«Εγώ δεν την αγάπαγα αυτή τη δουλειά… Μ’ άρεσε να τραγουδάω και με πήρε μαζί της»: Αναμνήσεις ενός λαϊκού τραγουδιστή

[00:00:00]

Μ.Κ.

Καλημέρα.

Θ.Κ.

Καλή σου μέρα.

Μ.Κ.

Θα μου πεις το όνομά σου.

Θ.Κ.

Ναι, Θανάση με λένε, Κοντάκης.

Μ.Κ.

Ωραία, είναι Δευτέρα 22 Απριλίου του 2024, είμαι με τον κύριο Θανάση Κοντάκη και εγώ ονομάζομαι Μαρία Κοντάκη και είμαι ερευνήτρια στο Istorima. Ας ξεκινήσουμε. Θα μου πεις λίγα λόγια για σένα; Για τη ζωή σου;

Θ.Κ.

Είμαι 75 χρονών. Ήμουνα στο χωριό μου και είμαι στο χωριό μου και μέχρι το τέλος μου θα είμαι στο χωριό μου. Συγκινούμαι κιόλα, συγνώμη. Και εύχομαι ο Θεός να μ’ έχει καλά. Παντρεύτηκα, μεγάλωσα εδώ, παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια, έκανα δυο παιδιά, τη Μαρία μου και τον Βασίλη. Αυτά μου κάναν εγγόνια και είμαι πάμπλουτος. Τώρα, τα παιδικά μου τα χρόνια ήτανε αγνά αλλά δύσκολα. Δύσκολα με την έννοια… όχι ότι δεν είχαμε, είχαμε αλλά ήταν το σύστημα τέτοιο που ήτανε… το λέμε δύσκολο. Πήγαινες από κει, λες: «Εδώ είμαστε ωραία!», αλλά δεν προλαβαίναμε, βγαίνανε τα αγκάθια, τα λέμε, μπορώ να τα πω. Δούλεψα στην οικοδομή, πήγα σχολείο. Σχολείο, βέβαια, ήτανε λιγοστό. Βέβαια, βγάλαμε το Δημοτικό, αλλά λιγοστό ήτανε στη μόρφωση, γιατί δεν κοιτάγαμε… όχι «δεν κοιτάγαμε», δεν κοίταγα, μην παίρνουμε και τους άλλους στον λαιμό μας, δεν κοίταγα τα γράμματα, κοίταζα να βοηθήσω την οικογένεια. Ε, ό,τι μπορούσα έκανα κι εγώ, βγήκα από το σχολείο. Έκανα διάφορες δουλειές πριν βγω από το σχολείο, συγνώμη, διάφορες δουλειές∙ και κουρέας πήγα και μανάβης έκανα. Και μου λέγανε μάλλον οι χωριάτες μου, οι πατριώτες μου: «Τι ωραία φωνή που έχεις, να γίνεις τραγουδιστής», όταν ήμουνα πιτσιρικάς, που φώναζα πάνω στου Μπάτρη του Γιάννη το αυτοκίνητο, το αγροτικό. Ε, μετά έπιασα την κυρία μου δουλειά, ελαιοχρωματιστής, με τον αείμνηστο Κώστα τον Μακρή, τον Παναγιώτη τον Κουλουριώτη, τον Σταύρο τον Λιμνιώτη και τους συναδέλφους μου όλοι. Δηλαδή συνομήλικοί μου, σχεδόν, ήμασταν όλοι ίδια ηλικία. Και περάσανε… Ε, κάποια στιγμή, πήγα στρατιώτης, επιστρατεύτηκα, πήγα στην επιστράτευση ξανά. Όταν έφυγε η Χούντα, μετά, ξεκίνησα το ’72, την ημέρα του Αγίου Ιωάννου, και μου είπε ένας φίλος μου, και καλός φίλος τότε, ο Τάσος ο Ίσαρης, μου λέει: «Έχω ένα φίλο, ρε», μου λέει, «που ξέρει κάποιον, έχει ένα μαγαζί στο Ηράκλειο, να πας να τραγουδήσεις». Πριν απ’ αυτό όμως, το 1965-’66, μου είπανε: «Πάμε να φορτώσουμε…;», τότε ήταν η αμμοληψία στη Λούτσα, κλέβανε άμμο, το λέμε έτσι. Κι εγώ δεν μπορούσα, εγώ ήμουνα αδύνατος. Τι μπορούσα να κάνω εγώ; Με φτυάρι να φορτώνω άμμο, για να πάρω πόσο; Δώδεκα δραχμές. Αλλά κι αυτό το κάναμε. Και μία μέρα απ’ αυτές, μη λησμονήσουμε την προηγούμενη, μία μέρα απ’ αυτές, μου λέει κάποιος: «Πάμε ρε», μου λέει, «Πάμε;». «Πάμε». Δύο φορτηγά, ένα ζευγάρι… αυτό το ζευγάρι που πήγαμε και φορτώσαμε, φορτώσαμε δύο αυτοκίνητα και τα πήγαμε στην Καστέλα στον Πειραιά. Κι όταν στον γυρισμό, βράδυ, γιατί πάντα βράδυ φορτώναμε… όχι φορτώναμε, φόρτωσα, αυτό ήταν το βράδυ, μόνο, και δεν ξαναπήγα, γυρίσαμε εκεί στο ΣΟΥ-ΜΟΥ, σ’ ένα κέντρο διασκεδάσεως, με Ζαμπέτα, για διασκέδαση, τώρα με τα ρούχα της δουλειάς. Μπήκαμε μέσα, γεμάτο το μαγαζί∙ Ζαμπέτας, Ανθούλα Αλιφραγκή, Βίκυ Μοσχολιού –νέα τότε, καινούρια–, Στράτος Κύπριος κι άλλοι καλλιτέχνες, εν πάση περιπτώσει. Ε, ήπιαμε τις μπιρίτσες μας, εγώ… Οδηγοί ήντουσαν ο Τάσος ο Τρίλης, ο Γιαννάκης, κι ο Νίκος ο Βορεάδης, ο Βρικόλακας που λέμε. Και είπε ο Τάσος ο Γιαννάκης σ’ έναν σερβιτόρο: «Ο πιτσιρικάς μπορεί να πει ένα τραγούδι, για μένα;». Λέει: «Να ρωτήσω», λέει, «τ’ αφεντικό». Τ’ αφεντικό ήταν ο Ζαμπέτας, της ορχήστρας. «Έλα, ρε μάγκα!», μου ’κανε. Πάω, που λέτε, στην πίστα και πιάνω το τραγούδι… το μικρόφωνο και μου λέει: «Ποιο τραγούδι θα μας πεις;». Και του είπα εγώ και πιάσανε τα γέλια, «Όταν πεθάνω βάλτε με σε μια γωνιά μονάχο», τις Γαριφαλιές. Και μου ’πε η Ανθούλα εκεί: «Μαγκέψαμε;», μου είπε. Τέλος πάντων, το είπα το τραγούδι, μου λέει: «Πες κι άλλο, πες κι άλλο», εν πάση περιπτώσει. Τώρα, γαλότσες φοράγαμε, απ’ τη δουλειά. Το ’πα το τραγούδι, εντάξει, πήρα την ικανοποίησή μου, το χειροκρότημά μου, ξέρω γω, και δυο μπουκάλια, ξέρω γω, που μας κεράσανε εκεί πέρα ο κόσμος. Ένας στέλνει τον σερβιτόρο και μου λέει: «Σε θέλει κάποιος κύριος». Του λέω: «Εμένα;», λέω. «Ναι». Ναι, πάω, ήταν ο Λαύκας. Ο Λαύκας ήταν ένας τραγουδιστής, συνθέτης, συνθέτης-τραγουδιστής. Και μου λέει… μου ’δωσε την κάρτα του και μου λέει: «Θα ’ρθεις να συναντηθούμε, γιατί είσαι καλός και φαίνεσαι και καλό παιδί» κτλ., κτλ. Εν πάση περιπτώσει, έγινε η δουλειά. Φύγαμε. Διασκεδάσαμε… Τώρα ερχόμαστε στην περίπτωση με τον φίλου μου τον Τάσο, που πήγαμε στον φίλο αυτόν που είχε το μαγαζί, τα μπουζούκια, μπουζουκοταβέρνα. Και πάμε στο Ηράκλειο… Εγώ τώρα μπογιατζής. Λέει: «Το παιδί μπορείς να το πάρεις στη δουλειά;». Λέει: «Τραγουδάει;». Το είχε ένας μαύρος, Αιγύπτιος, το μαγαζί και μίλαγε απταίστως τα ελληνικά. Καλός. Μου λέει: «Ανέβα πάνω». Ανεβαίνω πάνω, παίρνω το μικρόφωνο, είχα λίγο πείρα. Και μου λέει ο μπουζουξής, ο Πόλης, τον θυμάμαι, μου λέει: «Ποιο πάμε;», και του είπα το τραγούδι «Γιατί, καλέ γειτόνισσα», του Στράτου Διονυσίου, «βρήκα την πόρτα σου κλε[00:10:00]ιστή;». Λέω το τραγούδι, λέω κι άλλο τραγούδι: «Προσλαμβάνεσαι». Και ξεκινάω σαν επαγγελματίας το 1972. Μόλις είχα απολυθεί από στρατιώτης. 16 Μαΐου του ’71 απολύθηκα, 16 Μαΐου… Τέλος πάντων, με πήρανε στο πανηγύρι, ο Νίκος ο Σαραγούδας, τον Ιούνιο, 29 Ιουνίου, στο πανηγύρι, γιατί ήξερε ο Νίκος ότι εγώ ανακατευόμουνα στα τραγούδια και στα έτσι και μου λέει… μάλλον, με πήρε πρώτα, συγνώμη, θυμάμαι, με πήρε πρώτα στο Κορωπί, στις 14 Μαΐου… 17; Δεν θυμάμαι, εν πάση περιπτώσει, της Αναλήψεως, στο πανηγύρι. Και μετά με πήρε και στα Σπάτα και μετά, σιγά σιγά, στα πανηγύρια, ο Νίκος στα πανηγύρια, με πήρε μαζί του –να ’ναι καλά. Κι αφού ξεκινάμε το… Παράλληλα έκανα και τον μπογιατζή… μάλλον, μπογιατζής ήμουνα, έκανα τον τραγουδιστή. Και ήρθαμε, ήρθε, ήρθε, ήρθε, ήρθε, και το πήρα ζεστά το πράμα, αλλά τυχαίνει το… που έγινε η γενική επιστράτευση και τα παρατάμε όλα. Μας πήρανε στρατιώτες και στο φινάλε, όταν γυρίσαμε, κάναμε τα χαρτιά μας, τότε ήμουνα έναν χρόνο παντρεμένος, το ’73 παντρεύτηκα, 19 Αυγούστου, και την επόμενη χρονιά κάνω τον Βασίλη και γίνεται η επιστράτευση και κάνω τα χαρτιά μου και φεύγω μετανάστης στο Καναδά. Ναι, στον Καναδά πήγαμε, με δεχτήκανε τα αδέρφια μου, γιατί έχω αδέρφια εκεί –εξάλλου τα ξέρεις, Κοντάκης λέγεσαι κι εσύ–, και δεν με σήκωσε το κλίμα τώρα, να το πούμε έτσι. Εν πάση περιπτώσει, πήγα 17 Ιουνίου και έφυγα 2 Οκτωβρίου, σε τρεισήμισι μήνες, τέσσερις, δεν μ’ άρεσε. Σηκώθηκα έφυγα. Όταν γύρισα… τώρα, εδώ, στο σπίτι μου ερείπιο, ότι δεν θα ξαναγυρίσω. Είχα τη μάνα μου και τον πατέρα μου, τους γονείς μου. Τι θα κάνουμε; Αράζουμε, σιγά σιγά επανήλθαμε, κάνω τη Μαρία μετά, μετά από τρία χρόνια, το κορίτσι μου. Και λέω: «Τώρα, μουσικά», λέω, «τι κάνουμε; Πού πάμε; Να πάω στον Νίκο; Να πάω σε κάνα μαγαζί; Χάθηκα από την Ελλάδα, τι θα κάνω;». Και παίρνω απόφαση και πάω πάνω στον Νίκο τον Σαραγούδα πάλι. Και του είπα: «Νίκο, έτσι κι έτσι κι έτσι κι έτσι κι έτσι». Εντωμεταξύ, είχε περάσει ο καιρός και είχανε ξεκινήσει τη σεζόν. Δηλαδή ανοίγανε τα μαγαζιά Οκτώβρη μήνα και σταματάγανε παραμονές του Πάσχα, πριν τη Μεγαλοβδομάδα. Είχανε κλείσει τα μαγαζιά όλα. Μου λέει: «Κάτσε να δούμε τι θα γίνει». Πάμε και μου λέει κάποια στιγμή, μου λέει: «Θανάση, θα πας σ’ ένα μαγαζί, Λιοσίων και Ακομινάτου, είναι η Φιλιώ Πυργάκη, είναι ο Μάκης ο Μπέκος, είναι ο Καλύβας, είναι ο έτσι, η Αντωνία η Αντωνιάδου, ένα ωραίο σχηματάκι», μου λέει, «πήγαινε κι εσύ». Μεροκάματο; Δεν έχουμε κανονίσει τίποτα! Εν πάση περιπτώσει, με το αφεντικό μας, τον Γεράσιμο τον Βασιλόπουλο. Αυτός είχε κι άλλο ένα μαγαζί, στην Καβάλας, πιο, να το πούμε, κυριλέ. Εκεί ήταν ο Σαραγούδας, Σοφία Κολλητήρη, Ελευθερία Χριστοπούλου, Θανάσης Βασιλόπουλος κλαρίνο, Πρέντζας… ήταν ένα καλό συγκρότημα, για τότε. Εγώ πάω στο πάνω το μαγαζί, εκεί στην Ακομινάτου και Λιοσίων, και μάθανε στα Σπάτα, στο Κορωπί, στην Παιανία, όλα τα Μεσόγεια, Μαραθώνα, ξέρω γω, με κάτι αφισούλες: «Κοντάκης στο έτσι, στο αλλιώς, στο ένα μαγαζί, στο άλλο», ξέρω γω, και ξεκινάω, πάρα πολύ ωραία! Περνάει ο χειμώνας ωραία, έρχομαι δουλεύω στα Σπάτα μετά, ένα καλοκαίρι, στου Παπαδήμα, ένα παλιό μπουζουκάδικο από το ’69. Απ’ το ’69 ήταν αυτό, εκεί που πρωτοξεκίνησε ο Γιώργος ο Μαργαρίτης και… Αλλά εγώ δεν δούλεψα με τον Γιώργο, δεν είχα βγει ακόμα στη δουλειά, μάλλον, δεν είχα βγει ή δούλευα κάπου αλλού, δεν θυμάμαι, εν πάση περιπτώσει, λεπτομέρειες αυτά. Ε, ξεκίνησα το πανηγύρι, έκανα καριέρα, έρχεται κάποιος και μου λέει: «Είσαι για τον Καναδά;». Λέω: «Ήμουνα στον Καναδά», λέω, «και μάλλον πρέπει να μου ’χουνε κάνει blacklist, γιατί έφυγα, τους άφησα, γιατί ήμουνα μετανάστης». Μου λέει: «Εγώ θα σου κάνω κοντράκι, θα σου κάνω συμβόλαιο, για ενάμιση μήνα». Πάω στο Τορόντο, όχι στο Μόντρεαλ. Πάω Τορόντο για ενάμιση μήνα, στη Bruce Street, στο κέντρο «Όλυμπο». Πάω εκεί, ντυνόμασταν τσολιάδες, για να τραγουδάμε. Κλαρίνα, κιθάρες, ζουρνάδες, ένα πάρα, πάρα πολύ ωραίο συγκρότημα. Και ερχόντουσαν από διάφορες φυλές, μπορώ να πω: Έλληνες, Πακιστανοί, Ολλανδοί, ου, διάφορες φυλές. Κι εκεί δουλεύαμε με τα τυχερά. Τα τυχερά ποια ήτανε; Δηλαδή, όταν σηκωνόντουσαν μία παρέα να χορέψει, έπρεπε να πέταγε χίλια δολάρια. Κι εκεί δεν τα μαζεύανε, με σκούπες. Σκούπα, σκούπα… Στο τέλος, όταν τελειώναμε, χορεύανε όλοι απάνω στα δολάρια, και τα κάνανε μονά. Εν πάση περιπτώσει. Δούλεψα Τορόντο, δούλεψα… μετά ήρθα στην Ελλάδα, δούλεψα Αυστραλία, Σίδνεϊ-Μελβούρνη, ενάμισο κι ενάμισο, τρεις μήνες. Έφυγα από δω Οκτώβρη και γύρισα 5 Φεβρουαρίου, κάθισα κι εκεί πέρα τέσσερις μήνες. Ναι. Αυτά, δηλαδή… Μετά, το ’77, μου λέει ο Λευτέρης ο Κωνσταντινίδης: «Θέλω να σου κάνω», μου λέει, «έναν δίσκο». Λέω: «Λευτέρη μου, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ…», το ’θελα κι εγώ, όχι για… Ξέρεις, μωρέ, γαμώτο τώρα; Τα λέω γιατί πρέπει ν[00:20:00]α τα πω. Εγώ δεν την αγάπαγα αυτή τη δουλειά, δεν την αγάπαγα. Μ’ άρεσε να τραγουδάω και με πήρε μαζί της, με πήρε μαζί της. Και πάντρεψα το μπογιατζιλίκι με το τραγούδι και λέω: «Δεν τρέχει και τίποτα». Δεν είχα στόχους για να γίνω… Να γίνω; Ούτε μου πάει στο στόμα, τάχα μου, χαϊδέματα και τέτοια και χου-χου-χου-χου και χα-χα-χου-χα, τέτοια δεν τα γουστάριζα εγώ. Εγώ ήθελα να πήγαινα, να ’λεγα τα τραγούδια μου, μέσα από την ψυχή μου, να το ’νιωθε η ψυχή μου, να έφευγε ευχαριστημένος, ότι εγώ αυτό που ήθελα να πω το ’πα. Κι όχι αν τραγουδάει καλά ή αν δεν τραγουδάει καλά ή αν ετούτα, αν… Αυτά είναι τσατσιλίτικα, αυτά είναι ψεύτικα, αυτά είναι βρόμικα πράματα. Τέλος πάντων. Δούλεψα και με ονόματα, με τον Σταμάτη –σήμερα να ’ναι καλά το παλικάρι– τον Γονίδη. Με τον Σταμάτη, μου ’λεγε, αφού είναι πιο μικρός από μένα ο Σταμάτης, πέντε χρόνια, ο Σταμάτης πρέπει να… τώρα… «Γιατί», μου λέει, «τα ’χεις καλά με τα αφεντικά και αυτό;». «Μ’ αρέσει», του λέω, «έτσι να πάω για κυνήγι, να κάνω αυτό». «Δεν σ’ ενδιαφέρει η δουλειά;» « Άσ’ τη δουλειά», του λέω, «εμένα μ’ αρέσει να τραγουδάω». Μου λέει: «Θα το μετανιώσεις αύριο-μεθαύριο, γιατί είσαι καλός», μου λέει, «και τζάμπα». Τέλος πάντων. Κάποια στιγμή ο Σταμάτης… Κι ο Σταμάτης ένα πολύ καλό παιδί, πω, πω, πω, πω, ανεκτίμητο. Πηγαίναμε, τα δυο μας ήμασταν, σ’ ένα μαγαζί δουλεύαμε, σ’ ένα… και δεν τον ψιλοπηγαίνανε τον Σταμάτη, όλο τον ρίχνανε σε λακκούβες. Αλλά δεν τους πέρασε. Τέλος πάντων, με τη Βάσω τη Χατζή –Θεός σχωρέσ’ τη–, τριάντα πέντε χρόνια μαζί με τη Βάσω. Θεός σχωρέσ’ τη τή φουκαριάρα, ήτανε καλός άνθρωπος αυτή, αλλά το αντικείμενο που είχε δεν το πρόσεξε∙ την καλοσύνη της, δεν την πρόσεξε. Αν… Τώρα, αν έχω ξεχάσει…

Μ.Κ.

Έλα να τα δούμε σιγά σιγά.

Θ.Κ.

Ε;

Μ.Κ.

Να δούμε σιγά σιγά, παρεούλα, ό,τι είναι. Δώσ’ μου ένα δευτερόλεπτο. Όταν συνάντησες, εκείνη την πρώτη φορά που τραγούδησες στα μπουζούκια, μετά… με την άμμο, που είχε γίνει με τη Λούτσα, που είχατε πάει στο πρώτο μαγαζί, με αυτόν τον κύριο που σου ’δωσε την κάρτα του τι έγινε μετά;

Θ.Κ.

Μπράβο! Με τον Λαύκα. Συναντηθήκαμε με τα παιδιά, τους οδηγούς, τον Τάσο ή τον Νίκο: «Πότε θα πάμε;» και «Πότε θα πάμε;», «Πότε θα πάμε;», «Πότε θα πάμε;», και δεν πήγαμε, τελικά δεν πήγαμε. Γιατί; Γιατί δεν μ’ ενδιέφερε εμένανε. Αυτό, απλώς. Δεν καταδικάζω τα παιδιά που δεν πήγαμε, εγώ φταίω. Δεν μ’ ενδιέφερε. Δεν… Επίσης… Τι άλλο;

Μ.Κ.

Όλα αυτά σε τι ηλικία ξεκινάνε;

Θ.Κ.

16 χρονών, εκεί, τότε. Κάτι άλλο… Κάτι ωραίο, συγκεκριμένο, αλλά τι; Κόλλησα τώρα, τέλος πάντων.

Μ.Κ.

Θες να μου πεις λίγα λόγια για τη γενική επιστράτευση. Πώς ήταν η κατάσταση εδώ στα Σπάτα; Εσύ πώς το αντιμετώπισες; Τι γίνεται περίπου…;

Θ.Κ.

Δούλευα, φτιάχναμε του Μπερέτα το σπίτι, του Τάσο, στη γειτονιά, και είχα πάρει τότε, γιατί υπήρχε ανακατωσούρα: «Κάτι δεν θα πάει καλά, κάτι ξέρω γω. Κοιτάξτε μαζεύτε, γεμίστε τα συρτάρια σας, τα ράφια σας, τα έτσι σας, τα αλλιώς, γιατί το πράγμα δεν πάει καλά». Και είχα τρία-τέσσερα παιδιά και φεύγω να πάρω… Ο Βασίλης, ο γιος μου, τότε ήταν 3 μηνών. Και φεύγω να πάρω στο φαρμακείο της Σούλας του Μπέκα, της Σοφίας του Μπέκα, γάλα για τον Βασίλη. Ήτανε μωρό ο Βασίλης. Και μου λέει: «Ένα κουτί έχω», Nutricia, γιατί αυτό μας είχε πει ο γιατρός, ξέρω γω. Πήρα το… ξέρω γω. Κι όταν πήγαινα εκεί στου Κυριάκου, το λέμε… Πώς λέγεται; Ο Νικολάου, του Μπαλουκούκι που λέμε. Ο Κυριάκος είχε ένα σιδεράδικο, το σιδεράδικο, και δούλευε ο Χρήστος ο Φραγκούλης. Και είχε ένα τρανζιστοράκι και έλεγε τότε το… γιατί είχανε βάλει δημοτικά: «Να ’σαν τα νιάτα δυο φορές» έλεγε το τρανζιστοράκι κι έκανα εγώ ότι τάχα μου χόρευα. Μου λέει: «Ναι, χόρεψε», μου λέει, «και θα δεις αύριο, πας για στρατιώτης». Λέω: «Γιατί, τι έγινε;». Μου λέει: «Γενική επιστράτευση». Εκεί, λέω: «Τι λες;». «Κάτσε», μου λέει, «λιγάκι». Κάθομαι, το αυτό στο χέρι μου, το γάλα. «Γενική επιστράτευση, πω, πω!». Πάω κάτω στα παιδιά, στου Μπερέτα, του λέω του Τάσο –Θεός σχωρέσ’ τον–, λέω: «Τάσο, γενική επιστράτευση, λεφτά να δώσεις στα παιδιά». Έβγαλε ο άνθρωπος λεφτά, πλήρωσε τα παιδιά, μαζεύομαι εγώ, φεύγω. Ο πατέρας μου ήταν αγροφύλακας στη Λούτσα και μέναμε κάτω, 20 Ιουλίου τώρα. Και την ώρα που έρχομαι εγώ, ερχόταν κι ο πατέρας μου από Λούτσα, με δυο καλάθια σταφύλια. Και έπιασε τα κλάματα η μάνα μου κι ο πατέρας μου: «Παιδί μου, και τα λοιπά, πας φαντάρος…», εν πάση περιπτώσει. Ντύνομαι, φεύγουμε και πήγαμε φαντάροι στη Χαλκίδα. Πήγαμε στον Βατώντα, κοιμόμασταν έξω και έναν τον δάγκωσε κι ένα φίδι, εν πάση περιπτώσει, στα άχυρα εκεί. Κάθισα δέκα μέρες στρατιώτης, άλλοι καθίσαν τρεις μήνες, τέσσερις. Τέλος πάντων, κι από κει ξεκίνησε το να φύγω, να πάω στον Καναδά, για μόνιμος πλέον μετανάστης, τέλος. Αλλά δεν άντεξε και γύρισα.

Μ.Κ.

Όταν θα έφευγες για μετανάστης, έφυγες μαζί με όλη σου την οικογένεια…;

Θ.Κ.

Με όλη μου την οικογένεια. Εκτός τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Τη γυναίκα μου και το παιδί μου, τον Βασίλη. Κι όταν γύρισα, μείναμε στη Λούτσα, εκεί που ήταν ο πατέρας μου φύλακας. Πήγαμε της Παναγίας, πάρα, πάρα, πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ωραία. Ναι. Και ξεκίνησα μετά πάλι τη δουλειά με το τραγούδι, με τον φίλο μου τον… Θεός σχωρέσ’ τον, ο Λευτέρης ο Κωνσταντινίδης μού ’δωσε τα δώδεκα τραγούδια και μου λέει: «Θανάση, θέλω να σου δώσω δώδεκα τραγούδια να πεις». Λέω: «Λευτέρη μου, το θέλω κι [00:30:00]εγώ», του λέω, «αλλά όχι για να κάνω καριέρα, ξέρω γω, θέλω να το έχω». «Ναι», μου λέει. Φτιάχνουμε, βάζω τους καλύτερους μουσικούς, παίρνω τρεις φίλους, τσιγγάνους, καλούς παίχτες όμως. Και πρίμο όργανο μπουζούκι ο Γιάννης ο Παλαιολόγου έπαιξε, ήταν το καλύτερο μπουζούκι. Βγαίνει ο δίσκος και δεν πρόλαβε… Η εταιρεία ήτανε η… Κοίτα που δεν… Εν πάση περιπτώσει, θα το θυμηθώ. Βγαίνει ο δίσκος και, μόλις πάει στα πρατήρια, πάω εγώ να πάρω αυτούς που δικαιούμαι, δέκα δίσκους δικούς μου, λέει: «Δεν υπάρχει!». «Τι δηλαδή δεν υπάρχει; Γιατί δεν υπάρχει;». «Γιατί φύγανε, πουληθήκανε! Τι κάθεσαι;», μου λέει, «Θα κάνουμε άλλη μια κοπιά!». Λέω: «Λεφτά εγώ δεν έχω. Δεν μπορώ», λέω, «να… Εγώ…». Κάνανε αυτοί, κάνανε δικιά τους κόπια, ξαναπουληθήκανε, ξαναπουληθήκανε, ξαναπουληθήκανε. Φύγανε! Τσίμπησε ο δίσκος λιγάκι, δηλαδή στον χώρο μας. Ε, στα πανηγύρια κάνανε και τις ζωντανές ηχογραφήσεις, οι πειρατές, οι λάθρο. Ε, κάποια στιγμή, κάνω γαμπρό τον Γιώργο τον Παρασκευά, ένα μπουζούκι… –Θεός σχωρέσ’ τον κι αυτόν, όλους Θεός σχωρέσ’ τους τούς έχω πει, τέλος πάντων– ένα μπουζούκι, που μου λέει: «Θα πούμε επανεκτελέσεις», είπα και επανεκτελέσεις. Και βγήκανε καλά τα είκοσι κομμάτια, είκοσι-είκοσι πέντε, πόσα έχω πει, επίσημα στο YouTube και σε βινύλιο, έχουνε βγει πεντακάθαρα. Και είμαι και ικανοποιημένος, γιατί αυτά που ήθελα εγώ… δεν ήθελα εγώ… Άμα θα μου πεις τώρα ένα τραγούδι να σου πω, θα το θυμηθώ, ενώ άμα είχα πολλά, δεν θα τα θυμόμουνα. Και από τη δουλειά δεν είμαι ευχαριστημένος, αυτή. Απ’ το τραγούδι είμαι. Γέμισα. Τώρα, εντάξει, λακκούβες είχε η δουλειά αυτή, πάρα πολλές, γεμάτο λάσπη. Γεμάτο λάσπη. Ναι. Αλλά όμως δεν έπαιρνα χαμπάρι: «Άσ’ τις λάσπες», λέω, «λάσπη είναι», λέω. Αυτό που πρέπει να κάνω θα το κάνω εγώ, τέλος. Λοιπόν, και δεν με ενόχλησε κανείς ηθικά. Κι αν ήθελε να μ’ ενοχλήσει, το καταλάβαινε και κόλλαγε μόνος του στον τοίχο, μόνος του. Γύριζε την πλάτη κι έφευγε, με τη ματιά που θα του ’ριχνα: «Εσύ δεν έχεις καμία θέση εδώ», κι έφευγε.

Μ.Κ.

Θες να μου πεις λίγα λόγια για τον δίσκο; Πώς ήταν σαν εμπειρία να μπαίνεις σε στούντιο; Πώς ήταν με τα όργανα; Γιατί θα ’ταν κάτι πρωτόγνωρο.

Θ.Κ.

Οπωσδήποτε! Όταν με πλησίασε ο Κωνσταντινίδης… μάλλον ο Διαμάντης, ένας τραγουδιστής, τσιγγάνος, μου λέει: «Κοντάκη», το 1976-’77, «γιατί δεν λες έναν δίσκο;». Τότε έβγαζε κι ο Μάκης ο Χριστοδουλόπουλος, τότε, κι ήτανε το κύμα αυτό, ο Μάκης έβγαζε, ο άλλος έβγαζε, ο άλλος έβγαζε, ο άλλος έβγαζε… «Βγάλε κι εσύ», μου λέει, «ένα». Του λέω: «Ρε συ, μη λες τώρα κουταμάρες! Τι δουλειά έχω εγώ τώρα με τα μεγαθήρια;». «Ο Μάκης δεν έχει βγάλει», μου λέει. Εν πάση περιπτώσει, λέω: «Να τον γνωρίσω;». «Θα τον γνωρίσεις, αύριο εδώ». Γνωριστήκαμε, μόλις με είδε ο Κωνσταντινίδης, λες και με ήξερε χρόνια. Λέω: «Για πες μου, τι μπορώ να προσφέρω εγώ; Και το οικονομικό μου. Το οικονομικό μου είναι αυτό. Εγώ δεν τραγουδάω για να κονομήσω», του λέω, «τραγουδάω γιατί μ’ αρέσει». «Θα σου ετοιμάσω εγώ», μου λέει, «και τα λέμε». Αυτός έμενε στην Αγιά Βαρβάρα. «Έλα, Θανάση», μου λέει, «έχω γράψει», μου λέει, «τρία-τέσσερα, έλα να τα δεις κι εσύ, να δούμε τι θα κάνουμε». Λέω: «Έρχομαι!», έφευγα από τα Σπάτα και πήγαινα στην Αγιά Βαρβάρα να δω τα κομμάτια που ’χε γράψει. Καθόταν σταυροπόδι κάτω, κάτω, με τ’ αυτό, και μουρμούραγε και έγραφε. Και παράλληλα κι εγώ τακ κοπάναγα μία νότα. «Ναι», μου λέει. Έπαιρνε μετά την κιθάρα, το ’γραφε. Δηλαδή στην κατάσταση αυτή βοήθησα κι εγώ. Στη μουρμούρα όμως. Κι αφού τα ετοιμάσαμε τα κομμάτια, μπήκαμε στο στούντιο. Σ’ ένα στούντιο κάτω στην Καλλιπόλεως, ένα τετρακάναλο ήτανε. Και πάω στο… Συναντηθήκαμε στο καφενείο με τους φίλους τους μουσικούς, στο Καφενείο Μουσικών. Στον Βασίλη τον Βασιλάρη, ένας. Στον… Στέφανος Βαρτάνης, βιολί. Βάσω Ιατρού. Στα πλήκτρα ήταν ένα πολύ καλό παιδί, πω, πω. Χαθήκαν όλοι αυτοί, όλοι αυτοί. Αυτούς που λέω τώρα, έχουνε χαθεί όλοι! Όλοι, ρε παιδί μου. Τέλος πάντων. Βγήκε κι όταν βγήκε, τότε είχε ραδιοφωνικούς σταθμούς –και αυτός έχει χαθεί– ο Φάνης ο Κατσούλης. Του δίνω τον δίσκο, το ’κανε… «φου!», ακουγότανε. Το ’δωσα και σ’ ένα Κορωπί, Σπάτα, ε, διαφημίστηκε στα Μεσόγεια. Μιλάμε τώρα για το ’77, ήταν έτοιμο. Το ’78… το ’79, δουλεύω… ’78, δουλεύω στην Κ[00:40:00]αβάλας με τη Χριστοπούλου, Σαραγούδα, Κολλητήρη. Να ’το, τώρα ήρθε. Κι έρχεται ο Χρήστος, ένας ψηλός, ο οποίος είχε επιχείρηση, μαγαζί, στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, τον «Λευκό Πύργο», και μου λέει: «Έρχεσαι Αυστραλία;». Τότε η Μαρία μου ήτανε… ενός-δύο χρονών; Εκεί περίπου. Όχι, ήτανε… το ’77 σου λέω τώρα, το ’77 γεννήθηκε η Μαρία μου, ήτανε μικρή. Ήτανε μικρή. Δύο-τριών μηνών; Έφυγα εγώ, πήγα, ξέρω γω. Όταν γύρισα, έφερα, ξέρεις, διάφορα παιχνιδάκια, ξέρω γω, και το είχε η μάνα του στην αγκαλιά και λέω: «Έλα εδώ, κοπέλα μου!». Την ώρα που ανοίγω εγώ τα χέρια, μου γύρισε τις πλάτες. Κι εκεί ταράχτηκα και λέω: «Επ, τι έγινε εδώ τώρα; Δεν με ξέρει σαν πατέρα; Δεν πρόκειται να ξαναφύγω!». Και έτσι έγινε. Φευγάτος εγώ τώρα από Ελλάδα και ήμουνα Αυστραλία. Όταν γύρισα, δουλειά, χαμένος τώρα: «Πού θα πάω για δουλειά; Τι κάνουμε;», καλοκαιρινή σεζόν. Πήγα Οκτώβρη… όχι Οκτώβρη… Οκτώβρη… Νοέμβρη, 25 Νοεμβρίου, έκανα Χριστούγεννα… Όχι. Στο πρώτο μαγαζί στο Σίδνεϊ ήμουνα Οκτώβρη, καλά λέω, Οκτώβρη, κάνω στο Σίδνεϊ πρεμιέρα. Νοέμβρη, 25 Νοεμβρίου κάνω στον «Βράχο», στη Μελβούρνη, άλλο μαγαζί. Είχε φύγει η Ρίτα Σακελαρίου, πήγα εγώ με μία κοπέλα εκεί. Αυτή άνοιξε το πρόγραμμα σαν Ρίτα Σακελαρίου, ξέρω γω, δηλαδή στο συμπλήρωμα, αλλά ήταν πάρα πολύ ωραία τραγουδίστρια, καλή τραγουδίστρια. Δουλεύω εκεί μέχρι τον Φεβρουάριο. Συνάντησα και δικούς μας, Σπαταναίους, στην Αυστραλία, τον Νικολάου και τον Ηλία τον Γιώργα. Ο ένας στη Μελβούρνη και ο άλλος στο Σίδνεϊ, πήγα και στους δύο. Γνώρισα και… και Κερατιώτες γνώρισα και Κορωπιώτες γνώρισα. Βέβαια, ειδικά στο Σίδνεϊ πολλούς, πατριώτες. Γυρίζω στην Ελλάδα, δηλαδή έφυγα καλοκαίρι από κει, γιατί ήτανε Δεκέμβρης μήνας… Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Φεβρουάριος… Νοέμβριος, Δεκέμβριος, Ιανουάριος, Φεβρουάριος, τέσσερις μήνες ήτανε καλοκαίρι εκεί. Κι όταν γύρισα εδώ πέρα Φεβρουάριο, ξεκίναγε η Άνοιξη, Φεβρουάριος-Μάρτης. Πάρα πολύ ωραία! Και ξεκινάω… Ναι. Γιαννακόπουλο είχαμε εδώ πέρα, ένας…; Ο διοικητής που είχαμε εδώ πέρα, κάποιος… Τέλος πάντων, είχαμε εδώ στα Σπάτα έναν αστυνόμο Α’ και ήτανε τότε στο Αιγάλεω, όταν δούλευα σ’ ένα μαγαζί, και μου λέει: «Θα πας να πιάσεις δουλειά, ρε», μου λέει, «στο ΣΟΥ-ΜΟΥ;». Σ’ αυτό το μαγαζί που είχα πρωτοτραγουδήσει, που ήταν ο Ζαμπέτας. Λέω: «Τώρα είναι καλά εδώ πέρα». Μου λέει: «Καλά είναι, εκεί θα ’ναι πιο καλά. Πήγαινε, άμα θέλεις». Λέω: «Πώς θα πάω;». «Θα σε πάω εγώ», μου λέει. Με παίρνει, ήτανε διοικητής στο Αιγάλεω αυτός τότε. Λοιπόν, πάμε, γνωρίζομαι με τα αφεντικά, μου λέει: «Θα περάσεις οντισιόν». Λέω: «Τι έγινε», λέω, «τώρα; Πού θα πάω να περάσω οντισιόν;». «Μιχαήλ Βόδα», Μιχαήλ Βόδα, αριθμό δεν θυμάμαι, εν πάση περιπτώσει. Μπαίνω στο στούντιο μέσα, λέω ένα τραγούδι, τηλεφωνιούνται: «Να έρθει», λέει, «για πρόβες». Ξεκινάω εγώ να πάω τώρα στο ΣΟΥ-ΜΟΥ, για πρόβες. Αλλά το μυαλό μου, αυτή την ώρα, λέω: «Εγώ τώρα τι δουλειά θέλω εκεί;», Το ’79 σου λέω τώρα, «Ο χώρος μου δεν είναι αυτός, εγώ θέλω κάνα κλαρίνο, έτσι να μ’ αρέσει, στον δικό μου κόσμο, στο…». Φτάνω στο μαγαζί, λέει: «Δεν έχουν έρθει οι μουσικοί ακόμα», στο ΣΟΥ-ΜΟΥ τώρα, και περιμένανε τώρα τους μουσικούς, για να κάνουμε πρόβες όλοι, για θερινή σεζόν. Είχα και το μικρόφωνό μου, το οποίο το ’χω ακόμα αυτό, και λέω: «Θα φύγω». Και κάνω έτσι και φεύγω απ’ το Αιγάλεω και λέω: «Θα πάω στη Γλυφάδα, στον φίλο μου τον Κάβουρα». Και φεύγω και πάω στον Κάβουρα, σε μία ταβέρνα, «Κάβουρας», στη Γλυφάδα. Εκεί η σεζόν ξεκίναγε με Βάσω Χατζή, χωρίς τη Βάσω να την ξέρω. Με Βάσω Χατζή, Μάκη Μπέκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Έφη Εύη και… εν πάση περιπτώσει, ένας κόσμος θαυμάσιος, μουσικός κόσμος. Παίρνω ένα ταξί και… φου! Φεύγω, πάω Γλυφάδα. Πάω κάτω και, μόλις μπαίνω μέσα, κάνανε πρόβες. Τραγούδαγε η Βάσω… Θυμάμαι –Θεός σχωρέσ’ την– είχε δέσει και πίσω τα μαλλιά της… Χωρίς να την ξέρω τώρα εγώ τη Βάσω καθόλου. Κάθομαι και μόλις με βλέπει ο Κάβουρας: «Έλα, ρε Κοντάκη, πού είσαι, ρε; Και σε περιμέναμε». Και δεν είχαμε κανένα ραντεβού, τίποτα. Απλώς είχα δουλέψει παλιά και η συνεργασία μας ήταν άψογη. Λοιπόν, λέω: «Τι κάνετε εδώ;». «Να», λέει, «όπως βλέπεις. Θα μας κάνεις παρέα φέτος, τη σεζόν αυτή;». Λέω: «Πρώτα ο Θεός». Κάθομαι, κάνανε πρόβες, με σύστησε στη Βάσω: «Από δω», λέει, «ο Κοντάκης». «Έχω ακουστά», μου λέει η Βάσω, «και είσαι», λέει, «από τα Σπάτα», λέει, «ε;». Της λέω: «Ναι». «Άντε», λέει, «θα ’μαστε εδώ», λέει, «οι Αρβανίτες», μου είπε η Βάσω. Ε, κουβέντα στην κουβέντα, κουβέντα στην κουβέντα, κάναμε τις πρόβες μας, εγώ τελείωσα τάκα-τάκα, γιατί τα τραγούδια μου τότε… ήτανε κι ο Κόλλιας που είχε χαθεί και είχα τις επιτυχίες του όλες εγώ, εγώ, στο ρεπερτόριο το δικό μου. Και τελικά συνεργαστήκαμε με τη Βάσω και από τότε, το ’79, μέχρι που χάθηκε, περνάμε λούκι, στεναχώρια. Αυτά.

Μ.Κ.

Δώσ’ μου ένα δευτερόλεπτο. Πόσα χρόνια κάνεις και τον μπογιατζή και τον τραγουδιστή; Δηλαδή το πρωί πας και βάφεις και το βράδυ πας και τραγουδάς; Πώς τα συνδυάζεις;

Θ.Κ.

Ναι. Αυτό έγινε… όταν ξεκίναγα να κάνω μία δουλειά μπογιατζής, έβλεπα τι δουλειά είναι και την ξεκίναγα και την έφτιαχνα. Όταν δεν μου άρεσε, δεν την έφτιαχνα. Δηλαδή ό,τι μου άρεσε έφτιαχνα. Δηλαδή όταν την έπαιρνα πάνω μου: «Θα σ’ την παραδώσω. Εγώ θα σ’ την παραδώσω». Ναι. Όταν όμως πέφτανε άλλοι… ω, ω, ω, ω,[00:50:00] λέω… Και όταν ήτανε κάνας φίλος, ξέρω γω, μου ’λεγε: «Ρε Κοντάκη, τι να κάνω για να φτιάξω αυτό;». Λέω: «Πάρε τα χρώματα, σε δυο μέρες θα έχουμε τελειώσει». Και έκανα και βοήθειες σε συναδέρφους, τραγουδιστάδες και σερβιτόρους, και σε σερβιτόρους. Ναι, δεν κώλωνα σε τίποτα, γιατί κάτι που μου αρέσει, το ’κανα. Εγώ την οικοδομή την έπιασα το 1963, μόλις βγήκα απ’ το σχολείο, με πέντε δραχμές μεροκάματο, πέντε δραχμές μεροκάματο. Και δεν δούλεψα και πολύ σε εργολάβους∙ μόλις απολύθηκα από στρατιώτης, έπιασα δουλειά δικιά μου, απευθείας οικοδομή. Ναι, δικές μου δουλειές έπαιρνα. Για πες μου…

Μ.Κ.

Η πρόταση για να φύγεις στην Αυστραλία πώς έρχεται; Πώς πας; Πώς είναι το αεροπλάνο τόσες ώρες;

Θ.Κ.

Ναι. Το αεροπλάνο έκανε είκοσι τέσσερις ώρες. Με το Qantas πήγαμε, με την εταιρεία. Όταν ξεκινήσαμε, πετάξαμε, πήγαμε στην ευχή του Θεού. Μετά πιάνει Ισημερινό. Αυτοί πάνε εφτά ώρες πιο μπροστά από εμάς. Η μία στάση ήταν η Σιγκαπούρη, κάναμε εκεί. Και όταν έκανε μια ανεμοθύελλα… πω, πω, πω. Τώρα, ολόκληρο… πεντακόσια άτομα μέσα, τετρακόσια-τόσα, δηλαδή τρεις θέσεις από κει, τρεις στη μέση και τρεις από κει. Δηλαδή ένα γήπεδο ήτανε το αεροπλάνο, ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο. Και μόλις έφτασε και μπήκαμε στα σύννεφα, έκανε ανεμοθύελλα κάτω και πήγαινε… Και βγήκε ο πιλότος και λέει, στα εγγλέζικα: «Μη τρομάζετε», λέει, «πάμε μια χαρά. Μη φοβόσαστε καθόλου!», μας ανέβασε το ηθικό. Προσγειωθήκαμε, χειροκροτήματα κτλ., κτλ., τα επακόλουθα αυτά. Καθίσαμε τέσσερις ώρες, φύγαμε, πήγαμε, φτάσαμε Αυστραλία. Δηλαδή, να κάνουμε και λίγο χιούμορ, έφυγα ξυρισμένος από δω πέρα και έφτασα με γένια εκεί. Ναι. Ή που καθόμουνα ανάμεσα σε δύο κοπέλες, από 85 χρονών η κάθε μία, και κοίταγα τι θα φάνε αυτές, να φάω κι εγώ, γιατί εγώ από εγγλέζικα δεν ήξερα τίποτα. Το μόνο που ήξερα, λέω: «Just a moment», μόνο: «Περιμένετε». Ναι. Κι έβλεπα τι τρώγανε και τους έδειχνα με το δάχτυλο. Και μετά, όταν κάνει έτσι και το κόβει, ήτανε ωμό. Λέω: «Τώρα; Έχουμε πολλές ώρες ταξίδι, πρέπει να το φας». Το ’φαγα. Λοιπόν, εν πάση περιπτώσει, φάγαμε. Από ύπνο… δεν σου λέω τίποτα, γιατί ήμουνα πάντα να βλέπω δεξιά κι αριστερά τα σύννεφα, τον ουρανό. Κάτω δεν έβλεπα τίποτα, γιατί ήμασταν 35-40 χιλιάδες πόδια, δεν ξέρω. Κι όταν φτάναμε, ξέρω γω, έβλεπα τη θάλασσα, ξέρω γω, αλλά την έβλεπα… Ατλαντικό, ξέρω γω… Ατλαντικό δεν είναι; Ή Ινδικό; Τέλος πάντων, έβλεπα, λέω, όλο κύμα ήτανε, όλο κύμα, άσπρα όλα. Μόλις φτάσαμε, να σου λέω τι; Ότι νόμιζα ότι θα δω καγκουρό κάτω. Είναι σαν τον Αμερικάνο που είπε… τον Έλληνα, που πρωτοπήγε στην Αμερική και είδε ένα δολάριο κάτω και λέει: «Άντε, ακόμα δεν ήρθα», λέει, «τα δολάρια μάς πήραν απ’ τα πόδια». Τέλος πάντων, ωραία. Όταν γυρίσαμε, όταν γύρισα, πήγα στην Ταϊλάνδη, στο… όταν γύρισα, Μπανγκόκ. Εκεί καθίσαμε, στη Μπανγκόκ. Εκεί πέρασα καλά μια βραδιά. Για να φύγω την άλλη μέρα. Αυτά, με το ταξίδι. Τώρα, για το Μόντρεαλ, Καναδά, πήγαμε και γυρίσαμε, χωρίς στάση.

Μ.Κ.

Στο «Να η ευκαιρία» πότε πας; Στο «Να η ευκαιρία»;

Θ.Κ.

Στο «Να η ευκαιρία»… Να δεις, πω, πω… Είμαι σ’ ένα πανηγύρι στα Σπάτα. Μόλις είχε γκρεμιστεί η δημαρχία και κάναμε το πανηγύρι εκεί, στην αλάνα αυτή, πάνω, εκεί απάνω, εκεί στο Αγγουράκι, στην πλατεία με τα πεύκα, εκεί γινόταν το πανηγύρι. Ένα ωραίο πανηγύρι. Και έρχεται μια κυρία και μου λέει: «Έλα δω, λεβέντη μου», γιατί ήμουνα… πιτσιρικάς ήμουνα. Πιτσιρικάς; Ήμουν 35 χρονών… Όχι, 30. «Εγώ», μου λέει, «ξέρω τον Κατσαρό. Εγώ ξέρω εκείνο, εγώ ξέρω αυτό. Θα μου πεις το όνομά σου;». Λέω: «Θα σ’ το πω». «Πώς λέγεσαι;». «Θανάσης Κοντάκης». «Μένεις;». «Στα Σπάτα». «Το πανηγύρι;». «Εγώ», λέω, «το κάνω». «Μπράβο! Κι έχεις ορχήστρα αυτούς…». Λέω: «Αυτούς: Σαραγούδας, Λεγάκη, Κωστούλας, όλους». «Μπράβο! Εσύ θέλεις να πας στο “Να η Ευκαιρία”;». Λέω: «Το εγκρίνετε εσείς; Εσείς, πρώτα απ’ όλα», λέω, «ποια είστε;». Μου λέει: «Είμαι αυτή, αυτή, αυτή», ήτανε μία κυρία αξιοπρεπέστατη. Εν πάση περιπτώσει, μη μπούμε σε διαδικασία τι δουλειά έκανε. Μου παίρνει τα στοιχεία μου και κάποια στιγμή, ένα πρωινό, χτυπάει το τηλέφωνό μου, η ώρα δέκα και μισή, και λέω: «Λέγετε». Με το «λέγετε», λέει: «Καλημέρα σας». «Καλημέρα». «Είμαι ο Γιώργος ο Κατσαρός. Σας παίρνω τηλέφωνο από την κυρία τάδε. Δηλώσατε», λέει, «για να ’ρθείτε στο “Να η Ευκαιρία”». Λέω: «Κύριε Γιώργο, με συγχωρείς πάρα πολύ, αυτή τη στιγμή δεν είμαι σε θέση να μιλήσω καθόλου, γιατί τώρα μόλις…». Μου λέει: «Θα σε πάρω σε τρεις ώρες», και μου το κλείνει. Και με παίρνει μετά από τρεις ώρες. Τα είπαμε και κλείσαμε να πάω στο «Να η Ευκαιρία». Όταν πήγα στο στούντιο, στο Σύνταγμα, να πάω να γράψω, να πάω να γράψουμε, μου λέει: «Τι τραγούδια», μου λέει, «λες;». Λέω: «Ξεκινάμε από δημοτικά, έχω δουλέψει πολύ δημοτικό τραγούδι και πολύ παλιό λαϊκό». «Ωραία», μου λέει, «έχεις διαλέξει κανένα;». Τότε είχε χαθεί ο Κόλλιας, έχω πει… το 1980; ’81; ’80. Λέω: «Α[01:00:00]υτό», λέω, «Θα πω αυτό… ή αυτό;». Και τους είπα: «Θα πω δύο τραγούδια του Κόλλια και διαλέγουμε ποιο από τα δύο». Ο Κόλλιας ήταν ένας τραγουδιστής που, αν δεν χανότανε, δεν ξέρω, για μένα, θα ήταν ένας απ’ τους καλύτερους στην Ελλάδα, γιατί το είχε το τραγούδι. Το είχε το τραγούδι. Δεν το άφηνε το τραγούδι, να φύγει το τραγούδι. Το είχε κοντά του, κοντά του. Δηλαδή το ’νιωθε το τραγούδι. Ήταν ένα παιδί από τα Καλύβια, νέος πέθανε κι αυτός, 34 χρονών. Και λέω το τραγούδι, λέω το πλέι-μπακ όλο και πάμε στους κριτές. Πήγαμε εκεί, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Ντάριο, η… Αχ, δεν τους θυμάμαι. Και πήρα 9, 9, 8, 10 μου ’βαλε ένας. Οι άλλοι δυο εννιάρια, δυο οχτάρια κι ένα δεκάρι. Για μένα ήτανε καλοί αριθμοί, για μένα. Κι αμέσως από το «Να η Ευκαιρία» έφυγα και πήγα Αυστραλία. Βγήκε.

Μ.Κ.

Ποια ήταν η φιλοσοφία του παιχνιδιού «Να η Ευκαιρία», για τον κόσμο που δεν ξέρει; Πώς ήταν σαν παιχνίδι, ας πούμε;

Θ.Κ.

Τι να πω; Πανηγύρι να το πω; Δηλαδή τι φιλοσοφία ήταν αυτή; Δεν μπορώ να το καταλάβω. Δηλαδή εγώ, εμένα μ’ αρέσει να τραγουδάω. Δηλαδή αυτοί που δεν ήντουσαν, δεν περάσανε «Να η ευκαιρία», δεν θα γινόντουσαν; Ο Αδαμαντίδης πέρασε, μαζί πήγαμε. Η Γλυκερία. Δεν θα γινότανε…; Ήταν ένα πανηγύρι, ένα… Άσ’ το, να μην το πούμε. Για μένα, δεν ξέρω τώρα. Τώρα, θα μου πεις: «Εσύ γιατί πήγες;». Εμένα, άμα δεν μου λέγανε, δεν θα πήγαινα. Επιμένανε. Λέω: «Άντε να πάω». Δεν έχω πρόβλημα, εγώ αυτό που είναι να πω θα το πω. Δεν πάω να κάνω, είπαμε, καριέρα. Εγώ πάω γιατί μ’ αρέσει. Να τους πω κι αυτούς ότι εγώ τραγουδάω. Δηλαδή ο Μαργαρίτης πώς έγινε τραγουδιστής; Το παλικάρι. Γιατί τα είπε. Άρεσε στον κόσμο. Δεν είναι μόνο να τραγουδάς, χρειάζονται κι άλλα πράματα. Δεν είναι ανάγκη να τραγουδάς όμορφα. Και το αηδόνι έχει και το γαϊδούρι έχει φωνή, αλλά άλλο ναύτης, άλλο καντηλανάφτης.

Μ.Κ.

Θυμάσαι σχόλια που σου ’κανε η κριτική επιτροπή όταν σε πρωτοάκουσαν;

Θ.Κ.

Αν θυμάμαι;

Μ.Κ.

Τα σχόλια που σου κάναν όταν σε ακούσανε;

Θ.Κ.

Ναι. Α, ναι! Επειδή δεν μπορώ να θυμηθώ, είναι η Σώκου και η Ντάριο, οι δύο. Ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος, ο Γιώργος Κατσαρός, και ο μουστάκιας, ο… να ’ναι καλά, που δεν θα… «Από πού είσαι; Τι…;». Τα ξέρεις αυτά τα: «Από πού είσαι; Και γιατί είπες αυτό το τραγούδι; Πώς το είπες αυτό το τραγούδι και γιατί δεν είπες κάποιο άλλο;». Κι εκεί τους είπα: «Γιατί», λέω, «άμα έβγαινα στη γειτονιά μου, αυτό το τραγούδι τραγουδάγανε τα πιτσιρίκια», το «Ερωτά μου αγιάτρευτε» τους είχα πει. Κι άκουγα τα παιδιά που το λέγανε, γιατί έγινε μεγάλη επιτυχία, ίσως μπορεί να ’τανε και λάθος μου, αλλά αυτό που πρέπει να πω θα το πω, είπαμε. Τέλος πάντων. Και η κυρία Ντάριο μού είπε: «Το κουστούμι το γυαλιστερό γιατί το φοράς;». «Γιατί ήρθα στο “Να η Ευκαιρία”», λέω, «Παρουσιάζομαι μπροστά σας. Τι θα φόραγα;». Άλλο; Ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος, αυτός πρέπει να μου ’χε βάλει 10, γιατί δεν θυμάμαι. Και εντωμεταξύ στο στούντιο, στον ηχολήπτη δίπλα, ήτανε ο Κατσαρός, γιατί αυτός έκανε την οντισιόν. Μου λέει: «Θες να το ξαναπείς το τραγούδι;». Όταν το είπα το πλέι-μπακ, μου λέει: «Θες να το ξαναπείς, να δοκιμάσουμε;». Και τον είδα από το τζάμι ότι του αρέσει, εγώ. Λέω: «Ναι, πάμε». Το ξαναλέω το τραγούδι. Μου λέει: «Πιο καλό το πρώτο», μου είπε, «να κρατήσουμε». Και κρατήσαμε το πρώτο. «Δεν λες», μου λέει, «κι αυτό το τσιφτετέλι, να δούμε;». Δηλαδή είπα δυο τραγούδια… δυο-τρία; Δεν θυμάμαι. Και κρατήσαμε το «Έρωτα μου αγιάτρευτε». Τα δύο-τρία ήταν του Κόλλια, τα τρία.

Μ.Κ.

Δηλαδή πήγαινες εκεί, γράφατε το τραγούδι και ουσιαστικά το παίζατε κάπου στην ώρα της εκπομπής; Δεν τραγούδαγες live στην ώρα της εκπομπής;

Θ.Κ.

Όχι. Πήγα στο στούντιο, είπα το τραγούδι, το δοκιμαστικό, το ξαναείπα. Ποιο μας άρεσε; Καθόμασταν, το ’παμε και διαλέξαμε αυτό. Το διαλέξαμε και το πήρε ο Κατσαρός, την κασέτα, και την έβαλε στην αγκαλιά και πήγαμε στο αυτό. Στην τηλεόραση ήτανε πλέι-μπακ, απλώς η εικόνα φαινότανε, αλλά ήμουνα… στο πλέι-μπακ ήμουνα ακέραιος, ήμουνα άψογος. Κι αυτοί ακούγανε… Αυτοί, βέβαια, τα ’χουν ακούσει πιο μπροστά. Όταν το είπα, μου λέει: «Άντε», μου λέει, «καλή επιτυχία!». Λέω: «Ευχαριστώ πάρα πολύ!». Και μετά από κάνα δυο, τρεις μήνες το ’δειξε η τηλεόραση, η ΥΕΝΕΔ… όχι η ΥΕΝΕΔ. Δεν ξέρω, η ΥΕΝΕΔ; Ή το MEGA; Δεν θυμάμαι. Ήταν ασπρόμαυρες τηλεοράσεις. Ναι. Ε, με ρωτάγανε μετά στα Σπάτα: «Σε είδαμε και έτσι και αλλιώς και συγχαρητήρια. Κι αυτός ο έτσι, γιατί δεν σου ’βαλε 10», ξέρεις, τα παρατράγουδα τώρα του χωριού μας. Και τους ευχαριστώ πολύ, γιατί με στηρίξανε πάρα πολύ, οι δικοί μας. Πάρα, πάρα πολύ! Γενικά, στα μαγαζιά, σε συναυλίες, σε… Αλλά κι εγώ όμως κοντά τους ήμουνα. Τι θέλανε; Μια συναυλία για τον Θανάση. Αφιλοκερδώς. Για το Γυμνάσιο, για το Δημοτικό, για το γήπεδο, για τον Σύλλογο, διάφορους συλλόγους. Αφιλοκερδώς. Βέβαια. Στις παρέες που κάναμε… βέβαια. Εντάξει, τα παιδιά ήταν όλοι καλοί, όλοι. Να ’ναι καλά. [01:10:00]Από τους οποίους οι μισοί δεν υπάρχουνε και κουβαλάμε τη στενοχώρια.

Μ.Κ.

Και τραγουδάς και σε πανηγύρια…

Θ.Κ.

Ναι.

Μ.Κ.

Θα μου μιλήσεις λίγο και για τα πανηγύρια; Πώς ήτανε η κατάσταση; Πώς κανονίζατε πού θα πάτε να τραγουδήσετε; Όλα…

Θ.Κ.

Ναι.

Μ.Κ.

…ό,τι έχει να κάνει με το πανηγύρι.

Θ.Κ.

Όταν υπάρχει το πανηγύρι του χωριού, είναι ο αρχηγός. Ο αρχηγός είναι ο Χ. «Ελάτε δω, παιδιά, στις 29 έχουμε το πανηγύρι στα Σπάτα. Κανονίστε την πορεία σας, μην κλείσετε αλλού, γιατί εμείς θα παραδώσουμε στον Δήμο, γιατί είναι θεσμός. Μη λέμε ότι θα ’ρθει ο Κοντάκης και έρθει ο Μπιθικώτσης. Μη γελάσουμε. Αυτό που θα παρουσιάσουμε. Εμείς παρουσιάζουμε αυτόνε, αυτόνε, αυτόνε, αυτόνε, αυτόνε, αυτόνε, και παίρνουμε αυτά τα λεφτά. Τελειώσαμε;». «Τελειώσαμε». «Όταν όμως είναι, προσέχτε», λέει ο αρχηγός, «ότι δεν θα ’ρθείτε, θα με πάρεις δέκα μέρες πιο μπροστά τηλέφωνο. Αυτά κλείνονται έναν μήνα πριν. Θα με πάρετε δέκα… για να αντικαταστήσουμε». Και έτσι κλείνεται ορχηστρικά το πανηγύρι. Τώρα, το οικονομικό κλείνεται στον Δήμο, γιατί είναι… Πώς μπορούμε να το πούμε; Όταν κλείνουμε μία δουλειά, πώς μπορούμε να το πούμε ότι τα λεφτά τα παίρνουμε από τον Δήμο; Τέλος πάντων, θα… Τώρα, κάθε ένας, τώρα μαγαζάτορες, όχι ό,τι θέλει αυτός, γιατί τώρα εδώ στο χωριό είναι ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε μαγαζιά. Αυτά τα μαγαζιά τούς τα προσφέρει ο Δήμος για τον κόσμο των Σπάτων. Και τα μαγαζιά συμφωνούνε, τα πέντε, και στρώνουνε κάτω. Τώρα, άμα θα ’ρθει, παράδειγμα, ο Γιώργος και μου πει: «Κοίτα, θα πεις γι’ αυτή την παρέα αυτό το τραγούδι», δεν υπάρχει τώρα αυτά, τώρα δεν υπάρχουνε. Είναι για όλους! Για όλους. Παλιά όμως τι γινότανε; Που γινόντουσαν οι φασαρίες, οι καρέκλες που πέφτανε, το ξύλο, τα μπουκάλια, όλα αυτά… όλα για το χρήμα. Γιατί; Γιατί όταν στηνότανε ένα μαγαζί, μια ορχήστρα, στη γωνία εκεί, πηγαίνανε με τα τυχερά και κρατάγανε αριθμούς από το ένα μέχρι το δεκαπέντε, ξέρω γω, είκοσι. Και μοιράζανε αριθμούς, η ορχήστρα, ποιος θα χορέψει πρώτος, δεύτερος, για να ρίξουνε λεφτά. Αυτό όμως ήταν η καταστροφή του πανηγυριού, γιατί ερχόταν ο Παναγιώτης ο Κοντάκης και λέγανε: «Κρατά του καλό αριθμό αυτού, αυτός έχει λεφτά», και αυτός ερχόταν τελευταίος και χόρευε δεύτερος. Και λέει: «Γιατί, ρε, χορεύει δεύτερος;». «Μα το ’χε κρατήσει». «Εμένα μου είπες να πάρω;». Κι εκεί γινόταν η φασαρία και χάλαγε το πανηγύρι. Με ξύλο και με τέτοια, καβγάδες δηλαδή. Λοιπόν, και ήντουσαν όλοι υπό την επίδραση του ποτού και γινότανε χαμός. Τώρα, που είναι οι συναυλίες έτσι, όλα όμορφα, γλεντάνε τα πιτσιρίκια μέχρι το πρωί. Όλοι, όλοι, όλοι, όλοι. Τώρα…

Μ.Κ.

Θα μου εξηγήσεις λίγο αυτό με τους αριθμούς πώς το εννοείς; Που λες ότι χόρευε δεύτερος…

Θ.Κ.

Ναι. Αυτό τώρα… Κάθε χωριό έχει και τον αρχηγό του, από θέμα οικονομικό. Ποιος έχει τα λεφτά στα Σπάτα, λέμε τώρα; Ο… Ο… Ο… Ο… Ο… Αυτούς τους Ο… Ο… Ο… Ο… Ο… τους κρατάγανε πέντε αριθμούς, ας ερχόντουσαν δέκα η ώρα το βράδυ και η πλατεία να ’ναι γεμάτη, ας ερχόντουσαν, τους έβλεπε και τους έκανε: «Σου ’χω. Σου ’χω». Κατάλαβες; Παίρναν τους αριθμούς κι ο Θανάσης ο Κοντάκης, ο φουκαράς, που έχει κάτσει από τις οχτώ η ώρα, έχει φάει με την οικογένειά του και περιμένει να χορέψει, έχει το 10 νούμερο. Ενώ ο άλλος, που ήρθε τώρα, έχει το 4. Και βλέπει τον πλούσιο κι έβγαινε να χορέψει: «Πού πας, ρε; Αφού τώρα ήρθες». Κι έτσι γινόταν η φασαρία. Γνήσιο δεν γινότανε τίποτα. Το σύστημα ήτανε τέτοιο. Ήτανε… Το πανηγύρι χωρίς καβγά δεν γινότανε, δεν γινότανε.

Μ.Κ.

Θυμάσαι κανέναν καβγά, που να ’χει γίνει μπροστά σου, που να σου έχει κάνει περισσότερο εντύπωση; Οτιδήποτε, που μπορεί κι εσύ να προσπάθησες να το σταματήσεις.

Θ.Κ.

Τι να πρωτοπώ; Αφού τα ’χω κάνει κι εγώ αυτά. Τα ’χω κάνει κι εγώ αυτά. Θυμάμαι στο Μαρκόπουλο, του Αγίου Κωνσταντίνου, Βάσω Χατζή, Βασιλόπουλος, Ζέρβας, Στεργίου… γερά ονόματα. Ναι, αυτή η περίπτωση ήτανε. Έχουμε πιάσει, ξέρω γω, τα όργανα και παίζουνε. Εντωμεταξύ, μια πλατεία, χίλια τραπέζια… όχι χίλια, χίλιες καρέκλες, χίλιες καρέκλες. Και δεν έχει κάτσει κανένας στο τραπέζι, κανένας, όλοι ήντουσαν γύρω γύρω και κοιτάγανε την ορχήστρα. Κι εγώ τι κάνω τώρα; Γιατί είμαι και λίγο καλαμπουρτζής εγώ σ’ αυτά, δεν παίρνω χαμπάρι. Κατεβαίνω από το πατάρι κι ήντουσαν τέσσερις-πέντε τσιγγάνες κάτω. Και τις παίρνω απ’ το χέρι και του λέω του Βασίλη του Σαλέα, ή του Ζέρβα, δεν θυμάμαι, λέω: «Παίξ’ τους ένα τσιφτετέλι». Κι αρχίζουν να παίζουνε και να χορέψουν. Και να ξεκινάνε οι τσιγγάνες και να χορεύουνε, και να χορεύουνε και να χορεύουνε, και δώσ’ του λουλούδια και δώσ’ του… Γίνεται ένας τζερτζελές και, ουπ, ο κόσμος… Γέμισε το μαγαζί, γέμισε το μαγαζί. Ψοφήσαμε στα γέλια. Τέλος πάντων, πέρασε μια βραδιά ωραία. Ήταν η ώρα τέσσερις, πέντε; Όχι, τρεις-τέσσερις η ώρα το πρωί, μεσάνυχτα. Χορεύανε, εντωμεταξύ, κόσμος. Και σηκώνεται ένα… Λέω: «Το νούμερο 4» εγώ. Σηκώνεται η παρέα, το νούμερο 4, να χορέψει. Αυτοί οι τέσσερις-πέντε ήτανε φίλοι και με τους άλλους εδώ, και σηκώνονται κι αυτοί. Λέω: «Επ! Πού πας; Τι νούμερο έχεις;», του λέω. Μου λέει: «Το 5». «Θα περιμένεις», του λέω, «να τελειώσει το 4 και μετά εσύ». «Όχι, γιατί θα φωνάζουνε», μου λέει. Και γίνεται ένας καβγάς, εκεί να δεις τι έγινε. Τώρα μη λέμε… γιατί ήταν και δικοί μας. Ναι. Κι άλλο ένα… Πολλά, είναι τόσα πολλά, αλλά περίπου[01:20:00] έτσι γινόντουσαν. Αυτό, έτσι γινόντουσαν οι παρεξηγήσεις.

Μ.Κ.

Ουσιαστικά με τα νούμερα κλείνανε ποιο τραγούδι θα χορέψουνε;

Θ.Κ.

Ό,τι θέλουνε. Όταν πληρώνεις, όταν πληρώνεις, ειδικά όταν πέφτει χρήμα, δεν έχουνε σταματημό, σταματημό καθόλου. Τραγούδι, τραγούδι, τραγούδι, τραγούδι, και λεφτά, λεφτά. Και μετά, όταν πας αυτό, βλέπεις ένα τσουβάλι λεφτά και λες: «Και δυο μπουνιές που έφαγα, τι έγινε;» Κατάλαβες τώρα τι γίνεται;

Μ.Κ.

Είχες φάει ξύλο;

Θ.Κ.

Ε, βέβαια! Ε, βέβαια! Μπορεί να μην ήταν εκεί, ήτανε κάπου αλλού. Το ξύλο δεν είναι ανάγκη να φας σκαμπίλι. Άμα σου πει μια κουβέντα, ξεφτιλίστηκες. Αυτό ήταν το ξύλο για μένα. Όχι, να μου χειροδικήσουνε; Πα, πα, πα, όχι. Όχι.

Μ.Κ.

Δώσ’ μου ένα δευτερόλεπτο να δω τις ερωτήσεις μου, να δω τι έχουμε ξεχάσει. Άμα θες και θυμηθείς εσύ τίποτα…

Θ.Κ.

Ναι.

Μ.Κ.

…μου λες. Εσύ, ουσιαστικά, είσαι αυτοδίδακτος;

Θ.Κ.

Αυτοδίδακτος, ναι. Ήθελα να… Το σφάλμα μου το μεγάλο, το σφάλμα μου το μεγάλο –το λέω και θα το λέω μέχρι που να πεθάνω– ήτανε που δεν έμαθα ένα όργανο. Το λάθος μου! Γιατί ήθελα να κάνω και το: «Έλα, μωρέ, σιγά. Το όργανό μου είναι ο λαιμός μου», έλεγα. Ναι, πρέπει να ξέρεις όμως πώς θα τραγουδήσεις, τι νότα θα πεις. Αλλά δεν φτάνει μόνο αυτό. Αυτό το επιδίωξα, το ’μαθα, με τι τόνο θα τραγουδήσω. Το ’μαθα. Να γράψω ένα τραγούδι όμως, σε νότες; Αφού είμαι της δουλειάς. Κάτσε εδώ, στο τζακάκι σου, πάρε το μπουζουκάκι σου, δώσε μου μια νότα, να βγάλεις, να γράψεις. Το «λα, λα, λα, λα, λα» δεν μου λέει τίποτα. Ρίξ’ τη νότα, να πάρεις το μαγνητόφωνο, είσαι έτοιμος. Το ’χω δω το μαγνητόφωνο. Λέω: «Τώρα τι κάνουμε; Είναι αργά». Παίρνω… Του λέω του Σαραγούδα –καλή του ώρα–, λέω: «Ρε Νίκο, να μάθω». Μου λέει: «Νωρίς το κατάλαβες. Να, πάρ’ το όργανο», μου λέει, μου ’δειξε ο Νίκος κάτι: «Δεν γίνεται τώρα, πάει, πέταξε το πουλί». Λέω σ’ έναν φίλο μου, πριν βγω στη δουλειά, σαν τραγουδιστής, του λέω: «Ρε συ, πού να πάω να μάθω μπουζούκι, ρε;». Μου λέει: «Θα σε στείλω εκεί που πήγα εγώ». Αυτός δεν ήτανε… Αυτός έμαθε, έμαθε για την πάρτη του όμως, για το κέφι του. Μου λέει: «Θα σε στείλω εγώ», μου λέει, «εκεί στη Φειδιππίδου, όπως Μεσογείων-Φειδιππίδου, για να βγούμε Αλεξάνδρας. Δεξιά», μου λέει, «είναι ένας που μαθαίνει όργανα: αρμόνιο, κιθάρα, σαξόφωνο, τα πάντα, πνευστά, τα πάντα, και μπουζούκι». Λέω: «Θα πάω». Παίρνω το λεωφορείο, πάω. Κατεβαίνω Μακρυγιάννη… Καρανίκα; Μακρυγιάννη; Καρανίκα. Κατεβαίνω, κοιτάζω αριθμό, Φειδιππίδου τάδε. Μπαίνω μέσα, είδα τα αρμόνια, τα μπουζούκια, μπαίνω μέσα: «Γεια! Έρχομαι από τον τάδε, απ’ τον Μανώλη». «Α, τι κάνει ο Μανώλης;». «Καλά είναι», λέω, «Έτσι και έτσι, ήρθα να μάθω μπουζούκι». «Κάτσε», μου λέει. Μιλήσαμε, ξέρω γω, και μου δίνει ένα τετράδιο, το πεντάγραμμο, το πεντάγραμμο, κι αρχίζει να μου γράφει επάνω το κλειδί του Σολ, το κλειδί του Σολ. Γράμματα πάνω στις γραμμές του πενταγράμμου. Το κλειδί του Σολ, το ’γραψα ένα τετράδιο, του ’γραψα άλλο τετράδιο. Μετά άρχισε να μου γράφει τραγούδια σε νότες. Έγραψα, έγραφα, έγραφα… βαρέθηκα! Του λέω: «Μαέστρο», λέω, «εγώ είμαι κυνηγός, να σου φέρω», του λέω, «καμιά δεκαριά πουλιά και να μου δώσεις μπουζούκι, να παίξω αμέσως;». «Όχι», μου λέει, «Άμα δεν μάθεις αυτά, μπουζούκι δεν μπορείς να μάθεις. Άμα δεν γράψεις, δεν μαθαίνεις. Έτσι, πάρε ένα μπουζούκι, τράβα σπίτι σου και παίξε. Τι θα παίξεις; Δεν θα παίξεις». Και τα παράτησα, το μπουζούκι, το όργανο. Όταν ήρθε η ώρα όμως που μου χρειάστηκε, ήταν αργά. Μπορώ να σου πω ότι μπορεί ακόμα να δούλευα, γιατί θα ’χα το μπουζουκάκι μου και θα ’βγαζα πενήντα χιλιάδες τραγούδια ρεμπέτικα και θα ’μουνα σ’ ένα ρεμπετάδικο σήμερα και θα ’κανα το κέφι μου. Παρά τώρα. Τώρα θα μου πεις: «Εντάξει, εδώ είπαμε ότι το τραγούδι το αγαπάς, όχι η δουλειά». Ναι, αλλά και τώρα θα μου χρειαζότανε κι αυτή, η δουλειά. Βέβαια, δεν θα ήτανε… θα ’τανε μια μέρα, ξέρω γω, έτσι, το χαρτζιλίκι μου θα το ’βγαζα.

Μ.Κ.

Είχες προσπαθήσει να γράψεις έστω στίχους;

Θ.Κ.

Πολλούς, πολλές φορές. Πάρα πολλές φορές. Και αυτή τη στιγμή μπορώ να σου γράψω. Αλλά… Στίχο; Και το ημερολόγιο άμα θα σκίσω, από πίσω έχει στίχο. Θέμα θέλω εγώ, να το πάρω, να το αρπάξω, να ρίξω το αυτό και να πω ότι: «Να, αυτό εκεί, αυτό το θέμα, αυτό θα γράψω τώρα. Αυτό το θέμα», έτσι γίνεται. Δηλαδή… Ξέρεις πόσα τραγούδια γράφονται από μια λέξη; Οι άλλοι είχανε τα πακέτα, τα πακέτα τα ’χανε στην τσέπη τους, κι έλεγε τώρα: «Με περιφρονείς», τακ, «Με περιφρονείς». Άσ’ το εδώ. «Με περιφρονείς», τι πάει από κει; Από κει και πέρα συμπληρώνεις, βάρα. «Κι ούτε ήρθες να με δεις», να το, τάκα-τάκα, δίστιχο.

Μ.Κ.

Είχες δώσει τους στίχους σου, κάποιος να σε βοηθήσει με τη μουσική;

Θ.Κ.

Όχι, όχι. Δεν ήθελα δηλαδή να τους πω: «Βάλτε ένα χεράκι». Ή εγώ ή κανένας. Τι να πω; Ότι το ’γραψα μαζί με τη Μαρία; Ή το ’γραψα μαζί με τον Μιλτιάδη; Δεν λέει τίποτα. Ταυτότητα δικιά μου θέλω εγώ.

Μ.Κ.

Δώσ’ μου ένα λεπτό. Μου είπες κάποιους διάσημους∙ μου είπες τον Γονίδη, μου ’πες τη Βάσω τη Χατζή, που έχετε συνεργαστεί. Θυμάσαι συνεργασίες με άλλους ή τίποτα περίεργα;

Θ.Κ.

Ε, σε κάτι χορούς, με τον Αντύπα, με τον Μοναχό δουλέψαμε, τον Κώστα, το καλό παιδί. Τον Γκιουλέκα δουλέψαμε, με τη Δαδινού δουλέψαμε, ένα πολύ ωραίο, με… Πάρα πολ-…

Μ.Κ.

Πώς σου συμπεριφέρονταν αυτοί οι άνθρωποι; Ήτανε πιο διάσημοι ήδη από τότε; Ήταν στα πρώτα τους βήματα;

Θ.Κ.

Όχι, αυτοί ήντουσαν ονόματα. Ήντουσαν ονόματα. Άψογα παιδιά! Με τον Μανώλη τον Αγγελόπουλο, άψογος, δουλέψαμε. Δυο-τρία βράδια δουλέψαμε. Αλλά βρισκόμασταν κάθε βράδυ στο Κάραβελ, που πηγαίναμε τρώγαμε, το πρωί. Και με πολλούς άλλους. Γίναμε φί[01:30:00]λοι δηλαδή. Δηλαδή ο κόσμος μου ήταν αυτοί και είχαμε όλοι άποψη. Τώρα, αν… Με τον Πασχάλη τον Τερζή. Ο Πασχάλης ο Τερζής, επειδή είχα έναν φίλο από τον στρατό, τον Χρήστο τον Κουκουμάγα, και αυτός ήτανε ο μετρ του Πασχάλη του Τερζή, και βρισκόμαστε μέρα παρά μέρα, εν πάση περιπτώσει. Έμενε εδώ ο Χρήστος και ο Πασχάλης δούλευε τότε εδώ στ’ «Αστέρια», στον Παπαργυρόπουλο, και είχε έρθει εδώ σπίτι, τον είχα κάνει τραπέζι, καθίσαμε φάγαμε, κρασάκι, μεθύσαμε, τα είπαμε ωραία. Να, η Βάσω και μουσικοί πολλοί, ο Γιάννης ο Βασιλόπουλος, ο Βασιλειάδης ο Βασίλης… Όλοι εδώ έχουνε περάσει. Ναι. Είχα πάει μια φορά στον Κόζιακα για κυνήγι και είχαμε βαρέσει ένα ελάφι και δούλευα τότε με τον Βασιλειάδη, τον Βασίλη. Και του λέω: «Στο ρεπό που θα κάνουμε, θα σου έχω ελάφι». Όχι ελάφι, ζαρκάδι. «Άντε να δούμε», μου λέει, «πότε αυτό το ζαρκάδι!». Του λέω: «Κανόνισε εσύ». Το κανόνισε και πήραμε μια… ήρθαν όλο το συγκρότημα, όλοι, και φάγαμε ελάφι… ε, ζαρκάδι. Ναι. Δηλαδή είχα πολλές γνωριμίες. Ναι. Κι ο Βασίλης μού ’χε πει: «Έλα, να», μου λέει, «όλοι κάνανε…», στη «Σουίτα», που δουλεύαμε, μου λέει: «Βλέπεις;», μου λέει, «Η Βάσω κάνει», μου λέει, «τώρα δίσκο. Ο Καμπόλης κάνει δίσκο. Ο Κιούσης», μου λέει, «κάνει δίσκο. Εσύ τι κάθεσαι;». Και εκεί πετάχτηκε ο Κόρος, γιατί ήμασταν όλοι μαζί… Να, και η φωτογραφία εκεί είναι. Εκεί, να, η φωτογραφία αυτή, εδώ, Μενιδιάτης… Τέλος πάντων. Και λέει: «Ο Θανάσης», λέει, «περιμένει να…». «Τι περιμένω;», λέω. Λέω: «Δεν έχω λεφτά, εγώ έχω οικογένεια», λέω, «δεν μπορώ να… Δεν μ’ ενδιαφέρει», λέω. «Βρε, έλα». «Δεν μ’ ενδιαφέρει». Ναι, έτσι τους μίλαγα, δεν…

Μ.Κ.

Άρα, για να βγάλεις δίσκο, έπρεπε να πληρώσεις εσύ μόνος σου; Δεν σ’ το κάλυπτε…

Θ.Κ.

Την παραγωγή.

Μ.Κ.

…η δισκογραφική;

Θ.Κ.

Την παραγωγή. Εάν θα έρθει, παράδειγμα, ο Κόρος και μου πει: «Ξεκινάμε», την παραγωγή θα την πληρώσω εγώ. Αυτός θα βάλει τους στίχους και τη μουσική. Όποιος συνθέτης είναι αυτός.

Μ.Κ.

Παραγωγή, εννοείς να κλείσεις το στούντιο; Να βρεις…; Πώς το εννοούμε «παραγωγή»;

Θ.Κ.

Η παραγωγή είναι η δουλειά που θα κάνεις. Το CD αυτό το κάνεις εσύ, παραγωγός είσαι εσύ. Εσύ το ’χεις αναλάβει όλο το πακέτο. Η παραγωγή είναι δικιά μου. Αυτή την παραγωγή την παίρνω και την πάω στην εταιρεία Columbia, την πάω: «Σ’ αρέσει η παραγωγή μου;». «Μάλιστα. Ξεκίνα». Ξεκινάμε. Και από κει και πέρα, το παίρνει η Columbia και το κάνει… τη δίνει σε όλα τα μαγαζιά, την παραγωγή αυτή, σε όλα τα μαγαζιά. Και τα λεφτά είναι της Columbia, δεν τα παίρνω εγώ. Εγώ, απλώς, ανεβαίνει το πρεστίζ μου.

Μ.Κ.

Άρα, ουσιαστικά, εσύ δεν έχεις έσοδα από τους δίσκους που πουλιούνται;

Θ.Κ.

Όχι! Όχι! Όχι. Τι; Τα ποσοστά δεν υπήρχανε. Δεν υπάρχουνε τέτοια, όχι. Απλώς κάνεις την παραγωγή και το δίνεις στην εταιρεία, Polyphone, ξέρω γω, Columbia, Minos, ποιος ήταν αυτός που θα την πάρει, του αρέσει… Γιατί δεν είναι μόνο να το πάρεις, να το φτιάξεις… Αφού τελειώσει η παραγωγή, μετά πιάνεις τις εταιρείες. Πας στη Minos, λες: «Έχω αυτό». «Πέρασε, να σου πούμε. Δεν μου αρέσει». Την παίρνω, φεύγω. Ή: «Το οικονομικό δεν μας συμφέρει, ούτε εσένα ούτε εμένα». Φεύγω, πάω στην άλλη εταιρεία. Κάποια εταιρεία: «Μ’ αρέσει», και θα την προωθεί, τη δουλειά μου. Κι αφού την προωθήσει τη δουλειά, έτσι ξεκινάμε∙ υπογράφουμε συμβόλαιο, ξεκινάμε συμβόλαια, κάνουμε συμβόλαια, και… για πενταετές, για όσα χρόνια θέλεις, σε δεσμεύει, εντωμεταξύ. Ναι. Και έχω την εντύπωση, αναλόγως τι επιτυχία θα έχει, τι κατανάλωση θα ’χει ο δίσκος, σου λέει ότι: «Σε έναν χρόνο θα σου κάνω δύο δίσκους» ή: «Έναν» ή: «Τρία» ή… ξέρω γω. Ή ξεκινάς μόνος σου: «Έχω αυτό». «Ξεκίνα». Άλλο;

Μ.Κ.

Πόσο δύσκολο ήτανε να βρεις εσύ δισκογραφική;

Θ.Κ.

Τίποτα, δεν ήταν δύσκολο. Όταν έχεις εσύ την παραγωγή, τίποτα δεν είναι δύσκολο.

Μ.Κ.

Γιατί είπες ότι είχες εσύ το δικό σου μικρόφωνο, που το έχεις μέχρι και σήμερα;

Θ.Κ.

Αυτό είναι λόγω υγείας, γιατί μ’ ένα μικρόφωνο δεν μπορεί να τραγουδάνε πέντε, ούτε εφτά, ούτε δώδεκα. Ένα, το δικό σου, γιατί δεν ξέρεις εδώ τι γίνεται. Ναι, ναι.

Μ.Κ.

Νομίζω τελευταία ερώτηση: πότε αρχίζεις και σταματάς να πηγαίνεις σε πανηγύρια, να πηγαίνεις σε μαγαζιά να τραγουδήσεις; Πώς κλείνει, ας πούμε, αυτός ο κύκλος, σιγά σιγά;

Θ.Κ.

Στα μαγαζιά;

Μ.Κ.

Και στα πανηγύρια.

Θ.Κ.

Ε, πλέον, όταν μεγαλώνεις, ψιλο-… ειδικά εγώ τώρα, που μ’ αρέσει ένα τραγουδάκι, δεν μ’ αρέσει η δουλειά αυτή, λέω: «Σιγά σιγά πρέπει να αποσυρθούμε». Δεν κλείνουμε καθημερινή, δεν κλείνουμε σε μαγαζί. Δεν δεσμεύομαι δηλαδή να πηγαίνω να τραγουδάω. Γενικά, όχι μόνο για μένα, για τον άνθρωπο. Αλλά είναι μερικοί… μπορώ να τους πω, εγώ, για μένα, αρρώστια δεν είναι, είναι παραδοπιστία. Είναι παραδόπιστος. Δηλαδή είσαι 80 χρονών και πας και μου τραγουδάς; Γιατί; Έχεις υποχρεώσεις; Τι; Για όλα τα επαγγέλματα το λέω. Και λες: «Τώρα, εντάξει, τα μαγαζιά τέλος. Θα λέω κάνα τραγουδάκι στις παρέες, να μου περάσει ο καιρός, μέχρι να φτάσει». Και έτσι γίνεται. Και, σιγά σιγά, μετά φεύγουνε κι αυτά μόνα τους κι είσαι αραχτός πλέον. Φεύγεις ικανοποιημένος μ’ αυτό που έθρεφες, μ’ αυτό που έκανες.

Μ.Κ.

Αυτά. Σου άρεσε η συνέντευξη; Πώς πέρασες;

Θ.Κ.

Άψογη.

Μ.Κ.

Θυμήθηκες;

Θ.Κ.

Θυμήθηκα…

Μ.Κ.

Σε πήγαμε στο παρελθόν;

Θ.Κ.

Θυμήθηκα το παρελθόν και νομίζω ότι βρίσκομαι τώρα σ’ ένα μέρος απ’ αυτά που είπαμε. Τώρα, ο Καναδάς είναι; Η Αμερική είναι;[01:40:00] Η Γερμανία είναι; Η Αυστραλία; Ήτανε πάρα, πάρα πολύ ωραίο. Ξανάνιωσα νομίζω. Τους φίλους μου; Τους έφερα όλους στο μυαλό. Στεναχωρήθηκα λιγάκι, αλλά το χάρηκα όμως. Το χάρηκα, γιατί μ’ αυτά τα παιδιά, που έχουνε χαθεί, τα ’χω χάσει και… Τέλος πάντων. Δεν υπάρχουνε πια.

Μ.Κ.

Κάνα αστείο περιστατικό που έχεις να θυμάσαι;

Θ.Κ.

Αν…;

Μ.Κ.

Αστείο περιστατικό που έχεις να θυμάσαι και θα γελάς μ’ αυτό ακόμα και σήμερα;

Θ.Κ.

Γελάω με όλα αυτά που γίνανε, χωρίς να θυμάμαι κανένα. Λέει πολλά αυτό.

Μ.Κ.

Αυτά.

Θ.Κ.

Ήτανε, να, ένα γέλιο…

Μ.Κ.

Ευχαριστώ.

Θ.Κ.

Ναι, κορίτσι μου. Να ’σαι καλά.

Μ.Κ.

Ευχαριστώ πολύ.

Θ.Κ.

Να ’σαι καλά.

Περίληψη

Ο Θανάσης Κοντάκης περιγράφει την πορεία του στο λαϊκό τραγούδι. Μεταξύ άλλων, θυμάται και μας εξιστορεί την πρώτη φορά που τραγούδησε σε μαγαζί, την εμπειρία του από την τηλεοπτική εκπομπή «Να η Ευκαιρία» και τη διαδικασία παραγωγής του πρώτου του δίσκου. Αναφέρεται, επίσης, στα επαγγελματικά του ταξίδια στο εξωτερικό, στις φιλίες που δημιούργησε στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού και στα μεγάλα ονόματα με τα οποία συνεργάστηκε, ενώ μιλάει και για τη συμμετοχή του σε πανηγύρια και τους συχνούς καβγάδες που ξέσπαγαν εκεί.


Αφηγητές/τριες

Θανάσης Κοντάκης


Ερευνητές/τριες

Μαρία Κοντάκη


Δεκαετίες

Ιστορικά Γεγονότα

Τοποθεσίες

Ημερομηνία Συνέντευξης

21/04/2024


Διάρκεια

101'