© Copyright Istorima
Istorima Archive
Τίτλος Ιστορίας
«Γιατί ευτυχώς τα θυμάμαι!»: αναμνήσεις μιας γεμάτης ζωής
Κωδικός Ιστορίας
9790
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Ιουλία Ταλιαδώρου (Ι.Τ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
20/02/2020
Ερευνητής/τρια
Φανή Κωστίδου (Φ.Κ.)
[00:00:00]
Λοιπόν κυρία Λιλή, για αρχή, εσείς είστε κάτοικος Θεσσαλονίκης, σωστά;
Είμαι. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα. Μείναμε ως τον Μάρτιο του '41 που άρχισαν να κατεβαίνουν οι Γερμανοί προς την Ελλάδα. Τότε -επειδή κι ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός- έπρεπε να φύγουμε από εδώ. Τότε ήταν και Μεταξάς τότε, ήταν δικτατορία. Δεν ήταν, δηλαδή, απλά τα πράγματα. Του είπαν: «Να φύγει η οικογένεια για την Αθήνα κι εσύ θα μείνεις και θα δούμε πότε θα φύγεις». Και με ένα τρένο τότε, κατεβήκαμε στην Αθήνα. Ήταν ο αδερφός της μητέρας μου στην Αθήνα, σπίτι δικό του στο Παγκράτι. Ευτυχώς, στο ισόγειο, πρώτο πάτωμα νοικιασμένο, ο θειός μου ήταν εδώ στο ισόγειο, το επάνω που ‘τανε -μπορούσαμε να το πούμε τώρα ρετιρέ- μία ταράτσα ήταν κανονική. Ένα μικρό αυτό με μια μεγάλη μεγάλη ταράτσα μπροστά. Αυτό ήτανε το διαμέρισμα. Εκεί μείναμε! Βέβαια, κουβαλήσαμε πολλά πράγματα μεταξύ των οποίων και μία -γιατί τα πράματά μας μείνανε εδώ όλα- σιδερένια σόμπα. Τώρα μία στρογγυλή σιδερένια σόμπα που την έπιανες από πάνω με μία μασιά, άνοιγε, κι έβαζες μέσα ξύλα. Η μητέρα μου τότε -γιατί ο πατέρας μου άργησε πολύ να ‘ρθεί. Κάποτε κατεβήκανε αυτοί που μείναν εδώ Χαλκίδα και απ’ τη Χαλκίδα ήρθε- παρήγγειλε ξύλα, όπως παίρναμε πάντα και εδώ ξύλα τότε και είχαμε τις σόμπες με κοκ. Ήταν κάτι μεγάλες σόμπες με νεστόρματα, το θυμάμαι, με κοκ. Τώρα παρήγγειλε ξύλα και πολλά. Όλες οι γειτόνισσες: «Μα δεν χρειάζεται, εδώ δεν έχουμε κρύο. Μα τι κάνετε τώρα, παραγγέλνετε ξύλα!». Καλά που τον χειμώνα '41-'42 είχαμε αυτά τα ξύλα. Έκανε ένα πάρα πολύ κρύο! Ήταν τότε που οι Γερμανοί ξεκίνησαν για τη Ρωσία και την πάθανε. Και καλά κάνανε! Και τότε εμείς είχαμε αυτό το σομπάκι στη μέση του σπιτιού και ζεσταινόμασταν με εκείνα τα ξύλα που είχαμε στοιβάξει ωραία ωραία στο μπαλκόνι. Αυτές οι ιστορίες άλλες κι άλλες. Τώρα άλλη ιστορία είναι ότι -μεταξύ των οποίων είχαμε πολλά τότε, αυτές είναι ιστορίες χαζές ίσως- είχαμε και πολλές φακές! Είπαν στη μαμά μου τότε -η μαμά μου ξέρεις, ήταν από την Αίγυπτο. Ήρθε εδώ. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα -Ελληνίς απ’ την Αίγυπτο- δεν ήταν… ξέρεις τι; Δεν είχε εδώ συγγενείς. Δεν είχε αυτές οι θείες οι παλιές, οι γιαγιάδες που ξέραν πράγματα.- Κάποιος της είπε εκεί: «Πάρτε τις φακές. Τρίψ’ τες με λίγο λαδάκι έτσι. Πλύν’ τες με λίγο λαδάκι και κρατήστε τες». Κρατήσανε όλο τον καιρό! Δεν μαμουνιάσαν, δεν πάθαν τίποτε και είχαμε και τρώγαμε φακή! Όσο είχαμε. Γιατί στην κατοχή πεινάσαμε στην Αθήνα. Πεινάσαμε, περί στ' αλήθεια, πεινάσαμε! Άλλη ιστορία. Τώρα αυτά...
Ξαναγύρισα Θεσσαλονίκη το '45, όταν ελευθερωθήκαμε. Η Αθήνα ελευθερώθηκε το '44, 12 Οκτωβρίου, το θυμάμαι! Το θυμάμαι γιατί, παρόλο ήμουν ακριβώς 16 χρόνων, κατέβηκα -μέναμε στο Παγκράτι- κατέβηκα στην Αθήνα, φιλοξενούσαμε κι έναν πρώτο μου ξάδελφο στο σπίτι, ο οποίος είχε πολεμήσει στην Κρήτη. Ήταν Εύελπις! Τους είχαν πάει στην Κρήτη και γονείς, είχε γυρίσει πίσω κι έμενε στο σπίτι μας. Και κατεβήκαμε κάτω στην Αθήνα και είδα την απελευθέρωση. Παλαβώσαν οι Αθηναίοι! Είναι αλλιώτικοι από μάς. Γιατί όταν έγινε η απελευθέρωση της Σαλονίκης, -έγινε- αλλά ο κόσμος πιο ψυχρός εδώ. Πάντα ήταν αλλιώτικοι οι Μακεδόνες. Δεν ξέρω τώρα. Οι Μακεδόνες γενικά μιλάω, τους οποίους τους αγαπώ, από εδώ είμαι. Ήρθαμε το '45. Άνοιξη! Νωρίς! Νωρίς. Και ήρθαμε με βαπόρι. Ήταν αδύνατον να έρθουμε οδικώς. Οι δρόμοι ήταν όλοι κατεστραμμένοι. Ήρθαμε με τη «Χειμάρρα»! Το θυμάμαι. Και η «Χειμάρρα» ύστερα είχε βουλιάξει και κάποτε είχε γίνει ναυάγιο. Εντάξει, εντάξει.
Κάναμε -εγώ πήγα οκτατάξιο!- εμείς κάναμε τέσσερις τάξεις δημοτικού κι οχτώ γυμνάσιο. Εγώ ήμουν εβδόμη οκταταξίου τότε. Έτσι λεγόντανε. Κάναμε κάτι μισές τάξεις, επειδή είχαν φύγει οι Γερμανοί, γίναν τα Δεκεβριανά στην Αθήνα, εκείνα τα φοβερά επεισόδια που γίνανε. Άσε με κι εγώ ήμουν στην Αθήνα, δυστυχώς! Δεν θα πω αυτή την ιστορία, γιατί είναι τραγική. Δεν θα τη πω, γιατί δεν υπάρχει λόγος να πατήσω τα κλάματα! Δεν ξέρω αν στα έχω πει καθόλου εσένα προσωπικά. Μέναμε στο Παγκράτι... Ήρθαν ένα πρωί... Πολιτοφυλακή Παγκρατίου! «Τον μπαμπά σου!». Όταν με είδαν: « Α Λιλίκα, εσύ είσαι;» Εκεί ήμουνα! Στο γυμνάσιο εκεί ήμουν, τριγύριζα! Και ποτέ δεν καθόμουν φρόνιμη· μονίμως τριγύριζα. «Καλά, ας έρθει!» Πήγαμε το μεσημέρι: «Καλά ο μπαμπάς σου, φύγε!». Ύστερα, Πολιτοφυλακή Καισαριανής! Τον είπαν τότε οι γείτονες… τον μπαμπά μου τον είχαν αποστρατεύσει οι Γερμανοί, γιατί είχε πάρει μέρος σε μία... Ήταν πέντε αξιωματικοί Έλληνες που τους είχαν πιάσει σε μία διαδήλωση. Πολλούς! Και θέλανε οι Γερμανοί σώνει και καλά -οι Έλληνες οι αξιωματικοί- να τους καταδικάσουν. Βέβαια, δεν τους κατεδίκασαν και τους αποστράτευσαν όλους. Και ο πατέρας μου ήταν όλη την κατοχή απόστρατος. Άλλη ιστορία αυτή! Παρόλα αυτά, αρχίσαν να τον κυνηγάνε οι Πολιτοφύλακες Καισαριανής και τότε οι γείτονες, οι οποίοι ήταν μερικοί και πολύ κομμουνιστές -Δηλαδή ο ένας ήτανε ο Φουντάς. Άντρας της Φουντά που ‘τανε δασκάλα στην Καισαριανή και ήταν καθοδηγήτρια. Άνθρωποι που κάνανε και εξορία επί Μεταξά.- Και πήγαν και είπανε: «Αυτός ο άνθρωπος είμαστε εδώ και παίζουμε τάβλι όλη μέρα». Βέβαια, την άλλη μέρα ο πατέρας μου, του είπανε: «Φύγε!». Και ξεκίνησε και ξεκίνησα κι εγώ μαζί. Κι ένας γέρος θείος, πολύ γέρος. Ήταν της μαμάς μου, ηλικιωμένος, κοντούλης, ξανθούλης. Δεν τον έπιανε και το μάτι σου. Και πήγαινε ίσια κάτω από το Μετς, περνούσε πίσω από το πρώτο νεκροταφείο και πήγαινε μες στην Αθήνα και έφερνε τα νέα. Ξεκίνησα κι εγώ μαζί. Όταν φτάσαμε έξω, γινόντανε κάποιες μάχες -όταν φτάσαμε κάτω εκεί- και μου λέει αυτός ο θείος Πέτρος: «Άντε παιδί μου, εμείς μπορεί να σκοτωθούμε κιόλας. Εσύ γύρνα!». Κι εγώ γύρισα πίσω. Και ύστερα από δύο μέρες, να Πολιτοφυλακή Ζωγράφου! Είχαν μαζευτεί όλοι στο Παγκράτι, γιατί γύρω γύρω αρχίσανε οι άλλες δυνάμεις. Αυτοί ήταν ΕΛΑΣ. Και τότε μας πήρανε στην Πολιτοφυλακή εμένα και τη μαμά μου. Μου είπαν ύστερα: «Πάτε να πάρετε από μια κουβέρτα, γιατί θα πάμε πέρα». [00:10:00]Όταν πήγαμε, ήταν η θεία μου. Το σπίτι του θειού μου. Λέω: «Μπορώ να δώσω στην κυρία -πού να πω θεία μου καλού κακού!- τις φωτογραφίες μας;». Κι εγώ το μυαλό μου και μια λίρα! «Ναι βέβαια, μπορείτε». Ανοίξανε -σε κάτι κουτιά τις είχα πάρει μαζί μου στην Αθήνα-, τα ψάξανε, είπανε: «Εντάξει». Και οι φωτογραφίες μείναν, γιατί μπήκαν και μας κλέψανε όλο το σπίτι ύστερα. Και από την Πολιτοφυλακή μάς πήρανε. Διασχίσαμε Βύρωνα ή Ηλιούπολη ψηλά. Αυτή όμως άλλη ιστορία είναι. Απ’ αλλού αρχίσαμε! Ήταν η βίλα του Λογοθέτη. Τώρα η βίλα του! Ένα σπίτι ήτανε δίπατο. Οι γυναίκες στο ισόγειο. Εμείς με τις κουβέρτες κάτω. Έτσι κοιμόμασταν. Και οι άντρες επάνω με μια σκάλα ενδιάμεση, οι άντρες επάνω. Και είχε και μια αποθήκη κάπου. Άσε τώρα οι τραγικές ιστορίες! Να μην σου πω αυτή την ιστορία όμως όλη, γιατί δεν είναι ευχάριστη.
Δεν πειράζει!-
Γιατί η μαμά μου ήρθανε και την πήρανε και πήγε όμηρος. Και έφτασε! Ανέβηκε τον Υμηττό... Ήρθε ένας συμμαθητής μου απ' το γυμνάσιο. Ο Ζάχος Νικηφοράκης. Όταν με είδε εκεί, μου είπε: -λέω: «Η μαμά μου πάει μαζί»- «Θα την προσέχω. Ως την Κηφισιά εμείς θα τις πάμε. Ύστερα από εκεί και πέρα, δεν ξέρω». Την πρόσεχε ως την Κηφισιά, πράγματι. Την ανέβασε στον Υμηττό, δηλαδή, μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα. Λίγο την έπιανε· την ανέβαζε. Κάποτε ρώτησε δυνατά: «Πού είναι αυτή που άφησε την κόρη της κάτω;». Δεν ήθελε να πει το όνομα της μαμάς μου. Είπε: «Εγώ είμαι!». Και είχε μαζί του κονιάκ και της έδωσε λίγο και είχε και αυγά βρασμένα. Αφού τα ‘φαγε εκείνος. Αυγά δεν φάγαμε σε όλη την κατοχή. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ένα αυγό αποκτήσαμε και το φάγαμε με τη μαμά και μια κοπέλα που είχαμε, τη Θωμαή. Φέραν και τη Θωμαή μας! Πήγαν, την πήραν και τη Θωμαή μας, τη φέραν και τη Θωμαή και πήγαν μαζί με τη μαμά μου. Εμένα μ’ αφήσανε. Τώρα να σου πω πως μ' αφήσαν κιόλα...
Πώς γυρίσατε πείτε μου. Πότε γυρίσατε;
Γιατί αυτά είναι ιστορία περίεργη, αλλά θα στην πω κι αυτή και ύστερα θα σου πω. Ατέλειωτη είμαι!
Έχετε πολλά!
Κάποτε πήγαμε με μία φίλη μου στην Ασφάλεια να δούμε μια συμμαθήτρια μας που την είχαν πιάσει. Παγκράτι. Κάτω... Κάπου στην Πατησίων ήταν η Ασφάλεια. Κάπου εκεί ήτανε. Ανοίξανε ένα πορτάκι, την είδαμε. Αγοράσαμε και χαρούπια στον δρόμο να της πάμε και πεσκέσι. Πήγαμε και τα χαρούπια. Τώρα τι λεφτά είχαμε, τι να σου πω! Ανοίξανε το πορτάκι, την είδαμε την Άννα, δώσαμε τα χαρούπια και μέσα ήταν διάφοροι. Μας είδανε. Όταν κάποτε ήρθε στο στρατόπεδο ένας, που τον είχαμε, ο Τσάμπερλεν -ήτανε ψευδώνυμο, μέγας και πολύς- και μου είπε: -ύστερα από δύο χρόνια αυτό που μεγάλωνα κιόλα, πρόσωπο είδε- «Εσύ δεν είσαι εκείνη που ήρθες και είδες την Άννα;», «Ναι, εγώ είμαι!». «Αυτή θα την αφήσετε ελεύθερη!». Και εμένα μ’ αφήσαν κι έφυγα από το στρατόπεδο και η μαμά... Ναι, άλλα κι άλλα! Πώς ήρθαμε; Ήρθαμε!
Είχαμε κάνει τη μισή εβδόμη οκταταξίου. Όταν ήρθαμε, πήγα εδώ στο «Καλαμαρί» που είναι το γαλλικό σχολείο, για να τελειώσω εκείνο το κομμάτι. Το τέλειωσα εκείνο το κομμάτι. Πήρα κι ένα brevet γιατί... Στο Παγκράτι δεν κάναμε καθόλου γερμανικά. Κάναμε γαλλικά στο γυμνάσιο. Δηλαδή, δεν ήρθαν καθόλου οι Γερμανοί στην κατοχή. Μας αφήσαν μόνους μας, να τρωγόμαστε, να στο πω κι έτσι. Δεν τρωγόμασταν! ΕΛΑΣ ήταν τότε, ήταν γενικά, ήταν ΕΛΑΣοκρατούμενο. ΕΠΟΝ, ΕΛΑΣ, γενικά αριστερό. Έτσι ήταν το Παγκράτι όλο τότε και όλες οι συνοικίες. Άσχετο αυτό τώρα. Πήρα κι ένα certificat τότε και τότε άνοιξε το «Ανατόλια» το κολέγιο. Και έδωσα εξετάσεις και πέρασα. Και δίναμε μία-μία τότε εξετάσεις, γιατί όσες ήταν του κολεγίου παλιές, τις πήρανε. Εμείς οι διάσπαρτες... Έδωσα εξετάσεις, πέρασα και πήγα στο «Ανατόλια» και κάναμε και το καλοκαίρι μαθήματα, για να προλάβουμε εκείνη την τάξη τη μισή, μισή, μισή, μισή. -Μήπως κουνάω πολύ τα χέρια μου; Να μην τα κουνάω πολύ!-. Και ύστερα τελείωσα εκείνον τον χρόνο, τελείωσα και τον άλλον. Εντάξει, όλα καλά! Καλά πήγαν! Ήμουν καλή μαθήτρια γενικά, παρόλη την ταλαιπωρία μου.
Γιατί ήταν ταλαιπωρία αυτή που έπαθα τότε, γιατί η μαμά μου έκανε ένα μήνα να γυρίσει. Φτάσαν μέχρι το Χλεμποτσάρι, που δεν το ξέρω πού είναι περίπου, -πρέπει κάποτε να το δω -που είναι λίγο πριν απ’ τη Θήβα. Πέσαν αλεξιπτωτισταί λέει και όσοι ήταν πριν, τους αφήσαν και γυρίσαν. Οι άλλοι τραβήξανε. Καλά, τέλος πάντων. Άλλη ιστορία αυτή. Την τελειώσαμε την ιστορία.
Ωραία! Και περάσατε, λοιπόν, στο «Ανατόλια». Δώσατε εξετάσεις-
Έδωσα εξετάσεις, πέρασα, τελείωσα κανονικά και ύστερα δίναμε εξετάσεις, για να πάρουμε το πτυχίο μας. Όχι! Τώρα πάνε στα ιδιωτικά -είναι ιδιωτικό το «Ανατόλια»- πηγαίνουν επιτροπές απ’ ότι ξέρω. Τότε μας μαζέψαν τρία σχολεία που ήταν εκείνης της περιοχής. Δηλαδή, το «Ανατόλια», το «Καλαμαρί» και η «Σχοινά». Η «Σχοινά» ήταν ένα ωραίο ιδιωτικό σχολείο. Μας μαζέψανε όλους και δώσαμε εξετάσεις. Όλες εμείς του «Ανατόλια» που ‘μασταν όλες κι όλες είκοσι δύο -αυτές ήμασταν τότε- όλες οι είκοσι δύο μαθήτριες ήρθαμε πάνω από όλες τις άλλες. Πάνω από δεκαεφτά όλες στην επιτροπή. Ήταν ένα πολύ γερό σχολείο! Άσχετο! Τώρα δεν θα ρεκλαμάρουμε το «Ανατόλια»!
Και μετά πού δουλέψατε; Μετά όταν αποφοιτήσατε.
Μετά, όταν τελείωσα, πήγα στο «Καλαμαρί» πάλι, για να κάνω ένα brevet litteraire. Πήγαινα απογέματα. Κάθε απόγεμα δύο ώρες γεμάτο. Πολλά γαλλικά, στ’ αλήθεια! Αυτό έγινε. Εγώ τελείωσα '46. '47- '48. '48 ζητούσανε στον Ερυθρό Σταυρό αδερφές για τα νοσοκομεία, εθελόντριες, γιατί ερχόντανε πια, ήταν οι μάχες αυτές, δυστυχώς μεταξύ Ελλήνων! Και πήγα στον Ερυθρό Σταυρό. Κάναμε έξι μήνες μαθήματα. Μας δώσανε το... Πήγαινα και στο «Καλαμαρί». Είχα και τον φίλο μου, είχα και τον Τάκη. Είχα και τον Τάκη! Βέβαια, υπήρχε ο Τάκης. Και πριν τελειώσουμε και μας δώσουν τα απολυτήρια, αρχίσαν να μας στέλνουνε σε νοσοκομεία, σε παθολογικά. Δηλαδή, πρώτα απ’ όλα πήγαμε στον «Αριστοτέλη» -ο «Αριστοτέλης» είναι στην Καλαμαριά- και ύστερα πήγαμε στο «Παπάφειο». Ερχόντανε, φέρνανε «ανταρτόπληκτα» τα λέγαμε. Μαζεύαν παιδιά. Όσα μπορούσαν να μαζέψουνε. Έτσι τα λέγαμε τότε. Τα μαζεύανε, τα πλέναν, τα ντύνανε και απ’ ό,τι έμαθα -χωρίς να είμαι σίγουρη- τα στέλναν σε νησιά, για να μην φύγουν έξω. Ό,τι, όσα μπορούσανε. Εμείς αυτό κάναμε, τα πλέναμε. Είχε κάτι μεγάλες πετσέτες. Όλα αυτά πρέπει να τα ‘φερε η ΟΥΝΡΑ τότε. Απ’ την Αμερική έρχονταν όλα αυτά, και τα ετοιμάζαμε. Αυτή ήταν η ένα δουλειά μας, ένα στο «Αριστοτέλειο» και ύστερα στο παθολογικό σε αρρώστους. Γιατί ήταν και πολλοί φαντάροι άρρωστοι. Πριν πάρουμε τα πτυχία μας των έξι μηνών. Στο ένα νοσοκομείο, τότε λεγόταν «Μιζραχί» η οδός. Βασιλίσσης Όλγας και Φλέμινγκ είναι τώρα νομίζω. Ένα μεγάλο ιταλικό, ήταν παλιά [00:20:00]ιταλικό σχολείο, ήταν ιταλικό μονοπώλιο. Κάτι τέτοιο ήτανε. Τώρα είναι χαλασμένο. Ήταν νοσοκομείο. Και εκεί μας στείλανε και θυμάμαι ότι πήγαμε κάπου πάνω ψηλά και είχανε φαντάρους που είχαν πάθει λύσσα. Γιατί πήγα να τους δω; Και ύστερα με στείλαν από ‘κει, στο «424» χειρουργείο κατευθείαν. Λίγο σε χειρουργεία, -δηλαδή είδα κάτι εγχειρήσεις κοίλης- βοηθός γιατρού. Είδα κάτι. Και ύστερα στο οφθαλμολογικό. Τι κάναμε εκεί;
Και από τον Ερυθρό Σταυρό πότε τελειώσατε;
Κοίτα! Έδωσα εντωμεταξύ εξετάσεις στην Τράπεζα Ελλάδος. Έδωσα μια φορά. Δεν πέρασα την πρώτη φορά. Δεν ήμουν κι έτοιμη! Αυτές μπήκαν το '58. Εγώ ακόμη πήγαινα Ερυθρό Σταυρό, πήγαινα αυτό... Δηλαδή, δεν μπορούσα! Το '48! Τι '58 λέω! Ξανά εξετάσεις! Δίνανε κάθε ενάμιση-δύο χρόνια, προκηρύσσαν διαγωνισμούς, γιατί η τράπεζα είχε μείνει με ανθρώπους που δουλεύανε από πριν απ’ τον πόλεμο και κανέναν κάνα-δύο-τρεις που πήραν στον πόλεμο. Ξαναέδωσα! Τη δεύτερη φορά ετοιμάστηκα, έδωσα, πέρασα και με ειδοποίησαν να πάω γ’ ιατρικές εξετάσεις. Είπα στον γιατρό, τον χειρουργό που τον βοηθούσα, ότι: «Γιατρέ αυτό!». «Κι εμείς τι θα γίνουμε;». «Έρχονται νέες κοπέλες -νέες; Εγώ ούτε είκοσι χρονών δεν ήμουνα- αλλά έρχονται καινούριες. Αυτό δεν είναι το μέλλον μου εμένα!» Βέβαια, επειδή ήμουν μοναχοπαίδι και ήμασταν σχετικά καλά, η μαμά μου: «Τι το θέλεις τώρα; Θα μου λείπεις!». Ύστερα από αυτά που περάσαμε στην κατοχή, εγώ είπα: «Πρέπει να δουλέψω». Φανή, καλά που δούλεψα! Δεν θα ‘χα να φάω τώρα! Τη σύνταξή μου έχω! Κατάλαβες;
Καταλαβαίνω απόλυτα τι μου λέτε. Ωραία λοιπόν! Πιάσατε δουλειά στην Τράπεζα της Ελλάδος. Σε τι θέση ήσασταν στην Τράπεζα της Ελλάδας;
Απλές. Σαν δακτυλογράφος μπήκα. Ύστερα, κάθε δύο χρόνια, κάνανε εσωτερικές εξετάσεις και μας δίναν μια ποδιά και γίναμε κανονικοί υπάλληλοι πια, γιατί πολύ γρήγορα έφυγα από τη γραφομηχανή, η οποία μένα μ’ άρεσε. Γιατί χώρια που ήρθαν καινούριες, είχαν ανάγκη από υπαλλήλους.
Ωραία λοιπόν! Και πότε γνωρίζετε τον σύζυγό σας, τον Τάκη;
Τον Τάκη, κοίτα. Πήγα το '45, μία φορά, στον ιστιοπλοϊκό όμιλο. Είχα μια καθηγήτρια, -όχι του κολεγίου, μια άλλη- μας έκανε στη ΧΑΝΘ γυμναστική και μας είπε: «Τρεις συμμαθήτριες -απ’ το κολέγιο- ελάτε να τραβήξετε κουπί στον ιστιοπλοϊκό όμιλο». Και πήγαμε και αρχίσαμε... Ξέρεις, υπάρχει ένα, το λέγανε “μπενγκντ απ”. Τώρα από πού βγαίνει η λέξη, ποτέ δεν την έμαθα. Δεμένο στην εξέδρα, έμπαινες μέσα... Ξέρεις. Πώς να μπαίνεις μέσα, πώς να κάθεσαι, πώς να κάνεις το [Δ.Α.] και πώς να τραβάς κουπί. Έτσι ξεκινάς και ύστερα σε βάζουν στις βάρκες και τραβάς. Έτσι ξεκινήσαμε και οι τρεις μας οι συμμαθήτριες -και οι δυο έχουν πεθάνει οι άλλες και τον άλλο χρόνο, '46 πια, τελειώνω το «Ανατόλια» και πάω στον ιστιοπλοϊκό, τραβάω κανονικά κουπί. Κανονικά προπονήσεις. Και μια μέρα που καθόμουν, βλέπω έναν από πάνω. Δεν ήταν όπως είναι τώρα οι δρόμοι. Ήτανε αλάνες. Εκεί στον ιστιοπλοϊκό είχε ένα ποτάμι που κατέβαινε από πάνω. Χωματόδρομοι, ένα χάλι. Βλέπω ένα παλικάρι που κατεβαίνει και ο Τάκης λίγο θαρρείς και πηδούσε. Περπατούσε έτσι και έμεινα. Έμεινα!
Τον ερωτευτήκατε αμέσως;
Τον ερωτεύτηκα αμέσως! Βέβαια, μου είπανε όλοι οι γύρω: «Αποκλείεται να σε θέλει εσένα. Ο Τάκης είναι!». Ξέρεις τι; Ήδη ανέβαινε στο μπάσκετ. Ήδη άρχισε να γίνεται γνωστός. Ήδη τον καλούσαν στην Αθήνα σε ματς. Άρχισε δηλαδή. Αλλά... Εντάξει! Εντάξει! Ο ιστιοπλοϊκός τότε, δεν ήταν χωρισμένος με τη Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν μέχρι κάτω στη θάλασσα. Ο ιστός του ήταν εκεί πέρα. Ήτανε πάρα πολύ όμορφο, γιατί είχε ένα μεγάλο... Γύρω απ’ τον ιστό πέτρες. Κάθε βράδυ πηγαίναμε οι δυο μας, καθόμασταν εκεί και κουβεντιάζαμε. Ώρες! Και θυμάμαι, τον πρόεδρο, κάποιους άλλους, που κάναν δήθεν βόλτες, να μας δούνε. Εμείς καθόμασταν και κουβεντιάζαμε. Αρκετό καιρό. Αρκετό καιρό. Αλλά ερωτευτήκαμε. Άλλο;
Ο σύζυγός σας ήταν μπασκετμπολίστας, έτσι;
Έπαιζε μπάσκετ, ναι.
Ήταν από τους πρώτους στην Ελλάδα.
Κοίτα. Ναι, ήταν πολύ καλός. Ήταν γνωστός στην Ελλάδα. Τότε παίζανε... Ήταν κάπως αλλιώς το μπάσκετ. Τότε μπορούσες να κρατήσεις τη μπάλα όσο ήθελες. Γι' αυτό ήταν και γενικά τα σκορ πολύ μικρά. Τώρα πρέπει να τη δόσεις τη μπάλα. Ήταν καλός δε! Ήταν το "σέντερ-φορ" της Ελλάδος. Πήγε το '52 στους Ολυμπιακούς με την Εθνική Ελλάδος. Βέβαια, πήγαν στο Παρίσι ύστερα και τον βγάλανε στους παίκτες που ήθελαν να παίξει στην Εθνική Ευρώπης. Δηλαδή, είχε αυτές τις διακρίσεις. Δεν πήγαινε ο Τάκης. Ήρθαν Αμερικάνοι και παίξανε στη ΧΑΝΘ τότε και τον είπαν: «Έλα στην Αμερική». Είπε: «Δεν μπορώ». Κάποτε είπε: «Δεν είμαι τυχοδιώκτης. Εγώ είμαι παίκτης». Αυτός ήτανε! Δεν έβριζε. Δεν μιλούσε άσχημα. Δεν μάλωνε με κανέναν ποτέ. Γι’ αυτό λέγανε ότι ήταν καλό παιδί. Ξέρεις τι; Αυτά όλα... Αυτός ήτανε. Κάποτε ένας Ιταλός, νομίζω, που είχε τη «Μπορλέτι», νομίζω. Ήταν μια πανίσχυρη ομάδα. Νομίζω... Δεν θυμάμαι μωρέ και καλά, είναι πολλά χρόνια. Τον φώναξε! Κάποτε πήγαμε στην Ιταλία ταξίδι. Μου λέει -στο Μιλάνο- μου λέει: «Εδώ είναι η σκάλα του Μιλάνου!», «Το Μιλάνο εσύ που το ξέρεις;». Μου λέει: «Με φώναξε ο Μπορλέτι στο θεωρείο του». Πήγαν να δούνε κάτι και του ‘δινε πολλά χρήματα. «Και τόσα και τόσα!». «Δεν κάνω παζάρι» του είπε. «Δεν θα ‘ρθώ! Ξέρω ότι θα γίνω... Δεν είμαι... Θα γίνω αλήτης. Το ξέρω! Θα αρχίσουν οι κοπέλες να τρέχουνε κάθε απόγεμα. Θα πρέπει να κάνω προπονήσεις και θα ‘ρχονται -τα ξέρω αυτά- στο ξενοδοχείο. Έτσι γίνεται! Εγώ δεν είμαι τέτοιος». Και γύρισε στην Ελλάδα. Δεν είχε χρήματα. Δηλαδή, θα μπορούσε να πάρει αυτά τα πολλά χρήματα. Δεν το έκανε! Δεν πειράζει! Τότε όταν για τους Ολυμπιακούς, επειδή... Κοίτα. Ξέρεις πώς πήγαν στους Ολυμπιακούς; Σε δύο μέρες! Πήγαν με ένα αεροπλάνο μέχρι Πολωνία, νομίζω, και τους αλλάξαν και πήγαν ύστερα Φιλανδία. Κι όταν φτάσανε, παίζαν και ματς! Μπορείς να κερδίσεις έτσι;
Μάλλον όχι!
Όλοι οι άλλοι ήταν εκεί. Εντάξει, δεν κερδίσαν! Δηλαδή, το πρώτο ημίχρονο ήταν μια πάρα πολύ καλή Εθνική, εξαιρετικά καλή Εθνική [00:30:00]αυτή! Όλοι τους! Και καλά παιδιά, έτσι; Λίγο αλλιώτικοι, πραγματικά! Όταν τελείωσαν τα ματς τους, τους είπαν: «Να γυρίσουμε» και οι άλλοι εκστασίασαν. Είπαν: «Εμείς δεν γυρίζουμε!». Ο Τάκης γύρισε. Και είπαν τότε: «Αυτός πάει για τη Λίλη πίσω!». Το ‘πανε! Ε, τι να κάνω; Ήτανε... Θα γύριζε νομίζω έτσι κι αλλιώς. Αυτά γενικά. Άλλα; Το '28 είμαι γεννημένη. Τον Οκτώβριο του '28 είμαι γεννημένη.
Στη Θεσσαλονίκη;
Θεσσαλονίκη! Εδώ!
Ωραία. Λοιπόν, με τον άντρα σας, που ταξίδευε με την Εθνική-
Κοίτα-
Ομάδα μπάσκετ. Εσείς μετακινούσασταν μαζί του; Πηγαίνατε στα ταξίδια;
Όχι. Όχι. Μία φορά μόνο πήγαμε μαζί στην Ιταλία που πήγε σαν αρχηγός των "Καντέτι". "Καντέτι" είναι οι μικροί, οι νέοι. Έπαιζε ο γιος μου τότε μαζί τους και πήγε ο Τάκης σαν αρχηγός. Τότε πήγαμε κι εγώ και η μαμά μου και η κόρη μου! Δηλαδή, πήγαμε χωριστά, βγάλαμε χωριστά εισιτήρια και μείναμε εμείς σε ξενοδοχείο. Στην Πάντοβα. Πάντοβα, νομίζω! Αν κάνω λάθος... Αλλά επειδή εγώ, εκτός απ’ τα αγγλικά και τα γαλλικά, είχα μάθει και ιταλικά ύστερα, με πήραν οι Εβραίοι, οι οποίοι ήτανε εκεί, για διερμηνέα-
Πολύ ωραίο-
Αγγλικά-ιταλικά. Και με παίρναν και στο γήπεδο. Έτσι πήγα και πιο πολύ στο γήπεδο. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να πάμε στο γήπεδο να βλέπουμε το ματς, αλλά είχα κι αυτό το καλό.
Ταξιδέψατε, όμως, με τον σύζυγο σας στη ζωή σας; Κάνατε ταξίδια;
Κάναμε ταξίδια ύστερα. Ξέρεις τι γίνεται; Όταν μπεις στην τράπεζα τον καιρό εκείνο, τον πρώτο χρόνο δεν είχες άδεια καθόλου. Τον δεύτερο ήτανε έξι μέρες, οι οποίες γίνονταν οχτώ με το... Εγώ όλα μου τα χρόνια δούλεψα και Σάββατο. Όλα μου! Δηλαδή, δούλεψα είκοσι οχτώ χρόνια και δεν πρόλαβα τις αργίες της Κυριακής. Βέβαια, στο κολέγιο δεν πηγαίναμε Σάββατο. Πηγαίναμε τις άλλες μέρες όλες εκτός από Σάββατο. Πηγαίναμε, καλά, πρωί και φεύγαμε απόγευμα. Τρώγαμε εκεί το μεσημέρι. Εντάξει, εγώ δούλευα και Σάββατο. Στο λέω, γιατί έτσι ήταν τα πράγματα. Στην τράπεζα φορούσαμε ποδιές υποχρεωτικά. Μας δίνανε ύφασμα και σχέδιο. Και το σχέδιο! Με γιακαδάκι, κουμπιά μπροστά, τσέπες... Βέβαια! Και ήμασταν όλες με τις ποδιές. Ο Παπανδρέου τις κατήργησε τις ποδιές. Εγώ, επειδή πολύ λίγο δούλεψα πια από εκεί και πέρα, με βόλευε η ποδιά.-
Δεν χρειαζόταν να την πλένετε. Δεν χρειαζόταν να ψάχνετε ρούχα.
Έβαζα την ποδιά και επειδή ήμουν και πολύ αδύνατη -ένα τεράστιο ύφασμα μας δίνανε- έκανα και δυο κοντομάνικες και μπορούσα και τις άλλαζα και εύκολα. Φορούσα ένα μπλουζάκι μάλλινο μέσα, κοντομάνικο, και τελείωνε. Η τράπεζα τον χειμώνα είχε ζέστη. Το καλοκαίρι δεν είχαμε κλιματισμό. Όχι! Επίσης, να σου πω κι αυτό. Εγώ δούλευα στο λογιστήριο που ήταν το τρίτο πάτωμα. Τράπεζα Ελλάδος μία είναι. Ένα υποκατάστημα εδώ, ε; Το ασανσέρ ήταν μόνο για τον διευθυντή. Για την κατοικία του διευθυντού ή για τους διευθυντάς. Εμείς ανεβοκατεβαίναμε με τα πόδια, όλη τη σκάλα και δεν βαριέσαι. Νέοι ήμασταν! Πέρασα δύο εγκυμοσύνες εκεί στο λογιστήριο. Μπορούσες να δουλέψεις όλες τις μέρες και να πάρεις τρεις μήνες άδεια, όταν ήθελες. Όχι νωρίτερα και ύστερα. Οπόταν εγώ γέννησα τον γιο μου Κυριακή και δούλευα και το Σάββατο. Ανέβαινα τη σκάλα εκείνη, με μια τεράστια κοιλιά, όλη ως επάνω και το θυμάμαι εκείνο το Σάββατο, που πηγαινοερχόμουν στην τουαλέτα πια. Και την Κυριακή γέννησα! Δηλαδή, θέλω να σου πω και την κόρη μου πάλι έτσι. Ως το τέλος! Και ύστερα σου δίνανε και δεκαπέντε μέρες δήθεν χαριστικά, δήθεν ο γιατρός, δήθεν και γινόνταν τρεισήμισι μήνες και ύστερα, ώσπου να χρονίσει το παιδί, δύο ώρες το πρωί, δύο ώρες σου δίνανε. Την παίρναμε το πρωί, για να κάνουμε τις δουλειές μας, να ετοιμάσουμε το παιδί. Αυτό. Ώσπου να χρονίσει το παιδί. Νομίζω κι άλλον ένα χρόνο δίναν μια ώρα. Δεν το θυμάμαι αυτό. Στα λέω κι αυτά, για να μαθαίνετε πώς δουλεύαμε.
Πείτε μου για τα ταξίδια με τον σύζυγό σας. Κάτι που να θυμάστε πάρα πολύ έντονα! Το πιο ωραίο ταξίδι ίσως-
Κοίτα λίγο-
Που είχατε μαζί του.
Ταξίδια, επειδή η άδειά μου ήτανε -δεν μας δίναν ποτέ το καλοκαίρι ολόκληρη άδεια- ήταν σε δυο κομμάτια. Το δεύτερο κομμάτι και το καλό, το έπαιρνα Οκτώβριο-Σεπτέμβριο και μπαίναμε στ' αυτοκίνητο και τραβούσαμε για έξω.
Με το αυτοκίνητο;
Με το αυτοκίνητο. Βέβαια το αυτοκίνητο θυμάμαι να περάσει Γιουγκοσλαβία τότε, Θυμάμαι σ’ ένα ταξίδι γυρνώντας στα Σκόπια, είχαν -για να βάλουμε βενζίνη- είχαν μηχανή που... Τέτοια... Με το χέρι! Και μας γεμίσαν το αυτοκίνητο. Αυτά τα πρώτα χρόνια. Πάντως όλα τα χρόνια ήταν Γιουγκοσλαβία. Δεν ήτανε τα χρόνια που κάναμε εμείς αυτά τα ταξίδια. Καλά πήγαμε και μια φορά Παρίσι-Λονδίνο, μάλλον Λονδίνο-Παρίσι με τον Τάκη. Όχι, δυο φορές! Δύο, δύο σίγουρα. Προσπαθώ να θυμηθώ αν ήταν και τρίτη. Ήτανε πάρα πολύ ωραία ταξίδια! Τότε εμείς φορούσαμε αυτά τα “duffle coats”, έτσι τα λένε τώρα. Εδώ στην Ελλάδα τα λέγαμε «μοντγκόμερι», επειδή ο Montgomery που ‘χε έρθει στην Ελλάδα -ύστερα απ' τον πόλεμο, τότε- φορούσε ένα τέτοιο duffle coat με τα διπλά κουμπιά και την κουκούλα. Πάω στο Λονδίνο εγώ και ζητάω μοντγκόμερι. Με κοιτάζανε οι κοπέλες: «Τι είναι αυτό;». Γιατί αυτό ήταν ελληνική εφεύρεση. Όταν είδα ένα duffle coat, τελικά το είπα: «Αυτό είναι!». Ξέρεις! Και ήτανε εξαιρετικά ωραίο, γιατί πήρε και ο Τάκης, πήρα κι εγώ, τέλος πάντων. Ιστορίες άλλες!
Επίσης, τα sleeping bags, ήρθαν αμέσως εδώ. Δεν τα ξέρανε sleeping bag Ελλάδα και τα λέγανε "σουλουμπάμιες". Εγώ το θυμάμαι. Το '48 πήγαμε στη Ρόδο για Πανελλήνιους Κωπηλατικούς. Ήτανε τότε που έγινε η ενσωμάτωση της Ρόδου και κάναν εκεί τους Πανελλήνιους Κωπηλατικούς. Κι όλοι μαζί: «Σουλουμπάμια έχεις, σουλουμπάμια, σουλουμπάμια!». Τώρα πώς το βγάλανε "σουλουμπάμια" το duffle coat; Εντάξει! Δεν ήξερε αγγλικά ο κόσμος. Ύστερα μάθαν αγγλικά στην Ελλάδα. Ξέρανε αρκετοί γαλλικά και πολλοί γερμανικά. Γερμανικά μαθαίνανε. Γιατί; Έχει γιατί; Πριν απ’ τον πόλεμο έχει γιατί;
Να σου πω άλλη ιστορία. Υπήρχε ένα σχολείο που υπάρχει ακόμα. [00:40:00]Είναι Δελφών με Μιαούλη γωνία, επί της Δελφών. Ένα μεγάλο κτήριο είναι. Ήταν το Ρουμανικό. Είναι αυτό το κτήριο και ύστερα είναι η εκκλησία Σωτήρος.
Καταλαβαίνω πού λέτε, ναι.
Εκείνο! Εκεί ήταν το Ρουμανικό Σχολείο. Και πηγαίναν πάρα πολλά παιδιά, γιατί κάναν οι Ρουμάνοι τότε προπαγάνδα και δίνανε φαγητό. Και μαθαίναν και ρουμάνικα. Και δίναν, ταΐζαν τα παιδάκια. Μιλάω για πριν απ’ τον πόλεμο.
Πριν από τον Β' Παγκόσμιο εννοείτε;
Πριν απ’ τον δεύτερο, βέβαια!
Ναι.
Και όταν ρώτησα κάποτε, μου είπαν ότι είναι πράγματι, υπάρχει αυτό. Υπάρχει άδειο τώρα, αλλά πρέπει να ‘τανε ιδιοκτησία τους. Δεν ξέρω τι έγινε. Δεν πηγαίνω κατά κει. Κοίτα πράματα που σου λέω τώρα. Άλλα κι άλλα. Θέλω να σου πω που το θυμήθηκα!
Πείτε μου!
Είχε πάρα πολλές κάργιες. Αυτά τα μαύρα τα πουλιά, οι κάργιες. Κι ο Μεταξάς τότε -πάλι για τον δικτάτορα θα σου πω- έδινε δύο δραχμές στην κάργα, άμα την σκότωνες, γιατί τρώγαν τα φυτά, τα σπαρτά. Τις μαζεύανε οι χωρικοί, τις σκοτώνανε, τις μαζεύανε, τις παραδίδανε σκοτωμένες και παίρνανε τις δύο δραχμές, τότε. Άλλα κι άλλα! Μιλάμε για δικτατορίες, ε; Ποιος μπορούσε αλλιώς να το κάνει; Μόνο οι δικτάτορες κάνουν τέτοια πράγματα. Ε ναι! Το καταλαβαίνεις σου λέω!
Όπως τρώγαμε και ψωμί με σταφίδα. Έπρεπε οι Έλληνες να μάθουν να τρων σταφίδες. Εδώ δεν τρώμε σταφίδες. Και μαζί με το ψωμί μας δίναν κι ένα σταφιδόψωμο.
Γιατί έπρεπε να μάθουν να τρώνε σταφίδες;
Γιατί οι σταφίδες μας περίσσευαν. Περίσσευαν πολύ! Δεν ήταν τόσες πολλές οι εξαγωγές τότε. Έχω διαβάσει κάποια για τις σταφίδες, ένα σωρό, ξέρεις, ιστορίες. Λοιπόν, μάθαμε να τρώμε και σταφιδόψωμο τότε. Τώρα, είπαμε... Μεγάλοι δικτάτορες. Δεν είναι συμπαθείς οι δικτάτορες σε κανένανε, αλλά αυτά τα θυμάμαι όμως. Τι άλλο να σου πω, κορίτσι μου;
Όταν ήσασταν εδώ… Κατά τη διάρκεια της κατοχής δεν ήσασταν εδώ-
Στην κατοχή ήμουν στην Αθήνα.-
Έτσι; Το είπατε αυτό. Λείπατε.-
Ούτε τους Εβραίους είδα που τους μαζέψανε δυστυχώς. Δυστυχώς μαζέψανε, δηλαδή. Είχα συμμαθήτριες στη «Σχοινά» που πήγαινα πριν απ’ τον πόλεμο, τα τέσσερα πρώτα χρόνια. Και είχα συμμαθήτριες Εβραίες. Θυμάμαι τη Ρόζα, την Αμαρύλλια, ένα όμορφο κορίτσι! Χάθηκε, αυτή χάθηκε. Ήταν και μερικές, όμως, που πήγαν στην Ελβετία, μερικές που κρυφτήκανε. Ναι. Βρήκα ύστερα ένα-δυο απ’ αυτές, ναι, αλλά οι πολλές φύγανε. Όταν κάναμε θρησκευτικά, τότε, στην πρώτη οκταταξίου...
Ναι;
Στάσου. Ναι! Πρώτη οκταταξίου. Έγινε ο πόλεμος, όταν πήγαινα τρίτη οκταταξίου εγώ. Οι Εβραίες κατεβαίνανε στην -Η «Σχοινά» ήτανε, πού είναι η Ανάληψη; Ύστερα ακριβώς απ' την Ανάληψη, την εκκλησία, ήταν από την λεωφόρο ως πίσω στην Αλεξανδρείας. Ήταν ένα τεράστιο σχολείο με διπλή μαρμάρινη σκάλα. Ένα περίφημο σχολείο, το οποίο το αγόρασε ένας και το γκρέμισε στα γρήγορα. Έμεινε το οικοτροφείο του που ‘ναι απέναντι κάτι κόκκινα τούβλα. Απέναντι υπάρχει αυτό τώρα μόνον- Κατεβαίναν Εβραίες και παίζανε στην αυλή και μας κοροϊδεύανε.
Γιατί σας κοροϊδεύανε;
Γιατί: «Εσείς κάνετε μάθημα!». Εμείς κάναμε θρησκευτικά κι εκείνες δεν κάνανε. Καλά, τις αγαπούσαμε καλέ, συμμαθήτριες μας! Είχαμε κι έναν καθηγητή μας έλεγε: «Τα χεράκια συμπεπλεγμένα!».
Ναι!
«Τα χεράκια συμπεπλεγμένα!». Τον θυμάμαι κιόλας, ο κύριος Ρόκκος. Άλλα κι άλλα. Τι θυμάμαι κι εγώ τώρα! Άλλο; Τι θες να σου πω;
Κέρκυρα πήγαμε το '49 για Πανελληνίους Κωπηλατικούς.
Συμμετείχατε εσείς σαν διαγωνιζόμενη;
Πήγα σαν κωπηλάτρια, βέβαια! Βέβαια! Και δεν μπορούσανε - '49- επειδή ήμουν καινούρια υπάλληλος στην τράπεζα, μου πήραν ειδική άδεια από την Ομοσπονδία και έγινε μια ιστορία μεγάλη στην τράπεζα: «Και που πας; Και τι πας;». Αλλά που πήραν άδεια και πήγα. Και ξέρεις, πηγαίναμε με αρματαγωγά. Δηλαδή, φορτώναμε όλες τις βάρκες μες στο αρματαγωγό. Ξέρεις, το αρματαγωγό είναι κοίλο, άδειο κάτω, μέσα οι βάρκες, απ’ εδώ κι απ’ εκεί διάδρομοι. Ναι, τώρα καμπίνες. Τέλος πάντων! Στην Κέρκυρα ήταν ωραία, γιατί ήταν... Κατεβήκαμε άκρη άκρη, πήγαμε Κέρκυρα. Το ταξίδι της Ρόδου το '48 ήταν πάρα πολύ δύσκολο, γιατί είχε πολύ άσχημο καιρό. Αυτά τα βαπόρια είναι πλάβες από κάτω. Είναι ολόισια. Είχαν δέσει επάνω σκοινιά χοντρά, απ’ τη μια στην άλλη, εάν κάποιος έβγαινε έξω και ήθελε να πάει επάνω, να μπορεί να περπατήσει.
Μάλιστα.
Και ύστερα, τα ταξίδια ήμασταν Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Τα άλλα. Γιατί γινόντανε και στην Αθήνα στο Παλαιό Φάληρο, στο Νέο Φάληρο ύστερα. Και αγώνες εδώ, εδώ, Σαλονίκη. Ήτανε τότε ότε οι κωπηλάτες της Σαλονίκης ήτανε πάρα πολύ καλοί. Ύστερα σιγά σιγά εξελίχθησαν κι άλλοι. Δεν είναι θέμα!
Είχατε κερδίσει ποτέ;
Ναι, βέβαια! Έχω "νικήσασαν νίκην πρώτην"! Το ‘χω!
Αλήθεια;
Ναι!
Πότε κερδίσατε;
Κοίτα! Ο Παύλος -τώρα πάλι θα σου πω, να πάρει ευχή- ο Παύλος ήταν διάδοχος και μας έδωσε τότε και έχω μια φωτογραφία που μας δίνει τα διπλώματα ο Παύλος. Και ύστερα μας έκαναν δεξίωση στον τότε λεγόνταν «Βασιλικός Ναυτικός Όμιλος», τώρα λέγεται «Ναυτικός Όμιλος της Ελλάδας». Δεν ξέρω, πάνω κει, ψηλά. Και μας κάναν μια δεξίωση. Καταλαβαίνεις τώρα, ύστερα απ’ τον πόλεμο, αυτά όλα, για μας... Ούτε τηλεόραση είχαμε δει ούτε τόσα πολλά είχαμε δει, να σου πω την αλήθεια. Βέβαια! Καλά! Σερβιτόροι, πράγματα, εντάξει! Και στη Ρόδο μέναμε σ’ ένα ωραίο ξενοδοχείο. Στην Κέρκυρα μείναμε σ’ ένα σχολείο που το κάνανε και βάλαν κρεβάτια και μείναμε. Αυτό το θυμάμαι. Άλλο; Είναι κι αυτά. Τα ‘κανα κι αυτά!
Ναι, ήσασταν και καλή στο κολύμπι, έτσι; Ήσασταν και πολύ καλή.
Κολυμπούσα! Κοίτα λίγο. Θέλαν να με βάλουν να κολυμπήσω. Δεν πρόφταινα. Το μόνο που έμαθα να κάνω είναι κινήσεις. Στεκόμουν στην εξέδρα και βουτούσα από πάνω -ξέρεις τι- για να κάνω. Εκεί έμεινα στην εκκίνηση. Όχι, δεν πήγα να κολυμπήσω. Έκανα ιστιοπλοΐα πολύ. Και ύστερα, στην αρχή, είχαμε, ήταν όλες οι βάρκες με πηδάλια. Τώρα είναι τα βλέπεις... Υπάρχουν πηδαλιούχοι, αλλά ήτανε όλες, και είχαμε άνδρες πηδαλιούχους, όταν ξεκινήσαμε. Κάποτε ήρθε πια να γίνουμε και γυναίκες πηδαλιούχοι. Και επειδή εγώ ήμουν όλη την ώρα στον όμιλο και επειδή έκανα και πάρα πολλή ιστιοπλοΐα και επειδή ήμουν και πιο μικρόσωμη από κάτι τεράστιες που είχαμε, με κάναν την πηδαλιούχο του ιστιοπλοϊκού. Και μια άλλη. Η Κική η Βιλιούρη κι εγώ, οι δυο μας! Και έμεινα σαν πηδαλιούχος ιστιοπλοϊκού ύστερα. [00:50:00]Και κάποτε πια, μεγάλη, εδώ σ' αυτό το σπίτι πια -γιατί εδώ ήρθαμε το '60, '58-, με δυο μικρά παιδιά, με φωνάξαν από τον όμιλο. Αρρώστησε η πηδαλιούχος τους. «Έλα Λίλη, μας λείπει πηδαλιούχος!». Δεν ξέρω τις κοπέλες εγώ! Τις ήξερα τις κοπέλες, αλλά ξέρεις τι; Όταν έχεις μια τετράκοπη, πρέπει να ξέρεις πώς τραβάει η Φανή, πώς, πού έχει το νεκρό της σημείο. Πρέπει να τα ξέρεις αυτά. Βέβαια, κάθισα στο πηδάλιο. Κάθισα! Πήγαμε! Και ήρθαν και τα δυο παιδιά απέναντι. Διάβαζαν: «Η μαμά μας! Η μαμά μας!», μέσα στη βάρκα. Και τους είπα: «Βρε παιδιά, δεν είμαι πια εγώ! Και μεγάλωσα δυο παιδιά. Πού να τρέχουν και να βάζουν στην παραλία!». Γιατί η παραλία τρέχανε τα παιδία, δεν ήταν όπως είναι τώρα. Βγαίναν και παίζανε τα παιδιά μου κάτω. Και τα δυο! Βέβαια, δεν κάναμε και τίποτα, γιατί δεν μπορούσα καν -δεν θυμάμαι καθόλου- δηλαδή δεν μείναμε πάτοι, αλλά και πρώτες δεν βγήκαμε, γιατί βέβαια δεν μπορούσαν.
Δεν είχατε προπονηθεί κιόλας εσείς η ίδια!-
Δεν ήξερα… Όχι, εγώ η ίδια -δεν βαριέσαι- έκανα χρόνια και ξέρεις, αλλά πρέπει να πεις: «Φανή τώρα!». Να φωνάζεις εκείνη ή την άλληνε ή την άλληνε! Ξέρεις, το αδύνατο σημείο της κάθε κοπέλας. Εντάξει. Το ‘κανα κι αυτό! Δηλαδή, όταν σου λέω ήμουν ασταμάτητη, ήμουν ασταμάτητη. Γι’ αυτό ίσως στην υγεία μου τώρα, δεν το βάζω κάτω! Η εγγονή μου, η Ιουλία, μου λέει: «Το σώμα θυμάται». Ίσως γιατί έχω προπονηθεί πάρα πολύ. Ίσως και το κολύμπι. Γι’ αυτό, ίσως! Γιατί βλέπω τις γύρω μου όλες λίγο χειρότερα. Ας το πω έτσι: «λίγο». Όχι. Και λίγο, πολύ χειρότερα. Βέβαια όχι κι εγώ που ‘μαι καλα! Κάνω φυσικοθεραπείες για την πλάτη μου. Άλλο!
Τέλεια! Λοιπόν κυρία Λιλή, έχετε να μου πείτε κάτι τελευταίο, που θα άξιζε να ξέρει κάποιος οπωσδήποτε;
Δεν μπορώ να θυμηθώ, ξέρεις! Δεν μπορώ να θυμηθώ! Δηλαδή απ’ τα παλιά αυτά!
Από τα παλιά, από τη ζωή σας, από τους ανθρώπους που συναντήσατε.
Ξέρεις, δεν μπορώ να θυμηθώ κάτι. Πάλι μου ‘ρχονται τα χρόνια της κατοχής, τα δύσκολα. Αυτά περνάνε! Πάλι οι εξετάσεις μου. Αυτό που... Η μαμά μου ήταν μορφωμένη, ένας μορφωμένος άνθρωπος. Δηλαδή, μορφωμένη. Είχε τελειώσει στην Αίγυπτο το «Αβερώφειο», το δημοτικό, και ύστερα είχε πάει στις καλόγριες και ήξερε πολύ καλά γαλλικά. Πολύ καλά! Γιατί πολλές φορές, όταν μου ‘λειπε κάτι, μου το ‘λεγε. Δεν μου είπε ποτέ: «Πήγαινε πανεπιστήμιο». Και εγώ -καλά-, όχι γαλλικά, όχι Ερυθρός Σταυρός, όχι αμέσως τράπεζα, δεν το σκέφτηκα. Μία συμμαθήτρια μου, μία απ’ τις συμμαθήτριες, τις είκοσι δύο, που τελειώσαμε, πήγε Αγγλική Φιλολογία. Άνοιξε το '52 εδώ. Εδώ! Εγώ ήδη απ’ το '49 εργαζόμουνα. Κατάλαβες; Που θα μπορούσα να πάω, γιατί ήμουν καλή μαθήτρια. Στ’ αλήθεια ήμουν καλή μαθήτρια. Έγραφα πάρα πολύ καλές εκθέσεις. Μάλλον έγραφα πιο πολύ χρονογραφήματα. Όλες οι του κολεγίου, οι παλιές, κάνανε εργασίες, κάνανε... Εγώ πετούσα ένα χρονογράφημα, ερχόταν η καθηγήτρια: «Θα διαβάσω της Λίλης!». Ξέρεις τι, να, είχα αυτό το καλό. Αλλά στην επιτροπή, πήρα 19 στα Νέα. Δηλαδή, Νέα Ελληνικά τα λέγαμε τότε, την Έκθεση. Πήρα 19 στα θρησκευτικά, γιατί το ένα απ’ τα δύο θέματα ήταν η μάνα. Μάνα! Θέλω να σου πω, ότι έγραφα. Γι’ αυτό και σε όλες τις εξετάσεις πήγαινα πολύ καλά. Γιατί έγραφα. Καλά διαβάζω και πάρα πολύ, το ξέρεις!
Ναι!
Ακόμα τώρα. Πηγαίνω στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Έχω ένα σωρό βιβλία μέσα, παλιά βιβλία. Τα ‘χω διαβάσει! Έχουν καινούρια! Έχουν καινούρια και καλά βιβλία. Γιατί πήγαινα στη Δημοτική βιβλιοθήκη. Κάποτε ήταν στη ΧΑΝΘ και στη ΧΑΝΘ στο πέμπτο πάτωμα επάνω, παλιά βρωμιά μέσα. Χάλι! Δεν βρίσκανε τα βιβλία! Από τότε που άνοιξε η καινούρια εδώ είναι στ’ αλήθεια πολύ ωραία. Πάω και παίρνω και διαβάζω. Ίσως κι αυτό μου ‘κανε καλό. Από μικρή διάβαζα! Πάντα είχα. Δηλαδή και στην κατοχή -καλά τότε- όλοι οι Ρώσοι διαβαστήκανε στην κατοχή. Όλοι! Όλοι και δανεικά. Ο ένας στον άλλονε. Όλες οι φιληνάδες, μικρές. Ναι! Ντοστογιέφσκι! Βέβαια! Ναι! Και διάβαζα, ίσως είναι και η ευχέρεια το να γράφεις. Βλέπω και την εγγονή μου. Έχει μια ευχέρεια στο να γράφει. Είχα μια ευχέρεια στο να γράφω. Ήμουν γενικά σου λέω αυτό. Καλά, άσχετο! Άσχετο, αλλά ξέρεις, πήγαινα καλά με τις εξετάσεις. Αυτό! Δεν έχω άλλο κάτι να σου πω τώρα. Δεν θυμάμαι άλλα!
Θυμάστε πάρα πολλά!
Θυμάμαι τα πάντα, αλλά και τα γεγονότα, έτσι, ξεχωριστά που μου λες. Κάποτε είπανε… Έγινε ο βομβαρδισμός. Αυτό που είναι Νομαρχεία Θεσσαλονίκης, τώρα δεν είναι τίποτα, ξέρω ‘γω, έξω. Ήταν Στρατιωτικό Νοσοκομείο κάποτε και τότε είχε γίνει νοσοκομείο στον πόλεμο πάλι. Έξω, απέναντι στον Άγιο Ελευθέριο, σε κείνο το κομμάτι. Εκείνο εκεί. Είπανε: «Έπεσε! Βγήκε η Παναγία στο μπαλκόνι! Πάμε να δούμε!». Ξεκινήσαμε με τη μαμά μου. Και πήγαμε! Να σου πω τι είδα; Δεν είδα τίποτα. Ένα τζάμι το οποίο είχανε κακοκαθαρίσει με πετρέλαιο προφανώς. Τι είχαν τότε να το καθαρίσουν; Τα καθαρίζαν με πετρέλαιο και εφημερίδες τα τζάμια. Και είχε κάτι γραμμές. «Η Παναγία! Η Παναγία!». Τρέχαμε και βλέπαμε τέτοια, αλλά αυτά.. Και τώρα αυτό που είναι το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων που ‘ναι στη νυν Γεωργίου Παπανδρέου -στην Ανθέων-, εκεί! Το ξέρεις το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων τώρα; Είναι πριν απ’ την Κορομηλά. Εμείς καθόμασταν στην Κορομηλά τότε. Αυτό ήταν το Ιταλικό Σχολείο. Το κάναν οι Ιταλοί σχολείο και το κάνανε τότε, πριν από το πόλεμο. Ένα θαυμάσιο σχολείο, με θαυμάσιο καταφύγιο! Και όλη η γειτονιά, τότε, είχαμε ανοίξει τις αυλές μας όλες -είχαν αυλές όλα τα σπίτια-, είχαμε ανοίξει πορτάκια και όταν γινόντανε συναγερμός, τρέχαμε στο καταφύγιο το τότε Ιταλικό, παλιά, το Ιταλικό Σχολείο. Καλά, ύστερα έγινε το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων, το οποίο τώρα το ‘βλεπα και ανακαινίζεται. Κάτι κάναν τώρα. Ναι! Άλλο σου είπα τώρα. Άλλη ιστορία σου είπα.
Είναι όλες εξαιρετικές, κυρία Λιλή! Είναι όλες εξαιρετικές, λέω!
Ναι! Ήρθαμε εδώ. Ύστερα το σπίτι που μέναμε στην... Ύστερα όταν ξαναήρθαμε, μέναμε στην οδό Λύτρα που είναι στην Ευζώνων. [01:00:00]Ήτανε ένα εβραίικο σπίτι. Τότε είπαμε μήπως μπορούσαμε… δεν μπορούσαμε με κάποιους άλλους Έλληνες το αγοράσαμε. Οι Εβραίοι δεν μας το πουλούσανε. Αυτοί στο Ισραήλ. Εβραίοι το αγοράσαν πάλι. Και είχε βγει το… Εμείς στα δέκα χρόνια στην τράπεζα παίρναμε ένα δάνειο, είχα εκατό χιλιάρικα. Εγώ επειδή δεν είχα ανάγκη να δίνω στο σπίτι μου χρήματα, μάζευα και λεφτά. Είχα άλλα εκατό. Πήρε ο μπαμπάς μου ύστερα το εφάπαξ του και η μαμά μου είχε ένα οικόπεδο -είχε φέρει χρήματα απ’ την Αίγυπτο η μαμά μου- στην οδό Φλέμινγκ, κοντά στο Χίρστο. Το Νοσοκομείο το Χιρς είναι το Ιπποκράτειο τώρα. Του Βαρόνου Χιρς. Αυτό ήταν τότε! Είχε πάρει ένα μεγάλο οικόπεδο, το πούλησε εκείνο, και αγοράσαμε αυτό το διαμέρισμα.
Κι έχετε τόσα χρόνια θέα τον Λευκό Πύργο!
Και ξέρεις τι; Tελείωνε, δινόνταν… το δάνειο εγκρινόταν για έναν χρόνο. Ύστερα να ξαναεγκριθεί δάνειο. Και πια κόντευε να λήξει. Και πουλιόνταν αυτό το σπίτι -αυτό το διαμέρισμα δηλαδή- και μ’ όλα αυτά τα χρήματα που μαζεύαμε όλοι μας...
Πήρατε αυτό εδώ το σπίτι!
Πήραμε αυτό το διαμέρισμα. Και δεν το πήρα μόνη μου. Το πήραμε μαζί με τη μαμά μου, γιατί αλλιώς δεν έφταναν τα λεφτά τα δικά μου. Και κάποτε, όταν τελείωσε το δάνειο -γιατί ήταν υποθηκευμένο το σπίτι δεκαπέντε χρόνια- αλλά... Να κι αυτά όλα, άλλη ιστορία! Σου 'πα και το Βαρόνου Χιρς, το Ιπποκράτειο. Η οδός Μισραχή. Αυτοί ήτανε παλιοί Εβραίοι που ‘χανε... Καλά! Τα αλλάξαν όλα τα ονόματα. Βέβαια δεν μπορούσε να μείνει ίσως το Ιπποκράτειο Χιρς αλλά είναι κρίμα που αλλάζουν όλα τα ονόματα, γιατί αυτή ήταν η ιστορία της Θεσσαλονίκης. Εγώ λυπήθηκα πάρα πολύ: Ο δρόμος που ανεβαίνει στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή... Άντε ντε πώς λεγόντανε; Ήταν αυτός που έκανε -ο Αμερικάνος- που έκανε την Αμερικανική Σχολή.
Ο ιδρυτής της Σχολής-
Αυτός που ήρθε ο Αμερικάνος κι έκανε τη Σχολή για να πηγαίνουν και είχαν και επιδότηση μερικοί. Μπορεί και τώρα να έχουν ακόμα επιδότηση. Τότε δυστυχώς ο Παπανδρέου τον δρόμο -δεν θυμάμαι πώς λεγόντανε δυστυχώς- το έκανε Μαρίνου Αντύπα. Εντάξει, ήταν κάποιος ο Μαρίνος Αντύπας. Γιατί ο δρόμος της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής να γίνει Μαρίνου Αντύπα;
Κάπου χάνεται η ιστορία εννοείτε.
Χάνεται εντελώς η ιστορία έτσι. Έχω ξεχάσει πώς λεγόντανε και ο... Το ξέχασα πώς λεγότανε! Τώρα το ξεχνάω αυτή τη στιγμή. Κατάλαβες;
Καταλαβαίνω απόλυτα τι μου λέτε.
Καλά, εντάξει! Έγινε Γεωργίου Παπανδρέου η Ανθέων. Ήταν ο δρόμος με τα σπίτια -αυτά τα παλιά εβραίικα σπίτια- που ‘ταν μες στα άνθη. Ήταν η οδός Ανθέων! Έγινε Γεωργίου Παπανδρέου. Εντάξει. Εντάξει, ήταν κάποιος! Ξέρω ποιος ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου. Δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι, να πάρει η ευχή! Η οδός Αλλατίνη! Ο Αλλατίνης ήταν αυτός που είχε τους μύλους του Αλλατίνη, ο Εβραίος. Νομίζω και το νοσοκομείο, αυτό που σου είπα, του Αλλατίνη ήτανε, νομίζω. Ήτανε δεξιά εκεί οι μύλοι του Αλλατίνη. Θεμιστοκλή Σοφούλη η οδός Αλλατίνη. Οι μύλοι μείναν του Αλλατίνη του Εβραίου. Όχι που ‘χα ιδιαίτερη συμπάθια για τους Εβραίους. Ούτε συμπάθεια ούτε αντιπάθεια. Εβραίοι ήταν. Εδώ ήτανε! Γιατί να αλλάζουν όλοι οι δρόμοι της Σαλονίκης; Άι στην ευχή η Ανθέων, εντάξει! Εντάξει! Δεν μου αρέσει! Καλά εμείς όταν ήρθαμε εδώ το σπίτι ήταν Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος ο βασιλιάς που ήρθε κι απελευθέρωσε τη Σαλονίκη τότε. Λεωφόρος Νίκης! Καλά, εντάξει! Εντάξει! Δεν έχουμε βασιλείς πια. Τελείωσε! Αλλά στη Γαλλία δεν άλλαξε τίποτα. Οι Άγγλοι, καλά οι Άγγλοι, ασ’ τους! Ασ’ τους αυτούς! Αυτοί είναι με την κορώνα στο κεφάλι τους. Τελείωσε. Ασ’ τους αυτούς! Αυτοί είναι... Να μην πω τι είναι. Δεν είναι σωστό! Έχω και μικρόφωνο! Ναι! Ε ναι! Δεν μπορώ να πω τι είναι. Εντάξει!
Κυρία Λιλή, νομίζω ότι με αυτή την αναφορά που κάνατε στους δρόμους-
Ναι!-
Κλείσατε τη συνέντευξή μας με τον πιο όμορφο τρόπο. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
Ναι, να ‘σαι καλά! Εγώ σε ευχαριστώ Φανή!
Φ.Κ: Νομίζω ότι όλα όσα είπατε αξίζουν να καταγραφούνε και αξίζει-
Μακάρι να ‘ναι, να πιάσουν κάπου τόπο. Δηλαδή, αν κάποιος θέλει κάτι να μάθει απ' αυτά και εγώ μπορώ να σου πω και ιδιωτικά κι άλλα. Ό,τι θέλεις! Γιατί ευτυχώς τα θυμάμαι!