Οι αναμνήσεις της Μαρίας Στεφανή από τον Στανό Χαλκιδικής: Παράδοση και καθημερινότητα
Ενότητα 1
Τα παιδικά χρόνια στον Στανό και η γνωριμία με τον σύζυγο
00:00:00 - 00:20:18
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Καλησπέρα. Καλησπέρα. Θα μου πείτε το ονοματεπώνυμό σας; Στεφανή Μαρία, λέγομαι. Είναι Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024, είμαι με την κυ…αστε και οι δύο κοντοί, παρόλο που ήτανε παλικάρια δίμετρα που ήτανε τρελά ερωτευμένοι, αλλά εγώ κατέληξα εκεί γιατί ήταν καλό παιδί, έτσι.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 2
Η προίκα και οι διαδικασίες επεξεργασίας του μαλλιού για τον αργαλειό
00:20:18 - 00:38:47
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Σε ποια ηλικία παντρευτήκατε; Στα 19 προς τα 20 εκεί, δεν τα είχα κλείσει, γιατί ήταν άνοιξη. Εγώ είμαι τέλος του χρόνου γεννημένη οπότε ν… συζητώ–, γιατί δεν συμφέρει την υφάντρια το δύσκολο. Και η κλωστή που δίνανε ήτανε κατώτερης ποιότητας; Πάντα, πάντα, αλίμονο, ναι...
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 3
Το άπλωμα της προίκας, οι χρήσεις των υφαντών και τα έθιμα του γάμου
00:38:47 - 00:56:21
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Ωραία, θέλετε… Απλώσατε εσείς την προίκα σας; Βέβαια, πωπω τι διαδικασία –Θεέ μου– να κάνεις όλη αυτή την ετοιμασία ουσιαστικά για ένα… Γι…ρα πολύ. Να φανταστείς οι οργανοπαίχτες του Στανού εξυπηρετούσαν την ευρύτερη περιοχή σε γάμους, σε πανηγύρια και σε εκδηλώσεις. Ναι, ναι…
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνησηΕνότητα 4
Οι βαφές υφαντών και ο Σύλλογος Γυναικών Στανού Χαλκιδικής
00:56:21 - 01:04:15
Απόσπασμα Απομαγνητοφώνησης
Να σας ρωτήσω και κάτι για τις βαφές, για τα υφαντά. Παίρνατε κάποιες μπογιές και από τον μπακάλη; Ναι, συμπληρωματικά παίρνανε. Όταν ήθελα…α αφήσουμε αυτά, τελειώσαμε. Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας. Έγινε, κορίτσι μου, να είσαι καλά, καλή επιτυχία στη ζωή σου.
Μετάβαση στην απομαγνητοφώνηση[00:00:00]Καλησπέρα.
Καλησπέρα.
Θα μου πείτε το ονοματεπώνυμό σας;
Στεφανή Μαρία, λέγομαι.
Είναι Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024, είμαι με την κυρία Στεφανή Μαρία, βρισκόμαστε στον Στανό Χαλκιδικής. Εγώ ονομάζομαι Σίλια Φασιανού, είμαι ερευνήτρια στο Istorima και ξεκινάμε. Κυρία Μαρία, θα θέλετε να μου πείτε λίγα λόγια για εσάς και για τα παιδικά σας χρόνια;
Ευχαρίστως. Γεννήθηκα το ‘51, είμαι η ένατη από τα παιδιά, η μάνα μου έκανε εννέα γέννες, έχασε ένα, μείναμε οκτώ, είμαι η τελευταία. Με τον μεγάλο μου αδερφό να φανταστείτε είχαμε 19-20 χρόνια διαφορά, στα 42 της περίπου. Ήμασταν εντεκαμελή οικογένεια γιατί είχαμε κι έναν παππού, οι γονείς, οκτώ παιδιά και ο παππούς τυφλός, δύσκολα χρόνια. Ο μπαμπάς είχε λίγα προβατάκια. Βοηθάγαμε τα παιδιά, πηγαίναμε να σκουπίσουμε το σημείο που μέναν τα πρόβατα, είχαμε το γάλα, είχαμε το τυρί αλλά είχαμε στερήσεις αρκετές. Ήταν πάρα πολλοί… Τόσο μεγάλη οικογένεια πού να ζήσει! Αλλά ήμασταν ευτυχισμένα, χαρούμενα παιδιά. Το καλοκαίρι… Το χειμωνιάτικο το φόρεμα, το καλοκαίρι γυρίζαμε τα μανίκια για να γίνει καλοκαιρινό, δεν είχαμε χειμωνιάτικα, καλοκαιρινά ρούχα. Ο ένας φορούσε του προηγούμενου, ο μικρότερος του μεγαλύτερου και πήγαινε λέγοντας. Κάλτσες, όλα αυτά ήταν πλεκτά στο χέρι, δεν είχαμε μαγαζιά. Υπήρχε μαγαζί αλλά δεν υπήρχαν και τα οικονομικά για να αγοράσεις. Η μαμά μου συγκεκριμένα, έπαιρνε ύφασμα από το μπακάλικο που είχε τα πάντα μέσα εκείνη την εποχή, από τρόφιμα μέχρι υφάσματα και τα λοιπά, και μας έραβε φορέματα εμάς, εσώρουχα στο χέρι να φανταστείτε ούτε καν μηχανή υπήρχε ούτε τίποτα. Έχω πάρει της μάνας μου –παρένθεση– εγώ σε αυτά. Χόρτα μάζευε, μας μεγάλωσε με χόρτα βασικά. Πήγαινε έξω, έβγαινε στους αγρούς, με κουβάλαγε μαζί για παρεούλα και έτσι έμαθα κι εγώ και έχω μνήμες και μαζεύω χόρτα, και εμένα μου αρέσουν μιας και ζω στο χωριό ακόμη. Στρωματσάδα, κρεβάτια δεν υπήρχανε, τα στρώματα της εποχής εκείνης ήτανε από τα φύλλα από τα καλαμπόκια, τα ξεφλουδίζανε, τα στεγνώνανε και κάνανε ένα… Με πανί κάτι, και ήταν το στρώμα αυτό να φανταστείς, δεν υπήρχε στρώμα κανονικό. Τώρα άλλες μνήμες, παίζαμε πολύ βέβαια, πολύ παιχνίδι. Μπάλα δεν υπήρχε βέβαια, παίρναμε πανιά μικρά-μικρά και ένα μεγαλύτερο, το τυλίγαμε, το ράβαμε και ήταν το τόπι μας αυτό. Κυνηγητό, εννιάπετρα, που βάζαμε εννιά πέτρες η μία πάνω στην άλλη και πετάγαμε την μπάλα και μετά κυνηγούσε ο ένας τον άλλο… Κρυφτό, τα κλασικά παιχνίδια. Στο σπίτι πότε αγαπημένα τ’ αδέλφια, πότε μαλώναμε. Πηγαίναμε να πάρουμε νερό… Το χωριό είχε μία, δύο, τρεις βρύσες συν το πηγάδι που λέμε, που δεν είναι πηγάδι απλά είναι ένα τρεχούμενο νερό, μια πηγή ενός τρεχούμενου νερού, οπότε η κάθε γειτονιά πήγαινε, έπαιρνε ένα δοχείο και πήγαινε. Και υπήρχε σειρά δοχεία και η μία θυμόταν ποια προηγείται της άλλης, και ήξερε τη σειρά τους. Γινόταν και καβγάδες: «Όχι, είμαι εγώ μπροστά», «Όχι είσαι εσύ πίσω», γινόταν και αυτά τα ευτράπελα, υπήρχαν. Μπουγάδες και τέτοια, ανάβανε καζάνι οι μανάδες μας, να ζεσταθεί το νερό. Βάζανε, το λέγαμε εμείς αλισίδα, αλισίδα λέγεται, το λέγαμε κατασταλαή, την στάχτη. Το σουρώνανε και ήτανε… Το μαλάκωνε το νερό πάρα πολύ αυτό, ήταν σαν σόδα ας πούμε, δεν υπήρχε ούτε καν τότε, ναι. Και χρησιμοποιούσαν αυτό οι μανάδες μας. Κουβαλούσανε το νερό από το πηγάδι, από τις βρύσες, όπως προείπα. Ψωμί επίσης, καλλιεργούσαμε σιτάρι ως επί το πλείστον, σιτάρι για να έχουμε την τροφή, να κάνουμε το αλεύρι και να ζυμώνουμε, και κριθάρι για τα ζώα και σίκαλη. Ήταν αυτά τα προϊόντα που καλλιεργούσαν εκείνη την εποχή εδώ. Όλα αυτά γινόταν με ζώα για όργωμα, με τα ζώα βέβαια γινόταν. Άλλος είχε μουλάρια, άλλος είχε άλογο, άλλος είχε... Ό,τι είχε ο καθένας τέλος πάντων. Οργώνανε, σπέρνανε, καλλιεργούσανε… Παλιά, παλιά, παλιά εγώ θυμάμαι, έχω μια μνήμη, υπήρχανε οι πέτρες που ρίχναν το σιτάρι και γυρίζανε τεράστιες πέτρες στρογγυλές πάνω κάτω, είχε μια τρύπα στη μέση και ένα σίδερο, κρατούσες… Μια χειρολαβή να το πω έτσι, και αυτό έσπαγε το σιτάρι και έβγαινε το πλιγούρι και πιο πολύ όταν το κάναν έβγαζαν και αλεύρι. Μετά όμως από χρόνια, έγινε ένας μύλος, ο οποίος ήταν έξω πολύ μακριά σε ένα ρέμα, για να κινείται με νερό. Μετά πιο πρόσφατα, πιο μεταγενέστερα ήρθε εδώ στο χωριό, είχε δεξαμενή με νερό. Το νερό άργησε πάρα πολύ να έρθει στο χωριό, το ρεύμα. Οι πιο μεγάλοι, τα εργόχειρα, τα υφαντά χαλιά, προίκα, το ένα το άλλο, ήταν με την γκαζόλαμπα, πετρέλαιο, φυτίλι… Και θυμάμαι χαρακτηριστικά πολλές φορές, η μεγάλη αδερφή ύφαινε, εγώ καθόμουνα εκεί σε ένα παράθυρο και έκανα κέντημα εγώ, πιο μικρή, έκανα κέντημα στην εταμίν που ήταν πολύ ψιλό, να βγάλεις τα μάτια σου, δηλαδή ήτανε τρομερό! Και έλεγε η μάνα μου καμιά φορά της αδερφής μου: «Στα τέσσερα την έχεις τη λάμπα, χαμηλώσέ την λίγο!», για να κάνει οικονομία στο πετρέλαιο, δηλαδή ήτανε εποχή πολύ δύσκολη, εποχές πάρα πολύ δύσκολες. Εμείς πηγαίναμε, βοηθούσαμε στον μπαμπά να αρμέξει τα πρόβατα. Εγώ θυμάμαι πολλές φορές να πάνε κοντά να αρμέξουν, σκούπιζα με τη μάνα μου εκεί τα πρόβατα που μένανε. Τώρα στα χωράφια και αυτά, εγώ συγκεκριμένα, δεν δούλεψα. Δεν δούλεψα, γιατί ήμουνα η μικρότερη, είχαν βγει οι μηχανές, είχαν βγει αυτά, δεν θυμάμαι να έχω κάνει τέτοια πράγματα, αγροτικές δουλειές. Αλλά τα ζωντανά πρόσφερα και όσο μπορούσα πρόσφερα. Σαν οικογένεια είχαμε στέρηση, είχαμε στέρηση. Εγώ έχω μνήμη δηλαδή, όποιος είχε μαγαζί ας πούμε ήταν προνομιούχος. Θυμάμαι η φίλη μου δυο χρόνια που ήμασταν στη γειτονιά και παίζαμε, ότι ζηλεύαμε πράγματα που δεν τα είχαμε, παρόλο που εμείς είχαμε το γάλα και το τυρί. Ζήλευες άλλα πράγματα, την μαρμελάδα ας πούμε, το βούτυρο στο ψωμί. Και θυμάμαι χαρακτηριστικά –καλή της ώρα– την περιμέναμε –μια κοπέλα– την περιμέναμε να παίξουμε, και εκείνη είχε τη φέτα με το βούτυρο και την μαρμελάδα και εμείς σαν χαζοπούλια κοιτάγαμε και λαχταρούσαμε. Δηλαδή αυτό το θυμάμαι γιατί το στερήθηκα. Στην ουσία δεν είχα στερήσεις, η γενιά η δική μου, αλλά κάποια συγκεκριμένα πράγματα τα θυμάμαι, ας πούμε τις καραμέλες, αυτά… Πηγαίναμε ένα αυγό στον μπακάλη να πάρουμε καραμέλες, να πάρουμε τέτοια πράγματα, με αυγό, με είδος, με είδος! Δεν είχε η γειτόνισσα ψωμί, θα ‘παιρνε δανεικό και όταν θα ζύμωνε εκείνη, θα της το επέστρεφε. Υπήρχε αυτό το πράγμα, η αλληλεγγύη, ο ένας με τον άλλον. Το σιτάρι ξέρω γω, ερχόταν καλοκαίρι και δεν του έφτανε, θα έπαιρνε έναν ντενεκέ να περάσει μέχρι να βγει το δικό του. Ήταν ο κόσμος πιο αγνός, πιο δεμένος, πιο… Πολλά πιο. Τώρα λίγο απομακρυνθήκαμε, δυστυχώς οι σχέσεις είναι… Έχουν αλλάξει. Τώρα…
Πόσα… Είχατε ζώα στο σπίτι;
Είχαμε εμείς πενήντα πρόβατα ναι, παρ' όλ’ αυτά δύσκολα.
Αλλά στο σπίτι είχατε κάποια ζώα κάτω;
Είχαμε τα μουλάρια, βέβαια. Το δικό μου το σπίτι συγκεκριμένα, το πατρικό, ήταν διώροφο. Από κάτω λοιπόν ήταν τα ζώα, αποθηκευτικός χώρος και ζώο, ήταν τα άχυρα που θα τα ταΐζαμε. Ζωοτροφές για τον χειμώνα, έπαιρνε ο μπαμπάς κάποιες από τον συνεταιρισμό, ζωοτροφές, γιατί δεν επαρκούσαν τα κριθάρια και αυτά που είχε, δεν θα έφταναν. Έπρεπε να βοηθηθούν τα πρόβατα γιατί χιόνιζε και πολύ εκείνη την εποχή. Είχαμε τούνελ θυμάμαι περπατούσαμε, γινότανε πολύ χιόνι, 80 πόντους χιόνι. Βέβαια, θυμάμαι εγώ πάρα πολύ. Γιορτές, πανηγύρια, ο κόσμος ήταν χαρούμενος, ήταν καλά, περνούσε καλά, δεν είχε απαιτήσεις, ήμασταν όλοι ένα. Πανηγύρια, γάμοι, όλα, όλοι μαζί, όλοι μαζί, συμμετοχή σε όλα, όλοι μαζί.
Μπορείτε να μου περιγράψετε το σπίτι σας;
Ναι, το σπίτι. Το σπίτι λοιπόν ήτανε ένα, δύο, τρία δωμάτια στη σειρά. Ίσα με τα τρία δωμάτια ένα μπαλκόνι ξύλινο, ψηλό σπίτι, αρκετά ψηλό, γιατί ήταν τα ζώα από κάτω. Και αργότερα κάναμε και ένα δωμάτιο κάτω. Κουζίνα [00:10:00]βέβαια δεν υπήρχε. Είχαμε έξω λοιπόν στο μπαλκόνι, όπως βλέπω το σπίτι στην αριστερή πλευρά του μπαλκονιού λοιπόν, είχε δημιουργηθεί ένα παγκάκι, είχαμε ένα νιπτηράκι –εκείνη την εποχή λαμαρίνα– που είχε βρυσάκι, το γεμίζαμε. Εκεί να πλυθείς το πρωί που θα ξυπνούσες, εκεί να πλύνεις τα πιάτα σου που θα έτρωγες, γινότανε εκεί. Αυτή ήταν η κουζίνα. Και στον τοίχο ήταν η πιατοθήκη, ακουμπάγαμε τα πιάτα, είχε θήκες και βάζαμε εκεί τα πιάτα. Όσο για την τουαλέτα ήταν στην αυλή του κάθε σπιτιού, και αν είχες και αυλή. Υπήρχαν και σπίτια που δεν είχαν και πηγαίνανε πιο έξω στα χωράφια. Π.χ. όταν υπήρχε ένα σπίτι στην άκρη του χωριού δεν είχαν τουαλέτα, πήγαιναν εκεί. Εγώ θυμάμαι τον παππού τον πήγαινα, μικρή μικρή που ήμουνα, που δεν έβλεπε κιόλας. Αργότερα, πολύ πολύ αργότερα, το ‘70 να φανταστείς, έγινε τουαλέτα στην αυλή. Πηγαίναμε, ήταν κοντά στην άκρη του χωριού το σπίτι, πηγαίναμε έξω. Και όλα τα σπίτια που ήτανε άκρη άκρη, κανείς δεν είχε τουαλέτα. Ήτανε οι εποχές περίεργες...
Και τα προϊόντα πού τα αποθηκεύατε;
Όλοι είχανε, συνήθως είχαν αυτό. Συνήθως τα σπίτια στον Στανό ήταν διώροφα. Αποθηκεύαν… Προϊόντα προς βρώση δηλαδή; Ναι, τα αποθηκεύαμε είχαμε το φανάρι, το λεγόμενο φανάρι βέβαια, του οποίου η βάση του και οι γωνίες του ήτανε λαμαρίνα, και είχε σίτα γύρω γύρω να αερίζεται, να μην χαλάει. Όταν περίσσευε λίγο φαγάκι δηλαδή που τρώγαμε, γιατί κάθε μέρα μαγείρευε η μάνα μου και όλες οι νοικοκυρές, όταν περίσσευε το φυλάγαμε. Κάναμε και οικονομία να έχουμε και για το βράδυ κατιτίς, το βάζαμε εκεί, από μύγα, από αυτό… Πιο πολύ από μύγα βασικά. Αλλά σαν συντήρηση, επειδή είχαν τα σπίτια ένα γουρούνι, το θρέφανε από το καλοκαίρι μέχρι τα Χριστούγεννα… Το κάθε σπίτι λοιπόν είχε το γουρούνι, αυτό ήταν στάνταρ. Το θρέφαν λοιπόν το γουρούνι, το σφάζαν τα Χριστούγεννα. Εκεί λοιπόν είχανε εφεύρει… Έξυπνοι, σοφοί άνθρωποι. «Πώς θα το συντηρήσουμε το κρέας; Θα φάμε σήμερα, αύριο, μεθαύριο, μία εβδομάδα, πώς θα το συντηρήσουμε;» Πρώτα πρώτα κάνανε τις τσιγαρίδες, το παχύ το λίπος με λίγο ψαχνούλι σε καζάνι, έβραζε αυτό σε δυνατή φωτιά μέχρι να φύγει το πολύ λίπος. Το βγάζαν τις τσιγαρίδες λοιπόν, τις μαζεύανε κάπου, το αφήνανε το λίπος λίγο να κρυώσει, βάζαν το λίπος σε τενεκέδες και είχαν το βούτυρο πλέον, μέχρι το καλοκαίρι κρατούσε αυτό. Αυτό ήταν το βούτυρο μας πάνω στη φέτα, στο ψωμί. Αυτό ήταν το βούτυρο μας! Τις τσιγαρίδες λοιπόν, τις βάζαν και αυτές σε ένα δοχείο, βάζανε λίπος, τις κάλυπτε. Όσον αφορά λοιπόν –που λέμε εμείς τώρα– τα παϊδάκια, τα πλευρά, οι πλευραμιές που τις λέγανε, τι τις κάνανε; Τις φέρνανε λίγο να τις τσιγαρίσουν και τις βάζανε και αυτές λοιπόν… Αλάτι, μπόλικο, μπόλικο αλάτι, μέσα στο λίπος. Πάγωνε αυτό και είχανε όλο το χρονικό διάστημα. Βγάζανε και επειδή ήταν πολύ αλμυρό, το βάζανε λίγο, έπαιρνε μια βράση να φύγει και το μαγείρευαν με οτιδήποτε. Το δε λίπος λίπος σκέτο, το λεγόμενο παστό και εκείνο το χαράζανε, βάζαν χοντρό αλάτι, μία στρώση αλάτι, μια στρώση παστό, μία στρώση αλάτι, μια στρώση παστό και είχανε και από αυτό. Ή ψητό ή τηγανητό με αυγά, με κρεμμυδάκια, με πράσα, εφηύραν διάφορες συνταγές και τα φτιάχνανε όλα αυτά. Επίσης φτιάχνανε μετά το ψαχνό, λουκάνικα. Φημισμένα τα λουκάνικα, ειδικά του Στανού, με πορτοκάλια, με φλούδες πορτοκάλια, με πράσο, με φλούδες λεμονιού. Εξαιρετικά, μέχρι και σήμερα δηλαδή αυτά. Αυτά δε λοιπόν… Και αυτά μέσα στο λίπος τα συντηρούσαν και αυτά, η συντήρηση γινόταν. Και σε αυτό έχουμε ένα χαρακτηριστικό... Είχαμε πανηγύρι του Αγίου Αθανασίου και η ευρύτερη περιοχή μαζευόταν, ήξερε ότι… Και εκείνη την εποχή τα πανηγύρια διαρκούσαν και τρεις μέρες, γλέντια, όχι αστεία! Τα μαγαζιά συγκεκριμένα, ένα, δύο… Δεν υπήρχαν μαγαζιά. Θυμάμαι εμείς τα μικρά καθόμασταν έξω από τα παράθυρα μέσα στο κρύο τώρα φαντάσου Ιανουάριος, να δούμε τα γλέντια που κάναν οι μεγάλοι, φοβερό! Ερχόνταν λοιπόν οι μουσαφιραίοι, πού να μας δώσουν στο σπίτι λουκάνικα να φάμε: «Όχι, θα ‘ρθούνε οι Παναϊρλήδες –το λέγανε– τι θα τους φιλέψουμε;», ναι. Στερούσαν από τα παιδιά τους… Έτσι ήταν τα πράγματα, ναι. Ναι, τα χαρακτηριστικά αυτά του πανηγυριού, βεβαίως… Κρύο πολύ, συνήθως είχε χιόνια του Αγίου Αθανασίου. Συνήθως είχε χιόνια, κάναμε βόλτες εμείς. Ήταν και το νυφοπάζαρο μετά που μεγάλωσα και εγώ, αυτό πού το πας; Βέβαια, πάνω κάτω η βόλτα, να έχει χιόνι, να το πατάς το χιόνι και να λιώνει και να γίνονται μούσκεμα τα παπούτσια μέχρι να πας στο σπίτι, αλλά εκεί ήταν η γνωριμία, εκεί ήταν το φλερτ, εκεί ήταν όλα αυτά. Γινόντουσαν στη βόλτα, στη γιορτή.
Πείτε μου λίγο παραπάνω για το νυφοπάζαρο…
Τον χειμώνα λοιπόν γινόταν στην πλατεία το νυφοπάζαρο, οι βόλτες ήτανε, μέχρι τη μια γωνία της πλατείας, μέχρι την άλλη. Το καλοκαίρι πηγαίναμε στον Αϊ-Γιώργη, ένα ξωκλήσι που είναι σχεδόν μέσα στο χωριό, από εκεί και πέρα. Το καλοκαίρι λοιπόν γινόταν εκεί η βόλτα, εκεί τα φλερτ, εκεί και εγώ με τον άντρα μου το φλερτ και όλο αυτό, γινόταν εκεί. Ερχόταν ξένοι γιατί είχε πάντα το χωριό… Φημιζόταν για τα ωραία κορίτσια, για τις ωραίες γυναίκες. Και ακόμη και σήμερα έχουμε… Βγάζει καλό πράγμα ο Στανός. Εκεί λοιπόν γινόταν όλα, εκεί τι θα κάνεις την εποχή εκείνη; Θα σου μιλήσει, θα σου πετάξει ένα: «Σ’ αγαπώ, πότε θα τα πούμε;». Θα ’ρθει στη βόλτα και θα σου εκφράσει αυτά που νιώθει, εκεί θα στα πει! Το κρυφό οι δύο μας δεν υπήρχε, τουλάχιστον μέχρι… Εγώ με τον άντρα μου δεν το έζησα αυτό, οι δυο μας. Υπήρχε ο φόβος, την άλλη μέρα ας πούμε μάθαινε η μάνα ότι μίλησες με κάποιον: «Χθες μιλούσες με αυτόν, τι και πώς και τι, ο κόσμος λέει!». Υπήρχε αυτό έντονα, πάρα πολύ έντονα. Και υπάρχει αυτό εντάξει, στις μικρές κοινωνίες υπάρχει. Εκεί λοιπόν, εγώ συγκεκριμένα με τον άντρα μου που θυμάμαι, με φλέρταρε πολύ στενά, πάρα πολύ αλλά εγώ ήμουν σκληρό καρύδι. Τέλος πάντων, έτσι μεγάλωσα… Η μάνα μου ήταν πολύ αυστηρή, πάρα πολύ αυστηρή. Εν πάση περιπτώσει, σε κάποια φάση ερχόταν, μου έκανε καντάδες, αυτό πού το πας; Το τι καντάδες έχω ζήσει, αυτά τα θυμάμαι! Τα θυμάμαι αυτά, ήταν φανταστικά, ήτανε τέλεια αυτά! Ήταν ο αδερφός μου με δύο φίλους που είχανε… Τραγουδούσαν ωραία. Αφού τρελαινόμουνα να τους ακούω, αφού κάποιες φορές τους έλεγα: «Περάστε και από μένα να σας ακούσω», γιατί εμένα μου αρέσει το τραγούδι πάρα πολύ. Και μιλάμε ερχόταν πάνω στο μπαλκόνι, έξω… Ο άντρας μου τόσο θράσος είχε, που έξω από το παράθυρο ένα βράδυ φοβήθηκα, λέω… Τα παράθυρα δε, τι ήταν τα παράθυρα; Συρόμενα προς τα πάνω, έτσι να το έκανες, έφευγε. Πιο πατζούρι, τίποτα, εκτεθειμένα όλα πάνω! Μιλάμε φοβήθηκα, ένα βράδυ φοβήθηκα! Τι έκανε ένα βράδυ ο άντρας μου, τι άλλο έκανε; Είναι άλλοι από κάτω, πολλοί ενδιαφερόμενοι, ήμασταν στα νιάτα μας, μετρούσαμε. Ήταν από κάτω… Γιατί καταλαβαίνεις τις φωνές, γνωρίζεις ποιοι είναι, μιλάνε κιόλας, δεν τραγουδάνε… Ήτανε δύο άλλοι ενδιαφερόμενοι. Ο άντρας μου είχε εκείνη την περίοδο ένα μαγνητόφωνο. Ήταν με τον φίλο του που ενδιαφερόταν για τη γειτόνισσα και φίλη, και τι κάνουν; Αφήνουν το μαγνητόφωνο σε μένα και πάνε στη φίλη να τραγουδήσουν με το στόμα. Γυρνάνε και βρίσκουν τους δύο: «Τι θέλετε εδώ -τους λέει- δεν βλέπετε, είναι πιασμένο το μέρος!». Υπήρχαν πολλά ευτράπελα τέτοια αλλά ήταν ωραία, ήταν ωραία, ήταν ωραία.
Και τραγουδούσαν συγκεκριμένα τραγούδια;
Ναι συγκεκριμένα, συνήθως τα παραδοσιακά αλλά και της εποχής… Και της εποχής αλλά λέγαν και πολλά παραδοσιακά, γιατί έχουμε μεγάλη παράδοση στο τραγούδι εμείς.
Και αυτή η καντάδα με τι σκοπό γινόταν;
Να προσελκύσει, σου λέει: «Εντάξει, θα τη φέρω βόλτα, θα την πείσω ότι όντως ενδιαφέρομαι, κάνουμε». Τώρα να έχει μείον κάτω, να έχει χιόνι και ο άλλος να είναι από κάτω λες: «Δεν μπορεί, κάτι…». Έτσι δεν είναι; Λογικό. Και έτσι γινόταν, έτσι γινόταν οπότε σε κάποια φάση σκύβει και μου λέει στη βόλτα: «Θα ‘ρθω απόψε να σε ζητήσω». Παθαίνω ένα σοκ, λέω: «Τι μου λέει τώρα;». Τέλος πάντων κάπως έτσι, δηλαδή από απόσταση και μέσω τρίτων και… Εγώ τουλάχιστον, ο γάμος μου δεν έγινε... Έλεγα: «Πολύ καλό παιδί είναι εντάξει», ξεχώριζα, έλεγα: «Αυτός αυτός και αυτός… Αυτός[00:20:00]!». Είχα επιλογές εκείνη την εποχή. Ναι, είχα επιλογές παρόλο που είμαστε και οι δύο κοντοί, παρόλο που ήτανε παλικάρια δίμετρα που ήτανε τρελά ερωτευμένοι, αλλά εγώ κατέληξα εκεί γιατί ήταν καλό παιδί, έτσι.
Σε ποια ηλικία παντρευτήκατε;
Στα 19 προς τα 20 εκεί, δεν τα είχα κλείσει, γιατί ήταν άνοιξη. Εγώ είμαι τέλος του χρόνου γεννημένη οπότε ναι, στα 20.
Και είχατε ήδη φτιάξει την προίκα σας;
Βέβαια, βέβαια, έχω μια ωραία ιστορία εδώ. Είχε αναλάβει… Ξεκίνησε η αδερφή μου που έχουμε μια διαφορά τέσσερα χρόνια –η κυρία που ήτανε–, ναι τέσσερα χρόνια διαφορά. Ξεκίνησε εκείνη. Αυτή είχε τρελά ερωτευτεί εκείνη την περίοδο, τρελά ερωτευτεί. Οι γονείς αρνιόντουσαν, δεν είχανε… Δεν έδιναν την έγκριση γιατί έκριναν ότι δεν ήταν ο κατάλληλος. Κλέφτηκε και αναγκάστηκα και μπήκα εγώ στον αργαλειό μετά, και συνέχισα αυτά που είχε ξεκινήσει. Και αυτά ήταν τα δύσκολα, ήταν οι πετσέτες, λεπτά, ποτηρόπανα, που λένε. Ήτανε τα μισάλια που θα βάζαμε στην πινακωτή για να βάλουμε το ψωμί, έπρεπε να τα έχει η νύφη αυτά. Ήταν οι τάβλες, το τραπεζομάντηλο το μικρό για δύο, για τέσσερα άτομα, τραπεζομάντηλο μεγαλύτερο για πιο πολλά, τραπεζομάντηλο για πιο μεγάλο, να σκεπάσουμε τα ρούχα που δεν υπήρχαν ντουλάπες, στον τοίχο τα κρεμούσαμε. Για το γιούκα που βάζανε, το πάπλωμα, τη φλοκάτη να σκεπαστούν, κάναμε διάφορα τέτοια και έπρεπε να τα κάνω. Μετά σεντόνια, βαμβακερό σεντόνι, έπρεπε να κάνεις μισό μισό, μισό μαλλί, μισό… Τα οποία όλα αυτά, κλωστές και αυτά, τα κάναμε εμείς εδώ όλα. Οπότε χαλιά, φλοκάτες, όλα από τα χεράκια μου, είμαι περήφανη για τον εαυτό μου, ναι.
Φτιάξαμε και καλλιγραφικά;
Εγω καλλιγραφικά όχι, δεν έφτιαξα. Η αδερφή μου, η μεγάλη η πρώτη έφτιαξε, ναι. Και το σχέδιο που επικρατούσε εδώ ήταν οι «Καλές οι Τριανταφυλλιές» που είναι μετρητοίς, τρεις τρεις κλωστές, δυο δυο, είναι πάρα πολύ δύσκολο, πολύ δύσκολο. Αλλά κεντούσαμε...
Θυμάστε τι άλλα σχέδια υπήρχανε για τα καλλιγραφικά;
Ναι, είχανε «Της Μηνάδαινας», τη «Ρόκα», την «Κρικέλα», αλλά το σήμα κατατεθέν τα παλιά, παλιά χρόνια ήτανε τριανταφυλλιές. Αυτά ήταν λίγο μεταγενέστερα, αλλά φανταστικά χαλιά με φανταστικά χρώματα, καταπληκτικά, έργα τέχνης δεν το συζητώ.
Το μαλλί εσείς το αγοράζατε;
Συγκεκριμένα στο δικό μου σπίτι όχι, γιατί το παρήγαγε ο μπαμπάς. Είχαμε τα ζώα, οπότε όταν γινόταν το κούρεμα την άνοιξη, μετά το Πάσχα, εκεί ανάλογα τη ζέστη, τα κουρεύανε, τα μάζευαν, τα τύλιγαν εκεί. Και αφού τελείωναν, άρχιζε καζάνια σε βραστό νερό, έφευγε όλη αυτή η βρωμιά από τα ζώα που κυλιούνται όλο τον χειμώνα και τα λοιπά. Καλό πλύσιμο λοιπόν στο βραστό νερό, τα βάζαμε πάνω σε… Συνήθως είχε ξερά κλαδιά να ξεστραγγίσει που λέμε, και αφού λοιπόν γινόταν όλη αυτή η διαδικασία, με ξύλινα δοκάρια ανακάτευαν το μαλλί μέσα να πλυθεί καλά στο βραστό νερό. Μετά τα πηγαίναμε στην πηγή αυτή που σου προείπα, το πηγάδι, που δεν είναι πηγάδι, που είχε μεγάλη σκάφη, κοπάνα τη λέγαμε και τη λέμε ακόμη, τρεχούμενο νερό συνέχεια. Και εκεί λοιπόν γινόταν το ξέπλυμα, να καθαρίσει καλά το μαλλί. Και πάλι σε ξερά, σε πουρνάρια που είχε εκεί στην περιοχή, τα απλώναμε να ξεστραγγίσουν καλά, και μετά τα μαζεύαμε –γιατί είχε και βάρος–, τα μαζεύαμε, στην πλάτη η μάνα μου, στην τρόκνια. Και βοηθούσαμε κι εμείς, τα πηγαίναμε στην αυλή και τα απλώναμε σε φράχτη που ήταν από ξύλα, παλούκια, τα λεγόμενα παλούκια. Σε πάλι ξερόκλαδα και τα λοιπά, που πάντα υπήρχαν στο σπίτι για προσανάμματα, για τον φούρνο, πάντα αυτά υπήρχανε. Τ’ απλώναμε, στέγνωνε το μαλλί, μετά το ξαίναμε με τα χέρια, το ανοίγαμε το μαλλί με τα χέρια. Αφού λοιπόν ανοιγόταν… Νυχτέρια! Εκεί γινότανε καλαμπούρια θυμάμαι, ερχόταν οι γειτόνισσες, τα κορίτσια οι πιο μεγάλες, οι αδερφές μου ήταν φιλενάδες δίπλα και τα λοιπά. Κάναν πλάκες, καλαμπούρια, ανέκδοτα, τι ιστορίες, τι ωραία πράγματα Θεέ μου, τι ωραία πράγματα! Εκεί λοιπόν τελείωνε όλη αυτή η διαδικασία. Μετά τι έκανε η μάνα μου; Υπήρχαν δύο εργαλεία, ξύλο με χειρολαβή, το οποίο ξύλο αυτό το τετράγωνο… Ήταν δύο ξύλα τετράγωνα, τα οποία ήταν καρφωμένα σύρματα σκληρά, όχι πάρα πολύ σκληρά, εύκαμπτα σύρματα ψιλά, ψιλά, πυκνά πυκνά αυτό ήταν. Δύο κομμάτια λοιπόν και γινόταν το εξής, έβαζε ένα κομμάτι από το ξαμένο το μαλλί η μάνα μου, ένα κομμάτι επάνω –το κάναμε κι εμείς, δηλαδή το έκανα και εγώ, βοηθούσαμε– και ήταν σταθερό το κάτω στο αριστερό χέρι, και με το δεξί το τραβούσε, το τραβούσε προς το μέρος της. Αυτό λοιπόν βοηθούσε πάρα πολύ στο να γίνει μετάξι, να μην υπάρχει κόμπος καθόλου στο μαλλί. Αυτό λοιπόν το κομμάτι μετά το τετράγωνο, το έβγαζαν από τα σύρματα, το τύλιγε, το έκανε έναν κύλινδρο και το άφηνε στην άκρη. Όταν λοιπόν τελειώνει αυτή η διαδικασία, θέλαμε τώρα την κλωστή να κάνουμε, πώς θα την κάνουμε την κλωστή; Υπήρχε πάλι ένα εργαλείο που ήταν σαν πιρούνι με δύο που τσιμπάμε, του τυριού ας πούμε το πιρούνι, ξύλινο με μακρύ βάση αυτό, στο τελείωμά του ήταν έτσι πιρούνι με ξύλινο μακρύ, το οποίο τι κάνανε; Βάζανε αυτό λοιπόν το μαλλί, τον κύλινδρο που το λέγαν τλούπα, η ορολογία εδώ, η ντοπιολαλιά μας. Το βάζαμε λοιπόν εκεί, συνήθως φορούσαν ποδιές όλες οι γυναίκες, το βάζανε λοιπόν το ξύλο αυτό στην ποδιά, το κρατούσανε και με το χέρι το αριστερό βοηθούσανε, και τι κάνανε; Επειδή το έκανα εγώ αυτό, με έδωσε η μάνα μου, λέω: «Δώσε μου και εμένα, ναι. Με το αριστερό λοιπόν τραβούσαν λίγο λίγο την κλωστή και με το δεξί είχαν το αδράχτι, το οποίο αδράχτι είχε από κάτω μια βάση στρογγυλή για να μην φεύγει η κλωστή, να κρατάει. Λοιπόν, το αριστερό πήγαινε έτσι τραβούσε και το δεξί πήγαινε δεξιόστροφα και γινόταν η κλωστή, και αυτό γινόταν μια μπομπίνα, να το πούμε έτσι σημερινή. Οπότε τελείωναν, πόσο χρειαζότανε να κάνουν, τι θα ήθελαν να κάνουμε, κάνα κιλίμι, καμιά φλοκάτη, ανάλογα το κάναν χοντρό, λεπτό… Ή να πλέξουν τις κάλτσες, γιατί όλες οι κάλτσες ήταν πλεκτές στο χέρι. Ανάλογα λοιπόν τη χρήση κάναν την κλωστή, λεπτή κλωστή. Μετά ερχόταν η βαφή. Χρησιμοποιούσαν… Το σήμα κατατεθέν ήτανε –υπήρχαν και καρυδιές εκείνη την εποχή– το μπεζ, καρυδόφλουδες. Τις βράζανε ανάλογα πόσο σκούρο, τόση ποσότητα καρύδια ή περισσότερο βράσιμο. Όχι, συγγνώμη, παρένθεση… Πριν από αυτό λοιπόν, αυτό ήταν στο καρούλι, στο αδράχτι. Αυτό έπρεπε να το βάλουν στο τυλιγάδι το λεγόμενο, λοιπόν για να γίνει αυτό. Ήταν πάλι αυτό ένα εργαλείο, η μία πλευρά ήτανε πάλι σαν το πιρούνι και η άλλη εξείχε ένα ξύλο. Λοιπόν και γινόταν το λεγόμενο το ματσάκι να το πούμε σήμερα, πώς είναι τα ματσάκια που παίρνουμε κλωστές σε ματσάκι, λοιπόν μεγάλα. Αφού γινόταν αυτό, μετά γινόταν η βαφή. Μετά πάλι ξέπλυμα, πάλι πλύσιμο πολύ να φύγουν τα καρυδόφλουδα και ανάλογα το χρώμα χρησιμοποιούσαν και πολλές ρίζες από φυτά. Θυμάμαι, βγάζαν συγκεκριμένες που δίναν το ανάλογο χρώμα. Και μετά πάλι ξέπλυμα, άπλωμα, τίναγμα και μετά να μαζευτούν κουβάρια. Θα το κάνεις… Τι θα το κάνεις, κιλίμι, φλοκάτη; Ανάλογα πάλι χρησιμοποιούσαν στον αργαλειό. Το δε αργαλειό για να γίνει ήταν μια… Έπρεπε να είσαι μαθηματικός εκείνη την εποχή, απορώ εγώ δηλαδή, πόσο σοφοί, πόσο έξυπνοι άνθρωποι ήταν, αν και αγράμματοι. Δηλαδή το θέμα αργαλειός πριν η προετοιμασία όλη, η προεργασία, ήταν επιστήμη. Παίρναν λοιπόν τα ματσάκια από τον μπακάλη, από τον έμπορο και τι κάνανε; Είχαν καλάμια, μπομπίνες πώς είναι… Καλάμια, γιατί υπήρχαν καλάμια εκείνη την εποχή. Συγκεκριμένα θυμάμαι ένα χωράφι η μάνα μου εκεί έξω από το χωριό, είχε καλάμια, φύτευαν για αυτή τη δουλειά. Κόβαν λοιπόν κάναν καλάμια, τα στήνανε… Τα μαζεύανε αυτά σε καλάμια, τζιγκρίκα γύρναγε, ανέμη, το ματσάκι έμπαινε το νήμα, το λεγόμενο στημόνι που θα έμπαινε στο αντί. Τα βάζαν λοιπόν εκεί, μαζεύανε λοιπόν την κλωστή, [00:30:00]όλο αυτό το νήμα στα καλάμια, και μετά τι κάνανε; Πηγαίνανε σε μια μεγάλη αυλή, σε ένα μέρος ανοιχτό και στήνανε με ξύλινα, τα λέγανε –πώς τα λένε τώρα αυτά, τέλος πάντων– παλουκάκια, δοκαράκια, δοκαράκια μικρά. Δεν θυμάμαι τον αριθμό πόσα έπρεπε να είναι. Βάζαν λοιπόν το νήμα λοιπό τα καλάμια εκεί, στήνανε και άλλους πασσάλους –να βρήκα τη λέξη–, και άλλα πασαλάκια διακεκομμένα, ένα, δύο, μεγάλες αποστάσεις και ξανά άλλες δύο. Το θυμάμαι αυτό πολύ καλά γιατί πηγαίναμε, βοηθούσαμε. Και ξεκινούσε λοιπόν, ξεκινούσε η μάνα να μαζέψει το διασίδι, έτσι το λέγανε. Τραβούσε τα καλάμια και προχωρούσε, όλες τις κλωστές μαζί. Δεν θυμάμαι πόσες ήταν, δεν θυμάμαι τον αριθμό των καλαμιών. Ανάλογα πόσο φαρδύ ήθελες το υφαντό, ήταν και τα καλάμια. Μιλάμε υπολογισμένα όλα φοβερά. Και πήγαινε μια στο ένα το πασσαλάκι, μια… Ξεκινούσε από εκεί, το έδενε τη βάση, μια στο ένα, μια στο άλλο, πίσω ξανά μπρος, μέχρι να τελειώσει όλο αυτό το νήμα που είχαν τα καλάμια. Αφού λοιπόν τελείωνε, έπρεπε όλο αυτό… Τι έκανε; Το μάζευε, το έπλεκε με το χέρι της, το έκανε μια αλυσίδα όλο αυτό, το μάζευε. Το πήγαινε λοιπόν… Υπήρχε άλλο ένα εργαλείο λοιπόν, που ήτανε πώς είναι η παλάμη μας; Στο τελείωμα… Ξεκινούσε φαρδύ και στο τελείωμά μας είχε ένα άγκιστο, που γυρνούσε προς το τέλος της παλάμης. Εκεί λοιπόν έπιανε τη θηλιά από την αλυσίδα, την κρατούσε εκεί. Έβγαζε αρκετό μέχρι το αντί, έπρεπε να έχει απόσταση, το οποίο ήταν στημένο με δύο βάσεις, το αντί. Και πήγαινε λοιπόν, το ‘βαζε στη γαδούρα –το λέγανε αυτό γαδούρα, αν θυμάμαι καλά–, το έβαζε εκεί το νήμα, το κρατούσε στο άγκιστρο καλά, έβαζε δυο βαριές πέτρες να το κρατάνε και το τέντωνε λοιπόν, και ξεκινούσε το αντί. Ξεκινούσε από έξω κάθε στροφή προς τα μέσα, από έξω προς τα μέσα, πώς είναι σήμερα που αγοράζουμε τις κλωστές για να ράψουμε, να κάνουμε, για να μην φύγει το νήμα. Ήτανε τεχνική φοβερή δηλαδή αυτό το πράγμα. Μετά έπρεπε λοιπόν όλο αυτό να το μεταφέρουν στο σπίτι, αφού τελείωνε όλα αυτά τα μέτρα τα ατέλειωτα, στο σπίτι. Και έπρεπε λοιπόν να μπει στον αργαλειό αυτό, το αντί πίσω… Μπροστά λοιπόν εκεί που κάθεται η υφάντρα, ήτανε τα μιτάρια που έπρεπε από εκεί λοιπόν κλωστή κλωστή να περαστεί με συγκεκριμένο τρόπο. Τα δε μιτάρια ήτανε πάλι σαν αλυσίδα, το ένα έπιανε το άλλο και αυτά από πάνω και από κάτω είχαν ξύλα, στερεωνόταν, αλλά στη μέση ήταν αυτό το δέσιμο. Και έπιανε η μάνα μου τώρα την από κάτω θηλιά: «Δώσε μου -μου έλεγε- την κλωστή από πίσω». Βοηθάγαμε, ένα ένα να περάσουν όλα αυτά και μετά όλες αυτές οι κλωστές, στο χτένι που θα έκανε την τελική διαδικασία της ύφανσης. Μπροστά πάλι αντί, δέσιμο οι κλωστές όλες αυτές, ματσάκια ματσάκια βέβαια για να γίνει η αρχή. Και λοιπόν ξεκινούσε, βάζανε ένα ξύλο να το κρατήσει κόντρα αυτό, γιατί έπρεπε να κρατηθεί κόντρα, γινόταν μια δύο στροφές και μετά ξεκινούσε το υφαντό. Ήταν μια ωραία διαδικασία, ήτανε… Ωραία ήταν.
Όταν περνούσατε την κλωστή από τα μιτάρια, είχατε και το σχέδιο κοντά για να ξέρετε τα χρώματα με ποια σειρά πρέπει να μπουν;
Όχι, δεν είχε σχέση αυτό. Αυτό το σχέδιο, όσον αφορά το σχέδιο, όταν είχαμε να κάνουμε τις λεγόμενες πλαγκέτες, τα φλοσένια που έβγαινε το σχέδιο, τετραγωνάκια, ρόμβοι, το ένα το άλλο, εκεί χρειαζόταν τέσσερα μιτάρια, τέσσερις πατήτρες για να γίνει το σχέδιο. Πατούσες δυο, τη μια, δυο δεξιά πέταγες τη σαΐτα την κλωστή, τις άλλες δυο τις αντίθηλες, και τα μιτάρια δυο δυο πήγαιναν πάνω κάτω. Όπως και οι πατήτρες που πατάγαμε, οι λεγόμενες πατήτρες που πατάγαμε. Ναι, έκανα και από αυτό λίγο, ναι έκανα, πρόλαβα. Λόγω του ότι αυτό που σου είπα, την ιστορία την προηγουμένη που έφυγε η αδερφή μου.
Και με τέσσερις πατήτρες φτιάχνατε συγκεκριμένα σχέδια;
Βέβαια, ήταν συγκεκριμένα σχέδια, δυο, τρία, τέσσερα, αυτά δουλευότανε, αυτά δουλευόταν. Και με φλος, το μεταξωτό. Παίρναμε φλος και κάναμε. Βέβαια, τα καλά! Υπήρχε καλό τραπεζομάντηλο, έπρεπε να είχες μεταξωτό με φλος, βαμβάκι και φλος.
Αυτή τη διαδικασία στα μιτάρια την κάνατε πάντα οικογενειακά;
Πολλές ξέρανε, αλλά σε κάποια δύσκολα πράγματα υπήρχαν και κάποιες που βοηθούσαν, που ήξεραν πολύ περισσότερο. Και υπήρχε αυτό, η αλληλεγγύη που σου είπα και πιο πριν. Βοηθούσαν: «Θα ‘ρθεις να με βοηθήσεις; Γιατί θα κάνω το τάδε σχέδιο και δεν το… Μήπως κάνω κανένα λάθος» και τα λοιπά. Υπήρχε αυτό, υπήρχε ναι αλλά εγώ θυμάμαι η μάνα μου τα κάναμε, ναι, τα έκανε.
Και είπατε νωρίτερα ότι καλλιεργούσε η μητέρα σας καλάμια;
Δική μας χρήση! Δική μας χρήση και τη θυμάμαι την… Κάνανε και σκούπα. Έκανε επάνω, έκανε και σκούπες θυμάμαι. Είχε λίγα μην φανταστείς, ίσα για δική μας χρήση. Ήταν ένα σημείο που κράταγε νερό και θυμάμαι –έχω μνήμη– βάζαμε φασολάκια, καλαμπόκι, αυτά και έβαζε και… Το θυμάμαι πολύ καλά γιατί ήταν πανύψηλα αυτά γινόντουσαν, ναι.
Θυμάστε την πρώτη φορά που υφάνατε;
Έχουμε τέσσερα χρόνια διαφορά με την αδερφή μου… Ναι, είχα κάνει νομίζω χαλί εμπορικό, εμπόρου αν έκανα πρώτα, δεν θυμάμαι καλά, δεν πολυέκανα εγώ. Ήταν οι αδερφές οι πιο μεγάλες και ναι… Οι αδερφές μου ναι, δουλέψαν πάρα πολύ στον αργαλειό, πάρα πολύ. Εγώ τα δικά μου βασικά και πολύ πολύ λίγο, για ένα χαρτζιλίκι, γιατί δεν είχε δουλειές, τίποτα. Πολύ λίγο, ναι... Το εμπόριο ξεκίνησε από την Αρναία να γίνεται, χαλιών. Εμείς εδώ… Βγήκανε μετά αλλά ξεκίνησε από εκεί. Είχαμε και εμείς εμπόρους, ένας, δύο, τρεις έμποροι εδώ πλέον, ναι υπήρχε. Υπήρχαν τρειε δικοί μας έμποροι, αν θυμάμαι καλά, ναι. Ναι, ένας, δύο, τρεις, αυτοί υπήρξαν.
Οι οποίοι σας δίναν κλωστές;
Ναι, δίναν τις κλωστές, το στημόνι όλα, οι κλωστές. Εσύ έβαζες τη δουλειά σου και πληρωνόσουνα γι’ αυτό.
Άρα αυτοί ήταν από εδώ και τα πουλούσαν μετά σε άλλα μέρη;
Ναι, πηγαίναν Θεσσαλονίκη βασικά και σε άλλα χωριά ίσως που δεν είχαν υφαντική τέχνη. Ναι, είχε πέραση εκείνη την εποχή, θυμάμαι πάρα πολύ αυτό. Τώρα τρεις έμποροι στον Στανό ήτανε μεγάλη υπόθεση, και επιβίωναν ναι, επιβίωναν.
Ξέρετε αν κάνατε παραγγελίες συγκεκριμένες, αν τα ζητούσαν δηλαδή πελάτες ή αν κάνανε… Αν οι έμποροι ζητούσαν κάποια σχέδια για να τα πουλήσουν σε όποιον συναντούσαν;
Απ’ ό,τι θυμάμαι ήταν συγκεκριμένα, ένα, δύο, τρία σχέδια, αυτά εμπορευόντουσαν αυτοί. Είδαν ότι έφευγε –ποιος ξέρει–, ίσως και δεν τους συνέφερε πάρα πολλά σχέδια να έχουνε. Ήταν κανά δύο, τρία συγκεκριμένα σχέδια, αυτό γινότανε. Και ως επί το πλείστον ήτανε τα εύκολα σχέδια –δεν το συζητώ–, γιατί δεν συμφέρει την υφάντρια το δύσκολο.
Και η κλωστή που δίνανε ήτανε κατώτερης ποιότητας;
Πάντα, πάντα, αλίμονο, ναι...
Ωραία, θέλετε… Απλώσατε εσείς την προίκα σας;
Βέβαια, πωπω τι διαδικασία –Θεέ μου– να κάνεις όλη αυτή την ετοιμασία ουσιαστικά για ένα… Για λίγες ώρες, πολύ δύσκολο. Να σιδερώσεις, να κάνεις το ένα το άλλο, να τα βάλεις στη σειρά και το βράδυ να τα μαζέψεις, να τα διπλώσεις, να βάλεις τα μπαούλα, που συνήθως είχαμε δύο μπαούλα προίκα, και να κάνεις μπόγους τις φλοκάτες, πάπλωμα αν είχες. Εγώ συγκεκριμένα είχα κάνει και πάπλωμα γιατί είχα τον αδερφό μου παντρεμένο σε καμποχώρι παρακάτω, και κάνανε εκεί, υπήρχε ένας... Είχαν βαμβάκι εκεί βγάζανε παραγωγή και το έκανα με καθαρό βαμβάκι, και το ‘κανα. Αλλά συνήθως είχαμε φλοκάτες ή βελέντζες, χωρίς το φλοκάτο δηλαδή, χωρίς το... Συνήθως αυτοί ήτανε. Τα κιλίμια, πρόχειρα χαλιά, πιο καλά χαλιά, αυτά ήταν. Τις πλανκέτες, τα μισομάλλινα, τα βαμβακερά, κρεβατόγυρους κάναν τότε. Ο δε κρεβατόγυρος τι ήτανε; Ένα άσπρο πανί… [00:40:00]Εγώ δεν είχα βέβαια, η αδερφή μου είχε η μεγάλη. Ήταν ένα άσπρο πανί, το οποίο το τοποθετούσανε ίσα ίσα να πιάσει πάνω στο κρεβάτι, που ήταν σιδερένιο πάντα, αν ήταν και σιδερένιο που μεταγενέστερα… Και να κρέμεται μέχρι κάτω, να μην φαίνεται από κάτω, στο κρεβάτι. Ήταν αποθηκευτικός χώρος από κάτω από το κρεβάτι. Και είχα λοιπόν τον κρεβατόγυρο, πολλές φορές ήταν κεντημένος ή με αζούρ ή με πιο πολύ κέντημα, και έπιανε λοιπόν το κρεβάτι, τις τρεις πλευρές. Γιατί αυτή ακουμπούσε τον τοίχο συνήθως, βέβαια και αυτό. Κάνανε ειδική ύφανση, τα δύσκολα και το λεγόμενο σκτηλομάντηλο, να το πω στην ντοπιολαλιά. Τι ήταν αυτό; Μια πετσέτα, η οποία είχε φοβερό σχέδιο, ειδικά οι άκρες της, η μια πλευρά… Μακρύ αυτό αρκετά. Εμείς εδώ το σιτάρι που κάνουμε στα μνημόσυνα, σε αυτά, το λέγανε σκτέλι. Τώρα από πού προέρχεται η λέξη δεν γνωρίζω, δεν το έψαξα. Λοιπόν, το πιάτο λοιπόν που βάζανε το σιτάρι, το τοποθετούσανε στη μέση της πετσέτας αυτής, το πιάνανε και από εδώ και από εκεί λοιπόν, δεξιά αριστερά έπεφτε αυτό το υπέροχο σχέδιο, που συνήθως ήταν με φλος, βαμβάκι και φλος. Εγώ δεν έκανα από αυτό, ήταν δύσκολο, δεν έκανα. Η αδερφή μου είχε η μεγάλη. Τώρα κάτι άλλο… Και αυτό ήταν συγκεκριμένο σχέδιο ένα δυο, μην φανταστείς, αλλά ήταν και αυτό, έπρεπε να το περιέχει η προίκα. Οπωσδήποτε έπρεπε να περιέχει η προίκα τις τρόκνιες που βάζαν το μωρό, να είχες και καλή και πρόχειρη, καθημερινή και πρόχειρη. Η καλή ήτανε αυτή που είναι τοις μετρητοίς, με δύο τρεις κλωστές, πάλι συγκεκριμένα σχέδια. Η πιο πρόχειρη, ο καθένας είχε έμπνευση ξέρω γω, ό,τι… Εγώ την έκανα, μου κατέβηκε από το μυαλό κάτι τέλος πάντων, δικό μου σχέδιο. Συγκεκριμένα έπρεπε να έχεις οπωσδήποτε δυο κουβέρτες υφαντές με κεφαλάρια, με σχέδιο δεξιά και αριστερά στο τελείωμα. Πάρα πολύ ωραία σχέδια και αυτά που ήταν το κλήμα με το σταφύλι συνήθως, και άλλο πιο απλό σχέδιο. Τα χαλιά είχαν και εκείνα διάφορα, τα δεντράκια, τα πλακάκια, το «Βεροιώτικο», όπως είπα πιο μπροστά τη «Ρόκα», τα πιο… Τα καλλιγραφικά, «Ρόκα», «Της Μηνάδαινας». Τα χρώματα φανταστικά δεν το συζητώ, εγώ τουλάχιστον τα έχω φορέσει, τα έχω χαρεί όλα αυτά. Και στην Αθήνα που πήγα και έζησα, και εκεί τα φόρεσα και εδώ, και τις φλοκάτες πάρα πολύ. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν σε φλοκάτες, μαζευόνταν τα ξαδερφάκια όλα και κοιμόντουσαν, σε ρεβεγιόν και αυτά πάνω στις φλοκάτες κοιμόντουσαν. Ωραία ήταν.
Φτιάχνατε και για τον τοίχο υφαντά, πάντες;
Έφτιαχναν οι πιο παλιές από μένα γενιές, έφτιαχναν. Από τη δικιά μου τη γενιά και μετά όχι, όχι, δεν φτιάχνανε. Αλλά η αδερφή μου ας πούμε παλιά ναι, φτιάχνανε μπάντες, βέβαια. Και ήτανε μια διαδικασία, η οποία είχε το σκοπό της, δεν λερωνόταν ο τοίχος, γι’ αυτό τον σκοπό το βάζανε. Και ήταν και ένας πίνακας, διπλή χρήση.
Τα είχανε δηλαδή στολισμένα σε μόνιμη βάση ή βγαίνανε μόνο στις γιορτές;
Σε μόνιμη βάση. Αν είχανε μια ωραία μπάντα βέβαια τη βάζανε στη γιορτή, όπως και το χαλί, το άλλαζαν στη γιορτή που θα γιόρταζε ο άντρας του σπιτιού, το παιδί, βάζαν τα καλά. Δεν το συζητώ, τα καλά τραπεζομάντηλα, όλα αυτά.
Στις γιορτές καλούσατε κόσμο στο σπίτι;
Ήταν δεδομένο ότι θα ‘ρθουν, ποιος θα καλέσει, αστειεύεσαι; Όχι, δεδομένο, συγγενείς, φίλοι, όλο το χωριό περνούσε. Όλο το χωριό περνούσε και είχες το μεζεδάκι σου, το τυράκι, ό,τι είχε η νοικοκυρά, το ούζο, τσίπουρο, οτιδήποτε τέλος πάντων είχε, γιατί εκείνη την εποχή είχαμε εμείς και πολύ αμπέλια. Παλιά, βέβαια η περιοχή παρήγαγε πάρα πολύ και είχαμε και πολλά αποστακτήρια εδώ, πάρα πολλά. Οι περισσότεροι δηλαδή είχαν αποστακτήριο. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα, δεν ξέρω τι έγινε, άλλαξαν πάρα πολύ τα πράγματα. Βέβαια, βγάζαν το κρασί τους, βγάζανε το τσίπουρο, ναι, ναι. Το ούζο βέβαια δεν ήτανε… Το ούζο είναι φτιαχτό, βιομηχανικό. Ναι, ναι είχανε αυτά και είχε το μεζεδάκι. Όλο το χωριό περνούσε, δεν υπήρχε περίπτωση, βέβαια. Έκανε και: «Δεν ήρθες απόψε;», την άλλη μέρα μπορεί να σου το έλεγε και αυτό δηλαδή: «Δεν ήρθες». Το δε τις Απόκριες, εκεί ήταν άλλο ωραίο έθιμο είχαμε τις Απόκριες, Σχώριο. Επειδή μπαίναμε στη Σαρακοστή, συγχωρούμασταν μεταξύ μας. Εκεί τι γινόταν λοιπόν, το έθιμο. Σε ένα πιάτο λοιπόν ο χαλβάς σκεπασμένος πάλι με καλή πετσέτα, δεν το συζητώ. Έπρεπε το παιδί, αν παντρευότανε, να πάει στην πεθερά και στη μάνα το ζευγάρι, απαραιτήτως, στον κουμπάρο απαραιτήτως. Και με ένα μπουκαλάκι ούζο στο χέρι, τσίπουρο, ό,τι είχε, ποτό. Στον δρόμο συναντιόμασταν: «Καλησπέρα, Θεός σχωρέστον, συγχωρεμένα», άνοιγαν το πιάτο: «Πάρε από το δικό μου τον χαλβά». «Πάρε απ’ τον δικό σου το χαλβά». Ήταν μια διαδικασία δηλαδή πάρα πολύ ωραία, η οποία χάθηκε αυτή, δεν πλέον, δεν γίνονται αυτά. Και ήταν κάποια στάνταρ πράγματα, έπρεπε να επισκεφτείς οπωσδήποτε. Τα βαφτιστήρια θα πάνε στον νονό, θα κάνουνε μετάνοια: «Να με συγχωρέσεις νονέ, να με συγχωρέσεις μπαμπά, γιαγιά, παππού», να πάρεις χαρτζιλίκι, τι να σου δώσουνε; Δεκαρούλες, 50 λεπτά. Ήταν οι εποχές δύσκολες. Κάναμε εμείς τα μικρά… Ετοιμάζαμε το πουγκάκι, βέβαια, να το ράψουμε, να βάλουμε το σχοινάκι που θα δέσει από πάνω για να βάλουμε αυτά τα λίγα τέλος πάντων, που ήταν πολλά για την εποχή μας, για εμάς ήταν πολλά. Μετά το Πάσχα είχαμε… Τσουρέκια εκείνη την εποχή δεν, τουλάχιστον εμείς η περιοχή δεν. Άλλα είχαμε όμως –επειδή ζυμώναμε–, είχαμε τις γκούγκες να ετοιμάσουμε, να βάψουμε τα αυγά, να κάνουν τις γκούγκες. Έπρεπε να κάνεις γκούγκα. Η γκούγκα τι ήταν; Ήταν ένα τεράστιο καρβέλι –να το πω–, τεράστιο, το όποιο θα τοποθετηθεί στο ταψί. Στη νονά λοιπόν έπρεπε να πας σε μεγάλο ταψί, το όποιο λοιπόν θα το ζύμωνες, θα γινόταν, θα το… Στόλισμα να δεις από πάνω! Βάζανε ειδική σφραγίδα με δικέφαλο αετό που ήτανε τριγωνική, ήτανε ρόμβος, ρόμβος βασικά ήταν με παράσταση από πάνω τον δικέφαλο. Κάναν τις σφραγίδες, το κεντούσανε με δύο πιρούνια κατά μήκος, γύρω γύρω, μιλάμε κεντήματα κάνανε. Ή ζυμαράκια να το στολίσουν και βάζανε, τοποθετούσαν στη μέση κόκκινο αυγό και στις άκρες, πέντε στη νονά, έπρεπε να είναι… Βέβαια!. Μετά στην πεθερά, στη μάνα πιο μικρά. Και αυτό ήταν ωραία διαδικασία και έπρεπε εσύ… Θυμάμαι μικρά στην τρόκνια, όταν ήταν μικρό το παιδάκι πώς θα το πάει στη νονά ολόκληρο θηρίο; Στην τρόκνια τα βάζανε. Τα τυλίγαν στην τάβλα βέβαια, δεν το συζητώ, τη μεγάλη, όμορφα, ωραία έτσι, καπάκι. Και την πηγαίναν στη νονά –βέβαια με τα αυγά. Θυμάμαι εμείς, τι έκανε η μάνα μου; Τώρα μου ήρθε. Την Μεγάλη Πέμπτη που έβαφε τα αυγά, τι έκανε; Κρατούσε μπογιά και πήγαινε έβαφε τ’ αρνάκια όλα στο κεφαλάκι και έλεγε: «Ήρθε η πασχαλούδα με τα κόκκινα τ’ αυγούδια». Και τα έβαφε όλα εδώ στο μέτωπο, θυμάμαι τα αρνάκια όλα τα μικρά, τα οποία πήγαιναν για σφαγή τα καημένα μετά. Ναι αυτά, τώρα κάτι άλλο…
Θέλετε να μου μιλήσετε και για τα έθιμα του γάμου;
Τα έθιμα του γάμου… Από την Πέμπτη ξεκινούσε νομίζω –αν θυμάμαι–, ξεκινούσε ο γάμος. Στον νονό ο πεθερός θα πάει στη νύφη, στον νονό να ξεκινήσει ο γάμος. Καλούσαν τον κόσμο με το μπρίκι, το μπρίκι τι ήταν; Ένα πήλινο λοιπόν, μια πήλινη στάμνα, πολύ μικρούλα, μην φανταστείς, η οποία είχε μέσα… Βάζανε κρασί και βάζαν βασιλικό και με… Πάνω στο στόμιο βασιλικό συνήθως και ό,τι της εποχής λουλούδια. Το βάζαν και πήγαιναν και ξεκινούσε ο γάμος. Αυτό υπήρχε πιο μικρό λοιπόν, όταν γινόταν ο γάμος… Καλά παραμονή μαζευότανε ο καθένας, η νύφη με το σόι της, ο γαμπρός με το σόι του, τρώγαν, πίνανε και λέγανε τα καλορίζικα και τα λοιπά. Και την άλλη μέρα λοιπόν, αφού μαζευόταν η προίκα –που προείπα και τα λοιπά–, γινόταν μπόγοι και τα λοιπά,[00:50:00] στολίζανε λοιπόν, βάζανε τα παιδάκια… Έπρεπε να είναι αγοράκια συνήθως, για να… Το πρώτο παιδί να είναι αγόρι… Τα άλογα. Δύο άλογα λοιπόν, γιατί η προίκα ήτανε… Ήθελε δύο άλογα, οι μπόγοι και τα μπαούλα. Και βάζαν τα μικρά λοιπόν και τους δίναν αυτό το μικρό το σταμνάκι να κρατάει από πάνω, και τα βάζανε πάνω. Πήγαιναν στη νύφη λοιπόν, φορτώναν… Με τα όργανα βέβαια, όλο αυτό στον δρόμο με όργανα, με αυτά, όλο το χωριό να συμμετέχει, καλούσαν το χωριό όλο με μπουμπουνιέρες, τις οποίες τις φτιάχναμε εμείς όλες τις μπουμπουνιέρες. Δεν το συζητώ, παίρναμε κουφέτα και τις φτιάχναμε. Καλούσαν το χωριό, πήγαιναν να πάρουν την προίκα με τα όργανα. Φορτώνανε λοιπόν την προίκα, βάζαν… Αφήνανε από την προίκα καλά στρωσίδια να μπουν πάνω από τους μπόγους και τα αυτά, και μαξιλάρια γεμάτα. Και καθόταν το μικρό από πάνω, πασάς μιλάμε! Φανταστικά ήταν ναι, και πηγαίνανε και φώναζε: «Φλουρί, φλουρί» στο γαμπρό το σπίτι, να πάρει χαρτζιλίκι το παιδάκι. Λίγες θύμησες έχω από αυτά, δεν έχω πολλές θύμησες. Και μετά εκκλησία, να ρίξουν το κλίκι, βέβαια την κουλούρα, γιατί η κουλούρα έπρεπε να ζυμωθεί, να στολιστεί με τα λουλούδια, βέβαια και είχαμε συγκεκριμένη διαδρομή. Συγκεκριμένη διαδρομή που έπρεπε να είναι οι κουλούρες δύο και να πεταχτούνε σε δύο σημεία του χωριού. Ακόμα και σήμερα γίνεται αυτό, το κρατάνε, σε τσουρέκι βέβαια, τότε ήταν σε ψωμί. Με σχοινί δενόταν τα λουλούδια, το οποίο ήταν άσπρη κόκκινη κλωστή που τις στρίβανε, όπως κάνουμε τον Μάρτη, συνήθως έτσι γινόταν. Και στο συγκεκριμένο σημείο λοιπόν στην ανηφόρα εκεί, θα το ‘σπαγε στη μέση η νύφη, θα πετάξει μπρος και πίσω πηγαίνοντας στην εκκλησία. Εκεί γινόταν ο χαμός, να βάλουμε το βράδυ μια μπουκιά να ονειρευτούμε ποιον θα παντρευτούμε, γινόταν ένας χαμός εκεί. Και όταν, αφού πλέον παντρεμένοι, το άλλο κλίκι, κουλούρα, το πετάγανε μπαίνοντας στην πλατεία, φεύγοντας από την εκκλησία στο σημείο εκείνο, πάλι μπρος πίσω. Μετά γινόταν το γλέντι. Γλέντι να δεις, χαμός! Ναι, ναι και μετά η νύφη να πάει στο σπίτι την άλλη μέρα. Παλιά, παλιά είχαν και την παρθενιά! Στα δικά μου χρόνια, όχι βέβαια. Είχαν την παρθενιά, περίμενε η πεθερά, ερχόταν το σόι του γαμπρού, τι λες τώρα χαμός… Πρέπει η νύφη να είχε ειδικό φόρεμα για τη Δευτέρα, καλό φόρεμα να φοράει, επειδή ήταν νύφη, να ξεχωρίζει! Δεν θα φορούσε αυτά που φορούσε, έκανε φόρεμα, βέβαια. Ερχόταν το σόι εκεί να τους κεράσει η νύφη, να τους κάνει… Τώρα παλιά λέγανε ότι πήγαινε… Γιατί δεν είχαμε το νερό και πήγαινε και στο πηγάδι να πάρει νερό με την κανάτα για να έχει να κεράσει. Και κέρναγε γλυκό του κουταλιού συνήθως και το καλοκαίρι βανίλια υποβρύχιο, αυτά ήταν. Να δουν την προίκα, άλλο πάλι βάσανο από εκεί! Αμάν να δει το σόι του γαμπρού την προίκα –πωπω τι ήταν αυτά ρε παιδιά;–, να βγάλεις πάλι την προίκα απ’ την αρχή, να δείξεις αυτό είναι αυτό, αυτό είναι εκείνο, αυτό είναι εκείνο. Έπρεπε να έχεις και αλλαξιές, το ξέχασα. Έπρεπε να έχεις αλλαξιές, εσώρουχα, νυχτικιές για τον γαμπρό, για σένα. Το ντάρισμα που γινόταν η νύφη που έδινε, κρεμούσαν στον ώμο τον κουμπάρο, τον γαμπρό, αυτόν που συνόδευε και αυτήν που συνόδευε τον γαμπρό, και τη νύφη, τα πεθερικά. Αυτά τα κάναν και στους αρραβώνες, πλεκτές κάλτσες, τα θυμάμαι εγώ. Η μάνα μου τότε, η αδερφή μου, τα κάνανε, βέβαια. Ντάρισμα, τα δώρα...
Πόσους περίπου καλεσμένους είχατε στον γάμο τότε;
Όλο το χωριό συμμετείχε. Όλο το χωριό, δεν υπήρχε τότε ότι: «Έχω καλέσει στο τραπέζι αυτούς. Στην εκκλησία ναι, αλλά στο τραπέζι αυτούς», δεν υπήρχε, όλοι περνάγανε. Ό,τι είχε το σπίτι, ό,τι είχε το σπίτι, ναι, στάνταρ αυτό ήταν στανταράκι.
Θυμάστε αν παλαιότερα είχατε ακούσει, αν είχαν κάνει προικοσύμφωνα;
Πρόσφατα, ανέβασε στο facebook, είναι εδώ ο Θανάσης ο Χαλκιάς που έχει ένα προφίλ το χωριό μου. Είναι δάσκαλος στο δημοτικό. Έχει κάνει μια συλλογή από χρόνια, φωτογραφιών, στοιχείων παλαιών, έγγραφα. Πρόσφατα ανέβασε και προικοσύμφωνο, λοιπόν ναι, 1800, ναι γινόταν. Τόσα χωράφια, τόσα ζώα, τόσα αυτά, ναι, ναι. Υπάρχουν, υπάρχουν αυτά, υπάρχουν ευτυχώς, σώζονται.
Στον γάμο υπήρχαν συγκεκριμένα τραγούδια;
Υπήρχαν και συγκεκριμένα, βέβαια. Στην αρχή ήταν συγκεκριμένα, δεν το συζητώ: «Ωραία που είναι η νύφη μας, ωραία τα προικιά της, ωραία και η παρέα της που κάνει τη χαρά της». Ήταν το στάνταρ, στον δρόμο δηλαδή το λέγανε. Υπήρχαν, υπήρχαν του γάμου τραγούδια και μετά βέβαια στο γλέντι αυτά, εντάξει, εμπλουτιζόταν με διάφορα. Άλλος λέει: «Πες αυτό», άλλος: «Πες αυτό», γιατί οι οργανοπαίκτες ήταν δικοί μας συνήθως. Εκείνη την εποχή τουλάχιστον, μέχρι που παντρεύτηκα και εγώ, ήταν εδώ τα τοπικά, γιατί ο Στανός έχει μεγάλη παράδοση από πάρα, πάρα πολύ. Να φανταστείς οι οργανοπαίχτες του Στανού εξυπηρετούσαν την ευρύτερη περιοχή σε γάμους, σε πανηγύρια και σε εκδηλώσεις. Ναι, ναι…
Να σας ρωτήσω και κάτι για τις βαφές, για τα υφαντά. Παίρνατε κάποιες μπογιές και από τον μπακάλη;
Ναι, συμπληρωματικά παίρνανε. Όταν ήθελαν κάποιο χρώμα να το εμπλουτίσουν, να το κάνουν πιο γυαλιστερό, πιο φανταχτερό, ναι υπήρχανε. Και υπήρχε και ένα προϊόν που ήταν σαν σόδα, σημερινή σόδα που υπάρχει η χοντρή σόδα, το λέγαν στύψη, το οποίο κρατούσε λέει το χρώμα να μην ξεβάφει. Και πηγαίναμε, θυμάμαι όταν έκανε τότε η μάνα μου τις βαφές για την προίκα της αδερφής μου της μεγάλης, πόσες φορές δεν έβγαινε το χρώμα. Και: «Πήγαινε φέρε ακόμη λίγο, ζήτα αυτό το νούμερο, ζήτα αυτό το νούμερο». Ναι, πήγαινα και ερχόμουνα θυμάμαι ναι, μέχρι να πετύχει το χρώμα. Ναι, υπήρχαν και τα χημικά, υπήρχαν και οι χημικές βαφές.
Στην αρχή που υφαίνατε, κάνατε λάθη;
Δεν ξέρω, εγώ από τη φύση μου επειδή είμαι πολύ της λεπτομέρειας δεν πολυέκανα λάθη, ναι. Και όταν έβλεπα και στο σχέδιο λάθος, το διόρθωνα όταν το έκανα εγώ. Από μικρή το θυμάμαι και γιατί το έχω, από χαρακτήρα έτσι είμαι. Μ’ αρέσει το τέλειο, η τελειότητα και θυμάμαι και μου έλεγε η μάνα μου καμιά φορά: «Αυτό εκεί…». «Όχι, δεν είναι εκεί, είναι λάθος -της έλεγα- θα το κάνω εγώ με το δικό μου τρόπο, θα το διορθώσω με δικό μου τρόπο», ναι. Υπήρχανε σε σχέδια πολλά λάθη, εγώ βρήκα πάρα πολλά λάθη.
Εννοείτε δικά σας;
Όχι δικά μου. Και τα διόρθωνα πάνω στο δικό μου υφαντό, ναι.
Ωραία, να ρωτήσω θυμάστε αν είχατε μεταξοσκώληκες;
Έχω μνήμη, αμυδρά θυμάμαι η μάνα μου… Γιατί εδώ υπήρχε η καλλιέργεια, ναι υπήρχε. Είχαμε πάρα πολλές μουριές παλιά, υπήρχαν κάποια σημεία του χωριού που είχε πολλές μουριές, οπότε εκτρεφόταν μεταξοσκώληκες. Θυμάμαι –δεν θα το ξεχάσω– το κουκούλι, λίγο όμως πολύ αμυδρή εικόνα, δεν θυμάμαι πολύ καλά αλλά την έχω τη μνήμη. Πώς λοιπόν έβγαινε η κλωστή, πωπω φοβερό το μετάξι. Με έκανε εντύπωση μικρή, μιλάμε πρέπει να ήμουν πολύ μικρή τότε! Ίσα που το πρόλαβα αυτό στο καζάνι, το κουκούλι και με τη… Γιατί παίρναμε εμείς τη σουσούρα, επειδή η περιοχή έχει σουσούρα και τις αυλές μας… Μαζεύαμε σουσούρες και τις έκαναν σκούπες για την αυλή, να τη σκουπίσεις, γιατί μέσα στο σπίτι είχαμε τις άλλες από τα καλάμια, τις σκούπες. Και θυμάμαι το έκανε το καζάνι στο αυτό… Και έβγαινε το μετάξι, κλωστές κλωστές από ένα άσπρο πραγματάκι, από το κουκούλι δηλαδή, μέτρα ατελείωτα. Ναι, έχω μνήμη από αυτό αλλά σιγά σιγά αυτά χάθηκαν όλα.
Ωραία, θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια και για τον Σύλλογο Γυναικών;
Ναι, ο Σύλλογος Γυναικών είναι πολλά τα χρόνια, πάρα πολλά τα χρόνια. Εγώ επειδή έλειψα, παντρεύτηκα όπως… Εγώ παντρεύτηκα Τετάρτη… Κυριακή και Τετάρτη μετεγκαταστάθηκα στην Αθήνα, γιατί τα πράγματα ήταν δύσκολα, για καλύτερη ζωή, πήγα με τον σύζυγο. Είχα και ανοιχτό μυαλό για την εποχή μου εγώ, γιατί τότε για να φύγει η κόρη από τη μάνα, από το χωριό, ήτανε [01:00:00]δύσκολο πολύ. Και όταν επέστρεψα εγώ θυμάμαι, ο Σύλλογος ήτανε πολύ λίγα χρόνια. Θα άλλαζε το Δ.Σ. και δεν υπήρχαν άτομα. Μετεγκαταστάθηκα εγώ το… Ουσιαστικά το ‘06. Το ‘02 ήρθα αλλά δύο χρόνια ήμουν πηγαινέλα στην Αθήνα, καθόμουνα κάνα δύο μήνες εκεί, τρεις μήνες εδώ και τα λοιπά. Οπότε όταν ήρθα, θα διαλυόταν ο Σύλλογος και τον ανέλαβα. Βγήκαμε μια παρέα τέλος πάντων και είπαμε να τον αναλάβουμε τον Σύλλογο. Είχε δραστηριότητες, τότε εκείνη την εποχή υπήρχαν και κάποιες… Πώς να το πω τώρα, δεν βρίσκω και τις λέξεις, καμιά φορά κολλάω ρε παιδί μου, ναι. Η ΝΕΛΕ που κάναν κάποια προγράμματα επιδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε ήταν ακόμα φρέσκα και δίνανε πάρα πολλά πράγματα. Εγώ δεν ήξερα κανέναν τότε θυμάμαι εδώ, δεν ήξερα ποιος είναι ο δήμαρχος, ποιος είναι ο έτσι… Τέλος πάντων, αλλά επειδή είχα θέληση, έψαξα και βρήκα πολλά πράγματα. Γινόντουσαν πολλά πράγματα, εκπαιδευτικά, να μάθουμε πράγματα, να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας. Είχαμε πάρει πολλά τέτοια προγράμματα, επιδοτούμενα ερχόντουσαν εδώ. Είχε δραστηριότητα, είχε πολλά μέλη αλλά ήμουνα και εγώ άτομο που σε έβρισκα στο δρόμο και: «Πλήρωσες τη συνδρομή;». Ξέρεις με τον τρόπο μου μάζευα, μάζευα και ήμασταν καλά, ήμασταν καλά. Θυμάμαι όταν αποχώρησα… Και στολές κάναμε, δέκα στολές θυμάμαι. Προϋπήρχαν στολές αλλά δεν ήταν του Συλλόγου Γυναικών, ήταν του Πολιτιστικού Συλλόγου, γιατί ο Πολιτιστικός προϋπήρξε πολλών ετών, από τον Σύλλογο Γυναικών. Αλλά θυμάμαι τότε, τώρα με τη Βαγγελιώ… Η Βαγγελιώ ήταν τότε, συμμετείχε και αυτή, η κυρία Καβλίτση. Θυμάμαι ότι μετά που έφυγα εγώ, ανέλαβε άλλη μία τετραετία... Δύο χρόνια, όχι τέσσερα. Δύο νομίζω ότι είναι οι εκλογές, κάθε δύο χρόνια, αλλά η Βαγγελιώ τώρα έχει πόσα χρόνια… Ναι, έχει δραστηριότητες ο Σύλλογος Γυναικών, γιατί… Είναι άτομα που έχουν όρεξη και να προσφέρεις εθελοντικά. Όλα αυτά θέλουν δουλειά, τρέξιμο. Ναι και προΐσταται η Βαγγελιώ, ναι τα τελευταία… Εδώ και πάρα πολλά χρόνια προΐσταται η Βαγγελιώ. Κάνει καλή δουλειά, αλλά βοηθάμε και εμείς οι παλιές όσο μπορούμε, είμαστε δίπλα, στηρίζουμε. Χορευτικά είχαμε κάνει, είχαμε φτάσει πόσα άτομα χορευτικά, είχαμε μείνει θυμάμαι για πολλά χρόνια δέκα άτομα μόνο στο χορευτικό. Έχουμε και αυτό, κάναμε με προγράμματα γυμναστικής, κάναμε προγράμματα να μάθουμε λασέ, να πλέκουμε, να κεντάμε. Μέχρι προγράμματα είχα πάρει να κάνουμε γλυκά, να κάνουμε ποτά. Όλα αυτά μέσω ΝΕΛΕ, ήτανε προγράμματα που τα είχε η νομαρχία και ο δήμος μετά, και το χωριό. Μπορούσε να πάρει ο κάθε σύλλογος. Μέχρι και θυμάμαι τελευταία και ένα πρόγραμμα με μηχανικούς, για έκτακτες κρίσεις από φωτιές, πλημμύρες, πυρκαγιές, τέτοια πράγματα που συμβαίνουν, να είμαστε προετοιμασμένοι, να ξέρουμε πράγματα. Γίνεται δουλειά, γίνεται δουλεία! Δεν είναι μόνο: «Άντε να κάνουμε ένα πανηγύρι, να κάνουμε…», γίνεται δουλειά. Και τώρα και χορευτικά, και θεατρική ομάδα. Το όνειρο το δικό μου, που ήταν η θεατρική ομάδα και η χορωδία, κάτι πάει να γίνει τώρα. Να προλάβω να ζήσω να το δω! Μέχρι που θέλω να συμμετέχω στη θεατρική ομάδα. Ναι, γίνονται πράγματα ευτυχώς, αλλά θέλει στήριξη, θέλει στήριξη. Ο πολιτισμός μας είναι αυτό, άμα τα αφήσουμε αυτά, τελειώσαμε.
Ωραία, σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.
Έγινε, κορίτσι μου, να είσαι καλά, καλή επιτυχία στη ζωή σου.
Φωτογραφίες
Μαρία Στεφανή
Η αφηγήτρια
Περίληψη
Η κυρία Μαρία γεννήθηκε στον Στανό Χαλκιδικής και μας περιγράφει τα παιδικά της χρόνια στο χωριό, όπου έζησε μέχρι να παντρευτεί σε ηλικία 19 ετών. Η αφηγήτρια μας εξιστορεί τις καθημερινές οικογενειακές ασχολίες σε μία κτηνοτροφική οικογένεια, τις στερήσεις, τη γνωριμία με τον σύζυγό της, αλλά και τις δύσκολες αλλά ανέμελες στιγμές που έζησε ως παιδί. Αναφέρεται στο νυφοπάζαρο, στις καντάδες, στις προίκες, στα υφαντά και στην επεξεργασία του μαλλιού, καθώς και στα έθιμα του γάμου.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Στεφανή
Ερευνητές/τριες
Βασιλική-Διαμάντω (Σίλια) Φασιανού
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/02/2024
Διάρκεια
64'
Περίληψη
Η κυρία Μαρία γεννήθηκε στον Στανό Χαλκιδικής και μας περιγράφει τα παιδικά της χρόνια στο χωριό, όπου έζησε μέχρι να παντρευτεί σε ηλικία 19 ετών. Η αφηγήτρια μας εξιστορεί τις καθημερινές οικογενειακές ασχολίες σε μία κτηνοτροφική οικογένεια, τις στερήσεις, τη γνωριμία με τον σύζυγό της, αλλά και τις δύσκολες αλλά ανέμελες στιγμές που έζησε ως παιδί. Αναφέρεται στο νυφοπάζαρο, στις καντάδες, στις προίκες, στα υφαντά και στην επεξεργασία του μαλλιού, καθώς και στα έθιμα του γάμου.
Αφηγητές/τριες
Μαρία Στεφανή
Ερευνητές/τριες
Βασιλική-Διαμάντω (Σίλια) Φασιανού
Tags
Ημερομηνία Συνέντευξης
01/02/2024
Διάρκεια
64'