© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Η ζωή μιας γυναίκας από τον Πλακάδο στην Αυστραλία ως μετανάστρια εργάτρια

Κωδικός Ιστορίας
9791
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ελένη Τζαννή (Ε.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
02/01/2020
Ερευνητής/τρια
Παναγίτσα Ξενιτέλλη (Π.Ξ.)
Π.Ξ.:

[00:00:00]Γεια σας. Πείτε μου το όνομά σας.

Ε.Τ.:

Ελένη Θεοδώρου, ήταν το πατρικό μου, τώρα ονομάζομαι Ελένη Τζαννή.

Π.Ξ.:

Ωραία. Εγώ είμαι η Ξενιτέλλη Παναγίτσα. Sήμερα είναι 2 Ιανουαρίου του 2020 και βρισκόμαστε στο χωριό Πλακάδος. Πότε έχετε γεννηθεί;

Ε.Τ.:

Το 1944.

Π.Ξ.:

Ημερομηνία;

Ε.Τ.:

8/10. Έλεγε η μαμά μου ότι είχαν φύγει οι Γερμανοί και γεννήθηκα… έστελναν οι Αμερικανοί τα τρόφιμα. Ήμουν σε πολύ καλή εποχή γεννημένη.

Π.Ξ.:

Γεννηθήκατε εδώ πέρα στο χωριό;

Ε.Τ.:

Εδώ στον Πλακάδο.

Π.Ξ.:

Και οι γονείς σας από πού είναι;

Ε.Τ.:

Οι γονείς μου ήταν από τον Πλακάδο και οι δύο.

Π.Ξ.:

Και οι δύο;

Ε.Τ.:

Ναι. Από μικρή πήγαινα στα χωράφια με τους γονείς, μετά έμαθα κομμώτρια στη Μυτιλήνη, πρακτική, στα 16 χρόνια, στα 17, και ύστερα από 18 ετών μέσα στα 19 πήγαινα στη δουλειά κομμωτήρια. Είμαστε πλανόδιοι τότε, με την τσάντα γύριζα σε όλα τα χωριά, δεν είχα κομμωτήριο. Μετά μέσα στα 19, ήρθε του ανδρός μου η μαμά και με ζήτησε από τους γονείς μου. Ήμασταν πολυμελής οικογένεια, τέσσερα κορίτσια κι ένα αγόρι, ήμουν το πρώτο παιδί και για να βοηθήσω την οικογένεια… ήρθε η πεθερά μου… Ήταν ο σύζυγός μου 3 χρόνια στην Αυστραλία είχε φύγει. Εγώ έφυγα το 1965 στην Αυστραλία.

Π.Ξ.:

Ωραία, να πούμε λίγο πρώτα για τα παιδικά σας χρόνια;

Ε.Τ.:

Τα παιδικά μου χρόνια-

Π.Ξ.:

Εδώ στο χωριό.

Ε.Τ.:

Ήταν παραδοσιακά. Πήγαινα και κομμώτρια και βοηθούσα τους γονείς στα χωράφια. Τα έθιμα ήταν πιο απλά, είχε τραγούδια μέσα στους ελαιώνες, κάναν το τέλος, όταν τελείωσε η σοδειά, κάναν λουκουμάδες, κάναν γιορτές μέσα στα κτήματα είχαν. Αλλά το μεροκάματο ήτανε 5 δραχμές τότε ήταν, 3,5 δραχμές.

Π.Ξ.:

Πηγαίνετε και σε άλλα χωράφια εκτός από τα δικά σας;

Ε.Τ.:

Και πήγαινε σε έναν θείο μου, δηλαδή πήγαινα σε έναν θείο μου και έπαιρνα όλη τη σεζόν -ας πούμε- μια χρονιά που πήγα, γιατί η μαμά μου πήγαινε στα δικά μας, ο μπαμπάς μου δούλευε στο εργοστάσιο Σουρλάγκα -τότε ήταν το εργοστάσιο Σουρλάγκα στο Πέραμα- και η μαμά μου ήταν καθεαυτού αγρότισσα, έτρεχε εκείνη στα χωράφια. Και μας είχε και εμάς όλους μέσα σε αυτό το σύστημα. Πήγαινα στον θείο μου και όλη τη σεζόν, όλο τον χειμώνα δηλαδή που είχα πάει σε μία χρονιά στον θείο μου πήρα 500 δραχμές. Αλλά ήταν τότε οι δραχμές μεγάλα, δηλαδή αξίζαν. Δούλευε ο εργάτης με λίγα χρήματα, αλλά ήταν πιο αυτά τα χρόνια.

Π.Ξ.:

Από τι ηλικία;

Ε.Τ.:

Με τα παντοφλάκια, με τα γαϊδουράκια από δω μέχρι περιοχές Πλωμαρίου. Απ' τη Γέρα Πλωμαρίου αυτό με τα πόδια, κοριτσάκια 15 χρονών, 16, με τα τσόκαρα, είχαμε όχι παντόφλα ούτε παπούτσια «τσοκαρέτες» τα λέγαν, είχαν με ξύλινα, τα κάναν οι τσαγκάρηδες και τρέχαμε πότε άλλα κορίτσια με τα πόδια, άλλα είχανε γαϊδουράκι και πηγαίναμε σε… όταν πηγαίναμε σε ξένα χωράφια που πηγαίναμε. Μετά πια εγώ έμαθα κομμώτρια. Δηλαδή αυτά τα χρόνια, που σου λέω, του ελαιώνα είναι στα 15-16-17. Δηλαδή αυτά τα χρόνια τα πρώτα, γιατί δεν πήγα Γυμνάσιο, ήθελα, αλλά δεν πήγα.

Π.Ξ.:

Από τι ηλικία πηγαίνετε στα χωράφια, από πολύ μικρά;

Ε.Τ.:

Μόλις τελείωσα το Δημοτικό, 13 πήγαινα στα δικά μας, 12 το Δημοτικό, άρχισα πήγαινα με τη μαμά από 13 χρόνων. Μετά πήγα 16-17 πήγα και σε ξένα δηλαδή. Μετά αυτά είναι του χωριού. Εγώ ήμουν πλανόδια μετά κομμώτρια, που σου είπα, γύριζα όλα τα χωριά. Στη Μυτιλήνη έμαθα, στον κομμωτή «Χάρης» λεγόταν, έμαθα κομμώτρια έξι μήνες, για να πάω δηλαδή στην Αυστραλία να εργαστώ, αλλά δεν εργάστηκα. Λοιπόν, αυτά τα χρόνια μου τα παιδικά. Μετά, αίσθημα δεν είχα, για να πω ότι να μείνω, μόλις μου κάναν την πρόταση για το εξωτερικό. Οι γονείς μου δεν ήθελαν, εγώ αποφάσισα να φύγω, για να ελαφρύνω την οικογένεια, επειδή ήμουν το πρώτο παιδί. Και αυτά είναι τα παιδικά μου.

Π.Ξ.:

Σχολείο είπατε πήγατε μέχρι Δημοτικό;

Ε.Τ.:

Έκτη Δημοτικού. Έβγαλα το Δημοτικό και δεν πήγα καθόλου Γυμνάσιο.

Π.Ξ.:

Γιατί; Λόγω οικονομικών;

Ε.Τ.:

Όχι. Επειδή ήμουνα το πρώτο παιδί, εγώ που γεννήθηκαν οι άλλες μου, τα δύο.... Είμαι εγώ το '44, ο αδερφός μου το '47, η αδελφή μου το '48 και ύστερα, εγώ ήμουν 17 χρονών και γέννησε η μαμά μου άλλα 2 κορίτσια και ήμουνα σαν μάνα. Μεγάλωσα τις αδερφές μου, τη Μαρία και τη Βλασία. Ήμουν 17 χρονών που γεννήθηκαν οι μικρές. Η μαμά μου ήταν 40-41 ετών γέννησε το τελευταίο της παιδί τη Βλασία. Και επειδή ήμασταν, για να βοηθήσω τη μαμά στα κτήματα, στο μεγάλωμα των παιδιών, δεν πήγα.

Π.Ξ.:

Οι γονείς σας δεν σας άφησαν ή εσείς το διαλέξατε;

Ε.Τ.:

Όχι εγώ, εγώ. Η μαμά ήθελε, η αδερφή μου η Βανθία πήγε και ο αδερφός μου πήγε Γυμνάσιο. Εγώ δεν πήγα, αλλά με έμαθε κομμώτρια. Ήταν οι γονείς μου, η μητέρα μου προπαντός, ήταν πολύ δραστήρια γυναίκα, η οποία προσπαθούσε να μας μάθει δουλειά. Εγώ μετά, όταν μεγάλωσα λίγο, -πόσων ετών ήταν;- η Βλασία ήταν 3,5 χρόνων που έφυγα στην Αυστραλία; 3,5, το άλλο ήταν 4. Και αυτή εντωμεταξύ, παρόλο που ήταν μικρά, με έστελνε στη Μυτιλήνη να μάθω δουλειά, κομμώτρια. Έμαθα δουλειά.

Π.Ξ.:

Πώς και μάθατε κομμωτική και όχι κάτι άλλο;

Ε.Τ.:

Μου άρεσε, είχα κλίση στην κομμωτική για να δουλέψω, να βοηθήσω, εδώ είχα στο δωμάτιο, δεν είχα κομμωτήριο. Εδώ το δωμάτιο είχα αφίσες στα τζάμια και δούλευα εδώ στο σπίτι μέσα και που με φώναζαν οι γυναίκες. Τότε παλιά κάναν όλες, ανεξαιρέτως, οι γυναίκες ήταν η περμανάντ. Έπαιρνα καλά χρήματα. Πήγαινα Μεσαγρό, Σκόπελο, Παπάδο, αυτά τα χωριά τα είχα, προπαντός Σκόπελο και Μεσαγρό τα είχα επάνω μου όλα, αλλά πήγαινα με τα πόδια στα σπίτια. Όλα, Πάσχα, Χριστούγεννα αυτά, καθόμουν σχεδόν νύχτα μέσα στα σπίτια των γυναικών. Με φωνάζαν στα σπίτια, δούλεψα και εδώ. Μετά έφυγα.

Π.Ξ.:

Για πείτε μου λίγο για την ιστορία το πώς πήγατε στην Αυστραλία. Είπατε σας κάνανε πρόταση η πεθερά σας;

Ε.Τ.:

Ναι, τώρα αυτά είναι παιδικά, είναι όμως αυτά. Είχε πεθάνει η γιαγιά μου, ήρθε η πεθερά μου να συλλυπηθεί τη μαμά μου, για τον θάνατο της γριούλας, ήταν και λίγο συγγενείς. Εγώ, είχαμε στην αυλή μέσα φούρνο, είχα ζυμώσει το πρωί -να σας πω αυτή τη ζωή κάναμε τότε που ήμασταν εμείς μικρές- είχα ζυμώσει το πρωί, είχαμε μέσα στην αυλή μας φούρνο, είχα πάει με το γαϊδούρι και έφερα κλαδιά από δω απέξω από τον Πλακάδο, από τα χωράφια και παλιά δεν είχε και πολλά κλαδιά, γιατί όλος ο κόσμος έκαιγε τζάκια και δεν έχει ούτε καλοριφέρ ούτε τίποτα. Είχα βγάλει πουρνάρια, είχα βγάλει κάτι που βρήκα αυτά και γύρισα στο σπίτι και έκανα τον φούρνο. Τον φούρνο πρέπει να τον ανάψεις, να καίει καλά, να ασπρίσει τα χείλια του φούρνου, να γίνει καλή η [00:10:00]αυτή για να ρίξεις τα ψωμιά μέσα. Είχα την πινακωτή, πέντε ψωμιά εκεί, έκανα και πίτα, η πίτα ήταν όπως παίρνουμε τώρα τις λαγάνες που παίρνουμε απ' τ’ αυτό, την ανοίγανε οι νοικοκυρές, το κάνανε έτσι, έτσι πλατεία και ψηνόταν πιο γρήγορα από τα ψωμιά. Έφερα και την πεθερά μου, επάνω, λίγη πίτα, γιατί η μαμά ήταν εδώ με τη γριούλα και εγώ έκανα φούρνο κάτω και φούρνιζα. Η πεθερά μου τα κοίταζε όλα αυτά, ότι εγώ...

Π.Ξ.:

Είστε νοικοκυρά.

Ε.Τ.:

Τις κινήσεις αυτά που έκανα και όταν πήγε στο σπίτι... Είχε φύγει ο Γιώργος τρία χρόνια. Τον ήξερα, περνούσε με το ποδήλατο, αλλά ούτε αίσθημα είχα, τον έβλεπα δηλαδή από δω που περνούσε και έφευγε στον Παλαιόκηπο, γιατί καθόταν προ χρόνια στον Παλαιόκηπο και αγόρασαν έναν μπαχτσέ μεγάλο, ένα περιβόλι και ήρθαν στον Πλακάδο. Η καταγωγή του είναι από τον Παλαιόκηπο του ανδρός μου. Πήγε στο σπίτι, έγραψε γράμμα τον γιο της, ότι «Εγώ σου έχω κορίτσι τάδε, τάδε» με θυμόταν κιόλας, με θυμόταν και εκείνος μικρούλα που ήμουν και «Θέλω να σου στείλω την Ελένη». Και απάντησε εκείνος, ότι «Να πας μητέρα να τη ζητήσεις, είναι και από εμένα δεκτό», δηλαδή με προξενιό. Και η πεθερά μου πήγε στη θεία μου, στης μάνας μου την αδερφή και λέει: «Ευφροσύνη, εγώ θέλω την Ελένη, να τη στείλουμε στην Αυστραλία για τον Γιώργο, να γίνουν ανδρόγυνο». Φώναξε η θεία μου τη μαμά μου, ο μπαμπάς μου ήταν ανένδοτος.

Π.Ξ.:

Δεν ήθελε;

Ε.Τ.:

Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο. Γιατί όταν γεννήθηκε η πιο μικρή η αδερφή μου, λέει: «Άντε τέσσερις Νικόλα τις έκανες τις κόρες σου». Και είπε ο μπαμπάς μου αυτή τη στιγμή μέσα στο τζάκι στην κουζίνα «Άντε τι να κάνουμε; Στέλνουμε και καμιά στην Αυστραλία». Και επειδή είπε αυτή τη λέξη, εμένα δεν ήθελε πρώτο παιδί να με στείλει στην ξενιτιά, έλεγε: «Όχι». Εν τέλει, στον κάμπο ήταν Σεπτέμβριος, άρχισε η δουλειά από πολύ καιρό, ο μπαμπάς μου δεν δεχόταν, Σεπτέμβριο μήνα στον κάμπο, ήμασταν στο περιβόλι στο Πέραμα, λέει ο μπαμπάς μου «Ρε Ρηνούλα -στο εργοστάσιο Σουρλάγκα που δούλευε- ρωτάω –λέει-και μου λένε πάρα πολύ καλά λόγια για το παιδί αυτό που είναι, τον Γιώργο». Εγώ εντωμεταξύ είχα καλοθελήσει, ήμουν και περίεργη, ήθελα την περιπέτεια, δεν ήμουν κορίτσι αυτό, ήθελα να ανοιχτώ. Το ήθελα να φύγω.

Π.Ξ.:

Να φύγετε από το χωριό.

Ε.Τ.:

Να βοηθήσω και το σπίτι μας, να αυτό «Μπορεί μετά να σας πάρω και εσάς» έλεγα εγώ τέτοια δικά μου. Τότε λέει: «Βρε Νίκο, τι θέλουμε να κάνουμε, τι θα κάνουμε;» Λέει η Ελένη «Τι λέει;» Εγώ είδα και όνειρο ότι σήκωσα το Σταυρό, των Φώτων ήταν και φωνάζαν στο Πέραμα «Αυτή η κοπέλα έπιασε τον Σταυρό, και τον τύλιξε σε ένα κόκκινο πανί». Ξυπνάω το πρωί λέω: «Μαμά θα γίνει, θα αρραβωνιαστώ -λέω- είδα αυτό το όνειρο. Σαν να έπεσα με όλα τα κορίτσια στο Πέραμα και έπιασα το Σταυρό των Φώτων και τον τύλιξα σε κόκκινο πανί και βγήκα έξω». Και πήγαν μετά φωνάξαν και την πεθερά μου εκεί που ήταν και με αρραβωνιάσαν.

Π.Ξ.:

Από μακριά;

Ε.Τ.:

Από μακριά με τα λόγια. Και άρχισε η αλληλογραφία με τον σύζυγο μέχρι να 'ρθει η βίζα. Έκανα... αρραβωνιάστηκα το '61 και έφυγα στα δυόμιση-τρία χρόνια να' ρθει η βίζα μου αρραβωνιασμένη. Δηλαδή δεν είναι η Αυστραλία θα πεις ότι, άντε θα πάω στην Αυστραλία και μπαίνω μέσα στο καράβι και φύγε. Θα 'ρθει η βίζα σου, θα 'ρθουν Αυστραλοί γιατροί να σε περάσουν όπως σε γέννησε η μητέρα σου.

Π.Ξ.:

Εδώ στην Ελλάδα;

Ε.Τ.:

Εδώ στην Ελλάδα, στη Μυτιλήνη μέσα. 19 χρονών κοριτσάκια, 18 μας ξεγυμνώναν και μας περνούσαν και τη μητέρα μου εξέταση και τον πατέρα μου και ύστερα εμένα, για να σε εγκρίνουν ότι θα φύγεις στην Αυστραλία, αν είσαι υγιής. Και μετά αρχίσαμε αλληλογραφία, σιγά-σιγά, κατέθεσε τα χαρτιά μου ότι θα πάω, θα με πάρει εκείνος για γάμο και έφυγα το '65. Το '62,'61 αρραβωνιάστηκα, δυόμιση χρόνια έκανε να 'ρθει η βίζα. Σιγά-σιγά, με τα γράμματα, λογικά γράμματα, όχι αυτά... «Τι κάνεις αυτό; Πότε θα 'ρθω; Πότε θα 'ρθεις; Σε περιμένω με ανυπομονησία». Τώρα μια τέτοια αλληλογραφία, αγνή αλληλογραφία, όχι πονηρά πράγματα. Τα έχω ακόμα τα γράμματά μου απάνω.

Π.Ξ.:

Ο άντρας σας γιατί είχε πάει; Για δουλειά;

Ε.Τ.:

Ναι, ήταν η αδελφή του η μεγάλη. Αυτή έκανε να φτάσει στην Αυστραλία με ένα καράβι ξένο, ήταν τότε πιο παλιά, έκανε δυόμιση μήνες. Πήρε φωτιά και το καράβι, αλλά εμείς κάναμε ακριβώς με το υπερωκεάνιο «Πατρίς» με μια απ' τις συννυφάδες μου, συννυφάδα μου. Δύο αδέλφια, αυτά.

Π.Ξ.:

Όλοι είχατε πάει για να παντρευτείτε, όχι για να δουλέψετε και-

Ε.Τ.:

Να παντρευτούμε και να δουλέψουμε δουλειά. Αμέσως δουλειά, εγώ μόλις έκανα, όταν πήγα έναν μήνα, περνάς, ξεκινάς, παίρνεις το «Πατρίς», κόβουν οι κορδέλες από το «Πατρίς» που κρεμόταν, οι γονείς απέξω, κλαίνε ο κόσμος. Τότε όλα τα νιάτα της Ελλάδας είχαν φύγει Αυστραλία. Όταν πήγα εκεί και πήγαινα-ας πούμε- στην Αγία Ευφημία, ήταν δική μας η περιοχή, η εκκλησία [Δ.Α.]το έκανε η παροικία, ο Ελληνισμός. Δίναμε χρήματα και κάναμε εκκλησίες μέσα στην Αυστραλία, σε όλες τις παροικίες εκκλησίες. Εμένα η δική μου η περιοχή ήταν στο Βankstown ήταν η Αγία Ευφημία.

Π.Ξ.:

Σε ποια πόλη;

Ε.Τ.:

Στο Bankstown ήταν. Εγώ έμενα στο Punchbowl, το Punchbowl δηλαδή είναι μία περιοχή εδώ και το Punchbowl θα είναι ούτε στον Τρίγωνα. Αλλά με το τρένο, με το αυτό είναι πολύ, τραβάς στο ένα λεπτό πηγαίνεις. Εκεί ήταν η δική μας η αυτή. Η Αυστραλία είναι η γη της επαγγελίας. Είναι πάρα πολύ... ήταν και τώρα είναι. Δυσκολίες τώρα όπως όλα τα κράτη, αλλά τότε ήταν πάρα πολύ καλά στην Αυστραλία, αυτά τα χρόνια που είχαμε πάει εμείς, είχε πάρα πολλή δουλειά. Ο άντρας μου είχε πάρει σπίτι δικό μας, δεν κάθισα στα ενοίκια, μπήκα μέσα σε σπίτι στρωμένο σπίτι, δεν ταλαιπωρήθηκα καθόλου. Η κουνιάδα μου ήταν εκεί. Δυο κορίτσια πήγαμε μαζί, είχαμε δίκλινη καμπίνα μέσα στο «Πατρίς». Δύο αδέρφια και ήμασταν δύο κορίτσια, η μια από τον Παλαιόκηπο και εγώ από τον Πλακάδο και παντρευτήκαμε την ίδια μέρα, έγινε διπλός ο γάμος. Μετά θα σου φέρω το άλμπουμ να δεις. Να σ' το φέρω;

Π.Ξ.:

Ναι μετά.

Ε.Τ.:

Μετά.

Π.Ξ.:

Για πείτε μου λίγο το ταξίδι. Ξεκίνησε από την Αθήνα;

Ε.Τ.:

Από Αθήνα. Από Αθήνα ξεκινήσαμε παραμονή των Φώτων, Ιανουάριο παραμονή των Φώτων και φτάσαμε 1η Φεβρουαρίου. Ήταν τότε ανοιχτό το Σουέζ, η διώρυγα του Σουέζ ήταν ανοιχτή, μετά την βομβάρδισαν και έφευγε ο κόσμος από Αφρική με καράβι, με το καράβι και έκαναν τον γύρο. Αλλά εμείς που φύγαμε ήταν ανοιχτή η διώρυγα του Σουέζ και περνάς από Κύπρο, φεύγεις από εκεί από Τζιμπουτί, περνάς από διώρυγα του Σουέζ, την Ερυθρά θάλασσα, βγαίνεις Τζιμπουτί. Άλλοι σταματούσαν στο Άντεν, εμείς σταματήσαμε πρώτος σταθμός στο Τζιμπουτί. Το Άντεν είναι από την Αφρική, το άλλο είναι από την Ασία. Είναι στενό και βγαίνεις πια μες στον Ινδικό ωκεανό και μετά τραβάς-τραβάς πιάνεις Ισημερινό. Ο Ισημερινός είναι μια... σου έρχεται, γιατί από εδώ φεύγεις χειμώνα. Μόλις πας εκεί στα αυτά, στον Ισημερινό, αρχινάει το καλοκαίρι. Γιατί η Αυστραλία είναι τώρα-

Π.Ξ.:

Το αντίθετο.

Ε.Τ.:

Ιανουάριος είναι καρδιά, 3 Ιανουαρίου γέννησα τον Στρατή εγώ, έβραζες αυγό πάνω στην άσφαλτο, τόσο ζέστη και τώρα καύσωνα που καίγεται όλη η Αυστραλία, μεγάλο καύσωνα. Λοιπόν, [00:20:00]τραβήξαμε, φτάσαμε -σου λέω- 1η Φεβρουαρίου. Έρχονται τα παλικάρια, κοπέλες... Άλλες φεύγανε με μία επιτροπή, τη «ΔΕΜΕ» λεγότανε, ΔΕΜΕ. Όπως αυτές που λέγαν «οι νύφες», κατάλαβες; Που παίρναν και περιμέναν. Στέλναν ένας γέρος -ας πούμε- έστελνε μια φωτογραφία που ήταν νέος και όταν πήγαινε η κοπέλα και τον έβλεπε στο «Πατρίς» στο λιμάνι με την ανθοδέσμη στο χέρι, έβλεπε έναν γέρο. Άλλες φεύγαν άλλες μέναν, άλλες-

Π.Ξ.:

Γινόταν και τέτοια;

Ε.Τ.:

Ναι γινόταν τέτοια. Δηλαδή εγώ δεν ταλαιπωρήθηκα σε αυτά, γιατί πήγαινα, ήρθε, τον ήξερα από το χωριό. Αλλά είχε κορίτσια που φεύγανε με την επιτροπή, «ΔΕΜΕ» λεγόταν, με επιτροπή και πηγαίναν εκεί και βρίσκαν-

Π.Ξ.:

Κάτι άλλο.

Ε.Τ.:

Γέρο μπροστά τους. Άλλες γυρίζαν, άλλες μέναν, χαμός γινόταν.

Π.Ξ.:

Το ταξίδι το θυμάστε; Θέλω να πω μέσα στο πλοίο πώς ήταν η ζωή έναν μήνα;

Ε.Τ.:

Χωριό, χοροεσπερίδες, πισίνες, χοροί, αλλά εμείς είχαμε δύο γριούλες και μας λέγανε: «Αν κάνεις τίποτα μέσα στο καράβι, όλα τα λεν στους αρραβωνιαστικούς σας» και καθόμασταν τρυπωμένες κοντά στις γριούλες, θεία Ευφροσύνη και δεν ξέρω πώς λεγόταν η άλλη. Η Γεωργία τα θυμάται πιο καλά από μένα τι της λέγαν. Στρατούλα τη λέγαν τη μια; Πηγαίναν στα παιδιά τους αυτές και μας είχαν στο νου τους να μην παραστρατήσουμε. Γινόταν επάνω της τρελής, χοροί, τραγούδια, αυτά. Το τραπέζι ήταν 12 άτομα στην τραπεζαρία. Είχαμε πάρα πολύ καλό ταξίδι. Δηλαδή μας έλεγαν το πλήρωμα ότι «Το καλύτερο ταξίδι έχετε κάνει». Είχε άλλη φορά που βαστούσαν με τα σχοινιά και τα τραπέζια τα φαγητά φεύγαν. Εμείς είχαμε –λέει- πάρα πολύ ήπιο ταξίδι. Λίγο αυτό, αλλά όχι ότι ταλαιπωρηθήκαμε πολύ.

Π.Ξ.:

Είχε φαγητό; Όλα αυτά πως τα πληρώνατε;

Ε.Τ.:

Φαγητό, τίποτα, όλα αυτά οι αρραβωνιαστικοί, αναλόγως τη θέση που σε αυτό. Εμάς, επειδή ήμασταν δύο κορίτσια μαζί, για να μην έχουμε άλλο άτομο μέσα, όποιος θέλει να ανοίξει την καμπίνα να μπει, άμα ήμασταν πέντε κορίτσια, μπορεί η μια ερχόταν το πρωί, μας είχαν δίκλινη καμπίνα, κλειδώναμε και ξαπλώναμε, ό,τι θέλαμε τα δυο τα κορίτσια, κάναμε. Δεν είχαμε άλλη δηλαδή μέσα, να μπαίνουν-να βγαίνουν. Αυτοί ξέραν, ήταν νοικοκύρηδες και οι δύο, τα αδέρφια, δηλαδή οι αρραβωνιαστικοί μας. Μας είχαν σε καλή θέση.

Π.Ξ.:

Αυτοί κλείναν τις καμπίνες και πλήρωναν;

Ε.Τ.:

Ναι εκείνοι πλήρωσαν τα εισιτήριά μας. Αφού εμείς πήραμε ένα μπαουλάκι, πήραμε και φύγαμε, τίποτα άλλο. Μας πήραν τα αγόρια, οι άντρες μας.

Π.Ξ.:

Προικιά και τέτοια πήγατε στην-

Ε.Τ.:

Προικιά ναι. Τα προικιά μου πήρα μαζί. Μου είχε και η μαμά κάτι αυτά, κάτι εσώρουχα, παλιά, που βάζαν οι γριές, ραμμένα εκεί στη μηχανή. Τα πήρα εγώ, πού να τα παρουσιάσω στην Αυστραλία αυτά τα εσώρουχα ήταν εκεί; Ένα μια φορά έβγαλα, το έδειξα στην κουνιάδα μου και γελάσαμε. Ήταν πιο σύγχρονη η ζωή. Αυτά τα προικιά τώρα, έπιασα τα νυφικά μου, τα σεντόνια μου, τα έπιασα, αυτά τα ρουχαλάκια μου, αλλά έκανα άλλες επιλογές εκεί.

Π.Ξ.:

Πώς ήταν η ζωή στην Αυστραλία όταν πήγατε;

Ε.Τ.:

Πάρα πολύ καλή. Εγώ μόλις πήγα, 1η Φεβρουαρίου πήγαμε, 13 Φεβρουαρίου παντρευτήκαμε. Καθίσαμε 12 μέρες. Αφού είχαν σπίτι οι άντρες μας, η κουνιάδα μας δεν μας άφησε να μείνουμε στο ίδιο το σπίτι πριν παντρευτούμε με τα αδέρφια της. Μας είχε στο δικό της το σπίτι, σε ένα ντιβανάκι δυο κορίτσια, αυτές τις ημέρες που ήμασταν αρραβωνιασμένες. Πλαγιάζαμε εμείς, κατεβαίναμε το μεσημέρι που ήταν αυτοί στο εργοστάσιο, μαγειρεύαμε, κάναμε, καθόμασταν, αλλά το βράδυ πλαγιάζαμε στης κουνιάδας μου. Δεν μας άφησε 12 μέρες στο ίδιο σπίτι με τα.... Μας πρόσεξε δηλαδή η κουνιάδα μας πάρα πολύ, σαν να ήταν μάνα μας. 13 Φεβρουαρίου παντρευτήκαμε. Εγώ ακριβώς το '65, το'66 έμεινα έγκυος, έκανα το παιδί. Κάθισα, το έκανα 12-13 μηνών και μετά το άφησα στην πεθερά μου. Είχαν εντωμεταξύ 'ρθει και η πεθερά μου, -ο πεθερός μου ήταν στην Αυστραλία, είχε φύγει μαζί με τον Γιώργο τον άντρα μου ο πεθερός μου- ήρθε και η πεθερά μου και κοίταζε τον Στρατή εκείνη, τον γιο μου, και έπιασα δουλειά και εργαζόμουνα. Εργαζόμουνα στα κοάλα που καίγονται τώρα στην Αυστραλία και τα καγκουρό, τα καημένα. Εκεί δούλευα, σε αυτήν τη δουλειά. Ήμουν κόφτρα. Γιατί δεν με άφησε ο Γιώργος να δουλέψω κομμώτρια, γιατί ζήλευε λιγάκι και έπρεπε να είμαι πάρα πολύ μοντέρνα, να βάφω νύχια, να έχω αυτό μέσα στα κομμωτήρια της Αυστραλίας και ήταν λίγο παράξενος και δεν με άφησε να δουλέψω τη δουλειά που έμαθα και ήμουν κόφτρα, έπιασα σε εργοστάσιο. Όσα χρόνια κάθισα, που εργάστηκα δούλεψα σε εργοστάσιο, τα Koala bay, εκεί στα αρκουδάκια και στα καγκουρό. Ερχόταν τα τομάρια. Ψήφιζαν έναν νόμο πόσα θα σκοτώσουν «non guilty, yes guilty» λέγαν πόσες χιλιάδες καγκουρό θα σκοτώσουν για τα εργοστάσια. Γιατί το είχαν το καγκουρό και το κοάλα τα έχουν όπως έχουμε εμείς την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Που έχουμε το σήμα μας που είναι η Ακρόπολη, αυτοί έχουν αυτό είναι το σήμα τους. Σε άλλα κράτη δεν πηγαίνει αυτό το κοάλα και το καγκουρό, δεν βγαίνει σε άλλα κράτη. Και είναι τομάρια όπως είναι τα κατσίκια τώρα και το βάζεις.... Η Κίνα έκανε πάρα πολλές παραγγελίες τότε, πάρα πολλές παραγγελίες, δουλειά.

Π.Ξ.:

Κάνατε, δηλαδή, παιχνίδια;

Ε.Τ.:

Να, αυτά όπως τα βλέπεις εκεί, αυτά τα έκανα. Εγώ τα έκοβα μόνο. Άλλη τα-

Π.Ξ.:

Γέμιζε.

Ε.Τ.:

Τα έραβε, μασινίστρα, τα έραβε. Μετά τα έπαιρνε άλλη τα γύριζε, τα γύριζαν από την καλή από τη γούνα, γιατί είναι με τη μηχανή overlock είναι έτσι που το γαζώνουν. Εγώ τα έκοβα. Το γυρίζεις το τομάρι, έτσι, το δέρμα και βάζεις το πατρόν. Βάζεις στο κεφαλάκι, το κεφάλι είναι εκεί, βάζεις το κεφάλι, δίπλα τα αυτιά, από δίπλα την κοιλίτσα, από αυτό βάζεις στην πλάτη από κει. Και τα παραδίνεις στις μηχανές. Και όσα κομμάτια βγάζεις, μπορείς να πάρεις και... τότε εγώ έπαιρνα τρία φάκελα. Τρία φάκελα με χρήματα έπαιρνα-

Π.Ξ.:

Ανάλογα τη δουλειά.

Ε.Τ.:

Δούλευα το οκτάωρο. Όταν έβγαζα, με είχαν βάλει να βγάλω 30 αρκούδια την ημέρα. Οι Αυστραλέζες μας μαλώναν, όπως μαλώνουμε τώρα εμείς τους Αλβανούς, γιατί βγάζουν πάρα πολλή δουλειά και τους αυτό, έτσι μας κάνανε και εμάς. Μας λέγαν: «You are stupid» «Είστε ζώα» γιατί το πήγατε στο ύψος τη δουλειά. Κατάλαβες; Εμείς τώρα, μας έλεγαν: «Θα βγάλεις 30 κομμάτια τη μέρα». Εμείς, οι Ελληνίδες και οι Ιταλίδες τα πήγαμε στα 80 και αυτό το υπόλοιπο που έβγαζες, στο δίναν μπόνους, στο δίναν extra φάκελο. Ενώ οι Αυστραλέζες δουλεύαν με το πάσο τους. Σου λέει, 30 είναι για να βγάζω θα βγάλω 30, δεν θέλω εγώ αυτό. Ενώ εμείς για να κάνουμε... όπως έρχονται αυτοί, δεν παρεξηγώ εγώ τους αλλοδαπούς που έρχονται και εργάζονται. Γιατί να τους παρεξηγήσω; Εφόσον πηγαίνει η Αλβανέζα και σκουπίζει τον γέρο και τον βγάζει τα κόπρανα και τον σάζει και τα κάνει. Ας κάτσει να το κάνει και η Ελληνίδα. Γιατί δεν τα κάνει; Και τις κατηγορούμε τώρα και λέμε γιατί ήρθαν. Ήρθαν να δουλέψουν, να πάρουν συνάλλαγμα, να το στείλουν στην πατρίδα τους όπως κάναμε και εμείς τότε εκεί. Και έβγαζα -σου λέω- παραπάνω κομμάτια, έπαιρνα το wage, έπαιρνα τα παραπάνω -ας πούμε- που έκοβα. Αν έκοβα 30 κομμάτια παραπάνω. Και όταν είχε πάρα πολλή δουλειά, ερχόταν ο επιστάτης και έφερνε ένα δέμα, δυο-τρία δέματα με το [00:30:00]αγροτικό του μέσα στο σπίτι μου, στην αυλή και όλο το σαββατοκύριακο έκοβα αρκουδάκια και τα πήγαινα και έπαιρνα και άλλον φάκελο.

Π.Ξ.:

Δουλεύετε και στο σπίτι οπότε.

Ε.Τ.:

Και στο σπίτι. Δηλαδή, όταν είχε παραγγελία από την Κίνα, το εργοστάσιο είχε πάρα πολλή δουλειά, και σου λέει: «Θέλεις, Ellen, να πάρεις και στο σπίτι;» Και τα έφερνε ο boss και δούλευα και στο σπίτι και φώναζε ο Στρατής «Έλα mommy, έλα mommy πια μέσα και έχει η ντουλάπα μας money, χρήματα». Ο Στρατής, επειδή δούλευα εγώ σαββατοκύριακο, το άφηνα το καημένο μοναχό του στην τηλεόραση, στα αυτά, στα κινούμενα σχέδια και βαρυγκωμούσε το καημένο. Μια φορά έβραζα το αυγό, ακούω από κάτω από το πλυσταριό «πατ». Ήταν υγραέριο. Τρέχω επάνω, το αβγό είχε χτυπήσει πάνω στο αυτά. Έβραζε, έβραζε, έβραζε, τελείωσε το νερό. Θέλω να σου πω, έχει αγώνα η ξενιτιά. Δεν είναι να πας και να πεις ότι τα βρίσκεις όλα έτοιμα και έγινε η περιουσία. Κάναμε, κάναμε κάτι. Ό,τι κάναμε στην Αυστραλία που καθίσαμε -εγώ κάθισα 10 χρόνια 12, ο θείος ο Γιώργος κάθισε 14- κάναμε, κάτι κάναμε. Εδώ από τον καιρό που ήρθαμε, τι κάναμε; Τίποτα. Ενώ από κει αγοράσαμε διαμέρισμα, ήρθαμε κάναμε εδώ περιουσία, όσα κτηματάκια πήραμε με το συνάλλαγμά μας. Κάτι κάναμε. Τώρα στην Ελλάδα τι κάναμε τόσα χρόνια που ήρθαμε; Δουλεύουμε, δουλεύουμε, δουλεύουμε. Και τώρα... Ναι, λέγε τι θες;

Π.Ξ.:

Πόσα χρόνια δουλέψατε στην Αυστραλία;

Ε.Τ.:

Δούλεψα -κάθισα 10 χρόνια- δούλεψα 9 χρόνια, 9 παρά, γιατί έναν χρόνο -σου λέω- είχα τον Στρατή, δεν πήγα δουλειά, 9 χρόνια δούλεψα.

Π.Ξ.:

Εκεί όταν δουλεύατε, μπορούσατε να βγάζετε λεφτά και να κάνετε, να μαζέψετε.

Ε.Τ.:

Ναι. Δεν ασχοληθήκαμε με.... Ήταν τότε πάρα πολλοί Έλληνες είχαν μαγαζιά, fish and chips, είχαν ψάρι-πατάτες, κάναν φρουτάδικα, ανοίγαν μαγαζιά. Εμείς παλεύαμε με τα εργοστάσια. Δεν ανοίξαμε. Ο θείος Γιώργος δεν ανοίχτηκε πολύ.

Π.Ξ.:

Ήθελε να γυρίσετε πίσω.

Ε.Τ.:

Ναι, ναι. Εκείνος παραπάνω ήθελε, ο θείος ο Γιώργος, εγώ δεν ήθελα, μου άρεσε η Αυστραλία. Μετά σκέφτηκε ο θείος ο Γιώργος ότι να μη γίνει το παιδί μας Αυστραλός και μείνουμε για πάντα στην Αυστραλία, και αποφασίσαμε και ήρθαμε και τον φέραμε 8,5 χρόνων τον Στρατή εδώ, για να μη γίνει Αυστραλός και μείνουμε για πάντα στην Αυστραλία. Αυτή την επιλογή κάναμε και ήρθαμε. Δικό μας σπίτι πήραμε. Κάτσε να σου πω. Καθίσαμε μαζί τρεις συννυφάδες και πεθερά και πεθερός σε ένα σπίτι επί τέσσερα χρόνια. Κάθε δωμάτιο ήταν κρεβατοκάμαρα. Είχαμε μια τραπεζαρία έτσι για σαλονάκι και δίπλα η κουζινίτσα και τα άλλα τα δωμάτια όλα ήταν κρεβατοκάμαρες. Δίπλα ήταν ένα ειδικό σαν γκαράζ, σαν αυτό, και καθόταν η πεθερά μου με τον πεθερό μου. Δηλαδή σε ένα σπίτι πεθερικά και τρεις συννυφάδες. Με την πρώτη συννυφάδα μου, που πρωτοπήγα, τρώγαμε σε μια κατσαρόλα δυο χρόνια πριν έρθει η μεγάλη. Δηλαδή, μαγειρεύαμε σε μια κατσαρόλα και τρώγαμε τέσσερα άτομα μέχρι να γίνουν τα παιδιά μας. Τόση αγάπη υπήρχε, τόση ομόνοια. Αγόρασε ο κουνιάδος μου σπίτι και εγώ έδινα ενοίκιο και κοίταζε η συννυφάδα μου το παιδί μου, το δικό μου πριν έρθει η πεθερά μου. Γιατί η πεθερά μου κοίταζε και της κόρης της το παιδί και δεν μπορούσε πολλά παιδιά. Και πλήρωνα τη συννυφάδα μου, για να ξεχρεώσει το σπίτι ο κουνιάδος μου και μετά, στα τέσσερα χρόνια πήρα δικό μου σπίτι και έφυγα μόνη μου, με τον γιο μου, με το παιδί μου και με τον άντρα μου. Δηλαδή περάσαμε αγαπημένες και μέχρι τώρα που γυρίσαμε στην Ελλάδα είμαστε πιο καλά από αδελφές. Δεν χαλάσαμε τις καρδιές. Η ξενιτιά θέλει αγάπη, δεν τα κάνεις εύκολα. Δηλαδή, όταν πας, η αρχή, πρέπει να βοηθήσει ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι η ζωή. Δεν είναι να πας να βρεις, ότι τα βρήκες έτοιμα και...

Π.Ξ.:

Ήταν οπότε λίγο δύσκολα στην αρχή και μετά σιγά-σιγά-

Ε.Τ.:

Μετά ανοίγεις το σπίτι σου, κάνεις και αρχίζεις -ας πούμε- και κάνεις επένδυση. Δεν ανοίγεσαι πολύ. Θα πας μια φορά στον κινηματογράφο στο Sydney, δύο φορές, σε ένα ελληνικό έργο. Θα πας λίγο.... Ως επί το πλείστον, οι γάμοι τότε γινόταν μέσα σε γκαράζ και οικογενειακά. Δεν ήταν τότε τα club που έχουμε εδώ, που ακούγαμε τα κέντρα, τα κάναν στα σπίτια μέσα. Είχαν σε γκαράζ μέσα, κάναν τον χορό αυτό και γινόταν ο γάμος. Δεν ήταν παλιά. Μετά και τώρα στην Αυστραλία άλλαξε η ζωή. Τότε που πήγαμε εμείς, ήταν όλα πολύ αυτά και κοίταζε ο Έλληνας να κάνει χρήματα. Να κάνει κάτι για να μείνει.

Π.Ξ.:

Στέλνατε και στην Ελλάδα;

Ε.Τ.:

Τρώγαμε τα δικά μου -θέλω να σου πω- και μέναν του ανδρός μου στην άκρη. Τα βάζαμε στην τράπεζα. Κάναμε επένδυση, ήρθαμε εδώ, αγοράσαμε. Αγοράσαμε ένα διαμέρισμα, αγοράσαμε πόσα κτήματα. Αλλά δεν ήρθα και εδώ -όταν ήρθα από την Αυστραλία με το συνάλλαγμά μου- και να αρχίσω να παίρνω εγώ έπιπλα και το ένα και το άλλο και να φύγει το συνάλλαγμα σε αυτά. Ήρθα, με είχε προικίσει η μαμά μου, το σπίτι το πατρικό μου -οι γονείς μου παρόλο που με έστειλαν στην Αυστραλία, μου δώσαν σπίτι, δε με άφησαν δίχως σπίτι- αυτό το σπίτι είναι το πατρικό μας. Δίπλα χτίσαν την αδερφή μου, ο μπαμπάς μου. Αλλά αυτό είναι της μαμάς μου το σπίτι, το πρώτο σπίτι που γεννήθηκα.

Π.Ξ.:

Φρόντισαν, οπότε, όλα τα παιδιά να πάρουν από κάτι.

Ε.Τ.:

Ναι. Και τη μια την αδερφή μου την πήραν διαμέρισμα στο νοσοκομείο στην Αγία Φωτεινή, την άλλη την κάναν σπίτι. Ο πατέρας μου δηλαδή μας έκανε. Αλλά έφυγε και ο αδερφός μου στα καράβια μηχανικός, βοήθησε και αυτός το σπίτι. Δηλαδή ήμασταν οικογένεια που προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε το σπίτι μας.

Π.Ξ.:

Πώς ήταν η ζωή στην Αυστραλία; Θέλω να πω, βγαίνατε καθόλου; Είχατε σχέσεις με άλλους Έλληνες που υπήρχανε;

Ε.Τ.:

Οι Έλληνες… κάναμε σου λέω. Οι βαφτίσεις που γινόταν, οι γάμοι που γινόταν, γινόταν οικογενειακά, μέσα στα σπίτια. Και όταν τώρα ήταν μία κοπέλα, δηλαδή ήταν άλλοι από την Πελοπόννησο, άλλοι από την Κρήτη ερχόταν στο σπίτι το δικό μου «Ελένη, έλα να βάλουμε πλυντήριο, να απλώσουμε τα ρούχα, να κάνουμε λουκούμια, να κάνουμε....» Δηλαδή είχε ομόνοια ο Ελληνισμός. Δεν ήταν, δηλαδή, να 'ρθεις εσύ να καθίσεις στον καναπέ και να περιμένεις να σε κεράσει η οικοδέσποινα και αυτό. Η μια πρόσφερε την άλλη. Σου λέω ένα παράδειγμα. Θέλω να σου πω, οι δυσκολίες ζωής. Μια ήταν από την Πελοπόννησο, κοπέλα με τον άντρα της, είχαν τέσσερα παιδιά. Το πιο μεγάλο θα ήταν 7 χρονών, το πιο μικρούλι μέσα στο καροτσάκι, μέσα στο κρεβατάκι. Λοιπόν, εγώ ήμουν από δω, στον Παπάδο το σπίτι το δικό μου, αλλά περνούσα, περνούσα να την δω τι κάνει. Ήξερα ότι ήταν πολύ οικογενειάρχισσα, δυσκολευόταν. Πηγαίνω στο παράθυρο -ήταν χαμηλό το ένα το παράθυρο- κάνω έτσι, κανένας μέσα, ούτε ο άντρας της ούτε εκείνη, τα παιδιά μόνα. Το ένα ήταν το πιο μικρέλι, είχε κάνει εμετό και ήταν μπουκωμένο. Και εγώ να φωνάζω απέξω «Άνοιξε μωρέλι μου, άνοιξε» στο άλλο που ήταν 7 χρονών. Τους είχαν πει: «Να μην ανοίγεις σε κανέναν». Πήγε ο πατέρας να πάρει τη μάνα από το εργοστάσιο με το αυτοκίνητο. Βρήκαν traffic στο δρόμο, κίνηση, μείναν τα μωρά μοναχά. Άμα δεν πήγαινα, κόρη μου, το μωρό θα πνιγόταν. «Άνοιξε κόρη μου- με γνώρισε πια το μωρό- άνοιξε σε παρακαλώ μωρό μου, άνοιξε μωρέλι μου, άνοιξε, άνοιξε» -μιλούσα στα μυτιληνιά- και μου άνοιξε το μωρό και το άρπαξα και όταν ήρθαν και με είδαν μέσα… «Ρε θεία, Ελένη». Λέω: «Τούτο μην το ξανακάνετε. Το μωρό -λέω- [00:40:00]ήταν τελειωμένο.» «Ελένη, Ελένη» μου φιλούσαν τα χέρια. Θέλω να σου πω, ο Ελληνισμός είχε αγκαλιαστεί, ο ένας αγκάλιαζε τον άλλον. Η θρησκεία είναι πάρα πολύ ενωμένη εκεί, το εκκλησίασμα, όταν είναι να κάνει κάτι ένα έργο μέσα στην εκκλησία στην Αγία Ευφημία… τώρα θα πας εσύ, δουλεύεις στα αρκούδια εκεί στα κοαλάκια, θα πας πέντε κοαλάκια από το εργοστάσιο, άλλη θα πάει δύο φουστανέλια, όταν κάνανε εμποροπανήγυρη. Και όταν παίρναν τα χρήματα αυτά, η επιτροπή, το εκκλησίασμα. Ο κόσμος που δούλευε ο καθείς τα βάζανε, και ένας αγόρασε δύο αρκουδάκια, ο άλλος έπαιρνε αυτό και αυτά τα έσοδα πέφτανε στην εκκλησία μέσα και χτιζόταν και γινόταν.

Ε.Τ.:

Αρχικά, πρώτα-πρώτα χρόνια, αντιδρούσαν οι Αυστραλοί πολύ στον επιτάφιο που βγάζαμε, αλλά μετά… Προπαντός οι νέοι Αυστραλοί, όχι οι γεροί, οι νέοι οι Αυστραλοί ήταν πιο αυτοί. Έχω πάθει τρία κρούσματα. Όπως[Δ.Α.] που λες σε πιάσαν, σε χτυπήσαν και παλιά ήταν εκεί. Δηλαδή εγώ με σπρώχναν μια φορά από το Sydenham station που έβγαινε από το τρένο μέχρι το εργοστάσιο, γιατί πήγαινα το παιδί ύστερα στο σχολείο και δεν δούλευα οκτάωρο, για να πάω το μωρό στο σχολείο, δούλευα τέσσερις ώρες. Είχα τόση γνωριμία με το εργοστάσιο, που δούλευα στο σπίτι, για να έχω το παιδί μου να το πηγαίνω στο σχολείο να πάω δύο η ώρα να το πάρω. Είχα και αυτό όταν άρχισε ο Στρατής και πήγαινε στο σχολείο. Και με πιάσαν -δεν είχε λεωφορείο να πάω στο εργοστάσιο- και με σπρώχναν τέσσερα άτομα, δυο κορίτσια και δυο αγόρια. Είχα και ένα box, ένα κουτί αρκουδάκια από το σπίτι να τα πάω στο αυτό και με σπρώχναν. Άσπρη πήγα στο εργοστάσιο από τον φόβο μου. Και μου λέγαν –καταλάβαινα- «you are stupid, καινούργιοι αυστραλέζοι που ήρθατε εδώ.» «Υes, yes» έλεγα εγώ, που να αντιμιλήσεις; Θα με ρίχνανε σε κανένα στενό. «Yes, yes, yes» έτσι με έλεγαν «Χαζή είναι τούτη» και με παίζανε μέχρι όταν έπιασα [Δ.Α.] αυτού πέρα μέσα στη λεωφόρο και είδα κόσμο, λέω: «Άντε τη γλίτωσα». Λέει: «Γιατί Ellen είσαι κίτρινη;» Λέω: «fight κόντεψε να πέσει, να με δείρουν, να με χτυπήσουν». Και έπαθα πάλι ένα κρούσμα μέσα στο εργοστάσιο. Τώρα λέω-λέω τα θυμήθηκα όλα. Ήμουν κορίτσι, το οποίο ήμουν γελαστό κορίτσι, δεν ήξερα και πολύ τα αγγλικά, αλλά λίγο-πολύ τα πάλευα. Δουλεύαμε πιο πολλές Ελληνίδες. Η boss ήταν Εβραία. Ήταν μικρό το εργοστασιάκι και είχαν πάρει και μια Αυστραλέζα, αυτές οι μαύρες οι Αυστραλέζες, οι καθεαυτού Αυστραλέζες, που τις παίρνουν και τις εξημερώνουν, μέσα σε δίχτυα τις πιάναν τότε, από τη ζούγκλα από μέσα και τις και τις πηγαίνανε σε σχολές, σε αυτά, αλλά αυτές δεν ημερώνανε ποτέ. Λοιπόν, εγώ ήμουν πιο αυτή, κορίτσι... Ήταν μια κοπέλα από τη Μάλτα ,από το κράτος της Μάλτας Μαλτέζα, Ελληνίδες, Αυστραλέζες... Εγώ δούλευα έτσι, κόφτρα ήμουν και έκοβα μπροστά. Όταν δεν την έπαιρνε είδηση η επιστάτρια, έπρεπε να με χτυπήσει με το ψαλίδι εδώ πάνω στην καρωτίδα. Γιατί εγώ έλεγα, τώρα -ας πούμε- που ήθελε μια κοπέλα από την Κόρινθο να της πω ένα τραγούδι νησιωτικό, άρχιζα εγώ «Περιστεράκι, αυτό…» έλεγα εγώ το τραγουδάκι να τα ακούει, κόβαμε ,δίπλα άκουγε η άλλη το ελληνικό το ρεφρέν το νησιωτικό. Αυτή ήταν από την Κόρινθο. Αυτή έλεγε, λέει, νόμιζε επειδή γελούσαμε οι Ελληνίδες, νόμιζε ότι λέμε για εκείνη. Και λέει ο επιστάτης «Γιατί έκανες αυτή την κίνηση;» Λέει: «Αυτή λέει έλεγε για μένα». «Τι να πω εγώ -λέω- και εγώ μελαχρινή είμαι, τι να πω -λέω- για σένα εγώ;» έλεγα. Ένα μήνα με πηγαίναν στο τραίνο. Λέει: «Αυτή η Ellen, αυτό το κορίτσι -είπε ο επιστάτης- είναι πάντα έτσι happy, όχι τώρα που ήρθες εσύ -λέει- πριν 5 μήνες». Εκείνη την καθαρίσανε, τη διώξανε από το εργοστάσιο. Κόντεψε να με χτυπήσει. Έπαθα τέτοια πάρα πολλά. Την άλλη πάλι φορά, πολλά έπαθα, τρία. Να το πω και αυτό;

Π.Ξ.:

Πείτε το.

Ε.Τ.:

Είπα στη μαμά μου μέχρι τρίτωσε και η αλήθεια. Άντε καλά η Αυστραλέζα ήταν το τέτοιο, πιο ελαφρύ. Λοιπόν, ήταν η λεωφόρος, από εκεί είχαν σταματήσει τα αυτοκίνητα και στρίβανε για να φύγουν για το αεροδρόμιο και εγώ έκανα cross, δεν πήγαμε στις γραμμές, μόλις βγήκαμε από το εργοστάσιο, που ήταν από εδώ εκεί και θεωρήσαμε καλώς να περάσουμε απέναντι. Εγώ βάσταγα και ένα κουτί τομάρια, για να τα κόψω στο σπίτι, έβρεχε κιόλας…. Λοιπόν οι άλλες προλάβανε, περάσανε τη λεωφόρο, ανεβήκανε στο ένα το πεζοδρόμιο. Εγώ, παρά τρίχα, με κοπανάει ένα αυτοκίνητο, απ' αυτά τα μικρά τα κλουβάκια που ήταν στρογγυλά, βρέθηκα αλλού τα παπούτσια, αλλού εγώ και σηκώθηκα όρθια και έκανα τον σταυρό μου και φώναζα... Με έπιασε ένα αμόκ και δεν σκέφτηκα ούτε τη μάνα μου ούτε τον άντρα μου, μονάχα φώναζα: «Το μωρό μου, το μωρό μου, πού θα άφηνα το μωρό μου!» Μια τέτοια κρίση. Με πήραν. Όταν ήταν ανοιχτή η λεωφόρος και ήταν η άλλη γραμμή αυτό, έπρεπε να περάσει ο άλλος από πάνω μου. Ήταν η τύχη μου η καλή, που ήταν κομμένη η λωρίδα η κεντρική για το αεροδρόμιο και πέρναγε μια γραμμή μόνο. Ενώ αν με έριχνε, που με έριξε από την άλλη μεριά, θα πέρναγε άλλος από πάνω θα ήμουν τελειωμένη. Τέλος πάντων, πήγα πια στο σπίτι πάλι. Και πάλι με ξαναχτυπά του Αγίου Γεωργίου την ημέρα, που γιορτάζει ο άντρας μου. Μου λέει η πεθερά μου το πρωί «Άντε βρε Ελένη, μην πας σήμερα στο εργοστάσιο, γιορτάζει και ο άντρας σου, μην πας στη δουλειά». Κάνω εγώ φουρκισμένη κιόλας «Δεν ξέρουν οι Αυστραλοί Αγίους Γεώργηδες και τέτοια». Σηκώνομαι, φεύγω στο εργοστάσιο, πηγαίνω, το πρώτο αυτό, με είχαν βάλει στην πρέσα να δουλέψω, επειδή είχαν μεγάλη παραγγελία. Ήταν μια πρέσα μεγάλη, κόρη μου, είχε έναν λεβιέ έτσι, μια πλάκα τσιμεντένια και από πάνω πάλι άλλη πλάκα και έχει ένα λεβιέ. Τα πατρόν ήταν σιδερένια με μαχαιρέλια και με ηλεκτρισμό δούλευε αυτή η πρέσα. Έβαζες το πατρόν στην προβιά επάνω, πάταγες μια «πατ» και το έκοβες και το έβαζες. Με είχαν στην πρέσα. Καθώς το άπλωνα το πρώτο το τομάρι που έπιασα, την προβιά να τη στρώσω -γιατί πρέπει να είναι τα νερά από πάνω όχι ανάποδα, να πηγαίνει προς τα πάνω- να βάλω το πατρόν του καγκουρό να το κόψω από τη μια και από την άλλη, έπαθε εμπλοκή η πρέσα, με κοπανάει μια λοιπόν κάτω, πίτα το χέρι μου, σπασμένα όλα μου τα δάχτυλα. Μονάχα ένα δάχτυλο που φόραγα ένα δέρμα μαύρο για να μην ακουμπάω που έκοβα έτσι, να μην πληγώνει το δάχτυλό μου. Δε βλέπεις τώρα πως είναι από τις ελιές; Εγώ είμαι πολυγυρισμένος άνθρωπος. Τέλος πάντων, με αρπάζουν αυτή την ώρα. «Mr Ben» λέω. Τρυπώνω μέσα στην αγκαλιά του γέρου του επιστάτη από τον πόνο. Με χτυπάει από κάτω από τη μασχάλη μου ένας πόνος, τρύπωσα μέσα σε αυτό, με αρπάνε με πηγαίνουν στο νοσοκομείο. Τέλος πάντων, αυτά έπαθα. Τρεις φορές έπαθα.

Π.Ξ.:

Δηλαδή υπήρχαν και περιστατικά ανθρώπων που δεν σας θέλανε στην Αυστραλία και σας έτσι-

Ε.Τ.:

Ναι. Προπαντός οι νέοι Αυστραλοί.

Π.Ξ.:

Δεν σας θέλανε.

Ε.Τ.:

Όχι, όχι. Δηλαδή λέγανε ότι ήρθατε και στην πατρίδα μας, όπως λέμε εμείς, έχει εδώ ρατσιστές και λένε ότι ήρθαν οι Αλβανοί και τα παίρνουν, γιατί παίρνουμε τους Αλβανούς και αυτά. Έτσι ήμασταν τότε και εμείς οι μετανάστες εκεί.

Π.Ξ.:

Πάντως το εργοστάσιο σας φροντίζανε. Το εργοστάσιο.

Ε.Τ.:

Π[00:50:00]άρα πολύ. Τις Ελληνίδες τις είχαν, έτσι τις είχαν.

Π.Ξ.:

Επειδή δουλεύατε πολύ και σκληρά.

Ε.Τ.:

Δουλεύαμε, δουλεύαμε. Εμείς τη βγάζαμε τη δουλειά. Οι Αυστραλέζες -σου λέω- και από τότε ήταν ναρκωτικά. Ερχόταν μια 19 χρονών κορίτσι «Ellen κάνε» λέω: «No thanks, εγώ δεν θα πάρω. Θα 'ρθει -λέω- από το shop το παιδί να πάρω ζάχαρη». Αυτές αφού τις έβλεπα εγώ και ερχόταν, τότε έλεγε: «Κάνω love, κάνω χαρές, τώρα θα κάνω και ένεση» έπαιρνε ναρκωτικά. Να πάω εγώ να πάρω ζάχαρη από αυτήν; Εγώ έλεγα: «No thanks, thanks» γιατί έχω sugar, πάρε για τον καφέ, 10 η ώρα που παίρναμε καφέ στο εργοστάσιο, είχε ζάχαρη, καφέ, τσάι ό,τι θες να πάρεις. Και έτυχε να μην έχει ζάχαρη το αυτόματο. Και πήγε το παιδί να πάρει από το σούπερ μάρκετ, αυτόν που είχαν. Και λέει: «Ελένη, πάρε από μένα sugar» είχε σε φακελάκια. Λέω: «Τι λες -μες στο νου μου- θα πάρω από σένα sugar, να έχεις τίποτα μέσα να πιω εγώ». Πρόσεχα, πρόσεχα πάρα πολύ.

Π.Ξ.:

Τους Έλληνες τους ξέρετε από το εργοστάσιο ή τους ξέρετε και από τις γειτονιές -ας πούμε- από την εκκλησία;

Ε.Τ.:

Από την εκκλησία, είχα γειτονοπούλα μια Κρητικοπούλα, πάρα πολύ καλή κυρία. Από την Πελοπόννησο είχα Ελληνίδες. Μια άλλη πάλι από τη Λήμνο. Είχε ένα τότε τι ήταν, τα πρώτα, όπως τώρα έχουμε τα σούπερ μάρκετ, τα μεγάλα τα πολυκαταστήματα, ήταν το Rosedam κοντά μας ολόκληρο… και είχα και αυτό και φίλες στο εργοστάσιο, όλες οι κοπέλες. Μια ήταν από την Τρίπολη, άλλη ήταν από την Κόρινθο. Με αγαπούσαν πάρα πολύ. Ήμουν πρόσχαρος άνθρωπος δηλαδή. Και έλεγε και ένας γέρος στην κόρη του, ήταν από το Κιάτο Κορινθίας-

Π.Ξ.:

Εκτός από Έλληνες είχε και άλλους Ιταλούς ας πούμε. Μου είπατε για Ιταλούς πριν...

Ε.Τ.:

Μάλτα, Ιταλοί, Λιβανέζοι.

Π.Ξ.:

Είχε πολλούς μετανάστες γενικά η Αυστραλία; Πολλούς μετανάστες η Αυστραλία.

Ε.Τ.:

Πάρα πολλούς. Τώρα επικρατεί η Κίνα πάρα πολύ, οι Κινέζοι τώρα που φύγαμε εμείς, ενώ τότε ήταν Λιβανέζοι, ήτανε Ιταλοί, Γιουγκοσλάβοι, από όλα τα κράτη. Τούρκοι είχε και λίγους Τούρκους τότε, αλλά όχι πολλοί. Είχε και Τούρκοι. Αλλά ο Ελληνισμός ήταν τότε. Είπαμε, κάθε μήνα πήγαινε το «Πατρίς» και έφευγε για Αυστραλία. «Πατρίς» και «Ελληνίς» δύο καράβια.

Π.Ξ.:

Σχέσεις με Αυστραλούς είχατε;

Ε.Τ.:

Ναι.

Π.Ξ.:

Υπήρχαν οπότε και οι άνθρωποι που σας δέχτηκαν.

Ε.Τ.:

Ναι, ναι, ναι. Οι γείτονες, όταν -ας πούμε- είχαμε φασολάκια, beans τα βάζαμε στα fence που φύτευε ο θείος ο Γιώργος αυτά, έδινα στην Αυστραλέζα, μάθαμε τη φασολάδα στις Αυστραλέζες, την κοκκινιστή, και η Αυστραλέζα από τότε που την έμαθα το καρότο, την έκανε κάθε εβδομάδα, τόσο που της άρεσε. Φάγαν από ένα πιάτο. «Τι θα βάλω Helen;» Τώρα ύστερα πήγε και πήρε, η Αυστραλέζα, τα φασόλια. Κάθε λίγο κάναν, τόσο που τους άρεσε η φασολάδα η κοκκινιστή. «Θα βάλεις λίγο πιπεριά -λέω- κόκκινη μέσα, καροτάκι αυτά». Καλές ήταν οι Αυστραλέζες, οι οικογενειάρχισες. Οι μικρές ήταν λίγο πιο αυτές.

Π.Ξ.:

Αγγλικά είπατε δεν ξέρατε. Πώς συνεννοούσασταν;

Ε.Τ.:

Τον καιρό που πήγαμε, μετά μάθαμε. Όταν πρωτοπήγαμε, ήθελα, όταν πήγα για να γεννήσω τον Στρατή με τα νοήματα. Μετά όταν έκανα το Στρατή, με είπαν στο εργοστάσιο «Helen, είχε χτυπήσει ο Στρατής το χέρι του». Και ήθελα να πάρω Dettol, αυτό που το διαφημίζουν τώρα. Να το βάζω μέσα στο μπάνιο του, για να μην έχει μικρόβια. Λέω: «Τι θα πω, βρε κορίτσια, άμα πάω μέσα στο φαρμακείο;» Μου λέει η Αυστραλέζα, η boss και οι άλλες και οι άλλες που ξέραν, θα πεις: «One bottle Dettol please». Πήγα, στο Punchbowl εκεί, μπήκα μέσα ήταν πέντε κοπέλες υπάλληλοι. «Yes please?» Λέω... Με πολύ τρόπο σε όλες τις υπηρεσίες, υπήρχε άψογη, δηλαδή δεν σε βρίζανε, δεν είχες να μη σου δώσουν σημασία. Λέω: «One bottle Dettol please». Τίποτα. Ήρθε η μια, μαζευτήκανε και οι πέντε από πάνω μου. Dettol… δεν το έβλεπα και να το δείξω κιόλας. Μα έλεγα: «My son χτύπησε το finger του, το δάχτυλο». Έπιασα να λέω αγγλικά ανακατωμένα, δεν ήξερα να τα πω και πολύ καλά. «My son -λέω- το finger» αυτό το δάχτυλό του, με λέει μια «Understand» λέω: «Yes». Με αρπάζει, μου φέρνει μια τσιμπίδα που βγάζουν τα φρύδια. Τι να πω εγώ; Λέει: «This one?» Λέω: «Yes». Πήγα στο εργοστάσιο με την αύριο, μου λένε: «Πήρες Helen το Dettol;» «Το πήρα -λέω- να αντί το Dettol έφερα μια τσιμπίδα για τα φρύδια». Πήγα μετά στο σούπερ μάρκετ και το βρήκα και το πήρα. Θέλω να σου πω, δεν καταλάβαιναν και μου δώσαν αντί Dettol, έφυγα με μια τσιμπίδα που βγάζουν τα φρύδια. Αστεία.

Π.Ξ.:

Οπότε δεν χρειαζόταν να τα μάθετε, γιατί υπήρχαν πολλοί Έλληνες και-

Ε.Τ.:

Ναι για αυτό. Δεν έμαθα αγγλικά, επειδή δούλευα σε εργοστάσιο που ήμασταν Ελληνίδες όλο. Μιλούσαμε ελληνικά.

Π.Ξ.:

Υπήρχαν πολλοί Έλληνες οπότε δεν χρειάστηκε να-

Ε.Τ.:

Ναι. Και δεν έμαθα αγγλικά. Δηλαδή λέω, πιο πολύ καταλαβαίνω παρά μιλάω.

Π.Ξ.:

Το παιδί σας είπατε πήγε σχολείο στην Αυστραλία;

Ε.Τ.:

Ναι, πήγε πρώτη Δημοτικού, kinder. Πήγε… ήρθαμε… τον Στρατή τον έφερα 8,5 χρονών. Πήγε δευτέρα Δημοτικού. Και μου λένε οι Αυστραλοί ότι να... Τον Αυστραλό δεν το λες ποτέ ότι φεύγεις για πάντα από την πατρίδα, από την Αυστραλία, ότι «Ήρθα και έκανα και φεύγω». Δεν θέλει ούτε ο Ελληνισμός που μένει, δεν θέλει να λες στους Αυστραλούς ότι φεύγεις για πάντα. Γιατί σου λέει έρχεται δουλεύει, κάνει αυτό και σηκώνεται και φεύγει. Λες ότι εγώ θα πάω και θα ξαναγυρίσω, για holiday. Και μου είχαν πει τότε, ότι «Ellen, να μην αργήσεις στις διακοπές, γιατί ο Charly έχει πολύ γερό μυαλό και είναι κρίμα να χάνει τα μαθήματά του». Όπως και εδώ σπούδασε γυμναστική ακαδημία. Πέρασε, έγραψε πάρα πολύ καλά, τέσσερα δεκαοκτάρια έγραψε. Δηλαδή πέρασε και έκανε, το καημένο, να διοριστεί 14 χρόνια, παρόλα που ήταν άριστος. Και επέλεξε τότε, ήταν αθλητής εδώ μέσα στην Ελλάδα. Είδε και έπαθε να διοριστεί. Στο τσακ διορίστηκε.

Π.Ξ.:

Το παιδί ήξερε και αγγλικά στο σχολείο, φαντάζομαι σε αγγλικό-

Ε.Τ.:

Αγγλικά μιλούσε. Όταν έλεγε ο Στρατής, όταν βγαίναμε τώρα στην αγορά, δηλαδή το παιδικό το αυτό το ένστικτο και βγαίναμε για ψώνια, δεν άφηνε να μιλάμε ελληνικά το παιδί μας. «Shut up stupid, σκατά τα ελληνικά, μη μιλάς». Μιλούσε αγγλικά.

Π.Ξ.:

Ήξερε και ελληνικά όμως από το σπίτι.

Ε.Τ.:

Ελληνικά τον μιλούσαμε μέσα στο σπίτι. Δεν τον αφήναμε καθόλου. Αλλά όταν ήρθε εδώ, έβαζε αστέρια, που ήρθε στο Δημοτικό. Ο Στρατής δευτέρα Δημοτικού δεν φοίτησε καθόλου. Αμέσως από πρώτη τον πήγαν τρίτη, γιατί ήταν προχωρημένος στα μαθηματικά.

Π.Ξ.:

Όταν ήρθατε;

Ε.Τ.:

Ναι όταν ήρθαμε εδώ. Για να μη χάσει πολλές χρονιές -ας πούμε-που ήταν τα παιδιά προχωρημένα στην ηλικία. Δευτέρα δεν φοίτησε καθόλου. Το '73 γυρίσαμε.

Π.Ξ.:

Οπότε αφού μαζέψατε κάποια χρήματα αποφασίσατε να γυρίσετε πίσω στην Ελλάδα.

Ε.Τ.:

Ήρθαμε, ναι.

Π.Ξ.:

Ήρθατε για το παιδί σας κυρίως.

Ε.Τ.:

Για το παιδί. Αυτό που είναι στο Δημοτικό τόσο τον φέραμε, μικρό.

Π.Ξ.:

Και πώς ήταν η επιστροφή πίσω στην Ελλάδα;

Ε.Τ.:

Ποιο;

Π.Ξ.:

Η επιστροφή πίσω στην Ελλάδα δεν ήτανε δύσκολα;

Ε.Τ.:

Αεροπορικώς γύρισα. Δεν γύρισα με το καράβι πια.

Π.Ξ.:

Ναι, εννοώ αυτή η μετάβαση.

Ε.Τ.:

Όταν ήρθαμε, έλεγα θα πάθουμε, θα πάθουμε τα ελαιόδεντρα [01:00:00]που χάνουν τις ελίτσες. Σου φαίνεται ότι είναι οι δρόμοι στενοί, ότι θα πέσουν τα σπίτια επάνω σου να σε πλακώσουν ότι... Σου φαίνεται πάρα πολύ. Και όταν πας, όταν έφυγα εγώ, Ιανουάριο, με πείραξε πάρα πολύ το καράβι από Μυτιλήνη για Αθήνα. Πήγα στο Ελληνικό, στης συννυφάδας μου το σπίτι, ράκος, εμετό έκανα. Δηλαδή ήταν πάρα πολύ, μεγάλη φουρτούνα είχε που φεύγαμε Μυτιλήνη-Αθήνα. Λέει ο μπαμπάς μου «Να σε πάω πριν φύγουμε, να σε πάω Ελένη να δεις τον Βασιλικό τον Κήπο, πριν φύγετε για την Αυστραλία». Εγώ τόσο ταλαιπωρημένη που ήμουνα, δηλαδή εξαντλημένη από το αυτό, λέω: «Δεν θέλω τίποτα να δω». Απ' το Ελληνικό έφυγα στο λιμάνι. Δεν πήγα καθόλου μέσα στην Αθήνα να δω τίποτα. Και όταν γυρίσαμε με τον άντρα μου και πήγαμε στην Αθήνα, καθίσαμε μέχρι να 'ρθουν οι βαλίτσες μας, τα μπαούλα μας, καθίσαμε σε ξενοδοχείο και πήγαμε κάτω στην Ομόνοια, πήγαμε στον Βασιλικό Κήπο και σε αυτό. Μου φάνηκε, λέω: «Βρε Γιώργο» γιατί εγώ μικρή τον είχα τον Βασιλικό τον Κήπο, τον είχα σαν ένα όραμα, δηλαδή ότι τι είναι μεγάλο αυτό και τον παρομοίασα τον Βασιλικό Κήπο, που πήγα και τον είδα, σαν ένα πολύ πρόχειρο πάρκο της Αυστραλίας. Τόση μεγάλη ήταν η διαφορά.

Π.Ξ.:

Με την Αθήνα που ήταν και πρωτεύουσα.

Ε.Τ.:

Που είναι πρωτεύουσα. Λέω: «Βρε Γιώργο, τούτος είναι ο Βασιλικός Κήπος;» Ναι.

Π.Ξ.:

Και μετά πίσω στη Μυτιλήνη στο χωριό κατευθείαν;

Ε.Τ.:

Ήρθα εδώ στο χωριό. Η μαμά λιποθυμούσε μόλις ήρθα και φώναζε: «Ελένη, Ελένη. Ελένη, κόρη μου, κόρη μου». Το σπίτι το είχαν εδώ ήταν αυτό. Το έχρισα, το φτιάξαμε. Ανακαίνιση μεγάλη στο σπίτι έκανα, πάρα πολλά έξοδα. Στα τρία χρόνια μου ήρθε τρέλα, ήθελα να φύγω πίσω.

Π.Ξ.:

Θέλετε να γυρίσετε.

Ε.Τ.:

Ναι.

Π.Ξ.:

Δεν αντέξατε.

Ε.Τ.:

Αλλά και μέχρι τώρα, το όνειρό μου είναι να πάω. Αλλά ο Γιώργος δεν αποφασίζει. Έχει πακέτα.

Π.Ξ.:

Να πάτε για...

Ε.Τ.:

Να πάω holiday, θέλω να πάω. Ο Γιώργος δεν αποφασίζει. Εγώ όμως-ξέρεις- να ονειρεύεσαι το σπίτι που παντρεύτηκες, που γέννησες, που αυτό… Σου μένει ένα αυτό.

Π.Ξ.:

Κρατάτε επαφές με την Αυστραλία, κάποιους ανθρώπους εκεί;

Ε.Τ.:

Τώρα έχω φίλες. Τώρα σου λέω τα πακέτα που αυτό... Που θα βρεις... Δεν έχω, είχα κάτι αυτές διευθύνσεις. Αλλάξανε, δεν μπορώ να βρω καμία, από την Κόρινθο που είχα. Εκτός τώρα με την κουνιάδα μου που μιλώ. Από τη Μελβούρνη έχω άλλες χωριανές που μιλάω. Αλλά οι φίλες μου εκεί, που είχα τον δεσμό τον φιλικό, τις έχω χάσει όλες.

Π.Ξ.:

Η κουνιάδα σας έμεινε στην Αυστραλία;

Ε.Τ.:

Ναι. Είναι πια το πρώτο παιδί είναι. Εχθές πήρε οι στάχτες, λέει: «Οι στάχτες έρχονται Ελένη στα παράθυρα». Τώρα εκεί γύρισε από τη Μελβούρνη μεριά, τη Βικτώρια. Πάρα πολύ τα καημένα τα κοαλέλια και τα καγκουρό καίγονται. Δεν βλέπεις στο σπίτι; Ακόμα γεμάτο καγκουρό είναι. Έτσι είναι η ζωή μου. Όπου να δεις, καγκουρό έχω.

Π.Ξ.:

Ήτανε δύσκολο να 'ρθειτε να μείνετε πάλι εδώ; Πάλι στις ελιές, σε σχέση με το...

Ε.Τ.:

Μου αρέσει η αγροτική ζωή.

Π.Ξ.:

Σας αρέσει.

Ε.Τ.:

Ναι. Μου αρέσει.

Π.Ξ.:

Καλύτερα από τα εργοστάσια;

Ε.Τ.:

Επανήλθα δηλαδή. Όχι καλύτερα, δηλαδή δεν… είμαι ένας χαρακτήρας που δεν λέω ότι αυτό που έζησα ήταν καλύτερο και δεν θα κάνω αυτό που πρέπει να κάνω. Δηλαδή τώρα εργάζομαι πιο πολύ από αυτές τις κοπέλες που δεν ξενιτεύτηκαν. Δεν βλέπεις τα χέρια μου; Κοίτα! Γιατί ήρθε ο θείος ο Γιώργος και πήρε κτήματα. Η Ευαγγελίτσα είναι λογίστρια, τα εγγόνια σπουδάζουν, φύγαν και τα τρία. Ο Γιώργος είναι Εμπορικό Ναυτικό. Τα αλλά είναι στην Κρήτη. Η Ελένη πέρασε Τουριστικών Επαγγελμάτων στο -τι το λένε; Διοίκηση Επιχειρήσεων. Αλλά αυτή μάλλον θα βρει δουλίτσα. Θα δούμε, τέλος πάντων. Ο άλλος πήρε χθες. «Άσε με βρε γιαγιά». «Βρε Γιώργο, σε παρακαλώ μωρέλι μου-πήρε πτυχίο φέτος-πέντε αυτοί τους πιάσανε πειρατές. Πέντε πιάσανε μωρέλι μου». Τον υποπλοίαρχο το δεξαμενόπλοιο πέντε Έλληνες. Να με πηγαίνει! «Πέρασε μωρό μου -λέω- στο Λιμενικό, μην φύγεις στη θάλασσα». «Όχι -λέει- θα πάω τι θα κάνω γιαγιά, άμα με πιάσουν». Το επέλεξε και το θέλει. «Βρε -λέω- εγώ πέρασα τον ωκεανό τον Ινδικό Ωκεανό έναν μήνα και αυτό έβλεπα μαύρη θάλασσα μπροστά μου, ουρανό και θάλασσα μαύρη. Πώς το επέλεξες γιε μου αυτό το πράγμα;» Τον αρέσει. Τώρα φέτος πήρε πτυχίο. Εγώ φοβήθηκα τώρα πάλι. Ήταν πρώμα το άλλο το κρούσμα με το ένα παλικάρι που πήραν, τώρα είναι πέντε τα άτομα, εκεί ήταν στο Καμερούν στην Αφρική.

Π.Ξ.:

Εσάς ο γιος σας όταν ήρθε, δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί με τα αγγλικά που -ας πούμε- εκεί πέρα είχε συνηθίσει;

Ε.Τ.:

Ναι, αρχή, αρχή ναι. Έκλαιγε, γιατί καθόταν…  «Με τα baby θα κάθομαι εγώ;» Που καθόταν με τα πρωτακέλια, η ηλικία του ήταν τρίτη Δημοτικού. Εκείνος πήγε πρώτη και έκλαιγε. Ερχόταν εδώ και έκλαιγε. Αντί να βάζει αριθμούς, έβαζε δικά του αστέρια, γιατί οι δασκάλες οι Αυστραλέζες βάζαν αστέρια, όποιος ήταν άριστος, βάζαν αστεράκια, δεν βάζαν βαθμό 10, 9. Και έβαζε εκείνος τα αστέρια του και ερχόταν. Και κάθε πρωί, γιατί εκεί οι δασκάλες οι Αυστραλέζες θέλουν τα παιδάκια να είναι ενωμένα. Και έκαναν good morning kiss «kiss Charle, τη συμμαθήτρια» φιλιόταν. Ήρθε ο Στρατής από την Αυστραλία συνηθισμένος, άρπα την Ελευθερία εδώ τη γειτονοπούλα μας στο σχολείο, με το «good morning, καλημέρα Ελευθερία» ματς-μουτς ο Στρατής. Η Ελευθερία δεν ήταν και τα μωρά συνηθισμένα κάθε πρωί να δίνουν φιλάκι. «Κρυβόταν -λέει- θεία Ελένη». Λέω: «Θα το συνηθίσει μωρέ, [Δ.Α.] που ερχόνταν στο σχολείο, τα έχουν οι δασκάλες τόσο πολύ αυτά, που κάθε μέρα φιλιόνταν ο ένας με τον άλλον και «Καλημέρα» και καθόταν στο θρανίο. Σιγά-σιγά –λέω- θα το καταλάβει ο Στρατής, ότι δεν πρέπει να σε φιλάει. Την Ελευθερία εδώ του Καραμβάλλη που την ξέρεις, που έχει τη Μαρία και την Ταξιαρχούλα. Ήταν στην ηλικία μαζί. Μετά μεταπήδησε το καημένο, δευτέρα δεν φοίτησε καθόλου, πήγε τρίτη . Συνήθισε ο Στρατής. Ήταν προχωρημένος πάρα πολύ.

Π.Ξ.:

Δεν θέλησε ποτέ να γυρίσει στην Αυστραλία; Να πάει στην Αυστραλία ο γιος σας;

Ε.Τ.:

Έλεγε: «Γιατί ήρθατε μαμά;» Θυμάται αμυδρά, θυμάται αυτά, αλλά όχι να.... Σου λέω, τον έφερα 8,5 χρόνων, δεν ήταν... Επάνω που έπιασε το Δημοτικό πρώτη, δευτέρα αυτό, τον πήραμε ήρθαμε. Θυμάται, αλλά όχι.... Εγώ θυμάμαι παραπάνω. Εμένα η ζωή μου και θυμάμαι πολύ την Αυστραλία. Έζησα πάρα πολύ όμορφα.

Π.Ξ.:

Το θυμάστε σαν κάτι καλό, χαρούμενο.

Ε.Τ.:

Καλό, καλό. Η γέφυρα. Πλούσια χώρα, πλούσια. Πλούσια χώρα. Όταν αγναντεύεις πια το λιμάνι, πιάνεις πρώτα Perth, μετά πηγαίνεις Μελβούρνη και μετά το Sydney και δεις τη γέφυρα του Sydney από μακριά και λες: «πω πω, πώς θα περάσω; Από μακριά φαίνεται πιο πλατιά έτσι πιο αυτή-λες- Παναγία μου, πώς θα χωρέσει τόσο καράβι να περάσει;» Και όταν πας κάτω, περνούν άλλα τέσσερα καράβια. Οι κολώνες έχουν μέσα ασανσέρ και πολυκαταστήματα, που τη στηρίζουν. Μεγάλο έργο. Από πάνω περνάνε δύο λωρίδες, τα τρένα, πεζόδρομος, αυτοκινητόδρομος. Δηλαδή είναι πλάτος από εδώ, πού να σου πω; Μεγάλα έργα. Και ύστερα έγινε και το άλλο, η όπερα που έγινε. Την όπερα ήμασταν εκεί που χτιζόταν, είναι καινούργιο έργο, αλλά η γέφυρα είναι παλιά.

Π.Ξ.:

Οπότε εσείς ενδιαφέρεστε και μαθαίνετε ακόμα νέα της Αυστραλίας.

Ε.Τ.:

Ναι. Και έχουμε τώρα, μετά από τόσα χρόνια που μέναμε εκεί, δηλαδή όσα κάνεις -παρόλο που δεν έγινε ο θείος ο Γιώργος υπήκοος Αυστραλός, για να μην τον πάρουν στο Βιετνάμ τότε- σε τρία χρόνια μου ήρθε η βίζα να γίνω Αυστραλέζα-

Π.Ξ.:

[01:10:00]Μπορούσατε τόσο γρήγορα;

Ε.Τ.:

Ναι και δεν δεχτήκαμε και όταν τώρα πήγε ο Καραμανλής, -είχε πάει πριν πόσα χρόνια- έκανε ο Καραμανλής μια σύμβαση με την Αυστραλία, ότι όσα χρόνια καθίσεις μέσα στην Αυστραλία, ασχέτως που δεν είσαι υπήκοος Αυστραλός, γιατί η ασφάλεια, το medical που είχαμε, πήγαν όλα τα ένσημά μας χαμένα που φύγαμε. Δεν πήραμε αποζημίωση τίποτα, χαθήκανε. Και έκανε αυτή τη σύμβαση ο Καραμανλής, και αναλόγως τα χρόνια που ήσουν στην Αυστραλία, ως δώρο ότι πέρασες από το κράτος το αυστραλέζικο, παίρνουμε τώρα με τον θείο σου τον Γιώργο, είναι 160 ευρώ, 160 δολάρια, 160 ευρώ το άτομο. Παραπάνω είναι τα δολάρια, σε ευρώ είναι η γενική με τον φόρο που κρατούν, 170 εγώ, 170 ο θείος ο Γιώργος. Όταν έχεις πιο λίγη περιουσία μέσα στην Ελλάδα, γιατί στέλνουμε φόρμα, συμπληρώνουμε φόρμα και στέλνουμε και μας αυτό, αυτόν το ποσό. Δηλαδή με το ΟΓΑ που παίρνουμε και τα άλλα τα 170 γίνεται ένα, δηλαδή-

Π.Ξ.:

Κάτι σαν σύνταξη από την Αυστραλία, ας πούμε.

Ε.Τ.:

Ναι. Σαν ένα δώρο, όχι σύνταξη, είναι ένα επίδομα δηλαδή, ότι που πέρασες από την Αυστραλία. Όταν είσαι, ο κουνιάδος μου που έχει πιο λίγα αυτά, που είναι δηλαδή λίγο πιο άπορος, δηλαδή δεν έχει ό,τι έχουμε εμείς, γιατί εμείς αγοράσαμε διαμέρισμα, αγοράσαμε, ο κουνιάδος μου τα προίκισε στα κορίτσια του και δεν έχει στα χέρια του, θα παίρνει παραπάνω από μας. Παίρνουν -ας πούμε- η συννυφάδα μου με τον κουνιάδο μου παίρνουν κάτι παραπάνω, θα πιάνουν τα 200 ευρώ. Εμείς παίρνουμε πότε 170, πότε 150 αναλόγως με το συνάλλαγμα που έρχεται.

Π.Ξ.:

Και ανάλογα με τα χρόνια που ήσασταν εκεί πέρα;

Ε.Τ.:

Και τα χρόνια και παίζει ρόλο η φόρμα που στέλνεις, τα εισοδήματα, όπως εδώ που τα κάνουν τώρα. Σου λέω, οι ομάδες οι αυτές θα πάρουν πιο πολλά. Από κει ξύπνησε, από την Αυστραλία ξύπνησε και η Ελλάδα και τα κάνουν αυτά τα συστήματα. Γιατί τώρα, κάθε χρόνο, εμένα από την Αυστραλία θα μου στείλουν να συμπληρώσω «Άλλαξες αυτό; Πήρες τίποτα; Άλλαξε τίποτα στη ζωή σου; Πήρες αυτό;» Θα το γράψεις. Θα στείλεις πόσα είναι στα βιβλιάριά σου. Πόσες είναι οι εισφορές που δίνεις τώρα -ας πούμε- στην Αγροτική. Αυτά πρέπει να τα στείλεις το τελευταίο φύλλο όλα. Να φύγει μέσα στο Immigration. Να δουν αυτοί το τέτοιο και αναλόγως να σε εγκρίνουν αν πρέπει να στα στείλουν. Κατάλαβες; Παίρνουμε κάτι. Αυτά παίρνουμε.

Π.Ξ.:

Και εσείς όταν γυρίσατε, πόσο χρονών ήσασταν;

Ε.Τ.:

Μα έχω γυρίσει, κάνε έτσι τον Στρατή που γράφει, '73 γράφει ή το '74; Το '74 γυρίσαμε. Τράβα του Δημοτικού το αυτό. Γράφει χρονολογία, γιατί τώρα δες το.

Π.Ξ.:

Ναι, '73.

Ε.Τ.:

Το '73 γυρίσαμε.

Π.Ξ.:

Και από τότε γυρίσατε στο χωριό και ασχολούμασταν μόνο με τα χωράφια;

Ε.Τ.:

Με τα χωράφια. Γιατί αγοράσαμε κτήματα.

Π.Ξ.:

Όπως μικρή, έτσι και τότε συνεχίσατε.

Ε.Τ.:

Ναι. Επανήλθα στην αγροτική ζωή, μέχρι τώρα 75 ετών. Δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα οι νέοι, Ο Στρατής είναι εκπαιδευτικός, έρχεται το Σαββατοκύριακο, αναγκάζομαι και επειδή αγόρασα πάρα πολλά κτήματα. Έχει και η νύφη μου, η Ευαγγελίτσα, δικά της, που την προικίσανε και είμαι αγρότισσα από τις λίγες, μέχρι το γήρας. Και δεν μπορώ να πω: «Όχι». Είμαι 75 ετών «όχι» δεν είπα ότι δεν θα πάω. Λέει η μαμά σου «Βρε Ελένη». «Τι να κάνω βρε Βαρβάρα, τι να κάνω; Αφού δεν μπορώ να το πω το όχι. Τον ακολουθώ τον Γιώργο».

Π.Ξ.:

Αλλά βαστάτε ακόμα;

Ε.Τ.:

Κρατάω. Ναι κρατάω.

Π.Ξ.:

Μπορείτε και τα κάνετε.

Ε.Τ.:

Μου αρέσει. Δηλαδή αυτό που κάνω μου αρέσει, η δουλειά μου αρέσει. Δεν ξέρω, ο χαρακτήρας μου είναι αυτός; Δεν μπορώ να πω το «όχι» τώρα εγώ. Όταν δω το εισόδημά τώρα από κάτω, πρέπει να το μαζέψω. Δεν μπορώ να πω ότι θα σαπίσει, να το αφήσω.

Π.Ξ.:

Και όλο τον χειμώνα δουλεύετε.

Ε.Τ.:

Έχω μάθει αυτή την τέχνη. Πρέπει να δουλεύω. Και μέχρι τώρα κομμώτρια. Ναι, τις γριούλες και τη θεία σου την Κορνιλία, την κουνιάδα μου, τη θεία Ελένη. Όλες οι γριούλες τώρα που θέλουν, την Παναγιώτα του Καλέμη, εδώ θα 'ρθουν να κουρευτούν. Και από εκεί παίρνω το δεκαράκι, το παίρνω και απ' αυτού. Κατάλαβες;

Π.Ξ.:

Κατάλαβα.

Ε.Τ.:

Τον καιρό αυτό είχα πάρα πολύ περμανάντ. Αφού μου λένε: «Να τα πετάξεις τα ψαλίδια πια μωρέλι μου, να τα πετάξεις». Και όταν ήρθα από την Αυστραλία δούλεψα πάρα πολύ αυτό...

Π.Ξ.:

Κομμώτρια.

Ε.Τ.:

Που σπούδαζε ο Στρατής, στο υπόγειο κάτω. Δουλειά, δουλειά. «Άντε Ελένη, άντε Ελένη». Και έπιασα ξανά τη δουλειά μου, δούλεψα πάρα πολύ. Έχω βγάλει και από την κομμωτική και από τα αρκουδάκια και από τις ελιές. Είμαι πολυαυτός, πολυάσχολο άτομο.

Π.Ξ.:

Το καλοκαίρι -ας πούμε- δεν έχετε ελιές οπότε...

Ε.Τ.:

Κάθομαι εδώ λίγο.

Π.Ξ.:

Ξεκουράζεστε.

Ε.Τ.:

Κάθομαι ξεκουράζομαι. Να σου πω τώρα. Σήμερα πήγα στο χωράφι, παρόλο που είχε, ήταν ο θείος ο Στρατής ο Φωτεινός πάνω, κουβαλούσε ελιές. «Βρε Ελένη εδώ είσαι;» Λέω: «Αφού μου είπες εχθές ότι ‘Ελένη τα δίχτυα που τελειώσατε το ένα το κτήμα τα πήρε ο αέρας και τα κόλλησε όλα στα σύρματα’ τον πήρα τον θείο σου τον Γιώργο -λέω- σήμερα δεν θα πάμε στις ελιές;» «Θα πάμε να διπλώσουμε τα δίχτυα, να φύγουν, να μην είναι έτσι κουβάρια». Πήγα δίπλωσα τα δίχτυα από το κτήμα με τον θείο σου τον Γιώργο, γιατί ο καημένος είναι 83 χρονών, δεν είναι και μικρός. Τον έχω και τον ταλαιπωρώ και αυτόν, αλλά τον αφήνω και έρχεται πιο αργά. Του λέω: «Πάνε λίγο στο καφενείο». Με πηγαίνει το πρωί, μπαίνω μέσα στο χωράφι, δεν φοβάμαι όμως. Δεν φοβάμαι να πω ότι θα 'ρθει ένα αγριογούρουνο από τα Αγιασώτικα. Που λένε: «Δεν φοβάσαι τα γουρούνια που γυρίζουν μην έρθει κάποιο από πάνω σου». Μπορεί να καθίσω πέντε ώρες, τέσσερις ώρες μέσα μόνη μου, μέχρι να 'ρθει ο θείος ο Γιώργος κατά τις 11.00, να ζεσταθεί η μέρα, ή να φύγει ο Στρατής 14.00 η ώρα από το σχολείο να 'ρθει. Και έρχομαι 17.00 η ώρα στο σπίτι. Γιατί έρχεται ο Στρατής 14.00 η ώρα από το σχολείο από το Πέραμα, από το Σκόπελο και αναγκάζομαι να κάθομαι λίγο πιο αργά για να δουλέψει ο Στρατής λίγο.

Π.Ξ.:

Κατάλαβα.

Ε.Τ.:

Να μην πάρουμε εργάτες, που είναι φθηνά το λάδι τώρα. Τέλος πάντων, που σε είπα. Λοιπόν άλλο πες με.

Π.Ξ.:

Η περίοδος με τις ελιές πότε είναι; Πότε ξεκινάνε και πότε τελειώνουν;

Ε.Τ.:

Αρχίζω, αρχίζω Νοέμβριο πριν τον Ταξιαρχών, τα δίχτυα να απλώνουμε και τα Εισόδια της Θεοτόκου πιάνω πια και μαζεύω.

Π.Ξ.:

Και πότε τελειώνουν οι ελιές;

Ε.Τ.:

Και τελειώνουν… οι δικές μου οι ελιές θα τελειώσουν Απρίλιο.

Π.Ξ.:

Μέχρι τον Απρίλιο;

Ε.Τ.:

Κάθε μέρα αυτό. Κρύο αυτό. Και λένε να η Ελένη, δηλαδή είναι όπως το ρομπότ. Το ένα το κτήμα τώρα έχω τελειώσει καλά και από πάνω και από κάτω, τον μπαχτσέ, δυο-τρία-τέσσερα έχω τελειώσει κτήματα που δεν θα πάω πια μέσα. Τα άλλα είναι σηκωμένος ο καρπός, το πρώτο αυτό που θα βγάλεις-ας πούμε- οξύτητα εφτά. Τώρα πέφτει πια ο καθαρός ο καρπός από κάτω, στα δίχτυα επάνω. Βάζω πάρα πολλά δίχτυα, με ευχαριστούν τα δίχτυα, για να μη μαζεύω από το χώμα πάρα πολλές. Τα σηκώνει ο Στρατής κάνει -ας πούμε- το κάνει έτσι που έρχεται, μου κάνει μια κουβάρα, από τη μια, από την άλλη το σηκώνει, είναι καινούρια τα δίχτυα, κάνει δυο-τρία τσουβάλια, κάθομαι εγώ μέσα καθιστή, γεμίζω τα τσουβάλια. Κατάλαβες; Δεν κάθομαι να.... Αλλά έχει και κενά. Δεν μπορεί, η ελιά πάντα είναι.... Αυτά κάνω εγώ.

Π.Ξ.:

Κατάλαβα. Και ανάλογα τη χρονιά είναι οι ελιές πιο φθηνές, πιο ακριβές και η ποιότητα.

Ε.Τ.:

Ναι. Είναι και η ποιότητα. Πέρσι δεν βγήκαμε καθόλου, είχε χαλάσει ο καρπός. Έχει χρόνια που έχει πάρα πολλές ελιές. Έχει άλλη χρόνια που έχει πιο λίγες, δουλεύω -ας πούμε- δυο μήνες. Αλλά φέτος θα δουλέψω μάλλον μέχρι τον Απρίλη.

Π.Ξ.:

Κατάλαβα.

Ε.Τ.:

Θα κάνουμε και Πάσχα; Δεν πιστεύω… θα τα τελειώσουμε.

Π.Ξ.:

Και οπότε αυτή είναι η καθημερινότητά σας και σήμερα, οι ελιές, το σπίτι.

Ε.Τ.:

Ναι, σήμερα αυτή τη δουλειά, σου λέω, έκανα. Δίπλωσα τα δίχτυα και μετά κατέβηκα στο περιβόλι και σκουπίσαμε τα κοτόπουλα και βάλαμε καινούργια νερά.

Π.Ξ.:

Έχετε και ζώα;

Ε.Τ.:

Ναι στο περιβόλι. Αυτό τώρα να το πω; Που το πήγα; Να τα πάρεις για να το δώσεις στη μαμά σου. Ένα λάχανο είναι, αυτά –λέει- η θεία η Ελένη, λεμόνια και λίγα πορτοκάλια.

Π.Ξ.:

Ευχαριστώ.

Ε.Τ.:

Και πήγα και εγώ σήμερα και κόψαμε. Ναι έχουμε περιβόλι καλέ, κοίτα αυτό τώρα γίνεται γλυκό, αλλά εγώ θα μπορώ πια; Κουρασμένη είμαι. Να το δώσω στην αδερφή μου να το κάνει. Το [01:20:00]κίτρο αυτό γίνεται ωραίο γλυκό, άλλες το κάνουν το μέσα και μαρμελάδα.

Π.Ξ.:

Ωραία, σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Ε.Τ.:

Τίποτα.

Π.Ξ.:

Για όλα.