© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Τα ναυτικά μίλια της πρώτης Ελληνίδας ασυρματίστριας

Κωδικός Ιστορίας
9799
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ευγενία Ρακιτζή (Ε.Ρ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
06/03/2020
Ερευνητής/τρια
Αντωνία Μαρκοβίτη (Α.Μ.)

[00:00:00]

Α.Μ.:

Ονομάζομαι Αντωνία Μαρκοβίτη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και σήμερα είμαστε καλεσμένοι στο σπίτι της κυρίας Ευγενίας Ρακιτζή, που θα μας διηγηθεί μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία. Καλησπέρα.

Ε.Ρ.:

Καλησπέρα σας. Το όνομά μου το είπατε. Είμαι γεννημένη το 1951, Δεκέμβριος του ‘51. Για να πω εν συντομία την όλη ιστορία και το πώς έφτασα στο να γίνω ασυρματίστρια, μεγάλωσα… Στα 7 μου χρόνια πήγαμε Γερμανία με τους γονείς μου. Εκεί πήγα σχολείο, εκεί μεγάλωσα. Και στα 17 μου επέστρεψα Ελλάδα για να μάθω τα ελληνικά, τα οποία, βέβαια, δεν τα ήξερα, γιατί εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ελληνικό σχολείο. Ξεκινώντας με τα ελληνικά, βέβαια, εντάξει, πήγα πάρα πολύ καλά, άσχετα αν ήταν δύσκολα, με σκοπό πάλι να γυρίσω Γερμανία, γιατί ήθελα να πάω Ιατρική, να σπουδάσω εκεί.Στην πορεία εδώ γνώρισα το μελλοντικό σύζυγο, ο οποίος ήταν μηχανικός εμπορικού ναυτικού και θα ξεκινούσε πλέον την καριέρα του στα πλοία. Η μέλλουσα πεθερά μου το σκέφτηκε λιγάκι και σου λέει, εάν φύγει Γερμανία η Ευγενία, ο γιος της δεν θα ερχόταν Ελλάδα να τη βλέπει, πολύ φυσικό δηλαδή. Άρα, είχε την ιδέα… Είχε ακούσει πως υπήρχαν ανθυποπλοίαρχοι γυναίκες, άρχισαν να πηγαίνουν, ασυρματιστές. Εντάξει, το τύπωσα εγώ. Γράφω ένα γράμμα στο σύζυγο —γιατί εκείνη την εποχή ούτε κινητά, τίποτε— στο φίλο μου τότε και του λέω ότι το και το. Μου άρεσε η ιδέα. Βέβαια, εγώ περίμενα να πάρω ένα γράμμα, πραγματικά δηλαδή, ενθουσιασμένος κλπ… Ο Θωμάς όμως, επειδή είναι πολύ—

Α.Μ.:

Συγκρατημένος;

Ε.Ρ.:

ας πούμε συγκρατημένος, στο γράμμα έγραφε μόνο όλες τις δυσκολίες των βαποριών. Λοιπόν, εμένα δεν με πείραζαν όμως αυτά τα πράγματα. Έτσι, αντί Ιατρική Γερμανία πήγα στη Σχολή Ασυρματιστών στη Θεσσαλονίκη, στον Ευκλείδη. Πριν τελειώσει το πρώτο έτος παίρνει τηλέφωνο ο Θωμάς και λέει: «Δεν φέρνεις και τα χαρτιά;». Ήταν για το Πάσχα να πάω δυο βδομάδες στη Μασσαλία, μια που ήταν το βαπόρι dry docking. Ήταν το «Courageous Colocotronis». «Δε φέρνεις και τα χαρτιά του γάμου μαζί;». «Μα πώς; Γιατί πρέπει να παντρευτούμε;». «Μπορείς το καλοκαίρι να έλθεις μαζί». Οπότε, έρχομαι Νάουσα από Θεσσαλονίκη, ενημερώνω τη μητέρα μου, εκείνη την πεθερά μου —μετέπειτα, ας πούμε, πεθερά μου. Στενοχώρια η πεθερά μου: «Συμπεθέρα, εσύ θα πας; Εγώ πώς θα πάω;». «Δεν πειράζει. Εγώ θα τακτοποιήσω όλα τα χαρτιά».

Ε.Ρ.:

Κι έτσι κι έγινε. Εγώ πήγα αεροπορικώς και μετά για τις μέρες του γάμου. Ο πατέρας μου, βέβαια, ήταν Γερμανία. Η μητέρα μου ήταν μόνο για δυο βδομάδες εδώ. Συνάντηση Μασσαλία για το γάμο. Ο πατέρας μου από Γερμανία, η μητέρα μου και η πεθερά μου στη Μασσαλία. Ήρθανε με το τραίνο, ναι, και παντρευτήκαμε στο «Courageous Colocotronis», μέσα στο πλοίο. Λοιπόν, και ήταν βέβαια και κάτι ωραίες ιστορίες. Βλέπω παρανυφάκια μία μιγάδα και μία άλλη. Παραξενεύτηκα πραγματικά. Μετά διευκρινίστηκε, βέβαια, το θέμα∙ ένας τρίτος μηχανικός αποβραδίς στο καμπαρέ λέει: «Εσείς οι δύο θα έλθετε στο πλοίο». Κρατούσαν τις λαμπάδες. Ο παπάς ήταν Έλληνας, απ’ την ελληνική παροικία της Μασσαλίας. Λοιπόν, κι έγινε μες στο πλοίο πολύ ωραία τελετή, εντάξει, όλο το πλήρωμα εκεί. Μετά καθίσαμε στο σαλόνι να πιούμε ένα ποτό, τέλος πάντων, λίγο να το γιορτάσουμε. Πώς κοιτάζω κάτω απ’ το τραπέζι, κάτι πάτησα, κάτι μου φάνηκε παράξενο. Κοιτάζω. Υποτίθεται θα ‘ταν κουφέτα και ρύζι αυτά που ρίχνανε. Βλέπω κάτι που χωρίζει στη μέση. Τι να ‘ναι αυτό; Κάνω με το παπούτσι μου ξανά, ας πούμε. Πώς κόβεται στη μέση, πώς σπάει στη μέση; Σκύβω κάτω. Τι να δω; Σηκώνω και με μια αφέλεια των 22 ετών «Φασόλια γίγαντες!» κάνω μία. Και σηκώνεται αυτός ο τρίτος μηχανικός, που είχε φέρει τις δυο κοπέλες απ’ το καμπαρέ, σηκώνεται και λέει: «Κυρία Ευγενία, λυπήθηκα τα κουφέτα να τα πετάξουμε. Να τα φάμε στο ταξίδι». Οπότε, με το μάγειρα αλλάξανε και βάλανε φασόλια γίγαντες και μας ρίχνανε. Δεν το καταλάβαμε, βέβαια. Φασόλια γίγαντες και ρύζι.

Ε.Ρ.:

Από εκεί και πέρα, βέβαια, επέστρεψα. Συνέχισα τη σχολή. Το καλοκαίρι μπορούσα σαν σύζυγος να πάω στο πλοίο. Οι πρώτες φουρτούνες μπόλικες. Τις πέρασα με το πρώτο πλοίο. Ήταν στομαχικό το θέμα, γιατί το πρόβλημα… Κάποιος όταν θέλει να πάει να δουλέψει σε ένα πλοίο καλά είναι να το ξεχωρίσει αν ζαλίζεται. Μιλάμε τώρα για ζαλάδα, γιατί αυτό δεν διορθώνεται, ενώ αν κάνεις εμετό με την κακοκαιρία το στομάχι στρώνει, όπως έγινε και σε μένα, δηλαδή. Λοιπόν, τελείωσε. Γύρισα Ελλάδα μετά. Τελείωσα τη δεύτερη χρονιά. Με τα δύο πλοία ήμουν σαν δόκιμος ασυρματιστής, στο ίδιο πλοίο, βέβαια, με το σύζυγο.

Α.Μ.:

Πού ήταν τα πρώτα ταξίδια;

Ε.Ρ.:

Τα πρώτα ταξίδια… Επειδή ήμασταν σε γκαζάδικα… Εδώ, ναι, το πρώτο ταξίδι. Ήταν Jebel Dhanna. Φτάνω στο βαπόρι με πέντε δόκιμους μηχανικούς. Εγώ στη γλώσσα, τα αγγλικά, είμαι πολύ άνετη. Ήτανε το ‘74 20 Ιουλίου. Τα γεγονότα της Κύπρου. Και μάλιστα, καθυστερήσαμε στο αεροπλάνο νομίζοντας ότι ήτανε κάποια βλάβη. Και όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο στη Jebel Dhanna μάς είπαν ότι είχε γίνει στην Κύπρο το πραξικόπημα κτλ. Τι είχε γίνει δεν θυμάμαι. Άλλη εμπειρία εκεί. Τους πέντε δοκίμους τούς πήγαν σε άλλο κτίριο. Άνδρες, έτσι; Εμένα με πήγαν ξεχωριστά με Ευρωπαίους. Από την αγωνία μου, φυσικά, όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Το πρωί σηκώνομαι για να πάω για πρωινό. Με το που κάθομαι σε ένα τραπέζι με συρόμενες πόρτες κλείνουνε αριστερά-δεξιά. Απομονωμένη. Αφού εκεί δεν υπήρχαν γυναίκες στο ξενοδοχείο. Βλέπω τους πιτσιρικάδες να έρχονται κι αυτοί στο κτίριο. Λέω: «Θα τους φέρουν εδώ, χωριστά». Δηλαδή, αυτό ήταν το ‘74. Ντάξει, δεύτερο βαπόρι κι εκείνο πάλι στην αραπιά. Στη Mina Al Ahmadi ήταν, νομίζω. Ναι, Mina Al Ahmadi ήταν. Τα πρώτα μπάρκα μου ήταν, δηλαδή, κυρίως στις αραβικές χώρες, Κόλπος του… πώς το λένε;

Α.Μ.:

Αραβικός.

Ε.Ρ.:

Ναι.

Α.Μ.:

Περσικός.

Ε.Ρ.:

Περσικός Κόλπος, ναι. Μπράβο. Βέβαια, στο πρώτο μου, όταν είδαν γυναίκα, σου λέει: «Ωχ». Το πλοίο ήταν ξεφόρτωτο, γιατί ήταν γκαζάδικο, κατοστάρι βαπόρι. Σου λέει: «Τώρα πώς θα ανέβει;». Υπήρχε ανεμόσκαλα στην πρύμνη. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν η μισή σκάλα, όμως, ήταν στον αέρα. Μου ρίχνουν βιλάι, σχοινί, για να δεθώ. Εννοείται ότι δεν το πήρα. Και σκαρφάλωσα έτσι, γιατί, τώρα, γυναίκα να θέλεις να σταθείς εκεί και να χρησιμοποιήσεις βοηθητικά μέσα, ε, δεν στέκει με τίποτα.[00:10:00] Αλλά, δεν είχα και κανένα πρόβλημα εγώ.Λοιπόν… Σε εκείνο το πλοίο ήτανε; Ξυπνάω το πρωί και ακούω κικιρικί, κόκορα. «Καλά, εγώ δεν είμαι Ελλάδα, σε κάνα χωριό. Πώς ακούγεται εδώ ο κόκορας;». Έρχεται μεσημέρι ο σύζυγος. Του λέω: «Γιατί εγώ άκουγα κόκορα πρωί-πρωί;». Λέει: «Έχει μπερδευτεί. Έχουμε έναν κόκορα στο βαπόρι». Ένας υποπλοίαρχος τον είχε πάρει. Είχε μπερδευτεί. Και να βλέπεις, τώρα, στις ώρες κόκορα να ρουφάει μακαρόνια. Απίθανη εικόνα. Πραγματικά, δηλαδή, απίθανη εικόνα. Βέβαια, σε κάποια φάση εξαφανίστηκε σε κάποια κατσαρόλα. Δεν το καταλάβαμε πότε και πού, αλλά εν πάση περιπτώσει! Λοιπόν…

Α.Μ.:

Και πώς κυλούσε η καθημερινότητα στη δουλειά;

Ε.Ρ.:

Στη δουλειά…

Α.Μ.:

Ωράρια; Και στο πλοίο γενικά.

Ε.Ρ.:

Εντάξει, στο πρώτο πλοίο ήταν Φιλιππινέζος μαρκόνης. Πολύ ευγενικός. Ξεκαθάρισε στο Θωμά ότι «Μαστρο-Τόμας, εγώ» —αυτά, βέβαια, στα αγγλικά— «It’s like my sister». Πράγματι ήταν έτσι. Βάφαμε και τα νύχια. Σε τέτοιο σημείο, οπότε δεν έπεσε πολύ έξω σε αυτό. Το πρωί πήγαινα στον ασύρματο. Βοηθούσα όπου μπορούσα. Μάθαινα μάλλον, κυρίως στην αρχή να μάθω. Εντάξει, δεν καθόμουν κι εγώ. Τις λίστες, ό,τι είχε σχέση με τον ασύρματο, τι δουλειά κάνει ο ασυρματιστής. Σιγά-σιγά έμπαινα κι εγώ στο πνεύμα. Κατά τα άλλα, στα βαπόρια οι ώρες κυλούσαν λίγο παράξενα, δύσκολα, για όποιον δεν δημιουργούσε… να απασχολείται με κάτι που τον ευχαριστεί, είτε είναι διάβασμα… Τυπικά τότε ήταν δυο φορές την εβδομάδα υπήρχε ταινία, βέβαια, και σκάκι να παίζουμε, αν υπήρχαν άτομα που παίζανε το σκάκι, και βέβαια διάβασμα, πολύ διάβασμα. Εγώ, βέβαια, είχα τη λόξα και με τα φυτά, τα διάφορα λουλούδια. Να είσαι μέσα στον Ειρηνικό και να κατεβαίνεις στην τραπεζαρία —αυτό, βέβαια, σε άλλο πλοίο— και να έχεις ένα πιάτο με μικρά αγγουράκια και μικρές ντοματούλες. Ήτανε γιατί μετά από τρεις βδομάδες περίπου τελείωναν όλα τα φρέσκα, ας πούμε, και ό,τι ήταν ήταν κονσέρβα από κει και πέρα. Εγώ καλλιεργούσα στον ασύρματο επάνω διάφορα. Μου άρεζε, οπότε, ντάξει…

Α.Μ.:

Είχατε και τα φρέσκα.

Ε.Ρ.:

Ναι, είχαμε και τα φρέσκα. Κατέβαζα και κάτω στην τραπεζαρία, ας πούμε, μερικές φορές.Τώρα, το ‘77 πήγαμε με το σύζυγο Πειραιά. Εκείνος για το δίπλωμα του ΄Β Μηχανικού, εγώ για του ΄Β Ασυρματιστή. Εκεί, βέβαια, η αλήθεια είναι ότι από τις έξι γυναίκες —εκατόν έξι άτομα σύνολο να ήμασταν—, βέβαια, καμία δεν ταξίδεψε. Η μόνη που ταξίδεψα ήμουν εγώ.

Α.Μ.:

Είχαν τελειώσει την ίδια σχολή με εσάς;

Ε.Ρ.:

Όχι.

Α.Μ.:

Στη σχολή ήσασταν η μόνη γυναίκα, στον Ευκλείδη;

Ε.Ρ.:

Όχι. Κι εδώ υπήρχαν νομίζω πέντε, στον Ευκλείδη. Αλλά, δεν ταξίδεψε καμία. Ούτε κι οι περισσότερες… Νομίζω γύρω στα τριάντα άτομα ήμασταν και ένας δύο μόνο ταξίδεψαν, αλλά για πολύ λίγο. Ουσιαστικά, εγώ ταξίδεψα μόνο δέκα χρόνια. Δεν ταξίδεψε κανένας άλλος. Δηλαδή, κατά καιρούς όλο και κάποιος θα περάσει από εδώ, τα λέμε, αλλά εκείνοι δεν ταξίδεψαν. Άλλος ταξίδεψε έξι μήνες, δεν του άρεσε. Ασχολήθηκε με τη στεριά. Εκεί στον Πειραιά —η αλήθεια είναι δεν θυμάμαι καλά, αλλά…— ήρθε κάποιος δημοσιογράφος από την Κρατική Τηλεόραση. Να μην πω όνομα, μήπως δεν είναι.

Α.Μ.:

Όπως θέλετε.

Ε.Ρ.:

Ναι. Δεν είμαι σίγουρη αν ήταν ο Σόμπολος. Εγώ ονόματα συνήθως δε θυμάμαι. Αυτό πώς το θυμάμαι δεν ξέρω. Και τον είδα μια φορά εκεί.

Α.Μ.:

Σε κάθε περίπτωση ήταν Κρατική Τηλεόραση.

Ε.Ρ.:

Η Κρατική Τηλεόραση ήτανε, θυμάμαι. Ήρθε κάποιος δημοσιογράφος και ζήτησε κάποια συνέντευξη να πάρει επάνω σε πλοίο. Και ήταν και μία άλλη κοπέλα, η οποία θυμάμαι μόνο το μικρό της: Σοφία. Ασυρματίστρια κι αυτή, αλλά σε ποστάλι και, αν θυμάμαι, του Χανδρή. Σε ποστάλι ήταν εκείνη. Σε εμπορικό πλοίο ή σε γκαζάδικο δεν υπήρχε, για χρόνια δεν υπήρχε γυναίκα ασυρματίστρια. Βέβαια, ήταν την εποχή, το ‘77, που γινόντουσαν πολλές διαφημίσεις στην τηλεόραση: «Γίνε ναυτικός. Θα γυρίσεις μέρη. Θα δεις χώρες», όλα τα ωραία, όλα τα καλά.Βέβαια, εγώ, εντάξει, ήθελα να τα πω όπως ήτανε και τις δυσκολίες, γιατί υπήρχαν πλοία, όπως γκαζάδικα που ήμασταν εμείς —εντάξει, εγώ στον ασύρματο, ας πούμε, ο ασύρματος κανονικά στο λιμάνι έκλεινε, άρα μπορούσα να βγω έξω. Υπήρχαν, όμως, πλοία… Ή, ξέρω ‘γώ, ο σύζυγος τύχαινε οχτώ μήνες να μην πατήσει το πόδι του στη στεριά σαν μηχανικός, γιατί έκανε συντήρηση, όταν σταματούσε, κάποια μηχανήματα. Λοιπόν, υπήρχαν και πλοία που μπορεί να καθόντουσαν στο λιμάνι, κάποια φορτηγά, τα γκαζάδικα όμως τύχαινε ούτε είκοσι τέσσερις ώρες, οπότε οι περισσότεροι δεν προλαβαίναν και να βγουν έξω αν είχαν δουλειά και βάρδια. Ήθελε, όμως, ο δημοσιογράφος να τα πω όμορφα και ωραία. Εγώ τα ‘λεγα όπως ήτανε. Κόψε-ράψε, κόψε-ράψε, κόψε-ράψε. Όταν είδα τελικά —κάτι σαν ντοκιμαντέρ ήτανε— λέω: «Εγώ τα είπα αυτά όλα;». Εν πάση περιπτώσει, στο επάγγελμα του δημοσιογράφου γίνονται αυτά, στη δημοσιογραφία μάλλον.

Α.Μ.:

Αν αναφέρατε πρακτικά κάποιες από τις δυσκολίες που αναφέρατε και στο δημοσιογράφο ή γενικότερα θα εντοπίζατε, ποιες είναι; Ποιες έμειναν σε εσάς πιο έντονες;

Ε.Ρ.:

Εγώ δεν είχα κανένα πρόβλημα. Ήταν κι ίσως και ο χαρακτήρας μου, γιατί κανονικά… για να το πω λιγάκι σωστά: Μια γυναίκα τις περισσότερες φορές, μόνη της στο βαπόρι, θα πρέπει να αποδείξει —πώς το λένε; Γιατί ο σεβασμός δεν επιβάλλεται, τον εμπνέεις, σε εκείνο το βαπόρι το πρώτο, ας πούμε, που ήταν ότι εγώ δε δέχθηκα βιλάι να δεθώ και ανέβηκα την ανεμόσκαλα χωρίς καμία βοήθεια. Έτυχε σε μία κακοκαιρία να σταματήσει το ραντάρ, να είμαστε κοντά στη στεριά. Ήτανε νύχτα κι ανέβηκα επάνω στην κεραία του ραντάρ. Τώρα, γκαζάδικο εκατοστάρι. Ντάξει, όποιος ξέρει από πλοία καταλαβαίνει το μέγεθος. Αλλά, όποιος δεν ξέρει, ας πούμε, σαν περιγραφή, είναι περίπου δυο ποδοσφαιρικά γήπεδα μάκρος. Άρα, αντιστοίχως είναι και η κεραία ψηλά και όλα τα σχετικά.Λοιπόν, ανέβηκα επάνω στην κεραία. Κάποιος με είδε από το μηχανοστάσιο προφανώς και τρέχει κάτω στο σύζυγο και του λέει: «Μαστρο-Θωμά! Η κυρία Ευγενία ανέβηκε στην κεραία του ραντάρ». Ατάραχος ο Θωμάς: «Κάτι θα ‘χε να κάνει». Νυχτιάτικα τώρα. Εν πάση περιπτώσει, όντως, ας πούμε, κάποια ασφάλεια, κάτι ήταν. Δεν θυμάμαι καλά-καλά. Το επισκεύασα και ήμασταν λίγο πιο ασφαλείς.Ήταν οι κακοκαιρίες ζόρικες, γιατί πήγαινες ένα βήμα μπρος, δυο πίσω. Σε ένα πλοίο που κάναμε στον Περσικό, θυμάμαι —τότε ήμουν ακόμη δόκιμος— απ’ τον πολύ τον εμετό έπαθα εξάρθρωση το σαγόνι. Μου βγήκε το σαγόνι! Εν πάση περιπτώσει, ο σύζυγος μετά, σαν μηχανικός, το ‘βαλε πάλι στη θέση του. Άμα ξέρεις την ανατομία, πώς είναι το σαγόνι, το βάζεις εύκολα. Με εκείνο το πλοίο ταξιδεύαμε στον Περσικό, Kochi, Νότια Ινδία.Λοιπόν, στα λιμάνια συνήθως εγώ λόγω γλώσσας, επειδή ήξερα καλά τα αγγλικά, όσοι είχαν πρόβλημα γιατρό, θέμα με τράπεζα, να στείλουν κάποιο έμβασμα κλπ. τους έπαιρνα όλους μαζί μου. Ήθελα να βοηθήσω τους ανθρώπους. Λοιπόν, έτυχε και ο σύζυγος σε αυτό το πλοίο να κρυολογήσει λιγάκι. Πήγαμε εκεί έξω. Τώρα μιλάμε για το ‘76. Ναι, το ‘76 ήτανε. Λοιπόν, πάμε εκεί στο γιατρό. Ένα ανοιχτό ιατρείο ήταν.[00:20:00] Με τσιμεντόλιθους ήταν, με τρύπες δηλαδή οι τσιμεντόλιθοι. Ήταν το τοιχίο το εξωτερικό. Τον βάζει να σταθεί σε ένα μηχάνημα μπροστά. Πατάει το κουμπί, τίποτε. Ξαναπατάει το κουμπί, τίποτε, ο χειριστής, τέλος πάντων. Μετά πάει κοντά στο μηχάνημα, το δίνει μια κλωτσιά και ακούς να παίρνει μπρος το μηχάνημα! Λέω τώρα: «Τι ακτινοβολία και τι πράγμα ήταν αυτό». Το ‘76. Διάφορες. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς τώρα, τι να πρωτοθυμηθεί.Στο Kochi, βέβαια εκεί —γιατί κάθε δυο εβδομάδες ήμασταν στο Kochi. Μια εβδομάδα να πάμε πίσω Περσικό και ξανά πίσω. Βέβαια, η πρώτη άσχημη εμπειρία —όχι άσχημη. Μου κόπηκε το χαμόγελο. Όχι άσχημη εμπειρία για εμένα προσωπικά, αλλά αυτά που έβλεπα: Ερχόντουσαν βάρκες. Τις βλέπαμε, τώρα, κάτω απ’ το πλοίο να μας κάνουν διάφορες παράσταση τύπου για να τους ρίξουμε ρουπίες και οτιδήποτε άλλο θέλαμε. Σε μία βάρκα ήταν τέσσερα άτομα: δυο παιδιά, η γυναίκα και ο σύζυγος. Να έχουν ένα σαν χούλα χουπ, αλλά δεν ήταν μεγάλο, ήταν μικρό, στεφάνι, ας το πούμε έτσι. Έβαζε το παιδί μέσα. Βάζει και το δεύτερο παιδί. Βάζει και τη γυναίκα του. Ε, πόσο, βρε παιδί μου; Αφού δε βλέπαμε χώρο να μπει αυτός. Και όμως, πώς μπήκε εκεί μέσα, το πώς έβλεπα… Έμπαινε στα κορμάκια των παιδιών και της συζύγου του για να μπορεί να μπει κι αυτός μέσα. Λέω: «Τι κάνει ο κόσμος άλλο για να του ρίξεις;». Δηλαδή, φτώχεια εκείνη την εποχή, τι φτώχεια.Μια άλλη βάρκα ήταν ένας μόνος του. Σε έναν κουβά είχε βατράχια. Σε άλλον κουβά πρέπει να ήταν νερόφιδο. Έπινε νερό απ’ τον κουβά. Το νερό, βέβαια, ήταν από εκείνο το ποτάμι, εκβολές του ποταμού. Ήταν ανάμικτο θαλασσινό νερό και ένα χρώμα πράσινο και εγώ δεν ξέρω τι. Παίρνει με τον κουβά νερό. Να πίνει εκείνο το νερό, να καταπίνει χλουπ τον έναν το βάτραχο, άντε το δεύτερο, άντε τον τρίτο βάτραχο. Δεν ξέρω πόσους βατράχους κατάπιε. Και στο τέλος παίρνει το φίδι. Υποτίθεται ότι έκανε κάτι θρησκευτικές κινήσεις και τέτοια. Και το φίδι κατάπιε. Εντάξει, μετά βέβαια, με το θαλασσινό νερό εννοείται ότι τα ‘βγαλε όλα. Αλλά, εμένα μου κόπηκε το χαμόγελο, πραγματικά. Κι ευτυχώς ένας παλιός ναυτικός μέσα μού είπε «Κυρία Ευγενία, όταν θα βγεις έξω μην τυχόν δώσεις λεφτά σε κανέναν», διότι πράγματι, είδα: Ο άλλος μπορεί να ‘ταν, ξέρω ‘γώ, 60-70 —εκεί υπήρχε παλιά… Φαντάζομαι τώρα να μην είναι έτσι τα πράγματα. Γεννιόταν ένα παιδί και ένας γονιός, ας πούμε, για να μπορεί να ζητιανεύει, έσπαζε χέρι, έσπαζε πόδια από αυτά τα παιδιά. Μεγαλώνουν μετά τελείως παραμορφωμένα. Και έβλεπες τέτοια άτομα: «No mama, no papa». 60 χρόνων, 70 χρόνων, και να ζητιανεύουνε. Και μου λέει: «Μη δώσεις λεφτά». Όντως, δηλαδή με το που κατέβηκα, δεν κατάλαβα από πού ήρθανε τριάντα άτομα, σαράντα άτομα: «Ρουπία, ρουπία, μαντάμ», ξέρω ‘γώ. Τι δε λέγανε! Ευτυχώς κρατήθηκα και έτσι ήταν εντάξει.Ένας πιτσιρικάς εκεί Ινδός, 12 χρόνων, επειδή το βαπόρι πήγαινε τακτικά, οι προηγούμενοι το είχαν ντύσει, το είχαν βάλει ρούχα, του είχανε πάρει παπούτσια. Ξυπόλητος ερχότανε. Δεν ήταν μαθημένος σε παπούτσια. Δεν μπορούσε να βάλει παπούτσια. Τα ρούχα τα φορούσε. Οι πατούσες του ή και ολονών… Όλοι ήταν ξυπόλητοι εκεί. Η λαμαρίνα του πλοίου έκαιγε, μιλάμε τώρα πολύ. Πώς πατούσαν εκεί πάνω; Αυγό να ‘ριχνες θα γινόταν κατευθείαν μάτι ωραίο, έτσι, ψημένο. Δεν ξέρω…

Α.Μ.:

Είδατε πολλά σκηνικά και στη στεριά όταν σταματούσε το πλοίο, αλλά φαντάζομαι ότι και τα τοπία που είδατε όσο ήσασταν πάνω στο πλοίο, είτε αυτά ήταν ηλιοβασιλέματα, είτε ανατολές, είτε ζώα του ωκεανού, θα σας έχουν μείνει επίσης ανεξίτηλα.

Ε.Ρ.:

Ναι. Πάρα πολλές, πάρα πολλές εικόνες. Βέβαια, πάρα πολλές απαθανάτισα κιόλας κι εγώ και ο σύζυγος στα slides. Εκείνα τα slides, αν τα δει κανείς, όλη η ιστορία βγαίνει μόνη της, κακά τα ψέματα. Έχω slides που βλέπεις το πλοίο να γίνεται υποβρύχιο στην κυριολεξία. Να τραβάω τις πρώτες φωτογραφίες, ας πούμε, από τον καθρέφτη, δηλαδή απ’ το μπροστινό παράθυρο, βλέποντας την πλώρη. Να έρχεται το κύμα —εν τω μεταξύ, οι πρώτες φωτογραφίες να είναι λίγο σαν να μην έχεις καθαρίσει το φακό από την αύρα της θάλασσας στο φινιστρίνι— και όταν έφτασε το κύμα πάνω στον έκτο όροφο, για να το πω λιγάκι έτσι, οι επόμενες φωτογραφίες βγήκαν πεντακάθαρες. Δηλαδή, έξι ορόφους χτύπησε εκείνο το κύμα ψηλά. Ή έχω και slides που απ’ τη μπάντα, απ’ το πλάι ήταν ο καιρός —για να το πω για όποιον δεν καταλαβαίνει τη «μπάντα»—, να σκεπάζει το gangway, τα πάντα, και έτρεχα από ένα φτερό στο άλλο και απ’ την άλλη μεριά να φαίνεται το πλοίο σαν Νιαγάρας, που πλέον έπεφταν όλα, γιατί ήμασταν ξεφόρτωτοι και έπεφταν όλα μέσα στη θάλασσα, όλο το κύμα εκείνο που καβαλούσε. Βέβαια, ντάξει, μου έχει τύχει και… Ινδικός Ωκεανός ήταν; Ειρηνικός; Μου έχει τύχει —και δεν θυμάμαι καλά αν το έχω τραβήξει φωτογραφία. Η αρχή του… Τυφώνες είναι κατά εκεί; Τα ξέχασα κιόλας. Νομίζω τυφώνες είναι κατά κει… ή κυκλώνες;

Α.Μ.:

Και μουσώνες;

Ε.Ρ.:

Όχι, μουσώνες.

Α.Μ.:

Ίσως κυκλώνας.

Ε.Ρ.:

Ναι, ναι. Αλλά, ναι, θέλω να πω το μάτι, πώς ξεκινά το μάτι.

Α.Μ.:

Το μάτι του κυκλώνα.

Ε.Ρ.:

Ναι, ναι. Έτυχε και αυτό να το δω. Ντάξει, δεν μπορείς εύκολα να πετύχεις τέτοιο πράγμα, έτσι; Μακριά... Θυμάμαι κάτι άλλο πάλι τώρα —απ’ το ένα στο άλλο. Όλα τα χρόνια κάναμε, δέκα χρόνια, σε γκαζάδικα, εκτός από ένα από μικρό φορτηγό του Γκιγκιλίνη από Θεσσαλονίκη για εφτά μήνες, γιατί θέλαμε να πάμε ύστερα Πειραιά να δώσουμε εξετάσεις. Αλλά, το ‘78 ήμασταν σε ένα πλοίο «ΘΕΟΧΑΡΗΣ», του… Δεν μπορώ να θυμηθώ αυτή τη στιγμή. Θα θυμηθώ την εταιρία. Περάσαμε πάρα πολύ ωραία. Εκεί πάλι μου είχε κάνει εντύπωση στην... Κάτι για το Kochi ακόμη. Στο Kochi υπήρχε αυτό που βλέπαμε στην τηλεόραση, τα νεροκεφάλια —πώς λέγονται;— και οι νεροκοιλιές. Τα προβλήματα που υπήρχαν εκεί πέρα από την πείνα, από την…

Α.Μ.:

Τυμπανισμός;

Ε.Ρ.:

Κάπως λέγονται αυτά. Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα πώς λέγονται. Πράγματι, βγαίναμε το βράδυ έξω και να βλέπουμε να είναι ξαπλωμένα κάτω. Θυμάμαι πήγα μια φορά στο παζάρι. Από μακριά βλέπω ένα… κάτι σαν καρπούζι ήτανε, αλλά με μαύρα στίγματα πολλά —από μακριά τώρα. Μαύρα στίγματα. Και λέω: «Αα, αλλιώτικο καρπούζι είναι αυτό». Όταν έφτασα κοντά ήταν όλο μύγες. Δηλαδή, η βρωμιά που υπήρχε εκεί… Είπα ότι, παρόλο που έχω κάνει χολέρα εμβόλιο, αν δεν πάθω εδώ χολέρα, δεν θα πάθω ποτέ στη ζωή μου. Πραγματικά, δηλαδή. Ήταν εκείνη την εποχή και… πώς τα λένε εκείνα τα παπούτσια που είναι τώρα, τα ψηλά;

Α.Μ.:

Οι πλατφόρμες;

Ε.Ρ.:

Πλατφόρμες, μπράβο. Τότε ήταν πάλι οι πλατφόρμες. Και βούλιαζα στη βρώμα. Δηλαδή, το ύψος των 6-7 πόντων και βούλιαζα στη βρώμα. Δεν ξέρω, επόμενο είναι… Και βέβαια, τότε είχαν αρχίσει στην Ι[00:30:00]νδία και οι διαδηλώσεις. Ήταν εποχή που και σε εμάς… και λέγαμε «Το ΠΑΣΟΚ κάνει τις διαδηλώσεις στην Ινδία». Ήταν, δηλαδή, ίδια εποχή κι εδώ πέρα που γινόντουσαν τα σχετικά.

Ε.Ρ.:

Λοιπόν, με το «ΘΕΟΧΑΡΗΣ» κάναμε αλλιώτικα ταξίδια, εννοείται, γιατί συνήθως με τα γκαζάδικα ήμασταν, εντάξει, πολύ Αμερική, Μπαχάμες, με το φορτηγό —α, και πολύ Περσικό, βέβαια. Εντάξει, εκείνη την εποχή, όμως, το Σουέζ ήταν κλειστό και κάναμε το γύρο της Αφρικής και πάλι επάνω, γιατί πηγαίναμε Αμβούργο, ξέρω ‘γώ, Ρότερνταμ και τέτοια. Βέβαια, θα σου δείξω μετά —έχω έναν χάρτη— τα ταξίδια που κάναμε με το «ΘΕΟΧΑΡΗΣ», το μοναδικό σωστό βαπόρι-φορτηγό. Εξαίρετος ο καπετάν Δημήτρης ο Μεθενίτης. Χιώτης. Πήγαμε σε τελείως διαφορετικά μέρη, ακόμη και στις λίμνες, να φορτώσουμε σιτάρι. Περνώντας τη —Huron ήτανε;— τη λίμνη —νομίζω— είχε τόσο λιμνοταραχή, που —εμείς ήμασταν ξεφόρτωτοι— αναγκαστήκαμε να φουντάρουμε, να πιάσουμε δηλαδή στεριά, να φουντάρουμε, γιατί ήταν φοβερό το κύμα. Σε λίμνη! Οι λίμνες εκεί, βέβαια, είναι... Δεν βλέπεις τη στεριά, έτσι; Τεράστιες είναι.Λοιπόν, όταν φτάσαμε στο Μόντρεαλ άρχισε το ψιλό χιόνι. Ήτανε Σεπτέμβριος-Οκτώβριος. Και βέβαια, ήμασταν τα τελευταία βαπόρια που φεύγαμε από κει. Φορτώσαμε σιτάρι και πήγαμε στη Νάπολη. Ξεφορτώσαμε στη Νάπολη. Ήταν τη μοναδική φορά που μείναμε είκοσι ημέρες, γιατί οι άλλες ήταν λιγότερες οι μέρες. Ντάξει, ωραία ήτανε κι εκεί. Δεν θυμάμαι… Α, ναι. Από Γαλλία φορτώσαμε σιτάρι και πήγαμε άλλο ταξίδι στο Λάγος. Άλλη ιστορία εκεί στο Λάγος.Ήμασταν στη ράδα και όταν ήρθε η ώρα να μπούμε μέσα ήμασταν σε ένα σημείο τέτοιο… Μπροστά μας ήταν ένα φορτηγό μικρότερο γερμανικό, που ταξίδευε συνέχεια εκεί έξι χρόνια, οκτώ χρόνια. Δεν ξέρω πόσα χρόνια. Φόρτωνε γκρέιπφρουτ και τα πήγαινε Αμβούργο. Γνωρίστηκα με την ασυρματίστρια εκεί, τη… Σοφία λεγόταν κι αυτή. Ήταν δεν ήταν 1.50 ύψος, αλλά ήταν φοβερή. Η Σοφία εξυπηρετούσε τα ελληνικά, μικρά πλοία, που δεν είχαν ασύρματο αλλά είχαν μόνο VHF. Όσα ήταν στη ράδα τα εξυπηρετούσε η Σοφία.Όταν πήγα εγώ — ευχαρίστως, πάντοτε δεν υπήρχε θέμα από παντού— το QSP, που λέγεται «δωρεάν μεταβίβαση», το έκανα εγώ. Ένας καπετάνιος —ούτε όνομα, βέβαια, θυμάμαι ούτε το πλοίο θυμάμαι— θέλησε να μας ευχαριστήσει και μας ενημέρωσε ότι θα κάνουν γιορτή για μας. Στα βαπόρια να γίνει γιορτή σημαίνει σούβλα και φαΐ. Δεν μπορείς να κάνεις και τίποτα άλλο. Λοιπόν, στέλνει ένα ταχύπλοο με τον υποπλοίαρχό του να μας πάρει. Μπροστά ήταν η Σοφία με το βαπόρι της, εμείς από πίσω. Ήταν κατά τις 17:00 η ώρα το απόγευμα. Πήγαμε μια χαρά. Ήταν στη ράδα έξω αυτοί. Κάτσαμε, φάγαμε, ήπιαμε. Χάρηκαν που μας γνώρισαν και από κοντά, βέβαια. Δεν το συζητάμε. Έτσι ήξεραν και με ποιον μιλούσαν, ας πούμε. Βέβαια, η διαφορά εμένα με τη Σοφία: Η Σοφία χρέωνε κανονικά τα τηλεγραφήματα σαν Γερμανίδα, ενώ εγώ τα έκανα δωρεάν μεταβίβαση. Κατά τις 23:00-00:00 η ώρα λέμε «Άντε, θα πρέπει να γυρίσουμε κι εμείς», γιατί στο ένα πλοίο, το γερμανικό, ο άνδρας της Σοφίας ήταν ο καπετάνιος, σε μένα ο μηχανικός είχε δουλειά κι εκείνος. Γι’ αυτό δεν μπόρεσαν να έρθουνε μαζί, να μην ανησυχούν για μας.Πήγε ο υποπλοίαρχος να φέρει αυτόν που μας πήγε, ας πούμε, έξω. Μας πήρε. Έρχεται, λέει: «Κάπτεν, δεν έχω βενζίνη». Λέει ο καπετάνιος στον υποπλοίαρχο: «Πηγαίνετε μαζί να βρείτε κάποια βάρκα που να ‘χει βενζίνη». Έκαναν κάπου δυο ώρες να έλθουν. Λοιπόν, ήρθε ένας. Κανονικά θα μας πήγαινε πάλι ο υποπλοίαρχος πίσω. Ο καπετάνιος, όμως, έκοψε το μάτι του και λέει: «Άσε, θα τις πάω εγώ, θα πάω εγώ μαζί». Εμείς δεν καταλάβαμε τίποτε. Λοιπόν, όπως προχωρούσαμε —γιατί εκεί στο Λάγος, εκεί στο αγκυροβόλιο έχει πολλές σαν καλαμιές. Οπότε, ντάξει, εμείς δεν ξέραμε ούτε από τον προσανατολισμό, πού ήταν, πού πηγαίναμε, πού δεν πηγαίναμε. Ευτυχώς είχε και φεγγαράδα. Και σε κάποια φάση, ενώ μιλούσαμε με τη Σοφία, βλέπουμε τον καπετάνιο να βγάζει πιστόλι και να του λέει: «Γύρνα γρήγορα στην πορεία γιατί σε ‘‘καθάρισα’’!». Εμείς κόκκαλο, βέβαια. Αυτός μας πήγαινε αλλού για αλλού. Είχε το σκοπό του. Μαστουρωμένος ήτανε. Αυτό το καταλάβαμε κι εμείς λίγο.Εν πάση περιπτώσει, κι επιστρέψαμε με το πιστόλι στο χέρι του καπετάνιου. Λοιπόν, γυρίσαμε. Όπως φτάναμε απ’ την έξω πλευρά, ας πούμε, του πλοίου, εγώ βλέπω φως αναμμένο. Είχε πάει 04:00 η ώρα. «Φως αναμμένο. Πω! Πω! Θα ‘χει σκάσει», λέω, «ο Θωμάς. Σοφία, τρέχα κι εσύ. Πάω γιατί βλέπω φως αναμμένο». Ανεβαίνω επάνω γρήγορα-γρήγορα. Ανοίγω την πόρτα, ακούω ένα «ζζζζ». Σβηστό το φως. Από την αγωνία μου μπέρδεψα τους ορόφους. Από πάνω ήταν το δικό μου το διαμέρισμα, του ασυρματιστή, που στο πλοίο δεν σβήναμε ποτέ φώτα αν δεν μας ενοχλούσανε, αφού ήταν οι ηλεκτρογεννήτριες. Λοιπόν, ανάβω το φως. «Καλά, κοιμάσαι;». «Γιατί να μην κοιμάμαι;» λέει. Προσπάθησα, έτσι, να ηρεμήσω κι εγώ. «Αφού ήσουν με τη Σοφία» κάνει. Η Σοφία την ήξερε και η τελευταία πέτρα στο Λάγος.Μας πήγε ο πάστορας —δεν ξέρω τι πάστορας ήταν αυτός—, μας έκανε ξενάγηση στα πιο απίθανα μέρη του Λάγος. Βέβαια, δεν άφηνε να βγάλουμε φωτογραφίες πράγματα που δεν θα ‘θελε ας πούμε, παραπέρα. Λοιπόν, όλοι οι ναυτικοί βγαίνανε με ταξί τρεις-τρεις έξω, η Σοφία κι εγώ με τα πόδια. Δεν τολμούσε κανένας να κουνηθεί στη Σοφία. Την ξέρανε. Οπότε, είχα bodyguard 1.50!

Α.Μ.:

Κατάλαβα. Οπότε, μιλάμε για δυο γυναίκες ασυρματίστριες—

Ε.Ρ.:

Ναι, ναι.

Α.Μ.:

—Γερμανίδα, Ελληνίδα.

Ε.Ρ.:

Γερμανίδα, Ελληνίδα, ναι.

Α.Μ.:

Αλλά, εσείς επίσημα —και άλλωστε, και αυτή είναι η βασική αφορμή της συνέντευξης— είστε επίσημα η πρώτη Ελληνίδα ασυρματίστρια.

Ε.Ρ.:

Ναι, ναι.

Α.Μ.:

Και ίσως να μοιραζόσασταν λίγο και μαζί μας ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος ενός ασυρματιστή για κάποιον που δεν ξέρει.

Ε.Ρ.:

Δεν υπάρχει πλέον το επάγγελμα. Τότε ο ρόλος.

Α.Μ.:

Ακριβώς, ναι.

Ε.Ρ.:

Ο ασυρματιστής ήταν εκείνη την εποχή —γιατί τώρα, είπαμε, δεν υπάρχει— το στόμα και τ’ αυτιά του βαποριού. Θυμάμαι μια φορά πιάστηκα απ’ τη μέση μου. Ήρθανε, με σηκώσανε. Έπρεπε να στείλω τηλεγράφημα, γιατί το βαπόρι ούτε φωνή είχε ούτε αυτιά είχε. Δεν μπορούσε να επικοινωνήσει. Λοιπόν, και με σηκώσανε να κάτσω στην καρέκλα, να στείλω το τηλεγράφημα, να με ξανασηκώσουνε, να ξαπλώσω στο κρεβάτι για να συνέλθω. Όταν αρχάς-αρχάς… Ταξίδια με γκαζάδικα, βέβαια, πάλι στον κόλπο του Μεξικού. Από εκεί η επικοινωνία… Ανάλογα στο ποιο μέρος του κόσμου είσαι είναι και οι ώρες επικοινωνίας. Λοιπόν, εκεί ήταν γύρω στα μεσάνυχτα, 02:00 η ώρα, 03:00 η ώρα, δηλαδή τραβούσε προς τις πρώτες μικρές ώρες. Είχα καλό σήμα για να στείλω κατευθείαν Ελλάδα. Εγώ είχα λίγο την… πες λόξα. Ήθελα να ‘μαι σωστή, πες το όπως θέλεις. Τα τηλεγραφήματα τα έστελνα κατευθείαν. Είχαν απορήσει κι από την εταιρία: «Πώς γίνεται με τους άλλους είχαμε τέτοιους λογαριασμούς και με την κυρία Ευγενία μικροί οι λογαριασμοί;». Για[00:40:00]τί τα έστελνα κατευθείαν στο… Αθήνα Ράδιο; Αθήνα Ράδιο. Τα έχω ξεχάσει κιόλας!Και έτυχε εκεί ήτανε προς τα ξημερώματα. Στέλνω το τηλεγράφημα. Ο συνάδελφος της στεριάς, ας πούμε, από το Αθήνα Ράδιο χτυπάει τώρα με τον Κώδικα Μορς: «Αραπίνες μαύρες ερωτιάρες». Οπότε, τον σταματάω και του λέω «Εδώ γυναίκα», μην πει τίποτα άλλο και αισθανθεί μετά άσχημα, μάθει ότι σ’ αυτό το πλοίο είναι γυναίκα. «Καλό ταξίδι κλπ.». Ο άνθρωπος κοκάλωσε. Δεν περίμενε. Πού να καταλάβεις;Ένας Ναουσαίος ασυρματιστής… Έτυχε πάλι εκεί είχαμε κακοκαιρία στον Κόλπο του Μεξικού. Κάποιος τυφώνας ερχότανε. Μας έκανε και εμάς κάτι ζημιές. Και έτυχε να μιλήσουμε και λέω: «Έχω να πάω Αθήνα». «Άμα έχεις να πας Αθήνα, θα πάρεις και ένα δικό μου;». Εννοείται τηλεγράφημα. «Φέρ’ το». Μου δίνει το τηλεγράφημα. «Πάμε λίγο να μιλήσουμε;», γιατί θα πήγαινα εγώ νύχτα πάλι, έτσι; Μέρα ήταν, στα μεσαία επικοινωνήσαμε. Λοιπόν, σε κάποια φάση —είπαμε σε ποια συχνότητα— ακούω να λέει: «Συντονίσου λίγο καλύτερα» —γιατί στον ασύρματο μιλούσαμε πάντοτε… Δηλαδή, όταν εμείς… Οι συνάδελφοι μεταξύ μας δεν γνωριζόμασταν, αλλά μιλούσαμε με τα αρχικά μας. Ας πούμε, εγώ ήμουν «ΕκοΡομεο, Ε.Ρ.» Ευγενία Ρακιτζή. Ο άλλος ήταν «ΟΛΥ» από Ολυμπιακός, ας πούμε. Λέει: «Η φωνή σου… Συντονίσου λιγάκι. Δεν είναι καλή. Η φωνή σου δεν ακούγεται καλά». Λέω: «Καλά ακούς. Γυναικεία φωνή ακούς. Από πού είσαι;» κλπ. Να είναι Ναουσαίος. Και ακούς τώρα το απίθανο. Με θυμήθηκε από το γυμνάσιο που πήγα εδώ πέρα τρία χρόνια, που τελείωσα το Γυμνάσιο. Και ακούς το ναουσαίικο: «Τι λε ρε; Γυναίκα θα με κάνει εμένα Q.S.P.;». «Καλά», λέω, «πήγαινε μόνος σου τότε»! Σε τέτοιο σημείο. Εν πάση περιπτώσει… Αλλά, έτσι…

Α.Μ.:

Οπότε, αυτή ήταν η αντιμετώπιση των γυναικών—

Ε.Ρ.:

Εκείνη την εποχή.

Α.Μ.:

—μέσα στο πλοίο, ωστόσο;

Ε.Ρ.:

Στο πλοίο δεν. Το σεβασμό τον... πώς το λένε;

Α.Μ.:

Τον εμπνεύσατε.

Ε.Ρ.:

Τον εμπνέεις. Δεν υπάρχει περίπτωση. Το ντύσιμό μου δεν είχε καμία σχέση με γυναικείο ντύσιμο. Τα καμαροτάκια που υπήρχανε… Το καμαροτάκι είναι υποχρεωμένος να σε σερβίρει, και στον ασύρματο. Βέβαια, εγώ είχα ξεκαθαρίσει από την αρχή: «Θέλω τόσα σεντόνια και ξεχάστε μας». Στον ασύρματο ήταν υποχρεωμένοι. Ήθελες καφέ; Να σου φέρει καφέ. Ήθελες tea, να σου φέρει. Και αυτό. Εγώ τυπικώς έλεγα όχι «Φέρε μου καφέ», «Μπορείς, σε παρακαλώ, να μου φέρεις έναν καφέ;». Εγώ δεν έπινα, βέβαια, ελληνικό καφέ. Μου τον έφερνε. «Σε ευχαριστώ πολύ. Μπορείς να πηγαίνεις». Τον καφέ, βέβαια, εντάξει, τον πετούσα, γιατί εγώ έπινα βραστό καφέ, αλλά υπήρχε πάντοτε τρόπος σωστός, με ευγένεια να τον έχεις τον άλλον να σε σέβεται και να μην υπάρχει κανένα πρόβλημα. Δεν είχα ποτέ από κανέναν κανένα πρόβλημα, απολύτως κανένα.

Α.Μ.:

Πολύ βασικό.

Ε.Ρ.:

Αυτό είναι πάρα πολύ βασικό. Αλλά, πιστεύω ότι με τη συμπεριφορά μου ήτανε και η αντίστοιχη αντιμετώπιση. Το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορούσα να πάρω από έναν παλιό ναυτικό το πήρα σε αυτό το «ΘΕΟΧΑΡΗΣ» από έναν Πρώτο Μηχανικό, ο οποίος ήταν λίγο, να το πω, μούργος. Εν πάση περιπτώσει, δεν τα πήγαινε καλά με την «κουβέρτα», με τη γέφυρα, δηλαδή τους αξιωματικούς της γέφυρας. Υπήρχε στα περισσότερα πλοία αυτό το πρόβλημα. Ταξιδεύοντας — ναι. Πηγαίναμε για Μπανγκόκ— εκεί πήραν, η εταιρεία έστειλε τηλεγράφημα ο ΄Β Μηχανικός, που ήταν ο σύζυγος, να φύγει να πάει Άμστερνταμ και από κει να πάρει το αεροπλάνο —όλα κανονισμένα— για κόλπο του Μεξικού, Curaçao, δεν θυμάμαι ποιο. Ήταν ένα βαπόρι που είχε ξανακάνει ο σύζυγος και είχανε κάποια προβλήματα μέσα —το ‘ξερε το βαπόρι, εντωμεταξύ, πάρα πολύ καλά— και να πάει στο βαπόρι.Εννοείται ασυρματιστή δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν. Έμεινα μόνη μου στο βαπόρι. Και από τον Ειρηνικό επικοινωνούσα τις πολύ μικρές ώρες, δηλαδή 03:00, 04:00, 05:00 η ώρα το πρωί. Άρα, δηλαδή, εγώ πλέον δεν κοιμόμουν καθόλου, γιατί ήθελα να κάνω και τη βάρδια μου κανονικά. Οπότε, από τον ασύρματο μετά κατέβαινα πρωινό, για να φάω κάτι. Με βλέπει μια φορά αυτός ο μηχανικός, με βλέπει δεύτερη. Εντωμεταξύ, τους έβγαζα όλους και τηλέφωνα, να μιλάνε με τις οικογένειές τους. Δώδεκα ώρες διαφορά δηλαδή 04:00 η ώρα εκεί, 05:00 η ώρα, 17:00 η ώρα απόγευμα εδώ. Λοιπόν, και γυρίζει και μου λέει αυτός ο μηχανικός: «Κυρία Ευγενία, εσύ θα με κάνεις να αλλάξω γνώμη για τους ασυρματιστές». Οι ασυρματιστές θωρούντουσαν οι τεμπέληδες του βαποριού, γιατί στο λιμάνι στραβό το καπελάκι κι έξω. Του λέω «Μαστρο-Γιάννη, εγώ κάνω μόνο αυτό που θεωρώ σωστό», γιατί ξενυχτούσα για να τους βγάλω τηλέφωνα. Κι εκεί που έβλεπες τον άλλον στα λιμάνια εδώ κι εκεί, όταν ήταν και μιλούσε με την οικογένεια να το δάκρυ να τρέχει. Μιλούσε και με τα παιδιά κλπ. Να το δάκρυ να τρέχει! Κι εκεί —στο Μπανγκόγκ πάλι ήταν. Πριν φύγει ο Θωμάς ήταν, γιατί κάτσαμε μερικές μέρες εκεί— διάφορα κοριτσάκια πάνω. Και μάθαινα ότι μέσα στο κύκλωμα ήταν κι αστυνομικοί. Και όλοι για ένα πιάτο ρύζι... να τα επιτρέπουν να έρχονται στο πλοίο. Δηλαδή, δυσκατανόητα πράγματα, για μένα τουλάχιστον.

Ε.Ρ.:

Φεύγει ο Θωμάς απ’ το πλοίο. Φτάνοντας Ολλανδία τού δίνουν ένα τηλεγράφημα να γυρίσει πάλι Αθήνα. Τακτοποιήθηκε το πρόβλημα στον κόλπο του Μεξικού, δεν θυμάμαι, Curaçao, πού ήταν το πλοίο. Γυρίζει Αθήνα και περίμενε τώρα να φτάσουμε στα Φίτζι, από Μπανγκόκ Φίτζι, για να έρθει ξανά πίσω στο πλοίο. Μιλούσα αρκετές φορές, ας πούμε. Οπότε, και ο καπετάνιος —ήταν άλλος καπετάνιος. Δεν ήταν ο καπετάν Δημήτρης. Ήταν άλλος καπετάνιος— εκείνος σου λέει: «Μαστρο-Θωμά, κάτσε εσύ εκεί. Εμείς μια χαρά τα πάμε εδώ πέρα». Στα Φίτζι που φτάσαμε ήρθε ο Θωμάς.Εκεί δε ήταν κάτι... Εκεί οι άνδρες φορούσανε φούστες, σκαρπίνια, τρουακάρ κάλτσες και τσάντες James Bond. Έχω φωτογραφίες. Δηλαδή, είναι απίθανα πράγματα. Στο παζάρι τους ήταν το κάτι άλλο από καθαριότητα. Τα ψάρια καθαρισμένα από βρόγχο, από εντόσθια κλπ. Έβλεπες την καθαριότητα και μπορούσες άνετα να φας φέτα ανανά κομμένο. Σε τέτοιο σημείο. Ένας ασυρματιστής εκεί που μιλούσαμε τακτικά μού λέει φεύγοντας —εμείς πηγαίναμε μάλλον για εκεί και εκείνος έφευγε από κει και μου λέει: «Πες τους δικούς σου όλους εκεί πέρα στο πλοίο μην τυχόν ζητήσουνε σε κάποιο καφέ-μπαρ» —εγώ δεν ξέρω πώς ήταν τα πράγματα αυτά — «από κάποια κοπέλα να κάτσει στο τραπέζι τους, διότι σε εμάς έτυχε μία να αρνηθεί και μέσα σε μισή ώρα ήρθε η αστυνομία, τη μάζεψε, την πήρε με την κατηγορία ότι ήταν αφιλόξενη απέναντι στους τουρίστες ή στους ναυτικούς που ερχόντουσαν. Μην τυχόν» λέει. «Τη λυπήθηκε η ψυχή μας». Δηλαδή, είναι τις συνήθειες που έχουνε, τέλος πάντων, τα ήθη και έθιμα που έχουνε στον κάθε τόπο. Φοβερά ηλιοβασιλέματα εκεί, πάρα πολύ όμορφ[00:50:00]α, με τα φοινικόδεντρα. Ο πληθυσμός εκεί ήτανε σχεδόν μισοί Ινδοί και οι υπόλοιποι ήτανε οι ντόπιοι, αλλά με κατσαρά μαλλιά. Δεν ξεχώριζες, βέβαια, γυναικείο κεφάλι και ανδρικό. Μόνο απ’ τα ρούχα μπορούσες να ξεχωρίσεις. Οι άνδρες με φούστες στενές. Τώρα, πώς αυτό δεν ξέρω.

Α.Μ.:

Και μέχρι ποια ηλικία ταξιδεύατε;

Ε.Ρ.:

Μέχρι τα 31 μου χρόνια, 31 στα 32, διότι αποφασίσαμε θα ‘πρεπε να κάνουμε και παιδιά. Με τα βαπόρια κάθε λιμάνι όχι καημός αλλά κάθε λιμάνι και εμβόλια. Είτε στο Λάγος με τη μαλάρια, χολέρα κάθε έξι μήνες ούτως ή άλλως, βατσίνα, κίτρινο πυρετό, ό,τι μπορούσες να φανταστείς τα τρώγαμε. Και αποφασίσαμε να γυρίσουμε για να νοιαστούμε να κάνουμε και σχετικά οικογένεια, τα παιδιά κλπ. Μάλιστα, περίμενα και δυο χρόνια. Έλεγα, ας πούμε: «Χρόνος αποτοξίνωσης από τα τελευταία εμβόλια που έφαγα». Δεν τολμούσα εγκυμοσύνη, διότι στο τελευταίο βαπόρι που πήγα, στον Παναμά, με μία άλλη κυρία —εκείνη ήταν σύζυγος του steward— την είδα, έτσι, λίγο γεματούλα. «Πόσα παιδιά έχεις;» κτλ. Μου λέει: «Δύο εγκυμοσύνες, ένα παιδί». «Πώς και τι;», μείναμε και τρεις μέρες εκεί πέρα. «Με το που παντρευτήκαμε, μετά από λίγο μου πήρε ο σύζυγος μου και μου ‘πε να πάω». Πήγε στον Πειραιά, στο Υγειονομικό. Τη ρώτησαν αν είναι έγκυος. Λέει όχι. Και τι ήταν αυτό; 18-19 χρόνων κοριτσάκι ήτανε. Δεν τη λένε: «Κοίταξε μην μείνεις έγκυος σαράντα μέρες, ώσπου να ξεθυμάνει το μικρόβιο», ας το πούμε. Λοιπόν, πάει στο βαπόρι, μένει έγκυος, τραβάει όλη την εγκυμοσύνη... Τερατογένεση. Και έγινε ευθανασία. Η ίδια δεν το είδε καν.Οπότε, εγώ περίμενα δυο χρόνια, όχι σαράντα μέρες που λένε, δύο χρόνια και μετά αποφάσισα. Και εντάξει, τέσσερα παιδιά μια χαρά είναι.

Α.Μ.:

Μάλιστα. Αυτές είναι οι δυσκολίες που λέγατε πριν ότι υπάρχουν και πρέπει ο κόσμος να ξέρει.

Ε.Ρ.:

Υπάρχουν πάντοτε, αλλά νομίζω ότι το βασικότερο ήτανε πώς το χειριζόταν ο καθένας. Δηλαδή, είτε ήτανε γυναίκα είτε άντρας, νομίζω η συμβίωση στο βαπόρι αναγκαστικά —γιατί τουλάχιστον τα γκαζάδικα είχαν κάπου εκείνη την εποχή σαράντα άτομα πλήρωμα— θα πρέπει και τώρα να είναι από όλες τις πλευρές σωστή, πιστεύω, είτε μόνο άνδρες είναι είτε και γυναίκα μέσα. Εγώ σαν γυναίκα ήταν η αλήθεια πως ήταν κάτι πρωτοποριακό εκείνη την εποχή. Μετά, νομίζω, είχα ακούσει κάνα δυο τρεις ακόμη ότι ταξιδεύανε, συνήθως, βέβαια, ασυρματίστρια και καπετάνιος, όχι μηχανικός. Έτσι ήτανε ο συνδυασμός. Δηλαδή, ήτανε αντίθεση μεγάλη, γιατί υπήρχαν οι διαφωνίες μεταξύ κουβέρτας και μηχανής πάντοτε.

Α.Μ.:

Μας ταξιδέψατε πολύ με όλες αυτές τις πορείες, με τις διηγήσεις. Πώς έκλεισε το τελευταίο σας ταξίδι; Ήταν συγκινητικό;

Ε.Ρ.:

Το τελευταίο ήτανε... Ντάξει, εμείς προλάβαμε και φύγαμε. Θέλαμε να φύγουμε από Νέα Υόρκη. Μας παρακάλεσαν να παραμείνουμε. Γυρίζουμε. Χειμώνας ήτανε και ο Ατλαντικός βγάζει φίδια, που λένε. Στην Αμερική ο σύζυγος είχε πει —ήταν του Πατέρα, νομίζω, ένα πλοίο. Ναι— τους είχε ενημερώσει ότι... Σε αυτό το πλοίο που ήμασταν, στο τελευταίο, είχε κάνει ο σύζυγος κάποια χρόνια πριν με του «Colocotronis». Το πήρε άλλος και άλλαξε το όνομα του βαποριού. Λοιπόν, και τους είπε ότι κάνει κάποιο θόρυβο το πηδάλιο. Δεν το δώσαν σημασία. Γυρίσαμε πίσω, Αλγέρι, φορτώσαμε και στο Γιβραλτάρ φύγαμε εμείς. Δεν προλάβαμε να έρθουμε Ελλάδα. Αρχίσαν τα τηλέφωνα. «Μαστρο-Θωμά, το ένα, μαστρο-Θωμά, το άλλο. Αυτό τι γίνεται;». Έφυγε με την κακοκαιρία, γιατί είχε φύγει ο ένας ο πείρος. Το πηδάλιο αυτό είναι τεράστιο, τώρα, εντάξει. 3 μέτρα —πόσο είναι;— ύψος. Είναι στερεωμένο με πείρους. Έφυγε ο ένας ο πείρος, άρα το πηδάλιο έγειρε, οπότε το βαπόρι έκανε κύκλους. Δεν μπορούσε. Και ο καπετάνιος που ήταν μέσα, από ό,τι μας είπανε, είχε πολλά προβλήματα. Κλείστηκε στο αυτό, γιατί το πλήρωμα ξεσηκώθηκε. Ήταν τόση η κακοκαιρία που δεν μπορούσαν να δέσουν ούτε ρυμουλκά.Έφτασε το πλοίο. Το ‘παιρνε πλέον, ας πούμε, ο αέρας, τα ρεύματα, όλα. Κόντεψε να φτάσει προς τα πάνω, Καναδά, έτσι όπως ήταν ο καιρός, ας πούμε. Ταλαιπωρήθηκαν κάπου είκοσι μέρες μέσα. Είκοσι μέρες να χτυπιέσαι και να μην ξέρεις αν —γιατί δεν μπορούσαν να δέσουν ούτε τα ρυμουλκά. Ήταν τόσο άσχημη η θάλασσα. Και συνέχεια είχαμε τηλεφωνήματα. Δηλαδή, ήτανε… Και κάτσαμε αρκετά σε εκείνο το πλοίο. Το πονάς μετά, έτσι, το νιώθεις αλλιώς ένα πλοίο όταν είσαι αρκετό καιρό μέσα και περνάς και καλά. Ο καπετάνιος, βέβαια, του πλοίου εκείνου ήτανε μετέπειτα νονός του πρώτου μου παιδιού. Είχε πει: «Θέλω να βαφτίσω το πρώτο σας παιδί». Οπότε, περάσαμε πάρα πολύ καλά. Όταν υπάρχει καλός κόσμος μέσα, δεν το συζητάμε.Και κάτι άλλο όταν υπάρχει καλός κόσμος. Λοιπόν, με το πλοίο πηγαίνοντας τελευταία για Curaçao, στο πλοίο μέσα ήταν άλλος καπετάνιος, ο οποίος, είπαμε, τα έτσουζε λιγάκι. Βγήκε έξω. Ο πιλότος, όμως, ήρθε, η ώρα να φύγουμε. Τον παίρνω στο σαλόνι του καπετάνιου. «Τώρα τι γίνεται;» λέω. Και άρχισα εγώ σε «κονσομασιόν». Γιατί; Δε θυμάμαι πώς ανέφερε ο πιλότος και του λέω για την ελληνική γλώσσα κάτι. Λέω: «Καθίστε». Του έφερα κάτι, σερβίρισα εκεί πέρα. Και πιάνουμε συζήτηση για την ελληνική γλώσσα. Μου είπε όλον τον Όμηρο απ’ έξω. Όλον τον Όμηρο! Μου είπε ότι όταν είναι ενρινόληκτο η λέξη «Ελλάς» και όταν είναι φωνηεντόληκτο μπαίνει «h» —τα ‘χω ξεχάσει, κιόλας—, μπαίνει το «h», η δασεία γίνεται «h» και όταν είναι φωνηεντόληκτο, όπως το «άλας», «salt», γίνεται σίγμα. Πέρασε η ώρα και γλιτώσαμε 15.000 δολάρια πρόστιμο με τη συζήτηση, για αυτό είπα σε εισαγωγικά—

Α.Μ.:

Κονσομασιόν;

Ε.Ρ.:

—κονσομασιόν, ναι, διότι θα τρώγαμε 15.000 δολάρια πρόστιμο σαν πλοίο, διότι ο καπετάνιος δεν ήταν εκεί για να φύγει το πλοίο. Τύχαινε κι αυτά. Δηλαδή, στη δουλειά τη δικιά μου έπρεπε να είμαι—

Α.Μ.:

Ευέλικτη;

Ε.Ρ.:

—ευέλικτη. Έτσι θεωρούσα σωστό, γιατί ό,τι είχε σχέση με την εταιρία —όποια εταιρία και να ήτανε και το πλοίο— εγώ έπρεπε να ‘μουν εντάξει. Το ‘θελα να είμαι. Όπως και τύχαινε πολλές φορές —τώρα από το ένα θέμα στο άλλο: «Κυρα-Ευγενία, θα κάνουμε σαρμάδες;». «Θα κάνουμε». Για σαράντα άτομα σαρμάδες, με το μάγειρα βέβαια μαζί. Εντάξει, όχι όλα εγώ. Ή, ξέρω εγώ, φτάσαμε στο… Ujung Pandang ήτανε; Στην Ταϊβάν. Νομίζω Ujung Pandang. Και στη ράδα περιμέναμε. Μετά από τόσο ξενύχτι ο καπετάνιος λέει: «Πάρτι!». Άλλο ένα ξενύχτι, έτσι; Ναι, αλλά το πρωί θα ερχόταν ο πιλ[01:00:00]ότος, άρα 04:00 η ώρα εξαφανίστηκαν όλοι για ύπνο.Λέω τον καπετάνιο: «Για να συνέλθετε το πρωί, ξύπνα το μάγειρα να φτιάξουν καμιά σούπα». Εγώ συνέχισα, δηλαδή, το τράβηξα σαρανταοκτάωρο. Ήρθε ο μάγειρας δυο ώρες νωρίτερα, τραβήξαμε τα κοτόπουλα, ξέρω ‘γώ τι ήταν εκεί πέρα, κάναμε μια βαρβάτη σούπα για να φάνε όλοι, για να μπορούν να ‘ναι εντάξει, γιατί εκεί ήταν ζόρικα στο να μπούμε μέσα. Και μετά, όταν τελείωσε, τέλος πάντων, τις υποχρεώσεις που είχε ο καπετάνιος στο λιμάνι, ήταν και μια άλλη γυναίκα ενός Τρίτου Μηχανικού —πάλι Χιώτης κι εκείνος— και μας πήρε να μας ξεναγήσει έξω. Ο καπετάνιος, βέβαια, κοιμόταν στο ταξί και ο ταξιτζής μάς έλεγε πέντε πράγματα, ξέρω ‘γώ, για το γύρω. Είναι πολλές οι εμπειρίες.

Α.Μ.:

Πάρα πολλές ιστορίες.

Ε.Ρ.:

Πολλές ιστορίες και ατελείωτες. Μία-μία και ξεκάρφωτες μπορεί να ‘ρχονται, αλλά… Ντάξει, τελειωμό δεν έχουνε. Εάν είχα γράφειν, θα είχε, έτσι, ένα πολύ ωραίο βιβλίο, αλλά δεν είχα γράφειν. Κακά τα ψέματα. Με τα ελληνικά μου, που τα ‘μαθα αργά—

Α.Μ.:

Έχετε λέγειν.

Ε.Ρ.:

—, δεν πήγαιναν.

Α.Μ.:

Πάντως, πήρα τη λέξη-κλειδί πριν. Είπατε «σαρμάδες». Μιας και είμαστε στη Νάουσα και εδώ πέρα είναι από τα αγαπημένα μας φαγητά—

Ε.Ρ.:

Έτσι, έτσι.

Α.Μ.:

—, το ενδιαφέρον στις ιστορίες σας, κυρία Ευγενία, είναι ότι ανακαλύψατε τόσες κουλτούρες αλλά επιστρέψατε στον τόπο σας και προωθείτε την κουλτούρα μέσω της ενασχόλησής σας τώρα με τα παραδοσιακά προϊόντα.

Ε.Ρ.:

Έτσι, έτσι, έτσι, έτσι.

Α.Μ.:

Οπότε, για να κλείσουμε αυτή την ευχάριστη ιστορία, θα ήθελα να ρωτήσω, με αυτή την ενασχόληση τώρα, από όλες αυτές τις ιστορίες, άνθρωποι που γνωρίσατε ήρθαν εδώ στη Νάουσα; Τους δείξατε τα έθιμά μας, τα φαγητά;

Ε.Ρ.:

Ναι, ναι, ναι. Έχει τύχει, μάλιστα, και άνθρωποι που δεν περίμεναν να με βρουν εδώ να βρεθούν έτσι, να με βλέπουν: «Καλά, εσύ», λέει, «πώς εδώ;». έχει τύχει και αυτό. Ναυτικοί. Έχει τύχει κι αυτό. Εκεί που δεν περιμένεις, δηλαδή, συναντάς ανθρώπους. Τώρα να είσαι στο πλοίο μαζί, να μην έχεις επαφή, έτσι; Δεν το συζητάμε. Κάθε πλοίο και άλλα σαράντα άτομα. Στα δέκα χρόνια πόσα να συγκρατήσεις και με πόσους να ‘χεις και κάθε καρυδιάς καρύδι; Εντάξει, δεν το συζητάμε. Αλλά, να έρθει εδώ και να μείνει κόκκαλο, ας πούμε, να με δει εμένα, «Μα πού σε ξέρω, πού σε ξέρω;». Όπως κάποτε είχε έρθει —γιατί εκτός αυτό το μαγαζί τώρα με τα παραδοσιακά, την πρώτη δουλειά, όταν ήρθαμε εδώ, ανοίξαμε, ήταν οι κουβέρτες της «Vetlans Νάουσα». Ήμασταν υπ’ αριθμόν ένα χονδρική διάθεση της «Vetlans Νάουσα» σε κουβέρτα.Εκείνη την εποχή υπήρχε και πολύς τουρισμός εδώ, εγχώριος, έτσι; Μπαίνει ένας κύριος μέσα. Εξυπηρετούσα εκείνη την ώρα ένα ζευγάρι. Μπαίνει ένας κύριος μέσα. Τον βλέπω. «Καθίστε, παρακαλώ» του λέω. «Εγώ κάπου σας ξέρω». «Αχ, κοπέλα μου! Εκεί που είμαι εγώ αποκλείεται» λέει. Εν πάση περιπτώσει, τελειώνω με το ζευγάρι και ήρθε φλασιά: «Σας έχω δει ή στη Mina Al Ahmadi ή στο Kharg Island ή στη Jebel Dhanna», Περσικό κόλπο. «Kharg Island είμαι!» λέει. «Εσύ τι δουλειά έχεις εκεί πέρα;». Έτυχε να πάμε στο Kharg Island απ’ τα πολλά λιμάνια, τέλος πάντων. Ήταν η εποχή του Σάχη που, όπως κι εδώ με τη Χούντα που ήταν, στον κινηματογράφο —γιατί υπήρχε μόνο ένα Seaman’s Club. Δεν είχες πουθενά αλλού να πας. Λοιπόν, έτυχε στο Seaman’s Club να τον δω. Τώρα μιλάμε πόσα χρόνια πριν, έτσι; Αλλά, ήμουν προσωπομνήμων πάρα πολύ και είμαι ακόμη. Και έμεινε ο άνθρωπος έτσι. Μετά από, ξέρω ‘γώ, είκοσι χρόνια τον θυμήθηκα. Αλλά, πού; Kharg Island, τώρα, να έρθει εδώ στο μαγαζί για να πάρει κουβέρτες. Συμπτώσεις. Για αυτό λένε καμιά φορά η ζωή πώς τα φέρνει δεν μπορείς να φανταστείς.

Α.Μ.:

Πολύ όμορφο. Οπότε, νομίζω πως όποιος σας επισκεφθεί τώρα στο μέλλον στη Νάουσα, έχει να ακούσει πολλές ιστορίες.

Ε.Ρ.:

Εντάξει.

Α.Μ.:

Σας ευχαριστούμε πολύ για τις διηγήσεις. Είναι…

Ε.Ρ.:

Χαρά μου είναι.

Α.Μ.:

Πόσο μάλλον για εσάς που τα ζήσατε.

Ε.Ρ.:

Είπα ότι αν μπορούσα να είχα γράψει ορισμένα πράγματα, θα ήτανε πράγματι πολύ ενδιαφέρον, πάρα πολύ ενδιαφέρον.

Α.Μ.:

Ήταν ένα ναυτικό ιστόρημα. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, κυρία Ευγενία.

Ε.Ρ.:

Κι εγώ ευχαριστώ.