© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η ιστορία πίσω από τις φωτογραφίες και το επάγγελμα ενός παλιού Κατερινιώτη φωτογράφου

Κωδικός Ιστορίας
9806
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Κωνσταντίνος Βέργας (Κ.Β.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
19/02/2020
Ερευνητής/τρια
Αθηνά Παπαγιαννούλη (Α.Π.)

[00:00:00]

Α.Π.:

Καλησπέρα. Θα μας πείτε το όνομά σας;

Κ.Β.:

Βεβαίως. Βέργας Κωνσταντίνος του Νικολάου.

Α.Π.:

Είναι Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020. Είμαι με τον κύριο Κωνσταντίνο Βέργα. Βρισκόμαστε στην Κατερίνη. Εγώ ονομάζομαι Παπαγιαννούλη Αθηνά, είμαι ερευνητής στο Istorima, και ξεκινάμε.

Κ.Β.:

Ναι.

Α.Π.:

Πείτε μας.

Κ.Β.:

Γεννήθηκα στην Κατερίνη 19/11 του ‘36.

Α.Π.:

Με τη φωτογραφία… Είστε φωτογράφος.

Κ.Β.:

Το επάγγελμα το διάλεξα… Πήγαινα στο Γυμνάσιο, δευτέρα Γυμνασίου. Ο αδερφός μου απελύθη ο μεγαλύτερος από την Αεροπορία, που είχε πάει εθελοντής το ‘46-‘47, απελύθη. Είχε πάρει την ειδικότητα του φωτογράφου και ήταν υπάλληλος στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών, όπου ξαναεπέστρεψε ως συγγραφέας. Αλλά, άρχισε στο σπίτι να κάνουμε έναν μικρό σκοτεινό θάλαμο για να τυπώνουμε φωτογραφίες. Εν συνεχεία, στη Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον πλάτανο επάνω, ανοίξαμε το πρώτο φωτογραφείο το 1949, όπου ασχολήθηκα πλέον σχεδόν επαγγελματικά με τη φωτογραφία. Παράλληλα με το Γυμνάσιο τις Κυριακές και τις άλλες μέρες φωτογραφία. Ήταν η ασπρόμαυρη φωτογραφία, η οποία τυπωνότανε με σχεδόν πρωτόγονα μέσα. Εν συνεχεία, ήρθε ο πρώτος εξοπλισμός, τον οποίο πήραμε από τον Κούνιο με αρκετά λεφτά τότε, για να μπορούμε να τυπώνουμε τα φιλμ τα κινηματογραφικά των 35mm, γιατί παλιά οι φωτογραφίες ήτανε αρνητικό-θετικό. Φωτιζότανε και εμφανιζόταν. Οι εμφανίσεις και τα λοιπά φάρμακα τα παίρναμε από μια φαρμακαποθήκη της Θεσσαλονίκης καλή, πολύ καλή —είχε ωραία υλικά— και με μία ζυγαριά φαρμακείου κάμναμε τις συνταγές για να κάνουμε την εμφάνιση, το φιξ και να πλύνουμε τη φωτογραφία και να τη στεγνώσουμε στον ήλιο. Μετά βγήκαν οι λαμαρίνες χρωμίου, μετά βγήκε ένα μηχάνημα μεγάλο κυλινδρικό, το οποίο στέγνωνε πολλές, πάρα πολλές φωτογραφίες.

Α.Π.:

Τι είδους φωτογραφίες τραβούσατε;

Κ.Β.:

Οπωσδήποτε ήταν όλες ασπρόμαυρες. Δεν υπήρχε καν ούτε υπόνοια για έγχρωμη φωτογραφία. Και άσπρη-μαύρη φωτογραφία.

Α.Π.:

Τα πολιτιστικά γεγονότα στα οποία σας καλούσανε για τραβήξετε τέτοιες φωτογραφίες;

Κ.Β.:

Δεν υπήρχαν τότε και ούτε ήταν η χρήση φωτογραφίας διαδεδομένη πολύ. Θυμάμαι ότι κάποια εποχή ήρθε στην Κατερίνη η βασίλισσα Φρειδερίκη με το βασιλέα Παύλο και τον αρχηγό του Βασιλικού Οίκου, το στρατηγό Βεντίρη. Ο μόνος που υπήρχε φωτογράφος ήμουνα εγώ. Σταμάτησε στην Αγία Αικατερίνη, όπου ήταν το ρέμα του Κουραδά λεγόμενο, το οποίο εμείς το ερμηνεύουμε όπως το ερμηνεύουμε αλλά σε ένα βιβλίο που έγραψε κάποιος Κατερινιώτης, ο Πασχάλης ο Δαρίβας, πολύ ωραίο βιβλίο, αναφέρεται σαν ξηρό ρέμα. «Κουραντά» θα πει, λέει, ξηρό ρέμα. Εν πάση περιπτώσει, φωτογράφισαν και εν συνεχεία πήγε ο βασιλεύς και η βασίλισσα στην Καλλιθέα, η οποία λεγόταν Βρομερή. Από τη μεσαία στάση, αν στρίψουμε στο 5ο χιλιόμετρο, αν στρίψουμε αριστερά στο πρώτο τετράγωνο δεξιά, εγκαινιάσαν ένα δημοτικό σχολείο, το μοναδικό, το πρώτο στην Καλλιθέα, στη Βρομερή. Οπότε, για μια στιγμή ήταν ο βασιλεύς, η βασίλισσα, ο Βεντίρης και ένας πιτσιρικάς φωτογράφος: εγώ. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Για μια στιγμή λέει η βασίλισσα: «Πώς λέγεται το χωριό;». «Βρομερή». «Πώς;». «Βρομερή». Βεντίρης, με ένα αυταρχικό ύφος: «Τη Δευτέρα το πρωί βασιλικό διάταγμα: Καλλιθέα». Πριν ένα δύο χρόνια ρώτησα τα κορίτσια που δουλεύουν στο μαγαζί μου: «Κορίτσια, την ξέρετε τη Βρομερή;». Όχι, δεν την ξέρανε. Έγινε Καλλιθέα. Και είχε βρομερή γιατί είναι μια πεδιάδα η οποία είναι υπό την θάλασσα. Η περιοχή αυτή είχε πολλά βουβάλια, πάρα πολλά έλη και πάρα πολλά κουνούπια. Το ‘30 με ‘40 οι οικογένειες [00:05:00]φεύγαν απ' την Κατερίνη το καλοκαίρι για να γλυτώσουν την ελονοσία, να μην γίνουν τα παιδιά κιτρινιάρικα! Αυτή ήταν η κατάσταση. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο.

Α.Π.:

Και η φωτογραφία που τραβήξατε στη Φρειδερίκη και στο βασιλιά;

Κ.Β.:

Ναι. Δεν θυμάμαι. Τους έβαλα στη βιτρίνα, για ιδία χρήση, για ιστορία.

Α.Π.:

Μετά το ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο πώς ήτανε τα πράγματα με τη φωτογραφία;

Κ.Β.:

Επί…

Α.Π.:

Υπήρχανε…

Κ.Β.:

Ο ΄Β Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει το ‘44. Μετά άρχισε ο Εμφύλιος, ο Εμφύλιος πόλεμος. Αλλά, εγώ δεν ήμουν τότε φωτογράφος. Ήμουνα… Ευτυχώς ήμουνα λίγο μικρός και τη γλύτωσα γιατί υπήρχανε φοβερές σκηνές απ’ τον Εμφύλιο, Εμφύλιο πόλεμο. Απ’ το ‘49 που ξεκίνησα η άνοδος της φωτογραφίας ξεκίνησε καλά. Δουλειά είχαμε αρκετή και το ευτύχημα στην Κατερίνη ήτανε στο Κουλουκούρι υπηρετούσανε πάρα πολλοί στρατιώτες για την Κατερίνη εκείνη την εποχή. Εν συνεχεία ήρθε η 1η Μεραρχία, η λεγόμενη Ευζώνων. Διοικητή είχε τον Ηρακλή Κοντόπουλο, ο οποίος και έχτισε το στρατηγείο δίπλα από την Αγία Τριάδα, το οποίο μετέπειτα, γιατί είχε φύγει η Μεραρχία από δω κι ήταν ακατοίκητο, το πήρε ο Μητροπολίτης Βαρνάβας και το ‘κανε Μητρόπολη και παραμένει και σήμερα η Μητρόπολη Κατερίνης. Ήταν το στρατηγείο που είχε κτίσει η 1η Μεραρχία. Και η 1η Μεραρχία δεν ήρθε στην Κατερίνη γιατί ζήτησε απ’ το δήμαρχο μερικά οικόπεδα για να κτίσει ξενώνες για τις οικογένειες των αξιωματικών. Και ο τότε δήμαρχος Σολομών Παπαδόπουλος, φοβούμενος ότι οι αξιωματικοί θα μας κλέψουν τις γυναίκες, δεν έδωσε χώρο.

Α.Π.:

Σε γάμους σάς καλούσαν—

Κ.Β.:

Γάμους, βαφτίσια—

Α.Π.:

—, σε τέτοια γεγονότα;

Κ.Β.:

—, γάμους, βαφτίσια συνέχεια. Ασταμάτητα. Όχι μόνο εμένα. Υπήρχαν κι άλλα παιδιά, βοηθοί μου, οι οποίοι πηγαίναν και φωτογραφίζαν.

Α.Π.:

Για τα παλιά φωτογραφεία της Κατερίνης, γνωστά πολύ είναι τα τριποδάκια.

Κ.Β.:

Τα τριποδάκια είναι ένα ολοκληρωμένο φωτογραφείο σε ένα συρτάρι μέσα. Υπήρχε η εμφάνισις και η στερέωσις και στο κουβαδάκι που κρεμότανε απ’ τη μηχανή των τριπόδων ήταν το νερό για να ξεπλύνει την φωτογραφία. Βέβαια, δεν είχανε οι άνθρωπο εκείνοι το φιλμ που είχαμε εμείς και βγάζαμε την φωτογραφία. Είχανε το ίδιο χαρτί σε αρνητικό. Το φωτογραφικό χαρτί είναι αρνητικό. Τραβάς ασπρόμαυρο και βγαίνει αρνητικό. Τυπώνεις το αρνητικό και βγαίνει θετικό. Έτσι είναι και τα φιλμ. Φωτογραφίζανε, αλλά ήτανε δύσκολο, γιατί ήτανε πολύ αργά. Έπρεπε να κρατήσει το φακό για 5 έως 10 δευτερόλεπτα ανοιχτό, να μην κουνηθεί αυτός που έβγαινε φωτογραφία, να μην κουνηθεί η μηχανή για να μπορέσει να βγει καλή η φωτογραφία. Τα εμφάνιζε με ελάχιστο φως που περνούσε από τον ήλιο. Είχε ένα μάτι, άνοιγε ένα μικρό παραθυράκι, έβλεπε μέσα αν ίδια βγαίνει η φωτογραφία, αν ωρίμαζε και εν συνεχεία την έπλυνε και τη στέγνωνε. Ήτανε ωραία τα τριποδάκια. 

Α.Π.:

Θυμάστε κάποιο συνέδριο που έχετε πάει στο εξωτερικό;

Κ.Β.:

Έκθεση φωτογραφίας πρωτοπήγα το 1962 στην Κολωνία της Γερμανίας με τον Τάκη τον Τλούπα από τη Λάρισα, έναν πάρα πολύ καλό φωτογράφο. Έχει αφήσει ιστορία στη Λάρισα. Είναι γνωστό, τουλάχιστον το όνομά του είναι γνωστό. Και με χαρά είχα μάθει ότι το συνέχισε και η κόρη του. Η δε γυναίκα του, η οποία πρέπει να ήταν από την Μεθώνη… Και είχε και εξοχικό κάπου στους πρόποδες του Ολύμπου. Εδώ μετά στη Σκοτίνα κάπου πρέπει να είχε εξοχικό ο Τάκης ο Τλούπας. Την πρώτη φορά ήταν αυτή που πρωτοπήγα και συνέχισα μετά ανά διετία, όλα τα χρόνια μέχρι που αρρώστησα.

Α.Π.:

Και το θέμα της έκθεσης;

Κ.Β.:

Η έκθεση ήτανε πάρα, πάρα πολύ καλή και πάρα πολύ με βοήθησε, αφάνταστα, γιατί πάντα μάθαινα κάτι καινούριο. Οποιαδήποτε εξέλιξη πάνω στη δουλειά μας θα γινότανε στη Photokina. Η κάθε εταιρεία, η Agfa, η Kodak, η Polaroid, όλες εκεί θα παρουσιάζανε τα καινούρια επιτεύγματα, τις καινούριες [00:10:00]εξελίξεις, γιατί και το χαρτί, το φιλμ, όταν πρωτοβγήκε ήταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Και το έγχρωμο, ειδικά το έγχρωμο ήταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Η μία εταιρεία το εμφάνιζε σε 22 βαθμούς, η άλλη σε 35. Υπήρχε διαφορά και ποιοτική και όλα. Αλλά η συχνή επίσκεψη στη Photokina με βοήθησε αφάνταστα. Μάλιστα, γιατί είχε πολύ επιτυχία —γινόταν ανά διετία η Photokina— οι Άγγλοι πήρανε τον άλλον χρόνο, το κάνανε το ζυγό χρόνο. Τα ζυγά χρόνια στην Κολωνία, τα μονά στο Λονδίνο. Ξεκίνησε απ’ το Crystal Palace. Εν συνεχεία κάηκε το Crystal Palace, πηγαίναμε στο Βirmingham International, μια καινούρια αίθουσα που είχαν κάνει έξω από το Βirmingham, αλλά ήθελε δύο ώρες δυόμιση με το τραίνο. Και ξαναγύρισε στο Crystal Palace όταν τελείωσε.

Α.Π.:

Για τους στρασάδες φωτογράφους γνωρίζετε;

Κ.Β.:

Υπήρχανε πάρα πολλά παιδιά τα οποία γυρίζαν και βγάζαν φωτογραφίες στα νυχτερινά κέντρα έξω και ερχόταν και τυπώναν. Και σήμερα ακόμα υπάρχουν αυτοί, οι οποίοι ελεύθεροι. Σήμερα δε έχει γίνει όλοι οι συνταξιούχοι δάσκαλοι, ΔΕΗ, ΟΤΕ κάνουν τους φωτογράφους. Τραβάνε, έρχονται, τυπώνουν στα εργαστήρια —γιατί είμαι φωτογραφείο, αλλά έχω και εργαστήριο πάντα και τύπωνα φωτογραφίες δικές μου και άλλων καταστημάτων πολλών. Μάλιστα, έχω ένα μεγάλο δίκτυο, αλλά είναι προσωπικό αυτό, από πολλούς πελάτες από τα γύρω μέρη της Μακεδονίας: Σέρρες, Δράμα, Γιαννιτσά, παντού.

Α.Π.:

Θυμάστε κάποια φωτογραφία που έχετε τραβήξει η οποία έχει κάποιο ενδιαφέρον, κάποια ιστορία;

Κ.Β.:

Έχω μία φωτογραφία. Υπήρχε κάποιος Παπαγεωργίου από ένα χωριό έξω απ’ την Κατερίνη, ο οποίος είχε τέσσερα παιδιά. Ο πρώτος ο γιος του ήταν άριστος μαθητής, πάντα κατά ομολογία του Πασχάλη του Δαρίβα, ο οποίος τον είχε συμμαθητή και το γράφει στο βιβλίο του. Το έχει το βιβλιοπωλείο εδώ. Να το πάρεις να το διαβάσεις. Είναι πολύ ωραίο. Έχει την ιστορία της Πιερίας. Και λέει αυτός ο Παπαγεωργίου ήταν ο πρώτος μαθητής. Και ήτανε στον Αλβανικό Πόλεμο. Έγινε ανθυπολοχαγός και ήταν ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που σκοτώθηκε από ελεύθερο σκοπευτή μπαίνοντας στην Κορυτσά. Οπότε, αυτός ο Παπαγεωργίου έχασε τον πρώτο γιο. Είχε άλλους τρεις. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί σε αντίποινα που κάναν, συλλάβαν και τους τρεις γιους να τους εκτελέσουνε. Πήγε ο πατέρας και λέει: «Έχω τρία παιδιά. Τα εκτελείτε. Σκοτώστε εμένα. Αφήστε ένα παιδί να ζει». Με σκαιό τρόπο τον διώξαν και του εκτελέσαν τα παιδιά. Έκτοτε αυτός ο άνθρωπος, αφού είχε τέσσερα παιδιά και δεν είχε τίποτα, νυχθημερόν γύριζε με ένα μπουκάλι ούζο στο χέρι και με τέσσερα πένθη στο πέτο του σακακιού του. Και μια μέρα απέναντι απ’ το μαγαζί μου υπήρχε ένας υπαίθριος μπαλωματής. Έπεσε πάνω και του τα διέλυσε. Και έχω μια φωτογραφία που αυτός βρίσκεται σκυμμένος, άθλιος κάτω και το μπαλωματή που διαμαρτύρεται.

Α.Π.:

Θα μας εξηγήσετε λιγάκι τι είναι μπαλωματής;

Κ.Β.:

Μπαλωματής είχε έναν πάγκο, τραπεζάκι και διόρθωνε τα παπούτσια. Υπαίθριος. Έραβε, έβαζε σόλες, ξε-έβαζε σόλες. Όλα αυτά.

Α.Π.:

Υπάρχει και προσωπικό αρχείο φωτογραφίας, έτσι; Που έχετε παλιές.

Κ.Β.:

Έχω μερικές, όχι όλες. Δεν προλάβαινα να κρατήσω ούτε είχα σκεφτεί τότε.

Α.Π.:

Σας καλούσανε και στο στρατό να βγάλετε φωτογραφίες;

Κ.Β.:

Όχι, όχι. Ο στρατός δεν είχε τέτοια.

Α.Π.:

Παλιές ποδοσφαιρικές ομάδες;

Κ.Β.:

Βεβαίως. Τον Όλυμπο, το Μέγα Αλέξανδρο. Αυτή είναι, ο μπαλωματής μ’ αυτόν που έχει πέσει κάτω. Αυτή είναι μια σκηνή του δρόμου έξω απ’ το μαγαζί μας. Αυτοί είναι όλοι τώρα 60 ετών.

Α.Π.:

Αυτή την φωτογραφία, μπορείτε να μας πείτε για την ιστορία αυτής της φωτογραφίας;

Κ.Β.:

Τίποτα. Πηγαίναν από το σπίτι, πηγαίναν στο φούρνο και πηγαίναν μετά και φέρναν τα πλαστά. Αυτά είναι τα λεγόμενα πλαστά. Ήταν 5-6 οκάδες. Στην Κατοχή ο πατέρας μου… Να το πω αυτό; Είναι [00:15:00]προσωπικό. Ο πατέρας μου ήταν η καταγωγή του από τον Αλμυρό του Βόλου και είχε έναν συμμαθητή του και φίλο του, το Γιάννη τον Αμεζίρη, ο οποίος έμενε στην Αθήνα και αλληλογραφούσανε. Στην περίοδο της Κατοχής έβαλε τη μαμά έκανε τέσσερα πέντε πλαστά —δεν θυμάμαι—, τα ‘βαλε σε δύο τσουβάλια και με το τραίνο πήγε στην Αθήνα να τα πάει στο φίλο του να μην πεθάνει απ’ την πείνα. «Τι έγινε μπαμπά;», λέω, «Πήγες;». «Πήγα», λέει, «με δύο». «Γιατί, μπαμπά; Τα άλλα τι τα ‘κανες;». «Στο δρόμο», λέει, «σκελετοί με δάκρυα στα μάτια: ‘‘Ένα ψίχουλο, κύριε. Ένα ψίχουλο’’. Σ’ άφηνε η καρδιά», λέει, «να μην τους δώσεις ένα κομμάτι; Θα μου πεις θα σωνόταν; Αλλά, έπρεπε να τους δώσεις ένα κομμάτι, οπότε», λέει «έφτασα στον Αμεζίρη… Με ούτε τα μισά», λέει, «δεν είχα φτάσει». Αυτή ήταν η περίφημη Κατοχή.

Α.Π.:

Άρα, αυτή ήταν η εξέλιξη της φωτογραφίας μέσα σ’ αυτές τις δεκαετίες από τότε που ξεκινήσατε εσείς.

Κ.Β.:

Ε ναι. Ξεκίνησε μετά, άρχισε η έγχρωμη να βελτιώνεται, να βελτιώνεται κάθε μέρα, να τυπώνεται με αυτόματες μηχανές. Ξεκίνησε και τώρα σήμερα έχουμε άριστες μηχανές, άριστες μηχανές, οι οποίες κάνουν όλες τις δουλειές.

Α.Π.:

Η μεγαλύτερη δυσκολία που έχετε αντιμετωπίσει με τις παλιές μηχανές, με την ασπρόμαυρη φωτογραφία ποια ήτανε;

Κ.Β.:

Με την ασπρόμαυρη δεν υπήρχαν δυσκολίες. Ήταν όλα ευκολίες. Τώρα γίνονται με τις έγχρωμες, που θέλει ηλεκτρονικούς και θέλει και θέλει και θέλει. Μην το συζητάς. Τεχνικούς ανωτέρας εκπαιδεύσεως, λέιζερ. Οι μηχανές τυπώνουν με λέιζερ αυτή τη στιγμή, με τρεις κεφαλές λέιζερ. Αντικατασταθήκαν οι λάμπες με λέιζερ.

Α.Π.:

Ωραία. Αυτά.

Κ.Β.:

Έγινε.

Α.Π.:

Ευχαριστούμε πάρα πολύ—

Κ.Β.:

Παρακαλώ κορίτσι μου.

Α.Π.:

—για την κουβέντα. Να είστε καλά.

Κ.Β.:

Να ‘σαι καλά. Και ‘συ.

Α.Π.:

Ευχαριστούμε πολύ.

Κ.Β.:

Κι εσύ.