© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Μαρτυρία από την Φωτιά στο Μάτι

Κωδικός Ιστορίας
9828
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευφημία Σεκερίδη (Ε.Σ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/11/2019
Ερευνητής/τρια
Δανάη Χαραλαμπίδη (Δ.Χ.)
Δ.Χ.:

[00:00:00] Από πού κατάγεσαι και πώς ονομάζεσαι θέλω αρχικά.

Ε.Σ.:

Ονομάζομαι Φαίη και είμαι από την Αθήνα.

Δ.Χ.:

Και ζεις μόνιμα στην Αθήνα από πάντα;

Ε.Σ.:

Ναι, ναι, έχω γεννηθεί στην Νέα Σμύρνη, ζω εδώ όλα μου τα χρόνια αυτά.

Δ.Χ.:

Έχεις σπουδάσει κάτι;

Ε.Σ.:

Έχω τελειώσει διακόσμηση και μακιγιάζ και ασχολούμαι τώρα με αυτό.

Δ.Χ.:

Και τι θα μου πεις σήμερα;

Ε.Σ.:

Θα πω την ιστορία το πώς την έζησα εγώ και η οικογένειά μου στο Μάτι.

Δ.Χ.:

Ωραία, πάμε.

Ε.Σ.:

Ωραία λοιπόν, φάνταζαν οι καλύτερες διακοπές της ζωής μας. Είχε βγει ο άντρας μου 2 μέρες πιο πριν σε άδεια, επίσημα στις 23 ξεκινούσε, είχαμε πάει εμείς λίγο νωρίτερα, να κάνουμε τις προετοιμασίες στο εξοχικό, είχαμε το μωράκι μας, ότι είχε γεννηθεί, τριών μηνών, οπότε όλα φάνταζαν ιδανικά. Είναι μια οικογενειακή, σαν πολυκατοικία τέλος πάντων, 4 διαμερίσματα, εμείς ήμασταν στο ισόγειο, ακριβώς από πάνω ο αγαπημένος μας θείος, που ζούσε στο εξωτερικό με την γυναίκα του, Έλληνας ζούσε στην Ιταλία, η θεία Ιταλίδα και μαζί ήταν και η μητέρα του, η γιαγιά του άντρα μου, με την γυναίκα που την πρόσεχε και, τέλος πάντων, στα διπλανά διαμερίσματα άλλες δυο οικογένειες θείων, με καλές τυπικές σχέσεις. Ξεκάνει η μέρα ωραία, είχαμε από το πρωί ακούσει για την Κινέττα, είχαμε ακούσει τα πυροσβεστικά που πέρναγαν από μπροστά μας, γιατί είμαστε στο Μάτι πολύ κοντά στην Μαραθώνος, στον παράδρομο της Μαραθώνος, είχαμε λίγο τον νου μας, έχουμε ανθρώπους προς τα εκεί με σπίτια, εξοχικά και τα λοιπά, ήμασταν σε επικοινωνία τι γίνεται πώς είναι, όλα καλά, είχε ο Ηλίας λόγω της δουλειάς μας, γιατί εργάζεται στην τηλεόραση στις ειδήσεις, είχε μια σχετική επικοινωνία...

Δ.Χ.:

Ο Ηλίας, ο άντρας σου;

Ε.Σ.:

Ο άντρας μου, μια επικοινωνία με το κανάλι για να παίρνει πληροφορίες. Όλη μέρα είχαμε μια αναστάτωση τέλος πάντων για αυτό, ήταν κακός ο καιρός, μας ερχόταν η μυρωδιά, μας είχε έρθει αρκετή κάπνα, επειδή είναι απέναντι, παρ' όλα αυτά ήμασταν σε mood ότι κάποια στιγμή, εκείνη τη μέρα, την επόμενη, ξεκινάνε επίσημα οι διακοπές μας. Γύρω στο μεσημέρι από ό,τι θυμάμαι είχε αρχίσει η μυρωδιά να είναι λίγο πιο έντονη, μεσημερο-απόγευμα, και λόγω του μωρού, που ήταν πολύ μωρό, αρχίσαμε λιγάκι να κλείνουμε πόρτες παράθυρα. Το Μάτι είχε ανέκαθεν παρά πολλή δροσιά, όποτε δεν είχαμε πρόβλημα με αυτό, παρ' όλο που ήταν τέλη Ιουλίου. Ανέβηκε κάποια στιγμή ο άντρας μου στο... από εκεί θυμάμαι δηλαδή πιο έντονα να γίνονται τα πράγματα, θυμάμαι [00:03:00]ότι ανέβηκε κάποια στιγμή στην ταράτσα με κάτι κιάλια, για να δει τι γίνεται, είχαμε ακούσει ότι είχε ξεκινήσει από την Καλλιτεχνούπολη η φωτιά, πήγαινε προς την Πεντέλη, αλλά θεωρούσαμε λόγω του καιρού που δεν ήταν ακόμα χάλια, πολύ έντονος ο αέρας και τα λοιπά, ότι είμαστε stand by. Παρ' όλα αυτά όλα τα χρόνια είχαμε μια ιδιαίτερη ασφάλεια, ότι λόγω των στρατιωτικών, της στρατιωτικής βάσης κοντά μας, λόγω της κατασκήνωσης στον Άγιο Αντρέα δίπλα μας, και γενικά επειδή ήταν ένα μέρος που ήταν μέσα στο πράσινο, ότι πάντα υπήρχε ιδιαίτερη προσοχή. Λάθος εκτίμηση, αλλά τέλος πάντων.

Ε.Σ.:

Ανεβαίνει λοιπόν ο Ηλίας με τα κιάλια επάνω κι έβλεπε πίσω από το βουνό, πίσω από τον Βουτσά ίσα ίσα λίγο καπνό. Κατεβαίνει κάτω, μου λέει: «Φαίη, δεν ανησυχώ ακριβώς, αλλά τέλος πάντων ετοίμασε τα πράγματά μας, να φύγουμε να πάμε μια βόλτα και βλέπουμε». Τέλος πάντων, αυτό. Μέχρι εγώ να φτιάξω λίγο την τσάντα του μωρού, να ντύσω το μωρό, μέσα σε λιγότερο από δέκα λεπτά, ήτανε 5' ήταν 7', δεν θυμάμαι, όπως και δεν θυμάμαι ακριβώς τι ώρα ήταν... γιατί ήμουν και στο τηλέφωνο, μίλαγα με μια φίλη μου, με ρώταγε τι γίνεται, χτυπάει η πόρτα πολύ δυνατά, ο θείος του Ηλία, του άντρα μου, ήταν από πάνω. «Φύγετε» λέει «τρέχοντας, έχει πιάσει φωτιά το διπλανό οικόπεδο». Παθαίνουμε ένα σοκ μέχρι να καταλάβουμε, όντως σε δευτερόλεπτα έχουμε πάρει τα κλειδιά από το αυτοκίνητο, τις τσάντες μας, το μωρό πρώτα από όλα, βγαίνω από το σπίτι, κοιτάζω μπροστά όλα καλά, κάνω δεξιά το βλέμμα μου, δεν έβλεπα καν ουρανό, οι φλόγες ήταν... δηλαδή είχε έρθει η φωτιά κατευθείαν σε εμάς. Μπήκα γρήγορα στο αμάξι, φώναζα στον Ηλία να έρθει, ήμασταν με δυο αυτοκίνητα, πήρε ο καθένας το αυτοκίνητό του, χτύπησε και στη θεία του δίπλα, πήραμε, πήρε μαζί ο Ηλίας την θεία του και φύγαμε με τα δυο αυτοκίνητα. Πάω εγώ πρώτα να κατέβω, γιατί είμαστε σε στενό, είναι γωνιακό το οικόπεδο, πάω να κατέβω προς τα κάτω, το μωρό φυσικά το έριξα στο κάθισμά του, δεν πρόλαβα να το δέσω ή τίποτα και, όπως πάω να κατέβω την κατηφόρα, γιατί είχαμε σαν πλάνο να πάμε προς το λιμάνι του Ματιού που θεωρητικά ήταν πιο ασφαλές. Βγήκε μπροστά μου φωτιά, οπότε κάνω αναστροφή επιτόπου, ανεβαίνω πάλι, ο Ηλίας ήταν λίγο πιο πίσω, ο άντρας μου συνεχίζει κι εκείνος, φωνάζουμε εκείνη την ώρα στον θείο να δούμε τι γίνεται με την γιαγιά –να αναφέρω ότι η γιαγιά είναι 90 χρονών με σκλήρυνση κατά πλακάς 40 χρόνια, οπότε είναι σε ένα καροτσάκι, δεν μπορούσε να έχει βοήθεια– και λέει ο θείος να βάλω, λέει, την γιαγιά στο αμάξι και έρχομαι να σας βρω. Τέλος πάντων φεύγουμε, βγαίνουμε ανάποδα στον παράδρομο της Μαραθώνος, όπου είδαμε ένα πυροσβεστικό, δεν έκαναν τίποτα, κοιτάζανε οι άνθρωποι, τι να κάνουν σε όλο αυτό που γινόταν και αρχίζουμε να ξανακατεβαίνουμε προς την, [00:06:00]προς τον παραλιακό δρόμο. Εκεί πια ήταν λίγο αδιέξοδο, γιατί εκεί που λέγαμε να κατευθυνθούμε προς τα εκεί, είχε πάει ήδη η φωτιά, όποτε θεωρήσαμε το πιο λογικό να πάμε προς τα δεξιά, δηλαδή να κινηθούμε προς τη Ραφήνα, με λιγότερη βλάστηση από ό,τι το Μάτι. Κάποια στιγμή τέλος πάντων εκεί πέρα που αρχίζουν και είναι πολλά τα αυτοκίνητα, παίρνω τηλέφωνο τον Ηλία, λέω: «Δεν μπορώ, άσ' το αμάξι και έλα μαζί μου, γιατί δεν...», δεν μπορούσα να είμαι μονή μου άλλο. Μου λέει: «Παρκάρω κι έρχομαι». Όντως αφήνει το αυτοκίνητο, έρχεται με την θεία του, μπαίνουν στο αυτοκίνητό μου και εκεί πέρα αρχίζει που είμαστε κολλημένοι στην κίνηση και δεν γίνεται τίποτα. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι, δεν θυμάμαι αν ήταν πυροσβέστες, δεν θυμάμαι τι ήταν, που μας λέγαν να πάμε προς τα δεξιά. Ο Ηλίας να μου λέει: «Όλο ευθεία». Του λέω: «Τι όλο ευθεία, σταματημένοι είμαστε», αλλά ΟΚ, γιατί δεξιά ήταν μια περιοχή του Ματιού που λεγόταν «Ζούγκλα», που δεν χρειάζεται να εξηγήσω, νομίζω ότι από το όνομα καταλαβαίνετε, δεν ήταν το πιο ασφαλές. Θυμάμαι αυτοκίνητα που ερχόντουσαν από τους κάθετους δρόμους, δηλαδή από την Μαραθώνος βγαίναν στην παραλία. Εγώ είχα αρχίσει πια και έχανα την ψυχραιμία μου, έβλεπα ότι δεν κινούμαστε, έβλεπα ότι είναι μεγάλος ο αριθμός των αυτοκινήτων, είχα αρχίσει και φώναζα, είχα αρχίσει και κόρναρα, φώναζα: «Βοήθεια το παιδί μου, το παιδί μου». Θυμάμαι κάποιους οδηγούς από αυτοκίνητα, οι οποίοι με κοίταζαν καλά και μου κουνούσαν τους ώμους ότι «τι να κάνουμε» και όσο το θυμάμαι αυτό γίνομαι ακόμα πιο έξαλλη... Δίκιο είχαν, αλλά ΟΚ. Δεν άνοιγε ο δρόμος, είχαμε φτάσει βεβαίως πια, πλησιάζαμε προς το Κόκκινο Λιμανάκι. Ακόμα πιο δύσκολα. Σκέφτηκα πολλές φόρες να αφήσω το αυτοκίνητο και να πάμε κάπου με τα πόδια, αλλά δεν το έβρισκα επίσης ασφαλές και στη θάλασσα που σκέφτηκα να πάμε φοβόμουνα και την μυρωδιά και το μωρό, που ήταν τόσο μωρό που δεν μπορούσα να το έχω τόσες ώρες φυσικά μέσα στο νερό. Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι είδα έναν κύριο, ο όποιος έριχνε νερό με το λάστιχο στο σπίτι του και στον περιβάλλοντα χώρο και του λέω: «Σε παρακαλώ, για να μην καεί το παιδί μου, ρίξε λίγο νερό στο αμάξι». Καμία λογική, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν το πιο λογικό που μπορούσα να σκεφτώ. Ερχόντουσαν αυτοκίνητα πολλά ανάποδα, δηλαδή προς το Μάτι, γιατί σκέφτηκα κάποια στιγμή να βγω από τη λωρίδα μου και να πάω ανάποδα, αλλά θα υπήρχαν άλλα προβλήματα, ο Ηλίας μου έλεγε συνέχεια να αφήσω το αμάξι και να οδηγήσει εκείνος και του έλεγα: «Δεν μπορώ με τίποτα». Θυμάμαι ότι ανά κάποια δευτερόλεπτα ένιωθα ότι λιποθυμάω, αλλά ξαφνικά στα κόκκινα η αδρεναλίνη, όποτε ερχόμουν πάλι... Τον θυμάμαι να κλαίει και να μου λέει: «Μη φοβάσαι, όλα καλά».[00:09:00] Και να κοιτάζω πίσω δεξιά μου από τους καθρέφτες, από πίσω δεξιά, αριστερά, παντού ήταν όλα παντού φωτιά. Και λέω, εντάξει, ή δεν το έχει δει, όποτε δεν του έλεγα τίποτα, ή με κοροϊδεύει. Ξέχασα να πω ότι με το που μπήκα στο αυτοκίνητο, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου, γιατί, λέω, σίγουρα θα υπάρξει στην τηλεόραση για να μην ανησυχήσουν, τον πήρα και του είπα να μην ανησυχεί, ότι έχουμε φύγει, να μην πει τίποτα και στην μητέρα μου. Αυτό, ο Ηλίας που μου λέγε για το αυτοκίνητο, «όχι, όχι, όχι», ξεροκέφαλη. Θυμάμαι τον μικρό που τον κοίταζα από τον καθρέφτη, που ήταν με ανοιχτά τα μάτια του, δεν έλεγε τίποτα κιχ κιχ κιχ, το όποιο ήταν ένα μωρό που ανά μισή ώρα ήθελε οπωσδήποτε να πιει γάλα. Η θεία του Ηλία πολύ ψύχραιμη. Δεν ξέρω τι έγινε, πώς βγήκαμε, αυτό δεν μπορώ να το θυμηθώ, θυμάμαι ότι κόρναρα σαν τρελή, θυμάμαι ότι έκλαιγα και έλεγα: «Θα καεί το παιδί μου!» Και κάποια στιγμή, αφού φτάνουμε προς την διασταύρωση της Ραφήνας, από κάτω όμως από τον παραλιακό δρόμο, ήταν ένας άνθρωπος, καλή του ώρα, ο οποίος ήταν με τα εσώρουχα και απλά έκλεινε, έκλεινε τον δρόμο, ώστε να μην μπαίνουν στο Μάτι. Και με αυτόν τον τρόπο μας άφηνε εμάς να βγούμε πιο γρήγορα, γιατί ήταν ένα στρόγγυλο σαν πλατειάκι το όποιο μπλόκαρε από εκεί. Όλη αυτή την ώρα ο Ηλίας προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την θεία του και με τον θείο του. Η θεία του μας είπε ότι ο θείος βοήθησε, έβαλαν τη γιαγιά μες στο αμάξι και εκείνη και τους έδιωξε, γιατί ήθελε να πάει να βρει την κυρία που πρόσεχε την μαμά του, η οποία είχε εξαφανιστεί. Εκεί είχαμε μεγάλη αγωνία, θυμάμαι ότι παίρναν κάποιοι άνθρωποι τηλέφωνο να δουν πώς είμαστε, φώναζα στον Ηλία: «Κλείσ' το, δεν μπορώ», δεν ήθελα να τον ακούω να μιλάει, δεν ήθελα τίποτα. Κάποια στιγμή... Πήγαινα όλο παραλία, δηλαδή μου είπε: «Βγες τώρα στην Αττική, για να φτάσουμε πιο γρήγορα», γιατί δεν ξέραμε πού θέλουμε να πάμε. Ο Ηλίας μού έλεγε να επιστρέψουμε στο Μάτι να βρούμε τους συγγενείς του, εγώ του έλεγα: «Δεν γυρνώ με τίποτα πίσω». Και, θυμάμαι, κάποια στιγμή πια στην Λούτσα, μετά από πολλά χιλιόμετρα τέλος πάντων, σταματήσαμε, ήπιαμε λίγο νερό, ο Ηλίας συνέχισε τα τηλέφωνα, αλλά μάταια. Άκουγα την θεία μέσα από το τηλέφωνο που από τον πολύ καπνό δεν έβλεπε πού ήταν και επειδή πια είχαν αφήσει όλοι τα αυτοκίνητά τους μέσα στη μέση του δρόμου, δεν είχε ορατότητα. Θυμάμαι να ακούω ότι σκάγαν τα αυτοκίνητα από τη θερμοκρασία, δηλαδή λες και ήταν ταινία επιστημονικής φαντασίας όλο, λες και ήταν μέσα σε εμπόλεμη ζώνη.

Ε.Σ.:

Και μετά πια άρχισε να κορυφώνεται η αγωνία φυσικά για το τι έχει γίνει ο θείος, εγώ συνέχισα να πηγαίνω όλο παραλιακά, δηλαδή δ[00:12:00]εν ξέρω πού έφτασα, νομίζω κάπου στο Μαρκόπουλο, δεν ξέρω, καθόλου από κεντρικό δρόμο, ψηλά, όλο δηλαδή παραλιακά. Θυμάμαι την ώρα που βγήκαμε στην Αττική οδό που έσκασαν 5 ψιχάλες και λέμε: «Λες να υπάρχει ελπίδα;» Αλλά αυτό πρέπει να ήταν τουλάχιστον μία, μιάμιση ώρα μετά, όποτε δεν υπήρχε. Τηλέφωνα όλοι εμάς, τη θεία του Ηλία, όλο αυτό, ο μικρός εξακολουθούσε να είναι ψύχραιμος με ανοιχτά τα ματάκια του, εγώ συνέχισα να οδηγώ, δεν υπήρχε, δεν μπορούσα δηλαδή να μην οδηγώ, κάτι έπρεπε να κάνω και τελικά, αφού τσακωθήκαμε αρκετές φορές με τον Ηλία, καταλήξαμε ότι θα πάμε απλά στην Νέα Σμύρνη, στο σπίτι μας, στους γονείς μου βασικά, όπου και φτάσαμε πια γύρο στις 21:00 η ώρα το βράδυ. Είχαμε πάρει όλα τα νοσοκομεία τηλέφωνο να δούμε μήπως ήταν ο θείος εκεί. Δεν θυμάμαι πώς πέρασε το πρώτο βράδυ καθόλου, ήταν μεγάλη η ταραχή, ήταν μεγάλη η αγωνία, ήταν μεγάλη η χαρά ότι εμείς τα καταφέραμε, αλλά σε δευτερεύοντα χρόνο, φυσικά. Επικοινώνησαν κάποιοι άνθρωποι της περιοχής μαζί μας για να μας πουν ότι υπήρχε φωτιά στο πάνω σπίτι, μέσα, το οποίο δεν πήγαν οι πυροσβέστες να το σβήσουν, γιατί φυσικά είχανε προτεραιότητα άλλοι άνθρωποι, άλλα σπίτια.

Δ.Χ.:

Το σπίτι καταστράφηκε;

Ε.Σ.:

Το ένα σπίτι ολοσχερώς, τα υπόλοιπα τρία με ζημιές, κάποια πιο σοβαρά, κάποια λιγότερα. Κάηκε φυσικά το αυτοκίνητο του θείου, του Ηλία, συγγνώμη, του άντρα μου, και φυσικά χάσαμε και τον θείο, το οποίο το μάθαμε το Σάββατο. Όλα τα νοσοκομεία νομίζω ότι είχανε μάθει τις φωνές μας από τα απανωτά τηλεφωνά 5 φορές τη μέρα που παίρναμε σε όλα τα νοσοκομεία. Τελικά έγινε τεστ DNA, πήραν από τη γιαγιά, η όποια ταλαιπωρήθηκε πολύ, αλλά τελικά τα κατάφερε. Έχασε το δεύτερο παιδί της. Τον βρήκαν απανθρακωμένο. Η γιαγιά εκείνο το βράδυ ήταν μαζί με τη θεία σε μια παραλία, που ευτυχώς βρέθηκε κάποιος άνθρωπος που τους βοήθησε να βγουν από το αυτοκίνητο και να τους κατεβάσει κάτω. Όλο το βράδυ μείνανε εκεί και νωρίς το πρωί τους πήραν με βάρκα του λιμενικού, τους πήγαν στη Ραφήνα και από εκεί τους μεταφέραν σε νοσοκομεία για να δουν αναπνευστικά και οτιδήποτε άλλο. Δεν είχαν ευτυχώς σοβαρά θέματα, δηλαδή λίγο στραμπούληξαν το πόδι τους, ψιλά πράγματα, τίποτα σε σχέση με τη φωτιά δηλαδή. Τα λέω λίγο μπερδεμένα, το ξέρω, δεν υπάρχει ακριβώς ροή, αλλά έτσι είναι. Έχει περάσει σχεδόν ενάμισης χρόνος, ακόμα φυσικά βλέπουμε πολύ συχνά όνειρα... και από το θρίλερ και από το πώς ήταν πριν, που ήταν πολύ όμορφα. Δεν μπορώ να πω τίποτα για το ποιος ευθύνεται ή το ποιος δεν βοήθησε, δεν έχει καμία σημασία όλο αυτό. Σημασία έχει το αποτέλεσμα. Τα σπίτια παραμένουν σχεδόν ως έχουν, γιατί είναι πολύ δύσκολο να πας εκεί και να φτιάξεις κάτι. Η φύση έχει βοηθήσει παρά πολύ βεβαίως, δηλαδή μέχρι και τον χειμώνα που είχαμε πάει ήταν πολύ χάλια, μύριζε, πολύ θλιβερό το θέαμα, όμως αυτός ο ένας χρόνος ήταν υπέρ και ημών και της περιοχής, δηλαδή λίγο άνθισε λίγο κάτι. Η ζωή συνεχίζεται, για όσους υπάρχουν... Χάθηκαν πολλοί άνθρωποι, ο Ηλίας έχασε κι άλλους συγγενείς, έχασε και την ξαδέλφη του, έχασε και το μωράκι τους... Ήταν ένα μέρος το οποίο είχε πολλή οικογένεια και πολλή αγάπη και πολύ... και ελπίζουμε κάποια στιγμή να ξαναγίνει έτσι.

Δ.Χ.:

Σε ευχαριστώ πάρα πολύ.

ΤΕΛΟΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ