© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η περίοδος της δικτατορίας, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και η επιστροφή Καραμανλή στην Ελλάδα

Κωδικός Ιστορίας
9823
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Δούκας (Δ.Δ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
22/11/2019
Ερευνητής/τρια
Δημήτρης-Μαργαρίτης Μόσχος (Δ.Μ.)
Δ.Δ.:

[00:00:00]Δημήτριος Δούκας του Νικολάου, συνεχίζουμε.

Δ.Μ.:

Ωραία, θέλετε να μας πείτε για την περίοδο της δικτατορίας γενικά, τι θυμάστε, μέχρι να καταλήξουμε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου;

Δ.Δ.:

Ένα λεπτό, έχουμε τίποτα προηγούμενο;

Δ.Μ.:

Ας ξεκινήσουμε από αυτό, από ό,τι θυμάστε από την... από όταν ξεκίνησε, ας πούμε, η δικτατορία των συνταγματαρχών.

Δ.Δ.:

Έζησα την περίοδο του '60, εγώ τελείωσα το Πολυτεχνείο το '61, άρχισαν, στην Αθήνα ήμουνα τέλη του '63, γιατί πριν ήμουνα στην επαρχία και παρακολούθησα τα πολιτικά εκείνης της περιόδου. Είχαμε τις ταραχές τις διάφορες, ήταν η φυγή του Καραμανλή. Μάλιστα, θυμάμαι τον Καραμανλή, ήμουν τότε πια στο αεροδρόμιο όταν έφυγε, το '64 πρέπει να έφυγε. Ναι, '64. Θυμάμαι, ήμουνα στο αεροδρόμιο και έπεσα πάνω στον Καραμανλή, γιατί τον ήξερα από το Παρίσι, είχαμε τελείως τυχαία γνωριστεί, γιατί μέναμε κοντά και τον είχα γνωρίσει και τον ήξερα και από το αεροδρόμιο, γιατί κι απ' την αίθουσα επισήμων. Και τον βλέπω τον Καραμανλή να συνοδεύεται από Ράλλη, Αβέρωφ και τα τέτοια, και να μπαίνει σε ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής. Μάλιστα τους χαιρέτησε όλους, εμένα ήταν... ενώ μιλάγαμε πολύ στο... όταν με είδε εκεί, μου έδωσε ένα βιαστικό «Γεια σου» και μετά ανεβαίνει στη σκάλα του αεροπλάνου και γυρίζει και τους χαιρέτησε με το χέρι και έκλαιγε. Τότε κατάλαβα και το 'πα και σε κάποιους πολιτικούς: «Παιδιά, ο Καραμανλής έφυγε». «Άντε μωρέ» μου λέει «κουταμάρες, πήγε ταξίδι στο Παρίσι, ήτανε για τη βόλτα». Λέω: «Μας αποχαιρέτησε, δεν είναι από τους ευκολοσυγκίνητους να κλαίει σε ένα ταξιδάκι 10 ημερών φεύγοντας. Μάλλον έφυγε οριστικά». Τέλος πάντων, έτσι τον είχα δει που έφυγε. Και φέρνει και η τύχη να είμαι και ο πρώτος που τον υποδέχθηκε, πάλι λόγω αεροδρομίου. Λοιπόν, ε, μετά περάσαμε εκείνη την περίοδο των κυβερνήσεων, ήρθαν οι αποστάτες και πρώτη φορά άρχισε να ανακατώνεται πάρα πολύ, πέραν των παλαιότερων, που είχαμε τα προβλήματα με τα... με τους εθνικισμός και το ένα και το άλλο και τα φρονήματα. Τότε πάλι, τότε για πρώτη φορά άρχισαν και τα πολιτικά φρονήματα, όχι μόνο το αν είσαι δεξιός ή αριστερός. Και θυμάμαι ότι έφερε η κυβέρνηση των αποστατών ό,τι σαβούρα υπήρχε, την ανέβασε, η οποία αντιπαθούσε εμάς που είχαμε προχωρήσει με την αξία μας, και είχαμε ένα ελαφρόν δυσάρεστο κλίμα. Γίνανε όσα γίνανε, έπεσε η κυβέρνηση των αποστατών, μπήκε ο Κανελλόπουλος, δεν θυμάμαι τίποτα ιδιαίτερο από αυτή την περίοδο. Και θυμάμαι ότι εκείνη, το βράδυ της 20ής, της 16ης Νοεμβρίου, ήμουνα με κάποια φίλη στο κέντρο της Αθήνας, ήμουνα σε μπουάτ κάπου προς την Ακρόπολη, και γύρισα κατά τις 02:00. Εγώ δεν αντελήφθην τίποτα στο δρόμο, όπως γύρισα. Ήμουν με μία φίλη εκεί από τη γειτονιά και 06:00 η ώρα χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω, βλέπω την νεαράν, η οποία ήμασταν πριν. «Τι συμβαίνει;» της λέω «τι έπαθες 06:00 η ώρα το πρωί;» «Πήγα να πάρω ψωμί» μου λέει «και σου πήρα και σένα μία φρατζόλα». «Γιατί» της λέω «τι ανάγκη έχω τη φρατζόλα;» Λέει: «Είναι κίνημα» μου λέει «και μπορεί να κλείσουν οι φούρνοι για να μην έχουμε ψωμί». «Καλά, καλά» της λέω εγώ, μισοκοιμόμουνα. Και όταν ανέβαινα πάνω, λέω: «Βρε τη μουρλέγκω, για να βρει κάποια αφορμή να με δει, κοίτα τι παραμύθια μου 'λεγε». Και πέφτω και κοιμάμαι πάλι. Ξυπνάω κάποια ώρα, ντύνομαι, δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα. Βγαίνω έξω βλέπω απέναντι εκεί στην Αμορίου, έμενε ένας στρατηγός τότε, ο οποίος ήταν με τη στολή την πόρτα. Του λέω: «Τι έγινε, στρατηγέ, δεν ήρθε το τζιπ;». Γιατί κάθε πρωί τον συναντούσα που ερχόταν ένα τζιπ. «Δεν έχει φανεί κανείς και ανησυχώ, δεν ξέρω τι γίνεται και δεν λειτουργεί και το τηλέφωνο» μου λέει. «Α» του λέω «δεν έκανα κανένα τηλέφωνο. Καλά, πάω να πάρω το δικό μου» του λέω «αν είναι, να έρθω να σας πάρω να σας πάω εγώ» του λέω «προτού να πάω στη δουλειά». Πάω. Το είχα το αυτοκίνητο στο αστυνομικό τμήμα το 8ο, στη Μαυρογένους, εκεί μπροστά το άφηνα, τότε δεν ήταν και πολλά τα αυτοκίνητα, που υπήρχαν στη γειτονιά και το άφηνα [00:05:00]εκεί για να μη μου το κλέψουνε, γιατί υπήρχε πάντα ένας φρουρός. Φτάνω στο αυτοκίνητο, ενώ πάω να το ανοίξω, ο φρουρός μού λέει: «Πίσω, τράβα σπίτι σου!» Λέω: «Δικό μου είναι το αυτοκίνητο», εγώ νόμιζα ότι νομίζει ότι το κλέβω. Του λέω: «Δικό μου το αυτοκίνητο». «Ρε άσ' το δικό σου ξεδικό σου. Απαγορεύεται η κυκλοφορία, τράβα σπίτι σου». «Μα» του λέω «εγώ είμαι της Πολιτικής Αεροπορίας. Και τι συμβαίνει;» Μου λέει: «Έχει κηρυχθεί στρατιωτικός νόμος». «Α» του λέω «είμαι Πολιτική Αεροπορία και το πρωτόκολλό μας λέει, αν συμβούν τέτοια πράγματα, να πηγαίνω στην έδρα μου στο αεροδρόμιο, δεν μπορούμε να κλείσουμε το αεροδρόμιο» του λέω «πρέπει να πάω στο αεροδρόμιο». «Δεν ξέρω, πήγαινε στον αξιωματικό υπηρεσίας, εγώ έχω διαταγή να μην αφήνω κανέναν». Πάω στον αξιωματικό υπηρεσίας, εκείνη την ώρα φαίνεται είχε δοθεί διαταγή να εξοπλίζονται οι αστυνομικοί, γιατί είχανε φέρει κάτι όπλα και τα μοίραζε στους αστυφύλακες ο ίδιος. Του λέω: «Ξέρετε, εγώ είμαι από την Πολιτική Αεροπορία, διευθυντής, και πρέπει να πάω στο πόστο μου». Αφού το είπα 10 φορές και δεν μου έδινε σημασία, γυρίζει σε έναν αστυφύλακα: «Χώσ' τον μέσα στο κρατητήριο και μας ζάλισε κι αυτός». Μπουχός, σπίτι. Ανοίγω το ραδιόφωνο, ακούω εμβατήρια, ακούω φασαρίες, άκουγα και κάτι λόγους και λέω... και μου φάνηκαν και πολύ αριστεροί. Λέω: «Ωχ, τίποτα Δεκεμβριανά θα έχουμε πάλι». Εγώ νόμιζα ότι ήτανε κίνημα αριστερό από αυτά που λεγόταν. Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, πήγα την άλλη μέρα στο αεροδρόμιο, στη θέση μου. Μάλιστα το ωραίο ήτανε ότι επί αποστατών είχαν φέρει έναν βλάκα εκεί διοικητή στο αεροδρόμιο, ο οποίος δεν με χώνευε γιατί εγώ είχα κάποια αξία. Αυτός ήταν, ούτε το όνομά του δεν ήξερε να γράψει. Και με κυνήγαγε, με είχε βάλει άχτι, και εγώ κάθε μέρα έτρωγα και μία ποινή. Οπότε στην τελευταία ποινή τσαντίζομαι και πάω μέσα και του λέω: «Ακούτε να δείτε, αν τα έχετε με κάποιον άλλον –γιατί ήταν με τον θείο μου τότε που ήταν διοικητής– αν τα έχετε με κάποιον άλλον, να έχετε τα ούμπαλα και να πάτε να τον βρείτε και να του πείτε τα παράπονά σας και να μην την πληρώνω εγώ. Αλλά εν πάση περιπτώσει» του λέω «δεν πειράζει, καμιά φορά οι τιμωρίες σε μία κατάσταση είναι παράσημα σε μία άλλη». Την άλλη μέρα ήρθε η ΕΣΑ και τον τσουβάλιασε. Και είχε πει τότε σε όλους: «Ρε ο Δούκας το 'ξερε ότι θα γίνει, φαίνεται θα ήταν στο κόλπο». Λοιπόν, ήρθε η δικτατορία, βέβαια επικρατούσε μία μεγάλη σύγχυση στην όλη ιστορία, μεγάλη αυστηρότης. Είχαν έρθει κάτι από την Αεροπορία αξιωματικοί...

Δ.Μ.:

Την Πολεμική Αεροπορία;

Δ.Δ.:

Την Πολεμική Αεροπορία, δεν είχανε εμπειρία με το τι γίνεται, γίνανε διάφορα παρατράγουδα, τα οποία μας είχαν αρκετά αγανακτήσει. Ρώταγα τον γενικό διευθυντή, ο οποίος ήταν παλιός μηχανικός, του λέω: «Τι θα γίνει με αυτή την ιστορία;» Μου λέει: «Άκου να δεις, Δημήτρη» μου λέει –και ήταν, ο άνθρωπος ήταν σωστός– «τώρα πρόσεχε μη σε φάει καμιά αδέσποτη, γιατί τώρα είναι όποιον πάρει η μπάλα. Πρόσεχε τις κινήσεις σου, τι λες τι κάνεις και λοιπά και λοιπά. Μη δώσεις καμία αφορμή, γιατί τώρα είναι επικίνδυνα τα πράγματα. Τελικά η κατάσταση πάλι σε σένα και σε μένα θα επανέλθει, τι θα κάνουνε» μου λέει «τούτοι εδώ οι καραβανάδες; Θα αναγκαστούν τους ειδικούς να χρησιμοποιήσουν και θα δεις ότι... Το τελείωμα πάλι φοβάμαι» μου λέει «εκεί είναι το τι μπορεί να συμβεί, η αρχή και το τελείωμα αυτό των καθεστώτων» μου λέει «είναι τα επικίνδυνα». Τέλος πάντων, είδα διάφορα και πολλά και ποικίλα. Έπεσε να είμαι το βράδυ εκείνο, που έγινε το βασιλικόν πραξικόπημα, στο γραφείο μου, κουβάλησαν –σε επιφυλακή μας είχανε βάλει– κουβαλήσανε δύο πιλότους από τη βάση, τους οποίους πιάσανε για ήταν τρία αεροπλάνα που πήγαν να απογειωθούν, για να πάνε στη Μακεδονία. Το πρώτο πρόλαβε και απογειώθηκε, τους άλλους βάλανε ένα πυροσβεστικό και τους πιάσανε προτού να απογειωθούν. Και τους συνέλαβαν αυτούς και μου τους είχαν κλειδώσει στο γραφείο μου, είχαν έναν φρουρό απέξω. Και ήταν τα παιδιά, ο ένας μάλιστα κόντεψε να σκοτωθεί, γιατί με το ζόρι το κράτησε το αεροπλάνο, θα έπεφτε απάνω στο πυροσβεστικό, και ήταν τα μαύρα τους τα χάλια. Τους λέω: «Ρε παιδιά, θέλετε κάτι;» Εγώ ήμουν και καθηγητής στη Σχολή Ικάρων, τους παρηγορούσα. «Δεν είναι τίποτα, μη φοβάστε, θέλετε τίποτα να φάτε, να σου φέρω κάτι από το εστιατόριο;» Ήταν τα παιδιά πανικόβλητα. Τέλος πάντων, ήρθαν και τους πήραν από εκεί. Εκεί ήτανε η δικτατορία. Πράγματι, βγάλανε αυτούς τους πολύ άγριους που ήταν και με πολιτικά, ήρθε ένας απόστρατος, ο οποίος ήταν αρκετά λογικός και εμείς κρατήσαμε τις θέσεις μας, χωρίς βέβαια να ανακατώνουμε, ανακατωνόμαστε πάρα πολύ. Βέβαια υπήρχαν οι ρουφιάνοι. Θυμάμαι ότι κάτι είπα μία φορά και [00:10:00]με τράβαγαν στην ασφάλεια του ΓΕΑ, γιατί το είπα.

Δ.Μ.:

Οι ρουφιάνοι ήταν;

Δ.Δ.:

Υπάλληλοι δικοί μας, είναι αυτό που λέγαμε, οι γλύφτες. Μάλιστα ένας, είχα κάνει μία συζήτηση στο γραφείο και την άλλη μέρα με καλεί ο υποδιοικητής, ο οποίος ήταν μέσα στα κόλπα, και μου ρίχνει τον εξάψαλμο, ότι έβριζα την δικτατορία. Και του λέω: «Πού τα έμαθες εσύ;» «Έχω τον άνθρωπό μου». Του λέω: «Τον τάδε;» Μου λέει: «Όχι, την κοπέλα». Ήτανε μία γραμματέας που είχε παρακαλέσει κάποιος μηχανικός, ήταν κόρη του, να την πάρω. Και λέω: «Το κωλοκόριτσο» λέω «δεν φτάνει που μόλις ήρθε, ρουφιάνα έγινε;» Και ετοιμάζομαι να την πλακώσω στις φάπες. Ευτυχώς είχε φύγει. Το σκέφτηκα λίγο και πάω την άλλη μέρα το πρωί και του λέω του αλλουνού, που υποπτευόμουν: «Καλά» του λέω «δεν ντρέπεσαι; Εμένα που σε ευεργέτησα πας να με καρφώσεις;» «Εγώ;» λέει. «Αφού μου το είπε ο συνεργός σου» του λέω «ότι από σένα τα έμαθε, και αυτά που είπε πράγματι τα έχω πει και τα έχω πει σε σένα» του λέω. «Όχι, μα...» «Καλά» του λέω «κατάλαβα». Και γλίτωσε τις φάπες η άλλη. Μια μέρα πάω το πρωί και βρίσκω ένα χαρτί απάνω: «Περάστε από την Ασφάλεια, αν σας λείπουν απόρρητοι φάκελοι, περάστε από την Ασφάλεια ΓΕΑ να τους βρείτε». Τι διάολο έγινε, λέω, εγώ δεν έχω απόρρητους φακέλους. Παίρνω τηλέφωνο, λέει: «Υπάρχει φάκελος δικός σας που λέει ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ ΝΑΤΟ και τον είχατε» μου λέει «μέσα σε ένα συρτάρι ακλείδωτο και το παράθυρο ανοιχτό». Λέω: «Εγώ δεν χειρίζομαι απόρρητα». Ρε γαμώτο, λέω. «Ελάτε απάνω». Πάω στο ΓΕΑ, βγάζει έναν φάκελο, πράγματι έλεγε ΝΑΤΟ - ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ, και ανοίγω μέσα, κάτι σημειώματα από τους εργάτες πληρωμές, υλικά...

Δ.Μ.:

Δικά σας;

Δ.Δ.:

Δικά μου, με τις υπογραφές μου. Λέω: «Κύριε, δεν είναι τίποτα απόρρητα, εδώ μέσα είναι, πληρώνουμε τον εργάτη, πληρώσαμε 10 σακιά τσιμέντα, πληρώσαμε ξύλα, οικοδομικά πράγματα». Το κοιτάνε όλοι, και τι διάολο γράφει; Παίρνω τηλέφωνο την κυρία που είχα στο γραφείο, λέω: «Έχεις εκεί έναν φάκελο;...» «Ναι» λέει «εγώ τον είχα, μου τον είχε δώσει να το γράψω απέξω ο διοικητής του αεροδρομίου, έκανα ένα λάθος, το απόρρητο το 'γραψα με ένα ρο, και μου το πέρασε κολάρο και το ξαναγράψα. Και έμεινε ο φάκελος και λέω, γιατί τον πετάξω, έβαζα τα άχρηστα χαρτιά». Κοίταξε πώς μπορείς να μπλέξεις. Εν πάση περιπτώσει, γεγονός είναι ότι αν δεν τους ενοχλούσες, δεν σε ενοχλούσαν. Βέβαια έπαθα ένα μεγάλο καψόνι, όταν ήμουνα στην Αμερική με υποτροφία, παίρνω ένα γράμμα μέσω ενός φίλου μου εκεί συμφοιτητού, Έλληνα, που μου το έστειλε η μάνα μου, η οποία μου λέει: «Δεν σου γράφω κατευθείαν, έγραψα στον Γιάννη για να σ' το δώσει, γιατί έγινε το εξής. Προχθές στις 02:00 η ώρα τη νύχτα ήρθε η Ασφάλεια, έψαξε, ζήτησε εσένα, τους είπα ότι είσαι στην Αμερική. "Και τι κάνει; Το έσκασε στην Αμερική" μου είπανε». Όχι, λέει, δεν το έσκασε, με υποτροφία. «Α, καλά, θα τον φέρουμε πίσω». «Γιατί, τι συμβαίνει;». «Πάει να ανατρέψει την εθνική μας κυβέρνηση». «Ο Δημήτρης» λέει «δεν νομίζω να ασχολείται με τα πολιτικά ποτέ του». Έρευνα, έψαξαν το σπίτι, το κάνανε μαλλιά κουβάρια, βρήκανε κάτι δίσκους του Θεοδωράκη που κατάσχανε, κάτι βιβλία του Βάρναλη και λοιπά, κάνα δύο αριστερών εκεί πέρα, τα βούτηξαν και αυτά, και βρίσκουν και ένα όπλο σαν του '21, με σκανδάλη με τσακμακόπετρα. Λέει: «Έχει και όπλο». «Τι όπλο, αυτό» λέει «είναι αντίκα, δεν είναι όπλο, του αρέσουν οι αντίκες και το έχει μαζέψει». «Γιατί» λέει «δεν σκοτώνει;» Του λέει η μάνα μου: «Κοίταξε να δεις, και το καρεκλοπόδαρο αν το βγάλω και σ' το σκάσω στο κεφάλι, σε σκοτώνει. Ε, μη μου κατάσχετε και τις καρέκλες και δεν έχουμε να κάτσουμε». Εν πάση περιπτώσει, λέει: «Καλά, θα τον φέρουμε πίσω και θα δεις».

Δ.Μ.:

Η αφορμή για αυτή την έρευνα ποια ήτανε;

Δ.Δ.:

Τώρα, ότι ήμουνα μπλεγμένος σε μία οργάνωση ανατρεπτικής του... της δικτατορίας. Μου λέει η μάνα μου: «Γράψε με άλλο όνομα» μου λέει «έχεις μπλέξει πουθενά; Έτσι που 'ν' τα πράγματα» μου λέει «αν σε ζητήσουν να σε ανακαλέσουν, ή ζήτησε πολιτικό άσυλο, ή παντρέψου καμία ελληνοαμερικάνα εκεί και μείνε, γιατί εδώ θα έχεις πολύ κακά ξεμπερδέματα, είδα ότι είναι πολύ αγριεμένοι». Εν τω μεταξύ η μάνα μου, είχαμε έναν [00:15:00]συγγενή, ο οποίος ήταν φιλοχουντικός, δικηγόρος, του λέει: «Για έλα εδώ, για κοίταξε τι γίνεται». Λέει: «Είναι μπλεγμένος σε κάποια οργάνωση». «Βρε ο Δημήτρης, δεν είναι τέτοιος, δεν μπλέκει, θα τους είχε δείρει εκεί πέρα όλους ή θα τον κάναν καπετάνιο ή θα τους είχε αλλάξει τα φώτα». «Ρε παιδί μου, πώς να αποδείξουμε ότι δεν είναι αριστερός; Ήταν ποτέ πρόσκοπος;» «Όχι» λέει. «Σε καμία οργάνωση;» «Δεν έχει ανακατευτεί με οργανώσεις». «Γαμώτο» λέει. «Α» λέει «ένα γράμμα να δεις, το πρώτο γράμμα που έγραψε την Αμερική όταν πήγε». Εγώ με τη μάνα μου ήμαστε πολύ καλοί φίλοι. Μάνα με γιος δεν τα πηγαίναμε και πολύ καλά, αλλά σαν φίλοι, ήταν μορφωμένη, συζητάγαμε και λοιπά. Για φίλη ήταν τέλεια. Λοιπόν, της είχα γράψει χιουμοριστικά ιστορία τι έβλεπα στην Αμερική, και της έλεγα ειρωνικά, αλλά δεν το καταλάβαινε κανείς, ότι «Εδώ και αυτά τα καθηγητάκια του Berkeley τώρα, τι ξέρουν, λένε για την εθνική μας κυβέρνηση ότι είναι έτσι, ότι είναι αλλιώς, ότι είναι αλλιώτικα και τη βρίζουν, πού νιώθουν, ενώ ο θείος ο Βασίλης –ένας Ελληνοαμερικάνος, τελείως αγράμματος– που, όπως ξέρεις, τη διεθνή πολιτική τα παίζει στα δάχτυλα, λέει "Είναι καλά", με 3 λ το καλά, και τους επαινεί και λοιπά. Καταλαβαίνεις ότι άνθρωποι που καταλαβαίνουν και έχουν μυαλό και μόρφωση βλέπουν την αλήθεια, ενώ τα, τούτοι εδώ οι ρεμπεσκέδες, οι χίπηδες, μας βρίζουν την κυβέρνηση». Το διάβασε αυτός, το ξαναδιάβασε, λέει: «Αν δεν τον ξέρεις και αν δεν ξέρεις το πνεύμα του, δεν το καταλαβαίνεις ότι δουλεύει». Το παίρνει και το πάει στον Μπάμπαλη. Του λέει: «Κοιτάξτε εδώ, ένα γράμμα που έγραψε στη μητέρα του σε ανύποπτο χρόνο, είχε κάνα λόγο να σας υμνεί; Στη μάνα του;» Το διαβάζει, το ξαναδιαβάζει, λέει: «Δίκιο έχεις, αυτός είναι δικός μας». Το κρατάει, λέει: «Κάτσε να το ψάξω, μήπως έγινε κάνα λάθος». Σε μία εβδομάδα τον καλεί, του λέει: «Ξέρεις κάτι; Λάθος είχαμε κάνει. Υπήρχε ένα Δημήτρης Δούκας, ο οποίος είναι σε μία οργάνωση και ο οποίος ρωτήσαμε και μας είπαν ότι είναι στο Πολυτεχνείο, εργάζεται. Πήγαμε στο Πολυτεχνείο και είπαμε Δημήτριος Δούκας, πού είναι, διεύθυνσή του και λοιπά, τον άλλο δεν το ξέρανε, τον δικό σου, επειδή ήταν επιμελητής τον ξέραν και έδωσαν τη διεύθυνσή του, γι' αυτό». Εγώ βέβαια, αν είχα πάει, με είχαν συλλάβει και είχα φάει το ξύλο μου, μέχρι και τη δολοφονία του Καποδίστρια θα είχα ομολογήσει ότι την είχα κάνει. Και τη γλίτωσα. Και όταν γύρισα είναι το ωραίον, ότι ζήτησε ο Μπάμπαλης να με δει. Πήγα και τον είδα, ζήτησε συγγνώμη για την ταλαιπωρία και λοιπά και λοιπά και μου είπε αν θέλω να μου δώσει άδεια ελευθέρας στα λεωφορεία, στα θέατρα. Λέω: «Τα οικονομικά μου είναι καλά, ας τα δώσετε σε κάναν άνθρωπο που δεν μπορεί, δεν χρειάζεται, ευχαριστώ πάρα πολύ». «Α» μου λέει «και στη σχολή, στα ΚΑΤΕΕ που διδάσκεις» μου λέει «είναι δύο δικοί μου, τους έχεις μαθητές εκεί, πρόσεχε να πάρουν κάνα καλό βαθμό». «Καλά, πώς τους λένε;» Εν τω μεταξύ είχα παρατηρήσει στη σχολή, πράγματι, ήταν δύο, οι οποίοι δημιουργούσαν πολιτικά θέματα, δηλαδή κάναμε μάθημα και αρχίζαν την κουβέντα πετώντας πρόκες «ω και η δικτατορία...» και ήταν τελείως κατά, προκαλώντας. Εγώ τους έλεγα: «Βουλώστε το, δεν θα κάνουμε πολιτική συζήτηση εδώ πέρα με μαθήματα» και το έκοβα. Κατάλαβα το νόημα, εγώ το είχα υποπτευθεί ότι αυτοί κάποιο ρόλο παίζουνε...

Δ.Μ.:

Ήταν αυτοί οι δύο;

Δ.Δ.:

Στο επόμενο μάθημα ήρθανε μέσα, άρχισαν πάλι το ίδιο τροπάριο, τους λέω: «Έξω και θα με περιμένετε απέξω, μόλις σχολάσουν οι άλλοι θα μπείτε μέσα». Τους πετάω έξω, έρχονται μέσα μετά: «Βρε ζώα» τους λέω «βρε ντενεκέδες, δεν σας έχει πει το αφεντικό σας τι είμαι εγώ, έμενα ήρθατε να ψαρέψετε, άι στο διάολο από δω». Δεν ξαναπάτησαν.

Δ.Μ.:

Αυτοί δηλαδή το παίζαν αριστεροί στα μαθήματα για να ψαρεύουν κόσμο;

Δ.Δ.:

Να ψαρέψουν, να βρουν κανέναν, να ανοιχτεί κανείς.

Δ.Μ.:

Για να τον ρουφιανέψουν μετά;

Δ.Δ.:

Ναι, αυτό, αυτή ήταν η δουλειά.

Δ.Μ.:

Θέλετε να μου πείτε για το Πολυτεχνείο;

Δ.Δ.:

Ναι. Υπηρεσία. Μάλιστα μπορώ να σας πω ότι είχε έρθει ένας υπουργός, ο οποίος ήταν αρχιτέκτων, δεν ήταν στρατιωτικός, υπουργός μεταφορών, τον οποίο δεν τον ήξερα, ο οποίος ήταν πολύ καλός για μένα, από τους καλύτερους που περάσανε. Ο οποίος είχε κληθεί στην Αμερική για μία έκθεση που έγινε στην Νέα Υόρκη, παγκόσμιο έκθεση για αεροπορικά θέματα. Και ζήτησε από την Πολιτική Αεροπορία κάποιον διευθυντή να τον [00:20:00]συνοδεύσει, διότι αυτός δεν είχε ιδέα από αυτά. Και πρότειναν εμένα, επειδή ήξερα και αγγλικά, και πήγαμε μαζί. Πράγματι ομολογώ ότι, πρώτον πρώτον, δεν έφερε τη θεία του, την γκόμενά του, την ξαδέρφη του και τη γειτόνισσα. Αυτός και εγώ μόνο. Όσο είμαστε εκεί με είχε μαζί του πάντα, όπου τον καλούσαν, έλεγε: «Να έρθει ο κύριος Δούκας, ο σύμβουλος». Από εδώ, παντού, μετά μεγάλου σεβασμού μού φερότανε, σε σημείο που κάποιος από την πρεσβεία, ο οποίος ήτανε και της ηλικίας μου και είχα... μιλάγαμε λίγο, όταν πήρε κάποιο θάρρος, μου λέει: «Να ρωτήσω κάτι που το συζητάμε εδώ στην πρεσβεία;» «Λέγε» του λέω «τι θέλεις;» «Τι βαθμό έχετε στο στρατό, ταγματάρχης είστε ή λοχαγός;» «Γιατί;» του λέω. «Εμείς καταλάβαμε ότι η δύναμις είστε εσείς, όχι ο υπουργός, βλέπουμε ότι παντού σας θέλει δίπλα του, δεν πάει πουθενά και καταλάβαμε ότι είστε ο επίτροπος». «Όχι, ρε παιδάκι μου» του λέω «εγώ είμαι απλώς διευθυντής της υπηρεσίας και ξέρω τα θέματα και με έχει ανάγκη ο άνθρωπος». Ίσως με ήθελε και μάρτυρα, τώρα εδώ που τα λέμε, μην τίποτα τον κατηγορήσουν ότι είπε ή δεν είπε, με ήθελε για μάρτυρα. Τέλος πάντων, είναι αυτό το... οι καταστάσεις ήταν πολύ περίεργες.

Δ.Μ.:

Όταν έγιναν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, εσείς ήσασταν επιμελητής τότε.

Δ.Δ.:

Εγώ είδα και ένα άλλο. Τον Αύγουστο του '73 ασκούσα καθήκοντα διοικητού του αεροδρομίου. Ο τότε διοικητής του αεροδρομίου ήταν επικεφαλής όλων των δημοσίων υπηρεσιών, ακόμη και της αμερικανικής βάσεως. Λοιπόν, ήτανε τότε κάτι με το Ισραήλ, κάποιος από τους πολέμους του Ισραήλ με τις γειτονικές του χώρες. Και είχαμε... και επειδή οι σοβιετικές χώρες βοηθούσαν τους παλαιστίνιους και τους Άραβες, είχε βγει μια απόφαση να απαγορεύεται η διέλευσις στρατιωτικών αεροσκαφών των ανατολικών από τον ελληνικό εναέριο χώρο. Το οποίον έβγαλε το αεροδρόμιο, ο κανονικός διοικητής όταν ήταν, γιατί μετά είχε αρρωστήσει και μετά για δύο τρεις μήνες τον αναπλήρωσα εγώ. Λοιπόν, και υπήρχε αυτή η διαταγή. Με παίρνει ο Παπαδόπουλος ο ίδιος κατευθείαν στο απόρρητο τηλέφωνο που είχα. Και μου λέει: «Είστε ο αρμόδιος;» Του λέω: «Μάλιστα». «Θα βγάλετε μία σαν την προηγούμενη διαταγή και θα απαγορεύετε σε όλα τα στρατιωτικά αεροπλάνα πλην των ελληνικών». Του λέω: «Και του ΝΑΤΟ τα αεροπλάνα;» «Και του ΝΑΤΟ». «Και τα αμερικάνικα;» «Και τα αμερικάνικα». Του λέω: «Κύριε πρόεδρε, επειδή είναι πολύ σοβαρό αυτό και επειδή δεν ξέρω τη φωνή σας και μπορεί να είναι φάρσα, μπορεί δεν ξέρω τι, για να μη γίνει κάνα διεθνές επεισόδιο και φταίω εγώ με την επιπολαιότητα, κλείστε και θα σας πάρω εγώ, για να ξέρω με ποιον μιλάω, γιατί τώρα δεν ξέρω» του λέω. Το κλείνω, βάζω τις κοπέλες, βρείτε του προέδρου της δημοκρατίας το τηλέφωνο και παίρνω, με συνδέουν. Βγαίνει ο Παπαδόπουλος, του λέω: «Κατάλαβα από τη φωνή» του λέω «με συγχωρείτε για πριν». Μου λέει: «Πολύ καλά έκανες, μπράβο σου» λέει «είσαι προσεκτικός άνθρωπος, δεν κάνεις επιπολαιότητες». «Ορίστε» του λέω «αυτό που μου είπατε θα το τηρήσω και θα σας το κοινοποιήσω». Εγώ την κοινοποίηση την έκανα επίτηδες, διότι να μου έλεγε στο τηλέφωνο και προέκυπτε πρόβλημα, θα έλεγε αυτός ο μαλάκας έκανε ό,τι ήθελε, εγώ δεν έχω ιδέα. Θα τράβαγαν όλοι την ουρά τους και θα την πλήρωνα εγώ, ότι μου ήρθε λόξα να κλείσω το αεροδρόμιο. Βγάζω την απόφαση, την υπογράφω. Δεν θα πέρασαν 20 λεπτά, φασαρία στον προθάλαμο, βρε τι γίνεται, κατάλαβα ότι κάποιος ήθελε να μπει, αλλά οι κοπέλες ήθελαν να τον αναγγείλουν. Βγαίνω εγώ έξω και βλέπω τον πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών, αγριεμένο, ενώ τον ήξερα, λόγω της αίθουσας επισήμων, ούτε καλημέρα ούτε τίποτα. Μου λέει: «Δεν μου λέτε, βγάλατε μια, "ένα νότα" που λέει έτσι και έτσι και έτσι. Εσείς το βγάλατε;» Λέω: «Εγώ το υπέγραψα». «Δική σας απόφαση;» «Όχι» του λέω «δεν είναι του επιπέδου μου αυτά». «Ποιος την έβγαλε;» «Ύπερθεν». «Καλώς» μου λέει, βγαίνει βροντώντας την πόρτα. Λέω: «Ωχ, πάει ο Παπαδόπουλος».

Δ.Δ.:

Μετά, πάμε τώρα στο Πολυτεχνείο. Εγώ ήμουν επιμελητής και μπαινόβγαινα. Είχα και μία άλλη ειδοποίηση κατά κάποιον τρόπον ότι θα γίνει από κάποιον άλλον της Πρεσβείας, μια φιλενάδα, αλλά δεν το λέμε. Λοιπόν, ήμουν επιμελητής και μπαινόβγαινα, άρχιζε η σχολική χρονιά από τα τέλη Σεπτεμβρίου και υπήρχε ένα [00:25:00]πρόβλημα, είχανε δώσει κάποιοι ή θα δίνανε κάποια δικαιώματα στους αποφοίτους της σχολής υπομηχανικών και γκρινιάζανε οι απόφοιτοι, οι φοιτητές του Πολυτεχνείου της σχολής πολιτικών, ότι παίρνουν δικαιώματα δικά τους και το μοιράζονται και ήταν τελείως επαγγελματικό δηλαδή, τα δικαιώματα που τσακώνονται και απεργούν και λοιπά. Και είχανε ανέβει στα κάγκελα και φωνάζανε τα δίκια τους, ότι εμείς είμαστε πέντε χρόνια οι άλλοι είναι 3, έτσι, αλλιώς, αλλιώτικα, εισαγωγικές, οι σπουδές είναι έτσι, αυτοί δεν κάνουν αυτό, αυτά τα γνωστά. Σιγά σιγά όμως αυτό άρχισε να παίρνει και λίγο η φήμη και τούτο και εκείνο και το άλλο και να αγριεύει και να αγριεύει. Άρχισα να βλέπω και άλλους, γιατί τότε το Πολυτεχνείο, επειδή κάθε σχολή είμαστε 30, 20, 40, όλους τους ξέρω, φατσικώς τουλάχιστον γνωριζόμαστε και στην αυλή. Άρχισα να βλέπω και ξένους, άλλους ανθρώπους. Τις τελευταίες μέρες που αγρίευε το πράγμα, δεν πήγαινα, δεν είχα και μάθημα, δεν πηγαίναν και οι φοιτητές δηλαδή, και δεν πήγαινα. Μία γειτόνισσά μου, η οποία ήταν τότε μαθήτρια στο Κολέγιο από επαρχία και τη φιλοξενούσε η θεια της εκεί πέρα, μου έρχεται στο σπίτι και μου λέει: «Σε παρακαλώ πολύ» –κάναμε παρέα με την κόρη της, με την ανιψιά της εκεί πέρα, ήταν πολύ ωραία κοπέλα και την έπαιρνα στους χορούς και λοιπά για μόστρα– μου λέει «δεν πα να μαζέψεις τη δικιά μου, γιατί την έχει παρασύρει ένας –δικός μου φίλος ήταν, από κει τον γνώρισε– αρχιτέκτονας και είναι στο Πολυτεχνείο τώρα και από ό,τι βλέπω θα γίνει φασαρία, έχει πάει η ανόητη» μου λέει «και θα μπλέξει. Πήγαινε και έχεις εξουσιοδότηση και να την πλακώσεις στα σκαμπίλια και να την βουτήξεις και από το λαιμό και να τη φέρεις καροτσάκι εδώ». «Εντάξει» λέω «πάω, καίτοι δεν πατάω αυτές τις μέρες, πάω». Πάω, απέξω ήτανε αστυνομία, όπου εγώ καθόμουνα μακριά λίγο να δω τι γίνεται. Πώς βρέθηκα μέσα στο Πολυτεχνείο δεν το κατάλαβα, έσπρωχνε η αστυνομία, η αστυνομία τον κόσμο τον έσπρωχνε μέσα να τον βάλει. Μπαίνω μέσα, και τι να δω; Κάτι μούτρα, κάτι... και μεγάλοι. Άμα τους έβλεπα στο δρόμο θα έλεγα: «Ωχ αμάν, πάει το πορτοφόλι». Λέω, ω ρε κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα. Πάω, τη βρίσκω αυτήν, της λέω: «Πάμε να βγούμε», δεν μας άφηναν να βγούμε, η αστυνομία απέξω δεν μας άφηνε να βγούμε. Εν τω μεταξύ είχαν μαζευτεί και άλλοι γονείς και τραβολογάγαν τα παιδιά τους να τα βγάλουν και κάναμε ένα γιουρούσι και εκεί μας σπάσαν το κεφάλι. Είχα φάει καρούμπαλα, είχα βάλει μια τσάντα που είχα από πάνω και τις τρώγαμε. Ε, εντάξει, την πήγα αυτήνε σπίτι της και μετά γύρισα, γιατί είχα δει έναν γνωστό που είχε πολυκατοικία εκεί απέναντι. Και μου λέει: «Δεν έρχεσαι να δεις από δω τι θα γίνει;» Εγώ δεν βιαζόμουν, μόνος μου ήμουνα, έμενα στη Γλυφάδα τότε. «Έρχομαι» του λέω. Πήγα πάνω και είδα και είδα και τη σκηνή του τανκς, όλη αυτήνε. Γυρνώντας πέρασα από αυτόν τον θείο που λέγαμε, ο οποίος είχε πολλή σχέση με όλους τους πολιτικούς. Και ήτανε όλοι οι τότε, Αβέρωφ, Ράλλης, Παπαληγούρας, Θεοτόκης, ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου, πώς τον λέγαμε... τέλος πάντων, και τους είπα το επεισόδιο. Α, δεν δώσαν ιδιαίτερη σημασία. Λέω: «Κοιτάξτε να δείτε, αυτό που έγινε θα έχει συνέπειες». «Έλα μωρέ» μου λένε «εδώ το Βέλος...» Λέω: «Το Βέλος ήταν στρατιωτικοί, και στα στρατιωτικά κινήματα μερικοί κάνουν ιστορίες. Εδώ όμως είναι ένα ίδρυμα γνωστό, σεβαστό και μπαίνει ένα τανκς μέσα. Θα έχει επιπτώσεις αυτό» τους λέω «δεν είναι απλό πράγμα». «Α, καλά, εντάξει». Αυτά από το Πολυτεχνείον.

Δ.Μ.:

Όταν είδατε τη σκηνή του τανκς, υπήρχε κόσμος μέσα στον προαύλιο χώρο;

Δ.Δ.:

Υπήρχε.

Δ.Μ.:

Υπήρχε κόσμος αρκετός.

Δ.Δ.:

Υπήρχε και υπήρχε και μπροστά. Τώρα, αν τους πλάκωσε το τανκς δεν μπορούσα να το δω από κει που ήμουνα. Αλλά ότι υπήρχε κόσμος, υπήρχε. Βέβαια με τη δική μου κριτική, επειδή το ξέρω το Πολυτεχνείο, εάν θέλαν πράγματι να τη σταματήσουν τη δουλειά, υπάρχουν δύο πλαϊνές πόρτες και από την Τοσίτσα και από την Αβέρωφ –Αβέρωφ είναι η άλλη; ναι– μεγάλες, διπλές, που από εκεί βάζαμε το διδακτικό προσωπικό τα αυτοκίνητά μας και τα παρκάραμε μέσα, όταν είχαμε μάθημα. Που εκεί μπορούσαν να μπουν πυροσβεστικές, τανκς, ό,τι θέλεις, πρώτον. Και να τους βρουν από πίσω και να τους καταβρέχουν. Δεν χρειαζόταν... αυτό [00:30:00]ήταν προκλητικό που έγινε.

Δ.Μ.:

Δηλαδή είχαν πρόθεση να το κάνουνε;

Δ.Δ.:

Επίσης, μπορούσανε να κόψουν το νερό και το ηλεκτρικό. Τι θα κάναν αυτοί, θα πέθαιναν από τη δίψα εκεί μέσα πολιορκημένοι; Φαίνεται ότι στην αρχή στον Παπαδόπουλο, η δική μου γνώμη είναι, στον Παπαδόπουλο του 'παν: «Άσ' τους να φωνάζουν, να δείξουμε ότι έχουμε δημοκρατία». Σε όλα τα πανεπιστήμια του κόσμου, εγώ που ήμουν από τον Brekley, κάθε μέρα ξύλο έπεφτε γύρω από το πανεπιστήμιο. Λοιπόν, υπάρχουν. Δείξε ότι είσαι δημοκρατία, οι φοιτητές πάντα επαναστατημένοι. Αλλά ξαφνικά του είπαν: «Πρόσεχε κάτι καλό, κάτι δεν είναι καλό μήπως τη σκάσουν». Και δίνει την εντολή στο πρόσωπο που πήγε να τον φάει, και αυτός το έκανε φανφάρες την ιστορία, επίτηδες, ήτανε πρόκληση. Για αυτό και οι νεκροί αυτοί. Πράγματι υπήρξαν νεκροί, αλλά ήτανε από ελεύθερους σκοπευτές που ρίχναν στο ψαχνό. Εγώ θυμάμαι τότε στην οδόν Πιπίνου πιο κάτω, ήταν ένα συνεργείο αυτοκινήτων, είχε σκοτωθεί ένας νεαρός που επιδιόρθωνε στο πεζοδρόμιο ένα αυτοκίνητο, είχε σκοτωθεί ένας Ινδός φακίρης κάπου στην Ιουλιανού. Εγώ πιστεύω ότι... γιατί και την άλλη μέρα που εγώ ήθελα να πάω σε μία επιτροπή στο Υπουργείο Εμπορίου και πήγα με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, όταν φτάσαμε στο Σύνταγμα, ακουγόταν πυροβολισμοί. Και μάλιστα έλεγα: «Να συνεχίσουμε; Να μη συνεχίσουμε;», ήταν η τροχαία και λοιπά. Του λέω του οδηγού: «Για πήγαινε ρώτα έναν αστυφύλακα». Τον πλάκωσε στις φάπες ο αστυφύλακας τον άνθρωπο. Και γυρίσαμε κακήν-κακώς πίσω. Δεν μου φάνηκαν πολύ φυσικά τα πράγματα.

Δ.Μ.:

Δηλαδή πυροβολούσαν και την επόμενη μέρα;

Δ.Δ.:

Ακούγονταν πυροβολισμοί. Γιατί είχαμε σταματήσει μπροστά στο Ζάππειο κάπου εκεί να δούμε τι θα γίνει. Αυτά περί του Πολυτεχνείου.

Δ.Δ.:

Έρχεται ο Ιωαννίδης με όλα αυτά, και φτάνουμε εις το θέμα Καραμανλή. Εγώ είχα πάλι βρεθεί επιστρατευμένος διοικητής του αεροδρομίου. Και έρχεται η διαταγή να ανοίξει το αεροδρόμιο για το αεροπλάνο του Giscard d'Estaing, η διαταγή που είχαμε βγάλει για τα στρατιωτικά... Α, εκείνο τον καιρό είχε γίνει τελείως στρατιωτικό αεροδρόμιο, δεν επιτρεπόταν κανένα, ούτε η Ολυμπιακή να πετάξει. Μόνο αεροπλάνα της Ολυμπιακής πετάγανε ως επιστρατευμένα. Κι έρχεται η διαταγή. Έπρεπε εγώ να αποφασίσω. Ρωτάω τον Αμερικάνο πρέσβη, και του λέω: «Τι γίνεται; Τι να κάνω εγώ τώρα;» Μου λέει: «Κοίταξε να δεις, εάν πετύχει αυτό, θα είσαι ήρωας που αυτενέργησες, αν δεν πετύχει, πας στρατοδικείο για εσχάτη προδοσία Το μόνο που μπορώ να σου κάνω» μου λέει «να έχεις το διαβατήριό σου μαζί, θα ειδοποιήσω τον διοικητή της βάσεως να σου έχει μία στολή αμερικάνικη και μια διαταγή μετακινήσεως ως αξιωματικός Αμερικανός, να φύγεις με ένα στρατιωτικό αεροπλάνο. Και από εκεί ζήτα πολιτικό άσυλο, ξέρω γω, παντρέψου, κάνε ό,τι θέλεις, αλλά μη μείνεις» μου λέει «δεν ξέρω πού θα ξεμπερδέψεις τώρα». Τέλος πάντων, ευτυχώς δεν είχαμε κακά ξεμπερδέματα, φτάνει ο Καραμανλής. Να έχει πλημμυρίσει το αεροδρόμιο, να υπάρχει μία λαοθάλασσα σε εκείνη την πλατεία, που ήταν το πάρκινγκ, που ήτανε ο δρόμος, δεν έπεφτε καρφίτσα από κάτω. Μερικοί είχαν διεισδύσει και στην πίστα. Και πώς το λένε, απ' ό,τι μου λέγανε και όλες οι... η λεωφόρος απάνω σχεδόν μέχρι τη Δάφνη ήτανε πηγμένη, τα αυτοκίνητα είχανε μείνει και δεν μπορούσαν να κουνηθούν, και ήταν φρακαρισμένη. Φτάνει το αεροπλάνο, ανοίγει η πόρτα... Α, εγώ εν τω μεταξύ πρέπει να κρατήσω τον κόσμο, δεν μπορεί να πέσουν μέσα στο αεροπλάνο και τους κόψει κάνας κινητήρας. Δεν έβρισκα κανέναν, ούτε αστυνόμο, ούτε αστυφύλακα, ούτε κανέναν. Μάζεψα κάτι τελωνοφύλακες, κάτι τελωνειακούς, κάτι δικούς μας υπαλλήλους, κάτι υπαλλήλους του εστιατορίου, και πιασμένοι χέρι-χέρι προσπαθούσαμε να κρατήσουμε τη σκάλα του αεροπλάνου να μπορεί να κατέβει. Κατεβαίνει ο Καραμανλής, ο οποίος ήταν ένα ράκος, ένας γέρος που έσερνε τα πόδια του. Όταν τον είδα, λέω: «Αυτός ήρθε να μας σώσει; Αυτός στα 10 βήματα, θα σωριαστεί κάτω». Τέλος πάντων, όταν κατεβαίνει, τον πλησίασα, αφού έπεσαν κάτι φιλιά εκεί, του λέω: «Κοιτάξτε να δείτε, από την απάνω που είναι πάρα πολύς ο κόσμος, δεν μπορείτε να βγείτε. Εγώ έχω κανονίσει να περάσετε από μέσα και να βγείτε στο δυτικό και από κει θα σας βγάλουν στην παραλιακή [00:35:00]που δεν το έχουν πάρει είδηση. Και από κει να φύγετε. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε;» Μου λέει: «Ναι». «Τώρα αν θέλετε...» Α, με γνώρισε κιόλας, μου λέει: «Όλο μες στα πόδια μου βρίσκεσαι, είτε φεύγω είτε έρχομαι, εδώ είσαι». Του λέω: «Αν θέλετε τη δική μου γνώμη, επειδή είναι ο κόσμος μαζεμένος, ελάτε στο γραφείο μου, το οποίο έχει μπαλκόνι προς τον κόσμο, να κάνετε έναν χαιρετισμό» του λέω «γιατί είναι κόσμος, να μην το σκάσετε, να φανείτε» του λέω. Οι άλλοι του λένε: «Όχι, πάμε να φύγουμε». «Έχει δίκιο» λέει «πάμε». Πάμε, μπαίνουμε από κάτω, γιατί έπρεπε να μπούμε από το υπόγειο, την πίστα, το υπόγειο και να πάρουμε το ασανσέρ να πάμε στον τέταρτο που ήταν τα γραφεία. Όταν πάω να κλείσω το ασανσέρ, είχανε πέσει δύο τρεις και τραβάνε την πόρτα να μπούνε, τους έσπρωχνα εγώ να μην μπούνε. Οπότε ακούω τον Καραμανλή ξαφνικά εκεί που ήτανε εεε: «Άι στο διάολο, γκρεμοτσακιστείτε έξω να κλείσει η πόρτα». Λέω: «Μπα, κρατιέται ο μπάρμπας». Ανεβαίνουμε πάνω στο γραφείο, του ανοίγω την κουρτίνα, ανάβω και το φως, του λέω: «Βγείτε». «Έλα και εσύ» μου λέει. Του λέω: «Εγώ τι να έρθω;» του λέω. «Εγώ ούτε είμαι πολιτικό πρόσωπο ούτε ήρθαν για να με δουν. Εσείς» του λέω «για εσάς είναι όλοι αυτοί, δεν είναι για μένα». Βγαίνει έξω και ακούω τότε, σου λέω, συγκινούμαι που το θυμάμαι, φώναζαν όλοι: «Ε-ε-έρχεται, ε-ε-έρχεται». Και όταν τον βλέπουν έξω, ακούγεται ένα «Ήρθε!». Όταν ακούγεται το «Ήρθα», δάκρυσα εγώ, μπαίνει και ο Καραμανλής μέσα δακρυσμένος και αυτός και με κοίταζε. Μετά τον φυγάδευσα με τον τρόπο που είπαμε, εντάξει, και από εκεί άρχισε η... νορμάλ. Τώρα τι θυμάμαι μετά από κει.

Δ.Μ.:

Θέλετε να μου πείτε μερικά πράγματα για τα άμεσα γεγονότα εκεί, δηλαδή με το που ήρθε, πώς το βιώσατε εσείς, ας πούμε;

Δ.Δ.:

Υπήρχε η ανησυχία σε όλους μας μην τυχόν γίνει κάτι ανατρεπτικό και ξαναγυρίσουν αυτοί, γιατί δεν ξέραμε τι οργάνωση υπάρχει και τι αντίδραση. Εν τω μεταξύ γίνονται τα γεγονότα της Κύπρου, θυμάμαι και αυτούς που φύγανε, το αεροπλάνο που σκοτώθηκαν όλοι, που είχα πάει να τους αποχαιρετήσω στο δυτικό που φεύγανε, και μετά μάθαμε ότι σκοτώθηκαν όλα τα παιδιά. Άρχισε η προσπάθεια γενικά κάπως να συμμαζευτούμε λίγο. Και δεν θυμάμαι τι άλλο γεγονός έχει γίνει, δεν θυμάμαι κάτι εξαιρετικά. Μετά, θυμήθηκα ένα μάλλον αστείο που είχε έρθει η Θάτσερ. Είχε έρθει η Θάτσερ και με ειδοποίησαν να την παραλάβω και να τη στείλω στη «Μεγάλη Βρετάνια», δεν θα κάναν υποδοχές, και γιατί εκεί θα είχε συνέντευξη τύπου και λοιπά και λοιπά, και να είμαι εγώ μόνο να την παραλάβω. Αλλά είχε γίνει προφανώς ένα λάθος και είχανε μαζευτεί οι δημοσιογράφοι στην αίθουσα επισήμων του Ελληνικού. Φτάνει η Θάτσερ, την υποδέχομαι, της λέω το και το, «έχει γίνει ένα λάθος» λέω «και είναι οι δημοσιογράφοι εδώ». Λοιπόν, λέω: «Μήπως θέλετε να πάτε να τους μιλήσετε;». «Πάμε» μου λέει «να τελειώνουμε». Όταν την πάμε με το αυτοκίνητο εκεί πέρα και τον οδηγό, όταν φτάναμε, μου λέει: «Εγώ δεν ξέρω» μου λέει «ελληνικά. Διερμηνέας;» Λέω: «Εγώ». Λέει: «Καλά αγγλικά μιλάτε, εντάξει». Πάμε εκεί, μία ώρα καθόμουνα δίπλα της, ρώταγα εγώ, έδινα την... στα ελληνικά την απάντησή της, μετέφραζα των δημοσιογράφων, όσων δεν μίλησαν αγγλικά, και ήμουνα στην τηλεόραση, όπως το είδα την άλλη μέρα με τη Θάτσερ. Το βραδάκι με παίρνει μία θεια μου από τη Χίο και μου λέει: «Δημητράκη, παντρεύτηκες;» Λέω: «Γιατί, πού σου 'ρθε, ρε θεία Μέλπω;» Μου λέει: «Σε είδα με μία κυρία στην τηλεόραση, αλλά δεν άκουγα κιόλας» μου λέει «ήμουν από το άλλο δωμάτιο, και κατάλαβα ότι θα ήταν η γυναίκα σου». Λέω 'γω: «Είναι η πρωθυπουργός της Αγγλίας». «Παντρεύτηκες την πρωθυπουργό της Αγγλίας;» Ήταν από τα φαιδρά της καταστάσεως εκεί πέρα γενικά.