«Να έχουμε αγάπη μες στην ψυχή μας. Πραγματική αγάπη, όχι προσποιητή»: Η κυρία Ντίνα αφηγείται τη ζωή της, υπενθυμίζοντας πως η πίστη και η αγάπη είναι πράξεις μίμησης
[00:00:00]
Χαίρετε, σήμερα είναι Τρίτη 11 Ιουνίου του 2024. Βρίσκομαι με την κυρία Κωνσταντίνα Πέππα στα Σπάτα, ονομάζομαι Κολοκοτρώνη Μαρία Ελένη, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Καλημέρα!
Καλημέρα σας.
Θα μας πείτε το όνομά σας;
Κωνσταντίνα Πέππα.
Τέλεια. Και από πού κατάγεστε;
Σπαταναία.
Πείτε μας λίγα λόγια για εσάς.
Το γένος Γκινοσάτη, Νικολάου Γκινοσάτη. Ήθελα να πω κάτι για τον παππού μου, ο οποίος ήταν πάρα πολύ… αυτός λεγόταν Χριστιανός. Γιατί το να λέμε ότι είμαστε Χριστιανοί και τα έργα μας να μην είναι αγαθοεργίες, δεν το βρίσκω λογικό. Πρέπει να αντιπροσωπεύουμε τον τίτλο του Χριστιανού. Ο παππούς μου ήταν ένας άνθρωπος που… Γεωργός βέβαια, με περιουσία αρκετή, και είχε εφτά παιδιά, έξι αγόρια και μια κόρη. Τότε που ήρθανε άνθρωποι πρόσφυγες απ’ τη Μικρά Ασία, του έτυχε ένα τυχερό, θα το ’λεγα εγώ, για αυτόν, γιατί νομίζω ότι βοήθησε την ψυχή του. Γιατί δούλευε όλη την ημέρα, όπως όλοι, δουλεύανε στη γεωργία, το βράδυ μαζευόντουσαν στο καφενείο και βρισκόντουσαν οι Σπαταναίοι όπως ήντουσαν και περνάγανε την ώρα τους· δεν υπήρχε η τηλεόραση τότε. Λοιπόν, βγήκε ένα βράδυ στην αγορά να πάει στο καφενείο και βλέπει έξω από ένα μαγαζί ένα παιδάκι. Ήτανε και δεν ήταν, δηλαδή του Δημοτικού και πιο μικρό, μπορώ να πω. Το είδε το ένα βράδυ, το άλλο βράδυ πάλι τα ίδια, το είδε στο ίδιο μέρος, το τρίτο βράδυ πάλι τα ίδια, το τέταρτο βράδυ πάλι τα ίδια… Πήγε και το πλησίασε το παιδάκι και του είπε: «Παιδί μου, ποιανού είσαι;» «Δεν είμαι από εδώ, είμαι από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας». «Και τι κάνεις εδώ;» «Κάθομαι». «Και πού κοιμάσαι;» «Εδώ». «Εδώ;» Τον πήραν τα κλάματα, η συγκίνηση τον παππού. Και του λέει: «Να πάρει η ευχή, εφτά παιδιά και εσύ οκτώ. Έλα στο σπίτι μου». Το πήρε στο σπίτι. Του έφτιαξε ένα δωματιάκι επίτηδες, με το τζάκι του, με το κρεβατάκι του, όλα του τα… Το έστειλε σχολείο, έμαθε τα γράμματα… Μεγάλωσε, ήταν πάρα πολύ καλό παιδί και όταν ήρθε ο καιρός, αφού μεγάλωσε, για παντρειά, η μαμά μου του βρήκε μία γυναίκα, το προξένεψε και ταίριαξε και κάνανε οικογένεια. Βέβαια, παιδί δεν είχαν κάνει, δεν μπορέσαν να κάνουν παιδί, αλλά υιοθέτησαν ένα παιδάκι κι αυτοί. Όταν ήταν να παντρευτεί, είπε ο παππούς: «Θα σου δώσω αμπέλι, να τρως το σταφυλάκι σου, να πίνεις και το κρασάκι σου και χωράφι με ελιές, να τρως τις ελίτσες σου και το λαδάκι σου». Ήταν αυτό νομίζω ένα μεγάλο επίτευγμα, ένα πολύ ωραίο έργο. Η ψυχή του δηλαδή ήταν τόσο αθώα, τόσο γλυκιά, να πάρει ένα ξένο παιδί, να το έχει στο σπίτι του, να το μορφώσει, να το παντρέψει, να το προικίσει… Και με τα αδέρφια, όπως ήντουσανε… Τι είπε; «Έχω επτά παιδιά κι εσύ οκτώ». Είχε έξι γιους και μία κόρη. Η κόρη παντρεύτηκε, πήρε πλούσιο άνθρωπο και εκείνα τα χρόνια προικίζανε – αφού θα πάρει πλούσιο, πρέπει να πάρει κι εκείνη την περιουσία. Αλλά είχε αρκετή περιούσια ο παππούς και έφτιαξε τα παιδιά του, όπως ήθελε ο Θεός. Όταν παντρευθήκανε όλα τα παιδιά, είπε στον γιο που έμενε μέσα στο σπίτι του, του λέει: «Σπύρο, θέλω να μαζέψεις αδέρφια σου, να ’ρθειτε ένα βράδυ στο σπίτι μου γιατί σας χρειάζομαι». «Τι θες, πατέρα;» του λέει. «Πες στα παιδιά, στα αδέρφια σου. Άσε την αδερφή σου, έχει φτιαχτεί, είναι έτοιμη. Πες τους να ’ρθουνε ένα βράδυ στο σπίτι». Πήγανε το βράδυ στο σπίτι όλα τα παιδιά, αλλά υπήρχε… τι να σας πω, δέσιμο στα αδέρφια όπως ήντουσαν. Αγαπημένα αδέρφια –τα άλλα έξι δηλαδή–, αγαπημένα αδέρφια… Όταν πηγαίναμε, έλεγε καμιά φορά ο μπαμπάς μου: «Πάμε, πάμε γιατί αρρώστησε η μάνα μου». Μαζευόμαστε όλοι, τα αδέρφια, όλοι μες στο δωμάτιο, εμείς παίζαμε έξω στην αυλή. Είκοσι τρία εγγόνια.
Λαός.
Είκοσι τρία εγγόνια… Αφού μαζευτήκανε, αφού τα κάλεσε ο παππούς, «να ’ρθουν τα παιδιά που τα θέλω», έσφαξε ένα αρνί, λέει στη γιαγιά: «Θα το βάλεις στον φούρνο». Ήρθαν, πήγαν τα παιδιά το βράδυ, τους λέει: «Παιδιά, έχω ένα σκεπτικό. Παντρευτήκατε όλα τα παιδιά. Έχει μείνει μία περιουσία πίσω». Όταν παντρεύτηκε ο καθένας πήρε το δικό του, αλλά έμεινε κι άλλη περιουσία πίσω. Λέει: «Θα ήθελα με την αγάπη, με την ψυχή μου σας το λέω και την ευχή μου να ’χετε», έκανε κι αυτό, «και την ευχή μου να ’χετε, να πάρετε μία κορδέλα, να πάτε να μετρήσετε όλα τα κτήματα που είναι έξω, να τα μοιράσετε από εκεί και πάλι με την ευχή μου να ’ρθείτε χαρούμενα στο σπίτι. Μη σας δω στεναχωρημένους· αγαπημένα». Και έκλαιγε που το ’λεγε. «Θέλω να είσαστε αγαπημένα παιδιά». Όντως έτσι έγινε. Μαζευτήκαν τα έξι αδέρφια… Ο ένας πέθανε, συγγνώμη, ο ένας πέθανε. Έκανε οικογένεια βέβαια, είχε παιδιά, είχε τέσσερα παιδιά. Και τα μοιράσανε τα κτήματα από εκεί, τα μετρήσαν, τα καθίσαν κάτω, τα μοιράσανε, αγαπημένα, όλα εντάξει… Πήγαν το βράδυ στο σπίτι, η γιαγιά είχε φτιάξει το αρνί στον φούρνο και περίμενε τα παιδιά της να ’ρθουνε και τα κοιτάζανε στα μάτια, να δούνε, ήταν αγαπημένα τα παιδιά; «Τι έγινε; Ήρθαν τα παιδιά! Καλέ», της είπαν της γιαγιάς, «καλέ, ήρθαν τα παιδιά! Καλώς τα τα παιδιά». Μπήκαν το ένα πίσω από το άλλο: «Τι έγινε, παιδιά;» «Εντάξει, πατέρα». «Εντάξει; Αγαπημένα;» «Αγαπημένα, πατέρα». Και να κάνει αυτό, να πιάνει τα μαλλιά του και να λέει: «Την ευχή μου να ’χετε… Στρώσε, Γριώ», της είπε της γιαγιάς, «το τραπέζι, να φάμε με τα παιδιά». Στο τζάκι ένα χαμηλό τραπέζι στρογγυλό και καθίσανε εκεί και φάγανε. Μόλις τελειώσανε το φαγητό, είπε ο παππούς: «Τώρα θα μου πείτε πού πήρε ο καθένας». «Ο Παναγιώτης πήρε εκεί, ο Μήτσος πήρε εκεί, ο Κότσος πήρε εκεί, ο Νίκος πήρε εκεί, ο Σπύρος πήρε εκεί… Και αυτά τα κτήματα», που τα είπαν ονομαστικώς, «τα αφήσαμε για τα ορφανά». Εκεί το κλάμα που έριξε ο παππούς… Είχε τέσσερα ορφανά. Εκεί να ’βλεπες το κλάμα που έριξε… Και να κάνει… το είχε ελάττωμα δηλαδή, τόσες ευχές έπαιρνε. «Την ευχή μου να έχετε, παιδιά μου, την ευχή μου να έχετε, παιδιά μου…» Με το παιδί π[00:10:00]ου είχε πάρει, το προσφυγάκι, ήντουσαν πολύ αγαπημένα τα αδέλφια.
Πολύ σημαντικό.
Ήταν αδερφός, πραγματικός αδερφός. Και εκείνος αγαπούσε, ήταν πολύ καλός, έχει φύγει τώρα απ’ τη ζωή, ήταν πολύ καλό παιδί, αλλά και τα αδέρφια το αγκαλιάσανε το παιδί.
Σαν να ήταν κανονική οικογένεια, εξ αίματος.
Ναι.
Φοβερό.
Ήταν μία καταπληκτική ιστορία που πρέπει να μιμηθεί από τον κόσμο. Μη λέμε: «Αυτό είναι δικό μου και εγώ θέλω εκείνο και δεν…» Ό,τι θες εσύ θέλει και ο άλλος. Αγαπημένα. Μην αδικηθεί κανείς, ο παππούς αυτό είχε· μην αδικηθεί κανείς. Και στο τέλος, που έφυγε ο παππούς, σε αυτό το δωματιάκι του υιοθετημένου, ας πούμε, παιδιού… Ξέχασα να σας πω πώς το είπε: «Πώς σε λένε;» του είπε. «Με λένε Γιάννη». «Και από πού είσαι;» «Απ’ τα Βουρλά της Μικράς Ασίας.» «Αχ, παιδί μου…» Σου λέει: «Πού είναι οι γονείς του τώρα; Πού είναι η οικογένειά του; Πού είναι όλα αυτά…» Και τον είχαν τόσο αγαπήσει, γιατί ήταν εξαιρετικό παιδί και αυτό, και το όνομά του ήτανε Βουρλιώτης. Αλλά δεν ξέρω όμως αν ήταν αυτό το πραγματικό ή επειδή ήτανε απ’ τα Βουρλά και ήτανε μικρό είπε και βγάλανε το όνομα Βουρλιώτης. Θεός συγχωρέσ’ τους, ήτανε όλοι καλοί άνθρωποι, αγαπημένα αδέλφια.
Πολύ σημαντικό.
Και έχω πολλές φορές συναντήσει οικογένεια να ’χει δυο παιδιά και δεν υπάρχει αγάπη, γιατί: «Αυτός πήρε πιο πολλά κι εγώ πήρα πιο λίγα». Ήταν μία καταπληκτική ιστορία, γιατί η αγάπη τους έμεινε μέχρι τελευταία, που πεθάναν όλοι.
Τη διδαχθήκανε σωστά, γι’ αυτό… Τη διδαχθήκανε σωστά.
Ναι. Είναι… Μακάρι να μιμηθεί ο κόσμος τέτοιες πράξεις, να μιμηθεί… Τι είναι να πάρει ο ένας περισσότερα από τον άλλον; Τι είναι; Αφού δουλέψανε όλοι εξίσου.
Η ιστορία αυτή πώς πέρασε σε εσάς;
Πώς;
Ποιος σας τις είπε τις ιστορίες αυτές πρώτη φορά;
Ο μπαμπάς μου.
Ο μπαμπάς σας.
Ο μπαμπάς μου. Καθόμασταν στο τζάκι και μου ’λεγε ιστορίες. Και τον έπιανε και το παράπονο, γιατί… Για την πράξη του παππού που έκανε. Το είχανε σαν αδερφό τους… «Εφτά παιδιά εγώ και εσύ οκτώ. Στο σπίτι μου θα είσαι». Γιατί το είδε τρεις-τέσσερις βραδιές έξω να κοιμάται το παιδί. Γίνονται αυτά πράγματα σήμερα;
Όχι.
Δεν γίνονται.
Δεν γίνονται…
Δεν γίνονται, δυστυχώς. Και έχουμε όλα τα καλά και δεν… Εννοούμε ότι υπάρχουν και άνθρωποι που υποφέρουν. Και δεν ξέρουμε πότε θα φύγουμε από τη ζωή, να κάνουμε αγαθοεργίες, να έχουμε αγάπη μες στην ψυχή μας – πραγματική αγάπη, όχι προσποιητή, πραγματική. Αγάπη να πονέσουμε τον φτωχό, να πονέσουμε τον άνθρωπο που πάσχει από κάτι. Αγάπη… Και έχω γράψει και ένα ποιηματάκι για την αγάπη, να το πω;
Ναι, βέβαια.
Δώσε αγάπη άνθρωπε και ας μην τηνε εισπράξεις, θα δώσεις λόγο στον Θεό για τις καλές σου πράξεις. Βοήθησε το ορφανό, τον ασθενή, τον άπορο, τον γέρο, το παιδάκι, δώσε απλόχερα την αγάπη σου όπου υπάρχει ανάγκη. Τον πονεμένο στήριξε με τη συμπαράστασή σου, αναπαυμένη πάντοτε να είναι η συνείδησή σου. Θεέ μου, σε παρακαλώ, ενίσχυσε την ψυχή μου, εχθρούς και φίλους να αγαπώ σε όλη τη ζωή μου.
Πολύ ωραίο είναι. Μπράβο, πολύ ωραίο είναι.
Η ιστορία του παππού μου είναι αυτή.
Να μιλήσουμε και για τη δική σας ιστορία.
Εγώ δεν έχω, τι να πω…
Αν κάποιος σας γνώριζε για πρώτη φορά, σαν εμένα τώρα, τι θα έπρεπε να ξέρει για εσάς;
Αν…;
Αν κάποιος σας γνώριζε για πρώτη φορά, όπως σας γνωρίζω εγώ τώρα–
Ναι.
Τι θα έπρεπε να ξέρει για εσάς; Πώς ξεκινήσατε;
Τη ζωή μου; Οι γονείς μου ήταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι, και η μαμά μου και ο μπαμπάς μου, αγρότες. Και εγώ αγρότισσα αλλά και στο νοικοκυριό, τα πάντα δικά μου – από ράψιμο και πλέξιμο και κέντημα, τα πάντα όλα. Μπάλωνα τα παιδιά μου με τα ραψίματα, με τα πλεξίματα, με όλα αυτά, γιατί είχα μαμά πολύ νοικοκυρά. Είναι μεγάλη δουλειά η γυναίκα να προσφέρει στην οικογένειά της. Να βοηθήσει τα παιδιά της, τον άντρα της και να αγαπάει την οικογένειά της, αλλά να αγαπάει και τους απ’ έξω, να έχει αγάπη μέσα της. Ο άνθρωπος πρέπει να έχει αγάπη μέσα του… Γιατί, εάν δεν έχει… Η θρησκεία μας τι είναι; Αγάπη.
Γεγονός.
Δεν έχουμε τίποτε άλλο από το να σκεφτούμε να πειράξουμε τον άλλον και αυτά. Αγάπη… Αγάπα τον πλησίον σου, αγάπα το παιδάκι το μικρό, αγάπα τον ασθενή, τον φτωχό… Ό,τι μπορούμε να κάνουμε, να έχουμε αγάπη και να βοηθήσουμε όσο μπορούμε. Παντρεύτηκα στα 22 χρονών. Αρραβωνιάστηκα 20, παντρεύτηκα 22. 23 έκανα το πρώτο μου παιδί, 27 έκανα το δεύτερό μου παιδί. Όμως παντρεύτηκα… ήμουν ένα κοριτσάκι από την αγκαλιά της μάνας μου. Φίλη είχα τη μαμά μου, η μαμά μου ήταν η καλύτερή μου φίλη. Να σας πω και κάτι που είδα με τα μάτια μου και έζησα;
Ναι.
Ήμουνα 16-17 χρονών –μπορεί και πιο μικρή, δεν θυμάμαι– και πηγαίναμε στο κτήμα με το γαϊδουράκι. Πηγαίναμε με τον μπαμπά μου, τη μαμά μου και ήταν πολλά αγόρια που με ενοχλούσαν. Όταν πήγαινα στο κτήμα, με είχε παρακολουθήσει ένα παιδί που πηγαινοερχόμουνα, γιατί έκανα δρομολόγια απ’ το αεροδρόμιο και έφερνα κλήματα. Τα κλάδευε ο μπαμπάς μου τ’ αμπέλια και η μαμά μου έδενε δεμάτια, γιατί είχαμε φούρνο με ξύλα που ζυμώναμε, και έκανα δρομολόγια. Και τα ’φερνα εδώ, το οικόπεδο ήταν δικό μου και τα ’φερνα εδώ τα δεμάτια. Μου πιάνει τον δρόμο ένα παλικάρι και μου πιάνει το γαϊδούρι, δεν μ’ άφηνε να φύγω. «Σ’ αγαπώ, σε λατρεύω…» ξέρεις τώρα τι θα… «Άσε με να φύγω και έλα το βράδυ στους γονείς μου», έλεγα εγώ, που τον είχα σιχαθεί τόσο πολύ. Τέλος πάντων, όχι. «Παναγία μου», εγώ να λέω συνέχεια… Πίστη, παιδιά, και να προσευχόσαστε. «Παναγία μου, Χριστέ μου, σε παρακαλώ φύγε και περιμένουν οι γονείς μου στο αμπέλι. Σε παρακαλώ, φύγε». Με πιλάτεψε κάνα δεκάλεπτο, εγώ απάνω στο γαϊδούρι και εκείνος να μου βαστάει την αλυσίδα, να μη με αφήνει να φύγω. Τώρα να λέω εγώ: «Παναγία μου, Χριστέ μου, σε παρακαλώ, φύγε». Και ακούω μια φωνή: «Καλέ!» Γυρίζω, τι να δω; Ένα ανθρωπάκι μετρίου αναστήματος, φαλακρό και μόλις είδα λέω: «Σανίδα σωτηρίας». Αυτός μού μίλησε και ταυτόχρονα του ’λεγα κι εγώ: «Σας παρακαλώ, βοηθήστε με! Είναι παλιάνθρωπος εκεί». Εκτοξεύτηκα. Και αυτό το ανθρωπάκι μού είπε: «Κατά πού πέφτει ο Άγιος Πέτρος;» Ήρθα στο σπίτι… Όχι, πριν έρθω στο σπίτι πήγα στ’ αμπέλι, που με περιμένανε η μαμά μου και ο μπαμπάς μου, και έπεσα με λυγμούς κάτω, είχα γίνει κουρέλι… Και να κλαίω με λυγμούς. «Τι, έχεις κορίτσι μου;» η μαμά μου. «Τι έχεις;» Τώρα έπιασα άλλη ιστορία, ε;
Δεν πειράζει καθόλου.
Δεν πειράζει; Λοιπόν… «Τι έχεις, κορίτσι μου;» «Το παλιόπαιδο», της είπα, «μου ’πιασ[00:20:00]ε τον δρόμο και δεν μ’ άφηνε να φύγω και…» Λοιπόν, το ακούει ο μπαμπάς μου πιο πέρα: «Τι τρέχει;» «Νίκο, έλα εδώ!» έκανε η μαμά μου. «Έλα εδώ». Ήρθε εκεί ο μπαμπάς μου, εγώ είχα πέσει κάτω, είχα γίνει… διαλυθεί τελείως. Λέω… το μόνο που είπα: «Δεν μπορεί, ήταν ο Άγιος Πέτρος. Μπαμπά, ήταν ο Άγιος Πέτρος, γιατί αν ήταν ένας απλός άνθρωπος θα έπαιρνε πέτρες να τον κυνηγούσε. Αλλά του είπε: “Φύγε, παλιάνθρωπε”. Έτσι». Αφήνει την αλυσίδα και έφυγε και δεν γυρίζει πίσω. Πήγε πέντε-έξι βήματα, τέτοιο… γυρίζω να τον ευχαριστήσω τον άνθρωπο και να του πω πού πέφτει ο Άγιος Πέτρος και είχε γίνει άφαντος… Αφού ήρθε ο μπαμπάς μου εκεί, τους… Εν τω μεταξύ, η μαμά μου ήταν η καλύτερη μανούλα του κόσμου, η καλύτερή μου φίλη. Της έλεγα τα πάντα και εκείνη με καθοδηγούσε. Με είχε κερδίσει και την είχα κερδίσει. Τέλος πάντων, αφού έγινε όλη αυτή η ιστορία και ήρθαμε στο σπίτι, λέει μπαμπάς μου: «Αύριο δεν θα πάμε στη δουλειά, θα πάω να ευχαριστήσω τον Άγιο Πέτρο», γιατί έχουμε εκκλησία στον κάμπο. Και ήταν λίγα μέτρα το… Εκεί που ήμουν λίγα μέτρα ήταν η εκκλησία. Λέω: «Ήταν ο Άγιος Πέτρος, μπαμπά, αποκλείεται να ήταν απλός άνθρωπος». Και πήγε ο μπαμπάς μου την άλλη μέρα με το λαδάκι, τα λιβανάκια του, όλα, να πάει να ανάψει τα καντήλια, να ευχαριστήσει τον Άγιο Πέτρο. Και όταν ήρθε, μου είπε: «Πώς είπες ήτανε, Ντίνα;» «Μπαμπά, ήταν ένας φαλακρός μετρίου αναστήματος», είχαμε έναν γείτονά μας δίπλα, «σαν τον Μπαρμπαγγελή, μπαμπά». «Αυτός είναι ο Άγιος Παύλος, παιδί μου», μου είπε. Αλλά δεν ήθελε να σου πει: “Εγώ είμαι ο Άγιος Παύλος”, αλλά σου λέει: “Πού είναι η εκκλησία του Αγίου Πέτρου;”» Πάνε μαζί Άγιος Πέτρος και Άγιος Παύλος. Λοιπόν, έχω ζήσει και αυτήν την ιστορία – και δοξάζω τον Θεό που έγινε ακόμη πιο δυνατή πίστη μου.
Αυτό είναι, όντως.
Ακόμη πιο δυνατή η πίστη μου… Άγιος Παύλος… Αυτή είναι η ιστορία, μανάρι μου. Τώρα, για τον παππού δεν παρέλειψα τίποτα.
Όχι, συνεχίστε μου λίγο για εσάς. Είπατε ότι στα 27 κάνατε το δεύτερο παιδί και παντρευτήκατε με προξενιό;
Ναι.
Τον γνωρίζατε τον σύζυγό σας;
Ήμουνα ωραία κοπέλα, δεν θέλω να τα πω, και είχα πολλές προτάσεις, πάρα πολλές, γιατί ήμουνα και ηθικό παιδί –δεν είχα δώσει δικαίωμα– και με ζητούσαν προξενιό όλα τα παιδιά. Η μαμά μου όπου πηγαίναμε είχα δώσει όνομα, πηγαίναμε στην εκκλησία αγκαζέ.
Πολύ όμορφη, όντως.
Και η άλλη απέναντι, από πάνω, που ήμουν τόσο μικρή…
Πολύ όμορφη, όντως. Εδώ είστε πόσο χρονών;
30.
30, ε; Πολύ μικρότερη φαίνεστε.
Αυτή που κρατάει η Κατερίνα τώρα είναι όταν έβγαλα την ταυτότητα, 18 χρονών.
Και εδώ πολύ μικρή, ναι.
18 χρονών.
Ναι…
Οπότε δεν τον γνωρίζατε τον σύζυγο; Απλά παρουσιάστηκε μια μέρα. Άνοιξε την πόρτα και είπε: «Ζητάω το χέρι σας;»
Για ποιον;
Για τον σύζυγό σας. Τον άντρα σας.
Με προξενιό.
Δεν τον ξέρατε.
Τον έβλεπα στον δρόμο. Τον έβλεπα, αλλά όλα τα παιδιά με είχανε ζητήσει στα Σπάτα. Δεν θέλω να τα πω, να… Αλλά επέμενε, τώρα. Και τελευταία ήρθε η θειά του, που ερχόταν και μας το ’λεγε συνέχεια, τους έλεγε: «Σηκωθείτε, ρε, σηκωθείτε… Θα σας την κλέψει». Και πώς τον γνώρισα;
Ναι.
Τον έβλεπα από μακριά. Εντάξει, όλα τα παιδιά, με είχαν ζητήσει όλα τα παιδιά των Σπάτων… Το ένα καλύτερο απ’ το άλλο – και πλούσια και όμορφα και καλά παιδιά. Όμως ήρθε η ώρα να πει ο πατέρας μου ότι πρέπει να βγάλει απόφαση μέσω της μαμάς μου, όχι απέναντί μας, για να μιλήσουμε με τον μπαμπά. Υπήρχε σεβασμός. Λοιπόν, της είπε της μαμά μου: «Θα πεις του κοριτσιού να βγάλει απόφαση ποιο από όλα αυτά τα παιδιά που την έχουν ζητήσει… Να κάνει απόφαση να τ’ αρραβωνιάσουμε, δεν είναι κατάσταση αυτή». Δηλαδή ναι, παιδί μου, αφού είχαν έρθει και με κούρσα να με κλέψουν απ’ το σπίτι.
Ήρθαν με κούρσα…
Την ημέρα της γιορτής μου. Γιατί πήγαινα και κατηχητικό σε κύκλο με κοπέλες, και την ημέρα του Αγίου Κωνσταντίνου είχαν έρθει οι κοπέλες, πηγαίνανε, ερχόντουσαν, τις κέρναγαν, καθόντουσαν, φεύγανε ξανά όλες… Και είχε έρθει μία κούρσα στην πόρτα. Είχε αφήσει την πόρτα του αυτοκινήτου ανοιχτή από την πόρτα μου, την πόρτα τη δική του, του οδηγού, ανοιχτή και είχε κατέβει και σηκώσει το… πώς το λένε, το καπό, δήθεν κάτι είχε πάθει. Δηλαδή όταν έβγαινα θα μου ’δινε μία… Και άλλη μια φορά ήρθαν να με κλέψουν. Είχα δώσει όνομα στην ηθική, ήμουνα ηθικό παιδί. Γιατί, όπως σου είπα, ότι… Δεν έχεις κάνει οικογένεια εσύ;
Όχι.
Λοιπόν, όταν θα κάνεις οικογένεια, σου εύχομαι, κορίτσι μου, με τα παιδιά σου να γίνεις έτσι, γιατί υπάρχουν άλλοι που τα κερδίζουν. Θα τους μιλάς να σου ανοίξουν την καρδιά. Πώς αρραβωνιάστηκα; Θα σου εξηγήσω και αυτό. Λέει ο μπαμπάς μου στη μαμά… Λοιπόν, ντρεπόταν ο μπαμπάς μου να μιλήσει και εγώ το ίδιο μαζί. «Πες της να βγάλει απόφαση, δεν είναι κατάσταση, θα μας την κλέψουνε». Ναι… Μου το είπε η μαμά μου: «Θα πάω στον γιατρό. Μαμά, θα πάω στον γιατρό», έναν πρωτεξάδελφο γιατρό, «να ρωτήσω, που έχει γυρίσει όλα τα Σπάτα και ξέρει». Πράγματι πήγα, η πεθερά του ήταν αδερφή του μπαμπά μου. Πήγα εκεί: «Γιατρέ, σε θέλω». Με αγαπούσε πολύ ο γιατρός, με εκτιμούσε πάρα πολύ. Μου λέει: «Πες μου, Ντίνα. Κάτσε κάτω», γιατί ήτανε και η θειά μου κοντά.Λέω: «Αυτό κι αυτό συμβαίνει και ο πατέρας μου θέλει να με αρραβωνιάσει, αλλά εγώ δεν ξέρω ποιον να πάρω. Όλα τα παιδιά είναι πολύ καλά, όλα τα παιδιά… Όμορφα, καλά, εργατικά, πλούσια… Αλλά δεν ξέρω, δεν το ξέρω το μέσα τους. Εσύ μπορείς να με βοηθήσεις;» Και μου είπε για τον άντρα μου, που δεν ήταν πλούσιος, είχε λίγα κτηματάκια. Και λέει: «Εγώ σου λέω να πάρεις, γιατί είσαι ωραία κοπέλα και θέλω να πάρεις και έναν ανάλογα σύντροφο, να είσαι ταιριασμένη». «Πες μου». «Να πάρεις…» Να μην πω το όνομα, ε;
Να πείτε. Ηθοποιοί εδώ.
Τι είναι;
Σαν ηθοποιοί.
Αφού πηγαίναμε σε πανηγύρι… Είμαστε στη Λούτσα σε ένα πανηγύρι και βρίσκανε τον μπαμπά μου στην αγορά και του λέγανε: «Νικόλα, είδαμε τα παιδιά σου στο πανηγύρι, το πιο όμορφο ζευγάρι ήταν». Τέλος πάντων, μου λέει ο γιατρός: «Σου συνιστώ να πάρεις αυτό το παιδί, ταιριάζετε εμφανισιακά. Κουρέας ο μπαμπάς της Κατερίνας και βγάζει κάθε μέρα. Έχει και κτηματάκια και βγάζει λεφτά κάθε μέρα». Και είπε η αδερφή του μπαμπά μου: «Άντε, ρε, εκεί, τόσα παιδιά που τη ζητάνε. Πλούτη εδώ, θα πάει εκεί;» «Εσύ σταμάτα», της είπε, «σταμάτα. Ξέρω τι λέω. Ντίνα σ’ αγαπώ και θέλω να πάρεις ένα παιδί που να ταιριάζεις». Και έτσι έγινε.
Τι ωραία, τι ωραία ιστορία… Οπότε ήταν κουρέας και είχε κουρείο στην περιοχή;
Πώς;
Ήταν κουρέας και είχε κουρείο στην περιοχή;
Ναι, είχε. Πάνω στην αγορά είχε τριάντα χρόνια κουρείο – και αγρότης.
Και αγρότης. Σε αυτόν τον τόπο όλοι είναι και αγρότες.
Ναι.
Γεγονός.
Και αγρότης ήταν. Δούλευε, ήταν εργατικό παιδί· όπως κι εγώ. Εγώ δεν πήρα έτοιμα ρούχα να φορέσω, ταγερά και τέτοια. Πήγαινα στην Αθ[00:30:00]ήνα, ψώνιζα υφάσματα, τα καλύτερα, ερχόμουν, έραβα. Η κόρη μου έβγαλε Δραματική Σχολή, έκανε και θέατρο. Όλες τις τουαλέτες τις έραβα εγώ. Στα παιδιά μου έραβα από μικρά παιδιά και συνολάκια… συνολάκια στην Κατερίνα, σορτσάκι και μπλουζάκι το ίδιο και έπλεκα, έπαιρνα κλωστή και έπλεκα ζακετάκια τους, πουλοβεράκια τους, την ποδιά του σχολείου εγώ την έραβα πάντα… Και θέλω να πω ότι ο άνθρωπος μπορεί να προσφέρει πολλά στο σπίτι του. Να ενισχύεις το οικονομικό με αυτόν τον τρόπο. Και αγρότισσα και μοδίστρα, είμαι εξήντα πέντε χρόνια παντρεμένη. Τώρα, που δεν μπορώ να φάω κιόλας, δεν ζυμώνω – ζυμώνω κλασικά ψωμί, δεν αγοράζω ψωμί.
Σαν τη γιαγιά μου.
Πώς;
Σαν τη γιαγιά μου. Και η γιαγιά μου το ίδιο. Εσείς σε σχολείο πήγατε μέχρι το Δημοτικό είπατε, σωστά;
Εγώ ήθελα να προχωρήσω, να σπουδάσω, δεν μ’ άφησε ο μπαμπάς μου. Και για λόγους ποιο, λέτε; Ηθικής. «Άμα θα πάει, άμα περάσει πουθενά μακριά από τους…» Λοιπόν, σταμάτησα στην Έκτη του Δημοτικού και τον έπιανε ο δάσκαλος στην αγορά τον πατέρα μου και του ’λεγε: «Πες της Ντίνας να δώσει γιατί είναι πολύ καλή μαθήτρια. Πες της!» «Φτάνουν αυτά, κύριε Αθανασόπουλε, φτάνουν αυτά…» έλεγε ο πατέρας μου.
Μα το βλέπω κι εγώ ότι θα μπορούσατε να ’χατε προχωρήσει, φαίνεται στον άνθρωπο. Έχετε τη–
Να σας πω–
–τη φλόγα.
Το είχα παράπονο. Αλλά τώρα, όπως το βλέπω, λέω καλό ήταν και αυτό. Έμαθα όλες τις δουλειές της οικογένειάς. Δεν υστερούμε σε τίποτα. Γιατί η νοικοκυρά, η γυναίκα· ο άντρας… Τι μου ’λεγε ο πατέρας μου; «Πάλι μ’ έπιασε ο Αθανασόπουλος και μου είπε να πας να δώσεις για Γυμνάσιο». «Άσε με, μπαμπά, άσε με να πάω». «Όχι, παιδί μου, φτάνει. Έχει ο άντρας να μάθει γράμματα, να πιάσει μια δουλειά να ζήσει την οικογένεια. Η νοικοκυρά έχει πολλές δουλειές να κάνει. Το νοικοκυριό θέλει νοικοκυρά γερή», έκανε ο πατέρας μου. Και τώρα που μεγάλωσα εγώ –και πιο νέα βέβαια που ήμουνα– αλλά λέω ότι είχε δίκιο ο πατέρας μου. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας της Κατερίνας, που ήθελε οπωσδήποτε να σπουδάσει η Κατερίνα και δεν ήθελε ο πατέρας της. Και βγαίνω στη βεράντα κι έβλεπα που έκλαιγε. «Τι έγινε, καλέ; Γιατί κλαις; Τι έγινε;» «Μαμά, εγώ σκίζομαι να διαβάσω και ο μπαμπάς δεν θα με αφήσει». «Χριστός και η Παναγία!», του είπα. «Σαν τον πατέρα μου κι εσύ;» του είπα. «Ασ’ το κορίτσι να σπουδάσει». Δεν ήθελε… Και επειδή ήτανε πραγματικά καλή μαθήτρια η Κατερίνα και πέρασε, και πηγαίναμε στο χωριό και του λέγανε: «Συγχαρητήρια για την κόρη σου, πέρασε, γεωπόνος κιόλας. Συγχαρητήρια», κι αυτά. Έρχεται ένα βράδυ… Θα τρυγούσαμε την Κυριακή, γιατί την Κυριακή άδειαζε, είχε το μαγαζί, δεν μπορούσε… Ήρθε, εγώ ετοίμαζα για τους εργάτες φαγητό, που θα τρυγούσαμε την άλλη μέρα, και ύστερα λέει: «Ξέρετε τι σκέφτηκα;» «Τι σκέφτηκες;» Τον κατσαδιάσανε οι φίλοι εκεί πάνω. Λέει: «Να πάει η Κατερίνα να…» «Τι λες;» του είπαμε. «Τώρα έχουνε γραφτεί τα παιδιά, έχουν βρει σπίτι να μείνουν τα παιδιά. Πότε θα πάμε; Αύριο τρυγάμε». «Θα τελειώσουμε αύριο το τρύγος και την Δευτέρα θα φύγουμε».
Ήθελε να φύγει.
Ναι, ναι… Τον… ένας γεωπόνος κιόλας που ήταν και διευθυντής της Αγροτικής του είπε: «Τι λες, Παναγιώτη; Πώς δεν θα ήθελε ο κάθε πατέρας να περάσει το παιδί του και εσύ…;»
Βέβαια.
Ναι, μια ιστορία κι αυτή… Ναι, ξέρεις τι είναι να σκέφτεσαι να θέλεις να κάνεις κάτι στη ζωή σου και να έχεις εμπόδια; Αλλά εγώ μετά, με την παρέλευση του καιρού, που έκανα οικογένεια και είχα και τη μαμά μου πολύ νοικοκυρά και με έμαθε πολλά πράγματα να κάνω, ήμουν ευχαριστημένη. Γιατί είχε δίκιο, λέω, ο μπαμπάς μου, τις θέσεις να τις πιάσουν οι άντρες, να ζήσουν οικογένεια. Οι γυναίκες να μάθουνε νοικοκυριό, να γίνουν καλές νοικοκυρές, να κάνουν γάμο, να κάνουν οικογένεια, να είναι χρήσιμες στο σπίτι τους. Και αυτό το παραδέχτηκα στον εαυτό μου.
Το μάθατε και το μάθατε σωστά.
Πώς;
Το μάθατε και το μάθατε σωστά.
Ναι, πάρα πολύ σωστά γιατί δεν είναι… Πήγαινε κλάδευε ο άντρας μου τ’ αμπέλια και έτσι έλεγα… «Τώρα», λέει, «πότε θα επιστραφούνε τα χρήματα απ’ το αμπέλι;» Πρέπει να τα βγάλεις τέσσερα-πέντε-έξι στρέμματα, μακρύ, να τα κουβαλάς στην πλάτη τα κλήματα, να τα βγάλεις στον δρόμο να τα κάψεις. Έλεγα: «Το πρωί θα στείλω τα παιδιά στο σχολείο και θα πάω να τα πετάξω». Ελιές; Κλήματα;
Θέρος;
Θέρος δεν έκανα πολύ, αλλά είχα την κατσικούλα μου στο σπίτι, είχα τις κότες μου –τουλάχιστον πενήντα κότες–, την κατσικούλα μου, το φρέσκο το γάλα, τα παιδιά, το αβγό το φρέσκο… Ήμουν πραγματικά νοικοκυρά σε όλα. Και τότε δεν μου φαινότανε τόσο πολύ, αλλά τώρα που βλέπω ορισμένα πράγματα…
Σπουδάσατε αργότερα στη ζωή σας; Κάνατε κάποια σπουδή αργότερα στη ζωή σας;
Τίποτε.
Ούτε μουσική;
Α, πήγα… Μετά, τριάντα χρόνια ασχολήθηκα.
Με τη μουσική;
Τριάντα χρόνια. Πήγα πέντε χρόνια και έμαθα… είχαμε τη Βυζαντινή σχολή εδώ στα Σπάτα και πήγα πέντε χρόνια. Δύο φορές τη βδομάδα πήγαινα στη σχολή. Αφού με είδανε μερικές Σπαταναίες, όλες οι Σπαταναίες τέλος πάντων, που πηγαίναμε… Γιατί ο Δεσπότης ο προηγούμενος, ο αείμνηστος Αγαθόνικος, έκανε προικοδότηση στα φτωχά παιδιά. Έβαζε 50.000 δραχμές στην τράπεζα και μας καλούσε, τη σχολή, να πάμε να τραγουδήσουμε στο πνευματικό κέντρο. Μου λέει: «Πάλι, Ντίνα, εδώ;» Και είχα χάσει και το παιδί τότε. Κλείστηκα για δεκαπέντε χρόνια μέσα, δεν έβγαινα, και στα 55 μου χρόνια λέω στον άντρα μου: «Ξέρεις τι θέλω, Παναγιώτη;» «Τι;» «Να πάω να μάθω τη βυζαντινή μουσική». «Μπα», μου λέει, «γιατί; Θα γίνεις ψάλτης;» «Ούτε ψάλτης, ούτε παπάς», του είπα. «Θα κάνω αυτό», γιατί τραγουδούσα πολύ, τραγουδούσα… «Τι να σου πω, πήγαινε». Πήγα πέντε χρόνια, έμαθα τη βυζαντινή μουσική και όταν έγινε… Με βλέπανε στο πνευματικό κέντρο: «Η Ντίνα τι δουλειά έχει;» Όλοι ξένοι, ψάλτες… «Τι δουλειά έχει η Ντίνα;» είπαν στον καθηγητή. Γιατί είχα τα δύο χρόνια, τα πρώτα, καθηγητή Σπαταναίο. Μετά είχα και πατέρα, και τον Βουτσινά και τον γιο του. Τελειώσαμε εκεί και είπανε οι Σπαταναίες: «Γιατί η Ντίνα είναι εκεί πέρα; Να ’ρθουμε κι εμείς». «Ελάτε στο σχολείο», λέει, «να ’ρθειτε κι εσείς». «Δεν μπορούμε να ’ρθουμε». «Τότε τι να σας κάνω;» «Δεν μπορούμε να κάνουμε μια χορωδία;» «Θα πληρώνετε και θα κάνετε χορωδία.» Και έτσι έγινε.
Μάλιστα.
Και αφού την οργάνωσαν τη χορωδία, με καλέσαν και πήγα. Και πήγα τριάντα χρόνια και ασχολήθηκα με τη μουσική.
Πάρα πολύ, σας άρεσε πολύ.
Μ’ άρεσε! Ποτέ δεν είναι αργά, κορίτσι μου. Μην αφήνετε τον εαυτό σας να μαραζώνει. Εγώ τόσες στεναχώριες που έχω περάσει, κι όμως είπα… μου είπε ο άντρας μου: «Γιατί, θα γίνεις ψάλτης;» «Όχι, ούτε ψάλτης ούτε παπάς», του είπα. Αλλά τραγουδούσα πάρα πολύ από μικρή και θέλω να κάνω αυτό που νιώθω, μ’ αρέσει, πώς θα γίνει; Αφού έβγαινα στο παράθυρο, γιατί εδώ κάτω έχω το σπίτι μου, το πατρικό, και ήταν το δωμάτιο ψηλό και άνοιγα το π[00:40:00]αράθυρο και τραγουδούσα… Μ’ ακούγανε από τον δρόμο τον μεγάλο, τη λεωφόρο –ήταν ανοιχτά, δεν είχαν σπίτια–, που ήμουνα μικρή και λέγανε: «Αργυρώ, έλα να ακούσουμε την Ντίνα που τραγουδάει. Έλα, λένε, να ακούσουμε την Ντίνα που τραγουδάει». Και καθόντουσαν στον δρόμο να μ’ ακούνε να τραγουδάω.
Οπότε κατά κάποιον τρόπο εκπληρώθηκε και αυτό το–
Πώς;
Εκπληρώθηκε και αυτό το όνειρο κατά κάποιον τρόπο.
Ε, κατά κάποιον τρόπο ναι. Ωραία… Έμεινα ευχαριστημένη, μου άφησε πολλά πράγματα. Έκανα ταξίδια που δεν θα τα έκανα. Πήγα Αίγυπτο, πήγαμε Κωνσταντινούπολη δύο φορές, πήγαμε Ιταλία… Πηγαίναμε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κάθε χρόνο σχεδόν και λάβαμε μέρος… Μου γέμισε την ψυχή αυτό το–
Βέβαια.
–θέμα. Γιατί μ’ άρεσε το τραγούδι πολύ και είχα και φωνή ωραία.
Και γεμίσατε και καινούριες εμπειρίες, είδατε καινούργια πράγματα.
Ναι, μπράβο. Ναι… Γι’ αυτό δεν πρέπει να αφήνει κανείς τον εαυτό του όταν έχει ένα… Δεν είναι όνειρο αυτό, είναι έμφυτο.
Ανάγκη από μέσα.
Ναι. Ναι, έμφυτο. Τραγουδούσα πάρα πολύ και μ’ άρεσε. Και ψαλμωδία… Πήγαινα στο εκκλησάκι εδώ πέρα που ήμουν του Δημοτικού κοντά. Δεν υπήρχε, είχαμε την Παναγία και τον Χριστό. Είχαμε ένα παλαιοημερολογίτικο εδώ πέρα. Και μου ’λεγε ο παπάς: «Κωνσταντίνα, θέλεις να πεις το Άσπιλε το βράδυ;» «Ναι, παππούλη», και πήγαινα.
Φοβερό.
Μ’ άρεσε, μ’ άρεσε πάρα πολύ… Μ’ άρεσε και το τραγούδι και ο ψαλμός – και χόρευα και πολύ ωραία.
Όλες τις τέχνες τις κατείχατε· και ποίηση κατείχατε.
Και ποίηση.
Γράφατε κι άλλα ή μόνο αυτό που μας απαγγείλατε τώρα;
Έχω γράψει, γιατί… Όταν έχω ένα ερέθισμα, μου βγαίνει. Λέγανε τότε που είχαμε το… Τέλος πάντων, έναν πολιτικό: «Πω, πω», λέει, «θα βγάλει τον σταυρό από τη σημαία αυτός». «Τι είπε; Θα βγάλει τον σταυρό απ’ τη σημαία»; Γράφω ένα ποίημα για τη σημαία.
Γαλανόλευκη σημαία, που ’χεις χρώμα τ’ ουρανού,
και της θάλασσας την αύρα και τη δόξα του Σταυρού.
Αντικρίζω τη θοριά σου κυματίζοντας ψηλά,
είσαι η πιο όμορφη σημαία που μας δίνεις τη χαρά.
Μας δίνεις θάρρος και ελπίδα, σύμβολο ελληνικό,
που έχεις άρωμα Ελλάδας και την πίστη στον Χριστό.
Ήρωες πολλοί περάσαν από την ελληνική τη γη,
να κρατήσουν τον Σταυρό μας, που σωστά μας οδηγεί.
Οι πρόγονοί μας πάλεψαν σαν άγρια θηρία,
να σώσουν τη σημαία μας και την ελευθερία.
Πανέμορφη σημαία μας, χιλιοτυραννισμένη,
μα είσαι υπερήφανη γιατί είσαι δοξασμένη.
Έλληνες και Ελληνίδες, να κρατούμε στην καρδιά μας
την ελληνική σημαία, τον Χριστό μας και την Παναγιά μας.
Έπρεπε να το δίναμε στα σχολεία. Είναι πάρα πολύ ωραίο, είναι πολύ ωραίο.
Ναι. Μ’ αρέσει η ποίηση πολύ.
Αυτό το ερέθισμα απλά σας προέκυψε;
Πώς;
Απλά σας προέκυψε η ποίηση ή σας βοήθησε κάποιος να ξεκινήσετε να γράφετε;
Όχι, ποιος;
Μόνη σας, αυτοδίδακτη.
Και την Ελλάδα έχω γράψει ένα ποίημα, πόσο ωραίο… Δώδεκα-δεκατρία στιχάκια.
Πανέμορφη Ελλάδα μου, της Μεσογείου χώρα,
σε σένα πρόσφερε ο Θεός τα πιο όμορφά του δώρα.
Χρυσίζει ο ήλιος σου τη γη, που σαν χρυσάφι λάμπει,
βουνά, κοιλάδες και πηγές και όμορφοί σου κάμποι.
Δαντέλες τ’ ακρογιάλια σου κοσμούνε τα νησιά σου,
μετάξια σου οι θάλασσες, τα γαλανά νερά σου.
Γαλάζιος είναι ο ουρανός, χειμώνες, καλοκαίρια,
η Πούλια κι ο Αυγερινός, αμέτρητα τ’ αστέρια.
Το ολόλαμπρο φεγγάρι σου, που φέγγει απ’ άκρη σ’ άκρη,
φωτίζει για να περπατήσει τον κάθε μας διαβάτη.
Θεέ μεγαλοδύναμε, πολύ σε ευχαριστούμε
και το όνομά σου πάντοτε θα το δοξολογούμε.
Πολύ όμορφα είναι! Πρέπει κάτι να τα κάνετε αυτά. Πρέπει κάτι να τα κάνετε, να βάλετε το όνομά σας πάνω, να μείνουνε.
Τα έχω γράψει, τα έχω.
Και να τα εκδώσετε.
Ξέρεις, δεν είμαι και επιδεικτική, δεν μ’ αρέσει να επαινώ τον εαυτό μου. Αλλά, έτσι, πολλές φορές που… Γιατί, ξέρεις, άμα σε δένει κάτι δεν ξεριζώνεται εύκολα.
Βέβαια. Ασχοληθήκατε και με τον χορό έτσι έντονα, όπως και με την ποίηση;
Πώς;
Ασχοληθήκατε και με τον χορό έτσι έντονα, και με αυτήν την τέχνη;
Χορό; Αλλά χόρευα στους γάμους… Ήμασταν πολλά ξαδέρφια και στους γάμους Δημοτικά.
Δημοτικά. Στους γάμους ήσασταν πρώτη.
Ωραία είναι ο άνθρωπος να μην κάθεται, να μην επαναπαύεται, να προσφέρει πολλά πράγματα για τον εαυτό του και για τους άλλους.
Μοδιστρική πού μάθατε;
Είχα μία γειτόνισσα εδώ –Θεός συγχωρέσ’ την, έχει φύγει– και: «Α», μου είπε η μαμά μου, αφού δεν πήγες σχολείο, δεν πας στη Γεωργία, να μάθεις να ράβεις, να μας μπαλώνεις, κορίτσι μου;» Γιατί ο πατέρας μου, γεωργός, πήγαινε, του σκιζόντουσαν τα παντελόνια στο γόνατο και με έβαζε να τα μπαλώνω και μου ’λεγε: «Μην κάνεις τρυπώματα μεγάλα, κουφά κουφά τη βελονιά, να μη φαίνεται». Είχα μαμά πολύ νοικοκυρά, πολύ νοικοκυρά… Είχαν να το συζητάνε για τη μαμά μου, πολύ νοικοκυρά ήταν. Αλλά είναι και ο άνθρωπος από μόνος του, που θέλει, ποθεί να φτιάξει, να προσφέρει. Μην αφήνετε τον εαυτό σας έτσι – να προσφέρετε και για την οικογένειά σας πολλά, αξίζει. Όταν πήγαινα… γιατί μου έλεγε ο άντρας μου: «Θα πας να ψωνίσεις τη Δευτέρα για το μαγαζί». Κολόνιες, ξυραφάκια, να του τροχίσω τα ψαλίδια, όλα αυτά. «Ναι», του είπα και έλεγα: «Θα μου δώσεις και παραπάνω λεφτά». «Πάρε. Θα σου δώσω εγώ, πάρε. Τι θες να ψωνίσεις; Ό,τι θες πάρε». Και πήγαινα, μετά που ψώνιζα όλα αυτά, σε ένα μαγαζί και είχε πάρα πολύ ωραία υφάσματα – ολόμαλλα, μεταξωτά… Και έλεγα της Κατερίνας και το λέω τώρα και σε σένα, μην παίρνετε ρούχα νάιλον, συνθετικά. Λοιπόν… Μεταξωτό, βαμβακερό, μάλλινο… Τα συνθετικά δεν είναι ωφέλημα για τον εαυτό σου, γιατί μυρίζουνε. Λοιπόν, και ψώνιζα. Της Κατερίνας έκανα, που ήτανε μικρούλα, σορτσάκια, μπλουζάκια, ίδια, τους έβαζα… Στο παιδί είχα ράψει ένα μπουφάν, ήτανε… Μεγάλο παλικάρι, μου ’φυγε 20 χρονών. Και του είχα πει: «Δεν πήγες να πάρεις ένα μπουφάν». Στις εκπτώσεις», του έλεγα, «στις εκπτώσεις». «Καλά, θα πάω, μαμά». Θα πάω, θα πάω… Έπιασε, ήρθε το φθινόπωρο: «Κρύο κάνει, να πάρει η ευχή, να πάρει… Και με αυτό το μπουφάν θα πάει;» Ήθελα να είναι και ντυμένα ωραία τα παιδιά. Του είπα το βράδυ: «Ο καιρός χάλασε, παιδί μου. Δεν πήγες να πάρεις ένα μπουφάν, αύριο πώς θα βγεις», το Σαββάτο, «με τους φίλους σου;» «Ρε μαμά, μ’ έχεις φάει με αυτό το μπουφάν. Θα πάω, ρε μαμά». «Πότε θα πας; Αύριο θα βγεις με τους φίλους σου, με πουκάμισο μόνο θα πας; Κάνει ψυχρούλα». Εγώ πήγαινα και ψώνιζα υφάσματα και τα ’βαζα στο μπαούλο και τα είχα εκεί. Αφού δεν είχε πάρει, δεν πήγαινε να πάρει, είχαμε ένα μαγαζί εδώ[00:50:00] που είχε αντρικά ενδύματα. Λέω: «Να πάρει η ευχή, να πάρει. Θα πάω στο μπαούλο, θα βρω κανένα ύφασμα να του φτιάξω μπουφάν;» Ολόκληρο παλικάρι να του φτιάξω μπουφάν… Πάω εκεί, βρίσκω ένα κοτλέ σκούρο, ψηλό κοτλέ, και ένα φανταζί γκρι με μπλε. «Θα του κάνω double-face μπουφάν».
Και έτσι έγινε.
Ανέβηκα πάνω, γιατί το είχα στο υπόγειο το μπαούλο, μαγειρεύω και στρώνομαι στη μηχανή. Πάνω στο άλλο το μπουφάν, το παλιό, έφτιαξα αυτό. Ήρθε απ’ τη δουλειά –ήταν ηλεκτρολόγος το παιδί–, ήρθε απ’ τη δουλειά, λέω: «Παιδί μου…» Έκανε ένα μπάνιο, κάθισε έφαγε: «Είδες ο καιρός πώς έγινε; Δεν πήγες να πάρεις ένα μπουφάν». «Ρε μαμά, μ’ έχεις ζαλίσει με αυτό το μπουφάν». «Παιδί μου, είσαι παλικάρι τώρα, πώς θα πας με αυτό το μπουφάν πάλι;» Και δεν ήταν πολύ παλιό, αλλά εγώ τα ήθελα και περιποιημένα τα παιδιά. Τέλος πάντων… «Εγώ πήγα και σου πήρα ένα, παιδί μου». «Κοίτα… Γιατί ξοδεύεσαι, ρε μαμά; Θα πάω να πάρω, ρε μαμά». «Εντάξει, καλά. Μπορεί, άμα δεν σ’ αρέσει…» «Πού το πήρες;» «Στου κυρ-Μανώλη. Άμα δεν σ’ αρέσει, παιδί μου, θα πάω να το αλλάξω». Έφαγε, όλα εντάξει… «Πού το ’χεις το μπουφάν, να το φορέσω;» «Στην κρεμάστρα, εδώ». Καμάρωσε το μπουφάν, το φοράει… «Πω, πω, μόρτικο… Τι ωραίο, ρε μαμά. Πόσο το πήρες;» «Ψάξε μέσα, θα βρεις τη τιμή». Ψάχνει από εδώ, ψάχνει από εκεί, ψάχνει… Τίποτα. «Πόσο το πήρες, ρε μαμά;» «Δεν θα τ’ αλλάξεις, ε;» «Όχι, ρε μαμά, πες μου να σου δώσω τα λεφτά». «Ρε, το ’φτιαξα μόνη μου, ρε παιδί μου». «Γιούπι!» μου έκανε. Έρχεται και με πιάνει απ’ τη μέση και με σηκώνει. «Mamma mia! Είσαι mamma mia… Σε ευχαριστώ, μαμά μου, πάρα πολύ ωραίο». «Σ’ άρεσε;» «Μ’ άρεσε. Πολύ ωραίο είναι, μπράβο». Αλλά μέχρι και μπουφάν να του ράψω; Πουκάμισα με το μονόγραμμα, το όνομά του… Είχα μεράκι – και έχω μεράκι, αλλά τώρα τα κουράγια δεν είναι αυτά που είχα. Είχα διάθεση.
Τα κάνατε όλα μαζεμένα όταν έπρεπε.
Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ… Λέω, ο Θεός… Νομίζω ότι ατάλαντο παιδί δεν υπάρχει. Το κάθε παιδί θα έχει το ταλέντο του.
Την κλίση του.
Ο πατέρας μου έλεγε: «Ο πολυτεχνίτης από ’δω, ο πολυτεχνίτης…» για εμένα. «Ο πολυτεχνίτης». Δόξα τω Θεώ…
Μάθατε και αργαλειό;
Και αργαλειό… Μικρή.
Είχε η μαμά σας;
Πώς;
Αργαλειό είχε η μαμά σας; Η μαμά σας είχε αργαλειό;
Ναι, βέβαια… Την προίκα εκεί, θα δεις. Πήγανε, Κατερίνα, πήγανε τη στην ντουλάπα να δει την προίκα που έχουμε φτιάξει, μετά. Η μαμά μου έκανε της νεροτριβής, τα ξέρεις της νεροτριβής;
Όχι.
Τα υφαίνανε, τα ράβανε και μετά τα σέρνανε στη νεροτριβή και πέταγε το μαλλί, το χνούδι.
Κατάλαβα.
Εγώ έκανα τα μάλλινο-βάμβακα σεντόνια για το φθινόπωρο, για την άνοιξη… και τα βαμβακερά και τα κουρέλια. Ναι, μ’ άρεσε να ασχολούμαι με πολλά πράγματα. Μ’ άρεσε και το διάβασμα και το… Χωρίς διάβασμα δεν μένω τώρα εδώ.
Θέλετε πριν κλείσουμε να μας πείτε και εμάς την ιστορία για την ενορία, που αναφέραμε προηγουμένως; Που έχετε γράψει και το δεκασέλιδο;
Α, ναι. Όπως είπα, ότι είχα επηρεαστεί πάρα πολύ… Με είχαν ρωτήσει Σπαταναίοι ενορίτες από πού πήρανε το όνομά τους οι εκκλησίες εδώ. Γιατί έχουμε δύο εκκλησίες, τον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Ιάκωβο. Και τους είπα: «Από τον Ιάκωβο τον Πανούση». Όμως, εμένα με είχε πιάσει, έτσι, μέχρι να καθίσω να γράψω, να γράψω. Το έχω δώσει σ’ όλους τους παπάδες και το ’δωσαν και στον Δεσπότη και θέλει να του μιλήσω κιόλας. Έχω γράψει το ότι ήμασταν στη γειτονιά τουλάχιστον τριάντα παιδιά. Τώρα δεν βλέπεις ένα παιδί να παίζει έξω, δεν υπάρχουνε, δεν υπάρχουνε… Στο πατρικό μου ήταν ένα μεγάλο κτήμα και βάζει το πρώτο παιδί ο παππούς μου στο ένα κομμάτι, στο άλλο κομμάτι τον άλλο γιο και τελευταία είχαμε… Δηλαδή είμαστε δεκατρία ξαδέλφια στη γειτονιά. Μαζευόμαστε πολλά παιδιά και παίζαμε πολύ. Τα κορίτσια κάναμε τις νοικοκυρές από μικρές, τα αγόρια κάνανε τους επαγγελματίες. Άλλος έλεγε τον μανάβη, άλλος έλεγε: «Εγώ θα γίνω χασάπης», «εγώ…» Παίρναμε χώμα, κάναμε πηλό και το βάζαμε στον ήλιο και ψηνότανε: «Εγώ ζύμωσα, κουμπάρα, σήμερα». Τέτοια πράγματα. Λοιπόν, είχαμε και τα δυο παιδιά αυτά, που έλεγε ο ένας… Έπαιρνε ένα κονσερβοκούτι, το ’δενε με σύρμα και το ’κανε λιβανιστήρι. Και ο άλλος έκανε αυτοσχεδιασμούς, θεατρικούς, τέτοια πράγματα. Και έκανε αυτός που έκανε τον ηθοποιό, το ’κανε με τον λιβανιστήρι. «Τι κοιτάς, ρε, και τι κοροϊδεύεις; Εσύ μια μέρα θα με χειροφιλήσεις». «Κι εσύ μια μέρα θα με χειροκροτήσεις», του έλεγε ο άλλος – και γίνανε αυτό που είπε.
Γίναν και τα δύο;
Ηθοποιοί. Ηθοποιός έγινε ο ένας, ο άλλος τελείωσε… είχε μεγάλη μούρλα με την Εκκλησία, πάρα πολύ. Ήταν πολύ καλό παιδί στην οικογένεια, οι γονείς αγρότες και αυτό ανέλαβε –ήταν τέσσερα αδέρφια– εξ ολοκλήρου την οικογένεια. Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και όταν ερχόταν ο μπαμπάς με τη μαμά από τη δουλειά το βράδυ, βρίσκανε φαγητό έτοιμο, τα παιδιά περιποιημένα τα υπόλοιπα, πλυμένα, λουσμένα, κουρεμένα, διαβασμένα, τα πάντα. Ο Θεός να συγχωρέσει την ψυχούλα του, ήτανε ένα εξαιρετικό παιδί. Μεγάλωσε, είχε κλίση για ιερέας. Και αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, το Λύκειο, αυτά, πήγε στη Χάλκη. Ξέρεις;
Ναι, ξέρω.
Και ήρθε ρασοφόρος. Ένα παλικάρι, τι να σου πω… Αυτός με έλεγε όταν με έβλεπε που ερχόμουνα ή κατέβαινα: «Ντίνα, είσαι μία Καρυάτιδα». Καρυάτιδα με έλεγε… Τέλος πάντων, ήρθε ρασοφόρος, πήγε και στην Αγγλία… Ναι, στην Αγγλία πήγε κάμποσα χρόνια. Μετά ήταν καθηγητής στην Κατερίνη, στη σχολή που πήγαμε μια φορά εκεί, στη σχολή την ιερατική της Κατερίνης, και μετά ήρθε στο προσκύνημα του Χριστού. Αλλά ήτανε πνευματικός, ιερέας. Το λέει η ιστορία και αντιπροσώπευε τον τίτλο του. Αλλά είχε πολύ πόλε[01:00:00]μο από άλλους και στα 47 του χρόνια έφυγε. Έφυγε, έπαθε ένα εγκεφαλικό και τον είχαν στο Γενικό Κρατικό. Ήταν ο καιρός που ζύγωνε το Πάσχα και όταν άκουσε τις καμπάνες χαρμόσυνα, το «Χριστός Ανέστη», λέει… δεν μίλαγε, δεν λάλαγε, εκείνος τα ένιωθε, και παθαίνει άλλο εγκεφαλικό το βράδυ της Αναστάσεως. Και την Κυριακή, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, τη Διακαίνηση, έφυγε. Αυτός ο άνθρωπος, όταν ήταν ιερέας, θέλανε να κάνουνε… Πήραμε το Δεσποτικό, δηλαδή μας ήρθε Μητροπολίτης. Μητρόπολη είχαμε την Παναγία επάνω, αλλά η Μητρόπολη χρειάζεται και γραφεία, χρειάζεται χώρους που πρέπει να δέχεται ανθρώπους, έχει τις δουλειές του, δηλαδή άλλες, ξεχωριστές ο Μητροπολίτης. Και είχανε πάει να βρούνε μέρος να φτιάξουνε Μητροπολιτικό Μέγαρο, να μένει ο Μητροπολίτης, και εκκλησία. Ξεκινήσαν δυο-τρεις, δεν ξέρω ποιοι βέβαια, αλλά στο τέλος έμεινε μόνος του και βρήκε το μέρος. Τον ξέρεις τον Άγιο Νικόλα;
Ναι.
Αφού είσαι Σπαταναία, αν είναι δυνατόν να μην τον ξέρεις. Τελικά βρίσκει αυτό το μέρος εκεί. Υπήρχαν πάρα πολλοί κάτοχοι και ο παππούς μου.
Τι ήταν αυτό το μέρος; Πριν τι ήταν αυτό το μέρος;
Χωράφι. Πήγαινα και έδενα την κατσίκα εγώ εκεί. Άσε με… Λοιπόν, και βρήκανε το μέρος εκεί. Υπήρχαν πολλοί κτηματίες που είχανε –είχε και ο παππούς μου ένα κομμάτι χωράφι εκεί–, πιάσανε τους ανθρώπους που είχαν τα κτήματα και ήταν όλοι δεκτοί και το άφησαν εκεί. Έγινε το Μητροπολιτικό Μέγαρο, και γραφεία και όλα, και έγινε και εκκλησία κάτω, του Αγίου Ιακώβου πρώτα. Έγινε η εκκλησία αυτή, πολύ μικρή βέβαια, που δεν χώραγε… και την Κυριακή ακόμα, που πήγαινε κόσμος, δεν χώραγε. Και έτυχε μία αγία γυναίκα πρόσφυγια, που έμενε εδώ στα Σπάτα, και πήγαινε να εκκλησιαστεί εκεί και είδε ότι δεν χωράει ο κόσμος. Και αυτή έμενε με ενοίκιο στα Σπάτα και είχε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα και το πούλησε και το ’ρίξε εκεί και φτιάχτηκε ο Άγιος Νικόλας από πάνω. Έδωσε 13.000.000-13.500.000 δραχμές τότε. Αφού φτιάχτηκε αυτό εκεί, τέλος πάντων, γέρασε και η γυναικούλα, έφυγε, δώσανε τα ονόματα Νικόλαος και Ιάκωβος, το ιερατικό του όνομα. Αυτοί οι δύο ναοί πήραν το όνομα του ιερομόναχου Πανούση, του Ιακώβου Πανούση και Νικολάου Πανούση. Ήταν ένα εξαιρετικό παιδί, εξαιρετικό παιδί… Έτσι γίνονται τα έργα, χρειάζονται θυσίες. Αλλά μετά πρωτοστάτησε ο Παπα-Γιάννης. Τον ήξερες τον Παπα-Γιάννη.
Ναι, από τη γιαγιά μου τον ξέρω.
Πώς;
Από τη γιαγιά μου τον ξέρω.
Ναι. Λοιπόν, έκανε έργο ο Παπα-Γιάννης. Λέει: Παιδιά, έχουμε πολλές ελλείψεις εδώ, θέλω να κάνουμε έρανο». Πρώτη ήμουνα, πήγαμε για έρανο. Και εκεί που καθόμασταν, μου λέει: «Τι να σου πω, ήσουνα ήρωας». «Μπα, ήρωας εγώ. Από τι;» «850.000 έπιασες». Ναι, από έρανο 850.000. Κάναμε πάρα πολύ ωραίο έργο με τον Παπα-Γιάννη, ήταν θαυμάσιος ιερέας. Θεός συγχωρέσ’ την ψυχή του, θαυμάσιος ιερέας… Δημιουργικός, πολύ καλός ιερέας. Και από εκεί πήρανε οι ναοί μας τα ονόματα του Πανούση – Νικόλαος το όνομά του και Ιάκωβος το ιερατικό του όνομα. Και τα έχω γράψει όλα αυτά και, έτσι, με λεπτομέρειες και τους άρεσε.
Πολύ καλά έχετε κάνει, μπράβο που τα γράψατε αυτά. Μπράβο που τα γράψατε αυτά, γιατί δεν τα γνωρίζουνε πολλοί.
Στάσου, ρε παιδάκι μου, να με ρωτήσουν Σπαταναίοι ενορίτες; Δεν μπορώ να το δικαιολογήσω. Από πού πήρανε το όνομα οι ναοί, Ιάκωβος και Νικόλαος; Έκανε πάρα πολλά, και εκείνος δεν έζησε· στα 47 του χρόνια έφυγε. Ήταν εξαιρετικό παιδί, εξαιρετικό παιδί, δυστυχώς. Αυτά.
Αυτά κι από μένα. Άμα θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο, ελεύθερα.
Τι να πω, μανάρι μου, άλλο; Μόλις ανοίξω το στόμα μου λέω συνέχεια.
Άμα το σκαλίσουμε θα βρούμε σίγουρα έναν σωρό.
Πώς;
Έναν σωρό, λέω, θα βρούμε. Να ’χαμε μέρες να λέγαμε.
Διάφορα.
Διάφορα.
Διάφορα είπα. Είμαι πολυλογού, ε;
Όχι, είστε εξαιρετική. Είστε ακριβώς αυτό που θέλουμε και αυτό ακριβώς που περίμενα, κιόλας. Ευχαριστώ πάρα πολύ που με δεχτήκατε.
Να ’σαι καλά, κοπέλα μου. Κι εσύ να ’σαι καλά, να ενεργείς. Αυτά είναι ωραία πράγματα.
Ωραία είναι γιατί διατηρούνται και μένουνε. Διατηρούνται για να τ’ ακούνε κι άλλοι.
Άμε, βέβαια. Τώρα αυτό πού θα το…
Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος.
Πώς;
Εθνική Βιβλιοθήκη Ελλάδος.
Ναι;
Σας ευχαριστώ πολύ και πάλι.
Μάλιστα, έγινα διάσημη.
Φωτογραφίες

Η αφηγήτρια με τον άντρα ...
Φωτογραφία της αφηγήτριας με τον άντρα της.

Η αφηγήτρια
Φωτογραφία της αφηγήτριας.
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Στην παρούσα συνέντευξη αφηγήτρια είναι η κα. Κωνσταντίνα Πέππα. Η πορεία της αφήγησης ξεκινά με μία αναδρομή στον παππού της, έναν άνθρωπο που φρόντισε να διδάξει στην οικογένειά του πως η αληθινή αγάπη και η οικογενειακή ενότητα είναι αυτά που έχουν πραγματική αξία. Πρότυπο αγάπης και φροντίδας αποτελεί η πράξη υιοθεσίας ενός προσφυγόπουλου από τη Μικρά Ασία, το οποίο ο παππούς της το μεγάλωσε σαν βιολογικό του παιδί. Έπειτα, η κα. Ντίνα μοιράζεται ενδιαφέρουσες αναμνήσεις από το παρελθόν, με αποκορύφωμα την ημέρα που της φανερώθηκε ο Άγιος Παύλος και την έσωσε από μια δυσμενή συνθήκη. Η αφηγήτρια είναι μια γυναίκα πολυτεχνίτρια, ένας άνθρωπος δραστήριος, που πέρα από νοικοκυρά τραγουδάει, γνωρίζει Βυζαντινή μουσική και γράφει ποίηση. Η κυρία Ντίνα είναι η απόδειξη πως, όταν ο άνθρωπος ποθεί και έχει έμφυτη τη ανάγκη για δημιουργία, βρίσκει και τα μέσα να το κάνει πράξη. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορία της ονοματοδοσίας των εκκλησιών του Αγίου Ιακώβου και Αγίου Νικολάου, μια τοπική ιστορία της περιοχής των Σπάτων που πολλοί αγνοούν.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνα Πέππα
Ερευνητές/τριες
Μαρία Κολοκοτρώνη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/06/2024
Διάρκεια
68'
Μέρος της συνέντευξης έχει αφαιρεθεί για να διευκολυνθεί η παρακολουθήσή της.
Περίληψη
Στην παρούσα συνέντευξη αφηγήτρια είναι η κα. Κωνσταντίνα Πέππα. Η πορεία της αφήγησης ξεκινά με μία αναδρομή στον παππού της, έναν άνθρωπο που φρόντισε να διδάξει στην οικογένειά του πως η αληθινή αγάπη και η οικογενειακή ενότητα είναι αυτά που έχουν πραγματική αξία. Πρότυπο αγάπης και φροντίδας αποτελεί η πράξη υιοθεσίας ενός προσφυγόπουλου από τη Μικρά Ασία, το οποίο ο παππούς της το μεγάλωσε σαν βιολογικό του παιδί. Έπειτα, η κα. Ντίνα μοιράζεται ενδιαφέρουσες αναμνήσεις από το παρελθόν, με αποκορύφωμα την ημέρα που της φανερώθηκε ο Άγιος Παύλος και την έσωσε από μια δυσμενή συνθήκη. Η αφηγήτρια είναι μια γυναίκα πολυτεχνίτρια, ένας άνθρωπος δραστήριος, που πέρα από νοικοκυρά τραγουδάει, γνωρίζει Βυζαντινή μουσική και γράφει ποίηση. Η κυρία Ντίνα είναι η απόδειξη πως, όταν ο άνθρωπος ποθεί και έχει έμφυτη τη ανάγκη για δημιουργία, βρίσκει και τα μέσα να το κάνει πράξη. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ιστορία της ονοματοδοσίας των εκκλησιών του Αγίου Ιακώβου και Αγίου Νικολάου, μια τοπική ιστορία της περιοχής των Σπάτων που πολλοί αγνοούν.
Αφηγητές/τριες
Κωνσταντίνα Πέππα
Ερευνητές/τριες
Μαρία Κολοκοτρώνη
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
10/06/2024
Διάρκεια
68'