτερη εικόνα ήταν η είσοδος των Γερμανών, που το θυμάμαι πάρα πολύ καλά αυτό. Άκουγα ότι έρχονται οι Γερμανοί, τον πανικό και λοιπά και είχα σχηματίσει και μία εντύπωση ότι οι Γερμανοί θα είναι κάτι περίεργα τέρατα, με μακριά ουρά, που θα βγάζουν φλόγες από το στόμα, με κέρατα, κάτι μυθικά τέρατα. Και από τις γρίλιες του παραθύρου, κοίταζα να δω πώς θα είναι αυτοί οι Γερμανοί. Και υπέστη μία μεγάλη απογοήτευση, όταν διαπίστωσα ότι οι Γερμανοί ήταν σαν κι εμάς, μία άλλη στολή φοράνε, αλλά όλα αυτά τα ονειρώδη δεν υπήρχαν. Αυτή ήταν η δεύτερη εικόνα. Μετά άρχισε η Κατοχή.

Δ.Μ.:

Ποιος, από πού είχατε σχηματίσει αυτή την άποψη, από τον Τύπο της εποχής ή από διηγήσεις συγγενών;

Δ.Δ.:

Από ό,τι άκουγα μες στο σπίτι. Τύπο δεν μπορούσα να παρακολουθήσω, 3 χρονών τότε. Ήταν από το τι λέγανε: «Έρχονται οι Γερμανοί» και «ωχ» και «τι» και τρόφιμα να μαζέψουμε και το ένα και το άλλο. Όλα αυτά τα πράγματα. Και «τι θα γίνουν οι δικοί μας;». Άλλη εικόνα ήταν η εμφάνιση του πατέρα μου, ο οποίος ήταν στο μέτωπο ως υπίατρος και δεν γύρισε μαζί με τους άλλους, διότι είχε τραυματιστεί, και γύρισε 6 μήνες αργότερα, γιατί είχε αιχμαλωτιστεί από τους Γερμανούς, και γύρισε ποδαρόδρομο από την Αλβανία κάτω. Η μητέρα μου τον θεωρούσε ότι είχε σκοτωθεί. Και ξαφνικά εμφανίζεται ένας άνθρωπος στην πόρτα, εις απαίσιαν εμφάνισιν, με γένια, μαλλιά, κουρελής, σχεδόν ξυπόλυτος, τρομακτική όψις. Εγώ δεν κατάλαβα ότι είναι ο πατέρας μου. Η μητέρα μου τον κατάλαβε, μας απομάκρυνε, γιατί ήταν γεμάτος ψείρα, πλύθηκε, κάψαμε τα ρούχα του όλα, γιατί ήταν γεμάτα ψείρες. Και η σκηνή που θυμάμαι είναι που βγήκε στο μπαλκόνι που τότε φαινόταν η Ακρόπολις και, όταν είδε τη γερμανική και την ιταλική σημαία, τον πιάσανε κλάματα με λυγμούς. Βέβαια δεν πολυκατάλαβα τότε γιατί, αλλά αργότερα το κατάλαβα. Μετά ήρθε η Κατοχή ο [00:05:00]πατέρας ήτανε, δούλευε σε νοσοκομείο, αλλά ήτανε και σπίτι και ερχότανε σπίτι, οπότε ήταν, και επειδή το σπίτι ήταν μεγάλο και σχεδόν δεν υπήρχε και ο πατέρας μου –τις περισσότερες φορές έμενε στο νοσοκομείο, γιατί έπρεπε να πάει με τα πόδια, ήταν στο Σωτηρία τότε, ήταν πνευμονολόγος– είχανε για κάποια περίοδο επιτάξει ένα δωμάτιο και έμενε ένας Γερμανός αξιωματικός. Ο Γερμανός ο αξιωματικός, ήταν ταγματάρχης πρέπει να ήταν – αυτά βέβαια μου τα λέγανε και μετά, δεν καταλάβαινα τι θα πει ταγματάρχης. Και ακούγανε με τον πατέρα μου, ο οποίος ήξερε γερμανικά λόγω σπουδών, πώς το λένε, BBC, είχαμε ένα ραδιόφωνο που δεν το είχαν σφραγίσει και ακούγανε BBC. Και, θυμάμαι, πρέπει να ήταν το '43, έλεγε ο πατέρας μου ότι ο Γερμανός λέει, ότι: «Φαίνεται ότι χάνουμε τον πόλεμο από ό,τι ακούω. Ο Χίτλερ λέει ότι έχουμε μυστικά όπλα, εγώ δεν το πιστεύω –γιατί δεν ήταν χιτλερικός αυτός, ήταν επίστρατος, καθηγητής πανεπιστημίου και μεγάλος, πρέπει να ήταν σαραντάρης και– αλλά ο Χίτλερ είναι διάολος, ξέρω 'γω; Μπορεί να έχει μυστικά όπλα και να ανατρέψει το πόλεμο». Μετά έφυγε ο άνθρωπος αυτός, τελείωνε ο πόλεμος. Μία άλλη σκηνή που θυμάμαι είναι που είδα ένα περιοδικό προπαγανδιστικό, στα ελληνικά αλλά γερμανικό, μια μεγάλη εικόνα ολοσέλιδη που είχε έναν φαντάρο Γερμανό να πολεμάει να περάσει κάτω από τα συρματοπλέγματα τραβώντας τα με το όπλο του και κάτι σκοτωμένους γύρω γύρω, κάτι εκρήξεις στο βάθος και έκανα την εξής σκέψη, που τη θυμάμαι λες και είναι χτες, δηλαδή: «Άμα μεγαλώσω, θα πάθω τέτοια πράγματα και εγώ; Δεν θέλω να μεγαλώσω, τελεία. Εδώ θέλω να μείνω, σε αυτή την ηλικία», άλλη σκέψη. Όταν με όλα τα προβλήματα της Κατοχής, θυμάμαι ακόμα τη φωνή «πεινάω» που ηχούσε όλο το βράδυ, και το πρωί τους μάζευε το καροτσάκι πεθαμένους από τον δρόμο. Το πρωί δηλαδή στην οδό Αχαρνών ήταν ένα σωρό πτώματα ανθρώπων που είχαν πεθάνει από την πείνα στα πεζοδρόμια.

Δ.Μ.:

Ήταν συνηθισμένη εικόνα αυτή, ε;

Δ.Δ.:

Ναι, πολύ συνηθισμένη. Θυμάμαι άλλη εικόνα, έναν Γερμανό, που εγώ μικρός ήμουνα κατάξανθος ηλικία 12 χρονών, τελείως ξανθός. Και με σταμάτησε ένας Γερμανός και μου έδινε μία σοκολάτα. Εγώ δεν είχα ξαναδεί σοκολάτα, ήθελα να την πάρω, αλλά είχα και την εντολή να μην παίρνω τίποτα από ξένους και δεν ήθελα. Οπότε τον βλέπω και βγάζει από το πορτοφόλι μία φωτογραφία και μου δείχνει ένα παιδάκι, κατάλαβα ότι... και μου δείχνει την εικόνα και εμένα, και κατάλαβα ότι του θύμισα το παιδί του, γιατί ήμουνα και εγώ αρία φυλή. Και την πήρα τότε τη σοκολάτα και πρώτη φορά έφαγα σοκολάτα. Άλλο που θυμάμαι τότε από την Κατοχή ήταν μία φορά είμαστε στην Ομόνοια, με τα πόδια βέβαια, ήθελε κάτι να ψωνίσει η μητέρα μου, και κάπου, σε ένα μπλοκάρισμα αυτοκινήτων δίπλα, βρεθήκαμε δίπλα σε ένα καμιόνι το οποίον είχε ανθρώπους, φρουρούμενο. Ερμηνείες εδόθησαν μετά. Και ένας από κει έσκυψε και λέει στη μητέρα μου: «Σας παρακαλώ, κυρία, μπορείτε να δώσετε αυτό το πράγμα και το δαχτυλίδι μου –έβγαλε το δαχτυλίδι από το χέρι του– στη γυναίκα μου;» Το πήρε η μητέρα μου, και μάλιστα, θυμάμαι, ήταν σε κάποιο προάστιο, Καισαριανή, και πήγαμε με τα πόδια. Ο άνθρωπος πήγαινε για εκτέλεση και έγραψε ένα γράμμα αποχαιρετιστήριο στο σπίτι του. Άλλη σκηνή. Θυμάμαι μετά...

Δ.Μ.:

Και καίγανε τα πτώματα, απ' τις εκτελέσεις μετά;

Δ.Δ.:

Όχι, τους πηγαίναν, ζωντανοί ήταν αυτοί, τους πηγαίναν για εκτέλεση. Και επειδή σταμάτησε, είδε τη μητέρα μου εκεί δίπλα, την είδε μια σοβαρή κυρία, λέει: «Σας παρακαλώ πολύ, αν μπορείτε αυτό το πράγμα δώστε το στην –είχε διεύθυνση απάνω– στη γυναίκα μου και το δαχτυλίδι». Θυμάμαι άλλο αυτοκίνητο πάλι που είδαμε, που τρέχανε αίματα από κάτω και έλεγε ο κόσμος: «Είναι πτώματα εκτελεσθέντων, πάνε τα κάψουνε, να τα θάψουνε».

Δ.Μ.:

Αυτός ο... αυτές οι σκηνές, οι εκτελέσεις, τα πτώματα [00:10:00]εκτελεσθέντων, ήτανε κάτι κοινό, ήτανε κάτι κοινό στη ζωή τότε ή γινόταν από την πλευρά των Γερμανών, με μία σχετική, ας πούμε, μυστικότητα; Ή το κάνανε ανοιχτά για να τρομοκρατούνε και τον πληθυσμό;

Δ.Δ.:

Δεν μπορώ να το κρίνω βέβαια με την ηλικία, αλλά τώρα που το σκέφτομαι, πιστεύω ότι το κάνανε και επίτηδες για τρομοκρατία. Γιατί θυμάμαι μία άλλη σκηνή τώρα, λέγοντας και ομιλώντας έρχονται, που περνώντας από την πλατεία Βικτωρίας μάλλον ή κάποια πιο πέρα, γιατί τότε όλο με τα πόδια κινιόμαστε και η μητέρα μου δεν ήθελε να με αφήνει μόνο, γιατί γινόταν και κάτι ξεσπάσματα μαχών και λοιπά και λοιπά, και δεν με αφήνει στο σπίτι, διότι μπορεί να απομονωνόμαστε, και με τράβαγε μαζί, όταν πήγαινε να ψωνίσει, πήγαινε να δει κάποιο συγγενή, κάποιον άρρωστο και λοιπά. Ήταν κρεμασμένοι και λέγανε ότι αυτοί είναι οι μαυραγορίτες που πούλαγαν στη μαύρη αγορά και ήταν, θυμάμαι και εγώ που έβλεπα κρεμασμένα πτώματα από σχοινιά, από κάτι... από κάποιο ικρίωμα. Αυτά ήταν συνήθεις εικόνες. Μετά, προς το τέλος της Κατοχής, η γειτονιά της Αχαρνών βομβαρδίστηκε, αυτό δεν τον λένε πολύ πολύ. Και μάλιστα είναι και ένα μυστήριο τι έγινε ακριβώς.

Δ.Μ.:

Από τους συμμάχους;

Δ.Δ.:

Η γνώμη ήταν ότι ήταν γερμανικό. Έπεσε, σηκώθηκε τη νύχτα, θα ήταν 11:00-12:00 η ώρα, ένα αεροπλάνο, ακούσαμε τη νύχτα και πεταχτήκαμε απάνω μια αλυσίδα βομβών, η οποία, αν ξέρετε την περιοχή, ξεκίναγε από τον σταθμό της Power, που λέμε, εκεί που τώρα το, ο σταθμός του τρένου, ήταν τα λεωφορεία της... τα κίτρινα λεωφορεία. Η πρώτη βόμβα, μια-δυο πέσανε εκεί, σάρωσαν την Αγορακρίτου, ανέβηκαν απάνω την... Φερών λεγότανε, και φτάνουμε πάνω μέχρι 3ης Σεπτεμβρίου. Δηλαδή πέσανε καμιά δεκαριά βόμβες και σκοτώθηκαν γύρω στα 15 άτομα και γκρεμίσανε και ένας αριθμός σπιτιών, γιατί την άλλη μέρα πηγαίναμε να τα δούμε. Τώρα, οι φήμες που υπάρχουν λένε ότι ή έγινε από τους Γερμανούς επίτηδες, διότι είχαν κλέψει οι αντάρτες, γιατί είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν αντάρτες, ήταν προς το καλοκαίρι του '44, κλέψανε τα λεωφορεία, τα οποία τα 'χαν οι Γερμανοί για να τα χρησιμοποιήσουν για την οπισθοχώρησή τους προς βορράν, τα κλέψανε αυτοί, τα πήραν από κει και δεν τα βρήκαν και για αυτό βομβάρδισαν την περιοχή. Υπάρχει άλλη άποψις, ότι ήτανε ένα γερμανικό που πήγαινε να προσγειωθεί χτυπημένο, και ήθελε να ξεφορτωθεί τις βόμβες να μην τις έχει προσγειωνόμενο. Άλλοι λένε ότι μπορεί να ήταν και αγγλικό. Δεν έχει διευκρινιστεί, τουλάχιστον δεν κατάφερα ποτέ να βρω άκρη τι είχε γίνει. Επίσης, στη γειτονιά ξεσπούσαν μάχες, μιλάμε απ' το καλοκαίρι του '44, δηλαδή αρκετούς μήνες προ της απελευθερώσεως, διότι μένανε κυρίως εκεί στην Φυλής, στην Πιπίνου και στην Αγίου Μελετίου μένανε, από ό,τι κατάλαβα μετά, άνθρωποι που είχαν βοηθήσει τους Γερμανούς, είχαν ενόπλους και αυτοί, και ξεσπάγανε ξαφνικά μάχες. Θυμάμαι, πηγαίναμε κάπου να ψωνίσουμε εκεί στη γειτονιά και στη Φυλής, Φυλής και Κοδριγκτώνος ξεσπάει μάχη. Πέσαμε κάτω και συρόμενοι μπήκαμε σε μία ταβέρνα που υπήρχε και μείναμε στην ταβέρνα αυτήν από τις 09:00 το πρωί μέχρι τις 11:00 το βράδυ, μπρούμυτα κάτω στο πάτωμα της ταβέρνας. Κάτι τέτοια ήταν συνήθη.

Δ.Μ.:

Οι μάχες αυτές ήταν μεταξύ ανθρώπων που είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς, και με αντάρτες;

Δ.Δ.:

Ακριβώς. Θυμάμαι εκεί που ήταν ο κινηματογράφος Καπιτόλ, στην Αγίου Μελετίου, που είχαμε πάει –θερινός κινηματογράφος– είχαμε πάει να δούμε ένα έργο, με είχαν κουβαλήσει και εμένα, ο πατέρας μου, η μητέρα μου και εγώ, και εκεί από πίσω έμενε κάποιος φαίνεται και αρχίζει η ανταλλαγή πυρών. Και πέσαμε κάτω στον κινηματογράφο και σούρνοντας βγήκαμε έξω να φύγουμε. Αυτά ήταν πολύ συνηθισμένα τότε. Θυμάμαι την... Α, ένα βράδυ βγήκε μία φήμη ότι θα βομβαρδιστεί η Αθήνα και τα μαζέψαμε όλοι, πήραμε ό,τι πολύτιμο υπήρχε στο σπίτι και ανεβήκαμε στα Τουρκοβούνια, τότε Τουρκοβούνια, και τη βγάλαμε όλη τη νύχτα, κοιτάζαμε να δούμε τον βομβαρδισμό [00:15:00]των Αθηνών. Eυτυχώς δεν έγινε τίποτα, αλλά τη βγάλαμε όλη τη νύχτα και περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει στην... Μετά γίνεται η απελευθέρωσις, πανηγύρια. Με είχε πάει η μητέρα μου σε μία ανιψιά της που είχανε διαμέρισμα στη Σταδίου και θα βλέπαμε, και παρελαύναν διάφοροι, φασαρία κακό. Με πήρε η ξαδέρφη εκεί πέρα που ήτανε τότε 18 χρονών, εγώ πιτσιρίκος, πόσος θα ήμουν τότε, 7 χρόνων, να πάμε να δούμε τα, τι παρελαύναν, Ε.Α.Μ., Ε.Λ.ΑΣ., Ε.Δ.Ε.Σ. και τα λοιπά, αλλά ξεσπάν ταραχές, αρχίζουν να πέφτουν κάτι πιστολιές, κάτι ξυλοδαρμοί. Γίνεται ένας πανικός χάνω την ξαδέρφη, έψαχνα να βρω το σπίτι τους πού είναι, και εμφανίζομαι μετά 2-3 ώρες με ένα παπούτσι, με σκισμένο το μπουφάν που φόραγα. Με είχανε χαμένο, λέγαν, με ποδοπάτησαν, τι έγινε. Δεν μπορούσες τότε να κινηθείς. Και μετά πάμε προς τα... δεν νομίζω να θυμάμαι τίποτα άλλο, τα Δεκεμβριανά. Εκεί που έμενα, έμενα στη γωνία Αμορίου και Αχαρνών, στον επόμενο δρόμο, στη Μαυρογένους, από τη μία πλευρά υπήρχε το 8ο Αστυνομικό Τμήμα και από την άλλη υπήρχε η σχολή Κρίκου, η οποία ήτανε επιταγμένη από προπολεμικά, είχε καταφύγια στο υπόγειο, και ήταν κάποια στρατιωτική υπηρεσία, δεν θυμάμαι. Στην Κατοχή είχαν εγκατασταθεί οι Γερμανοί, είχαν κάποια επιτελική τους μονάδα εκεί, και, θυμάμαι, τις πρωτοχρονιές ακούγαμε πυροβολισμούς και λοιπά που 'μπαίνε ο καινούργιος χρόνος. Αυτό μετά, με την απελευθέρωση, έγινε κάτι της χωροφυλακής. Υπήρχε αρκετά, είναι μεγάλος αριθμός χωροφυλάκων, καμία τετρακοσαριά, που στρατωνίζονταν εκεί. Δεν ξέρω τι μονάδα ήταν, δεν καταλαβαίνω. Λοιπόν, εγώ ήμουνα στον δρόμο στην Αχαρνών και έπαιζα με κάτι άλλα παιδάκια εκεί, στο πεζοδρόμιό μας. Απέναντι ήταν ένας με εκείνα τα καρότσια, κάτι πλατιά καρότσια τρίροδα, που απλώναν απάνω πραμάτεια, πούλαγε κάτι φρούτα, λαχανικά, ξέρω 'γω, κάτι τέτοιο. Και ήταν διάφοροι, οι οποίοι υποτίθεται ότι ψώνιζαν. Έρχεται ένας με ένα χωνί, και γύρω του μαζεύονται κόσμος, και ο οποίος έβριζε την τότε κυβέρνηση Παπανδρέου: «Παπανδρέα παπατζή, χίτης ήσουνα και εσύ» και τώρα προδότη το ένα, τ' άλλο, τ' άλλο. Οπότε έρχονται δύο αστυφύλακες και τους λένε: «Διαλυθείτε». Δεν διαλυόταν και πυροβολούν στον αέρα – αυτά τα έβλεπα. Μόλις πέφτουν οι πυροβολισμοί, ανατρέπεται το καρότσι και βγαίνουν από κάτω πολυβόλα, αυτόματα και λοιπά, αυτοί γύρω από τον αυτόν που μίλαγε στο χωνί, τραβάνε και αυτοί όπλα. Καλά, αυτοί καθαρίστηκαν επιτόπου – αυτά τα είδα, ωπ, τρύπωσα σπίτι. Από το πρωί, ήταν 10:00 η ώρα, μέχρι τα μεσάνυχτα γινόταν η μάχη, με αποτέλεσμα να είμαστε κάτω στο πάτωμα, διότι μάζεψα την άλλη μέρα το πρωί 30 σφαίρες από το σπίτι, πέρναγαν από τα παράθυρα και λοιπά και είμαστε κάτω στο πάτωμα. Απάνω στην ταράτσα ακούγαμε κάτι σαν σεισμό, ήτανε κάτι από το παραπάνω που ήταν πιο ψηλό, ήταν τριώροφο, πέταγαν τη χειροβομβίδα για τον δρόμο και μερικές σκάγαν στην ταράτσα και κουνιόταν όλο το σπίτι. Εν πάση περιπτώσει, πέρασε η νύχτα έτσι, το πρωί υπήρχε ησυχία, βλέπουμε τους χωροφύλακες, μια μεγάλη ομάδα. Καταρχάς, στην πόρτα κάτω όπως βγήκαμε ήταν τρεις σκοτωμένοι χωροφύλακες, έπρεπε να πηδήξουμε από πάνω να βγούμε. Και είδα, είδα απέξω είχαν μαζέψει καμιά 200 χωροφύλακες, οι οποίοι ήτανε μισοντυμένοι, τους είχανε πάρει αρβύλες, καπέλα και λοιπά, και τους είχανε με φρουρούς του Ε.Λ.Α.Σ. και τους πήγαιναν προς το τέρμα Αχαρνών. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκαν δύο τανκς εγγλέζικα, λέμε: «Να δούμε τι θα γίνει». Οι Εγγλέζοι περάσανε, δεν σταμάτησαν, δεν ενοχλήθηκαν από όλα. Αυτή ήταν η πρώτη μέρα του κινήματος, πρέπει να ήτανε μετά από τα επεισόδια που γίνανε στο Σύνταγμα και σκοτώθηκαν από ελεύθερους σκοπευτές ορισμένοι. Όλα τα Δεκεμβριανά είχαμε μάχες εκεί πέρα. Θυμάμαι μια φορά στη γωνία Χέυδεν και Αχαρνών, προς το τέλος των Δεκεμβριανών, ήταν ένας Άγγλος με ένα πολυβόλο και θέριζε την Αχαρνών. Και, θυμάμαι, εμείς τα παιδιά, όταν πέφταν οι σφαίρες, ορμάγαμε μπουσουλώντας να μαζέψουμε κάλυκες, [00:20:00]σφαίρες και λοιπά, είχαμε αποθρασυνθεί. Το βράδυ ακούγαμε ένα αυτοκίνητο που μάζευε ομήρους, κάθε τόσο έπεφταν όλμοι από κάπου προς τα εκεί, εκεί ήταν ανταρτοκρατούμενη περιοχή και φαίνεται ότι χτύπαγαν από τον Λυκαβηττό, δεν ξέρω από πού. Και θυμάμαι μία σκηνή στην Αμορίου στη γωνία, καθόμαστε στα σκαλάκια, μες στα σκαλάκια του σπιτιού μας, με ένα άλλο γειτονάκι και παίζαμε, και από την απέναντι μεριά του δρόμου ερχότανε μία, ένα κοριτσάκι 15 χρονών που κράταγε μία λαμαρίνα με κάτι από το φούρνο που ήταν απέναντι. Εκεί που καθόμαστε, γίνεται μία λάμψη, εμείς, μας πέταξε κακήν κακώς, δεν βλέπαμε και λοιπά. Και όταν συνήλθαμε καταλάβαμε ότι είχε σκάσει ένας όλμος εκεί απέναντι. Λέμε, το κορίτσι που ήταν εκεί τι έγινε; Από το κορίτσι υπήρχε το περίγραμμά του ματωμένο στον τοίχο, τίποτα, είχε εξαϋλωθεί, μία αιμάτινη, σχήμα του σώματός της στον τοίχο. Τέλος πάντων, από τέτοια, από σκοτωμένους στον δρόμο, από αγριότητες κλπ. ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο και τελείωσε. Θυμάμαι μία άλλη σκηνή και τελειώνω με τα Δεκεμβριανά, μετά, που είχε καταλήξει, στον κινηματογράφο Άρης, που ήταν Αχαρνών, λίγο πριν την Αγίου Μελετίου, μαζεύανε τους... του Ε.Λ.Α.Σ. τους αιχμαλώτους και κουβαλάγανε, θυμάμαι, ένα άγημα γυναικών, που ήταν κουρεμένες, αυτό μου είχε κάνει εντύπωση, τις είχαν κουρέψει και τις πηγαίνανε για κράτηση εκεί. Και μία μέρα έξω από τον κινηματογράφο –τώρα, αυτός που είναι Κοδριγκτώνος απάνω, δεν θυμάμαι πώς τον λένε τώρα, υπάρχει ακόμα ο κινηματογράφος αυτός– πήγαινε, τότε είχε γίνει η Βάρκιζα, η συμφωνία της Βάρκιζας και είχανε βγει διάφοροι, Ε.Λ.Α.Σ., Ε.Α.Μ. και λοιπά. Και πήγαινα με τη μάνα μου, κάπου πηγαίναμε, μάλλον συγγενείς να δούμε, γιατί εκεί μένανε, και δίπλα μας πήγαινε ένας, ο οποίος φόραγε το κόκκινο μαντίλι, τον μπερέ, δεν πρέπει να είχε όπλο. Εκείνη την ώρα από απέναντι ερχόταν, από την ίδια... πεζοδρόμιο αλλά αντίθετα, ερχότανε τρεις κοπέλες μαυροντυμένες με μαύρα μαντίλια. Και ξαφνικά βλέπουν αυτόν και λένε: «Σκότωσε τον αδερφό μας». Του ορμάνε και μπροστά στα μάτια μας εκεί σχεδόν τον κομματιάσανε. Του είχανε βγάλει το ένα μάτι, κρεμόταν, με το δάχτυλο, του είχαν σκίσει το μάγουλο με τα χέρια, τον δαγκώνανε, ώσπου να τον σώσει ο κόσμος και λοιπά και είχε γίνει αιμάτινη μάζα. Τέτοια πράγματα ήταν της παιδικής ηλικίας.

Δ.Μ.:

Μετά, όταν ξεκίνησε ο Εμφύλιος, εσείς ήσασταν στην Αθήνα ακόμα;

Δ.Δ.:

Εκεί μείναμε, ναι.

Δ.Μ.:

Πώς ήταν η εικόνα της Αθήνας τότε, επί Εμφυλίου;

Δ.Δ.:

Δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε, γιατί κάθε τόσο κάτι ξέσπαγε. Θυμάμαι μάλιστα είχαν έρθει την, το πρωί εκείνο που ξέσπασαν στην περιοχή μας το κίνημα, είχαν έρθει δύο φίλες της που μένανε σε κάποιο προάστιο. Ε, αυτές μας μείναν εκεί όλο τον μήνα, δεν μπορούσαν να φύγουν οι γυναίκες. Και είχαμε πρόβλημα διατροφής. Ευτυχώς είχαμε βρεθεί με ένα τσουβάλι μπιζέλια, μου φαίνεται, και πρέπει να το είχαμε πάρει από ένα σχολείο, το μετέπειτα 8o, που ήταν αγγλική μονάδα και, όταν έφυγαν οι Άγγλοι, το... πέσαμε όλη η γειτονιά και εμείς βρεθήκαμε με ένα τσουβάλι μπιζέλια και κάτι σόλες από αρβύλες. Οι σόλες από τις αρβύλες και τα τακούνια ήτανε νόμισμα, που μας βοήθησαν στην κατοχική, δίναμε αυτά σε κάποιον τσαγκάρη και αυτός μας έβρισκε ορισμένα τρόφιμα. Γενικά υπήρχε πρόβλημα τροφίμων.

Δ.Μ.:

Και αποκλείονταν από ό,τι καταλαβαίνω, λόγω επεισοδίων ή γεγονότων, αποκλείονταν και περιοχές της πόλης.

Δ.Δ.:

Όχι, εκεί ήμαστε στην περιοχή που υπήρχε ο Ε.Λ.Α.Σ. και δεν υπήρχε επικοινωνία με την υπόλοιπη Ελλάδα. Και υπήρχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων, όπως βέβαια και στην Κατοχή. Στην Κατοχή... να σου πω και ένα άλλο επεισόδιο που θυμήθηκα στην Κατοχή. Στην Κατοχή, επειδή ο πατέρας μου ήταν στο νοσοκομείο ως γιατρός και δεν τον πολυβλέπαμε, αυτός κάτι έπαιρνε, του δίνανε κάτι να τρώνε εκεί πέρα, εμείς δεν είχαμε τίποτα, διότι ο μισθός [00:25:00]που έπαιρνε ο πατέρας μου και ώσπου να μας δώσεις τίποτα, ήταν για σαΐτες τα λεφτά, η μητέρα μου είχε κάτι ενοίκια, κανείς δεν πλήρωνε ενοίκιο, κάτι λεφτά που υπήρχαν στην τράπεζα γίνανε χαρτιά, κάτι λεφτά που υπήρχαν στα... ακόμη τα 'χω και γιατί έπαιζα μικρός, υπάρχουν, και είχαμε μείνει τελείως. Και επειδή στη Λακωνία υπήρχε κάποια κτήματα του πατέρα μου, σηκωθήκαμε και φύγαμε και πήγαμε στο χωριό μάλιστα, όχι στην πόλη, γιατί είχαμε σπίτι και στην πόλη και πήγαμε στο χωριό. Και αναγκάστηκε η μητέρα μου με τα πιάνα και τα δοκτορά της και τις Γαλλίας της να καλλιεργεί κήπο, για να έχουμε φασολάκια, μελιτζάνες, ελιές, υπήρχαν ευτυχώς. Το χωριό ήταν υπό την επίβλεψη των Ιταλών, δεν υπήρχαν μόνιμοι, κατοχικές δυνάμεις. Και τώρα θυμήθηκα μία άλλη εικόνα. Εκεί στο χωριό κρύβανε Νεοζηλανδούς, ήταν κάποιο σώμα Νεοζηλανδών, που οπισθοχωρώντας δεν πρόλαβαν να τους παραλάβουν και έμειναν στη Λακωνία. Και στο χωριό θα ήταν καμιά εικοσαριά δηλαδή, κρυμμένοι. Εμείς στο δικό μας σπίτι είχαμε τρεις, οι οποίοι φοράνε τη στολή τους, διότι αν δεν φοράγανε στολή, θα τους έπιαναν, ήταν κατάσκοποι, αλλιώς θα ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Οι οποίοι την ημέρα μένανε σε μία γράνα σε μία... μέσα σε κάτι βάτα, κρυμμένοι, και τη νύχτα ερχόντανε και κοιμόνταν στο σπίτι, στην αποθήκη. Και είχαμε να τους ταΐζουμε και αυτούς μέσα στο όλο χάλι. Οι Ιταλοί, υπαγόμαστε σε ένα μεγαλύτερο χωριό, που υπήρχε ένας Ιταλός αξιωματικός και ερχόταν μία φορά τη βδομάδα περίπου με τρεις-τέσσερις Ιταλούς. Αυτός ήταν μάλιστα και, δεν ήταν κανονικός, ήταν από αυτούς τους μελανοχίτωνες, δηλαδή κομματικός αξιωματικός, ο οποίος ήξερε γαλλικά και, επειδή η μάνα μου έχει σπουδάσει στη Γαλλία, είχε γίνει η διερμηνεύς του χωριού με τους Ιταλούς. Χάρη στη μάνα μου, τον καλοπιάνανε, του 'λεγε η μάνα μου ότι έχει πάει στην Ιταλία, μιλάγανε για Ιταλία, και ξέχναγε ο Ιταλός να κάνει έρευνα, μιλάγανε για την Ιταλία και «τι ωραίο αυτό» και για την όπερα, ήταν καλλιεργημένος άνθρωπος. Ε, στο τέλος του δίνανε καμιά χελώνα, κάνα λαγό, λάδι, ελιές και λοιπά και δεν γινόταν και πολύ σόι έρευνα. Μια μέρα, εκεί που είμαστε στη σάλα, που λένε, και καθόμαστε και οι Νεοζηλανδοί, ήταν απόγευμα, μας ειδοποιούν: «Κρύφτε τους Νεοζηλανδούς, έρχονται Γερμανοί τώρα». Τους λέμε: «Δρόμο!» Σε λίγο ακούμε βήματα και έρχεται πρώτος ο Ιταλός και μπαίνει μέσα. Ακούγαμε να γρυλίζουν οι Γερμανοί στο απέναντι σπίτι. Μπαίνει ο Ιταλός μέσα, κοιτάζει το τραπέζι, υπήρχε ένα πηλήκιο Αυστραλού, Νεοζηλανδού αξιωματικού, το είχε ξεχάσει ο βλάκας. Το παίρνει, μας λέει: «Τι είναι αυτό;» Κόκκαλο όλοι, νέκρα, ασπρίσαμε γιατί αυτό σημαίνει εκτέλεση εκεί, επιτόπου. Εκεί που μας κοίταζε «τι είναι αυτό;» και «τι είναι αυτό;», ακούμε τα γρυλίσματα των Γερμανών που ανεβαίνουν στη δικιά μας σκάλα. Τι κάνει ο Ιταλός; Παίρνει το πηλήκιο και το βάζει μέσα στο παλτό του. Μπαίνουν οι Γερμανοί, τους λέει: «Έχω ψάξει εδώ, δεν υπάρχει τίποτα». Φεύγουν οι Γερμανοί. Όταν φύγανε, βγάζει το πηλήκιο, μας το πετάει στα πόδια και λέει γαλλικά στη μάνα μου: «Vous êtes idiots?» και φεύγει. Και τη γλιτώσαμε. Μετά τον πόλεμο θυμάμαι που ήρθαν από την νεοζηλανδική πρεσβεία στο σπίτι και έφεραν ένα παράσημο στη μάνα μου και πρόσκληση αν θέλει να πάει μετανάστης με την οικογένειά της στην... Πάρα πολλοί από το χωριό πήγανε ή στον Καναδά, ή στη Νέα Ζηλανδία, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, επειδή είχαν περιθάλψει πρόσφυγες. Τελειώσαμε και με τα Δεκεμβριανά, πάμε στον Εμφύλιο. Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, η Αθήνα δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα, μαθαίναμε τα γεγονότα και υπήρχε διάφορο ενδιαφέρον. Θυμάμαι, στο μεσοδιάστημα που λέγαμε πριν, μία φορά στο τραμ, ήταν ακόμη οι Γερμανοί αλλά τελειώνανε, που μπήκανε δύο ένοπλοι και κατέβασαν έναν από τους επιβάτες του τραμ και μόλις τον βγάλαν τον εκτέλεσαν και τον βλέπαμε από πάνω. Τέλος πάντων, αυτές ήτανε...

Δ.Μ.:

Αυτοί ήταν Γερμανοί;

Δ.Δ.:

Όχι, Ε.Α.Μ., Ε.Λ.Α.Σ., Ε.Δ.Ε.Σ., ξέρω 'γω; Κάτι τέτοιο.

[00:30:00]

Δ.Μ.:

Αντάρτες. Ωραία, σας ευχαριστώ, δεν έχετε να προσθέσετε τίποτα πάνω σε αυτή την περίοδο...

Δ.Δ.:

Για τον πόλεμο, όχι. Μετά είμαστε στο δημοτικό, στο δημοτικό υπήρχε μεγάλο μπέρδεμα, διότι εγώ πήγα 8 χρονών στο δημοτικό, τα άλλα τα 'χα κάνει κατ' οίκον, διότι με τα Δεκεμβριανά και με αυτά δεν ξεκίνησε η σχολική χρονιά το '44, ξεκίνησε τον Μάρτιο, και κάναμε τρεις μήνες και μετά το καλοκαίρι το υπόλοιπο, και μετά κάναμε μισό χρόνο. Πήγαινα στης Κρίκου αρχικά, μετά λόγω απενταρίας βρέθηκα στο δημόσιο, που λίγο αγρίεψα εκεί, διότι, επειδή υπήρξε η Κατοχή, είχαμε διαφορές ηλικίας. Δηλαδή εγώ ήμουνα σχεδόν κανονικά. Αλλά υπήρχαν άλλοι που ήτανε, εμείς είμαστε ξέρω 'γω 10 χρόνων και άλλοι ήταν 15. Και σε αυτές τις ηλικίες, ο 10 είναι παιδάκι, ο 15 είναι άντρας, και ιδίως με τις συνθήκες αυτές, και υπήρχε μία περίεργη κάπως κατάσταση. Μετά θυμάμαι ότι μερικοί συμμαθητές ερχόταν ξυπόλητοι. Τα παπούτσια ήταν χιλιομπαλωμένα. Μάλιστα, θυμάμαι κάτι παπούτσια που είχα εγώ, που ήταν από λάστιχο αυτοκινήτου, κομμένο, σαν τα γουρουνοτσάρουχα, και δεμένο με σπάγκους, δεν υπήρχαν δέρματα. Μετά, βέβαια, ήθελα να σας πω ότι στην Κατοχή, εν αντιθέσει με τώρα που υπάρχει μία απελπισία στον κόσμο, στην Κατοχή που πέθανε ο κόσμος από την πείνα, που σκοτωνόταν, θυμάμαι –πάλι γυρίζω στην Κατοχή– που άκουσα, που συζητάγανε οι μεγάλοι μία διαταγή που είχανε βγάλει οι Γερμανοί, ότι αν βρεθεί σκοτωμένος Γερμανός σε μία περιοχή, από την περιοχή αυτή βουτάνε 50 και τους εκτελούν επιτόπου. Και είχα πάθει πανικό. Λέω: «Δηλαδή τι θα γίνεται; Άμα πετάξουν ένα σκοτωμένο εδώ απέξω απ' την πόρτα; Πάμε;» Και θυμάμαι τον πανικό αυτόν. Υπήρχε αυτή η διαφοροποίησις, ας πούμε, ήρθαν μαθητές, οι οποίοι ήταν άντρες και μαθητές που ήμασταν παιδάκια. Στο γυμνάσιο είχαν στρώσει τα πράγματα, διότι δεν πήγαν και όλοι στο γυμνάσιο και είχαμε αρχίσει να είμαστε πιο στρωτοί, αρχίσαμε... Δεν είχαμε βιβλία, βέβαια και στο γυμνάσιο δεν ήταν εύκολο να αγοράσουμε τα βιβλία. Εγώ, θυμάμαι, αγόραζα τα βιβλία μου από τους προηγούμενους μαθητές ή από την οδό Σίνα, που ήτανε παλαιοπωλεία, που πουλάνε ακριβώς μεταχειρισμένα σχολικά βιβλία. Μολύβι δεν είχαμε, γράφαμε με πένες, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο BIC, ήτανε Parker μεγάλης αξίας.

Δ.Μ.:

Ωραία, ας σταματήσουμε αυτή τη συνέντευξη εδώ και συνεχίζουμε στο δεύτερο θέμα μας...

Δ.Δ.:

Μετά μένει, στο Πολυτεχνείο ήταν οι δύσκολες, πάρα πολύ δύσκολες εισαγωγικές. Εγώ, ας πούμε, ήμουνα πάρα πολύ καλός στη γεωμετρία, γεωμετρία, έπαιζα με τη γεωμετρία. Τριγωνομετρία δεν τη συμπαθούσα, στην άλγεβρα ήμουνα καλός αλλά όχι top, γεωμετρία ήμουνα άπιαστος. Το Πολυτεχνείο τότε είχε το ότι έπρεπε να πάρεις 36 μονάδες σε έξι μαθήματα σύνολο. Αλλά στα τρία μαθηματικά έπρεπε τουλάχιστον 15, δηλαδή είχες το όριο 15 άλγεβρα, γεωμετρία, τριγωνομετρία, και όλα μαζί έκθεση, χημεία, φυσική, τα έξι μαθήματα 36. Εγώ ποντάριζα στη γεωμετρία. Έκθεση δεν είχα πρόβλημα, γιατί έγραφα πάντα όλες μου οι εκθέσεις έχουν μείνει στο γυμνάσιο. Πάντοτε η έκθεσή μου διαβαζόταν και έκανε και ντόρο, γιατί ήμουνα και λίγο ανατρεπτικών στοιχείων και είχαμε ολόκληρη ιστορία μετά, με κάθε έκθεση. Λοιπόν, πάω γράφω την έκθεση. Υπήρχε πανικός βέβαια τότε, έδινες εξετάσεις, όταν ήξερες πόσο είναι το ποσοστό σε αυτούς που δίνανε, ο κόσμος ήταν πανικόβλητος. Δίνω, γράφω έκθεση, κατάλαβα, εγώ είχα πάντοτε συναίσθηση τι γράφω και τι θα πάρω, κατάλαβα ότι θα πήρα ή 9 ή 10. Πάω στην άλγεβρα, έγραψα, κατάλαβα γύρω στο 5. Λέω, εντάξει, θα πάρω κανένα 7-8 στη γεωμετρία και κάνα 3-4 στην τριγωνομετρία, τη βγάλαμε. Πάω στη γεωμετρία και παθαίνω έναν πανικό, επειδή εδώ τώρα παίζεται το παιχνίδι, εδώ, εκεί ήταν το κανόνι μου, και τα καταφέρνω να μη γράψω τίποτα. Από [00:35:00]τον πανικό έπιανα το ένα, άφηνα το άλλο, εκνευρίστηκα και λοιπά και δίνω λευκή κόλλα ουσιαστικά. Βγαίνω έξω και λέω: «Πάει, την πατήσαμε, τελείωσε το θέμα.». Και μάλιστα το απόγευμα ούτε διάβασα για την άλλη μέρα, ούτε ετοιμάστηκα, λέω: «Δεν πάω να δώσω, τι να παιδεύομαι». Πήγα κινηματογράφο. Αλλά το πρωί ξύπνησα νωρίς και λέω, δεν πάω να δω τι γίνεται, ούτως ή άλλως; Και πάω άνετος και ωραίος, μας δίνουνε την τριγωνομετρία, κοιτάζω τα θέματα, τα τρία πρώτα μού φάνηκαν παιχνιδάκια, τα λύνω. Το τέταρτο ήταν πιο δύσκολο και λέω: «Άι στο διάολο, ζορίζομαι τώρα». Και πάω να τη δώσω, αλλά όπως πήγαινα να τη δώσω, το σκέφτηκα, θυμήθηκα, κατάλαβα τι γίνεται, γυρίζω το γράφω και αυτό, τα δίνω. Ε, λέω: «Τώρα δεν με σώζει αυτό». Βγαίνω έξω, μου λένε κάτι φίλοι εκεί: «Τι βρήκες εφαπτομένη του τάδε και ημίτονο;» Λέω: «Τι είναι αυτά;» Και συνειδητοποιώ ότι έλυσα την τριγωνομετρία με γεωμετρία, ε, λέω, άλλο μηδέν θα μαζέψουμε και από δω. Εντάξει, φυσική, χημεία πήγα και έγραψα. Και βγαίνει μετά γεωμετρία 10. Διότι η γεωμετρία βέβαια είναι το δύσκολο, είναι σαν να παλεύεις με το άλογο και το άλλο να είναι το αυτοκίνητο το υπερσύγχρονο. Η γεωμετρία είναι δύσκολη. Απλώς η τριγωνομετρία είναι η απλούστευση της γεωμετρίας. Εγώ το πήγα με το δύσκολο και περιέργως ο καθηγητής το εξετίμησε αυτό και μου έβαλε 10. Κι έτσι μπήκα.

Δ.Μ.:

Σταματάμε εδώ και κάνουμε μετά καινούρια. Λοιπόν, ευχαριστώ.