© Copyright Istorima

Istorima Archive

Τίτλος Ιστορίας

Ο μεγαλύτερος εν ζωή κάτοικος των Σπάτων, 99 χρόνων, Αρβανίτης, διηγείται ιστορίες από τα Σπάτα και μας μιλάει Αρβανίτικα

Κωδικός Ιστορίας
26891
Σύνδεσμος Ιστορίας
Αφηγητής/τρια
Αναστάσιος Ρεμπούσκος (Α.Ρ.)
Ημερομηνία Συνέντευξης
11/02/2024
Ερευνητής/τρια
Effrosyni Kyriazi (E.K.)
E.K.:

[00:00:00] Ονομάζομαι Ευφροσύνη Κυριαζή, είμαι στο Istorima ερευνήτρια και δημοσιογράφος, σήμερα είναι Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου και είμαστε στα Σπάτα. Βρίσκομαι μαζί με τον κύριο Τάσο. Κύριε Τάσο, σας ευχαριστούμε κατ’ αρχάς που μας μιλάτε, θα ήθελα να μου πείτε το ονοματεπώνυμό σας, πού γεννηθήκατε και ποια χρονολογία. Όποτε είστε έτοιμος.

Α.Ρ.:

Το λοιπόν, γράφομαι Αναστάσιος Κωνσταντίνου Ρεμπούσκος που η καταγωγή μου, γεννήθηκα 4 Γενάρη του 1925, και αυτοί από τα Παλαικούντουρα ήρθανε 4 αδέρφια σαν ρητινοσυλλέκτες. Είχαμε δισεκατομμύρια δάση και πεύκα. Και ήρθανε και μείνανε και τα 4 αδέρφια εδώ.

E.K.:

Στα Σπάτα.

Α.Ρ.:

Στα Σπάτα. Ένας πήγε στον Μαρκόπουλο, Ρεμπούσκος. Μείνανε εδώ στα Σπάτα, ο πατέρας μου πήρε Σπατανέα γνήσια, έκανε 5 αγόρια και 2 κόρες που δεν ζει κανένας τους. Αφού συνεχίσανε, αρχίσανε και εκχερσώνανε, καθαρίζανε τα χωράφια, κόβανε τα πεύκα, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια πεύκα, σαν ξυλοκόποι και σαν ρετσιναραίοι ήταν, για ρετσίνια. Κάποιος από εργοστάσιο τους έστελνε, δεν ξέρω. Γιατί είχε ένα κτήμα ο Σκουζές που έπιανε από την Ραφήνα και σταμάταγε στο Ντράφι. 3.000 πήρε η Παιανία και 4-5.000 πήραμε εμείς, τα αγοράσαμε. Σε 4 κατηγορίες. Πήραμε στην α΄, στην γ΄ και β΄ και δ΄ πήρε η Παιανία. Μετά ήταν τα μοναστηριακά, το μοναστήρι του Μπούρα που το λέμε εδώ. Αυτά τα απαλλοτριώσανε και πήρε ο κόσμος πολλά, φυτεμένα και αφύτευτα. Μερικά τα πληρώσανε…

E.K.:

Κύριε Τάσο, θα σας διακόψω λίγο. Μου είπατε ότι οι γονείς σας ήρθανε, και τα αδέρφια τους, από ένα χωριό. Πού ήταν αυτό;

Α.Ρ.:

Από τα Παλαιοκούντουρα, την Μάνδρα, είναι ακόμα.

E.K.:

Την Μάνδρα. Άρα ήσασταν κοντά δηλαδή.

Α.Ρ.:

Όχι. Σε ποιον νομό είναι η Μάνδρα; Αττική είναι;

E.K.:

Πώς και ήρθατε στα Σπάτα, ήρθανε οι γονείς σας για τα Ρετσίνια;

Α.Ρ.:

Ναι, 4 αδέρφια. Και παντρευτήκανε εδώ, πήρανε γυναίκες ντόπιες, κάνανε οικογένειες, γίνανε ξυλοκόποι, γίνανε ρετσιναραίοι. Μετά αρχίσανε και κάνανε επαγγέλματα, σπέρνανε, φυτεύανε αμπέλια, φυτεύανε ελιές και έγινε ένα εύπορο χωριό. Είχαμε 2 αλωνιστικές μηχανές. Η μια ήταν το πνευματικό κέντρο εδώ Άγιος Νικόλας, ήταν η μεγάλη μηχανή, τη λέγαμε, είχε 156 μετόχους. Στο κέντρο υγείας είχαμε την «γρίτσα», μια μικρή μηχανή με καμιά 80αριά μετόχους που αλωνίζανε μήνες. Όταν σχεδιάσανε τα Σπάτα, ο Δρίνης, ένας μηχανικός του 1934, έκανε ένα κύκλο γύρω 16 χιλιόμετρα και έκλεισε μέσα 161 οικοδομικά τετράγωνα. Και από τότε τη ρυμοτομία την έκανε ο Λουρής, μετά το ’52 που γίναμε Δήμος, μας έφυγε το Πικέρμι, έγινε κοινότητα, και άρχισε τότε από τον Δήμο κάνανε δρόμους, κάνανε πράματα, δεν είχαμε νερό να πιούμε. Ένα βουνό εδώ πάνω από το γήπεδο, Μπούρας, είχε πάρα πολλές πηγές και με τη ροή τους είχαμε φτιάξει εδώ στο 2ο Δημοτικό Σχολείο μια δεξαμενή, και το λέμε ακόμα δεξαμενή, και με τη ροή έφερνε το νερό από τον Μπούρα και κάναμε και τρεις βρύσες κάτω εδώ που πάμε για Παιανία, υπάρχουνε, νομίζω, αυτές οι βρύσες. Και πηγαίνανε οι γυναίκες με τα κανάτια και παίρνανε νερό και πίναμε. Και πολλές φορές που δεν είχαμε, σηκωνόντουσαν νύχτα και παίρνανε νερό να πιούμε. Ε μετά σιγά-σιγά πήρανε στην Κλαντάνα, ένα μέρος το λέμε εδώ απ’ την Πεντέλη, έχουμε 10 στρέμματα εκεί, είχε μια πηγή, και κάναμε έναν αγωγό 10 χιλιόμετρα, 11, η οποία είχε πολλά άλατα και οι σωλήνες βουλώσανε από τα άλατα. Και το ακυρώσαμε και ανοίξαμε στο αεροδρόμιο που περνάει ο Ερασίνος ποταμός. Κατεβαίνει από την Υμηττό, είναι 110 μέτρα βάθος ο Ερασίνος και καταλήγει στην Αρτέμιδα που έχει γίνει μια πλημύρα και σάρωσε την Αρτέμιδα τότε, τους τα γκρέμισε όλα και έφυγε, πήγε πιο πέρα. Αυτά τα χαλάσανε. Η Αρτέμιδα.

E.K.:

Κύριε Τάσο, να σας ρωτήσω κάτι. Μου είπατε οι γονείς σας ήρθανε από την Μάνδρα εδώ. Και ήρθανε για αγροτικές δουλειές, σωστά;

Α.Ρ.:

Συνεχίσανε.

E.K.:

Πόσοι κάτοικοι υπήρχαν τότε εδώ, θυμάστε;

Α.Ρ.:

Γύρω το ’30 που κατάλαβα εγώ τον εαυτό μου, ήμουνα 5, γύρω τις 3.000.

E.K.:

Είχε εκείνη την περίοδο τόσους πολλούς κατοίκους;

Α.Ρ.:

Είχε. 2.500 σίγουρα. 4.000 είχαμε το ’40. Και μετά ήρθανε από παντού. Από Αγκίστρι, από Βίλια, όπως είπα, από Εύβοια και σιγά-σιγά μεγάλωσε το χωριό και έγινε ένα…

E.K.:

Και Αρβανίτες δεν ήρθανε; Αρβανίτες;

Α.Ρ.:

Αλβανοί που λέμε;

E.K.:

Αρβανίτες.

Α.Ρ.:

Όλοι ελληνικά δεν ξέραμε. Μέσα στο σπίτι μας την δεκαετία του ’30, ελληνικά δεν μίλησε κανένας. Αρβανίτικα. Το 80% μες στο σπίτι δεν μιλάγανε ελληνικά, μικρά παιδιά, σχολείο πηγαίνανε, αρβανίτικα. Όλοι αρβανίτικά.

E.K.:

Και εσείς αρβανίτικα μιλούσατε;

Α.Ρ.:

Όλοι, όλοι. Στο κάθε σπίτι αρβανίτικα. Το γράφεις Βασιλική; Ένα σπίτι του Τριγκοκίκα που είχε η Σοφία εκεί, η μάνα τους ελληνικά –είχε δυο αδέρφια μεγάλα, είχαμε υπηρετήσει μαζί και είμαστε φίλοι– η μάνα τους ελληνικά δεν μίλησε ποτέ. Ποτέ. Μόνο Αρβανίτικα.

E.K.:

Θυμάστε εσείς καμία λέξη, κάτι από τα Αρβανίτικα;

Α.Ρ.:

Όλα. Και στεναχωριέμαι που δεν βρίσκω συνέταιρο να μιλήσω. Όλα.

E.K.:

Δηλαδή τι συζητούσατε, τότε στο σπίτι με τους γονείς σας, με τα αδέρφια σας;

Α.Ρ.:

Ό,τι ήτανε να κάνουμε, Αρβανίτικα. Ο πατέρας μου δεν μίλησε ποτέ, οι δυο αδερφές που είχα κάπως μιλήσανε ελληνικά, αλλά λίγο. Εμείς τα αγόρια και ο πατέρας και η μάνα μου δεν μιλήσαμε ποτέ ελληνικά.

E.K.:

Θυμάστε καμία λέξη να μας πείτε;

Α.Ρ.:

Να, σου έλεγε ο πατέρας: «Σέλμα ρε τη μαντουκόνα». Δεν έλεγε «φέρε μου αυτή την τσάπα». «Σέλμα τη μαντουκούνα». Αρβανίτικα. Φέρε μου αυτό το σκεπάρνι, γιατί είχαμε σκεπάρνια για τα πεύκα, «σέλμα τη σκεπαρνίνα». «Σέλμα τα λιουγκούνα». «Λιούγκα» ελληνικά είναι το κουτάλι, αλλά ήταν ειδικά κουτάλια για ρετσίνι. Σου λέω δεν ξέραμε ελληνικά. Και εγώ στις 10 Μαρτίου του ’36 έφυγα από την Πέμπτη, όταν χρειάστηκε να πάρω άδεια οδήγησης. Ήμουνα καλός μαθητής. Ποιος ήταν τελευταία, τον ξεχνάω μωρέ, τον Γιάννη… Ο Γιάννης, τώρα τελευταία εδώ καθότανε, δάσκαλος, ήτανε διευθυντής, όχι πολύ τελευταία, το ’56.

E.K.:

Δεν πειράζει, για εσάς λέμε τώρα.

Α.Ρ.:

Ο ξένος μωρέ.

E.K.:

Δεν πειράζει…

Α.Ρ.:

Είχε μια γυναίκα, τη λέγανε Νέμεση. Αθανασόπουλος γαμώ το. Η Νέμεση, είδες δουλειά που έκανε. Και ανοίγω το βιβλίο, το λέω: «Τι;», μου λέει: «Τι θέλεις;», ήτανε διευθυντής τότε. Λέω: «Θέλω ένα ενδεικτικό να πάρω άδεια οδήγησης». Και ανοίγει και φαίνεται ήμουνα στα αρχαία ελληνικά και ιστορία ήμουνα η κορυφή και ό,τι είχα μάθει, βγήκανε όλα. Και το πύργο του Βαβέλ βγήκε και το πύργο των οργίων βγήκε, και όλα μας βγήκανε. Δεν ήταν ο πύργος του οργίου που καήκανε 100 άτομα εδώ πέρα και ο πρωθυπουργός έκανε κρουαζιέρα με κρουαζιερόπλοιο; Βγήκανε όλα.

E.K.:

Κύριε Τάσο, να σας πω, εσείς τα Αρβανίτικα από πού τα μάθατε, απ’ το σπίτι;

Α.Ρ.:

Από τους γονείς, απ’ τον πατέρα μου και η μάνα μου.

E.K.:

Τότε, επειδή πολλά παιδιά μιλούσανε αρβανίτικα, όλοι στο σπίτι τα μαθαίνανε;

Α.Ρ.:

Ε, βέβαια. Και μετά έξω, οι φίλοι, όλοι αρβανίτικα μιλάγανε.

E.K.:

Οπότε ήταν μια γλώσσα που περνούσε από γενιά σε γενιά;

Α.Ρ.:

Α μπράβο, κράτησε πολύ. Να τώρα λίγα χρόνια τη σταματήσαν τα παιδιά μας.

E.K.:

Πόσα δηλαδή χρόνια τη μιλ[00:10:00]ούσατε αυτή τη γλώσσα; Περίπου.

Α.Ρ.:

Πόσα χρόνια;

E.K.:

Περίπου, πάππου προς πάππου, 100 χρόνια, ας πούμε;

Α.Ρ.:

Μάλλον, πού να το ξέρω αυτό;

E.K.:

Απ’ τους γονείς τους τη μάθανε;

Α.Ρ.:

Απ’ τους γονείς;

E.K.:

Και οι γονείς σας απ’ τους γονείς τους τη μάθανε;

Α.Ρ.:

Ε βέβαια.

E.K.:

Κύριε Τάσο, μου λέγατε για τα αρβανίτικα, πώς τα μάθατε στο σπίτι, από τους γονείς. Και οι γονείς σας τα μάθανε και αυτοί από τους γονείς.

Α.Ρ.:

Φυσικά.

E.K.:

Δεν υπήρχε σχολείο τότε, στο σχολείο δεν τα μιλούσατε.

Α.Ρ.:

Όχι, σχολείο απαγορευότανε ρητώς να μιλήσεις αρβανίτικα. Δεν μίλαγες αρβανίτικα.

E.K.:

Δεν σας αφήνανε οι δάσκαλοι;

Α.Ρ.:

Όχι, δεν μιλάγαμε, ντρεπόμασταν. Γιατί άμα σε άκουγε ο δάσκαλος… Δέρνανε τότε, δεν είναι σαν σήμερα. Είχε ξύλο, βέβαια.

E.K.:

Α, απαγορευότανε δηλαδή. Απαγορευότανε δηλαδή να τα μιλάς;

Α.Ρ.:

Όχι, έτσι από συνήθεια από μόνοι τους.

E.K.:

Πώς ήταν αυτό; Ήτανε δύσκολο για σας που είχατε μάθει να τα μιλάτε από το σπίτι;

Α.Ρ.:

Όχι, καθόλου.

E.K.:

Δεν δυσκολευτήκατε δηλαδή να προσαρμοστείτε;

Α.Ρ.:

Τίποτα. Με μεγάλη ευκολία. Α αφού είμαστε από 4 χρονών. Θυμάμαι, είχα βγει από δω κάτω, είχαμε πολύ ελαιώνα εδώ, το μόνο μέρος που είχε ελαιώνα εδώ παρακάτω, και ερχότανε ένας που είχαμε δισεκατομμύρια πουλιά, 30 είδη πουλιά, πολλά σπίτι ζούσαμε από τα πουλιά. Είχαμε παγίδες, είχε δίχτυα, είχαμε ξόβεργες, είχαμε όπλα, οι μεγάλοι όπλα, λαγούς. Σου λέω, πάνω από 30 είδη πουλιά. Και δίχτυα που πιάναμε στα ρέματα.

E.K.:

Και τι τα κάνατε τα πουλιά αυτά;

Α.Ρ.:

Τα τρώγαμε. Τα μαγειρεύαμε με τραχανά, με ρύζι και τρώγαμε. Και ήταν ένας ξάδερφος της μάνας μου που δεν τον γνώριζα εγώ, που ήταν πρώτα ξαδέρφια, δύο αδερφών παιδιά. Αυτός είχε τον πατέρα και η μητέρα μου είχε την μάνα του, αδερφή. Και κατάλαβα ότι ερχότανε από πουλιά με δίχτυα. Και ήμουνα τόσο, σαν σαλιγκάρι. Και του είπα αρβανίτικα: «Μπαρμπάτς, μπάρμπα, δώσε μου ένα πουλί». Και όταν άρχισα να μεγαλώνω, όπου με συναντούσε αυτός –αυτός πάντα με ένα γάιδαρο, ένας αδύνατος ανθρωπάκος, ο Κοντοσπορανάκης, είχε κάνει και ένα παιδί ανάπηρο– όπου με έβρισκε μου έλεγε: «Μπαρμπάτς». Ε του έλεγα: «Μπαρμπάτς, αμάνι ζογκ ντε». Και μου έλεγες αυτός. Όταν άρχισα και μεγάλωνα δεν σταμάτησε, συνέχισα. Και τώρα από κάτω που ερχότανε μου έλεγε αυτός: «Μπαρμπάτς, αμάνι ζογκ», θα ‘μουνα 10 χρονών, 11; Και θυμώνω και βλαστήμησα και παίρνω μια πέτρα, το είπα ελληνικά: «Να σου δώσω ετούτη την πέτρα στο κεφάλι». «Όχι ρε παιδί μου, είμαι ξάδερφος της μάνας σου», μου λέει. Και από κει σταμάτησε το «Μπαρμπάτς». Ιστορίες για αγρίους, αγριάνθρωποι.

E.K.:

Οπότε δεν ήταν εύκολο να τα μιλάτε τα αρβανίτικα εκτός σπιτιού; Ήτανε δύσκολο να τα μιλάτε τα αρβανίτικα εκτός σπιτιού;

Α.Ρ.:

Καθόλου.

E.K.:

Μόνο στο σχολείο;

Α.Ρ.:

Μόνο στο σχολείο, όχι, ποτέ. Στο σπίτι θα μίλαγε αρβανίτικα. Και με φίλους στα καφενεία μόνο αρβανίτικα, ταβέρνες μόνο αρβανίτικα. Βέβαια.

E.K.:

Οπότε είναι σαν να είχατε δύο γλώσσες ουσιαστικά; Στο σχολείο ελληνικά και στο σπίτι και έξω, στη βόλτα με τους φίλους σας αρβανίτικα;

Α.Ρ.:

Ναι, γιατί δεν γράφονται αυτά τα αρβανίτικα τα δικά μας, ούτε διαβάζονται ούτε γράφονται. Είναι άγραφα.

E.K.:

Τι εννοείται δηλαδή;

Α.Ρ.:

Δεν γράφονται τα αρβανίτικα τα δικά μας, κατάλαβες; Δεν έχουνε κάποιο νόημα να γραφτούνε.

E.K.:

Γιατί όμως, δεν ήταν γραπτή γλώσσα, ήταν προφορική;

Α.Ρ.:

Δεν ξέρω, δεν γράφονται. Είναι μπαστάρδικα, δεν ξέρω τι είναι. Δεν γράφονται, όχι.

E.K.:

Μάλιστα. Αλλά το είχατε συνηθίσει, για εσάς ήταν δηλαδή φυσιολογικό αυτό.

Α.Ρ.:

Βέβαια και ευχαριστιόμαστε που μιλάγαμε. Βέβαια.

E.K.:

Και ήταν όλα τα παιδιά έτσι;

Α.Ρ.:

Όλα, όλα. Ας εξαιρέσουμε, στους 100, να είναι 10 ή 20, οι άλλοι, όλοι.

E.K.:

Εσάς ποια γλώσσα σας άρεσε καλύτερα; Τα ελληνικά ή τα αρβανίτικα;

Α.Ρ.:

Τα αρβανίτικα. Αφού τα είχαμε μάθει νεράκι, ούτε τόνους, ούτε πνεύματα, ούτε δασείες, ούτε τίποτα. Και μας αρέσανε πιο ωραία, γιατί αυτά τα μάθαμε. Ακόμα στεναχωριέμαι που δεν βρίσκω αντίπαλο να μιλήσω.

E.K.:

Θυμάστε κάποιες άλλες λέξεις ή φράσεις να μας πείτε στα αρβανίτικα;

Α.Ρ.:

Εκατομμύρια. Όλες τις λέξεις, ό,τι ελληνικό και αρβανίτικο. Να, παραδείγματος χάριν: τη φωτογραφία, παρομοιάζει, «φωτογράφι», δεν λέμε φωτογραφία, «φωτογράφι». Κατάλαβες; Λέμε κάτι λέξεις που παρομοιάζουν.

E.K.:

Το τραπέζι, το ποτήρι, το παράθυρο, την πόρτα, τα θυμάστε αυτά;

Α.Ρ.:

Ναι, υπάρχουνε. Όχι, η πόρτα «Ντερ», η πόρτα δεν έχει. Ενώ το τραπέζι και αυτό δεν έχει, «σοφρά» το λέγαμε, είναι ένα τραπέζι στρογγυλό με σκαμνάκια και τα λέγαμε σοφράδες. Αυτά νομίζω γράφονται ελληνικά, ο σοφράς, το σκαμνάκι.

E.K.:

Αυτή η γλώσσα γιατί θεωρείται ότι χάθηκε ή χάνεται στο πέρασμα των χρόνων; Είστε από τους λίγους που τη μιλάνε ακόμα.

Α.Ρ.:

Γιατί είχαμε έναν Σπύρο Γεωργάκη, που δεν ξέρω, είχαμε και μια οδός στην κυρα-Χρήσταινα, αυτός ήξερε λίγα γράμματα, αλλά δεν είχε παραπάνω από 6-7 παιδιά και δεν του δίνανε άδεια. Και πήρε τον Τσιμπούρη, από τον άγιο Θανάση, ένας Τσιμπούρης, ένας ψηλός, έναν χειμώνα, με κατσούλες –και αυτό αρβανίτικο, κατσούλα ήταν ένα παλτό με έναν κούκο από πάνω, με μια μύτη από πάνω, την λέγαμε κατσούλα– και πήρανε από ένα φανάρι, φανάρι μεσάνυχτα, ξέρεις τι ώρα ήτανε; 7 η ώρα, το λέγαμε μεσάνυχτα. Και πηγαίνανε σπίτι σε σπίτι. Και όπου βλέπανε ψιλά παιδιά και αδύνατα τα γράφανε ότι ήτανε γεννημένα του ’07 και ήταν γεννημένα του ’09 αυτά.

E.K.:

Γιατί το κάνανε αυτό;

Α.Ρ.:

Για να συμπληρώσουν παιδιά να τους δώσει άδεια το υπουργείο να ανοίξουνε σχολείο, δεν είχαμε σχολείο. Και μαζεύτηκε το ποσό που χρειαζόταν τότε το σχολείο και ανοίξαμε το 1914 σχολείο, Δημοτικό. Με τον Σπύρο Γεωργάκη.

E.K.:

Οπότε αυτό ήταν το πρώτο δημοτικό, το 1914;

Α.Ρ.:

Το πρώτο δημοτικό. Με παιδιά εφτάχρονα, αλλά δεν ήτανε, ήτανε 9, 8, αλλά τα γράψανε ότι ήτανε γεννημένα το ’07, 1907.

E.K.:

Εσείς πήγατε σε αυτό το δημοτικό;

Α.Ρ.:

Όχι, εγώ πήγα κανονικά. Εγώ πρόλαβα και Γυμνάσιο πηγαίνανε τα παιδιά με ποδήλατα στο Κορωπί.

E.K.:

Εσείς πήγατε Δημοτικό αυτό που άνοιξε το ’14.

Α.Ρ.:

Στα Σπάτα, μόνο Δημοτικό, μέχρι την Πέμπτη Δημοτικού, δεν ολοκλήρωσα την Έκτη.

E.K.:

Πήγατε όμως σε αυτό το δημοτικό που άνοιξε το 1914;

Α.Ρ.:

Ε αυτό έμεινε. Απ’ τους 14…

E.K.:

Στο 1ο Δημοτικό δηλαδή. Και εσείς γεννηθήκατε πότε, το 1920;

Α.Ρ.:

Εγώ πήγα το 1932, 7 χρονών.

E.K.:

Και γεννηθήκατε το 1925;

Α.Ρ.:

7 χρονών πηγαίναμε σχολείο. Και όποιος ήθελε μέναμε, 1-2, τη Δευτέρα, τη Τρίτη και πηγαίναμε 10-11-12 χρόνια να βγάλουμε το Δημοτικό.

E.K.:

Θυμάστε πόσα παιδιά ήταν τότε το σχολείο;

Α.Ρ.:

Τότε στη γενιά μου ήμασταν πολλά παιδιά.

E.K.:

Περίπου, 10-20-30, πόσα παιδιά ήσασταν;

Α.Ρ.:

Ήμασταν καμιά τριανταριά θα ‘μαστε. Είχα την κυρά-Δέσποινα, την κυρα-Ειρήνη, τον Σαβάκκα, είχαμε 20 παιδιά, είχαμε.

E.K.:

Και πόσες τάξεις είχε τότε το σχολείο;

Α.Ρ.:

Εξατάξιο ήτανε, έξι.

E.K.:

Και σεις πηγαίνατε πιο πολύ σχολείο ή πιο πολύ στις αγροτικές δουλειές να βοηθάτε…

Α.Ρ.:

Πιο πολύ σχολείο, βέβαια. Όλο το καλοκαίρι στη δουλειά. Και όχι στα Σπάτα, έξω. Πίναμε νερό από ποτάμια, από πηγάδια και κοιμόμαστε σε στρώματα τέτοια. Δεν είχε σπίτι το καλοκαίρι. Γιατί ήταν ρητινοσυλλέκτης ο πατέρας μου. Και κοιμόμαστε 6-7 μήνες, ώσπου να ανοίξουν τα σχολεία, κοιμόμαστε έξω.

E.K.:

Κύριε Τάσο, να σας πω, θυμάστε λίγο όταν ήσασταν παιδί που πηγαίνατε στο σχολείο, πώς ήταν η μέρα σας. Πηγαίνατε πρώτα, ας πούμε, για δουλεία με τον μπαμπά σας και μετά σχολείο και μετά ξανά στη δουλειά στα χωράφια ή πρώτα σχολείο;

Α.Ρ.:

Όχι. Σχολείο, δουλειά-δουλειά. Πηγαίναμε στο σχολείο, ήταν [00:20:00]σχολείο. Δεν είχε δουλειά-σχολείο. Κάνα απόγευμα… Πότε δεν κάναμε; Τετάρτη και Σάββατο δεν κάναμε απογεύματα, ήτανε κάνα δυο μέρες και πηγαίναμε και βρίσκαμε, λέγαμε: «Θα είμαστε εκεί», αρβανίτικα. Και πηγαίναμε τους βρίσκαμε. Αλλά σπάνια. Πηγαίναμε σχολείο κανονικά, πηγαίναμε και απογεύματα. Πηγαίναμε όλη την ημέρα. Δεν ήταν να πήγαινες στη 1-2 και να φύγεις, θα πήγαινες και το απογευματινό.

E.K.:

Και σεις τι δουλειά κάνατε με τον μπαμπά σας. Στα αμπέλια πηγαίνατε, για ρετσίνα;

Α.Ρ.:

Βέβαια, ρετσίνια, για ξύλα για το χειμώνα, χιλιάδες οκάδες ξύλα, όχι κιλά, οκάδες.

E.K.:

Και πώς ήταν εκείνα τα χρόνια, ήταν δύσκολα, είχατε χρήματα; Πώς ζούσατε;

Α.Ρ.:

Εμείς που είχαμε τα ρετσίνια είχαμε χρήματα. Γιατί όταν το 1936 γίνανε εκλογές και ήτανε 7-8 για πρωθυπουργοί έμεινε –πάλι τον ξεχνάω πώς τον λέγανε– και ήρθε αντιπολίτευση το κόμμα του Μεταξά. Και πεθαίνει τον Μάρτη, τον Απρίλη του ’36 ο πρωθυπουργός και ανέλαβε βασιλευομένη δημοκρατία ο Μεταξάς. Ανέλαβε 4 Αυγούστου του 1936. Αν δεν είχε γίνει ο πόλεμος, το τι πλούτο έφερε ο Μεταξάς. Άλογα από Ουγγαρία, από Σερβία, χάνια στην Αθήνα, χάμουρα, που τα λέμε, σούστες καινούριες. Έκανε μια συμφωνία με την Ιταλία ο Μεταξάς για ένα είδος του ρετσινιού που το λέγανε κολοφώνιο, από 7 δρχ. που είχε το πήγε 12-11. Και είχαμε πολλά λεφτά. 

E.K.:

Και τότε το κάθε σπίτι πώς ήτανε; Είχε την αυλή του, τα πρόβατα πώς συντηρούνταν;

Α.Ρ.:

Οι κότες ήταν τα βυτιοφόρα. Οι κότες στο σπίτι ήταν… Πώς τα λέμε αυτά, τα σκατατζίδικα. Τα βυτιοφόρα αυτά, τα βυτία.

E.K.:

Ναι, ναι, βυτία.

Α.Ρ.:

Είχαμε τις κότες. Και είχαμε ένα αποχωρητήριο ωραίο με κλαδιά, με σχοίνα και μόλις τελείωνες, πήγαινε ο βόθρος, το φόρτωνε και καθάριζες. Τελείωνε.

E.K.:

Ωραία και είχατε τις κότες σας. Τι άλλο; Είχατε προβατάκια, κατσίκες…

Α.Ρ.:

Πρόβατες, κατσίκα θα είχε κάθε σπίτι, για το γάλα. 2-3 πρόβατα, άλλος είχε 5, άλλος 10, είχαμε. Κότες, άλλος 10, άλλος 20. Εμείς είχαμε χήνες.

E.K.:

Οπότε κάθε οικογένεια, ουσιαστικά συντηρούνταν μόνη της, για το φαγητό;

Α.Ρ.:

Ναι, βέβαια.

E.K.:

Είχε τα απαραίτητα στο σπίτι δηλαδή.

Α.Ρ.:

Όχι, είχαμε και απ’ έξω. Είχαμε και κήπους και περιβόλια πολλά.

E.K.:

Είχατε, αλλά αν μου λέγατε ότι είχατε κοτούλες, πρόβατα…

Α.Ρ.:

Κοτούλες απαραίτητα, αυτά ήταν τα απαραίτητα.

E.K.:

Είχατε τα αβγά, το γάλα.

Α.Ρ.:

Τα αβγά και το γάλα τα είχαμε απαραίτητα.

E.K.:

Οπότε συντηρούνταν το κάθε σπίτι.

Α.Ρ.:

Ναι, βέβαια.

E.K.:

Και ήταν όλα τα σπίτια έτσι, δηλαδή ήταν κάτι που συνηθίζονταν;

Α.Ρ.:

Το 80% σίγουρα. Γιατί άλλοι δεν είχανε να αγοράσουν το καλαμπόκι, με τι να ταΐζανε τις κότες. Και δεν είχανε και τον κατάλληλο χώρο. Εμείς είχαμε 500 μέτρα από κάτω, είχαμε κότες, χήνες, γαλιά.

E.K.:

Ήσασταν ευκατάστατοι δηλαδή εσείς.

Α.Ρ.:

Είχαμε, είχαμε. Είχαμε πρόβατα, η κατσίκα…

E.K.:

Λόγω του ρετσινιού;

Α.Ρ.:

Όχι, γιατί μας χρειαζόντουσαν. Είχαμε κατσίκα, πότε 2 κατσίκες, πότε μια, πρόβατα 3-4, είχαμε, πάντα είχαμε.

E.K.:

Άρα θα είχατε και χρήματα για να τα πάρετε αυτά.

Α.Ρ.:

Ναι, στην αρχή. Μετά μια με την άλλη που γεννούσανε κρατούσαμε τα θηλυκά και είχαμε πάντα δικά μας, δεν αγοράζαμε.

E.K.:

Λόγω του ρετσινιού, ασχολιόταν με τα ρετσίνια ο μπαμπάς σας;

Α.Ρ.:

Με το ρετσίνι. Μετά άρχισε με τα αμπέλια και ξεκινήσαμε μετά παρατήσαμε μετά όλοι… το 60% ασχολιότανε με τα ρετσίνια.

E.K.:

Οπότε για να ασχολιότανε τόσο πολύ ο κόσμος με τα αμπέλια, θα είχε και χρήματα. Θα βγάζατε…

Α.Ρ.:

Ε βέβαια είχε. Είχαμε μερικούς εύπορους, είχανε αμπέλια 50 στρέμματα μονοκόμματο.

E.K.:

Εσείς θυμάστε πόσα αμπέλια είχατε;

Α.Ρ.:

Πώς δεν θυμάμαι. Είχαμε. Τώρα τι έχουμε, και τι να τα κάνουμε τώρα.

E.K.:

Τότε είχατε αρκετά όμως.

Α.Ρ.:

Είχαμε, δόξα τω Θεό είχαμε. Ε με αυτά δημιουργηθήκαμε, γιατί πιάναμε λεφτά από τον μούστο, τα πατάγαμε, είχαμε τα… Να, αυτή η θηλειά είναι εκεί. Είχαμε και πατητήρι και το πουλάγαμε σε μούστο. Από κάτω, δεν ήτανε, τούτο είναι σπίτι δικό μου, τα πατρικά ήταν από κει. Τα γκρέμισα. Και έχω σκεπάσει μες στο υπόγειο δύο δεξαμενές.

E.K.:

Οπότε τότε το κάθε σπίτι είχε και το πατητήρι του;

Α.Ρ.:

Όχι το κάθε σπίτι. Αυτοί που δεν είχανε πατητήρι κλαίγανε και οδυρόντουσαν να βρουν πατητήρι. Γιατί ο καθένας το χρειαζότανε.

E.K.:

Εσείς είχατε πατητήρι;

Α.Ρ.:

Αφού, δεν βλέπετε τη θηλειά. Από αγανάκτηση… Γιατί όλοι τα χρειαζόντουσαν 10 μέρες, 15 που κράταγε. Μετά έφτασε 20-25 μέρες ο τρυγητός.

E.K.:

Θυμάστε εσείς μικρός αν πατούσατε σταφύλια, τις δουλειές που κάνατε για τα αμπέλια, θέλετε να μου πείτε;

Α.Ρ.:

Νύχτες, πατάγαμε νύχτες σταφύλια. Όλη νύχτα να πατάς, όλη νύχτα. Αλλά ερχόντουσαν πολλοί ξένοι. Πολλοί Ευβοιώτες από την Εύβοια, όλοι πατητάδες. Και μείνανε πολλοί εδώ από την Εύβοια και γίνανε και εύποροι μερικοί, γίνανε ωραίοι.

E.K.:

Άρα ερχόντουσαν και από αλλού εργάτες για τα πατητήρια και τ’ αμπέλια;

Α.Ρ.:

Βέβαια, μόνοι μας δεν μπορούσαμε. Ήθελε και προσωπικό.

E.K.:

Δεν φτάνατε γιατί είναι μεγάλη η σοδειά;

Α.Ρ.:

Αυτό έχει σταφύλια και είναι η αδερφή μου με τον γάιδαρο. Οι εργάτες βρέθηκε κάποιος και τις πήρε το βράδυ με αυτοκίνητο και τις έφερε καβάλα. Ήθελε η σούστα 3, ανάλογα την περιοχή, 2-3-4-5 εργάτισσες για να τρυγήσουνε. Όσο πιο μακριά ήτανε τόσο πιο λίγες εργάτισσες ήθελε, όσο πιο κοντά, τόσο περισσότερες εργάτισσες.

E.K.:

Άρα, κύριε Τάσο, να σας ρωτήσω, επειδή εγώ δεν ζούσα εκείνη την εποχή, από τα αμπέλια τότε ζούσαν πολλές οικογένειες και επειδή ήταν τότε σε άνθηση η αμπελουργία και τα σταφύλια ερχόντουσαν εργάτες και από άλλες περιοχές;

Α.Ρ.:

Δεν μπορούσαμε μόνοι μας, ήτανε πολλά τα αμπέλια και δεν μπορούσαμε.

E.K.:

Άρα θα είχατε μεγάλη σοδειά.

Α.Ρ.:

Γενικά, αυτοί που κάνανε, κάνανε μεγάλη σοδειά και θέλανε προσωπικό. Θέλανε και πατητάδες και γυναίκες για τρυγητό. Αλλά οι περισσότεροι θέλανε για τρυγητό, γυναίκες, πατητάδες τα κάναμε και μόνοι μας. Όσοι είχανε 4-5 παιδιά, δυο παιδιά τα πατάγανε μόνοι τους.

E.K.:

Άρα η περιοχή τότε ζούσε αποκλειστικά από τα αμπέλια και τις αγροτικές δουλειές.

Α.Ρ.:

Βέβαια. Κάναμε σιτάρια, κριθάρια για τα ζώα. Τα σιτάρια εξασφαλίζαμε το ψωμί της χρονιάς. 2-3.000 οκάδες σιτάρι. Είχαμε τρεις αλευρόμυλους. Και πηγαίναμε και στο Κορωπί, δεν προλαβαίναμε. Είχαμε τον Λιάγκο, είχαμε, που υπάρχει ακόμα, είχαμε τον Βαγγέλη τον μυλωνά που υπάρχει ακόμα. Είχαμε την κυρα-Μαριά, μια Πρόσφυγας, αυτή αγόρασε όλα τα οικόπεδα της Λούτσας μετά με το σιτάρι στην κατοχή, η κυρά-Μαρία.

E.K.:

Θυμάστε καμιά εικόνα από εκείνη την περίοδο, κάνα γεγονός, κάτι που να είχατε ζήσει σαν παιδί εκείνη την περίοδο και να το θυμάστε;

Α.Ρ.:

Τι να είχε γίνει;

E.K.:

Κάτι, με τα αμπέλια, με τη δουλειά, έτσι κάποιο περιστατικό που να σας έχει μείνει.

Α.Ρ.:

Καυγάδες για τα όρια. Καυγάδες για τα σύνορα. Για μια αυλακιά 10 πόντους σε σκότωνε. Καυγάδες.

E.K.:

Ήτανε θέμα τιμής τότε τα χωράφια.

Α.Ρ.:

Βέβαια.

E.K.:

Θυμάστε κάποιο άλλο περιστατικό, ας πούμε, εμείς δεν το ξέραμε αυτό τώρα, ότι γινόντουσαν καυγάδες για τα αμπέλια.

Α.Ρ.:

Γίνανε και κάνα δυο-τρία εγκλήματα, ας μην τα λέμε αυτά.

E.K.:

Εσείς στην Κατοχή πόσο χρονών ήσασταν τότε; Θυμάστε στην Κατοχή;

Α.Ρ.:

Εμ δεν θα ‘μουνα 14-15; Τι λέω εγώ; 15-16.

E.K.:

Είχατε φαγητό τότε, ήτανε δύσκολα; Πώς ήτανε στην Κατοχή;

Α.Ρ.:

Πείνα και κακό. Αλλά είχε βγει μια επιτροπή εδώ, στον Τσίλια [00:30:00]που το λέγαμε, που έγινε δήμαρχος, και μαζεύανε και κάνανε συσσίτια. Και πήγαινε ο κόσμος, γέμιζε και ψείρες και σου φέρνε και το φαΐ, σου φέρνε και τις ψείρες. Απαραίτητη η ψείρα. Είχαμε και καραγκιόζη εδώ. Άμα πήγαινες το βράδυ στου καραγκιόζη, γύριζες όλο ψείρες.

E.K.:

Εσείς τους Γερμανούς τους θυμάστε να έχουν έρθει στα Σπάτα, να έχουν επιτάξει…

Α.Ρ.:

Γεμάτο. Γεμάτο, Γερμανοί, Ιταλοί. Εγώ είχα φίλους Ιταλούς στην ηλικία μου που άρχισα και μιλάγαμε. Μου έμαθε κάτι λέξεις.

E.K.:

Είχανε επιτάξει και σπίτια; Πώς ήτανε τότε η ζωή;

Α.Ρ.:

Για τα Σπάτα, περνάγαμε νύχτες, γιατί είχαμε πρόεδρο που ήξερε γερμανικά, ο ιατρός ο Γλούπης και περνάγαμε στον Σταυρό που το λέμε εμείς, που ενώνει η Λαυρίου, εκεί είχανε το μπλόκο. Και σου ζητάγανε ταυτότητα. Και λέγανε: «Παπήρ, παπήρ. Νο παπήρ, Σπάτα». Άμα ακούγανε Σπάτα, περάστε…

E.K.:

Επειδή ο πρόεδρος μιλούσε γερμανικά;

Α.Ρ.:

Βέβαια και ήταν πρόεδρος για λίγο καιρό και άμα ακούγανε Σπάτα, τους είχε γνωρίσει τους Γερμανούς, είχανε πιάσει μερικούς για σφάξιμο. Και πήγε αυτός ο Γλούπης, ο Σπύρος, και τους έσωσε. Κάτι που κλέβανε τότε και ήτανε λακές και πήγε ο μπάρμπα-Σπύρος και τους έσωσε.

E.K.:

Άρα είχατε πιο ευνοϊκή μεταχείριση εδώ στα Σπάτα;

Α.Ρ.:

Ναι, ναι.

E.K.:

Θυμάστε κάτι άλλο από την Κατοχή, κάτι περιστατικό, κάτι άλλο που να είχε γίνει ή τους αντάρτες, θυμάστε;

Α.Ρ.:

Ω, τα περιστατικά… Ευχαριστώ, έχω μαντιλάκι στην τσέπη γιατί ξεχνάω… Θυμάμαι γιατί είμαι θύμα. Αυτός ο αριστερός τον φάγανε οι αντάρτες.

E.K.:

Φίλος σας; Ο αριστερός είναι ο αδερφός σας;

Α.Ρ.:

Εδώ, ο από εδώ.

E.K.:

Ο αδερφός σας είναι;

Α.Ρ.:

Πιο πολλά εγκλήματα κάνανε οι αντάρτες παρά οι Γερμανοϊταλοί. Σκοτώσανε πολλοί κόσμο. Τον πήρανε αγγαρεία με τη σούστα, πού διάολο τους πήγε, και τότε είχε έρθει ένας πρόεδρος της Αμερικής, ο Σκόμπι, και έβγαλε τα τανκς στην Αθήνα. Και στο δρόμο εδώ Σπάτα-Αθήνα, στον Σταυρό, είχανε βάλει νάρκες. Και αφού ακούσανε αντάρτες ότι είχε έρθει ο Σκόμπι, πήγανε και τις βγάλανε και τις βάλανε δίπλα σε έναν χωματόδρομο. Και φοβηθήκανε την άσφαλτο και πήγανε στο χωματόδρομο, πατάει την νάρκη, πάει η σούστα, μόνο το μουλάρι έζησε. Μάλιστα.

E.K.:

Από τον αδερφό σας μου λέτε τώρα.

Α.Ρ.:

Τον αδερφό μου.

E.K.:

Και πώς έμπλεξε έτσι με τους αντάρτες;

Α.Ρ.:

Δεν έμπλεξε. Τον πήρανε. Ήρθανε σε σένα, πήρανε 5-6, ήρθανε σε σας και είπανε στον μπαμπά σας: «Αύριο θα έρθεις αγγαρεία να φορτώσουμε και να πάμε εκεί». Και βγάζει και τους δίνει ένα πουρμπουάρ και ήρθανε και φωνάξανε εμάς και πήρανε τον αδερφό μου. Γινόντουσαν τέτοια.

E.K.:

Και σεις πώς γλιτώσατε από αυτά, ήσασταν πιο μικρός;

Α.Ρ.:

Ήμουνα μικρός εγώ. Αυτοί παίρνανε τους μεγάλους.

E.K.:

Μου είπατε πριν ότι οι αντάρτες κάνανε χειρότερα πράματα από τους Γερμανούς. Θυμάστε τίποτα άλλα έτσι να μας πείτε για εκείνη την περίοδο που είναι άγνωστη σε μας και δεν τα ζήσαμε και δεν ξέρουμε;

Α.Ρ.:

Είχανε, στη Ραπεντώσα το λέγαμε εμείς, ένα βουνό εδώ στο Μαραθώνα, είχανε το αρχηγείο οι αντάρτες. Και εκεί σφάξανε δύο αδέρφια Σπαταναίους. Τους Ντουνταίους. Δύο αδέρφια. Και έναν ξάδερφο του Γιώργου του Μπέκα, του Μπατάκα που είχε πάρει τον Παναγιώτη, αυτός ήτανε δάσκαλος. Και τον Νίκο τον χασάπη που είχαν εδώ στου Καλλιμάνη, είχανε το χασάπικο, τον αδερφό του, τον τελευταίο, τον Παναγιώτη, ήταν ο Λευτέρης, ήταν αυτός ο Κώστας, και ήταν δάσκαλος αυτός. Παιδαρέλι ήταν 4-5 αδέρφια, ο τελευταίος. Και τον πήρανε Χίτης, ήταν δεξιός, τον επήγανε στο βουνό και του βάλανε μια μαχαιριά και τους έφυγε. Αλλά στα βράχια και αυτά έπεσε και πέθανε. Κώστα τον λέγανε. Πιο πολλά γίνανε με τους αντάρτες παρά με τους Γερμανούς.

E.K.:

Ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της Ελλάδας ο Εμφύλιος.

Α.Ρ.:

Βέβαια. Σκοτώνανε αθώους ανθρώπους.

E.K.:

Σας βλέπω τώρα συγκινείστε, φαντάζομαι, και για εσάς που τα ζήσατε.

Α.Ρ.:

Ε, να μην συγκινείσαι μωρέ. Χρόνια του διαόλου. Ενώ με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς είμαστε φίλοι, τα πίναμε. Μικρός εγώ είχαμε τον Ferruccio στην ηλικία μου. Και ερχόταν στο σπίτι και είχαμε κοντεμίρια στην πόρτα, στα δίφυλλα. Και ακούμπαγε το ντουφέκι στο κοντεμίρι και καθότανε και πίναμε. Και που πήγαμε στην Ιταλία, ρώτησα για τον Ferruccio, τον Ferruccio τον έφαγε η θάλασσα όταν καταρρεύσανε, τους πήρανε τα παπούτσια οι Γερμανοί και τους βάλανε τσόκαρα τους Ιταλούς εδώ. Τσόκαρα ξύλινα. Είχαμε ένα εργοστάσιο και δεν προλάβαινε να κάνει τσόκαρα για τους Ιταλούς. Ε ρε τι γινόταν τότε.

E.K.:

Και τι έγινε με τον Ferruccio; Ήταν φίλος σας;

Α.Ρ.:

Ιταλός, φίλος. 18 χρονών και ήτανε στρατιώτης. Είχα μάθει ιταλικά. Άμα συνεχούσα, θα τα ήξερα.

E.K.:

Και θυμάστε καμία ιστορία να μας πείτε από τον φίλο σας τον Ιταλό;

Α.Ρ.:

Που τα πίναμε, τα κάναμε, μας έλεγε ιστορίες για την πατρίδα του, πού να τα θυμάσαι τώρα. Τα παρατήσαμε. Που πήγαμε στην Βενετία, χαθήκαμε ένα βράδυ με τη γυναίκα μου, αντί να πάμε έτσι, πηγαίναμε έτσι. Τι να κάναμε, ποιον να, φοβόμαστε να ρωτήσουμε. Και είδαμε έναν κύριο με παλτό, με καβουράκι: «E signore, molto bene». «Molto bene, come?». Και του λέω: «Io Greco». «Και τι ζητάς;» «Έχουμε χαθεί». «Πού είσαστε;» Του λέω: «Venezia Molto Piazza». Και μας πήρε και μας πήγε στο ξενοδοχείο. Αλλά ήταν εξηντάρης, εβδομηντάρης, κύριος, λέω: «Μόνο τούτος θα με εξυπηρετήσει».

E.K.:

Και ο Ferruccio τι έγινε; Μου είπατε ότι τον ψάχνατε μια περίοδο, τον αναζητήσατε.

Α.Ρ.:

Όταν πήγα στην Ιταλία. Ούτε καν βρέθηκε, ποιος ήξερε από πού ήτανε να έρθει στην Ελλάδα και να ζητήσει τον Ρεμπούσκο, να πας στην Αθήνα, πού να με βρούνε.

E.K.:

Δεν μάθατε δηλαδή τι απέγινε.

Α.Ρ.:

Τίποτα, χάθηκε ο Ferruccio. Μπορεί να τον έφαγε και η Κρήτη. Ξέρω γω τι έγινε…

E.K.:

Και μετά την Κατοχή, μετά τους αντάρτες, πώς ήταν μετά η ζωή, τι κάνατε;

Α.Ρ.:

Πιο χειρότερα μετά. Γιατί σε παίρνανε με το ζόρι στρατιώτη, ήθελες δεν ήθελες. Πιο χειρότερα, αυτοί σκοτώσανε πιο πολλούς.

E.K.:

Για τη Δικτατορία λέτε τώρα, για τη Χούντα;

Α.Ρ.:

Ναι. Πιο πολλούς Έλληνες από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Και το Κορωπί που κάψανε οι Γερμανοί, τότε που καταρρεύσανε και φεύγανε από Λαύριο, από Έλληνα κάηκε το Κορωπί. Είχα πάρει μια καραμπίνα και είχε μπει σε ένα γεφυράκι και όπως περνάγανε τα τανκς ρίχνει μια πιστολιά. Και γυρίζουνε πίσω και μπήκανε μες στο Κορωπί και κάψανε πολλά σπίτια.

E.K.:

Τώρα για πότε μου λέτε, για ποια δεκαετία, με τη Χούντα;

Α.Ρ.:

Με τους Γερμανούς. Που καταρρεύσανε, το ’44.

E.K.:

Μετά όταν φύγανε οι Γερμανοί εσείς τι κάνατε;

Α.Ρ.:

Ε, αρχίσαμε τις δουλειές μας, έγινε ειρήνης, κατέβηκαν οι αντάρτες κάτω, συμφιλιωθήκανε, παραδώσανε τα όπλα, ο καπετάν Μάρκος, καπετάν τάδε και συμφιλιώθηκε για λίγο χαρήκαμε. Δεν χαρήκαμε 1 μήνα. Χαρήκαμε, νομίζω, Σεπτέμβρη και Οκτώβρη, τον Δεκέμβρη πιάσανε τα Δεκεμβριανά. Πιάσανε τα Δεκεμβριανά, έγινε ο χαμός. Σε παίρνανε με το ζόρι απ’ το σπίτι οι αντάρτες.

E.K.:

Παιδομάζωμα.

Α.Ρ.:

Μάλιστα, παιδομάζωμα.

E.K.:

Είχατε φίλους σας εσάς τους πήρανε; Εκτός από τον αδερφό σας που μου λέγατε;

Α.Ρ.:

Τον αδερφό μου πήρανε οι αντάρτες, τον Χρήστο. Αλλά όχι, δεν τον πήρανε, με έναν φίλο του και δύο άλλους, τον Σπύρο Νάνο, τον Γιάννη Ζαβό και έναν άλλον, τον Κώστα τον Λίγδα, και ο αδερφός μου, φύγανε και πήγανε φαντάροι. Ντυθήκανε φαντάροι και δεν τους πήρανε, τώρα το θυμήθηκα. Δεν τους πήρανε αυτούς, φύγανε.

E.K.:

Τον άλλον αδερφό σας δεν μου είπατε ότι τον πήρανε που[00:40:00] πήγανε να βάλουνε την νάρκη…

Α.Ρ.:

Αυτό ήτανε με τους Γερμανούς. Αυτό που λέω εγώ ήτανε με τους αντάρτες, με τον άλλον αδερφό μου. Μαζεύανε και οι αντάρτες μετά. Κάνανε τάγματα ασφαλείας μεταξύ τους, για τον Μάρκο και τους άλλους.

E.K.:

Μετά όταν τελείωσαν όλα αυτά, εσείς τι επάγγελμα κάνατε, πώς γνωρίσατε τη γυναίκα σας, μείνατε εδώ στα Σπάτα όλα τα χρόνια;

Α.Ρ.:

Όλα τα χρόνια εδώ.

E.K.:

Και με τι ασχοληθήκατε, με τη γη; Αμπέλια…

Α.Ρ.:

Με τη γη. Μας έπιασε μια φυλλοξήρα το ’59 και μας ξέρανε όλα τα αμπέλια. Και αρχίσαμε να τα ξεριζώνουμε, δυο Λειψιώτες είχαν έναν τρακτέρ μεγάλο, μετά φέραμε και δικά μας, έφερε και ο συνεταιρισμός και ανανεώσαμε τα αμπέλια. Και ασχοληθήκαμε με τα αμπέλια. Από κει και ύστερα ασχοληθήκαμε με τα αμπέλια από το ’60 σχεδόν. Αρχίσαμε με τα αμπέλια το ’59 και τελειώσαμε με τα αμπέλια. Γιατί μας φέρνανε άγρια κλίματα και τα μπολιάζαμε εμείς και παίρναμε πολλά λεφτά. Όσοι μάθαμε, ήθελε τέχνη.

E.K.:

Εσείς ασχολούσασταν μόνο με αυτό, με τα αμπέλια, ή κάνατε και άλλη δουλειά;

Α.Ρ.:

Μόνο με τα αμπέλια. Κάναμε και λίγο τον ψευτό-οικοδόμο, τότε με τα λαθραία.

E.K.:

Πόσα χρόνια δηλαδή ήσασταν στα αμπέλια; 40, 50 χρόνια;

Α.Ρ.:

Περίπου. 50-60 χρόνια.

E.K.:

Όλη σας τη ζωή στο χωράφι.

Α.Ρ.:

Και τον χειμώνα που σταματάει το… που η ρετσίνα έπιανε τον Μάρτη και τελείωνε τον Νοέμβριο. Από κει και ύστερα μπαίναμε στα χωράφια, καθαρίζαμε σχοίνα, πουρνάρια, ανοίγαμε χωράφια, ήταν όλα δάση. Και από κει αρχίσαμε να φυτεύουμε και χωράφια, να σπέρνουμε και αμπέλια και ασχοληθήκαμε με τα αμπέλια τον χειμώνα. Το καλοκαίρι με τα πεύκα.

E.K.:

Και τη σύζυγο πώς τη γνωρίσατε;

Α.Ρ.:

Δεν την γνώρισα. Συνοικέσιο έγινε.

E.K.:

Προξενιό που λέμε;

Α.Ρ.:

Να τες. Κατέβασε να τις δούνε ρε Μαίρη.

E.K.:

Τις βλέπω. Προξενιό ήτανε; Θέλετε να μου πείτε λίγο για αυτό, θυμάστε; Που είναι διαφορετικό από εμάς τώρα;

Α.Ρ.:

Ο θείος της Αρετής, ο Ηλίας. Ο Ηλίας ο Γιώργας, ο τρίτος γαμπρός. Αλλά έζησε ζωή χαρισάμενη. Πήρε κόρη υιοθετημένη. Και ήτανε μια γριά εκεί και στα 35 μας τελείωσε ο μπατζανάκης, πρόλαβε έκανε ένα αγόρι και μια κόρη και μας τελείωσε.

E.K.:

Τη σύζυγο πώς τη γνωρίσατε;

Α.Ρ.:

Ε καλά, τη γνώριζα από… Είχα πάει μια μέρα μάλιστα και τους τρυγούσα, στη Βαλανιδούσα είχανε ένα αμπέλι και τους τρυγούσα. Μες συνοικέσιο.

E.K.:

Με συνοικέσιο τη γνωρίσατε.

Α.Ρ.:

Είμαστε φίλοι με αυτόν τον γαμπρό που…

E.K.:

Θυμάστε πώς έγινε το συνοικέσιο, την είχατε δει;

Α.Ρ.:

Ε αυτός ο φίλος μου, εδώ, ο Ηλίας, ο γαμπρός της, δηλαδή, που είχε πάρει την αδερφή της, την τρίτη αδερφή.

E.K.:

Είχε παντρευτεί δηλαδή φίλος σας την αδερφή της συζύγου σας;

Α.Ρ.:

Την Τρίτη, ναι. Ήτανε πέντε αδερφές.

E.K.:

Και ήθελε όλοι έτσι να είστε οικογένεια; Θυμάστε;

Α.Ρ.:

Ναι.

E.K.:

Θυμάστε όταν την είχατε δει αν σας άρεσε εκείνα τα χρόνια…

Α.Ρ.:

Με αυτόν είμαστε από νέοι φίλοι, πριν παντρευτεί. Και μετά που παντρεύτηκε μου είπε και μένα και έγινε το συνοικέσιο. Μάλιστα.

E.K.:

Και πώς ήτανε τότε, όταν παντρευτήκατε και κάνατε παιδιά, πώς ήτανε τότε η ζωή; Είχανε αλλάξει τα Σπάτα;

Α.Ρ.:

Πολύ, είχε αλλάξει.

E.K.:

Θυμάστε να μας πείτε για αυτές τις αλλαγές;

Α.Ρ.:

Άρχισε η οικοδομή, να φτιάχνονται σπίτια. Να παίρνουνε αυτοκίνητα, αγροτικά, να παίρνουν ταξιά, να παίρνουν λεωφορεία, άρχισε να αλλάζει. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, του ’70 αλλάξαμε.

E.K.:

Ήρθε δηλαδή η αστικοποίηση, έγινε σαν πόλη. Μέχρι τότε πώς ήτανε, ήτανε πιο αγρότες στα Σπάτα, ζούσανε πιο…

Α.Ρ.:

Όλοι αγρότες. Μετά είχαμε ξένα λεωφορεία και μπήκανε πάρα πολλοί αγρότες πρακτόροι και οδηγοί, πάρα πολλοί.

E.K.:

Και εσείς τι κάνατε; Συνεχίσατε με τα αμπέλια ή αλλάξατε επάγγελμα.

Α.Ρ.:

Με τα αμπέλια. Ένας αδερφός μου έβγαλε ταξί. Και εμείς με τα αμπέλια.

E.K.:

Και με τα αμπέλια τότε δεν σκεφτήκατε ποτέ να τα αφήσετε, να κάνετε και σεις κάτι άλλο;

Α.Ρ.:

Αποφάσισα για ταξί εγώ, γιατί τότε το υπουργείο έδινε τις άδειες δωρεάν, και είχα έναν κουνιάδο που είχε το ταξί και είχε δώσει υπογραφή σε αυτόνε που δεν έβγαλε ποτέ. Και πήγε τσάμπα η άδεια.

E.K.:

Και μετά πόσα παιδιά κάνατε, θυμάστε;

Α.Ρ.:

Δυο κόρες.

E.K.:

Ήτανε δύσκολα να τις μεγαλώσετε, να τις σπουδάσετε;

Α.Ρ.:

Όχι, εύκολα ήταν. Είχε και δυσκολίες, αλλά…

E.K.:

Τα καταφέρατε.

Α.Ρ.:

Τα καταφέραμε, δόξα τω Θεό.

E.K.:

Θυμάστε κάτι άλλο να μου πείτε από εκείνα τα χρόνια, κάποιο περιστατικό που να σας έχει μείνει;

Α.Ρ.:

Πώς δεν θυμάμαι. Που δεν είχαμε μυαλό. Δεν είχαμε πολύ μυαλό. Υπήρχανε ευκαιρίες, αλλά δεν τις εκμεταλλευτήκαμε.

E.K.:

Γιατί το λέτε αυτό;

Α.Ρ.:

Γιατί το λέμε; Γιατί μπορούσα τις κόρες μου να τις είχα κάνει, όχι καθηγήτριες, πρυτάνεις. Γιατί γνώριζα τον Κώστα τον Σαχίνη. «Τι κάνει η συνάδερφος;» «Καλά, ρε Κώστα». Δεν του έλεγα: «Ρε Κώστα, κοίτα να τις γράψουμε σε κάνα πανεπιστήμιο καλό». Καλά η Μαίρη σου.

E.K.:

Εντάξει, τώρα αυτά είναι του καθενός η μοίρα, που λέμε. Να σας πω, αυτή η φωτογραφία εδώ που είστε πάνω στο άλογο, στο κάρο, είναι πολύ ωραία φωτογραφία. Τι κάνατε με το κάρο…

Α.Ρ.:

Τρύγο σταφύλια έχει απάνω.

E.K.:

Οπότε ποια είναι η διαδικασία; Πηγαίνατε τρυγούσατε…

Α.Ρ.:

Και τα φορτώναμε απάνω και τα φέρναμε.

E.K.:

Και πού τα πηγαίνατε;

Α.Ρ.:

Στο πατητήρι.

E.K.:

Και μετά; Αφού τα πατούσατε και έβγαινε ο Μούστος;

Α.Ρ.:

Ήτανε φορτηγά αυτοκίνητα, με βαρέλια, τα φορτώνανε και τα πηγαίνανε στην Αθήνα, στους εμπόρους.

E.K.:

Κάνατε και σεις διανομή στην Αθήνα ή τα δίνατε αλλού;

Α.Ρ.:

Όχι, ο καθένας είχε τον έμπορά του.

E.K.:

Τα δίνατε στον έμπορο δηλαδή.

Α.Ρ.:

Ναι, βέβαια.

E.K.:

Και τότε φαντάζομαι η Αθήνα, επειδή ήταν και δύσκολα τα μεταφορικά με τα καράβια, θα έπαιρνε κρασί από τα Σπάτα και όλα τα Μεσόγεια.

Α.Ρ.:

Βέβαια, καλό κρασί. Πρώτα ερχόταν η Παλλήνη και μετά ερχόμασταν εμείς.

E.K.:

Ήτανε ξακουστό δηλαδή.

Α.Ρ.:

Βέβαια.

E.K.:

Θυμάστε κάτι άλλο να μας πείτε;

Α.Ρ.:

Να θυμάμαι εκεί η σούστα, έρχομαι από… τον παππού της βασιλικής, είχαμε ένα αμπέλι κοντά-κοντά. Θυμάμαι τον Νίκο τον παππού που ζευγάριζε και θυμάμαι είμαστε γείτονες. Ε, από εκεί έρχομαι. Είχα τρεις εργάτισσες, αυτή είναι η σοφία, και οι άλλες δύο φύγανε…

E.K.:

Κύριε Τάσο, εσείς όλη μέρα ήσασταν στα χωράφια και δουλεύατε, τότε;

Α.Ρ.:

Βέβαια. Και κοιμόμαστε και από κει.

E.K.:

Α, κοιμόσασταν εκεί.

Α.Ρ.:

Άμα ήτανε μακριά.

E.K.:

Οπότε μπορεί να ήσασταν και μερόνυχτα εκεί πέρα.

Α.Ρ.:

Βέβαια.

E.K.:

Δεν κουραζόσασταν;

Α.Ρ.:

Το καταλαβαίναμε; Δεν το καταλαβαίναμε.

E.K.:

Μάλιστα. Να σας πω, άμα κρατούσατε κάτι από τα Σπάτα, κάτι που να θυμάστε, κάτι που να σας συγκινεί, τί θα ήταν αυτό; Από την περιοχή.

Α.Ρ.:

Η περιοχή που είχε πολλές ταβέρνες. Κάθε βράδυ πανηγύρια. Μέχρι τα μπακάλικα είχανε και ταβέρνα. Είχαμε 20 τόσες ταβέρνες.

E.K.:

Τώρα δεν υπάρχουν πια;

Α.Ρ.:

Υπάρχουνε 2-3. Αλλά σκέτη ταβέρνα, 2 είναι ή 3.

E.K.:

Και τα πανηγύρια που μου λέτε, πώς ήτανε τότε; Έβγαινε ο κόσμος, γλεντούσε, ή ήταν κάποιες μέρες που κάνατε τη συγκομιδή στα αμπέλια που γλεντούσατε; Πώς γινόντουσαν τα γλέντια.

Α.Ρ.:

Γλέντια κάναμε το τριήμερο Πέτρου και Παύλου. Τρία βράδια πανηγύρι. Που έκανα και γω σαματά ένα βράδυ.

E.K.:

Για πείτε μου για αυτό.

Α.Ρ.:

Αυτό άσ’ το.

E.K.:

Πείτε μου για τον σαματά, γιατί συλλέγουμε και ιστορίες από το πανηγύρι.

Α.Ρ.:

Εγώ ήτανε κάτι παιδιά από το Κορωπί. Και εγώ είχα ανέβει απάνω, ήταν ο πεθερός μου σε ένα μπαλκόνι της Αρετής, η γυναίκα μου, η Μαίρη. Και απάνω στον χορό τσακωθήκανε. Και βλέπω έναν Κορωπιώτη με ένα μαχαίρι, πήγαινε να τρυπήσει τον[00:50:00] Σπύρο Γκάτση. Και πώς μου ήρθε εκείνη την ώρα εγώ και πετάω μια καρέκλα και έγινε… το μεγάλο πανηγύρι.

E.K.:

Θαρραλέος όμως και σεις.

Α.Ρ.:

Βλακεία. Πήγαινα να σώσω τον Σπύρο Γκάτση.

E.K.:

Θέλατε να σώσετε τον φίλο σας. Γινόντουσαν και φασαρίες τότε στα πανηγύρια;

Α.Ρ.:

Σε πολλά γινόντουσαν.

E.K.:

Είχατε κόντρα εσείς με το Κορωπί, στα Σπάτα;

Α.Ρ.:

Ερχόντουσαν κάτι παρέες. Εμείς πηγαίναμε περισσότεροι στης Αναλήψεως. Αυτοί ερχόντουσαν πιο λίγοι.

E.K.:

Κάτι άλλο να θυμάστε από το πανηγύρι, μου είπατε ότι ήταν 3 μέρες το γλέντι.

Α.Ρ.:

3 μέρες.

E.K.:

Και ερχόταν όλο το χωριό, ας πούμε;

Α.Ρ.:

Σχεδόν όλο το χωριό. Είχαμε 3-4 συγκροτήματα, όργανα. Τα πρώτα χρόνια…

E.K.:

Μισό λεπτάκι. Για το πανηγύρι του Πέτρου και Παύλου, να μου πείτε για το στιφάδο, τις ετοιμασίες.

Α.Ρ.:

Οι ετοιμασίες το πανηγύρι για το στιφάδο, φέρναμε γελάδια, 6-7-8, 10 γελάδια. Και τα σφάζαμε το πρωί και τα μαγειρεύαμε την ίδια μέρα. Ένα πράμα ανορθόδοξο. Και καζάνια δεν είχαμε. Πηγαίναμε με ένα αυτοκίνητο σπίτι σε σπίτι και μαζεύαμε καζάνια. Του ’79 που ήμουνα εγώ, λέω: «Δεν είναι αυτή, ρε. Πήγαινε στη Βασιλική». Λέω: «Βασιλική, μας δίνεις το καζάνι;». «Το έχω με ασβέστη». «Βασιλική, μας δίνεις το καζάνι;». «Το έχω ξεγάνωτο». Και αφού τελειώσαμε, παιδί ήμουνα και γω, εγώ έφυγα πήγα στη Λούτσα και οι συνάδελφοι μου πήγανε και παραγγείλανε γαλβάνιζέ καζάνια. Δεν ξέρω πόσα καζάνια. Και μετά πηγαίνανε στην Κομοτηνή και φέρνανε βουβάλια, μοσχάρια, κομμάτια, 4 κομμάτια. Σταμάτησαν να σφάζουνε. Και τα βάζουνε στο ψυγείο μια βδομάδα εδώ σιτεύανε και από κει άρχισε το μαγείρεμα. Και μετά πήραμε ωραία καζάνια και τα καίγαμε με ξύλα. Βάζαμε γύρω 70 καζάνια, 73…

E.K.:

Τόσα πολλά;

Α.Ρ.:

Τόσα πολλά.

E.K.:

Πόσον κόσμο δηλαδή είχατε.

Α.Ρ.:

Ερχόντουσαν και από γύρω χωριά.

E.K.:

Χιλιάδες φαντάζομαι θα είχε. Αν μου λέτε 70 καζάνια.

Α.Ρ.:

Αλλά τα καζάνια νομίζω παίρνανε 52 μερίδες μέσα, 52 άτομα. Σκέψου τώρα 70 καζάνια, 73.

E.K.:

Και το περιμένατε πώς και πώς κάθε χρόνο αυτό;

Α.Ρ.:

Ε καλά, οπωσδήποτε, βέβαια.

E.K.:

Και είχε ορχήστρα, χορεύανε οι νέοι φαντάζομαι…

Α.Ρ.:

Τώρα τελευταία εφάρμοσαν έναν χορό εκεί κάτω, δεν τα είχε εδώ στα Σπάτα. Τώρα τελευταία είχε κάτι γκρουπάκια μικρά, κάτι ορχήστρες μικρές.

E.K.:

Κάτι άλλο από το πανηγύρι κύριε Τάσο που να θυμάστε;

Α.Ρ.:

Τι να θυμάμαι;

E.K.:

Πόσο κόσμο ταΐζανε δηλαδή, θα γινόντουσαν, φαντάζομαι, συνοικέσια που λέγαμε, τα φλερτ, οι χοροί, θα χορεύατε και σεις με τη σύζυγο.

Α.Ρ.:

Ερχόντουσαν Κορωπιώτες, ερχόντουσαν Παιανιώτες, ερχόντουσαν από την Ραφήνα. Ερχόντουσαν από… όταν λέμε 73 καζάνια φαγητό, πόσο θα είμαστε εμείς.

E.K.:

Και γιατί κάνατε στιφάδο;

Α.Ρ.:

Ήταν ένα έθιμο λένε, ότι ένας έσωσε ένα μοσχάρι, κάτι σαν παροιμίες και δεν τα πιστεύω εγώ αυτά.

E.K.:

Ε δεν πειράζει, πείτε τα μας. Έσωσε ένα μοσχάρι ποιος;

Α.Ρ.:

Λένε ότι είχανε τα μαγειρεία στην εκκλησία και καπνιζόντουσαν. Και φεύγει ένα μοσχάρι με το μαχαίρι και ήρθε και έπεσε εδώ που κάναν τα φαγητά, κάνα χιλιόμετρο πιο μακριά. Και κάνανε εδώ τα φαγητά, φύγανε από την Εκκλησία, είχε πεύκα, είχε, έχω φωτογραφίες, ωραίες. Και έφυγε από την εκκλησία το φαγητό και ήρθε εδώ πέρα. Τώρα η αλήθεια πώς εφαρμόστηκε, το γράφουν κάτι βιβλία του Τάκη του Κλάτση.

E.K.:

Ωραία, κύριε Τάσο, κάτι άλλο για να κλείσουμε; Πρέπει να είστε ο τελευταίος που έχει μείνει, είστε ο πιο μεγάλος κάτοικος των Σπάτων.

Α.Ρ.:

Μάλιστα.

E.K.:

Σας αγαπάνε όλοι εδώ. Εμένα όλοι για εσάς μου λέγανε.

Α.Ρ.:

Δεν είναι, όχι.

E.K.:

Ε πώς, ζήσατε εποχής, εδώ τώρα μου είπατε εποχές που ήταν οι πρώτοι κάτοικοι, που ήρθατε και εσείς, που είχατε τις κοτούλες σας, Εμφύλιο, Κατοχή, αμπέλια. Γεμάτη ζωή, όλη.

Α.Ρ.:

Ναι, βέβαια.

E.K.:

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.

Α.Ρ.:

Να ‘στε καλά. Είχαμε Δήμαρχο τον Μιχάλη Παπαχρήστου. Έχω φωτογραφία με τους Μπατραίους…

E.K.:

Κύριε Τάσο, να σας πω, πείτε μου λίγο. Εσείς πήγατε στο πρώτο δημοτικό το πέτρινο, σχολείο.

Α.Ρ.:

Πέτρινο έμεινε. Δεν άλλαξε.

E.K.:

Ήσασταν από τους πρώτους μαθητές. Σωστά;

Α.Ρ.:

Σωστά.

E.K.:

Δάσκαλος τότε ποιος ήτανε εκεί, θυμάστε ο πρώτος Δάσκαλος;

Α.Ρ.:

Ο Γιωργάκης ο Νικολάου, κάτι τέτοιο…

E.K.:

Ο φουστανελοφόρος;

Α.Ρ.:

Ήτανε και ξένοι.

E.K.:

Πιο παλιά;

Α.Ρ.:

Για πιο παλιά μιλάω εγώ. Είχαμε και ξένους.

E.K.:

Ο πρώτος δάσκαλος του χωριού.

Α.Ρ.:

Όχι, ο Σπυρογιωργάκης, ο Σπυρογιωργάκης, τον ξέχασα.

E.K.:

Γιατί τον λέγανε φουστανελοφόρο;

Α.Ρ.:

Φοράγανε φουστανέλες.

E.K.:

Γιατί, όλοι οι σημαίνοντες φοράγανε φουστανέλες;

Α.Ρ.:

Ποιος ξέρει; Το έθιμο.

E.K.:

Ήταν ο δάσκαλος, ο πρόεδρος, με φουστανέλες, σωστά;

Α.Ρ.:

Και οι τσελιγκάδες. 

E.K.:

Τους προλάβατε εσείς αυτούς. Και οι τσελιγκάδες τότε ήτανε πολλοί;

Α.Ρ.:

Τους έχω φωτογραφία, δεν τους πρόλαβα. Δύο αδέρφια Μπατραίοι και στην μέση ο δήμαρχος και στην άκρη οι Μπατραίοι με φουστανέλες. Ο Γιάννης με τον Γιώργη.

E.K.:

Και σεις ήσασταν από τους πρώτους μαθητές που πήγατε στο καινούριο, το πέτρινο, το δημοτικό σχολείο.

Α.Ρ.:

Βέβαια.

E.K.:

Ωραίο πρέπει να ήταν τότε αυτό.

Α.Ρ.:

Ωραίο, ωραίο. Με σκάλες ανεβαίναμε τότε απάνω.

E.K.:

Καμιά ιστορία από τον Δάσκαλο θυμάστε;

Α.Ρ.:

Τον Νικολάου τον Σαβάκκα. Ο πιο βάρβαρος άνθρωπος. Δεν αγαπούσε καθόλου τα παιδιά.

E.K.:

Για τους Σαρακατσάνους θυμάστε τίποτα;

Α.Ρ.:

Τίποτα.

E.K.:

Ο Μπάτρης από που ήταν; Τσέλιγκας ήτανε.

Α.Ρ.:

Τσέλιγκας ήτανε. Είχαμε τον Γιάννη Μπάτρη και τον Γιώργο Μπάτρη, τσελιγκάδες. Ο Γιάννης Μπάτρης έβγαλε και καλά παιδιά.

E.K.:

Και από πού ήτανε αυτοί;

Α.Ρ.:

Και από πού δεν ήρθανε. Ήρθανε Σερρεταίοι, ήρθανε Καπραλαίοι, ήρθανε και τι δεν ήρθανε. Αλλά φύγανε, χαθήκανε. Αλλά όχι σε σπίτι, δύο Σερρεταίοι κάνανε μόνο σπίτια. Το ένα τελείωσε, πουλήθηκε. Το άλλο, πήγανε στην Αθήνα τα παιδιά, έχει μείνει το σπίτι έτσι έρημο.

E.K.:

Εντάξει, μην σας κουράσω άλλο.

Α.Ρ.:

Το ’30 θυμάμαι που έλεγε ο πατέρας μου: «Μονάνθη συ μπρίζα μαλίτ εμπερίκα πόσκι, Ανθίζει η τρίσκα η μαλίτ εμπερίκα πόσκι, Πορτίνο μπατζανάτε, μπέσκε μπιλιές, ανρίστε το μπόσκι». Και να το λέει η Ελένη, πώς τη λένε, αυτή είναι; «Αλιό μάλι ρνέτε περνιέ γαρουφαλιές Μοριτάρι τσε ντοπένε ντι βάσα σε τσεκάμ, Νίρα κρι κο παντεφόλε, Μόι ζι, τσεσκάμ παρά τι βλε». Ήξερα πολλά τέτοια.

E.K.:

Και τι σημαίνει αυτό, κύριε Τάσο, περίπου; Για τι μιλάει το τραγούδι;

Α.Ρ.:

Αυτό το τραγούδι λέει ένα κορίτσι αδύνατο και ψηλό. «Η χόλι» είναι ψηλό, «εγκλιάτι» είναι το υψηλό, «βάζι» είναι κορίτσι και «ντίο βάζια» είναι δύο κορίτσια είχε ένας γέρος. Και δεν είχε λεφτά. Η μια ζήταγε παντόφλες, παπούτσια και η άλλη ποδιά, φουστάνι. Και έλεγε, «ι ντάρι», ήθελε να πει ο καημένος: «Τι να κάνω που δεν έχω λεφτά να τα αγοράσω;».[01:00:00]

E.K.:

Αρβανίτικο τραγούδι.

Α.Ρ.:

Αρβανίτικο.

E.K.:

Και θυμάστε από πότε το λέγανε αυτό;

Α.Ρ.:

Αυτό το ακούω από την Ελένη, το λέει τώρα αυτή, στο τηλέφωνο το λέει, στο ραδιόφωνο το λέει.

E.K.:

Ναι, πότε το λέγατε; Στα πανηγύρια, στο σπίτι, πότε το τραγουδούσατε;

Α.Ρ.:

Όχι, στα σπίτια, μωρέ. Στα σπίτι, στις ταβέρνες, στον δρόμο, στο γαϊδούρι που πηγαίναμε καβάλα, στα χωράφια.

E.K.:

Και μιλάει, φαντάζομαι, για τη φτώχια, αν μου λέτε ότι δεν είχε παπούτσια.

Α.Ρ.:

Βέβαια.

E.K.:

Και σεις το μάθατε από τους γονείς σας ή από καμιά φίλη σας, την Ελένη που είπατε;

Α.Ρ.:

Και από το ραδιόφωνο και από τους γονείς και ο ένας με τον άλλονε.

E.K.:

Από γενιά σε γενιά δηλαδή και αυτό. Κάνα άλλο…