© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

«Ήρθα απ’ τα Σπάτα με τα πόδια για να παίξω»: Αναμνήσεις ενός ποδοσφαιριστή

Κωδικός Ιστορίας
27166
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Δημήτρης Κοντάκης (Δ.Κ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
29/04/2024
Ερευνητής/τρια
Μαρία Κοντάκη (Μ.Κ.)
Μ.Κ.:

[00:00:00]Καλημέρα.

Δ.Κ.:

Καλημέρα, καλημέρα.

Μ.Κ.:

Θα μου πείτε το όνομά σας;

Δ.Κ.:

Λέγομαι Δημήτρης Κοντάκης.

Μ.Κ.:

Ωραία, είναι Τρίτη 30 Απριλίου του 2024, είμαι μαζί με τον κύριο Δημήτρη Κοντάκη και εγώ ονομάζομαι Μαρία Κοντάκη, βρισκόμαστε στα Σπάτα, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ας ξεκινήσουμε. Θα μου πείτε λίγα λόγια για εσάς; Για τη ζωή σας;

Δ.Κ.:

Ναι. Όπως σας είπα, είμαι 74 ετών. Έχω κάνει αυτή τη διαδρομή, προσπάθησα να την κάνω με τον καλύτερο τρόπο. Μεγάλωσα στα Σπάτα, στο χωριό μου, που το αγάπησα πάρα πολύ. Παθολογικά το αγάπησα. Και εδώ έμεινα όλα μου τα χρόνια. Εκτός τις εξαιρέσεις, που ποδοσφαιρικά βρέθηκα να παίζω στα Τρίκαλα, στην Κερατέα και να μεταφερθώ και σε άλλους χώρους. Ξεκίνησα από μια οικογένεια η οποία ήταν πάμφτωχη, ο μπαμπάς μου και η μαμά μου ήταν δύο ανθρώποι που ασχολιόντουσαν με την αγροτιά. Ο μπαμπάς μου ήτανε ρετσινοσυλλέκτης και δούλευε στα βουνά. Εγώ μεγάλωσα μαζί του, με μεγάλες δυσκολίες. Πήγα σχολείο στα Σπάτα, στο Δημοτικό Σχολείο Σπάτων, το 1ο, και από εκεί, σιγά σιγά, μεγαλώνοντας, άρχισα να ξεδιπλώνω λίγο τη ζωή μου. Μ’ άρεσε πάρα πολύ να παίζω ποδόσφαιρο. Ξεκίνησα, λοιπόν, απ’ τα Σπάτα να πάω στην Αθήνα, για να δω πώς είναι τα πράγματα. Είχα ακούσει… μερικά παιδιά απ’ τα Σπάτα παίζαν στον Παναθηναϊκό, ήταν μεγάλης ηλικίας, ήταν 18 χρονών, 20, και είχα ακούσει ότι πριν απ’ τα μεγάλα παιχνίδια παίζαν μικροί. Τα παιδιά αυτά ήταν ο Κωστάκης ο Φράγκου και ο Γιώργος ο Βασιλείου, δύο παιδιά που παίζαν στη δεύτερη ομάδα του Παναθηναϊκού. Τότε, θυμάμαι, το ’62, έπαιζε ένα παιχνίδι Παναθηναϊκός-ΦΚ Κολωνίας, ένα ευρωπαϊκό παιχνίδι για αυτή την… που γινότανε, ας πούμε, οι κυπελλούχοι κι οι πρωταθλητές. Ξεκίνησα, λοιπόν, απ’ τα Σπάτα ένα πρωινό, Τετάρτη, ημέρα Τετάρτη, 9 η ώρα το πρωί, και έφτασα στην Αθήνα στις 11, γιατί πήγα με τα πόδια. Πηγαίνοντας στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, βρήκα μία ομάδα παιδιών που πηγαίναν στο γήπεδο και κατάλαβα ότι αυτά τα παιδιά παίζαν μπάλα. Τότε, σε κάθε μεγάλο παιχνίδι, παίζανε οι μικροί, πριν απ’ τον αγώνα, για να διασκεδάζουν τον κόσμο. Ρώτησα κάποιον και μου είπε ότι: «Παίζω», και του ζήτησα να με γνωρίσει με τον προπονητή. Αυτός, αμέσως, με βοήθησε, με πήγε στον προπονητή και ο προπονητής τότε ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος, λεγόταν Οδυσσέας Σούτσος και ήτανε διευθυντής Γυμναστικής Αγωγής Πανεπιστημίου. Με πήγαν στη λέσχη, λοιπόν, και του ζήτησα να παίξω κι εγώ ποδόσφαιρο. Με ρώτησε από πού είμαι και μου είπε ότι: «Δεν μπορείς να παίξεις σήμερα, που έχει είκοσι χιλιάδες κόσμο στο γήπεδο, διότι δεν σ’ έχω δει». Τότε εγώ του είπα: «Κρίμα», και όταν με ρώτησε γιατί είπα «Κρίμα», «Γιατί», του είπα, «ήρθα απ’ τα Σπάτα με τα πόδια για να παίξω». Τότε, όταν άκουσε τα Σπάτα, μου είπε: «Περίμενε λίγο να ρωτήσω δύο παιδιά που είναι απ’ τα Σπάτα», μεγάλα παιδιά, 18 χρονών, 20, αν θυμάμαι καλά. Και όταν τους ρώτησε, εκείνοι του είπανε για τα προσόντα μου και ο προπονητής δέχτηκε να με δει, για λίγο, μέσα στο γήπεδο. Μάλιστα, να πω και κάτι, με ρωτούσε τι θέση παίζω, εγώ δεν ήξερα ούτε τι θέση παίζω, γιατί τότε εμείς στο χωριό δεν ξέραμε από θέσεις. Με ρώτησε τι πόδι έχω, του είπα: «Αριστερό», και τότε με έντυσε και μ’ έβαλε να παίξω. Πολύ γρήγορα, μέσα στο εικοσάλεπτο, με έβγαλε έξω και με στείλαν γρήγορα για φωτογραφίες, για να μου πάρουν δελτίο. Τότε, θυμάμαι, για πατέρας, υπέγραψε ένας ποδοσφαιριστής απ’ τα Σπάτα, που ήταν μεγάλος, ο Γιώργος Βασιλείου. Και έτσι άρχισε η διαδρομή μου, να παίζω ποδόσφαιρο στα Σπάτα… ε, στον Παναθηναϊκό. Στο σχολείο δεν το ήξερε κανένας, γιατί εγώ το κράταγα κρυφό, γιατί όπως σας είπα, πήγαινα με τα πόδια. Έφευγα 9, για να είμαι 11 εκεί, να κάνω προπόνηση το απόγευμα, το μεσημέρι στις 3. Σε ένα απ’ τα παιχνίδια είχε έρθει και ο δάσκαλός μου, ο διευθυντής, ο Παπαχρήστου, ο Νίκος ο Παπαχρήστου, ένας θαυμάσιος άνθρωπος. Με είδε να παίζω μπάλα και τότε ήρθε στον μπαμπά μου και του είπε ότι παίζω ποδόσφαιρο. Ο πατέρας μου απόρησε, γιατί δεν περίμενε ότι μπορούσα να φεύγω απ’ τα Σπάτα, να πηγαίνω στην Αθήνα με τα πόδια. Η συνέχειά μου, με βοήθησε ο δάσκαλος και ήρθε στην ομάδα, στον Παναθηναϊκό, και τους είπε ότι πηγαίνω με τα πόδια. Τότε ο Παναθηναϊκός κινητοποιήθηκε και μου έδινε τα οδοιπορικά μου, που ήτανε 10 ευρώ να πάω και να έρθω, 4.70 ήταν το εισιτήριο τότε. Και με πηγαίνανε και έτρωγα σε ένα εστιατόριο στα Κανάρια, που ήτανε στην πλατεία Αμπελοκήπων, για να μπορέσω να δυναμώσω, γιατί ήμουν πολύ αδύνατος. Κι έτσι άρχισα να παίζω ποδόσφαιρο στον Παναθηναϊκό. Στην ηλικία των 15-16 χρονών, το 1966, ’66-’67 σεζόν, με μία ομάδα παραγόντων απ’ τα Σπάτα, πήγαμε… τότε ιδρύθηκε ο Αήττητος. Ήτανε το πρώτο επίσημο πρωτάθλημα, που έπαιξε στις κατηγορίες. Εγώ, επειδή αγαπούσα πολύ το χωριό μου, ήθελα να παίξω σε αυτό. Όμως σ’ αυτή την ηλικία ήδη έπαιζα στην Εθνική Νέων κι ήταν πολύ δύσκολο να μ’ αφήσουνε να ’ρθω στα Σπάτα. Είπαμε λοιπόν ψέματα ότι… είπε ο πρόεδρος, ο οποίος έλειπε στο εξωτερικό, ότι να πάω στα Σπάτα. Τότε μου δώσαν το δελτίο, έπαιξα αυτή την περίοδο, ’66-’67, βγήκαμε πρωταθλητές, και στο τέλος της σεζόν ήρθε ένας πολύ μεγάλος δάσκαλος για τα ελληνικά δεδομένα, ήτανε ένα όνομα, ο Τζίνα ο Σιμονόφσκι, ένας Γιουγκοσλάβος. Αυτός είχε στην Ελλάδα δουλέψει και στο παρελθόν και είχε δημιουργήσει πάρα πολλούς παίκτες, όπως τους Μπέμπηδες του Ολυμπιακού, όπως την Ελαφρά Ταξιαρχία του Απόλλωνα, και έψαχνε για ταλέντα. Ε, μόλις με είδε, μου ’πε: «Εσύ θα έρθεις στον Παναθηναϊκό». Του εξήγησα ότι εγώ ήμουν εκεί και έφυγα. Μου λέει: «Θα έρθεις στον Παναθηναϊκό!». Με πήρανε λοιπόν και με πήγαν πάλι στον Παναθηναϊκό κι ο τότε πρόεδρος, κύριος Μαντζαβελάκης, με ρώτησε και μου είπε ότι: «Ποιος είπε να φύγεις απ’ τον Παναθηναϊκό; Χρησιμοποίησες το όνομά μου, ότι το είχα πει εγώ». Του είπα: «Το έκανα γιατί αγαπάω πολύ το χωριό μου». Στη συνέχεια, με πήρε πάλι στον Παναθηναϊκό ο Μαντζαβελάκης και συνέχισα. Έπαιξα στη δεύτερη ομάδα του Παναθηναϊκού. Στη συνέχεια, έπαιξα σε όλα τα Εθνικά Συγκροτήματα, εκτός την Ανδρών. Εκεί δεν έφτασα να παίξω, για πολλούς λόγους. Όμως, έπαιξα στην Εθνική Νέων, Εθνική Ερασιτεχνών, Εθνική Ολυμπιακή Ομάδα και στην Ομάδα του Στρατού. Έπαιξα σ’ όλες αυτές τις Εθνικές. Το 1970 είχε έρθει στον Παναθηναϊκό ο Φέρεντς Πούσκας, προπονητής μας. Τότε εγώ έπαιζα τα φιλικά στην πρώτη ομάδα και έπαιξα και κάποια επίσημα, όπως στην Κύπρο, όπως με τον Άρη Θεσσαλονίκης, κυπελλούχος-πρωταθλητής, και κάποια άλλα. Επειδή δεν με χρησιμοποιούσαν βασικό, είπα μία πολύ άσχημη κουβέντα για την τότε διοίκηση του Παναθηναϊκού, γιατί είχαμε χούντα τότε, είπα ότι: «Αν θα πέσει η χούντα, θα σας σφάξω σαν κατσίκια», επειδή δεν με χρησιμοποιούσανε, σε μια στιγμή εκνευρισμού μου. Αυτό κάποιος το είπε και τότε με κάλεσαν η διοίκηση και μου είπαν: «Πώς μπορείς εσύ να σφάξεις εμάς;». Και τους είπα: «Μόνο όταν κοιμόσαστε». Μου[00:10:00] ’παν: «Αυτό να το θυμάσαι». Και ενώ με ζητούσανε και ο ΠΑΟΚ, με ανταλλάγματα, και ο Πανιώνιος και ο Απόλλωνας της Αθήνας και ο Εθνικός του Πειραιά, με ζητούσανε να παίξω στις ομάδες τους, ο Παναθηναϊκός δεν μ’ έδινε σε κανέναν. Ήθελε να με καταστρέψει και να με δεσμεύσει εκεί για πάντα. Τότε είχε έρθει ένας Ούγγρος προπονητής στα Τρίκαλα, που λεγόταν Στέφανος Τουρμπέκι. Αυτός ήρθε στον Πούσκας, που ήταν φίλοι, γιατί παίζανε μαζί στις ουγγρικές ομάδες, και του ζήτησε να με πάρει στα Τρίκαλα. Ο Πούσκας ήξερε ότι ήταν δύσκολα να με δώσουνε, αλλά επειδή τα Τρίκαλα δεν ήταν τόσο πολύ μεγάλη ομάδα, με δώσανε με τη σκέψη ότι εκεί δεν θα φανώ, όπως θα φαινόμουνα στις άλλες ομάδες και θα είχε αντίχτυπο. Με δώσαν, λοιπόν, στα Τρίκαλα. Τα Τρίκαλα είχαν ανεβεί στην Α’ Εθνική. Εκεί έπαιξα τέσσερα χρόνια. Γιατί έπαιξα τέσσερα χρόνια; Γιατί, ενώ με είχαν δώσει δανεικό στα Τρίκαλα, τον μήνα Μάη έπρεπε να αποσύρουνε την υποσχετική και ν’ ανήκω στον Παναθηναϊκό. Όμως, αντί να αποσύρουνε την υποσχετική, βάλανε τα Τρίκαλα και υπογράψανε ποινική ρήτρα που έλεγε ότι: «Στην περίπτωση που ο ποδοσφαιριστής Κοντάκης δοθεί σε άλλο σύλλογο, θα πρέπει να μας δώσετε 10 εκατομμύρια», ενώ οι μεταγραφές δεν περνάγανε το 1. Άραγε, ήμουνα δέσμιος των Τρικάλων, ήμουνα εκεί ισοβίτης στα Τρίκαλα. Δεν υπήρχαν τότε συμβόλαια ότι υπογράφω για έναν χρόνο και για δύο. Όταν υπέγραφες σε μία ομάδα, ανήκες για πάντα σ’ αυτήν, σ’ έκανε ό,τι ήθελε. Αναγκάστηκα να παίξω και άλλα δύο χρόνια στη Β’ Εθνική κατηγορία και το 1974, που έπεσε η χούντα… Όμως, όταν ήμουν στα Τρίκαλα ενδιαφερθήκαν πάρα πολλές ομάδες, όπως η Λάρισα, η Καλαμάτα, κι άλλες ομάδες, όμως δεν γινόταν η μεταγραφή μου γιατί είχε ποινική ρήτρα, και έτσι έμενα εκεί. Άρχισα όμως να δημιουργήσω και οικογένεια. Το ’72, λοιπόν, αρραβωνιάστηκα στα Τρίκαλα και το ’73 παντρεύτηκα και το ’74 απέκτησα το πρώτο μου παιδί. Όταν είχαμε την επιστράτευση, το ’74, λοιπόν, γέννησε η γυναίκα μου το πρώτο μας παιδί. Λίγο πριν, πήγα στα δικαστήρια και… όταν έπεσε η χούντα, και επειδή είχα υπογράψει κάτω από συνθήκες άσκημες, τότε έμεινα ελεύθερος. Δικαιώθηκα στα δικαστήρια. Φεύγοντας απ’ τα Τρίκαλα, η πρώτη ομάδα που αγαπούσα και ήθελα να παίξω για έναν χρόνο, ώσπου να δω τι θα κάνω στην υπόλοιπη ζωή μου, ήταν τα Σπάτα. Ο Αήττητος Σπάτων ήταν η αγάπη μου. Ήρθα εδώ, λοιπόν, στον Αήττητο Σπάτων και ξεκίνησα να παίξω αυτή τη χρονιά, που κάναμε μια εξαιρετική χρονιά. Θυμάμαι ότι για τον Αήττητο Σπάτων, που θα το ξαναπώ πάλι, τον αγαπούσα πάρα πολύ, έκανα πράγματα τα οποία δεν τα έχει κάνει κανένας στη σφαίρα. Τι έκανα λοιπόν: γεννούσε η γυναίκα μου, εγώ την άφησα στην κλινική για να πάω να παίξω ποδόσφαιρο, στο γήπεδο του Ζωγράφου, που παίζαμε, και στο ημίχρονο πήραμε τηλέφωνο αν γέννησε. Και μου ’παν ότι γέννησε αγόρι, ενώ η γυναίκα μου είχε γεννήσει κόρη. Μετά το παιχνίδι, την επισκέφτηκα στην κλινική και θυμάμαι αυτές τις στιγμές, που δεν μπορώ να τις ξεπεράσω. Στη συνέχεια, ένα άλλο μεγάλο πράγμα που έκανα, μετά… πάλι για τον Αήττητο, μετά δύο χρονιές, που επέστρεψα να ξαναβοηθήσω λίγο τον Αήττητο, γιατί είχα κάνει ένα διάλειμμα, είχα πάει στην Κερατέα. Αν θυμάμαι καλά τα πράγματα, παίζαμε ένα παιχνίδι ανόδου, με την Ηλιούπολη. Εγώ όμως την ημέρα αυτή έχασα το παιδί μου. Είχα… Το δεύτερο παιδί μου, ένα κοριτσάκι, μετά δύο χρόνια δηλαδή από το πρώτο, το ’76. Κήδεψα το παιδί μου στις 2 η ώρα και στις 3 έπαιξα για τον Αήττητο. Πράγματα που δεν τα ξέρουνε και αυτοί που θα τα μάθουνε πρέπει να καταλάβουνε πόσο αγαπούσα αυτή την ομάδα. Η συνέχειά μου στο ποδόσφαιρο ήτανε να πάω σε διάφορους ερασιτεχνικούς συλλόγους. Και γιατί πήγα σε άλλες ομάδες; Όπως στην Κερατέα, που πήραμε δύο πρωταθλήματα, στην Τριγλία, που πήραμε κι εκεί πρωταθλήματα, και στα Σπάτα. Έπαιξα σ’ αυτές τις τρεις… Πήγα και στην Μαρκό Μαρκοπούλου, που πήραμε κι εκεί πρωτάθλημα. Έπαιξα σε όλα σχεδόν τα Μεσόγεια, εκτός απ’ το Κορωπί και κάνα δυο άλλες ομάδες, την Παιανία και αυτά. Αυτά ποδοσφαιρικά. Παραπλεύρως, εργαζόμουνα σαν διακοσμητής, έκανα γύψινα, και το… είχα πάει πάρα πολύ καλά. Είχα πάει πολύ καλά και το ’83 ξεκίνησα την πρώτη μου πολυκατοικία στην Αθήνα, στο Μαρούσι. Κάναμε, με συνεργάτη τον άνθρωπο που με μεγάλωσε στη ζωή, που τον παρέλειψα να ξεκινήσω, που όταν πήγα στον Παναθηναϊκό, στα 13 μου χρόνια, με πήρε κοντά του και έμενα στην Αθήνα, στην Κηφισίας 152, και εκεί μάθαινα τη δουλειά του διακοσμητή. Αυτός ο άνθρωπος με πήρε στη συνέχεια κοντά του και κάναμε οικοδομές μαζί, συνεργαστήκαμε. Δημιούργησα ό,τι δημιούργησα: σπίτια για τα παιδιά μου, για την οικογένειά μου. Είχα όμως ένα ατυχές γεγονός, να… ας το πούμε έτσι, να χωρίσω απ’ την πρώτη μου οικογένεια και δημιούργησα μία άλλη οικογένεια, ξαναπαντρεύτηκα και έκανα και ένα παιδί, που σήμερα είναι 24 χρονών, είναι τελειόφοιτος Πανεπιστημίου, με ειδικότητα κολύμβηση, Γυμναστική Ακαδημία, και παραπλεύρως έχει και πτυχίο για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Τώρα, έχω φτάσει στα 74 μου… Τι να πρωτοθυμηθώ, ας πούμε, μέσα απ’ τις ομάδες και απ’ τους αγώνες; Πρέπει να γράψω εκατό βιβλία∙ διάφορα πράγματα που μου συμβήκανε στα Τρίκαλα, στην Α’ Εθνική, στη Β’ Εθνική, στα Ερασιτεχνικά Σωματεία των Μεσογείων, τα οποία με στηρίξανε και με βοηθήσαν πάρα πολύ στις δουλειές μου. Παίζοντας ποδόσφαιρο στις ομάδες τους, αυτοί μου βρίσκανε εργασία και πήγα πάρα πολύ καλά. Τους αγάπησα όλους, όλους μα όλους, όλες τις ομάδες των Μεσογείων, τις λάτρεψα. Και ένα μεγάλο κομμάτι απ’ τη ζωή μου ανήκει σ’ αυτούς, που με στηρίξανε και με δημιουργήσανε. Τώρα, τι άλλο;

Μ.Κ.:

Λοιπόν, θα σας κάνω εγώ κάτι ερωτήσεις, απ’ όσα είπατε και μου κάναν εντύπωση. Αναφέρατε το επάγγελμα του μπαμπά σας.

Δ.Κ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι είναι αυτό; Γιατί εγώ, ως πιο μικρή, φαντάζομαι και οι υπόλοιποι που μπορεί να μας ακούσουνε…

Δ.Κ.:

Ναι. Κοιτάχτε, ρετσινοσυλλέκτης, ρετσινοσυλλέκτης, είναι μία ειδικότητα η οποία εργάζεται στο πεύκο, για να βγάζει τη ρετσίνη του πεύκου. Τότε η ρετσίνη του πεύκου είχε πολλές αυτές, να την κάνουνε νέφτι, να την κάνουνε διάφορα πράγματα, και ήτανε μία δουλειά η οποία εργαζότανε τρεις μήνες το καλοκαίρι, αλλά όμως κέρδιζε τόσα που μπορούσε να ζήσει και τον χειμώνα. Γιατί αυτή η δουλειά ήταν πάρα πολύ καλή. Αυτή ήταν η δουλειά του μπαμπά μου, πέρα από αγρότης που ήτανε στ’ αμπέλια, στα σιτάρια και σε αυτά.

Μ.Κ.:

Ωραία. Μου ’πατε κιόλας ότι πήγατε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο.

Δ.Κ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Πήγατε στο παλιό χτίριο, που τώρα έχει γίνει το μουσείο…

Δ.Κ.:

Στο παλιό χτίριο, που έχει γίνει τώρα μουσείο, ναι.

Μ.Κ.:

Πώς ήταν τότε το 1ο Δημοτικό;

Δ.Κ.:

Ε, το 1ο Δημοτικό… Τι να σας πω; Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα τότε, όμως είχαμε πάρα πολύ καλούς δασκάλους και το σχολείο αυτό ήταν και σύγχρονο, είχε πάρα πολλές αίθουσες. Το 1ο Δημοτικό Σχολείο είχε έξι αίθουσες, είχε κινηματογράφο, είχε τα πάντα για τα παιδιά. Τότε, θυμάμαι, μας δίνανε και στο δεύτερο διάλειμμα συσσίτιο, για να τρώμε, γιατί εμείς δεν είχαμε, ήμαστε φτωχοί. Και στο δεύτερο διάλειμμα μάς δίνανε τυράκια, ψωμάκια κτλ., για να μπορούμε να φάμε, ας πούμε. Ναι, ήτανε δύσκολα τα χρονιά, τα ντυσίματά μας ήτανε γεμάτο μπαλώματα. Με όλα αυτά, ας πούμε, όμως τα παιδιά, αν θυμάμαι τις γενιές μας, βγήκανε όλα σωστά[00:20:00]. Άλλοι μορφωθήκανε, γίναν δικηγόροι, γίνανε γιατροί, γίνανε… Πολλά παιδιά απ’ τα Σπάτα… αυτό. Μετά, κάτι που παρέλειψα, διετέλεσα και δημοτικός σύμβουλος, δυο τετραετίες, στα Σπάτα. Με δήμαρχο τον κύριο Λύγκο, τον Λουκά. Προσπάθησα να βοηθήσω πολύ επάνω στον αθλητισμό. Εργάστηκα και στα Σπάτα, στον Αθλητικό Οργανισμό, σαν προπονητής, οχτώ χρόνια. Αλλά, δυστυχώς, δεν έγινα μόνιμος στη δημαρχία, για να μπορέσω… Για κάποιους λόγους, μερικοί δεν συμφωνούσανε με τις ιδέες μου, κι αυτοί ήτανε οι επικεφαλής, που δεν θέλω να αναφέρομαι στα ονόματά τους, γιατί δεν είναι καλό, αλλά κάνανε πολύ κακό σ’ έναν άνθρωπο ο οποίος για τον αθλητισμό του χωριού του είχε δώσει τη ζωή του. Αυτό έχει μείνει στα άσχημα μέσα στο μυαλό μου.

Μ.Κ.:

Το σχολείο, το τελειώσαμε το Δημοτικό;

Δ.Κ.:

Ναι, το τελείωσα και πήγα Γυμνάσιο. Όμως, δεν μπορούσε η οικογένειά μου να με βοηθήσει να πάω σχολείο και έτσι το ’63 άρχισα να δουλεύω και έφυγα απ’ το σχολείο.

Μ.Κ.:

Δώστε μου ένα δευτερόλεπτο, παρακαλώ.

Δ.Κ.:

Τώρα έχω μία… Πέρα από την αγάπη που έχω στα μεγάλα μου παιδιά, που έχω με την πρώτη μου οικογένεια… Γιατί εμένα το πάθος μου είναι τα παιδιά. Όλη μου η ζωή. Ό,τι περιουσιακό στοιχείο είχα το έδωσα στα παιδιά μου. Τους έδωσα διαμερίσματα, τους έδωσα τα πάντα, το προβάδισμα στη ζωή. Τώρα, λατρεύω την καινούργια μου οικογένεια, τη γυναίκα μου, το παιδί μου, το μικρό, και αυτό θα προσπαθήσω να το βοηθήσω, όπως και τα άλλα. Αυτό είναι για το οικογενειακό μου θέμα. Είμαι καλά. Είμαι καλά, ζω ήρεμα, ήσυχα, και αυτό με κάνει να είμαι 74 χρονών και να είμαι υγιής, να μην έχω πάει καμία φορά σε νοσοκομείο.

Μ.Κ.:

Πρώτη δουλειά μετά το σχολείο τι ήτανε;

Δ.Κ.:

Μετά το σχολείο έκανα όλες τις δουλειές που ήτανε… Είχα πάει κομμωτής, η πρώτη μου δουλειά ήταν κομμωτής. Η συνέχεια ήτανε… Έκανα όλες τις δουλειές οι οποίες ήτανε πάνω στην οικοδομή. Όλες τις δουλειές! Ό,τι δεν μπορείς να φανταστείς. Ώσπου κατέληξα στη δουλειά του διακοσμητή.

Μ.Κ.:

Όλα αυτά παράλληλα με τη μπάλα;

Δ.Κ.:

Ναι, παράλληλα με το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο ήταν ποδόσφαιρο και η εργασία ήταν εργασία. Απ’ το ποδόσφαιρο δεν έπαιρνα χρήματα, όταν ήμουν μικρός. Δεν παίρναμε τότε και χρήματα, να μπορούσαμε να στηριχτούμε σε αυτά. Όταν ήμουνα στην Α’ Εθνική, όχι, έπαιρνα χρήματα, δεν εργαζόμουνα. Εργαζόμουνα όταν έπαιξα στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο. Και το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο με τράβηξε… Γιατί θα μπορούσα στα 24 μου χρόνια να πάω σε επαγγελματική ομάδα πάλι. Όμως, με τράβηξε το ερασιτεχνικό, γιατί στον ερασιτεχνισμό με στηρίζανε πολύ επάνω στη δουλειά μου. Και η δουλειά μου κέρδιζε πάρα πολλά χρήματα, τα τριπλά και τα τετραπλά απ’ το ποδόσφαιρο. Την τότε εποχή. Είχε μεγάλη ανοικοδόμηση κι εγώ εργαζόμουνα πολύ σκληρά και κέρδιζα πολλά λεφτά. Δεν με συνέφερε να γυρίσω στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, παίζοντας σε μία ομάδα στην κατηγορία του Απόλλωνα, του Αιγάλεω, του Πανιωνίου… Εγώ έπαιρνα πολλά περισσότερα εργαζόμενος και στηριζόμενος στους παράγοντες του κάθε χωριού: της Κερατέας, του Μαρκοπούλου, των Σπάτων, της Ραφήνας. Έπαιξα σ’ αυτά τα χωριά, πράγμα που αυτοί με στηρίζανε πολύ επάνω στη δουλειά μου και έτσι δημιουργήθηκα. Γιατί απ’ το ποδόσφαιρο τι να δημιουργηθείς; Τότε δεν μπορούσες να δημιουργηθείς, δεν παίρνανε πολλά λεφτά οι ποδοσφαιριστές. Και έτσι έπαιξα σε ερασιτεχνικά σωματεία.

Μ.Κ.:

Πώς καταφέρνατε και τα συνδυάζατε όλα;

Δ.Κ.:

Ναι, το πρόγραμμά μου… Εγώ ξεκίναγα το πρωί, 5 η ώρα, για δουλειά. Για να μην πω φόρτωνα στις 3 τη νύχτα. Εργαζόμουνα μέχρι τις 2 το μεσημέρι, στη συνέχεια δεν έχανα καμία προπόνηση. Καμία προπόνηση! Και διατηρήθηκα να παίζω μπάλα και το τελευταίο μου δελτίο ήτανε στα 43 μου. Μετά δούλεψα σαν προπονητής. Έκανα δύο τίτλους με την Παλλήνη, έκανα δύο τίτλους με τα Σπάτα, αλλά και πάλι είχα δημιουργηθεί και έτσι δεν μπορούσα να μείνω στα γήπεδα, τα οποία μου τρώγαν πολύ χρόνο και δεν… Σκέφτηκα… Εργάστηκα και στα Τρίκαλα, σαν δεύτερος προπονητής, γιατί είχα το Χαλάνδρι τότε. Ήμουνα στο Χαλάνδρι προπονητής και το Χαλάνδρι έπαιζε Σάββατο, τα Τρίκαλα παίζανε Κυριακή, και ανεβοκατέβαινα επάνω. Εκεί ήταν ο άλλος ο προπονητής, ο συνεργάτης μου, για έναν χρόνο τραβήχτηκα εκεί. Θα μπορούσα να συνεχίσω εκεί και να ’κανα εκεί δουλειές, όμως δεν συνέχισα γιατί είχαμε κάνει μία συμφωνία με τα Τρίκαλα ότι εγώ θα κατέβω στις δημοτικές εκλογές και αυτό τον χρόνο τον θέλω για το χωριό μου. Έγινε κάτι ύστερα από ένα παιχνίδι στη Λαμία, με αποτέλεσμα να μου πούνε ότι: «Δεν μπορεί να γίνει αυτό, να είσαι μακριά απ’ την ομάδα», και έτσι παραιτήθηκα. Παραιτήθηκα στο ξεκίνημα. Και ξαναεπέστρεψα εδώ, έγινα δημοτικός σύμβουλος και παραπλεύρως δούλεψα εδώ σαν προπονητής στις ομάδες αυτές, στα Σπάτα, στη… και αλλού, ας πούμε. Δούλεψα πολλά χρόνια σε ακαδημίες ομάδων, γιατί αυτό μ’ άρεσε περισσότερο απ’ όλα. Δεν μ’ άρεσε η πρώτη ομάδα, μ’ άρεσαν οι ακαδημίες, να βγάζω ταλέντα. Η πρώτη μου φουρνιά εδώ στα Σπάτα, το ’83, αν θυμάμαι καλά, ήτανε… δεν θυμάμαι τόσο καλά, ήτανε τα παιδιά αυτά που παίξανε και στον Παναθηναϊκό στη συνέχεια, ήτανε ο Μπασινάς, ο Γουλέτας, ο Τζιαβάκος. Όλα αυτά τα παιδιά είχαν ξεκινήσει εδώ από τα Σπάτα, στις ακαδημίες των Σπάτων, μικρά. Δεν είχαν δελτίο όμως και πήγαν στον Παναθηναϊκό. Η δουλειά μου, λοιπόν, ήταν επάνω στα ταλέντα. Και όταν ερωτήθηκα απ’ τον Παναθηναϊκό γι’ αυτούς, είπα λόγια τα οποία με βγάλαν ασπροπρόσωπο στη συνέχεια, δείξαν τα προσόντα τους τα παιδιά, εργαζόμενα εκεί, και γίναν αυτοί που γίναν, ας πούμε, παίξανε σε μεγάλες κατηγορίες.

Μ.Κ.:

Την πρώτη φορά που φεύγετε απ’ τον Παναθηναϊκό, ουσιαστικά φεύγετε για να ’ρθετε εδώ για να ιδρυθεί ο Αήττητος;

Δ.Κ.:

Ναι, το 1966, τότε στα Σπάτα υπήρχε ένα καταστατικό που λεγόταν Αήττητος, αλλά δεν το είχανε χρησιμοποιήσει, παίζανε διάφορα φιλικά παιγνίδια οι πολύ πιο παλιοί από εμάς. Ξεκίνησε, λοιπόν, εδώ στα Σπάτα μία ομάδα που λεγόταν Ολυμπιακός Σπάτων. Ναι, αυτή ξεκίνησε. Και πήγαμε να μπούνε στην κατηγορία. Εκεί τους είπαν ότι: «Υπάρχει ένα καταστατικό, που λέγεται Αήττητος, γιατί θέλετε να χρησιμοποιήσετε Ολυμπιακό Σπάτων;». Και έτσι διαφοροποιηθήκανε τα πράγματα στο χωριό, μπήκαν πάρα πολύ σοβαροί παράγοντες και… Μπορώ να τους αριθμήσω έναν-έναν: θυμάμαι, ας πούμε, ήταν ο Βασίλης ο Παπαχρήστου, ο Κώστας ο Στάμου, ο Γιώργος ο… τον ξέρω με τον παρατσούκλι τώρα, ο Βολίνας, ο Νίκος ο Γιαννάκης, ο Χούλης ο Αποστολάτος. Άνθρωποι, ας πούμε, αξιόλογοι στο χωριό, και ξεκινήσαν τον Αήττητο Σπάτων. Τότε εγώ ήμουν 16 χρονών, ήταν η περίοδος ’66-’67, και ήρθα στα Σπάτα για να βοηθήσω το χωριό μου στην πρώτη κατηγορία. Έπαιξα στη γέννηση του Αηττήτου και εκεί θέλω να λέω ότι ο Αήττητος με γέννησε και τον γέννησα, τον Αήττητο. Στη συνέχεια, έφυγα πάλι στον Παναθηναϊκό, πήγα έπαιξα στα Τρίκαλα και απ’ τα Τρίκαλα πάλι γύρισα και διάλεξα να παίξω στο ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο, γιατί προτιμούσα τη δουλειά μου από το ποδόσφαιρο, το επαγγελματικό δηλαδή.

Μ.Κ.:

Αναφέρατε τον όρο υποσχετική…

Δ.Κ.:

Υποσχετική.

Μ.Κ.:

Τι είναι αυτό;

Δ.Κ.:

Υποσχετική ήταν τότε, λεγόταν, ο όρος αυτός, ένας δανεισμός. Όταν, ας πούμε, επειδή δεν υπήρχαν συμβόλαια, ότι: «Δίνω τον παίχτη για έναν χρόνο, για δύο χρόνια, με συμβόλαια και τέτοια», λεγόταν υποσχετική, δανεισμός. Έδινε η μία ομάδα στην άλλη έναν παίχτη δανεικό και τον άλλον χρόνο τον έπαιρνε. Απέσυρε την υποσχετική που έδινε, την υπόσχεση αυτή του δανεισμού και ξαναανήκε πάλι στον σύλλογό του.

Μ.Κ.:

Η χούντα πώς σας επηρεάζει σαν ποδοσφαιριστή;

Δ.Κ.:

Η χούντα είχε ορισμένα πράγματα τα οποία ήτανε άσχημα. Ενώ τότε είχανε ρίξει πολύ μεγάλο βάρος στον αθλητισμό, αν δεν συμφωνούσες μαζί τους, ήσουνα καταδικασμένος. Δηλαδή αν έλεγες μία κουβέντα, δεν υπήρχε δημοκρατία. Εάν έλεγες, ας πούμε, μια κουβέντα: «Δεν μ’ αρέσει η χούντα», ήσουνα τελειωμένος. Θα σου βρίσκανε… όχι εκεί που έμενες, όχι εκεί που σύχναζες, όχι εκεί που κυκλοφορούσες, ξέραν τα πάντα για σένα. Εγώ δεν τη συμπάθησα τη χούντα, γιατί ήμουν ένας άνθρωπος που δεν δεχόμουνα πίεση πάνω απ’ το κεφάλι μου. Και όταν μου λέγανε: «Θα κάνεις αυτό ή θα κάνεις εκείνο[00:30:00]», παρότι με αυτούς πήγα στις εθνικές ομάδες, ήταν αυτοί τότε, πήγα στην Πολωνία και έπαιξα στο Πόζναν, πήγα στην Τσεχία, πήγα στην Ουγγαρία, πήγα πολλά παιχνίδια έξω, με την Εθνική Ολυμπιακή Ομάδα και… Γιατί τότε στην Εθνική Ολυμπιακή Ομάδα παίζανε ερασιτέχνες παίχτες, δεν παίζαν επαγγελματίες. Κι εγώ ήμουνα ερασιτέχνης. Παίζανε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου τότε. Το οποίο τότε το πήρε η Πολωνία, γιατί οι Πολωνοί δεν είχαν επαγγελματισμό, είχαν ερασιτεχνισμό, και η μεγάλη τους ομάδα έπαιξε με ερασιτέχνες. Δηλαδή η επαγγελματική τους ομάδα, ουσιαστικά, έπαιζε με ερασιτέχνες και ήταν οι καλύτεροι και το πήρανε με μεγάλη διαφορά. Αυτά. Τι άλλο τώρα…;

Μ.Κ.:

Πώς ήταν αυτή η εμπειρία, να πηγαίνετε στο εξωτερικό για Ολυμπιακούς Αγώνες, να παίξετε…;

Δ.Κ.:

Όχι για Ολυμπιακούς Αγώνες. Αν προκρινόμαστε, θα πηγαίναμε. Πράγμα που δεν προκριθήκαμε, γιατί, σας είπα, η Πολωνία και κάποια κράτη δεν είχαν επαγγελματισμό. Ήταν κομμουνιστές τότε κι ήταν οι αριστεροί, ας πούμε, και δεν είχαν επαγγελματισμό ποδοσφαίρου. Έτσι έπαιζε η μεγάλη τους εθνική ομάδα, γιατί ήταν ερασιτέχνες.

Μ.Κ.:

Η εμπειρία να παίζετε σε γήπεδα του εξωτερικού πώς ήτανε;

Δ.Κ.:

Α, πολύ μεγάλη. Πολύ μεγάλη. Αυτά έχουν μείνει στη μνήμη μου. Ότι είχανε αθλητισμό, αυτά τα κράτη είχαν πολύ μεγάλο αθλητισμό. Πολύ μεγάλο. Και τεράστιους παίκτες. Ήταν… Η χαρά ενός ποδοσφαιριστή είναι να φορέσει το εθνόσημο και να παίξει σε τέτοια παιχνίδια. Αυτή ήτανε. Ό,τι καλύτερο. Ό,τι καλύτερο ήτανε αυτό. Όλα τα παιδιά θέλανε να φτάσουν εκεί. Και όταν ένας παίκτης… Αυτοί που γνωρίζουν από αθλητισμό και από ποδόσφαιρο, βγάζουν αμέσως το συμπέρασμα με αυτά που λέω. Όταν ένας παίκτης έχει παίξει, δεν ξέρω, είκοσι-είκοσι εφτά φορές σ’ αυτά τα παιχνίδια με εθνικές ομάδες, των Νέων, των Ερασιτεχνών, της Ολυμπιακής Ομάδος, του Στρατού, δεν είναι δυνατόν να μη σταδιοδρομήσει στο ποδόσφαιρο. Θα σταδιοδρομήσει. Θα πω τους συμπαίχτες μου, που είχα: είχα τον Γούναρη, τον Ιωσηφίδη, τον Νικολούδη, τον Κάκκαρη, παιδιά που παίζανε στον ΠΑΟΚ, στον Ηρακλή, στον Πανιώνιο, και που κάνανε μεγάλες καριέρες. Τον Δεληκάρη τον Γιώργο. Μ’ όλα αυτά τα παιδιά, ας πούμε… Που έπαιζε στον Ολυμπιακό, τον Δεληκάρη. Μ’ όλα αυτά τα παιδιά, τα οποία αυτά σταδιοδρομήσανε, παίξανε στις μεγάλες κατηγορίες και στις εθνικές ομάδες χρόνια. Εγώ είχα αυτό το ατυχές γεγονός, να σταματήσω μικρός. Που τότε οι άλλοι ξεκινάγανε. Ας πούμε, στα 21 χρόνια, που πήγα εγώ στα Τρίκαλα, και στα 23 ήδη είχα αρχίσει, 22-23, άρχισα να διαφοροποιούμαι, να θέλω να σταματήσω από κει, άλλοι ξεκινάγανε. Γιατί εκεί με δεσμεύσανε και εκεί δεν είχα μέλλον, όταν, ας πούμε, έκανα οικογένεια, να μπορώ να ζω την οικογένειά μου απ’ τον μισθό των Τρικάλων. Γιατί είχες ένα συμβόλαιο τότε πέντε χιλιάρικα τον μήνα και στη δουλειά μου έβγαζα δέκα χιλιάδες την ημέρα. Δεν με συνέφερε καν να συζητάω να παίξω ποδόσφαιρο εκεί. Σ’ έναν μεγάλο σύλλογο ναι, γιατί οι μεγάλοι συλλόγοι σε τοποθετούσανε στον ΟΤΕ, στη ΔΕΗ, σε βάζαν σε μονιμότητες, σε μόνιμες δουλειές. Και είναι πολλά πράματα που μπορώ να σου πω, ας πούμε: είχα πάει με τον Εθνικό στην Ιταλία, που θέλανε να με πάρουνε, έκανα προετοιμασία εκεί και τα λοιπά. Κι όταν άκουσα ότι… μίλησα με τους παλιούς έμπειρους παίκτες της ομάδος, ότι το μάξιμουμ εκεί θα παίρνεις 30.000 και 40 τον μήνα, μαζί με τα πριμ, κι αν τα πάρεις, κι εγώ στη δουλειά μου έπαιρνα 200 το μήνα, γιατί είχα πολύ καλή δουλειά στα χέρια μου, δεν συζήταγα να παίξω ποδόσφαιρο. Ήθελα να δημιουργηθώ, να δημιουργήσω την οικογένειά μου, να κάνω σπίτι, που δεν είχα, να κάνω πράγματα και… Να σας πω, τώρα σας λέω πράγματα τα οποία βοηθήθηκα στη ζωή πολύ. Έχω ένα σπίτι, ας πούμε, 430 τετραγωνικά∙ αυτό είναι τέσσερα διαμερίσματα, είναι μεζονέτες. Αυτό, για να πάω στην Κερατέα, μου δώσαν δώρο το χτήμα, για να πάω στην Κερατέα, μου ρίξανε τα μπετά χωρίς να πληρώσω, δηλαδή βοηθήθηκα να φτιάξω ένα τεράστιο χτίριο, παίζοντας μπάλα. Αλλά παίζοντας μπάλα στην πραγματικότητα όμως, να πάρουμε τρεις κατηγορίες συνεχόμενες. Και δεν θα σταματούσα από εκεί, να έφευγα ποτέ, εάν δεν ήθελα να βοηθήσω το χωριό μου, να ανεβεί και το χωριό μου εκεί. Και ήρθα εδώ να βοηθήσω, για να πάρουμε πρωτάθλημα. Έτσι λοιπόν, είναι πολλά τα ιστορικά, που πού να τα πρωτοθυμηθώ, ας πούμε; Κάτι… Παίζοντας σε κάθε ομάδα, μες στον χρόνο βλέπεις πράγματα πολλά. Πας σε άλλη, πιο πολλά. Πας σε άλλη, πιο πολλά. Δηλαδή όλα μου τα χρόνια τα ’φαγα στα γήπεδα, στα γήπεδα. Και το παράπονό μου, θα το εκθέσω τελευταίο το παράπονό μου –αυτό μπορείς να το βάλεις στο τέλος–, είναι ότι αυτή η παροιμία που λέει: «Στο χωριό του δεν άγιασε κανένας», ένας απ’ αυτούς είμαι εγώ. Οι σημερινοί παράγοντες μπορεί και να μη με ξέρουνε. Μ’ όλη αυτή τη διαδρομή, μπορεί και να μη με ξέρουνε. Όχι «μπορεί», δεν με ξέρουνε. Καλό είναι, όταν αναλαμβάνουν έναν σύλλογο, να μαθαίνουν την ιστορία του συλλόγου. Ποια παιδιά από το χωριό παίξανε στις μεγάλες κατηγορίες; Θα πρέπει να τους επισκεφτούνε και να πάρουν τις συμβουλές τους. Που τα Σπάτα είναι μεγάλη ποδοσφαιρομάνα. Θα σας αριθμήσω παιδιά που παίξανε στην Α’ Εθνική: Δημητρίου, ένα απ’ τα μεγαλύτερα ονόματα του ποδοσφαίρου, Δημήτρης Δημητρίου. Γιώργος Φράγκου. Πιο παλιά είχε παίξει ο Μπέλμπας στην Α’ Εθνική. Στη συνέχεια, είπαμε ο Δημητρίου, ο Γκινοσάτης έπαιξε Β’ Εθνική, ο Τσέπας έπαιξε Β’ Εθνική, ο Κατσούλης έπαιξε Α’ Εθνική, ο Ραφαήλ έπαιξε Β’ Εθνική, ο… Λυπάμαι, μπορεί να ξεχάσω και κανέναν. Ο Μυλωνάς ο Μιχάλης, έπαιξε Α’ Εθνική, απ’ τους καλύτερους τερματοφύλακες και με μεγάλη διαδρομή. Είδατε λοιπόν πόσους ανάφερα μέσα από έναν μικρό χώρο. Και θα τους ξανααριθμήσω, γιατί σιγά σιγά θυμάμαι: Δημητρίου Δημήτρης, Μυλωνάς… για Α’ Εθνική μιλάμε τώρα, Δημητρίου Δημήτρης, Μυλωνάς, Κοντάκης, ο Μπασινάς, που άφησε όνομα μεγάλο… Β’ Εθνική, θυμάμαι, παίξανε ο Γουλέτας, ο Γκινοσάτης, ο Ραφαήλ. Κι ο Κατσούλης έπαιξε Α’ Εθνική. Ο Τσέπας ο Βασίλης… Πάρα πολλά παιδιά, πάνω από δεκαπέντε παιδιά παίξανε… αν ξεχνάω και κανέναν, να με συγχωρέσει, πάρα πολλά παιδιά παίξανε στις μεγάλες κατηγορίες, από έναν πληθυσμό εφτά και δέκα χιλιάδων ανθρώπων. Αυτό λέει πολλά. Αυτοί λοιπόν οι άνθρωποι που ασχολούνται με τον αθλητισμό στα Σπάτα και οι ίδιοι με το ποδόσφαιρο, θα πρέπει να μάθουν την ιστορία της ομάδος, να μάθουνε ποιοι υπηρετήσαν τον σύλλογο, ποιοι προσφέραν πολλά, ποιοι ταλαιπωρηθήκανε για τον σύλλογο, ποιοι παίξανε στις μεγάλες κατηγορίες στη συνέχεια, και να συμβουλευτούνε και να ξέρουν την ιστορία του συλλόγου. Φέρνουν στα Σπάτα, ας πούμε… στην ομάδα παίζουν δύο Σπαταναίοι και δεκαπέντε ξένοι. Αυτό δημιουργήθηκε γιατί σταματήσαν να βγάζουν ταλέντα. Γιατί τα ταλέντα θέλουν να παίξουνε, αυτοί φέρνουν μεταγραφές και έτσι τα ταλέντα σταματάνε ή φεύγουνε. Έτσι ακριβώς γίνεται. Μετά, δεν μπορούνε να βγάλουνε εύκολα ποδοσφαιριστές όταν υπάρχει ένα λόμπι γυμναστών οι οποίοι αυτοί είναι για να κάνουν παρέλαση την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου, όχι για να βγάλουν παίκτες, γιατί απ’ αυτούς δεν έπαιξε κανένας ποδόσφαιρο και δεν γνωρίζουν τα μυστικά της μπάλας. Όλα αυτά λοιπόν ταλαιπωρήσανε το χωριό μας και το ’χουν φέρει εδώ που το ’χουν φέρει. Αυτό θα πρέπει να καταλάβουνε, για να δημιουργήσουνε ποδόσφαιρο στα Σπάτα.

Μ.Κ.:

Έχω μία απορία: ως κορίτσι, δεν ξέρω πολλά από ποδόσφαιρο, εννοείται∙ αναφέρατε την Εθνική Ομάδα Στρατού.

Δ.Κ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

Θα μου εξηγήσετε τι είναι αυτό;

Δ.Κ.:

Η Εθνική Ομάδα Στρατού είναι η Εθνική Ενόπλων. Η Εθνική Ενόπλων είναι απ’ όλα τα σώματα του στρατού, κάνουνε μία ομάδα εθνική και παίζουν. Τώρα δεν υπάρχει αυτή η Εθνική Ομάδα. Μετά ήτανε οι ομάδες των σωμάτων. Δηλαδή το Ναυτικό είχε τη δική του ομάδα, η Αστυνομία είχε τη δική της ομάδα, η Χωροφυλακή δηλαδή, η Αστυνομία, η Χωροφυλακή, η Πυροσβεστική Υπηρεσία, όλα αυτά τα… είχανε τις ομάδες τους και κάναν ένα πρωτάθλημα μεταξύ τους.

Μ.Κ.:

Εσείς δηλαδή παίξατε στην Εθνική Ομάδα Στρατού όσο ήσασταν φαντάρος;

Δ.Κ.:

Ναι, όταν είσαι στρατιώτης παίζεις εκεί.

Μ.Κ.:

Θυμά[00:40:00]στε εμπειρίες, παιχνίδια από κει, που είχατε παίξει;

Δ.Κ.:

Ναι. Μία μεγάλη εμπειρία ήτανε στο Πόζναν της Πολωνίας. Όταν πήγα στο γήπεδο, μας είπανε: «Εδώ είναι το γήπεδο», κι εμείς γήπεδο δεν βλέπαμε. «Πού ’ν’ το γήπεδο; Αφού δεν υπάρχει γήπεδο». Το πεζοδρόμιο ήτανε στην κορφή του γηπέδου, ήταν 100 μέτρα βάθος κάτω το γήπεδο, κάτω σκαμμένο, και κατέβαινες σκάλες για να πας κάτω. Όχι να ανέβεις επάνω, να κατέβεις κάτω. Αυτό μου ’κανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση, πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση. Και τότε θυμάμαι ότι είχε γίνει κι ένα γεγονός: ένας απ’ τους μεγαλύτερους τερματοφύλακες στη σφαίρα ήτανε ένας Ρώσος, ο Λεβ Γιασίν. Τότε ήρθε στη σέντρα του γηπέδου ένα ελικόπτερο και πήρε τρεις ποδοσφαιριστές, μεγάλα, πολύ μεγάλα ονόματα, λεγότανε Ντέινα, Λουμπάνσκι, Τομασέφσκι, για να πάνε να παίξουν το αποχαιρετιστήριο παιχνίδι για τον Λεβ Γιασίν, στη Ρωσία, δίπλα. Και αυτό πάλι μου έκανε μια μεγάλη εντύπωση, ας πούμε.

Μ.Κ.:

Δώστε μου ένα δευτερόλεπτο, παρακαλώ πολύ.

Δ.Κ.:

Και έχω να συνεχίσω κάτι άλλο.

Μ.Κ.:

Εννοείται, ό,τι θέλετε συμπληρώνετε!

Δ.Κ.:

Όταν ήμουν στον Παναθηναϊκό και σας είπα πρωτίστως ότι είχα πει κάποιες άσχημες κουβέντες και αυτό με καταδίκασε, το τελευταίο παιχνίδι προετοιμασίας που έκανε ο Παναθηναϊκός για να πάει στην πορεία του Γουέμπλεϊ, ήτανε Παναθηναϊκός-Άρης Θεσσαλονίκης, έπαιζε ο κυπελλούχος με τον πρωταθλητή. Σ’ αυτό το παιχνίδι έπαιξα και ήμουνα κι απ’ τους καλύτερους. Πηγαίνοντας λοιπόν… Το παιχνίδι αυτό ήταν ημέρα Σάββατο. Κυριακή φεύγαμε, για να πάμε να παίξουμε το πρώτο παιχνίδι της πορείας του Γουέμπλεϊ, με τη Ζενές Ες. Και ήμουν εκτός ομαδικού διαβατηρίου. Πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο, δεν με είχανε καν στο ομαδικό διαβατήριο. Εκεί κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Ο προπονητής μου μού είπε, ο Πούσκας, ότι: «Όταν θα γυρίσω, θα ξέρω και θα σου πω». Όταν γύρισε λοιπόν, με κάλεσε και μου είπε: «Θα παίζεις σ’ όλα τα φιλικά παιχνίδια, για να διατηρείσαι, θα παίρνεις μισθό κανονικό, όμως στην πρώτη ομάδα δεν θα παίξεις, γιατί εγώ έφυγα από χούντα και ήρθα σε χούντα». Τότε κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά και, όταν γυρίσανε, τότε με καλέσανε και μου είπανε, για την κουβέντα που είχα πει, ότι: «Θα σας σφάξω σαν κατσίκια», κι εγώ τους απάντησα αυτό που απάντησα: «Μόνο όταν κοιμόσαστε». Και ήταν η καταδίκη μου. Τι ήθελες να με ρωτήσεις;

Μ.Κ.:

Δηλαδή όταν λέτε «ομαδικό διαβατήριο», δεν πετάξατε μαζί με την ομάδα; Μείνατε πίσω;

Δ.Κ.:

Όχι, δεν πέταξα. Τότε δεν υπήρχαν τα ατομικά διαβατήρια στους συλλόγους, ήτανε ομαδικά, δεκαοχτώ παίχτες, είκοσι παίχτες, κι ήμουνα εκτός του διαβατηρίου. Δεν μπορούσα να ταξιδέψω. Και ο Πούσκας είπε: «Γιατί; Θα το μάθω και θα σου πω». Ε, όταν ήρθε, μου εξήγησε ότι: «Οι παράγοντες, για κάποια πράγματα, σε τελειώσανε».

Μ.Κ.:

Δώστε μου ένα δευτερόλεπτο, παρακαλώ. Όταν πήγατε στον πρώτο σας προπονητή, ας πούμε, τότε, εκείνη την πρώτη φορά στον Παναθηναϊκό, δεν ξέρατε καλά καλά τι θέση παίζατε. Τελικά, τι θέση παίξατε;

Δ.Κ.:

Ναι. Εδώ στο χωριό, πηγαίναμε όπου πάει μπάλα, δεν είχαμε θέσεις, και δεν ξέραμε να δώσουμε και πάσες, κάναμε μόνο ντρίπλες. Όταν πήγα λοιπόν εκεί και με ρώτησε ο προπονητής: «Τι θέση παίζεις;», του είπα ότι: «Δεν παίζω τερματοφύλακας. Μέσα παίζω». «Ναι, μέσα, αλλά τι θέση;». Του είπα ότι: «Δεν ξέρω εγώ από θέσεις». Μου λέει: «Τι πόδι έχεις;». Του ’πα: «Έχω αριστερό πόδι». «Ωραία, θα παίξεις εδώ, απ’ την αριστερή μεριά», μου είπε ο προπονητής. Αλλά εγώ δεν περίμενα να παίξω απ’ την αριστερή μεριά, πήγαινα όπου ήταν η μπάλα. Και τότε, επειδή θέλω να πιστεύω ότι ήμουνα πολύ καλός, πήρα τη μπάλα, πέρασα έναν, δύο, τρεις, τέσσερις, έβαλα γκολ. Και πάλι το ίδιο. Και τότε αμέσως μου βγάλανε φωτογραφίες, για να μου κάνουνε το δελτίο. Το οποίο το ’χω ακόμα, αυτό το δελτίο, και έχω και την ταυτότητά μου, του ’62, που υπέγραψα στον Παναθηναϊκό. Αυτό το ’χω κρατήσει.

Μ.Κ.:

Πάρα πολύ ωραία. Δώστε μου ένα δευτερόλεπτο ακόμη. Στα Σπάτα, εδώ στο χωριό, πού παίζατε ποδόσφαιρο;

Δ.Κ.:

Στο σχολείο ήτανε το πρώτο μας γήπεδο. Ήτανε στο σχολείο. Ήτανε μια άλλη τοποθεσία, που λεγότανε Προφήτης Ηλίας, ακριβώς πίσω. Είχαμε… Όλα τα άλλα γήπεδα τα είχαμε στις άκρες του χωριού∙ όπου υπήρχε αλωνιστική μηχανή, όπου υπήρχε αλάνα, την κάναμε γήπεδο εμείς. Αλλά το πρώτο μας γήπεδο ήτανε η αυλή του 1ου Δημοτικού Σχολείου, εκεί παίζαμε. Ήταν μια άλλη… ένα άλλο… Γήπεδα ήτανε τότε… Να πω τα γήπεδα πού ήταν. Ήτανε, εκτός απ’ το 1ο Δημοτικό Σχολείο, ήταν ο Προφήτης Ηλίας, ήταν η Αγία Βαρβάρα, ήταν η αλωνιστική μηχανή, ήτανε μετά στα άκρα του χωριού, στον Ασύρματο, εκεί πέρα είχαμε κάνει κάτι γήπεδα, και το γήπεδο που υπάρχει σήμερα, το οποίο ήτανε ένα χωράφι, μια αλάνα, ας πούμε, δεν ήταν γήπεδο. Το γήπεδο ξεκίνησε το ’66-’67, να φτιάξουμε κάτι αποδυτήρια… Μεταξύ μας όλοι μαζευτήκαμε και χτίσαμε δυο δωμάτια, για να μπορούμε να ντυνόμαστε, γιατί η ομάδα μπήκε στην κατηγορία. Ε, στη συνέχεια, αξιοποιήθηκε και άρχισε το γήπεδο να γίνεται με εξέδρες και το ένα και το άλλο και να το φτιάξουν όπως το φτιάξανε. Χόρτο μπήκε μεταγενέστερα, ας πούμε, μπήκε στην… αν θυμάμαι, στην… όταν ήταν στη δημαρχία ο Λύγκος. Τότε ξεκίνησε το χόρτο.

Μ.Κ.:

Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το θέμα, εγώ θα κάνω την ερώτηση, αν δεν θέλετε…

Δ.Κ.:

Ναι.

Μ.Κ.:

…εννοείται δεν μου απαντάτε. Με βάση αυτά που έχετε πει, ο Παναθηναϊκός, ας πούμε, σας έθεσε κάποια εμπόδια. Άλλες δυσκολίες είχατε στην καριέρα σας ως ποδοσφαιριστής;

Δ.Κ.:

Πάρα πολλές δυσκολίες. Είχα έναν τραυματισμό, που τότε, ας πούμε, με είχαν καλέσει στην Εθνική Ομάδα, όχι την Ανδρών, τη δεύτερη Εθνική Ομάδα, και έσπασα το πόδι μου παίζοντας με τον Ολυμπιακό Κύπρου. Γιατί τότε, στο πρωτάθλημα του ’71-’72, ’72-’73, έπαιζε και μια κυπριακή ομάδα, στο ελληνικό πρωτάθλημα. Και τότε έσπασα το πόδι μου εγώ και δεν πήγα στη συμμετοχή αυτή. Άλλες δυσκολίες… Πάρα πολλές δυσκολίες είχα. Και με τον Παναθηναϊκό είχαμε παίξει, κυπελλούχος… πρωταθλητής Ελλάδος-πρωταθλητής Κύπρου, με το ΑΠΟΕΛ∙ είχα κάνει δύο γκολ μέσα εκεί στο ΑΠΟΕΛ, είχα παίξει με την πρώτη ομάδα εκεί. Ήτανε μία πολύ καλή εμπειρία, είχαμε… Τότε είχε τα προβλήματά της η Κύπρος, υπήρχε η πράσινη γραμμή, απαγορευόταν να πάμε προς την Τουρκία, προς τα τουρκικά εδάφη. Και συγκεκριμένα εμείς, χωρίς να το ξέρουμε, περάσαμε στην τούρκικη πλευρά και οι Τούρκοι μάς καλοδεχτήκανε, μας δώσανε και δώρα, μας δώσανε και μπουφάν δερμάτινα, οτιδήποτε μας δώσανε. Όταν το είδαν αυτό οι Εγγλέζοι, που ήτανε στην πράσινη γραμμή, που απαγορεύανε να περνάνε οι από κει εδώ κι οι από δω εκεί, σαστίσανε, λέν’: «Τι έγινε;», ας πούμε. Ναι, ήταν όμορφα εκεί στην Κύπρο, που είχαμε πάει. Κι άλλες πολλές εμπειρίες, τι να πρωτοθυμάμαι; Ένα πράγμα που δεν σας είπα ήτανε ότι όταν έπαιζα στη δεύτερη ομάδα του Παναθηναϊκού, τότε γινόταν ένα καλοκαιρινό πρωτάθλημα, το πρωτάθλημα ΟΠΑΠ, λεγότανε αυτό. Παίζανε… οι συλλόγοι του βορρά κάνανε ένα πρωτάθλημα εκεί και οι συλλόγοι του νότου, εδώ, κάναμε το άλλο πρωτάθλημα. Σ’ αυτό το πρωτάθλημα ήμουνα αρχηγός στην ομάδα του Παναθηναϊκού και πήγαμε και πολύ καλά, ας πούμε, πηγαίναμε πάρα πολύ καλά. Θυμάμαι συγκεκριμένα ένα παιχνίδι, παίζαμε με τον Ολυμπιακό Πειραιώς. Ο Ολυμπιακός, για να πάρει το έπαθλο των χρημάτων, ήταν μεγάλο, έβαζε την πρώτη του ομάδα. Όταν πήγαμε εκεί να παίξουμε, μας είπε μέσα στα αποδυτήρια ο προπονητής μας ότι: «Σήμερα θα παίξουμε ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο, όχι αυτό που παίζουμε και αυτό που ξέρουμε. Θα παίζουμε όλοι πίσω και θα παίζουμε μ’ έναν, δύο παίχτες μπροστά. Παραδείγματος χάρη, με τον Κοντάκη, που είναι πολύ γρήγορος. Κι όλοι οι άλλοι πίσω. Όταν δίνετε τη μπάλα στον… Όλοι όσοι παίρνετε τη μπάλα, θα τη μεταβιβάζετε στον Κοντάκη. Ο Κοντάκης θα την παίρνει τη μπάλα και δεν θα πηγαίνει να παίζει… ουσιαστικά να βάλει γκολ, αλλά θα καθυστερεί τη μπάλα σε διάφορες γωνίες, για να κερδίζουμε χρόνο και να μη φάμε πάνω από πέντε. Γιατί να μη γράψουν οι εφημερίδες[00:50:00] “Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός 15-0”». Και έγινε ένα παιχνίδι που τα παιδιά έδωσαν τη ζωή τους. Δεν έμπαινε γκολ. Ο Ολυμπιακός μάς έπαιζε 90 λεπτά χωρίς να μπαίνει γκολ. Και στο 90, 88-90, έγινε μία μπάλα μπροστά, πέρασα τους δύο αμυντικούς παίχτες τότε, που ήταν ο Σιώκος και ο Αγγελής, που ’χα αντιπάλους, πέρασα τον τερματοφύλακα, που τον λέγαν Κόι, και μπήκα μες στα δίχτυα. Και έγινε, αντί για πέντε, που περιμέναμε να φάμε, κερδίσαμε 1-0 μέσα εκεί. Και δεν υπήρχε και δεκατριάρι στο ΠΡΟΠΟ, γιατί όλοι παίζαν να κερδίσει ο Ολυμπιακός. Αυτό ήτανε μια καλή που θυμάμαι, ας πούμε, από αγώνες. Τώρα, σε αγώνες συμβαίνουν πολλά, ας πούμε, παίζοντας με μεγάλες ομάδες, που πρέπει να σε κρατήσω εδώ μία μέρα να σου πω όλα τα παιχνίδια. Και με τον ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης, Τρίκαλα-ΠΑΟΚ, ήταν ένα φοβερό παιχνίδι, ισοπαλία. Τα Τρίκαλα την πρώτη χρονιά κάνανε μια φοβερή χρονιά∙ είχαν κερδίσει την Παναχαϊκή μέσα στην Πάτρα 3-1, είχαν φέρει ισοπαλία με τον ΠΑΟΚ, ισοπαλία με τον Πανιώνιο εκτός έδρας, ισοπαλία με τον Άρη. Είχανε κάνει φοβερά παιχνίδια και είχαν πάει και ψηλά στη βαθμολογία, την πρώτη χρονιά. Τη δεύτερη κάναν πάρα πολλές μεταγραφές και δεν πήγαν πολύ καλά. Χάλασε η ομάδα. Έτσι; Είναι… δεν μπορώ να θυμηθώ από πού να αρχίσω και πού να φτάσω, ας πούμε, σε πράγματα. Γιατί παίζοντας ποδόσφαιρο, μπαίνοντας στα γήπεδα απ’ το ’62 και βγήκα απ’ τα γήπεδα το 2010… Το 2010 βγήκα από ποδόσφαιρο, προπονητής, και το ’10 αποσύρθηκα. Καταλαβαίνεις ότι ήτανε πενήντα χρόνια μες στα γήπεδα. Πενήντα χρόνια ήμουν σαν ποδοσφαιριστής και σαν προπονητής. Το 2010 λοιπόν, που έφυγα απ’ τον Αθλητικό Οργανισμό, σταμάτησα και ν’ ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο. Στα 60 μου.

Μ.Κ.:

Μια ζωή ποδόσφαιρο.

Δ.Κ.:

Μια ζωή ποδόσφαιρο, ναι.

Μ.Κ.:

Τελευταία ερώτηση: είχατε συγκεκριμένο νούμερο στη φανέλα ή παίζαμε όλα;

Δ.Κ.:

Όχι, όχι, είχα συγκεκριμένο νούμερο στη φανέλα. Το νούμερό μου ήτανε το νούμερο 11 και πολλές φορές και το νούμερο 10. Γιατί έπαιζα απ’ την αριστερή μεριά. Όταν έπαιζα με ομάδες οι οποίες ήτανε στην ηλικία μου, είχα το 11… είχα το 10. Όταν έπαιξα όμως σε πιο μεγάλες κατηγορίες, στον επαγγελματισμό, επειδή έπαιζα έξω αριστερά, έπαιζα δεύτερος του σέντερ φορ και έξω αριστερά, φόραγα το 11. Το 11 και το 10 λοιπόν ήταν τα νούμερα που έπαιξα όλα μου τα χρόνια. Άλλο νούμερο δεν φόρεσα.

Μ.Κ.:

Υπήρχε κάποιος λόγος;

Δ.Κ.:

Όχι, όχι, ήταν το νούμερο της θέσης, της θέσης. Γιατί τότε δεν ήταν όπως σήμερα, που φοράνε το 23, το 25, το 27. Τότε αριθμίζανε από το 1 μέχρι το 11. Και απ’ το 11 μέχρι το 16 ήτανε αναπληρωματικοί. Δεκαεξάδα, δεν υπήρχε δεκαοχτάδα. Δεκαεξάδα. Κάθε θέση λοιπόν που έπαιζε ο παίκτης, φόραγε και το ανάλογο νούμερο. Οι αμυντικοί φορούσανε το 2, το 3 οι ακραίοι, το 4, το 5 οι κεντρικοί, το 6 το φορούσε ο κεντρικός χαφ, το 8 ο δεξής χαφ, το 10 ο αριστερός χαφ, το 9 ο φορ, το 7 ο έξω δεξιά και το 11 ο έξω αριστερά. Αυτά ήταν τα νούμερα τα σταθερά.

Μ.Κ.:

Ωραία. Εμείς τελειώσαμε. Σας άρεσε η συνέντευξη;

Δ.Κ.:

Μ’ άρεσε, έβγαλα κάποια πράγματα, αλλά σας είπα ότι δεν μπορώ να θυμηθώ. Αν, ας πούμε, ανοίγαμε συζήτηση, ένα-ένα θα τα θυμόμουνα. Πάρα πολλά, δηλαδή μπορώ πολύ να σας κουράσω ακόμα. Είναι ολόκληρα βιβλία να γράψω, είναι πολλά τα χρόνια αυτά που έπαιξα. Σε κάθε ομάδα έχω ένα ιστορικό. Σε κάθε ομάδα έχω ένα ιστορικό. Ή καλό ή κακό. Είναι… Γιατί έπαιξα και σε πολλές ομάδες.

Μ.Κ.:

Σας πήγαμε λίγο πίσω, θυμηθήκατε;

Δ.Κ.:

Πάρα πολύ πίσω και χάρηκα, και συγκινήθηκα και χάρηκα, που τα θυμάμαι όλα αυτά. Αλλά σ’ ένα πράγμα που μένω και αυτό πάντα είναι μέσα στο μυαλό μου, δεν είναι οι μεγάλοι συλλόγοι που πήγα και έπαιξα, είναι το χωριό μου. Και το χωριό μου έβγαλε πάρα πολλούς παίκτες. Δεν μπορώ να τους θυμηθώ όλους, δεν μπορώ να τους θυμηθώ όλους. Και μια γενιά που εγώ προπονούσα, δεν ήταν γι’ αυτό το χωριό, ήταν για να παίξουνε στη Β’ Εθνική, να παίξουνε σε μεγάλες ομάδες. Όμως, τα παιδιά μείναν εδώ, άλλα σπουδάζανε, άλλα εργαζόντουσαν, και δεν έγιναν αυτά τα πράγματα. Αυτοί που φύγανε ήταν ο Γιωργάκης ο Μαργέτης, τον οποίο είχα παραλείψει, ο Τσέπας ο Βασίλης, ο Τάκης ο Κατσούλης, παιδιά ντόπια, που ξεκινήσαν απ’ τον Αήττητο. Ο Μιχάλης ο Μυλωνάς. Εγώ δεν μπορώ να πω, γιατί δεν ξεκίνησα απ’ τον Αήττητο. Πάρα πολλά παιδιά πήγαν και παίξανε στις μεγάλες κατηγορίες. Τώρα τι κάνουμε, τώρα τι κάνουμε; Στεναχωριέμαι για το χωριό μου, στεναχωριέμαι πραγματικά για το χωριό μου, γιατί και παραγοντικά αλλά και προπονητικά… το χωριό μου δεν πάσχει από παίχτες, πάσχει από παράγοντες. Και σε όλα αυτά τα πράγματα θα πρέπει να κάτσουν κάτω και να δούνε, να χτίσουνε το ποδόσφαιρο για μετά πέντε χρόνια. Όχι τώρα, δεν χτίζονται έτσι τα ποδόσφαιρα. Πρέπει να δουλέψουνε πάνω σε ταλέντα, ακόμα και να πέσουνε κατηγορίες. Αλλά να φτιάξουν τη δική τους ομάδα, τα παιδιά του χωριού. Δεν κερδίζουνε τίποτα να παίζουν με παιδιά που έρχονται από μακριά. Δεν κερδίζει τίποτα το χωριό μας. Αυτοί φεύγουν, έρχονται και φεύγουν, έρχονται και φεύγουνε. Τα παιδιά του χωριού μας είναι αυτά που εγκαθίστανται εδώ και που θέλουνε να δημιουργήσουνε τον χώρο τους. Αυτό πρέπει να το καταλάβουνε.

Μ.Κ.:

Μια συμβουλή για τους νεότερους παίκτες;

Δ.Κ.:

Για τους νεότερους. Τα πράγματα για τους νέους είναι και εύκολα και δύσκολα. Εύκολα είναι γιατί έχουν όλες τις χάρες απ’ τα σπίτια τους και δεν τρώνε αυτά που τρώγαμε εμείς τότε για να παίξουμε ποδόσφαιρο, που… θα πω και κάτι να γελάσουμε, που παίρναμε μία φέτα ψωμί, να τη φάμε με ζάχαρη ή να τη φάμε με ντομάτα, μπελτέ, που λένε, για να παίξουμε μπάλα. Αυτοί τρώνε φιλέτα και τρώνε τα καλύτερα φαγητά. Λοιπόν, αυτή είναι η καλή τους πλευρά, ότι τα έχουν όλα και μπορούνε να παίξουνε. Η άσκημη πλευρά τους είναι ότι είναι φορτωμένα τα παιδιά πολύ με τις σπουδές τους, με την πίεση έξω της ζωής, και γι’ αυτό βλέπουμε αυτά που βλέπουμε. Θα πρέπει πηγαίνοντας στον αθλητισμό να συμβουλεύουνε και τα άλλα παιδιά να μην ξεφεύγουνε, να τους λένε πράγματα τα οποία να μη δημιουργούν προβλήματα. Και θέλει το ποδόσφαιρο και όλος ο αθλητισμός, ό,τι άλλο κάνουνε, εγώ μιλάω για το ποδόσφαιρο τώρα, θέλει πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά. Όταν πάνε, να το πιστέψουνε αυτό που κάνουνε. Γιατί ένας ποδοσφαιριστής δεν μπορεί να κάνει τη ζωή ενός αλλουνού. Πρέπει να κοιμάται νωρίς, πρέπει να τρώει καλά φαγητά, πρέπει να δουλεύει έξι μέρες τη βδομάδα στο γήπεδο και, παραπλεύρως, να σπουδάζει, να διαβάζει. Όλα αυτά είναι πάρα πολλά. Όμως, θα είναι ένας υγιής άνθρωπος και θα πετύχει στη ζωή του. Έτσι μόνο μπορεί. Γιατί έχουν φίλους, οι φίλοι έχουνε άλλη πορεία, μην τους ξεμυαλίζουνε, για να τους πάρουν στην άλλη πορεία. Αυτοί να κάνουν τη δική τους πορεία. Έτσι μπορεί να βγει ένας αθλητής και ένας ποδοσφαιριστής ειδικά. Αυτά.

Μ.Κ.:

Ωραία.

Δ.Κ.:

Και παιδιά που εδραιώσανε εδώ το ποδόσφαιρο ήτανε ο Γιώργος ο Λύγκος, ο οποίος και ποδοσφαιρικά αλλά και μετά, στις διοικήσεις, το παιδί αυτό ήταν πάντα μέσα, πάντα συμβούλευε, ήτανε δηλαδή απ’ τους πρωτεργάτες του ποδοσφαίρου στα Σπάτα. Μετά, ο Δημήτρης ο Σιδέρης ήταν ένας πολύ μεγάλος παράγοντας, έφαγε όλα του τα χρόνια στον παραγοντισμό. Ο Κώστας ο Καμαρούλιας, ο συχωρεμένος. Παιδιά τα οποία φάγανε… δηλαδή κουράσανε τις οικογένειές τους για να μπορούνε να έχουνε την ομάδα εδώ, στα Σπάτα. Αλλά μίλησα για τον Γιώργο, γιατί ο Γιώργος από τότε μέχρι τώρα, στο σύγχρονο, που παίξανε ποδόσφαιρο τελευταία, ήτανε στα πράγματα, συμβούλευε και ήτανε σε όλες τις διαδικασίες. Ο Γιώργος ο Λύγκος. Σας είπα και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι μπορώ να τους θυμηθώ έναν-έναν, αλλά αυτούς που ήτανε σαν επικεφαλής τούς θυμάμαι.

Μ.Κ.:

Μια τελευταία ερώτηση, μιας και το αναφέρατε και τη σκέφτηκα τώρα: η οικογένειά σας εσάς πώς σας στηρίζει στα πρώτα σας βήματα στον Παναθηναϊκό;

Δ.Κ.:

Η οικογένειά μου… Βασικά, στο ξεκίνημα, σας είπα, δεν ήξερε ότι παίζω ποδόσφαιρο και ότι έχω πάει εκεί. Ο μπαμπάς μου δεν ήρθε ποτέ σε γήπεδο να με δει, δεν με είδε να παίζω, μόνο άκουγε, και η μητέρα μου. Ο αδερφός μου μόνο με στήριζε, ήταν δίπλα μου, ερχόταν στα παιχνίδια, με συμβούλευε, ήταν πάντα στο δεξί μου χέρι, που λένε, οικογενειακά. Από κει και πέρα, μόνος μου, μόνος μου. Πάλεψα μόνος μου. Έφυγα από μικρός, έμεινα στην Αθήνα, έπαιζα ποδόσφαιρο, μετά ξενιτεύτηκα στα Τρίκαλα, γιατί τότε να φύγεις από δω να πας στα Τρίκαλα ήτανε ξενιτιά, ήτανε. Έμενα μόνος μου[01:00:00]. Με σπασμένα πόδια μερικές φορές. Στα χιόνια, στα κρύα, στις βροχές. Δεν είναι εύκολο, δεν είναι εύκολο. Είναι όμορφο, αλλά όχι εύκολο. Αυτό. Δεν στηρίχτηκα από τρίτους, δεν στηρίχτηκα. Όλο μόνος μου, μόνος μου, μόνος μου. Αυτό.

Μ.Κ.:

Ωραία, ευχαριστώ πάρα πολύ και πάλι.